Ηαρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα και τα νέα δεδομένα

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Ηαρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα και τα νέα δεδομένα"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Ηαρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα και τα νέα δεδομένα Μεταπτυχιακή Εργασία Μαργαρίτα Αρβανιτάκη Επιβλέπων Καθηγητής: Νίκος Ευστρατίου ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

2 Πίνακας Περιεχομένων Ευχαριστίες 4 Πρόλογος.5 Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή Η περιγραφή του ζητήματος της μετάβασης από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική περίοδο και η ιστοριογραφική του προσέγγιση Ζητήματα θεωρίας Τα αρχαιολογικά δεδομένα έως το τέλος του 20 ου αιώνα 14 Κεφάλαιο 2: Η αρχή του παραγωγικού σταδίου στη Μέση Ανατολή και τις γειτονικές περιοχές Η αρχή της γεωργίας στη Μέση Ανατολή. Τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενό της Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις. Ο ρόλος του κλιματικού επεισοδίου της Νεαρής Δρυάδος (Younger Dryas) Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις σε σχέση με την αρχή της γεωργίας Το κλιματικό επεισόδιο της Νεαρής Δρυάδος (Younger Dryas) Το ζήτημα της εξάπλωσης της γεωργίας στην Κύπρο.40 Κεφάλαιο 3: Το τέλος της Παλαιολιθικής περιόδου στην Ελλάδα Η γεωμορφολογία και το φυσικό περιβάλλον του ελλαδικού χώρου. Τα δεδομένα και η ανασύνθεσή τους Η «αρχαιολογία» των τελευταίων θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του Πλειστόκαινου και των αρχών του Ολόκαινου. Οι εγκαταστάσεις στο χώρο, η εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, οι επιλογές και η τεχνολογία Η πρώιμη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου Η ύστερη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου..54 2

3 3.2.3 Η Μεσολιθική περίοδος 62 Κεφάλαιο 4: Τα χαρακτηριστικά της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα Η Ακεραμική Νεολιθική Οι πρώιμοι νεολιθικοί οικισμοί και η αρχαιολογία τους Οι τύποι των οικισμών Η έκταση των πρώιμων νεολιθικών οικισμών και ο πληθυσμός τους Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα Οικονομία και διατροφικές πρακτικές Λίθινα και οστέινα κατάλοιπα Κεραμική Ταφικές πρακτικές Ειδώλια και Κοσμήματα.110 Κεφάλαιο 5: Η αρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα Ιθαγενής ή εισηγμένη Νεολιθική; Η αντιπαράθεση Νέες επιτόπιες έρευνες και νέα δεδομένα..130 Κεφάλαιο 6: Συμπεράσματα Ένα ανοιχτό ζήτημα και τα όρια της θεωρίας και των αρχαιολογικών δεδομένων 135 Βιβλιογραφία.143 Εικόνες

4 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Κατ αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Α. Π. Θ., κ. Νίκο Ευστρατίου, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθώ με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ερευνητικό ζήτημα, αλλά και για την υπομονή και την διάθεσή του να συζητήσει μαζί μου τους προβληματισμούς μου και να με καθοδηγήσει στη συγγραφή της παρούσας εργασίας. Ευχαριστίες οφείλω και στους υπόλοιπους καθηγητές του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών, κ. Ανδρέου, κα Βαλαμώτη, κ. Κωτσάκη και κα Παπανθίμου για τις γνώσεις που αποκόμισα μέσα από τα σεμινάρια τους. Στους συμφοιτητές μου, Μελίνα, Δόμνα, Θανάση, Χαρά και Γεωργία, αφού όλο αυτό το διάστημα μοιραστήκαμε την αγωνία, τη χαρά, τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις γύρω από τα θέματα των σεμιναρίων και των εργασιών μας. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στους γονείς μου, Θωμά Αρβανιτάκη και Ευτυχία Σπάθα και στον αδελφό μου, Σωτήρη για την πολύτιμη ηθική και οικονομική στήριξη κατά τα χρόνια των σπουδών μου, αλλά και στο Στέργιο για την υπομονή και την κατανόηση. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη φίλη και αρχαιοβοτανολόγο Δήμητρα Κοτσαχρήστου για τις ενδιαφέρουσες κουβέντες γύρω από το θέμα της παρούσας εργασίας. 4

5 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να συμβάλλει στη συζήτηση του ζητήματος της μετάβασης από τη θηρευτική - τροφοσυλλεκτική στη γεωργική οικονομία, στη γεωγραφική περιοχή του ελλαδικού χώρου, περίπου 7000 χρόνια πριν από σήμερα. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός εξετάζονται τα αρχαιολογικά δεδομένα που επιτρέπουν τη μελέτη των τεχνολογικών, οικιστικών, διατροφικών και οικονομικών πρακτικών των τελευταίων θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου, ώστε να διευκρινιστεί η μεταξύ τους σχέση. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο της εργασίας περιγράφεται το ζήτημα της εξάπλωσης του νεολιθικού τρόπου ζωής, αναφέρονται σύντομα οι απόψεις των ερευνητών σε σχέση με την εμφάνιση της γεωργικής οικονομίας στον ελλαδικό χώρο καθως και τα αρχαιολογικά δεδομένα που ήταν διαθέσιμα έως το τέλος του 20 ου αιώνα. Το δεύτερο κεφάλαιο πραγματεύεται το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργικής οικονομίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της εξάπλωσής της στην περιοχή της Κύπρου. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται οι οικιστικές, τεχνολογικές, οικονομικές και διατροφικές πρακτικές των ομάδων της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, ενώ στο τέταρτο αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται μια πιο λεπτομερής αναφορά των απόψεων που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τη μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο στην περιοχή του ελλαδικού χώρου, ενώ στη συνέχεια του κεφαλαίου αυτού αναφέρονται και εξετάζονται τα δεδομένα που έχουν αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια πρόσφατων ερευνών και μπορούν να εμπλουτίσουν τη συζήτηση. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζονται τα δεδομένα των σπηλαίων Φράγχθι και Θεόπετρας, δύο θέσεων με στρωματογραφική ακολουθία από την Ανώτερη Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική περίοδο. Στη συνέχεια αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο της απόπειρας να διευκρινιστεί η μεταξύ τους σχέση και να συγκροτηθεί η ιστορία που μπορούν να «αφηγηθούν» τα δεδομένα αυτά σε σχέση με την εμφάνιση της γεωργικής οικονομίας. 5

6 Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1 Η περιγραφή του ζητήματος της μετάβασης από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική περίοδο και η ιστοριογραφική του προσέγγιση Κατά το πρώτο μισό του 19 ου αιώνα, προκειμένου να ταξινομηθούν τα ευρήματα του Εθνικού Μουσείου της Δανίας, ο C. J. Thomsen μελέτησε τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή, αλλά και τα χαρακτηριστικά των αντικειμένων με αποτέλεσμα να εισαχθεί στην αρχαιολογία το «Σύστημα των Τριών Εποχών» και να επικρατήσουν οι όροι «Εποχή του Λίθου», «Εποχή του Χαλκού» και «Εποχή του Σιδήρου». Το 1865 ο Sir John Lubbock, διαίρεσε την Εποχή του Λίθου σε δύο επιμέρους περιόδους, την Παλαιολιθική και τη Νεολιθική, με βασικό κριτήριο την συχνή παρουσία λειασμένων λίθινων αντικειμένων στις νεολιθικές θέσεις. Ως «Μεσολιθική» ορίστηκε αργότερα, η περίοδος μεταξύ της Παλαιολιθικής και της Νεολιθικής, η οποία χαρακτηρίστηκε από τη χρήση γεωμετρικών μικρόλιθων (Clark 1980). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο V.G Childe (1928) επηρεασμένος από τη μαρξιστική φιλοσοφία, θεώρησε πως η εμφάνιση του παραγωγικού σταδίου κατά τη Νεολιθική περίοδο, η «Νεολιθική Επανάσταση», ήταν η μεγαλύτερη οικονομική επανάσταση που γνώρισε η ανθρωπότητα μετά τον έλεγχο της φωτιάς (Verhoven 2004: 192). Κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα, κάτω από την επίδραση των ιδεών του Childe σε σχέση με τη Νεολιθική περίοδο, η έννοιά του όρου «Νεολιθική» επαναπροσδιορίστηκε, και δεν χρησιμοποιούνταν πλέον για να περιγράψει αποκλειστικά θέσεις στις οποίες εντοπίζονταν λειασμένα εργαλεία, αλλά θέσεις των οποίων οι κάτοικοι καλλιεργούσαν δημητριακά και όσπρια και εξέτρεφαν ζώα, παρεμβαίνοντας στον κύκλο της αναπαραγωγής τους. Θέσεις με τέτοια χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν στη Μέση Ανατολή περίπου χρόνια πριν από σήμερα. Συνεπώς, ο όρος «Νεολιθική περίοδος» απέκτησε έναν συνδυασμό τεχνολογικών, οικονομικών αλλά και χρονολογικών προεκτάσεων για τους αρχαιολόγους (Ammerman and Cavalli-Sforza 1984: 34). Στην παρούσα εργασία με τον όρο «νεολιθικές» θα περιγραφούν οι κοινότητες εκείνες, οι οποίες στηρίζονται οικονομικά στην καλλιέργεια εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων και την εκμετάλλευση εξημερωμένων ζώων. Το πέρασμα από το θηρευτικό- τροφοσυλλεκτικό στο παραγωγικό στάδιο στον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο θα οριστεί ως «νεολιθική μετάβαση», αφού με βάση τα ερευνητικά δεδομένα, η εξάπλωση του νεολιθικού τρόπου ζωής δεν αποτέλεσε ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια διαδικασία, η οποία χρειάστηκε περίπου δύο χιλιετίες 6

7 προκειμένου να εξαπλωθεί από τη Μέση Ανατολή στον ελλαδικό χώρο και περίπου άλλες δύο χιλιετίες έως ότου να εξαπλωθεί από τον ελλαδικό στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο (Ammerman 2003: 3 ; Αmmerman and Cavalli-Sforza 1984: 3 ; Price 2000: 3). Οι εξημερωμένες μορφές των δημητριακών και των οσπρίων, των οποίων η καλλιέργεια αποτέλεσε θεμέλιο της νεολιθικής οικονομίας στον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο, απαντούν για πρώτη φορά στους πρώιμους γεωργικούς οικισμούς της Μέσης Ανατολής (Moore 2003: 59-97; Colledge et al. 2004: 35-48). Από εκεί, με βάση τα ερευνητικά και ραδιοχρονολογικά δεδομένα, εξαπλώθηκαν πρώτα στον ελλαδικό χώρο, μετά στα Βαλκάνια και κατόπιν στην υπόλοιπη Ευρώπη (Boquet-Appel et al. 2009: 1-14). Οι τρόποι, οι μηχανισμοί και το περιεχόμενο της μετάβασης στη Νεολιθική περίοδο στην Ευρώπη και τον ελλαδικό χώρο αποτελούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ερευνητικό ζήτημα, γύρω από το οποίο έχουν εκφραστεί αρκετές και διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις (Θεοχάρης 1973: 34-7; Ammerman and Cavalli-Sforza 1984; Barker 1985; Budja 1999: ; Colledge et al. 2004: 35-58; Dennell 1984: , 1992: ; Halstead 1996: ; Hansen 1999: ; Efstratiou 2005: , 2007: ; Kotsakis 1992:120-35, 2001: 63-78, 2003: , 2005: 8-15, 2008: 52-75; Perlès 2001: 38-51, 2003b: ; Runnels 2003: ; Seferiadés 1993: ; Tringham 2000: 19-56), οι οποίες στηρίζονται σε δύο βασικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Η πρώτη, είναι αυτή που θεωρεί πως η γεωργική πρακτική και τα εξημερωμένα δημητριακά και όσπρια μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη από την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στη Μέση Ανατολή έχουν εντοπιστεί οι πρώτες, χρονολογικά, ενδείξεις για την καλλιέργεια άγριων μορφολογικά δημητριακών αλλά και αργότερα εξημερωμένων σπόρων σιταριού και κριθαριού (Moore et al. 2000; Μoore 2003: 59-73; Özdogan and Basgelen 1999). Υπάρχουν δύο τρόποι εξάπλωσης της γεωργίας και των καλλιεργούμενων εξημερωμένων ειδών προς την Ευρώπη. Ο πρώτος συμβαίνει μέσω της επικοινωνίας, της ανταλλαγής ιδεών και πρακτικών ανάμεσα σε γειτονικές ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και γεωργών και δεν περιλαμβάνει τη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων γεωργών σε μια νέα γεωγραφική περιοχή. Ο τρόπος αυτός είναι γνωστός στη βιβλιογραφία ως «πολιτισμική διάδοση» ( «cultural diffusion»). Ο δεύτερος τρόπος, που είναι γνωστός ως «δημογραφική διάδοση» ( («demic diffusion»), περιλαμβάνει τη μετακίνηση γεωργικών ομάδων και τη μετεγκατάστασή τους σε νέες γεωγραφικές περιοχές. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο τρόποι περιλαμβάνουν την έννοια της εξάπλωσης, εμφανίζονται να είναι διαφορετικοί ως προς την διάκρισή τους στο επίπεδο της αντίληψης 7

8 και της προσέγγισής τους από τους ερευνητές. Συγκεκριμένα, κατά την περίπτωση της επικοινωνίας και των επαφών η διαδικασία της εξάπλωσης στηριζόταν στη μεταβίβαση των εξημερωμένων δημητριακών από γεωργούς προς τις ομάδες εκείνες, οι οποίες βασίζονταν καθ ολοκληρίαν στο κυνήγι και την τροφοσυλλογή και δεν είχαν εξασκήσει προηγουμένως την πρακτική της καλλιέργειας. Ο Zvelebil (1986: 5-15, 1996: ), διατυπώνοντας το «χρονικό» της διαδικασίας αυτής, δίνει έμφαση στο ζήτημα της συνέχειας μεταξύ της Τελικής Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης Νεολιθικής σε κάθε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η έννοια της συνέχειας συνίσταται στην ομοιότητα των οικιστικών πρακτικών και της πληθυσμιακής πυκνότητας κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το θηρευτικό-τροφοσυλλεκτικό, στο παραγωγικό στάδιο. Επίσης, στην περίπτωση αυτού του τύπου της διάδοσης, η μεταβολή στον τομέα των διατροφικών πρακτικών περιλαμβάνει τη σταδιακή αντικατάσταση των άγριων μορφολογικά ειδών από εξημερωμένα. Κατά την δεύτερη περίπτωση, η γεωργία και τα εξημερωμένα είδη εξαπλώνονται μέσω της μετακίνησης γεωργικών πληθυσμών και της εγκατάστασής τους σε νέες γεωγραφικές περιοχές. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την απότομη εμφάνιση εξημερωμένων ειδών, αλλά και την στήριξη της διατροφής στα εξημερωμένα είδη, άμα τη εμφανίσει των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η δεύτερη βασική ερμηνευτική προσέγγιση είναι αυτή που θεωρεί πως η μετάβαση από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή στην Ευρώπη αποτέλεσε μια εντελώς γηγενή διαδικασία, χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε μορφής επαφής, επικοινωνίας ή μετακίνησης (Barker 1985: 71). Με άλλα λόγια, η εξημέρωση του σιταριού και του κριθαριού θα μπορούσε να έχει συμβεί αυτόχθονα σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει μια στενή και συστηματική σχέση με τα άγρια μορφολογικά φυτικά και ζωικά είδη, τα οποία συνέλλεγαν και κυνηγούσαν αντίστοιχα, ενώ ταυτόχρονα, είχαν τη δυνατότητα να ανανεώσουν και να αναπροσαρμόσουν τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονταν τα προαναφερθέντα είδη. Πιο συγκεκριμένα, οι θηρευτικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες της Μεσολιθικής περιόδου θα μπορούσαν μέσω της συστηματικής συλλογής και φροντίδας των άγριων φυτικών συστάδων να συμβάλλουν στον πολλαπλασιασμό τους ή να ακολουθούν συγκεκριμένο σχεδιασμό στο κυνήγι των θηραμάτων εξουδετερώνοντας περισσότερα αρσενικά θηράματα και διατηρώντας τα θηλυκά, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή του πληθυσμού τους. Συνεπώς, η αναζήτηση της αρχής της γεωργίας και της εξημέρωσης στο έδαφος του ευρωπαϊκού χώρου αποτελεί και αυτή μια υπόθεση εργασίας. Η στροφή του ερευνητικού 8

9 ενδιαφέροντος προς τη μελέτη της Μεσολιθικής περιόδου, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970, κατέστησε την προσέγγιση για μια γηγενή διαδικασία εξημέρωσης ιδιαίτερα προσφιλή (Price 2000: 6). Ωστόσο, η ανάπτυξη της μεθόδου της ραδιοχρονολόγησης με την εισαγωγή νέων τεχνικών μεθόδων (AMS) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η οποία έδινε τη δυνατότητα για την ανάλυση μικρών ποσοτήτων δειγμάτων (McCarter 2007: 9) και προσέφερε έτσι τη δυνατότητα για τη χρονολόγηση λόγου χάριν αρχαιοβοτανικών καταλοίπων, οδήγησε στην κριτική επανεκτίμηση της δημοφιλούς άποψης περί τοπικών διαδικασιών εξημέρωσης (Ammerman 2003: 5). Τα τελευταία χρόνια η άποψη περί αυτόχθονης διαδικασίας εξημέρωσης έχει υποστεί τροποποιήσεις (Efstratiou 2007: 123). Έχει απορρίψει την ιδέα των πολλών κέντρων εξημέρωσης αλλά αποδέχεται την συμβολή της επικοινωνίας μεταξύ των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και των γεωργών για τη μετάβαση των πρώτων στο παραγωγικό στάδιο και ταυτόχρονα την καταγωγή του νεολιθικού τρόπου ζωής από τη Μέση Ανατολή (Kotsakis 2008: 52-75). Μεταβολές έχει υποστεί, όμως και η ερμηνεία που βλέπει ως κύριο παράγοντα της μεταβατικής αλλαγής τη μετακίνηση γεωργών από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία παλαιότερα ήταν προσκολλημένη στην ιδέα του ex oriente lux (Childe 1925). Στη θέση της προσέγγισης αυτής έχουν προκύψει νέα ερμηνευτικά μοντέλα που επιδιώκουν να διαφωτίσουν τον τρόπο της μετακίνησης των γεωργών από τη Μέση Ανατολή. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το μοντέλο του «Κύματος Διάδοσης» (Wave of Advance) των Ammerman και Cavali- Sforza (1973: , 1984) η μετακίνηση των γεωργών από τη Μέση Ανατολή αποτελεί μια σταδιακή διαδικασία, κατά την οποία οι πρώτοι αγρότες μετακινούνται προς τα δυτικά, με ρυθμό ενός χιλιομέτρου ανά ημερολογιακό έτος. Οι δύο ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό μελετώντας τα αρχαιολογικά και χρονολογικά δεδομένα που σχετίζονταν με τις πρώιμες νεολιθικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, όπως επίσης και την συχνότητα κατανομής γονιδίων ανάμεσα σε πληθυσμούς της Ευρώπης και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Από την άλλη πλευρά, τα συμπεράσματα της ανάλυσης των κρανιομετρικών δεδομένων από τα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα των πρώιμων νεολιθικών θέσεων της Ανατολίας, του Levant και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, οδήγησαν τους Pinhasi και Pluciennik (2004: 60) να μιλήσουν για μικρά και διακοπτόμενα επεισόδια μετακίνησης των πρώτων γεωργών από την Ανατολή προς την Ευρώπη. 9

10 Οι Colledge et al. (2004: 35-58), επανεξετάζουν συστηματικά τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα περίπου 40 πρώιμων νεολιθικών θέσεων της Νοτιοδυτικής Ασίας και της Ευρώπης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι πρώτοι γεωργοί ξεκίνησαν από την περιοχή του Levant για να καταλήξουν πρώτα στην Κύπρο και κατόπιν στην Κρήτη και τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Σύμφωνα με τον Cauvin (2000) η πρώτη εξάπλωση των γεωργικών κοινοτήτων προς τη Νοτιοανατολική Ανατολία και τη νότια περιοχή του Levant συνέβη κατά την Πρώιμη Προκεραμική Νεολιθική Β περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Προκεραμικής Νεολιθικής Β και της Πρώιμης Κεραμικής Νεολιθικής περιόδου, έλαβε χώρα η «Μεγάλη Έξοδος» των γεωργών προς την Κύπρο και τις ξηρές περιοχές της Μέσης Ανατολής (Cauvin 2000). Σύμφωνα με τον Bar-Yosef (2002: ), η αυξημένη διαθεσιμότητα διατροφικών ειδών που ήταν το αποτέλεσμα της καλλιέργειας των εξημερωμένων μορφών των δημητριακών και των οσπρίων σε συνδυασμό με τις αποθηκευτικές πρακτικές, οδήγησαν στην αύξηση του πληθυσμού κατά τις περιόδους της Προκεραμικής Νεολιθικής Α και Προκεραμικής Νεολιθικής Β στην περιοχή του Levant. Λόγω της αύξησης του πληθυσμού, οι πρώτοι γεωργοί στράφηκαν προς τη μετακίνηση, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην εξάπλωση του νεολιθικού τρόπoυ ζωής εκτός των ορίων της Μέσης Ανατολής. Διερευνώντας την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, οι ερευνητές που υποστηρίζουν την ερμηνεία της εξάπλωσης της γεωργίας από τη Μέση Ανατολή, στρέφουν την προσοχή τους σε τρία σημεία (Efstratiou 2005: ; Perlès 2001: 38-51, 2003: ; Runnels 2003: ). Το πρώτο είναι η μελέτη του κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού και τεχνολογικού υποβάθρου των πρώιμων γεωργικών κοινοτήτων που βρίσκονται σε διαδικασία εξάπλωσης. Το δεύτερο είναι ο εντοπισμός των προτιμήσεων (περιβαλλοντικών, γεωγραφικών και τεχνολογικών) των ντόπιων μεσολιθικών ομάδων. Το τρίτο είναι η μελέτη των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των γηγενών θηρευτώντροφοσυλλεκτών και των πρώτων γεωργών (Efstratiou 2007: ). Η μελέτη των τριών αυτών παραμέτρων έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας «αφήγησης», σύμφωνα με την οποία τα εξημερωμένα φυτικά και ζωικά είδη διαδόθηκαν προς τον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια, είτε μέσω της επικοινωνίας και των επαφών των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με τους γεωργούς είτε μέσω της μετακίνησης γεωργικού πληθυσμού. Η ερμηνεία αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για την αρχαιολογική διερεύνηση ζητημάτων, όπως είναι η γενεσιουργός αιτία, η οποία οδήγησε στη μετακίνηση των γεωργικών ομάδων και στη διάδοση των εξημερωμένων ειδών και της καλλιέργειας εκτός της Μέσης Ανατολής, καθώς 10

11 επίσης και η διερεύνηση και κατανόηση των περιβαλλοντικών, δημογραφικών και τεχνολογικών δεδομένων που χαρακτηρίζουν τους πρώιμους νεολιθικούς οικισμούς. Από την άλλη πλευρά, η βασική αντίληψη της ερμηνείας περί γηγενούς διαδικασίας μετάβασης προς τη γεωργία σε σχέση με την εμφάνιση της Νεολιθικής περιόδου στην Ευρώπη έχει διαφορετική αφετηρία, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η άποψη που θέλει τις γηγενείς ομάδες να έχουν αυτόνομη ζωή, εσωτερική δυναμική και συλλογική ταυτότητα και να μην θεωρούνται παθητικοί δέκτες καινοτομιών, τεχνολογικών μηνυμάτων και κοινωνικής οργάνωσης (Halstead 1989: 66-80, 1996: ; Kotsakis 1992: , 2001: 63-78, 2005: 8-15, 2003: , 2008; Seferiadés 1993: ). Η άποψη αυτή, φέρνει αυτόματα στο προσκήνιο τρία βασικά σημεία: Το πρώτο είναι η κριτική αντιμετώπιση του ζητήματος της πληθυσμιακής μετακίνησης ως φορέα πολιτισμικής μεταβολής. Το δεύτερο είναι η υπό όρους αποδοχή της διαδικασίας των επαφών των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με τους γεωργούς, ως παράγοντα που οδήγησε στην εμφάνιση της Νεολιθικής περιόδου στην Ευρώπη. Το τρίτο είναι η εμμονή στην άποψη περί γηγενούς διαδικασίας, η οποία οδήγησε στη γεωργία και στην εξημέρωση (Efstratiou 2007: 125). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, τα αρχαιολογικά δεδομένα που συσχετίζονται με τη μελέτη του ζητήματος της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο θα πρέπει να ερευνηθούν διεισδυτικά και να απεγκλωβιστούν από τις προσεγγίσεις που προβάλλουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις ως μηχανισμό αλλαγής και στροφής των ανθρώπινων ομάδων προς την καλλιέργεια και την εξημέρωση (Κotsakis 2001: 63-78, 2003: ). 1.2 Ζητήματα Θεωρίας Σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, έχουν διατυπωθεί ερμηνείες, όπως αυτή της Perlès (2001: 35-51, 2003b: ) και του Runnels (2003: ), που στηρίζονται στη διερεύνηση της σχέσης των γεγονότων της 7 ης και της 6 ης χιλιετίας μέσω της εξέτασης των αρχαιολογικών καταλοίπων που άφησαν πίσω τους οι τελευταίοι θηρευτές-τροφοσυλλέκτες και οι πρώτοι γεωργοί επιδιώκοντας να συγκροτήσουν μια αρχαιολογική αφήγηση στη βάση της έννοιας του συσχετισμού και της χρονικής ακολουθίας. Από την άλλη πλευρά, η έμφαση και η στροφή του ερευνητικού προσανατολισμού στις έννοιες της κοινωνικής πρακτικής, των ατομικών επιλογών και της ιδεολογίας, έχει οδηγήσει σε ερμηνείες που στηρίζουν μια γηγενή πορεία μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο, όπως αυτή του Κωτσάκη (2001: 63-78, 2003: , 2005: 8-15). 11

12 Η διαφορετική ερμηνεία που αποδίδεται σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο πηγάζει από τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υιοθετεί ο κάθε ένας από τους ερευνητές στην απόπειρα της διερεύνησης του ερωτήματος για την εμφάνιση της γεωργίας. Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές εκείνοι που υιοθετούν την ερμηνεία περί δημογραφικής διάδοσης σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου, εξετάζουν τα δεδομένα των μεσολιθικών και των πρώιμων γεωργικών θέσεων του ελλαδικού χώρου (Demoule and Perlès 1993: ;Perlès 2001: 20-37, 63-97, 2003b: ; Runnels 2003: ). Παράλληλα, για τους ερευνητές αυτούς η καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών δημητριακών και οσπρίων, όπως του σιταριού, του κριθαριού και της φακής, η εκμετάλλευση εξημερωμένων μορφών προβάτου, κατσικιού, γουρουνιού και αγελάδας και η ίδρυση μόνιμων οικισμών που αποτελούνται από τη συγκέντρωση οικημάτων σε μια συγκεκριμένη περιοχή αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της Νεολιθικής περιόδου (Perlès 2003: 99; Runnels 2003: 124). Με βάση τη μελέτη των ερευνητών αυτών οι λίγοι αριθμητικά μεσολιθικοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου αξιοποιούσαν φυσικά καταφύγια, όπως τα σπήλαια και η οικονομία τους περιγράφεται ως θηρευτική- τροφοσυλλεκτική, αφού χαρακτηρίζεται από τη συλλογή άγριων μορφολογικά φρούτων, καρπών, δημητριακών και οσπρίων, το κυνήγι άγριων μορφολογικά ζώων, όπως των αγριόχοιρων και την αλιεία (Perlès 2001: 20 37, 2003b: ; Runnels 1995: 725). Η ίδρυση των πρώτων γεωργικών οικισμών στην περιοχή του ελλαδικού χώρου, σηματοδοτεί μια σημαντική μεταβολή και μια ξεκάθαρη διακοπή των οικιστικών, τεχνολογικών και διατροφικών πρακτικών που παρουσιάστηκαν στις θέσεις της Μεσολιθικής περιόδου (Perlès 2001: 45; Runnels 2003: 124). Οι πρώτοι οικισμοί των γεωργών του ελλαδικού χώρου περιλαμβάνουν αφενός κατάλοιπα κτισμάτων και αφετέρου σαφείς ενδείξεις για την καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού αλλά και κριθαριού και την εκμετάλλευση εξημερωμένων κατσικιών, προβάτων, αγελάδων και γουρουνιών, παρουσιάζοντας ομοιότητες ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και των οικιστικών πρακτικών με τους γεωργικούς οικισμούς της Μέσης Ανατολής και της Ανατολίας (Runnels 2003: 124). Οι ομοιότητες αυτές, σε συνδυασμό με μια σειρά παραγόντων, όπως είναι η ταυτόχρονη και απότομη εμφάνιση των γεωργικών οικισμών και των εξημερωμένων ειδών, η απουσία των μορφολογικά άγριων προγόνων του σιταριού και των εξημερωμένων ζώων από τα είδη που συνθέτουν τη χλωρίδα και την πανίδα του ελλαδικού χώρου κατά τις αρχές του Ολόκαινου και η περιορισμένη πληθυσμιακή πυκνότητα των γηγενών μεσολιθικών 12

13 ομάδων, οδηγούν τους ερευνητές αυτούς να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο είναι το αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από την Μέση Ανατολή ή την Ανατολία προς τον ελλαδικό χώρο (Perlès 2001: 45). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, δηλαδή της μετακίνησης των γεωργών που μεταφέρουν μαζί τους εξημερωμένες μορφές δημητριακών και ζώων από την περιοχή της Μέσης Ανατολής προς τον ελλαδικό χώρο, συγκροτείται σε μια αφήγηση, η οποία ξεκινά με την ίδρυση των πρώτων νεολιθικών οικισμών στη Μέση Ανατολή και ακολουθεί την πορεία της εξάπλωσης των γεωργών και των εξημερωμένων ειδών προς τον ελλαδικό χώρο, τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη (Efstratiou 2007: 125). Παρόλα αυτά, η παραπάνω ερμηνεία παρουσιάζει προβλήματα για τους ερευνητές που υιοθετούν την άποψη περί γηγενούς διαδικασίας μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο, αφού περιορίζει τη συζήτηση γύρω από τους μηχανισμούς που οδήγησαν στη μετακίνηση, τη μορφή που είχε η μετακίνηση αυτή, ενώ αντιλαμβάνεται τον ελλαδικό χώρο ως την περιφερειακή ζώνη της Ανατολής (Kotsakis 2003: 217) ή απλώς ως μια χερσαία γέφυρα που ενώνει την Ευρώπη με την Ανατολή 1 (Tringham 2000: 19-21). Σύμφωνα με την ερμηνεία που αποδέχεται πως η μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο αποτελεί γηγενή εξέλιξη, η συζήτηση που σχετίζεται με την αρχή της Νεολιθικής περιόδου, θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από την έμφαση που αποδίδεται στην εμφάνιση και την παρουσία των πρώτων εξημερωμένων δημητριακών, οσπρίων και ζώων, δηλαδή από τα συστατικά του «νεολιθικού πακέτου», καθώς τα εξημερωμένα είδη τείνουν να είναι συνώνυμα του νεολιθικού τρόπου ζωής, παρότι αυτός θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει, εκτός των εξημερωμένων, συγκεκριμένες συμβολικές και κοινωνικές πρακτικές καθώς και αντιλήψεις. Άλλωστε, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η γεωργία αποτελεί ένα φαινόμενο που επηρεάζει τον κοινωνικό ιστό και όχι μόνο τα γενετικά χαρακτηριστικά ορισμένων ειδών φυτών και ζώων. Με αφετηρία την άποψη αυτή, οι ερευνητές που τονίζουν το ρόλο των γηγενών ομάδων στη διαδικασία της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο αναζητούν την απάντηση στο ερώτημα γιατί οι θηρευτές-τροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου επέλεξαν να χρησιμοποιούν τα εξημερωμένα είδη αντί των μορφολογικά άγριων (Halstead 1996:297). Έτσι λοιπόν, η έμφαση της αρχαιολογικής ερμηνείας, θα πρέπει να δοθεί στη διερεύνηση του ρόλου των γηγενών, μεσολιθικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων 1 H αντίληψη αυτή, απηχεί τις απόψεις του Childe σε σχέση με το ρόλο του ελλαδικού χώρου και των Βαλκανίων στη διαδικασία της εξάπλωσης της γεωργίας και των εξημερωμένων ειδών από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγει την αντιμετώπιση του ελλαδικού χώρου ως ουδέτερη ζώνη μεταξύ της Ευρώπης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Τringham 2000). 13

14 και των επιλογών τους στο πλαίσιο της μετάβασης από τη θηρευτική- τροφοσυλλεκτική οικονομία στο παραγωγικό στάδιο (Kotsakis 2001: 68-70, 2003: ). Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η αφήγηση που προκύπτει από την ερμηνεία που καθιστά την εμφάνιση της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο ως το αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από τη Μέση Ανατολή, περιορίζει τη συζήτηση στη διερεύνηση των παραγόντων που οδήγησαν τους γεωργούς να μετακινηθούν προς τον ελλαδικό χώρο, αφήνοντας τις πράξεις, τις προθέσεις και τις επιλογές των ανθρώπων εκτός των ορίων της ερμηνείας και θεωρώντας τους μεσολιθικούς θηρευτές-τροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου ως παθητικούς δέκτες ενός νέου τόπου ζωής κι ενός «πακέτου» εξημερωμένων ειδών (Κοtsakis 2008: 52). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές που τονίζουν το ρόλο των γηγενών, μεσολιθικών ομάδων του ελλαδικού χώρου στη διαδικασία της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο δεν αρνούνται τη μετακίνηση γεωργικού πληθυσμού προς τον ελλαδικό χώρο (Kotsakis 2008: 52-75). Παρόλα αυτά, όμως, τονίζουν πως ο ελλαδικός χώρος δεν ήταν κενός κατοίκων κατά την περίοδο της άφιξης των γεωργών, αφού τα αρχαιολογικά δεδομένα τεκμηριώνουν την ύπαρξη θηρευτών-τροφοσυλλεκτών σε μια σειρά θέσεων, όπως είναι το Φράγχθι και η Θεόπετρα. Οι μεσολιθικοί κάτοικοι του ελλαδικού χώρου, είχαν διαμορφώσει μια δική τους πραγματικότητα, με βάση τις ανάγκες τους, τις επιλογές τους και τις μεταξύ τους σχέσεις (Kotsakis 2008: 60-61). Άρα, αυτό που προκύπτει είναι πως οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου, ενεπλάκησαν σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση επιδιώκοντας να διαμορφώσουν σχέσεις και να αλληλεπιδράσουν με τις γηγενείς θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες, πιθανώς αναδιοργανώνοντας τη συλλογική τους ταυτότητα (Kotsakis 2008: 61). 1.3 Τα αρχαιολογικά δεδομένα έως το τέλος του 20 ου αιώνα Η παρουσία νεολιθικών στρωμάτων σε αρχαιολογικές θέσεις του ελλαδικού χώρου έγινε γνωστή ύστερα από τις έρευνες του Χρήστου Τσούντα στη Θεσσαλία, μεταξύ των ετών 1899 έως 1906, τις ανασκαφές του ίδιου στους οικισμούς του Σέσκλου ( ) και του Διμηνίου (1903) και τη συγκρότηση του πρώτου καταλόγου που περιελάμβανε 63 θέσεις με νεολιθικά στρώματα κατοίκησης. Από το 1906 έως το 1926 ο Α. Αρβανιτόπουλος, έφορος αρχαιοτήτων στην περιοχή της Θεσσαλίας μετά τον Τσούντα, επεσήμανε την ύπαρξη νέων νεολιθικών θέσεων στις περιοχές του Βόλου και του Βελεστίνου (Αρβανιτόπουλος 1912). 14

15 Μεταξύ των ετών 1907 έως 1910 οι Α. Wace και M. Thompson διεξήγαγαν έρευνες στην κεντρική και τη νοτιοδυτική περιοχή της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, καταλήγοντας στη συγγραφή του έργου Prehistoric Thessaly, το οποίο εκδόθηκε το 1912 και τη συγκρότηση του πρώτου καταλόγου των προϊστορικών οικισμών της Μακεδονίας, αντίστοιχα. Το 1928, ο Γ. Μυλωνάς επιχείρησε να συγκεντρώσει τα έως τότε διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα στο έργο του με τίτλο «Ο Νεολιθικός Πολιτισμός εν Ελλάδι» (Μυλωνάς 1928). Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η D. Hansen δημοσίευσε το έργο Early Civilization in Thessaly (1933) και ο K. Grundmann αποπειράθηκε να ταξινομήσει τις κατηγορίες της νεολιθικής κεραμικής με μια σειρά άρθρων (Παπαθανασόπουλος 1996: 26). Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, κατά τη δεκαετία του 1950, ο E. Higgs (Dakaris et al. 1964: ; Higgs and Vita- Finzi 1966: 1-29; Higgs et al. 1967: 1-29) εντόπισε και μελέτησε θέσεις της Παλαιολιθικής περιόδου στην Ήπειρο και οι έρευνες στην περιοχή της Θεσσαλίας συνεχίστηκαν από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη (1954: , 1957: 151-9, 1958: , 1959: 29-68, 1962: 63-83, 1963: 40-4, 1964: 27-35, 1967: 5-9, 1968: 24-30, 1969: 27-34, 1973: 15-9, 1974: 14-20, 1975: 22-5, 1977: 88-99, 1978: 88-93, 1979: ) και τον V. Miloijčić (1955: , 1956: , 1959a: 35-56, 1959b: 1-56, 1962: 1-24). Ο Milojčić (1962: 1-24), ήταν ο πρώτος ερευνητής που υπέθεσε την παρουσία προκεραμικών νεολιθικών στρωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο και η υπόθεσή του αυτή επιβεβαιώθηκε από την παρουσία τέτοιων στρωμάτων στην Άργισσα (Perlès 2001: 64) αν και τελευταία έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για την ύπαρξή τους (Βloedow 1991: 1-43, 1992: 49-57; Reingruber 2005: ). Κατά τον Παπαθανασόπουλο (1996: 27), ο Θεοχάρης, ο οποίος είχε ασχοληθεί προηγουμένως με έρευνες στην περιοχή της Αττικής και της Σκύρου, εντόπισε εργαλεία τις Παλαιολιθικής περιόδου κατά μήκος του Πηνειού, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το νεολιθικό οικισμό του Σέσκλου (Θεοχάρης 1957: , 1963: 40-4, 1964: 27-35, 1967a: 5-9, 1967b: 12-7, 1968a: 24-30, 1968b: 12-7, 1969: 27-34, 1973a: 15-9, 1973b: 7-12, 1974: 8-11, 1974: 14-20, 1975: 22-5, 1977: 88-99, 1978: 88-93, 1979: ), όπου εντόπισε προκεραμικά στρώματα και συνέβαλλε στη μελέτη της στρωματογραφικής ακολουθίας με μια σειρά ανασκαφικών τομών, στην Πύρασο, τη Σουφλί Μαγούλα, το Γεντίκι, το Αχίλλειο και τη νησίδα του Αγίου Πέτρου. Τα αποτελέσματα των πρώτων ερευνών του Θεοχάρη, συμπεριλήφθηκαν στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του με τίτλο «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας» (Θεοχάρης 1967). Ο Θεοχάρης (1973: 34-5) προβληματίστηκε έντονα σε σχέση με το ζήτημα της εμφάνισης του παραγωγικού σταδίου στον ελλαδικό χώρο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μετάβαση αποτέλεσε γηγενή διαδικασία. 15

16 Μόλις τρία χρόνια πριν την ερμηνεία του Θεοχάρη, ο Weinberg (1970: 570-1), ο οποίος εισήγαγε τους όρους Αρχαιότερη, Μέση και Ύστερη Νεολιθική, είχε αναφέρει πως η αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, οφείλεται στη μετακίνηση πληθυσμού γεωργών από την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Από την άλλη πλευρά η «αδιατάρακτη» στρωματογραφική ακολουθία του Φράγχθι, το οποίο ανασκάφθηκε από ομάδα του Πανεπιστημίου της Indiana, υπό την επίβλεψη του T.W Jacobsen, που κάλυπτε από την Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική περίοδο λειτούργησε ενισχυτικά, όπως άλλωστε και η παρουσία των προκεραμικών νεολιθικών στρωμάτων, σε σχέση με την ερμηνεία της γηγενούς μετάβασης προς το παραγωγικό στάδιο στον ελλαδικό χώρο (Jacobsen 1969: ). Η συζήτηση που αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο, είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός θεωρητικού δίπολου που περιστρεφόταν γύρω από τις ερμηνείες περί γηγενούς ή επείσακτης διαδικασίας εξημέρωσης και στηριζόταν στα λίγα αρχαιολογικά δεδομένα που ήταν διαθέσιμα. Καθ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η περιορισμένη ερευνητική και ανασκαφική δραστηριότητα, τουλάχιστον όσον αφορά τις θέσεις της Νεολιθικής περιόδου και η συνακόλουθη απουσία νέων δεδομένων που θα ήταν ικανά να εμπλουτίσουν τη συζήτηση για την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, είχαν ως αποτέλεσμα την αναπαραγωγή των ίδιων, παλιών επιχειρημάτων και την περιστροφή των απόψεων γύρω από τις δύο ήδη προταθείσες ερμηνείες (Weinberg 1970; Θεοχάρης 1973). Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργίας και της εξημέρωσης στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη αποτελούσε προτεραιότητα των ερευνητών που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές αυτές, καθ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 (Παπαθανασόπουλος 1996), η διερεύνηση των συνθηκών και των παραγόντων που οδήγησαν στην εμφάνιση του παραγωγικού σταδίου στον ελλαδικό χώρο έμοιαζε να μην προσελκύει το επιστημονικό ενδιαφέρον, κάτι το οποίο πήγαζε από τον συνδυασμό μιας σειράς παραγόντων, όπως η απουσία της δημοσίευσης των συμπερασμάτων της μελέτης των βιοαρχαιολογικών δεδομένων του Φράγχθι, ο αδιευκρίνιστος χαρακτήρας των προκεραμικών στρωμάτων και κυρίως η έλλειψη ερευνητικής δραστηριότητας στο αρχαιολογικό πεδίο (Efstratiou 2005: 144). Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το σκηνικό της στασιμότητας άρχισε να μεταβάλλεται. Η ανασκαφή του σπηλαίου της Θεόπετρας στη δυτική Θεσσαλία (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 17-36; Kyparissi-Apostolika 1999: 232-9, 2003: ), η 16

17 αποκάλυψη του σπηλαίου των Γιούρων από τον Αδαμάντιο Σάμψων (Sampson 1998: 1-22, 2008, 2011), η ανασκαφική δραστηριότητα σε μια σειρά θέσεων της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στην Ήπειρο, όπως η Μποΐλα (Kοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 31-5; Kotjabopoulou et al. 1999: ) όπως επίσης και το ενδιαφέρον για την επανεξέταση του υλικού από τη θέση Σιδάρι της Βόρειας Κέρκυρας (Sordinas 1970, 2003: 89-99), είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη ενός νέου κύκλου συζήτησης πάνω στο ζήτημα της αρχής της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος λάμβανε υπόψιν του τα νέα δεδομένα και εξέταζε το ρόλο των γεγονότων του Πρώιμου Ολόκαινου στην εμφάνιση της γεωργίας κατά την 8 η χιλιετία π. Χ. Το σημερινό σκηνικό που διαμορφώνεται περιλαμβάνει παράκτιες μεσολιθικές θέσεις, η πλειονότητα των οποίων έχει εντοπιστεί σε σπήλαια και παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη μελέτη της στρωματογραφικής ακολουθίας και έλλειψη τυπικότητας ως προς τα χαρακτηριστικά των λίθινων εργαλείων (Galanidou and Perlès 2003: 30-1). Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων μεσολιθικών θέσεων, όπως το Φράγχθι (Jacobsen 1969: , 1981: ), το Σπήλαιο Κύκλωπα (Sampson 1998: 1-22) και η Θεόπετρα (Κυπαρίσση Αποστολίκα 2000: 17-36) συνέλεγαν άγρια μορφολογικά φυτά (Κοτζαμάνη 2009: ; Μαγκαφά 2000: ; Hansen 1991,1992: ; Sarpaki 2011) κυνηγούσαν μορφολογικά άγρια ζώα και ασκούσαν την αλιεία. Από την άλλη πλευρά, η έρευνα δεν εστιάζει την προσοχή της στη συστηματική διερεύνηση των στρωμάτων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (Efstratiou 2005: 141, 151). Παρόλα αυτά, τα αρχαιολογικά στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου παρουσιάζουν σαφείς διαφορές ως προς τις οικιστικές, τεχνολογικές και οικονομικές πρακτικές σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο (Perlès 2001: 73; Runnels 2003: 124). Η ίδρυση μόνιμων οικισμών, η οποία είναι δυνατό να συμπεριληφθεί σε μια συγκεκριμένη χρονολογική ακολουθία που περιγράφει τη μετακίνηση των γεωργικών πληθυσμών από την Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη εξάπλωση των εξημερωμένων ειδών, συνιστούν το «σκελετό» μιας αφήγησης που μπορεί να περιγράψει την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο Μέσα στο πλαίσιο της αφήγησης αυτής, οι τυπικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν την ίδρυση νεολιθικών οικισμών μέσω της μετακίνησης γεωργών, όπως η Κνωσός και η Νέα Νικομήδεια, αλλά και μοναδικές περιπτώσεις, όπως το Φράγχθι εκτιμώνται αναλόγως, έτσι ώστε να αναδεικνύεται η γενική μορφή του φαινομένου και να περιγράφονται οι αποκλίσεις, οι οποίες, όμως δεν αποτελούν τον κανόνα. Παράλληλα, η διαλεκτική σύνδεση των διάφορων επιπέδων της 17

18 ανάλυσης εκτιμά την ερμηνευτική αξία των αναλυτικών κατηγοριών, όπως αυτή της κοινωνικής πρακτικής και των ατομικών επιλογών, αναζητώντας τις συλλογικές επιλογές της κοινότητας και τα αποτελέσματά τους και επιδιώκει να τοποθετήσει τα συμπεράσματα στο πλαίσιο της αφήγησης της εξάπλωσης του νεολιθικού τρόπου ζωής και να τη διευρύνει (Efstratiou 2007: ). Για αρκετά χρόνια η συζήτηση για την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο, περιστράφηκε γύρω από τις προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν και παραπάνω (Efstratiou 2005: , 2007: ; Kotsakis 2001: 63-78, 2003: , 2005: 8-15). Τα τελευταία χρόνια, η εικόνα που προκύπτει μέσα από την μελέτη των νέων, ερευνητικών και ανασκαφικών δεδομένων, μοιάζει πιο ξεκάθαρη και η αρχή της Νεολιθικής περιόδου στις προαναφερθείσες γεωγραφικές περιοχές, αντιμετωπίζεται από την έρευνα ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξάπλωσης, η οποία ξεκίνησε από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, περίπου το π. Χ (Rowley-Conwy 2004: ; Efstratiou 2007 :124), αλλά και ως το αποτέλεσμα που πρόεκυψε από τη δυναμική των γηγενών ομάδων του ελλαδικού χώρου (Halstead 1996: ; Kotsakis 2001: 63-78, 2005: 8-15). Οι χωρικές μετακινήσεις των μικρών γεωργικών ομάδων, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν τη μορφή μικρών επεισοδίων μετεγκατάστασης, μετανάστευσης ή αποικισμού, οδήγησαν στην εμφάνιση της γεωργίας, εκτός των ορίων της πυρηνικής περιοχής της Μέσης Ανατολής και στη σταδιακή ίδρυση νεολιθικών οικισμών σε περιοχές όπως η Ανατολία, η Κύπρος και η Ελλάδα και εν συνεχεία η υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρος. 18

19 Κεφάλαιο 2: Η αρχή του παραγωγικού σταδίου στη Μέση Ανατολή και τις γειτονικές περιοχές 2.1 Η αρχή της γεωργίας στη Μέση Ανατολή. Τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενό της Η Επιπαλαιολιθική περίοδος ακολούθησε την Παλαιολιθική και η αρχή της τοποθετείται περίπου χρόνια πριν από σήμερα (Gorring-Morris 1998: 141). Το τέλος της συμπίπτει με τη μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο, περίπου χρόνια πριν από σήμερα). Η συγκεκριμένη περίοδος διαιρείται σε τρεις φάσεις, την Πρώιμη ( έως χρόνια πριν από σήμερα), τη Μέση ( έως χρόνια πριν από σήμερα) και την Ύστερη ( έως χρόνια πριν από σήμερα) (Gorring-Morris 1998: 146, 156, 166). Τα δεδομένα που σχετίζονται με την Ύστερη Επιπαλαιολιθική περίοδο, η μελέτη της οποίας λαμβάνει ιδιαίτερο βάρος στη συζήτηση του ζητήματος της εμφάνισης της γεωργίας, θα αξιοποιηθούν στη συζήτηση που αναπτύσσεται σε σχέση με την εμφάνιση του παραγωγικού σταδίου στον ελλαδικό χώρο, την 8 η χιλιετία π. Χ. Κατά την Πρώιμη φάση της Επιπαλαιολιθικής περιόδου επικρατούσαν ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με μικρό ποσοστό υγρασίας στην ατμόσφαιρα, όπως υποδεικνύεται από τα παλυνολογικά διαγράμματα της Μέσης Ανατολής (Baruch 1994: ). Οι συνθήκες αυτές ώθησαν τις ανθρώπινες ομάδες να καταφύγουν σε λίγες και περιορισμένης έκτασης προστατευμένες περιοχές, όπως οι παράκτιες εκτάσεις του Ισραήλ και του Λιβάνου, οι περιοχές της Κοιλάδας του Ιορδάνη και των υψιπέδων του Negev, οι όχθες της λίμνης Lisan και η νότια περιοχή της Ιορδανίας. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί λόγω των φυσικών συνθηκών είχε ως συνέπεια την απομόνωση των ομάδων στις προαναφερθείσες περιοχές. Οι διαφορές ανάμεσα στις περιοχές επέφεραν διαφοροποιήσεις στα λίθινα κατάλοιπα και τις οικιστικές και θηρευτικές πρακτικές που αξιοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τρόπου ζωής της εκάστοτε ανθρώπινης ομάδας (Gorring- Morris 1998: 143). Οι παραπάνω διαφορές που εντοπίστηκαν από τους ερευνητές στα κατάλοιπα των λίθινων εργαλείων της Πρώιμης Επιπαλαιολιθικής περιόδου, οδήγησαν στην αναγνώριση ξεχωριστών θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών ομάδων, η κάθε μία εκ των οποίων αποτελούσε φορέα ενός διαφορετικού πολιτισμικού συμπλέγματος. 19

20 Παρόλα αυτά, φαίνεται πως υπήρχε ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες τόσο της Πρώιμης όσο και της Μέσης φάσης της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, που είναι η χρήση των μικρολιθικών εργαλείων. Τα μικρολιθικά εργαλεία, κατασκευάζονται με μεγαλύτερη συχνότητα, πιθανώς λόγω της ευκολίας που παρουσιάζουν κατά τη μεταφορά τους από θέση σε θέση, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τμήματα σύνθετων εργαλείων (Gorring-Morris 1998: 144). Mε βάση τις εθνογραφικές μελέτες σε σύγχρονες ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών, οι ερευνητές υποθέτουν πως οι φυτικές τροφές έπαιζαν αξιοσημείωτο ρόλο στη διατροφή των ανθρώπινων ομάδων της Πρώιμης και της Μέσης Επιπαλαιολιθικής περιόδου, ενώ έχουν έρθει στο φως αρχαιοβοτανικές συλλογές από θέσεις των προαναφερθέντων φάσεων, όπως το Ohalo II (Kislev et al. 1992: 161-6) και το Wadi Hammeh 27 (Colledge 2001). Τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα αναδεικνύουν το ρόλο της θηρευτικής δραστηριότητας για την απόκτηση ζωικής πρωτεΐνης (Gorring-Morris 1998: 144). Η μετάβαση στη Μέση Επιπαλαιολιθική περίοδο σηματοδοτήθηκε από την άνοδο των τιμών της θερμοκρασίας και την αύξηση του ποσοστού υγρασίας στην ατμόσφαιρα. Οι συγκεκριμένες συνθήκες οδήγησαν στην εξάπλωση της βλάστησης, ιδίως των ειδών της στέπας (Baruch 1994: ) και των ειδών της πανίδας που σχετίζονταν άμεσα και έμμεσα με αυτήν, αλλά και στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης. Η βελτίωση των κλιματολογικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών στη γεωγραφική έκταση της σημερινής Μέσης Ανατολής, είχε ως αποτέλεσμα την έξοδο των ανθρώπινων θηρευτικώντροφοσυλλεκτικών ομάδων από τις περιορισμένες γεωγραφικές εκτάσεις, στις οποίες είχαν καταφύγει κατά την Πρώιμη φάση της Επιπαλαιολιθικής περιόδου (Gorring Morris 1998: 156). Η αρχή της Ύστερης Επιπαλαιολιθικής περιόδου συνέπεσε χρονικά με μια θερμή και υγρή φάση που δεν διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού περίπου χρόνια πριν από σήμερα παρουσιάστηκε μια σύντομη επιδείνωση, η οποία ακολουθήθηκε από μια εξίσου σύντομη χρονική περίοδο αύξησης των βροχοπτώσεων. Περίπου χρόνια πριν από σήμερα έλαβε χώρα το κλιματικό επεισόδιο της Νεαρής Δρυάδος, που είναι γνωστό στη βιβλιογραφία ως Younger Dryas. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου αυτού οι τιμές της θερμοκρασίας έπεσαν σε χαμηλά επίπεδα και το ποσοστό υγρασίας στην ατμόσφαιρα μειώθηκε. Το συγκεκριμένο κλιματικό επεισόδιο έληξε περίπου χρόνια πριν από σήμερα και θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που 20

21 οδήγησαν τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Μέσης Ανατολής να μεταβούν στο παραγωγικό στάδιο. Η Ύστερη Επιπαλαιολιθική περίοδος τείνει να είναι συνώνυμη με το Νατούφιο πολιτισμό, ο οποίος διαιρείται σε Πρώιμη ( έως χρόνια πριν από σήμερα), Ύστερη ( έως χρόνια πριν από σήμερα) και Τελική φάση ( έως πριν από σήμερα). Το συγκεκριμένο πολιτισμικό σύμπλεγμα αναγνωρίστηκε και ορίστηκε από την Dorothy Garrod (1932: ), ύστερα από την ανασκαφή που διενέργησε στο σπήλαιο Shukba, στην περιοχή της Σαμάρειας (Bar-Yosef and Valla 1991: 1; Belfer-Cohen 1991: 167) και η αναγνώρισή στηρίχθηκε στα χαρακτηριστικά των λίθινων καταλοίπων που αποδόθηκαν σε αυτόν. Οι Νατούφιοι χρησιμοποιούσαν κυρίως πυρήνες από πυριτόλιθο για να κατασκευάσουν τα εργαλεία τους, από τους οποίους εξήγαγαν μικρές φολίδες και αξιοποιούσαν την τεχνική της μικρογλυφίδας, αλλά και την τεχνική Helwan 2. Ανάμεσα στα λίθινα εργαλεία, κυριαρχούν αριθμητικά τα κατάλοιπα των μικρόλιθων σε σχήμα ημισελήνου (Valla 1998: 169). Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει επίσης, μικρές λεπίδες και λεπίδες που χρησιμοποιήθηκαν ως δρεπάνια και εντοπίζονται σε αφθονία στα αρχαιολογικά στρώματα της Νεολιθικής περιόδου. Τα εργαλεία από λειασμένο λίθο, όπως οι μυλόλιθοι και τα γουδιά, που απαντούσαν σπάνια κατά τις προηγούμενες φάσεις της Επιπαλαιολιθικής περιόδου, συναντώνται με μεγαλύτερη συχνότητα. Οι Νατούφιοι, πέραν των λίθινων εργαλείων, κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν εργαλεία από οστά ζώων (Belfer-Cohen 1991: 169). Ο λίθος και το οστό χρησιμοποιήθηκαν επίσης, για την κατασκευή κοσμημάτων, μαζί με δόντια ζώων και όστρεα. Επιπλέον, έχουν εντοπιστεί ειδώλια από ασβεστόλιθο και οστό που αναπαριστούν θηλαστικά που κυνηγούσαν οι Νατούφιοι, όπως οι γαζέλες (Verhoven 2004: 237). Οι ανασκαφές του Perrot στη θέση Ain Mallaha, έφεραν στο φως ημιυπόγειες, κτιστές κατασκευές με λίθινα θεμέλια που αποτέλεσαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό της φάσης αυτής (Bar-Yosef and Meadow 1995: 55). Τα οικήματα της συγκεκριμένης περιόδου βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση το ένα με το άλλο, με αποτέλεσμα κατά τη συγκεκριμένη χρονική φάση να εμφανίζονται τα πρώτα χωριά (Valla 1998: 172).Τα κτίσματα που εμφανίζονται κατά τη Νατούφια περίοδο δεν αποτελούν καινοτομία, αφού κατασκευές 2 Η τεχνική αυτή απαντά κυρίως στην Πρώιμη Νατούφια φάση και συναντάται σπανιότερα κατά την Ύστερη (Valla 1998). 21

22 είχαν παρουσιαστεί και κατά τη φάση του γεωμετρικού Kebaran (Gorring-Morris 1998: 158) 3. Πιθανώς, η αυξημένη διαθεσιμότητα άγριων μορφολογικά φυτικών και ζωικών πηγών που προέκυψε λόγω των ευνοϊκών κλιματολογικών και περιβαλλοντικών συνθηκών, οδήγησε τους Νατούφιους στην κατασκευή οικημάτων και τη μονιμότητα (Verhoven 2004: 236) ή έστω την ημι- μόνιμη κατοίκηση στον κάθε οικισμό. Με βάση τα κατάλοιπα είναι δυνατό να διακριθούν τρεις τύποι οικισμών, οι οποίοι είναι οι εξής (Perles and Phillips 1991: 638-9): Οι μεγάλες θέσεις στις περιοχές με δασική βλάστηση που περιλαμβάνουν συγκεντρώσεις αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών δεδομένων, λίθινων καταλοίπων, αρκετά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, ταφές. Θέσεις στις λοφώδεις περιοχές, οι οποίες ήταν συνήθως μικρότερης έκτασης από τις προηγούμενες και περιλαμβάνουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και λίγα λίθινα αντικείμενα. Σε αυτές τις θέσεις δεν έχουν εντοπιστεί ταφές και συμβολικά αντικείμενα. Τέλος, εντοπίστηκαν θέσεις που βρίσκονταν στην περιοχή της ερήμου είναι μικρές σε έκταση, αλλά μπορούν να χαρακτηριστούν ως θέσεις εξειδικευμένης δραστηριότητας. Σε αυτές τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα λίθινα αντικείμενα είναι λίγα. Οι άνθρωποι της Ύστερης Επιπαλαιολιθικής περιόδου συχνά έθαβαν τους νεκρούς τους μέσα στα «χωριά», δηλαδή μέσα στα όρια του χώρου που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους τα ζώντα μέλη της κοινότητας (Valla 1998: 176). To γεγονός αυτό υποδεικνύει πως πιθανώς υπήρχε κάποια σχέση των νεκρών με την κοινότητα των ζώντων και τον οικισμό (Verhoven 2004: 237). Οι ταφές εντοπίζονται σε χώρους που βρίσκονται μεταξύ οικημάτων, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα των οικισμών της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου, στο σπήλαιο Hayonim και τη Mallaha (Bar-Yosef and Meadow 1995: 56). Ωστόσο, η συστηματική παρουσία ταφών κάτω από τα δάπεδα των σπιτιών στη Mallaha, οδήγησε τον Valla (1998: 176) να υποθέσει πως ενίοτε οι νεκροί θάβονταν εκεί, όμως ο Bar-Yosef (1998: 164) αναφέρει πως οι ταφές λάμβαναν χώρα σε δάπεδα εγκαταλελειμμένων σπιτιών. Αρκετές φορές, η κατασκευή του τάφου περιλαμβάνει το 3 Τα πιο καλοδιατηρημένα παραδείγματα οικημάτων της Νατούφιας περιόδου, έχουν αποκαλυφθεί στις θέσεις Ain Mallaha, Wadi Hammeh 27 και Hayonim. Τα δεδομένα προκύπτουν κυρίως από τις θέσεις της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου, αφού η γνώση όσον αφορά τις οικοδομικές πρακτικές των δύο επόμενων φάσεων είναι ελλιπής (Bar-Yosef 1998: 163). 22

23 σκάψιμο ενός λάκκου και το ξαναγέμισμά του μετά την απόθεση του νεκρού 4. Συνήθως, οι τάφοι περιελάμβαναν περισσότερους από έναν νεκρούς, δεν λείπουν, όμως και τα παραδείγματα ατομικών ταφών. Οι στάσεις των νεκρών ποίκιλαν και στους ίδιους τάφους εντοπίστηκαν σκελετοί ενηλίκων και παιδιών και των δύο φύλων. Οι δευτερογενείς ταφές αυξάνονται κατά την Ύστερη και Τελική Νατούφια φάση και ερμηνεύονται ως ένδειξη αυξημένου βαθμού κινητικότητας της ομάδας (Bar-Yosef 1998: 164). Οι ταφές, σε σπάνιες περιπτώσεις φέρουν κτερίσματα. Κατά την Ύστερη Νατούφια περίοδο εμφανίζεται το έθιμο της απομάκρυνσης των κρανίων και της δευτερογενούς απόθεσής τους σε διαφορετικό χώρο από τον υπόλοιπο σκελετό 5 (Belfer-Cohen 1991: 171). H αποκάλυψη λεπίδων που χρησιμοποιούνταν ως δρεπάνια, στα αρχαιολογικά στρώματα που περιελάμβαναν κατάλοιπα της Ύστερης Επιπαλαιολιθικής περιόδου, οδήγησε την Garrod (1932: 236) να υποθέσει πως οι Νατούφιοι ήταν οι πρώτοι γεωργοί στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης (Valla 1998: 173). Σήμερα, είναι γνωστό πως οι Νατούφιοι δεν καλλιεργούσαν εξημερωμένα δημητριακά και όσπρια και δεν εξέτρεφαν εξημερωμένες μορφές ζώων, αλλά εξασφάλιζαν τα διατροφικά τους είδη μέσω του κυνηγιού και της συλλογής (Valla 1998a: 173). Τα δρεπάνια σε συνδυασμό με την παρουσία των λειασμένων εργαλείων, υποδεικνύουν πως θέριζαν τα άγρια μορφολογικά δημητριακά και στη συνέχεια τα επεξεργάζονταν προκειμένου να τα καταναλώσουν (Bar-Yosef 1998: 164-5). Οι ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν κατά τη Νατούφια περίοδο εμπλούτιζαν τη διατροφή τους με ζωικές πρωτεΐνες, οι οποίες προέρχονταν από το κυνήγι της γαζέλας, ενώ κυνηγούσαν επίσης τα ζώα που ήταν διαθέσιμα στην κάθε περιοχή 6. Σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της διατροφής των ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν κατά την Ύστερη Επιπαλαιολιθική περίοδο, έπαιξε το κυνήγι των πτηνών και η αλιεία (Bar-Yosef 1998: 166-7). 4 Δεν λείπουν και τάφοι με τοιχώματα που είχαν καλυφθεί από πέτρες ή είχαν δεχτεί επίχρισμα. Ενίοτε, οι λάκκοι καλύπτονταν με σειρά επίπεδων λίθων και πάνω από τον τάφο τοποθετούταν μια πέτρα ως σήμα, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν υπήρχε κάτι που να υποδεικνύει την παρουσία της ταφής (Valla 1998: 176). 5 Η διαδικασία αυτή, πιθανώς υποδηλώνει τη λατρεία των προγόνων και υποδεικνύει τους δεσμούς της κοινότητας με την γεωγραφική τοποθεσία στην οποία κατοικεί (Belfer-Cohen 1991: 171). 6 Η πρακτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα την κατανάλωση ελαφιών, άγριων μορφολογικά βοοειδών και αγριόχοιρων στις θέσεις της παράκτιας ζώνης και την κατανάλωση των άγριων ίππων και κατσικιών σε θέσεις που βρίσκονταν στη ζώνη με τα χαρακτηριστικά της βλάστησης στέπας (Bar- Yosef 1998). 23

24 Το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas ( έως χρόνια πριν από σήμερα), επηρέασε τις ανθρώπινες ομάδες της Ύστερης και της Τελικής Νατούφιας περιόδου, οι οποίες επεδίωξαν να προσαρμοστούν μεταχειριζόμενες διαφορετικούς τρόπους σε κάθε περιοχή. Στις περιοχές του βόρειου Σινά και του Negev επέλεξαν να διαφοροποιήσουν τις αιχμές που χρησιμοποιούσαν κατά τη θηρευτική δραστηριότητα. Τα κατάλοιπα των ανθρώπινων εγκαταστάσεων στις περιοχές αυτές αναδεικνύουν την κατανάλωση γαζέλας, άγριας κατσίκας και λαγών, ενώ τα αντικείμενα από λειασμένο λίθο δίνουν έμμεσες πληροφορίες για την κατανάλωση άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων(bar-yosef 1998: 168). Σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, οι ανθρώπινες ομάδες αύξησαν το βαθμό της κινητικότητάς τους προκειμένου να προσαρμοστούν στις νέες κλιματολογικές συνθήκες (Bar-Yosef 1998: 168; Verhoven 2004: 241). Ο Bar-Yosef (1998: 168), θεωρεί πως κατά την περίοδο του κλιματικού επεισοδίου της «Νεαρής Δρυάδος» έγιναν οι πρώτες απόπειρες συστηματικής καλλιέργειας των δημητριακών με τη φύτευση σπόρων από ένα μέρος των ανθρώπινων ομάδων που δεν κατέφυγαν στη λύση που προσέφερε η μετακίνηση από περιοχή σε περιοχή. Ο όρος «Νεολιθική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε σχέση με την περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του 20 ου αιώνα (Bar-Yosef 1998: 169). Η ανασκαφική δραστηριότητα της Kathleen Kenyon στην Ιεριχώ (Kenyon 1957: 101-7), αποκάλυψε μια ακολουθία αρχαιολογικών στρωμάτων με χαρακτηριστικά ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου, αλλά χωρίς την παρουσία καταλοίπων κεραμικής. Συνεπώς, κρίθηκε αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της ορολογίας προκειμένου να περιγραφεί η ακολουθία της νεολιθικής Ιεριχούς. Ο επαναπροσδιορισμός της ορολογίας είχε ως αποτέλεσμα τoν όρο «Προκεραμική Νεολιθική περίοδος» (Bar-Yosef 1998: 163). Η Προκεραμική Νεολιθική περίοδος, διαιρέθηκε σε δύο επιμέρους φάσεις, την Προκεραμική Νεολιθική Α ( έως χρόνια πριν από σήμερα) και την Προκεραμική Νεολιθική Β (9.500 έως χρόνια πριν από σήμερα) (Harris 2002: 67; Verhoven 2004, table VII). Η εμφάνιση των νεολιθικών κοινοτήτων της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου (εικ. 1) συνέπεσε χρονικά με την αρχή του Ολόκαινου και την αύξηση των τιμών της θερμοκρασίας και του ποσοστού της υγρασίας (Verhoven 2004: 243). Τα κατάλοιπα των πρώιμων χρονολογικά νεολιθικών κοινοτήτων εντοπίζονται γεωγραφικά στην περιοχή μεταξύ των ακτών της Μεσογείου και του σημερινού Ιράν, η οποία κατά την αρχή του Ολόκαινου χαρακτηριζόταν από δασική βλάστηση και αφθονία φυτικών και ζωικών πηγών (Baruch and Bottema 1991:11-20; Henry 1989). Η γεωγραφική κατανομή των πρώτων 24

25 χωριών της Προκεραμική Νεολιθικής Α περιόδου, όπως η Ιεριχώ (Kenyon and Holland 1981), το Gilgal (Noy 1989: 11-18), το Netiv Hagdud (Bar-Yosef and Gopher 1997; Tchernov 1994), το Dra (Kuijt 1995: ), η Hatoula (Lechevalllier and Ronen 1994) και το Nahal Oren (Stekelis and Yizraeli 1973: 1-12), είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση της περιοχής του Levant ως κέντρου της αρχής της γεωργίας. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από 9 σημαντικές θέσεις που ανήκουν χρονολογικά στην Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο, την Ιεριχώ, το Netiv Hagdud, το Iraq ed- Dubb, το Aswad I, το Mureybet, το Jerf el- Ahmar, το Hallan Çemi, το Qermez Dere και το M lefaat, αναδεικνύουν πως οι κάτοικοι των «χωριών» αυτών εξακολουθούσαν να θερίζουν άγρια μορφολογικά δημητριακά, να συλλέγουν καρπούς και φρούτα και να κυνηγούν γαζέλες, μικρόσωμα θηλαστικά και πτηνά (Harris 2002: 68). Ωστόσο, με βάση τα λίθινα εργαλεία της περιόδου, που υποδεικνύουν τον καθαρισμό της γης και τον θερισμό (Wright 1993: 97-98), είναι πολύ πιθανό οι σπόροι των άγριων δημητριακών και οσπρίων να φύονταν και να θερίζονταν, μπαίνοντας με αυτόν τον τρόπο στην διαδικασία της εξημέρωσης, της οποίας ένα επιμέρους χαρακτηριστικό είναι η μεγέθυνση των σπόρων. Σταδιακά, οι ανθρώπινες ομάδες άρχισαν να εκφράζουν την προτίμησή τους στους μεγαλύτερους, εξημερωμένους σπόρους, λόγω της μεγαλύτερης αποδοτικότητάς τους και της πλουσιότερης διατροφικής αξίας τους σε σχέση με αυτούς των μορφολογικά άγριων φυτών (Harris 2002: 68 ). Πλην μερικών σπόρων δίστοιχου κριθαριού και σιταριού από τα πρώιμα στρώματα της Ιεριχούς (Hopf 1983: ) και του Iraq ed- Dubb (Colledge 1994), των οποίων η μελέτη δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για τα πρώτα στάδια της εξημέρωσης των φυτών (Harris 2002: 68). Μέχρι στιγμής, δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα που να αποδίδονται σε μορφές εξημερωμένων ζώων κατά της Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο (Bar-Yosef and Meadow 1995: 71-2). Με βάση τα δεδομένα, οι οικισμοί της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου ξεπερνούν σε μέγεθος αυτούς της Νατούφιας περιόδου, αφού η έκταση ορισμένων αγγίζει τα 3 εκτάρια (Βar-Yosef and Belfer-Cohen 1992: 34; Bar-Yosef and Meadow 1995: 62). Παρόλα αυτά δεν λείπουν χωριά με έκταση έως τμ και προσωρινές εγκαταστάσεις θηρευτών-τροφοσυλλεκτών, οι οποίες συνήθως αγγίζουν τα 150 τμ και αναδεικνύουν πως παρά την παρουσία της καλλιέργειας, υπήρχαν ανθρώπινες ομάδες που συνέχιζαν να ζουν από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή (Bar-Yosef and Meadow 1995: 62). Τα κατάλοιπα των οικημάτων επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τις οικιστικές πρακτικές των ανθρώπων της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου. Σύμφωνα, 25

26 λοιπόν με τα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται, πως τα πρώτα χρονολογικά νεολιθικά «χωριά» αποτελούνταν από τη συγκέντρωση ημιυπόγειων, κυκλοτερών σπιτιών με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμά πλιθιά, με εστίες, δάπεδα και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (Bar-Yosef 1998: 170). Επίσης, έχουν εντοπιστεί ανοιχτοί χώροι μεταξύ των οικημάτων, στους οποίους πραγματοποιούνταν οικιακές δραστηριότητες (Bar-Yosef et al. 1991: ). Με βάση την εξέταση των οικιστικών, αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων γίνεται εμφανές πως οι οικισμοί της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου κατοικούνταν καθ όλη τη διάρκεια του έτους (Harris 2002: 68). Παρά το γεγονός πως δεν μπορεί να εξεταστεί ενδελεχώς ο βαθμός του καταμερισμού και της οργάνωσης της εργασίας κατά την Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο, ο οικισμός της Ιεριχούς επιτρέπει μια περιορισμένη προσέγγιση στο ζήτημα αυτό, αφού τα τείχη και ο πύργος του οικισμού αναδεικνύουν την προσπάθεια της συγκεκριμένης νεολιθικής κοινότητας να αντιμετωπίσει, πιθανότατα τις πλημμύρες (Bar-Yosef 1986: ). Τα λίθινα εργαλεία της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου (εικ.2), αναδεικνύουν την εντατική ενασχόληση των ανθρώπινων ομάδων με τα φυτικά είδη, αφού έχουν εντοπιστεί αρκετές λεπίδες που χρησιμοποιούνταν πιθανότατα στο θερισμό των δημητριακών και αρκετά εργαλεία που αναδεικνύουν την επεξεργασία των φυτικών τροφών πριν την κατανάλωση (Wright 1993: 97-98). Οι περισσότερες ταφές που ανήκουν χρονολογικά στην Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο είναι ατομικές και άνευ παρουσίας κτερισμάτων, ενώ παρατηρείται η συνέχεια της πρακτικής, που ξεκίνησε κατά την Ύστερη Νατούφια περίοδο και αφορούσε την απομάκρυνση των κρανίων των ενηλίκων θανόντων από τον υπόλοιπο σκελετό (Verhoven 2004: 246). Τα κρανία συγκεντρώνονταν, ενίοτε σε κάποιο κτίριο, -το οποίο πιθανόταταέπαιζε το ρόλο του ιερού ή του κοινοτικού οστεοφυλακίου. Παιδικές ταφές έχουν εντοπιστεί κάτω από πασσαλότρυπες και τοίχους (Verhoven 2004: 246). Η απομάκρυνση των κρανίων που προέρχονταν μόνο από ενήλικες, υποδεικνύει μια διαφοροποίηση στο ζήτημα της αντιμετώπισης του νεκρού ανάλογα με την ηλικία του. O Bar-Yosef (1998: 171) και ο Verhoven (2004: 245) συσχετίζουν την πρακτική αυτή, με τη λατρεία των προγόνων. Κατά την περίοδο αυτή εμφανίζονται αρκετά πήλινα και λίθινα ειδώλια τα οποία, εν αντιθέσει με αυτά της Νατούφιας περιόδου, αναπαριστούν την ανθρώπινη μορφή. Αρκετά από τα ειδώλια αναπαριστούν γονατιστές ή καθιστές γυναικείες μορφές (εικ.3), με τονισμένα τα σημεία του στήθους και της κοιλιακής χώρας (Bar-Yosef 1998: 171; Cauvin 2000). O Bar-Yosef (1998: 171) θεωρεί πως τα ειδώλια αυτά αναδεικνύουν το ρόλο των γυναικών στο πλαίσιο της νεολιθικής κοινωνίας και οικονομίας και σηματοδοτούν μια μεγάλη μεταβολή, η οποία φέρνει στο προσκήνιο τη λατρεία της «Μητέρας- Θεάς». Παρόλα 26

27 αυτά, ο Verhoven (2004: 246) αναφέρει πως είναι πιθανό, τα ειδώλια αυτά να μην αναπαριστούν αποκλειστικά γυναικείες μορφές, αλλά να αποτελούν μια αφαιρετική απόδοση ενός φαλλού και μιας γυναίκας στο ίδιο αντικείμενο. Η Προκεραμική Νεολιθική Β (εικ. 4) διαιρείται στις εξής φάσεις: την Πρώιμη ( χρόνια πριν από σήμερα), τη Μέση ( χρόνια πριν από σήμερα) και την Ύστερη ( χρόνια πριν από σήμερα). Η Ύστερη Προκεραμική Νεολιθική Β ακολουθείται από την Προκεραμική Νεολιθική Γ, η οποία αναφέρεται ενίοτε ως Τελική Προκεραμική Β ( χρόνια πριν από σήμερα) (Harris 2002: 70). Κατά τη Μέση Προκεραμική Β, τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από 17 θέσεις στην περιοχή του Levant, του νοτιοδυτικού Ιράν και της νότιας- κεντρικής Ανατολίας (Garrad 1999: 67-69), αναδεικνύουν την καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών σιταριού και κριθαριού, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι τα εξημερωμένα δημητριακά καλλιεργούνταν εντατικά κοντά στους οικισμούς (Harris 2002: 70). Επιπλέον, κατά την ίδια χρονική περίοδο, τα ζωοαρχαιολογικά δεδομένα από τις περιοχές του νότιου Ζάγρου, της νοτιοανατολικής Ανατολίας και του Levant (Hole 1996: ; Legge 1996: 23-35), μαρτυρούν την ύπαρξη εξημερωμένων μορφών κατσικιών και προβάτων, ενώ σε θέσεις της Ύστερης και της Τελικής Προκεραμικής Νεολιθικής Β περιόδου έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα εξημερωμένων μορφών γουρουνιού και αγελάδας (Bar-Yosef and Meadow 1995: 88-90). Ωστόσο, βάσει των δεδομένων, διακρίνεται πως η συλλογή και το κυνήγι έπαιζαν ακόμη ρόλο στις θέσεις των περιοχών που χαρακτηρίζονταν από συνθήκες ξηρασίας (Garrad et al. 1996: ). H Προκεραμική Νεολιθική Β διαφοροποιείται από την προηγούμενη περίοδο σε σχέση με τον αριθμό, το μέγεθος και τη γεωγραφική κατανομή των οικισμών, αφού τα ανασκαφικά δεδομένα περιλαμβάνουν παραδείγματα οικισμών, έκτασης άνω των 10 εκταρίων, οι οποίοι, βάσει των εκτιμήσεων, μπορούσαν να φιλοξενήσουν πληθυσμό 1000 έως 2000 ατόμων (Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1989: 61; Bar-Yosef and Meadow 1995: 75-6) και βρίσκονταν συνήθως σε περιοχές κοντά σε πηγές νερού, τις οποίες αξιοποιούσαν στο πλαίσιο της καλλιέργειας. Παρόλα αυτά οι μεγάλοι οικισμοί δεν αποτελούσαν κανόνα, αφού ήταν λίγοι και απείχαν αρκετά ο ένας από τον άλλον, ενώ στις περιοχές που χαρακτηρίζονταν από βλάστηση στέπας και την έρημο οι θέσεις είναι μικρότερες (Bar-Yosef and Meadow 1995: 73-4). Μέχρι τα χρόνια πριν από σήμερα, οι νεολιθικοί οικισμοί είχαν εξαπλωθεί έως την ορεινή περιοχή του Ζάγρου και τις πεδιάδες της νότιας και κεντρικής Ανατολίας. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή, οι κατόψεις των οικημάτων αποκτούν παραλληλόγραμμο σχήμα και στα οικήματα ενσωματώνονται εσωτερικά χωρίσματα, 27

28 θερμικές κατασκευές, εστίες και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (Harris 2002: 71). Οι μεταβολές αυτές, αναδεικνύουν σύμφωνα με τους ερευνητές διαφοροποιήσεις στην κοινωνική οργάνωση και τα πληθυσμιακά μεγέθη, εν συγκρίσει με την Προκεραμική Νεολιθική Α. Κατά την Ύστερη Προκεραμική Νεολιθική Β η οικιστική οργάνωση διαφοροποιείται, αφού σχεδόν όλοι οι μεγάλοι οικισμοί της μεσογειακής ζώνης εγκαταλείφθηκαν, ενώ ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί στην ανατολική περιοχή της κοιλάδας της Ιορδανίας. Τα λίθινα κατάλοιπα αναδεικνύουν τη χρήση λεπίδων, αιχμών, δρεπανιών και οπέων από τους κατοίκους των οικισμών της Προκεραμικής Νεολιθικής Β. Κατά την περίοδο αυτή, εμφανίζονται αγγεία κατασκευασμένα από στάχτη και κονίαμα (White Ware) (Bar- Yosef and Meadow 1995: 79). Τα ταφικά έθιμα της Προκεραμικής Νεολιθικής Β περιόδου παρουσιάζουν τη συνέχιση της πρακτικής της απομάκρυνσης των κρανίων των ενηλίκων και της ταφής κάτω από τα δάπεδα των οικημάτων, ενώ εμφανίζονται και διακοσμημένα κρανία. Τα διακοσμημένα κρανία ανήκουν σε άτομα και των δύο φύλων και αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα (Bogonofsky 2001). Tα αντικείμενα αυτά είναι πιθανό να σχετίζονται με την πρακτική της προγονολατρείας, ή με την απόδοση τιμής σε ορισμένα μέλη της κοινότητας (Verhoven 2004: 256). Επιπλέον, στα αρχαιολογικά στρώματα της ίδιας περιόδου έχουν εντοπιστεί συλλογικές ταφές, αλλά και ταφές ανθρώπων μαζί με άγρια μορφολογικά ζώα. Η κατασκευή ανθρωπόμορφων ειδωλίων από πηλό, ασβεστόλιθο και οστό συνεχίζεται κατά την Προκεραμική Νεολιθική Β (Bar-Yosef and Meadow 1995: 79-80). Κατά την Προκεραμική Νεολιθική Β, παγιώθηκε η καλλιέργεια και η εκμετάλλευση εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών. Η διαδικασία αυτή έφερε στο προσκήνιο μεταβολές στην τεχνολογία, τη δημογραφική κατάσταση αλλά και τη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες έθεσαν τα θεμέλια για την εμφάνιση των πρώτων πόλεων μερικές χιλιετίες αργότερα. Οι συνέπειες της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο δεν έγιναν αισθητές μόνο την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολίας, αφού η εξάπλωση των νεολιθικών κοινοτήτων, επηρέασε τον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο. Κατά την Τελική Προκεραμική Νεολιθική Β, αρκετοί οικισμοί εγκαταλείφθηκαν και είναι πιθανό πως οι νεολιθικές κοινότητες αναπροσάρμοσαν τη μορφή της κοινωνικής οργάνωσης. Παρόλα αυτά, τα ερευνητικά δεδομένα αναδεικνύουν τη συνέχεια πρακτικών που παρατηρήθηκαν κατά τις προηγούμενης φάσης σε ορισμένες θέσεις, όπως θέσεις την περιοχή της Συρίας (Akkermans and Schwartz 2003: 112). η Halula και το Buqras στον Ευφράτη (Verhoven 2004: 259) και η Mesraa- Teleilat στην Ανατολία (Özdoğan 2003). Κατά 28

29 τη διάρκεια της φάσης αυτής, εμφανίστηκαν τα πρώτα αγγεία από πηλό που πιθανότατα εξυπηρετούσαν αποθηκευτικούς σκοπούς. Η χρήση της κεραμικής τεχνολογίας δεν είναι γενικευμένη, αφού υπάρχουν θέσεις, στις οποίες η απουσία οστράκων και αγγείων αντικατοπτρίζει το γεγονός της μη χρήσης και κατασκευής των συγκεκριμένων αγγείων. 2.2 Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις. Ο ρόλος του κλιματικού επεισοδίου της Νεαρής Δρυάδος (Younger Dryas) Παλαιές και νεότερες προσεγγίσεις σε σχέση με την αρχή της γεωργίας Το θηρευτικό- τροφοσυλλεκτικό στάδιο αποτέλεσε την πλέον μακροχρόνια περίοδο στην εξελικτική ιστορία της ανθρωπότητας και των κοινωνικών σχηματισμών της. Κατά τη διάρκεια του σταδίου αυτού, οι άνθρωποι μετακινούνταν συλλέγοντας και κυνηγώντας άγρια μορφολογικά φυτικά και ζωικά είδη με βάση την εποχική και γεωγραφική διαθεσιμότητα των ειδών αυτών. Με βάση τα εθνογραφικά παράλληλα φαίνεται πως οι ανθρώπινες θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες εξασφαλίζουν την τροφή τους χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη δαπάνη χρόνου και δύναμης, ενώ σπάνια υποφέρουν από ελλείψεις ειδών και διατροφικές κρίσεις (Ammerman and Cavalli-Sforza 1984: 4). Εφόσον λοιπόν οι θηρευτές-τροφοσυλλέκτες είναι σε θέση να εξασφαλίζουν τροφή χωρίς να επενδύουν ιδιαίτερη ποσότητα χρόνου και δύναμης, ενώ ταυτόχρονα δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα έλλειψης διατροφικών ειδών, τότε γιατί αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το θηρευτικότροφοσυλλεκτικό στάδιο και να στραφούν προς την άσκηση της γεωργίας και για ποιους λόγους η μετάβαση αυτή έλαβε χώρα στην γεωγραφική περιοχή της σημερινής Μέσης Ανατολής; Προκειμένου να υπάρξει απάντηση στο παραπάνω ζήτημα έχουν διατυπωθεί αρκετές ερμηνείες, ήδη από τις αρχές του 20 ου αιώνα, εκ των οποίων μερικές τοποθετούν στο προσκήνιο περιβαλλοντικούς- κλιματολογικούς παράγοντες και άλλες ασχολούνται με ζητήματα της κοινωνικής οργάνωσης, της δημογραφικής κατάστασης και των χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς των ανθρώπινων θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών ομάδων. Μία από τις παλαιότερες προσεγγίσεις είναι η «Θεωρία των Οάσεων», η οποία διατυπώθηκε από τον V. G. Childe, το 1928 στο βιβλίο του, The Most Ancient Near East. O Childe, στηριζόμενος σε ανασυνθέσεις των κλιματολογικών χαρακτηριστικών του τέλους της Παγετώδους περιόδου, αναφέρει πως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής επικρατούσαν 29

30 συνθήκες ξηρασίας, οι οποίες οδήγησαν τους ανθρώπους και τα ζώα να καταφύγουν σε περιορισμένες γεωγραφικά περιοχές κοντά σε πηγές νερού, όπως οι οάσεις του Νείλου, του Τίγρη, του Ευφράτη και του Ινδού (Childe 1928). Ο Childe θεωρεί πως οι αλλουβιακές προσχώσεις που υπήρχαν στα εδάφη αυτών των περιοχών λειτουργούσαν ευνοϊκά για την ύπαρξη και τη διαθεσιμότητα φυτικών ειδών, ωστόσο οι ανθρώπινες ομάδες επιδίωξαν την αύξηση της ποσότητας των φυτών μέσω της άρδευσης και της σποράς (Childe 1928: 42). Σύμφωνα με τον Childe, δεν απαιτούταν ο παράγοντας της μόνιμης κατοίκησης στο χώρο της σποράς, αφού οι ανθρώπινες ομάδες θα μπορούσαν να επιστρέφουν για να θερίσουν τους εξημερωμένους πια καρπούς των συστάδων. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή οδήγησε στην εξημέρωση των ζώων, αφού βάσει των λεγομένων του Childe, τα καλάμια των θερισμένων χωραφιών προσέλκυαν τα ζώα με αποτέλεσμα οι ανθρώπινες ομάδες να αποκτήσουν συστηματική σχέση με αυτά και να τα εξημερώσουν. Σήμερα, είναι γνωστό ότι το τέλος της Παγετώδους περιόδου σημαδεύτηκε από την άνοδο των τιμών της θερμοκρασίας και του ποσοστού υγρασίας (Baruch 1994: ; Moore and Hillman 1992: ). Παρόλα αυτά, η άποψη του Childe συνέβαλε στην έναρξη της συζήτησης σε σχέση με το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργίας στη Μέση Ανατολή, θέτοντας παράλληλα το ζήτημα των περιβαλλοντικών και κλιματολογικών συνθηκών. Κατά τη δεκαετία του 1960 εκφράστηκαν νέες απόψεις από τους ερευνητές με αφετηρία τα νέα δεδομένα που είχαν αποκαλυφθεί στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Ο Braidwood, σε αντίθεση με τον Childe θεώρησε πως το «λίκνο» της γεωργίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί στους λόφους και τις κοιλάδες που διαμορφώνονταν στην περιοχή μεταξύ των βουνών του Ταύρου και του Ζάγρου (Braidwood 1960: ). Με βάση τα ευρήματα που προέκυψαν κατά τη δεκαετία του 1940 την ερευνητική του δραστηριότητα στην περιοχή του Ιράκ, ο Braidwood θεώρησε πως η γεωργία πιθανώς είχε εξελιχθεί κατά τα τέλη της Ύστερης Παγετώδους περιόδου σε περιοχές που υπήρχαν οι άγριοι μορφολογικά πρόγονοι των φυτών και των ζώων που εξημερώθηκαν αργότερα και επεδίωξε να τοποθετήσει στο επίκεντρο της συζήτησης κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που σύμφωνα με την άποψή του έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στην εμφάνιση της γεωργίας. Σύμφωνα με τον Braidwood, οι ανθρώπινες ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν κατά την Επιπαλαιολιθική περίοδο, είχαν ανεπτυγμένη τεχνολογία και γνώριζαν καλά το χώρο που τις περιέβαλλε, με αποτέλεσμα να περνούν αρκετό χρόνο σε προνομιακές, ως προς την εκμετάλλευση φυτικών και ζωικών πηγών, περιοχές. Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην ανάπτυξη συστηματικής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων και των άγριων μορφολογικά φυτών και ζώων και δεν θεωρείται απίθανη η 30

31 περίπτωση της καλλιέργειας άγριων φυτικών συστάδων και του πειραματισμού με τα άγρια ζώα. Η παραπάνω φάση ορίστηκε από τον Braidwood ως στάδιο της «αρχικής εξημέρωσης», η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε στην υιοθέτηση της γεωργίας. Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία λαμβάνει υπ όψιν της το ζήτημα της παρουσίας των άγριων μορφολογικά προγόνων των φυτών και των ζώων στην περιοχή που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η γεωργία, δεν διευκρινίζει το γιατί οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες είχαν ωριμάσει λίγο μετά τα τέλη της Ύστερης Παγετώδους. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Binford (1968:313-41), επιδιώκει να απαντήσει στο ερώτημα της εξημέρωσης και της υιοθέτησης των γεωργικών και κτηνοτροφικών πρακτικών. Σύμφωνα με τον Binford, κατά την περίοδο των αρχών του Ολόκαινου, ο συνολικός πληθυσμός της γης είχε αυξηθεί κατά πολύ σε σχέση με τα δεδομένα της προηγούμενης περιόδου και η πυκνότητα των ανθρώπων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ήταν μεγάλη. Σε ορισμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής, με αρκετή ποσότητα εκμεταλλεύσιμων φυτικών και ζωικών ειδών ο αριθμός των μελών των ημιμόνιμα εγκατεστημένων θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων αυξανόταν με ταχύ ρυθμό. Παράλληλα, η απώλεια εδαφών που ήταν αποτέλεσμα της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης οδήγησε στην αδυναμία των γεωγραφικών περιοχών να φιλοξενήσουν και να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες των ανθρώπινων ομάδων. Έτσι, οι θηρευτές-τροφοσυλλέκτες μετακινήθηκαν προς νέες περιοχές, οι οποίες, όμως ήταν λιγότερο πλούσιες σε φυτικές και ζωικές πηγές συγκριτικά με τις προαναφερθείσες. Προκειμένου, λοιπόν, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού στις νέες περιοχές, οι άνθρωποι ξεκίνησαν να καλλιεργούν σπόρους φυτών που είχαν μεταφέρει από την περιοχή που αποτέλεσε την αφετηρία τους. Σύμφωνα με τον Flannery (1969: , 1973: ), η εκμετάλλευση μιας ευρείας ποικιλίας άγριων μορφολογικά φυτικών και ζωικών πηγών από τις ανθρώπινες ομάδες, περίπου χρόνια πριν από σήμερα, στα βουνά του Ζάγρου, οδήγησε στη μονιμότητα και την αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα η περιοχή να αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων. Η αδυναμία αυτή, είχε ως απόρροια τη μετακίνηση των ανθρώπων προς λιγότερο προνομιακές περιοχές, στις οποίες ξεκίνησαν να καλλιεργούν δημητριακά. Κατά τη δεκαετία του 1970, ο Cohen (1977), θεώρησε πως ο ανθρώπινος πληθυσμός πάντα έχει την τάση να αυξάνεται, χωρίς, όμως να έχει ταυτόχρονα και τη δυνατότητα να προετοιμαστεί για τον έλεγχο και την διαχείριση της αύξησης του αριθμού 31

32 του. Σύμφωνα με τον Cohen, η αύξηση του πληθυσμού και η εξάπλωσή του κατά τα τέλη της περιόδου του Πλειστόκαινου, οδήγησε σε ασφυκτική κατάσταση κατά τις αρχές του Ολόκαινου, στο πλαίσιο της οποίας ήταν αδύνατη η μετακίνηση των ανθρώπινων ομάδων προς νέες περιοχές (Cohen 1977). Η ανυπαρξία της δυνατότητας για μετακίνηση προς νέες περιοχές, σε συνδυασμό με την ανικανότητα των περιοχών να καλύψουν τις ανθρώπινες ανάγκες, οδήγησε τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες να στραφούν προς την εκμετάλλευση μιας μεγάλης ποικιλίας φυτικών ειδών, η οποία οδήγησε από κοινού με την κυνηγετική δραστηριότητα στην εξημέρωση των ζώων και των φυτών (Cohen 1977). Η Bender (1978: ) επιλέγει να στρέψει την προσοχή της στην έννοια της εντατικοποίησης, η οποία ορίζεται ως η αυξανόμενη παραγωγικότητα σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και τις σχέσεις παραγωγής των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών, επιδιώκοντας να αναδείξει πως οι αναπτυσσόμενες κοινωνικές σχέσεις θα μπορούσαν να έχουν συμβάλλει στην εμφάνιση της γεωργίας. Η Bender αντιμετωπίζει τους ανθρώπους της Νατούφιας περιόδου, ως ομάδες με φυλετική οργάνωση, οι οποίες πιθανώς συμμετείχαν σε δίκτυα ανταλλαγών και τελετουργικούς θεσμούς. Οι αρχηγοί των φυλών αυτών εντατικοποιούσαν τους ρυθμούς συλλογής και κυνηγιού, ούτως ώστε να μπορούν να συμμετέχουν στα δίκτυα ανταλλαγών και τις εορταστικές τελετές. Οι φυλές που ήταν εγκατεστημένες σε περιθωριακές περιοχές, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονταν από αφθονία πηγών στράφηκαν προς την καλλιέργεια, ούτως ώστε να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία απατούσαν την ύπαρξη πλεονάσματος (Bender 1978: ). Παρόλα αυτά, συγκεκριμένο ερμηνευτικό μοντέλο, όπως και αυτό του Hayden (1990: 31-69, 1992: 11-20, 1995: ) που θα αναφερθεί παρακάτω δεν στηρίζεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα της Νατούφιας περιόδου, αφού αυτά δεν περιλαμβάνουν ενδείξεις αποθηκευτικών εγκαταστάσεων για τη συγκέντρωση του υποτιθέμενου πλεονάσματος και για την ύπαρξη κάποιας μορφής ιεραρχίας ή κοινωνικής διαφοροποίησης. Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, ο Rindos (1984: ), αναφέρεται στις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των ανθρώπων, των φυτών και των ζώων και στο ρόλο που έπαιξε η ανάπτυξη αυτή στη διαδικασία της εξημέρωσης των δύο τελευταίων. Σύμφωνα με τον Rindos, είναι δυνατό να διακριθούν τρεις φάσεις στην πορεία προς την εξημέρωση και την αρχή της καλλιέργειας (Rindos 1984: ) Ως αρχική φάση αναγνωρίζει αυτήν της μη συνειδητής εξημέρωσης, η οποία περιλαμβάνει την εξάπλωση και τη φροντίδα των άγριων μορφολογικά φυτών από τους ανθρώπους που οδήγησε στην 32

33 εμφάνιση μεταβολών σε μερικά είδη φυτών. Κατά την δεύτερη φάση, αυτήν της «εξειδικευμένης εξημέρωσης», προκύπτει η εκούσια και εντατική σχέση μεταξύ των ανθρώπων και των φυτών σε τεχνητό περιβάλλον, ενώ ως τελευταία φάση («γεωργική εξημέρωση») ορίζεται το αποτέλεσμα της μακρόχρονης σχέσης των ανθρώπων και των φυτών που οδήγησε στην πλήρη εξημέρωση των δεύτερων (Rindos 1984: ). Η εμφάνιση και η παρουσία των εξημερωμένων φυτών σε μια περιοχή συνέβαλλε αφενός στην βελτίωση της ικανότητας της να προσφέρει τροφή και αφετέρου στην αύξηση του πληθυσμού και την εξάπλωση της γεωργικής οικονομίας. Το 1990, ο Ian Hodder στο βιβλίο του Domestication of Europe, προσεγγίζει τη γεωργία ως κοινωνική και διανοητική διαδικασία, τοποθετώντας στο προσκήνιο το ρόλο που έπαιξε το σπίτι και το νοικοκυριό, το οποίο κατά τη Νατούφια και την Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για τη «μετουσίωση της φύσης σε πολιτισμό» (1990: 12). Όπως εξηγεί ο Hodder, o έλεγχος της φύσης που επιτυγχάνεται μέσω της εξημέρωσης αποτέλεσε το μηχανισμό για να επιτευχθεί ο έλεγχος της ανθρώπινης κοινωνίας. Μέσα στο σπίτι οι άνθρωποι διαχειρίζονταν τα άγρια μορφολογικά φυτικά και ζωικά είδη, τα οποία μεταφέρονταν μέσα στην οικιακή μονάδα, αλλά ακόμα και το συμβάν του θανάτου, όπως διακρίνεται από τις ταφές κάτω από τα δάπεδα. Σε σχέση με τη γεωργία ο Hodder αναφέρει πως ήταν η συνείδηση, τα συναισθήματα και οι φόβοι των ανθρώπων που έπαιξαν ρόλο στην εμφάνισή της και θεωρεί πως πιθανώς το κλίμα και οι περιβαλλοντικές συνθήκες του τέλους του Πλειστόκαινου, θα μπορούσαν να έχουν λειτουργήσει ως καταλύτες για την αρχή της εξημερωτικής διαδικασίας (Hodder 1990: 293). Άρα, η σταδιακή διαδικασία του «εκπολιτισμού» της φύσης από τις ανθρώπινες ομάδες είχε ωριμάσει κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου και η αλληλεπίδρασή με τις περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες οδήγησε στην εμφάνιση της γεωργίας. Ο Hayden (1990: 31-69, 1992: 11-20, 1995: ), στηρίχθηκε σε εθνογραφικές μελέτες και επικεντρώθηκε στο ζήτημα του κοινωνικοοικονομικού ανταγωνισμού, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στις εορταστικές τελετές. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό μοντέλο του Hayden, το παραγωγικό στάδιο ξεκινά, όταν η οικειοποίηση των διατροφικών ειδών μεταξύ των μελών μιας θηρευτικής- τροφοσυλλεκτικής ομάδας δεν είναι πλέον απαραίτητη για την επιβίωση και η ιδιοκτησία παύει να αποτελεί κοινωνικό ταμπού (Hayden 1992: 12). Όπως είναι αναμενόμενο, οι εσωτερικές κοινωνικές μεταβολές αυτού του τύπου συμβαίνουν σε ομάδες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε γεωγραφικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από αφθονία φυτικών και ζωικών πηγών. Με βάση τη μελέτη του Hayden, οι ανθρώπινες 33

34 ομάδες ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν με εντατικό και αποτελεσματικό τρόπο τις συγκεκριμένες άγριες μορφολογικά πηγές, εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνολογίας (Ηayden 1995: 278). Κάπως έτσι, τα πιο φιλόδοξα μέλη της ομάδας είχαν την ευκαιρία να συσσωρεύσουν πλεόνασμα και να διοργανώσουν εορταστικές τελετές, προκειμένου να ελέγξουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και να συγκεντρώσουν δύναμη και κοινωνικό κύρος. Τα πρώτα εξημερωμένα είδη θα μπορούσαν να είναι εκείνα, τα οποία απαιτούσαν μεγάλη επένδυση χρόνου και εργασίας για να εξημερωθούν. Με λίγα λόγια η εξημέρωση προέκυψε μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέλη των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων που δραστηριοποιήθηκαν σε γεωγραφικές περιοχές με πλούτο φυτικών και ζωικών πηγών. Σύμφωνα με την ερμηνεία των ΜcCorriston και Hole (1991: 46-69) οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τις αρχές του Ολόκαινου στη Μέση Ανατολή, είχαν ως αποτέλεσμα τη σαφή διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών των θερινών και των χειμερινών μηνών του έτους και τη μεταβολή της γεωγραφικής κατανομής των ειδών που συνέθεταν την χλωρίδα και την πανίδα. Οι χειμερινοί μήνες του έτους χαρακτηρίστηκαν από χαμηλές θερμοκρασίες και βροχοπτώσεις, ενώ οι θερινοί από υψηλές τιμές θερμοκρασίας και ξηρασία, εξαιτίας της ανομβρίας (McCorriston and Hole 1991: 59). Η ξηρασία των θερινών μηνών, οδήγησε στην αποξήρανση λιμνών, η οποία συνέβαλλε στη μείωση του πληθυσμού των άγριων μορφολογικά δημητριακών που αξιοποιούνταν από τις ανθρώπινες ομάδες στην καθημερινή τους διατροφή. Κατά συνέπεια, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες των αρχών του Ολόκαινου αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εναλλακτικές λύσεις, όπως ήταν η μόνιμη κατοίκηση σε έναν συγκεκριμένο χώρο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μείωση της διαθεσιμότητας των διατροφικών ειδών. Οι μόνιμα πλέον- εγκατεστημένες ομάδες ξεκίνησαν να εκμεταλλεύονται εντατικά τις φυτικές και ζωικές πηγές που βρίσκονταν πλησίον του οικισμού, με αποτέλεσμα να τις οδηγήσουν κοντά στην εξάντληση. Έτσι λοιπόν, οι ανθρώπινες ομάδες άρχισαν να καλλιεργούν τις συστάδες των άγριων μορφολογικά δημητριακών και να παρεμβαίνουν στον κύκλο της αναπαραγωγής των ζώων, ούτως ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο της εξαφάνισής τους (McCorriston and Hole 1991: 59). Ο Tudge (1998), βλέπει την εξημέρωση ως μια εξελικτική και μακροχρόνια διαδικασία. Σύμφωνα με τον Tudge, τουλάχιστον χρόνια πριν από σήμερα, οι ανθρώπινες θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες παρέμβαιναν στο φυσικό περιβάλλον, με τη μορφή της φροντίδας των συστάδων μορφολογικά άγριων φυτών και του ελέγχου του 34

35 πληθυσμού των ζώων που κυνηγούσαν. Με βάση τα λεγόμενα του Tudge, η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης κατά τα τέλη της Ύστερης Παγετώδους περιόδου έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξημέρωση των φυτών. Η απώλεια των εδαφών που καλύφθηκαν από τη θάλασσα, οδήγησε τις ανθρώπινες ομάδες να συνωστιστούν σε μικρότερες γεωγραφικές εκτάσεις, να εντατικοποιήσουν την ενασχόληση τους με τις άγριες μορφολογικά φυτικές και ζωικές πηγές και εν τέλει να τις εξημερώσουν. Η Benz (2000; 2004: 27-28) παρουσίασε ένα νέο θεωρητικό μοντέλο για την αρχή της γεωργίας στη Μέση Ανατολή, βασιζόμενη στις μελέτες του Rindos (1984) και των Mc Corriston και Hole (1991: 46-69), αλλά και στην έρευνα 43 θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών ομάδων της σύγχρονης εποχής. Σύμφωνα με την Benz, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες απέκτησαν αρχικά σχέση εξάρτησης με συγκεκριμένες πηγές μιας περιοχής, είτε λόγω της παρουσίας πλούσιων και γεωγραφικά περιορισμένων στην περιοχή πηγών είτε λόγω της μείωσης άλλων πηγών που αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κατά την πρώτη περίπτωση, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες αποφάσιζαν να περιορίσουν το βαθμό κινητικότητας τους, γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει κοινωνικές διαμάχες. Κατά τη δεύτερη περίπτωση, οι ομάδες εμφάνιζαν ανταγωνιστική συμπεριφορά σε σχέση με τα δικαιώματα επί της εκμετάλλευσης των πηγών. Οι κοινωνικές διαμάχες και η ανταγωνιστική συμπεριφορά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον περιορισμό της κατανομής των διατροφικών ειδών στα μέλη της ομάδας. Συνεπώς, θα έπρεπε να αναπτυχθούν νέοι τρόποι για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη τροφής, όπως η αποθήκευση ειδών και οι ανταλλαγές. Οι δύο παραπάνω τρόποι αντιμετώπισης της διατροφικής κρίσης σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων στην εκμετάλλευση των πηγών μιας περιοχής, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα μέλη της ομάδας στην απόφαση να κατοικήσουν μόνιμα στο χώρο. Παρόλα αυτά, η αποθήκευση, οι ανταλλαγές και η μονιμότητα δεν αποτελούσαν πανάκεια των διατροφικών κρίσεων. Η έλλειψη, οδήγησε στην εμφάνιση και εφαρμογή της γεωργίας, ως πρακτικής, η οποία θα απέτρεπε τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. O Cauvin, το 2000, προτείνει πως η «Νεολιθική Επανάσταση», όπως ορίστηκε η μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο από τον Childe, ήταν πρωτίστως το αποτέλεσμα της επανάστασης των συμβόλων και της νόησης, απορρίπτοντας κάθε περιβαλλοντική, δημογραφική και πολιτισμική παράμετρο που θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην πορεία των ανθρώπων προς τη μετάβαση αυτή (Cauvin 2000: 63-66). Θεωρεί πως το ζήτημα της αρχής της γεωργίας θα πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στο διανοητικό επίπεδο. Η αφετηρία της αφήγησης του τοποθετείται χρονικά στη Νατούφια περίοδο. Σύμφωνα με τον 35

36 Cauvin ο πολιτισμός των ομάδων της Νατούφιας περιόδου, ήταν τέτοιος που επέτρεπε τη μετάβαση προς τη γεωργία. Κάτι τέτοιο, όμως δεν έγινε γιατί οι ίδιοι οι φορείς του συγκεκριμένου πολιτισμού δεν το θέλησαν. Η αρχή της συνειδησιακής μεταβολής είναι δυνατό να εντοπιστεί κατά την πρώιμη φάση της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας αναδιοργανώνεται το συμβολικό ρεπερτόριο (Cauvin 1978: 134, 2000: 23). Η συγκεκριμένη διανοητική μεταβολή ορίστηκε ως Επανάσταση των Συμβόλων και προηγήθηκε χρονικά της αλλαγής στην οικονομία. Η «μεταμόρφωση του νου» ή με άλλα λόγια η διανοητική επανάσταση αναφέρεται στην αναπαράσταση των γυναικείων μορφών και των ταύρων, στην οποία ο Cauvin αναγνωρίζει τη θρησκεία μιας γυναικείας θεότητας σε συνδυασμό με ένα αρσενικό συμπλήρωμα στη μορφή του ταύρου. Η γυναικεία μορφή πέρα από την προφανή της λειτουργία ως συμβολική απεικόνιση της γονιμότητας, αποτελούσε μια «μυθική προσωπικότητα» και μια «παγκόσμια μητέρα», ενώ ο Ταύρος ήταν υποτελής σε αυτήν, χωρίς να είναι στην ουσία ο σύντροφός της. Ο Ταύρος είναι πιθανότερο να γεννήθηκε από τη γυναικεία θεότητα και να συμβόλιζε μιαν ενστικτώδη, βίαιη και κτηνώδη δύναμη (Cauvin 2000: 32). Βασιζόμενος στις σκέψεις των Rousseau και Hegel, o Cauvin, όρισε τη θρησκεία ως αποξένωση, η οποία αναδεικνύεται μέσα από την προβολή υπερφυσικών, θεϊκών προσωπικοτήτων (Cauvin 2000: 209). Το στοιχείο της αποξένωσης ανασχημάτισε την ανθρώπινη συνείδηση, κάνοντάς την πιο ικανή και αποτελεσματική σε σχέση με τη διαχείριση του εξωτερικού, περιβάλλοντά της χώρου. Η εξημέρωση των φυτών ήταν αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. Αντίστοιχα, η εξημέρωση των ζωικών ειδών θεωρήθηκε μια πράξη άμεσα συσχετισμένη με το συνειδησιακό επίπεδο και ορίστηκε ως η απάντηση στην ανθρώπινη επιθυμία για κυριαρχία στο ζωικό βασίλειο (Cauvin 2000: 128) Το κλιματικό επεισόδιο της Νεαρής Δρυάδος (Younger Dryas) Όπως προαναφέρθηκε, η αύξηση των βροχοπτώσεων κατά τα μέσα της Ύστερης Επιπαλαιολιθικής περιόδου είχε σύντομη διάρκεια, διότι διακόπηκε από το κλιματικό επεισόδιο που είναι γνωστό στη βιβλιογραφία με τον όρο Νεαρή Δρυάς ( Younger Dryas ) ( π.χ) (Moore and Hillman 1992: ). Κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου επεισοδίου, οι τιμές της θερμοκρασίας εμφάνισαν πτώση, όπως επίσης και το ποσοστό υγρασίας στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν ψυχρές και ξηρές συνθήκες και η δασική βλάστηση να υποχωρήσει προς όφελος της τούνδρας. Ο ρυθμός 36

37 ανόδου της θαλάσσιας στάθμης επιβραδύνθηκε ανάμεσα στο διάστημα των έως χρόνων πριν από σήμερα (Moore et al. 2000: 483). Oι Baruch και Bottema, με βάση νέα ερευνητικά δεδομένα από τη λεκάνη Huleh, διέκριναν πως παρουσιάζεται υποχώρηση στην εξάπλωση της δασικής βλάστησης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά το χρονικό διάστημα των έως χρόνων πριν από σήμερα. Οι δύο ερευνητές θεώρησαν πως η υποχώρηση αυτή προέκυψε λόγω της μείωσης της υγρασίας που σηματοδοτεί την αρχή του Younger Dryas στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (Baruch and Bottema 1991: 11-42). Επιπλέον, η ανασκαφή της Abu Hureyra έφερε στο φως στοιχεία που μπορούσαν να συμβάλλουν στη μελέτη του συγκεκριμένου κλιματικού φαινομένου (Moore et al. 2000). Η θέση της Abu Hureyra αξιοποιήθηκε από μόνιμα εγκατεστημένες ομάδες θηρευτώντροφοσυλλεκτών, κατά το χρονικό διάστημα των έως χρόνων πριν από σήμερα. Τα απανθρακωμένα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που συλλέχθηκαν από την εν λόγω θέση δίνουν τη δυνατότητα να μελετηθεί η βλάστηση και ο τρόπος της εκμετάλλευσης των άγριων μορφολογικά φυτών από τις ανθρώπινες ομάδες. Η πρώτη φάση της κατοίκησης στο tell χρονολογείται μεταξύ των έως χρόνων πριν από σήμερα (Moore and Hillman 1992: 486; Moore et al. 2000: 130). Τα δεδομένα της φάσης αυτής αναδεικνύουν πως οι ανθρώπινες ομάδες ασχολούνταν με τη συλλογή φυτών από την πεδιάδα του Ευφράτη, τη γειτονική περιοχή της στέπας, αλλά και από τις εκτάσεις με δασική βλάστηση που βρίσκονταν κοντά στη θέση. Τα απανθρακωμένα κατάλοιπα που προέρχονται από συγκεκριμένα φυτικά είδη, όπως αυτό του άγριου μορφολογικά σιταριού και της σίκαλης, αναδεικνύουν πως οι συνθήκες ήταν πιο υγρές σε σχέση με σήμερα κατά την εαρινή και θερινή περίοδο. Στο τέλος της πρώτης φάσης διακρίνεται μια απότομη μεταβολή στα κατάλοιπα, αφού πλέον παύει η συλλογή καρπών από την περιοχή του δάσους. Η παύση που παρατηρείται μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η αυξημένη ξηρασία λειτουργούσε αρνητικά προς την καρποφορία των φυτών και η υπόθεση αυτή στηρίζεται από τη μεταβολή που παρατηρείται στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα της δεύτερης φάσης κατοίκησης ( έως χρόνια πριν από σήμερα), τα οποία αναδεικνύουν την εντατικοποίηση της συλλογής σπόρων ασφοδέλου και άγριων δημητριακών. Η φάση της συλλογής των άγριων μορφολογικά δημητριακών είναι σύντομης διάρκειας και η παύση της συλλογής τους πιθανότατα υποδεικνύει την περαιτέρω εξάπλωση των ξηρών συνθηκών. Τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα τοποθετούν την εξάπλωση της ξηρασίας περίπου στα έως τα χρόνια πριν από σήμερα (Moore et al. 2000: 376, 395) χρόνια πριν από σήμερα Η δεύτερη χρονολογία συμπίπτει με την αρχή της τρίτης φάσης κατοίκησης στην 37

38 Abu Hureyra. Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που προέρχονται από τα στρώματα της φάσης αυτής αναδεικνύουν τη μείωση των φυτικών τροφών που προέρχονταν από την περιοχή της κοιλάδας του Ευφράτη, ισχυροποιώντας με τον τρόπο αυτό την υπόθεση περί μειωμένου ποσοστού υγρασίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι Moore, Hillman και Legge (2000) θεωρούν πως τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από τη θέση της Abu Hureyra αναδεικνύουν τις διαφοροποιήσεις που επέφεραν στα φυτικά είδη οι ψυχρές και ξηρές συνθήκες που χαρακτήρισαν το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas. Συγκεκριμένα, η επικράτηση των ξηρών συνθηκών οδήγησε στην υποχώρηση των ειδών της δασικής βλάστησης και στην αντικατάστασή τους από είδη που ήταν ανθεκτικότερα στην ξηρασία, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ποσότητα φυτικών τροφών που συλλέγονταν από τις δασικές εκτάσεις και να επέλθει η αντικατάστασή τους με νέα είδη, η ύπαρξη των οποίων επέτρεπε στις ανθρώπινες ομάδες να παραμείνουν στον οικισμό. Όπως προαναφέρθηκε η κατοίκηση στο χώρο της Abu Hureyra είχε μόνιμο χαρακτήρα, κάτι το οποίο είναι πιθανό να είχε οδηγήσει στην αύξηση του πληθυσμού των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων. Ο μεγάλος αριθμός του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε από την «Νεαρή Δρυάδα», ίσως είχε ως απόρροια την εμφάνιση διατροφικής κρίσης ή την αδυναμία των διαθέσιμων φυτικών πηγών να καλύψουν τις ανάγκες των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών της θέσης και πιθανότατα αυτός ο συνδυασμός παραγόντων κρύβεται πίσω από την εγκατάλειψη της θέσης, περίπου χρόνια πριν από σήμερα. Μερικούς αιώνες αργότερα, περίπου χρόνια πριν από σήμερα, η θέση κατοικείται ξανά, αλλά αυτήν τη φορά από γεωργούς (Moore et al. 2000: 259). Το κλιματικό επεισόδιο Younger Dryas συνέπεσε χρονικά με την Ύστερη φάση της Νατούφιας περιόδου στη Μέση Ανατολή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατά τη φάση αυτή, παρατηρήθηκε μείωση στο ρυθμό κατασκευής αρχιτεκτονημάτων, λίθινων και οστέινων εργαλείων, κοσμημάτων και αντικειμένων τέχνης, ενώ ταυτόχρονα εγκαταλείπονται μεγάλες θέσεις. Άρα, πιθανότατα υπήρξε κάποια σχέση μεταξύ των κλιματικών και περιβαλλοντικών μεταβολών με τα στοιχεία διακοπής που παρατηρούνται στις θέσεις της Ύστερης Νατούφιας περιόδου. Συγκεκριμένα, η πτώση των τιμών της θερμοκρασίας και η ξηρασία, επέφεραν μεταβολές στην χλωρίδα, με αποτέλεσμα οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Ύστερης Νατούφιας περιόδου να εγκαταλείψουν τους μόνιμους οικισμούς και να στραφούν προς την κινητικότητα. 38

39 Η τεκμηρίωση του συγκεκριμένου κλιματικού επεισοδίου επηρέασε τη συζήτηση για την αρχή της εξημέρωσης και της γεωργίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με αποτέλεσμα να προκύψουν νέα ερμηνευτικά μοντέλα που συσχετίζουν το συγκεκριμένο κλιματολογικό επεισόδιο με την αρχή της γεωργίας. Ένας από τους ερευνητές που ασχολήθηκε συστηματικά με τη συμβολή του Younger Dryas στη διαδικασία της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο είναι ο Ofer Bar-Yosef (Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1989: , 1992: 21-48; Bar-Yosef and Meadow 1995: 39-94). Σύμφωνα με τις μελέτες του Bar-Yosef κατά την Πρώιμη φάση της Νατούφιας περιόδου, η επικράτηση υψηλών τιμών θερμοκρασίας και αυξημένου ποσοστού υγρασίας στην ατμόσφαιρα, είχαν ως απόρροια την εξάπλωση της γεωγραφικής κατανομής των άγριων μορφολογικά φυτικών και ζωικών ειδών, στην περιοχή της σημερινής Μέσης Ανατολής. Κάτω από την επίδραση των παραπάνω συνθηκών, οι ανθρώπινες ομάδες επέλεξαν να κατοικήσουν μόνιμα σε εκτάσεις, οι οποίες επέτρεπαν τη συλλογή άγριων μορφολογικά φυτών και το κυνήγι της γαζέλας, αλλά και άλλων μεγαλόσωμων θηλαστικών, ενώ ταυτόχρονα η αριθμητική δυναμική των ομάδων αυξήθηκε και ενισχύθηκαν τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πολυπλοκότητας (Bar-Yosef and Meadow 1995: 68-69). Οι ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούσαν κατά της Πρώιμη Νατούφια περίοδο δεν διήρκησαν για πολύ, αφού κατά την Ύστερη Νατούφια άρχισαν να γίνονται αισθητά τα αποτελέσματα των χαρακτηριστικών του Younger Dryas (Baruch and Bottema 1991; Moore and Hillman 1992: ). Όπως, προαναφέρθηκε, οι ανθρώπινες ομάδες της Ύστερης και Τελικής Νατούφιας περιόδου, που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές του Σινά και του Negev, επέλεξαν να αυξήσουν το βαθμό της κινητικότητάς τους, με αποτέλεσμα την εμφάνισης του πολιτισμικού συμπλέγματος Harifian (Bar-Yosef 1998; 168). Ωστόσο, σύμφωνα με τον Bar-Yosef, ο παραπάνω τρόπος προσαρμογής δεν αποτέλεσε κανόνα, αφού στην περιβαλλοντική ζώνη που χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη μεσογειακής βλάστησης, η μείωση του πληθυσμού των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, των οποίων η ύπαρξη στήριζε τη μονιμότητα της κατοίκησης σε κάθε περιοχή, αντιμετωπίστηκε από τις ανθρώπινες ομάδες, με την καλλιέργεια των ειδών αυτών. Άρα, με βάση τα λεγόμενα του Bar-Yosef, το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas, αποτέλεσε κίνητρο για τη συνειδητή καλλιέργεια των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, η οποία οδήγησε στην εξημέρωσή τους (Bar-Yosef and Meadow 1995: 77). Ο Ηenry (1989), θεώρησε πως περίπου χρόνια πριν από σήμερα, ο πλούτος των φυτικών και ζωικών πηγών, που οφειλόταν στην βελτίωση των κλιματολογικών 39

40 συνθηκών, προσέλκυσε τις ανθρώπινες θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της περιοχής του Levant και οδήγησε στη μόνιμη κατοίκηση, την πληθυσμιακή αύξηση και την ενίσχυση του βαθμού κοινωνικής πολυπλοκότητας, όπως διακρίνεται αρχαιολογικά μέσα από τα κατάλοιπα των θέσεων της Πρώιμης Νατούφιας περιόδου. Παρόλα αυτά, η προσέλκυση αυτή, άρχισε να οδηγεί σε μια μορφή εξάρτησης των ανθρώπων από συγκεκριμένες μορφολογικά άγριες φυτικές και ζωικές πηγές, η οποία τους κατέστησε ευάλωτους στις μεταβολές των κλιματολογικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του Younger Dryas, που είχαν ως απόρροια της διαφοροποίηση της γεωγραφικής κατανομής των άγριων μορφολογικά φυτικών και ζωικών πληθυσμών. Σύμφωνα με τον Henry, οι ανθρώπινες ομάδες, άρχισαν την καλλιέργεια των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν τη μείωση της διαθεσιμότητας των ειδών αυτών, η οποία ήταν αποτέλεσμα της ξηρασίας και των χαμηλών θερμοκρασιών. Ο Harris, όπως και ο Bar-Yosef, έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με το ρόλο που θα μπορούσε να έχει παίξει το κλιματολογικό φαινόμενο του Younger Dryas στη διαδικασία της συνειδητής καλλιέργειας των άγριων μορφολογικά φυτικών ειδών και της εξημέρωσης τους (Harris 1996a: , 1996b: , 2002: 67-83). Σύμφωνα με τον Harris, κατά τα τέλη της Νατούφιας περιόδου, κάτω από την επίδραση των κλιματολογικών συνθηκών της «Νεαρής Δρυάδας», οι ανθρώπινες ομάδες της περιοχής του Levant κατέφυγαν στην μικρής κλίμακας καλλιέργεια άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, η οποία διευρύνθηκε κατά την Προκεραμική Νεολιθική Α περίοδο, αν και η οικονομία συνέχισε να στηρίζεται στην συλλογή και το κυνήγι. Η κλίμακα της καλλιέργειας διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο, κατά την Προκεραμική Νεολιθική Β περίοδο. Επομένως, σύμφωνα με τον Harris, το κλιματικό επεισόδιο του Younger Dryas έδωσε το έναυσμα για την αρχή της καλλιέργειας των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, η οποία οδήγησε στην εξημέρωσή τους και στην υιοθέτηση της γεωργικής πρακτικής στην περιοχή της σημερινής Μέσης Ανατολής. 2.3 Το ζήτημα της εξάπλωσης της γεωργίας στην Κύπρο Κατά την τελευταία εικοσαετία, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο νησί της Κύπρου, έχει φέρει στο φως νέα δεδομένα, τα οποία αφενός συνιστούν τον επαναπροσδιορισμό των συμπερασμάτων που θεωρούνταν παγιωμένα σε σχέση με την κυπριακή προϊστορία (Knapp 40

41 2010: 79) και αφετέρου επιτρέπουν έως έναν βαθμό την εξέταση του ζητήματος της εξάπλωσης της γεωργικής οικονομίας από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, προς δυσμάς κατά την ύστερη φάση της ΡΡΝΒ (Ρeltenburg et al. 2000: , 2001a: 61-93, 2001b: ). Η ερευνητική δραστηριότητα στη θέση Ακρωτήρι-Αετόκρεμνος (εικ. 5), μια πεσμένη βραχοσκεπή στη νότια ακτή της Κύπρου, απέδειξε πως το νησί δεν αποτελούσε terra incognita για τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή της σημερινής Μέσης Ανατολής κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου και τις αρχές του Ολόκαινου (Simmons 2001: 1-3). Η ανασκαφική δραστηριότητα στην εν λόγω θέση έφερε στο φως τέσσερα στρώματα, εκ των οποίων τα δύο, το στρώμα 2 και το στρώμα 4, περιελάμβαναν τα κατάλοιπα λίθινων εργαλείων, κατασκευασμένων από πρώτες ύλες της νησιωτικής περιοχής, θαλάσσιων οστρέων, οστών ζώων που η πλειονότητά τους ανήκε σε πυγμαίες μορφές ιπποπόταμου και ελέφαντα, χάντρες από θαλάσσια όστρεα, αλλά και κατάλοιπα εστιών (Simmons 1999). Τα δεδομένα που αποκαλύφθηκαν στη συγκεκριμένη θέση, αναδεικνύουν πιθανότατα μια σειρά σύντομων επισκέψεων από θηρευτέςτροφοσυλλέκτες της απέναντι ξηράς προς το νησί της Κύπρου κατά τη διάρκεια του κλιματικού επεισοδίου Υounger Dryas και με βάση τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα κορυφώνονται περίπου το π. Χ (Wigard and Simmons 1999: ). Είναι πιθανό, οι επισκέψεις αυτές, να εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο της αύξησης του βαθμού της κινητικότητας, προς την οποία στράφηκαν ορισμένες ανθρώπινες ομάδες κατά τη διάρκεια του Υounger Dryas. Η προαναφερθείσα θέση δεν αποτελεί το μοναδικό τεκμήριο της πρώιμης χρονολογικά δραστηριότητας θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στη νησιωτική περιοχή της Κύπρου, αφού κατά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, δημοσιεύθηκαν τα πρώτα συμπεράσματα από τρεις νέες πρώιμες θέσεις που εντοπίστηκαν σε σχηματισμούς αιολιανίτη (θίνες), της Παραλίας Νησί, δυτικά της Αγίας Νάπας, του Άσπρου στη χερσόνησο του Ακάμαντα και του Αλιμμάν που βρίσκεται μόλις 200 μ βόρεια του Άσπρου 7 (εικ. 3) (Αmmerman et al. 2005: , 2006: 1-22, 2007: 1-26, 2008: 1-32). Οι θέσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελούν ιδανικό μέρος για την προσάραξη των σκαφών και την προσωρινή παραμονή των ανθρώπινων ομάδων στο νησί (Ammerman et al. 2006: 17-8). Στις θέσεις αυτές έχουν εντοπιστεί μικρολιθικά εργαλεία σε φολίδες (Ammerman 7 Ο χαρακτήρας των λίθινων εργαλείων που έχουν εντοπιστεί στις θέσεις αυτές τις εντάσσει χρονολογικά στα τέλη του Πλειστόκαινου και τις αρχές του Ολόκαινου. Τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα. 41

42 2010: 82), που θυμίζουν αυτά που εντοπίστηκαν στη θέση Ακρωτήρι-Αετόκρεμνος (Ammerman et al. 2006: 11-7). Σύμφωνα με τον Ammerman (2010: 88), το κλιματικό επεισόδιο της «Νεαρής Δρυάδας» οδήγησε τις ανθρώπινες ομάδες της Μέσης Ανατολής σε δύο διαφορετικές επιλογές. Η πρώτη ήταν η εντατική ενασχόληση με τις άγριες μορφολογικά φυτικές και ζωικές πηγές, η οποία οδήγησε στην εξημέρωση, ενώ η δεύτερη ήταν η ναυσιπλοΐα. Είναι πιθανό, τα κατάλοιπα των πρώιμων κυπριακών θέσεων, να αποτελούν την αρχαιολογική τεκμηρίωση της δεύτερης επιλογής. Οι παραπάνω θέσεις μεταβάλουν την αντίληψη της έρευνας σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις ανθρώπινες ομάδες της Μέσης Ανατολής κατά την μετάβαση από τα τέλη του Πλειστόκαινου προς την αρχή του Ολόκαινου. Οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της ηπειρωτικής χώρας παρουσιάζουν μια νέα δυναμική, συλλέγοντας και εμπλουτίζοντας τη συλλογική τους δράση και εμπειρία μέσω επισκέψεων σε νησιωτικά περιβάλλοντα, όπως αυτό της Κύπρου. Τα νέα δεδομένα, όπως θα φανεί παρακάτω, επηρεάζουν τον προσανατολισμό της έρευνας σε σχέση με την εξέταση των δεδομένων και των εξελίξεων στα νησιά του Αιγαίου κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου, υποδηλώνοντας την πιθανή παρουσία πρώιμων στρωμάτων χρήσης στην περιοχή αυτή, εκτός των ήδη υπαρχόντων στα Γιούρα και το Μαρουλά και εγκαινιάζοντας τη διερεύνηση της πιθανής σχέσης των στρωμάτων αυτών με την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο (Efstratiou 2007: ). Η προκεραμική θέση Καλαβασός-Τέντα (εικ. 5) βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού ανάμεσα στη Λεμεσό και τη Λάρνακα. Η θέση, που ανασκάφθηκε από το 1976 έως το 1984 με επικεφαλής τον Ian Todd, βρίσκεται στην κορυφή και στους νότιους πρόποδες ενός λόφου με ορατότητα προς τα βουνά του Τρόοδος και την παράκτια πεδινή περιοχή (Todd 2001: 95). Τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα τοποθετούν την προκεραμική φάση στην Καλαβασό-Τέντα στην 9 η χιλιετία πριν από σήμερα (Peltenburg et al. 2001b: 41). Τα Κισσόνεργα-Μυλούθκια (εικ. 5) είναι μια παράκτια θέση στη νοτιοδυτική Κύπρο, στην οποία έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα πέντε πηγαδιών, μιας κυκλοτερούς κατασκευής, καθώς και τρεις λάκκοι που εντάσσονται στο χρονολογικό πλαίσιο της Προκεραμικής Νεολιθικής περιόδου. Ανάμεσα στα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα της θέσης υπάρχουν δείγματα εξημερωμένων σπόρων κριθαριού και σιταριού και καρπών. Τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα της θέσης αναδεικνύουν το χρονολογικό εύρος της μόνιμης κατοίκησης στη θέση από τη 10 η έως της 9 η χιλιετία πριν από σήμερα (Peltenburg et al. 2001: 38-40). 42

43 Η ανασκαφική δραστηριότητα στη θέση Παρεκκλησιά-Σιλλουρόκαμπος (εικ. 5) στη νότια ακτή της Κύπρου, κοντά στη Λεμεσό, ξεκίνησε το 1994 με επικεφαλής τον Jean Guillaine (Guillaine 2003: 59-63). Με βάση τα κατάλοιπα, η περίοδος της προκεραμικής νεολιθικής κατοίκησης διαιρείται σε τέσερρεις φάσεις, την Πρώιμη Α, την Πρώιμη Β, τη Μέση και την Ύστερη. Τα στρώματα της Πρώιμης Α φάσης (10 η χιλιετία πριν από σήμερα) περιλαμβάνουν λάκκους, πασσαλότρυπες, τα κατάλοιπα πηγαδιών και μιας μεγάλης κυκλοτερούς κατασκευής, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύει στη συγκέντρωση των ζώων. Η Πρώιμη Β φάση, περιλαμβάνει κατάλοιπα πηγαδιών με επίστρωση κονιάματος, λίθινων τοίχων και λάκκους. Στα ίδια στρώματα έχουν εντοπιστεί οστά ζώων, λίθινα εργαλεία και ένα ειδώλιο (Guillaine 2003: 60-2). Η σύγχρονη έρευνα αντιμετωπίζει την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στην Κύπρο ως το αποτέλεσμα της μετακίνησης γεωργικών ομάδων από την περιοχή της Μέσης Ανατολής προς το συγκεκριμένο νησί και τα δεδομένα των παραπάνω θέσεων έρχονται να επιβεβαιώσουν την υπόθεση αυτή (Peltenburg et al. 2001b: 55-60, 2001a: 61-93). Αυτό βέβαια μπορεί στο άμεσο μέλλον να ανατραπεί αλλά οι σημερινές θέσεις που αναδεικνύουν τις αραιές -μάλλον- επισκέψεις θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα της ύπαρξης δυναμικών γηγενών ομάδων, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια γηγενή διαδικασία εξημέρωσης των φυτικών και ζωικών ειδών που εντοπίζονται λίγο αργότερα στους προκεραμικούς οικισμούς της Κύπρου. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα που συλλέχθηκαν από την ανασκαφή των προκεραμικών νεολιθικών στρωμάτων της θέσης Κισσόνεργα- Μυλούθκια (10 η -9 η χιλιετία πριν από σήμερα) συμπεριλαμβάνουν δείγματα εξημερωμένων σπόρων σιταριού και κριθαριού, τα οποία παραπέμπουν σε τυπικά εξημερωμένα είδη των νεολιθικών οικισμών της Προκεραμικής Νεολιθικής Β περιόδου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και μεταφέρονται στη Κύπρο μαζί με την πρακτική της καλλιέργειας (Peltenburg et al. 2001b: 55-60). Από την άλλη πλευρά, οι μορφολογικά άγριοι πρόγονοι των εξημερωμένων και «πρωτοεξημερωμένων» ζωικών μορφών που αναγνωρίστηκαν στις προκεραμικές θέσεις της Κύπρου, δεν αποτελούν ενδημικά είδη της πανίδας του νησιού και το γεγονός αυτό καθιστά σχεδόν βέβαιη τη μεταφορά τους στο νησί από πληθυσμούς γεωργοκτηνοτρόφων (Peltenburg et al. 2001b: 55-60). Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν τη μεταφορά από έξω των στοιχείων που συνέθεταν τη νεολιθική οικονομία στο νησί. Τα αρχαιοβοτανικά και ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα των προκεραμικών θέσεων της Κύπρου δεν είναι τα μόνα στοιχεία που εγείρουν το ζήτημα της μετακίνησης πληθυσμού 43

44 γεωργών προς το νησί κατά την 10 η χιλιετία πριν από σήμερα. Οι λίθινες αιχμές των προκεραμικών θέσεων της Κύπρου, παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, παραπέμπουν, με βάση τα τυπολογικά και τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά σε αιχμές που έχουν αποκαλυφθεί σε θέσεις της Προκεραμικής Νεολιθικής Α και Μέσης Προκεραμικής Νεολιθικής Β του Βόρειου Levant, ενώ η τεχνική επεξεργασίας του πυρήνα για την εξαγωγή λεπίδων (naviform core reduction), δεν παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με την αντίστοιχη που έχει παρατηρηθεί κατά την Προκεραμική Νεολιθική Β περίοδο σε θέσεις της Μέσης Ανατολής, αναδεικνύοντας τη μεταφορά ενός ολοκληρωμένου «πακέτου» τεχνογνωσίας προς το νησί (Peltenburg et al. 2001b: 55-60). 44

45 Κεφάλαιο 3: Το τέλος της Παλαιολιθικής περιόδου στην Ελλάδα 3.1 Η γεωμορφολογία και το φυσικό περιβάλλον του ελλαδικού χώρου. Τα δεδομένα και η ανασύνθεσή τους Οι γεωγραφικές, κλιματικές και τοπογραφικές συνθήκες επηρεάζουν την κατανομή των θέσεων κατοίκησης, την πυκνότητα των οικισμών αλλά και τη συμπεριφορά, τις επιλογές και της δραστηριότητες των ανθρώπινων ομάδων που κατοικούν στην κάθε περιοχή και όπως θα φανεί από τα δεδομένα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, οι πρώτοι γεωργοί έδιναν μεγάλη σημασία στα στοιχεία αυτά (van Andel and Runnels 1995: 490). Αναμφίβολα, με τον ίδιο τρόπο αυτά τα χαρακτηριστικά επηρεάζουν και τη συμπεριφορά των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στον ελλαδικό χώρο κατά την τελευταία φάση της Παλαιολιθικής περιόδου, την Ανώτερη Παλαιολιθική (Bailey et al. 1997: 528-9). Η Ανώτερη Παλαιολιθική συμπίπτει χρονικά με το τέλος γεωλογικής εποχής του Πλειστόκαινου και με βάση τα δεδομένα του ελλαδικού χώρου η αρχή της απέχει χρόνια πριν από σήμερα και το τέλος της χρόνια (Adam 2009: 87). Η γεωλογική και κλιματική εικόνα που παρουσίαζε ο ελλαδικός χώρος κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική ήταν διαφορετική σε σχέση με τη σημερινή και είναι ιδιαίτερα δυσχερές εγχείρημα η απόπειρα αποκατάστασής της, εξαιτίας των ταυτόχρονων μεταβολών που προέκυψαν από την τήξη των παγετώνων και την τεκτονική δραστηριότητα 8 (van Andel and Shackleton 1982: ; Van Andel 1989: ; Lambeck 1996: ), αλλά παράλληλα απαραίτητο προκειμένου να κατανοηθεί μέσα από τις πληροφορίες σε σχέση με την τοπογραφία και το περιβάλλον, η συμπεριφορά των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων. Η στάθμη της θάλασσας την περίοδο αυτή, ήταν περίπου μ. χαμηλότερα σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή, λόγω της μείωσης του όγκου των υδάτων που 8 Η τεκτονική δραστηριότητα προκαλεί την ανύψωση ή την καταβύθιση χερσαίων περιοχών. Ως εκ τούτου οι ακτογραμμές που διαμορφώθηκαν μεταξύ των έως και χρόνων πριν από σήμερα, είναι δυνατό να βρίσκονται 100 m χαμηλότερα ή ψηλότερα σε σχέση με τη σύγχρονη θαλάσσια στάθμη (Lambeck 1996). 45

46 απορροφήθηκε για τη διαμόρφωση των παγετώνων (van Andel and Shackleton 1982: 445). Αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας ήταν η διαμόρφωση μεγάλων πεδιάδων που διαρρέονταν από ποταμούς εκεί που βρίσκονται σήμερα η βόρεια Αδριατική και το βόρειο Αιγαίο (van Andel and Shackleton 1982: 450). Η πεδιάδα της βόρειας Αδριατικής ένωνε την Ιταλία με τις ακτές της Κροατίας, της Βοσνίας και της Αλβανίας και διακοπτόταν λίγο νοτιότερα από μία ορεινή περιοχή με λίγες χαμηλές εκτάσεις. Νοτιότερα της ορεινής περιοχής, ενσωμάτωνε την Κέρκυρα και τη Λευκάδα, οι οποίες ενώνονταν με την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και έφτανε μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο, που τότε αποτελούσε λίμνη και τις ακτές της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Είναι πιθανό στην Πελοπόννησο, η χερσόνησος της Αργολίδας να λειτουργούσε ως γέφυρα που ένωνε τη νότια Ελλάδα με την Αττική. Η Ζάκυνθος και η Κεφαλονιά διαμόρφωναν μία ενιαία νησιωτική έκταση, περίπου 15 km από τις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου (van Andel and Shackleton 1982: 450). Στο ανατολικό ήμισυ του ελλαδικού χώρου, στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο Θερμαϊκός κόλπος, τα νερά που είχαν απορροφηθεί για τη διαμόρφωση των παγετώνων άφησαν εκτεθειμένα τμήματα της ξηράς. Στα ανατολικά του Θερμαϊκού κόλπου, η Θράκη εκτεινόταν προς νότο σε απόσταση 60 χμ σε σχέση με τη σημερινή ακτογραμμή, διαμορφώνοντας μια πεδινή έκταση που συμπεριελάμβανε τη Θάσο και τη Σαμοθράκη (van Andel and Shackleton 1982: 450). Νοτιότερα οι Σποράδες, πλην της Σκύρου αποτελούσαν μια ενιαία μάζα ξηράς που λειτουργούσε ως χερσόνησος, διακοπτόμενη πιθανώς από ρηχά ρήγματα με νερό, ενώ στην περιοχή του σημερινού βορειοανατολικού Αιγαίου, η Λήμνος ενωνόταν με την Ίμβρο και την Ανατολία μέσω μιας πεδινής έκτασης (Lambeck 1996: 601). Τα νησιά που σχηματίζουν σήμερα το συγκρότημα των Κυκλάδων ήταν ενωμένα, διαμορφώνοντας ένα μεγάλο νησί με την Άνδρο να οριοθετεί το βόρειο σημείο του και την Ίο το νότιο. Στο κεντρικό μέρος της ενιαίας μάζας των Κυκλάδων βρισκόταν μια σχετικά επίπεδη πεδινή έκταση που διακοπτόταν από λόφους και βουνά. Η χερσαία μάζα των Κυκλάδων χώριζε το Αιγαίο πέλαγος σε δύο τμήματα, ένα βόρειο και ένα νότιο που επικοινωνούσαν μεταξύ δύο στενών θαλάσσιων καναλιών, εκ των οποίων το ένα διαμορφωνόταν μεταξύ της Άνδρου και της Εύβοιας και το άλλο μεταξύ της Αμοργού και της Καλύμνου. Η Μήλος και η Κίμωλος αποτελούσαν μία ξεχωριστή ενότητα, ενώ η Σίφνος, η Κύθνος και η Σέριφος ήταν αποκομμένες τόσο από τα παραπάνω νησιωτικά μορφώματα όσο και μεταξύ τους (Lambeck 1996: 601). Στο νότιο μέρος του ελλαδικού χώρου, η Κρήτη αποτελούσε ήδη ένα μεγάλο νησί (van Andel and Shackleton 1982: 451). 46

47 Το φαινόμενο της τήξης των παγετώνων ξεκίνησε περίπου χρόνια πριν από σήμερα και για τα επόμενα χρόνια από την έναρξή του η θαλάσσια στάθμη ανέβαινε με αργό και σταθερό ρυθμό, χωρίς να προκαλεί δραματικές μεταβολές στην ακτογραμμή και το παράκτιο γεωγραφικό σκηνικό Περίπου χρόνια πριν από σήμερα, η άνοδος τη θαλάσσιας στάθμης προκαλεί το διαχωρισμό της μάζας των Κυκλάδων σε βόρειο και νότιο τμήμα, όπως επίσης και την απώλεια των παράκτιων πεδιάδων του ανατολικού και του δυτικού τμήματος του ελλαδικού χώρου. Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος του ελλαδικού χώρου ( χρόνια πριν από σήμερα), εμπίπτει στο χρονολογικό πλαίσιο της τελευταίας παγετώδους φάσης, της Βουρμιας (Wurm) περιόδου/, που διήρκησε περίπου χρόνια (80/ χρόνια πριν από σήμερα). Στη διάρκεια αυτής της παγετώδους περιόδου οι κλιματικές συνθήκες επιδεινώθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη μεσοπαγετώδη φάση Ρις/Βουρμ (Riss-Wurm). Ο παγετώνας Wurm/Βουρμ χαρακτηρίστηκε από ψυχρά στάδια, τα οποία συνοδεύονται από αύξηση των πάγων και επιδείνωση της θερμοκρασίας και το ποσοστού υγρασίας και από μεσοστάδια με μικρή αύξηση της θερμοκρασίας και του ποσοστού υγρασίας στην ατμόσφαιρα (Μέττος και Κουτσουβέλη 1996: 33-7). Οι κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο της Ανώτερης Παλαιολιθικής επέδρασαν στη διαμόρφωση της χλωρίδας και της πανίδας του ελλαδικού χώρου. Προς το παρόν, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα που αφορούν τα φυτά και τα ζώα είναι αδύνατη η συνολική ανασύνθεση των περιβαλλοντικών ζωνών του ελλαδικού χώρου. Είναι δυνατόν, όμως να ειπωθούν τα εξής: Κατά την διάρκεια των ήπιων γεγονότων η βλάστηση της στέπας περιοριζόταν προς όφελος των δασών, τα οποία τότε καταλάμβαναν μεγαλύτερη έκταση. Περίπου χρόνια πριν από σήμερα ο ελλαδικός χώρος γνώρισε τις πιο δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας Παγετώδους φάσης με την οροσειρά της Πίνδου καλυμμένη από παγετώνες και το τοπίο να χαρακτηρίζεται από βλάστηση στέπας με σκόρπιες συστάδες δέντρων σε ορεινές περιοχές, όπως η δυτική Πίνδος (Tzedakis 1993: ). Στην περιοχή της Ηπείρου τα κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί μέσω της ανασκαφικής δραστηριότητας σε μια σειρά θέσεων, όπως η Μποΐλα (Κοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 31-5; Kotjabopoulou et al. 1999: ), το Κλειδί (Bailey 1986: 7-35, 1997a, b) και η Καστρίτσα (Bailey et al. 1983: 15-42), αποδεικνύουν την παρουσία του αιγάγρου των Άλπεων (είδος που συναντάται στα ορεινά, φτωχά από βλάστηση ασβεστολιθικά εδάφη), όπως επίσης και κατάλοιπα ελαφοειδών, ιππίδων, 47

48 άγριων βοδιών και ζαρκαδιών. Η πανίδα της περιοχής περιλαμβάνει και πιο μικρόσωμα ζώα κρίνοντας με βάση τα κατάλοιπα λαγών, τρωκτικών, πτηνών και ερπετών στη θέση Μποΐλα (Kotjabopoulou et al. 1999: 201). Στην περιοχή της Θεσσαλίας έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα ελαφοειδών, άγριου ταύρου και ιππίδων κατά μήκος του ποταμού Πηνειού (Τρανταλίδου 1996: 52), ενώ τα δεδομένα από τα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής από το σπήλαιο της Θεόπετρας συμπληρώνουν την εικόνα με τα κατάλοιπα κόκκινων ελαφιών, άγριων κατσικιών, αγριόχοιρων, λαγών, χελωνών και πτηνών (Rowley-Conwy and Newton 2000: ). Στην περιοχή της Μακεδονίας δεν έχει ανασκαφεί κάποια θέση που να ανήκει χρονικά στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, όμως τα δεδομένα από το σπήλαιο στο Καπνόφυτο της Δράμας, τεκμηριώνουν την ύπαρξη κόκκινου ελαφιού, άγριου ταύρου, αγριόχοιρου και άγριου αλόγου (Τρανταλίδου 1996: 52). Για την πανίδα της Πελοποννήσου, οι πληροφορίες προκύπτουν από τα ανασκαφικά δεδομένα του σπηλαίου Φράγχθι (Payne 1975: , 1982). Στο Φράγχθι καθίσταται δυνατή η επισκόπηση της διαφοροποίησης των ειδών που συνέθεταν την πανίδα, σε σχέση με τη μεταβολή των περιβαλλοντικών και κλιματικών συνθηκών που χαρακτήρισαν τα τέλη της περιόδου του Ανώτερου Πλειστόκαινου (Payne 1975: ). Πιο συγκεκριμένα, οι αποθέσεις που διαμορφώθηκαν στο χρονικό διάστημα μεταξύ των έως χρόνων πριν από σήμερα περιλαμβάνουν τα κατάλοιπα κόκκινων ελαφιών, άγριων όνων, πτηνών και χελωνών, ενώ αυτές που διαμορφώθηκαν μεταξύ των έως χρόνων πριν από σήμερα περιλαμβάνουν κατάλοιπα ιππίδων, ελαφοειδών, άγριου ταύρου, αίγαγρων, αλεπούδων και ψαριών. Τα κατάλοιπα της επόμενης φάσης ( έως χρόνια πριν από σήμερα), δεν διαφοροποιούνται συγκριτικά με αυτά της προηγούμενης περιόδου με εξαίρεση την παρουσία οστών αγριόχοιρου και την απουσία οστών άγριου ταύρου. Κατά την αρχή του Ολόκαινου ( έως χρόνια πριν από σήμερα) τα δεδομένα του Φράγχθι μαρτυρούν την ύπαρξη ελαφοειδών, αγριόχοιρων, λαγών, αλεπούδων, πτηνών και ψαριών (Payne 1975: , 1982: ). Αυτό είναι το σκηνικό στο οποίο δραστηριοποιήθηκαν οι θηρευτές τροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου έως τα χρόνια πριν από σήμερα, οπότε και ξεκινά την ανοδική της πορεία η θαλάσσια στάθμη, εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας και της τήξης των μεγάλων παγετωνικών όγκων. Η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης επέφερε επιπτώσεις στη χρήση του χώρου από τις ομάδες της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, ωθώντας τις να εξερευνήσουν και να εκμεταλλευτούν τις φυτικές και ζωικές πηγές της ενδοχώρας και των 48

49 ορεινών όγκων, εξαιτίας της απώλειας των παράκτιων πεδιάδων (Sturdy et al. 1997: ). Η παρούσα γεωλογική περίοδος, το Ολόκαινο, ξεκίνησε περίπου χρόνια πριν από σήμερα. Ταυτόχρονα με το Ολόκαινο ξεκινά και η Μεσολιθική περίοδος για τον ελλαδικό χώρο, η οποία με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα διαρκεί μέχρι την 8 η χιλιετία πριν από σήμερα, οπότε λαμβάνει χώρα η μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο με τους πρώτους νεολιθικούς οικισμούς στην Κνωσό (Evans 1964: , 1968: , 1971: ; Efstratiou et al. 2004: 39-49), στο Φράγχθι (Jacobsen 1969: ) και στην ανατολική Θεσσαλία (Γαλλής 1992). Κατά το Ολόκαινο η θαλάσσια στάθμη συνεχίζει την ανοδική της πορεία και παρατηρούνται περαιτέρω διαφοροποιήσεις σε σχέση με την παράκτια γεωγραφία (van Andel and Shackleton 1982: 453). Περίπου χρόνια η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης έχει ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό της μάζας των Κυκλαδικών νησιών έτσι ώστε η γεωγραφία τους να αρχίζει να μοιάζει με αυτήν της σημερινής εποχής. Περίπου χρόνια πριν από σήμερα η Μήλος και η Κίμωλος σταμάτησαν να αποτελούν ένα νησί και διαχωρίστηκαν, ενώ τότε έλαβε χώρα και ο διαχωρισμός της Νάξου από την Πάρο και την Αντίπαρο (Lambeck 1996: 606). Καθ όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ( έως χρόνια πριν από σήμερα) η περιοχή που αποτελούσε την πεδιάδα της αργολικής χερσονήσου μειώνεται σταδιακά (Lambeck 1996: 606). Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και του ποσοστού υγρασίας στην ατμόσφαιρα, κατά τις αρχές του Ολόκαινου, πέραν της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης, είχε επιπτώσεις στην ως τότε επικρατούσα χλωρίδα και πανίδα του ελλαδικού χώρου. Κατά την περίοδο αυτή, τα μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά της στέπας έδωσαν τη θέση τους σε πιο μικρόσωμα είδη, όπως τα ελάφια (cervus elaphus) και τα αγριοκάτσικα (capra aegagrus) και η δασώδης βλάστηση με δάση βελανιδιάς στις πλαγιές των βουνών εξαπλώθηκε, τουλάχιστον στη βόρεια Ελλάδα, ευνοούμενη από τις νέες συνθήκες (Allen 1990: ; Bottema 1974, 2003: 19-40). Στο νότιο ελλαδικό χώρο η εικόνα είναι διαφορετική, με χαρακτηριστικό της χλωρίδας την εξάπλωση της θαμνώδους βλάστησης, η οποία ευνοούσε την ύπαρξη ελαφιών και αγριόχοιρων, όπως υποδεικνύεται από τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα του σπηλαίου Φράγχθι (Payne 1975: ). 49

50 3.2 Η «αρχαιολογία» των τελευταίων θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του Πλειστόκαινου και των αρχών του Ολόκαινου. Οι εγκαταστάσεις στο χώρο, η εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, οι επιλογές και η τεχνολογία Η έρευνα για την Παλαιολιθική περίοδο του ελλαδικού χώρου, εδραιώθηκε πριν από περίπου 50 χρόνια, με τις έρευνες του V. Milocjic στην περιοχή της Θεσσαλίας και του E. S. Higgs στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και την Θράκη, ενώ η πρώτη μνεία παλαιολιθικών ευρημάτων στον ελλαδικό χώρο έγινε το 1867, από τον F. Lenormant στο περιοδικό Revue Archeologique (Adam 1989: 10). Σήμερα, ενώ έχουν εντοπιστεί μερικές εκατοντάδες παλαιολιθικές θέσεις, μόνο 20 από αυτές είναι ανεσκαμμένες ή ανασκάπτονται (Αdam 2009: 85). Η περιοχή της Ηπείρου κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον αριθμό των παλαιολιθικών θέσεων σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως ο συγκεκριμένος ερευνητικός προσανατολισμός, ο εντατικός τρόπος με τον οποίο διεξάγονται τα προγράμματα και οι γεωλογικές συνθήκες, οι οποίες ευνοούν τη διατήρηση αρχαιολογικών καταλοίπων της Παλαιολιθικής περιόδου σε συγκεκριμένες περιοχές (Bailey et al 1997a: 321, 1997b: 523-6). Οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν δυσμενείς κλιματικές συνθήκες με την επικράτηση ψύχους και ξηρασίας, αλλά και να αναπροσαρμοστούν, ακολουθώντας τη βελτίωση των συνθηκών που έλαβε χώρα χρόνια πριν από σήμερα. Τα υλικά κατάλοιπα που άφησαν πίσω τους, αντικατοπτρίζουν τις δραστηριότητές τους, τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονταν τις πηγές του περιβάλλοντός τους, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την εξασφάλιση της τροφής και τις καθημερινές δραστηριότητες, τις οικιστικές και διατροφικές επιλογές τους. Η μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο σηματοδοτείται από τη διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των ανθρώπινων θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων ως προς την εκμετάλλευση των περιβαλλοντικών πηγών (Bailey et al. 1993: ). Πιο συγκεκριμένα, κατά τη Μέση Παλαιολιθική οι ομάδες των Homo Neanderthal προτιμούσαν υπαίθριες θέσεις που βρίσκονταν κοντά σε πηγές νερού, όπως οι όχθες του Πηνειού και οι καρστικοί σχηματισμοί της περιοχής της Ηπείρου, όπως αναδεικνύεται από 50

51 τα εργαλειακά σύνολα της μουστέριας λιθοτεχνίας, τα οποία εντοπίστηκαν σε συσχετισμό με τα παραπάνω στοιχεία, περιβαλλοντικά και γεωλογικά αντίστοιχα ( van Andel and Runnels 2005: ). Σύμφωνα με την Αδάμ (2009: 87), η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος ( χρόνια πριν από σήμερα) είναι δυνατό να χωριστεί σε δύο υποπεριόδους, την Πρώιμη και την Ύστερη. Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος χαρακτηρίστηκε από την στροφή των ομάδων των Homo sapiens προς τη χρήση φυσικών καταφυγίων, όπως είναι τα σπήλαια, οι βραχοσκεπές και σε μικρότερο βαθμό οι υπαίθριες θέσεις, κοντά σε πηγές ποταμών και σε προστατευμένα φαράγγια (Bailey 1992: 8, 11; Runnels et al. 2003: ). Τα κατάλοιπα των θέσεων, υποδηλώνουν τη διαμονή των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών σε αυτές, έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα και παράλληλα διαφέρουν από τους «κυνηγετικούς σταθμούς» (kill- sites), της Μέσης Παλαιολιθικής, καθώς βρίσκονται σε σημεία που αποτελούσαν περάσματα των μετακινούμενων κοπαδιών (Βailey et al. 1993: , 1997: ). Η διαφοροποίηση στον τρόπο χρήσης του χώρου δεν αντανακλά αποκλειστικά την αλλαγή του είδους Homo. Είναι πιθανότερο οι τακτικές χρήσης να αναπροσαρμόστηκαν προκειμένου οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες των Homo sapiens να ανταπεξέλθουν στην επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών (van Andel and Runnels 2005: 382) Η πρώιμη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου Η θέση Σπήλαιον είναι μια επιφανειακή, ανοιχτή θέση, χωρίς στρωματογραφική ακολουθία στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Αχέροντα στην Ηπειρο (εικ. 6), στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου. Εντοπίστηκε το 1992, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος με στόχο την αποκάλυψη θέσεων της Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής περιόδου στην περιοχή της Ηπείρου (Runnels et al. 1999: 120-9). Στην επιφάνεια της συγκεκριμένης θέσης έχει εντοπιστεί μεγάλη ποσότητα λίθινων εργαλείων, τα οποία με βάση την τυπολογία τους και τα χαρακτηριστικά τους κατατάσσονται στο χρονολογικό πλαίσιο της πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής. Το Σπήλαιον απέχει σήμερα 1 χμ από την ακτή, κατά την πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική, όμως, η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν χαμηλότερα, με αποτέλεσμα η θέση να βρίσκεται στην ενδοχώρα και οι χρήστες της να έχουν ορατότητα σε ολόκληρη σχεδόν την κοιλάδα του Αχέροντα (Runnels et al. 2003: 138). 51

52 Ελλείψει στρωματογραφικής ακολουθίας, τα λίθινα εργαλεία του Σπηλαίου μπορούν να δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες σε σχέση με τη χρονολόγηση και πιθανώς τη χρήση της θέσης. Η ποικιλία των εργαλειακών τύπων είναι περιορισμένη και απουσιάζουν οι τυπικές ωρινάκιες λεπίδες και αιχμές. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τους είναι τοπική ποικιλία πυριτόλιθου καλής ποιότητας. Αρκετά από τα εργαλεία παρουσιάζουν ίχνη καύσης. Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των εργαλείων παραπέμπουν περίπου στα χρόνια πριν από σήμερα. Πιθανότατα, κάποια ομάδα θηρευτών-τροφοσυλλεκτών στο πλαίσιο της μετακίνησής της χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη θέση προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφή της κυνηγώντας τα ζωικά είδη που ζούσαν στην κοιλάδα (Runnels et al. 2003: 154). Δεν φαίνεται πιθανή η υπόθεση για την κατανάλωση των θηραμάτων στη συγκεκριμένη θέση λόγω της απουσίας οστών ζώων. Το φαράγγι της Κλεισούρας στην Πελοπόννησο (εικ. 6), μέσα στο οποίο ρέει ο ποταμός Μπαρατιώτης, αποτελεί οδό επικοινωνίας μεταξύ της αργολικής πεδιάδας και της λεκάνης της Πρόσυμνας. Το φαράγγι είναι σκαμμένο στους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς της περιοχής, ενώ η καρστική δραστηριότητα είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία μιας σειράς σπηλαίων και βραχοσκεπών στην Κλεισούρα (Koumouzelis et al. 1996: ; Koumouzelis et al. 2001: 516). Η συστηματική ανασκαφή του Σπηλαίου 1 ξεκίνησε το Σύμφωνα με τη δημοσίευση της Κουμουζέλη και των συνεργατών της το 2001, η στρωματογραφική ακολουθία καλύπτει το χρονολογικό φάσμα από τη Μέση Παλαιολιθική έως και τη Μεσολιθική περίοδο, ενώ τα δύο ανώτερα αρχαιολογικά στρώματα περιλαμβάνουν ευρήματα της Εποχής του Χαλκού. Βάσει της μελέτης για τη δημιουργία των επιχώσεων της στρωματογραφικής ακολουθίας προκύπτει ότι η εντατική χρήση του σπηλαίου από ανθρώπινες ομάδες συμπίπτει χρονικά με την αρχή της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Κοumouzelis et al. 2001: 520). Το στρώμα V περιλαμβάνει υλικά κατάλοιπα της πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου και διαφοροποιείται από τα ανώτερα και μεταγενέστερα σε ό, τι αφορά το επίπεδο της τεχνολογίας, αφού περιλαμβάνει μεγάλη αριθμητική ποσότητα λεπίδων, στοιχείο το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τη γενική εικόνα της αριθμητικής υπεροχής των φολίδων που περιλαμβάνονται στα παλαιότερα στρώματα (Κoumouzelis et al. 2001: 528). Η συλλογή των λίθινων εργαλείων από το στρώμα V περιλαμβάνει κυρίως ελλειψοειδείς λεπίδες με ράχη και πλευρικά ξέστρα, ενώ απαντώνται σπάνια γλυφίδες και οπείς. Φαίνεται πως η συγκεκριμένη ομάδα προτιμούσε να χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη για την 52

53 κατασκευή των εργαλείων το ραδιολαρίτη, αφού το ποσοστό του υπερέχει έναντι αυτού του πυριτόλιθου (Koumouzelis et al. 2001: 528). Στο στρώμα V εντοπίστηκε και μια εστία, της οποίας το περίγραμμα έχει κατασκευαστεί από λίθους και μεταφερμένο στο συγκεκριμένο σημείο πηλό (Κoumouzelis et al. 2001: 528). Το δεδομένο αυτό αναδεικνύει τη συνειδητή χρήση του πηλού για τη δημιουργία κατασκευών σε μια πρώιμη περίοδο, μια πρακτική που θα επανεμφανιστεί στην οικοδομική δραστηριότητα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Είναι πιθανό οι κατασκευές αυτές να αξιοποιήθηκαν για την προετοιμασία των σπόρων για κατανάλωση, αφού στην εστία 18, εντοπίστηκαν φυτικά κατάλοιπα (Κoumouzelis et al. 2001: 528). Το σύμπλεγμα των σπηλαίων της Λακωνίδας (εικ. 7) βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο, στην ανατολική ακτή της χερσονήσου της Μάνης. Η θέση αποτελείται από ένα σπήλαιο και τέσσερεις πεσμένους καρστικούς σχηματισμούς που αποτελούσαν σπήλαια, στη βραχώδη ενδοχώρα της κοιλάδας της Σελινίτσας, με ορατότητα στον λακωνικό κόλπο. Στα νοτιοδυτικά της Λακωνίδας βρίσκεται η οροσειρά του Ταΰγετου, ενώ ανατολικά απλώνεται το δέλτα του ποταμού Ευρώτα. Η περιοχή αποτελεί από το 1999 χώρο μελέτης της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας- Σπηλαιολογίας από κοινού με ελληνικά και ξένα ιδρύματα, αποτελώντας θέση που μπορεί να συμβάλλει στη μελέτη της μετάβασης από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (Panagopoulou et al. 2004: 324). Στο σπήλαιο Λακωνίδα Ι, διεξάγεται συστηματική ανασκαφή, η οποία έχει φέρει στο φως στρωματογραφική ακολουθία με υλικά κατάλοιπα από τη Μέση Παλαιολιθική έως και την πρώιμη Ανώτερη Παλαιολιθική. Η στρωματογραφική ακολουθία έχει διαβρωθεί εξαιτίας των βροχοπτώσεων και των θαλάσσιων κυμάτων, αφού η θάλασσα βρίσκεται 2,5 μ. κάτω από την περιοχή της ανασκαφής (Panagopoulou et al. 2004: 328).Τα κατάλοιπα της πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου έχουν εντοπιστεί στο στρώμα Ιa, όπου διατηρούνται in situ συμπλέγματα εστιών, συσχετιζόμενα με τη σειρά τους με επιφάνειες ανθρώπινης χρήσης (Panagopoulou et al. 2004: 329). Οι εστίες χαρακτηρίζονται από ζώνες καύσεις και δευτερογενείς αποθέσεις στάχτης, που είναι πιθανό να προέκυψαν είτε από τον καθαρισμό του χώρου καύσης είτε από το σκόπιμο σβήσιμο της φωτιάς. Είναι πιθανό πέραν της θέρμανσης, η εστία να χρησίμευε και σε άλλες δραστηριότητες που απαιτούσαν την αρωγή της φωτιάς, όπως η προετοιμασία των τροφών για κατανάλωση. Είναι εξίσου πιθανό, ο χώρος της εστίας να σχετιζόταν με την επεξεργασία των λίθινων εργαλείων, κρίνοντας από την κοντινή χωρική σχέση των τελευταίων με τα κατάλοιπα της διαδικασίας καύσης (Panagopoulou et al 2004: ). 53

54 Κατάλοιπα της πρώιμης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής έχουν εντοπιστεί στο σπήλαιο Φράγχθι (εικ. 5), στη νότια Πελοπόννησο, πάνω στην ασβεστολιθική χερσόνησο της Ερμιονίδας. Η τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής του σπηλαίου χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία, περιλαμβάνοντας λόφους, χαμηλά βουνά, μικρές παράκτιες πεδιάδες και κοιλάδες με αλλουβιακές προσχώσεις στην ενδοχώρα (van Andel and Stutton 1987). Η ανασκαφή του σπηλαίου ξεκίνησε το 1967 και ολοκληρώθηκε το 1976, με επικεφαλής τον καθηγητή T. W. Jacobsen του Πανεπιστημίου της Indiana (Hansen 1991; Jacobsen 1969, 1981; Jacobsen and Farrand 1987; Perlès 1987, 1990; Shackleton 1988; Talalay 1993; van Andel and Stutton 1987; Vitelli 1993; Wilkinson and Duhon 1990). Οι ανασκαφικές εργασίες έφεραν στο φως στρωματογραφική ακολουθία που καλύπτει τη χρονολογική κλίμακα από τη Μέση Παλαιολιθική έως και τη Νεολιθική περίοδο. Το στοιχείο αυτό καθιστά τη μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων του σπηλαίου κομβική για τη συζήτηση που αφορά την αρχή της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο. Με βάση την Perlès (1999: 312), η πρώιμη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο Φράγχθι φαίνεται να συμπίπτει με την λίθινη φάση Ι. Τα εργαλεία της φάσης Ι είναι δυνατό να ενταχθούν στην ωρινάκια λιθοτεχνία, βάσει των τυπολογικών τους χαρακτηριστικών. Κατά την εν λόγω χρονική περίοδο η χρήση της θέσης φαίνεται να ήταν περιορισμένη, γεγονός που αναδεικνύεται και από την μικρή πυκνότητα των ευρημάτων. Είναι πιθανό ο χώρος να χρησιμοποιήθηκε ως κατασκήνωση κάποιας ομάδας θηρευτών-τροφοσυλλεκτών, με στόχο το κυνήγι θηραμάτων Η ύστερη φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου Η βραχοσκεπή Ασπροχάλικο (εικ. 6) βρίσκεται στην κοιλάδα του Λούρου, σε υψόμετρο περίπου 200 μ, στο όριο που χωρίζει τη δασώδη έκταση και το πεδινό τοπίο της παράκτιας περιοχής με τη στέπα της ενδοχώρας και προσέφερε ορατότητα προς τις βασικές οδούς μετακίνησης των μεγάλων φυτοφάγων. Ανακαλύφθηκε και ανασκάφθηκε από τον E. S. Higgs, κατά την δεκαετία του 1960 (Dakaris et al. 1964: ; Higgs and Vita- Finzi 1966: 1-29; Higgs et al. 1967: 1-29). Η θέση και το υλικό της μελετήθηκαν αργότερα από ομάδα του πανεπιστημίου του Newcastle, με επικεφαλής τον G. N. Bailey (Bailey et al. 1983: 15-42). Κατά την περίοδο της Ανώτερης Παλαιολιθικής η θέση απείχε 65 χμ από την ακτογραμμή. Η φάση της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής έχει χρονολογηθεί

55 χρόνια πριν από σήμερα (Bailey et al. 1983: 26). Η λιθοτεχνία της θέσης χαρακτηρίζεται από την περιορισμένη επεξεργασία των πυρήνων και φαίνεται πως είχε ως στόχο την παραγωγή εργαλείων από μικρές λεπίδες, ενώ τα ξέστρα που έχουν εντοπιστεί στη θέση είναι κατασκευασμένα σε φολίδες (Adam 1989: ). Τα κατάλοιπα των ζωικών οστών περιλαμβάνουν κυρίως μέλη μεγαλόσωμων φυτοφάγων θηλαστικών. Είναι πιθανό η θέση να χρησιμοποιήθηκε επαναλαμβανόμενα ως κυνηγετικός σταθμός από ομάδα θηρευτώντροφοσυλλεκτών που ακολουθούσε τα κοπάδια στις ετήσιες μετακινήσεις τους. Το σπήλαιο της Καστρίτσας (εικ. 6) βρίσκεται στην ακτή της λίμνης Παμβώτιδας, πλησίον της οροσειράς της Πίνδου, σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο του λεκανοπεδίου της λίμνης (Bailey et al. 1983: 15-42). Κατά τη διάρκεια της παγετώδους φάσης η ακτογραμμή απείχε από το σπήλαιο 115 χμ περίπου. Η χρήση του σπηλαίου από ομάδες θηρευτών τροφοσυλλεκτών ξεκινά χρόνια πριν από σήμερα και λήγει, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, χρόνια πριν από σήμερα (Bailey et al. 1983: 26-27). Η ανασκαφική ενότητα 5, που έχει χρονολογηθεί στα χρόνια πριν από σήμερα περίπου, παρέχει στοιχεία για περισσότερο εντατική χρήση της Καστρίτσας εν συγκρίσει με τις προηγούμενες χιλιετίες, περιλαμβάνοντας κατάλοιπα εστιών και αυξημένο αριθμό λίθινων και ζωικών καταλοίπων (Bailey et al. 1983: 15-42). Η θέση ήταν προσεκτικά επιλεγμένη, ούτως ώστε να ελέγχονται τα περάσματα που χρησιμοποιούσαν τα φυτοφάγα ζώα κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους θερινούς και φθινοπωρινούς μήνες. Ο έλεγχος των οδών μετακίνησης απαιτούταν για τη μέγιστη δυνατή επιτυχία της θηρευτικής εξόρμησης. Τα ζωικά κατάλοιπα περιλαμβάνουν οστά άγριων βοοειδών και ιππίδων και παράλληλα αναδεικνύουν την προτίμηση ή την εξειδίκευση της ομάδας που χρησιμοποιούσε το σπήλαιο στο κυνήγι του κόκκινου ελαφιού. Η στρωματογραφική ακολουθία της Καστρίτσας, δίνει πληροφορίες για τις αυξομειώσεις της λιμναίας στάθμης της Παμβώτιδας (Βailey et al. 1983: 24-9) και επιτρέπει την εξέταση των τεχνολογικών μεταβολών των λίθινων εργαλείων που χρησιμοποιούνταν από τις ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών της Καστρίτσας κατά τη διάρκεια της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής που πιθανότατα σχετίζονται με διαφοροποιήσεις στις κυνηγετικές πρακτικές (Adam 1999a: 140-3). Συγκεκριμένα, ενώ στα αρχαιότερα στρώματα δεν παρατηρούνται εργαλεία που κατασκευάζονταν από λεπίδες (στο στρώμα 9), το στοιχείο αυτό μεταβάλλεται προχωρώντας προς τα μέσα και τα τέλη της περιόδου χρήσης της Καστρίτσας. Σταδιακά, η επεξεργασία των πυρήνων στρέφεται προς την παραγωγή μικρών λεπίδων. Τα εργαλεία που απαντούν συχνότερα είναι τα ξέστρα, οι γλυφίδες και οι 55

56 επεξεργασμένες λεπίδες, χωρίς να λείπουν οι οπείς αλλά και οι αιχμές κατασκευασμένες από κέρατο ελαφιού. Τόσο τα λίθινα εργαλεία, όσο και αυτά από κέρατο ελαφιού κατασκευάζονταν επί της θέσης (Adam 2009: 89). Στην περίοδο της ύστερης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής παραπέμπουν και τα δεδομένα που προέρχονται από τη βραχοσκεπή Κλειδί (εικ. 6). Πρόκειται για μια ευρύχωρη βραχοσκεπή, στο φαράγγι του Βίκου, στη δεξιά όχθη του ποταμού Βοϊδομάτη. Η θέση ανασκάφθηκε κατά την δεκαετία του 1980 από τον G. N. Bailey (Bailey 1997a, 1997b, 1999: ; Bailey et al. 1986: 7-35). Η χρήση της βραχοσκεπής τοποθετείται χρονικά μεταξύ των έως και χρόνων πριν από σήμερα. Τα κατάλοιπα της στρωματογραφικής ακολουθίας αναδεικνύουν πως το Κλειδί ήταν θέση που δέχονταν τακτικές και επαναλαμβανόμενες επισκέψεις από ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών κατά τους θερινούς και φθινοπωρινούς μήνες, μέχρι χρόνια πριν από σήμερα (Baliley 1999: 162). Οι ομάδες θηρευτών επιδίδονταν στο κυνήγι του αγριοκάτσικου και της αντιλόπης (Gamble 1999: ), κατανάλωναν τα θηράματα στην ίδια τη θέση και μετέτρεπαν τα κατάλοιπά τους σε οστέινα εργαλεία, όπως υποδεικνύουν οι οστέινες βελόνες (Adam 1989: ). Είναι πιθανό οι ίδιες ομάδες να επεξεργάζονταν και τα δέρματα των θηραμάτων με σκοπό την παραγωγή ειδών ένδυσης που θα προστάτευαν τα μέλη τους από τις δυσχερείς συνθήκες της Ύστερης Παγετώδους περιόδου. Τα λίθινα εργαλεία της βραχοσκεπής του Κλειδιού είναι κατασκευασμένα από πυριτόλιθο χαμηλής ποιότητας, που συλλεγόταν από τον ποταμό Βοϊδομάτη. Η επεξεργασία της πρώτης ύλης λάμβανε χώρα in situ και προσανατολιζόταν στην παραγωγή μικρών λεπίδων με επεξεργασμένη ράχη, αλλά και άλλων τύπων όπως τα ξέστρα, τα οποία προκύπτουν σε μικρότερες αριθμητικές συγκεντρώσεις (Roubet 1997: , 1999: 170-8). Το μικρό σπήλαιο Μεγάλακκος (εικ. 6), βρίσκεται σε απόσταση 500 μ από τη θέση Κλειδί και ερευνήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος που πραγματοποιήθηκε για τη μελέτη του τελευταίου. Ανοίχτηκε μία δοκιμαστική τομή μικρών διαστάσεων προκειμένου να ερευνηθεί η στρωματογραφική ακολουθία (Sinclair 1997: 415) και η έρευνα απέδειξε πως οι επιχώσεις που τη συνθέτουν έχουν υποστεί διάβρωση. Η ραδιοχρονολόγηση της θέσης τοποθετεί τη χρήση από ανθρώπινες ομάδες περίπου χρόνια πριν από σήμερα, χρονολογία που συμπίπτει με τη χρήση της θέσης Κλειδί (Sinclair 1997: 415; 1999: 188). Η βραχοσκεπή Μποΐλα βρίσκεται επίσης στο φαράγγι του Βίκου (εικ. 6), στην αριστερή όχθη του ποταμού Βοϊδομάτη. Γεωγραφικά, είναι τοποθετημένη στο κομβικό 56

57 σημείο επαφής δύο διαφορετικών οικοσυστημάτων, του ορεινού όγκου της Τύμφης ανατολικά και της πεδινής έκτασης της λεκάνης της Κόνιτσας δυτικά (Κοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 32). Η χρήση της βραχοσκεπής από τους θηρευτέςτροφοσυλλέκτες καλύπτει το χρονικό διάστημα των έως και χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα 9, δηλαδή τις τελευταίες χιλιετίες της παγετώδους περιόδου. Επίσης, η περίοδος χρήσης συμπίπτει με σειρά παλαιοπεριβαλλοντικών μεταβολών, τα οποία είχαν τεράστιες συνέπειες στον οικείο χώρο των ομάδων, μετατρέποντας την τεράστια εκμεταλλεύσιμη βόρεια πεδιάδα της Ηπείρου και της Κέρκυρας σε Ιόνιο πέλαγος. Η θέση επιτρέπει την επισκόπηση της ανταπόκρισης των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στις περιβαλλοντικές μεταβολές κατά την περίοδο της κορύφωσης του Τελευταίου Παγετώδους Επεισοδίου (Last Glacial Maximum) και τη συνακόλουθη αναπροσαρμογή των τακτικών τους (Kotjabopoulou et al. 1999: 197). Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως δεδομένα που συντελούν αφενός στην κατανόηση των δραστηριοτήτων των ομάδων που επισκέπτονταν τη Μποΐλα και αφετέρου για τον τρόπο οργάνωσης του χώρου των δραστηριοτήτων αυτών μέσα στη βραχοσκεπή. Έχουν επισημανθεί δύο χώροι που λειτουργούσαν επανειλημμένως ως εστίες, οι οποίες μαζί με τα πολυάριθμα λίθινα εργαλεία καθιστούν τη βραχοσκεπή χώρο επαναλαμβανόμενων και συστηματικών επισκέψεων. Οι χρήστες της θέσης χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη για τα λίθινα εργαλεία (εικ. 8 και 9) τοπικό πυριτόλιθο μέτριας ποιότητας, τον οποίο συνέλλεγαν σε μορφή κροκάλων από τις όχθες του Βοϊδομάτη. Το επιθυμητό προϊόν της επεξεργασίας των πυρήνων ήταν οι μικρολεπίδες, τις οποίες με περαιτέρω επεξεργασία μετέτρεπαν σε αιχμές για δόρατα ή βέλη που χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι των αγριοκάτσικων. Τα υπόλοιπα λίθινα εργαλεία της θέσης (ξέστρα, φολίδες με οξείες αιχμές) υποδεικνύουν πως πλην της χρήσης της ως θηρευτικού σταθμού, στο χώρο της πραγματοποιούνταν δραστηριότητες που σχετίζονταν με την εκδορά, τον τεμαχισμό, την επί τόπου κατανάλωση των θηραμάτων, αλλά και κατεργασία των δερμάτων (Κοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 33-4). Έχουν ανευρεθεί επίσης, λίγα δείγματα οστέινων εργαλείων. Το διαιτολόγιο συμπλήρωναν τα ποταμίσια ψάρια και οι κάστορες, αλλά και τα ελαφοειδή, τα οποία θηρεύονταν πιθανώς στη λεκάνη της Κόνιτσας (Κοτζαμποπούλου, Παναγοπούλου και Αδάμ 1996: 34; Kotjabopoulou et al. 1999: 201). 9 Η βραχοσκεπή ήταν ακατάλληλη για κατοίκηση κατά τις προγενέστερες περιόδους που συμπίπτουν με τον LGM, εξαιτίας της υψηλότερης ποτάμιας στάθμης του Βοϊδομάτη, σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις των Ε. Κοτζαμποπούλου, Ε. Παναγοπούλου και Ε. Αδάμ κατά τα έτη 1996 και

58 Το σπήλαιο Γράβα (Sordinas 1969: ) της Κέρκυρας (εικ. 6) αποτελεί την τελευταία θέση της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στη βορειοδυτική Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε και στον προηγούμενη ενότητα, η Κέρκυρα κατά την εξεταζόμενη περίοδο αποτελούσε μέρος μιας μεγάλης πεδιάδας και ενωνόταν μέσω ξηράς με την Ήπειρο, μέχρι να αποτελέσει νησί περίπου χρόνια πριν από σήμερα. Η θέση βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο οικισμό του Αγίου Ματθαίου, σε ύψος 10 μ πάνω από τη θαλάσσια στάθμη. Οι δοκιμαστικές τομές της δεκαετίας του 1960, από τον αρχαιολόγο Αύγουστο Σορδίνα είχαν ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη λίθινων εργαλείων και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής (Sordinas 1969: ). Οι λίθινοι πυρήνες δέχονταν επεξεργασία, η οποία είχε ως τελικό προϊόν λεπίδες και μικρολεπίδες και η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει τύπους λεπίδων με ράχη, τερματικά ξέστρα, γλυφίδες και επεξεργασμένες λεπίδες. Το ζωοαρχαιολογικό υλικό περιλαμβάνει κατάλοιπα άγριων βοοειδών, ελαφοειδών και ειδών άγριων κατσικιών (Sordinas 1969: ; Σορδίνας 1996: 76). Το σπήλαιο της Θεόπετρας (εικ. 6) βρίσκεται στη δυτική Θεσσαλία, στο δρόμο που ενώνει τα Τρίκαλα με την Καλαμπάκα, στη βόρεια πλευρά ενός ασβεστολιθικού σχηματισμού, ανάμεσα στο θεσσαλικό κάμπο και τους πρόποδες των βουνών της οροσειράς της Πίνδου. Η ανασκαφή του σπηλαίου ξεκίνησε το 1987, με επικεφαλής την αρχαιολόγο Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 17-36). Η στρωματογραφική ακολουθία του σπηλαίου καλύπτει τη χρονική κλίμακα της Μέσης Παλαιολιθικής έως και τη Νεολιθική περίοδο και για τις αποθέσεις που τη συνθέτουν ευθύνονται από κοινού επαναλαμβανόμενοι φυσικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες (Karkanas 1999: 250). Το σπήλαιο της Θεόπετρας είναι σημαντικό αφενός διότι τεκμηριώνει την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο 10 στην περιοχή της Θεσσαλίας και αφετέρου διότι τα κατάλοιπα της μεταβατικής φάσης από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική περίοδο δύνανται να συμβάλλουν στη συζήτηση για την αρχή της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 24, Kyparissi-Apostolika 1999: 233 ). Η στρωματογραφική ακολουθία έχει υποστεί διαταραχές λόγω φυσικών και γεωλογικών διαδικασιών, αλλά και εξαιτίας της χρήσης της από τους βοσκούς της περιοχής μέχρι πρότινος. 10 Εξαιτίας της έλλειψης υλικών καταλοίπων της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στην περιοχή της Θεσσαλίας υπήρχε η άποψη για απουσία θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών ομάδων από τα έως και τα χρόνια πριν από σήμερα (Runnels 1988). 58

59 Τα ελάχιστα αρχαιολογικά δεδομένα των επιχώσεων που συμπίπτουν με το χρονικό διάστημα των έως και χρόνων πριν από σήμερα αναδεικνύουν την ελάχιστη κλίμακα χρήσης του χώρου από τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες (Κυπαρίσση- Αποστολίκα 2000: 22), κάτι το οποίο πιθανώς οφείλεται στις δυσχερείς κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την περίοδο του Last Glacial Maximum (Kyparissi-Apostolika 1999: 237). Το παραπάνω στοιχείο έρχεται σε συμφωνία με τις παρατηρήσεις σχετικά με τις αποτρεπτικές συνθήκες σε σχέση με την ανάπτυξη ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τις πρώτες χιλιετίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής (Kαρκάνας και Wiener 2000: 39; Karkanas 2001: ). Η περίοδος της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής στο σπήλαιο της Θεόπετρας εντάσσεται χρονολογικά μεταξύ των έως και χρόνων περίπου πριν από σήμερα (Kyparissi-Apostolika 1999: 237). Με την ύστερη περίοδο της Ανώτερης Παλαιολιθικής συσχετίστηκαν 10 εστίες σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους (Κυπαρίσση- Αποστολίκα 2000: 22, Kyparissi-Apostolika 1999: 235). Στο εσωτερικό των εστιών εντοπίστηκαν λίγα λίθινα εργαλεία, κατασκευασμένα από πυριτόλιθο, όπως επίσης και απανθρακωμένοι σπόροι. Σε κοντινή απόσταση με το σύμπλεγμα των εστιών βρέθηκαν πήλινα αντικείμενα, αδιευκρίνιστης προς το παρόν χρήσης, ελαφρώς ψημένα, με κυλινδρικό ή σφαιρικό σχήμα. Παρόμοια πήλινα αντικείμενα σε μικρότερη αριθμητική ποσότητα εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία της ανασκαφής (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 22). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Καρκάνα, η παρουσία πήλινων αντικειμένων στο στρώμα αυτό οφείλεται πιθανότατα σε διατάραξη της στρωματογραφικής ακολουθίας από γεωλογικούς παράγοντες ή λόγω των λαγουμιών που δημιουργήθηκαν από ζώα που ζουν στο εσωτερικό του σπηλαίου (Καρκάνας και Wiener 2000: 40). Τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου περιλαμβάνουν οστά αγριοκάτσικου, ελαφιού, γουρουνιού, λαγού, χελώνας, πτηνών, λύκου ή σκύλου και μικροπανίδα (Rowley-Conwy and Newton 2000: 130). Ο αριθμός των λίθινων συνόλων που εντοπίστηκαν στη Θεόπετρα και έχουν αποδοθεί στη ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο είναι μικρός και υποδεικνύει την περιορισμένη δραστηριότητα των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στο χώρο του σπηλαίου (Αδάμ 2000: 164; Adam 1999b: 266), εν συγκρίσει με άλλες θέσεις της ίδιας περιόδου όπως το Ασπροχάλικο (Adam 1989: ), η Καστρίτσα (Adam 1989: ), το Κλειδί (Adam 1989: ; Roubet 1997: ), η Μποΐλα (Kotjabopoulou et al. 1999: ) και το Φράγχθι στην Αργολίδα (Perlès 1987, 1990: 3-93). Τα λίθινα σύνολα της 59

60 περιόδου χαρακτηρίζονται από τη σπανιότητα πυρήνων και την παρουσία φολίδων, μικρολεπίδων και λίγων λεπίδων (εικ. 10), ενώ η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει τερματικά ξέστρα, μικρολεπίδες με ράχη, μικρολεπιδικά εργαλεία και λίγες κολοβώσεις (Αδάμ 2000: 164). Εν αντιθέσει με τους πυρήνες ραδιολαρίτη, τα περισσότερα εργαλεία είναι κατασκευασμένα σε τύπους πυριτόλιθου που είναι γνωστοί από θέσεις της ίδιας περιόδου στην Ήπειρο (Αδάμ 2000: 165; Adam 1999b: 267). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε συγκεκριμένο σημείο της ανασκαφής (Τοίχος Ε), εντοπίστηκε μια πλούσια συγκέντρωση πυριτολιθικών εργαλείων μαζί με τρυπημένους κυνόδοντες ελαφιών, παρόμοιους με αυτούς που βρέθηκαν στις επιχώσεις της ίδιας περιόδου στο Κλειδί (Bailey et al. 1986: 17; Kyparissi-Apostolika 1999: 236). Οι αλλογενείς πρώτες ύλες δεν έχουν εντοπιστεί με τη μορφή πυρήνων, αλλά εισάγονται στο σπήλαιο τόσο με τη μορφή του τελικού προϊόντος της επεξεργασίας, δηλαδή των εργαλείων, όσο και με τη μορφή των αποκρουσμάτων. Το παραπάνω δεδομένο είναι πιθανό να υποδεικνύει τη μετακίνηση ανθρώπινων ομάδων από ή προς άλλες περιοχές, οι οποίες περιλαμβάνουν τις συγκεκριμένες πρώτες ύλες και στο πλαίσιο της μετακίνησης, το σπήλαιο της Θεόπετρας αποτελούσε χώρο χρήσης περιορισμένης κλίμακας για μικρό χρονικό διάστημα (Αδάμ 2000: 165). Η τελευταία θέση στην οποία έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα της ύστερης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθική περιόδου, είναι το Φράγχθι της Αργολίδας (εικ. 6). Η αρχή της συγκεκριμένης φάση τοποθετείται χρονικά στην 23 η - 22 η χιλιετία πριν και συμπίπτει με την λίθινη φάση II, ενώ το τέλος της οριοθετείται από την λίθινη φάση VI κατά την 11 η χιλιετία πριν από σήμερα (Perlès 1999: 312-4). Τα λίθινα κατάλοιπα που συσχετίζονται με τη φάση ΙΙ περιλαμβάνουν μικρολεπίδες με ράχη, τερματικά ξέστρα, εγκοπές και εργαλεία με πλευρική επεξεργασία. Στα κατάλοιπα της φάσης ΙΙ περιλαμβάνονται οστά ιππίδων και ελαφοειδών (Payne 1975: 122), όπως επίσης και μη απανθρακωμένοι σπόροι λιθόσπερμου και αρκάννας (Hansen 1991: 105). Η μετάβαση στη φάση ΙΙΙ γίνεται με ομαλό τρόπο και το μόνο στοιχείο που διαφοροποιείται σε σχέση με την προηγούμενη είναι στη διαμόρφωση της ράχης των λεπίδων (η ράχη γίνεται από διπλή, μονή), χωρίς, όμως η παραπάνω διαφορά να συνοδεύεται από μεταβολές στον τρόπο επεξεργασίας της πρώτης ύλης (Perlès 1999: 312). Τα λίγα αρχαιολογικά κατάλοιπα των φάσεων ΙΙ και ΙΙΙ υποδηλώνουν τη σποραδικότητα της χρήσης του σπηλαίου από τις ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών ως κυνηγετικός σταθμός για την εξασφάλιση τροφής (Perlès 1999: 312). 60

61 Η φάση IV, ακολουθεί τις δύο προηγούμενες κατόπιν διακοπής της στρωματογραφικής ακολουθίας (Farrand 1993) και χρονολογείται στα χρόνια πριν από σήμερα (Perlès 1999: 314). Οι λεπίδες με ράχη συνεχίζουν να κατέχουν την αριθμητική υπεροχή μεταξύ των λίθινων εργαλείων, χωρίς, όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν παρατηρούνται μεταβολές στην επεξεργασία και την τυπολογία των δεδομένων σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις. Χρησιμοποιείται πλέον η μικρογλυφίδα για την επεξεργασία της ακμή των λεπίδων και οι μικρογλυφίδες αγγίζουν το ποσοστό του 30%. Οι μεταβολές στην τυπολογία περιλαμβάνουν την εμφάνιση των αιχμών La Mouillah. Επίσης, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στη σύνθεση των αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων, τα οποία αναδεικνύουν ένα μεγαλύτερο εύρος διαθέσιμων εκμεταλλευόμενων πηγών από τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες του Φράγχθι, περιλαμβάνοντας σπόρους και καρπούς αμυγδάλων, αχλαδιών, σταφυλιού, φιστικιών, άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων, όπως επίσης και οστά άγριων μορφολογικά βοοειδών και αίγαγρων (Payne 1975: , 1982: 133-6). Η φύση των καταλοίπων αναδεικνύει μια κατασκήνωση ομάδας θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με σκοπό την εξασφάλιση και επί τόπου κατανάλωση φυτικών και ζωικών τροφών διαθέσιμων στην περιοχή γύρω από το σπήλαιο (Perlès 1999: 314). Η επόμενη φάση, η V, ακολουθεί την προηγούμενη χωρίς στρωματογραφική διακοπή και η αρχή της τοποθετείται χρονικά στις αρχές της 12 ης χιλιετίας πριν από σήμερα (Perlès 1999:314). Παρά την ομαλή φαινομενικά μετάβαση, η φάση V, χαρακτηρίζεται από διαφοροποιήσεις στους τομείς της επεξεργασίας και της τυπολογίας των λίθινων εργαλείων, αλλά και από μεταβολές στη σύνθεση των αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων. Η τεχνική της μικρογλυφίδας χρησιμοποιήθηκε στη φάση αυτή, με στόχο την παραγωγή γεωμετρικών εργαλείων, τριγωνικού σχήματος και όχι για την διαμόρφωση της ακμής των μικρολεπίδων, όπως συνέβαινε κατά την προηγούμενη περίοδο. Οι μικρολεπίδες είναι ακόμη παρούσες, ενώ η τυπολογία των εργαλείων συμπληρώνεται από εγκοπές, οδοντωτά και τερματικά ξέστρα. Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα που συσχετίστηκαν με την συγκεκριμένη φάση περιλαμβάνουν σπόρους και καρπούς αμυγδάλων, αχλαδιών, φιστικιών, άγριων μορφολογικά οσπρίων και δημητριακών (σπόροι άγριας βρώμης) και αναδεικνύουν τη σκόπιμη συλλογή τους από τις ομάδες που χρησιμοποιούσαν περιστασιακά το χώρο του σπηλαίου στις αρχές της 12 ης χιλιετίας πριν από σήμερα (Hansen 1991: 113-7). Οι συγκεντρώσεις χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων που εντάσσονται χρονολογικά στη φάση 61

62 V, φαίνεται να προέκυψαν ως αποτέλεσμα της σκόπιμης συλλογής (Shackleton 1988). Κατά την ίδια περίοδο η εξάπλωση της θαμνώδους βλάστησης γύρω από το χώρο του σπηλαίου αποτέλεσε ιδανικό περιβάλλον για τα μορφολογικά άγρια γουρούνια και τα ελαφοειδή. Κρίνοντας με βάση την αύξηση των οστών τους στη συλλογή των ζωικών καταλοίπων της φάσης V, φαίνεται πως αποτέλεσαν θηράματα των ομάδων που χρησιμοποιούσαν το χώρο του σπηλαίου, παράλληλα με τα είδη των ιππίδων και των βοοειδών, η κατανάλωση των οποίων μειώνεται συγκριτικά με την προηγούμενη φάση. Η μετάβαση στην φάση VI, την τελευταία της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής εντάσσεται χρονικά στην αρχή της 11 ης χιλιετίας πριν από σήμερα και σηματοδοτείται από μεταβολές στην τυπολογία των λίθινων εργαλείων με την πρόσθεση γεωμετρικών λίθινων εργαλείων, μυλόλιθων και οστέινων εργαλείων, αλλά και από την παρουσία μηλιακού οψιανού (Perlès 1987, 1999: 314) Η Μεσολιθική περίοδος Η Μεσολιθική περίοδος στον ελλαδικό χώρο ξεκινά περίπου το π.χ και το τέλος της οριοθετείται από την εμφάνιση των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων, γύρω στο π.χ. Παρεμβάλλεται μεταξύ των περιόδων της Ανώτερης Παλαιολιθικής και της Νεολιθικής και η μελέτη της έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διερεύνηση των αρχών της δεύτερης. Επί της ουσίας, ο θηρευτικός- τροφοσυλλεκτικός τρόπος ζωής της προηγούμενης περιόδου δεν μεταβάλλεται, αλλά παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά του. Πιο συγκεκριμένα, οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες που δραστηριοποιούνται κατά τις αρχές του Ολόκαινου, εκμεταλλεύονται μεγαλύτερο εύρος πηγών, αφού πέρα από τα χερσαία θηλαστικά που αποτελούσαν τη βάση της διατροφής κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, αξιοποιούν τις φυτικές τροφές και συμπεριλαμβάνουν στη διατροφή τους ψάρια και όστρεα, όπως υποδεικνύουν τα δεδομένα των μεσολιθικών στρωμάτων από τις θέσεις Φράγχθι (εικ. 11) (Rose 1995: 21-6; Shackleton 1988), Σιδάρι (εικ. 11) (Sordinas 1970, 2003: 87-97), σπήλαιο Κύκλωπα (εικ. 11) (Mylona 2003: 181-8). Η αρχή της Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο συμπίπτει με τη μετάβαση στη γεωλογική εποχή του Ολόκαινου, ενώ το τέλος της σηματοδοτείται από την εμφάνιση των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων στην Κνωσό, στο Φράγχθι της Αργολίδας, στην περιοχή της Θεσσαλίας, αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη Μεσολιθική περίοδο στον ελλαδικό χώρο είναι ο μικρός αριθμός θέσεων που την 62

63 αντιπροσωπεύουν, σε συνδυασμό με τη μικρή πληθυσμιακή πυκνότητα (Galanidou and Perlès 2003: 30-1; Runnels 1995; Perlès 2001). Με βάση τα διαθέσιμα ανασκαφικά και δημοσιευμένα δεδομένα, φαίνεται πως οι μεσολιθικοί χρήστες του ελλαδικού χώρου προτιμούσαν να εγκαθίστανται και να δραστηριοποιούνται σε παράκτιες θέσεις. Λόγω της προτίμησης αυτής, είναι πιθανό να καταγράφεται στα αρχαιολογικά δεδομένα απώλεια θέσεων εξαιτίας της διαβρωτικής διαδικασίας ή του βυθίσματος θέσεων από την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης (van Andel and Shackleton 1982: ), όμως οι παράγοντες αυτοί δεν ευθύνονται για τη σπανιότητα των μεσολιθικών θέσεων στην ενδοχώρα του ελλαδικού χώρου. Από την άλλη πλευρά, οι θέσεις της ενδοχώρας μπορεί να βρίσκονται κάτω από μεγάλου πάχους αλλουβιακές επιχώσεις, γεγονός το οποίο καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό τους κατά τη διάρκεια των επιφανειακών ερευνών. Το παραπάνω είναι πιθανό να ισχύει στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπάρχουν, όμως αμφιβολίες όσον αφορά τις υπόλοιπες περιοχές του ελλαδικού χώρου στις οποίες καταγράφεται σταθερότητα ως προς τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της ύστερης φάσης του Πλειστόκαινου και της αρχής του Ολόκαινου (Allen 1990: ; Pope and van Andel 1984: ; van Andel et al. 1990: ; Zanger 1991: 5-63). Επιπλέον, ακόμη και θέσεις που θα ήταν θαμμένες κάτω από επιχώσεις μεγάλου πάχους θα μπορούσαν να εντοπιστούν μέσω των ερευνητικών προγραμμάτων που έχουν διενεργηθεί στην περιοχή της Θεσσαλίας (Runnels 1988; 1994), τα οποία έφεραν στο φως κατάλοιπα της Μέσης και της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Επίσης, η διαδικασία της διάβρωσης του εδάφους αποτελεί πιθανό παράγοντα ευθύνης για τη σπανιότητα των θέσεων. Η παρουσία θέσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου σε αναβαθμίδες και αλλουβιακές περιοχές του ύστερου Πλειστόκαινου σε συνδυασμό με την καλή διατήρηση των καταλοίπων της Μέσης Παλαιολιθικής δεν φαίνεται να στηρίζει το παραπάνω επιχείρημα για την απώλεια των πιθανών μεσολιθικών θέσεων της ενδοχώρας (Perlès 2001: 23). Ένας ακόμη παράγοντας στον οποίο αποδίδεται ο μικρός αριθμός των θέσεων της Μεσολιθικής θέσης είναι η έλλειψη των επιφανειακών ερευνών και το μειωμένο επιστημονικό ενδιαφέρον για την εν λόγω περίοδο (Dennell 1984: 95) σε συνδυασμό με τη δύσκολη αναγνώριση και ταύτιση των υλικών καταλοίπων της Μεσολιθικής περιόδου. Οι έρευνες εξειδικευμένων επιστημονικών ομάδων με επικεφαλής τον C. Runnels στη νότια Αργολίδα (Runnels 2009; Runnels et al. 2005) και τη Θεσσαλία (Runnels 1988, 1994), δεν έχουν φέρει στο φως στοιχεία που ανατρέπουν ριζικά τα δεδομένα σε σχέση με τον αριθμό των θέσεων και την πληθυσμιακή πυκνότητα. 63

64 Ήδη από τις τελευταίες χιλιετίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο σπήλαιο του Φράγχθι (εικ. 11) παρουσιάζονται στοιχεία, όπως είναι η εντατικοποίηση της συλλογής άγριων μορφολογικά φυτών (Hansen 1991: ) χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων (Shackleton 1988) και η αύξηση του ποσοστού των οστών που προήλθαν από την κατανάλνωση άγριων γουρουνιών και ελαφιών (Payne 1975: 122).Τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται και κατά την Κατώτερη Μεσολιθική περίοδο, παρόλο που αυτή ακολουθεί την προηγούμενή της μετά από στρωματογραφικό κενό της τάξης των 650 χρόνων (Farrand 2003: 74). Οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα περιβαλλοντικά, κλιματολογικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής γύρω από το Φράγχθι είχαν προκύψει άλλωστε κατά τη χρονική περίοδο των τελευταίων χιλιετιών του Πλειστόκαινου και έτσι καθίσταται πιθανό τα στοιχεία της Μεσολιθικής σε στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής να οφείλονται στις διαφοροποιήσεις αυτές (Perlès 1999: 315). Πιο συγκεκριμένα, κατά τα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου η βλάστηση της περιοχής χαρακτηρίστηκε από την παρουσία χαμηλών θάμνων, η οποία στήριζε την ύπαρξη πληθυσμών αγριόχοιρων και ελαφιών (Perlès 2001: 28). Με βάση τα στρωματογραφικά δεδομένα η Ανώτερη Παλαιολιθική φάση χρήσης του Φράγχθι φαίνεται να λήγει περίπου χρόνια πριν από σήμερα και η Μεσολιθική περίοδος να την ακολουθεί ύστερα από το προαναφερόμενο κενό, ξεκινώντας περίπου χρόνια πριν από σήμερα και με την πρώτη φάση της να λήγει χρόνια πριν από σήμερα (Farrand 2003: 74). Όπως προαναφέρθηκε, ήδη από τις τελευταίες φάσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις που θα εντοπιστούν και αργότερα, στα στρώματα που αντιστοιχούν στη Μεσολιθική περίοδο. Η παραπάνω πρόταση, φαίνεται πως ισχύει μόνο στην περίπτωση των διατροφικών πρακτικών, οι οποίες στηρίζονται στη συλλογή άγριων φυτών (Hansen 1991: , ), χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων (Deith and Shackleton 1988; Shackleton 1988) και στο κυνήγι ελαφιών και αγριόχοιρων (Payne 1975: 122), αφού όσον αφορά τα λίθινα εργαλεία, η κατάσταση παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική. Πιο συγκεκριμένα, ενώ κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο αφθονούσαν τα μικρολιθικά εργαλεία που περιελάμβαναν γλυφίδες, τύπους λεπίδων με ράχη, όπως επίσης τράπεζες και τριγωνικού σχήματος εργαλεία, με το πέρασμα στην φάση της Κατώτερης Μεσολιθικής το ποσοστό τους παρουσιάζει μείωση από 60% σε 8% του συνόλου των λίθινων εργαλείων (Perles 1987, 1999, 2003a: 80). Το στοιχείο της στρωματογραφικής διακοπής σε συνδυασμό με τη μεταβολή του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού της λίθινης συλλογής και την ταυτόχρονη εμφάνιση ταφών (Cullen 1995: ) και κοσμημάτων, οδήγησε τον C. Runnels (1995: 275-6) να μιλήσει για την -μέσω 64

65 της θάλασσας- έλευση νέων πληθυσμών, οι οποίοι ήταν ξένοι προς τις ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν στο σπήλαιο κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, οι παραπάνω διαφοροποιήσεις δεν συνιστούν αναγκαστικά την αντικατάσταση των παλαιολιθικών θηρευτών-τροφοσυλλεκτών από νέες πληθυσμιακές ομάδες. Επίσης, η στρωματογραφική διακοπή που παρατηρείται, είναι πιθανό να οφείλεται σε διαβρωτικές διαδικασίες, οι οποίες παρέσυραν τα ίχνη χρήσης στο σπήλαιο κατά τη μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική περίοδο (Farrand 2003: 78). Παρά το γεγονός της σημαντικής υποχώρησης του ποσοστού των μικρολιθικών εργαλείων κατά την Κατώτερη Μεσολιθική, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνταν κατά την διαδικασία της επεξεργασίας της πρώτης ύλης και παραγωγής λίθινων εργαλείων (εικ. 12) δεν διαφέρουν μεταξύ των δύο περιόδων (Perlès 2003a: 82). Το ίδιο ισχύει και για τα ελάχιστα μικρολιθικά εργαλεία όταν αυτά συγκριθούν με τα αντίστοιχα της προηγούμενης περιόδου. Ομοίως, οι σπάνια εντοπιζόμενες οστέινες αιχμές της Κατώτερης Μεσολιθικής βρίσκουν παράλληλες στο υλικό που προέρχεται από τα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα τμήματα των μυλόλιθων που προέρχονται από τα στρώματα των δύο περιόδων (Perlès 2003a: 80). Κατά την Κατώτερη Μεσολιθική περίοδο, δινόταν λίγη σημασία στην επιλογή της πρώτης ύλης, με αποτέλεσμα αυτή να είναι χαμηλής ποιότητας. Η επεξεργασία της πρώτης ύλης για την παραγωγή λίθινων εργαλείων γινόταν με μαλακό, λίθινο κρουστήρα, με την τεχνική της άμεσης κρούσης (Perlès 1987, 2003a: 82). Η τυπολογία των εργαλείων περιελάμβανε εκτός των ελάχιστων μικρολιθικών κομματιών, επεξεργασμένες φολίδες, οδοντωτά, εγκοπές και τερματικά ξέστρα (εικ. 12), όπως και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (Perlès 1987, 1999: 314, 2003a: 82). Η πλειονότητα των εργαλείων χρησιμοποιήθηκε σε εργασίες που σχετίζονταν με την επεξεργασία ξύλου και καλαμιών (Vaughan 1990), ενώ παρόμοιοι τύποι έχουν εντοπιστεί και σε άλλες θέσεις της Μεσόγειου. Συνήθως, στις θέσεις αυτές αναδεικνύεται ο σαφής προσανατολισμός των χρηστών σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την συλλογή φυτικών ειδών. Σε κοντινή απόσταση με τις θέσεις των συλλεκτών έχουν εντοπιστεί θέσεις θηρευτών, στις οποίες αφθονούν τα μικρολιθικά εργαλεία (Perlès 2003a: 82). Έτσι λοιπόν, η διαφοροποίηση των στοιχείων των λίθινων εργαλείων στο Φράγχθι ίσως είναι δηλωτική της φύσης των δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα στο σπήλαιο, όπως η επεξεργασία ξύλων και όχι ενός κύματος μετακίνησης νέου πληθυσμιακού στοιχείου. 65

66 Τα διατροφικά κατάλοιπα αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι χερσαίες πηγές στην καθημερινότητα των χρηστών του σπηλαίου. Τα κατάλοιπα των φυτικών ειδών παρουσιάζουν αύξηση σε ποσότητα και ποικιλία. Διακρίνεται μια σαφής αριθμητική υπεροχή των καρπών και των φρούτων, ενώ ανάμεσα στα κατάλοιπα υπάρχουν σπόροι άγριας φακής και άγριας βρώμης (Ηansen 1991: 129). Όπως φαίνεται από τα ζωικά κατάλοιπα των στρωμάτων της Κατώτερης Μεσολιθικής, τα κόκκινα ελάφια και σε μικρότερο βαθμό οι αγριόχοιροι, οι λαγοί, τα πτηνά και οι αλεπούδες αποτελούσαν πηγές ζωικής πρωτεΐνης (Payne 1975: 122). Τα κατάλοιπα θαλάσσιων οστρέων υποδεικνύουν τις συστηματικές επισκέψεις των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων της Κατώτερης Μεσολιθικής στην ακτή για τη συλλογή τους (Deith and Shackleton 1988, table 6). Οι διατροφικές πρακτικές των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του σπηλαίου κατά την Κατώτερη Μεσολιθική διαφοροποιούνται ελάχιστα σε σχέση με αυτές των τελευταίων χιλιετιών της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Και στις δύο περιπτώσεις τα δεδομένα αντικατοπτρίζουν την εκμετάλλευση μεγάλου εύρους πηγών και οι πρακτικές εύρεσης τροφής περιλαμβάνουν τη συλλογή φυτικών ειδών, χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων και το κυνήγι των διαθέσιμων στην περιοχή θηλαστικών. Επί της ουσίας, οι χρήστες των πηγών της περιοχής τόσο κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, όσο και κατά την Κατώτερη Μεσολιθική επενδύουν χρόνο στη συλλογή ειδών με χαμηλή πρωτεϊνική και ενεργειακή αξία. Πιθανώς, με αυτόν τον τρόπο επεδίωκαν να καλύψουν την απώλεια των πρωτεϊνών που προέρχονταν από τα μεγάλα θηλαστικά, όπως ήταν τα είδη των ιππίδων και τα άγρια μορφολογικά βοοειδή, σε μια περίοδο κατά την οποία ο αριθμός των θηραμάτων αυτών είχε μειωθεί (Perlès 2003b: 101). Η επόμενη φάση της Μεσολιθικής, η Ανώτερη, ακολουθεί την προηγούμενή της μετά από μια στρωματογραφική διακοπή, η διάρκεια της οποίας υπολογίζεται μεταξύ των 600 και 650 ετών (Farrand 2003: 74). Η μετάβαση στη φάση της Ανώτερης Μεσολιθικής σηματοδοτείται από την επανεμφάνιση των μικρολιθικών εργαλείων που κατασκευάζονταν σε φολίδες χωρίς την τεχνική της μικρογλυφίδας (εικ. 13) (Perlès 2003a: 82). Ο συγκεκριμένος εργαλειακός τύπος φαίνεται πως συσχετιζόταν με τη διαδικασία αλίευσης και κατανάλωσης τόνου, τα ίχνη της οποίας αφθονούν στα στρώματα που αντιπροσωπεύουν την Ανώτερη Μεσολιθική (Payne 1975; Rose 1995: 21-6). Οι μικρόλιθοι της Ανώτερης Μεσολιθικής ελάχιστα θυμίζουν αυτούς της αντίστοιχης φάσης της Παλαιολιθικής περιόδου, αφού φέρουν ασυνήθιστα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για εργαλειακούς τύπους με πλευρική επεξεργασία, αλλά χωρίς αιχμηρά άκρα και πλευρές 66

67 κοπής (Perlès 1999: 317). Την εργαλειοθήκη των χρηστών της Ανώτερης Μεσολιθικής συμπληρώνουν τύποι που απαντούν και στην προηγούμενη φάση, όπως τερματικά ξέστρα, οδοντωτά εργαλεία, φολίδες με επεξεργασία και εγκοπές (Perlès 2003a: 82). Η επανεμφάνιση και η μορφή των μικρόλιθων σε συνδυασμό με τα οστά του τόνου (Payne 1975; Rose 1995: 21-6), οδήγησε την Perles (1999: 317) να υποθέσει πως οι μικρόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν σε εργασίες που σχετίζονταν με την αλιευτική δραστηριότητα, όπως είναι η προετοιμασία των διχτυών ψαρέματος ή τη δημιουργία καλαθιών για την τοποθέτηση των ψαριών. Η ποσότητα των καταλοίπων των τόνων υποδεικνύει τη χρήση αλιευτικού διχτυού για την αιχμαλωσία τους και η εξέταση των εργαλείων δείχνει πως αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την ξέση κάποιου υλικού ή επιφάνειας, που δεν απαιτούσε σημαντική επένδυση δύναμης (Perlès 2003a: 82). Όπως φάνηκε από τις παραπάνω παραγράφους η αλίευση και η κατανάλωση του τόνου χρησιμοποιήθηκε από τις θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της συγκεκριμένης χρονικής φάσης για την εξασφάλιση ενός μεγάλου μέρους ζωικής πρωτεΐνης. Το διαιτολόγιο των χρηστών του σπηλαίου κατά την Ανώτερη Μεσολιθική περίοδο συμπλήρωναν τα κόκκινα ελάφια και οι αγριόχοιροι που εξασφαλίζονταν μέσω της θηρευτικής δραστηριότητας (Payne 1975: 122). Η συλλογή φυτικών ειδών παρουσιάζεται μειωμένη σε σχέση με την προηγούμενη φάση, εντούτοις φαίνεται πως παίζει ακόμα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση διατροφικών ειδών των μεσολιθικών θηρευτών-τροφοσυλλεκτών. Άλλωστε, δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η αλιευτική δραστηριότητα διήρκησε για παραπάνω από μερικές εκατονταετίες. Τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα την τοποθετούν στο πρώτο μισό της 8 ης χιλιετίας π. Χ, αλλά οι πιθανότερες χρονολογήσεις συγκεντρώνονται μεταξύ του και του π. Χ (Perlès 2003a: 81) Η επόμενη φάση χρήσης του σπηλαίου, η Τελική Μεσολιθική ακολουθεί την προηγούμενή της μετά από διακοπή εμφάνισης υλικών καταλοίπων στη στρωματογραφική ακολουθία και χαρακτηρίζεται από ελάχιστα ευρήματα (Hansen 1991: 138, 1992: 241; Perlès 1999: 317). Κατά την Τελική Μεσολιθική, η αλίευση του τόνου σταμάτησε να αποτελεί δραστηριότητα των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων που χρησιμοποιούσαν το χώρο του Φράγχθι και την έκλειψή της ακολούθησαν οι μικρολιθικοί τύποι εργαλείων. Η ταυτόχρονη εξαφάνιση λειτουργεί ενισχυτικά στην υπόθεση της Perles για χρήση των συγκεκριμένων εργαλειακών τύπων σε εργασίες που σχετίζονταν με την αλιευτική δραστηριότητα και την κατανάλωση τόνου. Η διατροφή των θηρευτικώντροφοσυλλεκτικών ομάδων της φάσης αυτής στηριζόταν σε χερσαίες πηγές και θαλάσσια 67

68 όστρεα. Όπως προαναφέρθηκε, τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στα στρώματα αυτής της χρονικής φάσης είναι ελάχιστα και το εύρος των καταλοίπων είναι πολύ στενό. Τα άγρια μορφολογικά δημητριακά και όσπρια εντοπίζονται σπάνια και είναι δύσκολο να θεωρηθούν ως δείγμα συνέχειας και σχέσης της Τελικής Μεσολιθικής με την επόμενη περίοδο, τη Νεολιθική (Hansen 1999: 156). Στο σύνολό τους, τα δεδομένα του σπηλαίου του Φράγχθι, προσφέρουν μια γενική εικόνα της μεσολιθικής οικονομίας, διότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για την αδιάλειπτη χρήση του χώρου και της ευρύτερης περιοχής γύρω από αυτόν. Αντιθέτως, η κάθε χρονική φάση της Μεσολιθικής περιόδου φαίνεται πως διαρκεί μόνο για μερικές εκατονταετίες και η διαδοχή τους γίνεται πάντα μετά από στρωματογραφική διακοπή που πιθανώς υποδεικνύει την εγκατάλειψη ή τη μειωμένη δραστηριότητα στο χώρο του σπηλαίου (Farrand 2003: 69-78). Ακόμη, τα δεδομένα δεν επαρκούν, ούτως ώστε να στηριχθεί η υπόθεση για μια μεσολιθική οικονομία πρωτίστως προσανατολισμένη στην εκμετάλλευση θαλάσσιων πηγών, όπως είναι τα ψάρια και τα όστρεα (Perlès 2003a: 81). Οι θηρευτικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες που χρησιμοποίησαν το σπήλαιο κατά τη Μεσολιθική περίοδο στηρίχθηκαν σε μια οικονομία που θεμελιώθηκε στην εκμετάλλευση μεγάλου εύρους πηγών και περιελάμβανε είδη με χαμηλή ενεργειακή και πρωτεϊνική αξία (τα επονομαζόμενα r- selected είδη). Παρόλα αυτά όταν παρατήρησαν πως η αλιεία τους έδινε τη δυνατότητα της εξασφάλισης μεγάλης ποσότητας ειδών, οι μεσολιθικοί θηρευτέςτροφοσυλλέκτες απέδειξαν πως μπορούν να αναπροσαρμόσουν τις πρακτικές τους και να εκμεταλλευτούν μια απαιτητική διατροφική πηγή. Βέβαια, η αναπροσαρμογή αυτή εγείρει το ερώτημα της σχέσης της συγκεκριμένης ομάδας με τις προηγούμενες και τις επόμενες χρονικά, οι οποίες δεν αξιοποίησαν την αλιεία ως δραστηριότητα εξασφάλισης τροφής (Perlès 2003a: 81). Το Σπήλαιο 1, του φαραγγιού της Κλεισούρας (εικ. 11), το οποίο αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, αποτελεί τη δεύτερη θέση της Μεσολιθικής περιόδου στην περιοχή της Πελοποννήσου. Η ανασκαφή της δεκαετίας του 1990 από την Κουμουζέλη και τον Kozlowski έφερε στο φως υλικά κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου στα στρώματα 3 έως 6 (Κουμουζέλη και Kozlowski 1996: 62; Koumouzelis et al. 2001: 517; Koumouzelis et al. 2003: 113). Τα στρώματα της Μεσολιθικής περιόδου χαρακτηρίζονται από την σπανιότητα μικρολιθικών εργαλείων και από την παρουσία λιθοτεχνίας σε φολίδες (Koumouzelis et al. 2001: 522). Οι μεσολιθικοί χρήστες του σπηλαίου προτιμούσαν τοπικές πρώτες ύλες, ιδιαίτερα δύο τύπους ραδιολαρίτη, κακής ποιότητας (Koυμουζέλη και Kozlowski 1996: 62), 68

69 τον R1 και τον R2 και σε μικρότερο βαθμό δύο τύπους πυριτόλιθου (Koumouzelis et al. 2003: 113) Οι παραπάνω πρώτες ύλες εντοπίστηκαν στα μεσολιθικά στρώματα στη μορφή των πυρήνων αλλά και στη μορφή των τελικών προϊόντων της επεξεργασίας των πρώτων (Koumouzelis et al. 2003: 113). Φαίνεται πως οι μεσολιθικές θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Κλεισούρας χρησιμοποιούσαν και εργαλεία από πρώτες ύλες των οποίων οι πηγές είναι απομακρυσμένες από την περιοχή του φαραγγιού, όπως οι πυριτόλιθοι F9 και F12 και ο οψιανός. Πιθανότατα, οι προαναφερθείσες πρώτες ύλες έφταναν στο χώρο του σπηλαίου με τη μορφή εργαλείων, αφού δεν έχουν εντοπιστεί πυρήνες ή κατάλοιπα της επεξεργασίας τους. Σε αυτήν την ομάδα ανήκει και ένας τύπος ανοιχτόχρωμου πυριτόλιθου, ο «ξανθός» (Perlès 1990), η πηγή του οποίου δεν εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή του φαραγγιού της Κλεισούρας (Koumouzelis et al. 2003: 113-4; Κουμουζέλη και Kozlowsky 1996: 62). Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει τερματικά ξέστρα σε φολίδες και λεπίδες. Εκτός των τερματικών ξέστρων έχουν εντοπιστεί και πλευρικά, επεξεργασμένες φολίδες, λεπίδες με πλευρική επεξεργασία, γλυφίδες και οπείς (εικ. 14) (Koumouzelis et al. 2003: 114-5). Η πλειονότητα των εργαλείων σε φολίδες συγκεντρώνεται στα νεότερα χρονολογικά μεσολιθικά στρώματα, ενώ τα κατώτερα περιλαμβάνουν μεγαλύτερη ποσότητα μικρόλιθων. Συγκεκριμένα, τα κατώτερα στρώματα 5aκαι 6περιλαμβάνουν απλές μορφές μικρόλιθων, υπερμικρόλιθους, λεπίδες με μικροεπεξεργασία και αιχμές τύπου Sauvettere. Στα στρώματα 5 έως 3 (νεότερα χρονολογικά από τα προαναφερθέντα), στη θέση των μικρόλιθων εμφανίζονται ατυπικά «τραπέζια» και λεπίδες με μικροεπεξεργασία (Koumouzelis et al. 2003: 115). Τα εργαλεία που κατασκευάστηκαν από μη τοπικές πρώτες ύλες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια λεπίδα από οψιανό και μέρος μιας γλυφίδας στο στρώμα 5a, κομμάτια οψιανού, μία λεπίδα από το ίδιο υλικό, μία φολίδα και μία λεπίδα από ξανθό πυριτόλιθο στα στρώματα 3 και 5. Τα δύο αντικείμενα από πυριτόλιθο τράβηξαν την προσοχή των ανασκαφέων της θέσης, αφενός λόγω του υλικού κατασκευής τους και αφετέρου γιατί η τεχνική επεξεργασίας της λεπίδας είναι τυπική της Αρχαιότερης Νεολιθικής (Κουμουζέλη και Kozlowski 1996: 62; Koumouzelis et al. 2003: 117). Τα μεσολιθικά στρώματα του Σπηλαίου 1 περιείχαν μικρό αριθμό ζωικών καταλοίπων, κυρίως οστά πτηνών. Ακολουθούν σε ποσοστά τα κατάλοιπα κελυφών χερσαίων οστρέων, οστών λαγών, αγριόχοιρων, ελαφιών, ενώ δεν έχουν αναφερθεί αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα (Koumouzelis et al. 2003: 118). 69

70 Είναι δυνατό να παρατηρηθούν ομοιότητες μεταξύ των λίθινων εργαλείων του Σπηλαίου 1 και αυτών της Κατώτερης Μεσολιθικής του Φράγχθι, κυρίως ως προς τη μορφολογία των εργαλείων σε φολίδες, τις φολίδες με ράχη και τις μικρές λεπίδες (Perlès 1990, figs 6, 7). Οι λεπίδες τύπου Sauveterre δεν έχουν εντοπιστεί στο προαναφερθέν στρώμα του Φράγχθι. Τα νεώτερα χρονολογικά στρώματα του Σπηλαίου 1, 3 και 5, παρουσιάζουν ομοιότητες με τα στρώματα της Ανώτερης και της Τελικής Μεσολιθικής του Φράγχθι στα εργαλεία που έχουν κατασκευαστεί σε φολίδες και στους μικρόλιθους. Παρατηρούνται επίσης και διαφοροποιήσεις, όπως η προαναφερθείσα, αλλά και η απουσία των «τραπεζίων» που χαρακτηρίζουν την Ανώτερη Μεσολιθική του Φράγχθι, από τα ανώτερα μεσολιθικά στρώματα του Σπηλαίου 1 (Koumouzelis et al. 2003: 118). Επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες ραδιοχρονολογήσεις για τα νεώτερα χρονολογικά στρώματα του Σπηλαίου 1 είναι δύσκολο να προκύψει συμπέρασμα σε σχέση με τις διαφοροποιήσεις των λίθινων καταλοίπων αυτού και του Φράγχθι, δηλαδή εάν οι διαφορές των εργαλείων σχετίζονται με ζητήματα πρακτικών στη θηρευτική δραστηριότητα ή εάν οφείλονται στη χρονική απόσταση που έχουν μεταξύ τους οι δύο θέσεις. Σε περίπτωση που τα αντικείμενα από ξανθό πυριτόλιθο αναδεικνύουν όντως τη σχέση των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων με τις γεωργικές της αργολικής πεδιάδας, τότε τα στρώματα 3 και 5 συμπίπτουν χρονικά με τη φάση X, την Αρχαιότερη Νεολιθική του σπηλαίου του Φράγχθι (Koumouzelis et al. 2003: 118; Κουμουζέλη και Kozlowski 1996: 62). Το σπήλαιο Ulbrich (εικ. 11) βρίσκεται στον κόλπο του Ναυπλίου, όμως η ακριβής γεωγραφική θέση του είναι άγνωστη σήμερα. Ανασκάφηκε από τον αυστριακό αρχαιολόγο Adalbert Markovits (Galanidou 2003: 99). Ο ανασκαφέας αναγνώρισε στη θέση ένα στρώμα ωρινάκιας και ένα στρώμα προχωρημένης σε χρονολογία μαγδαλήνιας λιθοτεχνίας με κριτήριο τα μεγάλα μεγέθη των εργαλείων. Λίγα δεδομένα είναι γνωστά για το σπήλαιο του Ulbrich, καθώς ο Markovits αναφέρθηκε σε αυτό συζητώντας τη φάση της «Μεγαρικής» Παλαιολιθικής, η οποία θα αναφερθεί παρακάτω και θεώρησε πως το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε νωρίτερα από την άλλη θέση που ανάσκαψε, τη βραχοσκεπή του Ζαΐμη (Galanidou 2003: 107). Στο συγκεκριμένο σπήλαιο ανοίχτηκε μια δοκιμαστική τομή άγνωστων διαστάσεων. Η ανασκαφή έφτασε σε βάθος 60 εκ. φέρνοντας στο φως επτά ανασκαφικές ενότητες, που περιείχαν μεγάλη ποσότητα λίθινων και οστέινων καταλοίπων, αλλά και κατάλοιπα ζώων και οστρέων. Το ίδιο πλούσια ήταν και η συλλογή των καταλοίπων που συλλέχθηκαν από την επιφάνεια του σπηλαίου. Τα λίθινα αντικείμενα ήταν και κρίνοντας από τα 70

71 ευρήματα που αναδεικνύουν όλο το φάσμα της επεξεργασίας των πρώτων υλών, προέκυψε πως εάν όχι όλα, τουλάχιστον ένα μεγάλο ποσοστό των εργαλείων κατασκευάστηκε επί της θέσης. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των εργαλείων του Ulbrich ήταν πυριτόλιθος και χαλαζίας μέτριας ποιότητας. Τόσο η πηγή του πυριτόλιθου, όσο και η πηγή του χαλαζία ήταν διαθέσιμες στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το σπήλαιο (Galanidou 2003: 107). Ο χαλαζίας και ο πυριτόλιθος δεν ήταν οι μόνες πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν, αφού έχουν εντοπιστεί και εργαλεία από άλλους τύπους πυριτόλιθου, ίασπι και οψιανού (Galanidou 2003: 107). Το χαρακτηριστικό στοιχείο των λίθινων καταλοίπων που αποκαλύφθηκαν στο σπήλαιο του Ulbrich είναι η έντονη παρουσία φολίδων. Το στοιχείο αυτό έχει προκαλέσει προβληματισμό διότι αν και έχουν αποκαλυφθεί πυρήνες από τους οποίους αποκολλήθηκαν φολίδες, οι πυρήνες που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή λεπίδων είναι περισσότεροι. Το στρώμα ΙΙΙ περιελάμβανε φολίδες με γραμμική επεξεργασία, οι οποίες ανέρχονται σε ποσοστό 38, 5 % και γεωμετρικούς μικρόλιθους σε ποσοστό 19, 04 %. Επίσης, στο ίδιο στρώμα εντοπίστηκε μια μικρή λεπίδα με ράχη και μια αιχμή τύπου Sauveterre (Galanidou 2003: 108). Ο Tellenbach (1983), απέδωσε τα λίθινα κατάλοιπα του σπηλαίου στην Ανώτερη παλαιολιθική περίοδο ακολουθώντας το χρονολογικό σχήμα που είχε προταθεί από τον Markovits. Ωστόσο, η Κουμουζέλη (Koumouzelis et al. 1996: ) θεώρησε πως το στρώμα VII ανήκει στο χρονολογικό πλαίσιο της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ενώ το στρώμα III μπορεί να χρονολογηθεί στη Μεσολιθική περίοδο, λόγω των αρκετών φολίδων που έχουν βρεθεί σε αυτό. Σύμφωνα με την Γαλανίδου (Galanidou 2003: 108), τα στοιχεία των λίθινων καταλοίπων ενισχύουν την άποψη του Tellenbach (1983), με βάση την οποία η θέση χρονολογείται στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Από την άλλη πλευρά, όμως, η έλλειψη των πληροφοριών που σχετίζονται με τη στρωματογραφική ακολουθία και τα συνευρήματα των λίθινων καταλοίπων καθιστούν το συμπέρασμα αυτό αμφίβολο. Οι μελλοντικές αναλύσεις των λίθινων εργαλείων, των ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων και η ραδιοχρονολόγηση δειγμάτων, θα μπορέσουν να συμβάλλουν στη συζήτηση σε σχέση με τη χρονολόγηση των καταλοίπων της θέσης αυτής (Galanidou 2003: 109). Η βραχοσκεπή Ζαΐμη (εικ. 11) ανασκάφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από τον Adalbert Markovits. Ένα μέρος των δεδομένων και των συμπερασμάτων της ανασκαφικής έρευνας δημοσιεύθηκε από τον ανασκαφέα πριν από το Β Παγκόσμιο πόλεμο (1932; 1933) και ακολούθησε ακόμα μία δημοσίευση από τον Tellenbach το Τα λίθινα κατάλοιπα της θέσης επανεξετάστηκαν πρόσφατα από τη Γαλανίδου (Galanidou 71

72 2003: 101-7). Η βραχοσκεπή αυτή, ήταν ένας ασβεστολιθικός σχηματισμός στην περιοχή μεταξύ των Μεγάρων και της Κινέττας στη Αττική. Πιστεύεται πως η θέση καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της οδικής αρτηρίας που ενώνει σήμερα την Αθήνα με την Κόρινθο. Πιθανότατα, η βραχοσκεπή είχε ορατότητα προς το Σαρωνικό κόλπο και βρισκόταν περίπου 138 m ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας. Σύμφωνα με τον Markovits, το πλάτος της κυμαινόταν από 2 έως 5 m και το βάθος της άγγιζε τα 9 μ.. Η ανασκαφή ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1928 και διήρκησε για έξι εβδομάδες, ενώ το φυσικό δάπεδο της βραχοσκεπής εντοπίστηκε σε βάθος 2,10 m. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αναγνωρίστηκαν δέκα ανασκαφικές ενότητες (Ι έως Χ). Αν και οι ρίζες των φυτών είχαν εισχωρήσει στα αρχαιολογικά στρώματα με αποτέλεσμα την αναμόχλευση των αντικειμένων που περιείχε το κάθε ένα από αυτά, τα στρώματα της εξεταζόμενης περιόδου δεν διαταράχτηκαν λόγω της μεγάλης απόστασης που είχαν από την επιφάνεια του εδάφους (Galanidou 2003: 101). Τα στρώματα I έως V περιείχαν κατάλοιπα που εκπροσωπούσαν τις περιόδους από τη νεολιθική έως τη ρωμαϊκή, ενώ τα στρώματα VII έως ΙΧ περιείχαν κατάλοιπα ανθρώπινης δραστηριότητας, την οποία ο Markovits απέδωσε, αρχικά, χρονολογικά στη Μεσολιθική ή Επιπαλαιολιθική περίοδο, ενώ αργότερα θεώρησε πως ανήκαν στη χρονολογική βαθμίδα της «Μεγαρικής» Παλαιολιθικής, η οποία διαιρέθηκε σε πρώιμη και ύστερη φάση. Επιπλέον, το κενό ευρημάτων στρώμα VI όριζε, σύμφωνα με τον ανασκαφέα το χρόνο της μετάβασης από τη Μεσολιθική περίοδο στη Νεολιθική. Τα στρώματα VII έως ΙΧ, περιείχαν μεγάλο αριθμό λίθινων εργαλείων, κατάλοιπα οστών ζώων και κελυφών θαλασσίων και χερσαίων οστρέων. Σύμφωνα με τη δημοσίευση του Tellenbach (1983), ο Boesneck αναγνώριζε μέσα στο ζωοαρχαιολογικό υλικό τα οστά εξημερωμένων μορφών προβάτου και κατσίκας, τα οποία προήλθαν από το στρώμα VII. Μέχρι σήμερα παραμένει αδιευκρίνιστο αν όντως τα οστά αυτά ανήκαν σε εξημερωμένες μορφές των προαναφερθέντων θηλαστικών (Galanidou 2003: 104). Στα παραπάνω αναφερθέντα στρώματα εντοπίστηκαν αρκετά λίθινα εργαλεία κατασκευασμένα από ιάσπιδα, πυριτόλιθο και χαλαζία. Τα λιγότερα από αυτά εντοπίστηκαν στο στρώμα VII. Για την ακρίβεια το στρώμα αυτό απέδωσε 15 εργαλεία εκ των οποίων μόνο τα δύο έφεραν σαφή ίχνη επεξεργασίας (Galanidou 2003: 104). Τα εργαλεία των δύο επόμενων στρωμάτων παρουσίασαν κοινά χαρακτηριστικά, όπως τους μικρόλιθους που κατασκευάστηκαν σε λεπίδες, την απουσία λεπίδων με ράχη και την παρουσία μικρογλυφίδων (Galanidou 2003: 104). 72

73 Η παρουσία των μικρογλυφίδων υποδεικνύει τη χρήση της τεχνικής της μικρογλυφίδας στην κατασκευή των λίθινων εργαλείων, στοιχείο που χρήζει προσοχής. Η συγκεκριμένη τεχνική αναγνωρίζεται σε αρκετές θέσεις της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο. Οι μικρογλυφίδες είναι παρούσες στα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής στο Φράγχθι (Perlès 1999: 315), αλλά σχεδόν εκλείπουν ήδη κατά την κατώτερη φάση της Μεσολιθικής. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί στα στρώματα που χρονολογούνται στις αρχές του Ολόκαινου στο Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας (Koumouzelis et al. 2003: 115), ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση της τεχνικής της μικρογλυφίδας στο μεσολιθικό στρώμα της Θεόπετρας (Adam 1999: 267). Με βάση τα παραπάνω, είναι πιθανό, αν και όχι επιβεβαιωμένο, πως η τεχνική της μικρογλυφίδας είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται από τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου, ήδη από τις αρχές της Μεσολιθικής περιόδου. Σε περίπτωση που αυτό ισχύει, τότε τα στρώματα VII έως ΙΧ της βραχοσκεπής του Ζαΐμη θα έπρεπε να χρονολογηθούν στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, λόγω της παρουσίας των μικρογλυφίδων. Από την άλλα πλευρά, όμως, η παρουσία των μικρογλυφίδων ίσως συνιστά τη συνέχιση των πρακτικών της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου από τις θηρευτικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες της Μεσολιθικής και η βραχοσκεπή του Ζαΐμη να αποτελεί εξαίρεση που διαφοροποιείται από το γενικό «κανόνα» μέσα στο πλαίσιο των μεσολιθικών θέσεων (Galanidou 2003: 106). Παρόλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψιν τη γειτνίαση της βραχοσκεπής Ζαΐμη με τις θέσεις της Αργολίδας, το Φράγχθι και το Σπήλαιο 1 φαίνεται πιθανότερη η εκδοχή της χρονολόγησης της θέσης στην Ανώτερη Παλαιολιθική και όχι η χρήση διαφορετικών πρακτικών για την επεξεργασία των λίθινων εργαλείων και των μικρόλιθων. Πάλι, όμως, το ζήτημα αυτό δεν απλουστεύεται γιατί στα στρώματα της βραχοσκεπής δεν έχουν εντοπιστεί λεπίδες με ράχη, οι οποίες αποτελούν το χαρακτηριστικό εργαλειακό τύπο της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, αλλά αντιθέτως υπάρχουν μικρόλιθοι (Galanidou 2003: 106). Η απουσία των λεπίδων με ράχη, είναι πιθανό να είναι φαινομενική και να σχετίζεται με τη μικρή έκταση της ανασκαφής, η οποία δεν συνέβαλλε στην απόκτηση μιας ολοκληρωμένης εικόνας και με την απουσία της διαδικασίας το κοσκινίσματος που ίσως βοηθούσε στην αποκάλυψη μικρών τμημάτων των λεπίδων (Galanidou 2003: 106). Ένα βιαστικό συμπέρασμα σε σχέση με την απουσία των λεπίδων θα μπορούσε να τοποθετήσει χρονικά τη βραχοσκεπή στις αρχές του Ολόκαινου, όμως οι λεπίδες με ράχη δεν απουσιάζουν πλήρως από τις θέσεις των αρχών της Μεσολιθικής περιόδου. Για παράδειγμα 73

74 στα μεσολιθικά στρώματα του Φράγχθι ο συγκεκριμένος τύπος εργαλείου, γνωρίζει μεν μια ραγδαία πτώση στη συχνότητα της χρήσης του, δεν εκλείπει,όμως, πλήρως 11 (Perlès 1990:114, 2003a: 80). Στο μεσολιθικό στρώμα του Σιδαριού δεν συμβαίνει το ίδιο, αφού οι λεπίδες με ράχη απουσιάζουν πλήρως (Sordinas 1970, 2003: 89-97). Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν την επιλεκτική χρήση του συγκεκριμένου τύπου, η οποία πιθανώς οριζόταν από παράγοντες που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στην εκάστοτε θέση και τις θηρευτικές πρακτικές (Galanidou 2003: 106). Οι γεωμετρικοί μικρόλιθοι που εντοπίστηκαν στα στρώματα της βραχοσκεπής του Ζαΐμη θεωρήθηκαν αρχικά αδιάψευστο τεκμήριο για τη χρονολόγηση της θέσης στο πλαίσιο της Μεσολιθικής περιόδου, αλλά όπως προαναφέρθηκε, o ίδιος ο ανασκαφέας μετά από επιμελή μελέτη του υλικού κατέταξε τη θέσης στη «Μεγαρική» Παλαιολιθική περίοδο (Galanidou 2003: 104). Εντάσσοντας τη βραχοσκεπή του Ζαΐμη στο γενικότερο πλαίσιο της απώτερης προϊστορίας του ελλαδικού χώρου και συγκρίνοντας τα ευρήματα με αυτά από άλλες θέσεις, είναι δυνατό να προκύψει το εξής συμπέρασμα: Τα ανασκαφικά δεδομένα των τελευταίων χιλιετιών της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου από το Φράγχθι, αναδεικνύουν την εισαγωγή στοιχείων που αποτελούν αργότερα, δηλαδή κατά τη Μεσολιθική περίοδο, χαρακτηριστικά γνωρίσματά της (Perlès 1999: 314). Το Φράγχθι δεν είναι η μοναδική θέση που μπορεί να παρατηρηθεί το φαινόμενο αυτό, αφού στο Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας επικρατεί η αντίστοιχη κατάσταση (Koumouzelis et al. 2003: 114-5). Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, δεν είναι απίθανο στη βραχοσκεπή του Ζαΐμη να συμβαίνει το ίδιο. Δεν αποκλείεται δηλαδή, η θέση να ανήκει χρονολογικά στα τέλη του Πλειστόκαινου, όπως υποδεικνύεται από τη χρήση της τεχνικής της μικρογλυφίδας, αλλά λόγω των κλιματολογικών μεταβολών και της συνακόλουθης αλλαγής των καθημερινών δραστηριοτήτων των ομάδων και της αλλαγής των ειδών της πανίδας να κρίθηκε απαραίτητη η αναδιαμόρφωση στον τομέα των λίθινων εργαλείων που οδήγησε στην εισαγωγή των μικρόλιθων (Galanidou 2003: 106). Το σπήλαιο της Θεόπετρας (εικ. 11) αποτελεί τη μόνη μεσολιθική θέση που υπάρχει στην ενδοχώρα του ελλαδικού χώρου (Θεσσαλία). Το μεσολιθικό στρώμα βρίσκεται πάνω σε απόθεση της τελευταίας παγετώδους περιόδου (Karkanas et al. 1999: ). Το στρώμα που περιλαμβάνει υλικό της Μεσολιθικής περιόδου δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένο στον εσωτερικό χώρο του σπηλαίου, καθώς δεν εντοπίζεται στην κεντρική περιοχή του (Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Οι επιχώσεις που συνιστούν το μεσολιθικό 11 Συγκεκριμένα, το ποσοστό των λεπίδων με ράχη στη φάση VI του Φράγχθι ανέρχεται στο 36, 5 %, ενώ στη φάση VII (Κατώτερη Μεσολιθική) το ποσοστό είναι μόλις 6 % (Perles 2003a: 80). 74

75 στρώμα του σπηλαίου της Θεόπετρας αντικατοπτρίζουν τη χρονική περίοδο των έως και χρόνων πριν από σήμερα, η οποία σημαδεύτηκε από υγρές κλιματολογικές συνθήκες και υψηλότερες θερμοκρασίες και αποτελεί τη μετάβαση από τη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου σε αυτήν του Ολόκαινου. H μετάβαση από τη μία γεωλογική περίοδο στην επόμενη διακόπηκε από το κλιματικό επεισόδιο της «Νεαρής Δρυάδος» που χαρακτηρίστηκε από επιστροφή σε ψυχρές και ξηρές συνθήκες και άφησε το αποτύπωμα του στο σπήλαιο της Θεόπετρας σε ένα στρώμα καύσης των χρόνων πριν από σήμερα (Kαρκάνας και Wiener 2000: 41; Kyparissi Apostolika 2003: 189). Είναι γνωστό, ότι τα αρχαιολογικά στρώματα του σπηλαίου της Θεόπετρας παρουσιάζουν σοβαρή διατάραξη εξαιτίας των υδάτων που εισέβαλλαν από τους καρστικούς σχηματισμούς (Kyparissi- Apostolika and Kotzamani 2005: 174). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι να μην υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Μέχρι στιγμής τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα έχουν δώσει στοιχεία για 17 χρονολογίες που εμπίπτουν στο πλαίσιο της Μεσολιθικής περιόδου και αναδεικνύουν μια διάρκεια χρήσης του χώρου για περίπου έως χρόνια (Kυπαρίσση- Αποστολίκα 2000: 21, Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Το στρώμα που περιλαμβάνει τα υλικά κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου είναι σχετικά ομοιογενές ως προς τη σύστασή του και χαρακτηρίζεται από εστίες που έχουν χρονολογηθεί στην κατώτερη φάση της περιόδου. Οι εστίες είναι πιθανό να χαρακτηρίζουν τη συνολική διάρκεια της περιόδου, αλλά αυτό θα γίνει γνωστό όταν αναλυθούν τα κατάλοιπα του άνθρακα που έχουν συλλεχθεί από άλλες ανασκαφικές τομές με παρόμοια στοιχεία (Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Από τη μελέτη των λίθινων εργαλείων είναι δυνατό να προκύψουν τα παρακάτω συμπεράσματα (Αδάμ 2000: ; Adam 1999b: ): Το μεγαλύτερο ποσοστό των λίθινων εργαλείων κατασκευάστηκε με πρώτη ύλη τον ραδιολαρίτη (Αδάμ 2000: 165, 166), οι πηγές του οποίου ήταν διαθέσιμες στην περιοχή της Πίνδου, σε κοντινή απόσταση με το σπήλαιο της Θεόπετρας. Η πρώτη ύλη έφτανε στο σπήλαιο με τη μορφή στρογγυλών πλακών και η επεξεργασία της λάμβανε χώρα in situ. Στη συλλογή των λίθινων εργαλείων έχει εντοπιστεί ένας μεγάλος αριθμός φολίδων και δεν υπάρχουν μικρές λεπίδες (εικ. 10 και 15). Οι επεξεργασμένες μορφές περιλαμβάνουν κολοβώσεις, εγκοπές και φολίδες, ενώ δεν έχουν εντοπιστεί λεπίδες με ράχη ή γεωμετρικοί μικρόλιθοι. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση μικρογλυφίδας στην επεξεργασία των λίθινων αντικειμένων. Οι μικρολεπίδες απαντούν σπανίως (Αδάμ 2000: 165; Adam 1999b: 268). Η 75

76 μελέτη των λίθινων αντικειμένων δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, όμως με βάση τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί είναι δυνατό να ειπωθεί πως τα μεσολιθικά εργαλεία από το σπήλαιο της Θεόπετρας δεν ακολουθούν το μοντέλο άλλων ευρωπαϊκών θέσεων. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούν μια τυπική συλλογή λίθινων αντικειμένων που θυμίζουν αυτά μιας αντίστοιχης χρονολογικά θέσης του ευρωπαϊκού χώρου. Τα εργαλεία της Θεόπετρας, σύμφωνα με την Αδάμ (Adam 1999b: 269) παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά της Ανώτερης Μεσολιθικής του Φράγχθι (Αδάμ 2000: 165; Perlès 1990: 43-83), όμως η τυπολογία τους είναι πιο περιορισμένη εν συγκρίσει με τα δεδομένα της δεύτερης θέσης (Adam 1999b: 269). Επίσης, διακρίνεται η υπεροχή των φολίδων, όπως συμβαίνει και στα μεσολιθικά εργαλεία από τη θέση Σιδάρι (Αδάμ 2000: 165). Η παρουσία οστράκων στο στρώμα της Μεσολιθικής περιόδου στη Θεόπετρα αποκτά μεγάλη σημασία σύμφωνα με την ανασκαφέα της θέσης (Kyparissi-Apostolika 2003: 191). Η πλειονότητα των οστράκων είναι συγκεντρωμένη σε τρία ανασκαφικά τετράγωνα και πρόκειται κυρίως για θραύσματα μικρών αγγείων μονόχρωμης κεραμικής, ενώ σε μερικές περιπτώσεις έχει επιδιωχθεί η διακόσμηση της επιφάνειας με απλές σκουρόχρωμες γραμμές. Τα τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά μοιάζουν πιο πρώιμα εν συγκρίσει με αυτά των αγγείων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Μοιάζει πολύ πιθανό, δεδομένης της διαταραχής στη στρωματογραφική ακολουθία του σπηλαίου και του γεγονότος πως δεν έχουν εντοπιστεί θραύσματα αγγείων σε καμιά άλλη μεσολιθική θέση του ελλαδικού χώρου, τα όστρακα να εισχώρησαν στο μεσολιθικό στρώμα από το ανώτερό του, το οποίο περιλαμβάνει υλικό της Αρχαιότερης Νεολιθικής, η ανασκαφέας όμως, σημειώνει το 2003, πως τα όστρακα βρέθηκαν περίπου 45 εκ. κάτω από το αρχαιότερο νεολιθικό στρώμα και πως τα πρώιμα τεχνολογικά και διακοσμητικά τους χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν ένα αρχαϊκό στάδιο της κεραμικής τεχνολογίας κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Kyparissi-Apostolika 2003: 193). Τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα (Κοτζαμάνη 2009: ; Μαγκαφά 2000: 135-8) που προέρχονται από το μεσολιθικό στρώμα του σπηλαίου της Θεόπετρας περιλαμβάνουν δίκοκκο και σκληρό σιτάρι και κριθάρι, αλλά και άγρια όσπρια, όπως η φακή (Κοτζαμάνη 2009: ; Kyparissi-Apostolika and Kotzamani 2005). Τα κατάλοιπα αναδεικνύουν πως οι μεσολιθικές θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες της Θεόπετρας συμπεριελάμβαναν στη διατροφή τους τις συγκεκριμένες φυτικές πηγές (Κοτζαμάνη 2009: 244; Kyparissi- Apostolika and Kotzamani 2005). Η παρουσία των εξημερωμένων μορφών των τύπων του σιταριού προκαλεί προβληματισμό, λόγω της απουσίας του άγριου μορφολογικά 76

77 προγόνου, όπως επίσης και των συγκεκριμένων εξημερωμένων μορφών από άλλες παλαιότερες και σύγχρονες της Θεόπετρας θέσεις, αλλά και από τα παλιότερα στρώματα της ίδιας της θέσης (Kyparissi-Apostolika and Kotzamani 2005). Είναι πιθανό η παρουσία των καταλοίπων αυτών στο μεσολιθικό στρώμα να οφείλεται στην εισχώρηση του συγκεκριμένου είδους από το αρχαιολογικό στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου 12, όπως πιθανολογείται και για τα όστρακα που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα με τις έρευνες του Bottema στην περιοχή της Θεσσαλίας (1979: 29-40), φαίνεται πως περίπου χρόνια πριν από σήμερα, οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν λιγότερο δυσχερείς συγκριτικά με αυτές που επικρατούσαν κατά την περίοδο που διήρκησε η φάση Last Glacial Maximum και επέτρεψαν την εξάπλωση της δασικής βλάστησης και των φυλλοβόλων φυτών. Τα συμπεράσματα της μελέτης του Bottema συμπίπτουν με αυτά της ανθρακολογικής μελέτης των καταλοίπων της Θεόπετρας, η οποία διενεργήθηκε από τη Μαρία Ντίνου (2000: 69-80) και επιβεβαιώνει την παρουσία φυλλοβόλων ειδών, όπως η φτελιά και η βελανιδιά (Ντίνου 2000: 71). Η εικόνα της βλάστησης της περιόδου των αρχών του Ολόκαινου, έτσι όπως μεταφέρεται από τις έρευνες του Bottema και της Ντίνου, επιβεβαιώνεται και από τη συλλογή των καταλοίπων των ζωικών οστών. Πιο συγκεκριμένα, οι ανασκαφείς του σπηλαίου έχουν εντοπίσει κατάλοιπα οστών από αγριόχοιρο, ζωικό είδος που εντοπίζεται σε περιοχές με δασική κάλυψη (Rowley-Conwy and Newton 2000: 130), αλλά και οστά που προέρχονται από είδη αιγοπροβάτων, τα οποία δεν παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις αναφορικά με τα οστά των εξημερωμένων ειδών της κατσίκας και του προβάτου των ανώτερων στρωμάτων (Newton 2003: 201). Όπως αναφέρθηκε στην περίπτωση των οστράκων και του εξάστοιχου κριθαριού, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, τα οστά αυτά να κατέληξαν στο μεσολιθικό στρώμα ύστερα από στρωματογραφική διαταραχή (Newton 2003: 201). Η πιθανότητα αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί έως ότου υπάρξουν τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης των οστών (Newton 2003: 202). Ιδιαίτερη σημασία για τη μετέπειτα συζήτηση αποκτά η εύρεση, στο μεσολιθικό στρώμα, μιας ταφής. Πρόκειται για την ταφή μιας νεαρής γυναίκας, περίπου ετών, η οποία βρέθηκε ανέπαφη και σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης (Stravopodi et al. 1999: ; Manolis and Stravopodi 2003: ;). Η νεαρή γυναίκα είχε ταφεί σε ρηχό λάκκο, με το κεφάλι της σε υψηλότερο επίπεδο (Kyparissi-Apostolika 2003: 189), ενώ το σώμα βρισκόταν σε ημισυνεσταλμένη στάση (Manolis and Stravopodi 2003: 207). Ένα αντικείμενο από πυριτόλιθο εντοπίστηκε δίπλα στα γόνατά της και ακόμα ένα κοντά στο 12 Η πιθανότητα αυτή είναι ισχυρή εάν αναλογιστεί κανείς την παρουσία σπόρων κεχριού στο ίδιο στρώμα, οι οποίοι παρείσφρησαν από τα στρώματα της Εποχής του Χαλκού (Κοτζαμάνη 2009: 238) 77

78 στήθος της. Άλλα δύο πυριτολιθικά αντικείμενα εντοπίστηκαν γύρω από το σκελετό (Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Τα συγκεκριμένα αντικείμενα είναι πιθανό να αποτελούν κτερίσματα ή σκόπιμες αποθέσεις που λάμβαναν χώρα σε κάποιο τελετουργικό ταφικό έθιμο των χρηστών του χώρου της Θεόπετρας (Kyparissi-Apostolika 2003: 189). Προς το παρόν, τα στοιχεία που υπάρχουν, τόσο από τη Θεόπετρα, όσο και από άλλες θέσεις της μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα για τη διαμόρφωση ενός τελικού συμπεράσματος σε σχέση με τα ταφικά έθιμα της περιόδου. Τα ευρήματα του σπηλαίου της Θεόπετρας περιλαμβάνουν κατάλοιπα εστιών, φυτικών και ζωικών ειδών και αντικατοπτρίζουν τη δράση των θηρευτικώντροφοσυλλεκτικών ομάδων που χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο κατά τη Μεσολιθική περίοδο. Παράλληλα, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Θεόπετρας δεν αναδεικνύουν μια ομάδα με υψηλό βαθμό κινητικότητας που θα χρησιμοποιούσε το σπήλαιο ως περιστασιακό καταφύγιο στο πλαίσιο της μετακίνησής της από τη μία περιοχή στην άλλη. Αντιθέτως, αυτό που προκύπτει σύμφωνα με την ανασκαφέα της θέσης, μέσω των ευρημάτων, είναι οι σταθερές συνθήκες κατοίκησης. Συσχετίζοντας τα παραπάνω δεδομένα με τη παρουσία της ταφής στο εσωτερικό του σπηλαίου η Κυπαρίσση-Αποστολίκα τονίζει ότι η ταφή στο χώρο κατοίκησης περιλαμβάνει την ιδέα της φροντίδας των νεκρών στο χώρο του «οίκου», ή αλλιώς στην περιοχή του domus, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει την απόπειρα εξημέρωσης της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας, σύμφωνα με τον Hodder (1990). Παρόλα αυτά, το σπήλαιο αποτελεί ένα φυσικό καταφύγιο, εν αντιθέσει με την οικία, η οποία κατασκευάζεται από ανθρώπινα χέρια μετά από την επένδυση εργασίας και χρόνου. Με βάση τα παραπάνω και σε συνδυασμό με τον εντοπισμό ήμερων μορφολογικά σπόρων άγριου κριθαριού η ανασκαφέας της Θεόπετρας θεωρεί πως τα ερωτήματα για την αρχή του παραγωγικού σταδίου και την εξημέρωση στα γεωγραφικά όρια του ελλαδικού χώρου θα μπορούσαν εν μέρει να απαντηθούν με αφετηρία τη μελέτη του υλικού του σπηλαίου (Kyparissi-Apostolika 2003: 194). Το Σπήλαιο του Κύκλωπα (εικ. 11) βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της νησίδας Γιούρα στις Β. Σποράδες, 150 μ πάνω από τη στάθμη της θάλασσας και ανασκάφηκε μεταξύ του 1992 και του Ο κύριος στόχος της ανασκαφής του σπηλαίου ήταν η διερεύνηση της χρονικής ακολουθίας της προϊστορικής χρήσης των πηγών και της κατοίκησης στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Σποράδων. Η ανασκαφική δραστηριότητα στο σπήλαιο αποκάλυψε μια ακολουθία αρχαιολογικών στρωμάτων που χρονολογούνται από το Πρώιμο Ολόκαινο έως τη Ρωμαϊκή περίοδο (Sampson 2008: xix-xx, 4). Με βάση τα 78

79 ραδιοχρονολογικά δεδομένα, τα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου του Κύκλωπα τοποθετούνται μεταξύ της 9 ης και της 7 ης χιλιετίας π. Χ, γεγονός που τα καθιστά σύγχρονα με τα αντίστοιχα στρώματα του Φράγχθι (Σάμψων 2010: 70). Τα λίθινα κατάλοιπα (εικ. 16) των μεσολιθικών στρωμάτων περιλαμβάνουν 164 αντικείμενα (109 φολίδες, 9 λεπίδες και 38 εργαλεία με επεξεργασία) κατασκευασμένα από πυριτόλιθο και χαλαζία και 15 από μηλιακό οψιανό (8 εργαλεία, 4 λεπίδες, 2 φολίδες και ένα θραύσμα) (Sampson et al. 2003: ). Η κατανομή των λίθινων εργαλείων μεταξύ των αρχαιολογικών στρωμάτων δεν είναι ομοιόμορφη, αφού τα κατώτερα περιέχουν το μικρότερο ποσοστό εργαλείων, τα οποία είναι κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου από πυριτικά πετρώματα (Sampson et al. 2003: 123). Οι τριπτήρες που εντοπίστηκαν στα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου, αναδεικνύουν σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 62) το ενδεχόμενο της επεξεργασίας φυτικών τροφών. Επίσης, τα μεσολιθικά στρώματα της θέσης περιείχαν μεγάλο αριθμό από οστέινα αγκίστρια (εικ. 17), τα οποία σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσοστό οστών ψαριών, θαλάσσιων οστρέων, οστών πτηνών και θηλαστικών (Mylona 2003: ; Trandalidou 2003: ), οδήγησε τον ανασκαφέα να συμπεράνει πως η θέση αξιοποιούταν στο πλαίσιο της εποχικής μετακίνησης θηρευτικώντροφοσυλλεκτικών ομάδων, οι οποίες προσανατολίζονταν προς την αλιεία, το κυνήγι μικρών πτηνών και θηλαστικών (Σάμψων 2008: 202, 204). Τα ζωοαρχαιολογικά δεδομένα της θέσης αναδεικνύουν την ύπαρξη ελαφοειδών, κατσικιών, λίγων προβάτων και άγριων μορφολογικά χοίρων, τα οποία πιθανότατα μεταφέρθηκαν στο νησί προκειμένου να κυνηγηθούν και να καταναλωθούν. Σύμφωνα με την Τρανταλίδου, τα οστά των κατσικιών φέρουν δείγματα πρωτοεξημέρωσης και αυτό πιθανώς οφείλεται στη διαδικασία επιλεκτικής διασταύρωσης μετά τη μεταφορά τους στο νησί, με σκοπό την εξημέρωση (Trandalidou 2003: 170). Ο μικρός πληθυσμός προβάτων πιθανότατα μεταφέρθηκε στο νησί κατά τις αρχές της 8 ης χιλιετίας π.χ από την περιοχή της Μέσης Ανατολής και η απουσία κεράτων από τα θηλυκά χαρακτηρίστηκε από την ίδια ερευνήτρια ως ένδειξη εξημέρωσης. Οι μελέτες στα οστά των γουρουνιών δεν έχουν οδηγήσει σε συμπεράσματα σε σχέση με τη μορφολογική τους κατάσταση. Τα αρχαιοβοτανικά δείγματα που συλλέχθηκαν από το χώρο της ανασκαφής περιλαμβάνουν μορφολογικά άγρια φακή και κατάλοιπα ακαθόριστων ειδών δημητριακών (Σάμψων 2010: 70). Ο μεσολιθικός οικισμός του Μαρουλά βρίσκεται στην Κύθνο (εικ. 21) κοντά στο σύγχρονο οικισμό Λουτρά και χρονολογείται στην 9 η χιλιετία π. Χ, μεταξύ του έως 79

80 8.600 π. Χ. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, η θέση χρησιμοποιήθηκε για λίγους αιώνες κατά την αρχή της 9 ης χιλιετίας π. Χ (Σάμψων 2010: 125) Η θέση αυτή είχε επισημανθεί το 1975 από τον Honea, ο οποίος ανάφερε τον εντοπισμό ενός προ-νεολιθικού οικισμού (Honea 1975: 277-9). Παρόλα αυτά η άποψη του Honea αμφισβητήθηκε έντονα από προϊστορικούς αρχαιολόγους, οι οποίοι εργάζονταν στην περιοχή του Αιγαίου (Cherry 1979: 22-47, 1981: 41-68;) που θεωρούσαν ότι οι διατροφικές πηγές των νησιών του Αιγαίου ήταν περιορισμένες και απέτρεπαν το ενδεχόμενο κατοίκησης ενός μόνιμου πληθυσμού πριν τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Η πρώτη έρευνα στο χώρο, το 1995 είχε σωστικό χαρακτήρα. Η ανασκαφική έρευνα συνεχίστηκε μεταξύ των ετών 2001 έως 2005 από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και την ΚΑ Εφορεία των Κυκλάδων (Sampson et al. 2002: 45-67; Sampson 2005: , 2008: 13-7) καλύπτοντας την έκταση των τμ (Σάμψων 2010: 91). Η ανασκαφική δραστηριότητα αποκάλυψε αρχιτεκτονικές κατασκευές, ταφές, λίθινα εργαλεία και κατάλοιπα ζώων και φυτών. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, τα οικήματα του Μαρουλά είχαν κυκλικό σχήμα με διάμετρο 3 έως 4 μ και το δάπεδό τους επιστρωνόταν με πέτρες, ενώ κάποια από αυτά χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες από μία φορές. Οι κατασκευές αλλού εντοπίζονται συγκεντρωμένες, όπως συμβαίνει στο κεντρικό τμήμα του οικισμού και αλλού κατανέμονται πιο αραιά (Σάμψων 2010: 102). Οι περισσότερες και πιο κατεστραμμένες οικίες βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του οικισμού, η οποία γειτνιάζει με τη θάλασσα. Ο τύπος του κυκλικού οικήματος, εμφανίστηκε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω κατά την δραστηριότητα των φορέων του συμπλέγματος Kebaran και τη Νατούφια περίοδο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (Gorring-Morris 1998: 158; Verhoven 2004: 232). Η παρουσία όμοιου τύπου κατασκευών κατά την ίδια περίοδο στην Κύπρο, τη συνδέει με την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο μεταξύ της Κύπρου και του Μαρουλά, παρατηρείται μια μεγάλη διαφοροποίηση, αφού στην περιοχή της Κύπρου τα οικήματα αυτά ανήκουν σε γεωργικές ομάδες που έχουν περάσει στο παραγωγικό στάδιο και με βάση τις ραδιοχρονολογήσεις και τα κατάλοιπα διαμένουν μόνιμα στους οικισμούς, ενώ στο Μαρουλά, οι κατασκευές αυτές κατοικούνται από ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με αμφισβητούμενο, προς το παρόν βαθμό μονιμότητας (Σάμψων 2010: 112). Παρόμοιοι τύποι οικημάτων δεν συναντώνται στο πλαίσιο της Μεσολιθικής περιόδου της Νοτιανατολικής Ευρώπης. Στο Μαρουλά, φαίνεται πως υπάρχει ποικιλομορφία ως προς τις κατασκευές χώρων ταφής αφού δύο τάφοι είχαν σκαφτεί στο μαλακό σχιστόλιθο, δύο άλλοι είχαν τη 80

81 μορφή απλών αβαθών λάκκων ελλειψοειδούς σχήματος με μικρές πέτρες περιμετρικά και μία ταφή εντοπίστηκε σε αβαθή λάκκο στην περίμετρο του οποίου υπήρχαν πέτρες που στήριζαν μια μεγάλη πλάκα (Sampson 2008: 13-4; Σάμψων 2010: 106). Σε όλες τις περιπτώσεις ο νεκρός ήταν τοποθετημένος σε συνεσταλμένη στάση και δεν συνοδευόταν από κτερίσματα. Η παρουσία μακρών οστών και μιας σιαγόνας κάτω από τα δάπεδα δύο οικημάτων, όπως επίσης και της συγκέντρωσης οστών πάνω στο δάπεδο μιας κατασκευής (εικ. 20), αλλά και η απουσία των κρανίων από ορισμένους σκελετούς, κάτι το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης δευτερογενών ταφών, παραπέμπουν σε ταφικές πρακτικές της Νατούφιας φάσης, ενώ η τοποθέτηση της πλάκας πάνω από το νεκρό, θυμίζει αντίστοιχα παραδείγματα της Ain Mallaha και του El Wad (Sampson and Katsarou 2004: 13-5; Σάμψων 2010: 112). Οι 26 ταφές του Μαρουλά, έρχονται να προστεθούν σε ένα περιορισμένο αριθμητικά σύνολο ταφών της Μεσολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, αφού ταφικές πρακτικές έχουν παρατηρηθεί μόνο στο Φράγχθι (Cullen 1995: ) και τη Θεόπετρα (Manolis and Stravopodi 2003: ). Τα λίθινα εργαλεία του Μαρουλά, κατασκευάστηκαν από τοπικό χαλαζία (80% του συνόλου), μηλιακό οψιανό (16, 8% του συνόλου) και πυριτόλιθο (Sampson et al. 2002; Σάμψων 2010: 117). Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει φολίδες μικρού μεγέθους από χαλαζία και οψιανό, οδοντωτά, πλευρικά ξέστρα, οπείς, μικρογλυφίδες και εγκοπές (εικ. 18 και 19). Σύμφωνα με τον Koszlowski (2006) τα λίθινα εργαλεία του Μαρουλά, εκφράζουν την απόπειρα των ομάδων να προσαρμοστούν στη χρήση των πρώτων υλών της περιοχής και συγκριμένα στο χαλαζία. Ο Μαρουλάς παρουσιάζει ομοιότητες με άλλες μεσολιθικές θέσεις του ελλαδικού χώρου, όπως το Φράγχθι (Perlès 1990), κυρίως όσον αφορά την έμφαση στην παραγωγή φολίδων και στην μικρή συχνότητα παρουσίας μικρολιθικών εργαλείων (Σάμψων 2010: 118). Στο χώρο του οικισμού, εντοπίστηκαν κατάλοιπα γουρουνιών, λαγών, αλεπούς, κουναβιού και πτηνών. Τα καμένα και με ίχνη εγκοπών οστά των γουρουνιών μαρτυρούν την αξιοποίηση των συγκεκριμένων ζωικών ειδών στο πλαίσιο των διατροφικών πρακτικών. Η εξέταση των οστών των γουρουνιών, προκειμένου να διαφωτιστεί το ζήτημα της εξημέρωσης, δεν έφεραν στο φως αποτελέσματα, αφού το δείγμα είναι μικρό και παρουσιάζεται ποικιλομορφία ανάμεσα στα άτομα (Trandalidou 2008: 25). Είναι πιθανό, από τη στιγμή που οι πληθυσμοί των γουρουνιών δεν φαίνονται να είναι γηγενείς στο νησί της Κύθνου, τα ζώα αυτά να μεταφέρθηκαν στον οικισμό από τους κατοίκους του Μαρουλά προκειμένου να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της κυνηγετικής δραστηριότητας. Τα 81

82 αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα περιορίζονται σε δείγματα σπόρων φυτών της ανοιχτής στέπας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 115), η παρουσία των μυλόλιθων και των γουδιών υποδεικνύει την παρουσία άγριων μορφολογικά δημητριακών. Παρόλα αυτά, δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα άγριων μορφολογικά δημητριακών στη θέση αυτή. Η θέση Σιδάρι (εικ. 11) βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της Κέρκυρας και ανασκάφθηκε μεταξύ των ετών από τον Αύγουστο Σορδίνα (Sordinas 2003: 89). Το 2004, η Η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κερκύρας πραγματοποίησε νέα έρευνα στη θέση με στόχο να λύσει τα ανοιχτά ζητήματα του υλικού που είχε συγκεντρωθεί από την παλιότερη ανασκαφή και τη διερεύνηση των παλαιοπεριβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούσαν στο Σιδάρι κατά τις αρχές του Ολόκαινου (Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007). Η ανασκαφή του Σορδίνα αποκάλυψε πέντε βασικά στρώματα, που διαμορφώθηκαν από γεωλογικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες (Sordinas 2003: 89). Το στρώμα D, περιλαμβάνει τα κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου, ανασκάφθηκε μεταξύ των ετών (Sordinas 1968) και χρονολογήθηκε μεταξύ των και χρόνων π. Χ.. Το στρώμα αυτό αποτελεί σύμφωνα με τον ανασκαφέα έναν οστρεοσωρό, ο οποίος σχηματίστηκε από τη συσσώρευση των υπολειμμάτων των οστρέων που πιθανότατα αξιοποιήθηκαν από τις μεσολιθικές ομάδες της θέσης στο πλαίσιο των διατροφικών πρακτικών (Sordinas 2003: 92). Το στρώμα D περιελάμβανε περίπου 1670 λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο, τα οποία είχαν κατασκευαστεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σορδίνα στην ίδια τη θέση (Sordinas 2003: 91). Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των εργαλείων δεν έχει εντοπιστεί μέχρι στιγμής στο νησί της Κέρκυρας και το στοιχείο αυτό οδήγησε το Σορδίνα να υποθέσει πως οι κάτοικοι της θέσης μετέφεραν την πρώτη ύλη από κάπου αλλού (Sordinas 2003: 91). Τα λίθινα κατάλοιπα της θέσης χαρακτηρίζονται από την παρουσία μη γεωμετρικών μικρόλιθων (εικ. 22), οι οποίοι σύμφωνα με το Σορδίνα, θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί ως τμήματα σύνθετων εργαλείων (Sordinas 2003: 92). Οι επιφανειακές έρευνες του Runnels στην Ήπειρο (Runnels et al. 1999) και την Αργολίδα (Runnels et al. 2005: , 2009: 57-73), έχουν συμβάλλει στον εντοπισμό λίθινων καταλοίπων στις περιοχές αυτές. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται η παρουσία έξι θέσεων στο νομό της Πρέβεζας (εικ. 21) (Runnels et al. 1999: 126), στις οποίες έχουν εντοπιστεί λίθινα εργαλεία που φέρουν τεχνολογικές και τυπολογικές ομοιότητες με τα μεσολιθικά εργαλεία από το σπήλαιο Φράγχθι και το Σιδάρι. Οι περίπου 20 θέσεις της Αργολίδας (εικ. 23), ερμηνεύονται από την ομάδα των ερευνητών (Runnels et al. 2005: 259), 82

83 ως θέσεις εξειδικευμένης δραστηριότητας, ή ως σημεία εποχικής κατοίκησης από ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών που δραστηριοποιούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας. Ανακεφαλαιώνοντας, ο όγκος των δεδομένων που σχετίζονται με τη μελέτη και την κατανόηση των οικιστικών, διατροφικών και τεχνολογικών πρακτικών των τελευταίων θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του ελλαδικού χώρου προέρχεται από τις παραπάνω θέσεις. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο μικρός αριθμός των θέσεων καθιστά δύσκολη την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων που να λειτουργούν αντιπροσωπευτικά για το σύνολο της διάρκειας της Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο. Ταυτόχρονα, τα στρωματογραφικά προβλήματα που παρατηρούνται σε ορισμένες από τις παραπάνω θέσεις (π. χ Θεόπετρα, Κλεισούρα) καθιστά αμφίβολα τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη των υλικών τους καταλοίπων. Η κατάσταση αυτή, έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας σειράς αναπάντητων ερωτημάτων που σχετίζονται με τη φύση και το χαρακτήρα της Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα ο χαρακτήρας της περιόδου αυτής περιγράφεται στη βιβλιογραφία με τον όρο «ιδιοσυγκρασιακός» (Galanidou and Perlès 2003: 31). Ο ιδιοσυγκρασιακός αυτός χαρακτήρας είναι πιθανό να οφείλεται στην απόπειρα προσαρμογής των ανθρώπινων ομάδων στα ιδιαίτερα περιβαλλοντικά και χαρακτηριστικά του ελλαδικού χώρου ή να αποτελεί έναν κοινό τόπο μεταξύ των ομάδων αυτών, ο οποίος μπορεί να μην σχετίζεται με τους παραπάνω παράγοντες. Από την άλλη πλευρά έχει υποστηριχθεί (Runnels 1995: 275) πως οι μεσολιθικές ομάδες του ελλαδικού χώρου, ήταν στραμμένες προς τις θαλάσσιες πηγές, ενώ τα δεδομένα της Θεόπετρας, της Κλεισούρας και του Φράγχθι, υποδεικνύουν τη συμβολή του κρέατος άγριων θηλαστικών στη διατροφή των μεσολιθικών ομάδων. Αν και οι τρόποι προσαρμογής που υιοθετούνται από τις ομάδες αυτές διαφοροποιούνται από θέση σε θέση, δεν μπορεί να προκύψει, μέχρι στιγμής, κάποιο γενικό συμπέρασμα από τη συνεκτίμηση των δεδομένων των θέσεων της Μεσολιθικής. 83

84 Κεφάλαιο 4: Τα χαρακτηριστικά της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα 4.1 H Ακεραμική Νεολιθική Η αρχή της Νεολιθικής περιόδου για τον ελλαδικό ξεκινά περίπου το π. Χ με την εμφάνιση των πρώτων γεωργικών κοινοτήτων στην Κνωσό (Εfstratiou et al. 2004: 39-49, 2008; Evans 1964: , 1968: , 1971: ), το Φράγχθι (Jacobsen 1969: ), τη Θεσσαλία (Γαλλής 1992), ενώ κατά τα πρόσφατα έτη η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως θέσεις με κατάλοιπα της περιόδου στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009: ; Λιούτας και Κώτσος 2008: 241-8; Χονδρογιάννη- Μετόκη 2002: ). Στη χρονολογική ακολουθία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, η οποία διαρκεί έως το π. Χ περίπου, εντάσσονται περίπου 250 οικισμοί, εκ των οποίων οι περισσότεροι βρίσκονται στην περιοχή της Θεσσαλίας (Perlès 2001: 113). Συνεπώς, η Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδος αποτέλεσε μια χρονική φάση μακράς διάρκειας, κατά την οποία η γεωργία και η κτηνοτροφία εξαπλώθηκαν στο έδαφος του ελλαδικού χώρου. Η ύπαρξη ή όχι κεραμικής στα κατώτερα στρώματα των πρώιμων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, αποτελεί ένα ανοιχτό ζήτημα. Ο Milojčić (1952), ήταν ο πρώτος ερευνητής που μίλησε για την ύπαρξη ακεραμικού στρώματος στον ελλαδικό χώρο, ενώ αργότερα, η ανασκαφική του δραστηριότητα στην θέση Άργισσα (εικ. 24), στη Θεσσαλία επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του αυτό, καθώς τα κατώτερα στρώματα περιείχαν ελάχιστη κεραμική σε σχέση με τα ανώτερα (Milojčić 1955: , 1956: , 1959: 1-56, 1960: ). Λίγα χρόνια αργότερα, ο Evans (1964: ), στη δημοσίευση των συμπερασμάτων από την ανασκαφική έρευνα στα νεολιθικά στρώματα της Κνωσού (εικ. 24) αναφέρει την ύπαρξη ακεραμικών στρωμάτων στη θέση αυτή. Τέλος, οι έρευνες στον οικισμό του Σέσκλου (εικ. 24) (Θεοχάρης 1957: 151-9, 1962: 39-48, 1963: 40-4, 1964: 27-35, 1968: 24-30, 1969: 27-34, 1973: 7-12, 1974: 14-20, 1975: 22-5, 1977: 88-99, 1978: 88-93, 1979: ), το Γεντίκι (εικ. 24) (Θεοχάρης 1962: 170-9), τη Σουφλί Μαγούλα (εικ. 24) (Θεοχάρης 1958: 70-86) και το Αχίλλειο (εικ. 24) (Θεοχάρης 1962: 170-9), τεκμηρίωσαν, σύμφωνα με το Θεοχάρη την ύπαρξη της φάσης αυτής στους παραπάνω οικισμούς. 84

85 Το 1970, ο Nandris επανεξέτασε τα διαθέσιμα δεδομένα καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως τα στρώματα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν με τον όρο ακεραμικά (Nandris 1970: 193). Ο Bloedow (1991: 1-43, 1992: 49-57), αναφέρει πως τα δεδομένα που χαρακτηρίζουν τη φάση αυτή δεν στηρίζουν το χαρακτηρισμό της ως ακεραμική. Το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι της φάσης αυτής, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συζήτηση που σχετίζεται με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου και της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο, αφού για ορισμένους αρχαιολόγους, όπως ο Θεοχάρης (1967, 1973: 35), η ύπαρξη της φάσης αυτής τεκμηρίωνε τη γηγενή πορεία που ακολούθησαν οι μεσολιθικές θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες του ελλαδικού χώρου προς την εξημέρωση των φυτών και των ζώων. Αν και ο Milojčić αναφέρει τα κατώτερα στρώματα του οικισμού της Άργισσας ως ακεραμικά, η εικόνα που προκύπτει με βάση τα δημοσιευμένα ανασκαφικά δεδομένα είναι πολύ διαφορετική, αφού στα στρώματα αυτά εντοπίστηκαν περίπου 122 όστρακα, τα οποία δεν διαφοροποιούνται από αυτά που έχουν βρεθεί στα ανώτερα στρώματα. Ο Miloijčić (Miloijčić et al. 1962: 8, 14) τονίζει πως τα όστρακα αυτά παρεισέφρησαν στα προκεραμικά στρώματα, λόγω της διάνοιξης των πασσαλοτρυπών και της δραστηριότητας των ζωικών οργανισμών. Η επανεξέταση των δεδομένων της Άργισσας, οδήγησε την Reingruber (2005: ) να συμπεράνει πως, τα προκεραμικά στρώματα, τα οποία περιγράφει ο Milojčić στις αναφορές του δεν είναι κενά οστράκων και δεν περιλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά μιας εγκατάστασης μεταβατικού χαρακτήρα, αφού ήδη στα στρώματα αυτά υπάρχουν τεκμήρια για την καλλιέργεια πλήρως εξημερωμένων μορφών δημητριακών, την εκμετάλλευση πλήρως εξημερωμένων ζώων και την κατασκευή κεραμικών αγγείων. Όσον αφορά τον οικισμό του Σέσκλου, ο Θεοχάρης περιέγραψε στις αναφορές του έναν «Παλαιότατο Κεραμικό Ορίζοντα» κάτω από τα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου που περιείχαν κεραμική, ο οποίος περιελάμβανε λίγα και «αρχαϊκού» χαρακτήρα όστρακα, που προέρχονταν από περίπου δέκα διαφορετικά αγγεία. Με κριτήριο τα παραπάνω δεδομένα, ο Θεοχάρης μίλησε για την ύπαρξη μιας χρονολογικής φάσης, κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν οι πρώτοι πειραματισμοί σε σχέση με την κατασκευή κεραμικών αγγείων. Παρόλα αυτά, στα ακεραμικά στρώματα του Σέσκλου, αναφέρεται η παρουσία μερικών οστράκων, για τα οποία όμως δεν παρέχονται ποσοτικές και στρωματογραφικές λεπτομέρειες (Βloedow 1991: 31). Σύμφωνα με τους Thissen και Reingruber (2005: 309), η Wijnen αναφέρει πως τα κατώτερα στρώματα του τομέα Α 85

86 περιείχαν μερικά όστρακα. Σχετικά με τον τομέα Γ, η Reingruber (2005: 165-6), αμφισβητεί την ύπαρξη προκεραμικών στρωμάτων. Οι οικισμοί Σουφλί Μαγούλα και Αχίλλειο ανασκάφθηκαν από το Θεοχάρη, το 1958 και το 1961 αντίστοιχα. Σύμφωνα με τις αναφορές του ανασκαφέα τα κατώτατα στρώματα των δύο αυτών οικισμών δεν περιείχαν ενδείξεις για την κατασκευή και τη χρήση κεραμικής. Η ερευνητική δραστηριότητα στο Αχίλλειο συνεχίστηκε από την Gimbutas κατά τα έτη 1973 και 1974 (Gimbutas 1974: ; Gimbutas et al. 1989) και στη Σουφλί Μαγούλα από τον Γαλλή κατά τα έτη 1974 έως 1976 (Γαλλής 1975, 1982). Τόσο η Gimbutas όσο και ο Γαλλής ανέφεραν, πως τα κατώτατα στρώματα των δύο θέσεων έφεραν όστρακα και το γεγονός αυτό καθιστά μη έγκυρη, με βάση τα λεγόμενα της Reingruber (2005: 166), την αναφορά του Θεοχάρη. Οι περισσότερες ακεραμικές θέσεις χαρακτηρίζονται από την παρουσία λάκκων και ορυγμάτων και την απουσία αρχιτεκτονικών κατασκευών 13. Στον οικισμό του Σέσκλου, ο Θεοχάρης αναφέρει την ύπαρξη αρκετών λάκκων, πασσαλοτρυπών, όπως επίσης, πέντε λακκοειδών κατοικιών στο χώρο της Ακρόπολης και ακόμη μίας στον τομέα Γ. Ο Θεοχάρης ερμήνευσε τα κατάλοιπα αυτά ως μικρές καλύβες, οι οποίες είχαν χτιστεί με πάσσαλους και λάσπη, όμως η Wijnen (1992: 57) τόνισε πως οι λάκκοι αυτοί δεν ήταν κατοικίες, αλλά εξυπηρετούσαν κατά πάσα πιθανότητα, άλλους σκοπούς, όπως ήταν η εξόρυξη πηλού. Τα κατάλοιπα των ακεραμικών στρωμάτων της Άργισσας περιλαμβάνουν μεγάλους, ελλειψοειδείς λάκκους, σκαμμένους στο φυσικό βράχο και έξω από αυτούς πασσαλότρυπες. Μέσα στους λάκκους αυτούς, εντοπίστηκαν αποσπασματικά περιγράμματα από πηλό και φυτικά κατάλοιπα, με αποτέλεσμα τα στοιχεία αυτά να ερμηνευθούν από τον Milojčić, ως αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (Milojčić et al. 1962). Στη Σουφλί Μαγούλα δεν έχουν εντοπιστεί λάκκοι και τα κατάλοιπα της ακεραμικής φάσης έχουν εντοπιστεί επάνω σε ένα στρώμα από ποταμίσιες κροκάλες, το οποίο ο Θεοχάρης ερμήνευσε ως δάπεδο (Θεοχάρης 1958: 83-4). Τα λίθινα και οστέινα κατάλοιπα των ακεραμικών στρωμάτων της Θεσσαλίας παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό ομοιότητας με αυτά των ανώτερων στρωμάτων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου που περιέχουν κεραμική. Για παράδειγμα, τα ακεραμικά στρώματα της Άργισσας και του Σέσκλου, περιλαμβάνουν οστέινες βελόνες, οι οποίες δεν 13 Για παράδειγμα στη θέση Δενδρά, της Αργολίδας (Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1992), αναφέρεται η παρουσία λάκκων σκαμμένων στο μαλακό ασβεστολιθικό υπόστρωμα, οι οποίοι περιελάμβαναν πήλινες εστίες και κατάλοιπα ωμών πλινθιών και ερμηνεύτηκαν από την ανασκαφέα, ως ημιυπόγειες κατοικίες. 86

87 παρουσιάζουν διαφορές από αυτές των κεραμικών στρωμάτων, αναδεικνύοντας μια ώριμη γνώση των κατοίκων των στρωμάτων αυτών σε σχέση με τις απαιτήσεις της επεξεργασίας των οστέινων αντικειμένων. Επίσης, τα στρώματα αυτά περιλαμβάνουν δείγματα λειασμένων εργαλείων και λεπίδες (εικ. 25) που κατασκευάζονται από πυριτόλιθο και μηλιακό οψιανό και φέρουν ενίοτε ίχνη χρήσης που αποδίδονται σε γεωργικές εργασίες, όπως ο θερισμός (όπως οι λεπίδες της Άργισσας) (Perlès 2001: 78). Παρά τον χαρακτηρισμό των παραπάνω αρχαιολογικών στρωμάτων με τον όρο ακεραμικά, προκειμένου να δηλωθεί η απουσία οστράκων και κεραμικών αγγείων, τα δημοσιευμένα ανασκαφικά δεδομένα αναδεικνύουν τη χρήση πηλού για την κατασκευή αντικειμένων στους οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως είναι τα πήλινα ενώτια και τα ανθρωπόμορφα ειδώλια. Στο ακεραμικό στρώμα της Άργισσας έχει εντοπιστεί ένα πήλινο ενώτιο, ενώ στο Σέσκλο, σε έναν από τους λάκκους, που σύμφωνα με το Θεοχάρη είχε χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, έχουν αποκαλυφθεί τμήματα πήλινων ειδωλίων (Wijnen 1981: 45). Τα παραπάνω παραδείγματα εμπλουτίζονται, αν αναλογιστεί κανείς τους πήλινους αμφικωνικούς πεσσούς των προκεραμικών στρωμάτων των θέσεων Άργισσα και Σουφλί Μαγούλα και την πήλινη χάντρα που έχει αποκαλυφθεί στη δεύτερη (Milojčić et al. 1962). Τα κατάλοιπα όλων των παραπάνω θέσεων περιλαμβάνουν εξημερωμένες μορφές μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής, προβάτου, αγελάδας και χοίρου. Τα κατάλοιπα της εξημερωμένης μορφής κατσικιού δεν έχουν αναγνωριστεί με βεβαιότητα ανάμεσα στα ζωοαρχαιολογικά ευρήματα των οικισμών αυτών (Perles 2001: 73). Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, τα ακεραμικά στρώματα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου περιλαμβάνουν αρκετά από τα στοιχεία εκείνα της ώριμης νεολιθικής οικονομίας, τα οποία δεν παρουσιάζουν μεταβατικά χαρακτηριστικά και δεν φέρουν χαρακτηριστικά πρώτο- εξημέρωσης, όπως το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το κριθάρι και εξημερωμένα ζώα. Η κατάσταση στο σπήλαιο του Φράγχθι (εικ. 24), μοιάζει να είναι πιο περίπλοκη, εάν αυτή συγκριθεί με τα προκεραμικά στρώματα των οικισμών της θεσσαλικής περιοχής. Πιο συγκεκριμένα, στη συγκεκριμένη θέση έχουν αναγνωριστεί τρεις διαδοχικές φάσεις: Η Τελική Μεσολιθική, η Ακεραμική Νεολιθική και η Αρχαιότερη Νεολιθική (Perlès 2001: 46). Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Τελική Μεσολιθική αποτελεί μια φάση που χαρακτηρίζεται από τη μειωμένη ένταση της δραστηριότητας στο χώρο του σπηλαίου. Η Ακεραμική Νεολιθική, που ακολουθεί τη φάση αυτή τεκμηριώνεται σε μια μικρή περιοχή της ανασκαφείσας έκτασης, αλλά χαρακτηρίζεται από διακριτές μεταβολές στις 87

88 αρχαιολογικές επιχώσεις. Στο μεγαλύτερο μέρος της στρωματογραφικής της ακολουθίας παρουσιάζονται διαταράξεις, οι οποίες οφείλονται στη χρήση του σπηλαίου κατά τις μεταγενέστερες περιόδους (Jacobsen and Farrand 1987; Perlès 1990a; Vitelli 1993). Τα κατάλοιπα του στρώματος αυτού, προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζουν παράλληλα στοιχεία συνέχειας και διακοπής των πρακτικών που παρατηρήθηκαν κατά τη Μεσολιθική περίοδο. Τα στοιχεία που αναδεικνύουν τη συνέχεια στο στρώμα της ακεραμικής Νεολιθικής περιόδου στο Φράγχθι, περιλαμβάνουν τη συνέχιση της κατοίκησης στο χώρο του σπηλαίου και την παρουσία μορφολογικά άγριων σπόρων (Ηansen 1991) και θαλάσσιων οστρέων του είδους Cerithum vulgatum (Shackleton 1988) που συλλέγονταν από τους μεσολιθικούς κατοίκους του σπηλαίου. Επιπλέον, τα λίθινα κατάλοιπα της φάσης αυτής (εικ. 26) περιλαμβάνουν τύπους οδοντωτών, εγκοπών και τερματικών ξέστρων, που θυμίζουν τους αντίστοιχους εργαλειακούς τύπους των μεσολιθικών στρωμάτων της θέσης. Ωστόσο, οι λεπίδες και οι τράπεζες που κατασκευάζονται από καλής ποιότητας πρώτες ύλες και με διαφορετικές πρακτικές επεξεργασίας, εμφανίζονται απότομα στο στρώμα αυτό και συνυπάρχουν με τους παραπάνω τύπους εργαλείων (Perlès 2001: 46). Οι νέοι εργαλειακοί τύποι δεν είναι το μόνο στοιχείο καινοτομίας που παρατηρείται στα προκεραμικά στρώματα του Φράγχθι, αφού σύμφωνα με τα ζωοαρχαιολογικά δεδομένα, τα κατάλοιπα του εξημερωμένου γουρουνιού υπερτερούν αριθμητικά σε σχέση με τα υπόλοιπα οστά ζώων της συλλογής (Payne 1975: 129) και με βάση τα αρχαιοβοτανικά δείγματα το στρώμα αυτό περιείχε κατάλοιπα σπόρων εξημερωμένων μορφών δίκοκκου σιταριού και κριθαριού (Hansen 1991: ). Σύμφωνα με τον Εvans (1971: 102) τα λίγα όστρακα που περιείχε το κατώτερο στρώμα του νεολιθικού οικισμού της Κνωσού είναι το αποτέλεσμα κάποιας διαταραχής στη στρωματογραφική ακολουθία. Επίσης, ο ίδιος θεώρησε πως εξαιτίας της απουσίας αρχιτεκτονικών κατασκευών, τα κατάλοιπα του στρώματος αυτού αντανακλούν μια πρώιμη και προσωρινού χαρακτήρα κατασκήνωση (Evans 1964). Το 1997, με αφορμή τη διενέργεια αναστηλωτικών έργων στην Κεντρική Αυλή του ανακτόρου, ανοίχτηκε μια δοκιμαστική τομή, η οποία είχε ως στόχο τη διερεύνηση των επιχώσεων του νεολιθικού οικισμού της Κνωσού (Efstratiou et al. 2004: 39). Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη μελέτη των ευρημάτων του ακεραμικού στρώματος της Κνωσού αναδεικνύουν μια ώριμη νεολιθική κοινότητα, η οποία, παρά την απουσία κεραμικής, καλλιεργούσε εξημερωμένες μορφές 88

89 δημητριακών, εκμεταλλευόταν εξημερωμένες μορφές ζώων και κατασκεύαζε λίθινα και οστέινα εργαλεία (Efstratiou 2008: 43; Efstratiou et al. 2004: 44). Παρά τα προβλήματα που παρουσιάζει η διερεύνηση των στρωμάτων της ακεραμικής περιόδου, αυτό που προκύπτει είναι πως τα στρώματα αυτά έφεραν σαφή δείγματα για την καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών σιταριού και την εκμετάλλευση εξημερωμένων μορφών ζώων, παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά μιας ώριμης νεολιθικής οικονομίας, χωρίς ενδείξεις πειραματισμού και διαδικασίας πρωτοεξημέρωσης. Μάλιστα, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, τα είδη αυτά που απαντώνται σε εξημερωμένη μορφή στα ακεραμικά στρώματα των οικισμών του ελλαδικού χώρου (σιτάρι, κριθάρι, φακή, μπιζέλι, αγελάδα, πρόβατο, γουρούνι) αποτέλεσαν τον πυρήνα της νεολιθικής οικονομίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (Μοοre et al. 2000) και της Κύπρου (Peltenburg et al. 2001a: 61-93, 2001b: 35-64), εγείροντας το ζήτημα της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από τις περιοχές αυτές προς τον ελλαδικό χώρο και λειτουργώντας ενισχυτικά στην ερμηνεία της δημογραφικής εξάπλωσης. Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη των θέσεων αυτών και η διάρκειά τους στο χρόνο αναδεικνύει την επιτυχημένη προσαρμογή των πρώτων γεωργών στον ελλαδικό χώρο και τη βαθιά γνώση των πρώτων νεολιθικών κατοίκων του ελλαδικού χώρου σε σχέση με τις καλλιεργητικές και κτηνοτροφικές πρακτικές. Το γεγονός της απουσίας των κεραμικών αγγείων από τα στρώματα αυτά δεν υποδεικνύει πως οι κάτοικοι των θέσεων αυτών δεν χρησιμοποιούσαν αγγεία. Οι κάτοικοι των ακεραμικών στρωμάτων θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν αγγεία από ξύλο, καλάθια ή ασκούς από δέρματα, υλικά τα οποία δύσκολα αφήνουν αρχαιολογικά αποτυπώματα. Από την άλλη πλευρά, η παρουσία των ορυγμάτων, ίσως αντανακλά το πρώτο στάδιο της κατοίκησης των οικισμών αυτών μέχρι την κατασκευή των οικημάτων, ή να υποδεικνύει τις απόπειρες των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου, οι οποίοι μόλις έφτασαν αποπειράθηκαν να εξάγουν πηλό για κατασκευάσουν τα σπίτια τους, ή στράφηκαν προς την κατασκευή πρόχειρων οικημάτων για να στεγαστούν έως ολοκληρωθούν τα σπίτια από ξύλο και πηλό. Η στρωματογραφική θέση, η παλαιότητα εν συγκρίσει με τα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου που περιλαμβάνουν κεραμική και η απουσία ή η σπανιότητα των οστράκων που παρατηρείται στα στρώματα αυτά οδηγούν τη Perlès (2001: 95) να υιοθετήσει τον όρο «Αρχική Νεολιθική» προκειμένου να περιγράψει τα στρώματα αυτά. Παρόλα αυτά, όπως τονίζει, η παρουσία των στρωμάτων αυτών στους οικισμούς του ελλαδικού χώρου δεν τεκμηριώνει μια διαδικασία γηγενούς μετάβασης προς το 89

90 παραγωγικό στάδιο, αφού τα εξημερωμένα είδη, αντανακλούν την «εισαγωγή» της ώριμης παραγωγικής οικονομίας στο έδαφος του ελλαδικού χώρου. Ωστόσο, υπάρχουν ερευνητές που θεωρούν πως η φάση αυτή δεν θα πρέπει να διαχωρίζεται από την Αρχαιότερη Νεολιθική και την τοποθετούν στο πλαίσιο της Αρχαιότερης Νεολιθικής Ι (Bloewdow 1991: 1-43; Reingruber 2005: ) 4.2 Οι πρώιμοι νεολιθικοί οικισμοί και η αρχαιολογία τους Οι τύποι των οικισμών Τα κατάλοιπα των θέσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο εντοπίζονται συνήθως κάτω από αρκετά μέτρα επιχώσεων, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τη διαμόρφωση των τεχνητών γηλόφων που αναφέρονται ως «τούμπες» στη Μακεδονία και ως «μαγούλες» στη Θεσσαλία και προέκυψαν από τη διαρκή ανοικοδόμηση νεολιθικών οικημάτων επάνω στα θεμέλια ή τους τοίχους των πιο πρώιμων. Η διαδικασία της διαμόρφωσης της «τούμπας» ή της «μαγούλας» πιθανότατα ξεκίνησε κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο. Ενδείξεις επαναλαμβανόμενης ανοικοδόμησης πάνω στα θεμέλια παλαιότερων κτιρίων και διαδοχικές στρώσεις δαπέδων μέσα στο ίδιο σπίτι κατά την Αρχαιότερη φάση της Νεολιθικής περιόδου έχουν εντοπιστεί σε μια σειρά οικισμών. Πιο συγκεκριμένα, στην φάση 3 του Προδρόμου (Χουρμουζιάδης 1971) έχουν αποκαλυφθεί δέκα διαδοχικές φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής και στη Νέα Νικομήδεια (Pyke and Yiouni 1996) ορισμένα από τα οικήματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου ανοικοδομούνται τρεις φορές. Επίσης, διαδοχικές στρώσεις δαπέδων και οικοδομική δραστηριότητα πάνω στα λίθινα θεμέλια των προηγούμενων σπιτιών έχουν εντοπιστεί στο Αχίλλειο (Gimbutas et al. 1989), στο Γεντίκι (Θεοχάρης 1962 β), στην Ελάτεια (Weinberg 1962), στην Οτζάκι Μαγούλα (Milojcic- von Zumbusch and Milojcic 1971), στα Γιαννιτσά Β (Χρυσοστόμου 1993) και στη θέση Φυλλοτσαΐρι, όπου η ανασκαφέας αναφέρει στοιχεία επισκευών στα πασσαλόπηκτα σπίτια (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009). Σύμφωνα με τον Κωτσάκη (2008a: 489), η διαδικασία της επαναλαμβανόμενης ανοικοδόμησης από την νεολιθική κοινότητα σημαίνει την κατοχή του συγκεκριμένου τόπου από αυτήν και υποδηλώνει συμβολικά την αρχαιότητα των κατοίκων και τη μακρά διάρκεια της παρουσίας των κατοίκων στον οικισμό. Μέσω του σχηματισμού της «μαγούλας» εμφανίζεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο η έννοια του τόπου ως μόνιμου 90

91 σημείου αναφοράς στο τοπίο και ως χώρου συμπύκνωσης των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων μιας ομάδας ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτείται η διάκριση μεταξύ του κοινωνικού και του παραγωγικού χώρου, αφού η καλλιέργεια φυτών γίνεται έξω από την «μαγούλα», δηλαδή τον κοινωνικό χώρο. Επίσης, θεωρείται πως οι τεχνητοί γήλοφοι αναδεικνύουν την έμφαση που έδιναν οι άνθρωποι της Νεολιθικής περιόδου στο ζήτημα της σύσφιξης των σχέσεων των μελών της κοινότητας και στην έννοια της διάρκειας του οικισμού στο πέρασμα των γενεών (Perlès 2001: 175). Ωστόσο, είναι πιθανό η διαδικασία σχηματισμού της μαγούλας ή τούμπας να ξεκινά για καθαρά πρακτικούς λόγους, όπως η εξοικονόμηση χώρου για την ύπαρξη περισσότερων καλλιεργήσιμων εκτάσεων ή των πρώτων υλών που απαιτούνταν για την οικοδόμηση των σπιτιών. Ο γήλοφος δεν αποτελεί το μοναδικό τύπο οικισμού που ξεκίνησε να αναπτύσσεται κατά το διάστημα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, αφού τα ανασκαφικά δεδομένα του ελλαδικού χώρου δίνουν πληροφορίες για την ύπαρξη επίπεδων οικισμών, στους οποίους οι διαδοχικές φάσεις εμφανίζονται κατά μήκος και πλάτος της συνολικής έκτασης του οικισμού και όχι καθ ύψος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των γηλόφων. Με άλλα λόγια, οι κάτοικοι των θέσεων αυτών επέλεγαν να οικοδομήσουν τα νέα οικήματα δίπλα στα παλαιότερα και όχι επάνω από αυτά. Ο οικισμός της Νέας Μάκρης στην Αττική (Παντελίδου- Γκόφα 1991) και η θέση Ρεβένια Κορινού στη Μακεδονία (Μπέσιος και Αδακτύλου 2008: ) αποτελούν παραδείγματα επίπεδων θέσεων κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο Η έκταση των πρώιμων νεολιθικών οικισμών και ο πληθυσμός τους Οι περισσότερες θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου βρίσκονται κάτω από επιχώσεις αρκετών μέτρων και είναι μερικώς ανεσκαμμένοι. Συνεπώς σε σχέση με το ζήτημα της συνολικής έκτασης που κάλυπταν οι οικισμοί της συγκεκριμένης χρονολογικής περιόδου, μπορούν να γίνουν μόνον ορισμένες εκτιμήσεις. Ο Γαλλής (1992) θεωρεί, πως ο μέσος όρος έκτασης των πρώτων γεωργικών οικισμών της Θεσσαλίας ήταν περίπου 3 έως 4 εκτάρια. Οι Pyke και Γιούνη (1996: 47) θεωρούν πως κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας είχε έκταση 2,4 εκτάρια. Οι παραπάνω εκτιμήσεις δεν φαίνονται εξωπραγματικές, αν αναλογιστεί κανείς την έκταση των γηλόφων 91

92 της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία συνήθως ξεπερνά τα 1 έως 3 εκτάρια (Bar-Yosef and Belfer-Cohen 1991: 190). Η παραπάνω αδυναμία καθιστά δυσχερές εγχείρημα την απόπειρα εκτίμησης του αριθμού των κατοίκων ενός οικισμού της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας μπορεί να μεταφέρει μια εικόνα σε σχέση με τον αριθμό του πληθυσμού που φιλοξενούσε ένας οικισμός της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Όπως προαναφέρθηκε, η έκταση του οικισμού της Νέας Νικομήδειας κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο υπολογίζεται περίπου στα 2,4 εκτάρια (Rodden 1965). Σύμφωνα με τους Pyke και Γιούνη (1996: 44) στην περίοδο αυτή ανήκουν τα κατάλοιπα επτά κτιρίων που χρησιμοποιούνταν ως οικήματα. Θεωρώντας πως οι διαστάσεις των οικημάτων είναι σταθερές, οι Pyke και Γιούνη (1996: 48) εκτιμούν πως κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας περιελάμβανε περίπου εκατό σπίτια που φιλοξενούσαν περίπου άτομα. Παρόλα αυτά, αφού μέχρι στιγμής δεν έχει αποκαλυφθεί η συνολική έκταση του οικισμού οι εκτιμήσεις αυτές ενδέχεται να μεταβληθούν. Ο Halstead (1981a: 312) με τη σειρά του υπολογίζει των πληθυσμό των πρώτων γεωργικών οικισμών σε 120 έως 240 άτομα, ενώ ο Renfrew (1972: 238) θεωρεί πιθανό τον αριθμό 200 κατοίκων ανά εκτάριο. Ο Jacobsen (1981: 313) θεώρησε υπερβολική την εκτίμηση του Renfrew και πιθανότερο τον αριθμό των 100 κατοίκων ανά εκτάριο, εκτίμηση που βρίσκει σύμφωνο τον Broodbank (1992: 43) Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα Σε πολλές κοινωνίες η αρχιτεκτονική αντανακλά τον τρόπο που μια ομάδα οργανώνεται κοινωνικά, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίον αντιλαμβάνεται το χώρο. Η κατανομή των σπιτιών μέσα στο χώρο του οικισμού, το μέγεθός τους, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την οικοδόμηση είναι δυνατό να σχετίζονται σε μεγάλο ή μικρό βαθμό με τις κοινωνικές σχέσεις των μελών της κοινότητας, όπως εδώ μιας νεολιθικής κοινότητας (Coudart 1994: 228). Τα αρχαιολογικά στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου βρίσκονται συνήθως κάτω από αρκετά μέτρα αρχαιολογικών αποθέσεων που δημιουργήθηκαν κατά τις μεταγενέστερες φάσεις της Νεολιθικής και ενίοτε κατά την Εποχή του Χαλκού, με αποτέλεσμα τα κατάλοιπα των οικισμών των πρώτων φάσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου να αποκαλύπτονται σε περιορισμένη έκταση στους ανεσκαμμένους οικισμούς (Perlès 2001: 175). Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, στην περιοχή του ελλαδικού χώρου απαντώνται πασσαλόπηκτες ορθογώνιες κατασκευές, ενίοτε 92

93 με λίθινα θεμέλια, στα οποία στηριζόταν τοίχος από ξύλα και πηλό (τεχνική pisé), αλλά και σπίτια κατασκευασμένα από πλιθιά (εικ. 27 και 28) (Perlès 2001: 184). Η παρουσία δίρριχτης στέγης, τουλάχιστον σε κάποια από τα οικήματα, επιβεβαιώνεται από τα ομοιώματα πήλινων οικίσκων (Κωτσόπουλος 2009). Κατά την αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, οι κατοικίες ήταν πιθανό να αποτελούνταν από απλές, αβαθείς κοιλότητες σκαμμένες στο έδαφος, όπως αυτές που παρατηρούνται στη θέση Φυλλοτσαΐρι της Κοζάνης (Καραμήτρου Μεντεσίδη 2009: 124; Κωτσόπουλος 2009: 20) και των Δενδρών στην Αργολίδα (Πρωτονοτάριου- Δεϊλάκη 1992). Πιθανές ημιυπόγειες κατοικίες αναφέρονται και στην περιοχή της Μικρής Βόλβης (Λιούτας και Κώτσος 2008). Λόγω των λίγων δεδομένων δεν είναι ακόμη δυνατό να προκύψει ένα τελικό συμπέρασμα σε σχέση με τον προσανατολισμό των κτιρίων ή για τη διάταξη που είχαν τα σπίτια μέσα στη συνολική έκταση του οικισμού. Οι παραπάνω οικοδομικές πρακτικές επιβεβαιώνονται από μια σειρά οικισμών με κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Στον Πρόδρομο (Χουρμουζιάδης 1971), όπως και στο Αχίλλειο (Winn and Shimabuku 1989a) οι πασσαλότρυπες αναδεικνύουν την ύπαρξη πασσαλόπηκτων κατασκευών και στο Σέσκλο (Wijnen 1992) έχουν εντοπιστεί σπίτια με λίθινα θεμέλια, όπως τα σπίτια της Νέας Μάκρης (Παντελίδου- Γκόφα 1991), επάνω στα οποία υψώνεται τοίχος από ξύλα και πηλό. Ενίοτε, οι πασσαλότρυπες επιχρίονταν με πηλό, όπως στο Αχίλλειο (Winn and Shimabuku 1989a: 36). Στην Οτζάκι Μαγούλα (Milojčić- von Zumbush and Milojčić 1971) και τη Μαγουλίτσα (Παπαδοπούλου 1958: 39-49) δεν έχουν εντοπιστεί λίθινα θεμέλια και τα σπίτια χτίζονταν κατευθείαν πάνω στο έδαφος με πλινθιά. Για τη στέγαση των σπιτιών δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες. Η στέγη των νεολιθικών σπιτιών θα μπορούσε να είναι επίπεδη ή δίρριχτη. Έχουν αποκαλυφθεί αποτυπώματα μιας αχυροσκεπής από την Αρχαιότερη Νεολιθική Ι της Κνωσού (Efstratiou υπό εκτύπωση: 11) και μια στέγη σε βάθος 3,50 μ από τον Πρόδρομο, η οποία είχε κατασκευαστεί από ξύλα, κορμούς και κλαδιά δέντρων. Κατάλοιπα μιας στέγης από ξύλα έχουν εντοπιστεί και στα Γιαννιτσά Β (Χρυσοστόμου 1993). Παρόλα αυτά στον οικισμό Φυλλοτσαΐρι της Κοζάνης έχει εντοπιστεί μια υπόγεια κατοικία, ενώ σε μεταγενέστερη φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου παρουσιάζονται πασσαλόπηκτες κατασκευές ακανόνιστου, ορθογώνιου σχήματος, παρόμοιες με αυτές της Νέας Νικομήδειας (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009: 124). Ο πηλός εκτός από οικοδομικό υλικό και πέραν της χρήσης του στην επίστρωση των δαπέδων, αποτέλεσε βασική πρώτη ύλη για τις βοηθητικές κατασκευές που υπήρχαν μέσα στο χώρο του σπιτιού και εξυπηρετούσαν στην διεκπεραίωση των οικιακών 93

94 δραστηριοτήτων, όπως ράφια, πάγκοι, πλατφόρμες και εστίες (Perlès 2001: 192). Το παράδειγμα της Νέας Νικομήδειας περιλαμβάνει ένα δωμάτιο σπιτιού με μια εστία, έναν πάγκο από πηλό και έναν αποθηκευτικό λάκκο που τα τοιχώματά του είχαν επιχριστεί με το ίδιο υλικό (Rodden and Rodden 1964a). Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι σε αυτόν το χώρο ήταν πιθανό να πραγματοποιούνταν εργασίες που σχετίζονταν με την αποθήκευση και την προετοιμασία της τροφής για κατανάλωση. Στην επόμενη φάση του οικισμού εντοπίστηκαν σε δύο σπίτια εστίες με πήλινο περίγραμμα. Σε ένα από τα σπίτια του οικισμού της Νέας Μάκρης (Θεοχάρης 1956: 1-29) η εστία ήταν επίπεδη και είχε κατασκευαστεί επάνω σε πλατφόρμα, ενώ υπάρχουν και στοιχεί για ορθογώνιες εστίες, όπως αυτή από τον οικισμό της Άργισσας (Milojčić 1959: 1-56; Milojčić et al 1962). Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω παραδείγματα, οι εστίες αποτελούσαν κοινό τόπο κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, παρότι η τοποθεσία τους μέσα στο σπίτι και το σχήμα τους μπορεί να διέφεραν όχι μόνο μεταξύ των οικισμών, αλλά ακόμα και μέσα στις κατασκευές του ίδιου οικισμού. Οι καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων ενός οικισμού της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου δεν λάμβαναν χώρα μόνο στο εσωτερικό των σπιτιών αλλά και έξω, στους χώρους που με βάση τις υποθέσεις των ερευνητών ήταν κοινοί για όλα τα μέλη της κοινότητας (Perlès 2001: 194). Στους ανεσκαμμένους οικισμούς έχουν εντοπιστεί στοιχεία και κατασκευές, όπως λάκκοι, εστίες και φούρνοι (θερμικές κατασκευές) που αναδεικνύουν ένα μέρος της φύσης των εργασιών που γίνονταν στους κοινούς χώρους (εικ. 29). Οι λάκκοι αποτελούν ένα κοινό στοιχείο στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου και οι χρήσεις τους ήταν ποικίλες. Η παρουσία καταλοίπων που σχετίζονταν με οικιακές δραστηριότητες σε αρκετούς λάκκους υποδεικνύει ότι οι περισσότεροι χρησιμοποιήθηκαν ως απορριμματικοί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αυτή ήταν η αρχική τους χρήση. Το παράδειγμα της Νέας Νικομήδειας είναι εν μέρει διαφωτιστικό: στον οικισμό έχουν βρεθεί τρεις μεγάλοι λάκκοι, οι οποίοι αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή πηλού και αργότερα μετατράπηκαν από τους κατοίκους σε σημεία απόρριψης αντικειμένων, ενώ ο Rodden υποστηρίζει πως τουλάχιστον για ένα διάστημα χρησιμοποιήθηκαν πλην της εξαγωγής πηλού και ως λάκκοι αποθήκευσης, με βάση το ρηχό βάθος τους (Rodden 1962: 270). Ένας μεγάλος λάκκος, μερικώς ανεσκαμμένος από τον οικισμό του Αχιλλείου έχει ερμηνευθεί ως αποθηκευτικός (Winn and Shimabuku 1989a: 46), αλλά αυτό αμφισβητείται (Perlès 2001: 193-4). Οι λάκκοι της Νέας Μάκρης έχουν ερμηνευθεί ως αποθηκευτικοί (Παντελίδου- Γκόφα 1991: 191), αλλά η ερμηνεία αυτή χρειάζεται περαιτέρω μελέτη. 94

95 4.3 Οικονομία και διατροφικές πρακτικές Εκτός από την ίδρυση μόνιμων οικισμών, χαρακτηριστικό της Νεολιθικής περιόδου, αποτέλεσε η καλλιέργεια εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων και η εκμετάλλευση εξημερωμένων ζώων. Τα εξημερωμένα είδη, αντικατέστησαν σχεδόν αμέσως τα άγρια μορφολογικά φυτικά και ζωικά είδη, τα οποία αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των μεσολιθικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων του ελλαδικού χώρου. Η εκμετάλλευση εξημερωμένων ειδών στο πλαίσιο της παραγωγικής οικονομίας αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της Νεολιθικής περιόδου στην Ασία, το Αιγαίο και την Ευρώπη. Επί της ουσίας, πρόκειται για έναν νέο τρόπο ζωής που εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο και αντικαθιστά εκ θεμελίων τον επί χιλιετιών τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζονταν τα είδη της διατροφής μέσω του κυνηγιού άγριων μορφολογικά ζώων και της συλλογής άγριων μορφολογικά φυτών που παρατηρήθηκαν κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική περίοδο. Η εκμετάλλευση εξημερωμένων μορφών δημητριακών στο πλαίσιο της παραγωγής τροφής παίζει κεντρικό ρόλο του προσδιορισμού του όρου «Νεολιθική περίοδος» και είναι κοινός τόπος η σύνδεση των νεολιθικών κοινωνιών του Αιγαίου με την καλλιέργεια οσπρίων και δημητριακών (Βαλαμώτη 2009: 33). Η παλαιότερη μνεία για τον εντοπισμό σπόρων δημητριακών έγινε το 1908 από τον Τσούντα, ο οποίος ανέφερε πως ο Wittmack αναγνώρισε σπόρους σιταριού από τις νεολιθικές θέσεις της Θεσσαλίας. Ο προσδιορισμός των φυτικών καταλοίπων άρχισε να γίνεται συχνότερα μετά τη δεκαετία του 1960 με τη δουλειά της Jane Renfrew σε θέσεις της Θεσσαλίας και των Bottema και van Zeist στη νέα Νικομήδεια, ενώ η συστηματική επίπλευση ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του Φράγχθι. Τα πιο πρώιμα δείγματα από οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου προέρχονται από πέντε θεσσαλικούς οικισμούς, το Γεντίκι, το Σέσκλο, το Αχίλλειο, τη Σουφλί Μαγούλα και την Άργισσα (Milojcic et al. 1962; Renfrew 1966: 31-6; Kroll 1983) και ο αριθμός τους είναι πολύ μικρός (Βαλαμώτη 2009: 42). Από το νότιο ελλαδικό χώρο δείγματα προέρχονται από το σπήλαιο του Φράγχθι (Hansen 1991) και την Κνωσό (Sarpaki υπό εκτύπωση: ). Tα εξημερωμένα είδη από τις παραπάνω θέσεις περιλαμβάνουν μονόκκοκο, δίκοκκο και γυμνό σιτάρι, δίστοιχο και εξάστοιχο κριθάρι και όσπρια όπως τη φακή και το μπιζέλι (πιν. 1) (Βαλαμώτη 2009: 43). Τα δείγματα από θέσεις της περιόδου που περιέχουν κεραμική είναι πιο πλούσια από αυτά των παραπάνω θέσεων (πιν. 2). Τα δείγματα από το Φράγχθι (Hansen 1991), την 95

96 Τούμπα Μπαλωμένου (Sarpaki 1995: ), το Σέσκλο, την Οτζάκι Μαγούλα, την Άργισσα, το Αχίλλειο και τη Σουφλί Μαγούλα (Milojcic et al. 1962; J. Renfrew 1966: 31-6; Kroll 1981: ), τον Πρόδρομο (Halstead and Jones 1980: ), τη Νέα Νικομήδεια (van Zeist and Bottema 1971: ), τα Γιαννιτσά Β (Βαλαμώτη 1995: ), την Κνωσό (Sarpaki υπό εκτύπωση), τη Θεόπετρα και τα Ρεβένια (Κοτζαμάνη 2009: , ), αποτελούν προς το παρόν το σύνολο των διαθέσιμων δεδομένων. Με βάση τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, προκύπτει πως το δίκοκκο σιτάρι εντοπίζεται στα ακεραμικά στρώματα των εξής θέσεων: Σέσκλο, Γεντίκι, Κνωσός, Άργισσα, Αχίλλειο και Σουφλί Μαγούλα. Κατά την κεραμική φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, η συγκεκριμένη ποικιλία σιταριού εντοπίζεται σε όλες τις προαναφερθείσες θέσεις, πλην της Κνωσού και τα αρχαιοβοτανικά δείγματα αναδεικνύουν την καλλιέργειά του σε μια σειρά οικισμών της φάσης αυτής, όπως η Νέα Νικομήδεια, τα Ρεβένια και τα Γιαννιτσά Β στη Μακεδονία, ο Πρόδρομος, η Θεόπετρα και η Οτζάκι Μαγούλα στη Θεσσαλία και το Φράγχθι στην Πελοπόννησο. Από την άλλη πλευρά το μονόκοκκο σιτάρι είναι παρόν στα ακεραμικά στρώματα της Κνωσού, της Άργισσας, του Σέσκλου και του Γεντικίου, αλλά απουσιάζει από τις αντίστοιχες χρονολογικά επιχώσεις του Αχιλλείου και της Σουφλί Μαγούλας. Όσον αφορά την κεραμική φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου διακρίνεται με βάση τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα φαίνεται πως το μονόκοκκο σιτάρι είναι παρόν στον οικισμό του Αχιλλείου, της Θεόπετρας και της Σουφλί Μαγούλας αλλά και στις θέσεις Γιαννιτσά Β, Νέα Νικομήδεια, Ρεβένια Τούμπα Μπαλωμένου Οτζάκι Μαγούλα και Πρόδρομος αλλά απουσιάζει από το Φράγχθι, στο οποίο εμφανίζεται κατά τη Μέση Νεολιθική περίοδο. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, φαίνεται πως η ποικιλία Τriticum aestivum/ durum είναι παρούσα σε μεγάλη συγκέντρωση στα ακεραμικά στρώματα της Κνωσού 14, ενώ απουσιάζει από τις υπόλοιπες θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, τόσο από τα κεραμικά όσο και από τα προκεραμικά στρώματά τους, εκτός από την Οτζάκι Μαγούλα και το Σέσκλο, όπου, όμως δεν παρουσιάζει την ίδια συχνότητα με αυτήν της Κνωσού. Τα κατάλοιπα της εξημερωμένης μορφής κριθαριού εντοπίζονται στα ακεραμικά στρώματα της Κνωσού, της Άργισσας, του Σέσκλου καθώς επίσης και στο 14 Τα κατάλοιπα των σπόρων είχαν αποδοθεί αρχικά στην ποικιλία Tritticum aestivum, αλλά οι νέες έρευνες δεν έχουν καταλήξει ακόμα αν πρόκειται περί αυτής της ποικιλίας ή περί αυτής του Tritticum turdigum. Η διαφορά μεταξύ τους είναι πως το Τ. aestivum προέκυψε σαν ποικιλία μέσω της καλλιέργειας του Τ. turdigum και αποτελεί υβριδικό είδος του Τ. turdigum και της Aegilops squarossa L. Το δεύτερο είδος δεν απαντά στην μεσογειακή περιοχή της Μέσης Ανατολής (Sarpaki υπό εκτύπωση) 96

97 αντίστοιχο στρώμα της θέσης Γεντίκι. Κατά την κεραμική φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, κατάλοιπα εξημερωμένου σιταριού περιλαμβάνουν οι εξής θέσεις: Άργισσα, Αχίλλειο, Οτζάκι Μαγούλα, Σουφλί Μαγούλα, Θεόπετρα και Σεσκλο στην περιοχή της Θεσσαλίας, Νέα Νικομήδεια, Γιαννιτσά Β, Ρεβένια και Τούμπα Μπαλωμένου στη Μακεδονία και Φράγχθι στην Πελοπόννησο. Όσον αφορά τις εξημερωμένες μορφές οσπρίων, τα κατάλοιπα της φακής εντοπίζονται στα ακεραμικά στρώματα των θέσεων: Άργισσα, Γεντίκι, Κνωσός, στην οποία παρουσιάζονται σε μεγάλη συγκέντρωση, Σέσκλο, και Σουφλί Μαγούλα. Η φακή συνεχίζει να εντοπίζεται στα κεραμικά στρώματα της Άργισσας, του Σέσκλου, της Θεόπετρας, και της Σουφλί Μαγούλας, αλλά δεν υπάρχει στην κεραμική φάση της Κνωσού. Κατάλοιπα εξημερωμένης φακής έχουν εντοπιστεί επίσης, στη Νέα Νικομήδεια, όπου η συγκέντρωσή τους είναι ιδιαίτερα πλούσια, τα Γιαννιτσά Β, την Τούμπα Μπαλωμένου, τα Ρεβένια το Φράγχθι, το Αχίλλειο και την Οτζάκι Μαγούλα. Τα κατάλοιπα της εξημερωμένης μορφής του μπιζελιού εντοπίζονται στα ακεραμικά στρώματα τριών πρώιμων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου (Γεντίκι, Σέσκλο και Κνωσός). Κατά την κεραμική φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, κατάλοιπα μπιζελιού εντοπίζονται στην Άργισσα, την Κνωσό, τη Νέα Νικομήδεια, την Οτζάκι Μαγούλα, τον Πρόδρομο, τη Σουφλί Μαγούλα, τη Θεόπετρα και την Τούμπα Μπαλωμένου, ενώ απουσιάζουν από το Φράγχθι, το Αχίλλειο, τα Γιαννιτσά Β και το Σέσκλο. Ο βίκος, εντοπίζεται μόνο στα ακεραμικά στρώματα του Σέσκλου, ενώ κατά την κεραμική φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, η παρουσία των καταλοίπων του εξημερωμένου αυτού οσπρίου εντοπίζεται στην Άργισσα, τη Νέα Νικομήδεια, την Οτζάκι Μαγούλα και το Σέσκλο. Στην Τούμπα Μπαλωμένου, υπάρχουν κατάλοιπα που προσιδιάζουν στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του εξημερωμένου βίκου, αλλά η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμα, με αποτέλεσμα η παρουσία του είδους αυτού στη συγκεκριμένη θέση να συνοδεύεται από τον προσδιορισμό «πιθανή» (Βαλαμώτη 2009, πίνακας 5). Η παρουσία εξημερωμένων καταλοίπων ρεβιθιού στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθική περιόδου του ελλαδικού χώρου περιορίζεται στην Οτζάκι Μαγούλα και τη Θεόπετρα (Κοτζαμάνη 2009, πίνακας 5. 23). Τα δημοσιευμένα δεδομένα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, είναι λίγα, εάν αναλογιστεί κανείς πως οι οικισμοί που ανήκουν στο χρονολογικό πλαίσιο της περιόδου αυτής ξεπερνούν τις δύο εκατοντάδες (Perlès 2001: 113). Το παραπάνω γεγονός σε συνδυασμό με το μικρό αριθμό των δειγμάτων και φτωχά σε φυτικά κατάλοιπα, 97

98 με εξαίρεση αυτά της Νέας Νικομήδειας, του Φράγχθι και της Τούμπας Μπαλωμένου, αναδεικνύει την αποσπασματικότητα των διαθέσιμων δεδομένων (Βαλαμώτη 2009: 42-3). Τα φυτικά κατάλοιπα των αρχαιότερων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου είναι επαρκή για να τεκμηριωθεί η καλλιέργεια των εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων ως βασικό στοιχείο του τρόπου ζωής των κατοίκων τους. Όμως, η αποσπασματικότητα των δεδομένων αυτών δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική στην απόπειρα της διερεύνησης των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν προκειμένου να υιοθετηθούν τα εξημερωμένα είδη στον ελλαδικό χώρο κατά το 7000 π. Χ και να κατανοηθούν οι συνδυασμοί των διαφορετικών ειδών σε κάθε οικισμό (Βαλαμώτη 2009: 43). Στον κατάλογο των εξημερωμένων φυτών που χρησιμοποιήθηκαν από τους πρώτους γεωργούς του ελλαδικού χώρου θα πρέπει να προστεθεί και το λινάρι (Linum usitatissimum) (Βαλαμώτη 2009: 82). Οι σπόροι του φυτού αυτού θα μπορούσαν να καταναλωθούν ως τρόφιμο ή να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή λαδιού, ενώ οι ίνες του ήταν πιθανό να αξιοποιούνταν στην υφαντική δραστηριότητα. Μέχρι σήμερα κατάλοιπα λιναριού έχουν προκύψει από δύο οικισμούς με στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου την Οτζάκι Μαγούλα και την Κνωσό. Ο εντοπισμός του λιναριού στην Οτζάκι Μαγούλα θεωρείται σημαντικός διότι για πολύ καιρό η έρευνα θεωρούσε πως το φυτό αυτό δεν καλλιεργήθηκε κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο στην περιοχή της Θεσσαλίας. Στον οικισμό της Κνωσού εμφανίζεται στα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής Ι (Sarpaki 2008: 108-9), αλλά είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής χρήση του. Είναι πιθανό να αξιοποιήθηκε στην υφαντική καθώς κατά την επόμενη φάση της Αρχαιότερης Νεολιθικής εμφανίζονται νωρίτερα σε σχέση με τα δεδομένα του ηπειρωτικού κορμού, τα σφονδύλια. Τα παραπάνω δεδομένα αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που έπαιζαν τα δημητριακά και τα όσπρια στην καθημερινότητα των νεολιθικών ανθρώπων. Η γενική εικόνα είναι πως στους οικισμούς τα δημητριακά υπερτερούν αριθμητικά των οσπρίων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί, πως τα δημητριακά είναι ευκολότερο να διατηρηθούν σε σχέση με τα όσπρια, λόγω του καβουρντίσματος που αποτελεί ένα βήμα στην διαδικασία της επεξεργασίας τους για κατανάλωση και αυξάνει παράλληλα τις πιθανότητες της διατήρησης των σπόρων (Halstead 1981: ). Από την άλλη πλευρά, τα όσπρια δεν προαπαιτούν να καβουρντιστούν προκειμένου να είναι έτοιμα για κατανάλωση και είναι λιγότερο πιθανό να απανθρακωθούν. Ωστόσο, η ενδεχόμενη αποθήκευση των οσπρίων με σκοπό τη μεταγενέστερη κατανάλωσή τους θα μπορούσε να έχει αφήσει 98

99 ευδιάκριτα αρχαιολογικά κατάλοιπα παραδείγματος χάριν μέσω ενός ατυχήματος που θα οδηγούσε στην απανθράκωση της συγκέντρωσης, αλλά ένα τέτοιο εύρημα δεν έχει προκύψει ακόμα. Αντιθέτως, οι σπόροι των δημητριακών προέρχονται από όλες τις θέσεις που περιλαμβάνουν κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής και εντοπίζονται κοντά σε εστίες, σε δάπεδα με ίχνη καύσης και σε συγκεντρώσεις. Άρα, η γενική εικόνα που περιγράφηκε παραπάνω φαίνεται με τα μέχρι στιγμής δεδομένα πως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των πρώτων γεωργικών οικισμών. Τα κατάλοιπα των άγριων μορφολογικά φυτών είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν αρχαιολογικά λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως το γεγονός ότι τα φύλλα και οι ρίζες συνήθως δεν διατηρούνται, ενώ τα άγρια φρούτα και οι καρποί μπορεί να συλλέγονταν και να καταναλώνονταν έξω από τα όρια των οικισμών και τα υπολείμματά τους να απορρίπτονταν στο χώρο κατανάλωσης. Επίσης, οι σπόροι των άγριων φυτών δεν απαιτούσαν αποθήκευση για να φυτευτούν αργότερα από του γεωργούς. Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πρώιμη έρευνα πιθανώς να μην προσανατολιζόταν πάντα στην περισυλλογή των καταλοίπων που ανήκαν σε άγρια μορφολογικά είδη λόγω της μικρής χρονικής εμπειρίας είναι πιθανό να έχουν οδηγήσει σε μια λανθασμένη εκτίμηση από την πλευρά των αρχαιολόγων σε σχέση με το ρόλο και τη συμβολή των άγριων φυτικών πηγών στην καθημερινή διατροφή και στο πλαίσιο της οικονομίας (Perles 2001: 162). Παρόλα αυτά σε οικισμούς με στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα άγριων μορφολογικά φυτικών ειδών. Οι μικροί σπόροι του σύκου (Ficus carica) έχουν εντοπιστεί σε αρκετούς οικισμούς της Θεσσαλίας, όμως η Οτζάκι Μαγούλα, το Σέσκλο και η Άργισσα, αλλά και στην περιοχή της Μακεδονίας, όπως μαρτυρούν τα δεδομένα της Τούμπας Μπαλωμένου (Sarpaki 1995). Οι σπόροι του σύκου εντοπίστηκαν και στον οικισμό της Κνωσού (Sarpaki υπό εκτύπωση). Τα άγρια φυτικά είδη που περιλαμβάνουν κουκούτσια ή κελύφη και αφήνουν περισσότερο ευδιάκριτα αρχαιολογικά κατάλοιπα σε σχέση με τα σύκα είναι τα κράνα, τα αμύγδαλα, τα φιστίκια και τα βελανίδια, εκ των οποίων κάποια πρέπει να επεξεργαστούν πριν την κατανάλωση λόγω της περιεκτικότητάς τους σε τοξικές ουσίες (όπως τα βελανίδια). Μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί πλούσιες συγκεντρώσεις που να αναδεικνύουν πως η συλλογή των άγριων μορφολογικά φυτών έπαιζε σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της νεολιθικής οικονομίας και διατροφής. Η περίπτωση των σύκων αναδεικνύει μια πιο συστηματική συλλογή του είδους αυτού, αλλά οι συγκεντρώσεις του δεν το κατατάσσουν σε βασικό στοιχείο της νεολιθικής οικονομίας και απαραίτητο συστατικό της καθημερινής διατροφής. 99

100 Ένα άλλο ζήτημα σε σχέση με την κατανόηση των οικονομικών πρακτικών των πρώτων γεωργών είναι οι τρόποι που χρησιμοποιούσαν για να καλλιεργήσουν τη γη. Είναι πιθανό, λόγω της μόνιμης κατοίκησης και της μικρής έκτασης των καλλιεργειών, οι πρώτοι γεωργοί να ενάλλασσαν την καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων στην ίδια έκταση. Συγκεκριμένα, θα μπορούσαν να σπέρνουν τις εκτάσεις με διαφορετικό είδος την κάθε χρονιά ή πιθανότερα να συνδυάζουν την καλλιέργεια οσπρίων και δημητριακών, εναλλάσσοντας, όμως το χώρο φύτευσής τους. Η πρακτική αυτή εξασφαλίζει την γονιμότητα του εδάφους (Dennell 1984: 98, 1992: 80; Halstead 1981b: ), περιορίζει τα ζιζάνια που προκύπτουν κατά την καλλιέργεια και, όπως φαίνεται μέσα από εθνογραφικά παραδείγματα, αποτελεί μια καλή στρατηγική για την αποφυγή του κινδύνου της έλλειψης τροφίμων που προκαλείται σε περίπτωση αποτυχίας της σοδειάς (Forbes 1989). H πρακτική του συνδυασμού των καλλιεργειών εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα στη Μεσόγειο και θα μπορούσε να συνδυάζεται με μικρής διάρκειας αγρανάπαυση λίπανση των χωραφιών με κοπριά (Jones and Halstead 1995: ). Επίσης, η λίπανση των χωραφιών θα μπορούσε να επιτυγχάνεται μέσω του στρωσίματος επί της καλλιεργημένης έκτασης καλαμιών ή βρύων από γειτονικές λίμνες και με την αξιοποίηση εξημερωμένων φυτών, όπως το λαθούρι. Εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών, οι οποίες δεν διέφεραν σε μεγάλο βαθμό από αυτές της σύγχρονης περιόδου, πιθανότατα η σπορά των χωραφιών λάμβανε χώρα κατά τους φθινοπωρινούς μήνες (Barker 1985: 63, 254), ενώ σε οικισμούς που βρίσκονταν κοντά σε όχθες ποταμών ή λιμνών δεν αποκλείεται να αξιοποιούνταν για τη σπορά οι πλημμύρες κατά τους εαρινούς μήνες (van Andel and Runnels 1995: 490-4). Μετά τη συγκομιδή της σοδειάς τα προϊόντα της γεωργίας, δηλαδή τα όσπρια και τα δημητριακά, πιθανότατα αποθηκεύονταν για να καταναλωθούν μέχρι το διάστημα της επόμενης συγκομιδής. Οι αποθηκευτικές πρακτικές κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, όμως δεν είναι γνωστές. Όπως θα φανεί παρακάτω τα αγγεία της εξεταζόμενης περιόδου είναι πολύ μικρά για να χρησιμοποιούνται για αποθήκευση προϊόντων (Perles and Vitelli 1999: 98) και τα δεδομένα σε σχέση με τους αποθηκευτικούς λάκκους δεν είναι ιδιαίτερα βοηθητικά για την απάντηση στο ζήτημα αυτό. Το γεγονός της έλλειψης μεγάλων αποθηκευτικών εγκαταστάσεων οδήγησε μια μερίδα ερευνητών να μιλήσει για αποθήκευση πολύ περιορισμένης κλίμακας (Bjork 1995). Παρόλα αυτά, τα προϊόντα της γεωργίας είναι δυνατό να αποθηκεύονταν σε αγγεία και δοχεία από ξύλο ή σε σάκους από δέρματα ζώων και καλάθια, υλικά που είναι εξαιρετικά σπάνιο να εντοπιστούν μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης. 100

101 Τα δεδομένα που σχετίζονται με τη μελέτη των ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων προέρχονται από τους οικισμούς του Προδρόμου (Halstead and Jones 1980; Halstead 1984), της Άργισσας (Boessneck 1962: 22-99), του Σέσκλου (Schwartz 1981), του Αχιλλείου (Bökönyi 1989: ), της Λέρνας (Gevjall 1969) και της Κνωσού (Horwitz υπό εκτύπωση; Ripoll υπό εκτύπωση). Τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα αναδεικνύουν πως οι εξημερωμένες μορφές του προβάτου, του κατσικιού, του χοίρου, της αγελάδας αλλά και του σκύλου ήταν παρούσες στους οικισμούς των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου. Μεταξύ των καταλοίπων υπερτερούν αριθμητικά αυτά που προέρχονται από πρόβατα και ακολουθούν αυτά των κατσικιών, παρά το γεγονός ότι τα οστά που προέρχονται από αυτά τα είδη είναι μικρότερα και δυσκολότερα στο να διατηρηθούν. Ο Halstead (1987: 71-83) εκπλήσσεται από την αριθμητική υπεροχή των προβάτων στους πρώτους γεωργικούς οικισμούς, αφού θεωρεί πως όλα τα άλλα εξημερωμένα είδη πλην του προβάτου προσαρμόζονται καλύτερα σε δασώδη περιβάλλοντα και για το λόγο αυτό θεωρεί πως η κτηνοτροφία περιοριζόταν στις εκτάσεις που είχαν αποψιλωθεί από τους πρώτους γεωργούς. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν ερευνητές που θεωρούν πως οι δασικές εκτάσεις δεν ήταν τόσο πυκνές (Demoule and Perles 1993: ), όσο θεωρεί ο Halstead και για το λόγο αυτό ο προσανατολισμός προς την εκτροφή προβάτων δεν θα έπρεπε να αποτελεί κάτι περίεργο, εφόσον το είδος αυτό προσαρμόζεται πιο εύκολα συγκριτικά με τα υπόλοιπα εξημερωμένα ζώα σε ξηρές εδαφικές συνθήκες. Η εκτροφή των προβάτων ήταν κυρίως προσανατολισμένη στην παραγωγή κρέατος, αφού, όπως διακρίνεται μέσα από τις έρευνες σε σχέση με τις ηλικίες θανάτωσης των ζώων, τα περισσότερα πρόβατα θανατώθηκαν σε ηλικίες από έξι μηνών έως τριών ετών εκ των οποίων το 60% θανατώθηκε πριν φτάσει τα δύο έτη ζωής. Φαίνεται επίσης μία τάση για τη διατήρηση των θηλυκών προβάτων, αφού αυτά που θανατώθηκαν ήταν κυρίως αρσενικά (Halstead and Jones 1980; Halstead 1987). Το παραπάνω στοιχείο υποδεικνύει τη διατήρηση ορισμένων αρσενικών προκειμένου να εξασφαλιστεί η γονιμοποίηση και η ανανέωση του κοπαδιού. Τα πρόβατα είναι πιθανό να αξιοποιούνταν και συμπληρωματικά στο πλαίσιο της γεωργίας, αφού πρόκειται για ζώα που καταναλώνουν τα καλάμια των θερισμένων χωραφιών και τα άχυρα αλλά και τα υποπροϊόντα της άλεσης του σπόρου (Ripoll υπό εκύπωση: 202). Αν και τα πρόβατα υπερτερούσαν αριθμητικά στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, ο ρόλος των υπόλοιπων εξημερωμένων ειδών στην οικονομία και τη διατροφή δεν θα πρέπει να υποεκτιμάται. Τα μορφολογικά ήμερα κατσίκια συνήθως ακολουθούν σε ποσοστά τα πρόβατα, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα από τις θέσεις του ελλαδικού χώρου. Ο ρόλος τους στο πλαίσιο της οικονομίας και της διατροφής δεν πρέπει 101

102 να διέφερε πολύ σε σχέση με αυτόν τον προβάτων. Με βάση τα δεδομένα από τον οικισμό του Προδρόμου (Halstead and Jones 1980: ; Halstead 1984), φαίνεται πως υπήρχε, στον συγκεκριμένο οικισμό τουλάχιστον, μια διαφοροποίηση μεταξύ των κατσικιών και των προβάτων, αφού στη θέση αυτή τα κατσίκια θανατώνονταν αργότερα από τα πρόβατα και υπήρχε μεγαλύτερη ισορροπία μεταξύ των θηλυκών και των αρσενικών στο σύνολο του δείγματος. Τα εξημερωμένα βοοειδή έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διατροφή κι αυτό γίνεται εμφανές αν αναλογιστεί κανείς πως μια αγελάδα ζυγίζει περίπου 30 φορές παραπάνω από ένα πρόβατο. Αυτό που διακρίνεται μέσω των δεδομένων είναι πως τα βοοειδή παρουσιάζουν κάποια ιδιομορφία σε σχέση με τα ποσοστά κατανομής τους μεταξύ των οικισμών. Η μεγαλύτερη ανομοιομορφία παρατηρείται μεταξύ δύο θεσσαλικών οικισμών, του Προδρόμου (Halstead and Jones 1980: ; Halstead 1984), όπου τα ποσοστά των οστών κυμαίνονται από 30% έως 41% στις τρεις φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής και του Αχιλλείου (Bökönyi 1989), στο οποίο τα κατάλοιπα των βοοειδών αγγίζουν το 4% του συνόλου των ζωικών καταλοίπων. Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι εύκολο να ερμηνευθεί και χρειάζεται παραπάνω μελέτη, αφού οι δύο οικισμοί δεν διαφέρουν ως προς τα εδαφικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να υποστηριχθεί πως ένα από τα δύο περιβάλλοντα ήταν καταλληλότερο για την εκτροφή βοοειδών. Τα ποσοστά των χοίρων φαίνεται να κατανέμονται με μεγαλύτερη ομοιομορφία συγκριτικά με αυτά των βοοειδών μεταξύ των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Όπως και στις περιπτώσεις των υπόλοιπων εξημερωμένων ζώων η εκτροφή του χοίρου είχε ως στόχο την εξασφάλιση ζωικής πρωτεΐνης. Τα κατάλοιπα των άγριων μορφολογικά θηλαστικών, όπως των λαγών και των άγριων ελαφιών δεν εντοπίζονται πολύ συχνά στα στρώματα της Ακεραμικής φάσης και της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου και τα ποσοστά τους κυμαίνονται μεταξύ του 4% και του 7% των συνόλων των δειγμάτων από κάθε οικισμό. Εξαίρεση σε σχέση με τη σπανιότητα των καταλοίπων από άγρια θηλαστικά φαίνεται να αποτελεί ο οικισμός της Λέρνας Ι, αλλά το δείγμα των καταλοίπων είναι αρκετά μικρό και το συμπέρασμα αυτό αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη. Γενικότερα, τα οστά των λαγών και των ελαφιών υπερτερούν αριθμητικά σε σχέση με αυτά των αγριόχοιρων, ενώ το βουβάλι συναντάται μόνος σε δύο οικισμούς (στο Αχίλλειο και τη Λέρνα). Η διατήρηση των μικρών οστών του λαγού, αναδεικνύει πως η απουσία των οστών των άγριων ζώων από τις συλλογές ζωοαρχαιολογικού υλικού δεν οφείλεται σε ταφονομικές συνθήκες που δεν βοήθησαν στη διατήρησή τους, αλλά στο γεγονός ότι οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο δεν είχαν εντάξει τα είδη αυτά στην οικονομία και δεν τα συμπεριελάμβαναν στη διατροφή 102

103 τους. Η παραπάνω κατάσταση αποτελεί επιλογή των κατοίκων της εξεταζόμενης περιόδου και δεν επιβάλλεται από περιβαλλοντικές ή κλιματολογικές συνθήκες που οδήγησαν στην απουσία των άγριων μορφολογικά θηλαστικών από τον ελλαδικό χώρο. 4.4 Λίθινα και οστέινα κατάλοιπα Σύμφωνα με την Perlès (2001: 200), η μελέτη των λίθινων καταλοίπων από τα στρώματα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, αναδεικνύει τεχνολογικές διαφοροποιήσεις, συγκριτικά με τη Μεσολιθική περίοδο, οι οποίες θα πρέπει να λάβουν την αντίστοιχη σημασία με αυτές που παρατηρούνται στο επίπεδο των διατροφικών πρακτικών. Ήδη, από το ξεκίνημα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, οι πρώτοι γεωργοί αξιοποίησαν στο πλαίσιο της κατασκευής των διαφόρων εργαλείων που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητά τους πρώτες ύλες μια διαφορετικές μηχανικές και φυσικές ιδιότητες (Perlès 2001: 201). Τα λίθινα κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτά που προέκυψαν από αποκρουσμένο λίθο και αυτά που προέκυψαν από λειασμένο λίθο (Μουνδρέα-Αγραφιώτη 1996: 103). Οι διαφορετικές πρακτικές επεξεργασίας που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της κατασκευής των εργαλείων σχετίζονταν με τη διαφοροποίηση της φύσης της εργασίας που καλούταν να διεκπεραιώσει το τελικό προϊόν, όπως είναι η κοπή των φυτών και ων καλαμιών, ή η επεξεργασία των φυτικών τροφών για την κατανάλωσή τους. Με βάση τα δεδομένα των στρωμάτων των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου προκύπτει πως κύριες πρώτες ύλες για την κατασκευή εργαλείων από αποκρουσμένο λίθο ήταν ο οψιανός, ο πυριτόλιθος, ο ίασπις, ο χαλαζίας και ο ραδιολαρίτης (εικ. 31) (Perlès 2001). Κατά τη διάρκεια της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, η χρήση του οψιανού διευρύνεται, καθώς βάσει των δεδομένων αντικείμενα από οψιανό εντοπίζονται στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στην περιοχή της Θεσσαλίας και την Πελοποννήσου. Παρόλα αυτά, εργαλεία από οψιανό δεν έχουν εντοπιστεί στους οικισμούς της ίδιας περιόδου στην περιοχή τη Δυτικής Μακεδονίας (Perlès 2001: 202) και τα δεδομένα της Μικρής Βόλβης (Λιούτας και Κώτσος 2008: 241-8) και της θέσης Παλιάμπελα Ροδίτη (Χονδρογιάννη-Μετόκη 2002: 560), όπου έχουν εντοπιστεί μόνο αντικείμενα από χαλαζία και πυριτόλιθο, έρχονται να επιβεβαιώσουν την απουσία του οψιανού από τις πρώιμες θέσεις της Μακεδονίας. Πιθανότατα, ο οψιανός εισερχόταν στους οικισμούς της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας στη μορφή ημι-επεξεργασμένων πυρήνων, 103

104 οι οποίοι εν συνεχεία δέχονταν επεξεργασία που είχε ως στόχο την παραγωγή λεπίδων (Perlès 2001: 201-2). Οι λεπίδες του οψιανού, συνήθως δεν δέχονταν περαιτέρω επεξεργασία μετά την εξαγωγή τους από τον πυρήνα, πέρα από τη διαμόρφωση των άκρων τους. Οι λεπίδες των πρώιμων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου δεν κατασκευάζονταν αποκλειστικά από οψιανό, αφού στα στρώματα τους έχουν αποκαλυφθεί ίδιου τύπου εργαλεία από πυριτόλιθο, ίασπι, χαλαζία και ραδιολαρίτη. Σύμφωνα με τα δεδομένα που σχετίζονται με την κατανομή των εργαλειακών τύπων στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, προκύπτει πως οι λεπίδες που κατασκευάζονταν από τις προαναφερθείσες πρώτες ύλες ήταν ο πιο διαδεδομένος τύπος εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους γεωργούς της περιοχής (εικ. 30) (Perlès 2001: 203). Τα χαρακτηριστικά ίχνη που φέρουν τα συγκεκριμένα εργαλεία, υποδεικνύουν την αξιοποίησή τους στη διαδικασία του θερισμού των δημητριακών (Μoundrea- Agrafioti 1981; Perlès and Vaughan 1983) και πιθανώς την προσαρμογή τους σε ξύλινους στειλεούς (Perlès 2001: 203). Αντίθετα με ό, τι συνέβαινε κατά τις μεταγενέστερες φάσεις της Νεολιθικής περιόδου, κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, οι λεπίδες δεν έφεραν ίχνη δευτερογενούς επεξεργασίας για την επαναδιαμόρφωση των αιχμών τους και απορρίπτονταν σε πολύ πρώιμο στάδιο της χρήσης τους (Elster 1989; Demoule and Perlès 1993: 383; Perlès and Vaughan 1983; Perlès 2001: 203). Τα τερματικά ξέστρα, οι κολοβώσεις και οι οδοντωτές λεπίδες εμφανίζονται σπάνια σε στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, ενώ οι γλυφίδες αποτελούν ακόμα σπανιότερο εύρημα (Perlès 2001: 205). Η ποσότητα των οπέων και των αιχμών διαφέρει σημαντικά από οικισμό σε οικισμό (Demoule and Perlès 1993: 382; Perlès 2001: 205). Από το τυπολογικό ρεπερτόριο των εργαλείων που εντοπίζονται στα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, δεν λείπουν οι φολίδες που κατασκευάζονταν από τοπικές πρώτες, οι οποίες ήταν διαθέσιμες κοντά στον κάθε οικισμό, όπως ο χαλαζίας και ο ραδιολαρίτης. Οι αναλύσεις που έχουν γίνει στις φολίδες αυτές (Kozlowski et al. 1996: ; Perlès and Vaughan 1983: ), υποδεικνύουν τη χρήση τους στο πλαίσιο εργασιών που σχετίζονταν με την κοπή φυτών. Εκτός από τα παραπάνω εργαλεία που κατασκευάζονταν με τη μέθοδο της έμμεσης και άμεσης κρούσης και τις προαναφερθείσες πρώτες ύλες κατά την αρχαιότερη φάση της νεολιθικής περιόδου, αλλά και τις επόμενες φάσεις της χρησιμοποιήθηκαν και εργαλεία από λειασμένο λίθο. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν για τα εργαλεία αυτά ήταν 104

105 μεταμορφικά πετρώματα, με μικροκοκκώδη ή σχιστώδη υφή, όπως ο σερπεντινίτης, ο ανδεσίτης, ο βασάλτης και ο στεατίτης (Μουνδρέα-Αγραφιώτη 1996: 103-6). Οι λειασμένοι πέλεκεις απαντούν πολύ σπάνια στις θέσεις με στρώματα της πρώιμης φάσης της Αρχαιότερης Νεολιθικής (Perlès 2001: 231). Το μικρό μέγεθος και παράλληλα το μαλακό πέτρωμα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τους υποδεικνύει τη χρήση τους σε εργασίες όπως η επεξεργασία και όχι η κοπή του ξύλου, των δερμάτων και των οστών. Για την διεκπεραίωση των καθημερινών εργασιών των μελών της νεολιθικής κοινότητας χρησιμοποιήθηκαν επίσης μυλόλιθοι, γουδιά, χειρόμυλοι και λίθοι για την άλεση, επίσης από λίθους, με τη διαφορά, όμως, ότι οι λίθοι αυτοί σχεδόν ποτέ δεν έφεραν επεξεργασία, αφού επιλέγονταν για χρήση με κριτήριο τα φυσικά μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Οι λειτουργίες που εκτελούνταν με την αρωγή των συγκεκριμένων εργαλείων κάλυπταν ένα μεγάλο εύρος, από το σπάσιμο καρπών και την άλεση των δημητριακών, μέχρι τη διάλυση μη πλαστικών στοιχείων για την εισαγωγή τους στον πηλό (Perlès 2001: 243). Εκτός των εργαλείων από αποκρουσμένο και λειασμένο λίθο στους πρώτους γεωργικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου χρησιμοποιήθηκαν και εργαλεία που κατασκευάζονταν από οστά με ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτά των αιγοπροβάτων (εικ. 32). Τα οστά των χοίρων και των αγελάδων χρησιμοποιήθηκαν σε πολύ μικρότερο βαθμό, ενώ τα οστέινα εργαλεία από οστά και κέρατα άγριων μορφολογικά ζώων αποτελούν εξαιρετικά σπάνια ευρήματα στα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (Μουνδρέα- Αγραφιώτη 1996: 103-6). Τα οστέινα εργαλεία που αφθονούν σε οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής είναι οι αιχμές και τα σουβλιά και ακολουθούν οι σμίλες, οι στιλβωτήρες, οι βελόνες και οι σπάτουλες εκ των οποίων τα δύο τελευταία έφεραν ενίοτε οπή. Τα οστέινα εργαλεία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε πολλές εργασίες και να χρησιμοποιηθούν για την επεξεργασία άλλων πρώτων υλών. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το στίλβωμα των κεραμικών αγγείων, το ξύσιμο και τη διαμόρφωση ξύλινων αντικειμένων, την κατεργασία και τη συρραφή των δερμάτων, την απομάκρυνση του δέρματος από τα ζώα, στην καλαθοπλεκτική και την υφαντική διαδικασία, όπως επίσης και ως σκαπτικά εργαλεία (Perlès 2001: 239). 105

106 4.5 Κεραμική Το σύνολο των πληροφοριών για την κεραμική της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου είναι δυνατό να συλλεχθεί από μια σειρά οικισμών της Θεσσαλίας, όπως το Αχίλλειο (Winn and Shimabuku 1989: ), η Άργισσα (Milojčić and Hannschmann 1962), το Οτζάκι (Milojčić and Milojčić von Zumbusch 1971), ο Πρόδρομος (Χουρμουζιάδης 1971: ), το Σέσκλο (Wijnen 1981), η Μαγουλίτσα (Παπαδοπούλου 1958: 39-49) και η Θεόπετρα (Κυπαρίσση- Αποστολίκα 2000: 17-36) της Μακεδονίας, όπως η Νέα Νικομήδεια (Yiouni 1996), τα Γιαννιτσά Β (Χρυσοστόμου 1993: , 1994: , 1997: , 2003: ), τα Σέρβια (Wijnen 1979: 191-5) και τα Ρεβένια (Μπέσιος και Αδακτύλου 2006: ) και από τον οικισμό του Φράγχθι στην Πελοπόννησο (Vitelli 1989: 17-29, 1993). Οι τεχνολογικές μελέτες περιορίζονται στα αγγεία του Αχιλλείου (Björk 1995), του Σέσκλου (Κωτσάκης 1983; Wijnen 1994), της Νέας Νικομήδειας (Pyke and Yiouni 1996), του Φράγχθι και της Λέρνας (Vitelli 1974, 1988, 1989: 17-29, 1993) και της Κνωσού (Dimitriadis 2008: 73-9). Στους θεσσαλικούς οικισμούς το πιο διαδεδομένο σχήμα είναι η μικρή σφαιρική ή ημισφαιρική φιάλη, ενώ εντοπίζονται επίσης με μικρή συχνότητα αγγεία με λαιμό και πολύ ανοιχτά αγγεία (εικ. 33). Οι επιφάνειες των αγγείων είναι στην πλειονότητά τους στιλβωμένες (Winn and Shimabuku 1989: 80). Ενίοτε, οι επιφάνειες των αγγείων διακοσμούνται με γραπτή διακόσμηση, η οποία περιλαμβάνει γεωμετρικά και γραμμικά διακοσμητικά μοτίβα. Στο σπήλαιο της Θεόπετρας αναφέρεται η παρουσία αγγείων με γραπτή διακόσμηση που οργανώνεται σε ζώνες. Στα στρώματα των οικισμών του Προδρόμου, της Μαγουλίτσας αλλά και της Θεόπετρας αναφέρεται η παρουσία αγγείων με μελανοστεφή διακόσμηση. Εκτός της διακόσμησης με γραπτά μοτίβα, αναφέρεται η ύπαρξη αγγείων που φέρουν πλαστική (κομβία και αποφύσεις), αλλά και εγχάρακτη διακόσμηση, η οποία αναφέρεται επίσης στη βιβλιογραφία και ως εμπίεστη, barbotine και impressο. Στην εγχάρακτη διακόσμηση τα μοτίβα δημιουργούνταν από τα νύχια ή τα δάχτυλα του κατασκευαστή των αγγείων και αργότερα με τη συμβολή ενός εργαλείου, του cardium. Στη Νέα Νικομήδεια αναφέρονται αγγεία ασκοειδούς σχήματος. Τα αγγεία της θέσης αυτής διακοσμούνται σπάνια. Περίπου το 5% φέρει διακόσμηση, η οποία είναι γραπτή, αλλά δεν λείπουν και τα αγγεία εκείνα που φέρουν μοτίβα με πλαστική διακόσμηση. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και στον οικισμό των Σερβίων, στον οποίο έχουν εντοπιστεί ελάχιστα διακοσμημένα αγγεία, που φέρουν πλαστικά, εμπίεστα ή 106

107 γραπτά μοτίβα. Στα Γιαννιτσά Β, η ανασκαφική έρευνα έχει αποκαλύψει αγγεία μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, καθώς επίσης και αγγεία που αξιοποιούνταν για τροφοπαρασκευαστικές εργασίες και αποθήκευση. Στον οικισμό των Ρεβενίων αναφέρονται δύο πιθανές φάσεις της κεραμικής. Η πρώτη, περιλαμβάνει μονόχρωμα, στιλβωμένα αγγεία με χοντρά τοιχώματα και η δεύτερη αγγεία με πιο λεπτά τοιχώματα, τα οποία φέρουν γραπτή διακόσμηση. Τα αγγεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου σχηματίζονταν από κουλούρες ή πλάκες πηλού, που τοποθετούνταν η μία επάνω στην άλλη. Η διαμόρφωση του σχήματος του αγγείου με κουλούρες αναγνωρίστηκε από την Vitelli (1993: 96) στους οικισμούς της Πελοποννήσου, Φράγχθι και Λέρνα, ενώ η Wijnen (1993, 1994) διέκρινε πως οι πλάκες πηλού χρησιμοποιήθηκαν σε οικισμούς της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Κεντρικής Ελλάδας και της περιοχής της Κορινθίας. Το γεγονός της διαφοροποίησης των τεχνικών οδήγησε την Wijnen (1993: , 1994: ) να συμπεράνει πως οι διαφορετικές τεχνικές αντανακλούν πιθανώς την διαφορετική καταγωγή των πληθυσμιακών ομάδων που κατοικούσαν στις παραπάνω περιοχές. Όμως, η Γιούνη (Pyke and Yiouni 1996: 60) αναγνώρισε την κατασκευή με κουλούρες στη Νέα Νικομήδεια και η Bjork (1995: 97) διαπίστωσε πως στον οικισμό του Αχιλλείου οι πλάκες πηλού χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή πολύ ανοιχτών σχημάτων. Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι πιθανό οι διαφορετικές τεχνικές να μην υποδεικνύουν διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, Τα κεραμικά αγγεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου ψήνονταν σε ανοιχτή φωτιά ή σε λάκκους που επέτρεπαν την επαφή με οξυγόνο, σε θερμοκρασίες που κυμαίνονταν από 650 έως 900 ο C (Bjork 1995; Pyke and Yiouni 1996: 70). Τα αγγεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου είναι αρκετά μικρά για να έχουν κατασκευαστεί με σκοπό την αποθήκευση προϊόντων και επιπλέον, μέσω των αναλύσεων προκύπτει πως δεν έρχονταν σε άμεση επαφή με τη φωτιά, ή έμμεση μέσω θερμών λίθων, άρα δεν ήταν μαγειρικά σκεύη (Βjork 1995: 80-1). Η Wijnen (1993: 324) θεώρησε πως αφού τα αγγεία δεν αξιοποιούνταν για κανέναν από τους προαναφερθέντες λόγους, είναι πιθανό να χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση μικρών ποσοτήτων κάποιων ιδιαίτερων προϊόντων ή για την κατανάλωση ποτού και τροφής σε ειδικές περιπτώσεις. 107

108 4. 6 Ταφικές πρακτικές Τα ταφικά ευρήματα της πρώτης χρονολογικά φάσης της νεολιθικής περιόδου είναι ελάχιστα (Perlès 2001: 274). Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα δεν μπορεί να στηριχθεί πως οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου έθαβαν τα νεκρά μέλη της κοινότητας με έναν προκαθορισμένο τρόπο και σε κάποιον οργανωμένο χώρο, όπως επίσης δεν προκύπτει η ακολουθία κάποιου τελετουργικού τυπικού κατά τον ενταφιασμό (Χουρμουζιάδης 1973: 210). Η ίδια περίπου κατάσταση συναντάται και στην Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο των Βαλκανικών θέσεων, εφόσον ούτε εκεί έχουν εντοπιστεί οριοθετημένες «νεκροπόλεις» και κοινά ταφικά έθιμα (Perles 2001: 273). Η έλλειψη ταφών οδήγησε το Χουρμουζιάδη (1973: 210) να υποθέσει πως ίσως οι άνθρωποι της νεολιθικής περιόδου έθαβαν τους νεκρούς τους σε χώρους έξω από τον οικισμό, τους αποτέφρωναν ή τους έθαβαν στην ύπαιθρο. Η αποκάλυψη ενός χώρου με αποτεφρωμένα ανθρώπινα κατάλοιπα κοντά στη Σουφλί Μαγούλα φαίνεται να ενισχύει την άποψη του Χουρμουζιάδη (1973). Τα ανθρώπινα κατάλοιπα ήρθαν στο φως τυχαία κατά τη διάρκεια της κατασκευής ενός αποστραγγιστικού έργου κοντά στο ανατολικό όριο του αρχαιολογικού χώρου. Η ανασκαφή του χώρου οδήγησε στον εντοπισμό 14 ταφικών λάκκων με κατάλοιπα αποτεφρωμένων ανθρώπων και δύο ρηχών, κυκλικών λάκκων, μεγαλύτερων σε σχέση με τους υπόλοιπους (Γαλλής 1975, 1982). Η τυχαία αποκάλυψη των ταφών έξω από τον οικισμό της Σουφλί Μαγούλας είναι σημαντική, αφού πρόκειται για συγκέντρωση ταφικών λάκκων και το γεγονός αυτό είναι πιθανό να υποδηλώνει την ύπαρξη μιας οριοθετημένης και προκαθορισμένης «νεκρόπολης» έξω από τα όρια του οικισμού. Επιπλέον, οι ταφές περιέχουν κτερίσματα (εικ. 34), η ύπαρξη των οποίων είναι πιθανό να υποδεικνύουν την ύπαρξη κάποιου τελετουργικού τυπικού που τηρούνταν κατά τη διαδικασία της ταφής (Perlès 2001: 275). Τα παραδείγματα ταφών εντός των ορίων του οικιστικού χώρου κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο προέρχονται από τους παρακάτω οικισμούς: Σέσκλο (Θεοχάρης 1977), Πρόδρομος (Χουρμουζιάδης 1971, 1973), Κεφαλόβρυσο (Χουρμουζιάδης 1973), Σουφλί Μαγούλα (Γαλλής 1982), Άργισσα (Milojčić et al. 1962), Νέα Νικομήδεια (Rodden and Rodden 1964), Φράγχθι (Jacobsen and Cullen 1981) και Λέρνα (Caskey 1956, 1957, 1958). Πρόκειται κυρίως για πρωτογενείς ταφές μεμονωμένες και ομαδικές σε λακκοειδείς τάφους. Η ταφή στο Σέσκλο εντοπίστηκε στον τομέα Γ, λίγο πιο κάτω από την 108

109 «ακρόπολη» του οικισμού. Δεδομένου του μεγάλου μεγέθους του οικισμού αναδεικνύεται πως ελάχιστα άτομα θάβονταν μέσα στο όρια του οικισμού(θεοχάρης 1977: 88-93). Οι ταφές στη Σουφλί Μαγούλα και στο Κεφαλόβρυσο εντοπίστηκαν κάτω από δάπεδα νεολιθικών σπιτιών, αλλά τα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν την τυχαία εναπόθεση των νεκρών σωμάτων στο χώρο αυτό (Perlès 2001: 277). Η ταφή στο Κεφαλόβρυσο έγινε σε αβαθή λάκκο και η έντονα συνεσταλμένη στάση του σώματος υποδεικνύει πως ο νεκρός διπλώθηκε με δύναμη για να χωρέσει στο λάκκο αυτό (Χουρμουζιάδης 1973: 210). Σύμφωνα με τον Χουρμουζιάδη (1973: 210), κάτω από το δάπεδο ενός νεολιθικού σπιτιού στον Πρόδρομο εντοπίστηκαν τρεις διαδοχικές αποθέσεις σκελετικών λειψάνων, οι οποίες αποτελούνταν από 11 κρανία και σπασμένα μηριαία και πλευρικά οστά. Ανάμεσα στα σκελετικά κατάλοιπα βρέθηκαν λίγα όστρακα μονόχρωμων αγγείων και τρία εργαλεία από πυριτόλιθο. Τα λείψανα δεν είχαν τοποθετηθεί στο χώρο με επιμέλεια και πιθανότατα είχαν μεταφερθεί εκεί από το σημείο του πρώτου ενταφιασμού. Άρα, το παράδειγμα του Προδρόμου, αποτελεί πιθανότατα μια ανακομιδή. Στην περίπτωση του νεολιθικού Προδρόμου είναι σημαντικός ο μεγάλος αριθμός κρανίων, καθώς επίσης και ο χώρος, στον οποίο τα κρανία αυτά έχουν εναποτεθεί. Τα κρανία κάτω από τα δάπεδα του σπιτιού στον Πρόδρομο παραπέμπουν σε ταφικά ευρήματα από την περιοχή της Μέσης Ανατολής (Perlès 2001: 280). Επίσης, ο Χουρμουζιάδης αναφέρει πως βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο ενός μεγάλου νεολιθικού σπιτιού. Το γεγονός αυτό θυμίζει την εναπόθεση κρανίων σε ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές κατασκευές, όπως το «σπίτι των νεκρών» στον οικισμό του Çayönü (Özdoğan and Özdoğan 1990). Τα δεδομένα του Προδρόμου διαφέρουν από αυτά της Σουφλί Μαγούλας, αναδεικνύοντας διαφορετικές πρακτικές σε σχέση με την αντιμετώπιση των νεκρών μελών της κοινότητας. Στον οικισμό της Νέας Νικομήδειας έχουν εντοπιστεί είκοσι ενταφιασμοί μεμονωμένων ατόμων σε λακκοειδείς τάφους και δύο ομαδικές ταφές (Rodden and Rodden 1964). Η μία ομαδική ταφή περιλαμβάνει τα κατάλοιπα τριών παιδιών και η άλλη μια γυναίκα με δύο παιδιά. Η γυναίκα και τα δύο παιδιά εντοπίστηκαν μέσα σε έναν αποθηκευτικό λάκκο του οικισμού. Η Gimutas (1991: 331), μελετώντας τους οικισμούς του Σέσκλου, του Karanovo I και του Starcevo διέκρινε πως οι περισσότερες ταφές εντός των οικιστικών ορίων, ήταν αυτές που ανήκαν σε γυναίκες, παιδιά και εφήβους, ενώ δεν εντοπίστηκαν ταφές ανδρών. Κατά τη γνώμη της αυτό οφείλονταν στην ιδιαίτερη κοινωνική θέση που έδιναν τα μέλη των κοινωνιών αυτών στις γυναίκες, τα παιδιά και τους εφήβους. Είναι πιθανό, λοιπόν, να υπήρχε και στον ελλαδικό χώρο ένας ιδιαίτερος τρόπος ταφής 109

110 ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα του νεκρού μέλους της κοινότητας. Αυτό δεν μπορεί να διαλευκανθεί ακόμα, εφόσον τα διαθέσιμα δεδομένα είναι λιγοστά και προέρχονται από λίγες θέσεις. Κατά συνέπεια τα συμπεράσματα που μπορούν να προκύψουν από αυτά δεν μπορούν να γενικευθούν για όλους της οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής του ελλαδικού χώρου. Αυτό που φαίνεται μέχρι στιγμής είναι πως οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου έθαβαν τους νεκρούς τους μέσα και έξω από τα σπίτια, σε κοινούς υπαίθριους χώρους του οικισμού, έξω από τα όρια του οικισμού και σε σπήλαια, ενώ μόνο σε λίγες περιπτώσεις, όπως στη Σουφλί Μαγούλα, παρουσιάζεται κάποια οργάνωση του χώρου του ενταφιασμού και μια μορφή προετοιμασίας σε σχέση με την ταφή. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα στους ταφικούς λάκκους και συνόδευαν τους νεκρούς, θα μπορούσαν να είναι ένας άμεσος συμβολισμός, ή ένα δώρο προς το νεκρό μέλος της κοινότητας, που πριν το θάνατό του δούλευε, μοιραζόταν τις σκέψεις του με τα υπόλοιπα μέλη του οικισμού, έπαιζε, έπλαθε αγγεία κι όχι αναγκαστικά μέρος κάποιου τελετουργικού τυπικού. 4.7 Ειδώλια και Κοσμήματα Τα στρώματα των πρώτων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, δεν περιλαμβάνουν μόνο λίθινα εργαλεία, κεραμική και κατάλοιπα εξημερωμένων φυτών και ζώων αλλά και ανθρωπόμορφα ειδώλια. Τα ειδώλια αυτά στα κατώτερα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου εμφανίζονται έντονα σχηματοποιημένα, όπως υποδεικνύουν τα παραδείγματα που προέρχονται από το Σέσκλο (Wijnen 1981, εικ. 14), ενώ λείπουν τα διαγνωστικά στοιχεία που συμβάλλουν στην αναγνώριση του φύλου των ανθρώπινων μορφών. Ωστόσο, η στεατοπυγία, η οποία χαρακτηρίζει την απόδοση των μεταγενέστερων ειδωλίων γυναικείων μορφών, υποδεικνύει πως τα ειδώλια αυτά αναπαριστούν γυναίκες. Κατά τις μεταγενέστερες φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, η απόδοση των χαρακτηριστικών γίνεται με πιο φυσιοκρατικό τρόπο, χωρίς να αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για την αναπαράσταση γυναικείων μορφών (εικ. 35). Παρόλα αυτά, τόσο στις σχηματικές αποδόσεις, όσο και στις φυσιοκρατικές, η κεφαλή των μορφών αποδίδεται με σχηματικό τρόπο (Gimbutas 1989a; Nandris 1970). Στο χρονολογικό πλαίσιο της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου αποδίδονται περίπου 300 ειδώλια (Χουρμουζιάδης 1973). Η κατανομή των ειδωλίων μεταξύ των οικισμών παρουσιάζει διαφοροποιήσεις μεταξύ των οικισμών. Στην Πελοπόννησο, ο 110

111 αριθμός των ειδωλίων είναι εξαιρετικά μικρός και περιορίζεται σε δύο δείγματα από την Ελάτεια (Weinberg 1962: 201) και τρία αποσπασματικά ειδώλια στο Φράγχθι (Talalay 1993: 58). Η Perlès (2001: 226), αποδίδει την ανομοιομορφία της κατανομής στο εξής γεγονός: Η Πελοπόννησος παρουσιάζει μικρή συχνότητα κατοίκησης κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο και το πιθανότερο είναι πως οι κοινότητες αποτελούνταν από μέλη που τα συνέδεαν σχέσεις συγγένειας. Από την άλλη πλευρά, η πυκνή κατοίκηση στην περιοχή της Θεσσαλίας υποδεικνύει πως πιθανότατα δεν δένονταν όλα τα μέλη των κοινοτήτων μεταξύ τους με συγγενικές σχέσης, με αποτέλεσμα να ιδρύθηκε ένα δίκτυο συμμαχιών μεταξύ των θεσσαλικών θέσεων, μέσα από το οποίο ενισχύθηκαν οι συλλογικές τελετές, προκειμένου να επιτευχθεί η συνένωση των διαφορετικών ομάδων. Η Gimbutas (1989a: 220), αποδίδει την παρουσία των ειδωλίων των γυναικείων μορφών κοντά ή μέσα στα νεολιθικά σπίτια στην ύπαρξη οικιακών λατρευτικών τελετών γυναικείων θεοτήτων. Από την άλλη πλευρά, έχει προταθεί και ερμηνείες που βλέπουν τα αντικείμενα αυτά ως παιχνίδια (Treuil 1983, 1992a: 66-7; Ucko 1968), ως συμβολισμό της γονιμότητας και αναπαραστάσεις των προγόνων (Bailey 1994: ) και ως αρωγούς στη διαδικασία της γέννας (Bolger 1996: ). Από το ρεπερτόριο των ειδωλίων δεν λείπουν και οι καθιστές ανδρικές μορφές (εικ. 36), οι οποίες σύμφωνα με τον Nandris (1970: 200-1), οι οποίες, όμως απαντούν με μικρότερη συχνότητα συγκριτικά με τις αναπαραστάσεις γυναικείων μορφών. Στα στρώματα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου έχουν εντοπιστεί και ζωόμορφα ειδώλια. Τα ειδώλια αυτά δεν φέρουν κάποια χαρακτηριστικά που να συμβάλλουν στη διευκρίνιση του φύλου των ζώων, ενώ είναι δύσκολο να διαλευκανθεί εάν πρόκειται για εξημερωμένα ζώα (όταν απεικονίζονται βοοειδή ή γουρούνια για παράδειγμα). Ανάμεσα στις αναπαραστάσεις ζώων ξεχωρίζουν δύο παραδείγματα από τη Νέα Νικομήδεια (Roddden 1964: 294-5) που αναπαριστούν τη μορφή του βατράχου. Ανάλογα αντικείμενα έχουν εντοπιστεί και στη θέση Φυλλοτσαΐρι Μαυροπηγής, στο νομό Κοζάνης (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009: 125). Ωστόσο, τα αντικείμενα αυτά είναι πιθανό να απεικονίζουν γυναικείες μορφές σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, λίγο πριν τον τοκετό. Τα κοσμήματα της πρώτης φάσης της Νεολιθικής περιόδου περιλαμβάνουν κυρίως χάντρες και λίθινα, σμιλεμένα περίαπτα. Ο αριθμός των χαντρών και των περιάπτων που έχουν εντοπιστεί σε στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου είναι σχετικά μικρός. Δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρη περιδέραια από χάντρες σε στρώματα της Αρχαιότερης 111

112 Νεολιθικής, εκτός από δύο, που απαρτίζονταν από χάντρες από θαλάσσια όστρεα, στην Νέα Νικομήδεια (Rodden and Rodden 1964b: 604). Παρά το παραπάνω γεγονός, η αποκάλυψη δισκοειδών χαντρών από μάρμαρο, στεατίτη και όστρεο, στα στρώματα της εξεταζόμενης περιόδου, συνιστά πως ο στολισμός των μελών της εκάστοτε κοινότητας με μικρά περιδέραια από μικρές χάντρες αποτελούσε κοινό τόπο. 112

113 Κεφάλαιο 5: Η αρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα 5. 1 Ιθαγενής ή εισηγμένη Νεολιθική; Η αντιπαράθεση Οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί ξεκίνησαν να ιδρύονται στον ελλαδικό χώρο στο πρώτο μισό της 7 ης χιλιετίας π. Χ. Οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου επέλεξαν να κατοικήσουν στο λόφο της Κεφάλας στην Κρήτη (Κνωσός), στο Φράγχθι στην Πελοπόννησο και στην ανατολική Θεσσαλία και οι οικισμοί τους διέφεραν σημαντικά από τις εγκαταστάσεις των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών της Μεσολιθικής περιόδου. Τα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου περιελάμβαναν τα κατάλοιπα αρχιτεκτονικών κατασκευών που παραπέμπουν σε μόνιμη εγκατάσταση αλλά και σαφείς ενδείξεις της εκμετάλλευσης εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών. Το ζήτημα της εμφάνισης της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο, όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, άρχισε να απασχολεί τους προϊστορικούς αρχαιολόγους που εργάστηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή ήδη από τη δεκαετία του Το 1967, ο Δ.Ρ Θεοχάρης προβληματίστηκε έντονα σε σχέση με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας» καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μετάβαση στη γεωργία αποτελούσε μια γηγενή εξέλιξη που οφειλόταν στη δυναμική των μεσολιθικών ομάδων του ελλαδικού χώρου (Θεοχάρης 1967). Ο Weinberg, το 1970 (570-1), στο βιβλίο του με τίτλο The Stone Age in the Aegean ανέφερε πως τα ευρήματα που είχαν αποκαλυφθεί από τις θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, κάθε άλλο παρά ενίσχυαν την υπόθεση περί γηγενούς διαδικασίας εξημέρωσης, αφού τα κατάλοιπα τους υποδείκνυαν τη μετακίνηση γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο. Παρόλα αυτά, την ίδια χρονιά ο Δ.Ρ Θεοχάρης (1970), γράφοντας για τη Νεολιθική περίοδο στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», την παρουσίασε ως το πρώτο στάδιο της ενιαίας και αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, εκφράζοντας, μια εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη από αυτήν του Weinberg. Ο Θεοχάρης εξέφρασε εκτενώς την άποψή του τρία χρόνια αργότερα στο συλλογικό τόμο με τίτλο «Νεολιθική Ελλάς», ο οποίος αποτελούσε μια απόπειρα συγκέντρωσης παρουσίασης και ερμηνείας των δεδομένων που σχετίζονταν με τη Νεολιθική περίοδο του ελλαδικού χώρου και ήταν γνωστά έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 (Θεοχάρης 1973). Ο Θεοχάρης αναφέρει πως λόγω της πρώιμης 113

114 χρονολόγησης των νεολιθικών οικισμών στη Μέση Ανατολή η γεωργία θα μπορούσε να έχει εξαπλωθεί από εκεί προς τον ελλαδικό χώρο (Θεοχάρης 1973: 34). Ωστόσο δεν είναι απαραίτητο η διαδικασία αυτή να είχε τη μορφή της «άμεσης διάδοσης», δηλαδή της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο, αλλά θα μπορούσε να έχει συμβεί με τη μορφή της «έμμεσης διάδοσης», η οποία στηρίζεται στην επικοινωνία των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών με τους πρώτους γεωργούς (Θεοχάρης 1973: 34). Σύμφωνα με το Θεοχάρη, οι μεσολιθικές- τροφοσυλλεκτικές ομάδες του ελλαδικού χώρου, αν και κυνηγούσαν ή συνέλεγαν ακόμη την τροφή τους, είχαν ήδη περάσει σε ένα μεταβατικό στάδιο, ξεφεύγοντας, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από τη στασιμότητα της Τελικής Παλαιολιθικής περιόδου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συμβολή της επικοινωνίας ανάμεσα στους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες και τους γεωργούς, πιθανότατα στην περιοχή των νησιών του Αιγαίου, ώθησε τις μεσολιθικές ομάδες του ελλαδικού χώρου να περάσουν στο παραγωγικό στάδιο (Θεοχάρης 1973: 34-5). Άλλωστε, με βάση το Θεοχάρη, τα προκεραμικά στρώματα των πρώιμων νεολιθικών οικισμών της Θεσσαλίας υποδείκνυαν μια διαδικασία γηγενούς μετάβασης από το θηρευτικό- τροφοσυλλεκτικό στάδιο προς τη γεωργία (Θεοχάρης 1973: 35). Σύμφωνα με το Θεοχάρη, η ερμηνεία περί «άμεσης διάδοσης» αναπτύχθηκε λόγω προβλημάτων της έρευνας. Κατ αρχάς, το γεγονός ότι στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν ελάχιστα γνωστές στην έρευνα η Παλαιολιθική και η Μεσολιθική περίοδος, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να αποδοθούν τα διαδοχικά στάδια της εξέλιξης του πολιτισμού σε μετακινήσεις πληθυσμού, ενώ κατά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το σκηνικό είχε αλλάξει με τις έρευνες του Higgs στην περιοχή της Ηπείρου (Higgs et al. 1966: 1-29, 1967: 1-29), την αποκάλυψη του στρώματος D στο Σιδάρι (Sordinas 1970) και την ανασκαφή του σπηλαίου Φράγχθι στην Αργολίδα (Jacobsen 1969: ). Κατά τη γνώμη του Θεοχάρη αυτή δεν ήταν η μόνη παράβλεψη, αφού τα κλιματολογικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά του ελλαδικού χώρου τον έκαναν να αποτελεί περισσότερο τμήμα της Μέσης Ανατολής και λιγότερο της Ευρώπης και αυτό σημαίνει πως η υπό εξέταση γεωγραφική περιοχή θα μπορούσε να είναι ένα κέντρο εξημέρωσης (Θεοχάρης 1973: 34). Επιπλέον, σύμφωνα με το Θεοχάρη οι άγριες μορφές αρκετών από τα εξημερωμένα φυτά και ζώα που στήριξαν τη νεολιθική οικονομία, υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο, στη Βαλκανική χερσόνησο και γενικότερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, άρα οι μεσολιθικοί θηρευτέςτροφοσυλλέκτες θα μπορούσαν να έχουν προχωρήσει στην εξημέρωσή τους. Παρόλα αυτά, συμπληρώνει ο Θεοχάρης, ακόμα και αν διαπιστωθεί πως οι άγριες μορφές της ποικιλίας του δίκοκκου σιταριού και του προβάτου απουσίαζαν από τον ελλαδικό χώρο, δεν 114

115 ανατρέπεται η υπόθεση πως τα περισσότερα εξημερωμένα φυτικά και ζωικά είδη μπορούν να προκύψουν από τοπικά διαθέσιμες, άγριες μορφές, αφού δεν είναι δυνατό να γίνουν γνωστά όλα τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας του ελλαδικού χώρου κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου (Θεοχάρης 1973: 34). Ανακεφαλαιώνοντας, ο Θεοχάρης θεωρούσε πως οι μεσολιθικοί θηρευτέςτροφοσυλλέκτες βρίσκονταν ήδη σε ένα μεταβατικό στάδιο κατά τις αρχές του Ολόκαινου, ενώ παράλληλα θεωρεί πιθανή την ύπαρξη των άγριων μορφολογικά προγόνων των μετέπειτα εξημερωμένων ειδών στο έδαφος του ελλαδικού χώρου κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου. Ταυτόχρονα, οι θηρευτές-τροφοσυλλέκτες διατηρούσαν επαφή με τους γεωργούς της Μέσης Ανατολής στο χώρο του Αιγαίου, κάτι το οποίο τους βοήθησε να εξοικειωθούν με το νεολιθικό τρόπο ζωής και να ακολουθήσουν εν συνεχεία αυτόνομα, τη δική τους πορεία, η οποία οδήγησε στην εξημέρωση και την εμφάνιση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στον ελλαδικό χώρο. Ο Curtis Runnels (1995: , 2003: ; van Andel and Runnels 1995: ) επιλέγει να μελετήσει τη Μεσολιθική και την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο προκειμένου να σχολιάσει τη μεταξύ τους σχέση. Ο Runnels αναφέρει πως ο ελλαδικός χώρος κατά τις αρχές του Ολόκαινου ήταν μια αραιοκατοικημένη περιοχή με λίγες ανθρώπινες ομάδες, οι οποίες επέλεγαν να κατοικήσουν στο νότιο και το δυτικό τμήμα της, όπως υποδεικνύεται από την κατανομή των θέσεων στο χώρο (Runnels 1995: 706; van Andel and Runnels 1995: 481). Οι ανθρώπινες ομάδες αξιοποιούσαν τους χώρους των σπηλαίων και εξασφάλιζαν την τροφή τους μέσω των πρακτικών που ήταν γνωστές κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, δηλαδή του κυνηγιού και της συλλογής, ασκώντας, όμως παράλληλα και την αλιευτική δραστηριότητα, για την οποία δεν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πριν τη Μεσολιθική περίοδο (Runnels 1995: 725). Αν και οι βασικές πρακτικές της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου δεν μεταβλήθηκαν κατά τη Μεσολιθική, η στρωματογραφική διακοπή που παρατηρήθηκε στο Φράγχθι μεταξύ του τέλους της Ανώτερης Παλαιολιθικής και την αρχή της Μεσολιθικής περιόδου, οδήγησε τον Runnels να συμπεράνει πως οι θέσεις των αρχών του Ολόκαινου οφείλονται στην δια θαλάσσης έλευση νέου πληθυσμιακού στοιχείου που δεν σχετιζόταν με τους θηρευτέςτροφοσυλλέκτες του τέλους της Παλαιολιθικής περιόδου (Runnels 1995: 725-6). Κατά το π. Χ, ιδρύθηκαν στο έδαφος του ελλαδικού χώρου οι πρώτοι γεωργικοί οικισμοί που σηματοδότησαν το πέρασμα στη Νεολιθική περίοδο. Η πλειονότητα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου βρίσκεται στην περιοχή της 115

116 Θεσσαλίας, η οποία προσέφερε στους πρώτους γεωργούς καλλιεργήσιμες εκτάσεις που σε συνδυασμό με τις ετήσιες πλημμύρες εξασφάλιζαν μια καλή σοδειά (van Andel and Runnels 1995: 490-4). Οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου καλλιέργησαν εξημερωμένες μορφές μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής, μπιζελιού και εξέτρεφαν αντίστοιχα μορφολογικά ζώα, όπως πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες και γουρούνια (Runnels 2003: 124). Οι δραστηριότητες αυτές σηματοδοτούσαν μια θεμελιώδη μεταβολή σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο. Τα εξημερωμένα είδη αποτελούν την σχεδόν αποκλειστική πηγή εξασφάλισης ειδών διατροφής αφού με βάση τα σχετικά κατάλοιπα δεν αξιοποιούνταν τα μορφολογικά είδη που ήταν διαθέσιμα στον ελλαδικό χώρο και είχαν στηρίξει την οικονομία των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων τόσο της Μεσολιθικής, όσο και της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου (Runnels 2003: 124). Πέραν της ενασχόλησης των κατοίκων των πρώιμων νεολιθικών οικισμών με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, τεκμηριώνεται μέσω των καταλοίπων και άλλες νέες ασχολίες όπως η παραγωγή λεπίδων και η κατασκευή κεραμικών αγγείων και ειδωλίων (Runnels 2003: 124). Η ίδρυση «χωριών» που σηματοδοτούσαν τη συγκέντρωση οικημάτων, την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία των προαναφερθέντων φυτικών και ζωικών ειδών, αλλά και την κατασκευή λεπίδων, αγγείων και ειδωλίων από πηλό δεν αποτελούσε αποκλειστικότητα των πρώτων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, αφού είναι γνωστό ότι τα ίδια στοιχεία παρατηρούνται σε μία ευρεία γεωγραφική ζώνη που απλώνεται από την περιοχή της Ανατολίας έως το Πακιστάν, συμπεριλαμβάνοντας φυσικά την περιοχή της Μέσης Ανατολής και τμημάτων του Καύκασου. Σύμφωνα με τον Runnels (2003: 124) οι ομοιότητες αυτές, σε συνδυασμό με την απότομη εμφάνιση νέων οικιστικών και οικονομικών πρακτικών κατά την αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, οι οποίες διέφεραν από αυτές της Μεσολιθικής περιόδου καθώς και με το γεγονός ότι οι πρώτοι γεωργικοί οικισμοί ιδρύθηκαν στην περιοχή της Θεσσαλίας και όχι κοντά στις παράκτιες θέσεις όπου φαίνεται να υπήρχαν μεσολιθικές ομάδες (Runnels 2003: 126; van Andel and Runnels 1995: 481), οδηγούν στο συμπέρασμα της μετακίνησης γεωργικών πληθυσμών από την περιοχή της Ανατολίας προς τον ελλαδικό χώρο. Η άποψη που εξέφρασε ο Runnels, ενισχύεται κατά τη γνώμη του, από τα συμπεράσματα των επιφανειακών ερευνών που διενεργήθηκαν με επικεφαλής τον ίδιο και είχαν ως στόχο την αποκάλυψη μεσολιθικών θέσεων στο έδαφος του ελλαδικού χώρου. Μέσα από αυτές αποκαλύφθηκαν θέσεις στις περιοχές της Ηπείρου (Runnels 1995: 724-5; Runnels et al. 1999: 126) και στην περιοχή της Αργολίδας (Runnels 2009: 57-73; Runnels et 116

117 al. 2005: ). Σύμφωνα με τον Runnels (Runnels et al. 2005: 277), τα λίθινα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στις θέσεις της Αργολίδας παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά του Φράγχθι (Perlès 1987a) και της Κλεισούρας (Koumouzelis et al. 2003: ) τεκμηριώνοντας παράλληλα την προτίμηση των μεσολιθικών ομάδων στις παράκτιες θέσεις, ενώ τα λίθινα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν στις θέσεις της περιοχής της Ηπείρου (Runnels et al. 1999: 126) θυμίζουν τόσο τα αντίστοιχα κατάλοιπα του Φράγχθι και της Κλεισούρας, όσο και αυτά του Σιδαρίου (Sordinas 1970). Ωστόσο, οι έρευνες του Runnels στην περιοχή της Θεσσαλίας (1988: , 1994: 55-6), στο έδαφος της οποίας συγκεντρώνονται μέχρι στιγμής οι περισσότεροι οικισμοί της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (Perlès 2001: 121) δεν έχουν φέρει στο φως στοιχεία που να ανατρέπουν την εικόνα της αραιής κατοίκησης στην περιοχή κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Runnels 2003: 126). Σύμφωνα με τον Runnels (2003: 127) τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα του ελλαδικού χώρου, τα οποία επιτρέπουν τη μελέτη του ζητήματος της εμφάνισης της γεωργίας, οδηγούν στο συμπέρασμα της μετακίνησης πληθυσμών γεωργών και την ίδρυση των πρώτων νεολιθικών οικισμών στην περιοχή. Ο Runnels, μελετώντας τα δεδομένα της Μεσολιθικής περιόδου προκειμένου να προσδιορίσει τη σχέση της με τη Νεολιθική, κατάληξε στο συμπέρασμα πως η ύπαρξή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στην έλευση νέου πληθυσμιακού στοιχείου από την περιοχή της Ανατολίας. Πιθανότατα σύμφωνα με τον Runnels (2003: 128), ο αποικισμός του ελλαδικού χώρου κατά τη Μεσολιθική περίοδο ήταν η πρώτη φάση της διαδικασίας της μετακίνησης, η οποία έφερε αργότερα τους πρώτους γεωργούς στον ελλαδικό χώρο. Η Catherine Perlès έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο (Demoule and Perlès 1993: ; Perlès 2001: 38-51, 2003b: ) επιλέγοντας να μελετήσει ενδελεχώς και να συγκρίνει μεταξύ τους τα δεδομένα που είναι γνωστά για τη Μεσολιθική και την Αρχαιότερη Νεολιθική και εξετάζοντας παράλληλα, με βάση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, ποια από τις ερμηνείες που έχουν προταθεί για την αρχή της γεωργίας και προαναφέρθηκαν εισαγωγικά (πολιτισμική διάδοση, δημογραφική διάδοση, γηγενής εξέλιξη) ταιριάζει στην περίπτωση της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Έτσι, η Perlès εξετάζει τα δεδομένα των μεσολιθικών θέσεων του ελλαδικού χώρου κάτω από το πρίσμα της θεωρίας των Higgs και Jarman (1969: 36-8), η οποία ήθελε την Ευρώπη και συνακόλουθα τον ελλαδικό χώρο να αποτελεί ένα κέντρο εξημέρωσης αλλά και των προϋποθέσεων που τέθηκαν από τους Gebauer και Price 117

118 (1992: 8-9) για ένα γηγενές πέρασμα προς την εξημέρωση και τη γεωργία. Πιο συγκεκριμένα : i. Στην περιοχή θα πρέπει να είναι διαθέσιμες άφθονες φυτικές και ζωικές πηγές. ii. Οι θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο χώρο θα πρέπει να έχουν αυξημένο βαθμό κοινωνικής πολυπλοκότητας και να είναι ημι- μόνιμα εγκατεστημένες. iii. Η γεωργία εμφανίζεται σε περιοχές, στις οποίες οι θηρευτικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες καταλαμβάνουν τους διαθέσιμους χώρους που προσφέρονται για εκμετάλλευση. iv. Θα πρέπει να υπάρχει ένα μακρόχρονο στάδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου τα μέλη των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων οικοδομούν συστηματική και εντατική σχέση με τα διαθέσιμα φυτικά και ζωικά είδη. v. Η μετάβαση προς τη γεωργία συνοδεύεται από μεταβολή στις δομές της κοινωνικής οργάνωσης και συγκεκριμένα από το κοινοτικό επίπεδο προς αυτό που έχει ως βασική μονάδα το νοικοκυριό. Η συγκεκριμένη ερευνήτρια οριοθετεί χρονικά τη Μεσολιθική περίοδο του ελλαδικού χώρου μεταξύ του π. Χ και του π. Χ (Perlès 2003b: 100) και αντλεί τις πληροφορίες που εκθέτει από το σύνολο των μεσολιθικών θέσεων, δίνοντας έμφαση στα δεδομένα του σπηλαίου Φράγχθι, του οποίου τα λίθινα κατάλοιπα έχει μελετήσει (Perlès 1987, 1990). Όπως προκύπτει μέσα από τα διαθέσιμα στοιχεία, ο ελλαδικός χώρος κατά τις αρχές του Ολόκαινου ήταν αραιοκατοικημένος από ολιγάριθμο πληθυσμό θηρευτώντροφοσυλλεκτών. Η κατανομή των θέσεων στο χώρο δείχνει πως οι ανθρώπινες ομάδες προτιμούσαν τις περιοχές που τους επέτρεπαν να έχουν πρόσβαση σε περιβάλλοντα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως λοφώδεις περιοχές, παράκτιες πεδιάδες, λίμνες, αλλά και προς τη θάλασσα (Perlès 2001: 36, 2003b: 101), εν αντιθέσει με τις αλλουβιακές εκτάσεις της ενδοχώρας, στις οποίες δεν έχει έρθει στο φως κάποια θέση της Μεσολιθικής περιόδου, πλην του σπηλαίου της Θεόπετρας (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000: 17-36, Kyparissi-Apostolika 2003: 190-8), παρά την εκτεταμένη και σαφώς προσανατολισμένη ερευνητική δραστηριότητα (Perlès 2001: 24, 2003b: 101). Στις υπάρχουσες θέσεις δεν έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, μυλόλιθοι για την επεξεργασία φυτικών τροφών, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις αποθήκευσης, δηλαδή στοιχεία παρόμοια με αυτά της Νατούφιας 118

119 περιόδου στη Μέση Ανατολή, τα οποία υποδηλώνουν τη μόνιμη κατοίκηση μιας ομάδας σε μια περιοχή (Perlès 2003b: 102). Τα δεδομένα που επιτρέπουν την εξέταση του βαθμού κοινωνικής πολυπλοκότητας προέρχονται από τη μελέτη των ταφών που έχουν εντοπιστεί στα μεσολιθικά στρώματα των σπηλαίων του Φράγχθι (Cullen 1995: ) και της Θεόπετρας (Kyparissi-Apostolika 2003: ; Manolis and Stravopodi 2003: ). Οι εν λόγω ταφικοί λάκκοι δεν περιελάμβαναν κάποια ιδιαίτερα, συμβολικά αντικείμενα που να συνόδευαν το νεκρό μέλος της ομάδας και να υποδείκνυαν με τον τρόπο αυτό την ξεχωριστή κοινωνική του θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Αν και η περίπτωση μιας συλλογικής ταφής από το Φράγχθι, η οποία περιλαμβάνει τα σκελετικά κατάλοιπα ενός άνδρα, τεσσάρων γυναικών, ενός βρέφους μαζί με αυτά δύο αποτεφρωμένων ατόμων, υποδεικνύει πως η οργάνωση των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων είχε κοινοτικό χαρακτήρα (Perles 2003b: 102). Ωστόσο, τα παραπάνω δεδομένα είναι περιορισμένα για την εξαγωγή συμπερασμάτων και είναι πιθανό νέα στοιχεία στο μέλλον να διαφοροποιήσουν την εικόνα αυτή. Οι ανθρώπινες ομάδες των αρχών του Ολόκαινου εξασφάλιζαν την τροφή τους μέσω του κυνηγιού, της συλλογής φυτικών ειδών, χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων και της αλιευτικής δραστηριότητας, όπως συνέβαινε και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Ωστόσο, τα ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα που προέρχονται από τις μεσολιθικές θέσεις του ελλαδικού χώρου αναδεικνύουν μια μείωση της συμβολής του κρέατος των ζώων, όπως των ελαφιών, των άγριων κατσικιών και άγριων γουρουνιών στην καθημερινή διατροφή κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Perlès 2003b: 100). Η εικόνα αυτή που έρχεται σε αντίθεση με τα δεδομένα της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου είναι πιθανό, σύμφωνα με την Perlès, πως υποδεικνύει το μειωμένο αριθμό των πληθυσμών των συγκεκριμένων ζωικών ειδών στον ελλαδικό χώρο κατά τις αρχές του Ολόκαινου ή ίσως τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν οι μεσολιθικοί θηρευτές να μετακινηθούν προς τις περιοχές που τα φιλοξενούσαν (Perlès 2003b: 100). Προκειμένου να αντισταθμίσουν την απώλεια της ενέργειας και των πρωτεϊνών, οι μεσολιθικές ομάδες στράφηκαν προς το κυνήγι μικρότερων θηλαστικών, όπως ήταν οι λαγοί, αλλά και προς την πιο εντατικοποιημένη συλλογή φυτικών ειδών, χερσαίων και θαλάσσιων οστρέων. Διακρίνεται, με άλλα λόγια ένας σαφής προσανατολισμός προς τη συλλογή χαμηλής ενεργειακής αξίας (r- selected διατροφικά είδη), τα οποία, σύμφωνα με την Perlès, απαιτούσαν μεγάλη δαπάνη χρόνου 119

120 και δύναμης από την πλευρά των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων προκειμένου να συλλεχθούν και να καταναλωθούν (Perlès 2001: 28-30, 2003b: 100-1). Ο εντοπισμός καταλοίπων άγριων μορφολογικά σπόρων δημητριακών και οσπρίων στις θέσεις του ελλαδικού χώρου, όπως στο Φράγχθι (Hansen 1991, 1992: ) και τη Θεόπετρα (Κοτζαμάνη 2009: ; Μαγκαφά 2000: 135-8) θεωρήθηκε ως τεκμηρίωση του σταδίου, κατά το οποίο οι ανθρώπινες ομάδες οικοδόμησαν την σχέση που απαιτούταν με τα συγκεκριμένα φυτά προκειμένου να τα εξημερώσουν στη συνέχεια. Παρόλα αυτά, η Perlès αναφέρει πως με βάση τις μελέτες των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων του ελλαδικού χώρου δεν διακρίνεται κάποια προτίμηση των ανθρώπινων ομάδων προς κάποιο συγκεκριμένο φυτικό είδος, η οποία είναι πιθανό να υποδήλωνε την ιδιαίτερη σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ αυτού και των συλλεκτών και θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά στην εξημέρωση του. Εκτός αυτού, ακόμα και στις θέσεις με ενδείξεις για εντατική συλλογή των φυτών, όπως το Φράγχθι, τα άγρια δημητριακά αγγίζουν το ποσοστό του 15%, που σημαίνει πως έπαιζαν μικρό ρόλο στην καθημερινή διατροφή (Perlès 2003b: 102). Ωστόσο, ο εντοπισμός πληθυσμού άγριου μορφολογικά μονόκοκκου σιταριού στον ελλαδικό χώρο κατά τη σύγχρονη εποχή (Zamanis et al. 1988), αναζωπύρωσε τις υποθέσεις σε σχέση με τη γηγενή διαδικασία εξημέρωσης και εμφάνισης του παραγωγικού σταδίου (Kotsakis 2001: 63-78, 2003: , 2005: 8-15). Η Perlès (2003b: 102) σημειώνει επ αυτού, πως τα ερευνητικά δεδομένα του τέλους της προηγούμενης δεκαετίας δείχνουν πως το συγκεκριμένο άγριο είδος προέρχεται από εξημερωμένη μορφή που επέστρεψε στην άγρια κατάσταση (Heun et al. 1997: ). Κατά συνέπεια, η άγρια μορφή του μονόκοκκου σιταριού δεν είναι αυτοφυής και ως εκ τούτου οι ανθρώπινες ομάδες των αρχών του Ολόκαινου δεν είχαν τη δυνατότητα να το εξημερώσουν. Άρα, σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τέθηκαν από τους Gebauer και Price (1992) για τη γηγενή διαδικασία εξημέρωσης και δεν τεκμηριώνεται η άποψη που ήθελε τον ελλαδικό χώρο να αποτελεί ένα κέντρο εξημέρωσης. Όπως προαναφέρθηκε, η Perlès εξετάζει και την υπόθεση που θέλει τη γεωργία να έχει διαδοθεί μέσω της επικοινωνίας που υπήρχε ανάμεσα στους θηρευτέςτροφοσυλλέκτες του ελλαδικού χώρου και τους γεωργούς της Μέσης Ανατολής και της Ανατολίας (πολιτισμική διάδοση). Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτούταν η μεσολάβηση της μετακίνησης των γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο, αφού βασικός παράγοντας για την υιοθέτηση της γεωργίας θα έπαιζε η δυναμική των εγχώριων μεσολιθικών ομάδων 120

121 (Kotsakis 2001: 63-78; Kyparissi-Apostolika 2003: 194-6). Ωστόσο, τα αρχαιολογικά στρώματα των μεσολιθικών θέσεων του ελλαδικού χώρου δεν περιλαμβάνουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη επαφών και επικοινωνίας των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων με γεωργικές κοινότητες (Perlès 2001: 43, 2003b: 105). Η υπόθεση της διάδοσης του νεολιθικού τρόπου ζωής μέσω της επαφής και της αλληλεπίδρασης περιλαμβάνει, σύμφωνα με την Perlès, ακόμη ένα ζήτημα που προκαλεί προβληματισμό. Όπως αναφέρει, η ανταλλαγή των εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα με αυτήν ενός εργαλείου ή ενός αγγείου. Η διαφοροποίηση του χαρακτήρα της ανταλλαγής οφείλεται στο γεγονός ότι, προκειμένου να αξιοποιηθούν τα εξημερωμένα είδη στο πλαίσιο του τρόπου ζωής της θηρευτικής- τροφοσυλλεκτικής ομάδας θα πρέπει να μεταφερθεί, πέρα από το φυτό και το ζώο, η γνώση σε σχέση με την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Η διαδικασία της μεταφοράς γνώσης, με τη σειρά της, απαιτούσε, σύμφωνα με την Perlès (2001: 43) την ύπαρξη της διγλωσσίας για να επιτευχθεί η συνεννόηση και η συζήτηση. Η γνώση της γλώσσας κατακτιέται με βάση τα λεγόμενα της ερευνήτριας μετά από επαναλαμβανόμενες και συστηματικές επαφές, για τις οποίες, όμως, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν προσφέρουν καμία ένδειξη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εισαγωγή εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών και η άσκηση της γεωργικής και της κτηνοτροφικής πρακτικής, χωρίς τη φυσική παρουσία γεωργών φαίνεται αμφίβολη (Perlès 2001: 45). Ωστόσο, όπως αναφέρει η ίδια η Perlès (2001: 46-8), τα στρώματα της Αρχικής Νεολιθικής περιόδου στο Φράγχθι προσφέρουν κάποιες ενδείξεις για την εξέταση των σχέσεων ανάμεσα στις γηγενείς ομάδες θηρευτών-τροφοσυλλεκτών και τους πρώτους γεωργούς. Τα κατάλοιπα του στρώματος της Αρχικής Νεολιθικής περιόδου στο Φράγχθι αναδεικνύουν τη συνέχεια της κατοίκησης στο εσωτερικό του σπηλαίου (Perlès 2001: 46) και τη συλλογή άγριων μορφολογικά φυτών (Hansen 1991: ) και θαλάσσιων οστρέων (Shackleton 1988), όπως συνέβαινε και κατά τη Μεσολιθική περίοδο. Τα λίθινα εργαλεία της φάσης αυτής περιλαμβάνουν τερματικά ξέστρα, οδοντωτά και η επεξεργασία της πρώτης ύλης είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή φολίδων, χωρίς να παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο (Perlès 2001: 46). Από την άλλη πλευρά, όμως, τα κατάλοιπα του στρώματος της Αρχικής Νεολιθικής περιλαμβάνουν λεπίδες (Perlès 2001: 47), όπως επίσης, κατάλοιπα εξημερωμένων αιγοπροβάτων (Payne 1975: 129) και εξημερωμένου δίκοκκου σιταριού (Hansen 1991: ). Τα δεδομένα αυτά σηματοδοτούν μια μεταβολή σε σχέση με τις πρακτικές της Μεσολιθικής περιόδου και 121

122 σύμφωνα με την Perlès (2001: 47-8) είναι πιθανό να υποδεικνύουν την επιλεκτική υιοθέτηση ορισμένων στοιχείων της νεολιθικής οικονομίας και λιθοτεχνίας από τους θηρευτές-τροφοσυλλέκτες, ύστερα από την επαφή τους με τους πρώτους γεωργούς. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την Perlès (2001: 48-9), η περίπτωση του Φράγχθι δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα σενάρια περί γηγενούς διαδικασίας μετάβασης των θηρευτών-τροφοσυλλεκτών προς τη γεωργική οικονομία. Η μετάβαση από την Αρχική στην Αρχαιότερη φάση της Νεολιθικής περιόδου στη συγκεκριμένη θέση συνοδεύτηκε από διαφορές, όπως ήταν η μετακίνηση του χώρου της δραστηριότητας των κατοίκων της από το εσωτερικό του σπηλαίου στην Παραλία, η διαφοροποίηση του είδους των θαλάσσιων οστρέων που συλλέγονταν και η εισαγωγή νέων εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών, οι οποίες δεν υποδεικνύουν τη συνέχεια μεταξύ της Αρχικής και της Αρχαιότερης φάσης της Νεολιθικής περιόδου στη θέση του Φράγχθι. Οι πρώτοι γεωργικοί οικισμοί του ελλαδικού χώρου άρχισαν να ιδρύονται λίγο μετά το π. Χ (Perlès 2003b: 103). Στους οικισμούς αυτούς εντοπίζονται κατάλοιπα οικοδομικής δραστηριότητας, λίθινες λεπίδες, οστέινα εργαλεία, ειδώλια και εξημερωμένα φυτικά και ζωικά είδη. Τα εξημερωμένα είδη δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, δίστοιχο και εξάστοιχο κριθάρι), οσπρίων (φακή, μπιζέλι, ρόβη) και ζώων (πρόβατο, κατσίκι, γουρούνι, αγελάδα) εμφανίστηκαν, με βάση τα δεδομένα, ταυτόχρονα και πρόκειται για τα ίδια είδη που στήριξαν τη νεολιθική οικονομία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (Zohary 1996: ; Zohary and Hopf 1994). Επιπλέον, οι άγριοι μορφολογικά πρόγονοι των εξημερωμένων ειδών του σιταριού δεν είναι αυτοφυείς στον ελλαδικό χώρο, υπάρχουν, όμως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, κάτι το οποίο σημαίνει, πως οι μεσολιθικές ομάδες του ελλαδικού χώρου δεν είχαν την ευκαιρία να πειραματιστούν με τα συγκεκριμένα είδη και αυτό ενισχύει την υπόθεση μετακίνησης γεωργών, οι οποίοι μετέφεραν τα εξημερωμένα πλέον είδη στον ελλαδικό χώρο (Perlès 2001: 38-41). Όπως προαναφέρθηκε η Perlès (2003b: 105-7) συγκρίνει τους πρώιμους γεωργικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου με αυτούς της Μέσης Ανατολής, διακρίνοντας κάποιες ομοιότητες, όπως και ο Runnels (2003b: 124). Όπως αναφέρει και στις δύο περιπτώσεις συναντώνται «χωριά», τα οποία αποτελούνται από τη συγκέντρωση ορθογώνιας κάτοψης οικημάτων περίπου ίσων διαστάσεων που κατασκευάζονται από ωμά πλινθιά. Στους οικισμούς αυτούς οι κάτοικοι καλλιεργούν μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, φακή, μπιζέλι και εκτρέφουν πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια και αγελάδες, όπως ακριβώς συνέβαινε και στους αντίστοιχους χρονολογικά οικισμούς της Μέσης Ανατολής. Επίσης, οι 122

123 κάτοικοι των γεωργικών οικισμών του ελλαδικού χώρου φαίνεται πως αγνοούσαν συστηματικά τις άγριες πηγές, όπως προκύπτει μέσα από τη μελέτη των αρχαιοβοτανικών και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων, αλλά και από την απουσία ενδείξεων χρήσης των σπηλαίων (Perlès 2001: 5, 300). Η Perlès αναφέρει πως ο αποικισμός του ελλαδικού χώρου δεν συνέβη στο πλαίσιο κάποιας σταδιακής διαδικασίας μετακίνησης πληθυσμού γεωργών, όπως αυτή παρουσιάζεται στο μοντέλο των Ammerman και Cavalli-Sforza (1984), αφού δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα πρώιμων νεολιθικών οικισμών στις περιοχές της Θράκης και Μακεδονίας, τα οποία θα τεκμηρίωναν μια διαδικασία μετακίνησης των γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο μέσω της ξηράς. Κατά συνέπεια, αναφέρει πως πρόκειται για την, μέσω της θαλάσσιας οδού, μετακίνηση γεωργικών πληθυσμών προς τον ηπειρωτικό κορμό του ελλαδικού χώρου (Θεσσαλία, Πελοπόννησο),οι οποίοι συνέχισαν να μετακινούνται στο πλαίσιο της λεγόμενης «μεγάλης εξόδου» της ΡΡΝΒ από τη Μέση Ανατολή (Cauvin 2000). Με το ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο έχει ασχοληθεί και ο Κώστας Κωτσάκης (1992: , 2000: , 2001: 63-78, 2003: , 2005: 8-15, 2008b: 52-75), φέρνοντας στο προσκήνιο μια ερμηνεία, η οποία διαφέρει από αυτές που εκφράστηκαν για το ίδιο ζήτημα από την Perlès (2001: 38-51, 2003b: ) και τον Runnels (2003: ), ασκώντας παράλληλα την κριτική του προς τα ερμηνευτικά μοντέλα που αποδίδουν την αρχή της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο στην πληθυσμιακή μετακίνηση γεωργών (Kotsakis 2001: 64, 2003: 217). Κατά τη γνώμη του Κωτσάκη, τα παραπάνω ερμηνευτικά μοντέλα δεν προσφέρουν μια ικανοποιητική ερμηνεία που να οδηγεί στην κατανόηση της διαδικασίας που σχετίζεται με την αρχή της καλλιέργειας εξημερωμένων ειδών στις περιοχές του ελλαδικού χώρου, αφού εντάσσουν τον ελλαδικό χώρο στην περιφέρεια της πυρηνικής περιοχής όπου πρωτοεμφανίστηκε η γεωργία και αναλώνονται κυρίως σε μια συζήτηση γύρω από τους παράγοντες που οδήγησαν τους πρώτους γεωργούς να μετακινηθούν προς τον ελλαδικό χώρο, ενώ παράλληλα δεν εξετάζουν ρόλο των τοπικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών της Νεολιθικής του ελλαδικού χώρο (Kotsakis 2003: 217). Ο Κωτσάκης (2001: 68, 2008b: 64), θεωρεί πως το ζήτημα της εξέτασης της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο θα πρέπει να αποδεσμευτεί από την ταύτισή του με την εμφάνιση των εξημερωμένων ειδών και να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα ορισμού των ρευστών συνόρων που δημιουργούνται μέσω των κοινωνικών πρακτικών. Από τη 123

124 σκοπιά αυτή η επιλογή της υιοθέτησης των εξημερωμένων ειδών από μια θηρευτικήτροφοσυλλεκτική ομάδα αποκτά κεντρικό νόημα, καθώς συνδέεται με το ζήτημα της κοινωνικής πρακτικής και συνδέεται με τη διαδικασία δημιουργίας ορίων μεταξύ των θηρευτικών και των γεωργικών ομάδων που εξαρτώνται από οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Τα σύνορα αυτά που περιλαμβάνουν νέες υλικές, κοινωνικές και ιδεολογικές κατηγορίες, εκπροσωπούν μια μεταβολή της κοινωνικής ταυτότητας των γεωργών απέναντι στους θηρευτές και αντιστρόφως. Η προσέγγιση αυτή, αποσυνδέει τη Νεολιθική του ελλαδικού χώρου από την ταύτισή της με την παρουσία εξημερωμένων ειδών και τη μεταφέρει πιο κοντά στην αντίληψη του Hodder (1990), η οποία τονίζει την έννοια της οικίας (domus) και περιγράφει την εξημέρωση ως μηχανισμό ελέγχου της κοινωνίας. Άρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οποιαδήποτε κοινωνική κρίση στο πλαίσιο της κοινωνίας των θηρευτώντροφοσυλλεκτών θα έπρεπε η παραγωγή να εντατικοποιηθεί και να γίνει πιο συλλογική και προσανατολισμένη στο ζήτημα του ελέγχου των πηγών. Οι δύο παραπάνω τρόποι ορίζουν τη γεωργία ως ένα τρόπο ελέγχου της κοινωνίας και με βάση την αντίληψη αυτή, η έννοια της γεωργίας λαμβάνει ευρύτερο νόημα από αυτό της εξημέρωσης, δηλαδή πρόκειται για την επιλογή των ανθρώπων να δημιουργήσουν ταυτότητες, σχέσεις ιδιοκτησίας και δύναμης (Kotsakis 2001: 69). Σύμφωνα με τον Κωτσάκη, οι ερευνητές που ενστερνίζονται τα ερμηνευτικά μοντέλα που κάνουν λόγο για μετακίνηση γεωργών προς τον ελλαδικό χώρο κατά το π. Χ, στηρίζονται σε τρία βασικά επιχειρήματα, εκ των οποίων το πρώτο είναι η απουσία ή έστω η χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στον ελλαδικό χώρο, ιδίως στην περιοχή της Θεσσαλίας κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Kotsakis 2001: 66, 2003: 218). Η αποκάλυψη αρχαιολογικών στρωμάτων της Μεσολιθικής περιόδου στο εσωτερικό του σπηλαίου της Θεόπετρας (Kyparissi-Apostolika 2000, 2003), υποδεικνύει, σύμφωνα με τη γνώμη του ερευνητή, πως το παραπάνω επιχείρημα πιθανώς να μην ευσταθεί, αφού, βάσει των δημοσιευμένων δεδομένων, τα κατάλοιπα των μεσολιθικών στρωμάτων αναδεικνύουν πως το εσωτερικό του σπηλαίου αποτελούσε το χώρο εντατικής και συστηματικής δραστηριότητας από τις ανθρώπινες ομάδες κατά τη διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου. Οι συγκεκριμένες ανθρώπινες ομάδες κατασκεύαζαν τα εργαλεία τους από τοπικές πρώτες ύλες, εν αντιθέσει με τις ομάδες της Παλαιολιθικής περιόδου (Αδάμ 2000: ; Adam 1999: ). Σύμφωνα με τον Κωτσάκη, οι μεσολιθικές ομάδες της Θεόπετρας είναι πιθανό να αποτελούσαν μέρος ενός μεγαλύτερου πληθυσμού, ο 124

125 οποίος δραστηριοποιούταν στην περιοχή της Θεσσαλίας μέσω ενός δικτύου θέσεων κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Kotsakis 2001: 66, 2003: 218, 2008b:60). Το δεύτερο επιχείρημα των ερευνητών που καταλήγουν στο συμπέρασμα της μετακίνησης πληθυσμού, είναι η απουσία των άγριων μορφών των φυτικών και ζωικών ειδών που απαντούν σε εξημερωμένη μορφή κατά τη Νεολιθική περίοδο από τα αρχαιολογικά στρώματα της Μεσολιθικής περιόδου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον απότομο τρόπο, με τον οποίο μεταβλήθηκε η μορφολογική κατάσταση των εκμεταλλεύσιμων ειδών, αλλά και τα ίδια τα εκμεταλλευόμενα φυτικά και ζωικά είδη κατά την αρχή της Νεολιθικής περιόδου, αποδεικνύει, σύμφωνα με τους ερευνητές που υποστηρίζουν την ερμηνεία της πληθυσμιακής μετακίνησης, την άφιξη γεωργών από την περιοχή της Μέσης Ανατολής ή της Ανατολίας στον ελλαδικό χώρο κατά τις αρχές της 8 ης χιλιετίας π. Χ. Η τεκμηρίωση της ύπαρξης συστάδων μορφολογικά άγριου σιταριού κατά τη σύγχρονη εποχή στην περιοχή των Γρεβενών (Zamanis et al. 1988), αλλά και ο εντοπισμός μορφολογικά άγριου κριθαριού στα μεσολιθικά στρώματα της Θεόπετρας (Κοτζαμάνη 2009, πιν. 5.21) και του Φράγχθι (Hansen 1991), στα στρώματα του οποίου έχει αποκαλυφθεί εκτός του κριθαριού μορφολογικά άγρια φακή, μοιάζει να ανατρέπει το επιχείρημα αυτό. Με βάση τον Κωτσάκη, τα παραπάνω δεδομένα, αφενός ανατρέπουν τους ισχυρισμούς περί αλλότριας προέλευσης των πρώτων εξημερωμένων ειδών του ελλαδικού χώρου και αφετέρου αναδεικνύουν την εντατική σχέση που είχαν θεμελιώσει οι ανθρώπινες ομάδες της Μεσολιθικής περιόδου με τα φυτά και τα όσπρια, η οποία συνιστά την επανεξέταση και ίσως τον επαναπροσδιορισμό της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, ούτως ώστε να εμφανιστούν τα πρώτα εξημερωμένα φυτά στην περιοχή του ελλαδικού χώρου κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (Κοtsakis 2001: 67). Το τρίτο επιχείρημα που αξιοποιείται στο πλαίσιο της ερμηνείας των ερευνητών που καταλήγουν στο συμπέρασμα της μετακίνησης γεωργών σχετίζεται με τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε η Perlès εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά των λίθινων εργαλείων που αποκαλύφθηκαν στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου της Θεσσαλίας. Συγκεκριμένα, η Perlès (1987, 1990) παρατηρώντας τα τεχνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των λίθινων καταλοίπων από τα στρώματα των θεσσαλικών οικισμών κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Τα λίθινα εργαλεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου από τους αρχαιότερους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας δεν παρουσιάζουν τυπολογικές και τεχνολογικές ομοιότητες με αυτά της Μεσολιθικής, υποδεικνύοντας μια διαδικασία αποικισμού από ομάδες γεωργών (Perlès 1988: 486). Σύμφωνα με τον Κωτσάκη 125

126 (2003: 218), η παραπάνω παρατήρηση μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη μόνο εάν τα λίθινα εργαλεία προήλθαν όντως από τα στρώματα που ανήκουν στην αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Κωτσάκης, τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα δύο πρώιμων νεολιθικών οικισμών της Θεσσαλίας, του Σέσκλου και της Άργισσας, τοποθετούν την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στην εν λόγω περιοχή αργότερα από το Φράγχθι (Thissen 1999). Επιπλέον, τα ραδιοχρονολογικά δεδομένα των μεσολιθικών στρωμάτων της Θεόπετρας, επικαλύπτουν την Αρχική Νεολιθική του Φράγχθι, αλλά όχι την «Ακεραμική», η οποία έχει παρατηρηθεί στη Θεσσαλία (Kotsakis 2003: 218). Άρα, σύμφωνα με τον Κωτσάκη οι διαφορές που παρατηρήθηκαν στα λίθινα κατάλοιπα είναι πιθανό να οφείλονται σε χρονολογικούς παράγοντες, κάτι το οποίο αφήνει ανοιχτό προς συζήτηση και η ίδια η Perlès (1990 : 135-6). Σύμφωνα με τον Κωτσάκη, τα δεδομένα της Θεόπετρας αναδεικνύουν πως η περιοχή της Θεσσαλίας δεν ήταν κενή κατοίκων κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Kotsakis 2001: 66, 2003: 218, 2008b: 60). Έτσι λοιπόν, με βάση τη θέση της Θεόπετρας κρίνεται πιθανή η ύπαρξη πρώιμων και βραχύχρονης διάρκειας θέσεων στην περιοχή της Θεσσαλίας (Κωτσάκης 2000: ; Kotsakis 2003: 218), οι οποίες δεν εξελίχθηκαν σε «μαγούλες». Οι θέσεις αυτές, είναι πιθανό να έχουν έναν πειραματικό χαρακτήρα και να αποτυπώνουν τις πρώτες απόπειρες των γηγενών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων να δημιουργήσουν ένα «νεολιθικό τοπίο». Ταυτόχρονα, οι θέσεις αυτές, αντιπροσωπεύοντας τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στη Μεσολιθική και τη Νεολιθική, θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβάλλουν στη μελέτη των επαφών μεταξύ των τοπικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων και των πρώτων γεωργών που μετακινήθηκαν προς τη Θεσσαλία (Kotsakis 2001: 67, 2003b: 218.) Ωστόσο, ο Κωτσάκης σε πρόσφατο άρθρο του, εξέφρασε την άποψη για την πιθανή έλευση γεωργών στο νησί της Κρήτης, στη θέση της Κνωσού (Kotsakis 2008b: 52-75). Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, οι άποικοι δεν εγκαταστάθηκαν σε έναν χώρο που ήταν κενός κατοίκων, αφού η παρουσία μεσολιθικών ομάδων στον ελλαδικό χώρο σε θέσεις, όπως η Θεόπετρα και τα Γιούρα είναι τεκμηριωμένη. Συνεπώς, οι άποικοι αυτοί ενεπλάκησαν σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί από τις σχέσεις, τις επιλογές και τα δίκτυα επικοινωνίας των μεσολιθικών ομάδων. Με βάση την αντίληψη αυτή, οι πρώτοι γεωργοί της Κνωσού, θα έπρεπε να προβούν σε μια αναδιαπραγμάτευση της συλλογικής τους ταυτότητας και να κατασκευάσουν νέες κοινωνικές σχέσεις με τις ήδη υπάρχουσες ομάδες (Kotsakis 2008b: 61) 126

127 Σύμφωνα με το Νίκο Ευστρατίου (2005: , 2007: , υπό εκτύπωση: ) κάθε απόπειρα απάντησης του ζητήματος της εμφάνισης του παραγωγικού σταδίου στον ελλαδικό χώρο θα πρέπει να λαμβάνει υπ όψιν δύο επιμέρους στοιχεία. Το πρώτο είναι η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα και τα ερμηνευτικά μοντέλα που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με την αρχή του παραγωγικού σταδίου στις περιοχές της Ευρώπης και το δεύτερο περιλαμβάνει το ζήτημα των ερμηνευτικών δυσκολιών που παρουσιάζονται στα κατάλοιπα του ελλαδικού χώρου σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες επιλογές που χαρακτήρισαν τα ερευνητικά προγράμματα που έλαβαν χώρα στην περιοχή αυτή (Efstratiou 2005: 145).Ο Ευστρατίου, ξεκινά την τοποθέτησή του πάνω στο ζήτημα της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο αναφερόμενος στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που σχετίζονται με τη μεταβατική περίοδο από το τέλος της Μεσολιθικής έως την αρχή της Νεολιθικής, αναφέροντας πως τα ερευνητικά δεδομένα που σχετίζονται με τη μελέτη της δραστηριότητας των ομάδων των αρχών του Ολόκαινου στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα και επιτρέπουν μια επιδερμική προσέγγιση της κάθε «τοπικής» ιστορίας των κατά τόπους ομάδων (Efstratiou 2005: 147). Συγκεκριμένα, η πλειονότητα των μεσολιθικών θέσεων του ελλαδικού χώρου, έχει εντοπιστεί σε σπήλαια παράκτιων περιοχών και η μελέτη της στρωματογραφικής τους ακολουθίας, φέρνει στο προσκήνιο αρκετά προβλήματα, τα οποία σχετίζονται με κενά και αναμείξεις στην ακολουθία των στρωμάτων των επιμέρους φάσεων της Μεσολιθικής περιόδου, ενώ τα λίθινα εργαλεία που έχουν εντοπιστεί στις θέσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν τα τυπικά μικρολιθικά εργαλεία που συσχετίζονται με τη Μεσολιθική περίοδο, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται «ατυπικά» (Efstratiou 2007: 131). Οι οικονομικές πρακτικές, όπως αποτυπώνονται από τη μελέτη των μεσολιθικών στρωμάτων του ελλαδικού χώρου, στηρίζονταν στο κυνήγι άγριων μορφολογικά ζώων και τη συλλογή άγριων μορφολογικά φυτών (Efstratiou 2007: 131; Galanidou and Perlès 2003). Το ίδιο προβληματική, σύμφωνα με τον Ευστρατίου, παρουσιάζεται η μελέτη των στρωμάτων που αντιστοιχούν χρονολογικά στις τελευταίες φάσεις της Μεσολιθικής και της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, δηλαδή στη φάση της μετάβασης από το θηρευτικότροφοσυλλεκτικό στο παραγωγικό στάδιο στα σπήλαια του Φράγχθι και της Θεόπετρας (Efstratiou 2005: 148). Στην περίπτωση της πρώτης θέσης υιοθετούνται όροι όπως «Αρχική Νεολιθική» (Perlès 2001: 64), προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα των στρωματογραφικών κενών και η Hansen (1999: 156) κάνει λόγο για πιθανή εγκατάλειψη του σπηλαίου κατά την Τελική Μεσολιθική, με κριτήριο την απουσία καταλοίπων, ενώ στη 127

128 Θεόπετρα, ο Thissen (2000: 142) αναφέρει κενό στην χρονολογική ακολουθία, κατά το κρίσιμο διάστημα μεταξύ των 7000 έως 6000 χρόνων π. Χ. Από τη άλλη πλευρά, η μελέτη των στρωμάτων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, δεν παρουσιάζει λιγότερα προβλήματα, σύμφωνα με τον Ευστρατίου (Efstratiou 2007: 131). Παρόλα αυτά, τα κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί στα στρώματα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου σηματοδοτούν μια μεγάλη μεταβολή ως προς τις οικιστικές και διατροφικές πρακτικές, με την ίδρυση μόνιμων οικισμών και την πλήρη αντικατάσταση των άγριων μορφολογικά ειδών που στήριζαν τη διατροφή των μεσολιθικών ομάδων από εξημερωμένα είδη (Perlès 2001: ), η ύπαρξη και η χρήση των οποίων μέσα στο οικονομικό πλαίσιο τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά στους πιο πρώιμους χρονολογικά, νεολιθικούς οικισμούς της Μέσης Ανατολής (Moore 2003). Παράλληλα, σύμφωνα με τον Ευστρατίου, είναι αξιοσημείωτος ο «απότομος» τρόπος με τον οποίον εμφανίζονται οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί στον ελλαδικό χώρο κατά το δεύτερο μισό της 7 ης χιλιετίας π. Χ (Efstratiou 2005: 149), ενώ τονίζει το γεγονός ότι η ίδρυση των πρώτων μόνιμων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, εμπίπτει στο πλαίσιο της χρονολογικής ακολουθίας που περιγράφει τη μετακίνηση των γεωργικών πληθυσμών προς δυσμάς, η οποία μαζί με την τεκμηριωμένη εξάπλωση των εξημερωμένων δημητριακών και ζώων από την περιοχή της Μέσης Ανατολής, αποτελεί, όπως αναφέρει ο ίδιος, τη «ραχοκοκαλιά» της αφηγηματικής σύνθεσης, που περιλαμβάνει την ιστορία της αρχής της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, ενταγμένη στο πλαίσιο της αντίστοιχης αφήγησης που περιγράφει την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στην Ευρώπη (Efstratiou 2007:133). Σύμφωνα με τον Ευστρατίου (Efstratiou 2005: 150, υπό εκτύπωση), όπως διαμορφώνεται η σημερινή κατάσταση με βάση τα διαθέσιμα ερευνητικά δεδομένα, είναι πιθανό πως ο νεολιθικός τρόπος ζωής διαδόθηκε μέσω της μετακίνησης γεωργών πρώτα προς την περιοχή της Κνωσού και ύστερα προς τον ελλαδικό χώρο. Η μικρή κοινότητα γεωργών της Κνωσού, έφτασε στο νησί φέρνοντας μαζί της πλήρως εξημερωμένα είδη αγελάδας, χοίρου, κατσικιού και προβάτου στα οποία δεν διακρίνονται ίχνη πρωτοεξημέρωσης και πλήρως εξημερωμένα δημητριακά και όσπρια χωρίς ενδείξεις μεταβατικού σταδίου (Efstratiou υπό εκτύπωση, Efstratiou et al. 2004: 47). Τα προκεραμικά στρώματα του οικισμού ακολουθούνται από κεραμικά, χωρίς κανένα στρωματογραφικό κενό, ενώ η παραγωγή των κεραμικών σκευών φαίνεται να είναι ώριμη, ως προς τα χαρακτηριστικά των σχημάτων και της διακόσμησης. Είναι πιθανό πως η Κνωσός συνιστά το 128

129 επόμενο επεισόδιο εξάπλωσης των εξημερωμένων δημητριακών, ακολουθώντας αυτό της Κύπρου, αφού το αρχαιοβοτανικό υλικό της θέσης αυτής είναι απολύτως συγκρίσιμο με τα αντίστοιχα δεδομένα των πρώιμων νεολιθικών θέσεων της Κύπρου (Peltenburg et al. 2001: a: 61-93, 2001b: 35-64). Ανακεφαλαιώνοντας, με βάση τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα που σχετίζονται με τη μελέτη της μετάβασης από το θηρευτικό- τροφοσυλλεκτικό στάδιο στο παραγωγικό η εικόνα που προκύπτει είναι η εξής: Είναι πολύ πιθανό η ίδρυση των πρώτων γεωργικών οικισμών στον ελλαδικό χώρο να οφείλεται στην έλευση πληθυσμού γεωργών από την περιοχή της Μέσης Ανατολής ή της Ανατολίας. Τα δεδομένα μιας σειράς οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, υποδεικνύουν σημαντικές μεταβολές σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο. Κατ αρχάς, τα στρώματα των θέσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου περιλαμβάνουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία για την καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών δημητριακών και οσπρίων και την εκμετάλλευση εξημερωμένων μορφών ζώων. Τα είδη αυτά, δεν είναι παρόντα στις περισσότερες θέσεις της Μεσολιθικής περιόδου, υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό πως οι γηγενείς θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες δεν είχαν αναπτύξει συστηματικές σχέσεις με τα συγκεκριμένα φυτικά και ζωικά είδη, προκειμένου, μακροπρόθεσμα να τα οδηγήσουν στην εξημέρωση. Από την άλλη πλευρά, οι οικισμοί της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, περιλαμβάνουν τα κατάλοιπα κατασκευασμένων σπιτιών κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τη χρήση των σπηλαίων, όπως αυτή τεκμηριώνεται μέσα από μια σειρά θέσεων της Μεσολιθικής περιόδου. Παράλληλα, τα στρώματα των πρώιμων νεολιθικών οικισμών περιλαμβάνουν στοιχεία για την ύπαρξη ενός μεγάλου εύρους πρακτικών, όπως η ειδωλοπλαστική, η κεραμική, η κατασκευή κοσμημάτων, για τις οποίες τα μεσολιθικά στρώματα δεν έφεραν ενδείξεις. Όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, η ερμηνεία των ερευνητών που υποστηρίζουν την πληθυσμιακή μετακίνηση μοιάζει να επιβεβαιώνεται. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί η έρευνα παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα που δεν επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση των οικιστικών, διατροφικών και τεχνολογικών πρακτικών της Μεσολιθικής περιόδου, ενώ παράλληλα, τα χρονολογικά ζητήματα που αφορούν τη διάρκεια της κατοίκησης κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Galanidou and Perlès 2003: 30) δεν είναι διαφωτιστικά για τη μελέτη της ενδεχόμενης συνύπαρξης των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου με τους γηγενείς πληθυσμούς και την κατανόηση του πιθανού ρόλου των δεύτερων στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του νεολιθικού τρόπου ζωής. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα στρώματα των πρώιμων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού 129

130 χώρου δεν φέρουν δείγματα καταλοίπων τέτοιων που να αναδεικνύουν τη σχέση των πρώτων γεωργών με τις τοπικές θηρευτικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες καθιστά την ενδεχόμενη σχέση δύσκολα επαληθεύσιμη Νέες επιτόπιες έρευνες και νέα δεδομένα Νέα στοιχεία, κυρίως από το Αιγαίο, αλλάζουν την εικόνα του ελλαδικού χώρου για την εποχή. Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες στο νησί της Ικαρίας από τον Α. Σάμψων, έχουν φέρει στο φως πέντε εγκαταστάσεις της Μεσολιθικής περιόδου, εκ των οποίων ο ένας, με την ονομασία Κεραμέ, μια παράκτια θέση 5 χλμ νοτιοανατολικά του Άγιου Κήρυκου, ανασκάφθηκε κατά την περίοδο από το 2007 έως 2008 από ομάδα του Πανεπιστημίου του Αιγαίου σε συνεργασία με την Πολωνική Ακαδημία Επιστημών (Σάμψων 2010: 75;). Η χρονολόγηση της θέσης έχει βασιστεί στα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των εργαλείων, ενώ πρόσφατα η χρονολόγηση δύο θραυσμάτων οψιανού από τα βαθύτερα στρώματα της θέσης με την τεχνική SIMS - SS έδωσε δύο ηλικίες, που εμπίπτουν στο πλαίσιο της 12 ης και 11 ης χιλιετίας πριν από σήμερα (Σάμψων 2010: 82). H μελέτη των λίθινων εργαλείων από τους J. Koszlowski και M. Kaczanowka δεν έχει ολοκληρωθεί (Σάμψων 2010: 80). Τα λίθινα κατάλοιπα περιλαμβάνουν πυρήνες και εργαλεία, ενώ τα περισσότερα εργαλεία της θέσης έχουν κατασκευαστεί κυρίως από πυριτόλιθο και οψιανό από το Γυαλί και τη Μήλο ενώ έχουν εντοπιστεί και ελάχιστα από αιματίτη και χαλαζία. Με βάση τα δεδομένα, η επεξεργασία των πυρήνων του πυριτόλιθου με άμεση κρούση, είχε ως στόχο την εξαγωγή φολίδων. Παρόλα αυτά έχει εντοπιστεί ένα πολύ μικρό ποσοστό λεπίδων, το οποίο φτάνει περίπου στο 1,3% του συνόλου των λίθινων καταλοίπων (Σάμψων 2010: 80). Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει επεξεργασμένες φολίδες σε οδοντωτά εργαλεία, μικρολιθικά και υπερμικρολιθικά εργαλεία, οπείς και ξέστρα. Σπανιότερα απαντούν τύποι σύνθετων εργαλείων και πλευρικά ξέστρα. Σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 80), οι τύποι των εργαλείων του Κεραμέ παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτούς του Μαρουλά. Εν αντιθέσει με τους πυρήνες πυριτόλιθου, οι πυρήνες μηλιακού οψιανού επεξεργάζονταν με την τεχνική της μακρογλυφίδας, ενώ ο κύριος στόχος της επεξεργασίας του οψιανού από τη νησίδα Γυαλί, ήταν η αποκόλληση λεπίδων (Σάμψων 2010: 81). Η συγκεκριμένη θέση καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση από τη μεσολιθική εγκατάσταση του Μαρουλά στην Κύθνο. Παρόλα αυτά, κατά την ανασκαφή της δεν 130

131 εντοπίστηκαν βιοαρχαιολογικά κατάλοιπα και ενδείξεις ύπαρξης κτιρίων, αν και ο Σάμψων αναφέρει πως η συγκέντρωση πλακοειδών πετρών σε ορισμένες ανασκαφικές τομές, είναι πιθανό να υποδεικνύει την παρουσία αρχιτεκτονικών κατασκευών, αναφέροντας παράλληλα πως θα μπορούσαν να υπάρχουν κατασκευές από φθαρτά υλικά (Σάμψων 2010). Σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 83), η θέση Κεραμέ της Ικαρίας, εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ιδιόμορφου μεσολιθικού πολιτισμού, ο οποίος αναδύεται τα τελευταία χρόνια μέσω της ερευνητικής και ανασκαφικής δραστηριότητας, με πιο χαρακτηριστικές θέσεις το Μαρουλά (Sampson 2008: 13-7, 2010: ), το σπήλαιο των Γιούρων της Αλοννήσου (Sampson 1998: 1-22, 2008, 2011) και το σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας (Perlès 1990). Το 2008 ξεκίνησε επιφανειακή έρευνα στη θέση Πλακιάς του Νομού Χανίων στην Κρήτη από τους Strasser και Παναγοπούλου με στόχο των εντοπισμό προ-νεολιθικών ευρημάτων. Η περιοχή αφορά βραχοσκεπές και σπήλαια που γειτνιάζουν με υγρότοπους. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, έχουν αποκαλυφθεί χίλια περίπου αντικείμενα που χρονολογούνται σχετικά μεταξύ του έως π. Χ (Strasser et al. 2009). Το 2010, αποκαλύφθηκε στη θέση Αρέτα της Χάλκης μια εκτεταμένη, παράκτια θέση με λίθινα κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου (Σάμψων 2010: 139). Ο αριθμός των λίθινων εργαλείων υπερβαίνει τη χιλιάδα και τα περισσότερα αντικείμενα είναι κατασκευασμένα από οψιανό της Μήλου και της νησίδας Γυαλί. Η τυπολογία των εργαλείων περιλαμβάνει οπείς, ξέστρα, φολίδες με ράχη, οδοντωτά και κολοβώσεις, ενώ έχουν εντοπιστεί επίσης μικρολιθικοί και υπερμικρολιθικοί πυρήνες. Σύμφωνα με τον Σάμψων (2010: 140) τα λίθινα κατάλοιπα της θέσης αυτής παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά του Κεραμέ. Σύμφωνα με τον Kozlowski τα εργαλεία τοποθετούν τη θέση σε προχωρημένη φάση της Μεσολιθικής περιόδου (Σάμψων 2010: 140) Το 2007, στην παράκτια θέση Ούριακος της Λήμνου, ανακαλύφθηκαν από το Ν. Ευστρατίου τα κατάλοιπα μιας πρώιμης εγκατάστασης, η οποία φαίνεται να ανήκει χρονολογικά στην Ανώτερη φάση της Παλαιολιθικής περιόδου. H επιτόπια έρευνα στη θέση αυτή, έλαβε χώρα ένα χρόνο αργότερα από το Νίκο Ευστρατίου και την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων της Μυτιλήνης, Όλγα Φιλανιώτου 15. Η θέση του Ούριακου, περιγράφει, με βάση τα πρώτα δεδομένα, μια εικόνα των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων των τελευταίων χιλιετιών πριν την αρχή του Ολόκαινου και οι σχέσεις της θέσης 15 ( 131

132 αυτής με τις ομάδες των περιοχών του ελλαδικού χώρου και του Ολόκαινου είναι υπό διερεύνηση 16. Η ιδέα της ύπαρξης πρώιμων χρονολογικών οριζόντων στα νησιά του Αιγαίου, εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τον εντοπισμό καταλοίπων μηλιακού οψιανού στο σπήλαιο του Φράγχθι (Perlès 1987), ενώ η αποκάλυψη των μεσολιθικών στρωμάτων στα Γιούρα κατέστησε την παραπάνω ιδέα ισχυρή πιθανότητα (Sampson et al. 2003: ). Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τη μεσολιθική θέση του Μαρουλά στην Κύθνο (Sampson 2008: 13-7, 2010: ) φαίνεται πως τεκμηριώνουν την παρουσία θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων που αξιοποιούσαν τις πηγές των νησιών του Αιγαίου τόσο κατά τις τελευταίες χιλιετίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου, όσο και κατά τη Μεσολιθική περίοδο, εγκαινιάζοντας μια νέα οπτική η οποία απομακρύνεται από τις «παραδοσιακές» αντιλήψεις της έρευνας, η οποία θεωρούσε την 4 η χιλιετία ως την αρχή της περιόδου, κατά την οποία τα νησιά του Αιγαίου άρχισαν να κατοικούνται και φέρνει στο προσκήνιο κοινά στοιχεία μεταξύ των θέσεων αυτών, όπως η πρώιμη χρονολόγηση και ο προσανατολισμός σε παράκτιες τοποθεσίες κατοίκησης. Η σχέση των παραπάνω θέσεων με την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστη. Ωστόσο, η παρουσία των πρώιμων αυτών μεσολιθικών ομάδων προκαλεί ενδιαφέροντες προβληματισμούς σε σχέση με την πιθανή εμπλοκή τους στη διαδικασία της εμφάνισης της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο (Efstratiou 2007: 291). Τα νέα δεδομένα, σε συνδυασμό με τα ήδη υπάρχοντα από τα Γιούρα και το Μαρουλά, αναδεικνύουν την έντονη χρήση λεπίδων από τις συγκεκριμένες προνεολιθικές ομάδες και την δραστηριότητα ομάδων στο χώρο του Αιγαίου, η οποία χρονολογείται περίπου κατά την 9 η χιλιετία π.χ (Kaczanowska and Kozlowski 2006: 67; Sampson 2006: 46). Τα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των λίθινων εργαλείων των ομάδων αυτών παραπέμπουν σε αυτά των προ-νεολιθικών θέσεων της Κύπρου και της περιοχής του Levant (Sampson and Katsarou 2004: 13-5). Τα δεδομένα αυτά είναι πιθανό να υποδεικνύουν την ύπαρξη μετακινούμενων ομάδων στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες επισκέπτονταν τα νησιά του Αιγαίου ήδη από την 11 η χιλιετία π.χ όπως υποστηρίζει ο Ammerman (2011), ενώ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο η μετακίνηση αυτή να οφείλονταν στην αύξηση του βαθμού κινητικότητας των ομάδων της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του κλιματικού επεισοδίου Younger Dryas (Bar-Yosef and Belfer-Cohen 2002: 55). 16 ( 132

133 Επιπλέον, τα νέα δεδομένα προσφέρουν μια νέα οπτική σε σχέση με τη δραστηριότητα των πρώιμων ομάδων κατά τις αρχές του Ολόκαινου στο χώρο του Αιγαίου. Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει ο Αmmerman (2011), η ναυσιπλοΐα στο χώρο του Αιγαίου και γενικότερα της Ανατολικής Μεσογείου, υποδεικνύεται τόσο από την παρουσία του οψιανού στα στρώματα του Φράγχθι κατά την τελευταία φάση της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου και την πρώιμη παρουσία θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων στα Γιούρα και το Μαρουλά, όσο και από τις πρώιμες επισκέψεις θηρευτώντροφοσυλλεκτών από την περιοχή του Levant, στο νησί της Κύπρου. Ο Ammerman (2011), επιδιώκοντας να κατανοήσει τον αργό ρυθμό της εξάπλωσης της γεωργίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, εξετάζει τα δεδομένα της Μεσολιθικής και της Νεολιθικής περιόδου και αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς τρόπους ζωής, αυτόν των μετακινούμενων μέσω της θάλασσας θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων και αυτόν των γεωργών. Οι δύο διαφορετικοί τρόποι ζωής συσχετίζονται με διαφορετικά τοπογραφικά στοιχεία, αφού ο πρώτος εντοπίζεται σε παράκτιες θέσεις τόσο της ηπειρωτικής χώρας, όσο και των νησιών και ο δεύτερος συνδέεται με εύφορες πεδιάδες κοντά σε πηγές νερού. Δεν αποκλείεται λοιπόν, οι μετακινούμενοι θηρευτέςτροφοσυλλέκτες να είχαν ανακαλύψει μια βιώσιμη λύση και να μην επιθυμούσαν να στραφούν προς τη γεωργία και την κτηνοτροφία που ασκούνταν ήδη στους οικισμούς της Μέσης Ανατολής και της Κύπρου. Ο εντοπισμός των καταλοίπων της δραστηριότητας των μεσολιθικών ομάδων στα νησιά του Αιγαίου προκαλεί ενδιαφέροντες προβληματισμούς σε σχέση με τον ενδεχόμενο ρόλο τους στην έλευση των πρώτων γεωργών του ελλαδικού χώρου στη θέση της Κνωσού. Η χρονολόγηση των μεσολιθικών θέσεων του Αιγαίου μπορεί να συμβάλλει στη διερεύνηση της συνύπαρξης των δύο τρόπων ζωής στην περιοχή του ελλαδικού χώρου, καθώς το ζήτημα αυτό παραμένει ακόμα ανοιχτό. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν την αλληλεπίδραση και τη σχέση των θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων αυτών με τους αφικνούμενους στην Κνωσό πρώτους γεωργούς (Efstratiou υπό εκτύπωση: 297). Νέα δεδομένα για την ύπαρξη πρώιμων θέσεων δεν έχει δώσει μόνο ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου, αφού οι επιφανειακές έρευνες που ξεκίνησαν το 2002, από το Νίκο Ευστρατίου και τον Paolo Biagi στην ορεινή περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, αποκάλυψαν πως τα βουνά της Πίνδου αποτελούσαν χώρο δραστηριότητας θηρευτικώντροφοσυλλεκτικών ομάδων, τόσο κατά την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο αλλά 133

134 ίσως και κατά τη Μεσολιθική περίοδο (Eυστρατίου κ.α. 2004: ; Efstratiou et al. 2006: ). Οι επιφανειακές θέσεις που έχουν εντοπιστεί περιλαμβάνουν συγκεντρώσεις λίθινων καταλοίπων και βρίσκονται συνήθως κοντά σε μικρές λίμνες και πηγές πυριτόλιθου, σε υψόμετρο άνω των 1700 μ (Efstratiou 2005: 149). Εάν η παρουσία επιφανειακών μεσολιθικών θέσεων στην περιοχή αυτή επιβεβαιωθεί η συζήτηση για την πιθανότητα ύπαρξης περισσότερων θέσεων της ίδιας περιόδου στον ηπειρωτικό κορμό του ελλαδικού χώρου αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον και συνδέεται με το ζήτημα της αρχής του παραγωγικού σταδίου στην Ελλάδα. Τα νέα δεδομένα, κυρίως του αιγαιακού χώρου τεκμηριώνουν χωρίς αμφιβολία την παρουσία θηρευτών τροφοσυλλεκτών στις περιοχές αυτές, χωρίς μέχρι στιγμής, ωστόσο, να υποδεικνύουν κάποια ραγδαία αύξηση του αριθμού των θέσεων της τελευταίας φάσης της Μεσολιθικής περιόδου και του πληθυσμού των μεσολιθικών θηρευτών τροφοσυλλεκτών του ελλαδικού χώρου κατά την ίδια περίοδο. Τα χαρακτηριστικά των λίθινων καταλοίπων των θέσεων αυτών δεν αποκλίνουν από την «ατυπικότητα» που χαρακτηρίζει τα λίθινα κατάλοιπα της Μεσολιθικής περιόδου στην Ελλάδα. Δυστυχώς η γενική εικόνα των διατροφικών και οικονομικών πρακτικών των θηρευτικών τροφοσυλλεκτικών αυτών ομάδων δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια και έτσι δεν μπορούν να πάρουν μέρος σε μια ουσιαστική συζήτηση για την παρουσία εξημερωμένων φυτικών και ζωικών ειδών στην Ελλάδα πριν την αρχή της Νεολιθικής περιόδου. Η χρήση των μορφολογικά άγριων φυτικών και ζωικών ειδών από τους μεσολιθικούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου παραμένει ένα γεγονός που δεν αμφισβητείται αρχαιολογικά. Παρόλα αυτά νέες συστηματικές επιφανειακές έρευνες είναι πιθανό να αποκαλύψουν στο μέλλον δεδομένα τέτοια που να μπορούν να μεταβάλλουν την εικόνα ενός αραιοκατοικημένου ελλαδικού χώρου και να συμβάλλουν έτσι - σε συνδυασμό με την επανεξέταση των παλαιότερων δεδομένων- στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής εικόνας των οικονομικών, οικιστικών, τεχνολογικών και διατροφικών πρακτικών της Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο. 134

135 Κεφάλαιο 6: Συμπεράσματα 6.1 Ένα ανοιχτό ζήτημα και τα όρια της θεωρίας και των αρχαιολογικών δεδομένων Η εικόνα που αποτυπώνεται κατά την αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο με την ίδρυση μόνιμων οικισμών με κατασκευασμένα αρχιτεκτονήματα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πλειονότητα των μεσολιθικών θέσεων, οι οποίες βρίσκονται κυρίως σε παράκτια θέσεις και σπήλαια, φέρνοντας στο προσκήνιο μια μεγάλη μεταβολή των οικιστικών πρακτικών σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο. Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός των θέσεων της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου, υποδηλώνει μια τέτοια δημογραφική αύξηση που εμφανίζεται να είναι πέραν των δυνατοτήτων του μικρού πληθυσμού του ελλαδικού χώρου κατά τη Μεσολιθική περίοδο. Οι κάτοικοι των νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου κατασκεύασαν λεπίδες σε αντίθεση με τις φολίδες των μεσολιθικών θηρευτικών-τροφοσυλλεκτικών ομάδων αξιοποιώντας διαφορετικές τεχνολογικές πρακτικές, αγγεία από πηλό, που από την πρώτη τους εμφάνιση φέρουν ώριμα τεχνολογικά χαρακτηριστικά και δεν αποτελούν ενδείξεις πειραματισμού με την πρώτη ύλη αλλά και χάντρες και κοσμήματα από λίθο και όστρεα, που δεν έχουν προηγούμενα παράλληλα, ούτε θεμελιώνονται σε αντίστοιχες πρακτικές της Μεσολιθικής περιόδου. Οι κάτοικοι των θέσεων αυτών ήδη από τις πρώτες φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου καλλιέργησαν εξημερωμένες μορφές δημητριακών και εκμετελλεύτηκαν εξημερωμένα ζώα στο πλαίσιο της οικονομίας. Τόσο τα κατάλοιπα των φυτώ, όσο και των ζώων δεν φέρουν χαρακτηριστικά που να τα εντάσσουν στο πλαίσιο της πρωτοεξημερωτικής διαδικασίας και το γεγονός αυτό υποδεικνύει τη μεταφορά τους και την καλλιέργεια και εκμετάλλευσή τους από ομάδες ανθρώπων που γνώριζαν τις πρακτικές της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Όπως αναφέρθηκε στο εισαγωγικό κεφάλαιο, η Νεολιθική περίοδος χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια εξημερωμένων μορφών δημητριακών, οσπρίων και την εκμετάλλευση ζώων στο πλαίσιο της οικονομίας και των διατροφικών πρακτικών. Άρα, ο ορισμός της περιοχής της αρχικής εξημέρωσης παίζει κομβικό ρόλο σε σχέση με το ζήτημα της προέλευσης της Νεολιθικής σε μια περιοχή και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ελλαδικού χώρου. Όπως φάνηκε σε παραπάνω κεφάλαιο τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα της Μεσολιθικής περιόδου, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη διερεύνηση μιας πιθανής σχέσης που θα είχαν αναπτύξει οι μεσολιθικές ομάδες του ελλαδικού χώρου με τα 135

136 φυτά είναι ελάχιστα, αβέβαια και προέρχονται από τα σπήλαια του Φράγχθι (Hansen 1991, 1992: ) και της Θεόπετρας (Μαγκαφά 2000: 135-8, Κοτζαμάνη 2009). Το ζήτημα της γεωγραφικής κατανομής των μορφολογικά άγριων προγόνων των εξημερωμένων ειδών που χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου (εικ. 37), συνδέεται στενά με τη διερεύνηση του προβλήματος της αρχής της γεωργίας, καθώς αξιοποιείται στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των ερμηνευτικών προσεγγίσεων που εκφράζονται σε σχέση με τη μετάβαση στο παραγωγικό στάδιο στην περιοχή αυτή (Βαλαμώτη 2009: 43). Η σύγχρονη χλωρίδα του ελλαδικού χώρου περιλαμβάνει πληθυσμό άγριου μονόκοκκου σιταριού, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή των Γρεβενών (Zamanis et al. 1988). Οι αναλύσεις που διενεργήθηκαν στο DNA του πληθυσμού αυτού απέδειξαν πως το άγριο μονόκοκκο σιτάρι του ελλαδικού χώρου προέκυψε από παλιές καλλιέργειες της εξημερωμένης μορφής του φυτού αυτού που περιήλθε σε άγρια κατάσταση (Ηeun et al. 1997: ). Τα δεδομένα που αφορούν την καταγωγή του δίκοκκου σιταριού που, όπως και το μονόκοκκο, αξιοποιήθηκε στο πλαίσιο της γεωργικής οικονομίας των πρώτων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, αναδεικνύουν πως το είδος αυτό πιθανότατα εξημερώθηκε σε μια περιορισμένη γεωγραφικά περιοχή της Μέσης Ανατολής και κατόπιν εξαπλώθηκε προς την υπόλοιπη Ασία και την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και του ελλαδικού χώρου (Zohary 1996). Συνεπώς, η απουσία των άγριων μορφολογικά προγόνων του μονόκοκκου και του δίκοκκου σιταριού από τις αρχαιοβοτανικές συλλογές των θέσεων της Μεσολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου, σε συνδυασμό με την απουσία γηγενών άγριων μορφών από τα είδη που συνθέτουν την άγρια χλωρίδα της συγκεκριμένης περιοχής, υποδεικνύουν τη μεταφορά των εξημερωμένων σπόρων του μονόκοκκου και του δίκοκκου σιταριού από την περιοχή της Μέσης Ανατολής ή της Ανατολίας (Βαλαμώτη 2009: 43). Η διάδοση των συγκεκριμένων φυτικών ειδών προς τον ελλαδικό χώρο θα μπορούσε να έχει προκύψει είτε μέσω της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από τη Μέση Ανατολή ή την Ανατολία, ο οποίος μετέφερε τα εξημερωμένα είδη, είτε μέσω της επαφής των γηγενών θηρευτικώντροφοσυλλεκτικών ομάδων με γεωργούς, η οποία διευκόλυνε τη μεταφορά της τεχνογνωσίας σε σχέση με τις καλλιεργητικές πρακτικές και των ίδιων των εξημερωμένων ειδών προς τον ελλαδικό χώρο (Ammerman and Cavalli Sforza 1984; Hansen 1992: ; Perlès 2001: ; Runnels 2003: ; Dennell 1992: ). 136

137 Οι μορφολογικά άγριοι πρόγονοι του κριθαριού και της φακής, δύο ειδών που συμπεριλαμβάνονται σε εξημερωμένη μορφή στις αρχαιοβοτανικές συλλογές από τους πρώιμους γεωργικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου, υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο, τόσο κατά τη Μεσολιθική περίοδο όσο και σήμερα (Βαλαμώτη 2009: 43-4). Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα του σπηλαίου Φράγχθι στην Αργολίδα, αναδεικνύουν πως οι άγριοι μορφολογικά σπόροι των ειδών αυτών συλλέγονταν από τους μεσολιθικούς κατοίκους του σπηλαίου. H αποκάλυψη των συγκεκριμένων άγριων μορφολογικά ειδών, θεωρήθηκε ως η τεκμηρίωση μιας χρονικής φάσης, κατά την οποία οι ανθρώπινες ομάδες απέκτησαν συστηματική σχέση με τα είδη αυτά προετοιμάζοντας τη διαδικασία εξημέρωσής τους. Οι πρώτες δημοσιεύσεις της Hansen (Hansen and Renfrew 1978: ) ανέφεραν την ύπαρξη μορφομετρικών μεταβολών στους σπόρους της φακής από τα μεσολιθικά και τα νεολιθικά στρώματα, ενισχύοντας την άποψη περί γηγενούς διαδικασίας εξημέρωσης του συγκεκριμένου οσπρίου. Αν και δεν παρατηρήθηκαν μορφομετρικές μεταβολές στους σπόρους του κριθαριού, η ύπαρξη άγριας και εξημερωμένης μορφής του στα μεσολιθικά και τα νεολιθικά στρώματα αντίστοιχα, οδήγησε στην υπόθεση της τοπικής διαδικασίας εξημέρωσης (Denell 1980: 160-1; Hansen and Renfrew 1978: ). Παρόλα αυτά, η επανεξέταση του υλικού από την Hansen (1991: 163), την οδήγησε σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα που μετέβαλαν την παραπάνω άποψη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της, η μεταβολή στους σπόρους της φακής συμπίπτει με την αρχή της νεολιθικής περιόδου. Άρα, οι μορφομετρικές μεταβολές δεν λάμβαναν χώρα σταδιακά. Η διαπίστωση αυτή αποδυνάμωσε τους ισχυρισμούς για διαμόρφωση εντατικής σχέσης των ανθρώπινων ομάδων με το συγκεκριμένο φυτό, που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στην εξημέρωσή του. Κατά το ίδιο διάστημα, οι γενετικές μελέτες απέδειξαν πως το είδος της εξημερωμένης φακής κατάγεται από τον μορφολογικά άγριο πρόγονο Lens orientalis, ενώ οι μορφολογικά άγριοι σπόροι των μεσολιθικών στρωμάτων του Φράγχθι ανήκαν πιθανότατα στο είδος Lens nigricans ή Lens ervoides. Επιπλέον, σύμφωνα με την Hansen (1992: 235), το είδος Lens orientalis, αν και ήταν παρόν στον ελλαδικό χώρο, δεν φυόταν στην περιοχή πλησίον του σπηλαίου, καθώς το φυτό αυτό απαιτούσε μεγαλύτερο κατά 50 μ. υψόμετρο. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Βαλαμώτη (2009: 44) μια διαφορά 50 μ. δεν αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο για τον αποκλεισμό του ενδεχομένου της επιτόπιας εξημέρωσης. Σε σχέση με την παρουσία μορφολογικά άγριων και εξημερωμένων σπόρων κριθαριού αναφέρει πως τα δύο είδη χωρίζονταν μεταξύ τους από πάχος επίχωσης 1 μ, 137

138 γεγονός που καθιστά δύσκολη την ύπαρξη σχέσης μεταξύ τους (Hansen 1992: 235-8), καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως τα διαθέσιμα αρχαιοβοτανικά δεδομένα του Φράγχθι οδηγούν στο συμπέρασμα της μετακίνησης πληθυσμού που ασκούσε την παραγωγική οικονομία που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση εξημερωμένων δημητριακών, οσπρίων και αιγοπροβάτων κατά τα πρότυπα της Μέσης Ανατολής (Hansen 1992: 241). Επιπλέον η μικρή έως μηδαμινή παρουσία καταλοίπων στα στρώματα της Τελικής Μεσολιθικής περιόδου του Φράγχθι, η οποία συνιστά το μικρό βαθμό χρήσης από τους κατοίκους του σπηλαίου ή την εγκατάλειψή του καθιστά δύσκολη την πιθανότητα ύπαρξης μιας φάσης προετοιμασίας που θα οδηγούσε στην εμφάνιση των εξημερωμένων ειδών που απαντώνται κατά την επόμενη περίοδο. Όπως προαναφέρθηκε, ανάμεσα στην Τελική Μεσολιθική και την Αρχαιότερη Νεολιθική στο σπήλαιο του Φράγχθι, παρεμβάλλεται η φάση της «Αρχικής Νεολιθικής» (Perlès 2001: 64), η οποία περιλαμβάνει κατάλοιπα εξημερωμένων αιγοπροβάτων, τα οποία κυριαρχούν αριθμητικά στο σύνολο της ζωοαρχαιολογικής συλλογής (Payne 1975) και κατάλοιπα εξημερωμένων σπόρων σιταριού (Hansen 1991: ), ενώ αναδεικνύονται και ενδείξεις συνέχειας ορισμένων πρακτικών της Μεσολιθικής περιόδου, όπως η συλλογή του θαλάσσιου οστρέου Cerithium vulgatum (Shackleton 1988). Τα εξημερωμένα είδη, είναι πιθανό να αναδεικνύουν την επαφή της ομάδας του Φράγχθι με πληθυσμούς γεωργών. Ωστόσο, η κατοχή των εξημερωμένων ειδών από θηρευτικέςτροφοσυλλεκτικές ομάδες δεν μεταβάλλει αυτόματα τους θηρευτές σε γεωργούς, αφού το πλαίσιο της νεολιθικής οικονομίας δεν περιλαμβάνει μόνο εξημερωμένα ζώα και φυτά, αλλά ένα σύνολο τεχνικών, πρακτικών και γνώσεων που σχετίζονται με την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Από την άλλη πλευρά, όπως έχει υποστηριχθεί και από την Perlès (2001: 49; 2003: 84), το σπήλαιο του Φράγχθι δεν αποτελεί το παράδειγμα μιας θέσης που μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά για το σενάριο της γηγενούς μετάβασης από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή στο παραγωγικό στάδιο. Η φάση της Αρχικής Νεολιθικής είναι μια φάση σύντομης διάρκειας, η οποία ακολουθείται από τα στρώματα της Αρχαιότερης Νεολιθικής μετά από διακοπή της στρωματογραφικής ακολουθίας (Jacobsen and Farrand 1987) και υποδεικνύει διαφοροποιήσεις τόσο σε σχέση με τη Μεσολιθική περίοδο, όσο και με αυτήν της Αρχικής Νεολιθικής. Κατ αρχάς η κατοίκηση μεταφέρεται εκτός του χώρου του σπηλαίου και συνεχίζεται στην περιοχή της «Παραλίας». Παράλληλα, είναι παρόντα ανάμεσα στα κατάλοιπα, οστά εξημερωμένων βοοειδών (Payne 1975) και δίκοκκου 138

139 σιταριού (Hansen 1991). Γενικότερα, η ανάδυση νέων πρακτικών, όπως ήταν η κατασκευή οστέινων εργαλείων, των μυλόλιθων και των χαντρών και οι νέοι τύποι εργαλείων (λεπίδες, δρεπάνια, οπείς) υποδεικνύουν τη διακοπή μεταξύ της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου και των δύο προηγούμενων και την άφιξη νέου πληθυσμού που κατοίκησε στο σπήλαιο και την γύρω περιοχή του. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα των μεσολιθικών στρωμάτων του σπηλαίου της Θεόπετρας στη Δυτική Θεσσαλία περιλαμβάνουν κατάλοιπα εξημερωμένου δίκοκκου και σκληρού σιταριού, σπόρων κεχριού, σπόρων που προσιδιάζουν σε μορφολογικά άγριο μονόκοκκο σιτάρι, σπόρων άγριας βρώμης αλλά και κατάλοιπα σπόρων μορφολογικά άγριων οσπρίων, όπως της φακής, της ρόβης, του μπιζελιού, του λαθουριού, του βίκου και του μπιζελιού (Κοτζαμάνη 2009, πιν 5.21). Σύμφωνα με την Κοτζαμάνη (2009: 238), οι σπόροι του κεχριού, το οποίο αποτελεί ένα τυπικό είδος της Εποχής του Χαλκού (Βαλαμώτη 2009: 63) παρεισέφρησαν στα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου από τα ανώτερα στρώματα της θέσης, δεδομένης της διαταραγμένης στρωματογραφικής ακολουθίας λόγω της δράσης των υπογείων υδάτων και των ζωικών οργανισμών που διαβιούν στο εσωτερικό του σπηλαίου. Ωστόσο, η παρουσία των σπόρων του δίκοκκου και του σκληρού σιταριού παραπέμπει, σύμφωνα με την Κοτζαμάνη (2009: 241) σε μια ιδιάζουσα κατάσταση, αφού οι σπόροι αυτοί είτε αποτέθηκαν στα μεσολιθικά στρώματα της θέσης λόγω της αναμόχλευσης των στρωμάτων είτε αποτελούν τη μαρτυρία της επαφής των μεσολιθικών κατοίκων του σπηλαίου με ομάδες γεωργών. Δεδομένης της προβληματικής στρωματογραφικής ακολουθίας και της παρουσίας σπόρων κεχριού στο ίδιο στρώμα, θεωρείται πιθανότερο οι σπόροι του δίκοκκου και του σκληρού σιταριού να παρεισέφρησαν στο μεσολιθικό στρώμα λόγω της αναμόχλευσης της στρωματογραφικής ακολουθίας εξαιτίας των προαναφερθέντων παραγόντων. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί στην περιοχή της Θεσσαλίας εμφανίζονται μετά το τέλος της Μεσολιθικής περιόδου στην Θεόπετρα, καθιστά δύσκολη την επαφή των μεσολιθικών κατοίκων του σπηλαίου με τους πρώτους γεωργούς της περιοχής. Σε σχέση με τα όσπρια, η Κοτζαμάνη (2009: 245) αναφέρει πως είναι πιθανό, αν και δύσκολα επαληθεύσιμο, οι μεσολιθικοί κάτοικοι της Θεόπετρας να ασκούσαν μια εντατική μορφή φροντίδας και διαχείρισης των άγριων οσπρίων, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στον πολλαπλασιασμό των άγριων πληθυσμών της περιοχής και συγκεντρώνοντας γνώσεις σε σχέση με την οικολογική συμπεριφορά και τις συνθήκες ανάπτυξης των ειδών αυτών. 139

140 Εντούτοις, τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα της Θεόπετρας αναδεικνύουν πως η συλλογή των οσπρίων είχε περιορισμένη σημασία για τους μεσολιθικούς κατοίκους του σπηλαίου, αφού τα κατάλοιπα των καρπών και των φρούτων αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα ανάμεσα στα αρχαιοβοτανικά δείγματα που συλλέχθηκαν από το σπήλαιο της Θεόπετρας (βλ. Κοτζαμάνη 2009, εικόνα 5.6). Από την άλλη πλευρά, τα μεσολιθικά στρώματα της Θεόπετρας δεν περιλαμβάνουν εργαλεία που να υποδηλώνουν την εντατική ενασχόληση των κατοίκων του σπηλαίου με τις συστάδες των άγριων μορφολογικά φυτών, όπως ήταν οι λεπίδες της Νατούφιας περιόδου, ή κατάλοιπα λειασμένων εργαλείων, όπως αυτά των μυλόλιθων, που η παρουσία τους θα υποδήλωνε την επεξεργασία των άγριων οσπρίων και δημητριακών πριν την κατανάλωση. Το γεγονός, ότι οι κάτοικοι της Μεσολιθικής Θεόπετρας δεν επένδυσαν χρόνο στην κατασκευή τέτοιων αντικειμένων, θα πρέπει να προβληματίσει σε σχέση με το μέγεθος της συμβολής των άγριων μορφολογικά δημητριακών και οσπρίων στην καθημερινή διατροφή και κατά συνέπεια σε σχέση με τη φύση της επαφής των μεσολιθικών ομάδων με τα είδη αυτά. Τα μεσολιθικά στρώματα της Θεόπετρας, όπως προαναφέρθηκε περιλαμβάνουν τα κατάλοιπα μορφολογικά εξημερωμένων αιγοπροβάτων (Newton 2003: 2001). Τα κατάλοιπα αυτά, σύμφωνα με την ερευνήτρια του ζωοαρχαιολογικού υλικού προκαλούν προβληματισμούς καθώς δεν διαφοροποιούνται και στην συντριπτική τους πλειονότητα τα κατάλοιπα αυτά, ανήκουν σε μικρά σε ηλικία ζώα. Η Νewton (2003: 201) αποδίδει την παρουσία των καταλοίπων αυτών στην διατάραξη της στρωματογραφίας, καθώς τα στρώματα της Νεολιθικής περιόδου περιλαμβάνουν αντίστοιχα κατάλοιπα αιγοπροβάτων, τα οποία πιθανώς πέθαναν κατά τη γέννηση ή έφεραν μολυσματικές αρρώστιες, οι οποίες ήταν επικίνδυνες για το υπόλοιπο κοπάδι. Τα κατάλοιπα των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου περιλαμβάνουν μια ποικιλία εξημερωμένων δημητριακών και οσπρίων, όπως το μονόκοκκο, το δίκοκκο και το γυμνό σιτάρι, το δίστοιχο και εξάστοιχο κριθάρι, φακή, ρόβη, μπιζέλι και ρεβίθι (Βαλαμώτη 2009: 43). Η απότομη εμφάνιση και παρουσία των παραπάνω ειδών στους οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου σε πλήρως εξημερωμένη μορφή και σε συνδυασμό ότι πρόκειται για τα είδη που αποτέλεσαν τον πυρήνα της Νεολιθικής οικονομίας, στη Μέση Ανατολή (Μοοre et al. 2000), όπου και υπάρχουν οι άγριες μορφές τους και την περιοχή της Κύπρου (Peltenburg et al. 2001a: 61-93, 2001b: 35-64), η οποία δέχτηκε πληθυσμό γεωργών περίπου μια χιλιετία πριν την Κνωσό, υποδεικνύει ως κύριο παράγοντα για την αρχή της Νεολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο τη μετακίνηση 140

141 πληθυσμού γεωργών από την περιοχή της Ανατολής. Επιπλέον, οι μορφολογικά άγριοι πρόγονοι του μονόκοκκου 17 και του δίκοκκου σιταριού δεν εντοπίζονται στον ελλαδικό χώρο κατά τα τέλη του Πλειστόκαινου και τις αρχές του Ολόκαινου, έτσι ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί η υπόθεση μιας γηγενούς διαδικασίας εξημέρωσης. Η βασική τετράδα των εξημερωμένων ζώων που αξιοποιήθηκαν στο πλαίσιο της νεολιθικής οικονομίας, το κατσίκι, το πρόβατο, η αγελάδα και το γουρούνι εμφανίζονται στους πρώτους νεολιθικούς οικισμούς μαζί με τα παραπάνω φυτικά είδη δεν φέρουν δείγματα πρωτοεξημέρωσης. Συνεπώς, είναι πιθανή μια μεταφορά των βασικών ειδών της νεολιθικής οικονομίας από μετακινούμενους πληθυσμούς γεωργών. Συνοψίζοντας, η εμφάνιση των πρώτων νεολιθικών κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο σηματοδότησε χωρίς αμφιβολία μια θεμελιώδη μεταβολή σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Κατ αρχάς, όπως τεκμηριώνεται με βάση τα κατάλοιπα, οι πρώτοι γεωργοί του ελλαδικού χώρου ίδρυσαν οικισμούς με χαρακτηριστικά μόνιμης κατοίκησης, καλλιεργώντας, εκτρέφοντας και αξιοποιώντας στο πλαίσιο των διατροφικών τους πρακτικών εξημερωμένες μορφές δημητριακών, οσπρίων και ζώων, των οποίων οι άγριοι μορφολογικά πρόγονοι δεν περιλαμβάνονται ανάμεσα στα είδη που συνέθεταν τη χλωρίδα και την πανίδα της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο, αλλά αντίθετα η παρουσία τους έχει τεκμηριωθεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Νοτιοανατολικής Ανατολίας. Οι πρακτικές αυτές έρχονται σε εκ διαμέτρου αντίθεση με τα δεδομένα που αφορούν τις ανθρώπινες ομάδες της Μεσολιθικής περιόδου του ελλαδικού χώρου και περιλαμβάνουν την κατοίκηση σε χώρους σπηλαίων, παραλιακές τοποθεσίες και επιλεγμένα νησιά και μια οικονομία που βασίζεται στη συλλογή άγριων μορφολογικά φυτών και το κυνήγι μορφολογικά άγριων ζώων. Από την άλλη πλευρά, τα τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά των εργαλείων που αξιοποιούσαν οι κάτοικοι των πρώτων νεολιθικών οικισμών του ελλαδικού χώρου, παρουσιάζουν διαφορές με αυτά που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητά τους οι ομάδες των θέσεων της Μεσολιθικής περιόδου, αφού τα συχνά «ατυπικά» από την άποψη της τυπολογίας τους (μικρολιθισμός) μεσολιθικά λίθινα εργαλεία αντικαθίστανται ολοκληρωτικά από λεπίδες που συχνά φέρουν ίχνη χρήσης από την αξιοποίησή τους σε καλλιεργητικές δραστηριότητες αλλά και οστέινα εργαλεία και εργαλεία από λειασμένο λίθο, όπως γουδιά, που χρησιμοποιούνταν για την προετοιμασία της τροφής (εξημερωμένα δημητριακά). 17 Ο πληθυσμός του άγριου μονόκοκκου σιταριού που εντοπίζεται στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας πρόκειται για πρώην εξημερωμένο πληθυσμό, ο οποίος περιήλθε σε άγρια κατάσταση (Βαλαμώτη 2009: 43; Heun et al. 1997: ). 141

142 Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με την απουσία προδρομικών ενδείξεων για την εμφάνιση των πρακτικών αυτών κατά τη Μεσολιθική περίοδο, την απουσία επαφών των μεσολιθικών κατοίκων του ελλαδικού χώρου με γεωργούς της Μέσης, αλλά και την εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των θέσεων κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο, οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η Νεολιθική περίοδος στον ελλαδικό χώρο ήταν το αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμού γεωργών από περιοχές της Μέσης Ανατολής και της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Μεσογείου (Ανατολία, Κύπρος). Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να ενταχθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο χρονολογικής ακολουθίας, που προσπαθεί να τεκμηριώσει αρχαιολογικά την εξάπλωση των νεολιθικών κοινοτήτων και των χαρακτηριστικών τους από τις περιοχές αυτές προς την Ευρώπη, αναδεικνύοντας ότι μια αφήγηση εξάπλωσης των πρώιμων γεωργικών κοινοτήτων από τη Μ. Ανατολή στον ελλαδικό χώρο και στη συνέχεια στη Δύση. Μέχρι στιγμής αυτή είναι η κυρίαρχη εκτίμηση που προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Ωστόσο, η δυναμική των επιτόπιων ερευνών και των μελετών που βρίσκονται σε εξέλιξη (ραδιοχρονολογικών δεδομένων, νέα αρχαιοζωολογικά και αρχαιοβοτανικά ευρήματα) επιτρέπουν οποιαδήποτε ανατροπή και υπέρβαση ακόμα και παγιωμένων για χρόνια αρχαιολογικών αντιλήψεων. Ούτε η αρχαιολογική εικόνα των μεσολιθικών εγκαταστάσεων αλλά ούτε και πρώτων γεωργικών κοινοτήτων του ελλαδικού χώρου θεωρείται επαρκής, αφού λείπουν οι ολοκληρωμένες ανασκαφές και επιμέρους μελέτες. Αυτές θα μπορέσουν σταδιακά να συμβάλλουν στην κατανόηση του ζητήματος της μετάβασης στο παραγωγικό στάδιο στον ελλαδικό χώρο. 142

143 Βιβλιογραφία Ελληνική Αδάμ, Ε Οι Ανώτερες Παλαιολιθικές και Μεσολιθικές λιθοτεχνίες του σπηλαίου Θεόπετρας και η συμβολή τους στην εκτίμηση της χρήσης του σπηλαίου κατά το τελικό Πλειστόκαινο και Πρώιμο Ολόκαινο. Στο Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας -Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Aθήνα. Αρβανιτόπουλος, Α. Σ Ανασκαφαί και έρευναι εν Θεσσαλία κατά το έτος Αθήνα: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου. Αρβανίτου-Μεταλληνού, Γ. (επιμ.) 2007 Η Προϊστορική Κέρκυρα και ο ευρύτερος περίγυρός της: προβλήματα προοπτικές. Πρακτικά ημερίδας τιμητικής στον Αύγουστο Σορδίνα, Κέρκυρα, 17 Δεκεμβρίου Υπουργείο Πολιτισμού. Βαλαμώτη, Σ. Μ. Γαλλής, Κ Γεωργικά προϊόντα από το νεολιθικό οικισμό Γιαννιτσά Β: μια προκαταρτική προσέγγιση μέσω των αρχαιοβοτανικών δεδομένων. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 6: Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: University Studio Press Καύσεις Νεκρών από τη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων Άτλας των Προϊστορικών Οικισμών της Ανατολικής Θεσσαλίας. Λάρισα: Εφορεία Αρχαιοτήτων Ταφικά Έθιμα. Στο Ι. Α. Παπαθανασόπουλος, Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ευστρατίου, Ν., Βiagi, P., Eλεφάντη, Π., M. Spataro 2003 Προϊστορικές έρευνες στην Πίνδο. Η ορεινή περιοχή των Γρεβενών. Τα πρώτα αποτελέσματα. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 17:

144 Ευστρατίου, Ν., Βiagi, P., Eλεφάντη, Π. και M. Ντίνου 2004 Προϊστορικές έρευνες στην περιοχή της Σαμαρίνας, στην Πίνδο του Νομού Γρεβενών. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 18: Θεοχάρης, Δ. Ρ Ανασκαφή Νεολιθικού οικισμού εν Νέα Μάκρη (Αττικής). Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας: Αι αρχαί του πολιτισμού εν Σέσκλο. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 32: Εκ της προκεραμικής Θεσσαλίας. Θεσσαλικά 1: Πύρασος. Θεσσαλικά 2: /2 Αρχαιότητες και μνημεία της Θεσσαλίας. Αρχαιολογικόν Δελτίον 17(Β): Από τη Νεολιθική Θεσσαλία I. Θεσσαλικά 4: Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1963: Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1963: a Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1965: b Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1966: Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας. Αρχή και Πρώιμη Εξέλιξη της Νεολιθικής. Βόλος: Θεσσαλικά μελετήματα a Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1968: b Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1966: Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1968: a Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1971: b Σέσκλο. Ακρόπολις. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1972: Νεολιθική Ελλάς. Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. 1974a Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1972:

145 1974b Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1973: Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1973: Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1976: Σέσκλο. Το έργον της Αρχαιολογικής Εταιρίας 1977: Ανασκαφή Σέσκλου. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 1976: Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ Μαυροπηγή 2005: λιγνιτωρυχεία και αρχαιότητες. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 19: Αιανή και νομός Κοζάνης. Δέκα χρόνια έρευνας. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 20 χρόνια: Καρκάνας, Π. και S. Weiner 2000 Λιθοστρωματογραφία και διαγένεση των αποθέσεων του σπηλαίου Θεόπετρας Καλαμπάκας. Στο Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα. Κουμουζέλη, Μ. και J. Kozlowski Κοτζαμάνη, Γ Οι προϊστορικές θέσεις στο φαράγγι της Κλεισούρας. Αρχαιολογία και Τέχνες 60: Από τη συλλογή στην καλλιέργεια: αρχαιοβοτανική διερεύνηση των πρώιμων σταδίων εκμετάλλευσης των φυτών και της αρχής της γεωργίας στον ελλαδικό χώρο (σπήλαιο Θεόπετρας, σπήλαιο Σχιστού, Σιδάρι, Ρεβένια). Διδακτορική Διατριβή, Α. Π. Θ. Κοτζαμποπούλου, Ε., Παναγοπούλου, Ε. και Ε. Αδάμ Κωτσάκης, Κ Η Παλαιολιθική έρευνα στη Μποΐλα (Κοιλάδα Βοϊδομάτη, Ν. Ιωαννίνων). Αρχαιολογία και Τέχνες 60: Ο Νεολιθικός τρόπος παραγωγής. Ιθαγενής ή άποικος; Στο Διεθνές Συνέδριο για την αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. 145

146 2000 Η αρχή της Νεολιθικής στην Ελλάδα. Στο Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα Μετά έτη. Γιατί μας ενδιαφέρει η νεολιθική; Στο Μ. Θεοδωροπούλου (επιμ.), Θέρμη και φως: Αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α. Φ. Χρηστίδη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Κωτσόπουλος, Μ Τρισδιάστατες αναπαραστάσεις του οίκου στην περιοχή των Βαλκανίων κατά τη Νεολιθική εποχή. Μεταπτυχιακή εργασία, Α. Π. Θ. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν. 2000a Η ανασκαφή του σπηλαίου Θεόπετρας Στο Ν. Κυπαρίσση- Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα. 2000b Νεολιθική περίοδος του σπηλαίου Θεόπετρας. Στο Ν. Κυπαρίσση- Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα. Λιούτας, Α. και Σ. Κώτσος Μαγκαφά, Μ Εγνατία οδός Ανασκαφές στην περιοχή της Μικρής Βόλβης. Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 20: Η εκμετάλλευση των φυτών από τη Μέση Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική περίοδο - από την καρποσυλλογή στην καλλιέργεια. Αρχαιοβοτανική μελέτη στο σπήλαιο της Θεόπετρας. Στο Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα. Μέττος, Α. και Aν.Κουτσουβέλη 1996 Παγετώδη και περιπαγετώδη φαινόμενα και οι μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης κατά το Τεταρτογενές. Αρχαιολογία και Τέχνες 58: Μουνδρέα-Αγραφιώτη, Α Εργαλεία οστέινα- λίθινα. Στο Γ. Παπαθανασόπουλος (επιμ.), Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. 146

147 Μπέσσιος, Μ. και Αδακτύλου, Φ. Μυλωνάς, Γ. Ντίνου, Μ Νεολιθικός οικισμός στα «Ρεβένια» Κορινού. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη 18: Η Νεολιθική εποχή εν Ελλάδι. Αθήνα Προκαταρκτικά αποτελέσματα της ανθρακολογικής ανάλυσης στο σπήλαιο Θεόπετρας. Στο Ν. Κυκαρίσση-Αποστολικά (επιμ.), Σηήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα. Παντελίδου-Γκόφα, Μ Η Νεολιθική Νέα Μάκρη: Τα οικοδομικά. Αθήνα: Βιβλιοθήκη της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 119. Παπαδοπούλου, Μ. Γ Μαγουλίτσα, νεολιθικός συνοικισμός παρά την Καρδίτσαν. Θεσσαλικά Α : Παπαθανασόπουλος, Γ. (επιμ.) 1996 Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Πρωτονοτάριου-Δεϊλάκη, Ε. Σάμψων, Α Παρατηρήσεις στην προκεραμεική (από τη Θεσσαλία στα Δενδρά της Αργολίδος). Στο Διεθνές Συνέδριο για τη μνήμη του Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, Αθήνα: Έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων Μεσολιθική Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Ίων. Τρανταλίδου, Κ. Τσούντας Χ Ο Ζωικός Κόσμος. Αρχαιολογία και Τέχνες 58: Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου. Αθήναι: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας

148 Φακορέλης, Γ. και Μανιάτης, Γ Μαρτυρία χρόνων ανθρώπινης παρουσίας στο σπήλαιο Θεόπετρας με 14 C. Ν. Στο Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας - Δώδεκα, χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα. Χονδογιάννη-Μετόκη, Α Αλιάκμων Σωστική Ανασκαφή σε δύο οικισμούς της Αρχαιότερης και της Μέσης Νεολιθικής περιόδου. Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη: Χουμουζιάδης, Γ. Χ Δύο νέαι εγκαταστάσεις της αρχαιοτέρας νεολιθικής περιόδου εις την Θεσσαλίαν. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών 4: Ανασκαφαί εις τον Πρόδρομον Καρδίτσης. Αρχαιολογικό Δελτίο 37 : Ταφικά Έθιμα. Στο Δ. Ρ. Θεοχάρης, Νεολιθική Ελλάς, Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Τα Νεολιθικά Ειδώλια, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη. Χρυσοστόμου, Π Νεολιθικές έρευνες στα Γιαννιτσά και την περιοχή τους. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 4: Οι νεολιθικές έρευνες στην πόλη και την επαρχία Γιαννιτσών κατά το Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 5: Η νεολιθική κατοίκηση στη βόρεια παράκτια περιοχή του άλλοτε Θερμαϊκού κόλπου (επαρχία Γιαννιτσών). Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 10 Α : Νέα στοιχεία από τη Νεολιθική έρευνα στην επαρχία Γιαννιτσών. Μια άγνωστη μορφή προϊστορικής γραφής. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 15:

149 Ξενόγλωσση Adam, E A Technological and Typological Analysis of the Upper Palaeolithic stone industries of Epirus, Northwest Greece. Oxford: British Archaeological Reports, International Series a The Upper Palaeolithic stone industries of Epirus in their regional setting. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies. 1999b Preliminary presentation of the Upper Palaeolithic and Mesolithic stone industries of Theopetra Cave, Western Thessaly. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies Searching for territoriality over a limited territory: The case of Greece. Στο F. Djinjian, J. Kozlowski, N. Bucho (eds.), Le concept de territoires dans le Paléolithique supérieur européen, Oxford : British Archaeological Reports, International Series Adam, E., E. Kotjabopoulou 1997 The organic artefacts from Klithi. Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary Landscapes in northwest Greece. Vol.1: Excavation and intra-site analysis at Klithi, Cambridge: McDonald Institute Monographs. Akkermans, P. M. and G. M. Swartz Allen, H The Archaeology of Syria: From Complex Hunter- Gatherers to Early Urban Societies (ca B. C.). Cambridge: Cambridge University Press A Postglacial record from the Kopais Basin, Greece. Στο S. Botemma, G. Entjes- Nieborg and W. van Zeist (eds.), Man s Role in the Shaping of the Eastern Mediterranean Landscape, Rotterdam: A.A Balkema. Ammerman, A. J Looking Back. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli-Sforza (eds.), The Widening Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back, Looking Forward, Boston: Archaeological Institute of America. 149

150 2010 The first argonauts: Towards the study of the earliest seafaring in the Mediterranean. Στο A. Anderson, J. Barrett and K. Boyle (eds.), The global origins and development of seafaring, Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research The paradox of early voyaging in the Mediterranean and the slowness of the Neolithic transition between Cyprus and Italy. Στο G. Vamvounakis (ed.), The seascape in Aegean Prehistory, Monographs of the Danish Institute at Athens. Ammerman, A. J. and L. L. Cavalli Sforza 1971 Measuring the rate of spread of early farming in Europe. Man 6: A population model for the diffusion of early farming in Europe. Στο C. Renfrew (ed.), The Explanation of Culture Change: Models in Prehistory, London: Duckworth The Neolithic Transition and the Genetics of Population in Europe. Princeton: Princeton University Press. Ammerman, A. J. and Noller, J. S New light on Aetokremnos. World Archaeology 37: Ammerman, A. J., Flourentzos, P., McCartney, C., Noller, J. S. and Sorabji D Two new early sites on Cyprus. Report of the Department of Antiquities, Cyprus: Ammerman, A. J., Flourentzos, P., Gabrielli, R., McCartney, C., Noller, J. S., Peloso D. and D. Sorabji 2007 More on the new early sites on Cyprus. Report of the Department of Antiquities, Cyprus: Ammerman, A. J., Flourentzos, P., Gabrielli, R., McCartney, C., Noller, J. S., Peloso D. and D. Sorabji 2007 More on the new early sites on Cyprus. Report of the Department of Antiquities, Cyprus: Ammerman, A. J., Flourentzos, P., Gabrielli, T. Higham, T., McCartney, C. and T. Turnbull 2008 Third report on early sites on Cyprus. Report of the Department of Antiquities, Cyprus: Andreou, S., Fotiadis, M., Kotsakis, K Review of Aegean Prehistory V: the Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaelogy 100:

151 Bailey, D. W. Bailey, G. N Reading prehistoric figurines as individuals. World Archaeology 25 (3): The Palaeotithic of Klithi in its Wider Context. Annual of the British School at Athens 87: b Klithi: a Synthesis. Στο G. N. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece, vol II: Klithi in its local and regional setting, Cambridge: McDonald Institute Monographs The Palaeolithic archaeology and palaeogeography of Epirus with particular reference to the investigations of the Klithi rockshelter. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proccedings of the ICOPAG Conference (1994): London: British School at Athens Studies 3. Bailey, G. N. (ed.) 1997a Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary Environments in Northwest Greece, Vol. I: Excavation and Intra- Site Analysis at Klithi. Cambridge: McDonald Institute Monographs. 1997b Klihti: Palaeolithic Settlement and Quaternary Environments in Northwest Greece, vol. II, Klihti in its Local and Regional Setting. Cambridge: McDonald Institute Monographs. Bailey, G. N., E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès and K. Zachos (eds.) 1999 The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proccedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994). London: British School at Athens Studies. Bailey, G., Cadbury, Th., Galanidou, N. and E. Kotjabopoulou 1997 Rockshelters and open-air sites: survey strategies and regional site distributions. Στο G. N. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its local and regional setting, Cambridge: McDonald Institute Monographs. Bailey, G. N., Carter, P. L., Gamble C. S and H. P. Higgs 1983a Asprochaliko and Kastritsa: further investigations of Palaeolithic settlement and economy in Epirus (north- west Greece). Proceedings of the Prehistoric Society 49: b Epirus revisited: seasonality and inter- site variation in the Upper Palaeolithic of north- west Greece. Στο G. N. Bailey (ed.), Hunter- Gatherer Economy in 151

152 Prehistory: a European Perspective, Cambridge: Cambridge University Press. Bailey, G. N., Gamble, C. S., Higgs, H. P., Roubet, C., Sturdy, D. A. and D. P. Webley 1986 Palaeolithic Investigation at Klithi: preliminary results of the 1984 and 1985 field sessions. Annual of the British School at Athens 81: Bailey, G. N., King, G. and D. A. Sturdy Bar-Yosef, O Active Tectonics and Land- use Strategies: A Palaeolithic Example from Northwestern Greece. Antiquity 67: The prehistory of the Levant. Annual Review of Anthropology 9: The walls of Jericho: An alternative interpretation. Current Anthropology 27: The impact of Late Pleistocene-Early Holocene climate changes on humans in Southwest Asia. Στο L. G. Strauss (ed.), Humans at the end of the Ice Age: the archaeology of the Pleistocene-Holocene transition, New York: Plenum Press The Natufian culture in the Levant: Threshold to the origins of agriculture. Evolutionary Anthropology 6 (5): The world around Cyprus: From Epi-paleolithic foragers to the collapse of the PPNB civilization. Στο S. Swiny (ed.), The earliest prehistory of Cyprus: From colonization to exploitation, Boston: American Schools of Oriental Research The Natufian and the Early Neolithic: Social and economic trends in southwestern Asia. Στο P. Bellwood and O. Renfrew (eds.), Examining the Farming/ Language Dispersal Hypothesis, Oxford: Oxbow Books. Bar-Yosef, O. and A. Belfer-Cohen 1989a The origins of sedentism and farming communities in the Levant. Journal of World Prehistory 3: b The Levantine PPNB interaction sphere. Στο I. Hershkovitz (ed.), People and Culture Change: Proceedings of the Second Symposium on Upper Palaeolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin, Oxford: British Archaeological Reports, International Series From sedentary hunter- gatherers to territorial farmers in the Levant. Στο S. A. Gregg (ed.), Between Bands and States: Sedentism, Subsistence and 152

153 Interaction in Small- Scale Societies, Carbondale: Center for Archaeological Investigations From foraging to farming in the Mediterranean Levant. Στο Α. Β. Gebauer and D. Τ. Price (eds.), Transitions to Agriculture in Prehistory, Madison: Prehistory Press Facing environmental crisis: Societal and cultural changes at the transition from the Younger Dryas to the Holocene in the Levant. Στο R. T. J. Cappers and S. Bottema (eds.), The Dawn of Farming in the Near East, Berlin: Ex Oriente. Bar-Yosef, O. and A. Gopher 1997 Miscellaneous finds. The human figurines from Netiv Hagdud. Στο O. Bar-Yosef and A. Gopher (eds.), An Early Neolithic Village in the Jordan Valley.Part I. The archaeology of Netiv Hagdud. Cambridge, USA: Peabody Museum of Archaeology and Ethnology. Bar-Yosef, O. and A. Gopher (eds.) 1997 An Early Neolithic Village in the Jordan Valley.Part I. The archaeology of Netiv Hagdud. Cambridge, USA: Peabody Museum of Archaeology and Ethnology. Bar-Yosef, O. and R. H. Meadow 1995 The origins of agriculture in the Near East. Στο D. T. Price and A. B. Gebauer (eds.), Last Hunters-First Farmers: New Perspectives on the Prehistoric Transition to Agriculture, Santa Fe: School of American Research Press. Bar-Yosef, O. and F. R. Valla Barker, G. Baruch, U An introduction. Στο O. Bar Yosef and F. R. Valla (eds.), The Natufian Culture in the Levant. Michigan: Ann Arbor Prehistoric Farming in Europe. Cambridge: Cambridge University Press The late Quaternary pollen record of the Near East. Στο Ο. Bar-Yosef and R. Kra (eds), Late Quaternary Chronology and Paleoclimates of the Eastern Mediterranean, Cambridge, USA: Peabody Museum of Archaeology and Ethnology. 153

154 Baruch, U. and S. Bottema 1991 Palynological Evidence for climatic changes in the Levant ca B. P. Στο O. Bar-Yosef and F. R. Valla (eds.), The Natufian Culture in the Levant, Michigan: Ann Arbor. Belfer-Cohen, A. Bellwood, P. Bender, B. Benz, M. Binford, L. R. Bintliff, J. Björk, Cl. Bloedow, E. F The Natufian in the Levant. Annual Review of Anthropology 20: First Farmers: The origins of agricultural societies. Oxford: Blackwell Gatherer-hunter to farmer: A social perspective. World Archaeology 10: Die Neolithisierung im Vorderen Orient: Theorien, archaologische Daten und ein ethnologisches Modell. Berlin: Ex Oriente The emic view: Social questions of the neolithisation of the Near East. Neo- Lithics 1: Post- Pleistocene adaptations. Στο S. R. Binford and L. R. Binford (eds.), New Perspectives in Archaeology, Chicago: Aldine The plain western of Macedonia and the site of Nea Nikomedeia. Proccedings of the Prehistoric Society 42: Early Pottery in Greece: a Technological and Functional Analysis of the Evidence from Neolithic Achilleion, Thessaly. Jonsered: Paul Aströms Förlag The Aceramic Neolithic phase in Greece reconsidered. Mediterranean Archaeology 4: The date of the earliest phase at Argissa Magoula in Thessaly and other Neolithic sites in Greece. Mediterranean Archaeology 5/6:

155 Boessneck, J. Bolger, D. Bökönyi, S Die Tierreste aus der Argissa- Magula vom präekeramischen Neolithikum bis zur mitrelle Bronzeit. Στο V. Milojčić, J. Boessneck and M. Hopf, Die deutschen Ausgrabugen auf der Argissa- Magula in Thessalien, I Das präekeramische Neolithikum sowie die Tier- un Pflanzenreste Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulturraumes 2 Bonn: Rudolf Habelt Figurines, fertility and the emergence of complex society in Prehistoric Cyprus. Current Anthropology 37: Animal Remains. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, B. C., Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14). Bonogofsky, M. Bottema, S An Osteo-Archaeological Examination of the Ancestor Cult during the Pre- Pottery Neolithic B Period in the Levant. Ph.D. dissertation, Berkley: University of California Late Quaternary vegetation history of northwestern Greece. Ph.D. thesis, Gronigen: Biologisch- Arcaeologisch Institute Pollen Analytical investigations in Thessaly (Greece). Paleohistoria 21: Holocene environment of the southern Argolid: a pollen core from Kiladha Bay. Στο T. J. Wilkinson and S. Duhon Franchthi Paralia, the Sediments, Stratigraphy, and Offshore Investigations, Excavations at Franchthi Cave, Greece, fasc. 6, Bloomington, Indiana: Indiana University Press The vegetation history of the Greek Mesolithic. Στο N. Galanidou and C. Perles (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. Boqquet- Appel, J. P., Naji, S., Vander Linden, M., J. Kozlowski 2009 Detection of diffusion and contact zones of early farming in Europe from the space time distribution of 14C dates. Journal of Archaeological Science 30:

156 Braidwood, R. J. Broodbank, C The agricultural revolution. Scientific American 203: The Neolithic Labyrinth: social change at Knossos before the Bronze Age. Journal of Mediterranean Archaeology 5: The origins and Early Development of Mediterranean Maritime Activity. Journal of Mediterranean Archaeology 19: Broodbank, C. and Th. F. Strasser Budja, M. Caskey, J. L. Cauvin, J. Cherry, J. F. Childe, V. G Migrant Farmers and the Neolithic colonization of Crete. Antiquity 65: The transition to farming in Mediterranean Europe: an indigenous response. Documenta Praehistorica 26: Excavations at Lerna, Hesperia 25: Excavations at Lerna, Hesperia 26: Excavations at Lerna, Hesperia 27: Les premiers villages de Syrie- Palestine du IXème au VIIème millénaire avant J. C. Lyon : Maison del Orient The Birth of the Gods and the Origins of Agriculture Cambridge: Cambridge University Press Four Problems in Cycladic Prehistory. Στο J. Davis and J. F. Cherry (eds.), Papers in Cycladic Prehistory, Los Angeles: University of California (Monograph 14) Pattern and process in the earliest colonization of the Mediterranean islands. Proccedings of the Prehistoric Society 47: The Dawn of European Civilization. London: Keagan Paul The Most Ancient East London: Kegan Paul 156

157 Clark, G. Cohen, M. N. Colledge, S Mesolithic Prelude: The Palaeolithic- Neolithic Transition in Old World Prehistory. Edinburgh: Edinburh University Press The Food Crisis in Prehistory. New Haven: Yale University Press Plant Exploitation on Epipalaeolithic and Early Neolithic sites in the Levant. Ph.D thesis, University of Sheffield Plant exploitation on Epipaleolithic and Early Neolithic Sites in the Levant. Oxford: British Archaeological Reports, International Series 986. Colledge, S., Conolly, J. and S. Shennan Coudart, A. Cullen, T Archaeobotanical evidence for the spread of farming in the Eastern Mediterranean. Current Anthropology 45: Maisons néolithiques, maisons de Nouvelle- Guinée. L ethologie comparée sur choix social et technique. Στο B. Latour and P. Lemonnier (eds.), De la préhistoire aux missiles balistiques. L intelligence sociale des techniques, Paris : La Découverte Mesolithic mortuary ritual at Frachthi Cave, Greece. Antiquity 69: Dakaris, S. I., Higgs, E. S. and R. W. Hey 1964 The climate, environment and industries of Stone Age, Greece, part I. Proceedings of the Prehistoric Society 30: Deith, M. R. and N. J. Shackleton 1988 Oxygen isotope analysis of the marine molluscs from Franchthi Cave. Στο J. C. Schackleton, Marine Molluscan Remains from Franchthi Cave, Excavations at Franchthi Cave, Greece, fasc. 4. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. Demoule, J. P. and C. Perlès 1993 The Greek Neolithic: a new review. Journal of World Prehistory 7 (4):

158 Dennell, R. Dimitriadis, S The expansion of exogenous- based economies across Europe: the Balkans and central Europe. Στο S. P. De Atley and F. J. Findlow (eds.), Exploring the Limits. Frontiers and Boundaries in Prehistory, Oxford: British Archaeological Reports, International Series The origins of crop agriculture in Europe. Στο C. Wesley Cowan and P. J. Watson (eds.), The Origins of Agriculture. An International Perspective, Washington D.C.: Smithsonian Institution Press. Υπό εκτύπωση Fabric Diversity in Neolithic Knossos. Στο N. Efstrariou, A. Karetsou, M. Ntinou and E. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, Efstratiou, N Tracing the story of the first farmers in Greece - a long and winding road. Στο C. Lichter (ed.), How did farming reach Europe? Anatolian - European relations from the second half of the 7" 1 through the first half of the 6 th millennium cal BC, Byzas 2. Istanbul: Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen Instituts Istanbul The beginnings of the Neolithic in Greece- probing the limits of a grand narrative. Στο S. Antoniadou and A. Pace (eds.), Mediterranean Crossroads, Athens: Pierides Foundation. Υπό εκτύπωση The stratigraphy- Cultural phases. Στο N. Efstrariou, A. Karetsou, M. Ntinou and E. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, Υπό εκτύπωση Knossos and the beginning of the Neolithic in Greece and the Aegean Islands. Στο N. Efstrariou, A. Karetsou, M. Ntinou and E. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, Efstratiou, N., Biagi, P., Elefanti, P., Karkanas, P. and M. Ntinou 2006 Prehistoric exploitation of Grevena highland zones: hunters and herders along the Pindus chain of Western Macedonia, Greece. World Archaeology 38: Efstratiou, N., Karetsou, A., Banou, E. S., D. Margomenou 2004 The neolithic settlement of Knossos: New Light on an Old Picture. Στο G. Cadogan (ed.), Knossos: Palace, City, State, London: British School at Athens Studies. 158

159 Elafanti, P Hunter-gatherer specialized subsistence strategies in Greece during the Upper Palaeolithic from the perspective of lithic technology. Oxford: British Arhaeological Reports, International Series Elster, E. Evans, J. D. Farrand, W. Facorellis Y The chipped stone industries. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece B. C., Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14) Excavation in the Neolithic Settlement of Knossos , part I. Annual of the British School at Athens 59: Knossos Neolithic, part II: summary and conclusions. Annual of the British School at Athens 63: Neolithic Knossos, the growth of a settlement. Proceedings of the Prehistoric Society 37: Discontinuity in the stratigraphic record: snapshots from Franchthi Cave. Στο P. Goldberg, D. T Nash and M. D Petraglia (eds.), Formation Processes in Archaeological Context, Madison: Prehistory Press Depositional environments and site formation during the Mesolithic occupations of Franchthi Cave, Peloponessos, Greece. Στο N. Galanidou and C. Perles (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies Radiocarbon dating the Greek Mesolithic. Στο N. Galanidou and C. Perles (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. Facorellis, Y. and G. Maniatis 1999 The potential and accuracy of radiocarbon dating in the Palaeolithic period. G.N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès & K. Zachos (eds.), The Palaeolithic of Greece and adjacent areas, Proceedings of the ICOPAG Conference, loannina, September 1994, London: British School at Athens Studies

160 Facorellis G., N. Kyparissi-Apostolika, Ν. and G. Maniatis Flannery, K. V. Forbes, H. Galanidou, N The cave of Theopetra, Kalambaka: radiocarbon evidence for years of human presence. Radiocarbon 43: Origins and ecological effects of early domestication in Iran and the Near East: A comparative study. Στο P. Ucko, and G. Dimbleby (eds.), The Domestication and Exploitation of Plants and Animals, London: Duckworth The origins of the village as a settlement type in Mesoamerica and the Near East: A comparative study. Στο P. J. Ucko, R. Tringham and G. W. Dimbleby (eds.), Man, Settlement and Urbanism, London: Duckworth The origins of agriculture. Review of Anthropological Research 2: Of grandfathers and grand theories: the hierarchised ordering of responses to hazard in a Greek rural community. Στο P. Halstead and J. O Shea (eds.), Bad Year Economics. Cultural Responses to Risk and Uncertainty, Cambridge: Cambridge University Press Regional settlement and intra-site spatial patterns in Upper Palaeolithic Epirus. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies Patterns in caves: foragers, horticulturalists and the use of space. Journal of Anthropological Archaeology 19: Reassessing the Greek Mesolithic: the pertinence of the Markovits collections. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. Galanidou, N. and C. Perlès 2003 An introduction to the Greek Mesolithic. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. 160

161 Galanidou, N. and C. Perlès (eds.) Gamble, C The Greek Mesolithic: Problems and perspectives. London: British School at Athens Studies The animal bones from Klithi. Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary Landscapes in northwest Greece, vol.1: Excavation and intrasite analysis at Klithi, Cambridge: McDonald Institute Monographs Faunal exploitation at Klithi: a Late Glacial rockshelter in Epirus, Northwestern Greece. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies. Garrard, A., Colledge, S. and L. Martin Garrard, A. N. Garrod, D. A. E The emergence of crop cultivation and caprine herding in the Marginal Zone of the southern Levant. Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, London: University College London Press Charting the emergence of cereal and pulse domestication in South West Asia. Environmental Archaeology 4: A new Mesolithic industry: The Natufian of Palestine. J. R. Anthropol. Inst. 62: Gebauer, A. B. and T. D. Price (eds.) Gevjall, N. G. Gimbutas, M Transitions to Agriculture in Prehistory. Madison: Prehistory Press Lerna. A Preclassical Site in the Argolid. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies at Athens, vol. I, The Fauna. Princeton: American School of Classical Studies at Athens Achilleion: a neolithic mound in Thessaly. Preliminary report on the 1973/ 1974 excavation. Journal of Field Archaeology 1: Figurines and cult equipment: their role in the reconstuction of the Neolithic religion. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a 161

162 Neolithic Settlement in Thessaly, Greece B. C., Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14) The Civilization of the Goddess. San Francisco: Harper San Francisco. Gimbutas, M., Winn, Sh., D. Shimabuku (eds.) 1989 Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece B. C. Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14). Goring-Morris, A. N. Halstead, P Complex hunter/gatherers at the end of the Paleolithic (20,000 10,000 B.P.). Στο Τ. Ε. Levy (ed.), The Archaeology of Society in the Holy Land, London: Leicester University Press. 1981a Counting Sheep in Neolithic and Bronze Age Greece. Στο I. Hodder, G. Isaac and N. Hammond (eds.), Patterns of the Past: Studies in Honor of David Clarke, Cambridge: Cambridge University Press Strategies for survival: an ecological approach to social and economic change in early farming communities oh Thessaly, N. Greece. Ph.D. thesis. University of Cambridge, Department of Archeology Man and other animals in later Greek Prehistory. Annual of the British School at Athens 82: a The economy has a normal surplus: economic stability and social change among early farming communities in Thessaly, Greece. Στο P. Halstead and J. O Shea (eds.), Bad Year Economics. Cultural Responses to Risk and Uncertainty, Cambridge: Cambridge University Press The development of agriculture and pastoralism in Greece: when, how, who and what? Στο D.R. Harris (ed.), The origins and spread of agriculture and pastoralism in Eurasia, London: University College London Press. Halstead, P. and Gl. Jones Hansen, J. M Early Neolithic economy in Thessaly: some evidence from excavations at Prodromos. Ανθρωπολογικά 1: The Palaeoethnobotany of Franhcthi Cave. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 7. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. 162

163 1992 Franchthi and the beginnings of agriculture in Greece and the Aegean. Στο P. C. Anderson Gerfaud (ed.), Préhistoire de l agriculture. Nouvelles approches experimentales et ethnographiques, Paris: Editions de CNRS Franchthi cave and the beginnings of agriculture in Greece and the Aegean. Στο P. C. Anderson (ed.), Prehistory of Agriculture, Los Angeles: Cotsen Institute of Arcaheology. Hansen, J. M. and J. M. Renfrew Harris, D. R. Hayden, B. Helmer, D. Henry, D. O Paleolithic- Neolithic seed remains at Franchthi Cave, Greece. Nature 271: a Domesticatory relationships of people, plants and animals. Στο R. Ellen and K. Fukui (eds.), Redefining Nature: Ecology, Culture and Domestication, Oxford: Berg. 1996b The origins and spread of agriculture and pastoralism in Eurasia: An overview. Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, London: University College London Press Development of the agro-pastoral economy in the FertileCrescent during the Pre-Pottery Neolithic period. Στο R. T. J Cappers and S. Bottema (eds.), The Dawn of Farming in the Near East, Studies in Early Near Eastern Production, Subsistence, and Environment. Berlin: Ex oriente Nimrods, piscators, pluckers, and planters: The emergence of food production. Journal of Anthropological Archaeology 9: Contrasting expectations in theories of domestication. Στο A. B. Gebauer and T. D. Price (eds.), Transitions to Agriculture in Prehistory, Madison: Prehistory Press A new overview of domestication. Στο T. D Price and A. B. Gebauer (eds.), Last Hunters, First Farmers: New Perspectives on the Prehistoric Transition to Agriculture, Santa Fe: School of American Research Press Le développement de la domestication au Proche Orient de à BP: les nouvelles données d el Kowm et de Ras Shamra. Paléorient 15: From Foraging to Agriculture: The Levant at the End of the Ice Age. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. 163

164 Heun, M., Schafer-Pregl, R., Klaean, D., Castagna, R., Accerbi, M., Borghi, B. and F. Salamini 1997 Site of Einkorn Wheat Domestication Identified by DNA Fingerprinting. Science 278: Higgs, E. S. and M. R. Jarman 1969 The origins of agriculture: a reconsideration. Antiquity 43 (169): Higgs, E. S.and C. Vita-Finzi 1966 The climate, environment and industries of Stone Age Greece, part II. Proceedings of the Prehistoric Society 32: 1-29 Higgs, E. S., Vita-Finzi, C., Harris, D. R. And A. E. Fagg Hillman, G. C The climate, environment and industries of Stone Age Greece, part 2. Proceedings of the Prehistoric Society 33: Paradigms and Transitions: Reflections on the Study of the Origins and Spread of Agriculture. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli-Sfrorza (eds.), The Widening Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back Looking Forward, Boston: Archaeological Institute of America. Hillman, G. C., Colledge, S., D. R. Harris Hodder, I. Hole, F Plant food economy during the Epi-Palaeolithic period at Tell Abu Hureyra, Syria: Dietary diversity, seasonality and modes of exploitation. Στο G. C. Hillman and D. R. Harris (eds.), Foraging and Farming: The Evolution of Plant Exploitation, London: Unwin Hyman The Domestication of Europe. Structure and Contingency in Neolithic Societies. Oxford: Basil Blackwell Symbolism and the origins of agriculture in the Near East. Cambridge Archaeological Journal 11: The context of caprine domestication in the Zagros region. Στο D. R Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralismin Eurasia. London: University College London Press. 164

165 Honea, K. Hopf, M. Horwitz, L. K Prehistoric remains on the island of Kythnos. American Journal of Archaeology 79: Jericho plant remains. Στο K. M. Kenyon qnd T. A. Holland (eds.), Excavation at Jericho, Vol. 5: The pottery phases of the Tell and other finds, London: British School of Archaeology in Jerusalem. Yπό εκτύπωση The colonization of Crete: An Archaeozoological Perspective. Στο Ν. Εfstratiou, A. Karetsou, M Ntinou, E. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knosson in Crete, Jacobsen, T. W Excavation at Porto Cheli and vicinity, preliminary report II: the Franchthi Cave. Hesperia 38: Franchthi Cave and the beginning of settled village life in Greece. Hesperia 50: Jacobsen, T. W. and T. Cullen 1981 A consideration of mortuary practices in Neolithic Greece: burials from Franchthi Cave. Στο S. C. Humphreys and H. King (eds.), Mortality and Immortality: the Anthropology and Archaeology of Death, London: Academic Press. Jacobsen, T. W. and W. R. Farrand 1987 Franchthi Cave and Paralia. Maps, Plans and Sections. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 1. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. Jones, G. and P. Halstead Karkanas, P Maslins, mixtures and monocrops: on the interpretation of archaeobotanical crop samples of heterogeneous composition. Journal of Archaeological Science 22: Lithostratigraphy and micromorphology of Theopetra Cave deposits, Thessaly, Greece: some preliminary results. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies. 165

166 2001 Site formation processes in Theopetra cave: a record of climatic change during the Late Pleistocene and early Holocene in Thessaly, Greece. Geoarchaeology 16: Karkanas, P., Kyparissi-Apostolika, N., Bar-Yosef, O., S. Wiener 1999 Mineral assemblages in Theopetra cave: a framework for understanding diagenesis in prehistoric caves. Journal of Archaeological Science 26: Kislev, M. E., Nadel, D., and I. Carmi Kenyon, K Epi-Paleolithic ( B.P.) cereal and fruit diet at Ohalo II, Sea of Galilee, Israel. Review of Palaeobotany and Palynology 71: Excavations at Jericho Palestine Exploration Quaterly 89: Digging Up Jericho. London: Benn. Kenyon, K. M., T. A Holland Knapp, A. B. Kotsakis, K Excavations at Jericho, Vol. III: The Architecture and Stratigraphy of the Tell. London: British School of Archaeology in Jerusalem Cyprus earliest prehistory: Seafarers, Foragers and Settlers. Journal of World Prehistory 23: Mesolithic to Neolithic in Greece. Continuity, discontinuity or change of course? Documenta Praehistorica 28: From the Neolithic side: the Mesolithic/Neolithic interface in Greece. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies Across the border: unstable dwellings and fluid landscapes in the earliest Neolithic of Greece. Στο D. Bailey, A. Whittle and V. Cummings (eds.), (Un)settling the Neolithic, Bristol: Oxbow Books. 2008b A sea of agency: Crete in the Context of the earliest Neolithic in Greece. Στο V. Isaakidou and P. Tomkins (eds.), Escaping the Labyrinth: the Cretan Neolithic in context, Bristol: Oxbow Books. Kotjaboboulou, E., Panagopoulou, E. and E. Adam 1999 The Boila Rockshelter: further evidence of human activity in the Voidomatis Gorge. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos 166

167 (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies. Koumouzelis, M., Ginter, B., J. K. Kozlowski 2001 The Early Upper Palaeolithic in Greece: the excavations in Klisoura cave. Journal of Archaeological Science 28: Koumouzelis, M., Kozlowski, J., Nowak, M., Sobczyk, K., Kaczanowska, M., Pawlikowski, M. and A. Pazdur 1996 Prehistoric Settlement in the Klissoura Gorge, Argolid, Greece (excavations 1993, 1994). Préhistoire Européene 8: Koumouzeli M., Kozlowski J. K. and B. Ginter 2003 Mesolithic finds from Cave I in the Klisoura Gorge, Argolid. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. Kozlowski, J. K., Kaczanowska M. and M. Pawlikowski Kroll, H. Kuijt, I Chipped- stone industries from Neolithic levels at Lerna. Hesperia 65: Thessalische Kulturpflanzen. Zeitschrift für Archäeologie 15(1): Kastanas, Ausgrabungen in einem Siedlungshügel der Bronze und Eisenzeit Makedoniens Die Pflanzenfunde. Berlin: Volker Spiess Pre-Pottery Neolithic, a settlement variability: Evidence for sociopolitical developments in the southern Levant. Journal of Mediterranean Archaeology 7: Kuijt I. and N. Goring-Morris 2002 Foraging, Farming, and Social Complexity in the Pre-Pottery Neolithic of the Southern Levant: A Review and Synthesis. Journal of World Prehistory 16: Kyparissi-Apostolika, N The Palaeolithic deposits of Theopetra Cave. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and Adjacent Areas. Proceedings of the ICOPAG Confrerence, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies. 167

168 1999 The Neolithic use of Theopetra cave in Thessaly. P. Halstead (ed.), Neolithic society in Greece, Sheffield: Sheffield Academic Press (Sheffield Studies in Aegean Archaeology 2) The Mesolithic in Theopetra Cave: new data on a debated period of Greek prehistory. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. Kyparissi-Apostolika N. and Kotzamani G. Lambeck, K Worlds in transition: Mesolithic - Neolithic lifestyles at Theopetra Cave, Thessaly, Greece. Στο C. Lichter (ed.), How did farming reach Europe? Anatolian- European relations from the second half of the 7 th through the first half of the 6 th millennium cal BC, Byzas 2. Istanbul: Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen Instituts Istanbul Sea- level change and shoreline evolution in Aegean Greece since Upper Palaeolithic time. Antiquity 70: Lechevallier M. and Ronen A. Legge. A. J Le gisement de Hatoula en Jude e occidentale, Israel, Mémoires et Travaux du Centre de Recherche Français de Jérusalem. Paris: Association Paleorient Seeds of discontent: Acceleratordates on some charred plant remains from the Kebaran and Natufian cultures. Στο J. A. J Gowlett and R. E. M. Hedges (eds.), Archaeological Results from Accelerator Dating, Oxford: Alden Press. Manolis, S. and Stravopodi, E. Marangou, Ch. Markovits, A An assessment of the human skeletal remains in the Mesolithic deposits of Theopetra Cave: a case study. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies Ειδώλια. Figurines et miniatures du Néolithique récent et du Bronze Ancien en Grèce. Oxford : British Archaeological Reports, International Series Die Zäimis- Höhle (Kaki- Skala, Megaris, Griecheland). Speläologisches Jahrbuch 13-14:

169 McCarter, S. F Neolithic. New York: Routledge. McCorriston, J. and Hole, F. Milojčić, V The ecology of seasonal stress and the origins of agriculture in the Near East. American Anthropologist 93: Die frühesten Ackerbauern in Mitteleuropa. Germania 30: Vorbericht Die deutschen Ausgrabungen auf der über die Ausgrabungen auf den Magulen von Otzaki, Arapi und Gremnos bei Larisa Archäologischer Anzeiger 70: Bericht über die Ausgrabungen auf der Gremnos- Magula bei Larisa Archäologischer Anzeiger 71: a Bericht über die Ausgrabungen in Thessalien 1958, I. Die Ausgrabungen im Gebiet der Gremnos- Otzaki und Soufli- Magula bei Larisa, Archäologischer Anzeiger 74: b Ergebnisse der deutschen Ausgrabungen in Thessalien Jahrbuch die Römisch- Germanischen Zentralmuseums 6: Präkeramisches Neolithikum auf der Balkanhalbinsel. Germania 38: Die präkeramische neolithische Siedlung von Argissa in Thessalien. Στο V. Milojčić, J. Boessneck and, M. Hopf, Die deutschen Ausgrabungen auf der Argissa- Magula in Thessalien, vol. I, Das präkeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pflanzenreste, Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulurraumes 2. Bonn: Rudolf Habelt. Milojčić, V., Boessneck, J. and Hopf, M Die deutschen Ausgrabungen auf der Argissa- Magula in Thessalien, vol. I, Das präkeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pflanzenreste, Beiträge zur urund frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulurraumes 2. Bonn: Rudolf Habelt. Milojčić, V. and Hanschmann, E Die deutschen Ausgrabungen auf der Argissa- Magula in Thessalien, vol. I, Das präkeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pflanzenreste, Beiträge zur urund frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulurraumes. Bonn: Rudolf Habelt. 169

170 Milojčić-von Zumbusch, J. and Milojčić, V Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki- Magula in Thessalien, vol. I, Das Frühe Neolithikum, Beiträge zur ur- und frühgeschichtlichen Archäologie des Mittelmeer- Kulurraumes Bonn: Rudolf Habelt. Moore, A. M. T The Abu Hureyra Project: Investigating the Beginning of Farming in Western Asia. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli-Sfrorza (eds.), The Widening Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back Looking Forward, Boston: Archaeological Institute of America. Moore, A. M. T. and Hillman, G. C The Pleistocene to Holocene transition and human economy in Southwest Asia: The impact of the Younger Dryas. American Antiquity 57: Moore, A. M. T., Hillman, G. C. and A. J. Legge 2000 Village on the Euphrates: From Foraging to Farming at Abu Hureyra. Oxford: Oxford University Press. Moundrea-Agrafioti, H. A. Mylona, D. Nandris, J. Newton, S La Thessalie du Sud -Est au néolithique: outilage lithique et osseux. Thèse de 3éme cycle. Dept. D Ethnologie, Uninersité Paris X Mesolithic fish hooks from the Cave of Cyclope, Youra. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies The exploitation of fish resources in the Mesolithic Sporades: fish remains from the Cave of Cyclope, Youra. N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies The development and relatioships of the earlier Greek Neolithic. Man 5(2): The Mesolithic fauna from Theopetra Cave. Στο Ν. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. 170

171 Noy, T. Özdoğan, M Art and decoration of the Natufian at Nahal Oren. Στο O. Bar-Yosef and F. R. Valla (eds.), The Natufian Culture in the Levant, Michigan: Ann Arbor Mezraa Teleilat. Une site néolithique en bordure de l Euphrate, Néolithique, découverte d un berceau anatolien. Dossiers d Archéologie 281: Özdoğan, M. and Basgelen, N Neolithic in Turkey. Istanbul. Özdoğan, M and Özdoğan, A Cayonu. A conspectus of the recent work. Στο Ο. Aurenche, M.- C. Cauvin and P. Sanlaville (eds.), Préhistoire du Levant. Processus des Changements Culturels, Paris: Editions du CNRS. Panagopoulou, E., Karkanas, P., Kotjaboboulou, E., Harvati, K., G. Tsarsidou Payne, S Late Pleistocene Archaeological and Fossil Human Evidence from Lakonis Cave, Southern Greece. Journal of Archaeological Science 29: Faunal change at the Franchthi Cave from B. C. to B. C. Στο A. T. Clason (ed.), Archaeozoological Studies, Den Haag: Elsevier Faunal evidence for environmental/ climatic change at Franchthi Cave, BP to BP. Στο J. Bintliff and W. Van Zeist (eds.), Palaeoclimates, Palaeoenvironments and Human Communities in Eastern Mediterranean Region in Later Prehistory, Oxford: British Archaeological Reports, International Series 133. Peltenburg, E., Croft, P., Jackson, A., McCartney, C., & M. A. Murray 2000 Agropastoralist Colonization of Cyprus in the 10 th Millennium BP: Initial Assessment. Antiquity 74: a Well-established colonists: Mylouthkia I and the Cypro-Pre-Pottery Neolithic B. Στο S. Swiny (ed.), The earliest prehistory of Cyprus: From colonization to exploitation, Boston: American Schools of Oriental Research. 2001b Neolithic dispersals from the Levantine corridor: A Mediterranean perspective. Levant 33:

172 Peltenburg, E. and A. Wasse (eds.) Perrot, J. Perlès, C Neolithic Revolution: New Perspectives on Southwest Asia in Light of Recent Discoveries on Cyprus. Oxford: Oxbow Le gisement natoufien de Mallaha (Eynan), Israel. L Anthropologie 70: Les industries lithiques taillées de Franchthi (Argolide, Grèce), Vol. I, Présentation générale et industries paléolithiques Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 3. Bloomington and Indiana : Indiana University Press. 1990a Les industries lithiques taillées de Franchthi (Argolide, Grèce), vol. II, Les industries du Mésolithique et du Néolithique initial. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 5. Bloomington, Indiana : Indiana University Press. 1990b L outillage de pierre taillée néolithique en Grèce : approvisionnement et exploitation des matières premièrs. Bulletin de Correspondance Hellénique 114(1): Long-term perspectives on the occupation of the Franchthi Cave: continuity and discontinuity. Στο G.N Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès and K. Zachos (eds.) The Palaeolithic Archaeology of Greece and Adjacent Areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies The Early Neolithic in Greece: The first farming communities in Europe. Cambridge: Cambridge University Press. 2003a The Mesolithic at Franchthi: an overview of the data and problems. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. 2003b An alternative (and old-fashioned) view of neolithisation in Greece. Documenta Praehistorica 30: Perlès, C. and Phillips, J. L The Natufian Conferrence- Discussion. Στο Bar-Yosef O. and F. R. Valla (eds.), The Natufian Culture in the Levant. Michigan: Ann Arbor. Perlès, C. and Vaughan, P Piéces lustrées, travail des plantes et moissons à Franchthi (Xème- IVème millennium B. C.). Στο M. C. Cauvin (ed.), Traces d utilisations sur les outils néolithiques du Proche- Orient, Lyon : Maison de l Orient. 172

173 Perlès, C. and Vitelli, K. D Craft specialization in the Greek Neolithic. Στο P. Halstead (ed.) Neolithic Society in Greece, Sheffield: Sheffield Academic Press (Sheffield Studies in Aegean Archaeology 2). Pope, K. and van Andel, Tj Late Quaternary alluviation and soil formation in the Southern Argolid: its history, causes and archaeological implications. Journal of Archaeological Science 11: Pinhasi, R., and Pluciennik, M. Powell J. Price T. D A regional biological approach to the spread of farming in Europe. Current Anthropology 45: The fish bone assemblage from the Cave of Cyclope, Youra: evidence for continuity and change. Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies Europe s first farmers: an introduction. Στο T. D. Price (ed.), Europe s first farmers, Cambridge: Cambridge University Press. Price, T. D., and Gebauer, A. B New perspectives on the transition to agriculture. Στο T. D. Price and A. B. Gebauer (eds.), Last Hunters, First Farmers: New Perspectives on the Prehistoric Transition to Agriculture, Santa Fe: School of American Research Press. Pyke, G. and Yiouni, P. Reingruber, A The Excavation and the Ceramic Assemblage. Στο R. J. Rodden K. A. and Wardle (eds.), Nea Nikomedeia I. The excavation of an Early Neolithic village in northern Greece Αthens: British School at Athens (Supplementary volume 25) The Argissa Magoula and the beginning of the Neolithic in Thessaly. Στο C. Lichter (ed.), How did Farming Reach Europe Anatolian- European relations from the second half of the 7 th through the first half of the 6 th millennium cal BC, Byzas 2, Istanbul: Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen Instituts Istanbul. 173

174 Renfrew, C. Renfrew, J. Rindos, D. Ripoll, M. P The Emergence of Civilization: the Cyclades and the Aegean in the Third Millenium B. C. London: Methuen A report on recent finds of carbonized cereal grains and seeds from Prehistoric Thessaly. Θεσσαλικά 4: The Origins of Agriculture: An Evolutionary Perspective. Orlando: Academic Press. Υπό εκτύπωση The Knossos Fauna and the beginning of the Neolithic in the Mediterranean Islands. Στο N. Efstratiou, A. Karetsou, M. Ntinou, A. Banou, The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, Rodden, R. J Early Neolithic frog figurines from Nea Nikomedeia. Antiquity 38(152): An Early Neolithic village in Greece. Scientific American 212(4): Rodden, R. J. and Rodden, J. M. Rose, M. Roubet, C. 1964a A European Link with Chatal Huyuk: Uncovering a seventh millennium settlement in Macedonia. Part I. Site and Pottery. Illustrated London News 11 April 1964: b A European Link with Chatal Huyuk: Uncovering a seventh millennium settlement in Macedonia. Part II. Burials and the shrine. Illustrated London News 18 April 1964: Fishing at Franchthi Cave, Greece: changing environments and patterns of exploitation. Old World Archaeology Newsletter 18(3): Expressions of an Upper Palaeolithic resource management of lithic resources at Klithi (Greece). Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary Landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its local and regional setting, Cambridge: McDonald Institute Monographs Expressions of an Upper Palaeolithic management of lithic resources at Klithi (Greece). Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perles and K. Zachos 174

175 Rowley-Conwy, P. (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas, Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies How the West was lost. Current Anthropology 45: Rowley Conwy, P. and S. Newton Runnels, C Late palaeolithic and Mesolithic animal bones from Theopetra cave. Στο Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επιμ.), Σπήλαιο Θεόπετρας, Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα 1988 A Prehistoric survey of Thessaly: New Light on the Greek Middle Palaeolithic. Journal of Field Archaeology 15: A palaeolithic survey of Thessaly. Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ: 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, Αποτελέσματα και Προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, Απριλίου 1990, Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν Review of Aegean Prehistory IV: the Stone Age of Greece the Palaeolithic to the advent of Neolithic. Americal Journal of Archeology 99: The Origins of the Greek Neolithic: A personal View. Στο A. J. Ammerman and L. L. Cavalli- Sfrorza (eds.) The Widening Harvest. The Neolithic Transition in Europe: Looking Back Looking Forward, Boston: Archaeological Institute of America Mesolithic sites and surveys in Greece: a case study from the Southern Argolid. Journal of Mediterranean Archaeology 22(1): Runnels, C., Karimali. E., Cullen, B Early Upper Palaeolithic Spilaion: an artefact-rich surface site. Στο J. Wiseman and K. Zachos (eds.), Landscape Archaeology in southern Epirus, Greece I, Princeton: The American School of Classical Studies in Athens. Runnels C., Panagopoulou E., Murray P., Tsartsidou G., Mullen K. and Tourloukis E A Mesolithic landscape in Greece: testing a site-location model in the Argolid at Kandia. Journal of Mediterranean Archaeology 18: Runnels, C. and van Andel, Tj Trade and the origins in the Eastern Mediterranean. Journal of Mediterranean Archaeology 1:

176 1993 The Lower and Middle Palaeolithic of Thessaly, Greece. Journal of Field Archaeology 20: The Palaeolithic in Larisa, Thessaly. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies The early stone age of the Nomos of Preveza: landscape and settlement. J. Wiseman and K. Zachos (eds.), Landscape archaeology in Southern Epirus, Princeton: The American School of Classical Studies in Athens. Runnels C., Van Andel Tj. H., Zachos H. and Paschos P. Sampson, A Human settlement and landscape in the Preveza region (Epirus) in the Pleistocene and early Holocene. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C. Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies The Neolithic and Mesolithic occupation of the cave of Cyclope, Youra Alonessos, Greece. Annual of the British School at Athens 93: New Evidence from the early productive stages in the Aegean Basin from the 9 th to the 7 th millennium cal. B. C. Στο C. Lichter (ed.), How did Farming Reach Europe, Anatolian- European relations from the second half of the 7 th through the first half of the 6 th millennium cal BC, Byzas 2. Istanbul: Veroffntlicungen des Deutshen Archaologischen Instituts Istanbul The Mesolithic settlement and cemetery of Maroulas on Kythnos. Στο N. Brodie, J. Doole, G. Gavalas and C. Renfrew (eds.), Horizon: A colloquium on the prehistory of the Cyclades, Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. Sampson, A. (ed.) 2008 The cave of the Cyclops: Mesolithic and Neolithic networks in the Northern Aegean, Greece 1: Intra-site analyses, local industries, and regional site distribution. Philadelphia: Institute for Aegean Prehistory Academic Press (Prehistory Monoraphs 21). Sampson, A. and Katsarou, S Cyprus, Aegean and Near East during the PPN. Neo-Lithics 1(04):

177 Sampson A., Kozlowski, J. K. and Kaczanowska, M Mesolithic chipped stone industries from the Cave of Cyclope on the island of Youra (northern Sporades). Στο N. Galanidou and C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies. Sampson, A., Koslowski, J., Kaszanowska, M., & Giannouli, B. Sarpaki A The Mesolithic settlement at Maroulas, Kythnos. Mediterranean Archaeology and Archaeometry 2: Toumba Balomenou, Chaeronia: plant remains from the Early and Middle Neolithic levels. Στο H. Kroll and R. Pasternak (eds.), Res Archaeobotanicae, Kiel: Oetker- Voges- Verlag The Mesolithic and the Neolithization of the Cave of Cyclops as seen through the archaebotanical remains. Στο A. Sampson (ed.), The Cave of Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece, vol. II Bone Tool Industries, Dietary Resources and the Paleoenvironment, and Archaeometrical studies. Philadelphia: Institute of Aegean Prehistory Press (Prehistory Monographs 31). Υπό εκύπωση Aspects of the Economy of Neolithic Knossos: A View From the Arcaeobotanical (Seed Macrofossil) Data. Στο N. Efstratiou, A. Karetsou, M. Ntinou, A. Banou (eds.), The Neolithic Settlement of Knossos in Crete, Schwartz, C. A The fauna from Early Neolithic Sesklo. Στο Μ. Wijnen (ed.), The Early Neolithic I settlement at Sesklo: An Early Farming Community in Thessaly, Greece. Leiden: Leiden University Press (Annalecta Praehistorica Leidensia 14). Seferiadès M. L The European Neolithisation process. Documenta Praehistorica 21: Shackleton, J. C. Simmons, A. H Marine Molluscan Remains from Franchthi Cave. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 4. Bloomington, Indiana: Indiana University Press Faunal extinction in an Island Society: Pygmy hippopotamus hunters of Cyprus. Dordrecht, Boston: Kluwer Academic/Plenum. 177

178 Sinclair, A The First Humans and Last Pygmy Hippopotami of Cyprus. Στο S. Swiny (ed.), The Earliest Prehistory of Cyprus, From Colonization to Exploitation. Boston: American Schools of Oriental Research Lithic and faunal assemblages from Megalakkos: some problems in the interpretation of small sites. Στο G. Bailey (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary Landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its local and regional setting, Cambridge: McDonald Institute Monographs Technological decision making and the influence of specialised activities the case of Megalakkos (Epirus, Greece). Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas, Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies. Stravopodi E., Manolis S. and Kyparissi-Apostolika N. Sordinas, A Palaeoanthropological findings from Theopetra cave in Thessaly: a preliminary report. G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas, Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina, (1994), London: British School at Athens Studies Investigations of the prehistory of Corfu during Balkan Studies 10(2): Stone Implements from Northwestern Corfu, Greece. Memphis: Memphis State University, Anthropological Research Center The Sidarian : Maritime Mesolithic non-geometric microliths in western Greece. Στο N. Galanidou & C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens. Strasser, T. F., Murray, P., Panagopoulou, E., Runnels, C., & Thompson, N The results of the Plakias Mesolithic survey on Crete, Archaeological Institute of America. type=abstract&ytable=2009&sessionid=2c&paperid=1570) Stravopodi E., Manolis S. and Kyparissi-Apostolika N Palaeoanthropological findings from Theopetra cave in Thessaly: a preliminary report. Στο G. N. Bailey, E. Adam, E. Panagopoulou, C Perlès and K. Zachos (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and adjacent areas. Proceedings 178

179 Stekelis M. and Τ. Yizraeli of the ICOPAG Conference, Ioannina (1994), London: British School at Athens Studies Excavations at Nahal Oren (preliminary report). Israel Exploration 13:1 12. Sturdy, D., Webley, D. and Bailey, G. Talalay, L. E. Tchernov E. Τellenbach, M. Trantalidou, C The Palaeolithic geography of Epirus. Στο Bailey, G.N. (ed.), Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece, vol.2: Klithi in its local and regional setting, Cambridge: McDonald Institute Monographs Deities, Dolls and Devices. Neolithic Figurines from Franchthi Cave, Greece. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 9. Blommington, Indiana: Indiana University Press An Early Neolithic Village in the Jordan Valley Part II: The Fauna of Netiv Hagdud. American School of Prehistoric Research Bulletin 44. Cambridge, USA: Peabody Museum of Archaeology and Ethnology Materialien zum Praekeramischen Neolithicum in Sud- Ost Europa. Bericht Der Romisch- Germanischen Kommision 64: Faunal remains from the earliest strata of the Cave of Cyclops. Στο N. Galanidou & C. Perlès (eds.), The Greek Mesolithic: Problems and perspectives, London: British School at Athens Studies Glimpses of Aegean island communities during the Mesolithic and Neolithic periods: the zooarchaeological point of view. Στο N. Brodie, J. Doole, G. Gavalas, & C. Renfrew (eds.), Horizon: A colloquium on the prehistory of the Cyclades, Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research From Mesolithic fishermen and bird hunters to Neolithic goat herders: the transformation of an island economy in the Aegean. Στο A. Samson (ed.) The Cave of Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece, vol. II Bone Tool Industries, Dietary Resources and the Paleoenvironment, and Archaeometrical studies. Philadelphia: Institute of Aegean Prehistory Press (Prehistory Monographs 31). 179

180 Treuil, R. Tringham, R. Tudge, C. Tzedakis, P. C. Ucko, P. J. Valla, F. R. Van Andel, Tj Le Néolithique et le Bronze ancien Egéens. Les problèmes stratigraphique et chronologiques, les techniques, les hommes. Paris : Ecole Française d Athènes (Bibliothèque des Ecoles françaises d Athènes et de Rome, 248) Les figurines néolithiques : idoles ou jouets? Στο Le Grand Atlas de l Archéologie, Encyclopedia Universalis, Paris Southeastern Europe in the transition to agriculture in Europe: bridge, buffer, or mosaic. Στο T.D. Price (ed.), Europe's first farmers, Cambridge: Cambridge University Press Neanderthals, Bandits and Farmers. New Haven and London: Yale University Press Long- term tree population in northwest Greece through multiple Quaternary climatic cycles. Nature 364: Anthropomorphic Figurines of Predynastic Egypt and Neolithic Crete with Comparative Material from the Prehistoric Near East and Mainland Greece. London: Andrew Szmidla, (Royal Anthropological Institute occasional paper 24) The first settled societies: Natufian (12,500 10,200 B.P.). Στο Τ. Ε Levy (ed.), The Archaeology of Society in the Holy Land, London: Leicester University Press Late Quaternary sea level changes and archaeology. Antiquity 63: Van Andel, Tj. and C. Runnels 1995 The earliest farmers in Europe. Antiquity 69(264): Κarstic Wetland Dwellers of Middle Palaeolithic Epirus, Greece, Journal of Field Archaeology 30(4):

181 Van Andel, Tj. and J. C. Shackleton 1982 Late Palaeolithic and Mesolithic coastlines of Greece and the Aegean. Journal of Field Archaeology 9: Van Andel, Tj. and Stutton, S. B Landscape and People of the Franchthi region. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 9. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. Van Andel, Tj., Zangger, E. and A. Demitrack 1990 Land use and soil erosion in prehistoric and historical Greece. Journal of Field Archaeology 17: Van Zeist, W. and S. Bottema Vaughan, P. C. Verhoven, M. Vitelli, K. D Plant husbandry in Early Neolithic Nea Nikomedeia, Greece. Acta Botanica Neerlandica 20: Late Quaternary Vegetation of the Near East. Ludwig Reichert: Beihefte zum Tubingen Atlas des Vorderen Orients. Wiesbaden: Reihe Use-wear analysis of Mesolithic chipped- stone artifacts from Franchthi Cave. Στο C. Perlès, Les industries lithiques taillées de Franchthi (Argolide, Grèce), vol. II, Les industries du Mésolithique et du Néolithique initial. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 5. Bloomington, Indiana: Indiana University Press Beyond Boundaries: Nature, Culture and a Holistic Approach to Domestication in the Levant. Journal of World Prehistory 18: The Greek Neolithic patterned Urfinis ware from the Franchthi Cave and Lerna. Ph.D. thesis, University of Pennsylvania Greek Neolithic pottery by experiment. Στο P. M. Rice (ed.), Pots and Potters. Current Approaches in Ceramic Archaeology, Los Angeles: University of California (Monograph 24) Were pots first made for foods? Doubts from Franchthi. World Archaeology 21(1): Franchthi Neolithic Pottery, vol. I, Classification and Ceramic Phases 1 and 2. Excavations in Franchthi Cave, Greece, fasc. 8. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. 181

182 Wace, A. J and M. S. Thomson Weinberg, S. Whittle, A Prehistoric Thessaly. New York: AMS Press Excavations at Prehistoric Elateia Hesperia 31: The Stone Age in the Aegean. Cambridge Ancient History I, Cambridge: Cambridge University Press Europe in the Neolithic: The Creation of New Worlds. Cambridge: Cambridge University Press. Wigand, P., & A. H. Simmons 1999 The dating of Akrotiri Aetokremnos. Στο A. H. Simmons (ed.), Faunal extinction in an Island Society: Pygmy hippopotamus hunters of Cyprus, Dordrecht/ Boston: Kluwer Academic/Plenum. Wilkinson, T.J. and S. Duhon 1990 The sediments, stratigraphy, and seashore investigations. Excavations at Franchthi Cave, Greece, Fasc. 6. Bloomington, Indiana: Indiana University Press. Winn, Sh. and D. Shimabuku Wijnen, M. 1989a Architecture and sequence of building remains. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, B. C., Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14). 1989b Bone and ground stone tools. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, B. C., Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14). 1989c Pottery. Στο M. Gimbutas, Sh. Winn and D. Shimabuku (eds.), Achilleion, a Neolithic Settlement in Thessaly, Greece, B. C., Los Angeles: University of California (Monumenta Archaeologica 14) The Early Neolithic Servia V. Στο C. Ridley, K. A. Wardle, Rescue Excavations at Servia, 1973 A Preliminary Report. Annual of the British School at Athens 74:

183 Wright, K The Early Neolithic I settlement at Sesklo: An Early Farming Community in Thessaly, Greece. Annalecta Praehistorica Leidensia 14. Leiden: Leiden University Press Building Remains of the Early Neolithic Period at Sesklo. Στο Διεθνές Συνέδριο για την Αρχαία Θεσσαλία στη μνήμη του Δημήτρη. Ρ. Θεοχάρη, Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων Early ceramics: local manufacture versus widespread distribution. Στο J. Roodenberg (ed.), Anatolia and the Balkans, Anatolica Neolithic pottery from Sesklo- Technological aspects. Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ: 15 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, Αποτελέσματα και Προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Λυών, Απριλίου 1990, Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν Early Holocene Ground Stone Assemblages in the Levant. Levant XXV: Zamanis, A., Samaras, S., Stavropoulos, N. and J. D. Dille Zanger, E. Zohary, D Report of an expedition to rescue germplasm of wild species of wheat and relatives in Greece, North Greece, June 1988 (Greek Gene Bank Scientific Bulletin 5). Θεσσαλονίκη: ΕΘ. Ι. ΑΓΕ Prehistoric coastal environments in Greece: The vanished landscapes of Dimini Bay and Lake Lerna. Journal of Field Archaeology 6(1): Domestication of the Southwest Asian Neolithic crop assemblages of cereals, pulses and flax: the evidence from the living plants. Στο D. R. Harris and G. C. Hillman (eds.), Foraging and Farming. The evolution of Plant Exploitation, London: Unwin Hyman The mode of domestication of the founder crops of Southwest Asian agriculture. Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, London: University College London Press. Zohary, D. and M. Hopf 1994 Domestication of Plants in the Old World, (2 nd edition). Oxford: Clarendon Press. 183

184 Zvelebil, M Mesolithic Prelude and Neolihtic Revolution. Στο Hunters in Transition: M. Zvelebil (ed.), Mesolithic Societies and Their Transition to Farming, Cambridge: Cambridge University Press The Agricultural Frontier and the Transition to Agriculture in the Circum- Baltic Region. Στο D. R. Harris (ed.), The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, London: University College London Press 184

185 Εικόνες Εικόνα 1 Χάρτης με θέσεις της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου στην περιοχή του Levant Από το Ι. Κujit και Ν. Gorring-Morris 2002, σελ. 370, αριθμ. σχεδ

186 Εικόνα 2 Λίθινα εργαλεία της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου (1-2 αιχμές El Khiam, 3-4 κολοβώσεις, 5-βελόνα σε λεπίδα, 6-πέλεκυς, 7-λεπίδα που χρησιμοποιούταν ως δρεπάνι, 8- λίθινο εργαλείο με αύλακα, 9-πλάκα από πυριτόλιθο, 10-σμίλη) Από το Ο. Bar-Yosef 1998, σελ. 13 αριθμ. σχεδ

187 Εικόνα 3 Ειδώλια της Προκεραμικής Νεολιθικής Α περιόδου (1-3,5 από τη θέση Mureybet, από τη θέση Netin Hagdud) Από το Ο. Bar-Yosef 1998, σελ. 15, αριθμ. σχεδ

188 Εικόνα 4 Θέσεις της Προκεραμικής Νεολιθικής Β περιόδου στην περιοχή του Levant Από το Ι. Κujit και Ν. Gorring-Morris 2002, σελ. 383, αριθμ. σχεδ

189 Εικόνα 5 Προνεολιθικές και Προκεραμικές νεολιθικές θέσεις της Κύπρου Από το Α. Β. Knapp 2010, σελ. 85, αριθμ. σχεδ

190 Εικόνα 6 Χάρτης των θέσεων της πρώιμης και ύστερης φάσης της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου στον ελλαδικό χώρο Από το E. Adam 2009 σελ. 86 αριθμ. σχεδ

191 Εικόνα 7 Χάρτης της θέσης Λακωνίδα Από το E. Panagopoulou et al. 2004, σελ. 325, αριθμ. σχεδ

192 Εικόνα 8 Λίθινα εργαλεία από την Μποΐλα (1-2 πυρήνες, 3- τερματικό ξέστρο, 4- λεπίδα) Από το E. Kotjabopoulou et al 1999, σελ. 204, αριθμ. σχεδ

193 Εικόνα 9 Λίθινα εργαλεία από την Μποΐλα (1-2 πυρήνες, 3- ξέστρο, 4-5 εγκοπές) Από το E. Kotjabopoulou, E. Panagopoulou and E. Adam 1999, σελ. 207, αριθμ. σχεδ

194 Εικόνα 10 Λίθινα εργαλεία από τα παλαιολιθικά (1-5) και μεσολιθικά (6-9) στρώματα του σπηλαίου της Θεόπετρας (1-πυρήνας, 2-3 τερματικά ξέστρα, 4-5 λεπίδες με ράχη, 6-7 λίθινα κατάλοιπα με εγκοπές, 8- λίθινο αντικείμενο με επεξεργασία, 9- κολόβωση) Από το E. Adam 1999, σελ. 268, αριθμ. σχεδ

195 Εικόνα 11 Χάρτης των μεσολιθικών θέσεων Σιδάρι, Θεόπετρα, Φράγχθι, Κλεισούρα. Σημειώνονται, επίσης, οι θέσεις σπήλαιο Ζαϊμη και Ulbrich που ανασκάφηκαν από τον Μάρκοβιτς. Από το N. Galanidou and C. Perles 2003, σελ. 30, αριθμ. σχεδ

196 Εικόνα 12 Εργαλεία ης Κατώτερης Μεσολιθικής περιόδου από το σπήλαιο του Φράγχθι Από το Α. Σάμψων 2010, σελ. 14, αριθμ. σχεδ

197 Εικόνα 13 Μικρολιθικά εργαλεία του στρώματος της Ανώτερης Μεσολιθικής του σπηλαίου του Φράγχθι Από το C. Perlès 2001, σελ. 33, αριθμ. σχεδ

198 Εικόνα 14 Λίθινα εργαλεία από το μεσολιθικό στρώμα του σπηλαίου της Κλεισούρας (1-3 τερματικά ξέστρα, 4- επεξεργασμένη λεπίδα, 5-24 λεπίδες με ράχη και μικρόλιθοι, θραύσματα εργαλείων, 27- πυρήνας, γλυφίδες) Από το M. Koumouzelis, J. Kozlowski and B. Ginter 2003, σελ. 120, αριθμ. σχεδ

199 Εικόνα 15 Λίθινα εργαλεία από το σπήλαιο της Θεόπετρας Από το N. Kyparissi-Apostolika 2003, σελ. 193, αριθμ. σχεδ

200 Εικόνα 16 Λίθινα εργαλεία από τα μεσολιθικά στρώματα του σπηλαίου των Γιούρων (1-17 πυριτικά πετρώματα, οψιανός) Από το A. Sampson et al. 2003, σελ. 126, αριθμ. σχεδ

201 Εικόνα 17 Οστέινα αγκίστρια από το Σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα Από το Α. Σάμψων 2010, σελ. 63, αριθμ. σχεδ

202 Εικόνα 18 Σχεδιαστική αναπαράσταση λίιθινων καταλοίπων του Μαρουλά (1-3 πυρήνες, 4-20 σφηνίσκοι) Από το Α. Σάμψων 2010, σελ. 118, αριθμ. σχεδ

203 Εικόνα 19 Σχεδιαστική αναπαράσταση λίιθινων καταλοίπων από το Μαρουλά (1-16 φολίδες με επεξεργασία, λεπίδες και μικρολεπίδες) Από το Α. Σάμψων 2010, σελ. 118, αριθμ. σχεδ

204 Εικόνα 20 Οστά τριών ενηλίκων ατόμων που αποκαλύφθηκαν στην κατασκευή C21 του Μαρουλά Από το Α. Σάμψων 2010, σελ. 107, αριθμ. σχεδ

205 Εικόνα 21 Μεσολιθικές θέσεις του ελλαδικού χώρου, στην Κέρκυρα, τη Θεσσαλία, τις Σποράδες, την Πελοπόννησο και την Κύθνο. Από το C. Runnels et al. 2005, σελ. 260, αριθμ. σχεδ

206 Εικόνα 22 Αντιπροσωπευτικοί μη γεωμετρικοί μικρόλιθοι από το Σιδάρι 206

207 Από το A. Sordinas 2003, σελ. 93, αριθμ. σχεδ. 6.2 Εικόνα 23 Μεσολιθικές θέσεις που ήρθαν στο φως από τις επιφανειακές έρευνες της Κάντιας στην Αργολίδα Από το C. Runnels et al. 2005, σελ 262, αριθμ. σχεδ

208 Εικόνα 24 Χάρτης των θέσεων στις οποίες αναφέρεται η ύπαρξη ακεραμικών στρωμάτων Από το C. Perlès 2001, σελ. 67, αριθμ. σχεδ

209 Εικόνα 25 Εργαλεία από το ακεραμικό στρώμα της Άργισσας Από το C. Perlès 2001, σελ. 89, αριθμ. σχεδ

210 Εικόνα 26 Εργαλεία από τα στρώματα της Τελικής Μεσολιθικής και της «Αρχικής Νεολιθικής» από το σπήλαιο του Φράγχθι. Από το C. Perlès 2001, σελ. 48, αριθμ. σχεδ

211 Εικόνα 27 Σχεδιαστική αναπαράσταση τοίχου από πλιθιά Από το C. Perlès 2001, σελ. 190, αριθμ. σχεδ. 9.5 Εικόνα 28 Αναπαράσταση παράσταση ορθογώνιου οικήματος από τη Νέα Νικομήδεια Από το Ι. Παπαθανασόπουλος 1996, σελ. 42, αριθμ. σχεδ

212 Εικόνα 29 Αναπαράσταση οικήματος από το Αχίλλειο με εξωτερικές βοηθητικές κατασκευές Από το Ι. Παπαθανασόπουλος 1996, σελ. 62, αριθμ. σχεδ

213 Πίνακας 1 Εξημερωμένα φυτά και όσπρια των οικισμών της Ακεραμικής φάσης Οικισμός (ακεραμική φάση) Μονόκοκκο σιτάρι Δίκοκκο σιτάρι Triticum aestivum/ durum Κριθάρι Φακή Βίκος Σέσκλο x x x x x Γεντίκι x x x x Άργισσα x x x x Αχίλλειο Σουφλί Μαγούλα x x x Κνωσός x x x x x Φράγχθι 213

214 Πίνακας 2 Εξημερωμένα δημητριακά και όσπρια των οικισμών της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (στρώματα που περιέχουν κεραμική) Οικισμός Μονόκοκκο σιτάρι Δίκοκκο σιτάρι Τ. aestivum/durum Κριθάρι Φακή Μπιζέλι Βίκος Ρεβίθι Σέσκλο x x x x x x Γεντίκι x x Άργισσα x x x x x x Αχίλλειο x x x x Σουφλί Μ. x x x x x Οτζάκι Μ. x x x x x x x x Πρόδρομος x x Θεόπετρα x x x x x x Ν. Νικομήδεια x x x x x x Ρεβένια x x x x Τούμπα Μπαλωμένου x x x x? Γιαννιτσά Β x x x Φράγχθι x x x Κνωσός x x x 214

215 Εικόνα 30 Λίθινα εργαλεία της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου (α. Δρεπάνι από πυριτόλιθο, β.λεπίδα δρεπανιού από πυριτόλιθο, γ. Δρεπάνι από ίασπι) Από το Ι. Παπαθανασόπουλος 1996, σελ. 236, αριθμ. σχεδ

216 Εικόνα 31 Λίθινα εργαλεία της Νεολιθικής περιόδου (α.κωνικός πυρήνας λεπίδων από ίασπιαρχαιότερη Νεολιθική, β.κωνικός πυρήνας λεπίδων από οψιανό-νεοτερη Νεολιθική, γ. Κωνικός πυρήνας μικρολεπίδων από οψιανό-αρχαιότερη Νεολιθική, δ. Πυρήνας μικρολεπίδων από οψιανό-νεότερη Νεολιθική, ε. Λεπίδα από οψιανό-νεότερη Νεολιθική, στ. Λεπίδα από οψιανό-νεότερη Νεολιθική, ζ. Λεπίδα από πυριτόλιθο-αρχαιότερη Νεολιθική, η. Λεπίδα από πυριτόλιθο-αρχαιότερη Νεολιθική) Από το Ι Παπαθανασόπουλος 1996, σελ. 236, αριθμ. σχεδ

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr «Νεολιθική επανάσταση» και η καταγωγή της Νεολιθικής στην Ελλάδα Στο θέμα της προέλευσης του παραγωγικού τρόπου

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Οι περίοδοι της Προϊστορίας στην Ελλάδα: Παλαιολιθική εποχή (800.000-10.500 ΠΣ) Μεσολιθική εποχή

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας

Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Προϊστορικό Σπήλαιο Θεόπετρας Στα δυτικά της εθνικής οδού Τρικάλων - Ιωαννίνων, 3χλμ πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ» ΜΑΘΗΤΡΙΑ: ΣΚΡΕΚΑ ΝΑΤΑΛΙΑ, Β4 ΕΠΙΒΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΝΤΑΒΑΡΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2016 17 Περιεχόμενα

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant

Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Νατούφιοι ενταφιασμοί Οι ταφικές πρακτικές των τελευταίων κυνηγών του Levant

Διαβάστε περισσότερα

Από τους πρώτους ανθρώπους ως το νεολιθικό πολιτισμό 2.000.000--3000 π.χ. περίπου

Από τους πρώτους ανθρώπους ως το νεολιθικό πολιτισμό 2.000.000--3000 π.χ. περίπου Απο τουσ Πρωτουσ Ανθρωπουσ ωσ το Νεολιθικο Πολιτισμο Κεφάλαιο 1 Από τους πρώτους ανθρώπους ως το νεολιθικό πολιτισμό 2.000.000--3000 π.χ. περίπου H εξέλιξη του ανθρώπου κράτησε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια

Διαβάστε περισσότερα

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης; Μέρος της οχύρωσης Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή της La Bastida (Totana, Murcia στην Ισπανία) έχουν αποκαλύψει ένα επιβλητικό οχυρωματικό

Διαβάστε περισσότερα

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε. 38 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ένας από τους βασικούς στόχους της παρούσας έρευνας ήταν η εύρεση εκείνων των χαρακτηριστικών των εφήβων τα οποία πιθανόν συνδέονται με τις μελλοντικές επαγγελματικές τους επιλογές. Ως

Διαβάστε περισσότερα

- Η νεολιθική στην Θεσσαλία -

- Η νεολιθική στην Θεσσαλία - Νεολιθική περίοδος στην Β. Ελλάδα - Η νεολιθική στην Θεσσαλία - Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Χρήστος Τσούντας 1901 Alan Wace 1912 Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης 1956-1977 Vladimir Milojčić 1955-1977

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική πρόταση 8: Οργάνωση των ομάδων κατά τη Νεολιθική Εποχή

Διδακτική πρόταση 8: Οργάνωση των ομάδων κατά τη Νεολιθική Εποχή Πώς οργανωνόμαστε; Διδακτική πρόταση 8: Οργάνωση των ομάδων κατά τη Νεολιθική Εποχή Ερώτημα-κλειδί Πόσο μεγάλες ήταν οι ομάδες των ανθρώπων της Νεολιθικής Εποχής; Ποιοι έπαιρναν τις αποφάσεις; Σύνδεση

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Κουσερή Γεωργία Φιλόλογος Δρ. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ΚΕΡΚΥΡΑ ΜΑΙΟΣ 2017 Περιεχόμενα της παρουσίασης Το ιστορικό ερώτημα Το

Διαβάστε περισσότερα

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού Σελίδα 1 από 14 η διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: Α. Εποχή του λίθου ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (πριν τη χρήση γραφής) ΙΣΤΟΡΙΑ (από την επινόηση και χρήση της γραφής) κατασκευή εργαλείων από λίθο (2.500.000-3.000 π.χ.)

Διαβάστε περισσότερα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» «Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Α.Μουνδρέα-Αγραφιώτη Προϊστορικές ανασκαφές Αφορούν ανθρώπινες εγκαταστάσεις, από 2,3 εκ. χρόνια πριν, μέχρι 1000 π.χ. 2.300.000-5.000 πριν (Παλαιολιθική, Μεσολιθική και

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ( π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ (3000-1100π.Χ.) 3. Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ - Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη... εποχή. - Ο σημαντικότερος οικισμός ήταν η... - Κατά τη 2 η και 3 η χιλιετία

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα

προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα Η καλλιέργεια των φυτών στην Ελλάδα στα προϊστορικά και πρωτοϊστορικά χρόνια: τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα Τάνια Βαλαμώτη, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ονοματεπώνυμο: Τουφεξή Ασπασία Σειρά: 12 Επιβλέπων καθηγητής: Ιωαννίδης Α. Διευθυντής ΠΜΣ: Σιώμκος Γεώργιος Ο ρόλος του μουσείου

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Ντ. Ούρεμ-Κώτσου, Ά. Παπαϊωάννου, T. Silva, Φ. Αδακτύλου, Μ. Μπέσιος Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής. Στην εργασία αυτή επιχειρείται

Διαβάστε περισσότερα

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους κωνσταντινα Γραβανη e-mail: cgravani@cc.uoi.gr ΠανεΠιστηΜιουΠολη Δουρουτησ: αρχαιολογικεσ ερευνεσ, εργασιεσ και Μελετεσ: συντομη αναφορα ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Διαβάστε περισσότερα

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Περιγραφή του μαθήματος - στόχοι: Το μάθημα εξετάζει τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ιστορικές διαστάσεις της ανάπτυξης του θεσμού του μουσείου και η ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα Ηφαίστειο της Θήρας Η Μινωική Κρήτη λόγω της εμπορικής αλλά και στρατηγικής θέσης της έγινε γρήγορα μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη. Οι Μινωίτες πωλούσαν τα προϊόντα τους σε όλη τη Μεσόγειο με αποτέλεσμα

Διαβάστε περισσότερα

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ 1 ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Μάθημα 1: Οι έννοιες και θέση 1. Τι ονομάζεται σχετική θέση ενός τόπου; Να δοθεί ένα παράδειγμα. Πότε ο προσδιορισμός της σχετικής θέσης

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι)

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι) Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι) ΗΛΙΚΙΑ: 7-12 ΕΠΟΧΗ: Φ, Χ, Α, Κ. ΙΑΡΚΕΙΑ: 1 ώρα προετοιμασία στην τάξη, 1 ώρα έρευνα στο σπίτι, 3-4 εβδομάδες έρευνας. ΥΛΙΚΑ: Ερωτηματολόγιο,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ 1. Από τη Γραμμική Β στην εισαγωγή του αλφαβήτου - Στον ελληνικό χώρο, υπήρχε ένα σύστημα γραφής μέχρι το 1200 π.χ. περίπου, η

Διαβάστε περισσότερα

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια ΠΡΟΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΡΗΤΗ Πριν από τις επιφανειακές έρευνες στην περιοχή του Πλακιά και της Πρεβέλης στη νότια Κρήτη, τα μόνα γνωστά προνεολιθικά ευρήματα προέρχονταν από το εσωτερικό του σπηλαίου Ασφέντου στο

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνικοί Βιότοποι. Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία

Ελληνικοί Βιότοποι. Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία Στόχος της δραστηριότητας αυτής είναι να γνωρίσουμε και να καταγράψουμε τους ελληνικούς βιότοπους και να εντοπίσουμε τα ζώα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ:

ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ: Α. Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ Β. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ! ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (7000-3500 π.χ.) Νεολιθική Επανάσταση + αλλαγή τρόπου ζωής ανθρώπων:

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ-ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ-ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ-ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Κατά τη δεκαετία 2000-2010 η ΕΠΣΝΕ, παράλληλα προς τις σωστικές ανασκαφές και αυτοψίες της σε σπήλαια και θέσεις παλαιοανθρωπολογικού ενδιαφέροντος,

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δημιουργικότητα είναι η λειτουργία που επιτρέπει στο νου να πραγματοποιήσει ένα άλμα, πολλές φορές εκτός του αναμενόμενου πλαισίου, να αναδιατάξει τα δεδομένα με απρόσμενο τρόπο, υπερβαίνοντας

Διαβάστε περισσότερα

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Πίνακας περιεχομένων Τίτλος της έρευνας (title)... 2 Περιγραφή του προβλήματος (Statement of the problem)... 2 Περιγραφή του σκοπού της έρευνας (statement

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πρώιμοι και Γεωμετρικοί χρόνοι (1100-700 π.χ.) Οι περίοδοι της αρχαίας ελληνικής τέχνης:

Διαβάστε περισσότερα

Κακοποίηση Ζώων Συντροφιάς

Κακοποίηση Ζώων Συντροφιάς Κακοποίηση Ζώων Συντροφιάς VPRC VPRC Δ.1 Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ VPRC- - Εμπιστευτικό Proastiakos.net 17993 // Δ.2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η VPRC, με την ευαισθησία που τη διακρίνει σε θέματα που αφορούν στα ζώα συντροφιάς,

Διαβάστε περισσότερα

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος

Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική και Νεολιθική Κύπρος Προνεολιθική Περίοδος ή Φάση Ακρωτηρίου: 11000/10000 8200 π.χ. Νεολιθική Περίοδος: 8200 3900/ 3700 π.χ. Ακεραμεική Νεολιθική: 8200 5500 π.χ. Πρωτοκεραμεική Νεολιθική («lacuna»

Διαβάστε περισσότερα

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ 2009 11-13 ΜΑΡΤΙΟΥ 2010, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΧΩΡΟΣ ΤΑΦΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΑΥΓΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Γεωργία Στρατούλη, Σέβη Τριανταφύλλου,

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ-ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (2.000.000 (;)-9.000 π.χ.)

ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ-ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (2.000.000 (;)-9.000 π.χ.) ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ-ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (2.000.000 (;)-9.000 π.χ.) Δημιουργία της ζωής Εξέλιξη του Ανθρώπου Απολιθώματα της εξέλιξης των ανθρωπίδων στο Μουσείο Οστεολογίας στην Οκλαχόμα, ΗΠΑ Homo Ηabilis (2,9 εκ.)

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) On-the-fly feedback, Upper Secondary Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) Τάξη: Β Λυκείου Διάρκεια ενότητας Μάθημα: Φυσική Θέμα: Ταλαντώσεις (αριθμός Χ διάρκεια μαθήματος): 6X90

Διαβάστε περισσότερα

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας Κεφάλαιο Εξέλιξη 3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ανάλυση θεωρίας Πολλές από τις επιστημονικές απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, διότι αντιβαίνουν την αντίληψη που οι άνθρωποι διαμορφώνουν

Διαβάστε περισσότερα

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι μεσογειακές περιοχές βρίσκονται μεταξύ 30 0 και

Διαβάστε περισσότερα

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής

Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής Ερμηνευτική της Νεολιθικής Ειδωλοπλαστικής ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΕΨΗ Οι τεράστια ανθρώπινη ικανότητα για μάθηση διακρίνει τον άνθρωπο από όλα τα άλλα γένη. Στην απώτερη Προϊστορία, η εξέλιξη της

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π. Χ., κυρίως στην

Διαβάστε περισσότερα

Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών

Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών Ενότητα: Φοιτητές και φοιτήτριες Βασίλειος Φούκας

Διαβάστε περισσότερα

Σήμερα το απόγευμα έγιναν στη Θεόπετρας τα εγκαίνια του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας.

Σήμερα το απόγευμα έγιναν στη Θεόπετρας τα εγκαίνια του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας. Σήμερα το απόγευμα έγιναν στη Θεόπετρας τα εγκαίνια του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας. Στα εγκαίνια παραβρέθηκαν και μίλησαν οι Βουλευτές κ.κ Παναγιώτα Δριτσέλη, Χρήστος Σιμορέλης,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ Μ.Μ.Ε. ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΤΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ Μ.Μ.Ε. ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ Ημερομηνία Ανάρτησης: 01/10/1999 ΤΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ Μ.Μ.Ε. ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ Ομιλία του γενικού γραμματέα της ΕΣΗΕΑ κ. Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ στο 3ο Διεθνές Συνέδριο στα Χανιά της Κρήτης Εύστοχη η επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιστημονική Επετηρίδα, Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τόμος 8 (2015) Παρουσίαση Βιβλίου Ρέντζου, Κ., Σακελλαρίου, Μ. (2014). Ο χώρος ως παιδαγωγικό πεδίο σε προσχολικά περιβάλλοντα

Διαβάστε περισσότερα

Πώς και γιατί μετακινούμαστε;

Πώς και γιατί μετακινούμαστε; Πώς και γιατί μετακινούμαστε; Διδακτική πρόταση 1: Συνοπτικό πλαίσιο μετακίνησης και εγκατάστασης Ερωτήματα-κλειδιά Γιατί και πώς μετακινούμαστε από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι σήμερα; Πού μένουμε από τα

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Σύγχρονες Θεωρίες και Κριτική της Αρχιτεκτονικής ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ MATHEMATICAL SURFACES

Διαβάστε περισσότερα

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ E ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 4595 30 Ιουνίου 2017 ΤΕΥΧΟΣ ΤΡΙΤΟ Αρ. Φύλλου 629 OΡΓΑΝΙΣΜΟΙ - ΛΟΙΠΟΙ ΦΟΡΕΙΣ Αριθμ. 14289 Προκήρυξη θέσης καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών

Διαβάστε περισσότερα

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΠΙΛΕΞΑΜΕ: Η χλωρίδα και η πανίδα στην χώρα μας είναι ένα πολύ σημαντικό

Διαβάστε περισσότερα

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης Μοντελοποίηση και βελτιστοποίηση του ενεργειακού συστήματος με την χρήση κατανεμημένης παραγωγής και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. H τεχνολογική διάσταση Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα Σοφία Καλογερομήτρου - 29/04/2019 Ερευνητική εργασία Φοιτήτρια: Σοφία Καλογερομήτρου Επιβλέπων: Νικόλας Αναστασόπουλος Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων

Διαβάστε περισσότερα

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων Ενότητα 10: Ο Κριτικός Στοχασμός στον Εργασιακό Χώρο Γιώργος Κ. Ζαρίφης

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 5: Η κοινωνική διάσταση της καινοτομίας ως μοχλός της αειφορίας Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Κάποιες έννοιες Επιστήμη : κάθε συστηματικό πεδίο μελέτης ή σύστημα γνώσης που έχει ως σκοπό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Μυκηναϊκός Πολιτισμός ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΚΑΛΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΑ: «Η καθημερινή ζωή στον Μυκηναϊκό Κόσμο» Οι μαθητές

Διαβάστε περισσότερα

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή

Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή Διδακτική πρόταση 2 1 : Οι μετακινήσεις ανθρώπων σε άλλες περιοχές της γης κατά την Αρχαϊκή Εποχή Ερώτημα-κλειδί 2 Οι άνθρωποι της Αρχαϊκής Εποχής μετακινούνταν για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας

Πρόλογος. Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας Πρόλογος Στις μέρες μας, η ελεύθερη πληροφόρηση και διακίνηση της πληροφορίας αποτελεί δημόσιο αγαθό, το οποίο πρέπει να παρέχεται χωρίς περιορισμούς και εμπόδια στα μέλη της κοινωνίας. Οι πολύπλευρα πληροφορημένοι

Διαβάστε περισσότερα

1 η Ε τ ή σ ι α Α ν α φ ο ρ ά γ ι α τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η δ ι α τ ή ρ η σ η ς. CYCLADES Life: Integrated monk seal conservation of Northern Cyclades

1 η Ε τ ή σ ι α Α ν α φ ο ρ ά γ ι α τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η δ ι α τ ή ρ η σ η ς. CYCLADES Life: Integrated monk seal conservation of Northern Cyclades 1 η Ε τ ή σ ι α Α ν α φ ο ρ ά γ ι α τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η δ ι α τ ή ρ η σ η ς ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΦΩΚΙΑΣ ΣΤΗ ΓΥΑΡΟ ΠΕΡΙΛΗΨΗ MOm / P. Dendrinos Ιούνιος 2014 Πίνακας Περιεχομένων ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 2 3 ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών έρευνα ανακάλυψη εφεύρεσηκαινοτομία-επινόηση εξέλιξη 4 5 Ανακάλυψη: εύρεση αντικειμένου που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο. Ανακάλυψη (επιστήμη):

Διαβάστε περισσότερα

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών 4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών Στο προηγούμενο κεφάλαιο (4.1) παρουσιάστηκαν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνάς μας σχετικά με την άποψη, στάση και αντίληψη των μαθητών γύρω από θέματα

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη ΙΟΥΝΙΟΣ 2018 Τελική Έκθεση Για την Κατάσταση της Μεσογειακής φώκιας στη νήσο Γυάρο Περίληψη Σελίδα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ 33Οι επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης 33Η ανάπτυξη της εκπαίδευσης 33Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ιστορία της τέχνης 3 3 Η Ευρώπη και ο

Διαβάστε περισσότερα

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Βασίλειος Κωτούλας vaskotoulas@sch.gr h=p://dipe.kar.sch.gr/grss Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου Η Δομή της εισήγησης 1 2 3 Δυο λόγια για Στόχοι των Ερευνητική

Διαβάστε περισσότερα

Αξιοποίηση της βλάστησης των ορεινών βοσκοτόπων

Αξιοποίηση της βλάστησης των ορεινών βοσκοτόπων Αξιοποίηση της βλάστησης των ορεινών βοσκοτόπων Χαμηλές αποδόσεις ως προς την ποσότητα Ικανότητα επιβίωσης με περιορισμένους πόρους τροφή Προσαρμοστικότητα στις ιδιαίτερες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (Π.Ι.Ε.)

Διαβάστε περισσότερα

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών koutsouris@aua.gr Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Tο ανθρώπινο στοιχείο είναι μοναδικής σημασίας

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ. Το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό την παράθεση των αποτελεσμάτων πάνω σε μια έρευνα με τίτλο, οι ιδέες των παιδιών σχετικά με το

Διαβάστε περισσότερα

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Οι κλασικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της επιλογής του τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων ως αποτέλεσμα επίδρασης ορισμένων μεμονωμένων παραγόντων,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΞΕΝΑΓΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014 Βασικές έννοιες και αρχές της τουριστικής βιομηχανίας/ Η

Διαβάστε περισσότερα

Συντάχθηκε απο τον/την Άννα Φραγκουδάκη - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 26 Σεπτέμβριος :28

Συντάχθηκε απο τον/την Άννα Φραγκουδάκη - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 26 Σεπτέμβριος :28 Άννα Φραγκουδάκη Η ευρωπαϊκή ταυτότητα του μέλλοντος (Και το απαραίτητο μεσογειακό περιεχόμενό της) Είναι σημαντική προϋπόθεση για τη δημοκρατία και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης η καλλιέργεια της ευρωπαϊκής

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Μ.Ν. Ντυκέν, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α. Ε. Αναστασίου, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Μ.Χ.Π.Π.Α. ΔΙΑΛΕΞΗ 02 ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Βόλος, 2016-2017 1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ (Descriptive)

Διαβάστε περισσότερα

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Δημογραφία Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση Μιχάλης Αγοραστάκης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας &

Διαβάστε περισσότερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες ή Καστέλλια. ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΙΝΔΟΙΑ ΣΥΝΟΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ: Ο αρχαιολογικός χώρος του Καλαμωτού βρίσκεται 2 χλμ. νότια του χωριού και είναι γνωστός στους κατοίκους του με την ονομασία Τούμπες

Διαβάστε περισσότερα

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1.1 Σκοπός Έρευνας

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1.1 Σκοπός Έρευνας ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Σκοπός Έρευνας 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο βασικός σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η αξιολόγηση των παραγόντων που επιδρούν και διαμορφώνουν τη γνώμη, στάση και αντίληψη των νέων (μαθητών)

Διαβάστε περισσότερα

Όνομα: Άντρη Σάββα Τμήμα: Α 1 Σχ. Έτος:

Όνομα: Άντρη Σάββα Τμήμα: Α 1 Σχ. Έτος: 1 Όνομα: Άντρη Σάββα Τμήμα: Α 1 Σχ. Έτος: 2008 2009 Περιεχόµενα Εισαγωγή σελ.2 Ακεραµική περίοδο σελ.3 i. Χοιροκοιτία σελ.4 ii. Καλαβασός Τέντα σελ.5 Κεραµική περίοδος σελ.6 i. Σωτήρα σελ.7 ii. Καλαβασός

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης Συγγραφή ερευνητικής πρότασης 1 o o o o Η ερευνητική πρόταση είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της έρευνας. Η διατύπωσή της θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, περιεκτική και βασισμένη στην ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα

ΠαναγιώταΚαραφέρη, Εκπαιδευτικό Α/θμιας εκπαίδευσης, Μsc οργάνωσηςκαι διοίκησης εκπαίδευσης, μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας τουκπε Στυλίδας,

ΠαναγιώταΚαραφέρη, Εκπαιδευτικό Α/θμιας εκπαίδευσης, Μsc οργάνωσηςκαι διοίκησης εκπαίδευσης, μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας τουκπε Στυλίδας, Από: Dr.rer.nat.Η. Δ. Μαριολάκο, Ομοτ. Καθηγητή Γεωλογίας, Παν/μίου Αθηνών, Εύαγγελο Μαρκατσέλη, Καθηγητή Β/θμιας εκπαίδευσης, Υπεύθυνο ΚΠΕ Στυλίδας, και του εθνικού σχολικού θεματικού δικτύου Π.Ε. «Γεωπεριβαλλοντικά-Γεωμυθολογικά

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη Το παρόν ηλεκτρονικό εγχειρίδιο έχει ως στόχο του να παρακολουθήσει τις πολύπλοκες σχέσεις που συνδέουν τον

Διαβάστε περισσότερα

Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών

Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών Η κατανομή των πόλεων στο γεωγραφικό χώρο έχει ορισμένα χαρακτηριστικά Μέγεθος πόλεων Αριθμός πόλεων Σχέση αριθμού και μεγέθους πόλεων Κυρίαρχη πόλη 1 ο επίπεδο

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΣΧΟΛΗ Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Μ Η Χ Α Ν Ι Κ Ω Ν Τ Ο Μ Ε Α Σ Π Ο Λ Ε Ο Δ Ο Μ Ι Α Σ Κ Α Ι Χ Ω Ρ Ο Τ Α Ξ Ι Α Σ Πατησίων 42, 10682 Αθήνα τηλ. 30(1) 772 3818

Διαβάστε περισσότερα

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις Έργο: «Ένταξη παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στο σχολείο - για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο)» Επιμορφωτικό Σεμινάριο Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές

Διαβάστε περισσότερα

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 3: Αειφορική γεωργία και ανάπτυξη Αφροδίτη Παπαδάκη-Κλαυδιανού Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 3 Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ (2 Ο κεφάλαιο) ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί

Διαβάστε περισσότερα

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκος Κατσιάνης Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασμός Πληροφοριακού Συστήματος για τη Διαχείριση Αρχαιολογικών Τεκμηρίων

Διαβάστε περισσότερα