Η Οργάνωση του Ύστερου Ρωμαϊκού Στρατού ( )
|
|
- Παιάν Κύρος Γούναρης
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γεώργιος Καλαφίκης Η Οργάνωση του Ύστερου Ρωμαϊκού Στρατού ( ) Σχηματισμοί Μάχης Διοίκηση Οχυρώσεις Αμυντική Στρατηγική Διδακτορική διατριβή Θεσσαλονίκη 2009
2
3
4 Γεώργιος Καλαφίκης Η Οργάνωση του Ύστερου Ρωμαϊκού Στρατού ( ) Σχηματισμοί Μάχης Διοίκηση Οχυρώσεις Αμυντική Στρατηγική Διδακτορική διατριβή Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας του Α. Π. Θ. Τομέας Αρχαίας, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας Ημερομηνία προφορικής εξέτασης: 28 Νοεμβρίου 2008 Ημερομηνία απονομής διδακτορικού τίτλου : 9 Απριλίου 2009 Εξεταστική Επιτροπή Τριμελής συμβουλευτική επιτροπή Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: κ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Ομότ. καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας Μέλος: κ. Θεόδωρος Κορρές, Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας Μέλος: κ. Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Ομότ. καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας κ. Ταξιάρχης Κόλιας, Καθηγητής του Βίου και του Πολιτισμού των Βυζαντινών, εξεταστής κ. Αλέξιος Σαββίδης, Καθηγητής Ιστορίας Μεσαιωνικών -Βυζαντινών Χρόνων, εξεταστής κ. Πολύμνια Κατσώνη, Αναπλ. Καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας, εξετάστρια κ. Ιωάννης Λεοντιάδης, Επίκ. Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας, εξεταστής
5
6 Γεώργιος Καλαφίκης Η Οργάνωση του Ύστερου Ρωμαϊκού Στρατού ( ) Σχηματισμοί Μάχης Διοίκηση Οχυρώσεις Αμυντική Στρατηγική Διδακτορική διατριβή «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλο - νίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)
7
8 Igitur qui desiderat pacem, praeparet bellum; qui victoriam cupit, milites inbuat diligenter; qui secundos optat eventus, dimicet arte, non casu. (Όποιος, λοιπόν, επιθυμεί ειρήνη, να προετοιμάζεται για πόλεμο όποιος επιζητεί τη νίκη, να εκπαιδεύει επιμελώς τους στρατιώτες όποιος επιδιώκει ευνοϊκά αποτελέσματα, να πολεμά με επιδεξιότητα, όχι κατά τύχη ) Flavius Vegetius Renatus, Epitoma Rei Militaris 3.Praefatio (περ. 400) Εικόνα εξωφύλλου: Ανάγλυφο που απεικονίζει τον καίσαρα Γαλέριο έφιππο σε μάχη εναντίον των Περσών. Τον Γαλέριο στέφει με τις δάφνες της νίκης ένας αετός (aquila), το σύμβολο του ρω - μαϊκού κράτους. Θριαμβική αψίδα του Γαλερίου ( Καμάρα) στη Θεσσαλονίκη (περ. 300). Φωτογραφία του συγγραφέα Εικόνα οπισθόφυλλου : Ασημένιος δίσκος που παριστάνει έφιππο τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β ( ) να στεφανώνεται από τη Νίκη. Όπισθεν του αυτοκράτορα αξιωματικός της αυτοκρατο - ρικής φρουράς των «παλατινών σχολών» (scholae palatinae) με έκτυπο το «Χριστόγραμμα» στην ασπίδα του [γνωστό ως «Missorium του Kerch», από την περιοχή της Κριμαίας όπου ανευρέθηκε. Σήμερα στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης]. Πηγή:
9
10 Στην αγαπημένη μου σύζυγο Στέλλα, στον πρωτότοκο γιο μας, τον Ιάσονα, και στα δίδυμα αγοράκια μας!
11
12 i ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Βιβλιογραφία Βραχυγραφίες Πηγές Βοηθήματα Χάρτες Κατόψεις Εικόνες Αναπαραστάσεις/απεικονίσεις v-ix x-xlvi x xiv xxx xlvii-xlviii ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΝ 3 ο αι. μ.χ. (σ. 1-36) 1. Η κρίση στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας 2 2. Ο αιώνας των βαρβαρικών εισβολών ( ) Μέγεθος και σημασία των εισβολών του 3 ου αι. 27 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΡΩΜΑΪΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 27 π.χ. ΩΣ ΤΟ 260 μ.χ. (σ ) 1. Η οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού (Legiones Auxilia Στρατός της πρωτεύουσας) 2. Η αμυντική στρατηγική Αξιολόγηση της αμυντικής στρατηγικής του 2 ου και 3 ου αι ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ: Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΗΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΤΟΥ ( ) (σ ) 1. Η κατάσταση της αυτοκρατορίας το Καινοτομίες στην οργάνωση του στρατού 58 α) Ανάπτυξη ιππικού κρούσης (equites) 58 β) Γενική ενίσχυση του ρωμαϊκού ιππικού Αναπροσαρμογή της αμυντικής στρατηγικής 70 α) Σταδιακή οργάνωση πλέγματος στρατιωτικών βάσεων στην ενδοχώρα 70 β) Ο ρόλος του ιππικού κρούσης στην αμυντική στρατηγική του Γαλλιηνού 78 γ) Η οχυρωματική δραστηριότητα την εποχή του Γαλλιηνού 79 δ) Τελικά συμπεράσματα για την αμυντική στρατηγική του Γαλλιηνού Μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών 83 α) Αίτια του αποκλεισμού των συγκλητικών από τα στρατιωτικά αξιώματα 85 β) Η προέλευση των νέων ανωτέρων στρατιωτικών διοικητών 88
13 ii γ) Ο «θρίαμβος» της Παννονίας και του Ιλλυρικού 91 δ) Ο θεσμός των «προτηκτόρων» (protectores divini lateris) 94 ε) Τα γενικότερα κίνητρα για τις μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών 98 στ) Κριτική των μεταρρυθμίσεων στο σώμα των αξιωματικών Οι στρατιωτικές εξελίξεις μέχρι την άνοδο του Διοκλητιανού στον θρόνο ( ) 104 α) Η αποκατάσταση της ενότητας του ρωμαϊκού κράτους ( ) 104 β) Αποδιάρθρωση του ιππικού κρούσης 109 γ) Η οχυρωματική δραστηριότητα των αυτοκρατόρων της περιόδου 111 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΡΧΙΑΣ ( ) (σ ) 1. Περίγραμμα των πολεμικών επιχειρήσεων ( ) Κύριοι άξονες της διοκλητιάνειας αμυντικής πολιτικής Η διάταξη μάχης του στρατού στις αρχές του 4 ου αι Το πρόβλημα της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων 123 α) Νέες μονάδες που δημιουργήθηκαν την περίοδο του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας 124 β) Η αριθμητική ισχύς των στρατιωτικών μονάδων την εποχή της Τετραρχίας 133 γ) Η συνολική αριθμητική ισχύς του στρατού την ίδια εποχή Αλλαγές στη δομή των ενόπλων δυνάμεων 140 α) Πολλαπλασιασμός των στρατιωτικών μονάδων 141 β) Ειδικευμένοι σχηματισμοί μάχης σταδιακή αλλαγή του όρου «vexillatio» 142 γ) Δημιουργία μονάδων κατάφρακτου ιππικού Ο στρατός συνοδείας των αυτοκρατόρων (comitatus) Η διοίκηση του στρατού την περίοδο της Τετραρχίας 155 α) Έπαρχοι πραιτωρίων (praefecti praetorio) βικάριοι (vicarii) επαρχιακοί διοικητές (praesides) 155 β) Η εξέλιξη του θεσμού των δουκών (duces) 158 γ) Το ζήτημα του διαχωρισμού της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας Η οχυρωματική δραστηριότητα του Διοκλητιανού και των Τετραρχών ηγεμόνων 166 α) Οχύρωση συνόρων, οδικών αξόνων και πόλεων 166 β) Τα νέα βασικά χαρακτηριστικά των οχυρώσεων Η αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού 182 α) Οι μαρτυρίες των πηγών 182
14 iii β) Απόψεις και θεωρίες των νεότερων μελετητών 184 γ) Προτάσεις-συμπεράσματα για την αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού 190 i. Βασικά συμπεράσματα για τη διοκλητιάνεια αμυντική στρατηγική 190 ii. Ευρωπαϊκά σύνορα 192 iii. Βόρεια Αφρική 194 iv. Ανατολικό μέτωπο Αίγυπτος 195 v. Η υψηλή στρατηγική του Διοκλητιανού 199 vi. Ο ρόλος του comitatus 203 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΥΣΤΕΡΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΝ 4 ο αι. ( ) (σ ) 1. Η πορεία του Μ. Κωνσταντίνου προς τη μονοκρατορία ( ) Εσωτερικές και εξωτερικές περιπλοκές τον 4 ο αι. ( ) Βασικοί άξονες των μεταρρυθμίσεων στον στρατό Ο στρατός κρούσης εκστρατείας (comitatenses) 215 α) Η εμφάνιση του θεσμού 215 β) Μέθοδοι σχηματισμού των μονάδων στους comitatenses 218 γ) Τα περίφημα «auxilia palatina» 221 δ) Οι vexillationes ιππικού 225 ε) Άλλες εξελίξεις που σημάδεψαν το σώμα των comitatenses κατά τον 4 ο αι. 226 i. Οι (comitatenses) palatini 226 ii. Οι pseudocomitatenses 228 iii. Η διάκριση αρκετών μονάδων σε seniores και iuniores 229 στ) Το βαρύ ιππικό: Κλιβανάριοι και κατάφρακτοι (equites clibanarii catafractarii) 231 ζ) Το πρόβλημα της εγκατάστασης των μονάδων του στρατού κρούσης Η στρατιωτική διοίκηση των κομιτατήσιων. Η καίρια τομή στο υστερορωμαϊκό στρατιωτικό κατεστημένο α) Οι νέοι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές του Μ. Κωνσταντίνου: magistri peditum και equitum β) Οι εξελίξεις στο σώμα των μαγίστρων τον υπόλοιπο 4 ο αι. 244 γ) Η σημασία της δημιουργίας των μαγίστρων για τον στρατό του 4 ου αι. 249 δ) Οι comites rei militaris 251 ε) Το σώμα των κατώτερων αξιωματικών και των υπαξιωματικών Τα συνοριακά στρατεύματα (limitanei) 254 α) Το ζήτημα της γένεσης του θεσμού 255 β) Οι σχηματισμοί μάχης των συνοριακών στρατευμάτων 262 i. Προσθήκες νέων λεγεώνων επί της δυναστείας του Μ. Κωνσταντίνου ( ) 263 ii. Η κωνσταντίνεια αναδιαμόρφωση των μονάδων στο μέτωπο του Δούναβη 264
15 iv iii. Μονάδες συσταθείσες από το 364 ως το 400 περίπου 267 iv. Η αναδιάρθρωση των μονάδων στον Ρήνο και στην Αρμορική (αρχές 5 ου αι.) 268 v. Μονάδες της εποχής της «Ηγεμονίας» που διασώζονται στους καταλόγους της Notitia 270 Dignitatum (ίλες, κοόρτεις, αριθμοί και λεγεώνες) vi. Οι βηξιλλατιώνες ιππικού των λιμιτάνεων (equites) 275 vii. Ο «χαμένος στρατός» του δούκα της Λιβύης (dux Libyarum) 277 viii. Μονάδες επανδρωμένες από «βαρβάρους» εκτός συνόρων 278 γ) Η διοίκηση των λιμιτάνεων (duces comites) 279 δ Limitanei: Απλοί συνοριοφύλακες ή τακτικοί στρατιώτες; 290 ε) Οι praepositurae limitum στη Β. Αφρική, οι laeti στη Γαλατία και οι Sarmatae gentiles στην Ιταλία και τη Γαλατία Η αριθμητική ισχύς του στρατού τον 4 ο αι. 301 α) Η αριθμητική ισχύς των μονάδων στους limitanei 301 β) Η αριθμητική ισχύς των μονάδων στους comitatenses 303 γ) Η συνολική αριθμητική ισχύς του στρατού Η αυτοκρατορική φρουρά (scholae palatinae candidati) Tο σώμα των προτηκτόρων δομεστίκων (protectores domestici) Τα κρατικά εργοστάσια παραγωγής όπλων και ιματισμού (fabricae barbaricarii / linyphia gynaecia bafia) 319 α) Διοικητικές δομές 320 β) Μονάδες παραγωγής 325 γ) Εργατικό δυναμικό Η οχυρωματική δραστηριότητα κατά τον 4 ο αι. 333 α) Τα οχυρωματικά έργα του Μ. Κωνσταντίνου 333 β) Η οχυρωματική δραστηριότητα τον υπόλοιπο 4 ο αι. 344 i. Βρετανία 344 ii. Μέτωπο Ρήνου Γαλατίας 346 iii. Ιταλία 352 iv. Μέτωπο Δούναβη Ιλλυρικού 352 v. Ανατολικό μέτωπο 359 vi. Αίγυπτος Κυρηναϊκή 366 vii. Μέτωπο Βόρειας Αφρικής και Ισπανίας Η αμυντική στρατηγική τον 4 ο αι. 370 α) Η «άμυνα σε βάθος» ως αμυντική λειτουργία και στρατηγική πρακτική τον 4 ο αι. 370 β) Η αμυντική στρατηγική στο πλαίσιο της «υψηλής στρατηγικής» του ύστερου ρωμαϊκού κράτους 376 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 379 A Summary in English 389
16 v ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελεί μία προσπάθεια συμβολής στη μελέτη μιας κρίσιμης μεταβατικής περιόδου, αυτής που σήμερα πλέον ορίζεται ως «ύστερη αρχαιότητα». Ένας από τους κύριους σκοπούς της έρευνας ήταν να μελετήσουμε τις σχετικές πηγές και σε συνδυασμό με την παλαιότερη και σύγχρονη βιβλιογραφία να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε διάφορα κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν στον στρατό, τον ακρογωνιαίο λίθο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επιπλέον, να διερευνήσουμε και να πάρουμε θέση σε πολλά ζητήματα που προκαλούν διχογνωμία και διάσταση απόψεων μεταξύ των σύγχρονων μελετητών. Βασικός στόχος ήταν επίσης να παρουσιάσουμε το «πέρασμα» από τον «κλασικό» ρωμαϊκό στρατό στον στρατό της ύστερης ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής εποχής. Γι αυτόν τον λόγο η παρούσα μελέτη δεν έχει μόνο τη μορφή μιας συνηθισμένης ερευνητικής προσπάθειας, αλλά αποβλέπει στην παρουσίαση της εξελικτικής πορείας του στρατού κατά τη διάρκεια της περιόδου που ξεκινά από τη μονοκρατορία του Γαλλιηνού (260) και καταλήγει στον θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α (395). Τα χρονολογικά όρια δεν είναι τυχαία. Οι εξελίξεις που οδήγησαν τον ύστερο ρωμαϊκό στρατό στη γνώριμη μορφή του τέλους του 4 ου αι., όπως παρουσιάζεται στην περίφημη «Notitia Dignitatum» (επίσημο έγγραφο που απεικόνιζε όλους τους τομείς της υστερορωμαϊκής κρατικής μηχανής), είχαν αρχίσει να δρομολογούνται ήδη από την εποχή του αυτοκράτορα Γαλλιηνού, αν όχι και παλαιότερα. Προτιμήσαμε στον τίτλο τον όρο «ύστερος ρωμαϊκός στρατός» αντί του «πρώιμος βυζαντινός στρατός», γιατί παρά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης η ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξακολουθούσε να είναι ενιαία. Η διαπραγμάτευσή μας αφορά στις εξελίξεις που συνέβησαν συγχρόνως στην υστερορωμαϊκή Δύση και Ανατολή. Πρώτιστος στόχος είναι να ακολουθήσουμε τα αχνάρια της συνέχειας ανάμεσα στον «κλασικό» ρωμαϊκό και τον υστερορωμαϊκό στρατό και να βρούμε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία που μπορούν να επιβεβαιώσουν τους αδιάσπαστους αρμούς που τους συνέδεαν. Επομένως, βασική μας πρόθεση είναι να γεφυρώσουμε το «χάσμα» ανάμεσα στον κλασικό ρωμαϊκό στρατό και στον υστερορωμαϊκό και πρωτοβυζαντινό διάδοχό του. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι όλη η παρούσα εργασία εμφορείται από την έννοια της «συνέχειας». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο M. Grant εντυπωσιασμένος από την αντοχή που συνέχιζε να επιδεικνύει ο στρατός στις ταραγμένες εποχές του 3 ου και του 4 ου αι. σχολίασε επιγραμματικά ότι «Already the army had lived through more than half a millennium of victorious activity; but these years of triumph over supreme emergency must be reckoned as the culmination of the Roman military achievement» 1. Πράγματι δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε, αν και κατ αρχάς ακούγεται άστοχο, ότι ειδικά ο 4 ος αι. δεν ήταν αιώνας παρακμής 1 M. Grant, Climax 43.
17 vi αλλά συνεχιζόμενου μεγαλείου. Ήταν όμως ένα μεγαλείο εύθραυστο, όπως αποδείχτηκε. Αρκούσε μια μεγάλη στρατιωτική καταστροφή, η συντριπτική ήττα στην Αδριανούπολη το 378 από τους Γότθους, και κατόπιν η διαρκής καθεστωτική αστάθεια και οι μαζικές μεταναστεύσεις των βαρβαρικών λαών, ώστε να αρχίσει να επέρχεται η σταδιακή πτώση, η οποία τελικά οδήγησε στην κατάρρευση της ρωμαϊκής Δύσης στα τέλη του 5 ου αι. Επιδίωξή μας δεν ήταν να αναλύσουμε όλες τις συνιστώσες της υστερορωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής. Περιορίσαμε την έρευνά μας στη μελέτη των μονάδων, της ανώτερης διοίκησης, των οχυρώσεων και της αμυντικής στρατηγικής. Ειδάλλως, μια πλήρης ανάλυση και επέκταση στα δεδομένα που αφορούν στις υπόλοιπες θεματικές ενότητες, όπως στη στρατολογία, την πληρωμή των στρατιωτών και των αξιωματικών, τη λογιστική υποστήριξη των στρατευμάτων, τις προαγωγές των αξιωματικών κ.ο.κ., θα οδηγούσε με βεβαιότητα σε μια τερατώδη μελέτη και στην αναίρεση του ειδικού χαρακτήρα που θα επιθυμούσα να της προσδώσω. Η μελέτη χωρίζεται σε πέντε συνολικά μέρη. Στο Πρώτο Μέρος αναφερόμαστε στην περιβόητη «κρίση του 3 ου αι. μ.χ.», που ταλάνισε το ρωμαϊκό κράτος για πολλές δεκαετίες. Αφού παραθέσουμε τα γενικότερα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά γνωρίσματα της «κρίσης», θα επιμείνουμε στις βαρβαρικές εισβολές εναντίον της αυτοκρατορίας από τα τέλη του 2 ου αι. και εξής, καθώς και στις επιπτώσεις που εκείνες είχαν. Πρόθεσή μας είναι να αποδείξουμε πέραν πάσης αμφισβήτησης ότι η μετεξέλιξη του ρωμαϊκού στρατού στον στρατιωτικό οργανισμό, του οποίου τα χαρακτηριστικά θα αναλύσουμε διεξοδικά στο Τρίτο, Τέταρτο και Πέμπτο μέρος της μελέτης, υπήρξε παράγωγο της περιόδου της «κρίσης». Στο Δεύτερο Μέρος προβαίνουμε σε μια αδρομερή παρουσίαση του «κλασικού» ρωμαϊκού στρατού της πρώιμης αυτοκρατορικής εποχής (1 ος -2 ος αι.), ούτως ώστε να καταστεί περισσότερο κατανοητό το εύρος των αλλαγών και σαφέστερη η εξελικτική πορεία του ρωμαϊκού στρατού στο πέρασμα των αιώνων. Το Τρίτο Μέρος είναι αφιερωμένο στην απαρχή της περιόδου των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων, η οποία κατά τη γνώμη μου συμπίπτει με τη βασιλεία του αυτοκράτορα Γαλλιηνού και των διαδόχων του ( ). Ιδιαίτερα η μονοκρατορία του Γαλλιηνού από το 260 ως το 268 σημαδεύτηκε από την πρώτη σοβαρή απόπειρα εισαγωγής διαφόρων μέτρων για τη βελτίωση της διαρκώς επιδεινούμενης στρατιωτικής κατάστασης σε όλα ανεξαιρέτως τα μέτωπα. Εντούτοις, ο ίδιος ο Γαλλιηνός δεν ευτύχησε να απολαύσει τους καρπούς των αγώνων του. Τους γεύτηκαν οι άμεσοι διάδοχοί του, αυτοκράτορες Κλαύδιος Γοτθικός, Αυρηλιανός και Πρόβος ( ), οι οποίοι «θέρισαν» έναν-έναν τους αντιπάλους της Ρώμης, εξωτερικούς και εσωτερικούς, αξιοποιώντας πλήρως την προεργασία του Γαλλιηνού. Στο Τέταρτο Μέρος ασχολούμαστε εκτενώς με την αμυντική πολιτική που ακολούθησε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ( ), ο ιθύνων νους και εισηγητής του θεσμού της «Τετραρχίας». Το έργο του Διοκλητιανού στον στρατιωτικό τομέα στάθηκε θεμελιώδους σημασίας για την ιστορία του ρωμαϊκού στρατού. Ο άξιος αυτός ηγεμόνας ανασυγκρότησε μεθοδικά τις ένοπλες δυνάμεις ενός κράτους που μόλις είχε βγει από τη μεγαλύτερη έως τότε δοκιμασία. Όλα σχεδόν τα σπέρματα των εξελίξεων που τελικά οδήγησαν στη μορφο-
18 ποίηση του ύστερου ρωμαϊκού και του πρώιμου βυζαντινού στρατού τα εντοπίζουμε σε αυτή την εξαιρετικά γόνιμη περίοδο. Τέλος, το Πέμπτο Μέρος αφορά στην στρατιωτική οργάνωση του στρατού καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. Ο αιώνας αυτός υπήρξε η κατεξοχήν περίοδος των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων και των δομικών αλλαγών. Πρωτεργάτης στάθηκε μια κορυφαία ιστορική φυσιογνωμία, ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος ( , μονοκράτορας ). Χάρη στον ίδιο και στους διαδόχους του, ο στρατός αναμορφώθηκε σε όλα τα επίπεδα, στις μονάδες που διέθετε, στη διοίκηση και την αμυντική στρατηγική. Το οχυρωτικό πρόγραμμα των αυτοκρατόρων του 4 ου αι. υπήρξε επίσης μνημειώδες ως προς την έκταση και τις επιδιώξεις του. vii Ειδικότερα, ως προς τις στρατιωτικές μονάδες (α), στόχος είναι να προσπαθήσουμε να προσφέρουμε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της εξελικτικής τους πορείας στο πέρασμα του χρόνου. Ως προς τη στρατιωτική διοίκηση (β), ασχολούμαστε σχεδόν αποκλειστικά με τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που άγγιξαν τα ανώτερα κλιμάκιά της. Ως προς τις οχυρώσεις (γ), αναλύουμε επισταμένως την οχυρωματική δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι αυτοκράτορες της περιόδου. Διαπιστώνουμε ότι μεγάλα οχυρωματικά έργα «αγκάλιασαν» προστατευτικά όχι μόνο την περίμετρο, αλλά και το εσωτερικό της αυτοκρατορίας, γεγονός που συνηγορεί άμεσα και έμμεσα στην ύπαρξη στρατηγικής, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις νεότερων μελετητών. Θα εντρυφήσουμε, επίσης, στα κρατικά εργοστάσια παραγωγής όπλων (fabricae) και ιματισμού, διότι κατά τη γνώμη μας η συμβολή τους στην αμυντική προσπάθεια της αυτοκρατορίας υπήρξε σημαντική, καθότι αποτελούσαν μια πολύτιμη συνιστώσα της υστερορωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής. Τέλος, ως προς την αμυντική στρατηγική (δ), πάμπολλα είναι εκείνα τα στοιχεία μέσα από τις πηγές της εποχής που μπορούν να μας οδηγήσουν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι η αμυντική στρατηγική υφίστατο ως έννοια. Η προσπάθειά μας αυτή στηρίχθηκε και στην επιστήμη των στρατηγικών σπουδών. Διαπιστώνουμε επίσης ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, συγκεκριμένες στρατηγικές επιλέχθηκαν και εφαρμόστηκαν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες της εποχής. Το κεφάλαιο σχετικά με την αμυντική στρατηγική κατά τον 4 ο αι. το έχω περιορίσει στις γενικές του συνιστώσες. Το ζήτημα εξακολουθεί να προκαλεί διχογνωμίες. Πρόθεσή μου είναι να ασχοληθώ αναλυτικά στο πλαίσιο μιας ειδικής μελέτης, αποκλειστικά αφιερωμένης σε θέματα στρατηγικής. Ολοκληρώνοντας, θεωρώ σκόπιμο να προβώ σε κάποιες επισημάνσεις ως προς τη μεθοδολογία που ακολούθησα. Η επαναφορά στο προσκήνιο και η όσο το δυνατόν πληρέστερη αξιοποίηση των γραμματειακών πηγών της εποχής υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες που έθεσα κατά τη συγγραφή της εν λόγω διατριβής. Παράλληλα, βασίστηκα στα νεότερα και σύγχρονα επιστημονικά πορίσματα, ιδιαίτερα σε εκείνα της Στρατιωτικής Ιστορίας και της επιστήμης των Στρατηγικών Σπουδών. Επιδίωξή μου στάθηκε η προσπάθεια να «μπολιάσω» όσο το δυνατόν καλύτερα τα αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα με τις
19 viii σύγχρονες κατακτήσεις και τα νέα δεδομένα που προσφέρει η επιστήμη της Ιστορίας, ώστε όχι μόνο να προσφέρω σφαιρικότερη εικόνα της στρατιωτικής οργάνωσης του ύστερου ρωμαϊκού κράτους, αλλά και να επιχειρήσω να απαντήσω ευχερέστερα και επιτυχέστερα στο πλήθος των προβλημάτων που αντιμετώπισα κατά τη συγγραφή της παρούσας μελέτης. Η νεότερη και σύγχρονη βιβλιογραφία επί του θέματος είναι πραγματικά απέραντη, όπως ανακάλυψα ήδη από τα πρώτα στάδια της έρευνάς μου. Η προσπάθεια παρακολούθησης και ευρύτερης εποπτείας της σύγχρονης βιβλιογραφίας έχει πλέον καταστεί ουσιαστικά αδύνατη και πρακτικά ανεφάρμοστη. Επιχείρησα ωστόσο να συγκεντρώσω τις αντιπροσωπευτικότερες μελέτες και να αξιοποιήσω τις απόψεις των πλέον προβεβλημένων μελετητών, στο μέτρο πάντα του εφικτού. Στον βιβλιογραφικό πίνακα, που βρίσκεται στις πρώτες σελίδες της μελέτης, έχουν συμπεριληφθεί -εκτός από τις βραχυγραφίες των επιστημονικών σειρών και περιοδικώνόλες ανεξαιρέτως οι πρωτογενείς πηγές (σε πλάγια γραφή σημειώνεται ο πρωτογενής τίτλος της πηγής), καθώς και όσα βοηθήματα αναφέρονται πάνω από μία φορά στις υποσημειώσεις. Πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία για τα έργα που έχουν χρησιμοποιηθεί άπαξ (άλλα 115 βοηθήματα περίπου) υπάρχουν στις αντίστοιχες υποσημειώσεις. Ενδιάμεσα παρατίθενται 50 χάρτες, εικόνες, αναπαραστάσεις και απεικονίσεις επιβοηθητικές για κάθε αναγνώστη. Σημειώνω, τέλος, ότι από τα τέλη του 2008, οπότε ολοκλήρωσα τη συγγραφή της διατριβής, έως και σήμερα, το 2015, οπότε κατέθεσα το διορθωμένο κείμενο για τεκμηρίωση, η βιβλιογραφία, όπως είναι φυσικό, έχει εξελιχθεί. Επομένως, χρήσιμο είναι να επισημανθούν ορισμένα πρόσθετα συλλογικά έργα και μονογραφίες, που κρίνω ως ουσιώδη για κάθε ενδιαφερόμενο. Τα εκθέτω, λοιπόν, με ανιούσα χρονολογική σειρά: 1) The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, vol. II: Rome from the Late Republic to the Late Empire, ed. by Ph. Sabin - H. Van Wees - M. Whitby, Cambridge 2007 (συλλογικό έργο τα τελευταία κεφάλαια αφορούν στον ύστερο ρωμαϊκό στρατό) 2) A Companion to the Roman Army, ed. by P. Erdkamp, [Blackwell Companions to the Ancient World] Malden (MA, USA)-Oxford (UK)-Carlton (Vic., AUS) 2007 (συλλογικό έργο βλ. τα σχετικά κεφάλαια από τη σ. 181 κ.ε.) 3) A. D. Lee, War in Late Antiquity. A Social History, [Blackwell s Ancient World at War] Malden (MA, USA)-Oxford (UK)-Carlton (Vic., AUS) ) R. Van Dam, The Roman Revolution of Constantine, Cambridge-New York ) Ch. M. Odahl, Constantine and the Christian Empire, London-New York 2004, second ed ) M. Rocco, Persistenze e cesure nell esercito romano dai Severi a Teodosio I: ricerche in ambito socio-politico, istituzionale, strategico, Tessi di dottorato, Università degli Studi di Padova, Dipartimento di Storia, ) R. Van Dam, Remembering Constantine at the Milvian Bridge, New York 2011
20 8) The Cambridge Companion to the Age of Constantine, ed. by N. Lenski, New York, first. ed. 2006, rev. ed (συλλογικό έργο ορισμένα κεφάλαια αφορούν στον στρατό του Μ. Κωνσταντίνου και των προκατόχων του) 9) War and Warfare in Late Antiquity. Current Perspectives, ed. by A. Sarantis - N. Christie, [Brill s Late Antique Archaeology vol. 8.2] Leiden-Boston 2013 (συλλογικό έργο, αποτελούμενο από εξειδικευμένα άρθρα απολύτως βασικό και απαραίτητο) 10) D. S. Potter, The Roman Empire at Bay. AD , [Routledge History of the Ancient World] first ed. Oxford-New York 2004, second ed Την παραπάνω βιβλιογραφία καθώς και άλλη πολλή επεξεργάζομαι τελευταία, ώστε η διατριβή αυτή να εκδοθεί και έτσι να καλυφθεί παράλληλα ένα κενό που ενυπάρχει στη σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την πολύτιμη καθηγήτριά μου κ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα που ανέλαβε την εποπτεία της διδακτορικής μου διατριβής. Οι εύστοχες υποδείξεις και επισημάνσεις της ως προς τη διαχείριση του υλικού και τη διαπραγμάτευση των θεμάτων υπήρξαν ουσιώδης αρωγός σε όλα τα στάδια της ερευνητικής μου προσπάθειας. Την ευχαριστώ επίσης για την αμέριστη υποστήριξη και εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλλε. Οφείλω παράλληλα να τονίσω τον ιδιαίτερα ευπροσήγορο χαρακτήρα της, ίδιον μιας εξέχουσας επιστήμονος και συνάμα μιας σπουδαίας παιδαγωγού. Η επιστημονική της κατάρτιση σε συνδυασμό με την προσήνειά της ομολογώ ότι μου γεννούσαν πάντοτε αισθήματα σιγουριάς και ασφάλειας. Κάθε συνεργασία με την αξιότιμη δασκάλα μου κ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα στο πλαίσιο της συγγραφής της διατριβής όχι μόνον με ενθάρρυνε να συνεχίσω με αδιάλειπτο ενδιαφέρον την προσπάθεια, αλλά -ίσως το σημαντικότερο- τόνωνε την ίδια την αυτοπεποίθησή μου. Επιθυμώ, τέλος, να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και προς τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς επιτροπής, τον καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ. κ. Θεόδωρο Κορρέ και την ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ. κ. Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου, για τις πολύ χρήσιμες επισημάνσεις τους πάνω σε διάφορα ζητήματα της διατριβής και για την ηθική τους στήριξη όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος, ευχαριστώ και τα υπόλοιπα μέλη της επταμελούς επιτροπής αξιολόγησης, τον κ. Ταξιάρχη Κόλια, Καθηγητή του Βίου και του Πολιτισμού των Βυζαντινών στο Ε.Κ.Π.Α., τον κ. Αλέξιο Σαββίδη, Καθηγητή Ιστορίας Μεσαιωνικών-Βυζαντινών Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, την κ. Πολύμνια Κατσώνη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ. και τον κ. Ιωάννη Λεοντιάδη, επίκουρο καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας του Α.Π.Θ. για τις υποδείξεις τους επί θεμάτων της διατριβής. Όλους τους ανωτέρω σεβαστούς καθηγητές ευχαριστώ για την επιστημονική βοήθεια και υποστήριξη στα επιμέρους στάδια εκπόνησης τούτης της μελέτης. ix Γεώργιος Καλαφίκης Θεσσαλονίκη 2009 και 2015
21 x ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ AC L antiquité classique, eds. J. Bidez - A. J. Carnoy - F. V. M. Cumont, Ministère de l éducation nationale et de la culture. Fondation universitaire de Belgique, avec le concours de la Fondation universitaire et du Patrimoine de l Université de Liège, Louvain-Bruxelles 1932 κ.ε. ACOe Acta Conciliorum Oecumenicorum, ed. E. Schwarz, Strassbourg-Berlin-Leipzig 1914 κ.ε. AE L année epigraphique. Revue des publications epigraphiques relatives à l antiquité romaine, Paris 1888 κ.ε. AJPh American Journal of Philology, founded by B. Lanneau Gildersleeve, Baltimore 1880 κ.ε. AnalBolland Analecta Bollandiana. Revue critique d hagiographie. Bulletin des publications hagiographiques. Societé des Bollandistes, Bruxelles 1882 κ.ε. AnAmminist Annali della Fondazione italiana per la Storia amministrativa, Milano 1964 κ.ε. ANRW Aufstieg und Niedergang der römischen Welt. Geschichte und Kultur Roms im Spiegel der neueren Forschung, eds. J. Vogt - H. Temporini, Berlin-New York 1972 κ.ε. AntTard Antiquité Tardive (AntigüedaTardía-Late Antiquity-Spätantike-Tarda Antichità). Revue internationale d histoire et d archéologie (IV e VIII e s.) publiée par l Association pour l Antiquité Tardive avec le concours du CNRS, Turnhout 1993 κ.ε. Athenaeum Athenaeum. Studi periodici di Letteratura e Storia dell Antiquità. Amministrazione dell Athenaeum, Università di Pavia, 1913 κ.ε. ΑΘΜ Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών. Περιοδική έκδοση της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών (Ε.Θ.Ε.), Βόλος 1972 κ.ε. BAR British Archaelogical Reports, Oxford 1974 κ.ε. BASOR Bulletin of the American Schools of Oriental Research, Boston 1919 κ.ε. BGU Berliner griechisch Urkunden [Ägyptische Urkunden aus den königlichen (=staatlichen) Museen zu Berlin. Griechische Urkunden I-IX, Berlin 1895 κ.ε.] BJb Bonner Jahrbücher. Jahrbuch des Rheinischen Landesmuseums in Bonn und des Rheinischen Amtes für Bodendenkmalpflege im Landschaftsverband Rheinland und des Vereins von Altertumsfreunden im Rheinlande, Bonn 1842 κ.ε. ΒΚΜ Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1970 κ.ε. BMGS Byzantine and Modern Greek Studies. University of Birmingham, Oxford , Birmingham 1984 κ.ε. BSl Byzantinoslavica. Recueil pour l étude des relations byzantino-slaves, publié par la Commission Byzantinologique de l Institut Slave, Prague 1929 κ.ε. (νυν Revue international des Études Byzantines, Institute of Slavonic Studies of the ASCR, v. v. i. and Euroslavica, Prague) BT Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, Lipsiae in aedibus B. G. Teubneri 1836 κ.ε.
22 xi BV Byzantina Vindobonensia. Institut für Byzantinistik und Neogräzistik der Universität Wien (από το 2003 κ.ε.: Byzantina et Neograeca Vindobonensia, BNV) Βυζαντιακά Βυζαντιακά. Επιστημονικόν όργανον Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας: Περίοδος Μεσαιωνικού Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1981 κ.ε. Byzantion Byzantion. Revue Internationale des Études Byzantines. Societé belge d Études byzantines. Ministère de l éducation nationale et de la culture, Paris- Liège , Paris-Bruxelles 1930, Bruxelles 1931 κ.ε. ByzF Byzantinische Forschungen. Internationale Zeitschrift für Byzantinistik, Amsterdam 1966 κ.ε. ByzT Byzantine Texts, ed. J. B. Bury, London BZ Byzantinische Zeitschrift, Leipzig 1892 κ.ε., München , Stuttgart- Leipzig , München-Leipzig (Institut für Byzantinistik, Neogräzistik und Byzantinische Kunstgeschichte der Ludwig-Maximilians-Universität) 1999 κ.ε. CAH The Cambridge Ancient History, Cambridge University Press, first edition series (Vols I-XII), revised edition series (Vols I-XIV) CBHB Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae. Éditions de l Institut de Philologie et d Histoire Orientales et Slaves, Bruxelles CdÉ Chronique d Égypte. Bulletin périodique de la Fondation égyptologique Reine Elisabeth, Bruxelles 1925 κ.ε. CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Washington-Berlin-Wien-Bruxelles- Roma-Thessalonique 1967 κ.ε. Chiron Chiron. Mitteilungen der Kommission für alte Geschichte und Epigraphik des Deutsches Archäologisches Institut, München 1971 κ.ε. CIL Corpus Inscriptionum Latinarum, ed. Th. Mommsen et al., τ. I-XVIII, Berlin (Preussische Akademie der Wissenschaften νυν Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften) 1862 κ.ε. CJ The Classical Journal. Classical Association of the Middle West and South etc., Gainesville Fla 1905 κ.ε. CNRS Centre national de recherche scientifique, Ministère de l Éducation nationale, de l Enseignement supérieur et de la Recherche, Paris 1939 κ.ε. CSCO Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium, Université catholique de Louvain / Katholieke Universiteit Leuven - The Catholic University of America in Washington D.C., 1903 κ.ε. CSEL Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, Kommission zur Herausgabe des Corpus der lateinischen Kirchenväter (Kirchenväterkommission) der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (ÖAW), Wien , Fachbereich Altertumswissenschaften, Klassische Philologie und Wirkungsgeschichte der Antike der Unversität Salzburg 2012 κ.ε. CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Corpus Bonnense), τ. 1-50, Bonnae CSLP Corpus Scriptorum Latinorum Paravianum, Torino in aedibus I. B. Paraviae, 1916 κ.ε. CUF Societè Les Belles Lettres. Collection des Universitès de France publiée sous le patronnage de l Association Guillame Budé (Collection Budé), Paris 1926 κ.ε. Δωδώνη Δωδώνη. Επιστημονική της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννί-
23 xii νων, Ιωάννινα 1972 κ.ε. DOP Dumbarton Oak Papers. Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Washington D.C κ.ε. ΕΕΒΣ Επιστημονική Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα 1924 κ.ε. ΕΕΘΣΠΘ Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), 1956 κ.ε. EpigAnat Epigraphica Anatolica. Zeitschrift für Epigraphik und historische Geographie Anatoliens. Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW), Rheinisch-Westfalische Akademie der Wissenschaften, Türk Tarih Kurumu, Bonn 1983 κ.ε. EpigraphStud Epigraphische Studien, hrsg. Gesellschaft der Freunde und Förderer und Rheinisches Landesmuseum Bonn;, Köln Düsseldorf 1967 κ.ε. FHG Fragmenta Historicorum Grecorum, Tomes I-V, ed. C. Müller, Paris , ανατ FO Folia Orientalia. Polska Akademia Nauk. Komisja Orientalistyczna, Kraków 1959 κ.ε. GCS Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten Jahrhunderte, Leipzig , Leipzig-Berlin 1953, Berlin 1954 κ.ε. GRBS Greek, Roman and Byzantine Studies. Duke University, Department of Classical Studies, San Antonio TX-Cambridge MA 1958 κ.ε. Hermes Hermes. Zeitschrift für klassische Philologie, Berlin-Stuttgart 1866 κ.ε. HGM Historici Graeci Minores, Vols. I-II, ed. L. Dindorfius, BT, Lipsiae Hist. Historia (=Studi storici per l antiquitá classica), Milano, Tip. del Popolo d Italia Historia Historia: Zeitschrift für alte Geschichte= Revue d Histoire ancienne= Journal of Ancient History=Rivista di Storia antica, Wiesbaden-Stuttgart 1950 κ.ε. Historia Einzelschriften Historia Einzelschriften. Monographien für alte Geschichte, Wiesbaden 1956 κ.ε. Ι.Ε.Ε. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. 1-17, Αθήνα IGLS Inscriptions grecques et latines de la Syrie, Institut français du Proche-Orient, Paris 1929 κ.ε. IGR Inscriptiones Graecae ad res Romanas pertinentes, eds. R. Cagnat - J. Toutain - P. Jouguet - G. Lafaye, Académie des inscriptions et belles-lettres, Paris , repr. Chicago 1975 ILS Inscriptiones Latinae Selectae, Vols I-III, ed. H. Dessau, Berolini , ανατ JRA Journal of Roman Archaeology. University of Michigan, Editorial Committee for the Journal of Roman Archaeology, Ann Arbor, Mich.-Portsmouth, Rhode Island 1988 κ.ε. JRS Journal of Roman Studies. Society for the Promotion of Roman Studies, London 1911 κ.ε. Klio Klio: Beiträge zur alten Geschichte, Leipzig , Berlin 1959 κ.ε. Latomus Latomus: Revue et collection d études latines de la Société d Études Latines de Bruxelles, 1937 κ.ε. LCL The Loeb Classical Library, founded by James Loeb, London-Cambridge MA 1912 κ.ε. MAVORS Mavors Roman Army Researches, Vols. I-XIII, Institute for Ancient Military
24 MBM MGH ΜΙΕΤ History, ed. M. P. Speidel, Amsterdam Miscellanea Byzantina Monacensia, hrsg. H.-G. Beck, Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie der Ludwig-Maximilians-Universität München Monumenta Germaniae Historica, edd. G. H. Pertz - Th. Mommsen, Hanover , Berlin , νέα σειρά Scriptores Rerum Germanicarum in Usum Scholarum, Berlin 1923 κ.ε. Σειρές: Auctores Antiquissimi (AA), Legum Sectio I: Leges nationum Germanicarum (LL), Legum Sectio II: Capitularia (Capitularia), Legum Sectio III: Concilia (Concilia), Legum Sectio V: Formulae (Formulae), Scriptores rerum Langobardicarum et Italicarum saec. IX-XI (SRLI), Scriptores rerum Merovingicarum (SRM) Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα ΝΕ Νέος Ελληνομνήμων, τόμοι 1-21, εκδ. Σ. Λάμπρος (τ. 1-14, ), Γ. OCT ODB ÖAW Pan. Lat. PAPhS PG Phoenix PL Χαριτάκης (τ. 14, 1920), Κ. Δυοβουνιώτης (τ , ), Αθήναι Oxford Classical Texts ή Bibliotheca Scriptorum Classicorum Oxoniensis, University of Oxford 1894 κ.ε. A. Kazhdan, The Oxford Dictionary of Byzantium, Vols. 1-3, New York-London 1991 Österreichische Akademie der Wissenschaften, Wien In Praise of Later Roman Emperors. The Panegyrici Latini. Introduction, Translation, and Historical Commentary with the Latin Text of R. A. B. Mynors, eds. C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, [The Transformation of the Classical Heritage XXI], Berkeley-Los Angeles-Oxford 1994 Proceedings of the American Philosophical Society. American Philosophical Society (APS), Philadelphia 1838 κ.ε. Patrologiae cursus completus. Series graeca, 161 tomes, ed. J.-P. Migne, Paris Phoenix: A Journal of the Classical Association of Canada/Revue de la Société canadienne des études classiques, Toronto 1946/7 κ.ε. Patrologiae cursus completus. Series latina, 221 tomes, ed. J.-P. Migne, Paris PLRE The Prosopography of the Later Roman Empire, Vol. I. ( ), eds. A. H. P&P PUF RE REB RÉSEE M. Jones - J. R. Martindale - J. Morris, Cambridge 1971, ανατ. 1997, Vol. II ( ), ed. J. R. Martindale, Cambridge 1980, ανατ. 1995, Vol. IIIA-B, ed. J. R. Martindale, Cambridge 1992 Past and Present: A Journal of Historical Studies. The Past and Present Society, Oxford 1952 κ.ε. Presses universitaires de France, Paris 1921 κ.ε. Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft (Pauly-Wissowa), Stuttgart Revue des Études Byzantines. Institut français d Études byzantines. Centre national de la récherche scientifique, Bucarest , Paris 1948 κ.ε. Revue des Études Sud-Est Européennes. Académie des Sciences sociales et politiques. Institut d Études Sud-Est Européennes, Bucureşti 1963 κ.ε. ROC Revue de l Orient chrétienne. Libraire Auguste Picard, Paris SC Sources Chrétiennes. Institut des Sources Chrétiennes, Éditions du Cerf, eds. H. De Lubac - H. Daniélou - C. Mondésert et al., Paris 1955 κ.ε. xiii
25 xiv SEG Supplementum Epigraphicum Graecum. Lyon , Alphen aan den Rijn 1979, Amsterdam , Leiden-Boston 2006 κ.ε. Σύμμεικτα Βυζαντινά Σύμμεικτα του Τομέα Βυζαντινών Σπουδών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ/ΙΙΕ), Αθήνα 1966 κ.ε. TAPhA Transactions (and Proceedings) of the American Philological Association. Society of Classical Studies (SCS) (former American Philological Association ως το 2013), κ.ε. Τεκμήρια Τεκμήρια. Συμβολές στην ιστορία του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου=beiträge zur Geschichte der griechischen und römischen Welt =Contributions to the history of the greek and roman world=contributions à l histoire du monde grec et romain, F. Geschnitzer - A. Chaniotis - Ιω. Τουλουμάκος, Θεσσαλονίκη (Α.Π.Θ.) (τ. 1-8), Αθήνα (ΕΙΕ/ΙΕΕ) 2008 (τ. 9 κ.ε.) κ.ε. TIB Tabula Imperii Romani. Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW), hrsg. H. Hunger, Vienna 1976 κ.ε. TM Travaux et Mémoires, Collège de France. Centre de recherche d histoire et civilisation de Byzance, Paris 1965 κ.ε. Traditio Traditio: Studies in Ancient and Medieval History, Thought and Religion, New York (Fordham University) 1943 κ.ε. Trans R Soc Can Transactions (and Proceedings) of the Royal Society of Canada: The Academies of Arts, Humanities and Sciences of Canada (La Société royale du Canada: Les Académies des arts, des lettres et des sciences du Canada) (RSC/SRC), Ottawa (Ontario) 1882 κ.ε. Tyche Tyche: Beiträge zur Alten Geschichte, Papyrologie und Epigraphik, hrsg. G. Dokesch - H. Harrauer - P. Sievert - E. Weber, Institut für Alte Geschichte und Altertumskunde, Papyrologie und Epigraphik der Universität Wien, 1986 κ.ε. VR Variorum Reprints. The Variorum Collected Studies Series, London 1970 κ.ε. ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik, Institut für Altertumskunde, Universität zu Köln, Bonn 1967 κ.ε. ΠΗΓΕΣ ACOe II (Δ Οικ. Σύν.) ACOe II, Concilium universale Chalcedonense anno 451, ed. E. Schwartz, Vols. 1-6, Berlin-Leipzig Acta Marcelli Les actes de S. Marcel le centurion, edd. H. Delehaye - P. Peeters - R. Lechat, AnalBolland 41 (1923) Acta Maximiliani Ausgewälhte Martyrerakten, 19: Akten des Maximilianus, edd. R. Knopf - G. Kruger - G. Ruhbach, Tübingen 1929, ανατ. 1965, σ Acta Sergii et Bacchi Μαρτύριον τῶν ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου. Passio antiquior SS. Sergii et Bacchi nunc primum graece edita, AnalBolland 14 (1895) Αγαθίας Ἀγαθίου Σχολαστικοῦ Ἱστοριῶν τόμοι ε. Agathiae Myrinaei Historiarum libri quinque, rec. R. Keydell, [CFHB 2, Series Berolinensis] Berlin 1967 Αιλιανός, Τακτικά Αἰλιανοῦ Τακτικὴ Θεωρία. Aelianos Theorie der Taktik, von H. Köchly - W. Rüstow, [Griechische Kriegsschriftsteller, vol. 2.1] Leipzig , repr. Osnabrück 1969 Αίλιος Αριστείδης, Εις Ρώμην Αἴλιος Ἀριστείδης, Πανηγυρικὸς εἰς Ῥώμην. Die Romrede des Aelius Aristides, ed. R. Klein, Darmstadt
26 xv al-tabari Th. Nöldeke (hrsg.), Al-Tabari, Geschichte der Perser und Araber zur Zeit der Sassaniden, ανατ. Leiden 1973 Ambrosius, Epistulae Sancti Ambrosii Mediolanensis episcopi Epistolae in duas classes distributae, στο Sancti Ambrosii Mediolanensis episcopi opera omnia, ed. J.-P. Migne, [PL 16] Paris 1845, σ Αμμιανός Ammiani Marcellini Rerum Gestarum libri qui supersunt. Ammianus Marcellinus with an English translation by J. C. Rolfe in three volumes, [LCL] London-Cambridge MA , revised and reprinted Aberdeen Αππιανός, Ιστ. Εμφ. Πολ. Ἀππιανοῦ Ῥωμαϊκά. Ῥωμαϊκῶν ἐμφυλίων Α -Ε. Appian s Roman history in four volumes with an English translation by H. White, Vols. 3-4: The Civil Wars, [LCL] Cambridge 1968 και 1972 Αππιανός, Μιθριδατικά Ἀππιανός, Μιθριδατικά, στο Appiani historia Romana, vol. 1: Prooemium, Iberica, Annibaica, Libyca, Illyrica, Syriaca, Mithridatica, Fragmenta, edd. P. Viereck - A. G. Roos, [BT] Leipzig 1939, ed. stereotypa correctior. Addenda et corrigenda abiecit E. Gabba, Leipzig 1962, σ Αrnobius, Adv. Nat. Arnobii adversus nationes Libri VII, ed. C. Marchesi, [CSLP] Torino 1953 Αρριανός, Έκταξις Ἀρριανοῦ Ἔκταξις κατὰ Ἀλανών. Flavii Arriani Acies contra Alanos, στο Flavii Arriani quae exstant omnia, eds. A. G. Roos - G. Wirth, vol. 2: Scripta minora et fragmenta, [BT] Leipzig 1928, ed. corr. 1968, σ Αρριανός, Παρθικά Ἀρριανός, Παρθικά. Flavii Arriani Parthicorum fragmenta, στο Flavii Arriani quae exstant omnia, ed. A. G. Roos - G. Wirth, vol. 2: Scripta minora et fragmenta, [BT] Leipzig 1928, ed. corr. 1968, σ Αρριανός, Τακτικά Ἀρριανοῦ Τέχνη Τακτική. Flavii Arriani Tactica, στο Flavii Arriani quae exstant omnia, ed. A. G. Roos - G. Wirth, vol. 2: Scripta minora et fragmenta, [BT] Leipzig 1928, ed. corr. 1968, σ Αθανάσιος, Απολογητικός Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀπολογητικὸς Δεύτερος. Athanasius, contra Arianos δεύτερος sive Apologia secunda, στο Athanasius Werke, vol. 2.1: Die Apologien, hrsg. H. G. Opitz, [Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin. Kirchenvater-Commission] Berlin 1940, σ Αθανάσιος, Ιστορία Αρειανών Ἁγίου Ἀθανασίου Περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου. Athanasius, Historia Arianorum, στο Athanasius Werke, vol. 2.1: Die Apologien, hrsg. H. G. Opitz, [Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin. Kirchenvater-Commission] Berlin 1940, σ Augustinus, Civitas Dei Augustinus Sanctus, Civitas Dei adversa paganos. Saint Augustine, The City of God against the Pagans in seven volumes with an English translation by W. M. Green, Vol. 2: Books 4-7, [LCL] London-Cambridge MA 1968 Augustinus, Contra epist. Sancti Aureli Augustini contra epistulam Parmeniani libri tres, στο Parmeniani Sancti Aureli Augustini scripta contra Donatistas, Pars 1: Psalmus contra partem Donati, contra epistulam Parmeniani libri tres, De baptismo libri septem, rec. M. Petschenig, [CSEL 51] Wien-Leipzig 1908, repr. New York-London 1963, σ Augustinus, Contra litt. Petiliani Sancti Aureli Augustini contra litteras Petiliani libri tres, στο Sancti
27 xvi Aureli Augustini scripta contra Donatistas, Pars 2: contra litteras Petiliani libri tres, epistula ad Catholicos de secta Donatistarum, contra Cresconnium libri quattuor, rec. M. Petschenig, [CSEL 52] Wien-Leipzig 1909, repr. New York-London 1963, σ Augustinus, Epistulae S. Aurelii Augustini Hipponensis episcopi Epistolae, στο Sancti Aurelii Augustini, Hipponensis episcopi, opera omnia, Tomus Secundus, ed. J.-P. Migne, [PL 33] Paris 1865 Aurelius Victor, de Caes. Sexti Aurelii Victoris Liber de Caesaribus. Praecedunt origo gentis Romanae et liber de viris illustribus urbis Romae. Subsequitur Epitome de Caesaribus, ed. Fr. Pichlmayr, [BT] Leipzig 1970, σ Ausonius, Ad Gratianum Ausonii Burdigalensis vasatis gratiarum ad Gratianum imperatorem pro consulate, στο The Works of Ausonius, ed. with translation and commentary by R. P. H. Green, Oxford-New York 1991, σ Ausonius, Mosella Ausonius, Mosella, στο The Works of Ausonius, ed. with translation and commentary by R. P. H. Green, Oxford-New York 1991, σ Ausonius, Ordo urbium Ausonius, Ordo urbium, στο The Works of Ausonius, ed. with translation and commentary by R. P. H. Green, Oxford-New York 1991, σ Bellum Alexandrinum Bellum Alexandrinum, στο C. Iuli Caesaris Commentarii, Vol. 3: Commentarii Belli Alexandrini, ed. A. Klotz, [BT] Leipzig 1927, σ Βίος Ιακώβου Ερημίτη Geschichte des Einsiedlers Yaʽqob, ed. F. Nau, [ROC 2, Séries 10] Paris Caesar, De Bello Civ. C. Iulii Caesaris Commentarii Rerum Gestarum, Vol. 2: Commentarii Belli Civilis, ed. A. Klotz, [BT] Leipzig 1950, editio stereotypa correctior addenda et corrigenda adiecit W. Trillitzsch, Leipzig 1964 Caesar, De Bello Gall. C. Iulii Caesaris Commentarii Rerum Gestarum, Vol. 1: Commentarii Belli Gallicis, ed. O. Seel, [BT] Leipzig 1961, ανατ Cassiodorus, Chronica Chronica Magni Aurelii Cassiodori senatoris, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 11/2] Berlin 1894, σ Cassiodorus, Variae Magni Aurelii Cassiodori Senatoris Variarum libri XII, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 12] Berlin 1894, σ Chronicon a. 511 Chronica Gallica a. DXI (511). Pars Hieronymitana, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 9/2] Berlin 1892, σ Chronicon AD 354 Chronographus anni CCCLIIII (354), ed. Th. Mommsen, [MGH AA 9/1] Berlin 1892, σ Chronicon AD 819 Chronicum Anonymum ad Annum Domini 819 pertinens, στο Chronicum Anonymum AD Chronicum Anonymum ad annum Christi 1234 pertinens I, interpret. I.-B. Chabot, [CSCO. Scriptores Syri XIV] Louvain 1937, σ Chronicon AD 1234 Anonymi auctoris Chronicon ad annum Christi 1234 pertinens, στο Chronicum Anonymum AD Chronicum Anonymum ad annum Christi 1234 pertinens, interpret. I.-B. Chabot, [CSCO. Scriptores Syri XIV] Louvain 1937, σ Chronicum Edessenum Chronicum Edessenum, στο Chronica Minora pars prior, ed. et interpret. I. Guidi, [CSCO. Scriptores Syri IV] Paris 1903, σ Cicero, Brutus Cicero (Marcus Tullius), Brutus, στο M. Tulli Ciceronis Scripta Quae
28 xvii Manserunt Omnia Fasc. 4, rec. E. Malcovati, [BT] Leipzig 1970 Cicero, De Legibus Cicero (Marcus Tullius), De Legibus. Cicéron, Traité des Lois, ed. G. de Plinval, [CUF] Paris 1968 CJ Codex Justinianus, ed. P. Krüger (=Corpus Juris Civilis II), Berlin 1877, φωτομ. ανατ. Dublin-Zürich 1970 Claudianus, De Bello Gildon. Claudius Claudianus, De bello Gildonico. Claudian with an English translation by M. Platnauer in two volumes, Vol. 1: The War against Gildo, [LCL] Cambridge MA/London 1963, σ Claudianus, De Bello Goth. Claudius Claudianus, De bello Gothico. Claudian with an English translation by M. Platnauer in two volumes, Vol. 2: The Gothic War, [LCL] Cambridge MA-London 1963, σ Claudianus, De Cons. Stilich. I Claudius Claudianus, De Consulatu Stilichonis Liber I. Claudian with an English translation by M. Platnauer in two volumes, Vol. 1: On Stilicho s Consulship (A.D. 400), [LCL] Cambridge MA-London 1963, σ Claudianus, De III Cons. Honorii Claudius Claudianus, Panegyricus de tertio consulatu Honorii Augusti. Claudian with an English translation by M. Platnauer in two volumes, Vol. 1: Panegyric on the third consulship of the Emperor Honorius (A.D. 396), [LCL] Cambridge MA/London 1963, σ Codex Eurici Codex Euricianus, ed. K. Zeumer, [MGH LL 1] Hannoverae 1902, σ Commodianus, Carm. Apol. Commodiani Carmina Particula altera Carmen Apologeticum, ed. E. Ludwig, Lipsiae 1877 Consularia Constantinopolitana Consularia Constantinopolitana AD a. CCCXCV (395) cum additamento Hydatii AD a. CCCCLXVIII (468) accedunt Chronici Paschalis, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 9/1] Berlin 1892, σ Corippus, Iohannis Flavii Cresconii Corippi, Iohannidos seu de bellis Libycis libri VIII, eds. I. Diggle - F. R. D. Goodyear, Cambridge 1970 Corippus, Laus Iustini Flavius Cresconnius Corippus, In laudem Iustini Augusti minoris libri IV, ed. A. Cameron, London 1976 CTh. Codex Theodosianus. Theodosiani Libri XVI cum constitutionibus Sirmondianis, edd. Th. Mommsen - P. M. Meyer, Vols I-II, Berolini 1905, ανατ. Zürich 1970 Curtius Rufus Q. Curtius Rufus, Historiae Alexandri Magni. Q. Curtius Rufus, Geschichte Alexanders des Grossen, ed. K. Müller, München 1954 Cyprianus, ad Demetrianum S. Thasci Caecili Cypriani ad Demetrianum, στο S. Thasci Caecili Cypriani opera omnia, ed. G. Hartel, [CSEL 3.1] Vindobonae 1868, repr. New York-London 1965, σ Cyprianus, ad Donatum S. Thasci Caecili Cypriani ad Donatum, στο S. Thasci Caecili Cypriani opera omnia, ed. G. Hartel, [CSEL 3.1] Vindobonae 1868, repr. New York-London 1965, σ Δέξιππος Dexippi Fragmenta, ed. L. Dindorf, [HGM I] Lipsiae 1870, σ =ed. K. Müller, [FHG III] Paris 1928, σ Διήγησις Αλεξάνδρου Διήγησις πανεξαίρετος περὶ τοῦ θαυμαστοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου. Der byzantinische Alexanderroman nach dem Codex Vindob. Theol. Gr. 244, von K. Mitsakis, [MBM 7] München 1967 Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμ. Αρχαιολ. Διονυσίου Ἀλικαρνασσέως Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία. Dionysii Halicarnasei antiquitatum Romanarum quae supersunt, Vols. I-IV, ed. K. Jacoby,
29 xviii [BT] Leipzig , repr. Stuttgart 1967 Δίων Κάσσιος Cassii Dionis Cocceiani Historiarum Romanarum quae supersunt, ed. V. P. Boissevain, Vols 1-3, 4 (Index historicus, ed. H. Smilda), 5 (Index Graecitatis, ed. W. Nawijn), Berlin , φωτομ. ανατ Δίων Κάσσιος (=Επιτομή Ἐπιτομὴ τῆς Δίωνος τοῦ Νικαέως Ῥωμαϊκῆς Ἱστορίας, ἣν συνέτεμεν Ιωάννου Ξιφιλίνου) Ἰωάννης ὁ Ξιφιλῖνος, περιέχουσα μοναρχίας καισάρων εἰκοσιπέντε ἀπὸ Πομπηΐου Μάγνου μέχρις Ἀλεξάνδρου τῆς Μαμαίας, στο Cassii Dionis Cocceiani Historiarum Romanarum quae supersunt, ed. V. P. Boissevain, Vols 1-3, 4 (Index historicus, ed. H. Smilda), 5 (Index Graecitatis, ed. W. Nawijn), Berlin , φωτομ. ανατ Edictum Anastasii Édit de l empereur Anastàse sur l organisation militaire de la Libye Pentapole, ed. Zach. von Lingenthal, [Monatsberichte der kaiserliche Akademie der Wissenschaften zu Berlin] Berlin 1879 Edictum Diocletiani Edictum Diocletiani et collegarum de pretiis rerum venalium ann. p. Chr. CCCI (301), ed. Th. Mommsen, Der Maximaltarif des Diocletian, erläutert von H. Blümner, Berlin 1893 Εις Βασιλέα Ἀνωνύμου εἰς βασιλέα. L. J. Swift, The Anonymous Encomium of Philip the Arab, GRBS 7 (1966) Εφραίμ Αίνιος Ἐφραὶμ Αἰνίου Χρονικὴ Ἱστορία. Ephraem Aenii Historia Chronica, rec. Od. Lampsides, [CFHB 27, Series Atheniensis] Athenis 1990 Εφραίμ Σύρος, Carm. Nisib. Des heiligen Ephraem des Syrers Carmina Nisibena, übersetzt von E. Beck, Teile I-II, [CSCO 219, 241. Scriptores Syri 93, 103] Louvain 1961, 1963 Εφραίμ Σύρος, Contra Iulianum Des heiligen Ephraem des Syrers Hymnen de paradiso und contra Julianum, übersetzt von E. Beck, [CSCO 175. Scriptores Syri 79] Louvain 1957, σ Εφραίμ Σύρος, Sermones Des heiligen Ephraem des Syrers Sermones I-III, übersetzt von E. Beck, [CSCO 306, 312, 321. Scriptores Syri 131, 135, 139] Louvain Επιφάνιος, Πανάριον Ἐπιφάνιος, Πανάριον κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων ἢ Αἱρέσεις. Panarion (=Adversus haereses), ed. K. Holl - J. Dummer, Epiphanius, Bände 1-3: Ancoratus und Panarion Haeresiarum, [GCS 25, 31, 37] Leipzig , ανατ. Berlin Epitome de Caes. Sexti Aurelii Victoris Liber de Caesaribus. Praecedunt origo gentis Romanae et liber de viris illustribus urbis Romae. Subsequitur Epitome de Caesaribus, ed. Fr. Pichlmayr, [BT] Leipzig 1970, σ Ετυμολογικόν Μέγα Ἐτυμολογικὸν Μέγα κατὰ Ἀλφάβητον. Etymologicum magnum, seu verius lexicon saepissime vocabulorum indagans ex pluribus lexicis scholiastis et grammaticis anonymi cuiusdam opera concinnatum, ed. T. Gaisford, Oxford 1848, repr. Amsterdam 1967 Etymologicum Gudianum Ἐτυμολογίαι τῶν κδ στοιχείων. Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita, ed. F. W. Sturz, Leipzig, 1818, repr. Hildesheim 1973 Ευάγριος Εὐαγρίου σχολαστικοῦ καὶ ἀπὸ ὑπάρχων τοῦ Ἐπιφανέως Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. The Ecclesiastical History of Evagrius with the Scholia, ed. J. Bidez - L. Parmentier, [ByzT] London 1898, repr. New York 1979 Eugippius, Vita S. Severini Eugippii presbyteri Vita Sancti Severini, ed. H. Sauppe, [MGH AA
30 xix 1/2] Berlin 1877 Eumenii Oratio IX(IV) Pan. Lat. IX(IV). Eumenii pro instaurandis scholis oratio. IX. Eumenius, For the Restoration of the Schools (297/298?), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ ] Ευνάπιος Εὐνάπιος, Ἱστορία ἡ μετὰ Δέξιππον. Eunapius Fragmenta, στο The Fragmentary Classicising Historians of the Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and Malchus, Vol. 2: Text, Translation and Historiographical Notes, ed. by R. C. Blockley, [ARCA Classical and Medieval Texts, Papers and Monographs 10] Liverpool 1983, σ (=FHG IV, σ. 7-56=HGM I, σ ) Ευσέβιος Καισαρείας, Αποσπ. Eusebii Fragmentum, ed. L. Dindorf, [HGM I] Lipsiae 1870, σ Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Εὐσέβιος, Εἰς τὸν βίον τοῦ μακαρίου βασιλέως Κωνσταντίνου. Eusebius, de vita Constantini, hrsg. F. Winkelmann, Eusebius Werke, Band Κωνσταντίνου 1.1: über das Leben des Kaisers Konstantin, [GCS] Berlin 1975 Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστ. Εὐσεβίου Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία. Eusébe de Césarée, Histoire ecclésiastique, 3 vols., ed. G. Bardy - P. Périchon, [SC 31, 41, 55] Paris Ευσέβιος Καισαρείας, Εὐσεβίου τοῦ Παμφίλου ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης περὶ Ονομαστικόν τῶν τοπικῶν ὀνομάτων τῶν ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ. Eusebius, Das Onomasticon der Biblischen Ortsnamen, hrsg. E. Klostermann, Eusebius Werke, Bd. 3.1, [GCS 11.1] Leipzig, 1904, repr. Hildesheim 1966 Ευσέβιος Καισαρείας, Εὐσέβιος Παμφίλου, Περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων. Eusébe Παλαιστίνης Μάρτυρες de Césarée, Histoire ecclésiastique, vol. 3: Les Martyrs de Palestine, ed. G. Bardy, [SC 55] Paris 1958, repr. 1967, σ Ευσέβιος Καισαρείας, Εὐσέβιος, Εἰς Κωνσταντῖνον τὸν βασιλέα Τριακονταετηρικός. Eusebius, Τριακονταετηρικός De laudibus Constantini, hrsg. I. A. Heikel, Eusebius Werke, Bd. 1: Tricennatsrede an Constantin, [GCS 7] Leipzig 1902, σ Eutropius Eutropius, Breviarium ab urbe condita, ed. C. Santini, [BT] Stutgardiae 1992 Expositio mundi Expositio totius mundi et gentium. Introduction, texte critique, traduction, notes et commentaire par J. Rougé, [SC 124] Paris 1966 Fayûm Ostraca Fayûm Ostraca, στο B. P. Grenfell - A. S. Hunt - D. G. Hogarth - J. Grafton Milne, Fayûm Towns and Their Papyri, London 1900 Festus Festi Breviarium Rerum Gestarum Populi Romani. The Breviarium of Festus. A Critical Edition with Historical Commentary, ed. J. W. Eadie, London 1967 Firmicus Maternus, De errore Iuli Firmici Materni v.c. de errore profanarum religionum. Firmicus Maternus, L erreur des religions païennes, ed. R. Turcan, [CUF] Paris 1982 Frontinus, Strategemata Sextus Iulius Frontinus, Strategematon libri. Frontin Kriegslisten, ed. G. Bendz, Lund-Leipzig 1963 Genethl. Maximiani Aug. XI(III) Pan. Lat. XI(III). Eiusdem magistri (Mamertini) memet Genethliacus Maximiani Augusti. XI. Genethliacus of Maximian Augustus, by an Anonymous Orator (291), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Γεώργιος Κεδρηνός Σύνοψις Ἱστοριῶν ἀρχομένη ἀπὸ κτίσεως κόσμου καὶ μέχρι τῆς βασιλείας Ἰσαακίου τοῦ Κομνηνοῦ, συλλεγεῖσα παρὰ κυροῦ Γεωργίου τοῦ
31 xx Γεώργιος Μοναχός Γεώργιος Μοναχός, Σύντομον Χρονικόν Γεώργιος Σύγκελλος Gratiarum Actio Constantino Aug. V(VIII) Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιτάφιος Βασιλείου Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Κατά Ιουλιανού Gregorius Turonensis, Hist. Franc. HA Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά Ηρωδιανός Ηρόδοτος Ησύχιος Hieronymus, Chronicon Κεδρηνοῦ ἐκ διαφόρων βιβλίων. Georgius Cedrenus, Compendium historiarum, ed. I. Bekker, [CSHB Ι-ΙΙ] Bonnae Γεώργιος Μοναχός, Χρονικὴ Ἱστορία. Georgii monachi chronicon libri 1-4, 2 vols., ed. C. De Boor, [BT] Leipzig 1904, ed. corr. P. Wirth, Stuttgart 1978 Χρονικὸν Σύντομον ἐκ διαφόρων χρονογράφων τὲ καὶ ἐξηγητῶν συλλεγὲν καὶ συντεθὲν ὑπὸ Γεωργίου ἁμαρτωλοῦ μοναχοῦ. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior), ed. J.-P. Migne, [PG 110] Paris 1863, σ Ἐκλογὴ Χρονογραφίας συνταγεῖσα ὑπὸ Γεωργίου μοναχοῦ συγκέλλου. Georgii Syncelli Ecloga chronographica, ed. A. A. Mosshammer, [BT] Leipzig 1984 Pan. Lat. V(VIII). Incerti Gratiarum Actio Constantino Augusto. V. Speech of Thanks to Constantine, by an Anonymous Orator (311), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Εἰς τὸν μέγα Βασίλειον, ἐπίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, ἐπιτάφιος, στο Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τὰ εὑρισκόμενα πάντα. Sancti patri nostri Gregorii Theologi vulgo Nazianzeni, archiepiscopi Constantinopolitani opera quae extant omnia, (Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως λόγοι. S. P. N. Gregorii Theologi archiepiscopi Constantinopolitani orationes), ed. J.-P. Migne, [PG 36] Paris 1858, σ ] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς πρῶτος καὶ δεύτερος (Λόγοι Δ -Ε ), στο Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τὰ εὑρισκόμενα πάντα. Sancti patri nostri Gregorii Theologi vulgo Nazianzeni, archiepiscopi Constantinopolitani opera quae extant omnia, Adversus Julianum imperatorem 1-2 (orationes 4-5), ed. J.-P. Migne, [PG 35] Paris 1857, σ Gregorii episcopi Turonensis libri historiarum X, ed. B. Krusch - W. Levison, [MGH SRM 1/1] Hannoverae 1951 Historia Augusta. The Scriptores Historiae Augustae with an English translation by D. Magie in three volumes, [LCL] London-Cambridge MA Ἡλιοδώρου τὰ περὶ Θεαγένην καὶ Χαρίκλειαν Αἰθιοπικά. Héliodore, Les Éthiopiques (Théagène et Chariclée), eds. R. M. Rattenbury - T. W. Lumb - J. Maillon, 3 vols., [CUF] β έκδ. Paris 1960 Ἡρωδιανός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορίαι. Herodiani ab excessu divi Marci. Libri octo, ed. C. Stavenhagen, [ΒΤ] Stutgardiae 1967 Ἡροδότου Ἱστορίαι. Hérodote, Histoires, livres 1-9, Vols. 11, ed. Ph.-E. Legrand, [CUF] Paris , ανατ Ἡσύχιος, Λεξικὸν. Hesychii Alexandrini lexicon (Α Ο) vols. 1-2, ed. K. Latte, Copenhagen 1953 και 1966 Eusebius Werke. Die Chronik des Hieronymus. Hieronymi Chronicon, hrsg. R. Helm, [GCS 47 (Kommission für spätantike Religionsgeschichte der deutschen Akademie der Wissenschaften zu Berlin)] Berlin 1956
32 xxi Hippolytus, de Christo et Antichr. Hippolytus, de Christo et Antichristo. Ippolito, L Antichristo (de Christo), ed. E. Norelli, Firenze 1987 Historia Pseudo-Isidoriana Historia Pseudo-Isidoriana cod. Parisini 6113, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 11/2] Berlin 1894, σ Hyginus, De Munit. Castr. Hyginus Gromaticus, De Munitionibus Castrorum. Pseudo-Hygin, Des Fortifications du Camp, ed. M. Lenoir, [CUF] Paris 1979 Ιάκωβος Εδέσσης, Χρονικόν Chronicon Iacobi Edesseni, interpret. E. W. Brooks, στο Chronica Minora III, interpret. E. W. Brooks - I. Guidi - I.-B. Chabot, [CSCO 6. Scriptores Syri 6] Louvain 1960, σ Ιησούς Στυλίτης The Chronicle of Joshua the Stylite, composed in Syriac A.D. 507, with a translation into English and Notes, ed. W. Wright, Cambridge 1882 Ιωάννης Αντιοχείας Ἰωάννου Ἀντιοχείας Ἱστορία Χρονική. Johannes Antiochenus Fragmenta, ed. K. Müller, [FHG IV] Paris 1885, σ Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Λόγος εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν καὶ κατὰ Βαβύλαν κατά Ελλήνων Ἑλλήνων. Critical edition of, and introduction to, St. John Chrysostom s De sancto Babyla, contra Iulianum et gentiles, ed. M. Schatkin, Fordham 1967 Ιωάννης Χρυσόστομος, Προς Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς Σταγείριον καὶ ὅτι ἡ ἀθυμία χαλεπωτέρα καὶ δαίμονος λόγος δεύτερος, σ , στο Ἰωάννου τοῦ Χρυ- Σταγείριον Δεύτερος σοστόμου λόγος πρῶτος παραινετικός πρὸς Σταγείριον ἀσκητὴν δαιμονῶντα, πρὸς Σταγείριον λόγος δεύτερος καὶ ὅτι ἡ ἀθυμία χαλεπωτέρα καὶ δαίμονος, πρὸς Σταγείριον λόγος τρίτος περὶ αθυμίας, S. Joannis Chrysostomi Ad Stagirium ascetam a daemone vexatum liber primus, ad Stagirium quod tristitia daemone ipso sit gravior liber secundus, ad Stagirium de tristitia liber tertius, ed. J.-P. Migne, [PG 47] Paris 1863, σ Ιωάννης Επιφανείας Ἰωάννης Ἐπιφανείας, Ἱστορίαι (Περὶ τῆς τοῦ νέου Χοσρόου προσχωρήσεως πρὸς Μαυρίκιον τῶν Ῥωμαίων αὐτοκράτορα). Ioannes Epiphaniensis, Fragmentum (e libro primo historiarum), ed. K. Müller, [FHG IV] Paris 1885, σ =ed. L. Dindorfius, [HGM I] Lipsiae 1870, σ Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Ἰωάννης Λυδός, Περὶ ἀρχῶν ἢ περὶ ἐξουσιῶν τῆς Ῥωμαίων πολιτείας. Ioannes Lydus, On Powers of the Magistracies of the Roman State. Introduction, Critical Text, Translation, Commentary and Indices by A. C. Bandy, Philadelphia 1983 Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών Ἰωάννης Λυδός, Περὶ μηνῶν. Ioannis Lydi liber de mensibus, ed. R. Wünsch, [BT] Leipzig 1898, repr. Stuttgart 1967 Ιωάννης Μαλάλας Ἰωάννου Μαλάλα Χρονογραφία. Ioannis Malalae Chronographia, ed. I. Thurn, [CFHB 35, Series Berolinensis] Berlin 2000 Ιωάννης Ζωναράς Ἰωάννου Ζωναρᾶ Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν. Ioannae Zonarae, Epitome Historiarum libri XIII usque ad XVIII, edd. M. Pinder - Th. Büttner-Wobst, [CSHB I-III] Bonnae Iordanes, Getica Iordanes, De origine actibusque Getarum, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 5/1] Berlin 1882, σ Iordanes, Romana Iordanes, De summa temporum vel origine actibusque gentis Romanorum, ed. Th. Mommsen, [MGH AA 5/1] Berlin 1882, σ Ιώσηπος, Ιουδ. Πόλ. Φλάβιος Ἰώσηπος, Ἱστορία Ἰουδαϊκοῦ πολέμου πρὸς Ρωμαίους. Flavii
33 xxii Iosephi Opera, Vol. VI, hrsg. B. Niese, Berlin 1895, ανατ Ιουλιανός, Εις Κωνστάντιον Ἰουλιανοῦ Καίσαρος Ἐγκώμιον εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον, στο L empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.1: Discours de Julien César, ed. J. Bidez, [CUF] Paris 1932, σ Ιουλιανός, Επιστολαί Φλαβίου Κλαυδίου Ἰουλιανοῦ Ἐπιστολαί, στο L empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.2: Lettres et fragments, ed. J. Bidez, [CUF] Paris 1924, ανατ Ιουλιανός, Μισοπώγων Ἰουλιανοῦ Αὐτοκράτορος Ἀντιοχικὸς ἢ Μισοπώγων, στο L empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 2.2: Discours de Julien Empereur, ed. C. Lacombrade, [CUF] Paris 1964, σ Ιουλιανός, Περί βασιλείας Ἰουλιανοῦ Καίσαρος Περὶ τῶν τοῦ αὐτοκράτορος πράξεων ἢ περὶ βασιλείας, στο L empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.1: Discours de Julien César, ed. J. Bidez, [CUF] Paris 1932, σ Ιουλιανός, Προς Αθηναίους Ἰουλιανοῦ Αὐτοκράτορος Ἀθηναίων τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ, στο L empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.1: Discours de Julien César, ed. J. Bidez, [CUF] Paris 1932, σ Ιουλιανός, Προς Ηράκλειον Ἰουλιανοῦ Αὐτοκράτορος Πρὸς Ἡράκλειον κυνικόν. Περὶ τοῦ πῶς κυνιστέον καὶ εἰ πρέπει τῷ κυνὶ μύθους πλάττειν, στο L empereur Julien. Oeuvres completes, vol. 2.1: Discours de Julien Empereur, ed. G. Rochefort, [CUF] Paris 1963, σ Ιουλιανός, Συμπόσιον Ἰουλιανοῦ Αὐτοκράτορος Συμπόσιον ἢ Κρόνια, στο L empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 2.2: Discours de Julien Empereur, ed. C. Lacombrade, [CUF] Paris 1964, σ Ιουστινιανός, Edictum XIII Ιουστινιανός, Edictum XIII, Περὶ τῆς Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐπαρχιῶν (De urbe Alexandrinorum et Aegyptiacis provinciis), σ , στο Iustiniani XIII Edicta quae vocantur, edd. R. Schöll - W. Kroll (=Corpus Juris Civilis III: Novellae Iustiniani), Berlin 1895, φωτομηχ. ανατ. Dublin-Zürich 1972, σ (=De dioecesi Aegyptiaca lex ab imp. Iustiniano anno 554 lata quam addita versione et notis, ed. C. E. Zachariae von Lingenthal, Lipsiae 1891) Isidorus, Chronica Isidori iunioris episcopi Hispalensis chronica maiora, ed. primum a. DCXV (615), ed. Th. Mommsen, [MGH AA 11/2] Berlin 1894, σ Isidorus, De Orig. Goth. Isidori iunioris episcopi Hispalensis Historia Gothorum, Wandalorum, Sueborum ad. a. DCXXIV (624), ed. Th. Mommsen, [MGH AA 11/2] Berlin 1894, σ Isidorus, Etymologica Isidori Hispalensis episcopi Etymologiarum sive Originum libri XX, Tomi II, ed. W. M. Lindsay, [OCT] Oxford 1911, repr Itinerarium Antonini Itineraria Romana I. Itineraria Antonini Augusti et Burdigalense, ed. Cuntz, [BT] Leipzig 1929, ανατ. Stuttgart 1990 Itinerarium Egeriae Sanctae Aetheriae abbatissae peregrinatio, στο Itinera Hierosolymitana, saeculi IV-VIII, ed. P. Geyer, [CSEL 39] Wien 1898, σ Iustinus, Epitome Iustinus, Trogi Pompei historiarum phillipicarum epitome, ed. J. W. L. Jeep, [BT] Lipsiae 1862 Κάνδιδος Κάνδιδος Ἱστορίαι. Candidi Fragmenta, ed. L. Dindorfius, [HGM I] Lipsiae 1870, σ = ed. C. Müller, [FHG IV] Paris 1885, σ
34 xxiii Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία Κλαυδίου Πτολεμαίου Γεωγραφικὴ ὑφήγησις. Claudii Ptolemaei geographia I-III, ed. Κ. F. A. Nobbe, [BT] Leipzig , repr. Hildesheim 1966 Κων. Πορφ., Περί βασιλείου Κωνσταντίνου τοῦ φιλοχρίστου καὶ ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ τῷ αἰωνίῳ τάξεως βασιλεῖ βασιλέως υἱοῦ Λέοντος τοῦ σοφωτάτου καὶ ἀειμνήστου βασιλέως σύνταγμά τι καὶ βασιλείου σπουδῆς ὄντως ἄξιον ποίημα. Constantini Porphyrogeniti imperatoris, De Caerimoniis Aulae Byzantinae libri duo, ed. J. J. Reiske, [CSHB] Bonnae Κων. Πορφ., Περί επιβουλών Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, ἐκ τῆς ἱστορίας Νικολάου Δαμασκηνοῦ περὶ ἐπιβουλῶν κατὰ βασιλέων γεγονυιῶν. Excerpta historica iussu imperatoris Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. III: excerpta de insidiis, ed. C. De Boor, Berlin 1905, σ Κων. Πορφ. Περί θεμάτων Φιλοπόνημα Κωνσταντίνου βασιλέως υἱοῦ Λέοντος περὶ τῶν θεμάτων τῶν ἀνηκόντων τῇ βασιλείᾳ τῶν Ῥωμαίων. Costantino Porfirogenito, De thematibus. Introduzione, testo critico, commento di A. Pertusi, [Studi e Testi 160, Biblioteca Apostolica Vaticana] Città del Vaticano1952 Κων. Πορφ., Προς τον ίδιον υιόν Κωνσταντίνου ἐν Χριστῷ βασιλεῖ αἰωνίῳ βασιλέως Ῥωμαίων πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανόν τὸν θεοστεφῆ καὶ πορφυρογέννητον βασιλέα. Constantine Porphyrogenitus, De administrando imperio, ed. G. Moravcsik - R. J. H. Jenkins, Vol. 1 [CFHB 1=Dumbarton Oaks Texts 1] Washington, D.C./Dumbarton Oaks, 1967, Vol. 2, Commentary, ed. R. J. H. Jenkins, London 1962 Lactantius, de mort. pers. Lactantius, de mortibus persecutorum, ed. J. L. Creed, [Oxford Early Christian Texts] Oxford 1984 Lactantius, div. Inst. L. Caeli Firmiani Lactanti opera omnia accedunt carmina eius quae feruntur et L. Caecilii qui inscriptus est de mortibus persecutorum liber, Pars I.1: Divinae Institutiones et Epitome divinarum Institutionum, rec. S. Brand, [CSEL 19] Pragae-Vindobonae-Lipsiae 1890, ανατ. New York-London 1965 Laterculus Polemii Silvii Laterculus Polemii Silvii, στο Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et latercula provinciarum, ed. O. Seeck. Berlin 1876, ανατ. Frankfurt 1962, σ Laterculus Veronensis Laterculus Veronensis, στο Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et latercula provinciarum, ed. O. Seeck. Berlin 1876, ανατ. Frankfurt 1962, σ Λέων Γραμματικός Λέοντος Γραμματικοῦ Χρονογραφία. Leonis Grammatici Chronographia (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A+B operis sub titulo Epitome fort. Sub auctore Trajano Patricio), ed. I. Bekker, [CSHB] Bonnae 1842 Λιβάνιος, Επιστολαί Λιβάνιος, Ἐπιστολαί. Libanii opera, vols , Epistulae , ed. R. Foerster, [BT] Leipzig , repr. Hildesheim 1997 Λιβάνιος, Λόγοι Λιβάνιος, Λόγοι. Libanii opera, vols. 1-4, Orationes 1-64, ed. R. Foerster, [BT] Leipzig , repr. Hildesheim 1997 Μάγνος Magnus Fragmenta, ed. L. Dindorfius, [HGM I] Lipsiae 1870, σ =ed. K. Müller, [FHG IV] Paris 1885, σ. 4-6 Μάλχος Μάλχος Βυζαντιακά, στο The Fragmentary Classicising Historians of the Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and Mal-
35 xxiv chus, Vol. 2: Text, Translation and Historiographical Notes, ed. by R. C. Blockley, [ARCA Classical and Medieval Texts, Papers and Monographs 10] Liverpool 1983, σ (=FHG IV, σ =HGM I, σ ) Mamertini Iuliano Imp. III(XI) Pan. Lat. III(XI). Gratiarum Actio Claudii Mamertini de consulatu suo Iuliano Imperatori. III. Claudius Mamertinus, Speech of Thanks to Julian (362), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Marcellinus Comes Marcellini Comitis Chronicon ad A. DXVIII (608) continuatum ad A. DXXXIV (804) cum additamentis ad A. DXLVIII (908), ed. Th. Mommsen, [MGH AA 11/2] Berlin 1894, σ Μιχαήλ Γλυκάς Τοῦ κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Γλυκᾶ βίβλος χρονική. Michaelis Glycae annales, ed. I. Bekker, [CSHB] Bonnae 1836 Μιχαήλ Σύρος, Χρονικόν Chronique de Michel le Syrien, Patriarche Jacobite d Antioche ( ), Tomes 3, editée pour la première fois et traduite en français par J. B. Chabot, Paris Νικήτας Χωνιάτης Χρονικὴ διήγησις τοῦ Χωνιάτου κὺρ Νικήτα ἀρχομένη ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ λήγουσα μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Nicetae Choniatae historia, pars prior, ed. J. van Dieten, [CFHB 11.1, Series Berolinensis] Berlin 1975 Νικόλαος Δαμασκηνός Νικολάου Δαμασκηνοῦ Ἀποσπάσματα. Nicolai Damasceni Fragmenta, ed. K. Müller, [FHG III] Paris 1928, σ NJ Νεαραὶ Ἰουστινιανοῦ. Novellae Iustiniani, edd. R. Schöll - W. Kroll (=Corpus Juris Civilis III), Berlin , φωτομηχ. ανατ. Dublin/Zürich 1972 Not. Dign. Notitia Dignitatum, στο Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et latercula provinciarum, ed. O. Seeck. Berlin 1876, φωτομηχ. ανατ. Frankfurt 1962, σ Νέα έκδοση: C. Neira Faleiro, La Notitia Dignitatum. Nueva edición crítica y comentario, [Nueva Roma 25. Bibliotheca Graeca et Latina Aevi Posterioris] Madrid 2005 Not. Gall. Notitia Galliarum, στο Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et latercula provinciarum, ed. O. Seeck. Berlin 1876, φωτομηχ. ανατ. Frankfurt 1962, σ Ολυμπιόδωρος Ὀλυμπιοδώρου τοῦ ἐκ Θηβῶν Λόγοι Ἱστορικοί. Olympiodorus Fragmenta, στο The Fragmentary Classicising Historians of the Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and Malchus, Vol. 2: Text, Translation and Historiographical Notes, ed. by R. C. Blockley, [ARCA Classical and Medieval Texts, Papers and Monographs 10] Liverpool 1983, σ (=FHG IV, σ =HGM I, σ ) Ονομαστικόν Τακτικόν Ὅσαι ὀνομασίαι ἀρχῶν τε καὶ τάξεων καὶ πλήθους τῶν ἐν ταῖς πολεμικαῖς παρασκευαῖς καὶ χρείαις. Onomasticon tacticon, ed. A. Adler, Suidae lexicon vol. 4 [Lexicographi Graeci 1.4], [BT] Leipzig 1935, repr. Stuttgart 1971 Optatianus Porphyrius, Carmina Publilii Optatiani Porfyrii Carmina, I. Textus, II. Commentarium criticum et exegeticum, rec. I. Polara, [CSLP] Torino 1973 Oracula Sibyllina Sibyllinische Weissagungen, ed. A. Kurfeß - J.-D. Gauger, Düsseldorf- Zürich 1998
36 xxv Origo Const. Imp. Origo Constantini Imperatoris, στο Ammianus Marcellinus with an English translation by J. C. Rolfe in three volumes, vol. III: The Excerpts of Valesius, Lineage of the Emperor Constantine, [LCL] London-Cambridge MA 1939, revised and reprinted Aberdeen 1964, σ Orosius, Hist. adv. pag. Pauli Orosii historiarum adversos paganos libri VII, ed. C. Zangemeister, [CSEL 5] Vindobonae 1889, ανατ. New York 1966 P. Amh. The Amherst Papyri, eds. B. P. Grenfell - A. S. Hunt, 2 Vols., London P. Beatty Panop. Papyri from Panopolis in the Chester Beatty Library, Dublin, ed. T. C. Skeatt, Dublin 1964 P. byz. Masp. Papyrus grecs d époque byzantine, par J. Maspero, (Catalogue général des antiquités égyptiennes du Musée du Caire), Tomes I-III, Le Caire P. Cairo Isid. The Archive of Aurelius Isidorus, eds. A. E. R. Boak - H. C. Youtie, Ann Arbor, Michigan 1960 P. Dura The Excavations at Dura-Europos conducted by Yale University and the French Academy of Inscriptions and Letters. Final Report V, Part I: The Parchments and Papyri, eds. C. B. Welles - R. O. Fink - J. F. Gilliam with an account of the Three Iranian Fragments by W. B. Henning, New Haven 1959 P. Flor. Papiri greco-egizii Vols. 3, edd. D. Comparetti - G. Vitelli, Vol. I: Papiri fiorentini. Documenti pubblici e private dell eta romana e bizantina, ed. G. Vitelli, Milano , αναστ. ανατ. Torino 1960 P. Giss. Griechische Papyri im Museum des oberhessischen Geschichtsvereins zu Giessen, hrsgg. E. Kornemann - P. M. Meyer - O. Eger, Leipzig- Berlin P. Grenf. New Classical Fragments and other Greek and Latin Papyri, Vol. II, edited by B. P. Grenfell - A. S. Hunt, Oxford 1897 P. Lips. Griechische Urkunden der Papyrussammlung zu Leipzig, Bd. I, hrsg. L. Mitteis, Leipzig 1906 P. Lond. Greek Papyri in the British Museum, Vols. I-VI, eds. H. I. Bell - F. G. Kenyon - W. E. Crum, London P. Münch. Vorbericht über die Münchener byzantinischen Papyri, (Sitzungsberichte der königliche Bayerischen Akademie der Wissenschaften, philosophisch-philologische Klasse, 1911, 8. Abhandlung), von L. Wenger, München 1911 P. Oxy. The Oxyrhynchus Papyri, eds. B. P. Grenfell - A. S. Hunt et al., London 1898 κ.ε. P. Ryl. Catalogue of the Greek Papyri in the John Rylands Library, Manchester, eds. A. S. Hunt et al., Manchester 1911 κ.ε. Παιάνιος Σ. Π. Λάμπρος, Παιάνιου μετάφρασις εἰς τὴν τοῦ Εὐτροπίου ῥωμαϊκὴν ἱστορίαν, ΝΕ 9 (1912) Πανδέκτης Domini nostri sacratissimi principis Iustiniani iuris enucleati ex omni vetere iure collecti Digestorum seu Pandectarum. Digesta Iustiniani (=Corpus Juris Civilis I.2), ed. Th. Mommsen, Berlin 1892, φωτομηχ. ανατ. Dublin-Zürich 1973 Paneg. Constantino XII(IX) Pan. Lat. XII(IX). Panegyricus dictus Constantino filio Constantii.
37 xxvi XII. Panegyric of Constantine Augustus, by an Anonymous Orator (313), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Paneg. Constantino Aug. VI(VII) Pan. Lat. VI(VII). Incerti Panegyricus Constantino Augusto dictus. VI. Panegyric of Constantine, by an Anonymous Orator (310), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Paneg. Constantio Caes. VIII(V) Pan. Lat. VIII(V). Incerti Panegyricus Constantio Caesari dictus. VIII. Panegyric of Constantius, by an Anonymous Orator (297?), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Paneg. Maximiano Aug. X(II) Pan. Lat. X(II). Mamertini (?) Panegyricus Maximiano Augusto dictus. X. Panegyric of Maximian, by an Anonymous Orator (289), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Paneg. Maximiano et Constantino VII(VI) Pan. Lat. VII(VI). Incerti Panegyricus Maximiano et Constantino dictus. VII. Panegyric of Maximian et Constantine, by an Anonymous Orator (307), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Paneg. Nazarii IV(X) Pan. Lat. IV(X). Panegyricus Nazarii dictus Constantino. IV. Nazarius, Panegyric of Constantine (321), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Paneg. Pacati II(XII) Pan. Lat. II(XII). Panegyricus Latini Pacati Drepani dictus Theodosio. II. Latinus Pacatus Drepanius, Panegyric of Theodosius (389), Introduction, Translation and Notes σ , Latin Text σ Πασχάλιον Χρονικόν Chronicon paschale, ed. L. Dindorf, [CSHB I] Bonnae 1832 Paulus Diaconus, Hist. Rom. Pauli Historae Romanae libri XI - XVI, στο Eutropi Breviarium ab urbe condita cum versionibus graecis et Pauli Landolfique additamentis, rec. G. Droysen, [MGH AA 2] Berlin 1879, σ Παυσανίας Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις Βιβλία II-IX, έκδ. Ν. Δ. Παπαχατζή, Τόμοι II-V, Περί Στρατηγίας Περί Στρατηγίας. The Anonymous Byzantine Treatise on Strategy. Three Byzantine Military Treatises, ed. G. T. Dennis, [CFHB 25, Series Washingtoniensis=Dumbarton Oaks Texts 9] Dumbarton Oaks/Washington D.C. 1985, σ Πέτρος Πατρίκιος Πέτρος Πατρίκιος Ἱστορίαι. Petri Patricii Fragmenta, ed. L. Dindorfius, [HGM I] Lipsiae 1870, σ =ed. K. Müller, [FHG IV] Paris 1885, σ Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ. Ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστοριῶν Φιλοστοργίου ἐπιτομὴ ἀπὸ φωνής Φωτίου πατριάρχου. Philostorgius, Historia ecclesiastica (fragmenta ap. Photium, fragmenta e vita Constantini, fragmenta e passione Artemii), Philostorgius Kirchengeschichte, ed. J. Bidez, [GCS] Berlin 1913, β αναθ. έκδ. F. Winkelmann 1972, γ έκδ Φιλόστρατος, Γυμν. Φιλόστρατος, Γυμναστικός. Philostratos über Gymnastik, ed. J. Jüthner, Leipzig-Berlin 1909 Φώτιος, Βιβλιοθήκη Ἀπογραφὴ καὶ συναρίθμησις τῶν ἀνεγνωσμένων ἡμῖν βιβλίων ὧν εἰς κεφαλαιώδη διάγνωσιν ὁ ἠγαπημένος ἡμῶν ἀδελφὸς Ταράσιος ἐξῃτήσατο. Photius, Bibliothéque I-IV, 8 vols., ed. R. Henry, [CUF (Collection Byzantine)] Paris Plinius, Natur. Hist. C. Plini Secundi Naturalis Historiae Libri XXXVII. Vols. 1-6, ed. L. von Jan - C. Mayhoff, [BT] Leipzig , ed. stereotypa Stuttgart
38 xxvii Πλούταρχος, Κράσσος Πλουτάρχου Κράσσος. Plutarchi Crassus στο Plutarchi vitae parallelae, vol.1.2, ed. K. Ziegler, [BT] γ έκδ. Leipzig 1964, σ Πλούταρχος, Λεύκολλος Πλουτάρχου Λεύκολλος. Plutarchi Lucullus, στο Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.1, ed. K. Ziegler, [BT] δ έκδ. Leipzig 1969, σ Πολύβιος, Ιστορίαι Πολυβίου Ἱστορίαι. Polybii historiae vols. 1-5, eds. L. A. Dindorf - T. Büttner-Wobst, [BT] Leipzig , repr. Stuttgart Priscianus, Laus Anastasii Prisciani grammatici de laude Anastasii imperatoris, στο L Eloge d Anastase de Priscien de Cesarée. Procope de Gaza, Priscien de Cesarée, Panegyriques de l empereur Anastase 1er, textes traduits et commentés par A. Chauvot, [Antiquitas Reihe 1. Bd. 35] Bonn 1986, σ (κείμενο), (γαλλική μετάφραση) Πρίσκος Πρίσκος, Ἱστορία βυζαντιακὴ καὶ τὰ κατ Ἀττίλαν. Priscus Fragmenta, στο The Fragmentary Classicising Historians of the Later Roman Empire. Eunapius, Olympiodorus, Priscus and Malchus, Vol. 2: Text, Translation and Historiographical Notes, ed. by R. C. Blockley, [ARCA Classical and Medieval Texts, Papers and Monographs 10] Liverpool 1983, σ (=FHG IV, σ και V, σ =HGM I, σ ) Προκόπιος, Ανέκδοτα Προκοπίου Ἀνέκδοτα ἢ Ἀπόκρυφη Ἱστορία. Procopii Caesariensis Opera Omnia, Vol. III.1: Historia, quae dicitur Arcana, ed. J. Haury, Lipsiae Editio stereotypa correctiora. Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, [ΒΤ] Leipzig 1963 Προκόπιος, Βανδ. Πόλ. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι. Procopii Caesariensis Opera Omnia, Vol. I: De bello Vandalico, ed. J. Haury, Lipsiae Editio stereotypa correctiora. Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, [ΒΤ] Leipzig 1963 Προκόπιος, Γοτθ. Πόλ. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι. Procopii Caesariensis Opera Omnia, Vol. II: De bello Gothico, ed. J. Haury, Lipsiae Editio stereotypa correctiora. Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, [ΒΤ] Leipzig 1963 Προκόπιος, Περί κτισμάτων Προκοπίου, Περὶ κτισμάτων. Procopii Caesariensis Opera Omnia, Vol. III.2: De aedificiis, ed. J. Haury, Lipsiae Editio stereotypa correctiora. Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, [ΒΤ] Leipzig 1963 Προκόπιος, Περσ. Πόλ. Προκόπιος, Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι. Procopii Caesariensis Opera Omnia, Vol. I: De bello Persico, ed. J. Haury, Lipsiae Editio stereotypa correctiora. Addenda et corrigenda adiecit G. Wirth, [ΒΤ] Leipzig 1963 Προκόπιος Γάζας, Πανηγυρικός Προκοπίου σοφιστοῦ Γάζης Πανηγυρικός εἰς τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον. Le Panegyrique d Anastase de Procope de Gaza. Procope de Gaza, Priscien de Cesarée, Panegyriques de l empereur Anastase 1er, textes traduits et commentés par A. Chauvot, [Antiquitas Reihe 1. Bd. 35] Bonn 1986, σ (κείμενο), (γαλλική μετάφραση) Prosper Tiro Prosperi Tironis epitoma chronicon ed. primum a. CCCCXXXIII (433), continuata ad a. CCCCLV (455), ed. Th. Mommsen, [MGH AA 9/1] Berlin 1892, σ Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Patria Constantinopoleos, Scriptores originum Constantinopolitanarum,
39 xxviii Κων/πόλεως pt. 2, ed. T. Preger, [BT] Leipzig 1907 (The Arno Press collection on Roman History, Parts 1 and 2, φωτομηχ. ανατ. New York 1975) Sallustius, Bellum Iugurth. C. Sallustius Crispus, Bellum Iugurthinum, στο C. Sallusti Crispi Catilina, Iugurtha, Fragmenta Ampliora, eds. A. Kurfeß - A. W. Ahlberg, [BT] γ έκδ. Leipzig 1957, σ Sallustius, Historiae C. Sallusti Crispi Historiarum Reliquiae Vol. 2, ed. B. Maurenbrecher, [BT] Leipzig 1893 Servius Honoratus, In Vergil. Aeneid. Servii Grammatici qui feruntur in Vergilii Carmina Commentarii, Vol. 1: Aeneidos librorum I-V commentarii, Vol. 2: Aeneidos librorum VI- XII, ed. G. C. Thilo - H. Hagen, [ΒΤ] Leipzig , repr. Hildesheim 1961 Sidonius Apollinaris, Carmina Cai Modesti Sidonii Apollinaris Carmina. Sidoine Apollinaire, Poèmes, Vol. I, texte établi et traduit par A. Loyen, [CUF] Paris 1960 Sidonius Apollinaris, Epistulae Cai Modesti Sidonii Apollinaris Epistulae. Sidoine Apollinaire, Lettres, Vols. II-III (Livres I-IX), texte établi et traduit par A. Loyen, [CUF] Paris 1970 Σωκράτης Σωκράτους σχολαστικοῦ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Socrates ecclesiastical history, ed. W. Bright, β έκδ. Oxford 1893 Solinus, Coll. Rer. Mem. C. Iulii Solini Collectanea Rerum Memorabilium, ed. Th. Mommsen, Berolini 1895, editio altera 1958 Σούδα Σούδα. Suidae lexicon (Lexicographi Graeci) I-V, ed. A. Adler, [BT] Leipzig , repr. Stuttgart Σωζομενός Σαλαμανοῦ Ἑρμεία Σωζομενοῦ σχολαστικοῦ λόγος πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιον καὶ ὑπόθεσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Sozomenus Kirchengeschichte, ed. J. Bidez, [GCS 50] Berlin 1960, β αναθ. έκδ. G. C. Hansen 1995 Στράβων, Γεωγραφικά Στράβωνος Γεωγραφικά. Strabonis geographica, 3 vols., ed. A. Meineke, [BT] Leipzig 1877, repr. Graz 1969 Στρατηγικόν Μαυρικίου Στρατηγικὸν Μαυρικίου. Das Strategikon des Maurikios, eds. G. T. Dennis - E. Gamillscheg, [CFHB 17, Series Vindobonensis] Wien 1981 Sulpicius Sulpicii Severi libri qui supersunt, ed. K. Halm, [CSEL 1] Vindobonae 1866 Συμεών Μάγιστρος ή Λογοθέτης Συμεὼν μαγίστρου καὶ λογοθέτου Χρονικόν. Symeonis Magistri et Logothetae Chronicon, rec. S. Wahlgren, [CFHB 24/1, Series Berolinensis] Berlin-New York 2006 Symmachus, Epistulae Quinti Aurelii Aviani Symmachi v.c. epistulae libri X, στο Quinti Aurelii Symmachi quae supersunt, ed. O. Seeck, [MGH AA 6/1] Berolini 1883, σ Symmachus, Orationes Quinti Aurelii Aviani Symmachi v.c. orationum quae supersunt, στο Quinti Aurelii Symmachi quae supersunt, ed. O. Seeck, [MGH AA 6/1] Berolini 1883, σ Συναγωγή Λέξεων (Λεξικόν Ψευδο-Ζωναρά) Συναγωγὴ Λέξεων συλλεγεῖσα ἐκ διαφόρων βιβλίων παλαιᾶς τε φημὶ γραφῆς καὶ τῆς καὶ αὐτῆς δήπου τῆς θύραθεν. Iohannis Zonarae lexicon ex tribus codicibus manuscriptis, 2 vols, ed. J. A. H. Tittmann, Leipzig 1808, repr. Amsterdam 1967 Συνεχιστής Κασσίου Δίωνος Continuator Cassii Dionis, ed. K. Müller, [FHG IV] Paris 1885, σ
40 xxix Συνέκδημος Ιεροκλέους Συνέκδημος Ἱεροκλέους. Le Synekdèmos d Hieroklès et l opuscule géographique de Georges de Chypre, ed. E. Honigmann, [CBHB Forma imperii byzantini - Fasciculus I] Bruxelles 1939 Συνέσιος, Επιστολαί Συνέσιος, Ἐπιστολαί. Synesii Cyrenensis Epistulae. Epistolographi Graeci, recensuit, recognovit, adnotatione critica et indicibus instruxit R. Hercher; accedunt F. Boissonadi ad Synesium notae ineditae, Paris 1873, repr. Amsterdam 1965 Συνέσιος, Κατάστασις Συνεσίου Κατάστασις, στο Synesii Cyrenensis hymni et opuscula, Vols. 2: Synesii Cyrenensis opuscula Vol. II, rec. N. Terzaghi, Roma 1944, σ Συνέσιος, Κατάστασις επί εφόδω Συνεσίου Κατάστασις ῥηθεῖσα ἐπὶ τῇ μεγίστῃ τῶν βαρβάρων ἐφόδῳ, ἡγεμονεύοντος Γενναδίου καὶ δουκὸς ὄντος Ἰννοκεντίου, στο Synesii Cyrenensis hymni et opuscula, Vols. 2: Synesii Cyrenensis opuscula Vol. II, rec. N. Terzaghi, Roma 1944, σ Συνέσιος, Περί βασιλείας Συνεσίου Εἰς τὸν αὐτοκράτορα περὶ βασιλείας, στο Synesii Cyrenensis hymni et opuscula, Vols. 2: Synesii Cyrenensis opuscula Vol. II, rec. N. Terzaghi, Roma 1944, σ Table de Brigetio AE 1937, 232 Tacitus, Annales Cornelii Taciti Annalium ab Excessu Divi Augusti Libri, ed. C. D. Fisher, [OCT] Oxford 1906, repr Tacitus, Germania Cornelius Tacitus, De Origine et Situ Germanorum, στο Cornelii Taciti Opera Minora, ed. J. G. C. Anderson - H. Furneaux, [OCT] Oxford 1900, repr Tacitus, Historiae Cornelii Taciti Historiarum Libri, ed. C. D. Fisher, [OCT] Oxford 1911, repr Tertullianus, Apologeticum Tertullianus, Apologeticum. Tertullien, Apologétique, eds. J.-P. Waltzing - A. Severyns, [CUF] Paris 1971 Th. II Nov. Leges Novellae ad Theodosianum pertinentes, στο Theodosiani Libri XVI cum constitutionibus Sirmondianis, edd. Th. Mommsen - P. M. Meyer, Vol. II, Berolini 1905, ανατ. Zürich 1970, σ Θεμίστιος, Χαριστήριος Θεμίστιος, Χαριστήριος τῷ αὐτοκράτορι ὑπὲρ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ὑπατείας τοῦ στρατηγοῦ Σατορνίνου, στο Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, ed. H. Schenkl - G. Downey, [BT] Leipzig 1965, σ Θεμίστιος, Επί της ειρήνης Θεμίστιος, Ἐπὶ τῆς εἰρήνης Οὐάλεντι, στο Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, ed. H. Schenkl - G. Downey, [BT] Leipzig 1965, σ Θεμίστιος, Κωνστάντιος Θεμίστιος, Εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον, στο Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, ed. H. Schenkl - G. Downey, [BT] Leipzig 1965, σ Θεμίστιος, Πενταετηρικός Θεμίστιος, Πενταετηρικός, στο Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, ed. H. Schenkl - G. Downey, [BT] Leipzig 1965, σ Θεμίστιος, Προτρεπτικός Θεμίστιος, Προτρεπτικὸς Οὐαλεντινιανῷ νέῳ, στο Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, ed. H. Schenkl - G. Downey, [BT] Leipzig 1965, σ Θεοδώρητος, Εκκλ. Ιστ. Θεοδωρήτου ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Theodoret, Kirchengeschichte, ed. L. Parmentier, [GCS 44] Leipzig 1911, β έκδ. Berlin 1954 (eds. L. Parmentier - F. Scheidweiler)
41 xxx Θεοδώρητος, Φιλόθεος Ιστ. Θεοδωρήτου ἐπισκόπου Κύρρου φιλόθεος ἱστορία ἢ ἀσκητικὴ πολιτεία. Théodoret de Cyr, L histoire des moines de Syrie: Histoire Philothée, 2 vols. ed. P. Canivet - A. Leroy-Molinghen, [SC 234, 257] Paris Θεοδόσιος Μελιτηνός Theodosii Meliteni Chronographia, ed. T. Tafel, München 1859 Θεοφάνης Θεοφάνους ἁμαρτωλοῦ μοναχοῦ καὶ ἡγουμένου τοῦ ἀγροῦ τοῦ ὁμολογητοῦ χρονογραφία ἐτῶν φκη ἀρχομένη ἀπὸ πρώτου ἔτους Διοκλητιανοῦ ἕως δευτέρου ἔτους Μιχαὴλ καὶ θεοφυλάκτου υἱοῦ αὐτοῦ. Τοῦτ ἐστιν ἀπὸ τοῦ ˏεψοζ ἔτους τοῦ κόσμου ἕως ἔτους ˏστε κατὰ τοὺς Ἀλεξανδρεῖς κατὰ δὲ Ῥωμαίους ˏστκα. Theophanis Chronographia, Vols I-II, rec. C. De Boor, Lipsiae 1883, ανατ. Hildesheim-New York 1980 Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Θεοφυλάκτου ἀπὸ ἐπάρχων καὶ ἀντιγραφέως οἰκουμενικὴ ἱστορία. Theophylacti Simocattae historiae, ed. C. de Boor, [BT] Leipzig 1887, ed. Ιστορία corr. P. Wirth, [ΒΤ] Stuttgart 1972 Titus Livius, Ab Urbe condita Titi Livi Ab Urbe Condita, Vols. 5, eds. R. S. Conway - W. C. F. Walters - S. K. Johnson - A. H. McDonald, [OCT] Oxford Vegetius Flavius Vegetius Renatus, Epitoma Rei Militaris, edited with an English translation by L. F. Stelten, [American University Studies, Series XVII, Classical Languages and Literature, Vol. 11] New York 1990 Ξενοφών, Ανάβασις Ξενοφῶντος Κύρου ἀνάβασις. Xenophontis opera omnia, vol. 3: Expeditio Cyri, ed. E. C. Marchant, [OCT] Oxford 1904, repr Ξενοφών, Κύρου παιδεία Ξενοφῶντος Κύρου παιδεία. Xenophontis opera omnia, vol. 4: Institutio Cyri, ed. E. C. Marchant, [OCT] Oxford 1910, repr Ζώσιμος Ζωσίμου κόμιτος καὶ ἀποφισκοσυνηγόρου Ἱστορία Νέα. Zosime, Histoire Nouvelle, texte établi et traduit par F. Paschoud, [CUF] Tome I (livres I et II), Paris 1971, Tomes II-III (livres III-VI), Paris 1989 ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian J. N. Adams - P. M. Brennan, The Text at Lactantius, De Mortibus Recruits Persecutorum 44.2 and some Epigraphic Evidence for Italian Recruits, ZPE 84 (1990) A. Alföldi, Cornuti A. Alföldi, Cornuti: A Teutonic Contigent in the Service of Constantine and its decisive Role in the Battle of the Milvian Bridge, DOP 13 (1959) A. Alföldi, Crisis A. Alföldi, The Crisis of the Empire (A.D ), στο CAH, Vol. XII, Cambridge 1956, σ A. Alföldi, Invasions A. Alföldi, The Invasions from the Rhine to the Black Sea, στο CAH, Vol. XII, Cambridge 1956, σ A. Alföldi, Kavalleriereform A. Alföldi, Der Usurpator Aureolus und die Kavelleriereform des Gallienus, στο A. Alföldi, Studien zur Geschichte der Weltkrise des dritten Jahrhunderts nach Christus, Darmstadt 1967, σ G. Alföldy, Αναδιοργάνωση G. Alföldy, Η Αναδιοργάνωση του ρωμαϊκού κράτους επί Διοκλητιανού και επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ G. Alföldy, Crisis G. Alföldy, The Crisis of the Third Century as seen by Contemporaries, GRBS 15 (1974) G. Alföldy, Κρίση G. Alföldy, Η Κρίση του 3 ου αι. ( μ.χ.), στο Ι.Ε.Ε., Τόμος
42 xxxi Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ G. Alföldy, Noricum G. Alföldy, Noricum [History of the Provinces of the Roman Empire], London-Boston 1974 G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία G. Alföldy, Ιστορία της Ρωμαϊκής Κοινωνίας, μτφ. Α. Χανιώτης, β έκδοση, [ΜΙΕΤ] Αθήνα 1992 (Τίτλος πρωτοτύπου: G. Alföldy, Römische Sozialgeschichte, 3 η έκδοση, Wiesbaden 1984) R. Alston, Roman Egypt R. Alston, Soldier and Society in Roman Egypt. A Social History, London-New York 1995 J. G. C. Anderson, Provincial Reorganizatioganization, JRS 22 (1932) J. G. C. Anderson, The Genesis of Diocletian s Provincial Re-or- P. Anderson, Φεουδαρχισμός P. Anderson, Από την Αρχαιότητα στον Φεουδαρχισμό, μτφ. Ε. Αστερίου, β έκδοση, Αθήνα 2001 (Τίτλος πρωτοτύπου: P. Anderson, Passages from Antiquity to Feudalism, Los Angeles 1974) J. Arce, Diocesis Hispaniarum J. Arce, La Notitia Dignitatum et l armée romaine dans la Diocesis Hispaniarum, Chiron 10 (1980) D. Armstong, Gallienus in Athens D. Armstong, Gallienus in Athens, 264, ZPE 70 (1987) M. T. W. Arnheim, Senatorial M. T. W. Arnheim, The Senatorial Aristocracy in the Later Roman Aristocracy Empire, Oxford 1972 W. T. Arnold, Provincial W. T. Arnold, The Roman System of Provincial Administration to the Administration Accession of Constantine the Great. Third edition revised by E. S. Bouchier, Oxford 1914, αναστ. ανατ. Roma 1968 Πολύμνια Αθανασιάδη, Ιουλιανός Πολύμνια Αθανασιάδη, Ιουλιανός. Μία βιογραφία, αναθ. και βελτ. έκδ. [ΜΙΕΤ] Αθήνα 2001 (Τίτλος πρωτοτύπου: Π. Αθανασιάδη, Julian. An intellectual Biography, London-New York 1992) Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Ο Μέγας Αιών ( ), στο Μέγας Αιών Ι.Ε.Ε., Τόμος Ζ : Βυζαντινός Ελληνισμός. Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα 1978, σ B. S. Bachrach, Metz B. S. Bachrach, Fifth Century Metz: Late Roman Christian urbs or ghost town? (Metz au V e siècle: une ville chrétienne du Bas Empire ou une ville fantôme), AntTard 10 (2002) M. Baranski, Army in Palmyra M. Baranski, The Roman Army in Palmyra: A case of adaptation of a pre-existing city, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ J. Barlow, Kinship J. Barlow, Kinship, Identity and Fourth-Century Franks, Historia 45 (1996) T. D. Barnes, Constantine T. D. Barnes, The Victories of Constantine, ZPE 20 (1976) T. D. Barnes, New Empire T. D. Barnes, The New Empire of Diocletian and Constantine, Cambridge MA-London 1982 T. D. Barnes, Praetorian Prefects T. D. Barnes, Praetorian Prefects, , ZPE 94 (1992) N. H. Baynes, Notes N. H. Baynes, Three Notes on the Reforms of Diocletian and Constantine, JRS 15 (1925) D. van Berchem, Armée et réforme D. van Berchem, L armée de Dioclétien et la réforme constantinienne, [Institut Français d Archéologie de Beyrouth. Bibliothèque archéologique et historique, tome 56] Paris 1952 D. van Berchem, Chapters D. van Berchem, On some Chapters of the Notitia Dignitatum relatives to the Defense of Gaul and Britain, AJPh 76 (1955)
43 xxxii Malgorzata Biernacka-Lubańska, Malgorzata Biernacka-Lubańska, The Roman and early-byzantine Thrace Fortifications of Lower Moesia and Northern Thrace, Wroclaw 1982 (E. Birley, MAVORS 4) E. Birley, The Roman Army. Papers , MAVORS Vol. IV, Amsterdam 1988 E. Birley, Roman Garrisons E. Birley, Roman Garrisons in the North of Britain, JRS 22 (1932) E. Birley, Septimius Severus E. Birley, Septimius Severus and the Roman Army, σ [EpigraphStud 8, 1969] (=E. Birley, MAVORS 4, σ ) M. C. Bishop - J. C. N. Coulston, M. C. Bishop - J. C. N. Coulston, Roman Military Equipment from Roman Equipment the Punic War to the Fall of Rome, London 1993 A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment and Tactics on the Euphrates Frontier, DOP 26 (1972) J. M. Blazquez, Limes im Spanien J. M. Blazquez, Der Limes im Spanien des Vierten Jahrhunderts, στο Actes de IX e Congrès International d Études sur les frontières romaines, Mamaïa, 6-13 Septembre 1972, ed. par D. M. Pippidi, Bucureşti-Köln-Wien 1974, σ L. de Blois, Gallienus L. de Blois, The Policy of the Emperor Gallienus, [Studies of the Dutch Archaeological and Historical Society, Vol. VII] Leiden 1976 A. E. R. Boak, Manpower Shortage A. E. R. Boak, Manpower Shortage and the Fall of the Roman Empire in the West, Ann Arbor, Michigan 1955 A. E. R. Boak, Master of Offices A. E. R. Boak, The Master of the Offices in the Later Roman and Byzantine Empires, London 1919 (A. E. R. Boak - J. E. Dunlap, Two Studies in Later Roman and Byzantine Administration, New York- London 1972) C. E. Brand, Military Law C. E. Brand, Roman Military Law, Austin-London 1968 L. Bréhier, Institutions L. Bréhier, Les Institutions de l empire byzantin (Le monde byzantin), Paris 1949, ανατ. Paris 1970 P. Brennan, Bridgehead P. Brennan, Combined Legionary Detachments in Late Roman Danubian Bridgehead Dispositions, Chiron 10 (1980) Dispositions P. Brennan, Elephantine P. Brennan, Diocletian and Elephantine: A Closer Look at Pococke s Puzzle (IGRR =SB ), ZPE 76 (1989) T. S. Burns, Adrianople T. S. Burns, The Battle at Adrianople: A Reconsideration, Historia 22 (1973) J. B. Bury, Invasion J. B. Bury, The Invasion of Europe by the Barbarians, New York 1967 J. B. Bury, Later Empire I J. B. Bury, History of the Later Roman Empire. Vol. I: From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian, London 1923 J. B. Bury, Notitia J. B. Bury, The Notitia Dignitatum, JRS 10 (1920) J. P. Bushe-Fox, Coast Defences J. P. Bushe-Fox, Some Notes on Roman Coast Defences, JRS 22 (1932) R. Cagnat, Armée d Afrique R. [L. V.] Cagnat, L armée romaine d Afrique et l occupation militaire de l Afrique sous les empereurs, Paris 1913 (The Arno Press collection on Roman History, Part 1 and 2, φωτομηχ. ανατ. New York 1975) J.-P. Callu, Dyarchie constantinide J.-P. Callu, La dyarchie constantinide ( ): les signes d évolution, στο Institutions, sociéte et vie politique dans l empire romain au IVe siècle ap. J.-C. Actes de la table ronde autour l œuvre d André Chastagnol, Paris Janvier 1989, eds. M. Christol - S.
44 xxxiii Demougin - Y. Duval - C. Lepelley - L. Pietri, [Collection de l École française de Rome 159] Rome 1992, σ Averil Cameron, Ύστερη Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μτφ. Ι. Κράλλη, αυτοκρατορία Αθήνα 2000 (Τίτλος πρωτοτύπου: Averil Cameron, The Later Roman Empire, [Fontana History of the Ancient World] London 1993) J.-M. Carrié, Financement J.-M. Carrié, L État à la recherche de nouveaux modes de financement des armées (Rome et Byzance, IV e -VIII e siècles), στο The Byzantine and Early Islamic Near East. III: States, Resources and Armies (Papers of the Third Workshop on Late Antiquity and Early Islam), ed. A. Cameron, Princeton 1995, σ J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος του Αίμου. Η Scheid, Χερσόνησος Αίμου ρωμαϊκή διοίκηση, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ V. Chapot, Frontière de l Euphrate V. Chapot, La frontière de l Euphrate de Pompée a la conquête arabe, [Studia Historica 33] Paris 1907, αναστ. ανατ. Roma 1967 A. Chastagnol, Hermogenianus A. Chastagnol, Un nouveau préfet du prétoire de Dioclétien: Aurelius Hermogenianus, ZPE 78 (1989) A. Chauvot, Parthes et Perses A. Chauvot, Parthes et Perses dans les sources du IVe siècle, στο Institutions, sociéte et vie politique dans l empire romain au IVe siècle ap. J.-C. Actes de la table ronde autour l œuvre d André Chastagnol, Paris Janvier 1989, eds. M. Christol - S. Demougin - Y. Duval - C. Lepelley - L. Pietri, [Collection de l École française de Rome 159] Rome 1992, σ G. L. Cheesman, Auxilia G. L. Cheesman, The Auxilia of the Roman Imperial Army, Oxford 1914, repr. Hildesheim-New York 1971 A. Christensen, Sassanid Persia A. Christensen, Sassanid Persia, στο CAH, Vol. XII, Cambridge 1956, σ M. Christol, Carrières sénatoriales M. Christol, Essai sur l évolution des carrières sénatoriales dans la seconde moitié du IIIe siècle ap. J.-C., [Études prosopographiques VI] Paris 1986 M. Christol, Protectores M. Christol, La carrière de Traianus Mucianus et l origine des protectores, Chiron 7 (1977) Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Το Βυζαντινό Πολίτευμα, στο Βυζαντινό Πολίτευμα Ι.Ε.Ε., Τόμος Ζ : Βυζαντινός Ελληνισμός. Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα 1978, σ Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία Α ( ), Ιστορία Α Αθήνα 1975, ανατ. Θεσσαλονίκη 1996 E. Cizek, Dacie E. Cizek, Les textes relatifs à l évacuation le la Dacie et leurs sources, Historia 45 (1986) R. Cowan, Legionary R. Cowan, Imperial Roman Legionary AD , [Osprey Publishing Series, Warrior 72] Oxford 2003 G. A. Crump, Ammianus G. A. Crump, Ammianus Marcellinus as a Military Historian, [Historia Einzelschriften 27] Wiesbaden 1975 G. Dagron, Κωνσταντινούπολη G. Dagron, Η Γέννηση μιας Πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι Θεσμοί της από το 330 ως το 451, μτφ. Μ. Λουκάκη, [ΜΙΕΤ] Αθήνα 2000 (Τίτλος πρωτοτύπου: G. Dagron, Naissance d un capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451, [Bibliothèque Byzantine, Études 7, PUF] Paris )
45 xxxiv L. J. Daly, Gothic Challenge L. J. Daly, The Mandarin and the Barbarian: The Response of Themistius to the Gothic Challenge, Historia 21 (1972) Ch. Daremberg - E. Saglio, Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire des antiquités grecques et Dictionnaire romaines. Tomes V et tables, Paris , φωτομηχ. ανατ. Graz 1969 R. Delmaire, Institutions palatines R. Delmaire, Les institutions du Bas-Empire romain, de Constantin à Justinien. I: Les institutions civiles palatines, [Initiations au christianisme ancien. Les éditions du CNRS] Paris 1995 A. Demandt, Militäradel A. Demandt, Der spätrömische Militäradel, Chiron 10 (1980) E. Demougeot, La formation E. Demougeot, La formation de l Europe et les invasions barbares. Des origines germaniques à l avènement de Dioclétien, Paris 1969 E. Demougeot, Notitia E. Demougeot, La Notitia Dignitatum et l histoire de l Empire d Occident au début du V e siècle, Latomus 34 (1975) S. Dill, Merovingian Gaul S. Dill, Roman Society in Gaul in the Merovingian Age, London 1926, φωτομηχ. ανατ. Chicago 1967 B. Dobson, Praefectus Castrorum B. Dobson, Praefectus Castrorum Aegypti - a reconsideration, CdÉ Aegypti 57 (1982) M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars (AD ). A Persian Wars I Documentary History compiled and edited by M. H. Dodgeon and S. N. C. Lieu, London 1991, ανατ A. Dornier, Frontier of Britain A. Dornier, The Reorganization of the North-Western Frontier of Britain in A.D. 369: Ammianus Marcellinus and the Notitia Dignitatum, στο Roman Frontier Studies Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ J. F. Drinkwater, Gallic Empire J. F. Drinkwater, The Gallic Empire. Separatism and Continuity in the North-Western Provinces of the Roman Empire A.D , [Historia Einzelschriften 52] Wiesbaden 1987 R. P. Duncan-Jones, Diocletian s R. P. Duncan-Jones, Pay and Numbers in Diocletian s Army, Chiron Army 8 (1978) A. Dunn, Transition A. Dunn, The Transition from polis to kastron in the Balkans (III-VII cc.): General and Regional Perspectives, BMGS 18 (1994) J. W. Eadie, Mailed Cavalry J. W. Eadie, The Development of Roman Mailed Cavalry, JRS 57 (1967) W. Eck, Διοικητική Οργάνωση W. Eck, Η Διοικητική Οργάνωση της Αυτοκρατορίας, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ H. Elton, Warfare H. Elton, Warfare in Roman Europe AD , [Oxford Classical Monographs] Oxford-New York R. M. Errington, Theodosius R. M. Errington, Theodosius and the Goths, Chiron 26 (1996) 1-27 J. A. S. Evans, Ιουστινιανός J. A. S. Evans, Η Εποχή του Ιουστινιανού, μτφ. Β. Κουρής, Αθήνα 1999 (Τίτλος πρωτοτύπου: J. A. S. Evans, The Age of Justinian, 1996) R. Fellmann, Schweiz R. Fellmann, Neue Forschungen zur Schweiz in spätrömischer Zeit, Historia 4 (1955) N. Fields, Saxon Shore N. Fields, Rome s Saxon Shore. Coastal Defences of Roman Britain, AD , [Osprey Publishing Series, Fortress 56] Oxford 2006
46 xxxv R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel (eds.), De l antiquité Sourdel, Monde médiéval au monde médiéval, [Peuples et Cívílisations V] Paris 1972 C. Foss, Sardis Fabricenses C. Foss, The Fabricenses Ducenarii of Sardis, ZPE 35 (1979) C. Foss, Side C. Foss, Attius Philippus and the Walls of Side, ZPE 26 (1977) R. I. Frank, Scholae Palatinae R. I. Frank, Scholae Palatinae. The Palace Guards of the Later Roman Empire, [Papers and Monographs of the American Academy in Rome, Vol. XXIII] Rome 1969 D. French, Legio III Gallica D. French, Legio III Gallica, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ P. van Gansbeke, Défense de Gaule P. van Gansbeke, La mise en état de la défense de la Gaule au milieu du III e siècle après J.-C., Latomus 14 (1955) J. G. Gilliam, Diocletianic J. G. Gilliam, Α Diocletianic Inscription from Ayasofya and Imperial Inscription Military Cognomina, ZPE 15 (1974) (=J. F. Gilliam, MAVORS 2, σ ) J. F. Gilliam, Dux Ripae J. F. Gilliam, The Dux Ripae at Dura, TAPhA 72 (1941) (=J. F. Gilliam, MAVORS 2, σ ) J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» under Gordian, CdÉ 36 (1961) (=J. F. Gilliam, MAVORS 2, σ ) (J. F. Gilliam, MAVORS 2) J. F. Gilliam, Roman Army Papers, MAVORS Vol. II, Amsterdam 1986 A. Goldsworthy, Roman Army A. Goldsworthy, The Complete Roman Army, London 2003 R. G. Goodchild, Cyrenaica R. G. Goodchild, The Roman and Byzantine Limes in Cyrenaica, JRS 43 (1953) R. G. Goodchild, Limes Tripolitanus R. G. Goodchild, The Limes Tripolitanus II, JRS 40 (1950) II R. G. Goodchild - J. B. Ward R. G. Goodchild - J. B. Ward Perkins, The Limes Tripolitanus in the Perkins, Limes Tripolitanus Light of Recent Discoveries, JRS 39 (1949) N. Gostar, Aliobrix N. Gostar, Aliobrix, Latomus 26 (1967) D. F. Graf, Arabian Frontier D. F. Graf, The Saracens and the Defense of the Arabian Frontier, BASOR 229 (1978) 1-26 (στο: D. F. Graf, Rome and the Arabian Frontier: from the Nabateans to the Saracens, [VR] London 1997) D. F. Graf, Nabatean Army D. F. Graf, The Nabatean Army and the Cohortes Ulpiae Petraeorum, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ D. F. Graf, Via Militaris D. F. Graf, The Via Militaris in Arabia, DOP 51 (1997) M. Grant, Climax M. Grant, The Climax of Rome. The Final Achievements of the Ancient World A.D , London 1968 M. Grant, The Fall M. Grant, The Fall of the Roman Empire - A Reappraisal, Radnor 1976 R. Grosse, Militärgeschichte R. Grosse, Römische Militärgeschichte von Gallienus bis zum Beginn der Byzantinischen Themenverfassung, Berlin 1920 N. Gudea, Befestigungen N. Gudea, Befestigungen am banater Donau-Limes aus der Zeit der Tetrarchie, στο Actes de IX e Congrès International d Études sur les
47 xxxvi frontières romaines, Mamaïa, 6 13 Septembre 1972, ed. par D. M. Pippidi, Bucureşti/Köln/Wien 1974, σ R. Guilland, Canditat R. Guilland, Canditat, στο Polychronion, Festschrift Fr. Dölger, Heidelberg 1966, σ (στο: R. Guilland, Titres et fonctions de l Empire byzantin, [VR] London 1976) R. Guilland, Maîtres de la Milice R. Guilland, Maîtres de la Milice, AnAmminist 3 (1966) (στο: R. Guilland, Titres et fonctions de l Empire byzantin, [VR] London 1976) J. Haldon, Atlas J. Haldon, The Palgrave Atlas of Byzantine History, New York 2005 J. Haldon, Military Equipment J. Haldon, Some Aspects of Byzantine Military Equipment from the Sixth to the Tenth Centuries, BMGS 1 (1975) J. Haldon, Πόλεμοι J. Haldon, Οι πόλεμοι του Βυζαντίου. Μάχες και εκστρατείες της βυζαντινής εποχής, μτφ. Ν. Πρωτονοτάριος, Αθήνα 2004 (Τίτλος πρωτοτύπου: J. Haldon, The Byzantine Wars, Birmingham 2001) J. Haldon, Warfare J. Haldon, Warfare, State and Society in the Byzantine World, , [Warfare and History Series] London 1999 H. W. Haussig, Civilization H. W. Haussig, A History of Byzantine Civilization, trans. by J. M. Hussey, London 1971 (Τίτλος πρωτοτύπου: H. W. Haussig, Kulturgeschichte von Byzanz, Stuttgart 1966) F. Haverfield, Coast of Britain F. Haverfield, Notes on the Roman Coast Defences of Britain, especially in Yorkshire, JRS 2 (1912) D. Hoffmann, Bewegungsheer Ι-ΙΙ D. Hoffmann, Das spätrömische Bewegungsheer und die Notitia Dignitatum, [EpigraphStud 7, I-II] Düsseldorf D. Hoffmann, Neubesetzung D. Hoffmann, Die Neubesetzung des Grenzschutzes am Rhein, an der gallischen Atlantikküste und in Britannien unter Valentinian I. Um 369, στο Roman Frontier Studies Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ D. Hoffmann, Oberbefehl D. Hoffmann, Der Oberbefehl des spätrömischen Heeres im 4. Jahrhundert n. Chr., στο Actes de IX e Congrès International d Études sur les frontières romaines, Mamaïa, 6-13 Septembre 1972, ed. par D. M. Pippidi, Bucureşti-Köln-Wien 1974, σ E. Honigmann, Ostgrenze A. A. Vasiliev, Byzance et les Arabes. Tome III: Die Ostgrenze des byzantinischen Reiches von 363 bis 1071 nach griechischen, arabischen, syrischen und armenische Quellen von E. Honigmann, [CBHB 3] Bruxelles 1935 A. Höpffner, Magistri Praesentales A. Höpffner, Les «Magistri Militum Praesentales» au IV e siècle, Byzantion 11 (1936) K. Hopwood, Isauria K. Hopwood, Policing the Hinterland: Rough Cilicia and Isauria, στο Armies and Frontiers in Roman and Byzantine Anatolia. Proceedings of a colloquium held at University College, Swansea, in April 1981, ed. S. Mitchell, [BAR International Series 156] Oxford 1983, σ J. Howard-Johnston, Great Powers J. Howard-Johnston, The Two Great Powers in Late Antiquity: a Comparison, στο The Byzantine and Early Islamic Near East. III: States, Resources and Armies (Papers of the Third Workshop on Late Antiquity and Early Islam), ed. A. Cameron, Princeton 1995, σ
48 xxxvii M. Ichikawa, Marcomannic Wars M. Ichikawa, The Marcomannic Wars: A Reconsideration of their Nature, στο Forms of Control and Subordination in Antiquity, Proceedings of the International Symposium for Studies on Ancient World, January 1986 in Tokyo, eds. T. Yuge - M. Doi, Tokyo 1988, σ B. Isaac, Army B. Isaac, The Army in the Later Roman East: the Persian Wars and the Defense of the Byzantine Provinces, στο The Byzantine and Early Islamic Near East. III: States, Resources and Armies (Papers of the Third Workshop on Late Antiquity and Early Islam), ed. A. Cameron, Princeton 1995, σ B. Isaac, Limitanei B. Isaac, The Meaning of the Terms Limes and Limitanei, JRS 78 (1988) B. Isaac, Limits B. Isaac, The Limits of Empire. The Roman Army in the East, Oxford 1990 T. Ivanof, Donaulimes T. Ivanof, Archäologische Forschungen des römischen und frühbyzantinischen Donaulimes in Bulgarien, στο Roman Frontier Studies Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ E. James, Franks E. James, The Franks, [The Peoples of Europe] Oxford-New York 1988 S. Johnson, Fortifications S. Johnson, Late Roman Fortifications, London 1983 A. H. M. Jones, Later Empire I-III A. H. M. Jones, The Later Roman Empire A Social, Economic and Administrative Survey, Vols I-III, Oxford 1964 A. H. M. Jones - J. R. Martindale - A. H. M. Jones - J. R. Martindale - J. Morris, The Prosopography of J. Morris, PLRE I the Later Roman Empire, Vol. I: A.D , Cambridge W. E. Kaegi, Domestic Problems W. Kaegi, Domestic Military Problems of Julian the Apostate, ByzF 2 (Polychordia. Festschrift F. Dölger, ed. P. Wirth, Amsterdam 1967) (στο: W. E. Kaegi, Army, Society and Religion in Byzantium, [VR] London 1982) Θ. Καλαϊτζάκης, Ζώσιμος Ζώσιμος, Νέα Ιστορία μ.χ., μτφ. Γ. Αβραμίδης - Θ. Καλαϊτζάκης, εισαγωγή-σχόλια Θ. Καλαϊτζάκης, [Οι Τελευταίοι Έλληνες Εθνικοί 9] Θεσσαλονίκη 2007 Γ. Καλαφίκης, Βάλης Γ. Καλαφίκης, Το Κίνημα του Βάλη στην Ελλάδα (261 μ.χ.). Προβλήματα και Ερμηνείες, στα Πρακτικά ΚΗ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου (25-27/5/2007), Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2008, σ Γ. Ι. Καλαφίκης, Πίσων Γ. Ι. Καλαφίκης, Ο συγκλητικός Πίσων και το Κίνημά του στη Θεσσαλία (261 μ.χ.). Μύθος ή Πραγματικότητα;, ΑΘΜ 16 (2007) Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους Τόμος Α, Ιστορία Πρωίμου Βυζαντινής Περιόδου ( ), Θεσσαλονίκη 1978, ανατ. Θεσσαλονίκη 1995 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη 1983, νέα έκδ. Θεσσαλονίκη 1993 Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ι. Καραγιαννόπουλος, Η Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη. Εισαγωγή στη Ευρώπη Μελέτη της Ιστορίας της, του Κοινωνικού και Οικονομικού της Βίου, Θεσσαλονίκη 1998 Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί της βυζαντινής ιστορίας, ε έκδοσις,
49 xxxviii Θεσσαλονίκη 1987 J. Karayannopulos, Finanzwesen J. Karayannopulos, Das Finanzwesen des frühbyzantinischen Staates, München 1958 J. Karayannopulos, Themenordnung J. Karayannopulos, Die Entstehung der byzantinischen Themenordnung, [Byzantinisches Archiv 10] München 1959 Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Γ. Καρδαράς, Ο «δρόμος του Δούναβη» κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (Δ -ΣΤ αι.), στο Σ. Πατούρα-Σπανού, Η μεθόριος του Δούναβη Δούναβη» και ο κόσμος της στην εποχή της Μετανάστευσης των Λαών (4ος-7ος αι.), επιμέλεια Γ. Θ. Καρδαράς, ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 2008, σ M. Kazanski, Frontière pontique M. Kazanski, Contribution à l histoire de la defense de la frontière pontique au Bas-Empire, TM 11 (1991) A. Kazhdan, λήμμα «doux» A. Kazhdan, ODB, Vol. Ι, «doux» σ. 659 A. Kazhdan - A. Cutler, λήμμα A. Kazhdan - A. Cutler, ODB, Vol. ΙΙΙ, «magister militum» σ «magister militum» D. Kennedy - H. Falahat, Castra D. Kennedy - H. Falahat, Castra Legionis VI Ferratae: a Building Leg. VI Ferratae Inscription for the Legionary Fortress at Udruh near Petra, JRA 21 (2008) D. L. Kennedy, Vexillation D. L. Kennedy, The Construction of a Vexillation from the Army of Syria and the Origin of Alae Miliariae, ZPE 61 (1985) E. Kettenhofen, Persian Campaign E. Kettenhofen, The Persian Campaign of Gordian III and the Inscription of Šāpuhr I at the Kaçbe-ye Zartošt, στο Armies and Frontiers in Roman and Byzantine Anatolia. Proceedings of a colloquium held at University College, Swansea, in April 1981, ed. S. Mitchell, [BAR International Series 156] Oxford 1983, σ E. Kettenhofen, Sasanidischen E. Kettenhofen, Einige Überlegungen zur sasanidischen Politik gegenüber Rom im 3. Jh. n. Chr., στο The Roman and Byzantine Army Politik in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ M. Keynes - J. C. Mann, IV Italica M. Keynes - J. C. Mann, A Note on the Legion IV Italica, ZPE 126 (1999) 228 T. G. Kolias, Waffen T. G. Kolias, Byzantinische Waffen. Ein Beitrag zur byzantinischen Waffenkunde von den Anfängen bis zur lateinischen Eroberung, [BV 17], Wien 1988 I. König, Zerfall I. König, Eine Beobachtung zum Zerfall des gallischen Sonderreiches und der Titel Britannicus Maximus Kaiser Aurelians, Latomus 33 (1974) Y. Le Bohec, Imperial Army Y. Le Bohec, The Imperial Roman Army, translated in English by R. Bate, first published London-New York 1994, reprinted (Τίτλος πρωτοτύπου: Y. Le Bohec, L armée romaine sous le Haut Empire, Paris 1989) P. Le Roux, Empire gallo-romain P. Le Roux, Armée, rhétorique et politique dans l empire gallo-romain. À propos de l inscription d Augsbourg, ZPE 115 (1997) P. Le Roux, Sévères P. Le Roux, L armée romaine sous les Sévères, ZPE 94 (1992) B. H. Liddell-Hart, Στρατηγική B. H. Liddell-Hart, Στρατηγική της Έμμεσης Προσεγγίσεως, μτφ. Κ. Γεωργαντάς, Θεσσαλονίκη 1995 (Τίτλος πρωτοτύπου: B. H. Liddell-
50 xxxix Hart, Strategy, 1 st edition 1941, 2 nd revised edition 1954) H. G. Liddell - R. Scott, Λεξικόν H. G. Liddell - R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Τόμοι Α -Δ, υπό Ξ. Π. Μόσχου, εκδ. Μ. Κωνσταντινίδου, Αθήναι 1948 J. H. W. G. Liebeschuetz, J. H. W. G. Liebeschuetz, Barbarians and Bishops. Army, Church, Barbarians and State in the Age of Arcadius and Chrysostom, Oxford 1990 C. S. Lightfoot, Bezabde C. S. Lightfoot, The Site of Roman Bezabde, στο Armies and Frontiers in Roman and Byzantine Anatolia. Proceedings of a colloquium held at University College, Swansea, in April 1981, ed. S. Mitchell, [BAR International Series 156] Oxford 1983, σ C. S. Lightfoot, Nisibis C. S. Lightfoot, Facts and Fiction - The Third Siege of Nisibis (AD 350), Historia 37 (1988) E. Littmann - D. Magie- D. R. E. Littmann - D. Magie - D. R. Stuart, Syria, Publications of the Stuart, Syria III Princeton University Archaeological Expeditions to Syria in and 1909, Div. III, Greek and Latin Inscriptions: (A) S. Syria; (B) N. Syria, Leiden H. P. L Orange, Civic Life H. P. L Orange, Art Forms and Civic Life in the Late Roman Empire, Princeton 1965 F. Lot, La fin F. Lot, La fin du monde antique et le début du moyen âge, Paris 1927, ανατ E. N. Luttwak, Grand Strategy E. N. Luttwak, The Grand Strategy of the Roman Empire from the First Century A.D. to the Third, Baltimore and London 1976 D. Magie, S.H.A. The Scriptores Historiae Augustae with an English translation by D. Magie in three volumes, [LCL] London-Cambridge MA , repr C. Mango, Βυζάντιο C. Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Δ. Τσουγκαράκης, [ΜΙΕΤ] β έκδ. Αθήνα 1990 (τίτλος πρωτοτύπου: C. Mango, Byzantium. The Empire of New Rome, London 1980) J. C. Mann, Frontiers J. C. Mann, Power, Force and the Frontiers of the Empire, a review on E. N. Luttwak s, The Grand Strategy of the Roman Empire from the First Century A.D. to the Third, JRS 69 (1979) J. C. Mann, New Legions J. C. Mann, The Raising of New Legions during the Principate, Hermes 91 (1963) J. Maspero, Égypte J. Maspero, L organisation militaire de l Égypte byzantine, Paris 1912, φωτομηχ. ανατ. Hildesheim-New York 1974 J. Matthews, Roman Empire J. Matthews, The Roman Empire of Ammianus, London 1989 S. McDowall, Cavalryman S. McDowall, Late Roman Cavalryman AD , [Osprey Publishing Series, Warrior 15] Oxford 1995, repr S. McDowall - G. Embleton, S. McDowall - G. Embleton, Late Roman Infantryman AD. Infantryman Weapons - Armour - Tactics, [Osprey Publishing Series, Warrior 9] London 1994, repr R. McMullen, Army R. McMullen, How Big was the Roman Imperial Army?, Klio 62 (1980) R. McMullen, Army Costs R. McMullen, The Roman Emperors Army Costs, Latomus 43 (1984) R. McMullen, Roman Response R. McMullen, Roman Government s Response to Crisis A.D , New Haven-London 1976 R. McMullen, Soldier and Civilian R. McMullen, Soldier and Civilian in the Later Roman Empire, Cambridge MA 1967
51 xl H. E. L. Mellersh, Soldiers of Rome H. E. L. Mellersh, Soldiers of Rome, London 1964 J. Mertens, Limes Belgicus J. Mertens, Liberchies-Brunehaut: castellum du Limes Belgicus, στο Roman Frontier Studies Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ M. Michalak, Sassanian Cavalry M. Michalak, The Origins and Development of Sassanian Heavy Cavalry, FO 24 (1987) F. Millar, Cassius Dio F. Millar, A Study of Cassius Dio, Oxford 1966 F. Millar, Dexippus F. Millar, P. Herennius Dexippus; the Greek World and the Third- Century Invasions, JRS 59 (1969) S. N. Miller, Imperial House S. N. Miller, The Army and the Imperial House, στο CAH, Vol. XII, Cambridge 1956, σ S. Mitchell, Military Recruitment S. Mitchell, Notes on Military Recruitment from the Eastern Roman Provinces, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ A. Mócsy, Festungstyp A. Mócsy, Ein spätantikes Festungstyp am linken Donauufer, στο Roman Frontier Studies Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ A. Mócsy, Pannonia A. Mócsy, Pannonia and Upper Moesia: A History of the Middle Danube Provinces of the Roman Empire, [History of the Provinces of the Roman Empire] London-Boston 1974 Th. Mommsen, Militärwesen Th. Mommsen, Das römische Militärwesen seit Diocletian, Hermes 24 (1889) M. J. Nicasie, Twilight M. J. Nicasie, Twilight of Empire. The Roman Army from the Reign of Diocletian until the Battle of Adrianople, [Dutch Monographs on Ancient History and Archaeology, eds. H. W. Pleket - F. J. A. M. Meijer, Vol. XIX] Amsterdam 1998 D. Nicholas, Μεσαιωνικός Κόσμος D. Nicholas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου. Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη, , μτφ. Μαριάννα Τζιαντζή, [ΜΙΕΤ] β έκδ. Αθήνα 2000 (Τίτλος πρωτοτύπου: D. Nicholas, The Evolution of the Medieval World. Society, Government and Thought in Europe, , London-New York 1992) D. Nicolle, Romano-Byzantine D. Nicolle, Romano-Byzantine Armies 4 th -9 th Centuries, [Osprey Armies Publishing Series, Men-at-Arms 247] Oxford 1992, repr E. C. Nischer, Reforms E. C. Nischer, The Army Reforms of Diocletian and Constantine and their Modifications up to the time of the Notitia Dignitatum, JRS 13 (1923) 1-55 C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, Panegyrici Latini C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, In Praise of Later Roman Emperors. The Panegyrici Latini. Introduction, Translation, and Historical Commentary with the Latin Text of R. A. B. Mynors, [The Transformation of the Classical Heritage XXI] Berkeley-Los Angeles-London 1994 L. Okamura, Social Disturbances L. Okamura, Social Disturbances in Late Roman Gaul: Deserters, Rebels, and Bagaudae, στο Forms of Control and Subordination in Antiquity, Proceedings of the International Symposium for Studies on Ancient World, January 1986 in Tokyo, eds. T. Yuge-M. Doi, Tokyo
52 xli 1988, σ P. Oliva, Pannonia P. Oliva, Pannonia and the Onset of Crisis in the Roman Empire, Praha 1962 C. W. C. Oman, Art of War C. W. C. Oman, The Art of War in the Middle Ages A.D , Oxford-London 1885, rev. and ed. by J. H. Beeler, New York 1953, 3 rd ed I. Opelt, Lychnidus I. Opelt, Inschriften aus Lychnidus-O(c)hrid, ZPE 79 (1989) J. Osier, Emergence J. Osier, The Emergence of Third-Century Equestrian Military Commanders, Latomus 36 2 (1977) S. Panciera, Rusticianus S. Panciera, Un prefetto del pretorio di Massenzio Manilius Rusticianus, στο Institutions, société et vie politique dans l empire romain au IVe siècle ap. J.-C. Actes de la table ronde autour l œuvre d André Chastagnol, Paris Janvier 1989, eds. M. Christol - S. Demougin - Y. Duval - C. Lepelley - L. Pietri, [Collection de l École française de Rome 159] Rome 1992, σ Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Χ. Παπασωτηρίου, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική: 6 ος - 11 ος αιώνας, Στρατηγική [Σειρά Μελετών Διπλωματίας και Στρατηγικής 4] β έκδ. Αθήνα 2000 Fanoula Papazoglou, Garde Fanoula Papazoglou, Un officier (?) de la garde impériale à Stobi, Impériale ZPE 82 (1990) H. M. D. Parker, Legions H. M. D. Parker, The Legions of Diocletian and Constantine, JRS 22 (1933) H. M. D. Parker, Roman World H. M. D. Parker, A History of the Roman World from A.D. 138 to 337, London 1935, 2 nd rev. edn. by B. H. Warmington, London 1958 Σοφία Πατούρα, Βόρειες επαρχίες Σοφία Πατούρα, Συμβολή στην ιστορία των βορείων επαρχιών της αυτοκρατορίας. Φιλολογικές πηγές, Σύμμεικτα 6 (1985) (αναθ. έκδ.: Σοφία Πατούρα-Σπανού, 2. Οι επιδρομές των βαρβάρων στο Ιλλυρικό και τη Θράκη και η πτώση του limes: ιστορικό περίγραμμα, στο Η μεθόριος του Δούναβη και ο κόσμος της στην εποχή της Μετανάστευσης των Λαών (4ος-7ος αι.), επιμέλεια Γ. Θ. Καρδαράς, ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 2008, σ ) Σοφία Πατούρα, Κάτω Δούναβης Σοφία Πατούρα, Η βυζαντινή αυτοκρατορία και οι λαοί του Κάτω Δούναβη. Συμβολή στη μελέτη των εμπορικών τους σχέσεων, Σύμμεικτα 5 (1983) (αναθ. έκδ.: Σοφία Πατούρα-Σπανού, 12. Εμπόριο και συναλλαγές στη δουναβική μεθόριο: η Αυτοκρατορία και οι «βάρβαροι», στο Η μεθόριος του Δούναβη και ο κόσμος της στην εποχή της Μετανάστευσης των Λαών (4ος-7ος αι.), επιμέλεια Γ. Θ. Καρδαράς, ΕΙΕ/ΙΒΕ, Αθήνα 2008, σ ) J. Penrose, Enemies of Rome J. Penrose, Rome and Her Enemies. An Empire Created and Destroyed by War, [Osprey Publishing Series, General Military] Oxford 2005 S. Perowne, Roman World S. Perowne, The End of the Roman World, London 1966 P. Petit, Empire romain P. Petit, Histoire générale de l Empire romain 3. Le Bas-Empire ( ), Paris 1974 H. von Petrikovits, Fortifications H. von Petrikovits, Fortifications in the North-Western Roman Empire from the Third to the Fifth Centuries A.D., JRS 61 (1971) H.-G. Pflaum, Kaiserreich H.-G. Pflaum, Das römische Kaiserreich, στο G. Mann - A. Heuss -
53 xlii A. Nitschke (hrsg.), Rom. Die römische Welt, [Propyläen Weltgeschichte. Eine Universalgeschichte. Band IV] Berlin 1961, σ H.-G. Pflaum, Reform H.-G. Pflaum, Zur Reform des Kaisers Gallienus, Historia 25 (1976) A. Piganiol, Empire chrétien A. Piganiol, L empire chrétien ( ), Paris 1947, 2 ème édition mise à jour par A. Chastagnol, [PUF] Paris 1972 A. Piganiol, Histoire A. Piganiol, Histoire de Rome, [PUF] Paris 1949 Α. Πλατιάς, Διεθνείς σχέσεις Α. Πλατιάς, Διεθνείς σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη, [Πολιτική και Ιστορία 40] Αθήνα 1999 K. Randsborg, First Millennium AD K. Randsborg, The First Millennium AD in Europe and the Mediterranean. An Archaeological Survey, Cambridge 1991 G. Ravegnani, Soldati G. Ravegnani, Soldati di Bisanzio in età giustinianea, [Materiali e ricerche. Nuova Serie 6] Roma 1988 R. Rees, Tetrarchy R. Rees, Diocletian and the Tetrarchy, [Debates and Documents in ancient History] Edinburgh 2004 L. de Regibus, Gallieno L. de Regibus, Le riforme militari dell imperatore Gallieno, Hist. 9 (1935) R. Rémondon, Crise R. Rémondon, La crise de l empire romain de Marc Aurèle à Anastase, [Nouvelle Klio 11, PUF] Paris 1970 Αικατερίνη Ρεβάνογλου, Στοιχεία Αικατερίνη Ρεβάνογλου, Γεωγραφικά και εθνογραφικά στοιχεία στο έργο του Προκόπιου Καισαρείας, [ΒΚΜ 39] Θεσσαλονίκη 2005 J.-P. Rey-Coquais, Συρία J.-P. Rey-Coquais, Συρία. Η ρωμαϊκή διακυβέρνηση, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine, de Pompée à Dioclétien, JRS 68 (1978) P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions P. Riché - Ph. Le Maître, Les invasions barbares, Paris 1953, ανατ. barbares 1983 I. A. Richmond, Sarmatae I. A. Richmond, The Sarmatae, Bremetennacum Veteranorum and the Regio Bremetennacensis, JRS 35 (1945) G. Rickman, Roman Granaries G. Rickman, Roman Granaries and Store Buildings, Cambridge 1971 J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus with an English translation in three volumes, [LCL] London-Cambridge MA , revised and reprinted Aberdeen M. Rostovtzeff, Ιστορία M. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα 1984 (Τίτλος πρωτοτύπου: M. Rostovtzeff, A History of the Ancient World, Vol. II: Rome, translated from the Russian by I. D. Duff - E. J. Bickerman, 2 nd corrected impression 1928, reprinted Oxford 1960) M. Rostovtzeff, Social Economic M. Rostovtzeff, The Social and Economic History of the Roman Empire, 2 nd edition revised by P. M. Fraser, Vols. 1-2, Oxford 1926, History repr. Oxford 1957 M. T. Rostovtzeff, Συντέλεια M. T. Rostovtzeff, Συντέλεια Τιρώνων JRS 8 (1918) Τιρώνων J. P. Roth, Imperial Legion J. P. Roth, The Size and Organization of the Roman Imperial Legion, Historia 43 (1994) Margaret Roxan, Tingitana Margaret Roxan, The Auxilia of Mauretania Tingitana, Latomus 32
54 xliii (1973) B. Rubin, Kataphraktenreiterei B. Rubin, Die Enstehung der Kataphraktenreiterei im Lichte der chorezmischen Ausgrabungen, Historia 4 (1955) D. B. Saddington, Praefecti D. B. Saddington, Early Imperial Praefecti Castrorum, Historia 45 2 Castrorum (1996) E. T. Salmon, Disintegration E. T. Salmon, The Roman Army and the Disintegration of the Roman Empire, Trans R Soc Can, 3 rd Series, Section II, 52 (1958) (=The Fall of Rome. Can it be explained?, ed. M. Chambers, San Francisco 1963, repr. 1970, σ ) B. Saria, Noricum-Pannonien B. Saria, Noricum und Pannonien, Historia 1 (1950) B. Saria, Regalianus B. Saria, Zur Geschichte des Kaisers Regalianus, Klio 30 (1937) Θ. Σαρικάκης, Ρωμαίοι Άρχοντες Θ. Σαρικάκης, Ρωμαίοι Άρχοντες της επαρχίας Μακεδονίας Β. Από του Αυγούστου μέχρι του Διοκλητιανού, (27 π.χ.-284 μ.χ.), Θεσσαλονίκη 1977 Θ. Σαρικάκης, Μικρά Ασία Θ. Σαρικάκης, Μικρά Ασία. Η οργάνωση της ρωμαϊκής διακυβερνήσεως, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ T. Sarnowski, Nova Ordinatio T. Sarnowski, Nova Ordinatio im römischen Heer des 3. Jh. Und eine neue Primus pilus-weihung aus Novae in Niedermoesien, ZPE 95 (1993) R. Saxer, Vexillationen R. Saxer, Untersuchungen zu den Vexillationen des römischen Kaiserheeres von Augustus bis Diokletianus, [EpigraphStud 1] Köln 1967 (=BJb, Beiheft 18) R. Scharf, Equites Dalmatae R. Scharf, Equites Dalmatae und Cunei Dalmatarum in der Spätantike, ZPE 135 (2001) R. Scharf, Heeresteilung R. Scharf, Seniores-iuniores und die Heeresteilung des Jahres 364, ZPE 89 (1991) R. Scharf, Kanzleireform R. Scharf, Die Kanzleireform des Stilicho und das römische Britannien, Historia 39 (1990) R. Scharf, Truppenpaar R. Scharf, Germaniciani und Secundani - ein spätrömisches Truppenpaar, Tyche 7 (1992) Andrea Scheithauer - Gabriele Andrea Scheithauer - Gabriele Wesch-Klein, Von Köln-Deutz nach Wesch-Klein, Köln-Deutz Rom? Zur Truppengeschichte der Legio II Italica Divitensium, ZPE 81 (1990) H. Schönberger, Germany H. Schönberger, The Roman Frontier in Germany. An Αrchaelogical Survey, JRS 59 (1969) H. Schönberger, Saalburg H. Schönberger, La Saalburg, castrum in solo barbarico?, Latomus 15 (1956) H. S. Schultz, Evacuation of Britain H. S. Schultz, The Roman Evacuation of Britain, JRS 23 (1933) O. Seeck, Notitia Notitia Dignitatum accedunt Notitia urbis Constantinopolitanae et latercula provinciarum, ed. O. Seeck. Berlin 1876, φωτομηχ. ανατ. Frankfurt 1962 O. Seeck, Untergang O. Seeck, Geschichte des Untergangs der antiken Welt, Bde. 1-6, Berlin [sp. Stuttgart] W. Seston, Comitatus W. Seston, Du Comitatus de Dioclétien aux Comitatenses de Constantin, Historia 4 (1955)
55 xliv W. Seston, Dioclétien W. Seston, Dioclétien et la Tétrarchie I (Guerres et réformes ), Paris 1946 W. Seston, Verfall W. Seston, Verfall des römischen Reiches im Westen. Die Völkerwanderung, στο G. Mann - A. Heuss - A. Nitschke (hrsg.), Rom. Die römische Welt, [Propyläen Weltgeschichte. Eine Universalgeschichte. Band IV] Berlin 1961, σ Danuta Shanzer, Ausonius s Danuta Shanzer, The Date and Literary Context of Ausonius s Mosella. Valentinian I s Alamannic Campaigns and an Unnamed Of- Mosella fice-holder, Historia 47 (1998) R. K. Sherk, Imperial Troops R. K. Sherk, Roman Imperial Troops in Macedonia and Achaea, AJPh 78 (1957) C. E. van Sickle, Ancient World Vol C. E. van Sickle, A Political and Cultural History of the Ancient II World from Prehistoric Times to the Dissolution of the Roman Empire in the West, Vol. 2: The Hellenistic World and Rome to the Dissolution of the Western Empire, West Point 1948, ανατ W. G. Sinnigen, Barbaricarii W. G. Sinnigen, Barbaricarii, Barbari and the Notitia Dignitatum, Latomus 22 (1963) W. G. Sinnigen, Chiefs W. G. Sinnigen, Chiefs of Staff and Chiefs of the Secret Service, BZ 57 1 (1964) R. E. Smith, Dux R. E. Smith, Dux, Praepositus, ZPE 36 (1979) R. E. Smith, Septimius Severus R. E. Smith, The Army Reforms of Septimius Severus, Historia 21 (1972) S. Soproni, Mititärstation S. Soproni, Eine spätrömische Mititärstation im sarmatischen Gebiet, στο Roman Frontier Studies Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ Γ. Α. Σουρής, Fabrica Γ. Α. Σουρής, Το Ρωμαϊκό Εργοστάσιο Όπλων (Fabrica) της Θεσσαλονίκης. Μία Νέα Επιγραφή, Τεκμήρια 1 (1995) Θεσσαλονίκης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Pat Southern - Karen R. Dixon, The Late Roman Army, New Haven- Army London 1996 M. P. Speidel, Auxilia M. P. Speidel, The Pay of the Auxilia, JRS 63 (1973) (=M. P. Speidel, MAVORS 1, σ ) M. P. Speidel, Auxilia Palatina M. P. Speidel, Raising New Units for the Late Roman Army. Auxilia Palatina, DOP 50 (1996) M. P. Speidel, Catafractarii M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii and the Rise of the Later Roman Mailed Cavalry. A Gravestone from Claudiopolis in Bithynia, Clibanarii EpigAnat 4 (1984) (M. P. Speidel, MAVORS 8, σ ) M. P. Speidel, Equites Aureliaci M. P. Speidel, A Cavalry Regiment from Orleans at Zeugma on the Euphrates: Equites Scutarii Aureliaci, ZPE 27 (1977) (=M. P. Speidel, MAVORS 1, σ ) M. P. Speidel, Exercitus Arabicus M. P. Speidel, Exercitus Arabicus, Latomus 33 (1974) M. P. Speidel, Field Army M. P. Speidel, The Later Roman Field Army and the Guard of the High Empire, Latomus 46 2 (1987) (=M. P. Speidel, MAVORS 8, σ ) M. P. Speidel, Horse Guardsman M. P. Speidel, A Horse Guardsman in the War between Licinius and Constantine, Chiron 25 (1995) (M. P. Speidel, MAVORS 1) M. P. Speidel, Roman Army Studies 1, MAVORS Vol. I, Amsterdam 1984
56 xlv (M. P. Speidel, MAVORS 8) M. P. Speidel, Roman Army Studies 2, MAVORS Vol. VIII, Amsterdam 1988 M. P. Speidel, Roman Road M. Speidel, Τhe Roman Road to Dumata (Jawf in Saudi Arabia) and the Frontier Strategy of Praetensione Colligare, Historia 36 (1987) (=M. P. Speidel, MAVORS 8, σ ) M. P. Speidel, Sacru Comitatu M. P. Speidel, Agens Sacru Comitatu, ZPE 33 (1979) (=M. P. Speidel, MAVORS 1, σ ) M. P. Speidel, Stablesiani M. P. Speidel, Stablesiani: The Raising of New Cavalry Units during the Crisis of the Roman Empire, Chiron 4 (1974) (=M. P. Speidel, MAVORS 1, σ ) E. Stein, Bas-Empire I 2 E. Stein, Histoire du Bas-Empire, Tome 1 er 2, De l État romain á l État byzantin ( ). Notes et cartes, Bruges 1959 L. F. Stelten, Vegetius L. F. Stelten, Flavius Vegetius Renatus, Epitoma Rei Militaris, edited with an English translation by L. F. Stelten, [American University Studies, Series XVII, Classical Languages and Literature, Vol. 11] New York 1990 R. Stoneman, Palmyra R. Stoneman, Palmyra and its Empire. Zenobia s Revolt against Rome, Ann Arbor 1992 K. Strobel, Truppenliste K. Strobel, Anmerkungen zur Truppengeschichte des Donauraumes in der hohen Kaiserzeit IV: Zur Truppenliste des oberpannonischen Militärdiplome CIL XVI 64 von 116 n.chr. mit einem Anhang zur Geschichte der Ala I Ulpia Contariorum Milliaria c.r., ZPE 70 (1987) K. F. Stroheker, Heermeister K. F. Stroheker, Zur Rolle der Heermeister fränkischer Abstammung im späten vierten Jahrhundert, Historia 4 (1955) A. Suceveanu - A. Barnea, A. Suceveanu - A. Barnea, La Dobroudja romaine, Bucarest 1991 Dobroudja R. Syme, Danubian Emperors R. Syme, Danubian and Balkan Emperors, Historia 22 (1973) Αργυρώ Τατάκη και σύνταξη, Αργυρώ Τατάκη και σύνταξη, Αίγυπτος, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ Αίγυπτος J. D. Thomas, Revolt J. D. Thomas, The Date of the Revolt of L. Domitius Domitianus, ZPE 22 (1976) E. A. Thompson, Athenian Twilight E. A. Thompson, Athenian Twilight, JRS 49 (1959) E. A. Thompson, Danube Frontier E. A. Thompson, Constantine, Constantius II, and the Lower Danube Frontier, Hermes 84 (1956) E. A. Thompson, Peasant Revolts E. A. Thompson, Peasant Revolts in Late Roman Gaul and Spain, στο Studies in Ancient Society (P&P Series), ed. M. I. Finley, London-Boston 1974, σ R. S. O. Tomlin, Seniores-Iuniores R. S. O. Tomlin, Seniores-Iuniores in the Late Roman Army, AJPh 93 (1972) O. Toropu, Dacie Ripensis O. Toropu, La frontière nord-danubienne de la Dacie Ripensis depuis l abandon de la Dacie trajane jusqu aux invasions hunniques, στο Actes de IX e Congrès International d Études sur les frontières romaines, Mamaïa, 6-13 Septembre 1972, ed. par D. M. Pippidi, Bucureşti-Köln-Wien 1974, σ W. Treadgold, Army W. Treadgold, Byzantium and Its Army ( ), Stanford 1995 Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν Ε. Τσακαλώτος, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, α έκδ. Αθήναι 1889, ε
57 xlvi έκδ. Αθήναι 1926 D. Tudor, Dacia D. Tudor, La fortificazione delle citta romane della Dacia nel sec. III dell e.n., Historia 4 (1955) G. D. Tully, Στρατάρχης G. D. Tully, The Στρατάρχης of Legio VI Ferrata and the Employment of Camp Prefects as Vexillation Commanders, ZPE 120 (1998) F. Vittinghoff, Barbarisierung F. Vittinghoff, Zur angeblichen Barbarisierung des römischen Heeres durch die Verbände der Numeri, Historia 1 (1950) J. Vogt, Constantin J. Vogt, Constantin der Grosse und sein Jahrhundert, München 1949, αναθ. ανατ. München 1960 B. Ward-Perkins, Η Πτώση B. Ward-Perkins, Η Πτώση της Ρώμης και το Τέλος του Πολιτισμού, μτφ. Θ. Γιαννόπουλος-Ο. Χειμωνίδου, [Ιστορική Βιβλιοθήκη 7] Θεσσαλονίκη 2006 (Τίτλος πρωτοτύπου: B. Ward-Perkins, The Fall of Rome and The End of Civilization, Oxford 2005) B. H. Warmington, African B. H. Warmington, The North African Provinces from Diocletian to Provinces the Vandal Conquest, Cambridge 1954, ανατ. West Point 1971 G. R. Watson, Roman Soldier G. R. Watson, The Roman Soldier, [Aspects of Greek and Roman Life] Bristol 1969, ανατ G. Webster, Imperial Army G. Webster, The Roman Imperial Army of the First and Second Centuries A.D., London 1969 R. E. M. Wheeler, Arles Walls R. E. M. Wheeler, The Roman Town-Walls of Arles: And a Note on other Roman Town-Walls in Gaul and Britain, JRS 16 (1926) M. Whitby, Persian King M. Whitby, The Persian King at War, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ M. Whitby, Recruitment M. Whitby, Recruitment in Roman Armies from Justinian to Heraclius (ca ), στο The Byzantine and Early Islamic Near East. III: States, Resources and Armies (Papers of the Third Workshop on Late Antiquity and Early Islam), ed. A. Cameron, Princeton 1995, σ J. Wilkes, Ιλλυριοί J. Wilkes, Οι Ιλλυριοί, μτφ. Ε. Πέππα, Αθήνα 1999 [Τίτλος πρωτοτύπου: J. Wilkes, The Illyrians, 1992] S. Williams - G. Friell, Theodosius S. Williams - G. Friell, Theodosius. The Empire at Bay, London 1994 D. Woods, Valerius Victorinus D. Woods, Valerius Victorinus Again, Chiron 27 (1997) D. Woods, Varus D. Woods, Varus of Egypt: a Fictitious Military Martyr, BMGS 20 (1996) C. Zuckerman, Arménie C. Zuckerman, Sur le dispositif frontalier en Arménie, le limes et son évolution, sous le Bas-Empire, Historia 47 (1998) C. Zuckerman, Στρατός C. Zuckerman, Ο Στρατός, στο Ο Βυζαντινός Κόσμος. Τόμος 1. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ( ), υπό τη διεύθυνση της C. Morrisson, μτφ. Α. Καραστάθη, Αθήνα 2007, σ (Τίτλος πρωτοτύπου: Le Monde Byzantin I. L Empire romain d Orient ( ), sous la direction de C. Morrisson, [PUF] Paris 2004) C. Zuckerman, Strongholds C. Zuckerman, The Early Byzantine Strongholds in Eastern Pontus, TM 11 (1991)
58 Χάρτες Κατόψεις Εικόνες Αναπαραστάσεις/απεικονίσεις * Σελ. Επεξηγηματική επιγραφή Ηλεκτρονική πηγή 35 Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία το έτος 200 μ.χ. : 36 Το fossatum Africae : Το vallum Hadriani : Hadrians_Wall_map.svg.png Οι Agri Decumates : Ο limes της Δακίας : Roman_Dacia_de.svg.png Τυπικό οχυρό αδριάνειου τείχους : 49 Προτομή Σεπτιμίου Σεβήρου : 54 Προτομή Γαλλιηνού : 61 Ιππέας του 3 ου αι. με τον εξοπλισμό του : 71 Στρατηγικές στρατιωτικές βάσεις Βορείου Ιταλίας : 72 Στρατηγικές στρατιωτικές βάσεις Παννονίας : Προτομή Αυρηλιανού : Χάρτης της αυτοκρατορίας το μ.χ. : Προτομή Πρόβου : Προτομή Διοκλητιανού : Ύστερο ρωμαϊκό ιππικό. Κατάφρακτος και κλιβανάριος : Λαγκιάριος ιππέας με τον εξοπλισμό του : Λαγκιάριοι πεζοί με τον εξοπλισμό τους : Στρατιώτης των Ερκουλιανών : Στρατιώτες της εποχής του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας : Μαρτζοβάρβουλο : Κατόψεις των οχυρών στρατοπέδων στην Άδρου και στη Βηθωρών : Αναπαράσταση του οχυρού στρατοπέδου στη Βηθωρών : hu2mbitnic8/u7gkmcdlm9i/aaaaaaabi_y/gpj_gha_aky/s1600/11limes_arabicus_06.jpg 176 Το προγεφύρωμα στη Σουκίδαβα του Δούναβη : Sucidava_city_plan.svg.png 182 Το συριακό λίμιτο : Η Strata Diocletiana στη Συρία : Ο βόρειος τομέας του αραβικού λιμίτου : Η Via Nova Traina : Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 300 μ.χ. : xlvii
59 xlviii Σελ. Επεξηγηματική επιγραφή Ηλεκτρονική πηγή 208 Προτομή Μ. Κωνσταντίνου : Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395 μ.χ. : Στρατιώτης της λεγεώνας II Britannica των comitatenses : Βαριά και ελαφρά εξοπλισμένος πεζός του auxilium palatinum των Cornuti : Κλιβανάριοι στη Ρώμη το 357 μ.χ. : Ο Φλάβιος Στηλίχων : Διοικητική δομή και αριθμητική ισχύς του ανατολικού ρωμαϊκού στρατού : vg/1024px-east_roman_army_command_structure.svg.png Διοικητική δομή και αριθμητική ισχύς του δυτικού ρωμαϊκού στρατού : svg/1024px-west_roman_army_command_structure.svg.png 311 Η θεωρητική διάταξη μάχης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού γύρω στο 400 μ.χ. : Βιοτεχνίες οπλισμού (fabricae) και ιματισμού : Κάτοψη της Κολωνίας και της Divitia : Αναπαράσταση της Divitia : Το σύστημα των προχωμάτων βορείως του Δούναβη : g/886px-roman_gothic_walls_romania_plain.svg.png 343 Η αυτοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου : Ασημένιο νόμισμα του Ιουλιανού : CNG.jpg 351 Μέτωπο Ραιτίας και Άνω Ρήνου : Βαλεντινιανός Α : Μέτωπα Άνω και Μέσου Δούναβη : Ανατολικό Μέτωπο : Βόρεια Συρία και Μεσοποταμία Αρμενία : Persian_Frontier_in_Late_Antiquity.svg/1024px-Roman-Persian_Frontier_in_Late_Antiquity.svg.png 363 Θεοδόσιος Α : * Τα πνευματικά δικαιώματα όλων των παραπάνω χαρτών, κατόψεων, εικόνων, αναπαραστάσεων και απεικονίσεων ανήκουν στους δημιουργούς ή/και διαθέτες τους. Η παράθεσή τους σε αυτήν τη διατριβή γίνεται αυστηρά και αποκλειστικά για ακαδημαϊκούς/εκπαιδευτικούς σκοπούς και επ ουδενί λόγω για εμπορική αξιοποίηση, χρηματικό κέρδος ή οικονομικό όφελος καθ οιονδήποτε τρόπο (The copyright of all these maps, ground plans, images and illustrations belong properly to their creators and/or distributors. Using them in this dissertation is done strictly and exclusively for academic/educational purposes and in no way for any kind of commercial profit or financial gain whatsoever).
60 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΝ 3 ο αι. μ.χ.
61 2 1. Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ Στις αρχές του 3 ου αι. μ.χ. ο ρωμαϊκός κόσμος παρέμενε ακόμη στο σύνολό του ισχυρότατος. Το Imperium Romanum ασκούσε την κυριαρχία του σε μια τεράστια έκταση που κάλυπτε τρεις ηπείρους (Ευρώπη-Ασία-Αφρική), από τις ακτές της Βρετανίας ως τις ερήμους της Συρίας και από τα δάση της Γερμανίας και της Δακίας ως τις ακτές της Λιβύης και της Αιγύπτου. Η Μεσόγειος Θάλασσα, αυτό το μοναδικό λίκνο πολιτισμών, αποτελούσε επί δύο και πλέον αιώνες ρωμαϊκή λίμνη με όλα τα πλεονεκτήματα που αυτό συνεπαγόταν για το εμπόριο και την οικονομία γενικότερα. Η ρωμαϊκή οικουμένη είχε ήδη μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο χωνευτήρι λαών και πολιτισμών που όμοιό του δε γνώρισε η ανθρωπότητα παρά μόνο στη σύγχρονη εποχή. Η ισχύς και η επιρροή του ρωμαϊκού κράτους είχαν φτάσει στα ύψη, καθώς αναγνωρίζονταν σε όλο το εύρος του τότε γνωστού κόσμου. Μια σειρά ωστόσο από διεργασίες, τόσο στο εσωτερικό της Ρώμης όσο και στον περίγυρό της, σύντομα θα ανέτρεπαν την κατάσταση και θα οδηγούσαν την αυτοκρατορία στη χειρότερη κρίση από την ίδρυσή της, στην περιβόητη «κρίση του 3 ου αι. μ.χ.». Τα συμπτώματα της κρίσης είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά από την εποχή της δυναστείας των Σεβήρων ( ), για να κορυφωθούν στα χρόνια της λεγομένης «στρατιωτικής αναρχίας» ( ). Μπορούμε χωρίς υπερβολή να μιλήσουμε για γενικευμένη κρίση του ρωμαϊκού κράτους με κύρια συστατικά: α) την πολιτική και καθεστωτική αστάθεια, β) την επιταχυνόμενη μεταβολή των δομών πάνω στις οποίες είχε στηριχθεί ως τότε η καθεστηκυία τάξη, γ) την οικονομική και δημογραφική κάμψη, δ) την έκρηξη των κοινωνικών εντάσεων και βέβαια ε) τις βαρβαρικές εισβολές, με τις οποίες θα ασχοληθούμε στην επόμενη ενότητα 1. Ήδη από την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας διάφοροι ιστορικοί και συγγραφείς, όπως ο Δίων Κάσσιος, ο Ηρωδιανός και ο Δέξιππος, αλλά και απολογητές της Εκκλησίας όπως ο Τερτυλλιανός, ο Άγιος Κυπριανός, ο Λακτάντιος κ.ά., είχαν επισημάνει στα έργα τους όλες αυτές τις παραμέτρους. Κοινή συνισταμένη των απόψεων που υπάρχουν σε πολλές από τις πηγές της περιόδου αποτελεί η χρονική σύμπτωση των αρνητικών αλλαγών. Ο Άγιος Κυπριανός (3 ος αι.) υποστήριζε λ.χ. ότι στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχαν ενσκήψει πολλά δεινά «in continuatio (et) cumulatio», με πολύ γρήγορους ρυθμούς και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ ό,τι παλιότερα 2. Θεωρούσε επίσης ότι η εποχή του χαρακτηριζό- 1 Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 274. Του ιδίου, Crisis Γ. Ι. Καλαφίκης, Πίσων 139. Πρβλ. επίσης Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ευρώπη 17, όπου παρεμφερής ανάλυση. Ο B. Ward-Perkins σε πρόσφατη μελέτη του -του ανακεφαλαίωσε και συνόψισε με εξαιρετική σαφήνεια και ευστοχία όλα τα βασικά προβλήματα που ταλάνισαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον 3 ο αι. μ.χ., δηλαδή τις εισβολές, τα κινήματα, την οικονομική κρίση, τις αποσχίσεις περιφερειών και την καθεστωτική αστάθεια. Βλ. σχετικά B. Ward-Perkins, Η Πτώση Cyprianus, Ad Demetrianum 5: «sic celeriter, in tanta celeritate, sic granditer». Βλ. G. Alföldy, Crisis 104.
62 ταν από την πολυμορφία και τον πολλαπλασιασμό των δυσμενών εξελίξεων 3. Την άποψη αυτή συμμεριζόταν νωρίτερα και ο Ηρωδιανός, ο οποίος στην εισαγωγή της Ιστορίας του είχε τονίσει την σύμπτωση «πολλῶν καὶ ποικίλων καὶ θαύματος ἀξίων» σχολιάζοντας την εποχή ανάμεσα στο 180 και το Η συσσώρευση τόσο αρνητικών φαινομένων με επιταχυνόμενο μάλιστα ρυθμό αποτελεί όντως μία επιπλέον παράμετρο της περιβόητης «κρίσης του 3 ου αι.». Είχε δημιουργηθεί λοιπόν στη συνείδηση, ή τουλάχιστον στο αίσθημα των συγχρόνων, ότι σε αντίθεση με το παρελθόν η εποχή τους χαρακτηριζόταν από αστάθεια και αλλαγή των δομών του κράτους 5. Βαρύνουσα σημασία για τις αρνητικές εξελίξεις της περιόδου είχε κατά τη γνώμη μας η καθεστωτική και πολιτική κρίση που ταλάνισε την αυτοκρατορία καθ όλη τη διάρκεια εκείνου του αιώνα. Το ρωμαϊκό κράτος ήταν οργανωμένο σύμφωνα με τα πρότυπα των συγκεντρωτικών μοναρχιών της αρχαιότητας. Η διατήρηση της συνοχής και της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας εκπορευόταν από την σταθερότητα του πολιτικού της συστήματος σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ ό,τι στα σύγχρονα κράτη. Απουσίαζαν αυτόνομοι μηχανισμοί ελέγχου όπως πολιτικές παρατάξεις ή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Απουσίαζαν επίσης αυθύπαρκτοι μηχανισμοί διαμόρφωσης εξελίξεων όπως ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση, η κοινή γνώμη και η κινητικότητα του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια κάθε πολιτική εκτροπή είχε άμεσο αρνητικό αντίκτυπο σε όλους τους τομείς της ζωής της αυτοκρατορίας, της οποίας συνεκτικός ιστός παρέμενε αποκλειστικά η σταθερότητα του συστήματος εξουσίας. Ο P. Brown -έγκριτος μελετητής της ύστερης αρχαιότητας- έχει συνοψίσει με επιτυχία τις παραπάνω διαπιστώσεις υποστηρίζοντας ότι η αλλαγή της θέσης του μονάρχη στο ευαίσθητο πλέγμα της ρωμαϊκής κοινωνίας αποτελεί το βασικό ελατήριο στην εκδοχή για την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 3 ο αι. μ.χ. 6. Το έτος 192 σηματοδότησε το τέλος της δυναστείας των Αντωνίνων και την άνοδο στο θρόνο του Σεπτιμίου Σεβήρου, διοικητή των λεγεώνων της Παννονίας, έπειτα από σκληρούς εμφυλίους πολέμους που διήρκεσαν τέσσερα χρόνια ( ) 7. Κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων άρχισε σταδιακά να μεταμορφώνεται η μοναρχία μέσω μιας πορείας που θα οδηγήσει από το σύστημα της «Ηγεμονίας» του Αυγούστου (Princi- 3 3 Πρβλ. Cyprianus, Ad Demetrianum 17. Βλ. G. Alföldy, Crisis Ηρωδιανός Βλ. G. Alföldy, Crisis G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 274. Πρβλ. επίσης του ιδίου, Crisis P. Brown, Οι απόψεις του Γίββωνα για τον πολιτισμό και την κοινωνία του 5 ου και 6 ου αιώνα, στο P. Brown, Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη Αρχαιότητα, μτφ. Α. Παπαθανασοπούλου, Αθήνα 2000, σ (Τίτλος πρωτοτύπου: P. Brown, Society and the Holy in Late Antiquity, Berkeley 1979), σ. 38. Παρόμοια είναι η εκτίμηση του D. Nicholas (Μεσαιωνικός Κόσμος 31): «η πολιτική δομή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρουσίαζε μια ενότητα κορυφής που επί ένα διάστημα συγκάλυπτε την οικονομική υπανάπτυξη και τις βαθιές εθνικές και πολιτισμικές διαιρέσεις. Αυτή η συγκάλυψη εξέλιπε με ταχείς ρυθμούς στα τέλη του 2 ου αιώνα». 7 Για τους εμφυλίους πολέμους της περιόδου αυτής βλ. R. Rémondon, Crise 79. M.Rostovtzeff, Ιστορία M. Grant, Climax 15. S. N. Miller, Imperial House 1-4, 7-9,
63 4 patus) σε εκείνο της στρατιωτικής απολυταρχίας ή «Δεσποτείας» (Dominatus) που χαρακτηρίζει την περίοδο της ύστερης ρωμαϊκής αρχαιότητας 8. Πρώτο σύμπτωμα της νέας εποχής στάθηκε η σταδιακή έκλειψη της πολιτικής επιρροής της Συγκλήτου. Η περίοδος της αγαστής συνεργασίας και της αρμονικής σχέσης του σώματος των συγκλητικών με τους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας που είχε επικρατήσει κατά την περίοδο της δυναστείας των Αντωνίνων (96-192) διακόπηκε. Ο στενός δεσμός μεταξύ του μονάρχη και της συγκλήτου έσπασε και μόνο σε λίγες περιπτώσεις η άνοδος αυτοκρατόρων του 3 ου αι. επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο σύμφωνα με την παραδοσιακή πρακτική 9. Ο Ηρωδιανός ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο Σεπτίμιος Σεβήρος επιδίωξε εσκεμμένα να μειώσει την επιρροή της Συγκλήτου χρησιμοποιώντας τον στρατό 10. Η αριστοκρατία των συγκλητικών διατήρησε βέβαια την οικονομική της δύναμη και το μεγάλο κύρος της, αλλά η πολιτική εξουσία περιερχόταν ολοένα και περισσότερο στα επίλεκτα μέλη της τάξης των ιππέων, δηλαδή στην ηγεσία και τους αξιωματικούς του στρατού καθώς και στα κορυφαία στελέχη της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας 11. Κατ αυτόν τον τρόπο η Σύγκλητος απώλεσε ακόμη και τις νομοθετικές εξουσίες της και οι συγκλητικοί έχασαν τα πολιτικά προνόμια που ανήκαν κάποτε στην τάξη τους 12. Συγχρόνως σε όλη την αυτοκρατορία από το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης των πόλεων είχε απομείνει μια σκιά το κράτος διοικούνταν από ένα γραφειοκρατικό σμήνος αυτοκρατορικών υπαλλήλων, οι περισσότεροι των οποίων ήταν πρώην στελέχη του στρατού 13. Επιπλέον σε αντίθεση προς το παλαιότερο καθεστώς της «Ηγεμονίας», η νέα μορφή του μοναρχικού καθεστώτος από την εποχή του Σ. Σεβήρου και έπειτα απαιτούσε την ολοκληρωτική υποταγή των υπηκόων 14. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες της περιόδου διεκδικούσαν πλέον επίσημα τον τίτλο του «δεσπότη» (dominus) και ήταν κατ αυτόν τον τρόπο κύριοι των υπηκόων τους όπως ακριβώς ο κοινός κύριος εξουσίαζε τους δούλους 8 Πρβλ. J. Vogt, Constantin P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 21. P. Anderson, Φεουδαρχισμός 100. Ο G. Alföldy, μελετητής της κρίσιμης αυτής περιόδου, ορθά υπογραμμίζει ως ενδεικτική την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Ηρωδιανός προκειμένου να περιγράψει τη μεταμόρφωση της μοναρχίας. Ο Ηρωδιανός χρησιμοποίησε τον όρο «ἀριστοκρατία», για να περιγράψει το πολιτειακό σύστημα του Αυγούστου σε αντιδιαστολή προς τον όρο «τυραννίς», με τον οποίο χαρακτήρισε τη στρατιωτική δεσποτεία της εποχής του. Bλ. G. Alföldy, Crisis 98. Του ιδίου, Zeitgeschichte und Krisenempfindung bei Herodian, Hermes 99 (1971) , σ Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία Πρβλ. Ηρωδιανός Βλ. Y. Le Bohec, Imperial Army 191, G. Alföldy, Κρίση 586. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία Παρομοίως M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 5, Βλ. R. Rémondon, Crise Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 29. M. Rostovtzeff, Ιστορία 313. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 284. Ο A. H. M. Jones υποστηρίζει εντούτοις ότι η ενεργός συμμετοχή της Συγκλήτου στην επανάσταση του 238 εναντίον του αυταρχικού στρατιώτη-αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θράκα αποτελεί κτυπητή μαρτυρία του κύρους και της επιρροής της συγκλητικής τάξης εκείνη ακόμη την προχωρημένη εποχή. Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire I M. Rostovtzeff, Ιστορία G. Alföldy, Κρίση 586. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία 275.
64 του 15. Έτσι η βασική φιλοσοφία του αυτοκρατορικού καθεστώτος του Αυγούστου, σύμφωνα με την οποία η εξουσία ασκείται από τον Πρώτο Πολίτη (princeps), ατόνησε και συγχρόνως κλονίστηκε η προνομιακή θέση των Ρωμαίων πολιτών 16. Το 212 επί Καρακάλλα, η Constitutio Antoniniana που προέβλεπε την απονομή της ρωμαϊκής ιθαγένειας σε όλον τον ελεύθερο πληθυσμό της αυτοκρατορίας, σηματοδότησε κατά τον M. Rostovtzeff την οριστική κατάρρευση των θεμελίων του ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή της Συγκλήτου και του Λαού της Ρώμης (Senatus Populusque Romanus) 17. Το αυτοκρατορικό αξίωμα έχασε ωστόσο την ευρεία κοινωνική βάση της εποχής της Ηγεμονίας και περιορίστηκε στην υποστήριξη μόνο της ευάριθμης ηγετικής τάξης και των στρατιωτικών 18. Είχε πλέον μεταβληθεί σε «στρατιωτική δεσποτεία» βασιζόμενη αποκλειστικά στον στρατό 19. Ο στρατός είχε αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη σημασία ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων του Σεπτίμιου Σεβήρου και η κρίσιμη κατάσταση του 3 ου αι. τού έδωσε μια επικίνδυνα εξέχουσα θέση 20. Ο M. Rostovtzeff με μία δόση ρητορικής υπερβολής σχολιάζει ότι ο ίδιος ο Σεπτίμιος Σεβήρος δεν είχε καμία πρόθεση να αποκαταστήσει τις πολιτικές αξίες και παραδόσεις της εποχής του Αυγούστου 21. Η εξουσία του, όπως και εκείνη των διαδόχων του, βασιζόταν αποκλειστικά στη νομιμοφροσύνη των στρατιωτών, γι αυτό και έστρεψε όλη την προσοχή του προς την ικανοποίηση του στρατεύματος μέσω αρκετών ευνοϊκών ρυθμίσεων. Στις ρυθμίσεις αυτές συμπεριλαμβανόταν η αξιοσημείωτη αύξηση του βασικού μισθού των λεγεωναρίων αναγνωρίστηκε επιπλέον το δικαίωμα των στρατιωτών να νυμφεύονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους στις περιοχές εγκατάστασής τους και έδωσε έτσι νομιμότητα σε πρακτικές δεκαετιών 22. Η μελέτη σχετικού παπυρολογικού 5 15 G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 314. Επίσης M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy J. Vogt, Constantin M. Rostovtzeff, Ιστορία Πρβλ. M. Rostovtzeff, Ιστορία 313. H Averil Cameron (Ύστερη αυτοκρατορία 31-32) όπως και οι περισσότεροι ιστορικοί και μελετητές της περιόδου παραδέχονται ότι τα κίνητρα του αυτοκράτορα Καρακάλλα σχετίζονταν κυρίως με την είσπραξη περισσοτέρων φόρων παρά με ιδεαλισμό και γενναιοδωρία. Ίσως μάλιστα η διακήρυξη αυτή να εντάσσεται στα πλαίσια άσκησης κάποιου είδους «λαϊκιστικής» πολιτικής και να αποτελεί συνέπεια πολιτικών τριγμών και εντάσεων. Άλλοι μελετητές όμως χαρακτηρίζουν την Constitutio Antoniniana ως το αίσιο πέρας της διαδικασίας πολιτικής και διοικητικής ενοποίησης της ρωμαϊκής οικουμένης (ενδεικτικά P. Anderson, Φεουδαρχισμός 87). Ο E. T. Salmon (Disintegration 42-46) θεωρεί όμως ότι η αυτόματη απονομή της ρωμαϊκής πολιτείας σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας αδρανοποίησε αυτομάτως ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα για την κατάταξη στον στρατό, δηλαδή την εκχώρηση της ρωμαϊκής πολιτείας στους στρατιώτες με το πέρας της θητείας τους. 18 G. Alföldy, Κρίση M. Rostovtzeff, Ιστορία 313. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 314. J. Vogt, Constantin Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία Πρβλ. και P. Oliva, Pannonia P. Le Roux, Sévères 261, M. Rostovtzeff, Ιστορία Βλ. Ηρωδιανός Ήδη από τον 2 ο αι. άρχισε σταδιακά η θητεία να μετατρέπεται σε κληρονομική υποχρέωση, αφού οι γιοι των βετεράνων επέλεγαν συνήθως το επάγγελμα του πατέρα τους. Τον 4 ο αι. οι γιοι των στρατιωτικών ήταν πλέον αναγκασμένοι από τον νόμο να ακολουθήσουν στρατιωτική σταδιοδρομία. Βλ. G. L. Cheesman, Auxilia 119. E. Birley, Septimius Severus R. Rémondon, Crise 80. M. Grant, Climax A. H. M. Jones, Later Empire I 19. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 506.
65 6 υλικού και οι αρχαιολογικές έρευνες πιστοποίησαν επίσης το γεγονός ότι πολλοί στρατιώτες αποκτούσαν, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, έγγειο ιδιοκτησία, εξέλιξη που ασφαλώς ενίσχυε περαιτέρω τους δεσμούς τους με τους τόπους όπου υπηρετούσαν 23. Διϊστάμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί από τους σύγχρονους ιστορικούς σχετικά με τα ευνοϊκά μέτρα του Σ. Σεβήρου. Ο R. E. Smith θεωρεί ότι αποτελούσαν μέρος ενός σχεδίου του Σ. Σεβήρου να βελτιώσει τις συνθήκες υπηρεσίας των στρατιωτών και να ενδυναμώσει την άμυνα της αυτοκρατορίας, αποκρούοντας κατ αυτόν τον τρόπο τις κατηγορίες για εξαγορά συνειδήσεων και εκμαυλισμό που είχαν εκφραστεί ήδη από την αρχαιότητα 24. Αντίθετα ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι οι ρυθμίσεις του Σ. Σεβήρου και ειδικά η αύξηση του μισθού των στρατιωτών έγινε για καθαρά πολιτικούς λόγους 25. Είναι άλλωστε εξόχως ενδεικτικές οι συμβουλές που φέρεται να έδωσε ο Σ. Σεβήρος στους γιους και διαδόχους του Καρακάλλα και Γέτα σχετικά με το πώς έπρεπε να ασκήσουν την εξουσία τους: «τάδε λέγεται τοῖς παισὶν εἰπεῖν : ὁμονοεῖτε, τοὺς στρατιώτας πλουτίζετε, τῶν ἄλλων πάντων καταφρονεῖτε» 26. Νομίζω εντούτοις ότι η αλήθεια αναφορικά με το παραπάνω ζήτημα μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση. Όλες αυτές οι εξελίξεις μετέτρεψαν πάντως τις ένοπλες δυνάμεις σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη εντός της αυτοκρατορίας. Την καθοριστική επιρροή του στρατού στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας είχαν κατανοήσει και οι σύγχρονοι με τα γεγονότα συγγραφείς. Ο Δίων Κάσσιος ανέφερε εμφατικά ότι από τη βασιλεία του Κόμμοδου κι έπειτα, ιδίως μετά το 193, ο στρατός είχε γίνει ο κυρίαρχος πολιτικός και πολιτειακός παράγοντας 27. Ο ίδιος ιστορικός είδε στον θάνατο του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου ( ), τελευταίου φωτισμένου ηγεμόνα της περιόδου του Principatus, το τέλος ενός «χρυσού αιώνα» και την απαρχή μιας «εποχής σιδήρου και σκουριάς» εξαιτίας των πολιτικών κρίσεων κατά τη διάρκεια της μοναρχίας του Κόμμοδου ( ) και της μεταβολής των δομών εξουσίας επί του Σεπτιμίου Σεβήρου ( ) και των διαδόχων του 28. Aκόμη και μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο ανώνυμος ρήτορας της εποχής του Φιλίππου ( ), όχι μόνο συμφωνούσαν με την παρα- M. Rostovtzeff, Ιστορία 310. G. R. Watson, Roman Soldier 89-92, G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Y. Le Bohec, Imperial Army 81, , , 210, 221. C. E. Brand, Military Law 91. R. E. Smith, Septimius Severus Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 7, 85. R. Cowan, Legionary 10-11, D. Nicholas, Μεσαιωνικός Κόσμος 32, Βλ. σχετικά M. Grant, Climax και υποσημ σ Πρβλ. συγκεκριμένα R. E. Smith, Septimius Severus 481, 485, Το ίδιο έχουν υποστηρίξει τελευταία οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 7). 25 Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I Δίων Κάσσιος Παρόμοια φρασεολογία χρησιμοποιεί και ο Ηρωδιανός ( ): «αὐτός δε (ο Σεπτίμιος Σεβήρος) ἐπειρᾶτο συνάγειν τοὺς παῖδας ἐς φιλίαν καὶ προτρέπειν ἐς ὁμόνοιαν καὶ συμφωνίαν πλοῦτόν τε καὶ δύναμιν τοιαύτας οἵας μὴ ἔσεσθαι ἔξωθεν ἐπιβουλεῦσαι, τοσαύτης μὲν οὔσης οἴκοι περιουσίας ὡς ἀφειδῶς καὶ δαψιλῶς τοῖς στρατιώταις χορηγεῖν». Βλ. G.Alföldy, Crisis 99. E. Birley, Septimius Severus M.Rostovtzeff, Ιστορία 303. P. Oliva, Pannonia 136. M. Whitby, Recruitment 63. Y. Le Bohec, Imperial Army Δίων Κάσσιος κ. ε., κ.ε., , , κ.ε., Βλ. G. Alföldy, Crisis Δίων Κάσσιος Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 273. Του ιδίου, Crisis 92. F. Millar, Cassius Dio 119. Πολύμνια Αθανασιάδη, Ιουλιανός 151.
66 πάνω άποψη, αλλά επιπλέον στιγμάτιζαν την έλλειψη πειθαρχίας εκ μέρους των στρατευμάτων, καθώς και τον καταστρεπτικό ρόλο του στρατού στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις 29. Ο Ηρωδιανός εκφράζοντας πιθανώς και την κοινή γνώμη της εποχής του σημείωνε ότι με την πτώση του Περτίνακα το 193 και την αναγόρευση ως αυτοκράτορα του Δίδιου Ιουλιανού από τους πραιτωριανούς είχε αρχίσει η περίοδος της εξουσίας των στρατιωτών 30. Χαρακτήριζε όμως τους στρατιώτες διεφθαρμένους, απείθαρχους και φιλάργυρους και τους κατηγορούσε ότι μισούσαν τους ηγέτες τους και ότι διέθεταν απεριόριστες πολιτικές φιλοδοξίες 31. Πράγματι φαίνεται πως τα παραπάνω σχόλια αποδίδουν με ακρίβεια την ιστορική πραγματικότητα. Οι σφετερισμοί και τα στρατιωτικά κινήματα ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής που εξετάζουμε. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες ανήκαν πλέον στον στρατό και η ανάμειξή του στις διαδικασίες ανάδειξης αυτοκρατόρων έβαινε διαρκώς κλιμακούμενη. Κατά την περίοδο της δυναστείας των Σεβήρων ( ) ο στρατός έπαιξε τον ρόλο ρυθμιστή στις εξελίξεις διαδοχής που οδήγησαν στον θρόνο όλους σχεδόν τους αυτοκράτορες, όπως τον Μακρίνο, τον Ελαγάβαλο και τον Αλέξανδρο Σεβήρο 32. Η δολοφονία όμως του Αλέξανδρου Σεβήρου το 235 από ομάδα στρατιωτικών με επικεφαλής τον μετέπειτα αυτοκράτορα Μαξιμίνο ( ) σηματοδότησε κατά τη γνώμη μου τη μετατροπή του στρατού από ρυθμιστή σε καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων. Μεταξύ των ετών , την εποχή δηλαδή της «στρατιωτικής αναρχίας», αναγορεύτηκαν δεκάδες αυτοκράτορες και επιπλέον αρκετοί καίσαρες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν στρατιωτικοί και αντλούσαν δύναμη από την υποστήριξη περιφερειακών συγκροτημάτων λεγεώνων, όπως του Δούναβη, της Γαλατίας, της Συρίας και της Βρετανίας 33. Θεωρώ τουλάχιστον οξύμωρο και παράδοξο το γεγονός ότι το αυτοκρατορικό αξίωμα αποδείχτηκε τόσο ασθενές και η τύχη των αυτοκρατόρων τόσο ευμετάβλητη την εποχή μάλιστα κατά την οποία η μοναρχία μετεξελισσόταν σε απολυταρχία. Οι απόψεις τριών κορυφαίων μελετητών της περιόδου εκτιμώ ότι μπορούν να φωτίσουν σε μεγάλο βαθμό τις πτυχές αυτού του ζητήματος. Ο A. H. M. Jones αναφέρει ως σημαντική τη αρνητική συμβολή του στρατού στην εμπέδωση του κλίματος καθεστωτικής αστάθειας, στέκεται όμως περισσότερο στις τριβές μεταξύ της ρωμαϊκής ιθύνουσας τάξης και ιδιαίτερα 7 29 Εις βασιλέα 30 κ.ε. Βλ G. Alföldy, Crisis Ηρωδιανός Βλ. G. Alföldy, Crisis Ηρωδιανός Βλ. G. Alföldy, Crisis Πρβλ. G. Alföldy, Κρίση M. Grant, Climax M. Rostovtzeff, Ιστορία R. Rémondon, Crise Πρβλ. G. Alföldy, Κρίση 594. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία 276. Γ. Ι. Καλαφίκης, Πίσων 139. Βλ. επίσης A. H. M. Jones, Later Empire I P. Anderson, Φεουδαρχισμός 96. A. Goldsworthy, Roman Army 200. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 43. M. J. Nicasie, Twilight 2. M. Grant, The Fall 66 (κάνει λόγο για 80 περίπου στρατηγούς που χαιρετίστηκαν ως αυτοκράτορες από τα μέσα του 2 ου ως τις αρχές του 4 ου αι.). N. Fields, Saxon Shore 9. Μάλιστα, στη Historia Augusta ένα ολόκληρο κεφάλαιο όπου απαριθμούνται διάφοροι σφετεριστές του 3 ου αι. επιγράφεται «Τριάκοντα Τύραννοι» (Tyranni Triginta). Πρόκειται βέβαια για έναν σαφή παραλληλισμό με τους Τριάκοντα Τυράννους των Αθηνών το 404/3 π.χ.
67 8 στην περιοδική αντιπαλότητα αυτοκράτορα και Συγκλήτου 34. Σύμφωνα πάλι με τον G. Alföldy η επισφαλής θέση των αυτοκρατόρων οφείλεται στο ότι ήταν και οι ίδιοι παίγνια του νέου μηχανισμού εξουσίας που είχαν στήσει. Έτσι η μοναρχία ήταν βέβαια αρκετά ισχυρή ώστε να καταστέλλει κινήματα και εξεγέρσεις, όχι όμως τόσο ώστε να προσφέρει ένα σταθερό πολιτικό πλαίσιο όπως η «Ηγεμονία» της πρώιμης αυτοκρατορικής εποχής, το οποίο θα μπορούσε να κερδίσει την υποστήριξη ευρύτερων κοινωνικών ομάδων προς την καθεστηκυία τάξη 35. Παρόμοια άποψη εξέφρασε και ο J. Gaudemet, ο οποίος παραδέχεται ότι η στρατιωτική δυναστεία των Σεβήρων προετοίμασε τον δρόμο για την απόλυτη μοναρχία της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου υποστηρίζει όμως ότι το καθεστώς αποδείχτηκε πολλές φορές αδύναμο και ο απολυταρχισμός που εφάρμοσε συχνά αντιστρόφως ανάλογος προς την αληθινή του ισχύ 36. Νέο σταθερό πολιτικό πλαίσιο θα προσφέρουν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα οι μεταρρυθμίσεις των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού ( ) και Μεγάλου Κωνσταντίνου ( ). Όλα αυτά τα γεγονότα οδήγησαν το κράτος σε περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας. Οι περισσότεροι συγγραφείς του 3 ου αι. δεν ήταν δυνατό να μη σχολιάσουν τη γρήγορη εναλλαγή αυτοκρατόρων στον θρόνο με τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπαγόταν για την κοινωνική ειρήνη, την οικονομία, τη σταθερότητα και την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Ο Δίων Κάσσιος και ο Άγιος Κυπριανός συμπέραιναν ότι όλοι οι αυτοκράτορες της εποχής, ακόμη και εκείνοι που αποδείχτηκαν περισσότερο πετυχημένοι, είχαν απωλέσει κάθε έρεισμα που θα τους επέτρεπε να ασκήσουν σταθερά την εξουσία τους 37. Ο Ηρωδιανός στην εισαγωγή του έργου του σχολίαζε πως η σταθερότητα της περιόδου της Ηγεμονίας είχε χαθεί ανεπιστρεπτί και ότι ακολουθούσε πλέον μια εποχή γρήγορης εναλλαγής αυτοκρατόρων 38. Την αστραπιαία εναλλαγή αυτοκρατόρων επισημαίνει και η Averil Cameron ως «το πρώτο και πιο εμφανές σύμπτωμα» της κρίσης του ρωμαϊκού κράτους κατά τον 3 o αι. μ.χ. 39. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης λίγοι μόνον αυτοκράτορες, όπως ο Γαλλιηνός, κατάφεραν να διατηρήσουν την αρχή για σχετικά μακρό χρονικό διάστημα 40. Οι περισσότεροι διατηρήθηκαν στην εξουσία για ένα διάστημα που κυμαινόταν από λίγους μήνες, όπως οι δύο Γορδιανοί το 238, ο Μάξιμος και ο Βαλβίνος την ίδια χρονιά, ο Αιμιλιανός το 253, ως μερικά χρόνια, συνήθως ανάμεσα στα δύο ως επτά, όπως ο Μαξιμίνος, ο 34 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire I G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία J. Gaudemet, Το ρωμαϊκό θαύμα, στο F. Braudel - G. Duby - R. Arnaldez - M. Aymard - J. Gaudemet - P. Solinas, Η Μεσόγειος. Άνθρωποι και πολιτισμική κληρονομιά, μτφ. Κ. Αντύπας, Αθήνα 1990, ανατ.1991, σ (Τίτλος πρωτοτύπου: F. Braudel - G. Duby - R. Arnaldez - M. Aymard - J. Gaudemet - P. Solinas, La Méditerrannée, les hommes et l héritage, Paris ), σ Πρβλ. Δίων Κάσσιος , Cyprianus, Ad Donatum Βλ. G. Alföldy, Crisis Πρβλ. Ηρωδιανός Βλ. G. Alföldy, Crisis 99, Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 22 και 23. Παρομοίως J. Vogt, Constantin G. Alföldy, Κρίση 594.
68 Γορδιανός Γ, ο Φίλιππος ο Άραβας, ο Δέκιος, ο Τρεβωνιανός Γάλλος κ.ά. 41. Η διακυβέρνηση του κράτους είχε πλέον αφεθεί στα χέρια ανδρών «καλών όσο και κακών, ευγενών αλλά και άσημων, ακόμη και (στα χέρια) πολλών βαρβάρων», όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε ο ιστορικός του 5 ου αι. Αυρήλιος Βίκτωρ 42. Ο A. H. M. Jones διατείνεται ότι κανείς αυτοκράτορας του 3 ου αι. δεν κατόρθωσε να κυβερνήσει αρκετά, ώστε να δημιουργηθεί η απαραίτητη δυναστική συνέχεια αντιμετωπίζει μάλιστα την απουσία δυναστικής παράδοσης ως ανεξάρτητο παράγοντα που έτρεφε διαρκώς τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες πολλών ισχυρών στρατιωτικών ηγετών της περιόδου 43. Τα στρατεύματα και οι ηγήτορες της εποχής της κρίσης όχι μόνο είχαν κατανοήσει, αλλά εκμεταλλεύονταν πλέον στο έπακρο την ισχύ τους. Οι ρωμαϊκές ένοπλες δυνάμεις είχαν μετατραπεί σε καθαρά επαγγελματική δύναμη ήδη από τον 1 ο αι. π.χ., τρεις ολόκληρους αιώνες πριν 44. Μέχρι τον 3 ο αι. μ.χ. οι στρατιωτικοί απέκτησαν συλλογική συνείδηση καθώς και συναίσθηση της αυξανόμενης επιρροής τους στα τεκταινόμενα της αυτοκρατορίας. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται καθαρά στο γεγονός ότι σχημάτιζαν πολύ συχνότερα από πριν ενώσεις (scholae=σχολαί ή collegia=κολλήγια), διακρινόμενοι ως επί το πλείστον από τον βαθμό τους 45. Στα παραπάνω πρέπει ακόμη να προσθέσουμε την περήφανη συνείδηση της πολιτικής σημασίας του στρατού, την οποία εξυμνούσε και η αυτοκρατορική προπαγάνδα με συνθήματα υπέρ της «πίστης του στρατού» (fides exercitus) 46. Οι χαοτικές συνθήκες του 3 ου αι. προσέφεραν νέες ευκαιρίες πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου. Το κατώτερο στρώμα των οπλιτών και των υπαξιωματικών ωφελήθηκε σημαντικά από τις ρυθμίσεις που προέβλεπαν την άνοδο του μισθού και την νομιμοποίηση των γάμων στις περιοχές στρατωνισμού τους. Ακόμη πιο σημαντικές ήταν οι παροχές (donativa) κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση, γεγονός που πιστεύω ότι ενίσχυσε τη ροπή των στρατευμάτων προς την καθεστωτική ανατροπή. Οι στρατιώτες μπορούσαν κατ αυτόν τον τρόπο να σχηματίσουν εύκολα περιουσία από τα δώρα 47. Επιπλέον είχαν τη δυνατότητα κατά τους εμφυλίους πολέμους να αποκτούν λάφυρα, ενώ ακόμη και στις εποχές του χειρότερου πληθωρισμού ο στρατός ανεφοδιαζόταν τακτικά και κατά προτεραιότητα με τρόφιμα και ρουχισμό 48. Έτσι η στρατιωτική υπηρεσία αποτελούσε βέβαια ριψοκίνδυνη αλλά ταυτό Βλ. G. Alföldy, Κρίση C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II Aurelius Victor, de Caes. 24.9: «immissi in imperium promiscue boni malique, nobiles atque ignobiles, ac barbariae multi». 43 A. H. M. Jones, Later Empire I Πρβλ. και C. E. Brand, Military Law 117. W. T. Arnold, Provincial Administration 114 (εξαίρει το έργο του Αυγούστου για τη δημιουργία μόνιμου επαγγελματικού στρατού και παραθέτει σχετικά χωρία πηγών). 45 G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 297. Ο R. E. Smith και ο Y. Le Bohec υποστηρίζουν ότι ο Σεπτίμιος Σεβήρος ενθάρρυνε προσωπικά τη δημιουργία αυτών των ενώσεων, ώστε να κάνει ελκυστικότερη τη ζωή στα στρατόπεδα. Πρβλ. R. E. Smith, Septimius Severus Y. Le Bohec, Imperial Army G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 299. Πρβλ. επίσης Y. Le Bohec, Imperial Army 217.
69 10 χρονα αρκετά επικερδή επιχείρηση. Το πόσο δημοφιλής ήταν εκείνη την εποχή η στρατιωτική θητεία αποδεικνύεται και απ το γεγονός ότι πολλοί εκπρόσωποι της βουλευτικής τάξης των πόλεων (ordo decurionum) κατέφευγαν στον στρατό, για να γλιτώσουν από την επαχθή φορολογία που τους είχε επιβληθεί 49. H κρίση ωστόσο του 3 ου αι. δεν αφορούσε μόνο στις μεταβολές σε επίπεδο θεσμών και δομών με αποτελέσματα, όπως προαναφέραμε, τη μεταμόρφωση της μοναρχίας, την αυξανόμενη πολιτική επιρροή του στρατού και την επακόλουθη πολιτική αστάθεια. Ήταν επίσης κρίση οικονομική, κοινωνική και δημογραφική. Αρκετοί συγγραφείς της εποχής, π.χ. ο Δίων Κάσσιος, ο Ηρωδιανός κ.ά., είχαν τονίσει στα έργα τους τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία 50. Άλλοι πάλι, όπως οι διάφοροι Λατίνοι πανηγυριστές της περιόδου μεταξύ του τέλους του 3 ου και των αρχών του 4 ου αι., είχαν επισημάνει τις αρνητικές συνέπειες που είχε για την οικονομία το γεγονός ότι τεράστιες εκτάσεις γης παρέμεναν ακαλλιέργητες καθώς και το ότι η γεωργική παραγωγή παρουσίαζε κάμψη 51. Πιο αναλυτικός ο Άγιος Κυπριανός παρέδωσε έναν κατάλογο των υπαρχόντων οικονομικών προβλημάτων: ανεπάρκεια τροφίμων, αύξηση των τιμών, κάμψη στην παραγωγή των ορυχείων και των λατομείων, τεχνολογική υστέρηση 52. Αν προσθέσουμε σ όλα αυτά την παρακμή της αστικής οικονομίας, την κρίση του δουλοκτητικού συστήματος παραγωγής, τη μεγέθυνση των κρατικών δαπανών, την αξιοσημείωτη αύξηση της φορολογίας, τη ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος και τον πληθωρισμό, τότε ξεδιπλώνεται μπροστά μας ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής αδυναμίας του ρωμαϊκού κράτους 53. Η κατάσταση θα βελτιωθεί μόλις τον 4 ο και 5 ο αι. εξαιτίας της σταθεροποίησης της αυτοκρατορίας χάρη στο μεταρρυθμιστικό έργο των αυτοκρατόρων της περιόδου. Η βελτίωση ωστόσο έγινε αισθητή μόνο στο ανατολικό τμήμα του κράτους, όπου μπορούμε να διαπι- 49 C.Th (336). Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 344. Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage Δίων Κάσσιος κ.ε., Ηρωδιανός Εις βασιλέα 16. Βλ. G. Alföldy, Crisis Genethl. Maximiani Aug. XI(III) Paneg. Constantio Caes. VIII(V) Gratiarum Actio Constantino Aug. V(VIII).6-7. Βλ. επίσης και G. Alföldy, Crisis Πρβλ. Cyprianus, Ad Demetrianum 3 κ.ε. Βλ. G. Alföldy, Crisis 101. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία Σχετικά με την παρακμή της αστικής οικονομίας βλ. ενδεικτικά G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 276, 279. P. Anderson, Φεουδαρχισμός 93-94, M. Rostovtzeff, Ιστορία Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage F. Braudel, Οι Μνήμες της Μεσογείου. Προϊστορία και Αρχαιότητα, μτφ. Κ. Ουγούρλογλου, Αθήνα 2000 (Τίτλος πρωτοτύπου: F. Braudel, Les mémoires de la Méditerrannée, Paris 1998), σ Σχετικά με την κρίση του δουλοκτητικού συστήματος παραγωγής βλ. ενδεικτικά P. Anderson, Φεουδαρχισμός 88-95, P. Oliva, Pannonia G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Σχετικά με τη μεγέθυνση των κρατικών δαπανών βλ. ενδεικτικά Alföldy, Κρίση 596. Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage 126. A. H. M. Jones, Later Empire III M. Rostovtzeff, Ιστορία Σχετικά με την αύξηση της φορολογίας βλ. ενδεικτικά G. Alföldy, Κρίση 596. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία , 321. Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage 112, M. Rostovtzeff, Ιστορία Σχετικά με την υποτίμηση του νομίσματος και το πρόβλημα του πληθωρισμού βλ. ενδεικτικά A. H. M. Jones, Later Empire I G. Alföldy, Κρίση 597. M. Rostovtzeff, Ιστορία Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία P. Anderson, Φεουδαρχισμός Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage Σε ενδιαφέρουσα γενική ανάλυση των ποικίλων αιτίων -οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών- που οδήγησαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε κρίση προβαίνει και ο D. Nicholas (Μεσαιωνικός Κόσμος 26-44).
70 στώσουμε σημάδια όχι μόνο οικονομικής ανάκαμψης αλλά και ευημερίας κατά τον 5 ο και 6 ο αι. Τη ρωμαϊκή οικονομία επιβάρυνε ακόμη περισσότερο η μείωση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό. Η δημογραφική κρίση επισημαίνεται μάλιστα και στις πηγές της περιόδου 54. Ιδιαίτερα καταστρεπτικές για τον πληθυσμό υπήρξαν οι διαδοχικές επιδημίες πανώλης, κυρίως η μεγάλη επιδημία των ετών επί Μάρκου Αυρηλίου και του 261 επί Γαλλιηνού 55. Την ίδια περίοδο σοβούσε στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας μεγάλη κοινωνική κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική διάρθρωση του ρωμαϊκού κράτους να υποστεί σοβαρό μετασχηματισμό 56. Οι άνθρωποι της εποχής των Σεβήρων κατανοούσαν ήδη κατά κάποιο τρόπο την εξέλιξη αυτή ο Τερτυλλιανός και ο Δίων Κάσσιος αντιλήφθηκαν ότι η καθιερωμένη ιεραρχία της ρωμαϊκής κοινωνίας είχε κλονιστεί στην εποχή τους και ότι η δομή της κοινωνίας είχε έντονα μεταβληθεί από τα τέλη του 2 ου αι. 57. Ο Τερτυλλιανός, χριστιανός συγγραφέας που έζησε την ίδια περίοδο, συμπέρανε ότι πλέον «οι ταπεινοί μεταβάλλονταν σε σπουδαίους και οι σπουδαίοι σε ταπεινούς», ενώ ο Δίων Κάσσιος σχολίαζε επιγραμματικά ότι «πάντα ἄνω κάτω συνεχύθη» 58. Η ανάγνωση των πηγών που αφορούν στον 3 ο αι. μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο διαχωρισμός και τα στεγανά ανάμεσα στα ανώτερα και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έπαψαν να είναι απόλυτα. Αυτό είχε ως συνέπεια το γεγονός ότι άνθρωποι από χαμηλό κοινωνικό υπόβαθρο είχαν πλέον τη δυνατότητα να αποκτήσουν ακόμη και συγκλητικά αξιώματα 59. Η υπηρεσία στον στρατό αυτήν την περίοδο μετατράπηκε στο κύριο μέσο κοινωνικής εξέλιξης 60. Όλες αυτές οι μεταβολές στη δομή της ρωμαϊκής κοινωνίας οδήγησαν σταδιακά σε αύξηση της κοινωνικής έντασης, ούτως ώστε τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού στις πόλεις και στην ύπαιθρο να εκδηλώσουν αρκετές φορές τη δυσαρέσκειά τους με ένοπλες εξεγέρσεις 61. Ήδη από τα τέλη του 2 ου αι. σημειώθηκαν περιστασιακές επαναστάσεις των πληβείων στις πόλεις. Η εξέγερση εκπροσώπων της βουλευτικής τάξης στην επαρχία της 54 Βλ. Φιλόστρατος, Γυμν Εις βασιλέα 7. Solinus, Coll. Rer. Mem και 90. Arnobius, Adv. nat Lactantius, de mort. pers. 7.2 κ.ε. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστ Βλ. G. Alföldy, Crisis Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage 110. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία G. Alföldy, Κρίση 596. J. Osier, Emergence 678. Ο G. Alföldy και ο J. Osier χαρακτηρίζουν μάλιστα την πανώλη του 261 χειρότερη ακόμη και από εκείνη των ετών Σχετικά με την πανώλη του 261 βλ. και HA, Gall Ζώσιμος Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστ G. Alföldy, Κρίση G. Alföldy, Κρίση Τertullianus, Apologeticum 20.2:«humiles sublimitate, sublimes humilitate mutantur». Δίων Κάσσιος Βλ. G. Alföldy, Crisis 100. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία 275. Γ. Καλαφίκης, Βάλης G. Alföldy, Crisis Βλ. L. de Blois, Gallienus 37-47, 51-54, G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία , , , , 328 σχετικά με την κοινωνική άνοδο των στρατιωτικών και την αντίστοιχη μείωση της ισχύος της παραδοσιακής αριστοκρατίας. 61 G. Alföldy, Κρίση
71 12 Αφρικής ενάντια στον αυταρχικό στρατιώτη-αυτοκράτορα Μαξιμίνο το 238, η επακόλουθη συμπαράταξη και συμμετοχή της συγκλήτου και του λαού της Ρώμης στην επανάσταση κατά του Μαξιμίνου (238), η επανάσταση των δούλων στη Σικελία επί Γαλλιηνού ( ), η στάση των εργατών στα αυτοκρατορικά νομισματοκοπεία επί Αυρηλιανού ( ) και οι συχνές λαϊκές εξεγέρσεις στη Ρώμη του 4 ου αι. για ποικίλους λόγους, δίνουν μιαν περιληπτική αλλά εύγλωττη εικόνα των κοινωνικών αναταραχών της εποχής 62. Ακόμη χειρότερη ήταν η κατάσταση στην ύπαιθρο, όπου από τα τέλη επίσης του 2 ου αι. ενδημούσαν πάμπολλες συμμορίες ληστών που έθεταν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια και λυμαίνονταν τη γη. Τις συμμορίες αυτές επάνδρωναν κυρίως φυγάδες δούλοι και δουλοπάροικοι (coloni), πληβείοι από τις πόλεις, καθώς και λιποτάκτες από τον στρατό 63. Οι ληστές της εποχής μάς είναι γνωστοί με το λατινικό όνομα «latrones» που παραδίδουν οι πηγές. Ενδεικτικό τέλος της κοινωνικής κρίσης που σημάδεψε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία την ίδια εποχή ήταν ορισμένα σοβαρά περιστατικά εξεγέρσεων που ταλαιπώρησαν τις δυτικές επαρχίες του κράτους και συμπαρέσυραν στο διάβα τους πλατιές μάζες εξαθλιωμένων αγροτών, όπως η εξέγερση του Ματέρνου το 186 που εξαπλώθηκε στη Γαλατία και την Ισπανία και το περίφημο κίνημα των Βαγαυδών (Bagaudae ή Bacaudae) στη Γαλατία κατά τα έτη Ο G. Alföldy υπερτονίζει εντούτοις και τις αρνητικές για το ρωμαϊκό κράτος συνέπειες των βαρβαρικών εισβολών αυτής της περιόδου. Πιστεύει ότι η αυξανόμενη πίεση των βαρβάρων στα σύνορα της αυτοκρατορίας από την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου και ιδίως στα μέσα του 3 ου αι. αποτέλεσε αποφασιστικής σημασίας παράγοντα της κρίσης, αφού οι πόλεμοι εναντίον των εξωτερικών εχθρών ήταν σε θέση να την επιταχύνουν αισθητά χάρη στις οικονομικές τους επιπτώσεις, όπως τις μεγάλες απώλειες σε πληθυσμό που αυτοί συνεπάγονταν, ενώ παράλληλα προωθούσαν αποφασιστικά τις σημαντικές δια- 62 Για την επανάσταση στην επαρχία της Αφρικής και τη Ρώμη το 238 εναντίον του αυτοκράτορα Μαξιμίνου σε πηγές της εποχής βλ. Ηρωδιανός κ.ε., κ.ε. Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Του ιδίου, Κρίση 598. M. Grant, Climax 17. Επίσης Y. Le Bohec, Imperial Army 196. Σχετικά με την επανάσταση των δούλων στη Σικελία επί Γαλλιηνού βλ. HA, Gall Βλ. L. Okamura, Social Disturbances 291. G. Alföldy, Κρίση 598. Σχετικά με τη στάση των εργατών των νομισματοκοπείων επί Αυρηλιανού βλ. HA, Aur Aurelius Victor, de Caes Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 311. Του ιδίου, Κρίση 598. Μόνο την έκτη δεκαετία του 4 ου αι. στη Ρώμη αναφέρονται τέσσερις τέτοιες στάσεις (seditiones) που οφείλονταν σε διάφορους λόγους. Βλ. Aμμιανός (353), (355), (358), (359). G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Για την προέλευση του Ματέρνου και των οπαδών του και γενικά για το κίνημά του βλ. Ηρωδιανός , HA, Comm HA, Pesc. Nig Επίσης P. Oliva, Pannonia E. A. Thompson, Peasant Revolts L. Okamura, Social Disturbances 289. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 312. Σχετικά με το κίνημα των Βαγαυδών στις πηγές βλ. Εutropius Aurelius Victor, de Caes Paneg. Maximiano Aug. X(II).4.3. Orosius, Hist. adv. pag Ιωάννης Ζωναράς Επίσης E. A. Thompson, Peasant Revolts , G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 312, 358. P. Anderson, Φεουδαρχισμός 97, 118. L. Okamura, Social Disturbances M. Grant, Climax 17. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 31. Πολλές εξεγέρσεις στη Γαλατία το β μισό του 3 ου αι. αναφέρει γενικά και ο Ευτρόπιος (Eutropius 9.10=Paulus Diaconus, Hist. Rom. 9.10, ο οποίος αντιγράφει τον Ευτρόπιο).
72 δικασίες μεταβολών, όπως την αύξηση της ισχύος του στρατού. Οι καταστροφές και η ερήμωση που προκάλεσαν τα στίφη των βαρβάρων είχαν όντως πολύ δυσμενείς συνέπειες για τις πόλεις, την ύπαιθρο και κυρίως για την αγροτική παραγωγή των περιαστικών κτημάτων. Χειρότερο ήταν εντούτοις το γεγονός ότι: «οι επιδρομές των βαρβάρων βρήκαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε μια χρονική στιγμή που οι εσωτερικές της αδυναμίες είχαν αρχίσει να επιτείνονται, και έπληξαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με μεγάλη σφοδρότητα, για την αντιμετώπιση της οποίας δεν ήταν αρκετά αναπτυγμένες οι εσωτερικές δομές της Ρώμης. Αυτή η αντίφαση φαίνεται συγκεκριμένα στο ότι ακριβώς την εποχή των διαρκών και ολέθριων επιθέσεων των βαρβάρων, όταν το ρωμαϊκό κράτος χρειαζόταν περισσότερους στρατιώτες, περισσότερα χρήματα και προϊόντα για τον εφοδιασμό τους και περισσότερες εργατικές δυνάμεις στην παραγωγή από ό,τι πριν, ακριβώς εκείνη την εποχή είχε διαθέσιμες λιγότερες οικονομικές δυνάμεις και λιγότερο ανθρώπινο δυναμικό από ό,τι παλαιότερα» 65. Η παραπάνω ανάλυση του G. Alföldy αποδεικνύει το μέγεθος της αντίφασης ανάμεσα στις αυξημένες ανάγκες και τις περιορισμένες δυνατότητες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εκείνης της εποχής. Από πολλές πλευρές φαινόταν λοιπόν ότι ο αρχαίος κόσμος είχε φτάσει στα όριά του. Η κατάσταση στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας έδινε την εικόνα τουλάχιστον της ύφεσης, αν όχι της οξείας κρίσης, μέσα από έντονες διεργασίες και μετασχηματισμούς των δομών που λάβαιναν χώρα. Η διάσταση αυτή αποτελεί ωστόσο τη μία όψη του προβλήματος. Το μεγάλο πρόβλημα της εποχής ήταν το γεγονός ότι παράλληλα αναδυόταν ένας νέος κόσμος έξω από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που σύντομα θα διεκδικούσε τη θέση του στην Ιστορία Ο ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΙΚΩΝ ΕΙΣΒΟΛΩΝ ( ) H κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 3 ο αι. δεν αφορούσε μόνον στις διεργασίες και μεταβολές που συνέβαιναν στο εσωτερικό του κράτους αφορούσε επίσης και στις εξελίξεις εκτός των συνόρων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την έναρξη μιας περιόδου πολυάριθμων βαρβαρικών επιδρομών και εισβολών σε όλο το μήκος της ρωμαϊκής συνοριακής γραμμής, του περίφημου «limes romanus». H ένταση αυτών των εισβολών υπήρξε τέτοια, ώστε η Ρώμη αναγκάστηκε να προβεί σταδιακά στη μεταρρύθμιση του αμυντικού της συστήματος, τόσο σε επίπεδο στρατηγικής φιλοσοφίας όσο και σε επίπεδο των τακτικών σχηματισμών μάχης που διέθετε. Αναμφίβολα η στρατιωτική οργάνωση του ύστερου ρωμαϊκού κράτους υπήρξε το προϊόν των σφοδρών επιθέσεων που δέχτηκε η αυτοκρατορία από τα βαρβαρικά φύλα στο Βορρά και από τους Πέρσες στην Ανατολή, σε συνδυα- 65 Σχετικά με τις απόψεις της παραγράφου αυτής βλ. πιο συγκεκριμένα G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 281, 282, 283 και 293. Στο κείμενο σε παράθεση έχω προβεί σε κάποιες επουσιώδεις επεμβάσεις («ρωμαϊκό κράτος» και «ανθρώπινο» αντί για «Imperium romanum» και «εργατικό» αντίστοιχα). Πρβλ. επιπλέον D. Nicholas, Μεσαιωνικός Κόσμος 29, όπου προφανώς κρίνει επίσης ως καταλύτη των εσωτερικών αναταραχών που συντάραξαν το ρωμαϊκό κράτος τον 3 ο αι. τις βαρβαρικές εισβολές.
73 14 σμό βέβαια με τις οσμώσεις που διαδραματίζονταν στο εσωτερικό, γεγονός που έχουμε άλλωστε επισημάνει και παραπάνω. Η περίοδος των εξωτερικών πιέσεων διήρκεσε πάνω από έναν αιώνα, χονδρικά από το 166 ως το 297. Κατά τη διάρκεια εκείνων των 130 ετών η Ρώμη μπόρεσε να απολαύσει ένα σχετικά ειρηνικό διάλειμμα πενήντα περίπου χρόνων, από το 180 ως το 230. Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούμε στην περίοδο , η οποία συμπίπτει με την έξαρση των βαρβαρικών εισβολών. Η κατοπινή τριακονταετία σημαδεύεται από την νικηφόρα αντεπίθεση των ρωμαϊκών στρατών σε όλα τα μέτωπα, την απόκρουση μιας τελευταίας σειράς εχθρικών επιθέσεων και την παγίωση της ειρήνης και της σταθερότητας κατά μήκος των εκτεταμένων ρωμαϊκών συνόρων, όπως θα διαπιστώσουμε σε κατοπινό κεφάλαιο. Μέχρι την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου οι πόλεμοι της Ρώμης είτε ήταν επιθετικοί και διεξάγονταν σε εχθρικό έδαφος είτε, σε περίπτωση περιορισμένων βαρβαρικών επιδρομών, εξέθεταν σε κίνδυνο μεμονωμένες περιοχές των συνόρων 66. Την ίδια εποχή οι κυριότεροι αντίπαλοι της Ρώμης, οι Γερμανοί και οι Δάκες στο Βορρά και το βασίλειο των Πάρθων στην Ανατολή δεν διέθεταν ούτε την απαραίτητη οικονομική ισχύ αλλά ούτε και το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό, ώστε να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στην ισχύ της αυτοκρατορίας. Οι επιχειρήσεις τους εναντίον του ρωμαϊκού κράτους είχαν ακόμη ως κύριο στόχο την αναζήτηση λείας και λαφύρων ή την προστασία των περιοχών τους από τη ρωμαϊκή επέκταση 67. Κατά τη διάρκεια όμως του 2 ου αι. ενώ η δύναμη της Παρθίας παρέμενε ακόμη ασθενής, ανησυχητικές εξελίξεις συνέβαιναν στον ευρωπαϊκό βορρά. Ήδη πριν από την έκρηξη των μαρκομαννικών πολέμων το είχαν αρχίσει να εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι που απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας και προέρχονταν από τις μετακινήσεις λαών και από τις κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές στις φυλές των Γερμανών και των γειτόνων τους 68. Συγκεκριμένα τα γερμανικά φύλα άρχισαν να συντονίζουν τις ενέργειές τους και να συνενώνονται σε ισχυρότερους πολυφυλετικούς συνασπισμούς, π.χ. τους Μαρκομάννους 69. Επιπλέον οι Γερμανοί κυρίως, αλλά και τα υπόλοιπα βαρβαρικά φύλα του Βορρά, είχαν γνωρίσει αξιοσημείωτη ανάπτυξη σε σχέση με τους δύο προηγούμενους αιώνες. Η σύγχρονη αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική και πολιτιστική πρόοδο που είχε συντελεστεί ως τα μέσα του 2 ου αι. στους κόλπους του ποικιλόμορφου γερμανικού κόσμου 70. Ο γερμανικός κόσμος του 2 ου αι. 66 Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημαντικότεροι πόλεμοι κατά την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή υπήρξαν οι εκστρατείες του Αυγούστου (27 π.χ.-14 μ.χ.) και αργότερα του Δομιτιανού (81-96) εναντίον των Γερμανών στα μέτωπα του Ρήνου και της Ραιτίας, η κατάκτηση της Βρετανίας επί του Κλαυδίου (41-54) και οι κατακτητικοί πόλεμοι του Τραϊανού (98-117) που απέφεραν ως κέρδη ολόκληρη τη Δακία και τη Μεσοποταμία. Παρομοίως Y. Le Bohec, Imperial Army Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ευρώπη G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Οι Μαρκομάννοι ήταν μια γερμανική φυλή που κατοικούσε στην περιοχή της σημερινής Τσεχίας. Βλ. M. Grant, Climax 28. Σχετικά με τις συνενώσεις γερμανικών φυλών βλ. επίσης S. Williams - G. Friell, Theodosius 84. Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ευρώπη 24 (χαλαρή η μορφή τέτοιων συνασπισμών). 70 Βλ. σχετικά P. Oliva, Pannonia 128, Επίσης K. Randsborg, First Millennium AD 116.
74 απείχε πλέον αρκετά από τον άμορφο και άναρχο κόσμο του 1 ου αι., ενώ παράλληλα τα μικρά γερμανικά φύλα άρχισαν να συνενώνονται σε μεγαλύτερες συνομοσπονδίες 71. Ο P. Oliva ισχυρίζεται μάλιστα με κάποια βάση αλήθειας πως η ανάπτυξη περισσότερο εξελιγμένων κρατικών δομών έφερε τις γερμανικές φυλές σε αντιπαράθεση με τον ισχυρό ρωμαϊκό παρεμβατισμό 72. Οι Γερμανοί τέλος κατείχαν, όσο κι αν φαίνεται κατ αρχάς παράδοξο, αξιόλογη τεχνολογία κατασκευής όπλων σε σχέση με τους προγόνους τους δύο αιώνες νωρίτερα 73. Παράλληλα είχε επέλθει σημαντική διαφοροποίηση ως προς τους στόχους τους σε ό,τι αφορά το ρωμαϊκό κράτος. Η σχετική ηρεμία που επικρατούσε σε όλο το μήκος της γραμμής Ρήνου-Δούναβη για δεκαετίες και οι διαπολιτισμικές επαφές εκατέρωθεν της συνοριακής γραμμής είχαν επιτρέψει στους βαρβάρους να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο το βιοτικό τους επίπεδο 74. Είναι ενδεικτικό ότι τα μεγάλα συνοριακά ρωμαϊκά στρατόπεδα δεν λειτουργούσαν μόνο ως στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αλλά και ως τόποι οικονομικών ανταλλαγών ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους βαρβάρους 75. Η γνωριμία με τον ανώτερο ρωμαϊκό τρόπο ζωής τούς γέννησε λοιπόν την επιθυμία να εγκαταλείψουν τις βαλτώδεις δασικές εκτάσεις, όπου κατοικούσαν, και να εγκατασταθούν σε πιο εύφορα εδάφη στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο M. Grant θεωρεί ότι για πρώτη φορά ξένες γερμανικές φυλές εποφθαλμιούσαν ρωμαϊκά εδάφη 76. Αντίθετα οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Γερμανοί εκείνης της εποχής επιδίωκαν να μετοικήσουν και να εγκατασταθούν σε εδάφη του ρωμαϊκού κράτους χωρίς να έχουν ακόμη κατακτητικές διαθέσεις 77. Σε κάθε περίπτωση η πίεση που θα ασκήσουν στο ρωμαϊκό κράτος δεν θα γίνει Βλ και H. Elton, Warfare Πρβλ. P. Oliva, Pannonia C. W. C. Oman, Art of War 3. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 8-9. J. Penrose, Enemies of Rome Αντίθετα οι A. E. Wardman [Usurpers and Internal Conflicts in the 4 th Century A.D., Historia (1984) , σ. 230], S. Johnson (Fortifications 79-80) και H. Elton (Warfare 60-72) αξιολογούν γενικά ως στάσιμη και πρωτόγονη την πολεμική τεχνολογία των Ευρωπαίων βαρβάρων. 74 Πρβλ. M. Grant, Climax 28. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 36. Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ευρώπη S. Williams - G. Friell, Theodosius Σχετικά με τις ρωμαϊκές επιρροές στον πολιτισμό των Γερμανών βλ. αναλυτικότερα E. Demougeot, La formation P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 25. Βλ. επίσης D. Nicholas, Μεσαιωνικός Κόσμος 90. Όπως σωστά επισημαίνουν οι P. Riché και Ph. Le Maître είναι χαρακτηριστικό σχετικά με το εύρος των οικονομικών ανταλλαγών ανάμεσα σε Ρωμαίους και Γερμανούς το γεγονός π.χ. ότι η γερμανική λέξη για τον «έμπορο» (kaufmann) προέρχεται από το λατινικό «caupo» που σήμαινε τον ταβερνιάρη. Βλ. επίσης Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 84, λήμμα «caupo». 76 M. Grant, Climax Ο M. Ichikawa αντλώντας επιχειρήματα από πηγές που αναφέρονται στην εν λόγω περίοδο υποστηρίζει ότι οι βάρβαροι ήθελαν όχι μόνο να εγκατασταθούν, αλλά να ενσωματωθούν και τελικά να αφομοιωθούν από την αυτοκρατορία. Ο A. Mócsy ισχυρίζεται πιο συγκεκριμένα ότι οι βάρβαροι διεκδικούσαν την είσοδό τους στην αυτοκρατορία με δύο τρόπους: είτε με παραχώρηση γης προς εγκατάσταση στο εσωτερικό του ρωμαϊκού κράτους, είτε με την ενσωμάτωση της περιοχής τους στην αυτοκρατορία υπό τη μορφή ρωμαϊκής επαρχίας (!). Παρόμοια είναι η θεώρηση του S. Johnson που τονίζει επιπλέον την επιθυμία πολλών βαρβάρων για ένταξη στον ρωμαϊκό στρατό. Ο P. Oliva τέλος προσεγγίζει το ζήτημα από τη μαρξιστική σκοπιά και διατείνεται ότι η βαρβαρική επιθυμία για εγκατάστασή τους σε ρωμαϊκά εδάφη εκπορευότα ν από έντο-
75 16 απλώς αισθητή, αλλά θα οδηγήσει στον μετασχηματισμό του αρχαίου κόσμου. Επιπρόσθετα, μεγάλες φυλετικές ομάδες προερχόμενες από τις περιοχές της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας άρχισαν να μεταναστεύουν προς τον Κάτω Δούναβη 78. Επρόκειτο κυρίως για τους Γότθους και διάφορα άλλα μικρότερα γερμανικά φύλα. Αυτό το ογκώδες μεταναστευτικό ρεύμα έθεσε παράλληλα σε κίνηση τα έθνη που ήδη κατοικούσαν σε αυτά τα εδάφη, όπως τους Σαρμάτες, οι οποίοι ανήκαν φυλετικά στους Ιρανούς, και τους Κάρπους, συγγενείς των Δακών. Όλες αυτές οι μετακινήσεις διαφόρων βαρβαρικών λαών είχαν ήδη επισημανθεί ως η κύρια αιτία της έναρξης των πολέμων που διενήργησε ο Μάρκος Αυρήλιος στον ευρωπαϊκό Βορρά καθ όλη σχεδόν τη διάρκεια της ηγεμονίας του. Στη Historia Augusta σημειώνεται ότι: «Τελικά και οι δύο αυτοκράτορες (ο Μάρκος Αυρήλιος και ο αδελφός του, ο Λεύκιος Βήρος) κινητοποιήθηκαν στρατιωτικά, αφενός διότι οι Βικτουάλοι και οι Μαρκομάννοι προκαλούσαν καθολική αναταραχή, και επιπλέον διότι διάφοροι λαοί, που ξεριζώθηκαν (από τις εστίες τους) εκδιωγμένοι από (άλλους) ισχυρότερους βαρβάρους, απειλούσαν με πόλεμο (την αυτοκρατορία), εκτός και αν γίνονταν δεκτοί (σε ρωμαϊκά εδάφη)» 79. Πράγματι, η εποχή του Μάρκου Αυρηλίου ( ) σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου εντεινόμενων εξωτερικών πιέσεων, η οποία θα διαρκέσει έναν και πλέον αιώνα, ως τα χρόνια της βασιλείας του Διοκλητιανού ( ). Πληροφορίες για τις εισβολές του 2 ου και 3 ου αι. αντλούμε από πηγές της ύστερης αρχαιότητας και των βυζαντινών χρόνων, όπως από τον Δίωνα Κάσσιο (3 ος αι.), τον Ηρωδιανό (3 ος αι.) και τη Historia Augusta (4 ος /5 ος αι.) ειδικά για τους Μαρκομαννικούς πολέμους του Μ. Αυρηλίου επίσης από τον Αθηναίο ιστορικό Δέξιππο (3 ος αι.), τον Αμμιανό Μαρκελλίνο (4 ος αι.), τον Ευτρόπιο (4 ος αι.), τον Αυρήλιο Βίκτορα (4 ος αι.), τον Ευνάπιο (5 ος αι.), τον Ορόσιο (5 ος αι.), τον Ζώσιμο (5 ος αι.), τον Ιορδάνη (6 ος αι.), τον Ιωάννη Μαλάλα (6 ος αι.) και από τα ιστορικά έργα μεταγενεστέρων, όπως του Γεώργιου Σύγκελλου τον 8 ο αι., του Γεώργιου Κεδρηνού τον 11 ο και του Ιωάννη Ζωναρά τον 12 ο αι. που αντλούν από τους προαναφερθέντες 80. νες κοινωνικές μεταβολές στο εσωτερικό των φυλών τους και από την παράλληλη κρίση της αυτοκρατορίας που την αποδίδει στην παρακμή του θεσμού της δουλείας, απορρίπτοντας ως «αστικές» και «φασιστικές» τις θεωρίες περί υπερπληθυσμού, έλλειψης αγροτικών γαιών και νέων μεταναστευτικών πιέσεων που ίσως αντιμετώπιζαν τα γερμανικά και άλλα βαρβαρικά φύλα στη γειτονιά της Ρώμης. Πρβλ. M. Ichikawa, Marcomannic Wars Α. Mócsy, Pannonia 184, 186. P. Oliva, Pannonia 264. Και οι τρεις παραπέμπουν σε επίμαχο χωρίο της Historia Augusta, το οποίο ερμηνεύουν αναλόγως. Βλ. HA, Marc (βλ. κατωτέρω υποσημ. 79). Πρβλ. επίσης S. Johnson, Fortifications Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ευρώπη για παρόμοιες απόψεις και εκτιμήσεις. 78 M. Grant, Climax 28. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval HA, Marc. 14.1: «Profecti tamen sunt paludati ambo imperatores et Victualis et Marcomannis cuncta turbantibus, aliis etiam gentibus, quae pulsae a superioribus barbaris fugerant, nisi reciperentur, bellum inferentibus». 80 Σχετικά με τον Δίωνα Κάσσιο, τον Ηρωδιανό, τη Historia Augusta, τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, τον Αυρήλιο Βίκτορα, τον Ευτρόπιο και τον Παύλο Ορόσιο και τα έργα τους βλ. P. Oliva, Pannonia Βλ. επίσης αναλυτικά Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί 15 (για τον Ευτρόπιο), 27 (για τον Αμμιανό Μαρκελλίνο), 49
76 Το πρώτο κύμα βαρβαρικών εισβολών ξέσπασε το 166 στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, κατά μήκος του ρου του Δούναβη. Η Ρώμη ήταν τότε σε πόλεμο με το βασίλειο των Πάρθων και ήδη από το 161 ο ρωμαϊκός στρατός διεξήγε στο ανατολικό μέτωπο νικηφόρες επιχειρήσεις εναντίον της Παρθίας με τη συμμετοχή πολλών μονάδων από τα βορειοευρωπαϊκά σύνορα της αυτοκρατορίας. Το κενό που δημιουργήθηκε στην άμυνα του ρωμαϊκού κράτους το εκμεταλλεύθηκαν διάφορα βαρβαρικά φύλα που έδρευαν βορείως του Δούναβη. Αρχικά το 166 και κατόπιν το 167 Μαρκομάννοι, Λογγοβάρδοι, Όβιοι, Κουάδοι, Ιάζυγες 81 κ.ά. διέσχισαν τον Άνω Δούναβη και εισέβαλαν στην αυτοκρατορία διαμέσου της Ραιτίας και του Νωρικού με κατεύθυνση τη βόρεια Ιταλία, όπου πολιόρκησαν και προσπάθησαν να καταλάβουν τη στρατηγική πόλη της Ακηλυίας. Όπως ορθά έχει υποστηρίξει ο M. Ichikawa, αιτία ήταν μάλλον η αποτυχία των διαπραγματεύσεων που αποσκοπούσαν στην ανανέωση των ετήσιων επιχορηγήσεων που λάμβαναν ή επιδίωκαν να λάβουν τα παραπάνω φύλα ως πελατικά κράτη της Ρώμης, καθώς οι επιχορηγήσεις αυτές είχαν διακοπεί εξαιτίας του παρθικού πολέμου 82. Παράλληλα, μία άλλη φυλή από την περιοχή των Καρπαθίων, οι Κοστοβώκοι, διέσχισαν εκείνα τα χρόνια τον Κάτω Δούναβη, εισχώρησαν βαθιά στη χερσόνησο του Αίμου ως την Αθήνα και λεηλάτησαν την Ελευσίνα. Ο E. N. Luttwak σχολιάζει χαρακτηριστικά ότι επρόκειτο για τη σοβαρότερη στρατιωτική κρίση που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία από την ίδρυσή της, δύο αιώνες πριν 83. Η απάντηση της Ρώμης ήταν ανάλογη της σοβαρότητας της κατάστασης και του μεγέθους της απειλής. Η κινητοποίηση υπήρξε άμεση και μαζική. Επιστρατεύθηκαν δύο νέες λεγεώνες, η II και III Italica, ίσως πριν ακόμη από την έναρξη των εχθροπραξιών, ενώ παράλληλα σχηματίστηκε ισχυρός στρατός κρούσης που αποτελούνταν από συμμάχους (auxiliares) και vexillationes (αποσπάσματα) που αποσπάστηκαν από τις συνοριακές λεγεώνες. Την ηγεσία του στρατού ανέλαβε προσωπικά ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, τον οποίο διακατείχε ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο αίσθημα του καθήκοντος. Τα επόμενα δεκατρία χρόνια ( ) ο πόλεμος μαινόταν, και ολόκληρη η περιοχή του άνω Δούναβη εντός και εκτός της ρωμαϊκής επικράτειας είχε μεταβληθεί σε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Μέχρι το 179 ο Μάρκος Αυρήλιος είχε κατορθώσει να αποκρούσει δύο μεγάλες βαρβαρικές εισβολές και είχε μεταφέρει τον πόλεμο σε βαρβαρικά εδάφη, συντρίβοντας διαδοχικά Μαρκομάννους, Σαρμάτες, Κουάδους και Ιάζυγες μετά από αλλεπάλληλες εκστρατείες εναντίον τους 84. Σκόπευε μάλιστα πιθανώς να προσαρτήσει στην 17 (για τον Ορόσιο), 72 (για τον Ζώσιμο), 112 (για τον Ιορδάνη), 126 (για τον Ιωάννη Μαλάλα), 386 (για τον Γεώργιο Κεδρηνό) και 417 (για τον Ιωάννη Ζωναρά). Επίσης A. Alföldi, Invasions Οι Ιάζυγες ανήκαν σε κλάδο των Σαρματών. Βλ. M. Grant, Climax 28. P. Oliva, Pannonia Πρβλ. M. Ichikawa, Marcomannic Wars με τις σχετικές παραπομπές. 83 E. N. Luttwak, Grand Strategy Αναφορικά με τις φάσεις των μαρκομαννικών πολέμων του Μάρκου Αυρηλίου βλ. αναλυτικά P. Oliva, Pannonia , με σχετικές παραπομπές πλούσιες σε πηγές και βιβλιογραφία. E. Demougeot, La formation όπου και ανάλογες παραπομπές. Το εύρος της συμμετοχής βαρβαρικών φυλών στον μαρκομαννικό πόλεμο των ετών αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στη Historia Augusta απαριθ-
77 18 αυτοκρατορία την περιοχή δυτικά των Καρπαθίων καθώς και την περιοχή των Μαρκομάννων και να ιδρύσει δύο νέες επαρχίες, τη «Σαρματία» και τη «Μαρκομαννία» αντίστοιχα. Το μεγαλεπήβολο ωστόσο αυτό σχέδιο ναυάγησε το 180, όταν ανήλθε στο θρόνο ο Κόμμοδος, γιος του Μάρκου Αυρηλίου 85. Η αυτοκρατορία κατόρθωσε λοιπόν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρώτο κύμα των βαρβαρικών εισβολών. Από το 180 ως την τέταρτη δεκαετία του 3 ου αι. η κατάσταση παρέμενε σχετικά ήρεμη. Μονάχα περιορισμένης εμβέλειας πολεμικά γεγονότα συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα. Η αυτοκρατορία ήταν τότε απασχολημένη κυρίως με εσωτερικά ζητήματα, όπως τους εμφύλιους πολέμους του και τις αλλεπάλληλες δυναστικές κρίσεις μετά τον θάνατο του Σ. Σεβήρου. Μόνη αξιοσημείωτη παρένθεση ήταν ο νικηφόρος παρθικός πόλεμος των ετών με τη λήξη του οποίου η Ρώμη απέκτησε τον έλεγχο της βόρειας Μεσοποταμίας. Η περιοχή οργανώθηκε σε επαρχία με την ονομασία Μεσοποταμία και απέκτησε μόνιμη φρουρά από δύο νέες λεγεώνες, την I και την III Parthica 86. Παρ όλη όμως τη φαινομενική ηρεμία η ισορροπία δυνάμεων είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται αρνητικά για τη Ρώμη τόσο στα ανατολικά όσο και στα βόρεια σύνορα. μούνται σχεδόν 20 (!) διαφορετικές φυλές (HA, Marc. 22.1). Βλ. P. Oliva, Pannonia Για τον νικηφόρο παρθικό πόλεμο των ετών βλ. ενδεικτικά H. M. D. Parker, Roman World E. N. Luttwak, Grand Strategy 145. P. Oliva, Pannonia , (δεν αποδέχεται ιδιαίτερη αποδυνάμωση του παραδουνάβιου μετώπου εξαιτίας του παρθικού πολέμου). Σχετικά με την εισβολή των Κοστοβώκων στην Ελλάδα γύρω στο 170 βλ. Παυσανίας CIL VI 31856=ILS Βλ. P. Oliva, Pannonia 22, και υποσημ στις σ περί της καταγωγής των Κοστοβώκων. F. Millar, Dexippus 28. Επίσης A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 33. N. Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις Βιβλία II-IX, Τόμοι II-V, , υποσημ. 4 στις σ Σχετικά με την επιστράτευση των δύο νέων λεγεώνων και για λοιπά θέματα στρατολόγησης εκείνη την περίοδο βλ. H. M. D. Parker, Roman World J. C. Mann, New Legions Y. Le Bohec, Imperial Army 169, 190. M. Ichikawa, Marcomannic Wars 253, 256. P. Oliva, Pannonia με παραπομπές. G. Webster, Imperial Army , 114. S. Mitchell, Military Recruitment 145. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire 1078 (II Italica), 1080 (III Italica). R. E. Smith, Septimius Severus R. Cowan, Legionary HA, Marc (175), ( ). Βλ. P. Oliva, Pannonia 294, 298. M. Ichikawa, Marcomannic Wars 253, 257. Πρβλ. επίσης R. E. Smith, Septimius Severus 484. E. N. Luttwak, Grand Strategy 146. M. Grant, Climax G. Alföldy, Κρίση 588. P. Oliva, Pannonia 294, 298. B. Isaac, Limits Α. Mócsy, Pannonia 184. J. C. Mann, Frontiers 177. M. Ichikawa, Marcomannic Wars 253, 257 για διάφορες νεότερες απόψεις περί της ύπαρξης ή μη ενός τόσου φιλόδοξου στρατηγικού σχεδίου. Ναυάγιο του σχεδίου για προσάρτηση Μαρκομαννίας και Σαρματίας: Δίων Κάσσιος 71.20, Ηρωδιανός Βλ. B. Isaac, Limits 391, 387. R. E. Smith, Septimius Severus 484. Επίσης M. Grant, Climax 30. E. N. Luttwak, Grand Strategy Συνέβησαν μόνον κάποια επεισόδια περιορισμένης εμβέλειας στον Δούναβη, στον Ρήνο και τη Βρετανία. Βλ. πιο συγκεκριμένα P. Oliva, Pannonia , 309, Σχετικά με την παρθική εκστρατεία του Σεπτίμιου Σεβήρου και τα αποτελέσματα αυτής βλ. S. N. Miller, Imperial House 9-10, E. N. Luttwak, Grand Strategy 150. R. E. Smith, Septimius Severus P. Oliva, Pannonia (δίνει την εικόνα αμφίρροπης αναμέτρησης και ειρήνης κατόπιν αμοιβαίων παραχωρήσεων). Y. Le Bohec, Imperial Army 171 (θεωρεί την εκστρατεία του Σ. Σεβήρου και τα αποτελέσματα αυτής ως συνέχεια του πολέμου το ), 172, 191. Ειδικότερα B. Isaac, Limits 15, 30, 387 όπου και αρνητικές κρίσεις για την προσάρτηση. Για τις δύο νέες λεγεώνες βλ. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire 1077 (I Parthica), 1080 (III Parthica). R. Cowan, Legionary 6.
78 Πέρα από τα βόρεια σύνορα σημειώθηκαν εξελίξεις πολύ επικίνδυνες για την αυτοκρατορία. Ενισχυμένα από την πληθυσμιακή τους αύξηση και το ρεύμα των μεταναστεύσεων από το εσωτερικό της ελεύθερης Γερμανίας, τα γερμανικά φύλα ενώθηκαν στενότερα απ ό,τι προηγουμένως, τουλάχιστον για τις επιχειρήσεις εναντίον του ρωμαϊκού κράτους 87. Δημιουργήθηκαν λοιπόν νέοι συνασπισμοί και σχηματίστηκαν ισχυρές φυλετικές ενώσεις, όπως των Φράγκων (δηλ. οι «ελεύθεροι» ή «τρομεροί»), των Σαξόνων και των Θουριγγίων στο σύνορο της Κάτω Γερμανίας, όπως επίσης των Αλαμαννών -η ονομασία τους ίσως προέρχεται από τη γερμανική φράση «Alle Männer» υπονοώντας προφανώς την ενοποίηση πολλών και διαφόρων φυλών- και των Ιουθούγγων στο οχυρό σύνορο της Άνω Γερμανίας και της Ραιτίας, στην περιοχή δηλαδή των ρωμαϊκών Agri decumates 88. Τέτοιου μεγέθους απειλή για το μέτωπο του Ρήνου είχε να εμφανιστεί από την εποχή του Αυγούστου και των διαδόχων του, σχεδόν δύο αιώνες πριν. Ανατολικότερα, στην περιοχή του συνόρου του άνω Δούναβη οι Μαρκομάννοι, οι Κουάδοι, οι Λογγοβάρδοι και οι Σαρμάτες απέκτησαν προοδευτικά νέα δύναμη 89. Παράλληλα εμφανίστηκαν στις ίδιες περιοχές καινούργιοι εχθροί, όπως οι Βουργουνδοί και οι Βάνδαλοι (οι Ασδίγγοι στα σύνορα της Παννονίας, οι Σιλίγγοι στο μέτωπο της Ραιτίας και της Άνω Γερμανίας) 90. Στα σύνορα της Δακίας τα ελεύθερα δακικά φύλα, όπως οι Κάρποι, ανέπτυξαν πρωτοφανή δύναμη, όση δεν είχαν αναπτύξει από την εποχή των πολέμων του Τραϊανού 91. Στον κάτω Δούναβη τέλος εμφανίστηκαν προερχόμενοι από τη Βαλτική διαμέσου της ανατολικής Ευρώπης οι Γότθοι και λίγο αργότερα ορισμένοι άλλοι λαοί, όπως οι Έρουλοι και οι Γέπιδες 92. Όλοι αυτοί οι νέοι λαοί και συνομοσπονδίες θα αποδει Βλ. G. Alföldy, Κρίση 589. A. Alföldi, Invasions 161. Σχετικά με τις μεταναστεύσεις των γερμανικών φυλών την περίοδο αυτή βλ. ειδικότερα E. Demougeot, La formation Σχετικά με τη γεωγραφική διασπορά των γερμανικών φυλών στην Ευρώπη βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, Μεσαιωνική Ευρώπη Bλ. G. Alföldy, Κρίση 589. E. N. Luttwak, Grand Strategy 128, 153. M. Rostovtzeff, Ιστορία 305. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 42. A. Piganiol, Empire chrétien 3. S. Perowne, Roman World 42. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 6. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval S. Dill, Merovingian Gaul 6-7 (Φράγκοι). A. Alföldi, Invasions (Αλαμαννοί), 157 (Φράγκοι). P. Le Roux, Empire gallo-romain (Ιουθούγγοι). Danuta Shanzer, Ausonius s Mosella 215 (προέλευση Αλαμαννών). S. Williams - G. Friell, Theodosius (πολιτική οργάνωση Αλαμαννών). Θ. Καλαϊτζάκης, Ζώσιμος υποσημ. 120 σ (Βάνδαλοι, Αλανοί, Αλαμαννοί και προέλευση ονομασίας Αλαμαννών). Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (17.6, ) θεωρούσε τους Ιουθούγγους παρακλάδι των Αλαμαννών. 89 Βλ. G. Alföldy, Κρίση 589. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval A. Piganiol, Empire chrétien 3-4, 15. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 5-6. S. Williams - G. Friell, Theodosius G. Alföldy, Κρίση 589. E. N. Luttwak, Grand Strategy 153. A. Alföldi, Invasions Βλ. G. Alföldy, Κρίση 589. E. N. Luttwak, Grand Strategy 153. A. H. M. Jones, Later Empire I 25. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 486. A. Alföldi, Invasions 159. Το όνομα των Γεπίδων ίσως σημαίνει «οι περιπλανώμενοι». Οι Γότθοι ξεκίνησαν τη μακρά τους πορεία από τη Σκανδιναβία και τη Βαλτική προς το νότο ήδη από τον 1 ο αι. και γύρω στο 100 βρίσκονταν στην περιοχή του Κάτω Βιστούλα. Την ίδια εποχή άρχισαν να μετακινούνται νοτιοανατολικά και κάτω από την πίεση των Σαρματών εγκαταστάθηκαν πλησίον των εκβολών του Δούναβη προς τα τέλη του 2 ου αι.. Χωρίζονταν αρχικά σε τέσσερις φυλές: στους Greutungi (ίσως σήμαινε «άνθρωποι της στέπας»), τους Tervingi (ίσως σήμαινε «άνθρωποι των δασών»),
79 20 χτούν σαφώς πιο επικίνδυνοι αντίπαλοι για την αυτοκρατορία από τους προκατόχους τους του 1 ου και 2 ου αι. 93. Ειδικά οι Γότθοι μετατράπηκαν σταδιακά στους πιο τρομερούς εχθρούς των Ρωμαίων στο μέτωπο της Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους επηρεάστηκαν σημαντικά από τον πολιτισμό των Σαρματών, οι οποίοι χρωστούσαν πολλά στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Επιπλέον, ενώ ήταν αρχικά αδύναμοι στη στρατιωτική τακτική και στην πολιορκητική, κατάφεραν να αφομοιώσουν αρκετές ρωμαϊκές στρατιωτικές τεχνικές με αποτέλεσμα να μετατραπούν σύντομα σε πολύ ισχυρότερους εχθρούς από τους Κάρπους και τους Σαρμάτες. Διέθεταν αρκετά καλά οργανωμένες για τα γερμανικά πρότυπα κρατικές δομές με επικεφαλής φυλετικούς βασιλείς υποστηριζόμενους από μια κληρονομική αριστοκρατία πολεμιστών (λατ. comitatus, γερμ. Gefolge). Σταδιακά αυτού του τύπου η οργάνωση επικράτησε και στα υπόλοιπα γερμανικά φύλα. Η κρατική οργάνωση των Γότθων οφείλει πολλά στις επιρροές από ιρανικά φύλα και λαούς της στέππας, όπως τους Σαρμάτες, τους Αλανούς τους Ιάζυγες και τους Ροξωλανούς. Από τους ίδιους λαούς οι Γότθοι αφομοίωσαν προηγμένες στρατιωτικές τεχνικές, κυρίως τη χρήση του ίππου και την αξιοποίηση του ιππικού ως ανεξάρτητου όπλου μάχης, και υιοθέτησαν βαρύτερο επιθετικό και αμυντικό οπλισμό, που τον χρησιμοποιούσαν πρωτίστως οι αριστοκράτες 94. Ιδιαίτερα δυσμενές για το ρωμαϊκό κράτος ήταν το γεγονός ότι ταυτόχρονα με την εμφάνιση αυτής της απειλητικής «θάλασσας» των βαρβάρων στα βόρεια σύνορα σοβαρότατη απειλή αντιμετώπιζε και το ανατολικό σύνορο του κράτους 95. Στην Ανατολή βέβαια, η αυτοκρατορία ήταν ανέκαθεν αντιμέτωπη μ έναν οργανωμένο αντίπαλο, το βασίλειο των Πάρθων 96. Στο τέλος όμως της περιόδου των Σεβήρων δημιουργήθηκε μία εντελώς νέα κατάσταση ένας υποτελής του τελευταίου βασιλιά των Πάρθων Αρταβάνου Ε από το περσικό ιερατικό γένος των Σασσανιδών, ο Αρταξάρης (περσ. Αrdaxšīr), επαναστάτησε τους Βησιγότθους («άνθρωποι των λιβαδιών» ή «σοφοί Γότθοι») και τους Οστρογότθους («ένδοξοι Γότθοι»). Πρβλ. M. Grant, Climax 31. E. N. Luttwak, Grand Strategy 146. A. Alföldi, Invasions 159. Σχετικά με τη φυλετική διαίρεση των Γότθων βλ. επίσης HA, Claud Ειδικότερα για τους Γότθους βλ. E. Demougeot, La formation A. Piganiol, Empire chrétien P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 5-6. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval S. Williams - G. Friell, Theodosius 85, (επισημαίνουν τη δημιουργία μεγάλου γοτθικού κράτους τον 3 ο αι.). 93 H. Elton, Warfare 15. Για τους τόπους εγκατάστασης, την οικονομία και το επίπεδο διαβίωσης αυτών των εθνών βλ. H. Elton, Warfare 19-26, D. Nicholas, Μεσαιωνικός Κόσμος Σχετικά με επιρροές από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την κρατική οργάνωση των Γότθων βλ. M. Grant, Climax 31. E. N. Luttwak, Grand Strategy 146. A. Alföldi, Invasions 163. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 7-8. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 35. H. Elton, Warfare S. Williams-G. Friell, Theodosius Σχετικά με πολεμικές και πολιορκητικές τακτικές τoυς βλ. C. W. C. Oman, Art of War 5-6 (ιππικό), (comitatus). M. Grant, Climax 31. E. N. Luttwak, Grand Strategy 146. A. Piganiol, Empire chrétien 16. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 5. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 40. H. Elton, Warfare 58-59, 83. Αναλυτικότερα H. Wolfram, Geschichte der Goten. Von den Anfängen bis zu Mitte des sechsten Jahrhunderts, München 1983, σ (εξελικτική ιστορία των Γότθων), (στρατιωτικές και διοικητικές δομές). J. Penrose, Enemies of Rome 207, G. Alföldy, Κρίση G. Alföldy, Κρίση 590.
80 γύρω στο 210 εναντίον του Μεγάλου Βασιλέως και το 224 τον νίκησε 97. Η επανάσταση και επικράτηση των Ιρανών Σασσανιδών εις βάρος των Πάρθων Αρσακιδών έχει ερμηνευθεί από σύγχρονους ιστορικούς κυρίως ως απόρροια των απανωτών παρθικών αποτυχιών στους πολέμους εναντίον των Ρωμαίων και ως απόδειξη της ανανεωμένης ορμής του ιρανικού εθνικισμού 98. Έτσι η παρθική δυναστεία των Αρσακιδών αντικαταστάθηκε από τους Σασσανίδες, το παρθικό βασίλειο καταλύθηκε και τη θέση του πήρε η νεοπερσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Aνάμεσα στο καταλυθέν παρθικό βασίλειο και σε εκείνο των Σασσανιδών υπήρχαν ουσιαστικές και θεμελιώδεις διαφορές. Το κράτος των Πάρθων βασιλέων ήταν ένα σχετικά χαλαρό σύστημα υποτελών ηγεμονιών που συχνά δεν αναγνώριζαν παρά μόνον τυπικά την επικυριαρχία των Αρσακιδών 99. Αντίθετα ο Αρταξάρης και ο γιος του Σαπώρης Α εγκαθίδρυσαν μία σαφώς πιο ισχυρή και συγκεντρωτική μοναρχία, επέβαλαν τον δραστικό τους έλεγχο στο ιρανικό οροπέδιο και επιδίωξαν αμέσως την ενσωμάτωση στο περσικό βασίλειο του συνόλου των εδαφών της Μεσοποταμίας. Κύρια στηρίγματα της νέας δυναστείας στάθηκαν η ύπαρξη σταθερής γραφειοκρατίας, η επιβολή του Ζωροαστρισμού ως επίσημης κρατικής θρησκείας, η συνεπακόλουθη στήριξη του περσικού ιερατείου και η καλλιέργεια των ιρανικών εθνικών παραδόσεων 100. Επιπλέον οι Σασσανίδες οργάνωσαν αξιόμαχο στρατό, δημιούργησαν πολλούς νέους επίλεκτους σχηματισμούς βαρέως ιππικού (τους περίφημους «καταφράκτους» και «κλιβαναρίους»), βελτίωσαν τις πολεμικές τακτικές των Πάρθων, κυρίως όσον αφορά τον συνδυασμό βαρέως και ελαφρού ιππικού, και ανέπτυξαν ιδιαίτερα την πολιορκητική τέχνη Βλ. αναλυτικά M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 9-15 (πηγές), 349 (σχόλια). 98 Βλ. σχετικά M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I [παραπέμπουν μάλιστα σε συριακή πηγή, όπου η πτώση των Αρσακιδών αποδίδεται ρητώς στις απανωτές συγκρούσεις και ήττες τους από τους Ρωμαίους]. B. Isaac, Limits 15-16, 219. J. Howard-Johnston, Great Powers 159. S. Perowne, Roman World 37. R. Rémondon, Crise 98. Y. Le Bohec, Imperial Army E. N. Luttwak, Grand Strategy 150. G. Alföldy, Κρίση 591. Η ενίσχυση της επιρροής των τοπικών ηγεμόνων και των διαλυτικών τάσεων στο εσωτερικό του παρθικού βασιλείου οφείλεται σύμφωνα με τον J. Howard-Johnston (Great Powers 159) στην ήττα του Πρβλ. σχετικά A. H. M. Jones, Later Empire I 25. E. N. Luttwak, Grand Strategy 150. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 482. R. Rémondon, Crise 98. Y. Le Bohec, Imperial Army 148, 198. B. Isaac, Limits 16. Την αντίθεση ανάμεσα στη χαλαρή οργάνωση του κράτους των Πάρθων Αρσακιδών και την πιο συγκεντρωτική μιλιταριστική και επεκτατική δομή της αυτοκρατορίας των Ιρανών Σασσανιδών επισημαίνει χαρακτηριστικά ο J. Howard-Johnston (Great Powers 158). Το άρθρο του τελευταίου αποτελεί γενικά μία πολύ καλή και ισορροπημένη μελέτη για το βασίλειο των Σασσανιδών, ειδικά οι σ , όπου υπάρχουν στοιχεία για πηγές περί της σασσανιδικής ιστορίας, για τη διοίκηση και τον στρατό, για τη γεω - μορφολογία, την οικονομία και την αστική ανάπτυξη του κράτους. Σχετικά με την πρώιμη πολιτική ιστορία, την οργάνωση και τη διοίκηση του κράτους και τη θρησκευτική πολιτική του σασσανιδικού βασιλείου βλ. επίσης A. Christensen, Sassanid Persia Πρβλ. J. Howard-Johnston, Great Powers 195. E. N. Luttwak, Grand Strategy 151. M. Grant, Climax 24, 39. G. Alföldy, Κρίση 591. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική S. Perowne, Roman World και υποσημ. 2 σ. 35. J. Penrose, Enemies of Rome , Για τις επιρροές, την ανάπτυξη, τη μορφή και τον εξοπλισμό του σασσανιδικού ιππικού των «κλιβαναρίων» βλ. ειδικότερα M. Michalak, Sassanian Cavalry
81 22 Οι βαθιές μεταβολές που σημειώθηκαν κατά μήκος ολόκληρης της ρωμαϊκής συνοριακής γραμμής επιβάρυναν λοιπόν δραματικά τον συσχετισμό δυνάμεων. Το ρωμαϊκό κράτος σύντομα θα υποχρεωνόταν να αποδυθεί σ έναν εξοντωτικό πόλεμο επιβίωσης εναντίον ποικιλώνυμων αντιπάλων, παλαιών και νέων. Το δεύτερο κύμα των βαρβαρικών εισβολών ξέσπασε το 230. Σ αυτή την περίπτωση το μέτωπο δεν περιορίστηκε σ έναν μόνον τομέα των συνόρων ολόκληρη η ρωμαϊκή επικράτεια μετατράπηκε σ ένα γιγαντιαίο θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και ελάχιστες επαρχίες απέφυγαν βαρβαρικές διεισδύσεις (βλ. σχετικό χάρτη στη σελ. 108). Την θρυαλλίδα άναψαν οι εδαφικές διεκδικήσεις της νέας περσικής δυναστείας. Το κράτος των Σασσανιδών, έντονα αναθεωρητική δύναμη, διεκδικούσε την επαρχία της Μεσοποταμίας και προέβαλλε αξιώσεις γενικότερα για ολόκληρη τη ρωμαϊκή Ανατολή, ακόμη και για τη Μικρά Ασία, ως παλαιά «κληρονομιά» που ανήκε στην Περσία από την εποχή των Αχαιμενιδών 102. Ο νέος Μεγάλος Βασιλέας δεν περιορίστηκε όμως μόνο σε αξιώσεις και απειλές. Το 230 ο Αρταξάρης εισέβαλε στη Μεσοποταμία, εγκαινιάζοντας έτσι μία περίοδο συγκρούσεων που διήρκεσε με διαλείμματα ως το θάνατό του το Ο αγώνας με την Περσία έλαβε επικές διαστάσεις επί της βασιλείας του Σαπώρη Α (περσ. Šāhpūhr) ( /3), τον διάδοχο του Αρταξάρη στον θρόνο της Περσίας. Εκτός από τις ετήσιες επιδρομές εναντίον των ανατολικών επαρχιών, ο Σαπώρης εξαπέλυσε και τρεις μεγάλες εκστρατείες κατά της αυτοκρατορίας, το , το και το Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εκστρατειών ο Σαπώρης υπέστη αρκετές ήττες, απήλαυσε όμως και μεγάλες επιτυχίες, όπως τον θάνατο του ίδιου του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ το 244 κατά τη διάρκεια μεγάλης ρωμαϊκής εισβολής στην περσική Ασσυρία, τη νίκη του κατά των Ρωμαίων στη Βαρβαλισσό της Συρίας το 252 και την κατάληψη της Αντιόχειας το 256. Σε γενικές γραμμές η δράση του χαρακτηρίστηκε από καταλήψεις και λεηλασίες πόλεων της ρωμαϊκής Ανατολής, πολλές από τις οποίες κατέλαβε και λεηλάτησε επανειλημμένα. Κατόρθωσε επίσης να αποσπάσει προσωρινά την Αρμενία από τη ρωμαϊκή επικυριαρχία Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 25. G. Alföldy, Κρίση 591. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 42. R. Rémondon, Crise 98. J. Howard-Johnston, Great Powers 160. M. Whitby, Persian King A. Chauvot, Parthes et Perses Σχετικά με τους περσορωμαϊκούς πολέμους επί Αρταξάρη και την εισβολή του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου ( ) στην Περσία βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 15, (πηγές). A. Christensen, Sassanid Persia E. Kettenhofen, Sasanidischen Politik με πηγές. 104 Περί του πολέμου των ετών , την προβληματική σχετικά με τον θάνατο του Γορδιανού Γ και την ειρήνη του Φίλιππου του Άραβα βλ. αναλυτικότερα A. Christensen, Sassanid Persia E. Kettenhofen, Persian Campaign και τις πλούσιες υποσημ. στις σ Επίσης M. Whitby, Persian King 236. J. Howard-Johnston, Great Powers 161, 181, 207. E. Kettenhofen, Sasanidischen Politik 102. Του ιδίου, Persian Campaign, υποσημ. 75 σ περί πιθανής ρωμαϊκής αποκήρυξης της επικυριαρχίας στην Αρμενία. R. Stoneman, Palmyra 101. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (πηγές), (σχόλια, όπου αποδέχονται ως πιθανή την προσωρινή απόσπαση της Αρμενίας από τη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων). Για τη δεύτερη περσική εισβολή του και τα αποτελέσματα της βλ. A. Piganiol, Histoire M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (πηγές), (σχόλια). R. Stoneman, Palmyra 101, J. Howard-Johnston, Great Powers 161. E. Kettenhofen, Sasa-
82 Η περσική εισβολή του υπήρξε ιδιαιτέρως καταστρεπτική και υπονόμευσε τη ρωμαϊκή ισχύ σε ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Παρά τις αρχικές επιτυχίες του αυτοκράτορα Βαλεριανού ( ) ανάμεσα στα έτη με την ενεργό συνεργασία του Οδαίναθου, δυνάστη της ισχυρής πόλης της Παλμύρας, ο Σαπώρης δεν πτοήθηκε. Οργάνωσε και τρίτη εκστρατεία το κατά τη διάρκεια της οποίας το ρωμαϊκό κράτος υπέστη τη μεγαλύτερη μέχρι τότε ταπείνωση. Ο στρατός του Βαλεριανού νικήθηκε και ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε από τους Πέρσες κοντά στην Έδεσσα της Συρίας το καλοκαίρι του 260. Ο περσικός στρατός υπό τον Σαπώρη, εκμεταλλευόμενος τη γενική παράλυση των Ρωμαίων, εισέβαλε κατόπιν στη Συρία, κατέλαβε την Αντιόχεια και έπειτα προήλασε στην Κιλικία και την Καππαδοκία καταλαμβάνοντας την Ταρσό και την Καισάρεια αντίστοιχα. Οι Πέρσες αναδιπλώθηκαν μόνον όταν ο Μακριανός και ο Κάλλιστος (λατ. Ballista), πρώην συνεργάτες του Βαλεριανού, εφάρμοσαν ανταρτοπόλεμο εναντίον των διασκορπισμένων περσικών στρατιωτικών τμημάτων που λυμαίνονταν τις απροστάτευτες εκείνες επαρχίες. Κατά την υποχώρησή του μάλιστα ο περσικός στρατός πλαγιοκοπήθηκε και νικήθηκε ολοσχερώς από τις δυνάμεις του Οδαίναθου 105. Παρ όλους τους θριάμβους του ο Σαπώρης δεν κατόρθωσε να επιτύχει μόνιμα εδαφικά κέρδη εις βάρος της Ρώμης στην Ανατολή. Αυτό οφειλόταν τόσο στην αδυναμία του να προσεταιριστεί τους εγχώριους πληθυσμούς εξαιτίας της υπέρμετρης σκληρότητας που επέδειξε εναντίον τους όσο και στην παρουσία του Οδαίναθου. Ο Οδαίναθος, ηγεμόνας της Παλμύρας, κάλυψε επάξια το κενό που άφησε η ρωμαϊκή διοίκηση και παρέμεινε πιστός σύμμαχος της Ρώμης και υποστηρικτής του νόμιμου αυτοκράτορα Γαλλιηνού ( ), γιου του Βαλεριανού. Μετά τον πόλεμο του ο Οδαίναθος επιχείρησε αρχικώς ανοίγματα προς την Περσία και υπέβαλε προτάσεις ειρήνης και συνεργασίας προς τον Πέρση μονάρχη, τις οποίες ο Σαπώρης απέρριψε με αλαζονικό τρόπο. Μη διαθέτοντας άλλη επιλογή ο Οδαίναθος απάντησε οργανώνοντας δύο νικηφόρες εκστρατείες εναντίον της Περσίας το και το 267. Με αφορμή αυτές τις επιτυχίες λέγεται ότι ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός ανακήρυξε τον Οδαίναθο «Corrector et Restitutor Orientis, Dux Romanorum et Imperator», δηλαδή «Ανορθωτή της ρωμαϊκής Ανατολής, Ηγέτη των Ρωμαίων και Στρατηγό-Αυτοκράτορα» nidischen Politik 101. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 415. Επίσης B. Isaac, Limits 229 και υποσημ. 79 σ. 31. A. Christensen, Sassanid Persia J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine Σχετικά με όλα τα παραπάνω γεγονότα βλ. A. Christensen, Sassanid Persia A. Piganiol, Histoire 424. Θ. Σαρικάκης, Μικρά Ασία 220. E. Kettenhofen, Sasanidischen Politik M. Whitby, Persian King 236. J. Howard-Johnston, Great Powers 161. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 23. R. Rémondon, Crise 98. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 415. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (πηγές) και (σχόλια). Σχετικά με την αναδίπλωση των Περσών και την ήττα τους από τις δυνάμεις του Οδαίναθου βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (πηγές). A. Piganiol, Histoire 424. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 490. B. Isaac, Limits 220 με πηγές. 106 Για τη δράση του Οδαίναθου εναντίον των Περσών τα έτη βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (πηγές). R. Stoneman, Palmyra B. Isaac, Limits 32, 221 με τις σχετικές πηγές. Αναφορικά με τους τίτλους του Οδαίναθου και την προβληματική περί αυτών βλ. R. Stoneman, Palmyra 106. L. de Blois, Gallienus 3, B. Isaac, Limits 221 όπου και πηγές. J.-B. Yon, Palmyre au
83 24 Οι επιτυχίες του Οδαίναθου απέτρεψαν περαιτέρω επιθέσεις και εισβολές των Περσών εναντίον των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Μέχρι το 268, χάρη στην επέμβαση της Παλμύρας, η περσική πίεση επί της ρωμαϊκής Ανατολής είχε μετριαστεί, καθώς η Περσία είχε εξαντληθεί εξαιτίας των συνεχών πολέμων, παρότι τα στρατεύματα του Σαπώρη είχαν αποκομίσει αμέτρητα λάφυρα από τις εκστρατείες τους. Με τον θάνατο του Σαπώρη (μεταξύ των ετών ) η Περσία έχασε τον μεγάλο στρατηλάτη και οργανωτή που είχε κατορθώσει να ενώσει τις δυνάμεις της χώρας και να τις οδηγήσει εναντίον των Ρωμαίων 107. Οι αμυντικοί αγώνες της Ρώμης δεν περιορίστηκαν όμως μόνο στο ανατολικό μέτωπο. Την ίδια περίοδο, κατά μήκος των βορείων συνόρων, από τη θάλασσα της Μάγχης ως τις εκβολές του Δούναβη, το ρωμαϊκό κράτος υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει μαζικές βαρβαρικές εισβολές. Το βόρειο μέτωπο ανεφλέγη το 231, όταν οι Φράγκοι εισέβαλαν στην επαρχία της Κάτω Γερμανίας. Το 233 οι Αλαμαννοί παραβίασαν σε μεγάλη έκταση τη συνοριακή γραμμή της Ραιτίας και της Άνω Γερμανίας και κατέστρεψαν αρκετά συνοριακά οχυρά αλλά και ανατολικότερα, στον τομέα του Δούναβη η βαρβαρική πίεση μεγάλωνε. Ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος ( ) κατάφερε εντούτοις μέχρι τη δολοφονία του το 238 να αποκαταστήσει την ειρήνη κατά μήκος του Ρήνου και του άνω Δούναβη συντρίβοντας τους Αλαμαννούς, τους Σαρμάτες και τους Κάρπους. Έκτοτε η στρατιωτική κατάσταση στον χώρο αυτό σταθεροποιήθηκε ως τις αρχές της έκτης δεκαετίας του αιώνα. Χρειάστηκε ωστόσο να συνεχιστεί η λήψη στρατιωτικών μέτρων στις ίδιες αυτές περιοχές εναντίον μεμονωμένων ανυπότακτων λαών για να αποκρουστούν οι επιδρομές τους 108. III e siècle: à propos d un ouvrage recent d U. Hartmann (Palmyra in the third century: about a recent book by U. Hartmann), AntTard 10 (2002) , σ Ο στρατός της Παλμύρας: Τον στρατό του Οδαίναθου αποτελούσαν πρωτίστως σώματα ιππικού πλαισιωμένα από πεζικό. Το ιππικό περιελάμβανε τμήματα καταφράκτων, ιπποτοξότες από την Οσροηνή και Άραβες νομάδες που ίππευαν καμήλες και άλογα, ενώ τις τάξεις του πεζικού απάρτιζαν βασικά Σύροι χωρικοί. Κύρια δύναμη κρούσης ήταν το ελαφρύ και ευέλικτο ιππικό των Αράβων νομάδων, οι οποίοι εφάρμοζαν τακτικές αιφνιδιασμού στη μάχη. Οι τακτικές αυτές αποδείχτηκαν ιδιαίτερα επιτυχείς για την αντιμετώπιση του περσικού στρατού στο αφιλόξενο περιβάλλον της συριακής ερήμου. Πρβλ. R. Stoneman, Palmyra L. de Blois, Gallienus 35, B. Isaac, Limits 225. Για το αραβικό νομαδικό ιππικό βλ. επίσης D. F. Graf, Nabataean Army 304. Του ιδίου, Arabian Frontier 16-17, 20. Ο συγγραφέας της Historia Augusta (Tyr. Trig. 15.1) εξυμνεί τη δράση του Οδαίναθου και αναφέρει με χαρακτηριστικό τρόπο ότι χωρίς αυτόν όλα θα είχαν χαθεί στη ρωμαϊκή Ανατολή. 107 Η παράγραφος αυτή στηρίζεται σε συμπεράσματα του G. Alföldy (Κρίση 591). 108 Σχετικά με τις εισβολές των Φράγκων και των Αλαμαννών στο μέτωπο του Ρήνου τα έτη , τις ρωμαϊκές επιχειρήσεις των ετών και τις βαρβαρικές πιέσεις στον Άνω Δούναβη και τη Ραιτία την ίδια εποχή βλ. ενδεικτικά A. Alföldi, Invasions 154. P. Oliva, Pannonia A. Piganiol, Histoire 420. E. Demougeot, La formation Τόσο οι Φράγκοι όσο κι οι Αλαμαννοί επωφελήθηκαν από την προσωρινή εξασθένηση των συνοριακών φρουρών, αφού ισχυρά στρατεύματα από τις περιοχές του Ρήνου και του Δούναβη είχαν αποσυρθεί για τις ανάγκες του πολέμου με την Περσία. Σχετικά με τα συνοριακά οχυρά της περιοχής των Agri decumates που καταστράφηκαν κατά την αλαμαννική εισβολή του 233 και την ανακατασκευή πολλών εξ αυτών από τον αυτοκράτορα Μαξιμίνο βλ. H. Schönberger, Germany Σχετικά με τις επιχειρήσεις των αυτοκρατόρων Γορδιανού Γ και Φιλίππου τα έτη και εναντίον των Αλαμαννών στη Ραιτία και των Κάρπων στην Παννονία και το οροπέδιο των Καρπαθίων βλ. G. Alföldy, Κρίση 589. D. Tudor, Dacia
84 Από το 238 ωστόσο το κύριο θέατρο των επιχειρήσεων άρχισε να μετατοπίζεται σταδιακά προς την περιοχή του κάτω Δούναβη και τη χερσόνησο του Αίμου. Το ίδιο έτος οι Γότθοι διενήργησαν τις πρώτες τους επιδρομές εναντίον της επαρχίας της Κάτω Μοισίας και υποχρέωσαν τους Ρωμαίους να εξαγοράσουν την ειρήνη 109. Το έτος 238 σηματοδότησε λοιπόν την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στη ρωμαϊκή και βυζαντινή ιστορία, αυτό των γοτθικών πολέμων, οι οποίοι θα συνεχιστούν για τρεις ολόκληρους αιώνες ως την εποχή του Ιουστινιανού Α ( ). Όταν το 244 ο νέος αυτοκράτορας Φίλιππος ο Άραβας διέκοψε τις χορηγίες προς τους Γότθους, αυτοί εισέβαλαν και πάλι στην Κάτω Μοισία. Το 248 άρχισε η μεγάλη επίθεσή τους σε συνεργασία με άλλους γειτονικούς λαούς όπως τους Κάρπους, τους Αστίγγους Βανδάλους, τους Ταϊφάλους και τους Βαστάρνες. Δύο χρόνια αργότερα επανέλαβαν την επίθεσή τους και ερήμωσαν βάσει σχεδίου του ηγεμόνα τους Κνίβα τη Μοισία και τη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Δέκιος ( ) ανέλαβε μεγάλη αντεπίθεση και στην αρχή σημείωσε αξιόλογες επιτυχίες εναντίον των Γότθων και των Κάρπων στη Θράκη και τη Δακία αντίστοιχα (250). Το επόμενο όμως έτος ήταν καταστροφικό για τη Ρώμη. Το καλοκαίρι του 251 ο Δέκιος έπεσε σε ενέδρα του Γότθου ηγεμόνα Κνίβα κοντά στην Άβριττο της Μ. Σκυθίας και υπέστη πανωλεθρία ο στρατός του εξολοθρεύτηκε, ενώ ο ίδιος και ο γιος του, ο Ερέννιος Ετρούσκος, σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης 110. H καταστρεπτική αυτή ήττα είχε ως συνέπεια να κλονιστεί σε μεγάλο βαθμό η ρωμαϊκή αμυντική ισχύς σε ολόκληρο τον χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μικράς Ασίας. Τα επόμενα είκοσι σχεδόν χρόνια οι γοτθικές εισβολές πολλαπλασιάστηκαν και οι Γότθοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν μέχρι το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία. Ο πιο επικίνδυνος εχθρός της αυτοκρατορίας στον Βορρά ήταν στο εξής οι Γότθοι. Οι αλλεπάλληλες ναυτικές και πεζικές επιδρομές τους το 253, το , το και το 266 αναστάτωσαν τα μικρασιατικά παράλια του Ευξείνου Πόντου, την Προποντίδα, την Ιωνία και ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου ως τη Θεσσαλονίκη και τη νότια Ελλάδα 111. Η μεγαλύτερη όμως επίθεση των Γότθων εναντίον της αυτοκρατορίας εκδηλώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, το 267. Γότθοι, Έρουλοι και πολυάριθμα άλλα βαρβαρικά φύλα διέσπασαν την άμυνα του Δούναβη και διέσχισαν με στόλο τα στενά του Βοσπόρου. Οι επιδρομικές τους επιχειρήσεις εξαπλώθηκαν στη Θράκη, στη Μακεδονία, στην κυρίως Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Στη Μικρά Ασία οι Γότθοι ερήμωσαν για ακόμη μία φορά Βλ. G. Alföldy, Κρίση 589. A. Piganiol, Histoire 421. A. Alföldi, Invasions Για τις γοτθικές εισβολές ανάμεσα στα έτη βλ. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 487. G. Alföldy, Κρίση 589. A. Piganiol, Histoire 422. M. Grant, Climax 31. A. Alföldi, Invasions 143. Για τις επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Δεκίου εναντίον των Γότθων και τον θάνατό του στην Άβριττο βλ. ενδεικτικά G. Alföldy, Κρίση A. Piganiol, Histoire A. Alföldi, Invasions A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja M. Grant, Climax Η παράγραφος στηρίζεται στην περιγραφή του G. Alföldy (Κρίση 590). Για τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Γότθων και των συμμάχων τους ανάμεσα στα έτη βλ. επίσης HA, Gall , 5.6, 6.2, 11.1, 12.6 (ειδικά επί Γαλλιηνού, ). A. Piganiol, Histoire S. Perowne, Roman World 42. Θ. Σαρικάκης, Μικρά Ασία 220. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 415. A. Alföldi, Invasions
85 26 τις περιοχές της Βιθυνίας και της Ιωνίας και προχώρησαν βαθιά στο εσωτερικό λεηλατώντας τις επαρχίες της Γαλατίας και της Καππαδοκίας. Συγχρόνως Γότθοι και Έρουλοι επιδρομείς και πειρατές λεηλάτησαν τα παράλια του Αιγαίου, κατέλαβαν τη Λήμνο και τη Σκύρο και κατόπιν εκπολιόρκησαν ιστορικές ελληνικές πόλεις όπως την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Σπάρτη και το Άργος προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές. Mε διαδοχικές εκστρατείες οι αυτοκράτορες Γαλλιηνός ( ) και Κλαύδιος ( ) κατόρθωσαν να απωθήσουν τους βαρβάρους από τη χερσόνησο του Αίμου. Εντωμεταξύ το 268/269 τα ρωμαϊκά στρατεύματα κατήγαγαν αποφασιστική νίκη εναντίον των Γότθων στη Ναϊσσό της Άνω Μοισίας 112. Έτσι, η στρατιωτική ένταση στη χερσόνησο του Αίμου και τη Μικρά Ασία χαλάρωσε. Την ίδια περίοδο ωστόσο, από το 250 ως το 270, η στρατιωτική κρίση επεκτάθηκε και σε άλλα τμήματα των βορείων συνόρων. Στο οροπέδιο των Καρπαθίων Μαρκομάννοι, Βάνδαλοι, Κάρποι, Σαρμάτες, Κουάδοι και Γότθοι επιδρομείς κατάφεραν να διασπάσουν επανειλημμένα τα σύνορα και να λεηλατήσουν την απογυμνωμένη προσωρινά από ρωμαϊκές φρουρές Δακία. Αλλά και κατά μήκος των συνόρων του Άνω Δούναβη, στις επαρχίες της Παννονίας και του Νωρικού, η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Το 254 οι Μαρκομάννοι εισέβαλαν στην Παννονία και εισχώρησαν βαθιά στο εσωτερικό μέχρι την Ιταλία, ενώ τo 259 Μαρκομάννοι, Σαρμάτες, Κουάδοι και Ροξωλανοί εισέβαλαν στην Μοισία και κατόπιν στην Παννονία από την περιοχή του Σιρμίου και προήλασαν βορειοδυτικά λεηλατώντας και καταστρέφοντας σε ολόκληρη την έκταση της επαρχίας 113. Βορειότερα, στο μέτωπο του Ρήνου κατά την έκτη δεκαετία του 3 ου αι. ( ) σημειώθηκε νέα έξαρση των φραγκικών και αλαμαννικών επιθέσεων. Οι ορδές τους ερήμωσαν όχι μόνον τις συνοριακές περιοχές των δύο γερμανικών επαρχιών αλλά επίσης τη Ραιτία και το Νωρικό. Το 253 οι βάρβαροι διέσπασαν την άμυνα του Ρήνου και ξεχύθηκαν στη Γαλατία διεισδύοντας μέχρι την Ισπανία. Πέντε χρόνια αργότερα, το 258, οι Φράγκοι και οι Αλαμαννοί επωφελήθηκαν από την προσωρινή εξασθένηση των ρωμαϊκών φρουρών του Ρήνου χάριν του παραδουνάβιου μετώπου και εισέβαλαν για ακόμη μια φορά. Οι 112 Σχετικά με τη μεγάλη εισβολή Γότθων, Ερούλων και άλλων βαρβάρων στη χερσόνησο του Αίμου και τη Μ. Ασία τα έτη και βλ. Ζώσιμος HA, Gall HA, Claud και 4. Βλ. επίσης S. Johnson, Fortifications F. Millar, Dexippus A. Piganiol, Histoire A. Alföldi, Invasions Γενικότερα για τις γοτθικές εισβολές των ετών βλ. E. Demougeot, La formation Την άμυνα των Αθηνών εναντίον των Ερούλων οργάνωσε ο ιστορικός Δέξιππος. Βλ. F. Millar, Dexippus E. N. Luttwak, Grand Strategy 147. Β. Τσακατίκας, Ιστοριογραφία, στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Στ : Ελληνισμός και Ρώμη (30 π.χ.-324 μ.χ.), Αθήνα 1976, σ , σ D. Armstrong, Gallienus in Athens 237. E. A. Thompson, Athenian Twilight Σχετικά με τη μάχη της Ναϊσσού βλ. G. Alföldy, Κρίση 590. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 34. H. E. L. Mellersh, Soldiers of Rome W. T. Arnold, Provincial Administration 173. J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου 144. Θ. Σαρικάκης, Μικρά Ασία 220 (όλοι οι παραπάνω αποδίδουν τη νίκη στον Κλαύδιο Γοτθικό, που είναι το πιθανότερο). L. de Blois, Gallienus 4. M. Grant, Climax 33 και υποσημ. 43 σ A. Alföldi, Invasions 149 (οι τρεις ανωτέρω αποδίδουν τη νίκη στον Γαλλιηνό). 113 Σχετικά με τις βαρβαρικές εισβολές στη Δακία και την Παννονία κατά τη δεκαετία και τα κινήματα στην Παννονία το βλ. ενδεικτικά G. Alföldy, Κρίση 590. A. Piganiol, Histoire H.-G. Pflaum, Kaiserreich 415. A. Alföldi, Invasions 139. B. Saria, Regalianus
86 Αλαμαννοί προήλασαν μέχρι την κεντρική Γαλατία, ενώ οι Φράγκοι εισχώρησαν στην Ισπανία όπου προκάλεσαν πρωτοφανείς δηώσεις και προέβησαν ακόμη και σε πειρατικές επιδρομές. Έπειτα από αυτούς τους πολέμους το ρωμαϊκό κράτος έχασε οριστικά το οχυρό σύνορο της Άνω Γερμανίας και Ραιτίας και μαζί την προς ανατολάς του Ρήνου Γερμανία που προστατευόταν από αυτό (Agri decumates, σημ. Βάδη-Βυρτεμβέργη στη Γερμανία). Γύρω στο 260 τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας συμπτύχθηκαν αναγκαστικά στον άνω Ρήνο και τον άνω Δούναβη 114. Ακόμη και στη Βόρειο Αφρική η ρωμαϊκή διοίκηση αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει διεισδύσεις νομαδικών φυλών. Από το 250 η Αίγυπτος υπέφερε από συνεχείς επιδρομές Νοβατών και Βλεμμύων, δύο αιθιοπικών φυλών. Μόλις το 261 ο τότε διοικητής της Αιγύπτου Μούσιος Αιμιλιανός κατόρθωσε να εκδιώξει τους Βλέμμυες από τη Θηβαΐδα. Δυτικότερα, η Μαυριτανία αντιμετώπισε διαδοχικές επιδρομές βερβερικών φυλών ανάμεσα στα έτη Η κατάσταση εκεί ήταν αρκετά σοβαρή, ώστε η αυτοκρατορία υποχρεώθηκε γύρω στο 258 να θέσει υπό ενιαία διοίκηση ολόκληρο τον τομέα των συνόρων από τη Μαυριτανία ως την Τριπολίτιδα ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣΒΟΛΩΝ ΤΟΥ 3 ου αι. Η αναδρομή αυτή στην ιστορία των βαρβαρικών εισβολών κατά τη διάρκεια του 3 ου αι. αρκεί για να καταδείξει με το γλαφυρότερο τρόπο το μέγεθος της εξωτερικής απειλής που αντιμετώπισε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του 3 ου αι. το κράτος ήταν πια υποχρεωμένο να διεξάγει σχεδόν αδιάκοπα επίπονους και βαρείς σε απώλειες αμυντικούς πολέμους 116. Το γεγονός αυτό προξένησε βαθιά εντύπωση στους ανθρώπους της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόψεις για το μέγεθος και τη σημασία των εξωτερικών πιέσεων, όπως καταγράφονται στα έργα συγγραφέων της όψιμης αρχαιότητας, διαφέρουν ουσιαστικά ανάμεσα στον 2 ο και τον 3 ο αι. Γύρω στα μέσα του 2 ου αι. ο ρήτορας και σοφιστής Αίλιος Αριστείδης σχολίαζε χαρακτηριστικά πως: «πόλεμοι δὲ οὐδ εἰ πώποτε ἐγένοντο ἔτι πιστεύονται, ἄλλ ἐν ἄλλως μύθων τάξει τοῖς πολλοῖς ἀκούονται, εἰ δέ που καὶ συμπλακεῖεν ἐν ἐσχατιαῖς, οἷα εἰκὸς 114 Για τις φραγκικές και αλαμαννικές επιθέσεις στο μέτωπο του Ρήνου, τη διείσδυσή τους στη Γαλατία και την Ισπανία και τα αποτελέσματα αυτών των επιδρομών βλ. ενδεικτικά R. Cagnat, Armée d Afrique 65. A. Piganiol, Histoire H. Schönberger, Germany 176. Του ιδίου, Saalburg 223 (υποστηρίζει προσωρινή συνύπαρξη Αλαμαννών και Ρωμαίων στους Agri decumates μετά την κατάληψή τους). L. de Blois, Gallienus 6. S. Perowne, Roman World 42. R. McMullen, Roman Response 189. A. Alföldi, Invasions , 159. S. Johnson, Fortifications 70, 72. Ειδικότερα E. Demougeot, La formation Για τις οχλήσεις των Βλεμμύων στην Αίγυπτο βλ. ενδεικτικά A. Piganiol, Histoire 422, 424. L. de Blois, Gallienus 8. Σχετικά με τις βερβερικές επιθέσεις στις ρωμαϊκές επαρχίες από τη Μαυριτανία ως την Τριπολίτιδα βλ. ενδεικτικά R. Cagnat, Armée d Afrique L. de Blois, Gallienus 6. A. Piganiol, Histoire 423. E. N. Luttwak, Grand Strategy 158. H.-G. Pflaum, Kaiserreich G. Alföldy, Κρίση 588.
87 28 ἐν ἀρχῇ μεγάλῃ ἀτεχνῶς ὥσπερ μῦθοι ταχέως αὐτοί τε παρῆλθον καὶ οἱ περὶ αὐτῶν λόγοι» 117. Ακόμη και στα χρόνια της δυναστείας των Σεβήρων ιστορικοί, όπως ο Δίων Κάσσιος, μετέδιδαν την άγνοια των συγχρόνων τους για τη σημασία των νέων απειλών που ξεπρόβαλλαν πέρα από τα σύνορα, καθότι: «ἔν τε γὰρ τῇ Ρώμῃ συχνὰ καὶ παρὰ τῷ ὑπηκόῳ αὐτῆς πολλά, πρός τε τὸ πολέμιον ἀεὶ καὶ καθ ἡμέραν ὡς εἰπεῖν γίγνεταί τι, περὶ ὧν τὸ μὲν σαφὲς οὐδεὶς ῥᾳδίως ἔξω τῶν πραττόντων αὐτὰ γιγνώσκει, πλεῖστοι δ ὅσοι οὐδ ἀκούουσι τὴν ἀρχὴν ὅτι γέγονεν.» 118. Επιπλέον, από την ανάγνωση των πηγών της περιόδου φαίνεται πως οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούσαν ότι το κράτος εισερχόταν σε στάδιο κρίσης, είχαν όμως ακόμη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της Ρώμης για ανάκαμψη 119. Mισόν αιώνα αργότερα ωστόσο, ο ιστορικός Ηρωδιανός κάτω από το βάρος της ανανεωμένης εξωτερικής απειλής σχολίαζε πολύ εύστοχα ότι «οὐ γὰρ περὶ ὅρων γῆς οὐδὲ ῥείθρων ποταμῶν ἡ φιλονεικία, περὶ τοῦ παντός δε» 120. Πιο καίρια παρατήρηση από αυτή του Ηρωδιανού δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Οι πόλεμοι της Ρώμης εναντίον των βαρβάρων δεν ήταν απλώς αγώνες για τη διασφάλιση των συνόρων ήταν πλέον αγώνες για τη σωτηρία και τη διάσωση της αυτοκρατορίας από τις εχθρικές επιβουλές 121. Το γεγονός ότι οι πνευματικοί άνδρες εκείνης της περιόδου είχαν επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης αποδεικνύεται και από άλλες περικοπές των έργων τους που έχει αποδελτιώσει κυρίως ο έγκριτος μελετητής της ύστερης αρχαιότητας G. Alföldy. Εξόχως χαρακτηριστικά είναι εδάφια και σχόλια από το ιστορικό έργο του Ηρωδιανού. Στην αρχή της Ιστορίας του ο Ηρωδιανός σχολίαζε ότι στις αρχές του 3 ου αι. οι αλλαγές αυτοκρατόρων, οι εμφύλιοι και οι εξωτερικοί πόλεμοι, τα κινήματα στις επαρχίες, οι αλώσεις των πόλεων και τέλος οι σεισμοί και οι επιδημίες συνέβαιναν πλέον πολύ συχνότερα από όσο τα προηγούμενα 200 χρόνια. Κατανοούσε επίσης ότι η εξουσία της Ρώμης παρέπαιε, χωρίς να μπορεί να βγει από το τέλμα, και θεωρούσε ανέφικτη την επιστροφή στο πολίτευμα των Αντωνίνων κατά τη γνώμη του μόνον ικανοί στρατιώτες-αυτοκράτορες με τη βοήθεια του στρατού ήταν σε θέση να διαφυλάξουν το κράτος. Χαρακτήριζε τέλος τους Πέρσες και τους Γερμανούς ως ισοδύναμους αντιπάλους της Ρώμης και σχολίαζε ότι η έναρξη των πολέμων στην Ανατολή κατά των Σασσανιδών ήταν ανησυχητικό σημάδι Αίλιος Αριστείδης, Εις Ρώμην Παρομοίως του ιδίου, Εις Ρώμην Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 273. Του ιδίου, Κρίση 588. P. Oliva, Pannonia Δίων Κάσσιος Βλ. επίσης F. Millar, Cassius Dio 171. G. Alföldy, Crisis 102. H. Elton, Warfare Βλ. G. Alföldy, Crisis με τα σχετικά χωρία πηγών. 120 Ηρωδιανός Βλ. G. Alföldy, Crisis Παρομοίως G. Alföldy, Crisis Πρβλ. αντίστοιχα Ηρωδιανός 1.1.4, και κ.ε. Βλ. P. Oliva, Pannonia G. Alföldy, Κρίση 586. Του ιδίου, Crisis 95,
88 Το πρώτο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των συγκρούσεων του 3 ου αι. στάθηκε το γεγονός ότι το ρωμαϊκό κράτος έπαψε να διενεργεί επιθετικούς πολέμους αντίθετα αναγκάστηκε να υποβληθεί στην φθοροποιό δοκιμασία αδιάκοπων αμυντικών πολέμων 123. Έκτοτε η Ρώμη θα εξακολουθήσει να υφίσταται εισβολές με ολοένα κλιμακούμενη συχνότητα σε σύγκριση με το παρελθόν. Η παραπάνω διαπίστωση άπτεται της άποψης που εξέφρασε η Averil Cameron ότι οι συνεχείς πόλεμοι που υποχρεώθηκε να διεξαγάγει η Ρώμη, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της επικράτειάς της, αποτελούν ουσιώδες συστατικό της κρίσης του 3 ου αι. Κατά τη γνώμη της όλοι εκείνοι οι πόλεμοι υπήρξαν το αποτέλεσμα της ανόδου της επιρροής του στρατού στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και ήρθαν ως άμεση συνέπεια των εξωτερικών απειλών εκείνης της περιόδου. Ιεραρχεί μάλιστα ως «δεύτερο σύμπτωμα της κρίσης» τους συνεχείς πολέμους έπειτα από την αστραπιαία εναλλαγή των αυτοκρατόρων που, όπως είδαμε, ιεραρχεί ως πρώτο 124. Ο P. Oliva εκτιμά παράλληλα ότι ειδικά οι μαρκομαννικοί πόλεμοι ήταν σημείο καμπής για τη ρωμαϊκή ιστορία, γιατί σήμαναν την απαρχή της περιόδου των εχθρικών εισβολών και της παράλληλης εποχής της «μετανάστευσης των λαών» (ευρέως γνωστής ως Völkerwanderung, από τον αντίστοιχο γερμανικό όρο) 125. Άξια μελέτης είναι επίσης η διερεύνηση των προθέσεων των αντιπάλων της Ρώμης. Όσον αφορά τους βόρειους γείτονες της Ρώμης θεωρώ πως ένας συνδυασμός παραγόντων πυροδότησε την έναρξη της περιόδου των βαρβαρικών εισβολών, τις οποίες συντήρησαν στη συνέχεια η αναγέννηση της περσικής ισχύος και εμμέσως οι τριγμοί στο εσωτερικό του ρωμαϊκού κράτους. Τέτοιοι παράγοντες ήταν: α) ο συγχρωτισμός των Ευρωπαίων βαρβάρων με τους πιο εξελιγμένους Ρωμαίους γείτονές τους και η επιθυμία τους να εγκατασταθούν σε ρωμαϊκά εδάφη, β) ο διαρκής παρεμβατισμός της Ρώμης στις βαρβαρικές ενδοφυλετικές υποθέσεις, γ) οι μεταναστεύσεις νέων γερμανικών φυλών στις παρυφές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που ίσως συνοδεύτηκε από σχετικό υπερπληθυσμό και έλλειψη γης στις περιοχές αυτές και δ) η άνοδος της πολιτιστικής και οικονομικοπολιτικής στάθμης των Γερμανών και των άλλων βαρβαρικών φυλών. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές της ύστερης αρχαιότητας επισημαίνουν αποσπασματικά τον θαυμασμό των βαρβάρων της Ευρώπης για τον πολιτισμό και τα επιτεύγματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου σε σύγκριση με το πρωτόγονο επίπεδο διαβίωσής τους, τον φθόνο που γεννούσε αυτός ο θαυμασμός, τη σφοδρή τους επιθυμία να εγκατασταθούν σε εδάφη της αυτοκρατορίας ακόμη και ως υπήκοοι του ρωμαϊκού κράτους και τις αλυσιδω Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε και ο P. Oliva (Pannonia , 131), αλλά στις σ το αξιοποιεί προκειμένου να αιτιολογήσει την παρακμή του θεσμού της δουλείας στο ρωμαϊκό κράτος ως δήθεν απόρροια του τέλους των επιθετικών πολέμων. 124 Σχετικά με τις παραπάνω απόψεις πρβλ. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία Πρβλ. P. Oliva, Pannonia
89 30 τές ζυμώσεις μέσα στους κόλπους του ποικιλώνυμου βαρβαρικού κόσμου 126. Πιστεύω ωστόσο ότι δεν μπορούμε να αποδώσουμε στους Ευρωπαίους γείτονες της Ρώμης προθέσεις, εκτιμώ ούτε καν σκέψεις, για «κατάληψη» και «κατάκτηση» ρωμαϊκών εδαφών σε αυτό το τόσο πρώιμο ακόμη στάδιο, όπως π.χ. διατείνεται ξεκάθαρα ο M. Rostovtzeff και με λιγότερη σαφήνεια ο M. Grant 127. Μολαταύτα η ιστορία των γερμανικών και των υπολοίπων βαρβαρικών εισβολών εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι πολλές από τις εισβολές αυτές πήγαζαν από την επιθυμία διαφόρων ξένων λαών να βρουν καταφύγιο μέσα στο ρωμαϊκό κράτος ακόμη και μέσω πολέμου και, έτσι, να ενσωματωθούν στη ρωμαϊκή οικουμένη και να «γευθούν» τα αγαθά του κατά πολύ ανώτερου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού! Η οπτική γωνία διαφέρει ριζικά εξετάζοντας τη διαδρομή των σχέσεων και των συγκρούσεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με το περσικό βασίλειο των Σασσανιδών. Κατ αρχάς η πτώση της παρθικής δυναστείας των Αρσακιδών όντως συνδέεται με τις απανωτές αποτυχίες στους πολέμους εναντίον των Ρωμαίων τόσο κατά το όσο και κατά τα έτη Μπορεί βέβαια να μην ήταν η αιτία, ήταν όμως σίγουρα αφορμή ειδικά η ήττα και η συνθήκη ειρήνης του 199 με τη Ρώμη του Σεπτιμίου Σεβήρου επέσυρε για την Παρθία την απώλεια της κρίσιμης στρατηγικά περιοχής της βόρειας Μεσοποταμίας. Παρ όλη τη νεότερη πολεμική σχετικά με τη χρησιμότητα αυτής της προσάρτησης και τα κέρδη που μπορεί να προσπόρισε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η κατάληψη της Β. Μεσοποταμίας σηματοδότησε την τελευταία αξιόλογη κατάκτηση των Ρωμαίων και προκάλεσε, έστω και εμμέσως, την αντικατάσταση του παρηκμασμένου παρθικού βασιλείου από τη σαφώς απειλητικότερη αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Ο B. Isaac έχει πιθανώς δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι η προσάρτηση αυτή υπήρξε τομή στις περσορωμαϊκές σχέσεις, αφού φαίνεται πως η εν λόγω περιοχή αποτέλεσε το «μήλον της έριδος» για τις δύο μεγάλες δυνάμεις. Προς επίρρωση των θέσεών του υποστηρίζει ότι οι Σασσανίδες δεν μπόρεσαν ποτέ να ανεχτούν τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Β. Μεσοποταμία οδηγώντας κατ αυτόν τον τρόπο τις δύο αυτοκρατορίες σε έναν αιώνα συνεχών πολέμων 128. Ακόμη και ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Ζωναράς τον 12 ο αι. υιοθετούσε αυτές τις εκτιμήσεις ως βασική αιτία της περσικής επιθετικότητας. Αναφερόμενος συγκεκριμένα σε μια πρεσβευτική αποστολή του 355 σημείωνε ότι: «Τῷ Κωνσταντίῳ ἐκ τῶν Περσῶν πρέσβεις συνηντήκασιν, ἐσταλμένοι παρὰ Σαπώρου, ἀπαιτοῦντος ἀποδοθῆναι τὴν Μεσοποταμίαν καὶ Ἀρμενίαν, ἱν οὕτω παύσαιντο Ῥωμαίοις μαχόμενοι ταύτας γὰρ τὰς χώρας ἀνέκαθεν ἐκ προγόνων αὐτοῖς διαφέρειν» Βλ. ενδεικτικά H. Elton, Warfare A. Alföldi, Invasions S. Perowne, Roman World 39-40, M. Ichikawa, Marcomannic Wars Α. Mócsy, Pannonia 184, 186. P. Oliva, Pannonia 264. R. Rémondon, Crise 98. S. Johnson, Fortifications Πρβλ. χαρακτηριστικά M. Rostovtzeff, Ιστορία 305. M. Grant, Climax Σχετικά με τις ανωτέρω απόψεις πρβλ. B. Isaac, Limits 15, 17, 32, Ιωάννης Ζωναράς Το ότι η κατοχή της Αρμενίας και κυρίως της Μεσοποταμίας ήταν βασική επιδίωξη των Σασσανιδών φαίνεται και στον Αμμιανό (17.14).
90 Οι λόγοι ήταν προφανείς: η ρωμαϊκή Μεσοποταμία αποτελούσε μία εξαιρετικά επικίνδυνη σφήνα πολύ κοντά στην περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα, ενώ ενδεχόμενη κυριαρχία των Σασσανιδών επί της Αρμενίας προσέδιδε επιπλέον στρατηγικό βάθος στην άμυνα της περσικής ενδοχώρας. Την άποψη ότι οι Σασσανίδες επιδίωκαν την πλήρη ενσωμάτωση της Μεσοποταμίας, όπως παλιότερα οι Αχαιμενίδες και μετέπειτα οι Αρσακίδες, ενστερνίζεται και ο M. Whitby, ενώ την καίρια οικονομικοπολιτική σημασία που είχε η Μεσοποταμία υπερτονίζει παράλληλα ο J. Howard-Johnston, επισημαίνοντας τις άοκνες προσπάθειες των Περσών βασιλέων να διασφαλίσουν την κατοχή της πλούσιας αυτής περιοχής 130. Είναι όντως αλήθεια ότι η πρώτη περίοδος των περσορωμαϊκών συγκρούσεων τελείωσε το 363 μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην καρδιά του σασσανιδικού βασιλείου και την επακόλουθη ειρήνη που αναγνώρισε την περσική κυριαρχία σε καίριες στρατηγικά πόλεις της επαρχίας της Μεσοποταμίας, πρωτίστως τη Νίσιβη. Μέχρι τότε η Ρώμη εξακολουθούσε να βλέπει μάλλον με υπεροψία τους διαδόχους των Αρσακιδών. Η συνθήκη του 363 ανάγκασε τους Ρωμαίους να αντιμετωπίζουν πλέον τους Πέρσες αντιπάλους τους τουλάχιστον επί τη βάσει της ισοτιμίας αν όχι της ισοδυναμίας. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον το γεγονός ότι η περσική πρωτεύουσα δεν απειλήθηκε ξανά παρά μόνον έπειτα από δύο και πλέον αιώνες από τον Ηράκλειο ( ). Η παγίωση του νέου καθεστώτος στην Περσία περνούσε και μέσα από την αντιπαράθεση με τη Ρώμη. Ο J. Howard-Johnston και ο M. Whitby ισχυρίζονται ότι οι αλλεπάλληλες εκστρατείες που εξαπέλυσαν οι Σασσανίδες εναντίον του ρωμαϊκού κράτους τον 3 ο αι. χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο για τη συσπείρωση του λαού στο πλευρό των νέων κυριάρχων της Περσίας. Οι νέοι ηγεμόνες ήταν υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να αποδείξουν την ικανότητά τους στην αντιμετώπιση των προαιώνιων αντιπάλων, συγκρινόμενοι παράλληλα με τους Αρσακίδες προκατόχους τους που φάνηκαν ανίκανοι να τιθασεύσουν τη ρωμαϊκή δύναμη 131. Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά την επικράτησή τους στην Περσία οι Σασσανίδες προέβησαν στις ρητορικές έστω αξιώσεις τους για το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής Ανατολής και έσπευσαν ασμένως να επιτεθούν κατά ρωμαϊκών εδαφών στη Μεσοποταμία, στην ίδια περιοχή που είχε καταληφθεί τριάντα χρόνια πριν από τις λεγεώνες του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου. Υπό αυτό το πρίσμα φρονώ πως πρέπει να εξετάσουμε το πρόβλημα σχετικά με το αν οι Σασσανίδες βασιλείς επεδίωκαν πράγματι την ανασύσταση της αρχαίας αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών 132. Οι ελληνορωμαϊκές πηγές της εποχής αποδίδουν στους πρώτους βασιλείς της σασσανιδικής δυναστείας μεγαλεπήβολες επεκτατικές ορέξεις και προθέσεις Πρβλ. M. Whitby, Persian King 233. J. Howard-Johnston, Great Powers , 185, Πρβλ. J. Howard-Johnston, Great Powers M. Whitby, Persian King Η θεώρηση αυτή περί των επιδιώξεων των Σασσανιδών ενυπάρχει είτε σε γενικόλογες μελέτες είτε σε εισαγωγές άλλων ιστορικών έργων, όποτε θέλουν να δώσουν το περίγραμμα της εποχής αυτής. Πρβλ. ενδεικτικά A. H. M. Jones, Later Empire I 25. G. Alföldy, Κρίση 591. M. Grant, Climax 24. E. N. Luttwak, Grand Strategy 151. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 482. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 42. S. Perowne, Roman World 37. R. Rémondon, Crise 98.
91 32 αναβίωσης της περσικής αυτοκρατορίας του 6 ου και 5 ου αι. π.χ. Συγκεκριμένα ο Δίων Κάσσιος και ο Ηρωδιανός μνημονεύουν ότι ο Αρταξάρης στις επαφές του με τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Σεβήρο λίγο πριν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων το 230 απαιτούσε από τους Ρωμαίους την επιστροφή των «πατρογονικών» εδαφών των Αχαιμενιδών, ρητορική που απέκρουαν συστηματικά οι Ρωμαίοι και αργότερα οι Βυζαντινοί αντίπαλοί τους 133. Αλλά ακόμη και αργότερα, τον 4 ο αι., σε επιστολή του Σαπώρη Β προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β επανέρχεται το γνωστό μοτίβο περί αρχαίας «κληρονομιάς», αφού ο Πέρσης Μεγάλος Βασιλιάς έγραφε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι διεκδικούσε πολύ λιγότερα απ όσα πραγματικά δικαιούνταν ως «κληρονόμος» της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας αποσκοπώντας έτσι να αποδείξει τη μετριοπάθεια των αξιώσεών του 134. Ο πλέον αξιόπιστος ιστορικός του 4 ου αι., ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, δεν παύει να μέμφεται τους Σασσανίδες ότι επιζητούσαν εναγωνίως την ανασύσταση του κράτους των Αχαιμενιδών. Σε απόσπασμα του έργου του κατηγορεί τους Πέρσες ότι «διεκδικούσαν τα πάντα ως τη Βιθυνία και τις ακτές της Προποντίδας» 135. Αναφέρει επίσης ότι το 364 ο Σαπώρης Β κινήθηκε για να θέσει υπό τον έλεγχό του ολόκληρη την Αρμενία με το πρόσχημα ότι μετά το θάνατο του Ιοβιανού τίποτε πια δεν τον εμπόδιζε να ανακτήσει τα εδάφη που θεωρούσε ότι ανήκαν στους προγόνους του 136. Οι πλειονότητα των σύγχρονων ερευνητών κρίνει αυτές τις μαρτυρίες ως υπερβολικές. Βέβαια, μελετώντας κανείς τις αναλύσεις τους διαπιστώνει σημαντικές αποκλίσεις ως προς τις προθέσεις της έρευνάς τους και την προοπτική με βάση την οποία προσπαθούν να ερμηνεύσουν το γενικότερο πλέγμα των περσορωμαϊκών σχέσεων της περιόδου 137. Θεωρώ ότι οφείλουμε να προσεγγίσουμε τις μαξιμαλιστικές αξιώσεις των Σασσανιδών περισσότερο ως προπαγάνδα που στόχευε, όπως προαναφέραμε, κυρίως στην εσωτερική νομιμοποίηση του νέου καθεστώτος και επισειόταν συχνά ως φόβητρο απέναντι στους Ρωμαίους και αργότερα Βυζαντινούς αντιπάλους των Περσών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Σασσανίδες βασιλείς χρησιμοποιούσαν παρόμοια ρητορική, όπως μας ενημερώνουν οι ελληνορωμαϊκές πηγές της εποχής. Τα ίδια τα αρχαιολογικά και γραπτά μνημεία των Σασσανιδών αποδεικνύουν ότι αρέσκονταν να τονίζουν τη συνέχεια με τους αρχαίους προγόνους τους Πρβλ. Δίων Κάσσιος Ηρωδιανός , Βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I Επίσης πρβλ. Ιωάννης Ζωναράς Λιβάνιος, Επιστολαί Βλ. και M. Whitby, Persian King 234. E. Kettenhofen, Sasanidischen Politik 102. Σχετικά με την άρνηση των Ρωμαίων και Βυζαντινών να αποδεχτούν τις περσικές αξιώσεις βλ. A. Chauvot, Parthes et Perses , όπου παραπέμπει σε κείμενα του Ιουλιανού. 134 Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Αμμιανός , , Πρβλ. και A. Chauvot, Parthes et Perses Αμμιανός Αναφορικά με κάποιες σκέψεις σύγχρονων μελετητών περί των επιδιώξεων των Σασσανιδών βλ. E. Kettenhofen, Sasanidischen Politik J. Howard-Johnston, Great Powers 160, 162. M. Whitby, Persian King Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 42, 60. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I υποσημ. 12 σ Βλ. ενδεικτικά M. Whitby, Persian King
92 Νομίζω ωστόσο ότι είχαν παράλληλα επίγνωση του μεγέθους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της ανισότητας πόρων και ισχύος που πρυτάνευε ανάμεσά τους. Αυτό είχε επισημάνει ουσιαστικά και ο Κωνστάντιος Β στην απαντητική του επιστολή προς τον Σαπώρη Β. Ο γιος του Μ. Κωνσταντίνου είχε τονίσει την εξουσία του επί του συνόλου του ρωμαϊκού κόσμου προβαίνοντας παράλληλα στην έμμεση απειλή ότι σε περίπτωση εισβολής θα χρησιμοποιούσε τους πόρους ολόκληρης της αυτοκρατορίας για να αποκρούσει την περσική επιβουλή 139. Το επιχείρημα μάλιστα της δεδομένης ανισότητας μεταξύ των δύο δυνάμεων αναπαράγεται γλαφυρά και στη Historia Augusta. Συγκεκριμένα σε επιστολές που φέρεται να έγραψαν υποτελείς στη Ρώμη ηγεμόνες της Ανατολής στον Σαπώρη Α την επαύριο της αιχμαλωσίας του Βαλεριανού, η κλασική ρωμαϊκή θεώρηση σχετικά με την οικονομική και στρατιωτική ανωτερότητα της Ρώμης έναντι της Περσίας προβάλλεται έντονα 140. Άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εντύπωση αυτή ήταν διάχυτη και βαθιά ριζωμένη στους κόλπους των Ρωμαίων ιθυνόντων της περιόδου. Φαίνεται δε ότι αποτελούσε «κοινό τόπο» γενικά για τους Ρωμαίους της ύστερης αρχαιότητας 141. Άλλωστε με την πρακτική των καταστροφών, των εμπρησμών και των λεηλασιών που εφάρμοσαν στις επιχειρήσεις τους στη ρωμαϊκή Ανατολή πολύ δύσκολα θα μπορούσαν οι Πέρσες να βρουν υποστηρικτές, όπως ορθά επισημαίνει ο E. Kettenhofen 142. Η Ιστορία απέδειξε εξάλλου ότι τη μοναδική φορά που αποτόλμησαν, έστω και χωρίς ιδεολογικό περίβλημα, την ουσιαστική ανασύσταση της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, στις αρχές δηλαδή του 7 ου αι. με τον Χοσρόη Β, αυτό απέβη καταστροφικό για το κράτος των Σασσανιδών, μολονότι οι συνθήκες ήταν τότε σαφώς πιο ευνοϊκές, αφού το ύστερο ρωμαϊκό κράτος είχε απωλέσει το μέγιστο τμήμα της Δύσης και είχε περιοριστεί στην Ανατολή. Πάντως σημαντικότερο όλων ήταν το γεγονός ότι η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρήκε απέναντί της στην Ανατολή έναν σχεδόν ισάξιο αντίπαλο με συνεχή διάθεση για συγκρούσεις. Η συνολική αναδρομή στην ιστορία των βαρβαρικών εισβολών μάς επιτρέπει να εξαγάγουμε ορισμένα ακόμη χρήσιμα γενικά συμπεράσματα. Πρώτον διαπιστώνουμε μία σταδιακή κλιμάκωση των εισβολών ανάμεσα στα έτη Το πρώτο κύμα αυτών των επιθέσεων την περίοδο η ρωμαϊκή διοίκηση κατόρθωσε να το αντιμετωπίσει με σχετική επιτυχία. Μοναδικό έκτροπο ήταν ο θάνατος του νεαρού αυτοκράτορα Γορδιανού Γ στα πεδία μαχών της Περσίας το 244. Οι εδαφικές απώλειες υπήρξαν ελάχιστες και περιορίστηκαν μόνον στο ανατολικό μέτωπο. Στην Ευρώπη, παρ όλες τις φραγκικές, αλαμαννικές και γοτθικές επιδρομές, τα σύνορα της αυτοκρατορίας διατηρήθηκαν αλώβητα και αμετάβλητα. Κατά τη διάρκεια όμως των ετών η ένταση των επιθέσεων εναντίον του ρωμαϊκού κράτους αυξήθηκε δραματικά. Το δεύτερο κύμα των βαρβαρικών εισβολών υπήρξε σαφώς καταστρεπτικότερο. Οι βαρβαρικές εισβολές πολλαπλασιάστηκαν Πρβλ. Αμμιανός Πρβλ. HA, Val. 2-3 (ιδίως 2.2 και 3.2-3). 141 Πρβλ. Θεμίστιος, Κωνστάντιος 12a-c. Βλ. L. J. Daly, Gothic Challenge Πρβλ. E. Kettenhofen, Sasanidischen Politik 105.
93 34 και αντίστοιχα αυξήθηκαν οι ρωμαϊκές ήττες. Πανωλεθρίες, όπως η συντριβή και ο θάνατος του Δέκιου από τους Γότθους το 251 και η ήττα και αιχμαλωσία του Βαλεριανού από τους Πέρσες το 260, δεν είχαν προηγούμενο στη ρωμαϊκή ιστορία 143. Το αποτέλεσμα αυτών των αποτυχιών ήταν η συρρίκνωση των ορίων της αυτοκρατορίας σε Ανατολή και Δύση και η έκρηξη νέου κύματος καθεστωτικής αστάθειας με αλλεπάλληλα κινήματα φιλόδοξων Ρωμαίων επαρχιακών διοικητών και στρατηγών. Στην Ανατολή το ρωμαϊκό κράτος απώλεσε πρόσκαιρα τη βόρεια Μεσοποταμία και την επικυριαρχία επί της Αρμενίας. Στη Δύση απώλεσε όμως οριστικά την περιοχή των Agri decumates στην Άνω Γερμανία και την περίοδο αυτή τέθηκαν οι βάσεις για την εγκατάλειψη της Δακίας. Επιπλέον οι βάρβαροι εισβολείς κατάφεραν σε αρκετές περιπτώσεις να διεισδύσουν βαθιά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ποτέ άλλοτε περιφέρειες του κράτους όπως η Γαλατία, η Ισπανία, η Παννονία, η χερσόνησος του Αίμου και η Συρία δεν είχαν κινδυνέψει τόσο άμεσα από βαρβαρικές εισβολές. Επανειλημμένα οι Φράγκοι και οι Αλαμαννοί διέσπασαν τις ρωμαϊκές αμυντικές γραμμές και εισχώρησαν μέχρι την Ισπανία. Οι γοτθικές εισβολές επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη χερσόνησο του Αίμου ακόμη και στη Μικρά Ασία. Ανατολικότερα οι Πέρσες προήλασαν μέχρι την Κιλικία και την Καππαδοκία. Φυσική συνέπεια ήταν ολόκληρη σχεδόν η ρωμαϊκή επικράτεια να μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων 144. Τη στρατιωτική κρίση επέτεινε το γεγονός ότι οι εχθρικές επιθέσεις προσέβαλλαν πολλές φορές ταυτόχρονα το κράτος από διαφορετικές κατευθύνσεις 145. Και μόλις μεταφέρονταν στρατιωτικές ενισχύσεις στο απειλούμενο τμήμα των συνόρων, νέες επιθέσεις εκδηλώνονταν στα σημεία που είχαν απογυμνωθεί 146. Κατά την περίοδο των μαρκομαννικών πολέμων η ενασχόληση του Μ. Αυρηλίου στον Δούναβη επέτρεψε σε δυτικούς Γερμανούς να επιδράμουν στις επαρχίες της Βελγικής και της Ραιτίας 147. Αργότερα, η μεγάλη φραγκική και αλαμαννική εισβολή του συνέπεσε με τη διεξαγωγή του περσικού πολέμου των ετών Την καταστροφή του ρωμαϊκού στρατού στην Άβριττο από τους Γότθους το 251 ακολούθησαν οι διαδοχικές περσικές εισβολές μεταξύ των ετών και οι φραγκοαλαμαννικές επιδρομές που επεκτάθηκαν σε ολόκληρη τη Γαλατία και την Ισπανία. Η κατάσταση επιδεινώθηκε γύρω στο 260. Τότε η Ρώμη βρέθηκε υποχρεωμένη να διεξάγει αμυντικούς πολέμους ταυτόχρονα σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειάς της. Γότθοι, Αλαμαννοί, Φράγκοι και άλλες μικρότερες φυλές είχαν διασπάσει το βόρειο μέτωπο σε όλο το μήκος του από τη Βόρεια Θάλασσα ως τον Εύξεινο Πόντο την ίδια στιγμή, οι Πέρσες λυμαίνονταν τη Συρία, την Κιλικία και την Καππαδοκία. Ακόμη και στη βόρεια Αφρική η ρωμαϊκή διοίκηση αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει επι- 143 Παρομοίως Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 24. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Παρόμοιες απόψεις έχουν εκφράσει ο G. Alföldy (Ρωμαϊκή Κοινωνία 275), ο H. E. L. Mellersh (Soldiers of Rome 198), ο R. Rémondon (Crise 99) και η Averil Cameron (Ύστερη αυτοκρατορία 24). 145 Πρβλ. G. Alföldy, Κρίση 589. E. N. Luttwak, Grand Strategy R. Rémondon, Crise Πρβλ. G. Alföldy, Κρίση 589. Επίσης A. Alföldi, Invasions M. Grant, Climax 27. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική M. Whitby, Persian King υποσημ. 62 σ H. Schönberger, Germany 172. Παραπέμπει στη Historia Augusta.
94 δρομές ανυπότακτων νομαδικών φυλών. Την αλληλουχία των καταστροφών που έπληξαν το ρωμαϊκό κράτος γύρω στο 259/60 επεσήμαναν αρκετοί μεταγενέστεροι ιστορικοί και χρονογράφοι. Όλοι αυτοί έχουν συνοψίσει με επιτυχία τις παραπάνω διαπιστώσεις 148. Όπως μπορούμε να αντιληφθούμε τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου των εχθρικών εισβολών εναντίον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τον 3 ο αι. ήταν: α) η παύση των επιθετικών και η έναρξη μιας εποχής συνεχών αμυντικών πολέμων με ενδιάμεσες ρωμαϊκές αντεπιθέσεις, β) η περικύκλωση της αυτοκρατορίας από νέες ισχυρές δυνάμεις και συνασπισμούς, γ) η σταδιακή κλιμάκωση των εχθρικών επιθέσεων, πολλές εκ των οποίων είτε συνέπιπταν, είτε ακολουθούσαν χρονικά. Οι διαπιστώσεις αυτές από τη μια πλευρά αποδεικνύουν το μέγεθος της εξωτερικής απειλής, από την άλλη όμως καταδεικνύουν παράλληλα τον βαθμό της αμυντικής αδυναμίας της αυτοκρατορίας. Το αμυντικό σύστημα του ρωμαϊκού κράτους, όπως διαμορφώθηκε στην περίοδο των Αντωνίνων και των Σεβήρων, έπασχε από εγγενείς αδυναμίες που το καθιστούσαν αναποτελεσματικό να αντιμετωπίσει τις νέες απειλές. Ήταν επιπλέον ξεπερασμένο και αναχρονιστικό, γιατί αποτελούσε προϊόν μιας άλλης εποχής, προορισμένο να καλύψει διαφορετικές ανάγκες και να εξυπηρετήσει άλλους στόχους. 35 (Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία το έτος 200 μ.χ.) 148 Πρβλ. σχετικά Prosper Tiro Orosius, Hist. adv. pag Cassiodorus, Chronica 972. Hieronymus, Chronicon =Chronicon a. 511, Παρομοίως D. van Berchem, Armée et réforme 104. R. Rémondon, Crise 99.
95 36 (Πάνω αριστερά: το fossatum Africae Πάνω δεξιά: το vallum Hadriani στη Βόρεια Βρετανία Κέντρο: οι Agri Decumates στη Γερμανία Κάτω αριστερά: ο limes της Δακίας Κάτω δεξιά: κάτοψη τυπικού οχυρού στο αδριάνειο τείχος)
96 37 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΡΩΜΑΪΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 27 π.χ. ΩΣ ΤΟ 260 μ.χ.
97 38 1. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (Legiones Auxilia Στρατός της πρωτεύουσας) Ο στρατός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της «Ηγεμονίας» (Principatus) ήταν μια πλήρως επαγγελματική δύναμη αποτελούμενη από τρεις μεγάλες κατηγορίες μονάδων: τις λεγεώνες (legiones), τα συμμαχικά σώματα (auxilia) και τις στρατιωτικές δυνάμεις της πρωτεύουσας (cohortes praetoriae, urbanae και vigilum equites singulares Augusti) 1. Ο Ιωάννης Λυδός τον 6 ο αι. περιέγραφε με παρόμοιο τρόπο τη σύνθεση του κλασικού ρωμαϊκού στρατού: «τῆς δὲ καλουμένης λεγιῶνος ἔξωθεν ἱππικῆς Ῥωμαϊκῆς καὶ αὐξιλαρίας καὶ κοορταλίας καὶ τουρμαλίας καὶ τῶν λοιπῶν δυνάμεων» 2. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες (legiones) ήταν σώματα Ρωμαίων πολιτών και εξαιτίας αυτής της ιδιαίτερης νομικής τους θέσης αποτελούσαν τις επιφανέστερες μονάδες 3. Κατά την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή οι λεγεωνάριοι στρατολογούνταν πρωτίστως από την Ιταλία και από τις επαρχίες της νότιας Γαλατίας και της νότιας Ισπανίας, όπου κατοικούσε η πλειονότητα των Ρωμαίων πολιτών. Από τα μέσα του 1 ου αι. η βάση της στρατολογίας μετατοπίστηκε ακόμη περισσότερο από την Ιταλία προς τις εκρωμαϊσμένες επαρχίες της Ισπανίας, της Γαλατίας, της Δαλματίας, της Μακεδονίας και της Αφρικής. Από την εποχή του Αδριανού ( ), υπό ομαλές συνθήκες, στρατολογούνταν λίγοι Ιταλοί. Αντίθετα, επικράτησε καθολικά σχεδόν η αρχή της επιτόπιας στρατολόγησης. Μάλιστα από την περίοδο εκείνη και έπειτα, αρκετοί λεγεωνάριοι υπηρετούσαν στον τόπο καταγωγής τους. Εξαιρέσεις υπήρξαν η δημιουργία δύο «ιταλικών» λεγεώνων από τον Μάρκο Αυρήλιο γύρω στο 165 (II-III Italicae), της β παρθικής (II Parthica) από τον Σεπτίμιο Σεβήρο το 193 και της δ ιταλικής (IV Italica) από τον Αλέξανδρο Σεβήρο το 234, το προσωπικό των οποίων προήλθε από την κατάταξη αποκλειστικά Ιταλών. Κατά τον 3 ο αι. πάντως η πλειονότητα των λεγεωνάριων προερχόταν από τις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Παννονίας. Η διάρκεια της θητείας τους μετά από κάποιες διακυμάνσεις είχε οριστεί εντωμεταξύ σε 25 χρόνια 4. Ο κλασικός Ρωμαίος λεγεωνάριος της περιόδου του Principatus υφίστατο τόσο σκληρή εκπαίδευση, ώστε κάλλιστα συνδύαζε τις πολεμικές αρετές ενός οπλίτη του βαρέως πεζικού παράλληλα με εκείνες του σκαπανέα του μηχανικού, για να χρησιμοποιή- 1 Πρβλ. M. Grant, Climax 35. G. R. Watson, Roman Soldier 13, 15. C. E. Brand, Military Law 117. A. Goldsworthy, Roman Army 50. Επίσης L. de Regibus, Gallieno Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών 90.1 και 4-5. Επίσης 21.9: «τὰς λεγομένας λεγιῶνας - οἱονεὶ λογάδας». 3 W. Eck, Διοικητική Οργάνωση Σχετικά με θέματα στρατολογίας την περίοδο της πρώιμης αυτοκρατορικής εποχής βλ. ενδεικτικά M. T. Rostovtzeff, Συντέλεια Τιρώνων 26. E. T. Salmon, Disintegration 39-41, 43. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 505. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 61. C. E. Brand, Military Law 117. G. R. Watson, Roman Soldier A. Goldsworthy, Roman Army 50, 77. Y. Le Bohec, Imperial Army 80-82, M. Whitby, Recruitment 65. G. Webster, Imperial Army J. C. Mann, New Legions R. E. Smith, Septimius Severus 483, 489, 491. R. Cowan, Legionary 6-10.
98 σουμε έναν σύγχρονο όρο 5. Οι ίδιες οι λεγεώνες ήταν κατεξοχήν στρατεύματα πεζικού που πολεμούσαν με την τακτική της πυκνής τάξης και αξιοποιούσαν στο έπακρο τη μάχη εκ του συστάδην χάρη στον άρτια μελετημένο αμυντικό και επιθετικό εξοπλισμό που έφεραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες 6. Ο αριθμός των λεγεώνων κυμαινόταν διαρκώς κατά τους τρεις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Αρχικά ο Αύγουστος διατήρησε 28 λεγεώνες μετά το πέρας των εμφυλίων πολέμων, από τις οποίες εξολοθρεύτηκαν τρεις στον Τευτομβούργιο Δρυμό το 9 μ.χ. Οι 25 λεγεώνες που απέμειναν, και που όλες είχαν σταθερό αριθμό και ονομασία, αυξήθηκαν σταδιακά και πάλι με τον σχηματισμό νέων και έφτασαν τελικά επί της δυναστείας των Σεβήρων τις 34. Την εποχή εκείνη δώδεκα απ αυτές ήταν τοποθετημένες στην Ανατολή, άλλες δώδεκα στον Δούναβη, τέσσερις στον Ρήνο, τρεις στη Βρετανία, μία στην Ισπανία, μία στη Β. Αφρική και μία στη Ρώμη 7. Η θεωρητική αριθμητική δύναμη των λεγεώνων δεν είναι ακριβώς γνωστή. Γνωρίζουμε ότι κάθε λεγεώνα αποτελούνταν από δέκα κοόρτεις (cohortes), τις καθαυτό τακτικές μονάδες, από τις οποίες η καθεμιά διαιρούνταν σε έξι εκατονταρχίες (centuriae) σε αυτές πρέπει να προστεθεί και το ιππικό της λεγεώνας, ονομαστικής δύναμης 120 ανδρών. Οπωσδήποτε πάντως η θεωρητική αριθμητική ισχύς κάθε λεγεώνας θα πρέπει να υπολογιστεί ανάμεσα στους με άνδρες. Κατά συνέπεια ο συνολικός αριθμός των λεγεωναρίων το 235 πιθανότατα προσέγγιζε τους άνδρες Πρβλ. χαρακτηριστικά την περιγραφή του Ιουδαίου ιστορικού του 1 ου αι. Φλάβιου Ιώσηπου (Ιουδ. πόλ ) και τις συστάσεις του Βεγέτιου [Vegetius 1.21, , 3.8, 3.10 (περί δημιουργίας οχυρού στρατοπέδου) 3.7 (περί γεφύρωσης ποταμών) 1.27, , 3.2, 3.4 (περί συνεχούς εκπαίδευσης των στρατιωτών)]. Επίσης G. R. Watson, Roman Soldier Y. Le Bohec, Imperial Army A. Goldsworthy, Roman Army (εξοπλισμός λεγεωναρίων), (εξοπλισμός συμμάχων). Y. Le Bohec, Imperial Army (εξοπλισμός λεγεωναρίων και συμμάχων). 7 Βλ. σχετικά E. N. Luttwak, Grand Strategy 174. W. T. Arnold, Provincial Administration 113. M. Grant, Climax 35. C. E. Brand, Military Law 117. Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage 86. R. McMullen, Army 452. Ειδικότερα για τις λεγεώνες την περίοδο της Ηγεμονίας βλ. G. R. Watson, Roman Soldier 14-15, 22-23, 117, και υποσημ. 43 σ Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire, λήμμα «legio», (στις σ απαριθμούνται συνολικά 48 λεγεώνες που δημιουργήθηκαν ή καταργήθηκαν από τον 1 ο αι. π.χ. ως τον 3 ο αι. μ.χ.). G. Webster, Imperial Army (42 λεγεώνες). J. C. Mann, New Legions (προσθήκες νέων λεγεώνων επί Ηγεμονίας). A. Goldsworthy, Roman Army (απαριθμεί συνολικά 45 λεγεώνες). Y. Le Bohec, Imperial Army (απαριθμεί συνολικά 39 λεγεώνες). 8 Για την οργάνωση της λεγεώνας βλ. Servius Honoratus, In Vergil. Aeneid Hyginus, De Munit. Castr Vegetius 2.6 (κοόρτεις), 2.13 (εκατονταρχίες). Επίσης J. Roth, Imperial Legion (αναλυτικά). W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 61. G. Webster, Imperial Army C. E. Brand, Military Law 118. A. Goldsworthy, Roman Army 51, Y. Le Bohec, Imperial Army R. Cowan, Legionary 11. Για την οργάνωση του λεγεωνικού ιππικού βλ. Ιώσηπος, Ιουδ. πόλ Βλ. G. Webster, Imperial Army 116. G. R. Watson, Roman Soldier υποσημ. 137 σ T. Sarnowski, Nova ordinatio 202. Ο ψευδο-υγίνος τον 2 ο αι. έγραφε ότι κάθε λεγεώνα διέθετε πεζούς και 120 ιππείς (Hyginus, De Munit. Castr. 1 και 3). O Βεγέτιος στα τέλη του 4 ου αι. σημείωνε ότι οι παλιές λεγεώνες διέθεταν πεζούς (Vegetius 2.2). Η γνωστή ως «antiqua legio» του Βεγέτιου (Vegetius 2.7) διέθετε πεζούς και 726 ιππείς (Vegetius 2.6). Ο Ιωάννης Λυδός τον 6 ο αι. υπολόγιζε τη δύναμη των λεγεώνων σε πεζούς (Περί αρχών , 45.25, ) και 600 ιππείς (Περί αρχών 21.7). Ο Ισίδωρος Σεβίλλης (Etymologica
99 40 Τη γενική διοίκηση ασκούσε, ήδη από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα, ο legatus legionis ως διορισμένος αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα, η επιλογή του οποίου δεν γινόταν με βάση τα ειδικά του προσόντα, αλλά κυρίως την ιδιότητά του ως μέλους της συγκλητικής τάξης. Η διοίκηση της λεγεώνας δεν αποτελούσε παρά μία βαθμίδα στην κλίμακα της σταδιοδρομίας του και τη διατηρούσε συνήθως το πολύ για δύο ή τρία χρόνια. Σχεδόν κατά κανόνα, πριν γίνει κάποιος λεγάτος, είχε ήδη θητεύσει στον στρατό ως tribunus militum laticlavius, θέση που προοριζόταν σε κάθε λεγεώνα ειδικά για υποψήφιους συγκλητικούς. Αλλά και η θέση του λατικλάβιου τριβούνου καταλαμβανόταν το πολύ για μερικά χρόνια. Οι ανώτατοι αξιωματικοί αυτών των μονάδων δεν θεωρούνταν λοιπόν ως αμιγώς επαγγελματίες στρατιωτικοί. Η παρουσία τους διασφάλιζε κυρίως τον έλεγχο των στρατευμάτων από την πολιτική ηγεσία 9. Υφιστάμενοι του λεγάτου ήταν οι έξι tribuni militum, από τους οποίους ο ένας ήταν συγκλητικός ενώ οι υπόλοιποι πέντε ιππείς (tribuni militum angusticlavii). Για τους ιππικής προέλευσης τριβούνους απαιτούνταν γενικά μεγαλύτερη πείρα στον τομέα της στρατηγικής, της τακτικής και γενικότερα της στρατιωτικής διοίκησης και δικαιοσύνης 10. Εξαιρετικά σημαντικό ήταν και το αξίωμα του praefectus castrorum (δηλαδή του στρατοπεδάρχη). Οι αρμοδιότητές του αφορούσαν στη λογιστική υποστήριξη και γενικότερα στην επιμελητεία των λεγεώνων, καθότι ήταν υπεύθυνος για τις κατασκευές, τον ανεφοδι ) υπολόγιζε τον 7 ο αι. τη λεγεώνα στους άνδρες (αντλεί από Βεγέτιο;), ενώ νωρίτερα σε (Etymologica ). Η συντριπτική πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών υπολογίζουν την αριθμητική ισχύ των λεγεώνων σε με άνδρες. Εξαιρέσεις αποτελούν ορισμένοι όπως οι: R. Grosse, Militärgeschichte 30-31, ( πεζοί, 726 ιππείς. Ακολουθεί δηλαδή πλήρως τον Βεγέτιο). A. E. R. Boak, Manpower Shortage 86 (χονδρικά 6.000). Για τη συνολική αριθμητική δύναμη των λεγεωναρίων βλ. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 58. Επίσης R. McMullen, Army 452 ( ). G. R. Watson, Roman Soldier 13 ( ). Y. Le Bohec, Imperial Army 35, 212 ( με υποθετική επάνδρωση κατά τα 2 / 3 ). W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 61 ( άνδρες για 30 λεγεώνες). 9 Για τον θεσμό του λεγάτου βλ. M. Rostovtzeff, Ιστορία 196. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 63. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 214. G. Webster, Imperial Army 116. C. E. Brand, Military Law 51, 74-75, 116, 118, 121 (επισημαίνει την εισαγωγή του θεσμού από τον Ι. Καίσαρα). G. R. Watson, Roman Soldier 23. A. Goldsworthy, Roman Army 48 (εισαγωγή του θεσμού των λεγάτων από τον Ι. Καίσαρα), 60, Ο Ιωάννης Λυδός (Περί αρχών ) θεωρεί όμως ότι ο θεσμός των λεγάτων εισήχθη τρεις αιώνες νωρίτερα, το 367 π.χ., χωρίς ωστόσο να μνημονεύει την προέλευση της πληροφορίας που παραδίδει. Ο Αμμιανός ( ) μνημονεύει έναν λεγάτο του Πομπήιου, τον Μάλλιο Πρίσκο (Mallius Priscus) που έδρασε στη Μ. Ασία κατά τη διάρκεια του Δ Μιθριδατικού πολέμου (66-63 π.χ.). Για τους λατικλάβιους τριβούνους βλ. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 63. M. Rostovtzeff, Ιστορία 196. O προσδιορισμός «laticlavius» των συγκλητικών τριβούνων προέρχεται από την φαρδιά πορφυρή ταινία (latus clavus) που κοσμούσε την ενδυμασία τους και χρησίμευε ως ταξικό σύμβολο. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 100, 197. G. Webster, Imperial Army 117. Y. Le Bohec, Imperial Army 25, 38. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 24. Σχετικά με τη στρατιωτική σταδιοδρομία των συγκλητικών βλ. αναλυτικότερα Y. Le Bohec, Imperial Army G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 214. G. Webster, Imperial Army Για τους τριβούνους ιππικής καταγωγής και τις αρμοδιότητές τους βλ. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 63. G. R. Watson, Roman Soldier A. Goldsworthy, Roman Army 50, 64. C. E. Brand, Military Law 50-51, 75. Y. Le Bohec, Imperial Army H ονομασία «angusticlavius» των τριβούνων ιππικής καταγωγής προέρχεται από την στενή πορφυρή ταινία (angustus clavus) που κοσμούσε την ενδυμασία τους και χρησίμευε επίσης ως ταξικό σύμβολο. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 99, 198. G. Webster, Imperial Army 118. Y. Le Bohec, Imperial Army 25, 39. R. Cowan, Legionary
100 ασμό και τον εξοπλισμό τους 11. Τη θέση αυτή πλήρωναν συνήθως πολύπειροι πρώην εκατόνταρχοι ηλικίας άνω των 50 ετών που είχαν προηγουμένως θητεύσει ως primipili, δηλαδή ως οι ανώτεροι υπαξιωματικοί της λεγεώνας 12. Την καθαυτό διοίκηση ασκούσαν στα πλαίσια της καθημερινής ζωής αλλά και σε ώρες ενεργού επέμβασης στο μέτωπο οι εκατόνταρχοι (centuriones), 60 ανά λεγεώνα, ένας για κάθε εκατονταρχία (centuria). Προέρχονταν κυρίως από απλούς στρατιώτες και περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο στράτευμα, αποκτώντας έτσι εξαιρετικά μεγάλη στρατιωτική πείρα. Οι εκατόνταρχοι δεν ήταν όλοι ισόβαθμοι, αλλά διακρίνονταν μεταξύ τους προπάντων από τη συγκεκριμένη κοόρτη της λεγεώνας στην οποία υπηρετούσαν. Από αυτούς ανώτερος ιεραρχικά ήταν ο primus pilus iterum, δηλαδή ο εκατόνταρχος που διοικούσε την α εκατονταρχία της α κοόρτης Τα συμμαχικά σώματα (auxilia) αποτελούνταν από μονάδες ιππικού και πεζικού. Οι συμμαχικές μονάδες αποτελούσαν βοηθητικά σώματα στην υπηρεσία των λεγεώνων και υπάγονταν διοικητικά στις τελευταίες. Το ιππικό ήταν οργανωμένο σε ίλες/πτέρυγες (alae) και το πεζικό σε κοόρτεις (cohortes). Κάθε συμμαχική μονάδα περιελάμβανε 500 άνδρες εκτός από ορισμένες που διέθεταν σχεδόν διπλάσιο αριθμό ανδρών (1.000 για τις κοόρτεις-770 για τις ίλες) και ονομάζονταν γι αυτό το λόγο miliariae. Υπήρχαν επίσης και μεικτές μονάδες ιππικού και πεζικού, οι λεγόμενες cohortes equitatae δυνάμεως 500 ως ανδρών, στις οποίες το 20% με 25% της αριθμητικής τους δύναμης αποτελούνταν από ιππείς. Από τον 2 ο αι. και εξής τα συμμαχικά αυτά σώματα πλαισιώθηκαν και από νέους σχηματισμούς, τους numeri, με δύναμη από 200 ως άνδρες, επανδρωμένους από βαρβάρους εντός και εκτός της αυτοκρατορίας, στους οποίους επιτρεπόταν να διατηρούν τον παραδοσιακό εθνικό οπλισμό τους, την ενδυμασία και τη γλώσσα τους, ακόμη και τις δικές τους πολεμικές τακτικές Vegetius Επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 5-6. G. Webster, Imperial Army 117. J. Osier, Emergence B. Dobson, Praefectus Castrorum Aegypti Βλ. G. Webster, Imperial Army 117, 118. A. Goldsworthy, Roman Army 50, Σχετικά με τους εκατόνταρχους βλ. Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Σχετικά με το αξίωμα του «primus pilus iterum» βλ. Vegetius 2.8, Επίσης W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 63. G. Webster, Imperial Army Ειδικότερα για τις αρμοδιότητες των εκατόνταρχων βλ. C. E. Brand, Military Law 51-54, A. Goldsworthy, Roman Army 55, 66, Y. Le Bohec, Imperial Army Σχετικά με τα auxilia βλ. Hyginus, De Munit. Castr. 16, 24-25, 28. Αρριανός, Τακτικά : «ἱππαρχία, δώδεκα καὶ πεντακοσίων ἱππέων, ἥντινα Ρωμαῖοι εἴλην (δηλ. ala) καλοῦσιν». Επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 38, 44, 47. M. Rostovtzeff, Ιστορία W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64. G. R. Watson, Roman Soldier 15, 24-25, 99. A. Goldsworthy, Roman Army Ειδικότερα G. L. Cheesman, Auxilia 22-23, G. Webster, Imperial Army Y. Le Bohec, Imperial Army 25-29, D. L. Kennedy, Vexillation 183, 185 (alae miliariae). Σχετικά με τις cohortes equitatae, την αριθμητική τους ισχύ και οργάνωση βλ. Hyginus, De Munit. Castr Επίσης G. L. Cheesman, Auxilia R. R. W. Davies, Cohortes Equitatae, Historia 20 (1971) D. F. Graf, Nabataean Army W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64. G. Webster, Imperial Army 149. G. R. Watson, Roman Soldier 15, 25, 99 και υποσημ. 12 σ D. L. Kennedy, Vexillation 184. Y. Le Bohec, Imperial Army 27. A. Goldsworthy, Roman Army D. L. Kennedy, The cohors XX Palmyrenorum at Dura Europos, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian Univer-
101 42 Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας στρατευμάτων ήταν ότι οι στρατιώτες από τους οποίους αποτελούνταν δεν ήταν αρχικά Ρωμαίοι πολίτες, αλλά στρατολογούνταν από τους πληθυσμούς των επαρχιών, από βαρβαρικά φύλα στις παρυφές του κράτους, ακόμη και από περιοχές έξω από τα σύνορα. Φαίνεται όμως ότι και για τα συμμαχικά σώματα επικράτησε βαθμιαία η επιτόπια στρατολόγηση, ενώ ήδη από τα μέσα του 2 ου αι. γίνονταν δεκτοί σ αυτά και Ρωμαίοι πολίτες. Μόνον ειδικές μονάδες, όπως π.χ. οι ιπποτοξότες της Οσροηνής και της Παλμύρας, στρατολογούσαν τους νεοσύλλεκτούς τους πάντοτε από την αρχική πατρίδα του σώματος. Ο χρόνος υπηρεσίας των συμμάχων ήταν τουλάχιστον 25 χρόνια. Ο μισθός των αντρών των συμμαχικών δυνάμεων παρέμενε κατώτερος σε σχέση με τον μισθό των λεγεωναρίων και κλιμακωνόταν ανάλογα με την αξία του κάθε όπλου έτσι οι ιππείς στις ίλες έπαιρναν περισσότερα απ ό,τι οι πεζοί στις κοόρτεις και οι άνδρες των έφιππων κοόρτεων (cohortes equitatae) 15. Την ηγεσία τέτοιων μονάδων ανελάμβαναν πάντοτε Ρωμαίοι ιππείς, οι οποίοι προέρχονταν συνήθως από τις περισσότερο εκρωμαϊσμένες επαρχίες του κράτους. Οι διοικητές αυτοί ονομάζονταν συνήθως praefecti ή tribuni 16. Τα επικουρικά σώματα έφεραν όπως και οι λεγεώνες έναν αριθμό και μια επωνυμία. Η αρίθμηση όμως δεν ήταν συνεχής, όπως συνέβαινε με τις λεγεώνες, ενώ η επωνυμία τους προερχόταν συχνά από το έθνος ή τη χώρα καταγωγής τους. Ο τρόπος της αρίθμησης και της ονομασίας δεν επιτρέπει ακριβέστερο υπολογισμό των μονάδων που υπήρξαν συνολικά, ούτε και τον προσδιορισμό του συνολικού αριθμού των ανδρών που υπηρετούσαν στα auxilia. Πάντως κατά την περίοδο της «Ηγεμονίας» υπολογίζεται πως η συνολική δύναμη των συμμαχικών μονάδων προσέγγιζε τον αριθμό των οπλιτών που υπηρετούσαν στις λεγεώνες 17. Τέλος, ενδιαφέρον παρουsity, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ , σ. 96. Σχετικά με τους numeri βλ. F. Vittinghoff, Barbarisierung A. Alföldi, Crisis Επίσης W. Eck, Διοικητική Οργάνωση Y. Le Bohec, Imperial Army E. N. Luttwak, Grand Strategy 170. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 506. G. Webster, Imperial Army G. R. Watson, Roman Soldier 16. J. Vogt, Constantin 28. D. F. Graf, Arabian Frontier (ειδικά για numeri επανδρωμένους από Άραβες νομάδες ιππείς και ιπποτοξότες). 15 Γενικά περί των συμμάχων (auxiliares) βλ. G. L. Cheesman, Auxilia (στρατολογία). M. Grant, Climax 35. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64. G. R. Watson, Roman Soldier Για την επιτόπια στρατολόγηση συμμάχων βλ. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64. A. Alföldi, Crisis 212. E. T. Salmon, Disintegration 44. Για την κατάταξη στα auxilia και Ρωμαίων πολιτών βλ. R. E. Smith, Septimius Severus M. P. Speidel, Auxilia 146. Y. Le Bohec, Imperial Army 98 [εντοπίζει τις απαρχές αυτής της διαδικασίας κατά την περίοδο ανάμεσα στις βασιλείες των αυτοκρατόρων Βεσπασιανού και Αδριανού (69-138)]. Για τους ιπποτοξότες της Παλμύρας και της Οσροηνής βλ. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64. M. Grant, Climax Για ζητήματα μισθοδοσίας βλ. M. P. Speidel, Auxilia G. R. Watson, Roman Soldier D. F. Graf, Nabataean Army Βλ. G. L. Cheesman, Auxilia W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία G. R. Watson, Roman Soldier Για τους αξιωματικούς ιππικής προέλευσης βλ. επίσης A. Goldsworthy, Roman Army Σχετικά με το ισοδύναμο περίπου ανάμεσα στα auxilia και στις λεγεώνες βλ. Tacitus, Annales 4.5. Επίσης G. L. Cheesman, Auxilia ( επί Αυγούστου, ως τα τέλη του 1 ου αι., στα μέσα του 2 ου αι.). W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 64 (υποθέτει συνολικό αριθμό από ως άνδρες και στις αρχές του 3 ου αι άνδρες). M. Rostovtzeff, Ιστορία 197. M. Grant, Climax 35. G. R.
102 σιάζει και η εκτίμηση του Φλάβιου Βεγέτιου, ο οποίος ισχυριζόταν στα τέλη του 4 ου αι., ότι ο αριθμός των οπλιτών στα auxilia ήταν συνήθως αρκετά μικρότερος από εκείνον στις λεγεώνες Εκτός από τις λεγεώνες και τις μονάδες των συμμάχων υπήρχε και ο στρατός της πρωτεύουσας, ο οποίος βασικά αποτελούνταν από τις κοόρτεις των πραιτωριανών (cohortes praetoriae), τις κοόρτεις των «φρουρών» (cohortes urbanae) και τις κοόρτεις των «νυκτοφυλάκων» (cohortes vigilum). Τον 3 ο αι. υπήρχαν δέκα κοόρτεις πραιτωριανών, τέσσερις φρουρών και επτά νυκτοφυλάκων 19. Αρχικά κάθε κοόρτη διέθετε 500 άνδρες, ο Σεπτίμιος Σεβήρος αύξησε όμως τη δύναμη των κοόρτεων των πραιτωριανών και των νυκτοφυλάκων από 500 σε άνδρες και των φρουρών από 500 σε άνδρες. Έτσι από τις αρχές του 3 ου αι. οι δέκα κοόρτεις των πραιτωριανών διέθεταν άνδρες, οι τέσσερις κοόρτεις των φρουρών άνδρες και οι επτά των νυκτοφυλάκων άνδρες. Με την προσθήκη της β παρθικής λεγεώνας την ίδια χρονική περίοδο, ο συνολικός αριθμός των στρατευμάτων που στάθμευαν εντός ή πέριξ της Ρώμης πλησίασε πιθανώς τους άνδρες 20. Την διοίκηση των στρατευμάτων της πρωτεύουσας ασκούσε συγκεντρωτικά από την εποχή του Τιβερίου (14-37) αξιωματούχος ιππικής προέλευσης με τον τίτλο του «επάρχου (των) πραιτωρίων» (praefectus praetorio), ο θεσμός του οποίου σύντομα απέκτησε καίρια σημασία στο ρωμαϊκό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο 21. Οι πραιτωριανοί αποτελούσαν επίλεκτη εφεδρική δύναμη υπό την άμεση εποπτεία των αυτοκρατόρων. Ήταν οργανωμένοι και εξοπλισμένοι ως βαρύ πεζικό και διέθεταν τμήμα ιππικού συχνά μάλιστα σχημάτιζαν τον πυρήνα των εκστρατευτικών σωμάτων 22. Οι «φρουροί» και οι «νυκτοφύλακες» ήταν πρωτίστως επιφορτισμένοι με το έργο της δημόσιας ασφάλειας και της πυρόσβεσης αντίστοιχα στη Ρώμη 23. Από τη βασιλεία του Watson, Roman Soldier 15. Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage και υποσημ. 3 και 5 στις σ Y. Le Bohec, Imperial Army 25, 35, 212. M. P. Speidel, Auxilia 141. R. McMullen, Army Vegetius 2.1. Παρακάτω μάλιστα παρουσιάζει αυτή την αναλογία ως δείγμα ενός υγιούς ρωμαϊκού στρατού σε αντίθεση προφανώς με ό,τι συνέβαινε στην εποχή του, προβαίνοντας κατ αυτόν τον τρόπο σε μια έμμεση, θεωρώ, μομφή κατά της αλόγιστης χρησιμοποίησης βαρβάρων και της απερίσκεπτης ενσωμάτωσης ολόκληρων βαρβαρικών σωμάτων στον στρατό (Vegetius 3.1). 19 Βλ. M. Rostovtzeff, Ιστορία 197. C. E. Brand, Military Law 119. G. R. Watson, Roman Soldier και E. N. Luttwak, Grand Strategy W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 5, 56, Για τον στρατό της πρωτεύουσας βλ. ειδικότερα Y. Le Bohec, Imperial Army Σχετικά με την αριθμητική αύξηση της δύναμης των πραιτωριανών από τον Σ. Σεβήρο βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 184. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 56. R. McMullen, Roman Response R. E. Smith, Septimius Severus 488. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. C. E. Brand, Military Law 119, 121. G. R. Watson, Roman Soldier A. Goldsworthy, Roman Army 58 (αναφέρουν την ύπαρξη συνήθως δύο επάρχων των πραιτωρίων). Y. Le Bohec, Imperial Army 20-23, 38, 42. M. Rostovtzeff, Ιστορία 197. J. Vogt, Constantin Βλ. Hyginus, De Munit. Castr Επίσης R. I. Frank, Scholae Palatinae 23. A. Goldsworthy, Roman Army 58. Αντίθετα ο C. E. Brand (Military Law 119) τους χαρακτηρίζει -λανθασμένα κατά τη γνώμη μουκυρίως ως δύναμη παρελάσεων και αστυνόμευσης και ως μέσο πολιτικής επιβολής. 23 Βλ. σχετικά W. Eck, Διοικητική Οργάνωση Επίσης G. R. Watson, Roman Soldier 18.
103 44 Σεπτιμίου Σεβήρου οι πραιτωριανοί στρατολογούνταν από έμπειρους λεγεωνάριους καταγόμενους κυρίως από την Παννονία και το Ιλλυρικό, όπως άλλωστε και η πλειονότητα τότε των Ρωμαίων στρατιωτών. Οι άνδρες των πραιτωρίων κοόρτεων ήταν προνομιούχοι σε σχέση με τους λεγεωνάριους, αφού είχαν σημαντικά βραχύτερη θητεία που διαρκούσε 16 χρόνια, απολάμβαναν μεγαλύτερους μισθούς, ενώ παράλληλα χορηγούνταν σ αυτούς πλουσιοπάροχες δωρεές κάθε φορά που ανέβαινε στον θρόνο νέος αυτοκράτορας 24. Την καθαυτό αυτοκρατορική σωματοφυλακή απάρτιζαν επί της δυναστείας των Ιουλίων και των Κλαυδίων (27 π.χ. 68 μ.χ.) οι λεγόμενοι «Germani corporis custodes», οι οποίοι ήταν συνήθως γερμανικής καταγωγής και στην ουσία δούλοι του αυτοκράτορα. Επί των Φλαβίων (69-96) αρχικά τον ρόλο της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα έπαιζε ένα επίλεκτο σώμα 300 υπαξιωματικών, οι «speculatores», και από τη βασιλεία του Δομιτιανού (81-96) και έπειτα οι περίφημοι «equites singulares Augusti» που στρατολογούνταν κυρίως από βαρβαρικά φύλα του Ρήνου και του Δούναβη και από έμπειρους άνδρες των συμμαχικών ρωμαϊκών μονάδων. Αυτοί σχημάτιζαν ένα εξαιρετικά επίλεκτο σώμα ιππικού δυνάμεως αρχικά 500 και αργότερα ως ανδρών 25. Πάντως κατά τον 3 ο αι. αρκετές από τις διαφορές ανάμεσα στα δύο σώματα των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων είχαν εκλείψει. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ορθά ότι η διάκριση σε λεγεωνάριους και συμμάχους είχε καταντήσει με τον καιρό ουσιαστικά τυπική, ειδικά από τότε που ο Καρακάλλας απένειμε τη ρωμαϊκή πολιτεία σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας 26. Φαίνεται επίσης ότι υπήρχε μια τάση προς εξομοίωση των λεγεώνων με τις συμμαχικές μονάδες στον τομέα της πολεμικής τακτικής και του οπλισμού. Ολοένα πιο συχνά οι Ρωμαίοι στρατιώτες του τρίτου αιώνα εγκατέλειπαν το κλασικό ρωμαϊκό ξίφος (gladius) και το βαρύ ρωμαϊκό δόρυ, τον περίφημο υσσό (pilum), και υιοθετούσαν τη μεγάλη σπάθη (spatha) και τα ακόντια (lanceae και hastae) των συμμάχων (auxiliares) που προσιδίαζαν στις διαφοροποιη- 24 Μέχρι τα τέλη του 2 ου αι. οι πραιτωριανοί προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία, ακόμη και μέσα από τη Ρώμη. Σχετικά με τις εθνικές καταβολές και τα προνόμια των πραιτωριανών βλ. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 63. M. Grant, Climax 37. A. Alföldi, Crisis 208. R. E. Smith, Septimius Severus Y. Le Bohec, Imperial Army 99. Pat Southern-Karen R. Dixon, Late Army 8. G. R. Watson, Roman Soldier 18, J. Wilkes, Ιλλυριοί A. Goldsworthy, Roman Army 64, R. Cowan, Legionary 28, 30. J. Penrose, Enemies of Rome Σχετικά με την αυτοκρατορική σωματοφυλακή κατά τη διάρκεια της «Ηγεμονίας» βλ. F. Grosso, «Equites Singulares Augusti», Latomus 25 (1966) και ιδιαίτερα R. I. Frank, Scholae Palatinae G. R. Watson, Roman Soldier 18. M. P. Speidel, Field Army (ειδικά για τους equites singulares Augusti). A. Goldsworthy, Roman Army 58. Y. Le Bohec, Imperial Army 23. Οι equites singulares Augusti παραπέμπουν ίσως στους «celeres», τους ιππείς-συνοδούς των αρχαίων Ρωμαίων βασιλέων. 26 Πρβλ. ενδεικτικά F. Lot, La fin 113. M. Grant, Climax 36. L. de Blois, Gallienus 17. Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage 86. E. T. Salmon, Disintegration 44. G. R. Watson, Roman Soldier 16, 139. S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 5. M. J. Nicasie, Twilight 4. Για ορισμένες πρωτότυπες απόπειρες προσέγγισης της προβληματικής για τη στρατολογία εκείνη την εποχή βλ. E. T. Salmon, Disintegration
104 μένες συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνονταν πλέον οι μάχες, ακολουθώντας τις σαφώς πιο κινητικές βαρβαρικές πρακτικές 27. Την ίδια εποχή φαίνεται πως το μεγαλύτερο ποσοστό των λεγεωναρίων και των συμμάχων αποτελούνταν από γιους βετεράνων ή υπηρετούντων στρατιωτών και γενικά από άνδρες που στρατολογούνταν από την περιοχή, όπου στρατοπέδευε η μονάδα 28. Η μετατόπιση λοιπόν της στρατολογικής βάσης αρχικά από το κέντρο προς την περιφέρεια και κατόπιν στις παρυφές εντός και εκτός της αυτοκρατορίας ολοκληρώθηκε. Ο στρατός αποτελούνταν ολοένα και περισσότερο από τα πλέον καθυστερημένα τμήματα του πληθυσμού που προέρχονταν από απομακρυσμένες παραμεθόριες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως από τον Δούναβη, τη βόρεια Γαλατία, τη Μαυριτανία και τα όρη της Μ. Ασίας και της Συρίας 29. Κατ αυτόν τον τρόπο όμως οι legiones και τα auxilia απώλεσαν σταδιακά την αρχική τακτική τους ευλυγισία και εξέπεσαν σε περισσότερο στατικά καθήκοντα φρούρησης, αφού η εφαρμογή της επιτόπιας στρατολόγησης ευνοούσε γενικά το συναισθηματικό δέσιμο των στρατιωτών με τον τόπο καταγωγής τους και την απροθυμία μετακίνησής τους σε άλλες περιοχές 30. Έτσι ο στρατός από τα τέλη ήδη του 2 ου αι. έτεινε να διαχωριστεί σε επιμέρους περιφερειακά συγκροτήματα λεγεώνων και συμμαχικών μονάδων μειωμένης στρατηγικής ευκινησίας, γεγονός που είχε αρνητικές συνέπειες για την αμυντική στρατηγική της αυτοκρατορίας σε μια περίοδο εντεινόμενων βαρβαρικών πιέσεων Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ Επί της δυναστείας των Σεβήρων η συνολική αριθμητική ισχύς των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων πιθανώς ξεπέρασε τους άνδρες 32. Αν εξαιρέσουμε τις στρατιωτι- 27 Βλ. σχετικά A. Alföldi, Crisis A. Piganiol, Empire chrétien 369. E. N. Luttwak, Grand Strategy 175. M. J. Nicasie, Twilight , 214. R. Cowan, Legionary 30-32, 41. J. Haldon, Warfare Πρβλ. J. Vogt, Constantin 28. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 505. G. Alföldy, Κρίση 594. M. Grant, Climax 36. E. T. Salmon, Disintegration 43. G. R. Watson, Roman Soldier 24. A. Goldsworthy, Roman Army 80. M. Whitby, Recruitment M. T. Rostovtzeff, Συντέλεια Τιρώνων 32. Του ιδίου, Ιστορία 310. S. Mitchell, Military Recruitment 142, 144 (ορεινές περιοχές της Θράκης και της Μ. Ασίας όπως την Ισαυρία, την Πισιδία, την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Αρμενία). M. Whitby, Recruitment 104 (Βαλκάνια και Ισαυρία). Σύμφωνα με τον J. Maspero (Égypte 126) και τον J. Haldon (Recruitment and Conscription in the Byzantine Army c A Study on the Origins of the Stratiotika Ktemata, [ÖAW, Philosophisch-historische Klasse, Sitzungsberichte 357] Wien 1979, σ ) αυτές οι ημιβάρβαρες ορεινές περιοχές εξακολουθούσαν να αποτελούν την κύρια βάση στρατολογίας ακόμη και τη μέση βυζαντινή περίοδο. 30 Πρβλ. G. R. Watson, Roman Soldier 141. C. E. van Sickle, Ancient World Vol II 505. R. E. Smith, Septimius Severus 493. M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme A. H. M. Jones, Later Empire I 22. Επίσης E. T. Salmon, Disintegration 42. J. Vogt, Constantin 28. M. J. Nicasie, Twilight 20, Οι διάφοροι ιστορικοί παραδίδουν αριθμούς που κυμαίνονται από ως άνδρες. Ενδεικτικά βλ. G. L. Cheesman, Auxilia 168 ( ). W. T. Arnold, Provincial Administration 113 ( ). Α. Ε. R. Boak, Manpower Shortage 87 (περ ) και υποσημ. 4-5 στις σ όπου εκτιμήσεις και
105 46 κές δυνάμεις της πρωτεύουσας, τη λεγεώνα της Ισπανίας (VII Gemina) και ορισμένα auxilia σε επαρχίες του εσωτερικού, όλος ο υπόλοιπος στρατός -ισχύος άνω των ανδρών- ήταν τοποθετημένος κατά μήκος των παραμεθορίων επαρχιών 33. Η διάταξη αυτή των ρωμαϊκών στρατευμάτων ακολουθούσε ακόμη τα πρότυπα του αμυντικού συστήματος, όπως είχε διαμορφωθεί από τον Αύγουστο και τελειοποιήθηκε από τον Αδριανό και τους διαδόχους του 34. Ο Ηρωδιανός τον 3 ο αι. περιέγραφε συνοπτικά αλλά συνάμα εύστοχα τη ρωμαϊκή αμυντική στρατηγική ως εξής: «ποταμῶν τε μεγέθεσι καὶ τάφρων ἢ ὀρῶν προβλήμασιν ἐρήμῳ τε γῇ καὶ δυσβάτῳ φράξας τὴν ἀρχὴν ὠχυρώσατο [ο Οκταβιανός Αύγουστος]» 35. Όντως, στην ολοκληρωμένη μορφή της η ρωμαϊκή αμυντική στρατηγική του 2 ου και 3 ου αι. προέβλεπε σε γενικές γραμμές την προωθημένη άμυνα επί της γραμμής των συνόρων 36. Το σύνολο σχεδόν των ενόπλων δυνάμεων ήταν τοποθετημένο στην περίμετρο των συνόρων, καθώς βασικός στόχος του «αντωνίνειου» αμυντικού συστήματος ήταν η προστασία ολόκληρης της αυτοκρατορικής επικράτειας ενάντια σε κάθε μορφής απειλές 37. Όπου τα ποτάμια δημιουργούσαν φυσικά εμπόδια προσπέλασης για τον εχθρό, εκεί οι συνοριακές οχυρώσεις, συγκεκριμένα τα στρατόπεδα των λεγεώνων και των άλλων μονάδων και τα οχυρά ή τα φυλάκια, σχημάτιζαν αμυντική αλυσίδα κατά μήκος του ποταμού, όπως στον Ρήνο και στον Δούναβη 38. Αλλού οι οχυρώσεις κλιμακώνονταν σε βάθος σχηματίζοντας αμυντικό δίκτυο με το σημείο στήριξης των λεγεώνων στη δεύτερη γραμμή, που ήταν και η κύρια γραμμή του μετώπου 39. Τέτοιου τύπου εγκατάσταση των λεγεώνων διαπιστώνουμε στη Δακία και στα ανατολικά σύνορα, όπου οι λεγεώνες στραάλλων ιστορικών. R. McMullen, Roman Response 185 ( ). Του ιδίου, Army 454 ( ) και όπου εκτιμήσεις και άλλων μελετητών. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 266 και του ιδίου, Κρίση ( ). Y. Le Bohec, Imperial Army ( ). M. J. Nicasie, Twilight 75 ( ). Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 65 ( ). Θεωρητικά η δύναμη του στρατού της εποχής πλησίαζε τους άνδρες, αλλά θα πρέπει να υπολογίσουμε την επάνδρωση στο 80% περίπου (± ). 33 Βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 173. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 56-57, Σχετικά με το αμυντικό σύστημα του Αυγούστου βλ. ειδικότερα E. N. Luttwak, Grand Strategy Επίσης Y. Le Bohec, Imperial Army για την αμυντική πολιτική του ίδιου αυτοκράτορα. 35 Ηρωδιανός Βλ. και M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 42. K. Randsborg, First Millennium AD Για την ρωμαϊκή αμυντική στρατηγική από τους Φλαβίους ως τους Σεβήρους βλ. ειδικότερα E. N. Luttwak, Grand Strategy [ειδικά τα σχεδιαγράμματα στις σ. 58 (συνοριακή γραμμή 2 ου αι. μ.χ.) 62, 64, 76 (διάφορα αμυντικά μοντέλα) 90 (Β. Βρετανία) 94 (Ρήνος-Agri Decumates) 98 (ευρωπαϊκά σύνορα) 102 (Δακία- Κάτω Δούναβης) 109 (ανατολικό μέτωπο) (τρόπος λειτουργίας «προωθημένης περιμετρικής άμυνας»)]. Y. Le Bohec, Imperial Army Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Δούναβη» (οχυρό μέτωπο και στρατιωτικές οδοί Κάτω Δούναβη). 37 Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 136. H.-G. Pflaum, Reform 109. Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική 42. R. E. Smith, Septimius Severus 481. J. Maspero, Égypte 17. W. Seston, Dioclétien Βλ. σχετικά J. Maspero, Égypte 17. W. Seston, Dioclétien 296. G. Alföldy, Κρίση 588. H. von Petrikovits, Fortifications 179. Y. Le Bohec, Imperial Army 152, Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 6. K. Randsborg, First Millennium AD 115 ειδικά για την οργάνωση του μετώπου του Ρήνου. 39 G. Alföldy, Κρίση 588.
106 τοπέδευαν σε πόλεις με στρατηγική σημασία 40. Σε ορισμένα εκτεθειμένα τμήματα των συνόρων η άμυνα ενισχυόταν από μακρά τείχη, όπως στη βόρεια Βρετανία (vallum Hadriani) και στην Άνω Γερμανία-Ραιτία μεταξύ του Ρήνου και του Δούναβη (Agri decumates) ή με οχυρές τάφρους, όπως στη Βόρειο Αφρική (fossatum Africae) (βλ. σελ. 36) 41. Το κύριο βάρος της αμυντικής προσπάθειας το επωμίζονταν οι πολυάριθμες συμμαχικές μονάδες, οι οποίες ήταν εγκατεστημένες κυριολεκτικά επί της μεθοριακής γραμμής. Τα auxilia, ως οι πλέον ευκίνητοι σχηματισμοί του ρωμαϊκού στρατού, διέθεταν την τακτική ευλυγισία που απαιτούνταν προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις αδιάκοπες οχλήσεις και επιδρομές των βαρβαρικών φυλών. Δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι αυτό που χαρακτήριζε κυρίως τον συνοριακό πόλεμο ήταν οι διαρκείς μικροσυμπλοκές εκατέρωθεν της μεθορίου. Οι legiones χρησίμευαν ως τα κατεξοχήν στοιχεία στήριξης του μετώπου. Λειτουργούσαν παράλληλα και ως κύρια δύναμη αποτροπής εναντίον εχθρικών διαθέσεων για εισβολή, συμπέρασμα που προκύπτει αξιοποιώντας τις σύγχρονες απόψεις περί αμυντικής στρατηγικής. Η παρουσία τους διασφάλιζε επίσης τον πολιτικό έλεγχο επί των παραμεθορίων επαρχιών αλλά και κατ επέκταση επί ολόκληρης της επικράτειας του ρωμαϊκού κράτους. Οφείλουμε πάντως να έχουμε υπόψη μας ότι οι λεγεώνες αποτελούσαν την κύρια συνιστώσα του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας, αφού ήταν επιφορτισμένες με το δύσκολο έργο της απόκρουσης των μεγάλης κλίμακας βαρβαρικών εισβολών 42. Η αμυντική στρατηγική του ρωμαϊκού κράτους, όπως διαμορφώθηκε κατά τον 2 ο και 3 ο αι., διακατεχόταν από δύο σημαντικές ιδιαιτερότητες. Πρώτο βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος της προωθημένης άμυνας ήταν ο σαφής επιθετικός προσανατολισμός του. Η αμυντική οργάνωση της αυτοκρατορίας αποσκοπούσε στην αναχαίτιση του εχθρού έξω από τη συνοριακή γραμμή, ούτως ώστε η καθημερινή ζωή σε ολόκληρη την επικράτεια να συνεχίζεται αδιατάρακτη από βαρβαρικές εισβολές 43. Σύμφωνα με την παραπάνω φιλοσοφία είχαν οργανωθεί τόσο η γραμμή των συνόρων όσο και οι συνοριακές οχυρώσεις. Ο E. N. Luttwak ισχυρίζεται ότι τα σύνορα της αυτοκρατορίας είχαν επιλεγεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να υποστηρίζουν επιθετικές ενέργειες την ευρωπαϊκή μεθοριακή γραμμή Ρήνου-Δούναβη κάλυπταν προστατευτικά δύο μεγάλοι προμαχώνες: η γιγαντιαία εξέχουσα της Δακίας, η οποία προστάτευε το σύνορο του Δούναβη από τις εκβολές Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications D. French, Legio III Gallica 30-31, 34-35, 37, 41 (τοποθεσίες εγκατάστασης των λεγεώνων στη ρωμαϊκή Ανατολή). Y. Le Bohec, Imperial Army K. Randsborg, First Millennium AD G. Alföldy, Κρίση 588. Επίσης J. Maspero, Égypte 17. E. Birley, Hadrianic Frontier Policy, στο Carnuntina, Römische Forschungen in Niederösterreich III, Graz-Köln 1965, σ (=E. Birley, MAVORS 4, σ ), σ A. Goldsworthy, Roman Army M. Simkins, The Roman Army from Hadrian to Constantine, [Osprey Publishing Series, Men-at-Arms 93] Oxford 1979, repr. 2001, σ (αδριάνειο τείχος στη Βρετανία). Y. Le Bohec, Imperial Army 152, , B. Isaac, Limits Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 6. W. T. Arnold, Provincial Administration K. Randsborg, First Millennium AD Για τις απόψεις που εκφέρονται σ αυτήν την παράγραφο βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy E. N. Luttwak, Grand Strategy 136. Πρβλ. επίσης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 127.
107 48 του ως την Παννονία, και η μικρότερη εξέχουσα των Agri decumates, η οποία προστάτευε το σύνορο του Ρήνου ως τη Ραιτία και το Νωρικό. Στο ανατολικό μέτωπο, έπειτα από τις κατακτήσεις του Σεπτιμίου Σεβήρου, διαμορφώθηκε η εξέχουσα της βόρειας Μεσοποταμίας, η οποία εξασφάλιζε την καλύτερη διασύνδεση του βόρειου αμυντικού τομέα της Αρμενίας με τον νότιο τομέα της Συρίας και της Παλαιστίνης και στόχευε στην καρδιά του παρθικού και αργότερα του σασσανιδικού βασιλείου. Οι τρεις αυτές εξέχουσες αποτελούσαν ουσιαστικά σφήνες σε βαρβαρικά εδάφη, από τις οποίες μπορούσαν να εξαπολυθούν και πλευρικές αντεπιθέσεις βαθιά μέσα στην εχθρική ενδοχώρα 44. Οι συνοριακές οχυρώσεις εξυπηρετούσαν επίσης τους επιθετικούς προσανατολισμούς του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας. Τα στρατόπεδα των λεγεώνων και των συμμαχικών μονάδων είχαν περισσότερο τη μορφή συγκροτημάτων διαμονής παρά οχυρωμένων φρουρίων, παρ όλο που οι Ρωμαίοι διέθεταν αναμφίβολα την απαιτούμενη τεχνογνωσία για την κατασκευή βαρέων οχυρώσεων 45. Αυτό όμως ήταν απολύτως λογικό, αφού τα στρατόπεδα λειτουργούσαν ως βάσεις για επιθετικές επιχειρήσεις, ακόμη και μέσα στα πλαίσια της προωθημένης περιμετρικής άμυνας 46. Κατά μία έννοια η καλύτερη άμυνα ήταν οι ίδιοι οι πάνοπλοι και άριστα εκπαιδευμένοι λεγεωνάριοι καθώς και οι υπόλοιποι άνδρες του ρωμαϊκού στρατού. Συνεπώς, η χωροθέτηση των στρατιωτικών βάσεων κατά μήκος των συνόρων δεν ακολουθούσε σαφή αμυντικά πρότυπα, αλλά διενεργούνταν με σκοπό την κάλυψη των γραμμών επικοινωνίας και την διασφάλιση ανετότερης λογιστικής υποστήριξης 47. Δεύτερο χαρακτηριστικό του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας κατά τον 2 ο και 3 ο αι. ήταν η ουσιαστική ανυπαρξία στρατηγικής εφεδρείας. Συγκεκριμένα μέχρι τον 2 ο αι. ως υποτυπώδης εφεδρική δύναμη πρέπει να θεωρηθούν οι κοόρτεις των πραιτωριανών, των «φρουρών» και οι «equites singulares Augusti», συνολικής ισχύος ανδρών περίπου 48. Σε κάθε μεγάλη εκστρατεία ή πόλεμο μοναδική επιλογή ήταν είτε η απόσπαση μονάδων από έναν τομέα του μετώπου και η μεταφορά τους σε έναν άλλο είτε η δημιουργία νέων μονάδων Οι αναλύσεις αυτές ακολουθούν κατά βάση πορίσματα του E. N. Luttwak (Πρβλ. Grand Strategy Χάρτες στις σ. 109, και 158). Επίσης βλ. K. Randsborg, First Millennium AD 116. M. Grant, Climax 27 (ευρωπαϊκές εξέχουσες). M. Rostovtzeff, Ιστορία 241 (χρησιμότητα των εξεχουσών). 45 Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 134. Ειδικότερα βλ. A. Goldsworthy, Roman Army E. N. Luttwak, Grand Strategy 134. A. Goldsworthy, Roman Army 89. M. J. Nicasie, Twilight E. N. Luttwak, Grand Strategy 135. Πρβλ. επίσης B. Isaac, Limits , 410, Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 55. E. N. Luttwak, Grand Strategy D. van Berchem, Armée et réforme 103. Επίσης R. McMullen, Roman Response 186. M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 104. J. C. Mann, New Legions G. Webster, Imperial Army E. N. Luttwak, Grand Strategy 182, 184. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 9. M. J. Nicasie, Twilight 13. Περί της αξιοποίησης αποσπασμάτων για τη δημιουργία στρατών εκστρατείας και για την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου βλ. R. E. Smith, Septimius Severus 481, 483, 484, 486.
108 Ο Σεπτίμιος Σεβήρος υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας χάρη στις ενέργειες του οποίου το ρωμαϊκό κράτος απέκτησε αξιόλογη κεντρική εφεδρική δύναμη. Με την εγκατάσταση της β παρθικής λεγεώνας στη Ρώμη, τον διπλασιασμό της ισχύος των πραιτωρίων κοόρτεων και των κοόρτεων των «νυκτοφυλάκων» (cohortes vigilum) και τον τριπλασιασμό της ισχύος των κοόρτεων των «φρουρών» (cohortes urbanae) το σύνολο του στρατού της πρωτεύουσας προσέγγισε, όπως προαναφέραμε, τους άνδρες, από τους οποίους σχεδόν οι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως στρατός εκστρατείας 50. Παρ όλα αυτά η σημασία αυτής της δύναμης ως στρατηγικής εφεδρείας αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μου αμελητέα. Η τοποθέτηση τόσο μεγάλης στρατιωτικής δύναμης στη Ρώμη που βρισκόταν τόσο μακριά από τα σύνορα, κι όχι π.χ. στο Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο) που ήταν πιο κοντά σε (Προτομή Σεπτιμίου Σεβήρου) απειλούμενους τομείς του μετώπου, όπως συνέβη αργότερα επί Γαλλιηνού, φρονώ ότι αποδεικνύει τις προτεραιότητες του Σ. Σεβήρου 51. Στην πράξη φαίνεται ότι αυτό το σώμα στρατού εξυπηρέτησε περισσότερο πολιτικούς παρά στρατηγικούς στόχους 52. Η παρουσία σχεδόν ανδρών στην πρωτεύουσα αποσκοπούσε κυρίως στην προστασία της κεντρικής εξουσίας και ήταν τρανή απόδειξη της μετατροπής του στρατού σε βασικό ρυθμιστή του πολιτεύματος 53. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε την ιδιαίτερη μέριμνα του Σεπτίμιου Σεβήρου γενικά για τις ένοπλες δυνάμεις. Η δημιουργία τριών νέων λεγεώνων (I-III Parthicae), η μετατροπή πολλών βαρβαρικών μονάδων (numeri) σε συμμαχικά σώματα (auxilia), τα μέτρα που πήρε για να βελτιώσει τις συνθήκες υπηρεσίας των στρατιωτών στις μονάδες τους, η καθιέρωση κινήτρων για να κάνει πιο ελκυστική την κατάταξη νεοσυλλέκτων και η ενασχόλησή του με την εμπέδωση της πειθαρχίας σ έναν στρατό που είχε μόλις βγει από τη διαδικασία ενός ακόμη εμφυλίου πολέμου αποκαλύπτουν την εφαρμογή μίας συγκροτημένης πολιτικής με στόχο τη συνολική αναβάθμιση του ρωμαϊκού στρατού Βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy E. Birley, Septimius Severus C. E. Brand, Military Law 120. G. R. Watson, Roman Soldier 17. R. E. Smith, Septimius Severus Πρβλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 10. Αντιθέτως R. E. Smith, Septimius Severus και ειδικά υποσημ. 31 σ. 487 όπου κρίνει ως στρατηγική τη θέση της Ρώμης. 52 Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. Επίσης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. W. Eck, Διοικητική Οργάνωση 56, E. N. Luttwak, Grand Strategy Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί νεότεροι ιστορικοί θεωρούν τον Σ. Σεβήρο ως έναν πολύ αξιόλογο «μεταρρυθμιστή» του ρωμαϊκού στρατού. Πρβλ. σχετικά E. Birley, Septimius Severus R. E. Smith, Septimius Severus S. N. Miller, Imperial House P. Le Roux, Sévères G. Alföldy, Crisis 109. D. F. Graf, Arabian Frontier Y. Le Bohec, Imperial Army Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Ειδικά η εμμονή του Σεπτιμίου Σεβήρου σε θέματα στρατιωτικής πειθαρχίας φαίνεται πως παρέμεινε παροιμιώδης, αν κρίνουμε από μία λακωνική αναφορά που περιέχεται στη Historia Augusta (Tyr. Trig. 6.6: «severitate militari Severum»).
109 50 Παρά ταύτα, η ύπαρξη τόσο ξεκάθαρης αμυντικής στρατηγικής όπως υποστηρίζει ο E. N. Luttwak έχει αμφισβητηθεί τελευταία από τον B. Isaac. Αναφορικά με την εποχή που εξετάζουμε ο B. Isaac απορρίπτει την κλασική θέση ότι οι Ρωμαίοι επιδίωκαν συνειδητά την καθιέρωση ασφαλούς γραμμής συνόρων, δεν αποδέχεται την προσέγγιση ότι οι Ρωμαίοι διεξήγαν πολέμους ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων μελετών και αναλύσεων, διατείνεται ότι απουσίαζαν ομάδες πίεσης και δεξαμενές σκέψης ικανές να διεγείρουν προθέσεις για πόλεμο και αρνείται τις θεωρίες περί ορθολογικής οργάνωσης των αμυντικών γραμμών στη μεθόριο. Γι αυτόν η επιλογή των συνόρων ήταν θέμα τυχαίας επιλογής, οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατακτούσαν χώρες αλλά λαούς, ούτε διέθεταν επαρκείς γνώσεις γεωγραφίας, ώστε να αναπτύξουν συστηματικά αμυντικές γραμμές. Υποστηρίζει τέλος ότι οι Ρωμαίοι προέβαιναν σε πολέμους αποκλειστικά για το κέρδος και τη δόξα, χωρίς να έχουν παράλληλα συνείδηση της υποχρέωσης προστασίας των υπηκόων της αυτοκρατορίας, όπως συμβαίνει στα σύγχρονα κράτη 55. Είναι πράγματι ριψοκίνδυνη η αναγωγή εμπειριών και γνώσεων του παρόντος στο παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα κρίνω ιδιαιτέρως επισφαλή την εκτίμηση του E. N. Luttwak ότι οι εξέχουσες εξυπηρετούσαν τόσο συγκεκριμένους στρατηγικούς σκοπούς, ειδικά αυτές της Δακίας και των Agri Decumates. Αντίθετα η εξέχουσα της βόρειας Μεσοποταμίας φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι εξυπηρέτησε έστω και έμμεσα τους στρατηγικούς στόχους που της αποδίδει ο E. N. Luttwak. Ακόμη και ο ίδιος ο B. Isaac δεν παύει να αναφέρεται στην τελευταία αυτή αξιόλογη κατάκτηση των Ρωμαίων ως γεγονός καίριας σημασίας που προκάλεσε την ανατροπή των Αρσακιδών και την άνοδο των Σασσανιδών, ενώ τονίζει διαρκώς την αδυναμία των Σασσανιδών να αποδεχτούν τη ρωμαϊκή κυριαρχία σε μια περιοχή τόσο κοντά στην καρδιά του βασιλείου τους 56. Γενικά πάντως πιστεύω ότι τα ίδια τα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα μάς επιτρέπουν να ομιλούμε για κάποιου είδους στρατηγικό σχεδιασμό εκ μέρους των Ρωμαίων ιθυνόντων, όχι βέβαια στο βαθμό και στο εύρος που μπορούν να προσδώσουν οι επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις της σύγχρονης εποχής. Όπως θα αναλύσουμε λεπτομερώς στη συνέχεια (στα κεφάλαια για την στρατηγική), η τοποθέτηση των στρατιωτικών μονάδων, η επιλογή των συνοριακών γραμμών, η δημιουργία τοπικών οχυρωματικών δικτύων και η δράση πολλών αυτοκρατόρων φανερώνουν ότι υπήρχε η έννοια της μελέτης δεδομένων και της επιλογής τρόπου δράσης σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο κάτω από αρκετά ορθολογικές συνθήκες 57. Οφείλουμε εντούτοις να επισημάνουμε σχετικά με την μελέτη της αμυντικής στρατηγικής ότι είμαστε βέβαια σε θέση να ερμηνεύουμε σήμερα καταστάσεις σε κλίμακα αδιανόητη για την εποχή εκείνη, αναγκαστικά όμως δίνουμε περιεχόμενο σε παράγοντες που ίσως άφηναν αδιάφορους τους ανθρώπους εκείνης της περιόδου. Παράλληλα όμως εκτιμώ ότι η αξιοποίηση της σύγχρονης γνώσης, ειδικά στον το- 55 Βλ. αναλυτικά B. Isaac, Limits Θα επεκταθούμε στις θέσεις του B. Isaac σε κατοπινά κεφάλαια. 56 Πρβλ. σχετικά B. Isaac, Limits 15-17, 32-33, 219, 250, Σε παρόμοια συμπεράσματα έχει καταλήξει και ο J. Howard-Johnston (Great Powers υποσημ. 56 σ ) προσεγγίζοντας τις απόψεις του E. N. Luttwak σε αντιδιαστολή με εκείνες του B. Isaac.
110 μέα των στρατηγικών αναλύσεων, κάθε άλλο παρά αθέμιτη είναι. Θεωρώ πως όλες οι εκτιμήσεις περί στρατηγικής πρέπει να γίνονται δεκτές υπό αυτό το πρίσμα, ώστε να διατηρούμε πάντα την αίσθηση των αναλογιών ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ 2 ου ΚΑΙ 3 ου αι. Η αμυντική στρατηγική της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που άρχισε σε μεγάλο βαθμό να διαμορφώνεται από την εποχή του Αδριανού και δεν σταμάτησε να συμπληρώνεται ως και την εποχή των Σεβήρων, βασιζόταν κατά τη γνώμη μου σε τρεις ουσιώδεις προϋποθέσεις. Πρώτον, το αμυντικό σύστημα των συνόρων ανταποκρινόταν στην ιδέα ότι το κράτος δεν θα αντιμετώπιζε παρά περιορισμένες επιθέσεις και στη βεβαιότητα ότι ενδεχόμενες επιθέσεις θα αναχαιτίζονταν στη γραμμή ή τουλάχιστον στην περιοχή των συνόρων 58. Άρα το σύστημα της προωθημένης περιμετρικής άμυνας οργανώθηκε για την αντιμετώπιση χαμηλής έντασης απειλών 59. Βασική επίσης προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας στάθηκε η ανυπαρξία συγχρονισμένων εχθρικών επιθέσεων σε περισσότερα του ενός μέτωπα 60. Τέλος, η προωθημένη περιμετρική άμυνα του 2 ου και των αρχών του 3 ου αι. βασιζόταν και στη βεβαιότητα ότι το ασθενές παρθικό βασίλειο θα παρέμενε ο κύριος αντίπαλος του ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή 61. Όσο ίσχυαν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις το αμυντικό οικοδόμημα της αυτοκρατορίας λειτουργούσε περίφημα. Οι εχθροί αναχαιτίζονταν και η Ρώμη διατηρούσε ανέπαφα τα εδάφη της. Οι αδυναμίες του συστήματος αποκαλύφτηκαν, όταν το ρωμαϊκό κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο με νέους ισχυρούς εχθρούς και υποχρεώθηκε να διεξάγει πολέμους ταυτόχρονα σε περισσότερα μέτωπα 62. Η εμφάνιση των Γότθων και των Σασσανιδών Περσών και η δημιουργία των ισχυρών φυλετικών ενώσεων των Φράγκων και των Αλαμαννών ανέτρεψαν την ισορροπία δυνάμεων κατά μήκος των συνόρων από τον Ρήνο ως τις ερήμους της Ανατολής. Από την τέταρτη δεκαετία του 3 ου αι. ( ) οι βαρβαρικές εισβολές πολλαπλασιάστηκαν. Στον Βορρά οι εχθροί προέβαιναν στη συστηματική λαφυραγώγηση περιοχών του ρωμαϊκού κράτους, ενώ στην Ανατολή οι Σασσανίδες προέβαλλαν και αυτοί αξιώσεις επί ρωμαϊκών περιοχών 63. Το νέο κύμα των βαρβαρικών επιθέσεων υπήρξε σαφώς σφοδρότερο και κατά συνέπεια το αμυντικό σύστημα της αυτοκρατορίας, οργανωμένο για την αντιμετώπιση χαμηλής έντασης απειλών, αδυνατούσε να ανταποκριθεί με ευχέρεια σε αυτές τις νέου τύπου απειλές. Εχθρικές εισβολές προσέβαλλαν πλέον το κράτος ταυτό- 58 G. Alföldy, Κρίση, 588. Πρβλ. επίσης R. E. Smith, Septimius Severus E. N. Luttwak, Grand Strategy 193. Πρβλ. επίσης K. Randsborg, First Millennium AD E. N. Luttwak, Grand Strategy 182. R. E. Smith, Septimius Severus Tου ιδίου, Dux E. N. Luttwak, Grand Strategy G. Alföldy, Κρίση 588. Πρβλ. επίσης D. van Berchem, Armée et réforme 104 όπου δίδεται μια έξοχη γενική εικόνα του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει η Ρώμη γύρω στα μέσα του 3 ου αι. 63 G. Alföldy, Κρίση 589.
111 52 χρονα από διάφορες κατευθύνσεις 64. Οι ταυτόχρονες βαρβαρικές πιέσεις σε απόμακρα τμήματα των συνόρων έπαψαν να είναι μεμονωμένο φαινόμενο και έγιναν ο κανόνας 65. Αποφασιστικής σημασίας ήταν επίσης η εμφάνιση του περσικού βασιλείου των Σασσανιδών ως κύριου αντιπάλου της Ρώμης στην Ανατολή. Το νέο αυτό βασίλειο, που αντικατέστησε την ασθενή Παρθία των Αρσακιδών, μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε δύναμη πρώτου μεγέθους, ισάξια σχεδόν με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η ύπαρξη του βασιλείου των Σασσανιδών αποδείχθηκε σύντομα καθοριστικό μειονέκτημα για τη ρωμαϊκή αμυντική στρατηγική, καθώς οδήγησε σε αποσταθεροποίηση ολόκληρο το αμυντικό οικοδόμημα του κράτους, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί επί των δυναστειών των Αντωνίνων και των Σεβήρων 66. Τέλος, την αμυντική αδυναμία της Ρώμης επέτεινε και η σταθερά επιδεινούμενη καθεστωτική αστάθεια καθώς και η προϊούσα εσωτερική κρίση που ταλάνιζε την αυτοκρατορία από τις αρχές του 3 ου αι. Η σύμπτωση της έξαρσης των βαρβαρικών εισβολών με την περίοδο της λεγομένης «στρατιωτικής αναρχίας» κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Γύρω στο 260 η δυνατότητα ευρύτερης μετακίνησης στρατευμάτων για την αποστολή ενισχύσεων ήταν πλέον σχεδόν αδύνατη και μόνον από το γεγονός ότι ολόκληρες περιφέρειες του κράτους είχαν ουσιαστικά η τυπικά αποσχισθεί από την κεντρική ρωμαϊκή εξουσία και είχαν περιέλθει σε διεκδικητές του θρόνου 67. Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις σε συνδυασμό με την έλλειψη ταχυκίνητων εφεδρικών δυνάμεων καταδεικνύουν τον βαθμό της αμυντικής αδυναμίας της Ρώμης ιδίως κατά την περίοδο μεταξύ του 235 και του Μόνον ύστερα από αυτά τα γεγονότα έγινε οριστικά συνειδητή στους ιθύνοντες κύκλους της αυτοκρατορίας η ανάγκη της διαμόρφωσης ενός νέου αμυντικού συστήματος για την ασφάλεια του κράτους 69. Την περίοδο των στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων εγκαινίασε ουσιαστικά με τις πράξεις του ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός ( ), όπως θα διαπιστώσουμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο. 64 G. Alföldy, Κρίση E. N. Luttwak, Grand Strategy Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Παρομοίως M. Grant, Climax G. Alföldy, Κρίση 589. Επίσης W. T. Arnold, Provincial Administration 173 για το διττό πρόβλημα της απόκρουσης των εισβολών και της αντιμετώπισης των σφετεριστών που αντιμετώπιζαν οι αυτοκράτορες. 68 Όπως όμως επισημαίνει ο E. N. Luttwak (Grand Strategy 153): «It was not the Hadrianic system of preclusive security through a forward defense that was tested in the crisis of the third century, but only the empty shell of that system, stripped of its indispensable element of tactical mobility and deprived of its strategic elasticity». 69 G. Alföldy, Κρίση 589.
112 53 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ : Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΗΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΤΟΥ ( )
113 54 1. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟ 260 Όταν ο Γαλλιηνός (Publius Licinius Egnatius Gallienus) απέμεινε μονοκράτορας το 260, μετά την αιχμαλωσία του πατέρα του, Βαλεριανού, από τους Πέρσες, οι εξελίξεις (Προτομή Γαλλιηνού) για την αυτοκρατορία προμηνύονταν εξαιρετικά δυσοίωνες. Η κατάσταση ήταν τόσο κρίσιμη, ώστε ετίθετο πλέον ουσιαστικό ζήτημα για τη διατήρηση της αυτοκρατορικής αρχής, ακόμη και για την επιβίωση του ρωμαϊκού κράτους στο σύνολό του. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γαλλιηνός θεωρώ ότι ήταν διττό. Από τη μία πλευρά ο ατέρμονος κύκλος των βαρβαρικών εισβολών έθετε υπό αμφισβήτηση την αντοχή του ρωμαϊκού αμυντικού συστήματος και απειλούσε την αυτοκρατορία με μόνιμο ακρωτηριασμό εκτεταμένων περιοχών της. Από την άλλη πλευρά ένας νέος κύκλος στασιαστικών κινημάτων απειλούσε τη συνοχή της αυτοκρατορίας και την οδηγούσε στην οδό της διάσπασης διαμέσου της απόσχισης ολόκληρων περιφερειών. Το πρόβλημα των διασπαστικών κινήσεων στο εσωτερικό του ρωμαϊκού κράτους γιγαντώθηκε κατά την έκτη δεκαετία του 3 ου αι. ( ) και συνέπεσε με την έξαρση των βαρβαρικών εισβολών και τον αντίστοιχο πολλαπλασιασμό των ρωμαϊκών στρατιωτικών αποτυχιών σε όλα τα μέτωπα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι βασιλείες του Βαλεριανού και ιδιαίτερα του γιου του, Γαλλιηνού ( ) στιγματίστηκαν από την έκρηξη πάμπολλων κινημάτων σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας. Έναν και πλέον αιώνα αργότερα ο Αμμιανός Μαρκελλίνος δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την παρουσίαση τόσων σφετεριστών, γράφοντας ότι ο Γαλλιηνός αντιμετώπισε πάμπολλους συνωμότες 1. Με παρόμοιο τόνο ο συγγραφέας της Historia Augusta συνόψιζε επιγραμματικά: «Ήταν τέτοιες οι τύχες του κράτους, ώστε τον καιρό του Γαλλιηνού όποιος μπορούσε έσπευδε (να καταλάβει) το αυτοκρατορικό αξίωμα» 2. Ο H. Schönberger εκφέρει μάλιστα την ορθή άποψη ότι οι εντεινόμενες αδυναμίες του ρωμαϊκού αμυντικού συστήματος εκπορεύονταν σε μεγάλο βαθμό από την διαρκή ενασχόληση των αυτοκρατόρων με την κατάπνιξη των συνεχών κινημάτων 3. Ουσιαστικά επρόκειτο περί ενός φαύλου κύκλου. Η άμυνα δηλαδή αδυνάτιζε όχι μόνον από τις βαρβαρικές εισβολές, αλλά και από τα κινήματα που ξεσπούσαν κατόπιν ως άμεση απόρροια των εισβολών. Κατ αυτόν τον τρόπο λ.χ. η καθεστωτική αναταραχή που προκλήθηκε τα έτη ως απόρροια της καταστροφής στην Άβριττο της Μικράς Σκυθίας, ευνόησε την εκδήλωση του κινήματος του Ουράνιου Αντωνίνου στην Έμεσα της 1 Αμμιανός : «Ille (ενν. ο Γαλλιηνός) enim perduellionum crebris verisque appetitus insidiis, Aureoli et Postumi et Ingenui et Valentis, cognomento Thessalonici, aliorumque plurium...». Πρβλ. επίσης Αμμιανός Βλ. και Γ. Καλαφίκης, Βάλης HA, Tyr. Trig. 10.1: «Fati publici fuit, ut Gallieni tempore quicumque potuit ad imperium prosiliret». Βλ. και Γ. Καλαφίκης, Βάλης Πρβλ. H. Schönberger, Germany
114 Συρίας το 253/4, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία ο νέος αυτοκράτορας Βαλεριανός προσπαθούσε να παγιώσει την εξουσία του 4. Παράλληλα, στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας οι αλλεπάλληλες εισβολές Γότθων, Μαρκομάννων, Σαρματών και Κουάδων στις παραδουνάβιες επαρχίες δημιούργησαν πρόσφορες συνθήκες για το ξέσπασμα στασιαστικών κινημάτων στην περιοχή αυτή. Το 258 εκδηλώθηκε κίνημα στην Παννονία με ηγέτη τον τοπικό διοικητή Ιγγένουο (Ingenuus), όταν η επαρχία απειλήθηκε με εισβολή από τους Μαρκομάννους 5. Το επόμενο έτος και με πρόσχημα την εισβολή Σαρματών, Κουάδων και Ροξωλανών, ο Ρηγαλιανός (Regalianus), νέος διοικητής της Παννονίας, αναγορεύτηκε αυτοκράτορας στην ίδια επαρχία 6. Παρ όλη τη γρήγορη εξουδετέρωση των σφετεριστών είχε γίνει αντιληπτό στον Γαλλιηνό ότι όφειλε να δείξει πιο ενεργό ενδιαφέρον για την τύχη των παραδουνάβιων επαρχιών, οι οποίες είχαν ταλαιπωρηθεί αφάνταστα από τις καταστρεπτικές βαρβαρικές διεισδύσεις. Χαρακτηριστικό ωστόσο της καθεστωτικής κρίσης που μάστιζε το ρωμαϊκό κράτος εκείνη την εποχή αποτελεί το γεγονός ότι, μόλις ο Γαλλιηνός έστρεψε την προσοχή του στα ζητήματα του Ιλλυρικού και της Παννονίας, εμφανίστηκε ένας ακόμη διεκδικητής του θρόνου των Καισάρων, αυτή τη φορά στην περιοχή της Γαλατίας. Συγκεκριμένα, όταν το 258 ο Γαλλιηνός αναχώρησε από τον Ρήνο για να αναλάβει την προστασία των παραδουνάβιων επαρχιών -ο υπεύθυνος για την περιοχή καίσαρας Βαλεριανός ο Νεότερος είχε πεθάνει το ίδιο έτος- πήρε μαζί του στοιχεία από τις λεγεώνες του Ρήνου και της Βρετανίας 7. Κατά συνέπεια το μέτωπο αποδυναμώθηκε με αποτέλεσμα τη μεγάλη φραγκική και αλαμαννική εισβολή των ετών Η αναστάτωση που προκλήθηκε από την αναχώρηση του Γαλλιηνού και την επακόλουθη βαρβαρική εισβολή οδήγησε σε επανάσταση τη στρατιά του Ρήνου, η οποία αναγόρευσε ως αυτοκράτορα τον Πόστουμο (Postumus), κυβερνήτη της επαρχίας της Κάτω Γερμανίας και στρατιωτικό διοικητή του μετώπου 8. Μετά την ανατροπή και εξουδετέρωση του γιου του Γαλλιηνού καίσαρα Σαλονίνου το 260 ο Πόστουμος ανέλαβε πραξικοπηματικά τη διοίκηση της Γαλατίας, της Βρετανίας και μέρους της Ισπανίας και σχημάτισε ξεχωριστό κράτος, το λεγόμενο «Imperium Galliarum» (δηλ. Γαλατική αυτοκρατορία), όπως έμεινε γνωστό στην Ιστορία, χωρίς βέβαια να αποποιηθεί τις βλέψεις του για τον θρόνο της Ρώμης 9. Το αποτέλεσμα αυτής της χωριστικής κίνησης ήταν η απώλεια για την κεντρική εξουσία του ελέγχου στο μεγαλύτερο τμήμα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. Αλλά και στις ανατολικές επαρχίες η ήττα και ιδίως η αιχμαλωσία του Βαλεριανού από τους Πέρσες προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το 260 ο μέχρι τότε συνεργάτης του 4 Βλ. ενδεικτικά R. Stoneman, Palmyra με σχετικά χωρία πηγών. 5 HA, Tyr. Trig. 9. Βλ. και M. Christol, Carrières sénatoriales με τα σχετικά χωρία πηγών. 6 Epitome de Caes HA, Tyr. Trig. 10. Ειδικότερα βλ. B. Saria, Regalianus L. de Blois, Gallienus 6. Επίσης βλ. S. Johnson, Fortifications 70 για το κίνημα του Πόστουμου. 8 HA, Gall Tyr. Trig. 3. Epitome de Caes J. F. Drinkwater, Gallic Empire Bλ. σχετικά L. de Blois, Gallienus 6-7. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 489. A. Piganiol, Histoire 424. J. F. Drinkwater, Gallic Empire 27-28, 116 κ.ε. 55
115 56 Βαλεριανού Μακριανός (Macrianus) έχοντας την υποστήριξη του πρώην επάρχου πραιτωρίων Κάλλιστου (Ballista) ανακήρυξε αυτοκράτορες τους γιους του, Μακριανό και Κυήτο (Quietus) 10. Η Μικρά Ασία, η Συρία και η Αίγυπτος αναγνώρισαν την εξουσία τους 11. Το 261 οι δύο Μακριανοί εισέβαλαν στη Βαλκανική για να ανατρέψουν το Γαλλιηνό, ενώ ο Κυήτος παρέμεινε αυτοκράτορας στην Ανατολή. Το κίνημα τους είχε ωστόσο άδοξο τέλος. Ο Μακριανός και ο γιος του συνετρίβησαν και σκοτώθηκαν στην Παννονία από τον στρατηγό του Γαλλιηνού Αυρήολο (Aureolus) 12. Παράλληλα ο δυνάστης της Παλμύρας Οδαίναθος κατόρθωσε να εξολοθρεύσει τον Κυήτο και τους οπαδούς του και απέμεινε ο ουσιαστικός κυρίαρχος της ρωμαϊκής Ανατολής 13. Ακόμη και στην απομακρυσμένη Αίγυπτο εκδηλώθηκαν κινήματα το με επικεφαλής τον έπαρχο της Αιγύπτου, Μούσιο Αιμιλιανό (Mussius Aemilianus), και κατόπιν τον υφιστάμενό του Μέμορα (Memor), οι οποίοι προσπάθησαν να ανακηρυχθούν αυτοκράτορες. Οι κινήσεις όμως αυτές καταπνίγηκαν γρήγορα το 262, όταν ο Γαλλιηνός έστειλε στρατό και στόλο στην Αίγυπτο υπό την ηγεσία του Αυρήλιου Θεόδοτου, ο οποίος πήρε και τη θέση του Αιμιλιανού ως επάρχου της Αιγύπτου 14. Τα έτη 259 και 260 υπήρξαν λοιπόν τα χειρότερα στην ιστορία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την ίδρυσή της. Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός ήταν αιχμάλωτος του Πέρση βασιλιά Σαπώρη, οι βαρβαρικές εισβολές έφτασαν στο ζενίθ, η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε βαθιά κρίση σε όλους τους τομείς και διεκδικητές του θρόνου ξεπρόβαλλαν από παντού. Η Γαλατία, η Βρετανία και μέρος της Ισπανίας αναγνώριζαν ως νόμιμο αυτοκράτορα τον Πόστουμο και η Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία, Αραβία και η ανατολική Μικρά Ασία) είχε περιέλθει ουσιαστικά στην εξουσία του Οδαίναθου. Στον νόμιμο αυτοκράτορα Γαλλιηνό είχαν απομείνει οι περιφέρειες της Ιταλίας, της Παννονίας, του Ιλλυρικού, της Βόρειας Αφρικής και τμήματα της Μ. Ασίας και της Ισπανίας (βλ. σχετικό χάρτη στη σελ. 108) 15. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε κολοβωθεί σε πολύ επικίνδυνο βαθμό. Πλήθος άλλων διεκδικητών της αυτοκρατορικής εξουσίας εμφανίστηκαν εκείνα τα χρόνια. Μάλιστα, ο συγγραφέας της Historia Augusta αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο των ιστοριών του σε εκείνους τους σφετεριστές υπό τον τίτλο «Τριάκοντα Τύραννοι» (Tyranni Triginta), επιχειρώντας έναν σαφή παραλληλισμό με τους Τριάκοντα Τυράννους των Αθη- 10 HA, Gall Tyr. Trig Βλ. επίσης R. Stoneman, Palmyra 105. M. Christol, Carrières sénatoriales με σχετικά χωρία πηγών και επιγραφών. Ο Μακριανός υπηρετούσε στο επιτελείο του Βαλεριανού ως «procurator arcae» και «praepositus annonae in expeditione Persica» (Συνεχιστής Κασσίου Δίωνος, Απόσπ. 3, σ. 193), υπεύθυνος δηλαδή για το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και διοικητής επιμελητείας του αυτοκρατορικού στρατού. Ο Κάλλιστος μνημονεύεται ως εξαίρετος επιτελικός αξιωματικός στη Historia Augusta (Tyr. Trig ), ειδικός επί θεμάτων λογιστικής υποστήριξης. Σχετικά με το κίνημα των Μακριανών βλ. και Γ. Ι. Καλαφίκης, Πίσων Του ιδίου, Βάλης C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II HA, Gall Tyr. Trig HA, Gall Tyr. Trig HA, Gall Tyr. Trig Παρομοίως βλ. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 416.
116 νών το 404/3 π.χ. 16. Ο H. P. L Orange έχει συνοψίσει με επιτυχία το χάος που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στο εσωτερικό του ρωμαϊκού κράτους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην καθεστωτική αστάθεια και τα αλλεπάλληλα κινήματα που ξεσπούσαν απ άκρου εις άκρον της επικράτειας 17 εκτιμώ εντούτοις ότι λανθάνει, όταν αναφέρεται σε «συγκρούσεις μεταξύ επαρχιών» (a strangely de-composed Empire, with the provinces in mutual conflict). Οι συγγραφείς της περιόδου μεταφέρουν μέσα από τα έργα τους το κλίμα που επικρατούσε στους κόλπους της ρωμαϊκής κοινωνίας. Αρκετοί, όπως ο Ιππόλυτος και ο Λακτάντιος, προέβλεπαν τη διάσπαση του κράτους σε δέκα «δημοκρατίες» με αφορμή την εντεινόμενη καθεστωτική αστάθεια 18. Ο Κομμοδιανός (Χριστιανός απολογητής του 3 ου αι.) πίστευε ότι η καταστροφή της αυτοκρατορίας πλησίαζε εξαιτίας των βαρβαρικών εισβολών και των στρατιωτικών κινημάτων της εποχής του προέβλεπε μάλιστα την κατάληψη της Ρώμης από τους Γότθους και τον θάνατο του αυτοκράτορα στα χέρια των Περσών 19. Ο Διονύσιος Αλεξανδρεύς τόνιζε την παρακμή του ρωμαϊκού κράτους επί του αυτοκράτορα Βαλεριανού, την οποία προκαλούσαν οι πόλεμοι, οι ανταρσίες και οι εξεγέρσεις, οι λοιμοί και οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό 20. Ο Άγιος Κυπριανός εκτιμούσε μετά τον φόνο του αυτοκράτορα Δέκιου από τους Γότθους και πρωτίστως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεριανού και του Γαλλιηνού ότι η μοίρα του Imperium Romanum είχε πια σφραγιστεί από τις βαρβαρικές εισβολές και τις καταστροφές που αυτές επέφεραν 21. Περίπου την ίδια άποψη εξέφραζε νωρίτερα και ο ανώνυμος χριστιανός συγγραφέας του 13 ου βιβλίου των Σιβυλλικών Χρησμών, ο οποίος ήταν επίσης σε απόγνωση εξαιτίας των πολλών πολέμων κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Γορδιανού Γ 22. Το ερώτημα που ετίθετο πλέον δεν ήταν το αν κάποτε θα κατέρρεε το ρωμαϊκό κράτος, αλλά το πότε ακριβώς θα συνέβαινε αυτό. Το γεγονός ότι η ύπαρξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρατάθηκε για αρκετούς ακόμη αιώνες πιστεύω ότι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις σύντονες ενέργειες και στα έκτακτα μέτρα που πήρε κυρίως ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός, ο οποίος περιστοιχιζόταν από ικανό επιτελείο αξιωματούχων με επικεφαλής τον διοικητή του ιππικού Αυρήολο. Το έργο ωστόσο του Γαλλιηνού έδρεψε τους καρπούς Πρβλ. D. Magie, S.H.A. Vol. III υποσημ. 1 σελ. 64. Γ. Ι. Καλαφίκης, Πίσων Του ιδίου, Βάλης H. P. L Orange, Civic Life 40: «At the same time incessant murder of the emperors and usurpation of power took place within the Empire; the separate provinces severed ties and became organized against one another under their provincial armies and usurpers; constant civil war broke up the old Empire. Trebellius Pollio (ο θεωρούμενος ως πιθανός συγγραφέας της Historia Augusta), though with the aid of imagination, tells of thirty usurpers who, during the reign of Gallienus, from all parts of the realm stormed towards the Empire. Everywhere power was in the possesion of the local army which proclaimed its leaders emperors». 18 Hippolytus, De Christo et Antichr. 28. Lactantius, Div. Inst κ.ε. Βλ. G. Alföldy, Crisis Commodianus, Carm. Apol. 791 κ.ε., 810 κ.ε., 887 κ.ε. Βλ. G. Alföldy, Crisis Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστ κ.ε., κ.ε. Βλ. G. Alföldy, Crisis Cyprianus, Ad Demetrianum 2, 5, 10, 17. Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Oracula Sibyllina 13.9 κ. ε. Βλ. G. Alföldy, Crisis 96, 103.
117 58 της νίκης κατά τη διάρκεια της βασιλείας των τριών άμεσων διαδόχων του, Κλαύδιου του Γοτθικού, Αυρηλιανού και Πρόβου. 2. ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ α) Ανάπτυξη ιππικού κρούσης (equites). Όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν σχεδόν με ομοφωνία πως η σημαντικότερη ίσως καινοτομία του αυτοκράτορα Γαλλιηνού υπήρξε η εντατική χρησιμοποίηση σωμάτων ιππικού ως βασικού όπλου κρούσης του ρωμαϊκού στρατού 23. Η άποψη αυτή θεμελιώνεται σε μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων αρκετά μεταγενέστερων από την εποχή του Γαλλιηνού. Πιο λεπτομερείς είναι Βυζαντινοί χρονογράφοι του 10 ου και 11 ου αι., οι οποίοι αναφέρουν ξεκάθαρα ότι: «ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ Γαλλιῆνος μετὰ τοῦτον πρῶτος ἱππικὰ τάγματα κατέστησε πεζοὶ γὰρ κατὰ τὸ πολὺ οἱ στρατιῶται τῶν Ῥωμαίων ὑπῆρχον» 24. Ο Ζώσιμος και ο Ιωάννης Ζωναράς κάνουν επίσης μνεία περί ανεξάρτητης διοίκησης ιππικού υπό την ηγεσία του στρατηγού του Γαλλιηνού Αυρήολου. Ο Ζώσιμος (5 ος αι.) χαρακτηρίζει τον Αυρήολο ως «τὸν τῆς ἴππου πάσης ἡγούμενον», ενώ ο Ιωάννης Ζωναράς (12 ος αι.), που αντλεί από τον Ζώσιμο, χρησιμοποιεί παρόμοια φρασεολογία όταν αναφέρεται στον Αυρήολο: «πάσης ἄρχων τῆς ἵππου καὶ μέγα δυνάμενος» 25. Μέχρι τότε το ιππικό διαδραμάτιζε δευτερεύοντα ρόλο μέσα στο πλαίσιο της ρωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής. Ο ρωμαϊκός στρατός διέθετε βέβαια αρκετά σώματα ιππικού. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μεγάλο μέρος των συμμαχικών μονάδων απαρτιζόταν από ίλες ιππικού (alae), κάθε λεγεώνα περιελάμβανε στην οργανική της σύνθεση τμήμα 120 ιππέων, ενώ υπήρχαν και περισσότερο εξειδικευμένες μονάδες ήδη από την εποχή του Βεσπασιανού (69-81). Μνημονεύεται π.χ. επί του Τραϊανού (98-117) η ύπαρξη της «ala I Ulpia Contariorum Miliaria», οι στρατιώτες της οποίας ήταν εξοπλισμένοι με μακριά λόγχη, τον λεγόμενο «κοντό» (λατ. contus), και επί του Αδριανού η «ala I Gallorum et Pannoniorum Catafractata», που στελεχωνόταν από θωρακοφόρους ιππείς, 23 Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 15-16, 18, 56. L. de Blois, Gallienus 26. L. de Regibus, Gallieno R. Scharf, Equites Dalmatae 185. W. Seston, Dioclétien , 305. A. Alföldi, Crisis 217. Του ιδίου, Kavalleriereform 2, 7, D. van Berchem, Armée et réforme H. E. L. Mellersh, Soldiers of Rome 98. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 247, 252, 254. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ M. P. Speidel, Stablesiani 541. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 168. A. Piganiol, Histoire 425. R. Rémondon, Crise 127. M. Christol, Protectores 393 (απλώς επιτάχυνε παλαιές μεταρρυθμίσεις). H.-G. Pflaum, Reform 110. Του ιδίου, Römische Kaiserreich 416. A. Goldsworthy, Roman Army 202. D. F. Graf, Arabian Frontier 13. S. McDowall, Cavalryman 4. S. Williams - G. Friell, Theodosius 76. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army (με επιφυλάξεις). R. McMullen, Roman Response Y. Le Bohec, Imperial Army 29, 198. M. J. Nicasie, Twilight T. Sarnowski, Nova ordinatio Λέων Γραμματικός =Συμεών Μάγιστρος ή Λογοθέτης =Θεοδόσιος Μελιτηνός = Γεώργιος Κεδρηνός Ι Ζώσιμος Ιωάννης Ζωναράς
118 όπως άλλωστε υποδηλώνει και η ονομασία της 26. Γνωρίζουμε, τέλος, για μια εξαιρετικά επίλεκτη μονάδα ιππικού του Φιλίππου του Άραβα ( ), η οποία επονομαζόταν «ala Celerum Philippiana». Η ίλη αυτή ανήκε στη φρουρά του Φίλιππου και ίσως αποτελούσε πρόδρομη κατάσταση του ιππικού κρούσης του Γαλλιηνού και των άμεσων διαδόχων του 27. Παρ όλα αυτά η σημασία του ιππικού εξακολουθούσε να παραμένει δευτερεύουσα και το πεζικό ήταν ακόμη ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος της μάχης, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πολεμική πρακτική. Κατά τη γνώμη μου ο Γαλλιηνός υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας που συνειδητοποίησε την αξία του ιππικού και τη χρησιμότητά του για την απόκρουση των εισβολέων και την εξουδετέρωση των σφετεριστών που απειλούσαν την αυτοκρατορία. Η απόφαση του Γαλλιηνού να οργανώσει σώματα ιππικού ως βασική συνιστώσα του στρατού κρούσης στηρίχθηκε προφανώς τόσο στα διδάγματα των πολυετών συγκρούσεων της Ρώμης με τα διάφορα βαρβαρικά φύλα και την Περσία, όσο και στην προσωπική του εμπειρία. Οι πολυετείς εκείνες συγκρούσεις είχαν αποκαλύψει την ολοένα αυξανόμενη επίδραση του ιππικού στην έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Ήδη από τον 2 ο αι. ο Αρριανός ως κατακλείδα στα «Τακτικά» του (44.1-3) συνιστούσε στους Ρωμαίους να παρακολουθούν Πάρθους, Αρμένιους, Σαρμάτες, Κέλτες, Γέτες και Ραιτούς για νέες εξελίξεις που αφορούσαν στο όπλο του ιππικού. Οι Σασσανίδες Πέρσες διέθεταν πολυάριθμο και αξιόμαχο βαρύ ιππικό και είναι δεδομένο ότι πολλές από τις αρχικές τους επιτυχίες εναντίον των Ρωμαίων πρέπει να αποδοθούν στην εκτεταμένη χρήση βαριά θωρακισμένων ιππέων 28. Σταδιακά η χρήση του ιππικού είχε επεκταθεί και σε αρκετούς άλλους λαούς που ζούσαν στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας. Οι Σαρμάτες και οι Ροξωλανοί διέθεταν κατάφρακτο ιππικό, του οποίου τη χρήση διέδωσαν στους Κουάδους και στους Αλανούς 29. Κατά παρόμοιο τρόπο οι Γότθοι άρχισαν να χρησιμοποιούν βαρύ ιππικό κατόπιν επιρροών Αρριανός, Τακτικά 4.4: «οἳ δὲ μόνον δόρασι καὶ κοντοῖς μάχονται, οἳ δὴ καὶ ἰδίως δορατοφόροι ἢ κοντοφόροι ὀνομάζονται». Ιώσηπος, Ιουδ. πόλ : «τοῖς δὲ ἱππεῦσιν κοντὸς ἐπιμήκης ἐν χειρί». Eπίσης J. W. Eadie, Mailed Cavalry 166. CIL XVI.64: «ala I Ulpia Contariorum Miliaria». CIL XI.5632 = ILS 2735: «ala I Gallorum et Pannonior(um) catafractata». Βλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 167. A. Alföldi, Crisis 210. B. Rubin, Kataphraktenreiterei 276. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 265. K. Strobel, Truppenliste 259, S. McDowall, Cavalryman Πρβλ. M. P. Speidel, Ala Celerum Philippiana, Tyche 7 (1992) Πρβλ. B. Rubin, Kataphraktenreiterei 277. M. Grant, Climax 39. E. N. Luttwak, Grand Strategy 186. Για το βαρύ παρθικό και περσικό ιππικό βλ. ειδικότερα A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment M. Michalak, Sassanian Cavalry Αμμιανός (περιγραφή φολιδωτού θώρακα Σαρματών ιππέων και μακρού κοντού που έφεραν). Tacitus, Historiae 1.79 (Ροξωλανοί κατάφρακτοι, τους χαρακτηρίζει σαρματικό γένος). Αρριανός, Έκταξις 1.17 (Αλανοί κατάφρακτοι). Βλ. επίσης I. A. Richmond, Sarmatae 17. M. Grant, Climax 39 και υποσημ. 57 σ S. Williams - G. Friell, Theodosius 94. H. Elton, Warfare 25. Τη χρήση καταφράκτων δέχτηκαν όλοι αυτοί κατόπιν επιρροών από τους Χορασμίους και Μασσαγέτες, λαούς της κεντρικής Ασίας, σκυθικής καταγωγής. Πρβλ. B. Rubin, Kataphraktenreiterei 271. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 165. M. Michalak, Sassanian Cavalry A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment
119 60 που δέχτηκαν από τους παραπάνω λαούς 30. Αλλά και στη Δύση το ιππικό διαδραμάτιζε πλέον σημαντικό ρόλο στην έκβαση των μαχών. Ο ιστορικός του 5 ου αι. Αυρήλιος Βίκτωρ σχολιάζει ότι οι ευγενείς των Αλαμαννών ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι ιππείς 31. Εκείνη την περίοδο τέθηκαν οι βάσεις για την αναβάθμιση του ιππικού κρούσης από τον Γαλλιηνό. Η διαρκής ενασχόλησή του με τα στρατιωτικά ζητήματα της Δύσης ανάμεσα στα έτη φαίνεται πως του είχαν επιτρέψει να εκτιμήσει από πρώτο χέρι τις δυνατότητες του βαρβαρικού, αλαμαννικού κατά βάση, ιππικού. Το ερέθισμα στον Γαλλιηνό για αλλαγές στην αμυντική τακτική ενδέχεται να έδωσαν οι απόπειρες γερμανικών φυλών να διασχίσουν τις διαβάσεις του ποταμού Ρήνου και κατόπιν να ξεχυθούν στη Γαλατία 32. Αντιμέτωπος με το πρόβλημα της αριθμητικής κατωτερότητας των δυνάμεών του έναντι των Γερμανών, ο Γαλλιηνός φαίνεται πως έδωσε τη λύση δημιουργώντας ευκίνητα στρατιωτικά αποσπάσματα, που ήταν σε θέση να μετακινούνται γρήγορα από τη μία διάβαση στην άλλη και να ενισχύουν κατά περίπτωση την τοπική άμυνα σε βάρος των επιδρομέων 33. Κατ αυτόν τον τρόπο ο Γαλλιηνός κατόρθωσε να διατηρεί πάντα επαρκή αριθμό στρατευμάτων σε κάθε διάβαση του ποταμού, χωρίς να είναι αναγκασμένος να αποσύρει κάθε λίγο δυνάμεις από τη μία διάβαση για να τις αποστείλει σε άλλη. Η διήγηση του Ζώσιμου που αναφέρεται σ αυτό το περιστατικό δεν νομίζω ότι επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων περί δημιουργίας «εξαιρετικά ευκίνητου αποσπάσματος ιππικού» (highly mobile mounted contingent), όπως διατείνεται ο L. de Blois 34. Θεωρώ ως πιο πιθανή τη χρησιμοποίηση μεικτών αποσπασμάτων πεζικού και ιππικού, διαχρονική πρακτική που ήταν συνηθισμένη και δοκιμασμένη. Παρ όλα αυτά ήταν δεδομένο πλέον ότι οι Γερμανοί θα έβρισκαν πάντοτε μπροστά τους ικανό αριθμό ρωμαϊκών στρατευμάτων, οποιαδήποτε διάβαση του Ρήνου κι αν επιχειρούσαν να διασχίσουν βίαια. Ο Γαλλιηνός πέτυχε λοιπόν να «αποφράξει» τους πόρους του ποταμού Ρήνου, καθιστώντας κενό γράμμα το πλεονέκτημα που διαθέτει κάθε επιτιθέμενος, αυτό της επιλογής του τόπου και του χρόνου της σύγκρουσης, και στερώντας παράλληλα από τους Γερμανούς ακόμη και το πλεονέκτημα του τακτικού αιφνιδιασμού. 30 Πρβλ. A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment 279. P. Riché -Ph. Le Maître, Invasions barbares 5. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 40. H. Elton, Warfare Aurelius Victor, de Caes : «Alamannos, gentem populosam ex equo mirifice pugnantem». Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 3 (χαρακτηρίζει μάλιστα τους Αλαμαννούς ως «un peuple de cavaliers») και υποσημ. 3 στις σ L. de Blois, Gallienus L. de Blois, Gallienus Ζώσιμος 1.30: «Ὁρῶν δὲ Γαλλιηνὸς τῶν ἄλλων ἐθνῶν ὄντα τὰ Γερμανικὰ χαλεπώτερα σφοδρότερόν τε τοῖς περὶ τὸν Ῥῆνον οἰκοῦσιν Κελτικοῖς ἔθνεσιν ἐνοχλοῦντα, τοῖς μὲν τῇδε πολεμίοις αὐτὸς ἀντετάττετο αὐτὸς μὲν οὖν τὰς τοῦ Ῥήνου διαβάσεις φυλάττων ὡς οἷός τε ἦν, πῇ μὲν ἐκώλυεν περαιοῦσθαι, πῇ δὲ καὶ διαβαίνουσιν ἀντετάττετο. Πλήθει δὲ παμπόλλῳ μετὰ δυνάμεως ἐλάττονος πολεμῶν τούς τε γὰρ ἄλλους βαρβάρους ἐκώλυεν οὗτος συνεχεῖς διὰ τοῦ Ῥήνου ποιεῖσθαι τὰς διαβάσεις, καὶ τοῖς ἐπιοῦσιν ἀνθίστατο». Βλ. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 27. Την άποψη του L. de Blois ακολουθούν και οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 11). Σχετικά με τη δράση του Γαλλιηνού κατά τα έτη στον Ρήνο βλ. επίσης Aurelius Victor, de Caes Βλ. S. Johnson, Fortifications 70 και υποσημ. 23 σ. 299.
120 Με βάση την εντωμεταξύ αποκτηθείσα εμπειρία και έχοντας ως παράδειγμα το επιτυχημένο πρότυπο της πολεμικής τακτικής που υιοθέτησε εναντίον των Γερμανών του Ρήνου, ο Γαλλιηνός αποφάσισε να εφαρμόσει αυτά τα διδάγματα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, όταν απέμεινε μονοκράτορας το 260. Στην περίπτωση αυτή το μέτωπο που έπρεπε να διαφυλάξει ήταν πολύ πιο εκτεταμένο, καθώς κάλυπτε την περιοχή από τις ιταλικές Άλπεις βορείως του Μεδιόλανου ως τις εκβολές του Δούναβη στον Εύξεινο Πόντο. Γι αυτό συγκρότησε και χρησιμοποίησε πολλά σώματα ιππικού, τα οποία αξιοποίησε παράλληλα με τις παραδοσιακές vexillationes ως στρατό κρούσης τα ενέταξε μάλιστα στο πλαίσιο μίας αμυντικής στρατηγικής που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, όπως θα διαπιστώσουμε σε επόμενη ενότητα. (Ιππέας του 3 ου αι. με τον εξοπλισμό του) Το ιππικό του Γαλλιηνού και των διαδόχων του κατά την περίοδο το αποτελούσαν άνδρες διαφόρων εθνικοτήτων, και από τις δύο κατηγορίες μονάδων του ρωμαϊκού στρατού. Περιελάμβανε α) σώματα ιππικού στελεχωμένα από άνδρες των λεγεώνων, τους λεγόμενους promoti, β) μονάδες επανδρωμένες από έφιππους συμμάχους (auxiliares), κυρίως 61 Μαυριτανούς και Δαλματούς (τους equites Mauri και equites Dalmatae των πηγών), γ) κλασικό ρωμαϊκό ιππικό, τους ονομαζόμενους scutarii (δηλαδή ασπιδοφόρους, από το λατινικό scutum=ασπίδα 35 ) καθώς και δ) μισθοφορικά σώματα ιπποτοξοτών και ιππέων από την Παλμύρα, την Οσροηνή και γενικά την Ανατολή 36. Πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι ο Γαλλιηνός δεν πρωτοτύπησε ως προς τη σύνθεση του ιππικού κρούσης. Επιγραφές του 2 ου και 3 ου αι. μαρτυρούν ότι Μαυριτανοί, λογχοφόροι, ιπποτοξότες, Πάρθοι και δρομεδάριοι ιππείς (καμηλιέρηδες), στελέχωσαν κατά καιρούς τους περίφημους «equites singulares Augusti» Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 638, λήμμα «scutum». Πρβλ. επίσης Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών και : «σκοῦτον τοίνυν οἱ Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὸ ἰσχυρὸν ἅμα καὶ ἰσχνὸν τοιαύτῃ δὲ ἡ τῆς ἀσπίδος κατασκευή ἀβαρὴς μὲν γάρ ἐστιν, ἰσχνή, καρτερωτάτη δὲ καὶ ταῖς πληγαῖς οὐκ εὐχερῶς ἐνδιδοῦσα». 36 Για τη σύνθεση του ιππικού του Γαλλιηνού βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 16. W. Seston, Dioclétien 299. L. de Regibus, Gallieno 458. D. van Berchem, Armée et réforme 81, 104. J. Vogt, Constantin 36. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. L. de Blois, Gallienus 27, 56. D. Hoffmann, Bewegungsheer I M. Grant, Climax C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 506. M. P. Speidel, Stablesiani 541. A. Alföldi, Crisis Y. Le Bohec, Imperial Army 28-29, 198. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 12. S. McDowall, Cavalryman 4. M. J. Nicasie, Twilight Ειδικότερα M. P. Speidel, The Rise of the Ethnic Units in the Roman Imperial Army στο ANRW II.3, Berlin 1975, σ (=M. P. Speidel, MAVORS 1, σ ), σ CIL III.93. CIL VI.3219, 3312, AE 1962, 289. AE 1971, 21. Βλ. D. F. Graf, Arabian Frontier 17. M. P. Speidel, Exercitus Arabicus 938 (για δρομεδάριους ιππείς στους equites singulares Augusti).
121 62 Η πολεμική αξία αυτών των έφιππων σχηματισμών αποδείχτηκε σύντομα καθοριστικός παράγοντας όχι μόνο για τη διατήρηση της νόμιμης αυτοκρατορικής αρχής, που εκπροσωπούσε ο Γαλλιηνός, αλλά επίσης και για την επιβίωση της αυτοκρατορίας. Οι equites promoti αποτελούνταν από τους πλέον αξιόμαχους ιππείς των λεγεώνων και χρησιμοποιούνταν στη μάχη ως ιππικό κρούσης («shock cavalry» κατά τον H. Elton) 38. Τον επίλεκτο χαρακτήρα των προμωτών ιππέων προδίδει άλλωστε η ετυμολογία του ονόματός τους που προέρχεται από το λατινικό ρήμα «promoveo» που σήμαινε «προωθώ, προάγω, προβιβάζω» 39. Κατά τη γνώμη μου η αξία τους ως εκλεκτών μαχητών αναδεικνύεται επιπλέον μέσα από τις περιγραφές του Ιωάννη Λυδού, ο οποίος έγραφε τον 6 ο αιώνα ότι: «οἱ δὲ ἀνέκαθεν τῷ ἱππάρχῳ ἑπόμενοι προμῶται καθ ὁμαλοῦ προσηγορεύθησαν», δηλαδή ότι προμώτοι ονομάζονταν αυτοί που αποτελούσαν τη συνοδεία του διοικητή του ρωμαϊκού ιππικού 40. Οι equites Mauri ήταν ελαφροί ιππείς, πασίγνωστοι για την ευελιξία και την ικανότητά τους στη χρήση του ακοντίου, οι οποίοι προέρχονταν από τη Β. Αφρική (Νουμιδία και Μαυριτανία) 41. Ο Ηρωδιανός σημείωνε ότι: «οἱ δὲ Νομάδες (ενν. Μαυρούσιοι) ἀκοντισταί τε εὔστοχοι καὶ ἱππεῖς ἄριστοι (εἰσίν), ὡς καὶ χαλινῶν ἄνευ ῥάβδῳ μόνῃ τὸν δρόμον τῶν ἵππων κυβερνᾶν» 42. Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μάχονταν περιγράφεται παραστατικά επίσης σε χωρία του Ηρωδιανού, όπως πιθανώς και του Φλάβιου Βεγέτιου, συγγραφέα στρατιωτικού εγχειριδίου στα τέλη του 4 ου αι. 43. Ο Ηρωδιανός γράφει 38 Σχετικά με την προέλευση και τη σύνθεση των προμώτων ιππέων βλ R. Grosse, Militärgeschichte 16-17, 49-50, 52. H. Elton, Warfare 106. Ανάμεσά τους ίσως υπηρετούσαν και ιππείς της προσωπικής φρουράς των διοικητών λεγεώνων, οι «singulares legati legionis». Σχετικά με τους τελευταίους βλ. M. F. Pavković, Singulares Legati Legionis: Guards of a Legionary Legate or a Provincial Governor, ZPE 103 (1994) , σ Ο J. W. Eadie (Mailed Cavalry 171) και ο J. Osier (Emergence 683) ανάγουν τη δημιουργία των προμώτων στον Αυρηλιανό. Ο D. Hoffmann (Bewegungsheer I 248, ) και ο P. Brennan (Bridgehead Dispositions 554) ανάγουν τη δημιουργία τους στην περίοδο της Τετραρχίας. 39 Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 561, λήμμα «promoveo». Επίσης πρβλ. Vegetius 2.3, Ετυμολογικόν Μέγα, λήμμα «Προμώτος» Σούδα, λήμμα «Προμώτης» Συναγωγή Λέξεων (Λεξικόν Ψευδο-Ζωναρά), λήμμα «Πρόμωτος», Βλ. επίσης M. J. Nicasie, Twilight 37, 61. J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I υποσημ. 3 σ Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Παρομοίως : «Ἡ τοίνυν τῷ ἱππάρχῳ πειθαρχήσασα τάξις ποτὲ ἐν ὅπλοις μὲν ἦν ἅπασα ὀνόματα δὲ αὐτῇ καθ ὁμαλοῦ προμῶται». Η μαρτυρία του Ιωάννη Λυδού εκτιμώ ότι συμβαδίζει με την άποψη του M. J. Nicasie (Twilight 61), ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι οι προμώτοι ήταν υπαξιωματικοί του ιππικού, επίλεκτοι δηλαδή ιππείς. Δεν συσχέτισε ωστόσο την εκτίμησή του με το σημαντικό αυτό χωρίο του Ιωάννη Λυδού. 41 L. de Blois, Gallienus 27. Επίσης M. Grant, Climax 40. A. Alföldi, Crisis J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian Recruits 184. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 12. Y. Le Bohec, Imperial Army Ηρωδιανός Σχετικά με τη σταδιοδρομία του Βεγέτιου, ο οποίος έδρασε στα τέλη του 4 ου αι. ως αξιωματούχος στην αυτοκρατορική αυλή ενδεχομένως του Θεοδόσιου Α, για το ζήτημα της χρονολόγησης της «Στρατιωτικής Επιτομής» του και τις προθέσεις του συγγραφέα βλ. L. F. Stelten, Vegetius, Introduction σ. xiii-xvi. P. Richardot, La datation du Re Militari de Végèce, Latomus 57 1 (1998) T. D. Barnes, The Date of Vegetius, Phoenix 33 (1979) (οι δύο τελευταίοι για το θέμα της χρονολόγησης). W. Goffart, The
122 συγκεκριμένα περί «τῶν τε Μαυρουσίων πόρρωθεν ἀκοντιζόντων καὶ τὰς ἐπιδρομὰς τάς τε ἀναχωρήσεις κούφως ποιουμένων» 44. Διακρίνονταν δηλαδή για τους τακτικούς ελιγμούς που εφάρμοζαν στη μάχη, όπως την εικονική οπισθοχώρηση και τη γρήγορη επιθετική αναστροφή που ξάφνιαζε και αποδιοργάνωνε τους αντιπάλους 45. Συμμετείχαν στις στρατιές εκστρατείας των αυτοκρατόρων ήδη από τον 2 ο αι., η χρήση τους ωστόσο γενικεύτηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου στις αρχές του 3 ου αι. άλλωστε ο ιδρυτής της δυναστείας καταγόταν από την περιοχή της Λιβύης και πρέπει να γνώριζε από πρώτο χέρι τις ικανότητές τους 46. Οι equites Dalmatae σχημάτιζαν επίσης μονάδες ελαφρού ιππικού και διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους στις κρίσιμες μάχες εναντίον των Γότθων το και των Παλμυρηνών τρία χρόνια αργότερα 47. Ο Ζώσιμος μνημονεύει ρητά τη δράση τους στη μάχη της Ναϊσσού γράφοντας: «Ἐς ἃ δὴ τρισχιλίους ἀποβαλόντες (ενν. οι Γότθοι) εἰς τὴν τῶν Δαλματῶν ἵππον ἐμπεπτωκότες, τοῖς λειπομένοις πρὸς τὴν οὖσαν ἅμα τῷ βασιλεῖ διηγωνίζοντο δύναμιν» 48. Ο συγγραφέας μάλιστα της Historia Augusta εκθείασε συνολικά το δαλματικό ιππικό σημειώνοντας: «Σε αυτόν τον πόλεμο (εναντίον των Γότθων) και καθ όσον καιρό διήρκεσε, αναδείχτηκε έξοχη η ανδρεία των Δαλματών ιππέων, λέγεται δε ότι ο Κλαύδιος καυχιόταν για την καταγωγή του από την ίδια επαρχία» 49. Τέλος, η ρητή μνεία της συμμετοχής ειδικά του Κεκρόπιου (Cecropius), διοικητή του δαλματικού ιππικού (dux Dalmatarum), στη συνωμοσία που κατέληξε στη δολοφονία του Γαλλιηνού, εκτιμώ πως αποτελεί ακόμη μία ένδειξη για τον σημαίνοντα και πολυδιάστατο ρόλο των Δαλματών ιππέων εκείνη την περίοδο 50. Βέβαια η Pat Southern και η Karen R. Dixon αμφιβάλλουν για την καταγωγή τους και ισχυρίζονται ότι ίσως προέρχονταν από μονάδες που απλώς στάθμευαν σε εκείνες τις περιοχές (Δαλματία-Ιλλυρικό) χωρίς συγκεκριμένο εθνικό προσδιορισμό 51. Όπως σχολίασαν όμως ο M. Grant και ο J. W. Eadie, οι equites Dalmatae παρέμειναν γνωστοί για την αφοσίωσή τους στη Ρώμη και στην ιδέα της υπεράσπισης της 63 Date and Purpose of Vegetius, Traditio 33 (1977) (αναλυτικά για χρονολόγηση και σκοπούς συγγραφέα). 44 Ηρωδιανός Παρομοίως Ηρωδιανός 7.2.2: «μάλιστα δὲ οἱ ἀκοντισταὶ πρὸς τὰς Γερμανῶν μάχας ἐπιτήδειοι δοκοῦσιν, ἐπιτρέχοντές τε αὐτοῖς κούφως οὐ προσδοκῶσι καὶ ἀναχωροῦντες ῥᾳδίως». Vegetius 3.24 (τακτική γενικά των ελαφρών ιππέων που προσομοιάζει εκείνη των Μαυριτανών). Επίσης βλ. γενικά Ηρωδιανός 7.2.1, , 8.1.3: «Μαυρούσιοι ἀκοντισταὶ». Ιωάννης Αντιοχείας , =Κων. Πορφ. Περί επιβουλών , αντίστοιχα. 45 Πρβλ. Αρριανός, Παρθικά Απόσπ Hyginus, De Munit. Castr. 24 (συμμετοχή σε αυτοκρατορικά εκστρατευτικά σώματα τον 2 ο αι.). Ηρωδιανός (ειδικά για τον Σ. Σεβήρο), , 6.7.8, (για τους διαδόχους του). 47 Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 16. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Για την ιστορία του δαλματικού ιππικού από τον 3 ο ως τον 6 ο αι. βλ. ειδικότερα R. Scharf, Equites Dalmatae Ζώσιμος HA, Claud Βλ. αναλυτικά HA, Gall Ζώσιμος Ιωάννης Αντιοχείας =Κων. Πορφ., Περί επιβουλών Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 12.
123 64 αυτοκρατορίας 52. Μάλιστα ο L. de Blois υποστηρίζει ότι Μαυριτανοί και Δαλματοί ιππείς απάρτιζαν στο μεγαλύτερο ποσοστό του ιππικό κρούσης του Γαλλιηνού 53. Από την άλλη πλευρά οι equites scutarii (ασπιδοφόροι ιππείς) αποτελούσαν αξιόπιστη λύση, αφού παρόμοια εξοπλισμένοι άνδρες επάνδρωναν από πολύ νωρίς τις λεγεώνες και τα συμμαχικά σώματα του ρωμαϊκού στρατού και χρησιμοποιούνταν κατά κόρον ως ιππικό κρούσης όπως οι equites promoti. Τον εξοπλισμό των σκουταρίων και προμωτών ιππέων περιέγραφε κατά πάσα πιθανότητα ο Αρριανός (2 ος αι.) όταν σημείωνε στα «Τακτικά» του ότι «Ῥωμαίοις δὲ οἱ ἱππεῖς οἵ μεν κοντοὺς φέρουσιν οἱ δὲ λόγχας ἔχουσι. σπάθη δὲ μακρὰ καὶ πλατεῖα ἀπήρτηται αὐτοῖς ἀπὸ τῶν ὤμων, καὶ θυρεοὺς πλατεῖς παραμήκεις (ενν. scuta) φέρουσιν καὶ κράνος σιδηροῦν καὶ θώρακα τὸν πεπλεγμένον (δηλ. αλυσιδωτό) καὶ κνημῖδας μικράς. λόγχας δὲ ἐς ἀμφότερα φέρουσι, καὶ ἀκοντίσαι μακρόθεν, ὁπότε τούτου δέοι, καὶ ἐγγύθεν ἐκ χειρὸς ἀπομάχεσθαι, συμπλακῆναί τε εἰ δεήσειεν εἰς χεῖρας ἐλθόντες, ταῖς σπάθαις μάχονται» 54. Τέλος, οι Σύροι και Άραβες σύμμαχοι ιπποτοξότες είχαν επανειλημμένα αποδείξει την αξία τους κατά τους πολέμους της πρώτης πεντηκονταετίας του 3 ου αι., πλαισιώνοντας τα αυτοκρατορικά εκστρατευτικά σώματα. Αρκετές σχετικές αναφορές σώζονται στα κείμενα του Ηρωδιανού, της Historia Augusta κ.ά. 55. Πολεμούσαν δε παρόμοια με τους Μαυριτανούς ιππείς, όπως μας πληροφορούν οι σωζόμενες σήμερα πηγές 56. Μονάδες ιπποτοξοτών διέθετε ο ρωμαϊκός στρατός ήδη από τα τέλη του 1 ου αι., όπως μαρτυρούν σχετικές επιγραφές 57. Την αξία των Αράβων ιππέων και ιπποτοξοτών της Οσροηνής και της Παλμύρας καθώς και την επιτυχημένη συμμετοχή τους στις πολεμικές αναμετρήσεις της περιόδου τονίζει και ο D. F. Graf, χωρίς βέβαια να παραλείπει να αναφερθεί στο έξοχο δαλματικό και μαυριτανικό ιππικό Πρβλ. M. Grant, Climax J. W. Eadie, Mailed Cavalry L. de Blois, Gallienus 27. Επίσης M. J. Nicasie, Twilight 64, Αρριανός, Τακτικά Παρομοίως Ιώσηπος, Ιουδ. Πόλ : «τοῖς δὲ ἱππεῦσιν μάχαιρα μὲν ἐκ δεξιῶν μακρὰ καὶ κοντὸς ἐπιμήκης ἐν χειρί, θυρεὸς δὲ παρὰ πλευρὸν ἵππου πλάγιος, καὶ κατὰ γωρυτοῦ παρήρτηνται τρεῖς ἢ πλείους ἄκοντες, πλατεῖς μὲν αἰχμάς, οὐκ ἀποδέοντες δὲ δοράτων μέγεθος κράνη δὲ καὶ θώρακες ὁμοίως τοῖς πεζοῖς ἅπασιν». Πρβλ. επιπλέον Αιλιανός, Τακτικά Αρριανός, Τακτικά για διαχωρισμό ιππέων σε δορυφόρους (contarii) και ασπιδοφόρους (scutarii). 55 Ηρωδιανός, 6.7.8, , HA, Alex. Sev Ιωάννης Αντιοχείας = Κων. Πορφ. Περί επιβουλών Για τους ιπποτοξότες βλ. και Y. Le Bohec, Imperial Army 28, 124, 155. A. Alföldi, Crisis Αρριανός, Έκταξις : «ὅσοι μὲν ἱπποτοξόται πλησίον τῆς φάλαγγος ἐφεστηκέτωσαν, ὡς ὑπερτοξεύειν ὑπὲρ αὐτῆς». Αρριανός, Τακτικά 4.3.4: «ἀκροβολισταὶ δὲ οἱ πόρρωθεν ἀκροβολισμοῖς διαχρώμενοι, καθάπερ Αρμένιοι καὶ Παρθυαίων ὅσοι μὴ κοντοφόροι». Ηρωδιανός Βλ. επίσης Αρριανός, Έκταξις (Άραβες ιπποτοξότες), (Αρμένιοι ιπποτοξότες και τοξότες), (Αρμένιοι ιπποτοξότες). Αρριανός, Τακτικά 2.13 (γενικά για ιπποτοξότες), 4.5 (γενικά για τους ιππείς ακροβολιστές, ακοντιστές και ιπποτοξότες). 57 Βλ. σχετικά CIL XVI.35, 42, 57, 77. Βλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry Πρβλ. D. F. Graf, Arabian Frontier
124 Το γεγονός ότι ακόμη και κατά την εποχή της σύνταξης της Notitia Dignitatum (α τέταρτο 5 ου αι.) μονάδες όπως οι equites promoti, scutarii, Mauri και Dalmatae αντιπροσώπευαν αρκετές από τις καλύτερες μονάδες ιππικού της αυτοκρατορίας, θεωρώ πως αποδεικνύει την επιτυχία αυτών των μέτρων του Γαλλιηνού. Εκείνη την περίοδο παρόμοιες μονάδες και σώματα ιπποτοξοτών προερχομένων από έθνη της Ανατολής επάνδρωναν σε αξιοσημείωτο ποσοστό τις τάξεις του ρωμαϊκού ιππικού τόσο του στρατού κρούσης (comitatenses) όσο και των συνοριακών στρατευμάτων (limitanei) 59. Το ιππικό κρούσης εκείνης της περιόδου διαιρούνταν σε τακτικούς σχηματισμούς μάχης, που διέθεταν από 100 ως 500 άνδρες ο καθένας 60. Όπως προκύπτει από τις πηγές, οι μονάδες αυτές ονομάζονταν «equites» 61. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η παραπάνω ονομασία αποδίδει με ακρίβεια την επίσημη ορολογία στα πλαίσια του ρωμαϊκού στρατιωτικού οργανισμού. Είναι βέβαιο πάντως, ότι οι equites ήταν ένα ιδιαίτερα επίλεκτο τμήμα των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων, που αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του στρατού κρούσης του Γαλλιηνού και των άμεσων διαδόχων του. Παράλληλα και σε συνδυασμός με τους equites ο Γαλλιηνός εξακολούθησε να χρησιμοποιεί βηξιλλατιώνες ως στρατό κρούσης όπως και οι προκάτοχοί του από τον Τραϊανό κι έπειτα 62. Πραιτωριανοί, η β παρθική λεγεώνα, αποσπάσματα των συνοριακών λεγεώνων και πλήθος ξένων επικουρικών σωμάτων συμμετείχαν συχνά στους στρατούς εκστρατείας των αυτοκρατόρων της περιόδου 63. Ειδικά οι vexillationes χρησιμοποιούνταν πλέον πολύ τακτικά ως μονάδες εκστρατείας σταδιακά μάλιστα άρχισαν να αυτονομούνται από τις λεγεώνες προέλευσής τους και σχημάτισαν, όπως θα δούμε, νέες λεγεώνες 64. Τα στοιχεία αυτά, όπως επίσης το γεγονός ότι μέχρι το 269 τουλάχιστον οι vexillationes και οι equites μνημονεύονται χωριστά στις επιγραφές πιστεύω ότι αποδεικνύει ξεκάθαρα πως ο όρος «vexillatio» δεν είχε ακόμη τη σημασία που θα αποκτήσει τον 4 ο αι., οπότε άρχισε να υποδηλώνει αποκλειστικά μονάδες ιππικού 65. Παράλληλα θεωρώ πως Βλ. αναλυτικότερα D. Hoffmann, Bewegungsheer I , (για παρόμοιες μονάδες των λιμιτάνεων) (για παρόμοιες μονάδες των κομιτατήσιων). Επίσης R. Scharf, Equites Dalmatae 185. M. J. Nicasie, Twilight 38, 62-63, 195 με τις σχετικές υποσημ. Θεωρεί μάλιστα ως δημιουργό του δαλματικού ιππικού τον Γαλλιηνό. 60 Πρβλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 256. Ο M. Grant (Climax 40) και ο S. McDowall (Cavalryman 4) υποστηρίζουν επιχειρησιακή οροφή 500 ιππέων. 61 Πρβλ. V. Chapot, Frontière de l Euphrate 109. R. Grosse, Militärgeschichte 53. L. de Blois, Gallienus υποσημ. 65, σ. 37. A. Alföldi, Crisis 217. M. P. Speidel, Stablesiani 541. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. L. de Blois, Gallienus υποσημ. 33 σ. 30 και υποσημ. 65 σ. 37. M. Grant, Climax 39. A. Alföldi, Crisis 217. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. H.-G. Pflaum, Reform , 112. S. Williams - G. Friell, Theodosius 76. Ειδικότερα για την εκτεταμένη χρήση αποσπασμάτων ως στρατού κρούσης εκείνη την περίοδο βλ. M. J. Nicasie, Twilight Στρατός εκστρατείας του Μαξιμίνου το 238: Ηρωδιανός , , , , Στρατός εκστρατείας του Αυρηλιανού το 272: Ζώσιμος Βλ. και Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army R. Cowan, Legionary R. Cowan, Legionary ILS 569 ( ): «...vexillationes adque equites». Επίσης CIL ΧΙΙ.3228=ILS 546.
125 66 καταδεικνύει με σαφήνεια τον διφυή χαρακτήρα (πεζικό-ιππικό) του στρατού εκστρατείας του Γαλλιηνού και των διαδόχων του. Η P. Southern και η K. R. Dixon χρησιμοποιούν επίσης την επιγραφή ILS 569, αλλά για να θεμελιώσουν τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του ιππικού κρούσης σε σχέση με τα υπόλοιπα σώματα του ρωμαϊκού στρατού της εποχής 66. β) Γενική ενίσχυση του ρωμαϊκού ιππικού. Παράλληλα με την ανάπτυξη αυτών των νέων σωμάτων ιππικού, οι αυτοκράτορες της περιόδου προέβησαν στη θέσπιση ορισμένων ακόμη μέτρων που αποδεικνύουν τη σημασία που είχε πλέον αποκτήσει το όπλο του ιππικού. Σύγχρονοι ιστορικοί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα, έχουν αποδώσει στον Γαλλιηνό ή πιο ελαστικά κατά τη διάρκεια εκείνου του ταραχώδους αιώνα δύο συγκεκριμένες εξελίξεις στον ρωμαϊκό στρατό, οι οποίες αφορούσαν αποκλειστικά στο ιππικό και είχαν προφανώς ως στόχο τη συνολική άνοδο της μαχητικής του ικανότητας. Πρώτα απ όλα, φαίνεται πως αυξήθηκε η αναλογία των ιππέων που υπηρετούσαν σε κάθε λεγεώνα σε σχέση με τους πεζούς. Κατά την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή κάθε λεγεώνα περιελάμβανε στις τάξεις της οργανικό τμήμα μόνον 120 ιππέων. Τον 3 ο αι. όμως είναι πιθανόν ότι η αριθμητική δύναμη του ιππικού των λεγεώνων αυξήθηκε σε 726 άνδρες 67. Οι νεότεροι μελετητές που αναφέρονται σ αυτό το ζήτημα στηρίζονται σε μαρτυρία του Βεγέτιου. Στην ενότητα σχετικά με την οργάνωση της λεγεώνας αναφέρει ότι οι κλασικές λεγεώνες διέθεταν οργανική δύναμη 726 ιππέων, κατανεμημένων σε καθεμιά από τις δέκα κοόρτεις συγκεκριμένα η πρώτη κοόρτη διέθετε 132 ιππείς και οι υπόλοιπες εννιά από 66 ιππείς αντίστοιχα. Βασική μονάδα ιππικού της λεγεώνας που περιγράφει ο Βεγέτιος ήταν η τούρμα (turma), δυνάμεως 32 ανδρών 68. Ενώ όμως κανείς σύγχρονος ιστορικός της περιόδου δεν φαίνεται να αμφιβάλλει για την αύξηση του αριθμού των ιππέων στις λεγεώνες, υπάρχουν ωστόσο αισθητές διαφοροποιήσεις όσον αφορά το πότε και από ποιόν αυτοκράτορα εισήχθη αυτή η ρύθμιση. Ο L. De Blois, o M. Speidel, o E. N. Luttwak και ο Y. Le Bohec θεωρούν ξεκάθαρα ως υπεύθυνο τον Γαλλιηνό 69. Ο G. Webster ισχυρίζεται όμως ότι η αύξηση του λεγεωνικού ιππικού συνέβη πιο ελαστικά ανάμεσα στα έτη , μετά την ανάπτυξη του ιππικού κρούσης του Γαλλιηνού 70. Σύμφωνα μάλιστα με τον R. Grosse υπαίτιος ήταν ακόμη πιο 66 Πρβλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 36. D. Breeze, The Organization of the Legion: The First Cohort and the Equites Legionis, JRS 59 (1969) 50-55, σ. 54. L. de Blois, Gallienus 27. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. M. P. Speidel, Stablesiani 546. Y. Le Bohec, Imperial Army 24, 198. M. J. Nicasie, Twilight T. Sarnowski, Nova ordinatio 202. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 12. M. Christol, Protectores 393. Επίσης R. Cowan, Legionary Vegetius 2.6 (cohortes), 2.14 (turma). Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών 21.7 (πιθανώς αντλεί από τον Βεγέτιο). 69 L. de Blois, Gallienus 27. M. P. Speidel, Stablesiani 546. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. Y. Le Bohec, Imperial Army 24, G. Webster, Imperial Army υποσημ. 3 σ. 114.
126 συγκεκριμένα ο Διοκλητιανός 71. Αντίθετα, ο T. Sarnowski υποστήριξε τελευταία ότι η ενίσχυση του αριθμού των ιππέων στις λεγεώνες συνέβη πιθανότατα το πρώτο μισό του 3 ου αι. και πάντως πριν από τον σχηματισμό των νέων σωμάτων ιππικού, επιχείρημα που είχε απορρίψει παλιότερα ο G. Webster 72. Οπωσδήποτε έχω την εντύπωση ότι υπάρχει συνάφεια ανάμεσα σε αυτές τις δύο τροποποιήσεις, οι οποίες φανερώνουν συνειδητή προσπάθεια από τους ιθύνοντες της εποχής για την ενίσχυση του ιππικού. Σε κάθε περίπτωση η άποψη ότι η αύξηση του ιππικού των λεγεώνων συνέβη κατά την εποχή του Διοκλητιανού θεωρώ ότι δεν μπορεί να εξηγήσει τον δεδομένο πολλαπλασιασμό των μονάδων αυτού του όπλου κατά τη διάρκεια του 3 ου αι. 73. Παράλληλα όμως εκτιμώ ότι είναι μάλλον αδύνατο να τοποθετηθούμε με ακρίβεια στο ερώτημα αν η υιοθέτηση αυτού του μέτρου προηγήθηκε ή συνέπεσε με την ανάπτυξη του ιππικού κρούσης από τον Γαλλιηνό και τους διαδόχους του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται αλλού κατά τη γνώμη μου. Αν δεχτούμε ότι όντως η δύναμη του ιππικού των λεγεώνων αυξήθηκε στην κλίμακα που μαρτυρούν οι πηγές, νομίζω πως αυτόματα ανακύπτει η εύλογη απορία πώς επανδρώθηκαν και εξοπλίστηκαν αυτές οι σαφώς μεγεθυνμένες μονάδες. Αναφορικά με την επάνδρωση πιστεύω πως μέρος της απάντησης ενδέχεται να κρύβεται σε χωρίο του Βεγέτιου, όπου συνιστά ως απαραίτητη για την εποχή του την εκπαίδευση στην ιππασία όχι μόνον των νεοσυλλέκτων, αλλά επίσης του συνόλου του προσωπικού των λεγεώνων, όπως θεωρεί ότι συνέβαινε σε παλαιότερους καιρούς 74. Εφόσον στη βασική εκπαίδευση, αλλά και στη συνέχεια, συμπεριλαμβάνονταν ασκήσεις ιππικού, στις οποίες συμμετείχαν ακόμη και οι πεζοί, τότε προφανώς υπήρχε ανθρώπινη δεξαμενή ικανή να στελεχώσει σε επαρκή βαθμό τα διογκωμένα αυτά ένοπλα τμήματα. Είναι εξάλλου αρκετά πιθανή η ένταξη στο ιππικό των λεγεώνων ανδρών από τις συμμαχικές ίλες του ρωμαϊκού στρατού 75. Άλλωστε εκείνη την εποχή είχαν αρθεί ουσιαστικά και τυπικά οι νομικές διαφορές ανάμεσα στους λεγεωναρίους και τους συμμάχους (auxiliares) μετά την θέσπιση της Constitutio Antoniniana. Έτσι Ρωμαίοι πολίτες γίνονταν δεκτοί και στις δύο μεγάλες κατηγορίες των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων. Παρά ταύτα έχω την εντύπωση ότι υπάρχει ένα πρόβλημα ως προς την εξεύρεση του μεγάλου αριθμού αλόγων που απαιτούνταν για τον εξοπλισμό του αυξημένου ιππικού των R. Grosse, Militärgeschichte T. Sarnowski, Nova ordinatio Αντιθέτως G. Webster, Imperial Army υποσημ. 2 σ Την άποψη περί πολλαπλασιασμού του ιππικού του Γαλλιηνού και γενικά την αύξηση του ιππικού κατά τον 3 ο αι. είχε τονίσει παλιότερα και ο D. van Berchem (Armée et réforme 77, 113). 74 Βλ. συγκεκριμένα Vegetius Το χωρίο μνημονεύει και ο G. R. Watson, αλλά για να αποδείξει την εκπαίδευση ακόμη και των πεζών στην ιππασία, προκειμένου να επανδρώνεται απρόσκοπτα το οργανικό τμήμα ιππικού των παλαιών λεγεώνων, δύναμης 120 ανδρών. Αμφισβητεί ωστόσο το εύρος εφαρμογής αυτής σε όλο το προσωπικό των λεγεώνων, αν και θεωρεί ότι σε κάθε περίπτωση ένα αξιόλογο ποσοστό των λεγεωναρίων παρέμενε ικανό για ιππασία (Πρβλ. G. R. Watson, Roman Soldier 61-62). Βλ. επίσης S. McDowall, Cavalryman Παρόμοια υπόθεση κάνει και ο T. Sarnowski (Nova ordinatio 202) για συγκεκριμένο ιππέα της εποχής, του οποίου η σταδιοδρομία διασώθηκε σε επιτύμβια επιγραφή, χωρίς όμως να υπεισέρχεται ειδικότερα στην ανωτέρω προβληματική.
127 68 λεγεώνων. Πιθανώς το μέτρο δεν εφαρμόστηκε σε όλες τις λεγεώνες την ίδια χρονική περίοδο, αλλά τμηματικά και σταδιακά κατά τη διάρκεια εκείνου του αιώνα 76. Οι νεότεροι μελετητές απέφυγαν να σχολιάσουν την πραγματική σημασία της παραπάνω αλλαγής και πού αυτή αποσκοπούσε. Μόνον εικασίες μπορούν να γίνουν σχετικά με τις προθέσεις που κρύβονται πίσω απ αυτήν την εξέλιξη. Ως πιθανότερη και λογικότερη εξήγηση θεωρώ την πρόθεση των αυτοκρατόρων της περιόδου και ειδικότερα του Γαλλιηνού να αυξήσουν την ευκινησία των αποδεδειγμένα δυσκίνητων ρωμαϊκών λεγεώνων και να τις προσαρμόσουν κατ αυτόν τον τρόπο στο πνεύμα των καιρών, που απαιτούσε πλέον περισσότερο ευέλικτους και εξειδικευμένους σχηματισμούς μάχης. Σε παρόμοιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και ο L. de Regibus, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Γαλλιηνός στηρίχθηκε σε ισχυρές μάζες ιππικού (forti masse di cavalleria), διότι είχε ως πρώτιστη προτεραιότητα την επίτευξη μεγαλύτερης τακτικής ευελιξίας, εννοώντας ωστόσο αποκλειστικά το ιππικό κρούσης του αυτοκράτορα 77. Νομίζω λοιπόν πως δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ολόκληρη η στρατηγική σκέψη του Γαλλιηνού περιεστράφη γύρω από τη βελτίωση της ευκινησίας του ρωμαϊκού στρατού, έχοντας να αντιμετωπίσει εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, που αποτελούσαν, όπως είδαμε, απειλή όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τη συνοχή της αυτοκρατορίας που κληρονόμησε. Η σύσταση των νέων μονάδων ιππικού κρούσης, αλλά και η παράλληλη αύξηση της έφιππης δύναμης των λεγεώνων -εφόσον θεωρήσουμε ως κύριο υπεύθυνο των Γαλλιηνό- ίσως αποδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας επιδίωξε να προσδώσει ευκινησία όχι απλώς στον στρατό κρούσης που δημιούργησε, αλλά και στα τακτικά στρατεύματα που ήδη διέθετε και τα οποία ήταν ακόμη εγκατεστημένα κατά μήκος των συνόρων. Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν και ορισμένοι νέοι σχηματισμοί ιππικού, οι equites stablesiani, όπως μας τους παραδίδουν οι πηγές. Με τους σταβλησιανούς ιππείς έχει ασχοληθεί πιο επισταμένα ο M. Speidel σε σχετικό άρθρο του. Με τη μελέτη αυτή ο M. Speidel προσπάθησε να ρίξει φως στις πηγές στρατολόγησης των σταβλησιανών, στην περίοδο της δημιουργίας τους καθώς και στη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο του ύστερου ρωμαϊκού στρατιωτικού μηχανισμού. Σύμφωνα με τον M. Speidel, κύρια δεξαμενή στρατολόγησης των σταβλησιανών ιππέων αποτελούσαν οι στράτορες (stratores) που τελούσαν υπό τις διαταγές των επαρχιακών διοικητών 78. Αυτοί ανήκαν στο προσωπικό των λεγεώνων και εκτός από ιπποκόμοι υπηρετούσαν στη φρουρά και στο επιτελείο των επαρχιακών διοικητών 79. Αν υπολογί- 76 Σε παρόμοιο συμπέρασμα έχει καταλήξει και ο M. J. Nicasie (Twilight 61). 77 Πρβλ. L. de Regibus, Gallieno M. P. Speidel, Stablesiani 543 και υποσημ. 5 στην ίδια σελ. Αντιθέτως ο D. Hoffmann (Bewegungsheer Ι 251) θεωρούσε ότι οι σταβλησιανοί στρατολογούνταν πρωτίστως από τους ιπποκόμους που υπηρετούσαν στις τάξεις του ιππικού κρούσης, καθώς και από το προσωπικό των αυτοκρατορικών ιπποφορβείων, άποψη που αντικρούει ο M. Speidel. 79 Βλ. M. P. Speidel, Stablesiani A. Kazhdan, ODB, Vol. ΙΙΙ, λήμμα «strator» σ A. E. R. Boak, Master of Offices 65. Οι στράτορες αποστέλλονταν επίσης στις επαρχίες για την εξεύρεση ίππων κατάλληλων για στρατιωτική χρήση, όπως πληροφορούμαστε από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο (βλ. Αμμιανός
128 σουμε ότι σε είκοσι τουλάχιστον επαρχίες στρατοπέδευαν λεγεώνες τον 3 ο αι., κάθε μία από αυτές ήταν σε θέση να προμηθεύσει ικανό αριθμό στρατόρων προκειμένου να επανδρωθούν οι μονάδες των σταβλησιανών 80. Κατά τον M. Speidel υπάρχει, τέλος, στενή συνάρτηση ανάμεσα στους equites promoti και στους equites stablesiani. Και στις δύο περιπτώσεις έφιππα στοιχεία των λεγεώνων χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία νέων ανεξάρτητων μονάδων ιππικού, σύμφωνα με συγκεκριμένο σχέδιο που εφαρμόστηκε σε όλες τις επαρχίες που φιλοξενούσαν λεγεώνες 81. Οι equites stablesiani υπήγοντο πιθανότατα σε σχηματισμούς ισχύος 200 περίπου ανδρών και χρησιμοποιούνταν ως ιππικοί σχηματισμοί κρούσης 82. Την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum (αρχές 5 ου αι.) υπήρχαν δεκαέξι (16) τέτοιες μονάδες διεσπαρμένες σε στρατιωτικές διοικήσεις τόσο του δυτικού όσο και του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους 83. Το επιγραφικό υλικό μαρτυρεί πως κατά καιρούς είχαν σχηματιστεί ακόμη περισσότερες μονάδες 84. Ο M. Speidel ισχυρίζεται ότι η δημιουργία τους πρέπει να αποδοθεί με βεβαιότητα στον Γαλλιηνό 85. Καταλήγει εξάλλου στο συμπέρασμα πως οι equites stablesiani χρησίμευαν ως ευκίνητες εφεδρικές δυνάμεις, που πλαισίωναν τα στρατεύματα των επαρχιών αντίθετα ο R. Grosse παλαιότερα και πιο πρόσφατα ο D. Hoffmann και ο Y. Le Bohec τους εντάσσουν με σαφήνεια στο ιππικό κρούσης του Γαλλιηνού και των διαδόχων του 86. Ο M. Speidel εκφράζει τέλος την προωθημένη άποψη ότι το ιππικό κρούσης (equites) αυτής της περιόδου ήταν ο πρόδρομος των «παλατινών» (palatini) της πρωτοβυζαντινής εποχής (δηλαδή των ανακτορικών σωμάτων του στρατού κρούσης/εκστρατείας, που συγκροτούσαν τη στρατηγική εφεδρεία του πρώιμου βυζαντινού κράτους) και ότι οι σταβλησιανοί ιππείς αποτελούσαν το αντίστοιχο των «κομιτατήσιων» (comitatenses) της ίδιας εποχής (δηλαδή των περιφερειακών συγκροτημάτων του στρατού κρούσης/εκστρατείας, που κάλυπταν την ενδοχώρα του πρώιμου βυζαντινού κράτους) 87. Θεωρώ ωστόσο ότι αυτή η εκτίμηση αποτελεί μια γενίκευση που οδηγεί σε παρακινδυνευμένες αναλογίες , 30.5). Βλ. επίσης P. Dura 100 για τις αρμοδιότητες των στρατόρων γενικά. Βλ. D. F. Graf, Nabatean Army M. P. Speidel, Stablesiani M. P. Speidel, Stablesiani Πρβλ. M. P. Speidel, Stablesiani 543. H. Elton, Warfare Not. Dign. Or (magister militum per Orientem), (comes Aegypti), (Scythia), (Dux Moesiae II), (Dux Daciae ripensis). Not. Dign. Occ. 6.64=7.182, 6.82=7.180 (comes Africae), [;] (comes Britanniarum), (comes litoris Saxonici), (Dux Valeriae), (Dux Pannoniae I), (Dux Raetiae). Τα παραπάνω αξιώματα θα τα εξετάσουμε στο Πέμπτο Μέρος. 84 Βλ. M. P. Speidel, Stablesiani 543 και τον κατάλογο στις σ D. Hoffmann, Bewegungsheer Ι 263 II υποσημ. 494, 495 και 498 στις σ Βλ. M. P. Speidel, Stablesiani M. P. Speidel, Stablesiani 546. Αντιθέτως R. Grosse, Militärgeschichte υποσημ. 9 σ. 16. D. Hoffmann, Bewegungsheer Ι 251, 252. Y. Le Bohec, Imperial Army Πρβλ. M. P. Speidel, Stablesiani 546.
129 70 3. ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ α) Σταδιακή οργάνωση πλέγματος στρατιωτικών βάσεων στην ενδοχώρα. Ύστερα από την καταστρεπτική για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεκαετία του τον πυρήνα του κράτους του Γαλλιηνού, του νόμιμου κατόχου του θρόνου των Καισάρων, αποτελούσαν πλέον η Ιταλία και οι παραδουνάβιες επαρχίες. Ποτέ άλλοτε η αυτοκρατορία δεν είχε έρθει αντιμέτωπη τόσο έντονα με το φάσμα του διαμελισμού, απόρροια των βαρβαρικών εισβολών και των χωριστικών κινημάτων. Τα στρατηγικά προβλήματα της περιόδου ήταν δύο: από τη μία πλευρά ο Γαλλιηνός όφειλε να διαμορφώσει συνθήκες ασφαλείας για τις ταλαιπωρημένες επαρχίες κατά μήκος του Δούναβη, από τις οποίες προερχόταν ο κύριος όγκος των Ρωμαίων οπλιτών και αξιωματικών της εποχής. Από την άλλη πλευρά ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει να διατηρεί υπό τον έλεγχό του την ιταλική χερσόνησο, από την οποία εξαρτώνταν η πολιτική του επιβίωση. Πάντως την κοινή συνισταμένη των στρατηγικών διλημμάτων της περιόδου αποτελεί η διαπίστωση ότι αφορούσαν σαφώς στην προστασία του ίδιου του πυρήνα της αυτοκρατορίας από εχθρικές επιβουλές, είτε αυτές προέρχονταν από βαρβάρους εισβολείς, είτε από σφετεριστές. Οι έκτακτες αυτές περιστάσεις ώθησαν τον αυτοκράτορα να προβεί σταδιακά σε μία ριζική αναπροσαρμογή της αμυντικής στρατηγικής, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει με επιτυχία στις πολλαπλού τύπου απειλές, που ξεπρόβαλλαν απειλητικά από παντού. Όσον αφορά το μέτωπο του Δούναβη, η πείρα έπειτα από τις συνεχείς βαρβαρικές, κυρίως γοτθικές, εισβολές της δεκαετίας είχε αποδείξει περίτρανα την ανεπάρκεια του «αντωνίνειου» αμυντικού συστήματος. Περισσότερο κρίσιμη ήταν η κατάσταση για την ιταλική χερσόνησο, αφού έπειτα από την αποστασία του Πόστουμου και την απώλεια των Agri decumates, η βόρεια Ιταλία είχε ουσιαστικά μετατραπεί πλέον σε παραμεθόρια ζώνη, υψηλής μάλιστα επικινδυνότητας οι στρατιές του «Γαλατικής αυτοκρατορίας» και οι ορδές των Αλαμαννών απειλούσαν την καρδιά της αυτοκρατορίας, την Ιταλία, ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα Ρώμη. Η απάντηση του Γαλλιηνού στα σαφώς διαφοροποιημένα στρατηγικά δεδομένα της εποχής ήταν πρωτίστως η σταδιακή ανάπτυξη ενός δικτύου στρατιωτικών βάσεων, με στόχο την κάλυψη ευαίσθητων περιοχών στην ενδοχώρα της αυτοκρατορίας. Ο Γαλλιηνός ασχολήθηκε κατ αρχάς με την άμυνα της βόρειας Ιταλίας. Η κατάσταση στην περιοχή εκείνη γύρω στο 260 ήταν τόσο κρίσιμη, ώστε επέβαλλε την λήψη άμεσων και επειγόντων μέτρων. Το αμυντικό πλέγμα, που δημιούργησε ο Γαλλιηνός, περιελάμβανε τις πόλεις του Μεδιολάνου, του Τικίνου (σημ. Παβία), της Βερόνας και της Ακυληίας, οι οποίες μετατράπηκαν σε σημαντικές στρατιωτικές βάσεις, καθώς βρίσκονταν σε στρατηγικές περιοχές της βόρειας ιταλικής χερσονήσου Βλ. L. de Blois, Gallienus M. Grant, Climax E. N. Luttwak, Grand Strategy 185.
130 (Στρατηγικές στρατιωτικές βάσεις Βορείου Ιταλίας) 71 Ιδιαίτερα το Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο) εξελίχθηκε σε κύρια στρατιωτική βάση, υψίστης στρατηγικής σημασίας. Μετά την πτώση της προστατευτικής εξέχουσας των Agri decumates στα χέρια των Αλαμαννών προς τα τέλη της δεκαετίας και την απώλεια του ελέγχου της Γαλατίας και του συνόρου του Ρήνου προς όφελος του σφετεριστή Πόστουμου, η βόρεια Ιταλία απειλούνταν με εισβολή από τις δυνάμεις του Πόστουμου στα δυτικά και από τις ορδές των Αλαμαννών στα βόρεια 89. Ως εκ τούτου η επιλογή του Μεδιολάνου ως κύριας αμυντικής βάσης συγκέντρωνε εξαιρετικά πλεονεκτήματα. Και αυτό διότι επρόκειτο για μία τοποθεσία καίριας στρατηγικής σημασίας, από την οποία ήταν δυνατό να ελεγχθεί με επιτυχία τόσο το σύνορο με το «Imperium Galliarum», όσο και η νέα μεθοριακή γραμμή με τους Αλαμαννούς, που βρισκόταν πλέον στη σημερινή βόρεια Ελβετία 90. Επιπρόσθετα το Μεδιόλανο αποτελούσε έξοχη βάση για την παροχή της αναγκαίας λογιστικής υποστήριξης που χρειάζονταν τα στρατεύματα, αφού δεσπόζει στο κέντρο της εύφορης βορειοϊταλικής πεδιάδας 91. Η σταθερή κατοχή της πόλης έδινε επίσης τη δυνατότητα για καλύτερη επιτήρηση των διαβάσεων των Άλπεων και βοηθούσε στην ταχύτερη πρόσβαση προς τα απειλούμενα μέτωπα του Ρήνου και του Δούναβη σε σχέση με την πρωτεύουσα Ρώμη 92. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των equites, του νέου ιππικού κρούσης που ανέπτυξε ο Γαλλιηνός, ήταν εγκατεστημένη στο Μεδιόλανο ανάμεσα στα έτη Ο Ζώσιμος αναφέρει χαρακτηριστικά «τὸν τῆς ἵππου πάσης ἡγούμενον Αὐρίολον, ἐν Μεδιολάνῳ τῇ πόλει τὴν ἐπὶ τὴν Ἰταλίαν πάροδον Ποστούμου τεταγμένον παραφυλάττειν» 94. Από τον Αυρήλιο Βίκτωρα πληροφορούμαστε επίσης ότι ο Αυρήολος, ο διοικητής δηλαδή του ιππικού του Γαλλιηνού, είχε αναλάβει την εποπτεία των δυνάμεων της Ραιτίας, προφανώς για να οργανώσει την άμυνα της περιοχής εναντίον των Αλαμαννών Πρβλ. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 30. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 28, 30. M. Grant, Climax 39. J. Vogt, Constantin 26. R. McMullen, Roman Response 187. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 247. A. Alföldi, Crisis Ζώσιμος , Βλ. L. de Blois, Gallienus 30. Παρομοίως W. Seston, Dioclétien 298: «la grosse réserve stratégique de cavalerie que Gallien avait constituée dans le nord de l Italie». 95 Aurelius Victor, de Caes : «Aureolus, cum per Raetias legionibus praeesset». Βλ. L. de Blois, Gallienus 30 και υποσημ. 34 στην ίδια σελ.
131 72 Με βάση αυτήν την πληροφορία, ο L. de Blois υποστήριξε ότι ο Αυρήολος, εκτός από τη διοίκηση του ιππικού στρατού κρούσης, είχε αναλάβει την περίοδο εκείνη και τη διοίκηση των στρατιών, που βρίσκονταν αντιμέτωπες με τον Πόστουμο και τους Αλαμαννούς στη βόρεια Ιταλία 96. Σε κάθε περίπτωση πάντως το γεγονός ότι ο Γαλλιηνός τοποθέτησε το πλέον επίλεκτο τμήμα των δυνάμεών του, τους equites, κυρίως στο Μεδιόλανο, αποδεικνύει περίτρανα την αξία της πόλης ως καίριου στρατηγικού κέντρου στα πλαίσια της νέας αμυντικής στρατηγικής, που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της έβδομης δεκαετίας του 3 ου αι. ( ). Σταδιακά ο Γαλλιηνός επέκτεινε αυτό το δίκτυο των στρατιωτικών βάσεων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, ώστε να συμπεριλάβει και τις ευάλωτες παραδουνάβιες (Στρατηγικές στρατιωτικές βάσεις Παννονίας) επαρχίες. Θεωρώ ότι ήταν αναμενόμενο για τον Γαλλιηνό να μεριμνήσει ιδιαίτερα για την ασφάλεια των παραδουνάβιων επαρχιών, διότι αυτές αποτελούσαν την κύρια πηγή στρατολογίας για τις ένοπλες δυνάμεις του. Μετά το 260 λοιπόν δημιουργήθηκαν μόνιμες στρατιωτικές βάσεις στην ενδοχώρα της Παννονίας και του Ιλλυρικού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το αμυντικό πλέγμα στις δύο επαρχίες της Παννονίας περιελάμβανε τις πόλεις του Ακούιγκου (Aquincum, σημ. Óbuda δίπλα στη Βουδαπέστη), του Ποτόβιου (Poetovio, σημ. Ptuj στη Σλοβενία), της Σίσκιας (Siscia, σημ. Sisek στην Κροατία) και του Σιρμίου (Sirmium, σημ. Srmska Mitrovica στη Σερβία), ενώ εξίσου σημαντική ήταν και η στρατιωτική βάση της Λυχνιδού (σημ. Αχρίδα) στην Άνω Μακεδονία 97. Η πρακτική της δημιουργίας βάσεων σε στρατηγικές περιοχές του εσωτερικού του κράτους δεν ήταν αποκλειστική πρωτοτυπία του Γαλλιηνού. Κατά την περίοδο του μαρκομαννικού πολέμου των ετών ο Μάρκος Αυρήλιος είχε μετατρέψει την Ακυληία σε στρατιωτική βάση, όπου εγκατέστησε την πλειονότητα του στρατού εκστρατείας του 98. Η ίδια πόλη διέθετε επιπλέον ήδη από το 235 περίπου μόνιμη φρουρά, αφού βρισκόταν σε 96 L. de Blois, Gallienus υποσημ. 34 σ Βλ. L. de Blois, Gallienus 31. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. Για τα στρατηγικά κέντρα του Γαλλιηνού βλ. επίσης J. Vogt, Constantin 36. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army L. de Blois, Gallienus 31.
132 τοποθεσία εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας 99. Στο Ακούιγκο ήταν εγκατεστημένη από τις αρχές του 2 ου αι. η λεγεώνα ΙΙ Adiutrix 100. Στρατηγικό κέντρο ήταν επίσης και το Βυζάντιο, το οποίο αναμίχθηκε στη δίνη των πολεμικών αναμετρήσεων με τους Γότθους και τους συμμάχους τους στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία ανάμεσα στα έτη Το Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τις επιχειρήσεις τόσο του Βαλεριανού όσο και του Γαλλιηνού στην περιοχή, όπως πληροφορούμαστε από τον Ζώσιμο και τη Historia Augusta αντίστοιχα 102. Στη ρωμαϊκή Ανατολή η Αντιόχεια και τα Σαμόσατα υπήρξαν οι κύριες στρατιωτικές βάσεις του Βαλεριανού κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του αυτοκράτορα εναντίον των Περσών από το 254 ως το Στη ρωμαϊκή Δύση ο Γαλλιηνός μετέτρεψε την Κολωνία επί του Ρήνου σε στρατηγική βάση με το όνομα «Civitas Colonia Agrippina Augusta Valeriana Galliena» και εγκατέστησε μόνιμη φρουρά κατά την περίοδο , όταν δηλαδή ο ίδιος και ο γιος του Σαλονίνος ήταν καίσαρες της Δύσης 104. Όλα τα παραπάνω υπογραμμισμένα στρατηγικά κέντρα επανδρώθηκαν με μονάδες ιππικού των equites, καθώς και με vexillationes αποσπασμένες από τις λεγεώνες και τις συμμαχικές μονάδες του ρωμαϊκού στρατού. Δυνάμεις του ιππικού κρούσης αναπτύχθηκαν, όπως προαναφέραμε, κυρίως στο Μεδιόλανο, αλλά ακόμη στην Ακυληία, στο Ποτόβιο, στο Σίρμιο και στη Λυχνιδό 105. Το διασωζόμενο επιγραφικό υλικό μνημονεύει την ύπαρξη στρατιωτικών αποσπασμάτων (vexillationes) σ αυτές τις πόλεις της Ιταλίας και του Ιλλυρικού 106. Στη φρουρά του Μεδιολάνου συμπεριλαμβάνονταν στοιχεία της λεγεώνας I Italica από την επαρχία της Κάτω Μοισίας 107. Στην Ακυληία στρατωνίζονταν τμήματα από πέντε λεγεώνες του Δούναβη (Ι-ΙΙ Adiutrix, ΧΙ Claudia, X και XIV Gemina) 108. Στο Ακούιγκο στρατοπέδευαν αποσπάσματα και από τις τέσσερις λεγεώνες του Ρήνου, δηλαδή τις VIII Augusta, XXII Primigenia, I Minervia και XXX Ulpia 109. Στο Ποτόβιο L. de Blois, Gallienus 31. Επίσης D. van Berchem, Armée et réforme υποσημ. 2 σ A. Alföldi, Crisis [φρουρά στην Ακυληία επί Γορδιανού Γ και Φιλίππου του Άραβα ( )]. 100 Πρβλ. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire L. de Blois, Gallienus Ζώσιμος :«Οὐαλεριανός Φήλικα δὲ φυλάξοντα τὸ Βυζάντιον στείλας αὐτὸς (γύρω στο 257)». HA, Gall Βλ. L. de Blois, Gallienus 31. Βλ. D. Armstrong, Gallienus in Athens Βλ. L. de Blois, Gallienus 31. J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine 58. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I υποσημ. 38 σ. 365 (στα Σαμόσατα έδρευαν οι εφεδρείες του Βαλεριανού). 104 CIL XIII.8261: «C C A A Valeriana Galliena». Βλ. L. de Blois, Gallienus Βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Βλ. L. de Blois, Gallienus 32. A. Alföldi, Crisis 214. T. Sarnowski, Nova ordinatio (σχετικά με vexillationes στο Μεδιόλανο). 107 T. Sarnowski, Nova ordinatio Την άποψη ότι στο Μεδιόλανο στάθμευαν όχι μόνο οι ιππείς του Αυρήολου αλλά και λεγεωνικά αποσπάσματα (vexillationes) συμμερίζονται επίσης ο R. Saxer και ο L. de Blois (βλ. ειδικότερα R. Saxer, Vexillationen L. de Blois, Gallienus υποσημ. 33 σ. 30). Την ίδια άποψη ακολουθούν επίσης η Pat Southern και η Karen R. Dixon (Late Army 13). 108 AE 1912, 89. Not. Dign. Or και 8.39 (για τις X και XIV Gemina). Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 104. A. Alföldi, Crisis ILS 1153=CIL III Βλ. L. de Blois, Gallienus 32.
133 74 υπήρχαν στοιχεία από τις τέσσερις λεγεώνες της Παννονίας (I-II Adiutrix, X και XIV Gemina), καθώς και από τις λεγεώνες V Macedonica και XIII Gemina, οι οποίες υπερασπίζονταν τη Δακία 110. Στο Σίρμιο στάθμευαν σύμφωνα με επιγραφές βηξιλλατιώνες αποσπασμένες επίσης από τις λεγεώνες του Ρήνου, καθώς και από τις λεγεώνες της Βρετανίας, μαζί με τα auxilia τους 111. Τέλος, η Λυχνιδός φιλοξενούσε τμήματα των λεγεώνων III Augusta και ΙΙ Parthica, που προέρχονταν από την Αφρική και την Ιταλία αντίστοιχα 112. Η μελέτη του επιγραφικού υλικού μάς επιτρέπει να εξαγάγουμε αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα. Οι περισσότερες στρατιωτικές βάσεις ανήκαν στις δύο επαρχίες της Παννονίας, πλην της Ακυληίας στην Ιταλία, της Λυχνιδού στη Μακεδονία και πιθανότατα του Βυζαντίου στη Θράκη. Στις βάσεις της Παννονίας έδρευαν αποσπάσματα τουλάχιστον 13 λεγεώνων, από τις οποίες εννιά προέρχονταν από τα μέτωπα Ρήνου, Βρετανίας και Δακίας. Είναι προφανές ότι ο Γαλλιηνός εγκαταλείποντας τη Γαλατία χάριν του μετώπου του Δούναβη πήρε μαζί του τα πιο εμπειροπόλεμα στοιχεία των επτά λεγεώνων που στάθμευαν στη Γαλατία και στη Βρετανία και απέσυρε δυνάμεις από τις δύο λεγεώνες της Δακίας 113. Μετακάλεσε επιπλέον στοιχεία των δύο λεγεώνων που στρατοπέδευαν στην Ιταλία και την Αφρική για να ενισχύσει την άμυνα του Ιλλυρικού τοποθετώντας τις στη Λυχνιδό και απέσπασε τμήματα της XI Claudia και της I Italica, που απάρτιζαν τη φρουρά της Κάτω Μοισίας για την φρούρηση της Ακυληίας και του Μεδιολάνου αντίστοιχα. Η διάσταση αυτή θεωρώ ότι αρκεί ώστε να καταδείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον του Γαλλιηνού για τις χειμαζόμενες παραδουνάβιες επαρχίες, ιδιαίτερα μάλιστα για την Παννονία, και τη σπουδαιότητα που απέδιδε σ αυτήν την περιοχή ως στρατηγικού κόμβου υψίστης σημασίας. Η Παννονία και κατ επέκταση το Ιλλυρικό αποτελούσε λόγω τοποθεσίας τη γέφυρα ανάμεσα στα δύο τμήματα του ρωμαϊκού κράτους, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Άλλωστε τη στρατηγική σπουδαιότητα αυτών των επαρχιών είχε τονίσει και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος σχολίαζε ως ένα από τα αίτια της αποτυχίας της επανάστασης του Προκοπίου το 365 την αδυναμία του να εξασφαλίσει τον έλεγχο του Ιλλυρι- 110 Βλ. ΑΕ 1936, (αποσπάσματα των δακικών λεγεώνων στο Ποτόβιο). ΑΕ 1934, 223: «[...milites? le]g(ionum) IIII Pan[noniar(um), qui su]nt in vexil[latione sub] cura Ael(ii) v(iri) e(gregii) duci[s...». Βλ. R. Saxer, Vexillationen L. de Blois, Gallienus υποσημ. 37 σ. 31. A. Alföldi, Crisis CIL III.3228=ILS 546: «d(omini) n(ostri) Gallieni Aug(usti) et militum vexill(ationum) leg(ionum) [G]ermaniciana[r(um)] [e]t Brittanicin(arum) [cu]m auxilis [e]arum». Βλ. R. Saxer, Vexillationen 55. L. de Blois, Gallienus A. Alföldi, Crisis 214. P. Le Roux, Empire gallo-romain 288. Οι λεγεώνες που υπερασπίζονταν τη Βρετανία ήταν οι ΙΙ Augusta, VI Victrix και XX Valeria Victrix. 112 ΑΕ 1934, 193: «imp(eratoris) Caes(aris) P. Licini [E]gna[ti] Gallieni Aug(usti) vexill(ationes) leg(ionum) II Parth(icae) III Aug(ustae) sub cura Aur(elii) Augustiani ducis iustissimi et C. [E]uf. Synforian[i] praep(ositi) vexillatio[num ]». Βλ. R. Saxer, Vexillationen Θ. Σαρικάκης, Ρωμαίοι άρχοντες 131. R. K. Sherk, Imperial Troops 58. A. Alföldi, Crisis 214. H.-G. Pflaum, Reform 111. D. Armstrong, Gallienus in Athens 241. I. Opelt, Lychnidus 84. Γ. Καλαφίκης, Βάλης Ο P. Le Roux (Empire gallo-romain 288) έχει επιπρόσθετα ισχυριστεί ότι ο Γαλλιηνός χρησιμοποίησε άντρες των λεγεώνων XXII Primigenia και VIII Augusta, που στάθμευαν στο Μογοντιακό και στο Αργεντοράτο της Γερμανίας, για να ισχυροποιήσει το μέτωπο και στη Ραιτία.
134 κού 114. Κατά τη γνώμη μου ο Γαλλιηνός είχε κατανοήσει επιπρόσθετα ότι θα ήταν σφάλμα να κρατήσει αγκιστρωμένα επί της συνοριακής γραμμής τα αποδυναμωμένα και αποθαρρυμένα στρατεύματα της Παννονίας, τα οποία είχαν υποστεί λογικά αρκετές απώλειες εξαιτίας των αλλεπάλληλων εισβολών και κινημάτων. Απέσυρε λοιπόν τα περισσότερα από τη μεθόριο, και μαζί με τα τμήματα που μετακάλεσε, τα επανατοποθέτησε σε κομβικά σημεία του εσωτερικού. Διατήρησε όμως τις υπόλοιπες λεγεώνες των παραδουνάβιων επαρχιών εγκατεστημένες κατά μήκος του ρου του ποταμού, δηλαδή την IV Flavia στη Σιγγηδώνα (σημ. Βελιγράδι) και τη VII Claudia στο Βιμινάκιο της Άνω Μοισίας (Viminacium, σημ. Kostolać στη Σερβία), τη II Italica στο Λαουριακό του Νωρικού (Lauriacum, σημ. Enns-Lorch στη Βαυαρία) και την III Italica στα Castra Regina της Ραιτίας (σημ. Regensburg στη Βαυαρία) 115. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος του αυτοκράτορα από τον Ρήνο στον Δούναβη είχε βέβαια και τα μειονεκτήματά της. Η απομάκρυνση τόσων αποσπασμάτων από τις λεγεώνες που κάλυπταν τη Γαλατία και τη Βρετανία εξηγεί εύγλωττα νομίζω την επικράτηση εκεί του σφετεριστή Πόστουμου, ο οποίος σίγουρα εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια και κυρίως την ανασφάλεια που θα αισθάνθηκαν οι εγχώριοι πληθυσμοί εξαιτίας της αμυντικής αποδυνάμωσης των περιοχών τους. Ο κίνδυνος εμφάνισης και νέου σφετεριστή στις παραδουνάβιες επαρχίες εκτιμώ εντούτοις ότι κρύβεται πίσω από ένα ακόμη στοιχείο που μας αποκαλύπτουν οι πηγές: ο Γαλλιηνός κατήτμησε σε αποσπάσματα τις λεγεώνες με τις οποίες σκόπευε να επανδρώσει τις παραπάνω στρατιωτικές βάσεις και κατόπιν τα διαμοίρασε αναμεικτί στις νέες τους θέσεις, προφανώς για να αποφύγει τον κίνδυνο νέων κινημάτων. Το μέτρο μάλιστα συμπεριέλαβε ακόμη και τις λεγεώνες που ήδη έδρευαν σε εκείνα τα μέρη, όπως στην περίπτωση των τεσσάρων λεγεώνων της Παννονίας, τμήματα των οποίων έδρευαν συγχρόνως στην Ακυληία και στο Ποτόβιο. Νεότεροι μελετητές, όπως ο W. Seston και ο L. de Blois, έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν αυτό το δίκτυο των στρατηγικών κέντρων, που οργάνωσε ο Γαλλιηνός. Και οι δύο συμφωνούν πως δεν επρόκειτο για ένα οργανωμένο αμυντικό σύστημα, το οποίο εφαρμόστηκε κατόπιν συγκεκριμένου σχεδιασμού τείνουν περισσότερο να το χαρακτηρίσουν ως το αποτέλεσμα επειγόντων και αποσπασματικών αντιμέτρων, που έλαβαν ο Γαλ Πρβλ. Αμμιανός : «et electi quidam stoliditate praecipites, ad capessendum Illyricum missi sunt» και : «Hacque cantela vana persuasione rapiendi Illyrici destitutus usurpator indebitae potestatis magna perdidit instrumenta bellorum». Ο Προκόπιος, εξάδελφος του αυτοκράτορα Ιουλιανού ( ), επαναστάτησε το 365 εναντίον του αυτοκράτορα Βάλη. Βλ. ειδικότερα Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Μέγας Αιών Αντίθετα ο M. J. Nicasie (Twilight υποσημ. 110 σ. 36) διατείνεται πως ο Γαλλιηνός ανέπτυξε vexillationes και από αυτές τις λεγεώνες σε άλλα μέτωπα ως στρατό κρούσης. Πάντως ακόμη και κατά την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum αποσπάσματα όλων των παραπάνω είκοσι σχεδόν λεγεώνων συνέχιζαν να υπηρετούν στα διάφορα σώματα κρούσης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού στα δύο τμήματα (ανατολικό και δυτικό) της αυτοκρατορίας. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όλες αυτές οι λεγεώνες -πλην των λεγεώνων της Βρετανίας, της III Augusta και της XXII Primigenia- μνημονεύονταν σε νομίσματα ως πιστές (λατ. fideles) στον Γαλλιηνό ήδη από το Πρβλ. σχετικά Y. Le Bohec, Imperial Army 197.
135 76 λιηνός και το επιτελείο του, προκειμένου να αντιμετωπίσουν εξαιρετικά έκτακτες και κρίσιμες περιστάσεις 116. Πράγματι, φαίνεται ότι την συγκρότηση τέτοιων βάσεων στην ενδοχώρα της Ιταλίας και του Ιλλυρικού επέβαλλε συχνά μία προηγούμενη στρατιωτική κρίση, όπως π.χ. βαρβαρικές εισβολές ή έκρηξη κινημάτων 117. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη σχέση του Μεδιολάνου ως στρατηγικού κέντρου με τις αλαμαννικές εισβολές των ετών και με την απειλή που συνιστούσε το ανεξάρτητο κράτος του Πόστουμου. Η δημιουργία βάσης στο Τίκινο πρέπει επίσης να σχετίζεται με την απειλή, που συνιστούσε το «Imperium Galliarum». Η Βερόνα απέφρασσε τη σημαντικότερη διάβαση από τις Άλπεις προς την Ιταλία, τον αυχένα Brenner, λειτουργώντας έτσι ως ασπίδα σε ενδεχόμενες αλαμαννικές διεισδύσεις στην περιοχή 118. Γι αυτό εξάλλου οχυρώθηκε γύρω στο 265, όπως μαρτυρεί σχετική επιγραφή 119. Η Ακυληία ήλεγχε τη βορειοανατολική πύλη εισόδου στην Ιταλία και αποτελούσε συχνό πέρασμα βαρβάρων εισβολέων ήδη από την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου 120. Η ύπαρξη στο Ποτόβιο μονάδων στρατού κρούσης (vexillationes) θα πρέπει να συσχετιστεί είτε με τη μεγάλη επιδρομή των Ροξωλανών, των Κουάδων και των Σαρματών το 260, είτε με την εκστρατεία του σφετεριστή Μακριανού και του γιου του το 261, που κατέληξε στην ήττα τους από τις δυνάμεις του στρατηγού του Γαλλιηνού Αυρήολου 121. Πάντως το Ποτόβιο βρισκόταν σε στρατηγική τοποθεσία, απ όπου μπορούσε να ελεγχθεί με ασφάλεια ολόκληρη η κοιλάδα του ποταμού Δράβα, περάσματος προς την Ιταλία 122. Προφανώς παρόμοιες με το Ποτόβιο στρατηγικές ανάγκες επέβαλαν την τοποθέτηση φρουράς στη Σίσκια, αφού η πόλη κείτονταν επί του ποταμού Σάβου. Οδικός άξονας διέτρεχε ολόκληρη την κοιλάδα του Σάβου έτσι πιθανοί εισβολείς ήταν σε θέση να προσεγγίσουν με άνεση την ιταλική χερσόνησο διαμέσου των πόλεων της Σίσκιας και στη συνέχεια της Εμόνας. Τα αποσπάσματα από μονάδες της Γερμανίας και της Βρετανίας, που έδρευαν στο Ακούιγκο και το Σίρμιο, φαίνεται πως αναπτύχθηκαν εκεί για να αντισταθμίσουν την παρουσία των απείθαρχων Παννονών στρατιωτών, όπως άλλωστε είχαν αποδείξει οι συνεχείς ανταρσίες τους κατά τη δεκαετία Η παρουσία των παραπάνω μονάδων δημιούργησε πράγματι συνθήκες ασφαλείας για την ευρύτερη συνοριακή αυτή περιοχή και πιθανότατα ικανοποίησε τους εγχώριους πληθυσμούς. Ειδικά το Σίρμιο είχε εξάλλου σπουδαία στρατιωτική σημασία, καθώς βρι- 116 Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 305. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 305. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. L. de Blois, Gallienus CIL V.3329=ILS 544: «Colonia Augusta Verona nova Gallieniana muri Veronensium fabricati iubente sanctissimo Gallieno Aug(usto) n(ostro». Βλ. L. de Blois, Gallienus 31. A. Alföldi, Crisis 213. R. McMullen, Roman Response 190. S. Johnson, Fortifications Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy L. de Blois, Gallienus E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. A. Alföldi, Crisis L. de Blois, Gallienus 32.
136 σκόταν σε στρατηγικό σημείο στον μέσο ρου του Δούναβη 124. Η μετατροπή της Λυχνιδού σε στρατιωτική βάση μπορεί να συσχετιστεί με τα κινήματα των Μακριανών και του Βάλη, όπως και με τις αλλεπάλληλες γοτθικές εισβολές της περιόδου που εξετάζουμε. Χάρη στη σταθερή κατοχή της Λυχνιδού ο Γαλλιηνός ήταν σε θέση να αποφράξει εις βάρος των επίδοξων εισβολέων τόσο την Εγνατία οδό, όσο και τον βόρειο άξονα προσπέλασης προς την κυρίως Ελλάδα 125. Η χρησιμοποίηση, τέλος, του Βυζαντίου ως στρατηγικού κέντρου ήρθε ως αντίδραση στις σχεδόν ετήσιες διεισδύσεις των Γότθων στο Αιγαίο πέλαγος και στη Μικρά Ασία 126. Όλα τα στοιχεία οδηγούν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το αμυντικό αυτό πλέγμα στην ενδοχώρα της αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε σταδιακά ως απάντηση σε συγκεκριμένες απειλές, που ανέκυπταν κατά περίσταση. Σε όλες τις περιπτώσεις ο Γαλλιηνός αντέδρασε σε ιδιαίτερα επείγοντα περιστατικά. Πάντως είναι παράλληλα εμφανής η τάση κατά την περίοδο αυτή για ριζική βελτίωση της συνοριακής άμυνας, που όμως δεν περιελάμβανε πλέον μόνον τη στενή παραμεθόριο ζώνη, αλλά έφτασε να συμπεριλάβει και ευρύτερες περιοχές στο εσωτερικό του κράτους, διαμέσου της οργάνωσης δικτύου οχυρωμένων στρατηγικών κέντρων 127. Πιστεύω πάντως ότι η αμυντική στρατηγική που εφάρμοσε ο Γαλλιηνός στα μέτωπα της Ιταλίας και του Δούναβη δεν συνιστά πραγματική μεταρρύθμιση. Η μελέτη των παραπάνω δεδομένων νομίζω πως καθιστά ορθότερη τη διαπίστωση ότι ο Γαλλιηνός ουσιαστικά εισήγαγε -ακούσια ή εκούσια- στο παραδουνάβιο μέτωπο τα πρότυπα που ίσχυαν στην Ανατολή. Η κλιμακωτή ανάπτυξη των δυνάμεων με τις λεγεώνες εγκατεστημένες ως επί το πλείστον στη δεύτερη γραμμή του μετώπου, κυρίως δε σε πόλεις με στρατηγική σημασία και άλλα κομβικά σημεία στο εσωτερικό των απειλούμενων επαρχιών προσιδιάζει στις συνθήκες που επικρατούσαν στα ανατολικά σύνορα. Ο Γαλλιηνός μετέφερε δηλαδή τα πρότυπα αυτά στο μέτωπο του Δούναβη που ήταν ως τότε οργανωμένο στα πλαίσια μίας λίγο ως πολύ γραμμικής ανάπτυξης των διαθέσιμων στρατιωτικών δυνάμεων. Στην ανάπτυξη νέας αμυντικής στρατηγικής συνέβαλε και το γεγονός ότι μετά το 260 οι μοναδικές περιφέρειες που παρέμειναν πιστές στον Γαλλιηνό ήταν η Ιταλία, οι παραδουνάβιες επαρχίες, η κυρίως Ελλάδα και η δυτική Μικρά Ασία, μαζί με τις τοπικές τους δυνάμεις. Την προηγούμενη δεκαετία ( ) αυτές ακριβώς οι περιφέρειες είχαν παραμεληθεί σε επικίνδυνο βαθμό, τόσο ώστε να ξεσπάσουν χωριστικά κινήματα, όπως του Ιγγενούου, του Ρηγαλιανού και αργότερα του Μακριανού, τον οποίο υποστήριξαν και στρατιωτικές μονάδες της Παννονίας. Ο μεν Βαλεριανός είχε αποσύρει στρατεύματα απ Βλ. σχετικά E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. R. Syme, Danubian Emperors Βλ. L. de Blois, Gallienus 32. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. Επίσης I. Opelt, Lychnidus 83. Γ. Καλαφίκης, Βάλης Γενικά ο χώρος της κυρίως Ελλάδας και ειδικά της Μακεδονίας είχε κάποια στρατηγική σπουδαιότητα για την προώθηση διά ξηράς ή/και θαλάσσης στρατιωτικών δυνάμεων από και προς τη ρωμαϊκή Ανατολή. Βλ. J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου 138. Γ. Καλαφίκης, Βάλης L. de Blois, Gallienus Στην παράγραφο αυτή ακολουθώ απόψεις του L. de Blois. Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 33.
137 78 όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, ακόμη και από το μέτωπο του Δούναβη, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει στον πόλεμο εναντίον των Περσών και παρέμεινε σχεδόν καθ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του στην Ανατολή, ενώ ο γιος του, ο Γαλλιηνός, ασχολήθηκε κυρίως με το μέτωπο του Ρήνου 128. Μετά την απόσχιση σχεδόν ολόκληρης της ρωμαϊκής Δύσης έπειτα από το κίνημα του Πόστουμου και την ουσιαστική παράδοση της ρωμαϊκής Ανατολής στον έλεγχο του Οδαίναθου της Παλμύρας, θα ήταν καταστροφή για τον Γαλλιηνό να απωλέσει τις κρίσιμες στρατηγικά παραδουνάβιες επαρχίες, την κυρίως Ελλάδα και τη δυτική Μικρά Ασία. Αν ήθελε να επιβιώσει, θα έπρεπε να βελτιώσει την άμυνα αυτών των περιοχών, συμπεριλαμβανομένης και της βόρειας Ιταλίας, και όφειλε να προσέξει να μην αποσύρει άλλες δυνάμεις από το μέτωπο του Δούναβη. Γι αυτόν τον λόγο τοποθέτησε λοιπόν εκεί, όπως είδαμε, vexillationes και auxilia της Βρετανίας, του Ρήνου, της Δακίας, της Αφρικής και της Ιταλίας. β) Ο ρόλος του ιππικού κρούσης στην αμυντική στρατηγική του Γαλλιηνού. Εκτός από την οργάνωση ενός δικτύου οχυρών στρατιωτικών βάσεων στην ενδοχώρα της αυτοκρατορίας, ο Γαλλιηνός προέβη και σε άλλες ενέργειες, μέσα στα πλαίσια της νέας αμυντικής στρατηγικής, που ο ίδιος πρώτος εφάρμοσε. Ανάμεσα στα μέτρα που πήρε ο αυτοκράτορας θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η ανάπτυξη του ιππικού στρατού κρούσης, του οποίου τη σύνθεση και την πολεμική αξία αναλύσαμε προηγουμένως. Οι equites, παράλληλα με τις μονάδες της πρωτεύουσας και τις υπόλοιπες vexillationes, αποτέλεσαν τη στρατηγική εφεδρεία του ρωμαϊκού στρατού κατά τα έτη της μονοκρατορίας του Γαλλιηνού ( ) και στη συνέχεια επί της βασιλείας τουλάχιστον των δύο πρώτων διαδόχων του, Κλαύδιου του Γοτθικού και Αυρηλιανού 129. Κύρια βάση τους ήταν το Μεδιόλανο. Υπήρχαν όμως μονάδες του ιππικού κρούσης που έδρευαν σε παρόμοια στρατηγικά κέντρα, π.χ. στην Ακυληία, στο Ποτόβιο, στο Σίρμιο και στη Λυχνιδό, και οι οποίες υπηρέτησαν πιθανώς ως περιφερειακές εφεδρικές δυνάμεις 130. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το ιππικό κρούσης φαίνεται πως λειτούργησε ως ξεχωριστός κλάδος των ενόπλων δυνάμεων, ανεξαρτητοποιημένος σε σχέση με το πεζικό 131. Πρώτος ο 128 L. de Blois, Gallienus E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. G. Alföldy, Αναδιοργάνωση 609. M. J. Nicasie, Twilight Επίσης M. Christol, Protectores 393. R. Cowan, Legionary S. McDowall, Cavalryman Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Πρβλ. A. Alföldi, Crisis 217. J. Vogt, Constantin 36. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 13. M. J. Nicasie, Twilight 78. Πρβλ. HA, Aur. 18.1: «Equites sane omnes ante imperium sub Claudio Aurelianus gubernavit, cum offensam magistri eorum incurrissent, quod temere Claudio non iu b ente pugnassent» (ο Αυρηλιανός διοικητής όλου του ιππικού προτού ανέλθει στον θρόνο). Ζώσιμος : «Τῆς Αἰγύπτου τοίνυν ὑπὸ Παλμυρηνοῖς γενομένης, οἱ ἐκ τῆς ἐν Ναΐσσῳ Κλαυδίου καὶ Σκυθῶν μάχης περιλειφθέντες, προβαλλόμενοι τὰς ἁμάξας, ὡς ἐπὶ Μακεδονίαν ἐχώρουν, σπάνει δὲ τῶν ἐπιτηδείων λιμῷ πιεζόμενοι διεφθείροντο αὐτοί τε καὶ ὑποξύγια προάγουσι δὲ αὐτοῖς ἡ Ῥωμαίων ἵππος ὑπαντιάσασα, πολλούς τε ἀνελοῦσα, τοὺς λοιποὺς ἐπὶ τὸν Αἶμον ἀπέτρεψεν. Κυκλωθέντες δὲ τοῖς Ῥωμαίων στρατοπέδοις οὐκ ὀλίγους
138 R. Grosse υποστήριξε με ενάργεια ότι ο Γαλλιηνός οργάνωσε ιππικό κρούσης (Schlachtenkavallerie) ως ανεξάρτητο όπλο του ρωμαϊκού στρατού με πλήρη διοικητική και στρατηγική αυτονομία 132. Αιτία ήταν πιθανώς η προσπάθεια για καλύτερη αξιοποίηση του όπλου αυτού στο πεδίο της μάχης σε συνδυασμό όμως πάντα με τις δυνάμεις του πεζικού 133. Η παρουσία των ιππικών σωμάτων εξασφάλισε για τον Γαλλιηνό και τους διαδόχους του τις κρίσιμες νίκες εναντίον των Γότθων και της Παλμύρας. Κάθε άλλο παρά τυχαίο ήταν λοιπόν το γεγονός ότι η επίσημη κρατική προπαγάνδα συνεχώς εξυμνούσε εκείνα τα δύσκολα χρόνια τη συνεισφορά του ιππικού κρούσης με συνθήματα όπως «fides equitum» (πίστη του ιππικού), «pax equitum» (ειρήνη του ιππικού), «virtus equitum» (ανδρεία του ιππικού) και «concordia equitum» (ομόνοια του ιππικού) 134. Θα ήταν όμως μέγα λάθος να φανταστούμε ότι ο Γαλλιηνός και οι άμεσοι διάδοχοί του στηρίχθηκαν σε «ορδές» ιππικού προκειμένου να διαφυλάξουν την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Το ιππικό κρούσης έδρασε σε συνδυασμό πάντοτε με τις αντίστοιχες μονάδες πεζικού κρούσης. Οφείλουμε να τονίσουμε αυτήν την καίρια παράμετρο προκειμένου να αποφύγουμε επικίνδυνες γενικεύσεις και χονδροειδείς παρεξηγήσεις, διότι πολύ εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί η εικόνα ενός αποκλειστικά έφιππου ρωμαϊκού στρατού, ο οποίος στο πρότυπο του αμερικανικού ιππικού στην Άγρια Δύση (Far West) του 19 ου αι. ήταν πανταχού παρών και έσπευδε γρήγορα να αντιμετωπίζει τις προσβολές βαρβάρων. Ο κίνδυνος αυτός πάντοτε ενυπάρχει, ιδιαίτερα αν κάποιος περιοριστεί στις αναλύσεις των παλαιότερων μελετητών. 79 γ) Η οχυρωματική δραστηριότητα την εποχή του Γαλλιηνού. Ο Γαλλιηνός τέλος ανέπτυξε έντονη οχυρωματική δραστηριότητα, με απώτερο στόχο να θωρακίσει αποτελεσματικά τόσο τη γραμμή των συνόρων, όσο και ευρύτερες περιοχές στο εσωτερικό της επικράτειάς του. Αναφερθήκαμε προηγουμένως στην τείχιση της Βερόνας γύρω στο 265. Την ίδια περίοδο απέκτησαν νέες οχυρώσεις πόλεις όπως το Μεδιόλανο, η Ακυληία, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Νίκαια 135. Ο φόβος που ενέπνευ- ἀπέβαλον ἐπεὶ δὲ διαστάντων πρὸς ἑαυτοὺς πεζῶν καὶ ἱππέων ἐδόκει βασιλεῖ τοὺς πεζοὺς τοῖς βαρβάροις διαμαχέσασθαι, καρτερᾶς γενομένης μάχης ἐτρέποντο Ῥωμαῖοι καὶ ἀναιρεθέντων οὐκ ὀλίγων, ἡ ἵππος ἐπιφανεῖσα μετρίαν αὐτοῖς τὴν τοῦ πταίσματος πεποίηκεν αἴσθησιν» (διαφαίνεται ξεχωριστή δράση του ιππικού). 132 R. Grosse, Militärgeschichte 18: «Es ist dies ein bisher völlig unbekanntes Kommando. Gallienus hat es geschaffen, da eine in großen Truppenkörpern organisierte Schlachtenkavalllerie eine administrative und strategische Zusammenfassung dringend erforderte». Την ίδια ορολογία («Schlachtenkavallerie-Schlachtenreiterei») χρησιμοποιεί και ο D. Hoffmann (Bewegungsheer I 247, 251, 252, 254, 255, 256, 257, 265). 133 Αυτό πιστεύει ο M. J. Nicasie (Twilight 37). 134 A. Alföldi, Kavalleriereform 6-7, όπου και πηγές. R. McMullen, Roman Response 187. M. Grant, Climax 40. W. Seston, Dioclétien 305. L. de Blois, Gallienus M. J. Nicasie, Twilight 37. C. Zuckerman, Στρατός Βλ. L. de Blois, Gallienus 36. E. N. Luttwak, Grand Strategy H. von Petrikovits, Fortifications 181. A. Alföldi, Crisis 213. F. Millar, Dexippus 26. S. Johnson, Fortifications 63 (οχύρωση Νί-
139 80 σαν οι Γότθοι επιδρομείς, ανάγκασε ακόμη και τους κατοίκους της Πελοποννήσου να οχυρώσουν εσπευσμένα τον Ισθμό 136. O D. Armstrong πιστεύει μάλιστα ότι ο Γαλλιηνός ενθάρρυνε αυτοπροσώπως κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα το 264 την ανανέωση των οχυρώσεων του «κλεινού άστεος» και της Ελευσίνας 137. Διατείνεται επιπλέον ότι ο Γαλλιηνός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γενικότερα για τις αμυντικές προετοιμασίες στην κυρίως Ελλάδα εκείνη την εποχή εν όψει της αναμενόμενης γοτθικής εισβολής που ξέσπασε τελικά τρία χρόνια αργότερα 138. Υπάρχουν μάλιστα και ερευνητές οι οποίοι ισχυρίζονται πως μία σειρά οχυρωματικών έργων στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης πρέπει να αποδοθεί με βεβαιότητα στον ίδιο αυτοκράτορα, όπως π.χ. η επισκευή των τειχών της Φιλιππούπολης, του Βυζαντίου και της Σερδικής (σημ. Σόφια) 139. Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές πόλεις στις επαρχίες της Γαλατίας, του Νωρικού, της Ραιτίας και της Παννονίας απέκτησαν εσπευσμένα τείχη ή επιδιόρθωσαν τα ήδη υπάρχοντα μετά τις καταστρεπτικές βαρβαρικές εισβολές του 254 και 259, όπως οι Τρεβήροι (σημ. Trier), το Μογοντιακό (σημ. Mainz), η Vindonissa (σημ. Windisch) και τα Castra Regina 140. Τέλος, ο Γαλλιηνός ενίσχυσε με χρηματικούς πόρους την κατασκευή οχυρώσεων στην Αραβία, ενώ φαίνεται πως ασχολήθηκε ακόμη και με την οχύρωση του συνόρου στη βόρειο Αφρική 141. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για την οχύρωση οδικών αρτηριών στο εσωτερικό της ρωμαϊκής επικράτειας κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Βέβαια, ήδη από την εποχή καιας) 119, 121 (τείχιση Μεδιολάνου) 218 (ενίσχυση των τειχών της Ακυληίας). J. M. Spieser, Les remparts de Thessalonique, BSl 60 2 (1999) , σ Βλ. επίσης για την οχύρωση των Αθηνών: Ζώσιμος : «Καὶ Ἀθηναῖοι μὲν τοῦ τείχους ἐπεμελοῦντο». Ιωάννης Ζωναράς : «ὡς Ἀθηναίους μὲν ἀνοικοδομῆσαι τὸ τεῖχος τῆς ἑαυτῶν πόλεως». Σχετικά με τα τότε γεγονότα στην Αθήνα βλ. ειδικότερα E. A. Thompson, Athenian Twilight Ζώσιμος : «Πελοποννήσιοι δὲ τὸν Ἰσθμὸν διετείχιζον, κοινὴ δε παρὰ πάσης φυλακὴ τῆς Ἑλλάδος ἐπ ἀσφαλείᾳ τῆς χώρας ἐγίνετο». Γεώργιος Σύγγελος : «διὰ τοῦτο ταραχθέντες Ελληνες τὰς Θερμοπύλας ἐφρούρησαν τό τε τεῖχος Αθηναῖοι ἀνῳκοδόμησαν Πελοποννήσιοι δὲ ἀπὸ θαλάσσης εἰς θάλασσαν τὸν Ισθμὸν διετείχισαν». Ιωάννης Ζωναράς : «Πελοποννησίους δὲ διατειχῖσαι τὸν Ἰσθμὸν ἀπὸ θαλάσσης εἰς θάλασσαν». Βλ. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. D. Armstrong, Gallienus in Athens , , 244, , 257. Η επίσκεψη αυτή μνημονεύεται στην Historia Augusta (Gall ), παρουσιάζεται όμως ως καθαρά εθιμοτυπική, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Γαλλιηνός ξεδίπλωσε αρκετές από τις καλλιτεχνικές, κυρίως ποιητικές, αρετές του. Βλ. σχετικά F. Millar, Dexippus Γ. Καλαφίκης, Βάλης Πρβλ. D. Armstrong, Gallienus in Athens 236, , HA, Gall (οχύρωση πόλεων Θράκης ενόψει της γοτθικής εισβολής του 267). CIL III.875=ILS CIL III.7971=ILS 554 (οχυρωματικά έργα Δακίας). Βλ. W. Seston, Dioclétien 130. D. Tudor, Dacia 377. S. Johnson, Fortifications 63, 74, 249. Επίσης O. Toropu, Dacie Ripensis Βλ. P. van Gansbeke, Défense de Gaule 406, 408, 410, 412. G. Alföldy, Noricum 170 (οχυρώσεις εποχής Γαλλιηνού και Αυρηλιανού). B. Saria, Noricum-Pannonien 445 (οχυρώσεις Γαλλιηνού στο Ιλλυρικό). R. Fellmann, Schweiz 210. E. N. Luttwak, Grand Strategy 168. S. Johnson, Fortifications 74, 136, 138, 174. H. von Petrikovits, Fortifications 181, Βλ. L. de Blois, Gallienus υποσημ. 58 σ. 36. S. Johnson, Fortifications (Β. Αφρική). R. McMullen, Soldier and Civilian 35 (Αραβία). E. Littmann - D. Magie - D. R. Stuart, Syria III Α.no.10, σ M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 56 (μεταφορά στρατού από Παλαιστίνη σε Αραβία και κατασκευή οχυρού στρατοπέδου επί Γαλλιηνού).
140 της Ηγεμονίας, σημαντικές οδικές αρτηρίες φυλάσσονταν από άνδρες αποσπασμένους από τις λεγεώνες, τους beneficiarii consularis, οι οποίοι είχαν πρωτίστως αστυνομικά καθήκοντα 142. Από το δεύτερο μισό του 3 ου αι. και έπειτα άρχισαν να κατασκευάζονται οχυροί πύργοι (burgi) και φυλάκια για την προστασία σημαντικών οδικών αξόνων, που οδηγούσαν από το μέτωπο στα μετόπισθεν 143. Τέτοια μορφή είχε η στρατηγικής σημασίας οδός που συνέδεε την Ακυληία με το Ποτόβιο διαμέσου της Εμόνας (σημ. Λιουμπλιάνα) 144. Ύψιστη προτεραιότητα απέκτησε και η οχύρωση των διαβάσεων των Άλπεων προς τη βόρεια Ιταλία κατά τη δεκαετία Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος είχε κατανοήσει τη στρατηγική σημασία της φύλαξης των διαβάσεων των Άλπεων σχολιάζοντας με χαρακτηριστικό τρόπο τις αρνητικές συνέπειες που θα επέφερε για την άμυνα της Ιταλίας τυχόν απώλεια του ελέγχου τους 146. Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει πλήθος οχυρών, ορεινών καταφυγίων και άλλων αμυντικών έργων στην περιοχή του σημερινού Τυρόλου και της Καρινθίας, στις επαρχίες δηλαδή της Ραιτίας και του Νωρικού 147. Ο στόχος της κατασκευής οδικών οχυρών ήταν η απόφραξη σημαντικών αξόνων, που οδηγούσαν στο εσωτερικό του κράτους, αφού είχε αποδειχτεί, ότι κατά τη διάρκεια των εισβολών του 3 ου αι. ακόμη και μικρές βαρβαρικές ορδές μπόρεσαν να προελάσουν πολύ βαθιά στην ενδοχώρα, χρησιμοποιώντας προς όφελός τους το ανεπτυγμένο οδικό δίκτυο της αυτοκρατορίας. Σε αρκετές δηλαδή περιπτώσεις πριν από τη δημιουργία αυτών των φυλακίων, οι ίδιες οι ρωμαϊκές οδικές αρτηρίες είχαν μετατραπεί σε άξονες βαρβαρικών διεισδύσεων δ) Τελικά συμπεράσματα για την αμυντική στρατηγική του Γαλλιηνού. Η ανάλυση της αμυντικής στρατηγικής του Γαλλιηνού μάς ωθεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτορας προσπάθησε να αντιμετωπίσει δύο βασικές αδυναμίες του ρωμαϊκού αμυντικού συστήματος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί επί των δυναστειών των Αντωνίνων και των Σεβήρων. Πρώτο μειονέκτημα ήταν το γεγονός ότι το σύστημα της 142 H. von Petrikovits, Fortifications 188. M. Rostovtzeff, Ιστορία Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 160. Επίσης J. Haldon, Πόλεμοι 26. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 130. Σχετικά με τους burgi και τη χρησιμότητά τους για τη φύλαξη οδών βλ. ειδικότερα B. Isaac, Limits Burgi μαρτυρούνται ήδη από τον 2 ο αι. M. T. Rostovtzeff, Συντέλεια Τιρώνων Ο όρος «burgus» προέρχεται από την ελληνική λέξη «πύργος». E. Pennick, L origine hellénique de «burgus», Latomus 4 ( ) 5-21, σ Βλ. S. Johnson, Fortifications 121, 216 (αναφέρεται σε περαιτέρω οχυρώσεις κατά τον 4 ο αι.). 145 Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 160. S. Johnson, Fortifications Αμμιανός : «iamque Alpibus ad vastandam Italiam perrumpendis nihil (multa et nefanda perpessis hominibus), praeter lacrimas supererat et terrores». 147 Βλ. πιο αναλυτικά S. Johnson, Fortifications , 189, 215, Βλ. σχετικά E. N. Luttwak, Grand Strategy , 160. P. van Gansbeke, Défense de Gaule 424. Κατά παρόμοιο τρόπο οι Άραβες επιδρομείς κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο χρησιμοποίησαν τις εξαιρε - τικά ανεπτυγμένες οδικές αρτηρίες των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας ως άξονες εισβολής (Βλ. J. Haldon, Πόλεμοι 26-27).
141 82 προωθημένης περιμετρικής άμυνας είχε αποδειχτεί εξαιρετικά «ρηχό» και άκαμπτο 149, αφού οι αμυντικές οχυρώσεις επικεντρώνονταν σε μεγάλο βαθμό επί της γραμμής των συνόρων. Ο Γαλλιηνός εκτιμώ ότι προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα δημιουργώντας ένα δίκτυο στρατιωτικών βάσεων στο εσωτερικό της επικράτειάς του, το οποίο ανέπτυξε σταδιακά, προκειμένου να συμπεριλάβει όλες τις απειλούμενες περιφέρειες, όπως την Ιταλία, την Παννονία και το Ιλλυρικό, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη «στεγανοποίηση» της Παννονίας 150. Παράλληλα έλαβε ειδική μέριμνα για την οχύρωση πολλών άλλων πόλεων, στρατηγικών τοποθεσιών και οδικών αξόνων, ούτως ώστε να δώσει περισσότερο βάθος στην ρωμαϊκή αμυντική στρατηγική. Δεύτερο μειονέκτημα του «αντωνίνειου» αμυντικού συστήματος ήταν η καταφανέστατη έλλειψη ταχυκίνητων εφεδρικών δυνάμεων, οι οποίες θα μπορούσαν, σε περίπτωση πολυμέτωπου πολέμου, να μετακινηθούν γρήγορα στο άμεσα απειλούμενο σημείο των συνόρων εφόσον ο εχθρός κατόρθωνε να διασπάσει οποιονδήποτε τομέα του μετώπου, δεν υπήρχαν ουσιαστικά άλλες δυνάμεις για να ανακόψουν την προέλασή του βαθιά στην ενδοχώρα 151. Μοναδική επιλογή ήταν η απόσπαση μονάδων από άλλους τομείς των συνόρων, ώστε να κλείσουν το χαίνον ρήγμα. Ο Γαλλιηνός έδωσε λύση και σ αυτό το πρόβλημα α) αναπτύσσοντας το ιππικό κρούσης, τους equites και β) δημιουργώντας εκ των ενόντων vexilllationes, τις οποίες τοποθέτησε παράλληλα με τους equites σε καίριες στρατηγικά περιοχές της επικράτειάς του. Πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το αμυντικό σύστημα του Γαλλιηνού; Παλαιότεροι ερευνητές, όπως ο C. E. van Sickle και ο R. K. Sherk, το περιέγραψαν ξεκάθαρα ως σύστημα «άμυνας σε βάθος» (defense in depth) 152. Παρόμοια εκτίμηση εξέφρασε και ο A. Alföldi (a grouping of the armies in depth), η ανάλυση του οποίου συμπίπτει εντούτοις σε αρκετά σημεία με τις διαπιστώσεις του E. N. Luttwak, αφού αναφέρεται σε κατάρρευση της μεθοριακής άμυνας κατά τον 3 ο αι. και στην επικέντρωση των αμυντικών προσπαθειών σε κομβικά σημεία του εσωτερικού με τη χρησιμοποίηση ισχυρών στρατών κρούσης 153. Από την πλευρά του ο E. N. Luttwak, του οποίου την άποψη σημμερίζομαι, τείνει να περιγράψει τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις στην στρατηγική ως ένα σύστημα «ελαστικής άμυνας» (elastic defense), όπως είχε κάνει παλαιότερα και ο J. Vogt (elastische Grenzverteidigung) 154. Παραδέχεται βέβαια ότι η αμυντική στρατηγική του Γαλλιηνού προσομοίαζε στη στρατηγική της «άμυνας σε βάθος», σχολιάζει όμως ότι αυτή ήταν τόσο βαθιά, ώστε θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί «ελαστική άμυνα», αφού μόνον η 149 Έτσι το περιγράφουν μελετητές, όπως ο C. E. van Sickle (Ancient World Vol. ΙΙ 507), ο R. K. Sherk (Imperial Troops 58-59), ο A. Alföldi (Crisis 213) και ο H. Elton (Warfare 199). 150 Παρομοίως βλ. H.-G. Pflaum, Kaiserreich G. Alföldy, Κρίση S. McDowall, Cavalryman 3. Ειδικότερα βλ. K. Randsborg, First Millennium AD C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 507. R. K. Sherk, Imperial Troops Πρβλ. A. Alföldi, Crisis Βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 159, 175, 185, 193. J. Vogt, Constantin 36.
142 ιταλική χερσόνησος παρέμενε απολύτως ασφαλής 155. Ο E. N. Luttwak υποστηρίζει ότι μετά από τόσες διαρρήξεις του μετώπου κατά τον 3 ο αι. η στρατηγική που βασιζόταν στην προωθημένη περιμετρική άμυνα δεν μπορούσε πλέον να εφαρμοστεί, διότι απαιτούσε καθαρή τακτική υπεροπλία σε τοπικό επίπεδο, που δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει ο ρωμαϊκός στρατός της εποχής. Δεν μπορούσε εξάλλου να εφαρμοστεί ούτε σωστή άμυνα σε βάθος, αφού κάτι τέτοιο προϋπέθετε πλήρως οργανωμένο πλέγμα οχυρωματικών έργων σε ολόκληρη την επικράτεια. Κατά τον ίδιο μελετητή το μοναδικό είδος άμυνας που ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σ εκείνα τα χρόνια της κρίσης ( ) ήταν η «ελαστική άμυνα», σύμφωνα με την οποία η κύρια αμυντική προσπάθεια επικεντρώνεται σε κομβικά σημεία στο εσωτερικό του κράτους 156. Πράγματι όλες οι πόλεις που επελέγησαν ως στρατιωτικές βάσεις κείτονταν σε βασικές οδικές αρτηρίες που διέσχιζαν την ενδοχώρα 157. Αυτή η αμυντική στρατηγική επέτρεπε βέβαια στον εχθρό να προελάσει βαθιά στο εσωτερικό, ήταν ωστόσο δυνατό να διασφαλίσει την επιβίωση της αυτοκρατορικής εξουσίας -αν όχι και του συνόλου της αυτοκρατορικής επικράτειας- εφόσον ικανές δυνάμεις κρούσης μπορούσαν να συγκεντρωθούν για να εκδιώξουν τον εχθρό από τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο Y. Le Bohec σχολιάζει επίσης θετικά την παραπάνω τακτική γράφοντας: «As for strategy, pulling back the troops well behind the limes and using them as mobile forces seemed a better plan of action» 158. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος αποδείχτηκε όντως επιτυχής. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι το αμυντικό αυτό σύστημα εφαρμόστηκε σε πλαίσιο τοπικά αλλά και χρονικά περιορισμένο, υπό την έννοια ότι κάλυψε μέρος μόνο της επικράτειας κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας ενός και μόνο αυτοκράτορα. Πάντως αυτοκρατορικές στρατιές κρούσης σχηματίστηκαν και αντιμετώπισαν συνασπισμούς βαρβάρων βαθιά στην ρωμαϊκή επικράτεια, όπως στην περίπτωση των Αλαμαννών το , των Γότθων το και των Ιουθούγγων λίγα χρόνια αργότερα. Ο E. N. Luttwak πιστεύει λοιπόν ότι χάρη στις ενέργειες και τα μέτρα του Γαλλιηνού η νόμιμη αυτοκρατορική εξουσία και η ίδια η αυτοκρατορία επιβίωσαν τελικά, με κόστος όμως την προσωρινή εγκατάλειψη των πληθυσμών του κράτους στο έλεος των εισβολέων ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ Η εξέλιξη που σημάδεψε το σώμα των αξιωματικών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γαλλιηνού και των διαδόχων του ( ) ήταν αναμφίβολα ο αποκλεισμός των συγκλητικών από τα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα και η αντικατάστασή τους με αξιωματικούς προερχόμενους από την τάξη των ιππέων (ordo equester). Όπως θα διαπι- 155 E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. Βλ. επίσης σ όπου σχετικό σχεδιάγραμμα. 156 Για όλες αυτές τις απόψεις βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Βλ. και J. Vogt, Constantin Y. Le Bohec, Imperial Army 258. Παρομοίως βλ. J. Vogt, Constantin 36. R. Cowan, Legionary Σχετικά με όλες αυτές τις απόψεις βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy , 193.
143 84 στώσουμε σ αυτό το κεφάλαιο, άνδρες ιππικής καταγωγής κατέλαβαν σταδιακά όλα τα στρατιωτικά αξιώματα από την εποχή του Γαλλιηνού κι έπειτα οι περισσότεροι δε από αυτούς προέρχονταν από τα σπλάχνα του στρατού και κατάγονταν κυρίως από τις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Παννονίας. Μέχρι το 260 περίπου, συγκλητικοί διορίζονταν ακόμη ως διοικητές λεγεώνων (legati legionum) και ως χιλίαρχοι (tribuni militum laticlavii), αν και με διαρκώς μειούμενη συχνότητα 160. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις συγκλητικοί ανελάμβαναν τη διοίκηση στρατιωτικών αποσπασμάτων εκστρατείας με τον τίτλο του dux ή praepositus vexillationum 161. Από την εποχή του Γαλλιηνού και έπειτα ωστόσο οι συγκλητικοί αποκλείστηκαν σταδιακά από όλα τα στρατιωτικά αξιώματα και επαγγελματίες στρατιωτικοί πήραν τη θέση τους 162. Οι λεγάτοι αντικαταστάθηκαν από επάρχους λεγεώνων (praefecti legionum) ιππικής καταγωγής, η συγκλητική τάξη έχασε επίσης το προνόμιο να επανδρώνει με νεαρά μέλη της τη θέση των λατικλάβιων τριβούνων, το αξίωμα των οποίων εξαφανίστηκε από τις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού, ενώ ιππείς ανέλαβαν αποκλειστικά τη διοίκηση των στρατιωτικών αποσπασμάτων 163. Οι μεταβολές που επέφεραν ο Γαλλιηνός και οι άμεσοι διάδοχοί του στη διοίκηση του στρατού είχαν βέβαια ιστορικό προηγούμενο και δεν ήταν εντελώς πρωτότυπες. Από παλιά ακόμη υπήρχε η παράδοση να διορίζονται ιππείς έπαρχοι ως διοικητές νεοκατακτημένων επαρχιών, μέχρι να παγιωθεί ουσιαστικός πολιτικός έλεγχος επί της περιοχής 164. Σε μία περίοδο λοιπόν, όπως τον 3 ο αι. μ.χ., κατά τον οποίο όλες σχεδόν οι επαρχίες απειλούνταν από βαρβαρικές εισβολές, αυτοί οι έπαρχοι λεγεώνων ήταν οι μεσάζοντες που υπερασπίζονταν την τάξη και την ασφάλεια, ωσότου μπορέσει να αποκατασταθεί η διασαλευμένη πολιτική διοίκηση 165. Υπήρχε επίσης το παράδειγμα της Αιγύπτου, όπου όλες τις διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις επάνδρωναν ιππείς από την εποχή ήδη του Οκταβιανού Αυγούστου 166. Τη θέση του διοικητή των λεγεώνων στην Αίγυπτο κατείχε πάντα ιπ- 160 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 37, 66. J. Osier, Emergence 674. Γ. Καλαφίκης, Βάλης Σχετικά με διοικητές αποσπασμάτων συγκλητικής καταγωγής από την εποχή του Σ. Σεβήρου ως την εποχή του Γαλλιηνού βλ. CIL VI ILS1153=CIL III CIL VIII CIL VIII Βλ. J. Osier, Emergence 684. Επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 7. M. Christol, Carrières sénatoriales με τις σχετικές υποσημ. L. de Regibus, Gallieno Y. Le Bohec, Imperial Army 31. G. D. Tully, Στρατάρχης R. E. Smith, Dux , όπου σχετικές πηγές-επιγραφές. 162 Βλ. H.-G. Pflaum, Reform 109. D. van Berchem, Armée et réforme 22. M. Christol, Protectores 393. Γ. Καλαφίκης, Βάλης Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 3-8 (εκφράζει επιφυλάξεις για την εξαφάνιση των λατικλαβίων τριβούνων από τις τάξεις του στρατού). F. Lot, La fin 28, 113. L. de Regibus, Gallieno W. Seston, Dioclétien 309. D. van Berchem, Armée et réforme 22. A. Alföldi, Crisis 220. A. H. M. Jones, Later Empire I 24. L. de Blois, Gallienus 37, 39. J. Osier, Emergence 674, 676, 684. M. Christol, Carrières sénatoriales 38-39, 43. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 287. R. Cowan, Legionary J. Osier, Emergence 674. Πρβλ. επίσης M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 33. M. Christol, Carrières sénatoriales 39 για περιπτώσεις προσωρινών διοικήσεων κατά την περίοδο της Ηγεμονίας. 165 J. Osier, Emergence 674. Παρομοίως L. de Regibus, Gallieno Πρβλ. J. Osier, Emergence 674. Επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 3. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 32. D. B. Saddington, Praefecti Castrorum 245. Τη θέση του κυβερνήτη της Αιγύπτου κατείχε
144 πέας με τον τίτλο του «praefectus legionis» 167. Ο L. de Regibus ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο Γαλλιηνός ουσιαστικά αντέγραψε την πολιτική του Αυγούστου στην Αίγυπτο και την εφάρμοσε σε ολόκληρη την επικράτεια 168. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος ήταν εντούτοις αυτός που έκανε τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της αντικατάστασης των συγκλητικών από ιππείς στα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα. Όταν το 197 δημιούργησε τις τρεις νέες «παρθικές» λεγεώνες διόρισε ιππείς επάρχους ως διοικητές, αντί για τους συνηθισμένους συγκλητικούς λεγάτους 169. Από την ίδια εποχή επίσης οι περισσότεροι από τους διοικητές των στρατιωτικών αποσπασμάτων προέρχονταν πλέον από επαγγελματίες στρατιωτικούς (centuriones, primipilarii και principales) α) Αίτια του αποκλεισμού των συγκλητικών από τα στρατιωτικά αξιώματα. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι, που οδήγησαν τον Γαλλιηνό και τους διαδόχους του να προβούν στον σταδιακό αποκλεισμό των συγκλητικών από τα στρατιωτικά αξιώματα; Πολύ σημαντικό μειονέκτημα ήταν η αποδεδειγμένα ανεπαρκής στρατιωτική εμπειρία των συγκλητικών στρατιωτικών διοικητών. Όπως προαναφέραμε, οι συγκλητικοί λεγάτοι και τριβούνοι παρέμεναν στις θέσεις τους για λίγα μόνο χρόνια δεν ήταν δηλαδή επαγγελματίες στρατιώτες 171. Αυτό ήταν ένα πολιτικό μέτρο που ίσχυε από την εποχή του Αυγούστου κι έπειτα, προκειμένου η μοναρχία να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη και την αποδοχή της Συγκλήτου 172. Η στρατιωτική εμπειρία που αποκτούσαν οι συγκλητικοί αξιωματικοί στη διάρκεια της θητείας τους ήταν αρκούντως επαρκής για τη σχετικά ειρηνική περίοδο των δύο πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας 173. Περισσότερη σημασία είχαν τα γενικά πάντα ιππέας με τον τίτλο «praefectus Aegypti», ο οποίος διοικούσε εν ονόματι του αυτοκράτορα ως εντεταλμένος αντιβασιλέας, όπως μας πληροφορούν οι πηγές (π.χ. Tacitus, Historiae ). Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος διασώζει επίσης αυτήν την πληροφορία, αφού έγραφε ότι η Αίγυπτος από τη στιγμή που ενσωματώθηκε στο ρωμαϊκό κράτος διοικούνταν από επάρχους με εξουσία αντιβασιλέα ( : «Aegyptus ipsa, quae iam inde uti Romano imperio iuncta est, regio iure regitur a praefectis»). Ειδικότερα για τον θεσμό του «praefectus Aegypti» βλ. W. T. Arnold, Provincial Administration L. de Regibus, Gallieno Α. Τατάκη και σύνταξη, Αίγυπτος 321. Γ. Καλαφίκης, Βάλης υποσημ. 30 σελ Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 3. L. de Regibus, Gallieno 451. J. Osier, Emergence G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 223. Επίσης G. D. Tully, Στρατάρχης R. Cowan, Legionary L. de Regibus, Gallieno Βλ. σχετικά R. Grosse, Militärgeschichte 4. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 33. J. G. C. Anderson, Provincial Re-organization 26. L. de Regibus, Gallieno 451. J. Vogt, Constantin 30. J. Osier, Emergence 675. E. N. Luttwak, Grand Strategy 184. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 289. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 7. R. Cowan, Legionary Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 8. L. de Blois, Gallienus 37. M. Christol, Carrières sénatoriales Ήδη στην εποχή του Αδριανού μνημονεύεται ένας πριμιπιλάριος ως διοικητής δύναμης «tres vexillationes miliariae» (CIL X.5829). Βλ. J. Osier, Emergence 684. Για τους πραιπόσιτους βλ. επίσης και G. R. Watson, Roman Soldier 145. Σχετικά με τους «principales» (δηλ. τους κατώτερους υπαξιωματικούς) βλ. C. E. Brand, Military Law Πρβλ. και H.-G. Pflaum, Kaiserreich Πρβλ. J. Osier, Emergence G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία L. de Blois, Gallienus Πρβλ. επίσης G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 216.
145 86 διοικητικά καθήκοντα για τους ανώτερους στρατιωτικούς αξιωματούχους, παρά η καθαρά στρατιωτική δραστηριότητα κι εμπειρία 174. Οι αδυναμίες αυτής της πολιτικής επιλογής αποκαλύφθηκαν κατά τον 3 ο αι., όταν πλέον οι βαρβαρικές εισβολές και η εσωτερική κρίση ταλάνιζαν την αυτοκρατορία 175. Οι αυξημένες στρατιωτικές ανάγκες εκείνου του αιώνα φανέρωσαν περίτρανα την ανεπάρκεια των συγκλητικών ανώτερων αξιωματικών. Όπως πολύ ορθά αναφέρει στο έργο του ο L. de Blois, δεν υπήρχαν πια «provinciae inermes», ενώ ο S. Johnson συμπληρώνει γράφοντας ότι τα πολεμικά μέτωπα εκείνον τον αιώνα έπαψαν να περιλαμβάνουν μόνο τη λεπτή γραμμή των συνόρων και αγκάλιασαν ολόκληρη την επικράτεια 176. Ο M. Christol θεωρεί ότι οι κρίσιμες περιστάσεις του 3 ου αι. ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσουν στη λήψη έκτακτων μέτρων που άρμοζαν σε κράτος ευρισκόμενο σε καθεστώς συνεχούς πολέμου. Μέσα σ αυτό το γενικό πλαίσιο εντάσσει και την εξαφάνιση των συγκλητικών αξιωματικών, οι οποίοι αποκτούσαν ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα όχι εξαιτίας συγκεκριμένων πολεμικών αρετών, αλλά χάρη στην υψηλή κοινωνική τους θέση και στο κύρος που απέρρεε απ αυτήν 177. Σύμφωνα εξάλλου με τον G. Alföldy οι ηγεμόνες της περιόδου της «Δεσποτείας» χρειάζονταν γενικά κρατικά όργανα αποτελεσματικότερα από ό,τι η σύγκλητος, ώστε να κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες συνθήκες της μεγάλης κρίσης ήταν υποχρεωμένοι λοιπόν να καταφεύγουν σε έναν κύκλο προσώπων ευρύτερο και με καταλληλότερα προσόντα σε σχέση με τη συγκλητική τάξη 178. Κατά συνέπεια οι ανώτερες στρατιωτικές διοικήσεις που παλιότερα δίνονταν μόνο σε συγκλητικούς ανατέθηκαν τώρα σε έναν άλλο κύκλο ατόμων, σε στελέχη της ιππικής τάξης (ordo equester) 179. Πιο συγκεκριμένα είχε γίνει πλέον ολοφάνερο ότι οι επαρχιακοί διοικητές όφειλαν να είναι πάνω απ όλα έμπειροι στρατιώτες και στρατηγοί και ότι όλοι γενικά οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί έπρεπε να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερη στρατιωτική εκπαίδευση 180. Η υποστήριξη της ιππικής τάξης ανταποκρινόταν άλλωστε και στα ευρύτερα συμφέροντα των αυτοκρατόρων της εποχής εκείνης, αφενός λόγω των αυξημένων αναγκών στην άμυνα και τη διοίκηση της αυτοκρατορίας και αφετέρου επειδή οι αυτοκράτορες επιδίωκαν να αποκτήσουν νέα 174 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. J. Osier, Emergence 679. L. de Blois, Gallienus 67. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία L. de Blois, Gallienus 67. S. Johnson, Fortifications «Provinciae inermes»: οι επαρχίες του εσωτερικού με ολιγάριθμες φρουρές. Βλ. W. T. Arnold, Provincial Administration 117 [παραπέμπει στον Στράβωνα, (Γεωγραφικά , Αίγυπτος) και στον Ιώσηπο (Ιουδ. πολ , Μ. Ασία)]. Επίσης πρβλ. E. Ritterling, Military Forces in the Senatorial Provinces, JRS 17 (1927) (για την ύπαρξη μονάδων στις συγκλητικές επαρχίες. Εφιστάται όμως προσοχή στη χρήση από μέρους του των πηγών, καθώς και στα συμπεράσματα που εκφέρει). Y. Le Bohec, Imperial Army Πρβλ. M. Christol, Carrières sénatoriales A. Demandt, Militäradel G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 284, G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 285, 286. Παρεμφερείς απόψεις εκθέτει ο F. Lot (La fin 28) και η Averil Cameron (Ύστερη αυτοκρατορία 28-29). 180 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 67. N. H. Baynes, Notes H.-G. Pflaum, Reform G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 289.
146 στηρίγματα, ούτως ώστε να διατηρήσουν την εύθραυστη εξουσία τους κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων πολιτικών ταραχών του 3 ου αι Επιπλέον υπήρχαν περισσότερο εξειδικευμένες στρατιωτικές μονάδες, όπως π.χ. οι vexillationes και οι equites, οι οποίες προσιδίαζαν καλύτερα στη νέα μορφή του πολέμου, αφού τις πολεμικές επιχειρήσεις του 3 ου αι. έτειναν να τις χαρακτηρίζουν η ευκινησία και η κινητικότητα. Οι στρατιές έπρεπε επίσης να καλύπτουν μεγαλύτερες αποστάσεις απ ό,τι στο παρελθόν και να επιχειρούν σε περιοχές όπου απουσίαζαν οι συνηθισμένες υποδομές λογιστικής υποστήριξης, όπως υπήρχαν π.χ. στη γραμμή του limes romanus. Με άλλα λόγια είχαν επιμηκυνθεί δραματικά οι εσωτερικές γραμμές επικοινωνιών και επιμελητείας, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τους απλούς κατοίκους της αυτοκρατορίας. Οι ίδιοι οι στρατιώτες ενεπλάκησαν σε σωρεία αποστολών, όπως το κτίσιμο οχυρώσεων, την εξολόθρευση περιφερόμενων βαρβαρικών ορδών, την καταπολέμηση συμμοριών και την κατάπνιξη ανταρσιών 182. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν αβίαστα στο ασφαλές συμπέρασμα ότι είχαν αυξηθεί απότομα οι απαιτήσεις για τους ανώτερους (αλλά και κατώτερους) αξιωματικούς, οι οποίοι όφειλαν να διαθέτουν βελτιωμένη εμπειρία σε επίπεδο στρατηγικής, τακτικής και επιμελητειακής κατάρτισης 183. Χρειάζονταν πλέον άνδρες ικανοί και προερχόμενοι από τις τάξεις του στρατού, με εμπειρία πολλών ετών για να διοικήσουν τις στρατιωτικές μονάδες επιπρόσθετα υπήρχε ανάγκη για περισσότερους αξιωματικούς καθώς δημιουργούνταν περισσότερες μονάδες και άρα περισσότερες θέσεις για αξιωματικούς 184. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός συγκλητικών, για να καλύψουν όλες τις θέσεις στον στρατό. Κατ αρχάς ο αριθμός των ικανών συγκλητικών παρέμενε σχετικά μικρός σε σχέση με τις αυξημένες ανάγκες του 3 ου αι. Αυτή η διαπίστωση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η στρατιωτική τους εμπειρία παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα δείχνουν το μέγεθος του προβλήματος. Οι μαρτυρίες από το σωζόμενο επιγραφικό υλικό έρχονται σε επίρρωση των παραπάνω διαπιστώσεων. Οι περισσότεροι από τους κληρονομικούς συγκλητικούς ανάμεσα στα χρόνια υπηρετούσαν το πολύ μία φορά ως τριβούνοι, ενώ ακόμη λιγότεροι συγκλητικοί κατόρθωσαν να αποκτήσουν τη θέση του λεγάτου, σε σύγκριση πάντα με τα δεδομένα του 2 ου αι. Ο αριθμός μάλιστα των συγκλητικών με μηδενική στρατιωτική εμπειρία μεγαλώνει όσο πλησιάζουμε προς τα έτη της βασιλείας του Βαλεριανού και του Γαλλιηνού ( ). Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι οι κληρονομικοί συγκλητικοί (born senators) που θήτευσαν στον στρατό και στη διοίκηση είχαν ακόμη περισσότερη απειρία στα χρόνια του Γαλλιηνού σε σχέση με την εποχή του G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 288, Στην παράγραφο αυτή ακολουθώ βασικά τον L. de Blois, Gallienus 67. Μεγάλο πρόβλημα για τους υπηκόους της αυτοκρατορίας ήταν οι αναγκαστικές επιτάξεις και οι λεηλασίες στις οποίες προέβαιναν οι ρωμαϊκές στρατιές τον 3 ο αι., μοναδικός σχεδόν τρόπος κάλυψης των αναγκών τους εκείνη την ταραχώδη περίοδο. Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 25, 32. L. de Blois, Gallienus υποσημ. 190 σ L. de Blois, Gallienus 67. Πρβλ. επίσης G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 289. R. E. Smith, Dux Πρβλ. L. de Blois, Gallienus Παρομοίως G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 289. A. Demandt, Militäradel
147 88 Μάρκου Αυρηλίου και αποδείχτηκαν ανίκανοι να συνεισφέρουν άνδρες με επαρκή στρατιωτική κατάρτιση 185. Πριν από το 260 τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν με δύο τρόπους: πρώτον, με την προαγωγή περισσότερων ιππέων σε συγκλητικούς και δεύτερον με τον διορισμό ολοένα μεγαλύτερου αριθμού ιππέων σε στρατιωτικά αξιώματα 186. Η περίοδος της βασιλείας του Γαλλιηνού σηματοδότησε ωστόσο την έναρξη μιας νέας εποχής με τον σταδιακό αποκλεισμό των συγκλητικών από τα τελευταία στρατιωτικά αξιώματα που κατείχαν και την αντικατάστασή τους με ιππείς, καθώς και με την δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων προκειμένου να ανέλθει στην τάξη των ιππέων αυξανόμενος αριθμός επαγγελματιών στρατιωτών και υπαξιωματικών 187. Το παράδειγμά του συνέχισαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες. Κατ αυτόν τον τρόπο ο 3 ος αι. αποδείχτηκε η μεγάλη εποχή της ρωμαϊκής ιππικής τάξης 188. Εφόσον οι περισσότεροι αξιωματικοί, αλλά και διοικητικοί υπάλληλοι, ανήκαν στην ιππική τάξη, οι ιππείς αποτελούσαν το πιο δραστήριο κοινωνικό στρώμα τόσο από στρατιωτική όσο και από πολιτική άποψη, και παράλληλα το σημαντικότερο στήριγμα της κρατικής εξουσίας 189. β) Η προέλευση των νέων ανωτέρων στρατιωτικών διοικητών. Η σημαντικότερη αλλαγή στο σώμα των αξιωματικών ήταν ασφαλώς η αντικατάσταση των συγκλητικών λεγάτων από ιππείς επάρχους (praefecti legionis) στην ηγεσία των λεγεώνων. Πρόβλημα παραμένει από τί είδους αξιωματικούς προήλθαν αυτοί οι νέοι στρατιωτικοί ηγήτορες. Ο R. Grosse κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τη διοίκηση των λεγεώνων μετά την εξαφάνιση των συγκλητικών επάνδρωσαν πιθανότατα πολύπειροι αξιωματικοί που έφεραν το αξίωμα του «primus pilus iterum» 190. Επρόκειτο περί ανδρών ιππικής προέλευσης που πλαισίωναν το επιτελείο της λεγεώνας μαζί με τον λεγάτο, τους τριβούνους και τον στρατοπεδάρχη (praefectus castrorum), μετά από ευδόκιμη υπηρεσία πολλών ετών στον στρατό 191. Κατ ουσίαν ήταν οι αρχαιότεροι υπαξιωματικοί κάθε λεγεώνας και γι αυτό αναντικατάστατοι λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας τους σε τέτοιο 185 Η παράγραφος στηρίζεται σε επιχειρήματα του L. de Blois. Πρβλ. σχετικά L. de Blois, Gallienus και υποσημ στις σ με ανάλογο επιγραφικό υλικό. Επίσης βλ. M. Christol, Carrières sénatoriales με εξαιρετικά ενδιαφέροντες καταλόγους όπου βρίσκουμε αποδελτιωμένες τις καριέρες συγκλητικών από τον Σ. Σεβήρο ως τον Γαλλιηνό ( ). 186 Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 318. L. de Blois, Gallienus 71. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 287. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 5, 32. M. Christol, Carrières sénatoriales L. de Blois, Gallienus 71. Βλ. επίσης J. Vogt, Constantin σχετικά με την άνοδο του κύρους της ιππικής τάξης και την αντίστοιχη μείωση της επιρροής της Συγκλήτου στα πολιτικοστρατιωτικά δρώμενα. 188 G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία R. Grosse, Militärgeschichte 6. Την άποψη του R. Grosse φαίνεται να υιοθετούν ο L. de Regibus (Gallieno 455) και πιο πρόσφατα ο M. Christol (Carrières sénatoriales υποσημ. 33 σ. 44). 191 R. Grosse, Militärgeschichte 6.
148 βαθμό, ώστε ο Φλάβιος Βεγέτιος στα τέλη του 4 ου αι. σχολίαζε ότι αυτοί ήταν οι ουσιαστικοί διοικητές των παλαιών λεγεώνων 192. Αντίθετα ο J. Osier υποστηρίζει ότι οι νέοι διοικητές των λεγεώνων (praefecti legionis) προέρχονταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από τους praefecti (castrorum) legionis 193. Αυτοί ήταν οι διοικητές των στρατοπέδων, όπου στάθμευαν οι λεγεώνες κατά την περίοδο της Ηγεμονίας. Το αξίωμα του στρατοπεδάρχη διέθετε αρχικά μεγάλο κύρος, αλλά από τα τέλη του 1 ου αι. οι αρμοδιότητές του περιορίστηκαν και αναλογικά η σημασία του αξιώματος υποβαθμίστηκε 194. Παρ όλα αυτά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λ.χ. εξαιτίας ανικανότητας ή αδυναμίας του συγκλητικού λεγάτου, οι στρατοπεδάρχες μπορούσαν να αναλάβουν τη διοίκηση λεγεώνων, αν και κάτι τέτοιο αμφισβητείται από παλαιότερους ιστορικούς, π.χ. τον R. Grosse και τον L. de Regibus 195. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο οι δύο τελευταίοι απορρίπτουν την πιθανότητα στελέχωσης της νέας ανώτατης διοίκησης των λεγεώνων από αξιωματικούς πρώην στρατοπεδάρχες 196. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο οι στρατοπεδάρχες ανελάμβαναν την ηγεσία μάχιμων αποσπασμάτων, όπως έχει πιστοποιήσει η σύγχρονη έρευνα 197. Ο J. Osier αναγνωρίζει ότι το αξίωμα του praefectus (castrorum) legionis το κατείχαν άνδρες που ανήκαν στην ιππική τάξη και προέρχονταν από επαγγελματίες στρατιώτες, οι οποίοι αναρριχήθηκαν στη θέση αυτή αφού υπηρέτησαν ως διοικητές κοόρτεων και ιλών, καθώς και ως τριβούνοι λεγεώνων 198. Ο L. de Blois αναφέρεται στις παραπάνω εκδοχές, τις οποίες και υιοθετεί ως εξίσου πιθανές να εξηγήσουν την προέλευση των διοικητών των λεγεώνων από την εποχή του Γαλλιηνού κι έπειτα 199. Προσθέτει επίσης την εκτίμηση ότι οι ανώτερες στρατιωτικές θέσεις είναι πιθανό να επανδρώθηκαν και από διάφορα στελέχη που κατείχαν άλλα αξιώματα στο στράτευμα, χωρίς όμως να γίνεται πιο συγκεκριμένος 200. Έχω την εντύπωση ότι αναφέρεται στους τριβούνους ιππικής καταγωγής που υπηρετούσαν στις λεγεώνες. Το διασωζόμενο επιγραφικό υλικό εκτιμώ πως συναινεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Ήδη από την εποχή του Τραϊανού και του Αδριανού μαρτυρούνται tribuni angusticlavii ως επικεφαλής στρατιωτικών τμημάτων και αποσπασμάτων που ανελάμβαναν την διεκπεραίωση Vegetius 2.8: «centurio primi pili tamquam caput totius legionis». 193 Πρβλ. J. Osier, Emergence Σχετικά με το αξίωμα του «praefectus castrorum» και τις αρμοδιότητές του βλ. J. Osier, Emergence R. Grosse, Militärgeschichte 5-6. L. de Regibus, Gallieno J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» 389. G. Webster, Imperial Army 117. B. Dobson, Praefectus Castrorum Aegypti Επίσης G. D. Tully, Στρατάρχης και D. B. Saddington, Praefecti Castrorum (ειδικά για το πρόβλημα αν αυτοί έπαιρναν μάχιμες διοικήσεις). 195 Πρβλ. J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» 389. G. Webster, Imperial Army 117. J. Osier, Emergence Αντιθέτως R. Grosse, Militärgeschichte 5-6. L. de Regibus, Gallieno Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 5-6. L. de Regibus, Gallieno Βλ. G. D. Tully, Στρατάρχης D. B. Saddington, Praefecti Castrorum με ανάλογες παραθέσεις πηγών. 198 Βλ. π.χ. CIL III.381, IX.798, IX.3672, X.1262, XI.1056, XII Βλ. J. Osier, Emergence Πρβλ. L. de Blois, Gallienus με τις σχετικές υποσημ. 200 L. de Blois, Gallienus 41.
149 90 ειδικών επιχειρήσεων 201. Ο ίδιος εξάλλου ο L. de Blois σε άλλο σημείο της μελέτης του εκτιμούσε ότι η απώλεια των συγκλητικών τριβούνων αντισταθμίστηκε με τον διορισμό πιθανότατα περισσότερων τριβούνων ιππικής καταγωγής στις λεγεώνες 202. Εντούτοις η ουσία έγκειται κατά τη γνώμη μου σε μία άλλη διαπίστωση του ίδιου μελετητή, ο οποίος υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι praefecti legionis προέρχονταν από τα σπλάχνα του στρατού. Τόσο οι praefecti castrorum όσο και οι primipili iterum ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που αναρριχήθηκαν από τις κατώτερες βαθμίδες του στρατού και απέκτησαν τον τίτλο του Ρωμαίου ιππέα (eques Romanus) 203. Ο πλήρης τίτλος των νέων διοικητών των λεγεώνων ήταν «praefectus legionis agens vices legati» 204. Στα ελληνικά ο τίτλος μπορεί να αποδοθεί ως «έπαρχος λεγεώνας εκτελών χρέη λεγάτου». Κατ αυτόν τον τρόπο δεν διακοπτόταν -φαινομενικά τουλάχιστονο δεσμός με την μακρόχρονη παράδοση, σύμφωνα με την οποία η θέση του διοικητή της λεγεώνας ανήκε δικαιωματικά σε μέλη της Συγκλήτου 205. Όπως σχολιάζει ο J. Osier, η μεταρρύθμιση αυτή φαίνεται πως εισήχθη σταδιακά και προσεκτικά, επειδή οι Ρωμαίοι δεν αποδέχονταν εύκολα αλλαγές, οι οποίες διατάρασσαν το «mos maiorum» (τα προγονικά ήθη) 206. Η παραπάνω ορολογία χρησιμοποιήθηκε ώστε να πιστοποιήσει τον προσωρινό χαρακτήρα αυτών των ρυθμίσεων 207. Γεγονός πάντως παραμένει ότι οι διοικητές των λεγεώνων του Γαλλιηνού και των διαδόχων του ήταν πλέον επαγγελματίες στρατιωτικοί, επαρκώς καταρτισμένοι, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των ιππέων και προέρχονταν συνήθως από τη βάση του στρατεύματος. Μπορεί λοιπόν να φαίνεται ότι αυτοκράτορες όπως ο Γαλλιηνός προτιμούσαν τους ιππείς από τους συγκλητικούς, αλλά στην ουσία τα μέτρα τους ήταν κυρίως προς όφελος της κατώτερης στρατιωτικής τάξης, δηλαδή των οπλιτών και των υπαξιωματικών, οι οποίοι ήταν δυνατό να προσδοκούν πλέον σε μία πετυχημένη σταδιοδρομία σε θέσεις προορισμένες για ιππείς στον στρατό και στη διοίκηση 208. Νομίζω πως είναι ενδεικτικό ότι στα μέσα περίπου του 3 ου αι. αρκετά μέλη της Συγκλήτου προέρχονταν από πρώην στρατιωτικούς, που ανήλθαν στην τάξη των ιππέων κατά τη διάρκεια της καριέρας τους Βλ. σχετικά ILS CIL VI ILS Bλ. R. E. Smith, Dux Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 37 και υποσημ. 74 στην ίδια σελ. 203 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 4. L. de Regibus, Gallieno 455. J. Osier, Emergence L. de Blois, Gallienus 39. M. Christol, Carrières sénatoriales 44. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. J. Osier, Emergence 683. Παρομοίως βλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army J. Osier, Emergence 683. Σχετικά με τη σημασία του «mos maiorum» για τους Ρωμαίους βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Πρβλ. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy W. Seston, Dioclétien L. de Blois, Gallienus 43, 55. Πρβλ. επίσης L. de Regibus, Gallieno 461. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 418. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 289. A. Demandt, Militäradel 611. Για τους υπαξιωματικούς τον 3 ο αι. βλ. και J. F. Gilliam, The Ordinarii and Ordinati of the Roman Army, TAPhA 71 (1940) (=J. F. Gilliam, MAVORS 2, σ. 1-22). 209 L. de Blois, Gallienus 60. Γ. Καλαφίκης, Βάλης 49.
150 Αυτή η διαδικασία έχει τις απαρχές της γύρω στο 170, οπότε έμπειροι viri militares ανήλθαν αρχικά στην ιππική τάξη και, αφού υπηρέτησαν ως ιππείς αξιωματικοί, απέκτησαν κατόπιν συγκλητικά στρατιωτικά αξιώματα 210. Από τα μέσα του 3 ου αι. (ιδίως από το 260 και μετά) εξέλιπαν οι λόγοι ένταξής τους στη συγκλητική τάξη. Αυτό συνέβαινε διότι από το 260 κι έπειτα οι περισσότεροι ιππείς (πολλοί απ αυτούς ήταν, όπως είδαμε, viri militares) μπορούσαν να ανέλθουν σε εξαιρετικά υψηλά αξιώματα, χωρίς να είναι συγκλητικοί 211. Ακόμη και το επιτελείο και τη συνοδεία του αυτοκράτορα απάρτιζαν πλέον στρατιωτικοί που ανήκαν στην τάξη των ιππέων 212. Κάθε άλλο παρά συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι ο Γαλλιηνός ανέθεσε σε τέτοιους άνδρες τη διοίκηση του νέου ιππικού κρούσης των equites. Όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως παρακάτω, ο κύριος όγκος αυτών των αξιωματούχων προερχόταν από την Παννονία και το Ιλλυρικό. Άλλωστε η περιφέρεια γενικά του Ιλλυρικού προμήθευε τους καλύτερους και περισσότερους άνδρες για τον στρατό του χειμαζόμενου αυτοκράτορα. 91 γ) Ο «θρίαμβος» της Παννονίας και του Ιλλυρικού. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της μονοκρατορίας του Γαλλιηνού αυτοί που κυρίως επωφελήθηκαν από τις προαναφερθείσες εξελίξεις ήταν στρατιωτικοί από την Παννονία, το Ιλλυρικό, τη Θράκη και γενικά από τις παραδουνάβιες επαρχίες 213. Εν μέρει κάτι τέτοιο ήταν φυσιολογικό, αφού εκείνη την περίοδο οι παραδουνάβιες επαρχίες αποτελούσαν τον κορμό της κολοβωμένης αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, είναι δεδομένο ότι παράλληλα ελαττώθηκε ο αριθμός των αξιωματούχων, που προέρχονταν από την Ιταλία και γενικά τις δυτικές επαρχίες (Βόρεια Αφρική, Ισπανία και Γαλατία) 214. Οι περισσότεροι στρατηγοί που συνεργάστηκαν με τον Γαλλιηνό και οι οποίοι αποτελούσαν τη συνοδεία του αυτοκράτορα κατάγονταν από τις βαλκανικές επαρχίες, όπως ο Αυρήολος, ο Μαρκιανός, ο Κλαύδιος Γοτθικός, ο Αυρηλιανός κ.ά Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες της περιόδου κατάγονταν επίσης από τις παραδουνάβιες επαρχίες 216. Οι προαναφερθέντες στρατηγοί και αυτοκράτορες ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τις ευκαιρίες που δημιούργησε ο Γαλλιηνός και οι διάδοχοί 210 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 61. Επίσης G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 287. M. Christol, Carrières sénatoriales 38. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 8 με αρκετά σχετικά παραδείγματα και με ανάλογη παράθεση πηγών. R. E. Smith, Dux Γ. Καλαφίκης, Βάλης L. de Blois, Gallienus 61. W. Seston, Dioclétien 318. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy Βλ. L. de Blois, Gallienus L. de Blois, Gallienus Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 55. Παρ όλα αυτά ο Ζώσιμος (1.37.2) μας πληροφορεί ότι στην Ιταλία διενεργήθηκε έκτακτη στρατολόγηση για τις ανάγκες του πολέμου εναντίον των Αλαμαννών το Πρβλ. L. de Blois, Gallienus H.-G. Pflaum, Reform 110. J. Osier, Emergence 686. G. Alföldy, Κρίση L. de Blois, Gallienus 56. Παρομοίως βλ. G. Alföldy, Κρίση 594. Του ιδίου, Ρωμαϊκή Κοινωνία 305. Αναλυτικότερα R. Syme, Danubian Emperors
151 92 του με τα μέτρα τους προς όφελος της στρατιωτικής τάξης 217. Όπως σχολίαζε χαρακτηριστικά ο Αυρήλιος Βίκτωρ, αναφερόμενος στους ηγεμόνες της Τετραρχίας ( ): «είχαν όλοι πατρίδα τους το Ιλλυρικό μολονότι διέθεταν λίγη μόρφωση, είχαν σκληραγωγηθεί επαρκώς στις άτεγκτες συνθήκες της υπαίθρου και της στρατιωτικής υπηρεσίας, ώστε να αποδειχτούν άριστοι στη διακυβέρνηση της πολιτείας» 218. Η άνοδος τόσων Ιλλυριών σε υψηλόβαθμες θέσεις στον στρατό αλλά και στη διοίκηση μετά το 260 είναι πλήρως κατανοητή, εφόσον αναλογιστούμε ότι γύρω στα μέσα του 3 ου αι. όλο και περισσότεροι στρατιώτες προέρχονταν από τις βαλκανικές επαρχίες. Ήταν λοιπόν λογικό κάθε μέτρο του Γαλλιηνού προς όφελος του στρατού να είναι ιδιαίτερα προνομιακό για εκείνους. Δεν πρέπει άλλωστε να παραβλέπουμε το γεγονός ότι αυτοί οι στρατιωτικοί από τις επαρχίες του Δούναβη και των Βαλκανίων επωφελήθηκαν τα μέγιστα από τα μέτρα του Γαλλιηνού, αφού μετά το 259 οι στρατιές της Βρετανίας και του Ρήνου ακολούθησαν τον σφετεριστή Πόστουμο, ενώ οι στρατιές της Ανατολής είχαν αποδεκατιστεί από τον λοιμό του 261. Άρα οι στρατιές του Δούναβη αποτελούσαν πλέον το μεγαλύτερο και καλύτερο τμήμα του στρατού του Γαλλιηνού και βρίσκονταν σε άριστη θέση να εκμεταλλευτούν τις νέες εξελίξεις 219. Σε γενικές γραμμές η πλειονότητα των στρατιωτών που στελέχωναν τον στρατό του Γαλλιηνού και των άμεσων διαδόχων του προερχόταν από τις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Παννονίας 220. Οι στρατιωτικές δυνάμεις στον Δούναβη αποτελούσαν ήδη από τον 2 ο αι. ένα από τα ισχυρότερα συγκροτήματα μάχης του ρωμαϊκού στρατού, αφού στο σύνολό τους προσέγγιζαν τους άνδρες 221. Οι παραδουνάβιες επαρχίες προμήθευαν στα μέσα του 3 ου αι. όχι μόνον τους καλύτερους στρατιώτες, αλλά και τους καλύτερους αξιωματικούς για τον στρατό του αυτοκράτορα 222. Αυτή ήταν βέβαια μία φυσική εξέλιξη, αφού από τη μία πλευρά ολόκληρες περιφέρειες όπως η Γαλατία, η Βρετανία, η Ισπανία και η ρωμαϊκή Ανατολή είχαν ουσιαστικά ή τυπικά ανεξαρτητοποιηθεί, ενώ από την άλλη η Ιταλία και η βόρεια Αφρική είχαν πάψει προ πολλού να προσφέρουν άντρες ικανούς για 217 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus υποσημ. 147 σ. 56. H.-G. Pflaum, Reform HA, Claud. 11.9, 14.2 (Κλαύδιος Γοτθικός) Aur (Αυρηλιανός). Aurelius Victor, de Caes : «His sane omnibus Illyricum patria fuit: qui, quamquam humanitatis parum, ruris tamen ac militiae miseriis imbuti satis optimi reipublicae fuere» (Διοκλητιανός, Κωνστάντιος) 37.4 (Πρόβος). Epitome de Caes (Μαξιμιανός), (Γαλέριος). Eutropius (Διοκλητιανός). Βλ. H.-G. Pflaum, Reform 117. Επίσης G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία J. Wilkes, Ιλλυριοί 340. Ο R. Syme (Danubian Emperors ) προτιμά να τους ονομάζει γενικά «βαλκάνιους» ή «παραδουνάβιους» αυτοκράτορες, παρά να τους προσάψει τον εθνικό προσδιορισμό «Ιλλυριοί». 219 Στην παράγραφο αυτή βασίζομαι σε απόψεις του L. de Blois (Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 56-57). 220 Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 17. M. Grant, Climax 16. R. McMullen, Roman Response J.-M. Carrié-J.-L. Ferrary -J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου Βλ. σχετικά L. de Blois, Gallienus 17, 55-56, 83, 86. Παρομοίως βλ. J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου για τις πολεμικές αρετές των λαών της χερσονήσου και ιδιαίτερα των Θρακών. Ο J. Wilkes (Ιλλυριοί 372) αρχαιολόγος/ιστορικός που ασχολήθηκε με την ιστορία και τον πολιτισμό του Ιλλυρικού κατά την αρχαιότητα- σχολιάζει εύσχημα ότι ο χαρακτηρισμός «Illyricianus» από προσδιοριστικό εθνικής καταγωγής κατέληξε να σημαίνει τον ικανό στις στρατιωτικές υποθέσεις.
152 τη στελέχωση των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων. Τον πυρήνα της επικράτειας του Γαλλιηνού και των δύο διαδόχων του, Κλαυδίου του Γοτθικού και Αυρηλιανού, αποτελούσαν λοιπόν οι παραδουνάβιες επαρχίες. Ήταν ευτύχημα, όχι απλώς για τον Γαλλιηνό, αλλά και για την αυτοκρατορία, το γεγονός ότι οι Θράκες, οι Ιλλυριοί και οι Παννονοί στρατιώτες διακατέχονταν από τόσο ανεπτυγμένο αίσθημα του καθήκοντος, διαποτισμένο με ισχυρές δόσεις «ρωμαϊκού» πατριωτισμού. Την αφοσίωση των Ιλλυριών στελεχών και οπλιτών δεν παρέλειπε να τονίζει και η επίσημη κρατική προπαγάνδα με συνθήματα όπως «Genius Exercitus Illyriciani», «Genius και Virtus Illyrici» 223. Όπως εύστοχα σχολιάζει ο M. Grant, είχαν μέσα στις καρδιές τους την «αιώνια Ρώμη» (Roma aeterna) ως σύμβολο και ως αχώριστη σύντροφο και της δικής τους πατρίδας είχαν επίσης πλήρη συνείδηση της αποστολής τους και της συνεισφοράς τους στη Ρώμη 224. Ο J. Vogt επισημαίνει ότι οι Ιλλυριοί υπερασπίστηκαν με φανατισμό τη Ρώμη και στην ουσία ταυτίστηκαν μαζί της 225. Μάλιστα σε πανηγυρικό λόγο που εκφωνήθηκε στα τέλη του 3 ου αι. αναφερόταν ότι η Παννονία ήταν κυρίαρχη ανάμεσα στους λαούς χάρη στην ανδρεία των κατοίκων της, ενώ η Ιταλία μόνο χάρη στην παλιά της δόξα 226. Τον 4 ο αι. ο Αμμιανός Μαρκελλίνος έγραφε ότι ο στρατός του Ιλλυρικού διακρινόταν για το μαχητικό του πνεύμα και τη διάθεσή του να ακολουθεί εμπειροπόλεμους ηγήτορες σε περιόδους συγκρούσεων χαρακτήριζε δε τους Θράκες ως πολεμοχαρή λαό 227. Ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος χαρακτήριζε τους Ιλλυριούς «μαχιμωτάτους» 228. Την ίδια εποχή ο Φλάβιος Βεγέτιος σχολίαζε ότι οι Θράκες, οι Μοισοί και οι Δάκες διέθεταν τέτοιες πολεμικές αρετές, ώστε πολλοί θεωρούσαν ότι ο θεός Άρης είχε γεννηθεί ανάμεσά τους 229. Ο L. de Blois αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «ο 3 ος αιώνας...υπήρξε ο αιώνας του θριάμβου του Ιλλυρικού και της Παννονίας» 230. Οι J. Carrié, J. Ferrary και J. Scheid θεωρούν, τέλος, ότι «ο στρατός του Δούναβη, με την πίστη και την ανθεκτικότητά του έσωσε κατά τον 3 ο αι. τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τη διάλυση κάτω από τα πλήγματα των βαρβαρικών επιθέσεων» Βλ. ενδεικτικά D. Hoffmann, Bewegungsheer I M. Grant, Climax 16. Παρομοίως R. McMullen, Roman Response Πρβλ. J. Vogt, Constantin Paneg. Maximiano Aug. X(II).2.2: «Quis enim dubitat quin multis iam saeculis Italia quidem sit gentium domina gloriae vetustate, sed Pannonia virtute?». Βλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 290. Του ιδίου, Κρίση Αμμιανός : «Illyricum exercitum, pulvere coalitum Martio, promptumque in certaminibus bellicoso iungi rectori» : «bellatrices Thraciae gentes». 228 Λιβάνιος, Λόγοι Vegetius 1.28: «Dacos autem et Moesos et Thracas in tantum bellicosos semper fuisse manifestum est, ut ipsum Martem fabulae apud eos natum esse confirment». Βλ. παρόμοιες κρίσεις στους J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου L. de Blois, Gallienus 17. Επίσης ο D. Hoffmann (Bewegungsheer I ) αναφέρει όλες τις πηγές. 231 J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου 145. Ο J. J. Wilkes (Dalmatia, [History of the Provinces of the Roman Empire] London 1969, σ. 416) αξιολογεί ως καίρια τη συμβολή των Δαλματών και γενικά των Ιλλυριών στη διάσωση της αυτοκρατορίας τον 3 ο αι.
153 94 δ) Ο θεσμός των «προτηκτόρων» (protectores divini lateris). Το σώμα των protectores divini lateris αποτελεί ακόμη έναν νεωτερισμό αυτής της κομβικής περιόδου και αρχικά τουλάχιστον ενεργούσαν ως σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, όπως άλλωστε φανερώνει και η επωνυμία τους [κυριολεκτικά: προστάτες του θείου σώματος/(προσώπου)] 232. Ο R. Grosse θεωρεί ωστόσο ότι ο θεσμός έχει τις απαρχές του στη βασιλεία του αυτοκράτορα Καρακάλλα ( ), στηριζόμενος σε μαρτυρία της Historia Augusta 233. Την εκδοχή αυτή απορρίπτει ουσιαστικά ο R. I. Frank, σύμφωνα με τον οποίο τη συνοδεία του Καρακάλλα αποτελούσαν ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές 234. Ο χρονογράφος του 9 ου αι. Γεώργιος Μοναχός ανήγαγε τη δημιουργία του σώματος των προτηκτόρων στη σύντομη βασιλεία του Βαλβίνου το 238, οπότε «Μετὰ δὲ Πούπλιον ἐβασίλευσε Βαλβῖνος Ιουνίωρ μῆνας γ, ὃς πρῶτος ἐποίησε κανδιδάτους καὶ προτήκτορας», ενώ τον 11 ο αι. ο χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός σημείωσε, ελαφρά διαφοροποιημένος σε σχέση με τον Γεώργιο Μοναχό, ότι: «Μετὰ δὲ τοῦτον (ενν. τον Βαλβίνο) ἐβασίλευσεν Ιουνίωρ (δηλαδή ο Γορδιανός Β ) μῆνας τρεῖς, ὃς πρῶτος ἐποίησε κανδιδάτους καὶ πρωτίκτωρας, καὶ τὸ τάγμα τῶν σχολαρίων συστησάμενος ἐκάλεσεν αὐτὸ Ιουνιώρων εἰς τὸ ἴδιον ὄνομα» 235. Δυστυχώς αγνοούμε την ακριβή προέλευση των πηγών που χρησιμοποίησαν. Ο R. I. Frank και ο L. de Blois πιστεύουν ότι οι προτήκτορες πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του , δηλαδή λίγο πριν από την περίοδο της μονοκρατορίας του Γαλλιηνού 236. Κάποιοι άλλοι τέλος εκτιμούν ξεκάθαρα ότι ο Γαλλιηνός ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία του σώματος των προτηκτόρων 237. Η εκτίμηση αυτή προβάλλεται συνήθως σε εγχειρίδια γενικής ιστορίας και σε μελέτες σχετικά με την οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού, όπου οι συγγραφείς δεν δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στον θεσμό. Ωστόσο, ο M. Christol, σε άρθρο του αποκλειστικά για τους προτήκτορες συνέδεσε άμεσα, και θεωρώ πειστικά, τη γέννηση του θεσμού με την ευρύτερη περίοδο της βασιλείας του Γαλλιηνού, δη- 232 CIL III CIL XI.4082, ILS Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 13 σχετικά με τον χαρακτηρισμό «divini lateris/divinorum laterum». J. Vogt, Constantin HA, Car. 5.8, 7.1. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte Βλ. σχετικά Δίων Κάσσιος HA, Car Βλ. R. I. Frank, Scholae Palatinae Γεώργιος Μοναχός, Σύντομον Χρονικόν Γεώργιος Κεδρηνός Όπως θα διαπιστώσουμε στο ε μέρος, αρκετοί Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι τοποθετούν χρονολογικά την εμφάνιση όχι μόνο των προτηκτόρων αλλά και των κανδιδάτων (της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής του 4 ου αι.) και των σχολαρίων (της αυτοκρατορικής φρουράς του 4 ου αι.) επίσης στην ίδια περίπου εποχή, ανάμεσα στα έτη (βασιλείες Βαλβίνου, Γορδιανού Β και Γ και Φιλίππου του Άραβα). 236 Βλ. L. de Blois, Gallienus 44. R. I. Frank, Scholae Palatinae Ο R. I. Frank πιστεύει συγκεκριμένα ότι ο θεσμός εμφανίστηκε γύρω στο 250 πιθανώς επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Δεκίου, σίγουρα πάντως υπήρχαν γύρω στο 260. Ο L. de Blois τοποθετεί πιο ελαστικά την εμφάνιση των προτηκτόρων κατά την κρίσιμη δεκαετία του Βλ. A. Alföldi, Crisis 219. M. Grant, Climax 40. Y. Le Bohec, Imperial Army 39. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 14. Παρομοίως A. Piganiol, Empire chrétien
154 λαδή ανάμεσα στα έτη Πράγματι, οι πρώτες σωζόμενες επιγραφές που διασώζουν τον τίτλο «protector» χρονολογούνται στην εποχή του Γαλλιηνού, και συγκεκριμένα γύρω στο Προτιμώ, συνεπώς, να στηριχθώ απόλυτα στο επιγραφικό υλικό που μέχρι στιγμής έχει έρθει στο φως, παρά να υπεισέλθω σε ατελέσφορες εικασίες. Στην αρχή ο τίτλος του προτήκτορα δινόταν μόνο σε αξιωματικούς των στρατευμάτων της Ρώμης, όπως μαρτυρούν σχετικές επιγραφές 240. Από τη μονοκρατορία του Γαλλιηνού ( ) κι έπειτα αυξήθηκε εντούτοις σημαντικά ο αριθμός των προτηκτόρων, αφού ο τίτλος απονεμόταν πλέον και στους διοικητές των πολυάριθμων τότε στρατιωτικών αποσπασμάτων 241. Ο τίτλος αποδιδόταν επιπλέον σε όποιον κατόρθωνε να προαχθεί και σε ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα, όπως του praefectus legionis ή του tribunus militum 242. Αντίθετα ο W. Ensslin ισχυρίζεται ότι επί του Γαλλιηνού προτήκτορες εξακολουθούσαν να αναγορεύονται μόνον αξιωματικοί της φρουράς της Ρώμης 243. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, των ετών το σώμα των προτηκτόρων γιγαντώθηκε και ξέφυγε από τη στενή αρχικά έννοια της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα 244. Υπάρχουν ωστόσο ακόμη μελετητές που χαρακτηρίζουν λανθασμένα τους προτήκτορες απλώς ως μέλη της αυτοκρατορικής φρουράς 245. Ο Y. Le Bohec εκφέρει μάλιστα την εκτίμηση ότι οι προτήκτορες εκείνης της περιόδου συγκροτούσαν την εφεδρεία του ρωμαϊκού στρατού, διαπίστωση την οποία χαρακτηρίζω εντελώς άστοχη 246. Σε κάθε περίπτωση το διασωζόμενο επιγραφικό υλικό αποδεικνύει τη σημαντική αύξηση του αριθμού των προτηκτόρων κατά την περίοδο του Γαλλιηνού, καθώς και την Βλ. αναλυτικά M. Christol, Protectores Βλ. CIL XI.1836=ILS CIL III.3228=ILS 546. CIL III.3424=ILS 545. CIL III CIL III AE 1920, 108. AE 1965, 9 και 114. Βλ. M. Christol, Protectores και υποσημ. 11 σ Επίσης R. I. Frank, Scholae Palatinae CIL XI.1836: «L. Petronio L.f. Sab. Tauro Volusiano praef(ecto) praet(orio) em(inentissimo) v(iro) praef(ecto) vigul(um) p(erfectissimo) v(iro) trib(uno) coh(ortis) primae praet(oriae) Protect(ori) Augg. Nn. Item trib(uno) coh(ortis) IIII praet(oriae)». Επίσης CIL ΙΙΙ.3126 και 8751 περί της αναγόρευσης τριβούνων της φρουράς της Ρώμης σε προτήκτορες. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 15 και υποσημ. 2 στην ίδια σελ. J. Vogt, Constantin 37. R. I. Frank, Scholae Palatinae 34, L. de Blois, Gallienus A. Alföldi, Crisis 220. M. Christol, Protectores υποσημ. 11 σ Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Βλ. ενδεικτικά CIL ΧΙΙ.2228: «praepositi et ducenar(ii) protect(ores)». CIL XI.837. IGR I AE 1954, 135. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte J. Vogt, Constantin 37. R. I. Frank, Scholae Palatinae 35-37, 40. R. Saxer, Vexillationen 57. L. de Blois, Gallienus A. Alföldi, Crisis 220. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army L. de Blois, Gallienus 45. Πρβλ. επίσης R. Grosse, Militärgeschichte F. Lot, La fin 98. R. I. Frank, Scholae Palatinae 35-36, Οι τρεις τελευταίοι παραθέτουν και ανάλογο επιγραφικό υλικό. 243 W. Ensslin, The End of the Principate, στο CAH, Vol. XII, Cambridge 1956, σ , σ Αντιθέτως L. de Blois, Gallienus Πρβλ. L. de Blois, Gallienus J. Osier, Emergence S. Perowne, Roman World 21. J. Osier, Emergence 685. Οι J. C. Rolfe (Ammianus Marcellinus Vol. I υποσημ. 3 σ ) και Y. Le Bohec (Imperial Army 39) ενώ τους χαρακτηρίζουν ως «αυτοκρατορική φρουρά», ισχυρίζονται παράλληλα ότι αποτελούσαν στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από αξιωματικούς. 246 Y. Le Bohec, Imperial Army 39.
155 96 άνοδο του κύρους του θεσμού. Ο Βολουσιανός (Volusianus) ήταν πιθανώς ένας από τους πρώτους προτήκτορες και σημαίνουσα προσωπικότητα επί της βασιλείας του Γαλλιηνού. Αφού πρώτα ανέλαβε τη διοίκηση μονάδων της φρουράς της Ρώμης, προήχθη κατόπιν στο ανώτατο αξίωμα του επάρχου πραιτωρίων το 261 και στη συνέχεια του επάρχου της πόλεως Ρώμης (praefectus urbi) το Ο Μαρκιανός (Marcianus), ο οποίος ήταν στρατηγός του Γαλλιηνού στην εκστρατεία του αυτοκράτορα εναντίον των Γότθων το 267, έφερε επίσης τον τίτλο του προτήκτορα, όπως και ο Βιταλιανός (Vitalianus), διοικητής των στρατιωτικών μονάδων (vexillationes) στο Σίρμιο 248. Ο Τραϊανός Μουκιανός (Traianus Mucianus) που ξεκίνησε από απλός στρατιώτης προήχθη βαθμιαία σε εκατόνταρχο, προτήκτορα στρατιωτικών μονάδων στη Ρώμη, πρίγκηπα -δηλαδή διοικητή- προτηκτόρων (princeps protectorum), πριμοπίλο (primus pilus) και διοικητή της λεγεώνας IV Flavia (praefectus legionis), ώσπου τελικά ανέλαβε διοικητής (dux) των λεγεώνων IV Flavia και VII Claudia 249. Στη Ραιτία υπηρετούσε το 267 κάποιος Βαλέριος Μαρκελλίνος (Valerius Marcellinus) ως έπαρχος λεγεώνας και προτήκτορας 250. Επίσης η περίπτωση του καίσαρα Κωνστάντιου Χλωρού είναι κατά την άποψή μου εξόχως χαρακτηριστική. Αφού αρχικά υπηρέτησε ως προτήκτορας, στη συνέχεια διορίστηκε τριβούνος, πριν αναλάβει τη διοίκηση της επαρχίας της Δαλματίας 251. Φαίνεται ωστόσο ότι κάποιοι απ αυτούς εξακολουθούσαν ακόμη να υπηρετούν το πρόσωπο του αυτοκράτορα και ως σωματοφύλακες, όπως προκύπτει από σχετική επιγραφή της εποχής του Αυρηλιανού 252. Ο σκοπός της δημιουργίας του σώματος των προτηκτόρων ήταν πιθανώς η ανάπτυξη της αλληλεγγύης μεταξύ των νέων ανωτέρων αξιωματικών και η διάπλαση ισχυρών δεσμών ανάμεσα στους στρατιωτικούς ηγήτορες και τον αυτοκράτορα 253. Υπάρχει η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο θεσμός αυτός εξυπηρετούσε από την αρχή εκπαιδευτικές ανάγκες. Ο A. Alföldi αναφέρει: «The essential feature of the institution was residence at the Imperial camp as a kind of training as staff-officers» 254. Τέτοια μορφή θα πάρει, εντούτοις, ο θεσμός των προτηκτόρων μόλις τον 4 ο και 5 ο αι., όπως ορθά κατά τη γνώμη μου έχει επισημάνει ο A. H. M. Jones 255. Ο H.-G. Pflaum υποστηρίζει μάλιστα ότι οι 247 CIL XI Βλ. R. I. Frank, Scholae Palatinae 34, 40. L. de Blois, Gallienus Βλ. HA, Gall. 6.1, Claud Ζώσιμος (σταδιοδρομία του Μαρκιανού ως διοικητή του ρωμαϊκού στρατού κατά τη διάρκεια του γοτθικού πολέμου των ετών ). ILS 546=CIL III.3228 (σταδιοδρομία του Βιταλιανού κατά την περίοδο του Γαλλιηνού στο Σίρμιο). 249 IGR I Βλ. H.-G. Pflaum, Reform 110 (ειδικά για τη σταδιοδρομία του Τραϊανού Μουκιανού). R. I. Frank, Scholae Palatinae και υποσημ. 61 στις ίδιες σ. 250 ILS 545: «Val(erius) Marcellinus praef(ectus) leg(ionis), prot(ector) Aug(usti) n(ostri, a(gens) v(ices) l(egati), municipes ex provincia Raetia». 251 Origo Const. Imp HA, Car Βλ. L. de Blois, Gallienus 37, CIL III.327: «Claudi Herculani protectoris Aureliani Augusti...Claudius Dion[y]sius protector Augusti frater ipsius». Βλ. και R. I. Frank, Scholae Palatinae 35 και επίσης σ. 33, 40, Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 15. L. de Blois, Gallienus 45-46, 85. J. Osier, Emergence 685. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 14. Επίσης M. Grant, Climax A. Alföldi, Crisis Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire II
156 προτήκτορες του Γαλλιηνού λειτουργούσαν ενδεχομένως ως ένα είδος σύγχρονου «Γενικού Επιτελείου» (Generalstab) 256. Παρόμοιες απόψεις έχουν εκφράσει και άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί 257. Ο R. I. Frank κατέληξε σε ταυτόσημο συμπέρασμα με εκείνο του H.-G. Pflaum (a sort of general staff), αν και εκτιμά ότι η εξέλιξη αυτή συνέβη προς τα τέλη του 3 ου αι Τέτοιοι συνειρμοί θεωρώ ωστόσο ότι είναι ριψοκίνδυνοι. Παλαιοί Γερμανοί ιστορικοί, όπως ο R. Grosse και ο J. Vogt, υποστηρίζουν την προέλευση του θεσμού των προτηκτόρων από τη λεγόμενη «Gefolge-Comitatus», τη στρατιωτική δηλαδή συνοδεία των Γερμανών ηγεμόνων 259. Έχω την εντύπωση ωστόσο ότι οι παρατηρήσεις τους διαστρεβλώνονται από το εθνικιστικό πρίσμα που πρυτάνευε εκείνη την εποχή στη Γερμανία, δηλαδή από τα τέλη του 19 ου ως τα μέσα του 20 ου αι. Ο R. I. Frank απορρίπτει τέτοιες προσεγγίσεις ως εντελώς αβάσιμες, διότι κατά τη γνώμη του δεν ήταν δυνατόν οι Ρωμαίοι να εμπνέονται και ν ακολουθούν βαρβαρικές πρακτικές σε μια εποχή κατά την οποία αγωνίζονταν διαρκώς εναντίον των Γερμανών 260. Άλλοι ιστορικοί πάλι, όπως ο A. Alföldi, συνδέουν τους προτήκτορες με τους «φίλους» και «σωματοφύλακας» των βασιλέων της ελληνιστικής εποχής που είχαν παρόμοιο θεσμικό ρόλο 261. Σε τέτοιες αναλύσεις ίσως υποκρύπτεται η διάσταση της απολυταρχοποίησης του ρωμαϊκού πολιτεύματος στα πρότυπα των ανατολικών μοναρχιών, παλαιών και νέων. Ο L. de Blois πιστεύει πάντως ότι οι αναλογίες των προτηκτόρων είτε με την πολεμική συνοδεία των Γερμανών ηγεμόνων είτε με τους βασιλικούς βοηθούς των μοναρχών της ελληνιστικής Ανατολής είναι μία σχέση που δύσκολα μπορεί να αποδειχτεί 262. Την άποψή του συμμερίζομαι και εγώ. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι ο Γαλλιηνός επένδυσε τόσο πολύ στον νεόδμητο αυτό θεσμό, αφού ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τόσους πολλούς σφετεριστές, όσους κανείς άλλος από τους προκατόχους του 263. Ο J. Osier σχολιάζει Πρβλ. H.-G. Pflaum, Kaiserreich J. Vogt, Constantin 234: «Es gab auch noch die Einrichtung der protectores, ein besonderes Offizierkorps, eine Pflanzschule für die höheren Kommandostellen nach Art eines Generalstabs» και σ. 37. M. Grant, Climax 40: «a select club of staff college (protectores) stationed in the imperial camp and attached to his own person». Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 14: «in Gallienus day the holders of the title formed a staff college». 258 Βλ. R. I. Frank, Scholae Palatinae Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte J. Vogt, Constantin 37. Τις απόψεις των δύο προαναφερθέντων συμμερίζονται οι C. W. C. Oman (Art of War 12-13) και A. Piganiol (Empire chrétien 368, διαβλέπει ακόμη και γαλατικές επιρροές!). Τον comitatus των Γερμανών ηγεμόνων μνημονεύει ο Τάκιτος (Germania 13-14). 260 Βλ. R. I. Frank, Scholae Palatinae υποσημ. 58 σ Πρβλ. A. Alföldi, Crisis 219. Την εκτίμηση ότι ο Γαλλιηνός ακολούθησε σχετικά ελληνικά πρότυπα συμμερίζεται και ο M. Grant (Climax 40). Αναφορικά με τον θεσμό των «φίλων» και «σωματοφυλάκων» βλ. ειδικότερα F. W. Walkbank, Ο Ελληνιστικός Κόσμος, μτφ. Τ. Δαρβέρης, Θεσσαλονίκη 1993 (Τίτλος πρωτοτύπου: F. W. Walkbank, The Hellenistic World [Fontana History of the Ancient World] Cambridge 1981), σ L. de Blois, Gallienus Παρομοίως R. McMullen, Roman Response L. de Blois, Gallienus 47. Πρβλ. επίσης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 14.
157 98 ωστόσο ότι ο επιθυμητός βαθμός νομιμοφροσύνης των στρατιωτικών προς τον αυτοκράτορα μάλλον δεν επετεύχθη, διότι και ο Γαλλιηνός δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του κάποτε στενού του συνεργάτη και κατόπιν σφετεριστή Αυρήολου (268) 264. Η συνωμοσία εξυφάνθηκε από ανώτερους αξιωματικούς, δούκες και τριβούνους, του επιτελείου του αυτοκράτορα με τη συμμετοχή των μελλοντικών αυτοκρατόρων Κλαύδιου Γοτθικού και Αυρηλιανού 265. Αλλά και ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός δολοφονήθηκε το 275 από στελέχη της φρουράς του 266. ε) Τα γενικότερα κίνητρα για τις μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών. Κατά τη γνώμη μου, οι αιτίες που ώθησαν τον Γαλλιηνό να προβεί σ αυτές τις ρυθμίσεις, τις οποίες στη συνέχεια διατήρησαν και παγίωσαν οι διάδοχοί του, ήταν τρεις: α) η αποκατάσταση της πειθαρχίας στο στράτευμα, β) η αποφυγή κινημάτων και γ) ο προσεταιρισμός των Παννονών, Ιλλυριών και Θρακών στρατιωτών. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του 3 ου αι. η πειθαρχία στον στρατό είχε πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα 267. Σ αυτήν την εξέλιξη συνέβαλαν δύο παράγοντες: πρώτον, η δεδομένη στρατιωτική απειρία των ανωτέρων αξιωματικών συγκλητικής καταγωγής και δεύτερον, η διαρκώς εντεινόμενη διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στη μάζα των απλών στρατιωτών και στους ολιγάριθμους συγκλητικούς αξιωματούχους 268. Η ελληνορωμαϊκή αριστοκρατία είχε πλέον ελάχιστα κοινά με τους ημιβάρβαρους στρατιώτες των συνόρων οι διαφορές που τους χώριζαν ήταν βαθιές και εδράζονταν σε πολιτιστικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς, ακόμη και «εθνικούς» παράγοντες 269. Γι αυτόν τον λόγο αποκλείστηκαν οι συγκλητικοί από τα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα και προωθήθηκαν στη θέση τους άνδρες της ιππικής τάξης, οι οποίοι πολύ συχνά προέρχονταν από απλούς στρατιώτες. Οι μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών σκόπευαν επίσης στη μείωση των πιθανοτήτων έκρηξης στρατιωτικών κινημάτων και άλλων παρόμοιων διασπαστικών κινήσεων στο εσωτερικό του ρωμαϊκού κράτους 270. Η εμπειρία ενός ολόκληρου αιώνα εξελίξεων, πολέμων και κινημάτων ( ) απέδειξε πόσο επικίνδυνη είχε καταστεί για τον θρόνο η τάση προς τον διαχωρισμό του στρατού σε επιμέρους περιφερειακά συγκροτήματα λεγεώνων και συμμαχικών μονάδων. Φαίνεται πως ο Γαλλιηνός είχε αντιληφθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από τους υπόλοιπους αυτοκράτορες της περιόδου, ότι η εξάρτηση των 264 J. Osier, Emergence 685. Ειδικότερα για την αποστασία Αυρήολου: A. Alföldi, Kavalleriereform Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η δολοφονία του Γαλλιηνού βλ. Ζώσιμος HA, Gall Aurelius Victor, de Caes Δολοφονία του Αυρηλιανού: Eutropius Aurelius Victor, de Caes Ζώσιμος Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 51, 70. L. de Regibus, Gallieno Πρβλ. L. de Blois, Gallienus 70. J. Osier, Emergence 679. L. de Regibus, Gallieno Πρβλ. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. επίσης A. Demandt, Militäradel Πρβλ. J. Osier, Emergence 685, ο οποίος ωστόσο υπερτονίζει τον ρόλο του Γαλλιηνού και αποδίδει σε αυτόν συγκεκριμένα όλες τις αλλαγές στο σώμα των αξιωματικών.
158 στρατιωτών περισσότερο με τους αξιωματικούς τους και τον τόπο όπου υπηρετούσαν, παρά με την κεντρική εξουσία, έπρεπε να περιοριστεί. Δεν κατόρθωσε ωστόσο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα συνολικά. Περιορίστηκε στην προσπάθεια δημιουργίας ισχυρών διαπροσωπικών δεσμών μεταξύ των αξιωματικών και του αυτοκράτορα και έσπευσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ανώτερων στρατιωτικών διοικητών 271. Για να επιτύχει στις παραπάνω επιδιώξεις ανέπτυξε ιδιαίτερα τον θεσμό των προτηκτόρων 272. Ο ίδιος αυτοκράτορας είχε επιπλέον αντιληφθεί ότι οι συγκλητικοί αξιωματικοί αντιπροσώπευαν μεγάλο κίνδυνο για την αυτοκρατορική εξουσία 273. Η ύπαρξη τέτοιων αξιωματούχων στον στρατό διευκόλυνε επαφές ανάμεσα σε πλούσιους συγκλητικούς και συνωμότες στρατηγούς τα κινήματα άλλωστε του Ιγγενούου, του Ρηγαλιανού και του Πόστουμου έφεραν πιθανώς στο προσκήνιο τη σχέση αυτών των στρατιωτικών κινημάτων με την πολιτική συγκεκριμένων συγκλητικών κύκλων, που αντιμάχονταν τις επιλογές του αυτοκράτορα Γαλλιηνού 274. Η σύνδεση λοιπόν διαφόρων συγκλητικών με κινηματίες στρατηγούς στάθηκε μία ακόμη αφορμή για τον αποκλεισμό τους από την κατοχή στρατιωτικών αξιωμάτων. Μία ακόμη αιτία των μεταρρυθμίσεων που περιγράψαμε ήταν ασφαλώς ο προσεταιρισμός των Ιλλυριών, Παννονών και Θρακών στρατιωτών, οι οποίοι απάρτιζαν τον κύριο όγκο των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη. Όπως προαναφέραμε, πολλοί απ αυτούς τους στρατιωτικούς προήχθησαν στην τάξη των ιππέων. Άρα ένας επιπλέον λόγος για την προώθηση αποκλειστικά ιππέων στα ανώτερα στρατιωτικά αξιώματα ήταν και η εξασφάλιση σταθερής υποστήριξης από το συγκεκριμένο αυτό κοινωνικό στρώμα 275. Άρα ο Γαλλιηνός και οι διάδοχοί του επιδίωξαν μέσα από τις μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών να διασφαλίσουν τη θέση τους διασπώντας τους δεσμούς της ιθύνουσας τάξης της αυτοκρατορίας με τον στρατό, ο οποίος είχε καταστεί ο κυρίαρχος πόλος εξουσίας. Από την εποχή του και εξής οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς δεν είχαν γεννηθεί πλούσιοι, αλλά ήλπιζαν να πλουτίσουν με το να διακριθούν κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους στον στρατό και στη διοίκηση 276. Η εξάρτησή τους προς το πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν μεγαλύτερη απ ό,τι των πλούσιων συγκλητικών, γιατί είχαν ανάγκη τις δωρεές και την εύνοιά του προκειμένου να ανέλθουν σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις 277. Έτσι οι δεσμοί ανάμεσα στο σώμα των αξιωματικών και τον αυτοκράτορα ισχυροποιήθηκαν, εξέλιξη που μπορεί να μην έφερε μακροπρόθεσμα την περιπόθητη καθεστωτική σταθερότητα, είχε όμως ευεργετικά αποτελέσματα στον τιτάνιο αγώνα της απόκρουσης των βαρβάρων εισβολέων και της αποκατάστασης της αυτοκρατορικής επικράτειας Πρβλ. J. Osier, Emergence 685. J. Vogt, Constantin Πρβλ. J. Osier, Emergence L. de Blois, Gallienus 82. W. Seston, Dioclétien 317. W. T. Arnold, Provincial Administration L. de Blois, Gallienus 52, 57-58, 82. W. Seston, Dioclétien Πρβλ. J. Osier, Emergence 686. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία L. de Blois, Gallienus Πρβλ. L. de Blois, Gallienus
159 100 Παρόμοια ευεργετικά αποτελέσματα είχαν και οι τροποποιήσεις στον στρατό και στην αμυντική στρατηγική, τις οποίες περιγράψαμε στα δύο προηγούμενα κεφάλαια. στ) Κριτική των μεταρρυθμίσεων στο σώμα των αξιωματικών. Ήδη από την εποχή της ύστερης αρχαιότητας είχαν διατυπωθεί διϊστάμενες απόψεις αναφορικά με την πολιτική του αυτοκράτορα Γαλλιηνού, ειδικά μάλιστα για τις μεταρρυθμίσεις του στο σώμα των αξιωματικών, τις οποίες εντούτοις συνέχισαν και ολοκλήρωσαν οι διάδοχοί του. Στις αρχές του 5 ου αι. ο ιστορικός Αυρήλιος Βίκτωρ σχολίαζε τις μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών με σαφώς επικριτικό τρόπο για τον Γαλλιηνό, αφήνοντας ωστόσο υπονοούμενα για παράλληλη ανεπάρκεια της συγκλητικής τάξης. Υποστήριζε συγκεκριμένα ότι: «παρά τη συσσώρευση πολλών δεινών στο ρωμαϊκό κράτος, ο Γαλλιηνός όξυνε περαιτέρω τις πληγές εξαιτίας της δικής του δειλίας και ανικανότητας, διότι μεταβίβασε την εξουσία από τους ευγενείς [σε άνδρες προφανώς ταπεινής καταγωγής], απαγόρευσε τη στρατιωτική σταδιοδρομία στους συγκλητικούς και τους εκδίωξε από το στράτευμα» 278. Συνεχίζει μάλιστα σχολιάζοντας χαρακτηριστικά το μέτρο του αποκλεισμού των συγκλητικών από τον στρατό ως εξής: «Από τότε η δύναμη των στρατιωτών αυξήθηκε και το πολίτευμα που δημιούργησε η Σύγκλητος υφαρπάχθηκε (απ αυτή) με νόμο του αυτοκράτορα (Γαλλιηνού) μέχρι την εποχή μας, χωρίς να γνωρίζω αν η βούληση (του Γαλλιηνού) οφειλόταν στη νωθρότητα ή (και) στη δειλία του ή στην απέχθειά του για διαφωνίες. Αν και στάθηκε δυνατό να αποκατασταθούν οι συγκλητικοί στα στρατιωτικά αξιώματα και ορθώς να επανέλθουν στις λεγεώνες με την κατάργηση του διατάγματος του Γαλλιηνού επί της βασιλείας του Τάκιτου [ο 75χρονος συγκλητικός Τάκιτος διετέλεσε αυτοκράτορας το , όταν ο στρατός ανέθεσε την εκλογή ηγεμόνα στη Σύγκλητο προκειμένου να αποφευχθεί νέος εμφύλιος πόλεμος], η εξουσία αποδόθηκε από τη Σύγκλητο στον διεφθαρμένο στρατό, είτε επειδή ο (αδελφός του Τάκιτου) Φλοριανός [αυτοκράτορας το 276] συμπεριφέρθηκε ασύνετα, είτε επειδή οι στρατιώτες έκριναν ότι (το διάταγμα του Γαλλιηνού) ήταν ευνοϊκό (γι αυτούς)» Aurelius Victor, de Caes : «et patres quidem, praeter commune Romani malum orbis, stimulabat proprii ordinis contumelia, quia ipse Gallienus metu socordiae suae, ne imperium ad optimos nobilium transferretur, senatum militia vetuit et adire exercitum». 279 Aurelius Victor, de Caes : «Abhinc militaris potentia convaluit ac senatui imperium creandique ius principis ereptum ad nostram memoriam, incertum an ipso cupiente per desidiam an metu seu dissensionum odio. Quippe amisso Gallieni edicto refici militia potuit concendentibus modeste legionibus Tacito regnante, neque Florianus temere invasisset, aut iudicio manipularium cuiquam bono licet, imperium daretur amplissimo ac tanto ordine in castris degente» Ο W. Seston (Dioclétien 315) θεωρεί ωστόσο εντελώς απίθανη την πιθανότητα συγκλητικοί να ανέλαβαν εκ νέου στρατιωτικές διοικήσεις.
160 «Ολική επαναφορά» των συγκλητικών στον στρατό και προσωρινή κατάργηση του «διατάγματος» του Γαλλιηνού -αν ποτέ υπήρξε μπορεί να συνέβη μόνο στη φαντασία του συγγραφέα, φαίνεται ωστόσο ότι όντως σημειώθηκε μία βραχύβια αναγέννηση της πολιτικής δύναμης της Συγκλήτου επί των ημερών του Τάκιτου, η οποία ίσως επέτρεψε σε κάποιους συγκλητικούς να διοριστούν πάλι στα ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια 281. Η σχετική μαρτυρία του Αυρήλιου Βίκτορα εκτιμώ ότι αξίζει να αντιπαραβληθεί και συνάμα να συνδυαστεί με ένα άσημο χωρίο της Historia Augusta, όπου καταγράφεται ο λόγος του Τάκιτου στη Σύγκλητο επ ευκαιρία της ενθρόνισής του. Ο «Λόγος του Θρόνου», στη μορφή που διασώθηκε, φαίνεται πως δικαιώνει σε γενικές γραμμές τον Αυρήλιο Βίκτορα. Η εισαγωγή της ομιλίας του Τάκιτου περιελάμβανε τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Κατ αυτόν τον τρόπο, συγκλητικοί πατέρες, μου φαίνεται αρεστό να κυβερνήσω το κράτος, ώστε να καθίσταται φανερό ότι εσείς με εκλέξατε, αφού έχω αποφασίσει να κάνω τα πάντα σύμφωνα με τη δική σας γνώμη και εξουσία. Είναι λοιπόν δικό σας (προνόμιο) να ψηφίζετε και να θεσπίζετε όσα θεωρείτε ότι είναι άξια για σας, άξια για ένα υπάκουο στράτευμα, άξια για τον ρωμαϊκό λαό» 282. Έχω την αίσθηση ότι δεν θα ήταν λάθος αν ισχυριστούμε ότι τις προγραμματικές αυτές δηλώσεις ακολούθησαν συγκεκριμένες πράξεις προς την ίδια κατεύθυνση. Μέσα σ αυτά τα πλαίσια ενδεχομένως εντάσσεται η διευκόλυνση εισόδου συγκλητικών στον στρατό, γεγονός ωστόσο που δεν μπορούσε να επηρεάσει και να ανατρέψει τις γενικότερες τάσεις στο στράτευμα, τάσεις που είχαν επιβληθεί με το πέρασμα των χρόνων και είχαν πλέον παγιωθεί. Η Σύγκλητος ήταν αδύνατο να αποκτήσει στον στρατό τη θέση που κάποτε απολάμβανε. Σ αυτό συνεισέφεραν αμετάκλητα οι έκτακτες και κρίσιμες συνθήκες της εποχής, οι αυτοκράτορες της περιόδου με την προτίμηση που έδειχναν στους viri militares καθώς και οι ίδιοι οι στρατιωτικοί ηγέτες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις ευκαιρίες που τους προσφέρθηκαν κατά τη διάρκεια μιας τόσο άναρχης περιόδου. Γενικά οι λατινικές πηγές (π.χ. Panegyrici Latini, Λακτάντιος, Ευτρόπιος, Historia Augusta, Ορόσιος, Αμμιανός Μαρκελλίνος, Αυρήλιος Βίκτωρ, Origo Constantini Imperatoris, Ιορδάνης, Παύλος Διάκονος) βρίθουν από πληθώρα αρνητικών αναφορών για την προσωπικότητα και το έργο του αυτοκράτορα Γαλλιηνού 283. Οι θέσεις που εκφέρονται σε Μεγάλη συζήτηση μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών έχει προκαλέσει η ύπαρξη ή όχι συγκεκριμένου διατάγματος του Γαλλιηνού. Αρκετοί υποστηρίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο (π.χ. N. H. Baynes, Notes J. G. C. Anderson, Provincial Re-organization R. I. Frank, Scholae Palatinae 167. R. Cowan, Legionary 16), οι περισσότεροι όμως το απορρίπτουν (π.χ. W. Seston, Dioclétien υποσημ. 2 σ H.-G. Pflaum, Reform 109. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy L. de Blois, Gallienus Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 28). 281 Πρβλ. και Y. Le Bohec, Imperial Army 38 για παρόμοια θεώρηση. 282 HA, Tac. 9.1: «Ita mihi liceat, patres conscripti, sic imperium regere ut a vobis me constet electrum, ut ego cuncta ex vestra facere sententia et potestate decrevi. vestrum est igitur ea iubere atque sanctire quae digna vobis, digna modesto exercitu, digna populo Romano esse videantur». 283 Πρβλ. ενδεικτικά HA, Gall. 1.1, 1.2, 3.1, 5.7, 7.4, 9.2, 10.1, Lactantius, de mort. pers Eutropius 9.7-9, Orosius, Hist. adv. pag Aurelius Victor, de Caes και 15. Paneg.
161 102 κείμενα της λατινικής γραμματείας απηχούν σε μεγάλο βαθμό απόψεις συγκλητικών κύκλων αρνητικά διακείμενων έναντι του έργου του Γαλλιηνού 284. Άλλωστε ο Αμμιανός Μαρκελλίνος επί παραδείγματι είναι βέβαιο ότι συνέγραψε την Ιστορία του στη Ρώμη με πρόθεση να τύχει ανταπόκρισης από το ρωμαϊκό κοινό και ιδιαίτερα από τους φιλολογικούς κύκλους της Συγκλήτου 285. Για όλες αυτές τις δυσμενείς κρίσεις δεν είναι άμοιρες ευθύνης λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία εκείνοι οι συγγραφείς έψαχναν απλώς για έναν αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου να αιτιολογήσουν αφενός τις καταστροφές που έπληξαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία γύρω στα μέσα του 3 ου αιώνα και αφετέρου την κατάρρευση των παραδοσιακών δομών του κράτους 286. Αντίθετα σε πηγές της ελληνικής γραμματείας δίδεται μία σαφώς πιο εξωραϊσμένη εικόνα για την προσωπικότητα και το έργο του αυτοκράτορα Γαλλιηνού. Έλληνες συγγραφείς όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Ζώσιμος και ο Ιωάννης Μαλάλας, κρίνουν θετικά την πολιτική του Γαλλιηνού, μάλλον επειδή δεν ήταν συνδεδεμένοι με τις παραδόσεις που επιζούσαν στους κόλπους της Συγκλήτου 287. Το ίδιο κάνουν και υστεροβυζαντινοί χρονογράφοι όπως ο Ιωάννης Ζωναράς (12 ος αι.) και ο Εφραίμ ο Αίνιος (14 ος αι.), οι οποίοι πιθανώς αντλούν από τους προαναφερθέντες 288. Στα νεότερα χρόνια η προβληματική επικεντρώθηκε κυρίως στο ζήτημα αν ο Γαλλιηνός ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τις μεταρρυθμίσεις που περιγράψαμε στο κεφάλαιο αυτό ή μήπως θα έπρεπε να τις θεωρήσουμε ως προϊόν σταδιακής εξελικτικής πορείας. Υπάρχει η πλευρά που υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις στο σώμα των αξιωματικών ήταν ξεκάθαρα το αποτέλεσμα ενεργειών του Γαλλιηνού. Αυτή φαίνεται πως είναι και η επικρατούσα εκδοχή στις τάξεις των μελετητών της περιόδου. Έγκριτοι ιστορικοί όπως ο R. Grosse, ο F. Lot, ο D. van Berchem, o Α. Η. Μ. Jones, o A. Alföldi, ο H.-G. Pflaum και ο G. Alföldy, ο L. de Regibus και πιο πρόσφατα ο J. Osier, ο L. de Blois, ο A. Demandt, o M. Le Glay και ο M. Christol, εντάσσουν με σαφήνεια τις μεταρρυθμίσεις μέσα στο πλαίσιο της βασιλείας του εν λόγω αυτοκράτορα 289. Constantio Caes. VIII(V).10. Iordanes, Romana 287. Paulus Diaconus, Hist. Rom Historia Pseudo-Isidoriana 7: «Biloian (sic! ενν. ο Γαλλιηνός) regnavit impius et maleficus». Hieronymus, Chronicon Όλοι στηλιτεύουν την «καταστροφή» που προκάλεσε στο ρωμαϊκό κράτος ο Γαλλιηνός. Επίσης βλ. και Αμμιανός , , , (αρνητικές κρίσεις για τον Γαλλιηνό). Origo Const. Imp Epitome de Caes (σαφείς αρνητικοί παραλληλισμοί για τον Γαλλιηνό). Bλ. αναλυτικότερα Γ. Ι. Καλαφίκης, Πίσων και υποσημ. 35 σελ Του ιδίου, Βάλης υποσημ. 30 σελ. 51 με περισσότερες παραπομπές σε πηγές. 284 Βλ. L. de Blois, Gallienus J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I, Introduction σ. xiii-xx και ιδιαίτερα xix. 286 Την άποψη ότι ίσως οι Λατίνοι συγγραφείς επεδίωκαν απλώς να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα, έναν αποδιοπομπαίο τράγο (a scapegoat), εκφέρει ο L. de Blois (Gallienus 80). 287 Πρβλ. Ζώσιμος Ιωάννης Μαλάλας Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλ. Ιστ. 7.13, Πρβλ. Ιωάννης Ζωναράς Εφραίμ Αίνιος Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte F. Lot, La fin 28. D. van Berchem, Armée et réforme A. H. M. Jones, Later Empire I 24. A. Alföldi, Crisis 220. H.-G. Pflaum, Reform 109. G. Alföldy,
162 Υπάρχει ωστόσο και η πλευρά των ερευνητών που θεωρούν πως ο αποκλεισμός των συγκλητικών από τη στρατιωτική υπηρεσία επήλθε βαθμιαία και ότι ήταν το προϊόν μιας σταδιακής εξελικτικής πορείας προς αυτήν την κατεύθυνση που ξεκίνησε πιθανώς πριν από τη βασιλεία του Γαλλιηνού και ολοκληρώθηκε επί Τετραρχίας. Εκφραστές της παραπάνω θεωρίας είναι ιστορικοί όπως ο J. F. Gilliam, η Pat Southern και η Karen R. Dixon, κυρίως όμως ο M. T. W. Arnheim 290. Μερικοί μάλιστα μελετητές έχουν χαρακτηρίσει εντελώς νωθρό και ανίκανο τον Γαλλιηνό, όπως ο W. T. Arnold, ο οποίος έχει σαφώς επηρεαστεί από τις κατηγορίες των Λατίνων συγγραφέων εναντίον του Γαλλιηνού, αφού μεταχειρίζεται ακριβώς όμοια φρασεολογία, ευθυγραμμιζόμενος πλήρως με αυτούς 291. Ενδεικτικό της διάστασης απόψεων, αλλά και των υπαρκτών προβλημάτων ερμηνείας, είναι το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις το ίδιο πρωτογενές υλικό έχει χρησιμοποιηθεί και από τις δύο πλευρές για την εξαγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων, ακόμη και για προβολή διαφορετικών ζητημάτων. Σ αυτό το σημείο αξίζει να διασαφηνίσουμε τα πράγματα. Ο ρωμαϊκός στρατός αποτέλεσε πράγματι έναν από τους μακροβιότερους οργανισμούς που γνώρισε η παγκόσμια ιστορία, με διάρκεια ζωής που πλησίασε τις δύο χιλιετίες (εφόσον υπολογίσουμε τον βυζαντινό στρατό ως άμεσο απόγονό του). Υπ αυτή την έννοια η εξέλιξη ενός τέτοιου οργανισμού στη διαχρονία του δεν μπορεί παρά να ήταν σταδιακή. Δεν νομίζω εντούτοις ότι είναι φρόνιμο να αγνοήσουμε τη συνεισφορά συγκεκριμένων προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την ιστορική πορεία του ρωμαϊκού στρατού. Όσον αφορά την εποχή που εξετάζουμε, θεωρώ πως απ όλους τους αυτοκράτορες της περιόδου της «κρίσης» πριν από τον Διοκλητιανό μόνον ο Γαλλιηνός θα μπορούσε να είχε εγκαινιάσει και εφαρμόσει συγκεκριμένη στρατιωτική πολιτική, στα μέτρα πάντοτε του εφικτού, διότι υπήρξε ο μακροβιότερος μονάρχης. Η μοναρχία του Γαλλιηνού κάλυψε 15 ολόκληρα έτη, τα πιο κρίσιμα από τα 50 συνολικά που διήρκεσε η φάση της αναρχίας στο ρωμαϊκό κράτος. Η περίοδος εκτιμώ ότι ήταν αρκετή προκειμένου να τεθούν τουλάχιστον τα σπέρματα των κατοπινών εξελίξεων. Ο ρόλος του λοιπόν στον αποκλεισμό των συγκλητικών από τα στρατιωτικά αξιώματα πρέπει να ήταν σημαντικός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Y. Le Bohec αποτιμά ως θετική τη διακυβέρνηση του αυτοκράτορα παρακάμπτοντας τις αρνητικές κρίσεις των Λατίνων συγγραφέων, θεωρεί δε ότι προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον στρατό, τη στρατηγική και στη διοίκηση 292. Στο ίδιο μήκος κύματος ο M. 103 Ρωμαϊκή Κοινωνία L. de Regibus, Gallieno L. de Blois, Gallienus J. Osier, Emergence A. Demandt, Militäradel M. Christol, Carrières sénatoriales (με πλούσιο επιγραφικό υλικό και ανάλογες πηγές). M. Le Glay, Qui fut le premier praeses équestre de la province de Numidie?, στο Institutions, société et vie politique dans l empire romain au IVe siècle ap. J.-C. Actes de la table ronde autour l œuvre d André Chastagnol, Paris Janvier 1989, eds. M. Christol - S. Demougin - Y. Duval - C. Lepelley - L. Pietri, [Collection de l École française de Rome 159] Rome 1992, σ , σ Πρβλ. σχετικά J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» υποσημ. 1 σ Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 7-8. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy Πρβλ. W. T. Arnold, Provincial Administration Πρβλ. Y. Le Bohec, Imperial Army 198 και 258 αντίστοιχα.
163 104 Christol δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αρκετές φορές τον όρο «μεταρρύθμιση/εις» (réformes de Gallien), προκειμένου να περιγράψει το συνολικό έργο του αυτοκράτορα 293. Παρ όλα αυτά, ακόμη και αν δεχτούμε τις θέσεις των ιστορικών που απορρίπτουν την εκδοχή της αποκλειστικής υπαιτιότητας του Γαλλιηνού, οφείλουμε να ορίσουμε τη βασιλεία του ως σημείο καμπής για τη ρωμαϊκή στρατιωτική ιστορία. Πράγματι, η μονοκρατορία του Γαλλιηνού πιστεύω ότι ήταν κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του ρωμαϊκού στρατού. Η πολιτική του σηματοδότησε την απαρχή μιας εποχής αλλαγών που ολοκληρώθηκε μέσα στον 4 ο αιώνα. Μετά τον Γαλλιηνό ο ρωμαϊκός στρατός δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος. Τη διάσταση της βασιλείας του Γαλλιηνού γενικότερα ως εποχής-σταθμού δίνει άλλωστε και ο G. Alföldy, από τους πλέον αξιόλογους μελετητές της μεταβατικής αυτής περιόδου 294. Σε κάθε περίπτωση είμαι της άποψης ότι ο ορισμός κομβικών σημείων στην Ιστορία έχει αξία και κάθε άλλο παρά αθέμιτος ή συμβατικός είναι. 5. ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ( ) α) Η αποκατάσταση της ενότητας του ρωμαϊκού κράτους ( ). Όλες οι προαναφερθείσες καινοτομίες στον στρατό και τη διοίκηση και η παράλληλη αναπροσαρμογή της αμυντικής στρατηγικής δεν άργησαν να αποφέρουν τους καρπούς της νίκης. Μέχρι το 271 ο βασικός στόχος του αμυντικού προγράμματος του Γαλλιηνού, δηλαδή η διασφάλιση ολόκληρου του μετώπου από τις Άλπεις ως τις εκβολές του Δούναβη στον Εύξεινο Πόντο, είχε επιτευχθεί. Όπως προαναφέραμε, το 268 τα ρωμαϊκά στρατεύματα κατατρόπωσαν τους Γότθους εισβολείς στη Ναϊσσό της Άνω Μοισίας. Οι συνέπειες αυτής της μάχης στάθηκαν αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον της χερσονήσου του Αίμου. Έκτοτε και για έναν και πλέον αιώνα η γοτθική απειλή εναντίον του συγκεκριμένου τμήματος της ρωμαϊκής επικράτειας σχεδόν εξαφανίστηκε 295. Αλλά και στο ιταλικό μέτωπο η κατάσταση βελτιώθηκε προς όφελος της νόμιμης αυτοκρατορικής αρχής. Ο άμεσος βαρβαρικός κίνδυνος εναντίον της ιταλικής χερσονήσου μετά από ορισμένες επιτυχείς επιχειρήσεις του Κλαύδιου Γοτθικού εναντίον των Αλαμαννών εξαλείφτηκε οριστικά το 271, όταν ο νέος αυτοκράτορας Αυρηλιανός ( ) συνέτριψε σε δύο καίριας σημασίας μάχες ορδές Ιουθούγγων και Αλαμαννών, οι οποίοι είχαν 293 Βλ. σχετικά M. Christol, Carrières sénatoriales 35, 40, 45, 54, Πρβλ. G. Alföldy, Αναδιοργάνωση 604, Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. και μέχρι τη μεγάλη κρίση των ετών , αποκορύφωμα της οποίας υπήρξε αναμφίβολα η πανωλεθρία των βυζαντινών στρατευμάτων στη μάχη της Αδριανούπολης το 378, η ηρεμία στο μέτωπο του Δούναβη διαταράχτηκε σοβαρά μόνον εξαιτίας του νικηφόρου «σαρματικού» πολέμου του Μ. Κωνσταντίνου εναντίον των Γότθων το 332 και των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων πρώτα του Κωνστάντιου Β εναντίον των Σαρματών και των Κουάδων ανάμεσα στα έτη και έπειτα του Βάλη εναντίον των Γότθων από το 367 ως το 369. Βλ. γενικά Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α , 141, Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Μέγας Αιών 38, 55, 70. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 160. Σοφία Πατούρα, Βόρειες επαρχίες
164 (Προτομή Αυρηλιανού) 105 κατορθώσει να εισχωρήσουν βαθιά στην Ιταλία και να απειλήσουν ακόμη και την ίδια την πρωτεύουσα Ρώμη 296. Η οριστική απόκρουση των Γότθων, Αλαμαννών και Ιουθούγγων εισβολέων και η εκδίωξή τους από τα ρωμαϊκά εδάφη υπήρξε σημείο καμπής στη ρωμαϊκή στρατιωτική ιστορία. Απαλλαγμένοι από την εξωτερική απειλή, οι δυναμικοί Ιλλυριοί αυτοκράτορες, άξιοι συνεχιστές του έργου του Γαλλιηνού, ήταν πλέον σε θέση να στρέψουν την προσοχή τους απερίσπαστοι στο εσωτερικό μέτωπο. Αυτό σήμαινε ότι όφειλαν να αναλάβουν το τιτάνιο έργο της συντριβής των σφετεριστών, της επανένωσης του ρωμαϊκού κράτους και της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας στα παλαιά της σύνορα. Τα νόμιμα αυτοκρατορικά στρατεύματα σύντομα θα περνούσαν από την άμυνα στην επίθεση, για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια. Τελικά το έργο για την αποκατάσταση και επανένωση της αυτοκρατορίας αποδείχτηκε μάλλον εύκολο. Αρκούσαν οι επιθετικές πρωτοβουλίες ενός και μόνον αυτοκράτορα, του Αυρηλιανού, ώστε να έρθει σε αίσιο πέρας η επιχείρηση αυτή. Η πρόκληση που όφειλε να αντιμετωπίσει ο νόμιμος αυτοκράτορας Αυρηλιανός ήταν διττή. Στη Δύση υπήρχε ήδη από το 260 το ανεξάρτητο κράτος της Γαλατίας, το λεγόμενο «Imperium Galliarum», το οποίο όμως παρέπαιε μετά τη δολοφονία του Πόστουμου το 268, χτυπημένο από εσωτερικές διαμάχες και επιδρομές Γερμανών. Στην Ανατολή ανέτειλλε το άστρο της Παλμύρας. Μετά τη δολοφονία του δυνάστη της Παλμύρας Οδαίναθου το 267 την ηγεσία του κράτους ανέλαβε η σύζυγός του Ζηνοβία εν ονόματι του νεαρού γιου τους Vaballathus. Υπό την καθοδήγηση της Ζηνοβίας η Παλμύρα σταδιακά απομακρύνθηκε από το άρμα της Ρώμης. Η ρήξη των σχέσεων ανάμεσα στη Ζηνοβία και τους Ρωμαίους χρονολογείται πιθανότατα ήδη από το 267. Τότε παλμυρηνά στρατεύματα χτύπησαν και αναχαίτισαν ρωμαϊκό στρατό υπό την ηγεσία του στρατηγού Ηρακλειανού (Heraclianus) που είχε σταλεί από τον Γαλλιηνό στην Ανατολή, για να ανανεώσει τις εχθροπραξίες με τους Πέρσες. Ως το 270 ο στρατός της Παλμύρας είχε καταλάβει την Αί- 296 Τα περιστατικά της μεγάλης αυτής βαρβαρικής εισβολής περιγράφονται στη Historia Augusta (HA, Aur. 18.4, , 5-8). Βλ. A. Alföldi, Invasions 156. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 421. M. Grant, Climax 33. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 492. Σε αυτές τις περιπτώσεις των εισβολών ανάμεσα στα έτη οι βάρβαροι είχαν χρησιμοποιήσει ως κύρια πύλη εισόδου στην ιταλική ενδοχώρα τον αυχένα Brenner, τη στρατηγική σημασία του οποίου ως άξονα βαρβαρικών διεισδύσεων είχε διαπιστώσει ο Γαλλιηνός. Γι αυτόν τον λόγο είχε προχωρήσει στην οχύρωση των διαβάσεων των Άλπεων και στην τείχιση της Βερόνας. Βλ. σχετικά A. Alföldi, Invasions 156. M. Grant, Climax 33. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 492. Σχετικά με την εισβολή των Ιουθούγγων βλ. ειδικότερα Δέξιππος, Απόσπ. 22. R. T. Saunders, Aurelian s Two Iuthungian Wars, Historia 41 (1992)
165 106 γυπτο και μεγάλο μέρος της Μ. Ασίας ως την Άγκυρα. Το ίδιο έτος η Ζηνοβία πήρε τον τίτλο της Αυγούστας και ανακήρυξε το γιο της Vaballathus επίσης Αύγουστο 297. Αυτή η κίνηση ήταν μια πρόκληση για τον Αυρηλιανό, αφού ήταν πλέον φανερό ότι η Ζηνοβία επεδίωκε την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Παλμύρας. Ο Αυρηλιανός αντέδρασε αστραπιαία. Το 271 ο στρατηγός του Αυρηλιανού Πρόβος, ο μελλοντικός αυτοκράτορας, ανακατέλαβε την Αίγυπτο, τον σιτοβολώνα της αυτοκρατορίας. Την ίδια χρονιά ο Αυρηλιανός ηγήθηκε αυτοπροσώπως μεγάλης εκστρατείας εναντίον της Παλμύρας. Τα στρατεύματά του αποτελούσαν αποσπάσματα των παραδουνάβιων λεγεώνων, οι κοόρτεις των πραιτωριανών και τα υπολείμματα των ρωμαϊκών δυνάμεων της Ανατολής. Την κύρια δύναμη κρούσης την αποτελούσαν ωστόσο οι μονάδες των equites που δημιούργησε ο Γαλλιηνός, ιδίως μάλιστα το έξοχο ελαφρύ ιππικό των Μαυριτανών και των Δαλματών. Η Ζηνοβία θορυβημένη από τις εξελίξεις έσπευσε να συνδιαλλαγεί μαζί του, αλλά ο Αυρηλιανός αρνήθηκε να διαπραγματευτεί, συνέχισε την προέλασή του, νίκησε τον στρατό της Ζηνοβίας σε δύο μάχες εκ παρατάξεως κοντά στην Αντιόχεια και στην Έμεσα, κατέλαβε την πόλη της Παλμύρας και κατέλυσε το βασίλειο της Ζηνοβίας ( ) 298. Την αποκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ανατολή ακολούθησε η ενσωμάτωση των υπολειμμάτων του λεγόμενου «Imperium Galliarum» στην αυτοκρατορία. Μετά την επιστροφή του από την Ανατολή ο Αυρηλιανός εισέβαλε στη Γαλατία, η οποία υπέφερε από εσωτερική αναρχία και από τις εισβολές των γερμανικών φυλών. Ο τελευταίος ηγεμόνας του «γαλατικού κράτους», ο Τέτρικος (Tetricus), έχοντας επίγνωση της αδυναμίας του έσπευσε να παραδοθεί στον μεγάλο στρατηλάτη ( ) 299. Κατ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε το 274 η προσπάθεια για την επανένωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Αυρηλιανός απέκτησε τον τίτλο του «Restitutor orbis» (δηλ. Ανορθωτή της Οικουμένης) και τέλεσε περίλαμπρο θρίαμβο στη Ρώμη, τον οποίο κόσμη- 297 Σχετικά με τους υπευθύνους της δολοφονίας του Οδαίναθου έχουν διατυπωθεί ήδη από την ύστερη αρχαιότητα διάφορες θεωρίες. Βλ. ειδικότερα R. Stoneman, Palmyra με σχετικές υποσημ. Σχετικά με την «αποστασία» της Παλμύρας επί των ημερών της βασίλισσας Ζηνοβίας και την επέκταση του βασιλείου της στη ρωμαϊκή Ανατολή βλ. J. Vogt, Constantin 38. M. Grant, Climax 20. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 492. J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine J. Schwartz, Préfecture d Égypte et intérim, ZPE 20 (1976) , σ. 104 και 106 (Αίγυπτος). B. Isaac, Limits , 227 με παράθεση σχετικών πηγών. Την έναρξη των εχθροπραξιών ήδη από το 267 σημειώνει η Historia Augusta (Gall ). 298 Ανακατάληψη της Αιγύπτου: HA, Prob. 9. Σχετικά με τη σύνθεση του στρατού εκστρατείας εναντίον της Παλμύρας βλ. Ζώσιμος : «ἀντεστρατοπεδεύετο τῇ τε Δαλματῶν ἵππῳ καὶ Μυσοῖς καὶ Παίοσιν καὶ ἔτι γε Νωρικοῖς καὶ Ῥαιτοῖς, ἅπερ ἐστὶ Κελτικὰ τάγματα. Ἦσαν δὲ πρὸς τούτους οἱ τοῦ βασιλικοῦ τέλους, ἐκ πάντων ἀριστίνδην συνειλεγμένοι καὶ πάντων διαπρεπέστατοι συνετέτακτο δὲ καὶ ἡ Μαυρουσία ἵππος αὐτοῖς, καὶ ἀπὸ τῆς Ἀσίας αἵ τε ἀπὸ Τυάνων δυνάμεις καὶ ἐκ τῆς μέσης τῶν ποταμῶν καὶ Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Παλαιστίνης τέλη τινὰ ἀνδρειοτάτων». Γενικά για τη δράση του Οδαίναθου και της Ζηνοβίας βλ. H. E. L. Mellersh, Soldiers of Rome Αναλυτικότερα για τις διάφορες φάσεις του πολέμου εναντίον της Παλμύρας βλ. HA, Aur , , 24.1, , , (όλο), HA, Tyr. Trig Aur Βλ. επίσης C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 493. M. Grant, Climax 17. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 422. I. König, Zerfall
166 σαν οι αιχμάλωτοι πλέον Ζηνοβία και Τέτρικος 300. Η νόμιμη αυτοκρατορική εξουσία είχε αποκατασταθεί σε όλο το εύρος της ρωμαϊκής επικράτειας, όχι όμως χωρίς απώλειες. Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, γύρω στο 260 η Ρώμη απώλεσε την περιοχή των Agri decumates. Τα νέα σύνορα συμπτύχθηκαν αναγκαστικά στον Άνω Ρήνο και στον Άνω Δούναβη 301. Επί του Αυρηλιανού η Ρώμη αποσύρθηκε και από τη Δακία. Συγκεκριμένα το 271 ο Αυρηλιανός απέσυρε τα εναπομείναντα στρατεύματα και τους αποίκους από την ευπρόσβλητη αυτή επαρχία και τους εγκατέστησε σε εδάφη της Μοισίας και της Θράκης, όπου ίδρυσε δύο νέες επαρχίες, την «παραποτάμιο Δακία» (Dacia ripensis) και τη «μεσόγειο Δακία» (Dacia mediterranea) 302. Ο A. Alföldi ισχυρίζεται ότι στρατηγικοί λόγοι υποχρέωσαν τον αυτοκράτορα να προβεί σ αυτήν την ενέργεια. Η ανάγκη για τη συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων εναντίον της Παλμύρας θα οδηγούσε στην, έστω και προσωρινή, απογύμνωση των παραδουνάβιων επαρχιών από τις φρουρές τους 303. Έχοντας να αντιμετωπίσει πιθανή επανάληψη των βαρβαρικών εισβολών κατά του ίδιου του πυρήνα της αυτοκρατορίας (δηλαδή των παραδουνάβιων επαρχιών, απ όπου άλλωστε προερχόταν η πλειονότητα των Ρωμαίων στρατιωτών) ο Αυρηλιανός κατόρθωσε να καλύψει εν μέρει το κενό με την μετεγκατάσταση των στρατευμάτων και των αποίκων της Δακίας σε βαλκανικά εδάφη 304. Οι δύο δακικές λεγεώνες ανέλαβαν την υπεράσπιση των πόλεων της Ρατιαρίας και του Οίσκου στον μέσο Δούναβη, τις οποίες είχαν χρησιμοποιήσει επανειλημμένα στο παρελθόν οι Γότθοι ως πύλη εισόδου στη βαλκανική ενδοχώρα 305. Είχε καταστεί φανερό στον Αυρηλιανό, ότι η κατοχή της Δακίας δεν προσπόριζε πλέον κανένα απτό στρατηγικό όφελος για τη Ρώμη. Από το 275 και έπειτα τα ευρωπαϊκά σύνορα της αυτοκρατορίας συνέπιπταν βασικά με το ρου των δύο μεγάλων ποταμών, του Ρήνου και του Δούναβη Περιγραφή του μεγαλειώδους θριάμβου: HA, Tyr. Trig. 30.3, Aur Για τους πομπώδεις τίτλους του τροπαιούχου αυτοκράτορα Αυρηλιανού και των άλλων αυτοκρατόρων της περιόδου βλ. M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy 27. Αυρηλιανός ως «Restitutor orbis»: ILS 577=CIL XII.5456 [Forum Iulii, σημ. Friuli (273)], ILS 578=CIL VIII [Τhamugadis/Νουμιδία, σημ. Timgad (274)], ILS 579=CIL V 4319 [Brixia, σημ. Brescia (274)]. Αυρηλιανός ως «Reparator και Conservator patriae»: CIL III (Σερδική, σημ. Σόφια). Βλ. I. König, Zerfall G. Alföldy, Κρίση Η αποχώρηση των Ρωμαίων από τη Δακία είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια του Γαλλιηνού ( ). Σχετικά με την απόσυρση από τη Δακία βλ. ειδικότερα E. Cizek, Dacie με τις σχετικές πηγές. D. Tudor, Dacia A. Alföldi, Invasions Επίσης M. Grant, Climax 33. O. Toropu, Dacie Ripensis R. McMullen, Roman Response 189. L. de Blois, Gallienus 5. H.-G. Pflaum, Kaiserreich 422. J. Vogt, Constantin 38. E. Demougeot, La formation 452. J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου 144. G. Alföldy, Κρίση 590. Πηγές: Aurelius Victor, de Caes Eutropius Orosius, Hist. adv. pag Iordanes, Romana A. Alföldi, Invasions J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου 144. Αποκλειστικά στρατηγικούς λόγους για την εγκατάλειψη της Δακίας προβάλλει ο M. J. Nicasie (Twilight υποσημ. 220 σ. 175 και υποσημ. 229 σ. 181), ως μία εξέχουσα επικίνδυνα προεκτεινόμενη σε εχθρικά εδάφη. 304 HA, Aur Πρβλ. επίσης A. Alföldi, Invasions 153. E. Cizek, Dacie Βλ. A. Alföldi, Invasions 153. J.-M. Carrié - J.-L. Ferrary - J. Scheid, Χερσόνησος Αίμου 144. T. Ivanof, Donaulimes 238, 240.
167 108 (Χάρτης της αυτοκρατορίας το μ.χ. όπου σημειώνονται οι βαρβαρικές εισβολές, οι αποσχίσεις περιφερειών, οι σημαντικότερες συγκρούσεις και οι εδαφικές απώλειες) Τελευταία ο S. Williams και ο G. Friell υποστήριξαν ότι η Ρώμη δεν εγκατέλειψε τα παραπάνω εδάφη, αλλά τα παραχώρησε από θέση ισχύος σε γειτονικές φυλές, όπως τους Αλαμαννούς και τους Γότθους, προκειμένου να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα σταθερότητα και συμμάχους, την ίδια στιγμή που οργάνωνε εκ νέου την αμυντική της πολιτική 306. Όντως η Ιστορία φαίνεται πως δικαιώνει ένα τέτοιο συμπέρασμα, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές τα ευρωπαϊκά σύνορα της αυτοκρατορίας δεν αντιμετώπισαν σοβαρούς κινδύνους του μεγέθους του 3 ου αι. τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του επόμενου αιώνα. Στα χρόνια που ακολούθησαν ως την άνοδο στο θρόνο του Διοκλητιανού (284) οι εξωτερικές πιέσεις εναντίον του ύστερου ρωμαϊκού κράτους χαλάρωσαν. Μία εισβολή των Γότθων στη Μ. Ασία αποκρούστηκε από τον διάδοχο του Αυρηλιανού Τάκιτο ( ) και ο αυτοκράτορας Πρόβος ( ) εκδίωξε οριστικά τους Γερμανούς από τη Γαλατία, εκκαθάρισε την Παννονία από βαρβάρους εισβολείς, υπέταξε ληστρικά φύλα (Ισαύρους) που λυμαίνονταν τη Μ. Ασία και απάλλαξε την Αίγυπτο από τις οχλήσεις νομάδων επιδρομέων. Το 282 ο διάδοχος του Πρόβου Κάρος ( ) συνέτριψε τους Σαρμάτες και τους Κουάδους στην περιοχή του Δούναβη και στη συνέχεια εισέβαλε στην Περσία, όπου κατέλαβε διαδοχικά τη Σελεύκεια επί του Τίγρητα και την περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα (283), πριν βρει τελικά περίεργο και άδοξο θάνατο στην ίδια περιοχή S. Williams - G. Friell, Theodosius Πολεμικές επιχειρήσεις κατά τα έτη : HA, Tac Ζώσιμος Ιωάννης Ζωναράς (απόκρουση Γότθων στη Μ. Ασία από Τάκιτο). HA, Prob Ζώσιμος (νίκες στη
168 109 β) Αποδιάρθρωση του ιππικού κρούσης. Η νικηφόρα για το ρωμαϊκό κράτος έκβαση όλων αυτών των αλλεπάλληλων αναμετρήσεων στηρίχτηκε όχι μόνο στις αδιαμφισβήτητες στρατιωτικές ικανότητες των διαδόχων του Γαλλιηνού, αλλά και στην ύπαρξη του νέου ιππικού κρούσης. Οι equites απέδειξαν επανειλημμένα τη μαχητική τους αξία στις πολεμικές συγκρούσεις εκείνης της περιόδου. Ο A. Alföldi αναφέρει ότι η παρουσία τους επέτρεψε στον Γαλλιηνό να καταπνίξει τις ανταρσίες του Ιγγενούου και του Μακριανού 308. Αλλά και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στην εκδίωξη των Γότθων εισβολέων από τις παραδουνάβιες χώρες ήταν αναμφίβολα σημαντικός 309. Σ ένα περιστατικό μετά τη μάχη της Ναϊσσού, το ρωμαϊκό ιππικό του Κλαυδίου έσπευσε σε βοήθεια του πεζικού και το έσωσε από βέβαιη ήττα 310. Αξιοσημείωτη υπήρξε τέλος η συμβολή τους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αυρηλιανού εναντίον της Παλμύρας 311. Ο Ζώσιμος γράφει χαρακτηριστικά ότι στη μάχη της Αντιόχειας: «Ὁρῶν δὲ [ενν. ο Αυρηλιανός] τοὺς Παλμυρηνῶν ἱππέας ὁπλίσει βαρείᾳ καὶ ἀσφαλεῖ τεθαρρηκότας καὶ ἅμα πείρᾳ τῇ περὶ τὴν ἱππασίαν πολὺ τῶν σφετέρων προέχοντας, τοὺς μὲν πεζοὺς πέραν που τοῦ Ὀρόντου ποταμοῦ διεχώρισεν, σύνθημα δὲ τοῖς Ῥωμαίων ἱππεῦσιν δέδωκεν μὴ ἐκ τοῦ εὐθέος ἀκμῆτι τῇ Παλμυρηνῶν ἵππῳ συνάψαι, δεξαμένοις δὲ τὴν αὐτῶν ἔφοδον ἐς φυγὴν δοκεῖν τρέπεσθαι, καὶ τοῦτο ποιεῖν ἄχρις ἂν ἴδωσιν αὐτούς τε καὶ τοὺς ἵππους ὑπὸ τοῦ καύματος ἅμα καὶ τῆς τῶν ὅπλων βαρύτητος πρὸς δίωξιν ἀπειπόντας. Οὗ δὴ γενομένου καὶ τῶν βασιλέως ἱππέων τὸ παράγγελμα φυλαξάντων, ἐπειδὴ τοὺς ἐναντίους ἐθεάσαντο παρειμένους ἤδη καὶ τοῖς ἵπποις κεκμηκόσιν ἀκινήτους τοὺς ἐπικειμένους, ἀναβαλόντες τοὺς ἵππους ἐπῄεσαν καὶ αὐτομάτως τῶν ἵππων ἐκπίπτοντας συνεπάτουν» 312. Γαλατία). HA, Prob , (εκκαθάριση Ιλλυρικού). HA, Prob Ζώσιμος (υποταγή Ισαύρων). HA, Prob και 6. Ζώσιμος 1.71 (απαλλαγή Αιγύπτου από Βλέμμυες). HA, Car. 8.1, 9.4 (συντριβή Σαρματών και Κουάδων). HA, Car. 8 (περσική εκστρατεία Κάρου). Θάνατος του Κάρου: HA, Car. 8.2, 9.2, Aurelius Victor, de Caes Epitome de Caes Orosius, Hist. adv. pag Festus Eutropius Hieronymus, Chronicon Sidonius Apollinaris, Carmina Iordanes, Romana 294. Γεώργιος Σύγκελλος Γεώργιος Κεδρηνός Ιωάννης Ζωναράς Βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I A. Alföldi, Crisis 217. Πρβλ. επίσης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Βλ. A. Alföldi, Crisis 217. Του ιδίου, Invasions 149. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Ζώσιμος : «προάγουσι δὲ αὐτοῖς ἡ Ῥωμαίων ἵππος ὑπαντιάσασα, πολλούς τε [ενν. Γότθους] ἀνελοῦσα, τοὺς λοιποὺς ἐπὶ τὸν Αἷμον ἀπέτρεψεν. Κυκλωθέντες δὲ τοῖς Ῥωμαίων στρατοπέδοις οὐκ ὀλίγοις ἀπέβαλον ἐπεὶ δὲ διαστάντων πρὸς ἑαυτοὺς πεζῶν καὶ ἱππέων ἐδόκει βασιλεῖ τοὺς πεζοὺς τοῖς βαρβάροις διαμάχεσθαι, καρτερᾶς γενομένης μάχης ἐτρέποντο Ῥωμαῖοι καὶ ἀναιρεθέντων οὐκ ὀλίγων, ἡ ἵππος ἐπιφανεῖσα μετρίαν αὐτοῖς τὴν τοῦ πταίσματος πεποίηκεν αἴσθησιν». 311 Ζώσιμος : «Αὐρηλιανὸς δὲ ἐπὶ τὴν ἑῴαν ἐστέλλετο, καταλαβὼν δὲ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἵππων ἀμίλλης ἐπιτελουμένης τῷ δήμῳ φανεὶς ἐπὶ τὴν Παλμύραν ἤλαυνεν ἀμαχητὶ δὲ τὴν πόλιν ἑλὼν καὶ κατασκάψας» (περιγραφή της τελικής καταστροφής της Παλμύρας από τον Αυρηλιανό εξαιτίας τοπικής εξέγερσης λίγο μετά την παράδοση της Ζηνοβίας). Βλ. επίσης HA, Aur Ζώσιμος
169 110 Το ρωμαϊκό ιππικό εφάρμοσε δηλαδή με επιτυχία την τακτική της εικονικής υποχώρησης και στη συνέχεια της γρήγορης αναστροφής και αντεπίθεσης 313. Η τακτική αυτή αποτελούσε αναμφίβολα τμήμα της συνήθους εκπαίδευσης που λάμβαναν οι Ρωμαίοι ιππείς, αφού προβλεπόταν ακόμη και σε στρατιωτικά εγχειρίδια, όπως εκείνο του Φλάβιου Βεγέτιου 314. Πάντως την περίοδο του Διοκλητιανού οι equites είχαν πάψει να υφίστανται ως ανεξάρτητο σώμα μάχης του ρωμαϊκού στρατού. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να αποδώσουμε με βεβαιότητα σε συγκεκριμένο αυτοκράτορα την ευθύνη αυτής της κίνησης. Ο A. H. M. Jones αναφέρει ως πιθανούς υπευθύνους τον Αυρηλιανό ή τον Διοκλητιανό, αν και κλίνει μάλλον προς τον Αυρηλιανό, όπως ισχυρίστηκε παλιότερα και ο R. Grosse 315. Αντίθετα ο W. Seston παραδίδει ως terminus post quem το 284, ενώ ορισμένοι αποδίδουν την απόφαση στον Διοκλητιανό 316. Άλλοι ερευνητές πάλι αποφεύγουν να πάρουν ξεκάθαρη θέση απλώς παραθέτουν τις διάφορες απόψεις 317. Υπάρχει, τέλος, η εκδοχή που παρουσίασαν η Pat Southern και η Karen R. Dixon, σύμφωνα με την οποία ίσως να μη χρειάστηκε η «διάλυση» των σωμάτων του ιππικού κρούσης, διότι απλώς ενδέχεται να απώλεσε βαθμηδόν την ισχύ του εξαιτίας των διαδοχικών πολέμων της περιόδου. Σε κάθε περίπτωση πάντως αν μπορούμε να θεωρήσουμε κάποιον υπεύθυνο, αυτός μάλλον ήταν ο Διοκλητιανός πιστεύουν οι δύο ερευνήτριες 318. Τα αυτοκρατορικά σώματα εκστρατείας ιππικού και πεζικού θα μετουσιωθούν σε comitatus, δηλαδή σε στρατεύματα «συνοδείας» του Διοκλητιανού και των συναδέλφων του, των υπολοίπων Τετραρχών ηγεμόνων. Πιο ξεκάθαρες είναι οι αιτίες της διάλυσης των equites ως ανεξάρτητου σώματος του στρατού εκστρατείας και της μετέπειτα διασποράς τους. Η κυριότερη αιτία της αποσύνθεσης του ιππικού κρούσης ήταν αναμφίβολα η πολιτική επιρροή την οποία άσκησαν κατά καιρούς οι διοικητές του σώματος αυτού 319. Το αξίωμα αυτό απέκτησε τόσο καίρια πολιτική σημασία, ώστε κατέληξε να θεωρείται εφαλτήριο για τον θρόνο 320. Πράγματι, οι 313 Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 16. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 248. E. N. Luttwak, Grand Strategy 186. J. W. Eadie, Mailed Cavalry M. Grant, Climax 40. S. McDowall, Cavalryman M. J. Nicasie, Twilight 214. Κάποιοι απ αυτούς αναφέρουν ότι το ιππικό του Αυρηλιανού εφάρμοσε την τακτική αυτή και στις δύο μάχες στην Αντιόχεια και την Έμεσα, κάτι όμως που δεν προκύπτει από την αφήγηση ούτε του Ζώσιμου, ούτε της Historia Augusta (πρβλ. HA, Aur. 25.3). Aντίθετα, φαίνεται πως στη μάχη της Έμεσας το αυτοκρατορικό ιππικό αποκρούστηκε και υπέστη δεινή ήττα (Ζώσιμος και 1.53). Ανάλογες πάντως τακτικές χρησιμοποιούσαν και τα νομαδικά φύλα της στέπας καθ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Βλ. σχετικά Χ. Παπασωτηρίου, Υψηλή Στρατηγική Vegetius Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 55, 57. R. Grosse, Militärgeschichte W. Seston, Dioclétien 298, 305. Βλ. επίσης A. Alföldi, Crisis 217. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 256, 260. R. Scharf, Equites Dalmatae M. J. Nicasie, Twilight E. N. Luttwak, Grand Strategy 187 και υποσημ σ L. de Blois, Gallienus 29. D. F. Graf, Arabian Frontier Για αυτές τις απόψεις πρβλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 306. A. Alföldi, Crisis 217. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. L. de Blois, Gallienus Πρβλ. A. Alföldi, Crisis 217. L. de Regibus, Gallieno 459.
170 αυτοκράτορες Κλαύδιος Γοτθικός, Αυρηλιανός και Πρόβος είχαν θητεύσει προηγουμένως ως διοικητές του ιππικού κρούσης 321. Ακόμη και ο στρατηγός Αυρήολος, πάλαι ποτέ έμπιστος συνεργάτης του Γαλλιηνού, αποπειράθηκε να καταλάβει τον θρόνο, οργανώνοντας κίνημα εναντίον του ηγεμόνα του 322. Θεωρώ δεδομένο ότι ο αυτοκράτορας που διέλυσε τους equites ενδιαφερόταν πρωτίστως για την καταπολέμηση της αποσταθεροποιητικής πολιτικής τους επιρροής. Ωστόσο αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ένας επιπρόσθετος λόγος ήταν και η μειωμένη στρατηγική τους αξία, έπειτα από την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας. Ο W. Seston ισχυρίζεται ότι από τότε που η κύρια βάση τους, το Μεδιόλανο, απώλεσε την στρατηγική του σημασία ήταν αναπόφευκτη η αποδιάρθρωση και διασπορά αυτού του ανεξάρτητου σώματος ιππικού, ενώ ο E. N. Luttwak συμπληρώνει ότι οι equites, ως το κατεξοχήν όργανο αποτροπής στα πλαίσια της «ελαστικής άμυνας» του Γαλλιηνού, εξέπεσαν μετά την υιοθέτηση από τον Διοκλητιανό ενός νέου συστήματος αμύνης 323. Ύστερα από τη διάλυσή τους οι ίλες του ιππικού κρούσης επάνδρωσαν συνοριακές φρουρές, κυρίως στην Ανατολή, όπως θα διαπιστώσουμε σε επόμενα κεφάλαια. 111 γ) Η οχυρωματική δραστηριότητα των αυτοκρατόρων της περιόδου. Oι αυτοκράτορες της περιόδου ασχολήθηκαν παράλληλα και με την οχύρωση των συνόρων. Η σύγχρονη ανασκαφική έρευνα επιβεβαίωσε τις μαρτυρίες των πηγών, που μνημόνευαν την ακατάπαυστη οχυρωματική δραστηριότητα των αυτοκρατόρων του «Imperium Galliarum» και των διαδόχων του Γαλλιηνού. Οι ηγέτες του ανεξάρτητου κράτους της Γαλατίας ( ) κατασκεύασαν δίκτυο φρουρίων στις νότιες και νοτιοανατολικές ακτές της Βρετανίας και τις αντίστοιχες στη βόρεια Γαλατία για την προστασία τους ενάντια στις επιδρομές των Σαξόνων, ασχολήθηκαν με την οχύρωση πάμπολλων οικισμών εντός της Γαλατίας, πολλοί από τις οποίους παρέμεναν ως τότε ατείχιστοι, ανήγειραν φυλάκια, επιδιόρθωσαν παραμελημένες οχυρώσεις και πρωτοστάτησαν στην εκ βάθρων ανανέωση των αμυντικών έργων κατά μήκος του ποταμού Ρήνου 324. Αναφέρεται π.χ. ότι ο 321 Κλαύδιος Γοτθικός: Ιωάννης Ζωναράς Αυρηλιανός: HA, Aur. 13.2, Πρόβος: Aurelius Victor, de Caes Βλ. επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 18. W. Seston, Dioclétien 305. J. Vogt, Constantin 37. A. Alföldi, Crisis 217. E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. M. Grant, Climax 40. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 247. M. J. Nicasie, Twilight 37 και υποσημ. 114 στην ίδια σελ. 322 Βλ. σχετικά A. Alföldi. Kavalleriereform E. N. Luttwak, Grand Strategy 185. M. Grant, Climax 40. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Βλ. W. Seston, Dioclétien , 305. E. N. Luttwak, Grand Strategy 187. Την παρακμή του Μεδιολάνου ως στρατηγικού κέντρου τονίζουν επίσης ο L. de Blois (Gallienus 28-29) και οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 13). 324 Βλ. H. Schönberger, Germany H. von Petrikovits, Fortifications 181, 188. S. Johnson, Fortifications 72-73, 99, 113 και 136 (ειδικά για το Μογοντιακό), 138. M. J. Nicasie, Twilight Ειδικότερα P. van Gansbeke, Défense de Gaule , ο οποίος εκθειάζει την οχυρωματική και κατά προέκταση αμυντική πολιτική του Πόστουμου στη Γαλατία, στον οποίο αποδίδει πλειάδα σχετικών έργων καθώς και την τείχιση των περισσοτέρων, ανοχύρωτων επί το πλείστον ως τότε, πόλεων. Τον θεωρεί δε ως πρωτεργάτη της άμυνας στη Γαλατία, τα βήματα του οποίου ακολούθησαν και οι κατοπινοί αυτοκράτορες.
171 112 ίδιος ο Πόστουμος τείχισε πολλές πόλεις στη Γαλατία και ότι κατασκεύασε οχυρά «in solo barbarico», δηλαδή σε βαρβαρικά εδάφη, τα οποία λίγο αργότερα καταστράφηκαν από γερμανικές επιδρομές, αλλά ανακατασκευάστηκαν από τον διάδοχό του Λολλιανό 325. Στόχος της κατασκευής τέτοιων οχυρών φυλακίων στα βαρβαρικά εδάφη ήταν αναμφίβολα ο έλεγχος των κινήσεων των απείθαρχων Γερμανών και η έγκαιρη προειδοποίηση σε περίπτωση εκδήλωσης εχθρικών ενεργειών. Αμυντικά έργα κάλυψαν επίσης σημαντικούς οδικούς άξονες, όπως αυτόν από την Κολωνία προς τη θάλασσα της Μάγχης [οχυρή οδός Κολωνίας-Bagacum Nerviorum (σημ. Bavai)-Βονωνίας (σημ. Βουλώνη], από τους Τρεβήρους στην Κολωνία, και από τους Ρημούς (σημ. Rheims) στο Αργεντοράτο (σημ. Strasbourg), προφανώς για τη διευκόλυνση των επικοινωνιών και την καλύτερη διασύνδεση των διαφόρων τομέων του μετώπου 326. Ο Αυρηλιανός άρχισε την κατασκευή του νέου τείχους της Ρώμης, το έργο του οποίου ολοκλήρωσε ο Πρόβος και στη συνέχεια ενίσχυσαν και άλλοι αυτοκράτορες 327. Η οχύρωση ειδικά της Ρώμης αποτελούσε σαφώς σημείο των καιρών και τρανή απόδειξη των αυξημένων αμυντικών αναγκών της περιόδου. Ακόμη και η ίδια η ένδοξη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας απειλούνταν πια από τις συνεχείς βαρβαρικές εισβολές. Στη Θράκη ο Αυρηλιανός επιμελήθηκε την επισκευή των τειχών σε αρκετές πόλεις, π.χ. τη Φιλιππούπολη και τη Σερδική, και ασχολήθηκε με την ενδυνάμωση της οχυρωματικής γραμμής κατά μήκος του Δούναβη 328. Ο H. von Petrikovits και ο S. Johnson αποδίδουν με επιφυλάξεις στον ίδιο αυτοκράτορα την τείχιση ορισμένων γαλατικών πόλεων, όπως των Βουρδίγαλων (λατ. Burdigala, σημ. Bordeaux) και της Cenabum που μετονομάστηκε σε civitas Aurelianorum προς τιμήν του (σημ. Ορλεάνη) 329. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι ο Αντίθετα, σύμφωνα με τον S. Johnson (Fortifications 113, 115, ) η κύρια περίοδος γενικών οχυρωματικών κατασκευών στη Γαλατία συνέπεσε ανάμεσα στα έτη HA, Tyr. Trig. 5.4: «Lollianus plerasque Galliae civitates, nonulla etiam castra, quae Postumus per septem annos in solo barbarico aedificaverat, quaeque interfecto Postumo subita inruptione Germanorum et direpta fuerant et incense, in statum veterem reformavit». 326 Βλ. σχετικά P. van Gansbeke, Défense de Gaule H. von Petrikovits, Fortifications 188. H. Schönberger, Germany , 183. Του ιδίου, Saalburg E. N. Luttwak, Grand Strategy 160. A. Piganiol, Empire chrétien 4. Για την οχυρή οδό Κολωνίας-Bavai-Βουλώνης βλ. ειδικότερα D. van Berchem, Armée et réforme S. Johnson, Fortifications , D. Hoffmann, Bewegungsheer I 180. B. Isaac, Limits 205. J. Mertens, Limes Belgicus Chronicon AD 354 (MGH 9/1, 148.8). Ζώσιμος : «ἐτειχίσθη δὲ τότε ἡ Ῥώμη πρότερον ἀτείχιστος οὖσα καὶ λαβὸν τὴν ἀρχὴν ἐξ Αὐρηλιανοῦ συνεπληρώθη βασιλεύοντος Πρόβου τὸ τεῖχος». HA, Aur. 21.9, Epitome de Caes Eutropius Consularia Constantinopolitana a.271. Cassiodorus, Chronica 990=Hieronymus, Chronicon Ιωάννης Μαλάλας : «ἤρξατο τὰ τείχη Ῥώμης κτίζειν γενναῖα ἦν γὰρ τῷ χρόνῳ φθαρέντα. αὐτὸς δὲ ἐφέστηκε τῷ ἔργῳ, καὶ ἠνάγκαζε τὰ συνέργεια Ῥώμης ὑπουργεῖν τῷ κτίσματι, καὶ πληρώσας τὰ τείχη ἐν ὀλίγῳ πάνυ χρόνῳ». Πασχάλιον Χρονικόν : «Αὐρηλιανὸς Αὔγουστος ἤρξατο τὰ τείχη Ῥώμης ἀνανεοῦν ἦν γὰρ τῷ χρόνῳ φθαρέντα». 328 Επισκευές των τειχών σε θρακικές πόλεις: CIL III.7450=ILS 2622, CIL III Οχυρωματικά έργα κατά μήκος του Δούναβη: HA, Aur Βλ. Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace H. von Petrikovits, Fortifications 181, 190. S. Johnson, Fortifications 101, 106. R. E. M. Wheeler, Arles Walls 189 (τείχιση των Βουρδιγάλων ίσως επί Κλαύδιου Γοτθικού). Άλλες γαλατικές πόλεις που φέρονται να τειχίστηκαν επί Αυρηλιανού: Dijon [castrum Divionensis (αναφέρεται στον Gregorius Turonensis,
172 αυτοκράτορας Κάρος κατασκεύασε την οχυρή πόλη των Καρρών στη Μεσοποταμία, δίνοντας σε αυτήν το όνομά του υποκρύπτεται όμως απλώς η επισκευή των τειχών της, αφού επρόκειτο για μια πανάρχαια πόλη που βρισκόταν σε στρατηγική τοποθεσία επί του Ευφράτη ποταμού 330. Πάντως η πρώτη συστηματική οχύρωση των νέων συνόρων του Ρήνου και του Δούναβη αποδίδεται στον αυτοκράτορα Πρόβο 331. Στην Historia Augusta αναφέρεται ότι ο Πρόβος κατασκεύασε πολλά έργα χρησιμοποιώντας στρατιώτες 332. Όντως, ο Πρόβος συμπλήρωσε και βελτίωσε το έργο των αυτοκρατόρων της «γαλατικής αυτοκρατορίας» στη Γαλατία και τις νότιες ακτές της Βρετανίας καθώς και του Αυρηλιανού στον Δούναβη και την Παννονία 333. Στη Ραιτία κατασκεύασε οχυρή γραμμή συνδέοντας το σύνορο του Δούναβη με εκείνο του Ρήνου, με στόχο να καλύψει το χάσμα ανάμεσα στις πηγές των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών ποταμών 334. Τη γραμμή του ποταμού Iller (ελλ. Ίλαργος), όπως είναι γνωστή στους σύγχρονους ιστορικούς, βελτίωσαν στη συνέχεια διαδοχικοί αυτοκράτορες. Στη Γαλατία ενδιαφέρθηκε πρωτίστως για την περαιτέρω οχύρωση πόλεων και σημαντικών (Προτομή Πρόβου) 113 οδικών αρτηριών, δεν παρέλειψε όμως να κατασκευάσει και αρκετά άλλα οχυρωματικά έργα εκατέρωθεν του Ρήνου, ως απάντηση στη μεγάλη εισβολή του Συγκεκριμένα, ο Πρόβος κατασκεύασε οχυρά προγεφυρώματα σε βαρβαρικά εδάφη απέναντι από συνοριακές γαλατικές πόλεις, εγκατέστησε σε αυτά φρουρές και γενικά έλαβε όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την απρόσκοπτη επιμελητειακή τους υποστή- Hist. Franc. 3.19)], Αμιένη (civitas Ambianensium), Ρεν (civitas Redonum) και Νάντη (civitas Namnetum). Βλ. S. Johnson, Fortifications 84, 86, 113, 249. Την οχύρωση των Βουρδιγάλων εκθείασε ο καταγόμενος από την πόλη αυτή ρήτορας του τέλους του 4 ου αι. Αυσόνιος. Ausonius, Ordo urbium Ιωάννης Μαλάλας : «ἐτείχισε δὲ (ενν. ο Κάρος) ἐν τῷ λιμίτῳ κάστρον ὅπερ ἐποίησεν πόλιν, δοὺς αὐτῇ καὶ δίκαιον πόλεως, ὃ ἐκάλεσεν εἰς ἴδιον ὄνομα Κάρας». Γεώργιος Μοναχός : «Εν δὲ Κάραις τῇ παρὰ τοῦ Κάρου βασιλέως κτισθείσῃ»=γεώργιος Κεδρηνός : «Εν δὲ Κάραις, τῇ παρὰ τοῦ Κάρου τοῦ βασιλέως κτισθείσῃ πόλει». 331 Bλ. H. Schönberger, Germany 179. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. ΙΙ 494. S. Johnson, Fortificaions , και χάρτης στη σ. 250 (οχυρωματική δράση Αυρηλιανού και Πρόβου). 332 HA, Prob. 20.2: «multa opera militari manu prefecit». Πρβλ. επίσης Eutropius H. von Petrikovits, Fortifications 181. S. Johnson, Fortifications 251, 253, αναλυτικότερα Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications 181. H. Schönberger, Germany 179. S. Johnson, Fortifications 169, 171, 189, 249, 259 και χάρτη στη σ Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Βλ. σχετικά H. Schönberger, Germany H. von Petrikovits, Fortifications 188. S. Johnson, Fortifications 63, (Civitas Namnetum, σημ. Nantes), E. Demougeot, La formation M. Christol, Carrières sénatoriales υποσημ. 15 στη σ Ο Ιουλιανός (Συμπόσιον ) σημείωνε ότι ο Πρόβος ανοικοδόμησε συνολικά 70 πόλεις στη Γαλατία. Το έργο του Πρόβου μνημονεύεται επίσης στον Ορόσιο (Hist. adv. pag ) και στον Ζώσιμο ( ). Βλ. S. Johnson, Fortifications υποσημ. 54 σ Γενικά ο S. Johnson προβάλλει τα έργα του Πρόβου και όχι τόσο του Πόστουμου και των λοιπών αυτοκρατόρων της «γαλατικής αυτοκρατορίας», όπως ο P. van Gansbeke.
173 114 ριξη 336. Ο χρονογράφος του 7 ου αι. Ισίδωρος Σεβίλλης εκθείασε το ανορθωτικό έργο του Πρόβου στη Γαλατία, σημειώνοντας: «Probus militia strenuus et civilitate praeclarus Gallias a barbaris occupatas bellando restituit» 337. Ανάμεσα στα έτη συνεχίστηκε παράλληλα η οικοδόμηση φρουρίων στις βρετανικές ακτές της Μάγχης 338. Η δραστηριότητά του Πρόβου επεκτάθηκε μάλιστα ως την Αίγυπτο, η οποία επωφελήθηκε ιδιαίτερα από τον οικοδομικό οργασμό εκείνων των ετών 339. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του φαίνεται, τέλος, πως ολοκληρώθηκε η νέα οχύρωση των Αθηνών καθώς και εκείνη της Βαρκελώνης 340. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί γεγονός ότι όλοι οι αυτοκράτορες εκείνης της περιόδου ενδιαφέρθηκαν και κατανάλωσαν άφθονους πόρους για την τείχιση δεκάδων οικισμών και πόλεων της αυτοκρατορίας, ειδικά σε περιοχές όπως η Γαλατία, η Ραιτία και το Νωρικό, όπου δεν είχε αναληφθεί ποτέ μέχρι τότε συγκεκριμένη πρόνοια για τη συστηματική οχύρωσή τους 341. Παρ όλα αυτά, η αμυντική δραστηριότητα των διαδόχων του Γαλλιηνού έπειτα από την αποκατάσταση και τη σταθεροποίηση της αυτοκρατορίας ( ) δεν συνιστούσε πραγματική μεταρρύθμιση. Βέβαια, η ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου συστήματος αμύνης, σύγχρονου και ικανού να ανταποκριθεί με επιτυχία στις προκλήσεις των καιρών, είχε γίνει αντιληπτή ήδη από τα μέσα του 3 ου αι. Η οικοδόμηση ενός ριζικά διαφοροποιημένου αμυντικού συστήματος ολοκληρώθηκε κατά τον 4 ο αι. έπειτα από τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου, τις οποίες παγίωσαν στη συνέχεια οι διάδοχοί τους. 336 HA, Prob : «contra urbes Romanas (στη Γαλατία) castra in solo barbarico posuit atque illic milites collocavit. agros et horrea et domos et annonam Transrhenanis omnibus fecit, iis videlicet quos in excubiis conlocavit». 337 Isidorus, Chronica Βλ. αναλυτικά F. Haverfield, Coast of Britain J. P. Bushe-Fox, Coast Defences N. Fields, Saxon Shore 24, (χρονολογεί όλα τα βασικά οχυρά στη ΝΑ Βρετανία στο τελευταίο τέταρτο του 3 ου αι.). 339 HA, Prob Βλ. επίσης S. Johnson, Fortifications 63. Ακόμη και στην απομακρυσμένη Κυρηναϊκή η πόλη της Κυρήνης επανιδρύθηκε και μετονομάστηκε σε Κλαυδιούπολη γύρω στο 270. SEG 9.9. Βλ. R. G. Goodchild, Cyrenaica υποσημ. 2 σ Για την Αθήνα βλ. E. A. Thompson, Athenian Twilight 65. F. Millar, Dexippus 27. M. Christol, Carrières sénatoriales Για την Βαρκελώνη βλ. S. Johnson, Fortifications Βλ. σχετικά S. Johnson, Fortifications όπου αναφέρεται συγκεντρωτικά στις οχυρωματικές δραστηριότητες των αυτοκρατόρων εκείνης της περιόδου.
174 115 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ H ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΡΧΙΑΣ ( )
175 ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ( ) Ο Διοκλητιανός (Caius Aurelius Valerius Diocletianus) με την ανάρρησή του στον θρόνο αντιμετώπισε πολλούς και συχνά ταυτόχρονους περισπασμούς, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Πολύ ανησυχητική παρέμενε η κατάσταση στη Γαλατία. Μετά τον θάνατο του Πρόβου και την ενασχόληση των διαδόχων του κυρίως με τις υποθέσεις της Ανατολής, τα προβλήματα εκεί επανήλθαν δριμύτερα. Οι γερμανικές επιδρομές είχαν πολλαπλασιαστεί και αναλόγως είχε επέλθει ξανά μεγάλη αναταραχή μεταξύ των τοπικών πληθυσμών. Για τον λόγο αυτό ο Διοκλητιανός όρισε το 286 συναυτοκράτορα τον στενό του συνεργάτη και φίλο Μαξιμιανό με αποκλειστική αρμοδιότητα τη Δύση (Ιταλία, Γαλατία, Βρετανία, Ισπανία, Βόρεια Αφρική). Ο ίδιος ο (Προτομή Διοκλητιανού) Διοκλητιανός διατήρησε την ευθύνη της Ανατολής (Ιλλυρικό, Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο), καθώς και ολόκληρης της Παννονίας. Ο καθένας από τους δύο αυγούστους απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα, το 293, από έναν καίσαρα ως βοηθό και μελλοντικό του διάδοχο και έτσι παγιώθηκε ένα δυναστικό σύστημα που έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως «Τετραρχία». Στο μεταξύ, ο Μαξιμιανός με διαδοχικές εκστρατείες συνέτριψε Φράγκους, Βουργουνδούς, Αλαμαννούς και Ερούλους εισβολείς. Στην προσπάθειά του ωστόσο να επιβάλει την ειρήνευση στην καθημαγμένη Γαλατία και να προωθήσει την καλυτέρευση των συνθηκών ασφάλειας και διαβίωσης, ήρθε αντιμέτωπος με την εξέγερση των Βαγαυδών (Bacaudae, Bagaudae των πηγών). Το γαλατικό εκείνο κίνημα τροφοδοτήθηκε αναμφίβολα από την φτώχεια και τη δυστυχία που είχαν ενσκήψει σε ολόκληρη την περιφέρεια εξαιτίας των αλλεπάλληλων γερμανικών εισβολών και των εμφυλίων συγκρούσεων της προηγούμενης τριακονταετίας. Εμμέσως θεωρώ πως η ανάπτυξη του κινήματος ενισχύθηκε και από αυτονομιστικές τάσεις που πιθανώς είχε στο μεταξύ προκαλέσει η δημιουργία της «γαλατικής αυτοκρατορίας» του Πόστουμου. Παρά ταύτα, μετά από σκληρές συγκρούσεις η εξέγερση των Βαγαυδών καταπνίγηκε και η ηρεμία επανήλθε στη Γαλατία. Κατόπιν τούτου, η κατάσταση εκεί σταθεροποιήθηκε και ο Μαξιμιανός σε συνεργασία με τον βοηθό του Κωνστάντιο Χλωρό (καίσαρας της Δύσης , αύγουστος ) έστρεψαν την προσοχή τους αλλού. Ο Κωνστάντιος εστάλη στη βορειοανατολική Γαλατία και μετά στη Βρετανία, για να καταπνίξει τα διαδοχικά πραξικοπήματα των σφετεριστών Καραύσιου (Carausius) και Άλληκτου (Allectus), ενώ ο Μαξιμιανός εκστράτευσε εναντίον των Βερβέρων και των Μαυριτανών νομάδων στη Β. Αφρική, τους οποίους και κατανίκησε (297). Την ίδια στιγμή ο Διοκλητιανός καταπιανόταν σε συνεργασία με τον καίσαρά του Γαλέριο (καίσαρας της Ανατολής , αύγουστος ) με την απόκρουση των επιδρομών Αλαμαννών, Σαρματών, Ιαζύγων και Κάρπων σε όλο το μήκος του Δούναβη, από τη Ραιτία ως τις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο. Οι αλλεπάλληλες εκστρατείες τους (287-
176 288 και ) εκατέρωθεν του ποταμού κατέληξαν σε ολοκληρωτική συντριβή των βαρβάρων μάλιστα οι Κάρποι εξαφανίστηκαν οριστικά από τις σελίδες της Ιστορίας ως ανεξάρτητος λαός. Αρκετοί από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν και διεσπάρησαν ως δουλοπάροικοι στις παραμεθόριες επαρχίες του Κάτω Δούναβη 1. Παρ όλα αυτά το κύριο μέτωπο παρέμενε εκείνο της Ανατολής. Το 286 επήλθε μια επωφελής συνδιαλλαγή με τους Σασσανίδες, σύμφωνα με την οποία η Ρώμη ανακτούσε την επικυριαρχία της Αρμενίας. Γύρω στο 290 ο Διοκλητιανός ασχολήθηκε με την απόκρουση επιδρομών των Σαρακηνών στη Συρία και στη ρωμαϊκή Αραβία. Λίγο αργότερα ξέσπασε νέα κρίση στις περσορωμαϊκές σχέσεις που οδήγησε στον μεγάλο πόλεμο του Μετά από κάποιες αρχικές αποτυχίες, ο Γαλέριος κατόρθωσε, ενισχυμένος από τον Διοκλητιανό, να επιφέρει συντριπτική ήττα στις δυνάμεις του Πέρση βασιλιά Ναρσή. Το 298 υπεγράφη λοιπόν νέα συνθήκη ειρήνης που κατοχύρωνε για τη Ρώμη όχι μόνο την επικυριαρχία επί της Αρμενίας, αλλά προσέθετε στον ρωμαϊκό εδαφικό κορμό ολόκληρη τη Β. Μεσοποταμία ως τον Τίγρη ποταμό καθώς και πέντε ορεινές επαρχίες βόρεια από αυτόν. Παράλληλα την ίδια περίοδο ο Διοκλητιανός περιόδευε στην πλούσια επαρχία της Αιγύπτου προσπαθώντας να εξουδετερώσει τοπικά κινήματα και τις εισβολές Βλεμμύων και Νουβίων στην Άνω Αίγυπτο ( ) 2. Μέχρι το 300 η ειρήνη είχε πάλι παγιωθεί απ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας. Η τελευταία πενταετία της βασιλείας του Διοκλητιανού μπορούσε πλέον να αφιερωθεί αποκλειστικά σε ειρηνικά έργα, επ ωφελεία του κράτους και των υπηκόων του ΚΥΡΙΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΕΙΑΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Η εικοσαετής βασιλεία του Διοκλητιανού και των συναυτοκρατόρων του αποδείχτηκε ιδιαίτερα γόνιμη και παραγωγική. Η εποχή της Τετραρχίας πέτυχε να προσφέρει μια περίοδο σταθερότητας, που ήταν αρκετή για την εισαγωγή μερικών μακρόπνοων αλλαγών 3. Επιπροσθέτως, μετά από ένα μακρύ και ιδιαίτερα επώδυνο χρονικό διάστημα, η αυτοκρατορία απέκτησε επιτέλους έναν κυβερνήτη με ξεκαθαρισμένες και συγκεκριμένες ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να συντελεστούν οι μεταρρυθμίσεις, ο οποίος διέθετε επιπλέον την οξύνοια και την ικανότητα ώστε να μπορέσει να τις πραγματοποιήσει 4. Ειδικά το έργο του στον στρατιωτικό τομέα υπήρξε πολύ μεγάλης σημασίας. Ουσιαστικά ο Διοκλητιανός χάραξε τον δρόμο πάνω στον οποίο κινήθηκαν οι διάδοχοί του και ιδιαίτερα ο Μ. Κωνσταντίνος, ο μέγας μεταρρυθμιστής του ύστερου ρωμαϊκού στρατού, προκειμένου να ολοκληρώσουν τη 1 Ο Αμμιανός (28.1.5) αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο Διοκλητιανός έδιωξε τους Κάρπους από την πατρίδα τους και τους εγκατέστησε στην Παννονία. Βλ. επίσης Paneg. Constantio Caes. VIII(V).5.2: «Contenta sit voce gloriae suae etiam proxima illa ruina Carporum». Consularia Constantinopolitana a.295: «Carporum gens universa in Romania se tradidit». Eutropius 9.25=Παιάνιος Τις πολεμικές επιχειρήσεις των τετραρχών ηγεμόνων περιέγραψαν συγγραφείς, όπως ο Αυρήλιος Βίκτωρ, ο Ζώσιμος, ο Ευτρόπιος, ο Ορόσιος, οι Λατίνοι πανηγυριστές και πλήθος άλλων. 3 Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία J. A. S. Evans, Ιουστινιανός 38.
177 118 μεταμόρφωση των ενόπλων δυνάμεων. Με μία δόση ποιητικής υπερβολής θα λέγαμε ότι έσπειρε τον σπόρο, τους καρπούς του οποίου έδρεψαν και καλλιέργησαν οι άξιοι συνεχιστές του. Πράγματι, τα σπέρματα των κατοπινών μεταρρυθμίσεων του 4 ου αι. τα βρίσκουμε όλα σχεδόν στη δημιουργική περίοδο της Τετραρχίας. Η απαραίτητη αριθμητική ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, ο σχηματισμός πολυάριθμων νέων μονάδων, η δημιουργία στρατών συνοδείας των ηγεμόνων (comitatus), που στάθηκαν ο πυρήνας των στρατών κρούσης / εκστρατείας της πρώιμης βυζαντινής περιόδου (comitatenses), η σταδιακή καθιέρωση των δουκών ως των κατεξοχήν παραμεθόριων στρατιωτικών διοικητών, παράλληλα με τη διαφαινόμενη απαρχή της τάσης για διαχωρισμό των δύο εξουσιών, πολιτικής και στρατιωτικής, σε επαρχιακό επίπεδο αρχικά, και η αναδιάρθρωση της αμυντικής στρατηγικής, αποτέλεσαν καίριες οργανωτικές επιλογές του Διοκλητιανού, τις οποίες ακολούθησαν και επεξέτειναν, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλοι οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες. Για τον λόγο αυτό θα αναλύσουμε διεξοδικά στα επόμενα κεφάλαια την αμυντική πολιτική που εφάρμοσε ο ιθύνων νους της εποχής, ο Διοκλητιανός, ώστε να κατανοήσουμε σε βάθος την πορεία των εξελίξεων. 3. Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 4 ου αι. Ο Διοκλητιανός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αριθμητική ενίσχυση των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων. Θεωρείται βέβαιο ότι κατά την περίοδο της «στρατιωτικής αναρχίας» και των βαρβαρικών εισβολών ( ) ο ρωμαϊκός στρατός υπέστη μεγάλες απώλειες. Πολλές μονάδες καταστράφηκαν, ενώ αρκετές νέες δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της ταραχώδους πεντηκονταετίας. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε με ακρίβεια το μέγεθος του έργου του Διοκλητιανού, διότι από την εποχή αυτή διασώζονται σπαράγματα πηγών, κυρίως κάποιες επιγραφές και μερικοί πάπυροι. Γι αυτόν το λόγο οι νεότεροι ιστορικοί στην προσπάθειά τους να ανασυνθέσουν τον διοκλητιάνειο στρατό στηρίζονται στη Notitia Dignitatum, που περιλαμβάνει τον κατάλογο όλων των σχηματισμών μάχης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού, καθώς και σε πληροφορίες σχετικές με την αριθμητική ισχύ του στρατού επί της Τετραρχίας, που περιλαμβάνονται σε έργα του Ιωάννη Λυδού, του Λακτάντιου και του Ζώσιμου. Μειονέκτημα για την ακριβέστερη προσέγγιση του έργου του Διοκλητιανού αποτελεί το γεγονός ότι η Notitia Dignitatum συντάχθηκε τμηματικά κατά την περίοδο , δηλαδή έναν ολόκληρο αιώνα αργότερα. Ακόμη και οι αναφορές των παραπάνω ιστορικών της πρώιμης βυζαντνής εποχής έχουν κατά καιρούς αμφισβητηθεί από νεότερους μελετητές. Παρ όλα αυτά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να ισχυριστούμε ότι σε ορισμένα τουλάχιστον μέτωπα, όπως στο ανατολικό συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου, οι ρυθμίσεις του Διοκλητιανού επέζησαν με επουσιώδεις αλλαγές τουλάχιστον μέχρι τον 5 ο αι. Έτσι έχουμε τη δυνατότητα να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το μέγεθος του διοκλητιάνειου στρατού, ειδικά τον αριθμό των λεγεώνων που περιελάμβανε. Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι legiones δύσκολα εξαφανίζονταν από τις πηγές χωρίς να αφήσουν ίχνη, σε αντίθεση με τα πολυά-
178 ριθμα auxilia, για τα οποία δεν διασώθηκε ποτέ κάποιος πλήρης κατάλογος, ούτε καν στην περίοδο του Principatus 5. Οι στρατιές της Ανατολής, από τον Εύξεινο Πόντο ως και την Αίγυπτο, παρουσιάζουν ομοιομορφία ως προς τη δομή τους, η οποία μάλιστα συμπίπτει με την ιεράρχηση των στρατιωτικών μονάδων την εποχή της Τετραρχίας. Οι στρατιές αυτές απαρτίζονταν από δύο κατηγορίες μονάδων: α) από legiones πεζικού και equites, που ήταν ιεραρχικά ανώτερες και β) από cohortes και alae, που ήταν ιεραρχικά κατώτερες. Αν εξαιρέσουμε ορισμένες μονάδες, οι οποίες, όπως προκύπτει από τους δυναστικούς τους τίτλους, δημιουργήθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο Β ( ), τον Βάλη ( ), τον Θεοδόσιο Α ( ) και ίσως από τον Αρκάδιο ( ), όλες οι υπόλοιπες αποτελούσαν πιθανότατα τμήματα του διοκλητιάνειου στρατού. Στο ανατολικό μέτωπο επί των Σεβήρων έδρευαν δώδεκα παλαιές λεγεώνες, ενώ κατά τη διάρκεια του ταραχώδους 3 ου αι. προστέθηκε άλλη μία, η II Parthica, που μεταφέρθηκε εκεί από την Ιταλία 6. Σ αυτές θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τρεις νέες λεγεώνες, στρατοπεδευμένες στην Αίγυπτο και στη Θηβαΐδα, τις III Diocletiana, II Flavia Constantia Thebaeorum και I Maximiana, τρεις λεγεώνες στην Ισαυρία, τις I-III Isaurae, και άλλες τέσσερις στον Πόντο, τη Φοινίκη, την Οσροηνή και την Αραβία, τις I Pontica, I Illyricorum, IV Parthica και IV Martia αντίστοιχα 7. Ανάμεσα στις legiones pseudocomitatenses του magister militum per Orientem υπάρχουν επίσης τρεις λεγεώνες, που δημιουργήθηκαν πιθανώς από τον Διοκλητιανό για τη φρούρηση των κατακτηθέντων περσικών εδαφών μετά τον πόλεμο του 297, οι I και II Armeniaca και η VI Parthica, ενώ άλλη μία, η V Parthica, καταστράφηκε το 359 κατά την πολιορκία της Άμιδας 8. Εφόσον προσθέσουμε δύο λεγεώνες που πιθανώς αποτελούσαν τη φρουρά της Κυρηναϊκής, τότε γίνεται εύκολα κατανοητό ότι μέχρι Οι δύο παράγραφοι στηρίζονται σε θέσεις του A. H. M. Jones (Later Empire Ι 56). Σχεδόν αναλλοίωτη διάταξη μάχης στην Ανατολή: D. van Berchem, Armée et réforme 117. D. F. Graf, Arabian Frontier 17. D. Woods, Varus 184. Ενίσχυση του στρατού: Th. Mommsen, Militärwesen R. Grosse, Militärgeschichte 58. R. McMullen, Roman Response Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 17. M. J. Nicasie, Twilight 23, 32. Μεγάλες στρατιωτικές απώλειες τον 3 ο αι.: A. E. R. Boak, Manpower Shortage 87. R. McMullen, Army 455 (πιο αξιόπιστη πηγή η Notitia Dignitatum). Μάλιστα ο D. van Berchem (L armée de Dioclétien et la réforme constantinienne) δομεί ολόκληρη την παρουσίαση του διοκλητιάνειου στρατού σχεδόν αποκλειστικά πάνω στη Notitia Dignitatum. 6 E. N. Luttwak, Grand Strategy 174. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 57. Και οι δύο αφαιρούν τη VI Ferrata, επειδή θεωρούν ότι αυτή είχε εντωμεταξύ καταστραφεί κατά τη χαοτική πεντηκονταετία Ωστόσο, το 2008 δημοσιεύτηκε η ανεύρεση κτητορικής επιγραφής στο λεγεωνικό στρατόπεδο της Άδρου, που χρονολογείται στην Α Τετραρχία ( ) και αναφέρει ότι το φρούριο κτίστηκε με τη συνδρομή των ανδρών της, θεωρούμενης μέχρι πρότινος χαμένης, VI Ferrata. Συνεπώς, αυτή η λεγεώνα εξακολουθούσε να υφίσταται τουλάχιστον ως τις αρχές του 4 ου αι. Βλ. σχετικά D. Kennedy - H. Falahat, Castra Leg. VI Ferratae Not. Dign. Or , Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 57. Επίσης D. Hoffmann, Bewegungsheer I (για τις τρεις λεγεώνες της Αιγύπτου). 8 Not. Dign. Or , 55. Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 57. Με τις legiones pseudocomitatenses και το αξίωμα του magister militum θα ασχοληθούμε στο επόμενο, Πέμπτο, μέρος.
179 120 το 305 ο αριθμός των λεγεώνων στην Ανατολή διπλασιάστηκε με την προσθήκη δεκατεσσάρων έως δεκαέξι νέων λεγεώνων 9. Ο στρατός της Ανατολής διέθετε επιπλέον 74 μονάδες ιππικού (equites), εκ των οποίων οι 24 προέρχονταν από το Ιλλυρικό και θεωρείται ότι ανήκαν προηγουμένως στον στρατό κρούσης του Γαλλιηνού και των διαδόχων του. Αυτές οι 24 μονάδες χαρακτηρίζονται στη Notitia Dignitatum ως equites Illyriciani και περιελάμβαναν στις τάξεις τους όλα τα στοιχεία που απάρτιζαν το ιππικό κρούσης του Γαλλιηνού, δηλαδή τους equites Mauri, Dalmatae, scutarii και promoti 10. Οι equites Illyriciani κατανεμήθηκαν σχεδόν ομοιόμορφα στις επαρχίες της Φοινίκης, της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Οσροηνής, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας. Κάθε επαρχία διέθετε από τέσσερις μονάδες, πλην της Παλαιστίνης όπου στρατοπέδευαν πέντε και της Οσροηνής όπου υπηρετούσαν τρεις 11. Οι υπόλοιποι σχηματισμοί ιππικού χαρακτηρίζονται στη Notitia Dignitatum ως γηγενείς (equites indigenae) εκτός από τρεις μονάδες στη Θηβαΐδα 12. Από τις 47 αυτές μονάδες οι 29 αποτελούνταν από ιπποτοξότες (equites sagittarii indigenae) 13, δεκατρείς ήταν στελεχωμένες με ιππείς αποσπασμένους από τις τοπικές λεγεώνες (equites promoti indigenae) 14, τρεις απαρτίζονταν από συμμάχους Σαρακηνούς (equites Saraceni), μία μονάδα χαρακτηρίζεται ως «equites stablesiani» και άλλη μία ως «equites scutarii indigenae» 15. Ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι μονάδες προστέθηκαν στον στρατό της Ανατολής μέχρι το 305, με εξαίρεση τους equites promoti indigenae 16. Ο ισχυρισμός του αυτός είναι όμως υπερβολικός. Ο D. F. Graf είναι πιο μετριοπαθής. Θεωρεί ότι οι περισσότερες από τις παραπάνω μονάδες μαζί με τις ίλες και τις κοόρτεις υπήρχαν ήδη από τον 3 ο αι., ενώ παράλληλα αποδίδει μεγάλο μέρος της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης του ανατολικού μετώπου στον Αυρηλιανό, ένα εγχείρημα που ολοκληρώθηκε βέβαια στα χρόνια του Διοκλητιανού. Θα διαπιστώσουμε ωστόσο στο πέμπτο μέρος της μελέτης ότι ορισμένες μονάδες ιππικού των equites είναι δυνατόν να σχηματίστηκαν αργότερα τον 4 ο αι. Η Notitia Dignitatum μνημονεύει επίσης 73 ίλες και 57 κοόρτεις συμμάχων (auxiliares) σε όλη την 9 A. H. M. Jones, Later Empire Ι Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 53. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 57. D. Hoffmann, Bewegungsheer I R. McMullen, Roman Response 187. S. McDowall, Cavalryman 4. R. Scharf, Equites Dalmatae (υποστηρίζει ότι οι equites Illyriciani τοποθετήθηκαν στην Ανατολή με το πέρας του περσορωμαϊκού πολέμου του ). 11 Not. Dign. Or , Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire Ι 57. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 248. B. Isaac, Army Not. Dign. Or : «cuneus equitum Maurorum scutariorum», 24: «cuneus equitum scutariorum», 40: «equites Felices Honoriani» (οι τελευταίοι ανήκαν στις προσθήκες του Θεοδόσιου Α ή του Αρκάδιου). 13 Not. Dign. Or , , , Για τις μονάδες αυτές βλ. επίσης J.-M. Carrié, Financement 51. B. Isaac, Army (στέκεται ιδιαίτερα στις μονάδες ιππικού που χαρακτηρίζονταν ως «indigenae», γιατί τις αξιολογεί φυσιολογικά ως ένα από τα κυριότερα τμήματα των στρατευμάτων στις επαρχίες της Ανατολής). 14 Not. Dign. Or , Για τις πέντες τελευταίες μονάδες βλ. αντίστοιχα Not. Dign. Or , , 38.16, Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι Αντιπρβλ. D. F. Graf, Arabian Frontier
180 Ανατολή. Θεωρείται κατ αρχάς πιθανόν ότι περίπου 60 ίλες και 53 κοόρτεις συμπεριλαμβάνονταν στον στρατό του Διοκλητιανού 17. Κατά μήκος του Δούναβη ο κατάλογος της Notitia Dignitatum περιλαμβάνει και τις δώδεκα λεγεώνες που αποτελούσαν τη φρουρά του συγκεκριμένου μετώπου επί των Σεβήρων 18. Σε αυτές προστέθηκαν ως το 305 άλλες έξι, η I Iovia και II Herculia στη Σκυθία, η V Iovia και η VI Herculia στην Κάτω Παννονία, η I Noricorum στην Άνω Παννονία και πιθανότατα η III Herculia στη Ραιτία 19. Η δημιουργία τους αποδίδεται πλέον με βεβαιότητα στον Διοκλητιανό. Όσον αφορά τις μονάδες ιππικού και τα συμμαχικά σώματα, η τυπική διάταξη της περιόδου της Τετραρχίας, αποτελούμενη από τρεις μονάδες ιππικού (equites), τρεις ίλες και επτά κοόρτεις, επιβίωσε μόνο στη Ραιτία 20. Στις επαρχίες του Κάτω Δούναβη (δηλαδή στη Σκυθία, τις δύο Μοισίες και την παραποτάμιο Δακία) οι διοκλητιάνειοι σχηματισμοί αντικαταστάθηκαν πλήρως με νεότερους, μετά την ανασυγκρότηση του συγκεκριμένου τομέα του μετώπου από τον Μ. Κωνσταντίνο. Στις υπόλοιπες επαρχίες του Άνω Δούναβη (δηλαδή στις δύο Παννονίες και στη Βαλερία) οι κατάλογοι της Notitia Dignitatum μάς επιτρέπουν να διαπιστώσουμε τη συνύπαρξη παλαιών σχηματισμών μάχης με νεότερους, που δημιουργήθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο. Πάντως σε όλο το μήκος του Δούναβη διασώζονταν στα τέλη του 4 ου αι. έξι κοόρτεις και τρεις ίλες που φέρουν τετραρχικούς δυναστικούς τίτλους. Όλες αυτές οι μονάδες στάθμευαν στη Ραιτία, εκτός από μία κοόρτη που ήταν εγκατεστημένη στην Παννονία Β 21. Στη Βρετανία οι κατάλογοι της Notitia Dignitatum αναφέρουν την ύπαρξη δύο από τις τρεις λεγεώνες που στάθμευαν εκεί μέχρι και τον 3 ο αι. 22. Εντούτοις, η τρίτη λεγεώνα, η XX Valeria Victrix, αποτελούσε σίγουρα τμήμα της φρουράς της Βρετανίας κατά την περίοδο της Τετραρχίας 23. Στο ίδιο έγγραφο απαριθμούνται κατά μήκος του αδριάνειου τείχους πέντε ίλες (η μία ίσως διοκλητιάνεια), δεκαέξι κοόρτεις και άλλοι δύο ιππικοί σχηματισμοί, ένας cuneus και ένας numerus. Στη νότια ακτή επιζούσαν τον 5 ο αι. μία παλαιά κοόρτη, πέντε μονάδες ιππικού (equites) και δεκαπέντε numeri 24. Αυτοί οι αριθμοί που παραδίδει ο κατάλογος είναι σημαντικά μειωμένοι σε σύγκριση με τις εννέα ίλες, τις 36 κοόρτεις και τους πολλούς numeri, που υπολογίζεται ότι αποτελούσαν τα συμμαχικά σώματα της Βρετα- 17 Τα αντίστοιχα νούμερα για τον A. H. M. Jones (Later Empire Ι 58) είναι 54 ίλες και 54 κοόρτεις. Δεκατρείς ίλες και τέσσερις κοόρτεις φέρουν τίτλους που παραπέμπουν άμεσα στους Μ. Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο Β, Βάλη, Θεοδόσιο Α και ίσως στον Αρκάδιο. 18 Not. Dign. Or , , Not. Dign. Occ , , 37-39, Not. Dign. Or Not. Dign. Occ =7.54, , Not. Dign. Occ , 23-30, Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι Not. Dign. Occ , 26-30, Οι δύο λεγεώνες ήταν η II Augusta και η VI Victrix. Not. Dign. Occ και αντίστοιχα. 23 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 58. Ωστόσο, ο D. van Berchem (Chapters 145) αμφιβάλλει αν επέζησε της επανάστασης του Καραύσιου. 24 Αδριάνειο τείχος: Not. Dign. Occ Νότια ακτή: Not. Dign. Occ , Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 58. Γενικά για τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Βρετανία βλ. και A. Dornier, North- Western Britain
181 122 νίας κατά τον 2 ο και 3 ο αι. 25 Παρ όλα αυτά, ο A. H. M. Jones υποθέτει ότι επί του Διοκλητιανού στάθμευαν στη νήσο πολύ περισσότερες μονάδες, ενώ λίγο παλαιότερα ο D. van Berchem είχε υποστηρίξει ότι οι κατάλογοι της Notitia Dignitatum πράγματι αντικατοπτρίζουν την δύναμη του στρατού στη Βρετανία την εποχή της Τετραρχίας 26. Στην Ισπανία παρέμεναν κατά τον 5 ο αι. μία λεγεώνα και πέντε κοόρτεις, όλες παλαιές μονάδες από την εποχή της «Ηγεμονίας», εκτός ίσως από μία κοόρτη 27. Στη Β. Αφρική υπήρχαν ήδη από την εποχή των Σεβήρων μία λεγεώνα, η III Augusta, και πολυάριθμα άλλα auxilia, κυρίως στη Μαυριτανία. Η Notitia Dignitatum περιλαμβάνει έξι νέες λεγεώνες, οι οποίες τον 5 ο αι. είχαν μεταφερθεί στον στρατό κρούσης (comitatenses) των αφρικανικών επαρχιών 28. Αυτές προέρχονταν όμως όλες από τη Γαλατία. Φαίνεται πως μεταφέρθηκαν σταδιακά εκεί κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. Τέλος, στην Τιγγιτανία στρατοπέδευαν μια ίλη και άλλη μια κοόρτη που φέρουν τετραρχική επωνυμία (Herculea), καθώς και έξι ακόμη κοόρτεις 29. Οι υπόλοιπες μονάδες ήταν όλες συνοριακές υπό τη γενική επωνυμία «praepositurae limitum», όπως θα αναφέρουμε παρακάτω. Άρα το μέγεθος του στρατού παρέμεινε μάλλον στάσιμο επί της Τετραρχίας στη Β. Αφρική, αντίθετα με τις περισσότερες περιφέρειες 30. Τέλος, στη Γαλατία η Notitia Dignitatum καταγράφει τα υπολείμματα των στρατευμάτων που επιβίωσαν έπειτα από τις τρομερές βαρβαρικές εισβολές και τους εμφυλίους πολέμους των αρχών του 5 ου αι. Ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι ο Μαξιμιανός, ο αύγουστος της Δύσης, ενίσχυσε τις γαλατικές φρουρές στην ίδια κλίμακα που ο Διοκλητιανός ενίσχυσε εκείνες του Δούναβη και του ανατολικού μετώπου 31. Και οι τέσσερις λεγεώνες που στάθμευαν στον Ρήνο στα τέλη του 3 ου αι. επιβίωσαν αρκετά, ώστε να συνεισφέρουν αποσπάσματα στον μόνιμο στρατό κρούσης/εκστρατείας που προέκυψε ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου 32. Ο limes του Ρήνου φέρεται να ενισχύθηκε με την προσθήκη 25 A. H. M. Jones, Later Empire Ι Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 58. Αντιπρβλ. D. van Berchem, Chapters Συνολικά βλ. Not. Dign. Occ Not. Dign. Occ : «cohors II Flavia Pacatiana» (ίσως δημιουργήθηκε επί Τετραρχίας). Αναλυτικότερα βλ. J. Arce, Diocesis Hispaniarum Αυτές ήταν οι: I Flavia Pacis (Not. Dign. Occ =7.146), II Flavia Virtutis (Not. Dign. Occ =7.147), III Flavia Salutis (Not. Dign. Occ =7.148), Flavia Victrix Constantina (Not. Dign. Occ =7.149), II Flavia Constantiniana (Not. Dign. Occ =7.150) και Constantiaci/Constantiniani (Not. Dign. Occ =7.138). Βλ. και D. Hoffmann, Bewegungsheer I A. H. M. Jones, Later Empire Ι 59 III 357, 375. Επίσης R. Cagnat, Armée d Afrique Not. Dign. Occ Αντιπρβλ. όμως R. Cagnat, Armée d Afrique 731. B. H. Warmington, African Provinces Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι I Minervia: Not. Dign. Or. 9.37: «Minervii-Α. Ιλλυρικό». XXX Ulpia: Not. Dign. Or. 9.54: «Germaniciani seniores-α. Ιλλυρικό». Occ : «Truncensimani(?)-Γαλατία». VIII Augusta: Not. Dign. Occ =7.28: «Octavani-Ιταλία». Βλ. και D. Hoffmann, Bewegungsheer I 188, 342. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 59 III 373. Επίσης H. Schönberger, Germany 180. Ο H. von Petrikovits και ο D. Hoffmann υποστηρίζουν ότι η XXII Primigenia μετονομάστηκε από τον Κωνσταντίνο σε XXII Constantiniana Victrix βασίζονται σε σφραγίδες κεράμων (CIL XIII.8502=ILS 8937) που χρονολογούνται από την εποχή του ίδιου αυτοκράτορα. Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications D. Hoffmann, Bewegungsheer I 178, 188, 344 II υποσημ. 490 σ. 65,
182 περίπου δώδεκα λεγεώνων, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum 33. Στις αρχές του 5 ου αι. οι λεγεώνες αυτές ήταν πλέον διεσπαρμένες στη Θράκη, το Ιλλυρικό, τη Βόρεια Αφρική και φυσικά στον Ρήνο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την προσπάθεια ανασύνθεσης του διοκλητιάνειου στρατού είναι τα εξής: i. Πόσες από τις νέες μονάδες μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα στον Διοκλητιανό ii. Ποια ήταν η αριθμητική ισχύς του ύστερου ρωμαϊκού στρατού κατά την περίοδο της Τετραρχίας iii. Ποια ήταν η αριθμητική ισχύς των επιμέρους μονάδων την ίδια εποχή. Πρέπει σε αυτό το σημείο να αποσαφηνίσουμε ότι: (α) Το βασικό πρόβλημα ως προς το πρώτο και τρίτο ερώτημα έγκειται στις λεγεώνες και όχι τόσο στα συμμαχικά σώματα. (β) Οι νέες λεγεώνες δεν διέθεταν την ισχύ των παλαιών, και πολλές από αυτές σχηματίστηκαν με τη συνένωση αποσπασμάτων, λεγεωνικών και συμμαχικών 34. (γ) Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς και να προσδιορίσουμε με ακρίβεια πόσες λεγεώνες δημιουργήθηκαν εξαρχής, ή μέσω της αναδιανομής και της κατάταξης σε αυτές ήδη υπάρχοντος στελεχιακού δυναμικού 35. (δ) Ενδέχεται ορισμένες επιγραφές σε επιτύμβιες στήλες να μη σημαίνουν ότι η μονάδα ήταν in situ, μπορεί απλώς να την τοποθέτησαν εκεί συγγενείς του αποθανόντος που κατοικούσαν στην ίδια περιοχή εν είδει κενοταφίου. Ενδέχεται επίσης να δηλώνει το πέρασμα της μονάδας από την περιοχή, όπου βρέθηκε η επιτύμβια στήλη, διότι σε εκείνο το σημείο ίσως είχε χάσει τη ζωή του ο στρατιώτης. Εκτιμώ πάντως ότι μπορούμε τουλάχιστον να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση την αριθμητική δύναμη των λεγεώνων καθώς και των διαφόρων κατηγοριών των συμμαχικών μονάδων. Όσον αφορά το ζήτημα της συνολικής αριθμητικής ισχύος του στρατού κατά την περίοδο της Τετραρχίας πιστεύω πως οι αριθμοί του Ιωάννη Λυδού είναι η πλέον αξιόπιστη μαρτυρία που διαθέτουμε, διότι μάλλον εγγίζει την πραγματικότητα της εποχής περισσότερο υποσημ. 289 σ Το ίδιο πιστεύουν οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 33), βασιζόμενες επίσης στις σφραγίδες κεράμων. Απόσπασμά της ήταν ίσως η Flavia Victrix Constantina, που έδρευε στις αρχές του 5 ου αι. στη Β. Αφρική (Not. Dign. Occ =7.149). 33 Αυτές ήταν οι: XII Victrix (πιθανώς ανύπαρκτη), I Martia (Not. Dign. Or Not. Dign. Occ , ILS 775. CIL XIII ), I Flavia Constantia (?) (Not. Dign. Or. 7.44), I Flavia Gallicana Constantia (Not. Dign. Occ = 7.90), I Flavia Mettis (Not. Dign. Occ =7.95), οι Solenses (Not. Dign. Or. 8.50), και βέβαια οι έξι νέες λεγεώνες στη Β. Αφρική. Πρβλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I , A. H. M. Jones, Later Empire Ι 59 III 357, 373, 375. E. C. Nischer, Reforms Πρβλ. P. Petit, Empire romain 23. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire 1091 (συγκρότηση λεγεώνων από ίδια αποσπάσματα ή και συμμαχικές μονάδες). R. Grosse, Militärgeschichte 32. D. Hoffmann, Bewegungsheer I , 382. R. Saxer, Vexillationen 120. R. Mc Mullen, Army Παρομοίως A. E. R. Boak, Manpower Shortage 90.
183 124 από κάθε άλλη συναφή πηγή. Εφιστούμε μόνο την προσοχή στη λεπτομέρεια ότι ο αριθμός που δίνει μπορεί να υπήρχε μόνο στα χαρτιά αναφερόμενος σε μονάδες πλήρους επάνδρωσης, οπότε πιθανότατα ήταν μικρότερος. Ένα πράγμα πάντως παραμένει βέβαιο: οφείλουμε να θεωρήσουμε ως δεδομένο και να δεχτούμε ως φυσιολογικό το γεγονός ότι ο Διοκλητιανός και οι λοιποί τετραρχικοί ηγεμόνες προέβησαν σε εκτεταμένες στρατολογήσεις, προκειμένου να αναπληρώσουν τα κενά στις τάξεις του στρατεύματος το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από μαρτυρίες πηγών της εποχής 36. α) Νέες μονάδες που δημιουργήθηκαν την περίοδο του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας. Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται πρωτίστως με τον αριθμό των νέων λεγεώνων, η δημιουργία των οποίων μπορεί να αναχθεί στην περίοδο που εξετάζουμε. Όπως προαναφέραμε, ο ρωμαϊκός στρατός το 235 διέθετε 34 λεγεώνες. Όπως υποστηρίζουν αρκετοί νεότεροι ιστορικοί, ως το 305, έτος παραίτησης του Διοκλητιανού από τον θρόνο, ο αριθμός των λεγεώνων φέρεται να υπερδιπλασιάστηκε με την προσθήκη σχεδόν 40 νέων μονάδων. Το τελικό σύνολο ξεπέρασε δηλαδή τις 70 συνοριακές λεγεώνες. Έχει όμως έτσι η κατάσταση; Ο E. C. Nischer σε άρθρο του δημοσιευμένο το 1923 υποστήριξε ότι όλοι αυτοί οι νέοι σχηματισμοί δημιουργήθηκαν από τον Διοκλητιανό περιλαμβάνει μάλιστα στους σχετικούς καταλόγους ακόμη τέσσερις λεγεώνες, την IV Italica και τις I-III Iuliae Alpinae, την ίδρυση των οποίων αποδίδει επίσης στον ίδιο αυτοκράτορα 37. Ο A. H. M. Jones είναι υποστηρικτής της ίδιας άποψης, εξαιρώντας όμως τις τέσσερις προαναφερθείσες λεγεώνες, αφού όπως σχολιάζει: «Only a dozen [legions] are guaranteed by their dynastic titles, but it seems improbable that many of the others were raised in the anarchic period between the death of Alexander Severus and the accession of Diocletian» 38. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι οκτώ λεγεώνες είναι αναμφίβολα διοκλητιάνειες, όπως άλλωστε προκύπτει από τους δυναστικούς τίτλους που έφεραν (I Maximiana, III Diocletiana, I Iovia-II Herculia, III Herculia, «η εξαφανισθείσα IV Iovia», V Iovia-VI Herculia) άλλες δεκαπέντε θεωρεί ότι αποτελούσαν πολύ πιθανώς λεγεώνες που μπορούν να συσχετιστούν άμεσα με τον Διοκλητιανό (I Illyricorum, I Pontica, I Noricorum, I-III Isaurae, I και II Armeniaca, IV-VI Parthicae, I Flavia Constantia, I Flavia Gallicana Constantia, I Flavia Mettis, II Flavia Constantia) αποδίδει στον Μαξιμιανό τη δημιουργία των έξι λεγεώνων στη Β. Αφρική, που μετονομάστηκαν, όπως ισχυρίζεται, αργότερα από τον Μ. Κωνσταντίνο (Constantiaci/Constantiniani, I Flavia Pacis, II Flavia Virtutis, ΙΙΙ Flavia Salutis, Flavia Victrix Constantina και II Flavia Constantiniana) πιθανολογεί ότι οι «Solenses» και η I Martia σχηματίστηκαν πριν από το 320, 36 Π.χ. Acta Maximiliani Βλ. R. McMullen, Army 455, Βλ. σχετικά E. C. Nischer, Reforms 1-9. Δεν αναφέρει όμως τους «Solenses» και τους «Dianenses». 38 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 60.
184 οι «Dianenses» και η IV Martia πριν από το 324, ενώ ισχυρίζεται ότι η ένταξη σε υπηρεσία των λεγεώνων I και II Flavia Gemina είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια 39. Ήδη όμως από πολύ νωρίς είχαν διατυπωθεί από διάφορους μελετητές σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αναγωγή όλων σχεδόν των νέων λεγεώνων στον Διοκλητιανό. Π.χ. η λεγεώνα IV Italica, την οποία ο E. C. Nischer εντάσσει στις προσθήκες του Διοκλητιανού, έχει έκτοτε αποδειχθεί ότι σχηματίστηκε από τον Αλέξανδρο Σεβήρο ( ). Πράγματι ο Ηρωδιανός σημειώνει ότι λίγο πριν από την εκστρατεία του Α. Σεβήρου εναντίον των Γερμανών το 234 «ἔκ τε οὖν αὐτῆς Ιταλίας λογάδες ἐς τὴν στρατιὰν ἠθροίζοντο», ενώ στη Historia Augusta αναφέρεται ότι ο ίδιος ηγεμόνας είχε διορίσει τον Μαξιμίνο -μετέπειτα δολοφόνο του και αυτοκράτορα- «tribunum legionis quartae, quam ex tironibus ipse composuerat» 40. Άρα, η ιστορία της IV Italica διαγράφεται ξεκάθαρα. Ο Αλέξανδρος Σεβήρος στρατολόγησε άνδρες από την Ιταλία προκειμένου να συστήσει τη λεγεώνα αυτή 41. Παρομοίως η δημιουργία των λεγεώνων I-III Iuliae Alpinae αποδίδεται πλέον στον Μ. Κωνσταντίνο ή σε κάποιον από τους διαδόχους του 42. Ο R. Grosse απέδωσε τον σχηματισμό των λεγεώνων I Illyricorum και IV Martia στον Αυρηλιανό, παράλληλα με την κατασκευή των οχυρών στρατοπέδων τους στην Παλμύρα και τη Βηθωρών αντίστοιχα 43. Επιπρόσθετα υποστήριξε ορθώς ότι η IV Martia δημιουργήθηκε αποκλειστικά για να πλαισιώσει στη ρωμαϊκή Αραβία την ήδη υπάρχουσα III Cyrenaica, εξού και η αριθμητική ακολουθία ανάμεσα στις δύο λεγεώνες 44. Λίγο μετά τον R. Grosse, και ο N. H. Baynes αμφισβήτησε την εκτίμηση ότι ο Διοκλητιανός ευθύνεται για τη σύσταση όλων των καινούργιων λεγεώνων που προστέθηκαν A. H. M. Jones, Later Empire III 357. Ο A. H. M. Jones πιθανολογεί ότι οι λεγεώνες I και II Flavia Gemina εντάχθηκαν σε υπηρεσία το α μισό του 4 ου αι. Γενικά οι δυναστικοί τίτλοι Diocletiana, Maximiana, Iovia, Herculia, Valeria και Flavia Constantia είναι ενδεικτικοί της δημιουργίας αυτών των λεγεώνων επί της Τετραρχίας. Βλ. και P. Brennan, Elephantine J. G. Gilliam, Diocletianic Inscription 190 και υποσημ. 32 σ Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 65. Εφιστάται όμως η προσοχή στους τίτλους Valeria, Herculiana και Flavia, διότι ήταν σε χρήση ήδη από την εποχή της Ηγεμονίας. Π.χ. τον 2 ο αι. υπήρχε ίλη στην Αίγυπτο με τον τίτλο «ala Herculiana ή Heracliana». P. Ryl. 85. P. Amh Βλ. G. Rickman, Roman Granaries 271. D. F. Graf, Nabatean Army Ηρωδιανός HA, Max Επιγραφές (CIL V AE 1919, ) μνημονεύουν επίσης Ιταλούς νεοσύλλεκτους που σχημάτισαν λεγεώνα, όπως και τη στρατολογία που διενεργήθηκε τότε στην Ιταλία (CIL X.3856=ILS 1173). Βλ. επίσης H. M. D. Parker, Legions 176. M. Keynes - J. C. Mann, IV Italica 228. Ο D. Magie (S.H.A. Vol. II υποσημ. 2 σ. 323) ισχυρίζεται ότι η «τέταρτη λεγεώνα» της Historia Augusta ήταν η παλαιά IV Flavia που έδρευε στη Μοισία. Για να δικαιολογήσει μάλιστα την αστήρικτη άποψή του γράφει ότι η πηγή αυτή σφάλλει, διότι δεν έγινε τότε στρατολόγηση νεοσυλλέκτων! 41 Βλ. E. C. Nischer, Reforms 3. Αντιθέτως H. M. D. Parker, Legions 176. E. N. Luttwak, Grand Strategy 174. J. C. Mann, New Legions 484. R. Cowan, Legionary 7. M. Keynes - J. C. Mann, IV Italica A. H. M. Jones, Later Empire Ι 99. H. M. D. Parker, Legions R. Grosse, Militärgeschichte Παρομοίως Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 23. M. P. Speidel, Exercitus Arabicus 934 (για τη λεγεώνα IV Martia). 44 R. Grosse, Militärgeschichte 21. Επίσης H. Dessau, Inscriptiones Latinae Selectae, Vols I-III, Berolini , ανατ , Vol. II.2 υποσημ. 6 σ H. M. D. Parker, Legions 176. D. F. Graf, Arabian Frontier 19. M. Christol, Carrières sénatoriales 248, ο οποίος παραπέμπει στον J.-P. Rey-Coquais (Syrie romaine 70), ο οποίος ωστόσο αποφεύγει να πάρει θέση.
185 126 στον ρωμαϊκό στρατό ανάμεσα στο , υποστηρίζοντας ότι οι λεγεώνες I-III Isaurae δημιουργήθηκαν πιθανότατα από τον Πρόβο. Παράλληλα απέδωσε και αυτός με τη σειρά του τον σχηματισμό της I Illyricorum στον Αυρηλιανό 45. Πιο αναλυτικός είναι ο H. M. D. Parker, ο οποίος συμφωνεί με την άποψη ότι πέντε λεγεώνες (I-III Isaurae, I Illyricorum, IV Martia), δημιουργήθηκαν πριν από τον Διοκλητιανό. Επιπλέον αναφέρει ότι επτά λεγεώνες με τα ονόματα Iovia, Herculia, Diocletiana και Maximiana σχηματίστηκαν αναμφίβολα από τον Διοκλητιανό αμφισβητεί ωστόσο την ύπαρξη της IV Iovia με το σκεπτικό ότι εφόσον οι Ioviae και Herculiae legiones σχημάτιζαν ζεύγη (I Iovia-II Herculia, V Iovia-VI Herculia), τότε η τρίτη λεγεώνα έπρεπε να τιτλοφορείται Iovia και όχι Herculia 46. Κλίνει λοιπόν προς την άποψη ότι η ΙΙΙ Herculia σχηματίστηκε ώστε να ενισχύσει την άμυνα κάποιας επαρχίας, της οποίας τη φρουρά αύξησε ο Διοκλητιανός από μία σε δύο λεγεώνες 47. O D. Hoffmann υποστηρίζει ότι αυτή δημιουργήθηκε για να πλαισιώσει την III Italica στην Ραιτία, όπως άλλωστε επέβαλλε η πάγια διοκλητιάνεια τακτική των δύο λεγεώνων σε κάθε επαρχία. Ήδη όλες οι υπόλοιπες παραδουνάβιες επαρχίες διέθεταν από δύο λεγεώνες 48. Συμφωνεί και επαυξάνει με τον H. M. D. Parker στην ανυπαρξία της IV Iovia, διότι όλες οι επαρχίες του Δούναβη διέθεταν πλέον από δύο λεγεώνες, επομένως δεν υπήρχε χώρος για μια ακόμη 49. Ο ίδιος μελετητής υποστηρίζει επίσης ότι ο Διοκλητιανός ευθύνεται πιθανότατα για τον σχηματισμό των λεγεώνων I Noricorum, I Pontica, I και II Armeniaca και IV-VI Parthicae 50. Το επιγραφικό υλικό μαρτυρεί ότι η I Noricorum στάθμευε στο Νωρικό για να πλαισιώσει την προϋπάρχουσα II Italica, ενώ η I Pontica αποτελούσε τη φρουρά της επαρχίας του Πολεμωνιακού Πόντου 51. Οι νέες «αρμενικές» και «παρθικές» λεγεώνες δημιουργήθηκαν πιθανώς μετά τη συνθήκη του 297 μεταξύ Ρώμης και Περσίας με στόχο τη φρούρηση των νεοκατακτηθεισών περιοχών 52. To ανατολικό μέτωπο εκτεινόταν κατά μήκος έντεκα παραμεθoρίων επαρχιών 53, στις οποίες στρατοπέδευαν δεκατρείς λεγεώνες πριν από το Εφόσον προσθέσουμε τις έξι παραπάνω λεγεώνες, προκύπτει ότι ο αριθμός των 45 N. H. Baynes, Notes H. M. D. Parker, Legions 177. Για πέντε νέες λεγεώνες μεταξύ των ετών κάνει λόγο και ο A. E. R. Boak (Manpower Shortage 87). 47 H. M. D. Parker, Legions 177 (πολιτική ύπαρξης δύο λεγεώνων σε κάθε επαρχία από τον Διοκλητιανό. Παρομοίως A. Piganiol, Histoire 446). 48 D. Hoffmann, Bewegungsheer I , D. Hoffmann, Bewegungsheer I Πρβλ. H. M. D. Parker, Legions I Noricorum: CIL III I Pontica: ILS 639. CIL III.6746 ( μ.χ.). Βλ. H. M. D. Parker, Legions 178. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Πρβλ. H. M. D. Parker, Legions 178. A. H. M. Jones, Later Empire III Αραβία Αυγούστα, Αυγούστα Λιβανησία, Παλαιστίνη, Φοινίκη, Κοίλη Συρία, Αυγούστα Ευφρατησία, Μεσοποταμία, Καππαδοκία, Οσροηνή, Πόντος Πολεμωνιακός και Μικρή Αρμενία. 54 III Cyrenaica, IV Martia, IV Italica, X Fretensis, III Gallica, IV Scythica, XVI Flavia firma (πρώην XVI Gallica), I-III Parthicae, XII Fulminata, XV Apollinaris. Βλ. H. M. D. Parker, Legions 178.
186 λεγεώνων στο περσικό μέτωπο είχε αυξηθεί σε δεκαεννέα 55. Ο H. M. D. Parker θεωρεί ότι η αύξηση αυτή πραγματοποιήθηκε ώστε οι περισσότερες παραμεθόριες επαρχίες να αποκτήσουν φρουρά δύο λεγεώνων, όπως άλλωστε επέβαλλε η αμυντική πολιτική του Διοκλητιανού, εκτίμηση που τη συμμερίζονται και άλλοι νεότεροι ιστορικοί 56. Αμφισβητεί ωστόσο τον σχηματισμό των λεγομένων «φλάβιων» λεγεώνων από τον Διοκλητιανό, καθώς, όπως ισχυρίζεται, η οργάνωση της συνοριακής άμυνας στη Β. Αφρική και στον Ρήνο δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι το Με εξαίρεση την II Flavia Constantia Thebaeorum, τείνει να αποδώσει τον σχηματισμό των υπολοίπων στη δυναστεία του Μ. Κωνσταντίνου. Ο H. M. D. Parker αποδέχεται δηλαδή τη δημιουργία μόλις δεκαπέντε λεγεώνων κατά την περίοδο του Διοκλητιανού. Οι S. Williams και G. Friell μιλούν για προσθήκη συνολικά δεκατεσσάρων λεγεώνων κατά την Τετραρχία, προσεγγίζοντας δηλαδή τον αριθμό που προτείνει ο H. M. D. Parker 58. Ο W. Seston διαπιστώνει ότι ο συνολικός αριθμός των λεγεώνων εκτοξεύτηκε από τις 39 στις 59 με 60 -ο M. Grant στις 65- ανάμεσα στα έτη O A. E. R. Boak κρίνει ως ασφαλή εκτίμηση τη δημιουργία 20 περίπου νέων λεγεώνων από τον Διοκλητιανό, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι το προσωπικό αυξήθηκε κατά 50%, γιατί κατά τη γνώμη του δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε πόσες λεγεώνες διέθεταν παρόμοια ισχύ με τις παλαιές, πόσες ακριβώς δημιουργήθηκαν από αποσπάσματα και πόσες από νεοσύλλεκτους. Σίγουρα πάντως δημιουργήθηκαν πολλές νέες μονάδες ιππικού από τους ιππείς των λεγεώνων 60. Ο D. Hoffmann κάνει λόγο για 25 περίπου νέες λεγεώνες, ο M. J. Nicasie εκτιμά ότι ο αριθμός τους διπλασιάστηκε ανάμεσα στην εποχή των Σεβήρων και την Τετραρχία, ενώ ο E. N. Luttwak, αφού αναφερθεί στο ανώτατο όριο των 68 συνολικά λεγεώνων που υπηρετούσαν επί Διοκλητιανού, παραδίδει και το αντίστοιχο κατώτατο, που θεωρεί πως είναι οι 56 (33 παλιές λεγεώνες, 6 ακόμη πριν από το 284, 14 σίγουρα διοκλητιάνειες και άλλες τρεις πιθανώς διοκλητιάνειες) Μέσα από όλες αυτές τις συχνά αντικρουόμενες εκτιμήσεις, θεωρώ ότι δύνανται να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα. Κατ αρχήν θεωρώ ότι η αναγωγή 40 σχεδόν νέων λεγεώνων στα χρόνια του Διοκλητιανού είναι εσφαλμένη και υπερβολική. Ούτως ή άλλως ακόμη και οι πλέον «φιλοδιοκλητιάνειοι» ιστορικοί μιλούν για 35 ως 37 νέες λεγεώνες επί του Διοκλητιανού. Εντούτοις πρέπει να αποκλείσουμε και αυτήν την προοπτική. Κατά τη γνώμη 55 H. M. D. Parker, Legions Πρβλ. H. M. D. Parker, Legions W. Seston, Dioclétien 299, 307. D. van Berchem, Armée et réforme 9, 113. P. Petit, Empire romain 23. M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. H. M. D. Parker, Legions S. Williams - G. Friell, Theodosius W. Seston, Dioclétien 298. M. Grant, Climax υποσημ. 62 σ (Άρα υπολογίζουν σε πέντε τις λεγεώνες που προστέθηκαν εντωμεταξύ). 60 Για όλες αυτές τις απόψεις βλ. A. E. R. Boak, Manpower Shortage D. Hoffmann, Bewegungsheer I 2. Του ιδίου, Oberbefehl 382. E. N. Luttwak, Grand Strategy 177. M. J. Nicasie, Twilight 23.
187 128 μας το πρόβλημα μπορεί να οριοθετηθεί καλύτερα προβαίνοντας στον εξής βασικό διαχωρισμό: πόσες λεγεώνες είναι σίγουρα διοκλητιάνειες, πόσες είναι περισσότερο ή λιγότερο πιθανό να δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της Τετραρχίας και πόσες από αυτές ανήκουν είτε στην προδιοκλητιάνεια είτε στην κωνσταντίνεια εποχή. Όσον αφορά την τελευταία κατηγορία οφείλουμε να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι τουλάχιστον τέσσερις από αυτές (IV Martia, I-III Isaurae) δημιουργήθηκαν αντίστοιχα από τον Αυρηλιανό και τον Πρόβο. Σχετικά με τις τελευταίες, η Historia Augusta αναφέρει ότι ο Πρόβος εγκατέστησε βετεράνους στην Ισαυρία μετά το πέρας των εκκαθαριστικών του επιχειρήσεων στην περιοχή, με την κληρονομική υποχρέωση παροχής νεοσυλλέκτων 62. Επίσης η IV Italica σχηματίστηκε σίγουρα από τον Αλέξανδρο Σεβήρο, οι δε λεγεώνες I-III Iuliae Alpinae πρέπει να αποδοθούν στον Μ. Κωνσταντίνο ή έστω στους άμεσους διαδόχους του. Μέχρι στιγμής απαριθμήσαμε οκτώ λεγεώνες, πέντε εκ των οποίων συστήθηκαν προ του Διοκλητιανού, ενώ άλλες τρεις μετά από αυτόν. Η «XII Victrix» που αναφέρει ο A. H. M. Jones ότι υπηρετούσε στον Ρήνο και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε ήταν μάλλον ανύπαρκτη. Πιθανώς ο A. H. M. Jones τη συγχέει με την υπαρκτή XXII Constantiniana Victrix, που επρόκειτο μάλλον για την παλαιά XXII Primigenia. Από την τελευταία προερχόταν ίσως η λεγεώνα Flavia Victrix Constantina 63. Ανύπαρκτη είναι και η «εξαφανισθείσα εντωμεταξύ IV Iovia» για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω 64. Τέλος, η I Flavia Constantia πρέπει να ενταχθεί στις προσθήκες του Κωνστάντιου Β στον στρατό της Ανατολής 65. Δεν προστέθηκε δηλαδή στον στρατό της Γαλατίας από τον Μαξιμιανό, όπως είχε υποθέσει παλαιότερα ο A. H. M. Jones. Άρα έχουμε ήδη αποκλείσει για διάφορους λόγους συνολικά δώδεκα λεγεώνες. Περνάμε τώρα στην πρώτη κατηγορία. Διοκλητιάνειες πέραν πάσης αμφιβολίας είναι συνολικά οκτώ λεγεώνες, οι I Maximiana, II Flavia Constantia Thebaeorum, III Diocletiana, I και V Iovia, II-III και VI Herculia. Όλες αυτές φέρουν δυναστικούς τίτλους που παραπέμπουν άμεσα στους ηγεμόνες Διοκλητιανό (Ιόβειο), Μαξιμιανό (Ερκούλειο) και στον καίσαρα Κωνστάντιο Χλωρό. Υπάρχουν ωστόσο 22 άλλες λεγεώνες που χρήζουν διερεύνησης. Κάποιες από αυτές πιστεύω ότι μπορούν να αποδοθούν στα χρόνια του Διοκλητιανού με βεβαιότητα ή έστω με μεγάλες πιθανότητες, ενώ για κάποιες άλλες η χρονολογία ένταξής τους σε υπηρεσία δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, παραμένει αινιγματική, οπότε το μόνο που μας μένει είναι να προσφύγουμε σε εικασίες. Ανάμεσα στις πρώτες εκτιμώ πως ανήκουν οι λεγεώνες I Pontica, I Illyricorum, I Martia, I Noricorum, τρεις «φλάβιες» λεγεώνες που βρίσκονταν στη Β. Αφρική, άλλες δύο «φλάβιες» λεγεώνες στη Γαλατία, καθώς και οι λεγεώνες I-II Armeniacae, IV-VI Parhicae. Συγκεκριμένα η I Pontica με έδρα την Τραπεζούντα σχηματίστηκε για να αποτελέσει τη 62 HA. Prob και Βλ. σχετικά ανωτέρω υποσημ. 32 σ Βλ. σχετικά ανωτέρω σ. 126 και υποσημ. 46 και 49 στην ίδια σελ. 65 Not. Dign. Or Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 237.
188 φρουρά της νέας επαρχίας του Πολεμωνιακού Πόντου, η I Illyricorum δημιουργήθηκε για να πλαισιώσει την III Gallica στη Συρία-Φοινίκη, και τέλος, οι I-II Armeniacae 66, καθώς και οι IV-VI Parhicae συστήθηκαν πιθανότατα για την προστασία των νεοκατακτημένων εδαφών σε Αρμενία και Μεσοποταμία αντίστοιχα μετά τη νικητήριο για τη Ρώμη περσορωμαϊκή συνθήκη του 298. Πάντως φαίνεται πως όλες οι επτά προαναφερθείσες λεγεώνες συνδέονται άμεσα με τις ρυθμίσεις στο ανατολικό μέτωπο πριν και κυρίως μετά από εκείνο το σύμφωνο ειρήνης. Αναφορικά με την I Illyricorum υφίσταται ένα πρόβλημα, διότι αρκετοί νεότεροι μελετητές την εντάσσουν στις προσθήκες του Αυρηλιανού για δύο, εικάζω, λόγους: α) διότι φέρει όνομα που παραπέμπει ευθέως στα ιλλυρικά στρατεύματα, κορμό των στρατών κρούσης του Γαλλιηνού και των διαδόχων του και β) γιατί τοποθετήθηκε ως φρουρά στην Παλμύρα, την οποία είχε καταστρέψει ο ίδιος ο Αυρηλιανός 67. Έχω την εντύπωση ωστόσο πως μπορεί να αποδοθεί εξίσου στον Διοκλητιανό, διότι ήταν αυτός που κατασκεύασε το οχυρό στρατόπεδό της στην Παλμύρα, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω. Εξάλλου την περίοδο της Τετραρχίας οι Ιλλυριοί εξακολουθούσαν να στελεχώνουν τον κορμό του κρατικού μηχανισμού, ειδικά μάλιστα στις ένοπλες δυνάμεις. Θεωρώ, τέλος, ότι ενυπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στην I Illyricorum και στις λεγεώνες I Pontica, I Martia και I Noricorum. Πρώτον διαθέτουν όλες τον αριθμό «I», που ήταν μάλλον κοινός την εποχή του Διοκλητιανού, αφού πλήθος νέων λεγεώνων προστέθηκε εκείνη την περίοδο, και δεύτερον οι τρεις τελευταίες είναι βέβαιο ότι δημιουργήθηκαν από τον Διοκλητιανό είτε για πλαισιώσουν είτε για να απαρτίσουν τη φρουρά νέων επαρχιών, όπως ακριβώς συνέβη και με την I Illyricorum. Γιατί άραγε η τελευταία να αποτελέσει εξαίρεση; Πράγματι, η I Noricorum συγκροτήθηκε για να πλαισιώσει τη II Italica στο Νωρικό, εξού άλλωστε και ο αριθμός που έφερε, η I Martia δημιουργήθηκε εξαρχής ως φρουρά της νεόκοπης επαρχίας της Σηκουανίας, ενώ η I Pontica έδρευε στην Τραπεζούντα με αποστολή τη φύλαξη της νέας επαρχίας του Πολεμωνιακού Πόντου 68. Περνάμε τώρα στις λεγόμενες «φλάβιες» λεγεώνες. Από τις έξι «φλάβιες» λεγεώνες της Β. Αφρικής και τις τρεις της Γαλατίας, έχουμε ήδη αποκλείσει τη Flavia Victrix Constantina και την I Flavia Constantia αντίστοιχα. Κατά τη γνώμη μου, πέντε, οι I Flavia Pacis, II Flavia Virtutis, III Flavia Salutis, I Flavia Gallicana Constantia και η I Flavia Η I Armeniaca μνημονευόταν ακόμη τον 6 ο αι. από τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα. Βλ. σχετικά Ιωάννης Μαλάλας : «Εὐτυχιανὸς δὲ ὁ χρονογράφος ὁ Καππαδόξ, στρατιώτης ὢν καὶ βικάριος τοῦ ἰδίου ἀριθμοῦ τῶν Πριμοαρμενιακῶν». 67 Πλην των R. Grosse, E. C. Nischer, H. M. D. Parker, A. H. M. Jones και των Pat Southern και Karen R. Dixon, δύο ακόμη νεότεροι μελετητές, ο J.-P. Rey-Coquais (Syrie romaine 70) και ο M. Christol (Carrières sénatoriales 248) αποδίδουν, με πολλές όμως επιφυλάξεις και ερωτηματικά, τη δημιουργία αυτής της λεγεώνας στον Αυρηλιανό. 68 Οι H. Schönberger (Germany 180) και D. Hoffmann (Bewegungsheer I ) χρεώνουν επίσης τη δημιουργία της I Martia στον Διοκλητιανό ή στον Μαξιμιανό. Η επαρχία της Σηκουανίας ήταν γνωστή ως Sequania ή Maxima Sequanorum σε πηγές της εποχής. Βλ. αντίστοιχα Laterculus Veronensis 8.6. Laterculus Polemii Silvii Η ιδιαίτερη επαρχία του Πόντου ήταν γνωστή ως «Pontus Polemiacus» (Laterculus Veronensis 2.7) ή «Pontus Polemoniacus» (Laterculus Polemii Silvii 9.2).
189 130 Mettis δύνανται να συνδεθούν με την αναδιοργάνωση του μετώπου του Ρήνου και της Γαλατίας στα χρόνια του Μαξιμιανού και του Κωνστάντιου Χλωρού, φέρουν δε όλες το δυναστικό όνομα της οικογένειας του Κωνστάντιου και του γιου του, Μ. Κωνσταντίνου, δηλαδή το «Flavius» 69. Ήταν εξάλλου φυσιολογική η ενίσχυση της άμυνας της Γαλατίας με αρκετούς νέους σχηματισμούς την εποχή της Τετραρχίας, αφού επρόκειτο για μια περιφέρεια που είχε υποστεί τα πάνδεινα τις προηγούμενες δεκαετίες, εξαιτίας των αλλεπάλληλων γερμανικών εισβολών και των εμφυλίων συγκρούσεων. Εντούτοις, δεν μπορούμε να διακριβώσουμε αν τα ονόματά τους ήταν τα πρωτογενή, ή αν υποκρύπτεται μετονομασία τους ή ακόμη και ο ίδιος ο σχηματισμός τους από τον Μ. Κωνσταντίνο. Η II Flavia Constantiniana και οι Constantiaci-Constantiniani με προβλημάτισαν ακόμη περισσότερο, διότι οι επωνυμίες τους είναι πολύ «κωνσταντίνειες». Υπ αυτήν την έννοια θα μπορούσαν με άνεση να ενταχθούν στις προσθήκες του Μ. Κωνσταντίνου και του γιου του Κωνστάντιου Β. Ίσως πάλι πρόκειται για απλές μετωνυμίες λεγεωνικών αποσπασμάτων. Τελικό συμπέρασμα θεωρώ πως είναι αδύνατον να βγάλουμε. Υπάρχουν, τέλος, έξι λεγεώνες, των οποίων η περίπτωση κρίνεται εξίσου προβληματική με τις δύο που μόλις προαναφέραμε. Αυτές είναι οι Solenses, οι Martenses, οι Dianenses, οι Fortenses, η I και η II Flavia Gemina. Οι δύο τελευταίες λεγεώνες φαίνεται πως σχηματίστηκαν από διάφορα στοιχεία λεγεώνων, όπως άλλωστε προδίδει ο τίτλος που φέρουν (gemina=μεικτή). Το πρώτο συνθετικό του ονόματός τους φανερώνει επίσης τη σύνδεσή τους με την κωνσταντίνεια δυναστεία. Ο A. H. M. Jones και ο D. Hoffmann που ασχολήθηκαν με το θέμα αρκέστηκαν σε υποθέσεις, που συμποσούνται στο συμπέρασμα περί δημιουργίας τους στο α μισό του 4 ου αι. Τις αποδίδουν αόριστα σε κάποιον από τους «φλάβιους» ηγεμόνες 70. Οι Fortenses αποτελούσαν απόσπασμα της II Traiana fortis που έδρευε στην Αίγυπτο. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πότε ακριβώς διαχωρίστηκαν από τη μητρική τους λεγεώνα, πάντως στα τέλη του 4 ου αι. υπηρετούσαν στη στρατιά της Θράκης 71. Οι Dianenses πήραν ίσως την επωνυμία τους από την τοποθεσία «Ad Dianam» όπου στρατοπέδευαν. Στην τοποθεσία εκείνη (στο έδαφος της σημερινής Αλβανίας) υπήρχε σταθμός της Εγνατίας οδού 72. Πιθανώς, απαρτίζονταν από στοιχεία λεγεώνων, που στάθμευαν εκεί ως φρουρά της στρατηγικής αυτής οδικής αρτηρίας. Την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum έδρευαν επίσης στη Θράκη, όπως και οι Fortenses. Σε κάθε περίπτωση γίνεται κατανοητό πως οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης των προηγούμενων λεγεώνων με τη βασιλεία του Διοκλητιανού καθίσταται αδιέξοδη και ως εκ τούτου μάλλον ανεδαφική. Κατά τη γνώμη μου μόνον οι Solenses και οι Martenses σχηματίστηκαν πιθανότατα κατά την περίοδο της Τετραρχίας. Το προσωνύμιο των πρώτων παραπέμπει άμεσα στον θεό «Sol Invictus», δηλαδή στον Ανίκητο Ήλιο, τον θεό-προστάτη αυτοκρατόρων της εποχής. Τον Ανίκητο Ήλιο είχε υιοθετήσει ως κατεξοχήν προστάτη του ο Κωνστάντιος Χλωρός, κα- 69 Παρομοίως D. Hoffmann, Bewegungsheer I A. H. M. Jones, Later Empire III 357. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Not. Dign. Or Πρβλ. επίσης D. Hoffmann, Bewegungsheer I , Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 226 και υποσημ 20 σ. 4.
190 θώς και ο γιος του Μ. Κωνσταντίνος στα πρώτα στάδια της σταδιοδρομίας του (γύρω στο 310) 73. Η επωνυμία των δευτέρων μάς ωθεί στο συμπέρασμα ότι μητρική τους λεγεώνα ήταν η «I» ή/και η «IV» Martia. Σε κάθε περίπτωση το όνομά τους σχετίζεται με τον θεό Άρη (Mars), που υπήρξε ο προστάτης-θεός του Γαλερίου 74. Συμπερασματικά, από τις 42 συνολικά λεγεώνες που αναφέραμε οκτώ είναι σίγουρα τετραρχικές (I Maximiana, II Flavia Constantia Thebaeorum, III Diocletiana, I και V Iovia, II-III και VI Herculia), ενώ άλλες δεκαέξι είναι λιγότερο (I Flavia Pacis, II Flavia Virtutis, III Flavia Salutis, I Flavia Gallicana Constantia, I Flavia Mettis) ή περισσότερο (I Pontica, I Illyricorum, I Martia, I Noricorum, I-II Armeniacae, IV-VI Parhicae, Solenses, Martenses) πιθανό ότι σχηματίστηκαν την ίδια περίοδο. Από τις υπόλοιπες δεκαοκτώ λεγεώνες, πέντε ανήκουν στην προδιοκλητιάνεια (IV Italica, IV Martia, I-III Isaurae) και οκτώ στην κωνσταντίνεια εποχή (Constantiaci/Constantiniani, II Flavia Constantiniana, I Flavia Constantia, I-II Flaviae Geminae, I-III Iuliae Alpinae), τρεις αποτελούσαν αποσπάσματα παλαιότερων λεγεώνων (Fortenses, Dianenses, Flavia Victrix Constantina), ενώ δύο ήταν μάλλον ανύπαρκτες (XII Victrix, IV Iovia). Ακόμη όμως και η αναγωγή 24 νέων λεγεώνων στα χρόνια του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας αρκεί νομίζω για να αποδείξει το μέγεθος της στρατιωτικής ανασυγκρότησης που επιχειρήθηκε εκείνη τη δημιουργική περίοδο. 131 Ο Διοκλητιανός δεν παρέλειψε επίσης να ενισχύσει και τα συμμαχικά σώματα (alaecohortes). Θεωρείται βέβαιο ότι κατά τη διάρκεια της ταραχώδους πεντηκονταετίας πριν από την άνοδο στο θρόνο του Διοκλητιανού πολλές από τις συμμαχικές μονάδες είχαν καταστραφεί 75. Αρκετές άλλες χρησιμοποιήθηκαν ίσως για το σχηματισμό των νέων λεγεώνων. Ο E. C. Nischer υποθέτει π.χ. ότι η λεγεώνα I Noricorum προέκυψε από την ένωση διαφόρων συμμαχικών μονάδων που στάθμευαν στην επαρχία του Νωρικού 76. Δυστυχώς οι διασωζόμενες επιγραφές και η Notitia Dignitatum δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε πλήρη και ακριβή εικόνα σχετικά με το εύρος της ανασυγκρότησης των συμμαχικών μονάδων την εποχή του Διοκλητιανού. Παρ όλα αυτά στους καταλόγους της 73 Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 134. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 88, 97 (Κωνσταντίνος). D. Hoffmann, Bewegungsheer I , 217, 220, 515 II υποσημ. 448 σ. 63 II υποσημ. 452, 455 σ. 64. (Κωνστάντιος Χλωρός). Κωνστάντιος-Sol: Paneg. Constantio Caes. VIII(V).2.2-3, 4.3. Paneg. Maximiano et Constantino VII(VI) Ο Λατίνος πανηγυριστής Ευμένιος προσαγορεύει τον Κωνστάντιο Χλωρό και «Ηράκλειο» (Herculius), επειδή ήταν υιοθετημένος από τον Μαξιμιανό. Βλ. Eumenii Oratio IX(IV).8.1 και 3. Ο Κωνσταντίνος είχε υιοθετήσει αρχικά ως προστάτη του τον ηλιακό θεό Απόλλωνα. Βλ. Paneg. Constantino Aug. VI(VII) , Gratiarum Actio Constantino Aug. V(VIII) Βλ. και C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, Panegyrici Latini 215, υποσημ σ , υποσημ. 61 σ Σύμφωνα με τον Λακτάντιο (de mort. pers ) ο Γαλέριος προπαγάνδιζε την καταγωγή του από τον θεό Άρη και τον Ρωμύλο (η μητέρα του Γαλέριου ονομαζόταν όντως Ρωμύλα, Romula). Στις αναθηματικές επιγραφές CIL VIII.2345, 2346 και 2347 ο Διοκλητιανός θυσιάζει στον Δία, ο Μαξιμιανός στον Ηρακλή και ο Γαλέριος στον Άρη. Άλλες αναφορές στους Martenses: CIL VIII.16551: «Val(erius) Vitalis / mil(es) ex n(umero) / Martens(ium) / de Gall(icano) ess(ercitu)». Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I , 217, 220 II υποσημ. 443, 446 σ. 63 II υποσημ. 458, 461, 464 σ Πρβλ. E. C. Nischer, Reforms E. C. Nischer, Reforms 11 και υποσημ. 8 στην ίδια σελ.
191 132 Notitia Dignitatum διασώζονται τριάντα τέσσερις ίλες (alae) και κοόρτεις (cohortes), που κατ αρχάς μπορούν θεωρητικά να αποδοθούν στην εποχή της Τετραρχίας, με βάση τους δυναστικούς τίτλους που έφεραν. Από αυτές οι δεκαεννέα ήταν ίλες και οι υπόλοιπες δεκαπέντε κοόρτεις. Ως προσωνύμια ενδεικτικά της τετραρχικής περιόδου θεωρούνται σήμερα γενικά τα «Iovia», «Herculia/ea», «Flavia», «Contantia/ana», «Valeria» και «Diocletiana». Στο ανατολικό τμήμα του κράτους δεκατέσσερις ίλες και έξι κοόρτεις επονομάζονταν έτσι γύρω στα τέλη του 4 ου αι. 77. Στο δυτικό τμήμα διασώζονταν στις αρχές του 5 ου αι. δεκατέσσερις ανάλογοι σχηματισμοί, πέντε ίλες και εννέα κοόρτεις 78. Τρεις ακόμη ίλες Αιγυπτίων (alae Aegyptiorum) και μία ίλη δρομεδαρίων (ala dromedariorum, Μαξιμιανούπολη Θηβαΐδας) υποστηρίζεται ότι και αυτές ανήκαν στις προσθήκες του Διοκλητιανού 79. Καθίσταται αμέσως εμφανές ότι στο ανατολικό μέτωπο προστέθηκαν πρωτίστως ιππικοί σχηματισμοί, ενώ στο δυτικό κυρίως πεζικοί λόγω της γεωμορφολογίας και των διαφορετικών τακτικών απαιτήσεων που εκείνη δημιουργούσε. Στην υστερορωμαϊκή Μέση Ανατολή οι κύριες προσθήκες αφορούσαν στην Αίγυπτο, όπου σχηματίστηκαν οκτώ νέες μονάδες, όλες ίλες (alae), εφόσον συμπεριλάβουμε τις δύο «αιγυπτιακές» ίλες που ήταν εγκατεστημένες στην Αίγυπτο, καθώς και την ίλη των δρομεδαρίων που προαναφέραμε. Οι υπόλοιπες έξι συνοριακές διοικήσεις (δουκάτα) του 4 ου αι. φαίνεται πως είχαν ενισχυθεί περίπου ισοδύναμα, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον με μία ίλη και μία κοόρτη αντίστοιχα. Η Φοινίκη και η Συρία απέκτησαν από μία ίλη και μία κοόρτη, η Παλαιστίνη ενισχύθηκε με δύο κοόρτεις και μία ίλη, η Αραβία με μία ίλη, η Οσροηνή με δύο ίλες, η Μεσοποταμία με τρεις ίλες και μία κοόρτη και η Αρμενία με μία ίλη. Τέλος, μία ακόμη «Valeria» κοόρτη υπηρετούσε υπό τον δούκα της Μοισίας Β, εγκατεστημένη όμως βαθύτερα στην επαρχία της Θράκης. Στη Δύση οι περισσότερες από τις σωζόμενες επικουρικές μονάδες που πιθανότατα δημιουργήθηκαν την εποχή της Τετραρχίας υπηρετούσαν ως τα τέλη του 4 ου αι. στη Ραιτία. 77 Ίλες: Not. Dign. Or , 52, 54, , Κοόρτεις: Not. Dign. Or , Το όνομα μίας ίλης, της «ala Costia», αναγνώστηκε πρόσφατα σε επιγραφή της τετραρχικής περιόδου, που έφεραν στο φως αρχαιολόγοι στην έρημο Νεγκέβ του Ν. Ισραήλ. Βλ. σχετικά B. Isaac, Army 143. Πρόκειται μάλλον για την «ala Constantiana» στη Notitia Dignitatum (Or ). 78 Ίλες: Not. Dign. Occ , 26, Κοόρτεις: Not. Dign. Occ , , 27. Τα ανάλογα νούμερα στον R. Grosse είναι είκοσι ίλες και δεκαέξι κοόρτεις. Κοόρτεις: R. Grosse, Militärgeschichte 43 και υποσημ. 4 στην ίδια σελ. Ίλες: R. Grosse, Militärgeschichte 46 και υποσημ. 3 σ Στην υποσημ. 1 σ. 44 θεωρεί ότι οι ίλες και κοόρτεις που φέρουν κωνσταντίνειο δυναστικό τίτλο, δηλαδή «Flavia» ή «Constantia/na», πρέπει μάλλον να αποδοθούν στον Διοκλητιανό, επειδή ήταν ο πρωτεργάτης της ανασυγκρότησης του limes romanus, ή έστω στον καίσαρά του Κωνστάντιο Χλωρό. Εφιστώ ωστόσο την προσοχή στο γεγονός ότι auxilia με την ονομασία «Flavia» υπήρχαν ήδη από τα τέλη του 1 ου αι. μ.χ., από τη δυναστεία των πρώτων Φλαβίων (Βεσπασιανός, Τίτος, Δομιτιανός, 69-96), π.χ. I Flavia civium Romanorum, I Flavia Britannica, II Flavia Numidarum, II Flavia Bessorum, classis Flavia Moesica κ.ά. 79 Not. Dign. Or και 39 (alae I και II Aegyptiorum αντίστοιχα), (ala III dromedariorum), (ala II nova Aegyptiorum). Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 46 και υποσημ. 3 σ Η ενσωμάτωση των παραπάνω μονάδων στις προσθήκες του Διοκλητιανού αποτελεί τη σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στον σχετικό κατάλογο του R. Grosse και τον δικό μου.
192 Στον Ρήνο η συντριπτική πλειονότητα των παλαιών συνοριακών σχηματισμών σαρώθηκε από τις γερμανικές εισβολές στις αρχές του 5 ου αι., ενώ αρκετές άλλες ενσωματώθηκαν στα σώματα κρούσης του δυτικού κράτους. Στο Δυτικό Ιλλυρικό αρκετές από τις μεθοριακές μονάδες μετασχηματίστηκαν την εποχή της κωνσταντίνειας δυναστείας. Πάντως, τρεις ίλες και πέντε κοόρτεις εξακολουθούσαν να υπηρετούν στη Ραιτία, μία κοόρτη στην Παννονία Β, μία ίλη και μία κοόρτη στην Τιγγιτανία, μία ίλη στη Βρετανία και άλλη μία κοόρτη στη Γαλατία, η οποία αποτελούσε με βεβαιότητα απομεινάρι της ενίσχυσης του μετώπου του Ρήνου από τον Μαξιμιανό και τον καίσαρά του Κωνστάντιο Χλωρό, αφού στάθμευε στη συνοριακή διοίκηση της Αρμορικής (σημ. Βρετάνη-Νορμανδία) 80. Πιστεύω ότι σχεδόν πέραν πάσης αμφιβολίας διοκλητιάνειες είναι τριάντα επικουρικές μονάδες. Για τις τρεις «αιγυπτιακές» ίλες και για την κοόρτη «I Flavia» της Παλαιστίνης, εκφέρω επιφυλάξεις, διότι ίσως είναι προγενέστερες της περιόδου της Τετραρχίας. Ο A. H. M. Jones σχολιάζει ότι ο αριθμός των auxilia αυξήθηκε αναλογικά με τις λεγεώνες επί του Διοκλητιανού, άποψη με την οποία δεν συμφωνώ, αφού όπως είχε υποστηρίξει αρκετά παλαιότερα ο E. C. Nischer, μια τέτοια εξίσωση θα σήμαινε την προσθήκη πολλών δεκάδων επιπρόσθετων σχηματισμών 81. Οφείλουμε να είμαστε επιπλέον προσεκτικοί, γιατί οι δυναστικοί τίτλοι δεν σημαίνουν πάντα ότι τέτοιες μονάδες δημιουργήθηκαν την επίμαχη περίοδο. Ενδέχεται να υποκρύπτουν απλή μετονομασία, παρά να πρόκειται για προσθήκη. Επί παραδείγματι η Margaret Roxan και ο J. C. Mann εκτιμούν ότι η «ala Herculea» στην Τιγγιτανία και η «ala I Herculea» στη Βρετανία αντίστοιχα αποτελούν ενδεικτικές τέτοιες περιπτώσεις. Η πρώτη μάλλον πρόκειται για την «ala I Augusta Gallorum» που αναφέρεται ήδη από το 80 περίπου, ενώ η δεύτερη ίσως ήταν η παλαιά «ala Augusta ob virtutem appelata» 82. Το ίδιο μάλλον ισχύει και για τις κοόρτεις «I Flavia Sapaudica» και «II Flavia Pacatiana» της Γαλατίας (Not. Dign. Occ και 27 αντίστοιχα), οι οποίες μάλλον ήταν παλαιές μονάδες που μετονομάστηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο 83. Επομένως, οι πραγματικά καινούργιες μονάδες πρέπει να ήταν σίγουρα λιγότερες. Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε επακριβώς τον αριθμό εκείνων των μονάδων που μετονομάστηκαν κατά την περίοδο της Τετραρχίας, διότι, όπως έχουμε προαναφέρει, σε αντίθεση με τις λεγεώνες δεν διαθέτουμε πλήρη κατάλογο για τα auxilia που έδρασαν κατά τους προηγούμενους τρεις αιώνες. 133 β) Η αριθμητική ισχύς των στρατιωτικών μονάδων την εποχή της Τετραρχίας. Στην εποχή μας είναι γενική πλέον η παραδοχή ότι η αριθμητική δύναμη των μονάδων του ύστερου ρωμαϊκού στρατού όχι μόνο δεν ήταν σταθερή, αλλά επιπλέον κυμαινόταν 80 Not. Dign. Occ : «tribunus cohortis primae novae armoricanae» (πιθανή προσθήκη μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης των Βαγαυδών από τον Μαξιμιανό το 286). 81 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 60. Αντιθέτως βλ. E. C. Nischer, Reforms Not. Dign. Occ και αντίστοιχα. Βλ. Margaret Roxan, Tingitana 844 (για την πρώτη) και υποσημ. 47 στην ίδια σελ. (για τη δεύτερη). 83 Πρβλ. J. Arce, Diocesis Hispaniarum υποσημ. 18 σ J. M. Blazquez, Limes im Spanien 488.
193 134 σε επίπεδα πολύ υψηλότερα απ ό,τι κατά την περίοδο του «Ηγεμονίας». Η κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη, ώστε τα αριθμητικά δεδομένα που παραδίδουν οι νεότεροι μελετητές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Για την καλύτερη εξέταση του ζητήματος φρονώ πως είναι σκόπιμο να αναφερθούμε πρώτα στις λεγεώνες και έπειτα στους υπόλοιπους στρατιωτικούς σχηματισμούς. Όσον αφορά τις λεγεώνες οι εκτιμήσεις των σύγχρονων ερευνητών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Μία ομάδα ιστορικών, όπως οι E. C. Nischer, S. Perowne, Ι. Καραγιανόπουλος και A. H. M. Jones, υποθέτουν ότι όλες οι λεγεώνες, τόσο οι παλαιές, ειδικότερα όμως οι νέες που σχηματίστηκαν από τον Διοκλητιανό, διέθεταν περίπου άνδρες η καθεμία 84. Περιέργως ο E. C. Nischer σε άλλο τμήμα του άρθρου του αμφιβάλλει κατά πόσο οι νέες λεγεώνες του Διοκλητιανού διέθεταν τη συνήθη αριθμητική δύναμη και υποθέτει ότι εκείνες του ανατολικού μετώπου αποτελούνταν από άνδρες, ενώ όλες οι υπόλοιπες από άνδρες η καθεμία 85. Ο A. H. M. Jones παραδέχεται όμως ότι οι λεγεώνες είχαν αρχίσει να αποδυναμώνονται ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού, καθώς ολόκληρα τμήματα αποχωρίζονταν και σχημάτιζαν καινούργιες ανεξάρτητες μονάδες, που αποστέλλονταν προς ενίσχυση άλλων τομέων του limes romanus ή εντάσσονταν στον στρατό συνοδείας του αυτοκράτορα, τον comitatus 86. Τελευταία οι S. Williams και G. Friell επανήλθαν στο ζήτημα, υπολογίζοντας τη δύναμη των νέων λεγεώνων του Διοκλητιανού σε άνδρες η καθεμιά, όσους δηλαδή διέθεταν και οι παλαιές ρωμαϊκές λεγεώνες 87. Εντούτοις, από πολύ νωρίς διατυπώθηκαν σοβαρές ενστάσεις ως προς την εγκυρότητα αυτών των εκτιμήσεων. Ο N. H. Baynes και ο H. M. D. Parker απέρριψαν τις παραπάνω απόψεις με άρθρα τους που δημοσιεύτηκαν το 1925 και το 1933 αντίστοιχα. Κατ αρχήν σχολιάζουν ως τελείως αυθαίρετη και έωλη την υπόθεση του E. C. Nischer, διότι δεν στοιχειοθετείται από τις μαρτυρίες των πηγών. Θεωρούν ότι η αριθμητική δύναμη των νέων λεγεώνων που δημιούργησε ο Διοκλητιανός μάλλον ήταν σημαντικά μικρότερη 88. Συγκεκριμένα ο H. M. D. Parker υποστηρίζει ότι όλες σχεδόν οι νέες διοκλητιάνειες λεγεώνες διέθεταν πιθανώς όχι περισσότερους από άνδρες, με εξαίρεση μερικές που σχηματίστηκαν κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Διοκλητιανού, και προσέφεραν αργότερα πολυάριθμα αποσπάσματα τόσο στις συνοριακές φρουρές όσο και στον μόνιμο στρατό κρούσης 89. Ίσως αναφέρεται στις λεγεώνες I Iovia, II Herculia, III Diocletiana, I Maximiana και II Flavia Constantia, τμήματα των οποίων στάθμευαν περί τα τέλη του 4 ου αι. στην Αίγυπτο και στη Μοισία, ενώ παράλληλα αποσπάσματά τους υπηρετούσαν στις στρατιές κρούσης του δυτικού και ανατολικού ρωμαϊκού κράτους Πρβλ. E. C. Nischer, Reforms 9. S. Perowne, Roman World 22. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 627. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ Πρβλ. E. C. Nischer, Reforms 9, A. H. M. Jones, Later Empire Ι ΙΙ ΙΙΙ υποσημ. 30 σ. 6, υποσημ σ Πρβλ. S. Williams - G. Friell, Theodosius V. Chapot, Frontière de l Euphrate 87. N. H. Baynes, Notes 202. H. M. D. Parker, Legions H. M. D. Parker, Legions 187. Το ίδιο πιστεύει και ο E. N. Luttwak (Grand Strategy 177). 90 Not. Dign. Or , 7.45, , 28.18, , 37-38, Occ ,
194 Πολλοί άλλοι νεότεροι ιστορικοί συμφωνούν ουσιαστικά με τις παραπάνω θέσεις με μία μόνη διαφορά: υπολογίζουν τη αριθμητική δύναμη όλων ανεξαιρέτως των λεγεώνων του Διοκλητιανού σε μόλις άνδρες η καθεμία 91. Ο R. P. Duncan-Jones υποστηρίζει την ύπαρξη λεγεώνων με συνολική ισχύ μικρότερη των ανδρών ακόμη και πριν από το 284, στηριζόμενος σε μαρτυρία του Βεγέτιου, την οποία όμως παρερμηνεύει τελείως 92. Όπως θα διαπιστώσουμε λίγο παρακάτω, όπου παραθέτουμε μεταφρασμένο το επίμαχο χωρίο, η εκτίμησή του είναι εντελώς αυθαίρετη, διότι δεν συνάδει καθόλου με το πρωτότυπο κείμενο. Με βάση πάντως τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Θηβαΐδα την ίδια εποχή και το μέγεθος των νέων λεγεωνικών στρατοπέδων υποστήριξε ότι τουλάχιστον οι λεγεώνες διέθεταν πλήρη επάνδρωση (των ανδρών έκαστη) 93. Τέλος, ο W. Seston εκτιμά ότι οι παλαιές λεγεώνες διατήρησαν μάλλον τη γνωστή επιχειρησιακή οροφή των περίπου ανδρών (ακολουθεί τον Βεγέτιο), ισχυρίζεται ωστόσο ότι όλες οι αντίστοιχες διοκλητιάνειες δεν ξεπερνούσαν τους στρατιώτες, όσους δηλαδή διέθετε ένα κλασικό απόσπασμα εκστρατείας (vexillatio) 94. Τη γνώμη του W. Seston ανέπτυξε περαιτέρω ο M. J. Nicasie, εκφέροντας την άποψη ότι ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος που σχημάτισε λεγεώνες μειωμένης ισχύος και επισημαίνοντας παράλληλα το γεγονός ότι πολλές από τις «νέες» λεγεώνες ήταν στην ουσία βηξιλλατιώνες που διαχωρίστηκαν πλήρως από τις μονάδες προέλευσής τους. Αυτή η διαπίστωση ισχύει απόλυτα στην περίπτωση των λεγεώνων της Αιγύπτου, αφού η V Macedonica και η XIII Gemina προέρχονταν από τις ομώνυμες λεγεώνες που υπηρετούσαν στην παραποτάμιο Δακία 95. Προωθώντας λίγο περισσότερο τις παραπάνω, ορθές κατά βάση, εκτιμήσεις, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ακόμη και οι παλαιές λεγεώνες είχαν φυσιολογικά αποδυναμωθεί από τις αλλεπάλληλες αποσπάσεις τμημάτων τους, που είχαν πάρει πλέον μόνιμο χαρακτήρα. Άρα, κρίνω ως λίαν αδύνατη την πιθανότητα να διατήρησαν τη γνώριμη επιχειρησιακή οροφή των περίπου ανδρών. Η δύναμή τους μάλλον είχε ήδη πέσει σε επίπεδα κάτω του 50% της παλαιότερης επιχειρησιακής τους οροφής. Όσον αφορά τις υπόλοιπες κατηγορίες μονάδων, δηλαδή equites, vexillationes, alae, cohortes και numeri, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Αρκετοί μελετητές ακολουθούν την παραδοσιακή άποψη και υποστηρίζουν ότι οι μονάδες των equites, οι alae και οι cohortes απαρτίζονταν από 500 άνδρες, οι numeri διέθεταν γύρω στους 200 άνδρες, ενώ οι vexillationes αποτελούνταν από 500 έως άνδρες περίπου 96. Αντίθετα ο R. P. Duncan-Jones Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 37. J. B. Bury, Invasion 31. W. Treadgold, Army G. Alföldy, Κρίση 590. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 65. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army J. Haldon, Warfare υποσημ. 53 σ Πρβλ. Vegetius Βλ. R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army 553. Βλ. παρακάτω σ Πρβλ. αντίστοιχα R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army 549, Πρβλ. W. Seston, Dioclétien M. J. Nicasie, Twilight Cohortes-alae: R. Grosse, Militärgeschichte (κοόρτεις), 47 (ίλες). A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 680. W. Treadgold, Army 46, Numeri: W. Eck, Διοικητική Οργάνωση Equites: R. Grosse, Mi-
195 136 εξετάζοντας παπύρους της Αιγύπτου σχετικά με πληρωμές στρατιωτών την εποχή του Διοκλητιανού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μία συνηθισμένη βηξιλλατιώνα διέθετε 500 με 600 άνδρες εκτιμά επίσης πως οι ίλες/πτέρυγες και οι κοόρτεις απαρτίζονταν από ακόμη μικρότερο αριθμό ανδρών, συνήθως ανάμεσα στους 100 με 160 οπλίτες 97. Σημειώνει δε συμπληρωματικά ότι: «the secondary units belonging to the auxilia were either at very low strength, or were now being split up between more than one fort» 98. Ο R. McMullen είναι εξίσου σκεπτικιστής, αφού ισχυρίζεται, βασιζόμενος στα αντιφατικά αριθμητικά μεγέθη που παραδίδουν οι πηγές, ότι: «auxiliary units, ranging from 100 up to 600 or 700, and generally not in round numbers, really had no fixed strength» 99. Φαίνεται πάντως πως από την εποχή του Διοκλητιανού και έπειτα οι συνοριακές ίλες/πτέρυγες και οι κοόρτεις άρχισαν να εξασθενούν αριθμητικά, χωρίς να καταφέρουν ποτέ ξανά να επανακάμψουν στα μεγέθη της περιόδου της Ηγεμονίας 100. γ) Η συνολική αριθμητική ισχύς του στρατού την ίδια εποχή. Σχετικά με την συνολική αριθμητική ισχύ των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων κατά την περίοδο της Τετραρχίας υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες σε έργα αρχαίων συγγραφέων. Τον 6 ο αι. ο Ιωάννης Λυδός σημείωσε ότι: «Οτι ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἡ πᾶσα τῶν Ρωμαίων στρατιὰ μυριάδες ἦν ὀκτὼ καὶ τριάκοντα καὶ ἐννακισχίλιοι καὶ ἑπτακόσιοι καὶ τέσσαρες, ναυτικὴ δὲ δύναμις ἡ ἐπὶ τῶν ἐπικαίρων χωρίων ναυλοχοῦσα ἐπί τε τοῖς ποταμοῖς ἐπί τε τῇ θαλάσσῃ τετρακισμύριοι καὶ πεντακισχίλιοι καὶ πεντακόσιοι ἑξήκοντα καὶ δύο» 101. Δηλαδή, επί Διοκλητιανού υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό ακριβώς οπλίτες και ναύτες. Ο Ιωάννης Λυδός παρουσιάζει, λοιπόν, ένα σύνολο σχεδόν ανδρών. Νωρίτερα, τις αρχές του 4 ου αι. ο Λακτάντιος στο πλαίσιο της αντιδιοκλητιάνειας ρητορικής του σχολίαζε ότι: «Ο Διοκλητιανός διόρισε τρεις [ακόμη] συναυτοκράτορες, διαιρώντας τη ρωμαϊκή οικουμένη σε τέσσερα τμήματα και πολλαπλασιάζοντας τα στρατεύματα, ώστε καθένας απ αυτούς έσπευσε να αποκτήσει πολύ μεγαλύτερο αριθμό στραlitärgeschichte 54. M. Grant, Climax 40. Vexillationes: βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 53. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ ΙΙΙ υποσημ. 171 σ H. M. D. Parker, Legions 184, P. Beatty Panop Βλ. αναλυτικά R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army με τις σχετικές υποσημ. Εξαιρεί βέβαια τις «vexillationes miliariae» (ILS 2726, 531). 98 R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army R. McMullen, Army 458 και υποσημ. 34 σ Ως κύριο αποδεικτικό υλικό χάρη στο οποίο προέβη σε αυτό το συμπέρασμα υποδεικνύει τον πάπυρο P. Beatty Panop R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army , με πίνακες και χρήση αρχαιολογικών δεδομένων. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών
196 τιωτών απ ό,τι διέθεταν οι προηγούμενοι ηγεμόνες, όταν κυβερνούσαν μόνοι τους το κράτος» 102. Τέλος, γύρω στις αρχές του 6 ου αι. ο Ζώσιμος κατέγραψε τα μεγέθη πρώτα των στρατιών του Μ. Κωνσταντίνου και του Μαξεντίου το 312 και έπειτα των δυνάμεων του Μ. Κωνσταντίνου και του Λικινίου το 324. Σύμφωνα με τον Ζώσιμο το 312 ο Μ. Κωνσταντίνος διέθετε άνδρες έναντι ανδρών του αντιπάλου του Μαξεντίου, ενώ το 324 διέθετε στρατό απέναντι στους στρατιώτες του Λικινίου 103. Χρησιμοποιώντας ως βάση αυτές τις αναφορές αρκετοί μελετητές έχουν προβεί κατά καιρούς σε διάφορες υποθέσεις. Εντυπωσιασμένος από την ακρίβεια των αριθμών του Ιωάννη Λυδού ο W. Treadgold όχι μόνο δεν τους αμφισβητεί, αλλά επιπλέον υποθέτει ότι ο συγγραφέας πρέπει να είχε πρόσβαση σε επίσημα αρχεία 104. Αντίθετα η αναφορά του Λακτάντιου περί πολλαπλασιασμού των στρατευμάτων αντιμετωπίζεται από όλους τους νεότερους ιστορικούς ως καθαρή υπερβολή 105. Ο R. McMullen εκτιμά ότι αυτό που πραγματικά εννοούσε ο συγγραφέας ήταν ότι ο στρατός διαμοιράστηκε ανάμεσα στους τέσσερις συναυτοκράτορες της περιόδου της Τετραρχίας. Ο ίδιος χαρακτηρίζει επίσης τις μαρτυρίες του Ζώσιμου και του Ιωάννη Λυδού ως αναξιόπιστες πηγές πληροφοριών 106. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αναφορά του Ιωάννη Λυδού απεικονίζει πιθανώς την αριθμητική ισχύ των ενόπλων δυνάμεων στην αρχή της βασιλείας του Διοκλητιανού 107. Ο W. Treadgold προβαίνει επίσης σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία για τους αριθμούς που παρέδωσε ο Ζώσιμος. Ισχυρίζεται ότι οι αριθμοί του Ζώσιμου σχετικά με τις δυνάμεις του Μ. Κωνσταντίνου και του Λικινίου το 324 αντιπροσωπεύουν πιθανώς την ισχύ του στρατού στην Ανατολή το 312. Αναπτύσσοντας περαιτέρω την επιχειρηματολογία του υποστηρίζει ότι οι δυνάμεις του Μ. Κωνσταντίνου το 324 αντιστοιχούν με εκείνες του Λικινίου το 312, ενώ οι δυνάμεις του Lactantius, De mort. pers. 7.2: «Diocletianus Tres enim participes regni sui fecit in quattuor partes orbe diviso et multiplicatis exercitibus, cum singuli eorum longe maiorem numerum militum habere contenderent, quam priores principes habuerant, cum soli rem publicam gererent». 103 Ζώσιμος (312) (324). Βλ W. Treadgold, Army 49, 53. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 679 ΙΙΙ υποσημ. 168 σ Οι J. N. Adams και P. M. Brennan (Italian Recruits ) πιστεύουν ορθά ότι αρκετοί από τους στρατιώτες του Μαξέντιου σε εκείνον τον πόλεμο είχαν στρατολογηθεί από την ευρύτερη Ιταλία στηρίζονται δε σε αξιόπιστες μαρτυρίες. Πρβλ. σχετικά Lactantius, De mort. pers. 23, 26.2 και ιδίως Aurelius Victor, de Caes Ζώσιμος Ακόμη ένα δείγμα λοιπόν ότι δεν υπήρχαν απόλυτες τομές στην εξέλιξη του ρωμαϊκού στρατού, ειδικά σε περιόδους εκτάκτων αναγκών. Οι Ιταλοί δεν ήταν ποτέ αποκλεισμένοι ολότελα από την υποχρέωση στράτευσης. 104 W. Treadgold, Army M. Rostovtzeff, Ιστορία 318. W. Seston, Dioclétien 298. A. E. R. Boak, Manpower Shortage 88. R. McMullen, Army A. H. M. Jones, Later Empire Ι W. Treadgold, Army 46. A. Piganiol, Empire chrétien 366. P. Petit, Empire romain 23. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 17. M. J. Nicasie, Twilight 23. Αντιθέτως A. Piganiol, Histoire Για αυτές τις απόψεις πρβλ. R. McMullen, Army Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 679. W. Treadgold, Army 45. Παρομοίως A. E. R. Boak, Manpower Shortage (αποφεύγει όμως τελικά να ξεκαθαρίσει τη στάση του). E. Stein, Bas-empire I 55, 72, 424. Αντίθετα ο R. McMullen (Army 455) εκτιμά, χωρίς να είναι απόλυτα βέβαιος, ότι ο στρατός κυμαινόταν γύρω στις άνδρες την εποχή της ανόδου του Διοκλητιανού στον θρόνο.
197 138 Λικινίου το 324 αφορούν στην ισχύ των στρατευμάτων του Μαξιμίνου Δάια το Με άλλα λόγια οι αριθμοί του Ζώσιμου παρουσιάζουν τη συνολική αριθμητική ισχύ του στρατού το 312, τελευταίο έτος της Τετραρχίας, οπότε συναυτοκράτορες ήταν ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Μαξέντιος, ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος Δάια. Έτσι θα προέκυπτε όμως μια επιχειρησιακή οροφή της τάξης των ανδρών, που είναι εντελώς απίθανη. Ο A. E. R. Boak με βάση τη μνεία του Ζώσιμου ότι ο Μ. Κωνσταντίνος διέθετε σχεδόν άνδρες το 312 πιθανολογεί ότι ανάλογο αριθμό στρατευμάτων διέθεταν και οι υπόλοιποι τρεις συναυτοκράτορες, οπότε προκύπτει ένα σύνολο ανδρών 109. Πάντως όλοι οι νεότεροι μελετητές παραδίδουν διαφοροποιημένα στοιχεία σχετικά με το μέγεθος του στρατού του Διοκλητιανού. Ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι ο ρωμαϊκός στρατός περίπου διπλασιάστηκε και πλησίασε τους άνδρες 110. Αντίθετα πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ο στρατός του Διοκλητιανού πιθανώς δεν ξεπερνούσε τους άνδρες, ενώ ο E. Stein, ο M. Grant, ο G. Alföldy και ο D. Hoffmann ακολουθούν προφανώς τη «μέση οδό» και αναφέρουν στρατό ανδρών 111. Ο P. Petit κινείται ανάμεσα στις δύο παραπάνω εκτιμήσεις, κάνοντας λόγο για δύναμη ανδρών, ενώ οι O. Seeck και E. C. Nischer πιστεύουν πως ο στρατός της εποχής δεν διέθετε παραπάνω από άνδρες 112. Οι S. Williams και G. Friell αποδέχονται πλήρως τον αριθμό που παραδίδει ο Ιωάννης Λυδός για την ισχύ του στρατού ξηράς, μιλώντας για άνδρες το λιγότερο, ο δε R. McMullen, αν και κατέληξε παλαιότερα σε έναν πιθανό αριθμό γύρω στις άνδρες, απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη θέση, θεωρώντας ίσως ατελέσφορες όλες αυτές τις εκτιμήσεις από τη στιγμή που δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, ώστε να υπολογίσουμε με ακρίβεια την αριθμητική δύναμη των επιμέρους μονάδων του ύστερου ρωμαϊκού στρατού 113. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο όταν προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε την ποσοστιαία μεταβολή της αριθμητικής ισχύος του διοκλητιάνειου στρατού σε σύγκριση με τον ρωμαϊκό στρατό των αρχών και μέσων του 3 ου αι. O W. Seston ισχυρίζεται ότι το ιππικό διπλασιάστηκε, ενώ το πεζικό αυξήθηκε κατά 1 / 3 ή το πολύ ως 50% 114. Ο D. van Berchem αναφέρεται σε διπλασιασμό του πεζικού των λεγεώνων και στον πολλαπλασιασμό του ιππικού των βηξιλλατιώνων 115. Ο A. H. M. Jones θεωρεί ότι ο ρωμαϊκός στρατός σχεδόν διπλασιάστηκε ανάμεσα στα έτη και ανάγει το μέγιστο ποσοστό αυτής της 108 Πρβλ. W. Treadgold, Army A. E. R. Boak, Manpower Shortage A. H. M. Jones, Later Empire Ι 60 ΙΙ , 683. Επίσης K. Randsborg, First Millennium AD R. Rémondon, Crise 128. A. Piganiol, Empire chrétien 366 (ακολουθεί τον Ιωάννη Λυδό). A. E. R. Boak, Manpower Shortage 87. D. Hoffmann, Bewegungheer I 2. Του ιδίου, Oberbefehl 382. E. Stein, Bas-empire I 55, 72, 424. M. Grant, Climax 41. G. Alföldy, Αναδιοργάνωση 608. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 67. M. J. Nicasie, Twilight 75 (συμφωνεί με τον Ιωάννη Λυδό). 112 P. Petit, Empire romain 25. O. Seeck, Untergang I E. C. Nischer, Reforms Πρβλ. S. Williams - G. Friell, Theodosius 79. R. McMullen, Army W. Seston, Dioclétien D. van Berchem, Armée et réforme 113.
198 μεγέθυνσης στα χρόνια του Διοκλητιανού 116. Ακόμη πιο υπερβολικός είναι ο S. Perowne, αφού υποστηρίζει ότι ο διπλασιασμός της ισχύος του στρατού επισυνέβη αποκλειστικά στα χρόνια του Διοκλητιανού 117! Ο W. Treadgold εμφανίζεται πιο συγκρατημένος και ισχυρίζεται ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας αυξήθηκαν περίπου 50% κατά την περίοδο της Τετραρχίας ( ) 118. Ο P. Petit εκτιμά με βάση απόψεις άλλων μελετητών, ότι ο Διοκλητιανός αύξησε την αριθμητική δύναμη του στρατού από 25%, που θεωρεί πιθανότερο, έως 50% 119. Τέλος, οι S. Williams και G. Friell εκτιμούν ότι ο Διοκλητιανός προσέθεσε σχεδόν άνδρες στον ύστερο ρωμαϊκό στρατό, το ισοδύναμο δηλαδή των 14 λεγεώνων που θεωρούν ότι προστέθηκαν εκείνη την εποχή 120. Δηλαδή ένα επιπλέον ποσοστό της τάξης περίπου του 25%, εφόσον θεωρητικά εκτιμήσουμε τον στρατό του 3 ου αι. κατά μέσο όρο στους άνδρες. 139 Έχω την εντύπωση ωστόσο ότι τέτοιες συγκρίσεις δεν οδηγούν πουθενά. Ούτε τα αριθμητικά δεδομένα αντέχουν εύκολα σε κριτική, από τη στιγμή ιδιαίτερα που δεν υποστηρίζονται επαρκώς. Γι αυτόν τον λόγο είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε πάλι στις πηγές μας ούτως ώστε να καταλήξουμε σε ορισμένες διαπιστώσεις. Η μαρτυρία του Λακτάντιου σαφώς δεν σημαίνει ότι ο ρωμαϊκός στρατός τετραπλασιάστηκε την εποχή της Τετραρχίας, όπως υπαινίσσονται ορισμένοι από τους ερευνητές που παραθέτουν το χωρίο, προκειμένου στη συνέχεια να το απορρίψουν ως αναληθές. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο Λακτάντιος υπήρξε επικριτής του έργου του Διοκλητιανού, διότι, όπως ισχυρίζεται, με τις ενέργειές του επιβάρυνε τρομακτικά τα οικονομικά μεγέθη του κράτους. Μάλιστα, τον συγκρίνει άμεσα με τον Μ. Κωνσταντίνο, τις πράξεις και επιλογές του οποίου κρίνει θετικά. Επομένως, οφείλουμε να παρακάμψουμε την αναφορά του περί δήθεν πολλαπλασιασμού του αριθμού των στρατευμάτων. Το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούμε να εξαγάγουμε είναι ότι ενδεχομένως ο στρατός διαμοιράστηκε, πρωτίστως ανάμεσα στους δύο αυγούστους, και παράλληλα στους δύο καίσαρες. Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία που προσφέρει ο Ζώσιμος δεν νομίζω ότι είναι αξιοποιήσιμα, γιατί οδηγούν σε απλουστεύσεις ή ακόμη και σε ατελέσφορες εικασίες. Η μόνη πραγματικά αξιόπιστη πηγή πιστεύω πως είναι ο Ιωάννης Λυδός. Ο ίδιος ήταν ανώτερος κρατικός αξιωματούχος, επομένως είχε σίγουρα πρόσβαση σε κρατικά αρχεία που σώζονταν στην Κωνσταντινούπολη του 6 ου αι. Ως εκ τούτου οι πληροφορίες που παραδίδει είναι πιθανότατα ό,τι πλησιέστερο στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να διαθέτουμε. 116 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 60. Παρομοίως M. Rostovtzeff, Ιστορία 318. S. Williams - G. Friell, Theodosius 79, παρατηρούμε ωστόσο ότι το ποσοστό που υποστηρίζουν (+100% αύξηση της δύναμης του στρατού) έρχεται σε εμφανή αντίθεση με τα νούμερα που παραδίδουν ( ). 117 S. Perowne, Roman World Συγκεκριμένα από τους άνδρες τον 3 ο αι., στους άνδρες το 312, σύμφωνα με την ερμηνεία του σχετικά με τους αριθμούς που παραδίδει ο Ζώσιμος. Βλ. W. Treadgold, Army Πρβλ. P. Petit, Empire romain S. Williams - G. Friell, Theodosius 82.
199 140 Εφιστούμε ωστόσο την προσοχή στο γεγονός ότι οι αριθμοί που αναφέρει μάλλον αποτυπώνουν τη δύναμη του στρατού του Διοκλητιανού στα χαρτιά. Η πραγματική ισχύς ειδικά του στρατού ξηράς ( κατά τον Ιωάννη Λυδό) ήταν ίσως μικρότερη σε ποσοστό τουλάχιστον 20% (δηλαδή περίπου άνδρες), απόκλιση που σταθερά δίνουν όλοι οι νεότεροι μελετητές σε τέτοιες περιπτώσεις. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Ιωάννης Λυδός σημειώνει έναν αριθμό που προσεγγίζει ή υπερβαίνει κατά τι την ανώτερη επιχειρησιακή οροφή του στρατού την εποχή της «Ηγεμονίας» (235), όπως θεωρητικά την υπολογίζουν οι νεότεροι μελετητές με βάση την υπόθεση ότι οι 33 legiones και τα ανάλογα auxilia με πλήρη επάνδρωση ίσως έφταναν τις άνδρες 121. Η αριθμός του Λυδού σίγουρα θα πρέπει να αφορά επίσης σε πλήρη επάνδρωση, οπότε η αύξηση ίσως είναι αμελητέα μεταξύ 235 και 305. Δεν είναι όμως έτσι, γιατί δεν θα πρέπει να συγκρίνουμε τις δυνάμεις του Διοκλητιανού με βάση αυτές του 235 αλλά του 285, όταν παρέλαβε την εξουσία 122. Αναμφίβολα μετά από 50 χρόνια πραγματικά αδιάκοπων συγκρούσεων οι απώλειες θα ήταν πολύ βαριές και σοβαρές, διότι σε περιόδους συνεχών έκτακτων αναγκών και εν μέσω αναρχίας ήταν αδύνατο να συντηρηθούν οι μονάδες σε υψηλά επίπεδα επάνδρωσης και ετοιμότητας. Άρα σίγουρα ο Διοκλητιανός μεγέθυνε τη δύναμη του στρατού. Επισημαίνουμε ωστόσο ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε στους υπολογισμούς μας ως μέτρο σύγκρισης τη θεωρητικά ανώτατη οροφή, αλλά την ουσιαστικά πραγματική (άνω των το 235 και περίπου το 305). Παρ όλες λοιπόν τις αντικρουόμενες απόψεις, γεγονός παραμένει ότι ο Διοκλητιανός δεν προσπάθησε απλώς να αποκαταστήσει την αριθμητική ισχύ των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων έπειτα από μισόν αιώνα αδιάκοπων εχθροπραξιών, αλλά επιπλέον τις ενίσχυσε με την προσθήκη αρκετών νέων σχηματισμών ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Παράλληλα με την αριθμητική ενίσχυση του στρατεύματος η εποχή της Τετραρχίας σημαδεύτηκε και από μερικές άλλες εξελίξεις που επηρέασαν άμεσα την οργάνωση και τη λειτουργία του ύστερου ρωμαϊκού στρατού, προαναγγέλλοντας κατά κάποιον τρόπο τις μεταρρυθμίσεις, στις οποίες προέβη λίγο αργότερα ο Μ. Κωνσταντίνος. Συνοπτικά υποστηρίζουμε πως αυτές οι εξελίξεις ήταν πέντε: α) ο πολλαπλασιασμός των μονάδων, που προέκυψε κυρίως έπειτα από την πολυδιάσπασή τους, β) η διαφαινόμενη τάση για την χρησιμοποίηση περισσότερο ειδικευμένων σχηματισμών, εξαιτίας κυρίως του σταδιακού διαχωρισμού του ιππικού από το πεζικό, γ) η σταδιακή αλλαγή της σημασίας του όρου «vexillatio», 121 Π.χ. R. McMullen, Army Costs (ωστόσο υπολογίζει την επάνδρωση στο 90%, οπότε κάνει λόγο για συνολική ισχύ ανδρών). 122 Και ο W. Treadgold (Army 45) γράφει ότι πιθανώς η ισχύς του στρατού το 285 ήταν ίδια με εκείνη του 235, δεν συνεκτιμά ωστόσο τις αναπόφευκτες απώλειες κατά τη διάρκεια εκείνων των πενήντα ετών. 123 Παρομοίως Th. Mommsen, Militärwesen 257.
200 δ) ο σχηματισμός μονάδων κατάφρακτων ιππέων και το σημαντικότερο, ε) η δημιουργία στρατών συνοδείας των Τετραρχών ηγεμόνων, που αποτελούσαν τμήμα του λεγόμενου «comitatus». Ο comitatus περιελάμβανε στρατιωτικές μονάδες ιππικού και πεζικού συμμετείχαν επιπλέον σε αυτόν και πολιτικοί αξιωματούχοι, απαρτίζοντας ένα είδος κινητής κυβέρνησης. Επειδή όμως ο διοκλητιάνειος «comitatus» αποτέλεσε ουσιαστικά τον προάγγελο μεταγενέστερων και μονιμότερων εξελίξεων στη δομή του στρατεύματος (οργάνωση των «comitatenses», δηλαδή του στρατού κρούσης/εκστρατείας του ύστερου ρωμαϊκού κράτους από τον 4 ο ως τον 7 ο αι.), θα εξετάσουμε τον ρόλο και τη σημασία του σε ξεχωριστό κεφάλαιο. 141 α) Πολλαπλασιασμός των στρατιωτικών μονάδων. Οι απόψεις αρκετών νεότερων μελετητών συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι κατά την περίοδο του Διοκλητιανού, αλλά και στη συνέχεια, πολλές από τις υπάρχουσες μεγάλες μονάδες (δηλαδή κυρίως τις λεγεώνες) του ρωμαϊκού στρατού διασπάστηκαν και σχημάτισαν αποσπάσματα (vexillationes), που διαχωρίστηκαν μόνιμα από τις μονάδες προέλευσής τους. Δημιουργήθηκαν κατ αυτόν τον τρόπο νέοι σχηματισμοί (δηλαδή νέες λεγεώνες) και αποδυναμώθηκαν παράλληλα οι μονάδες προέλευσής τους 124. Στοιχεία λεγεώνων σχημάτιζαν κατά καιρούς εκστρατευτικά σώματα, μεταστάθμευαν μόνιμα σε άλλες επαρχίες και συνεισέφεραν αποσπάσματα στον comitatus. Στη Notitia Dignitatum αναφέρονται αρκετές από τις παλαιές λεγεώνες διασπασμένες σε νέα τμήματα, διεσπαρμένα με τη σειρά τους σε όλα τα μήκη και πλάτη του limes romanus 125. Ο H. M. D. Parker υποστηρίζει μάλιστα ότι η δημιουργία λεγεώνων, όπως της I Iovia και της II Herculia, δεν έγινε μόνο για την ενίσχυση των συνοριακών στρατευμάτων, αλλά είχε επιπλέον ως στόχο την κάλυψη των αναγκών του στρατού σε μονάδες κρούσης/εκστρατείας 126. Η θέση λοιπόν του E. C. Nischer: «Diocletian s system represents, for the first and last time, a definite preference for larger units (i.e. legions) over small, independent formations (i.e. alae and cohorts)» δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως σωστή, αφού από τη μία πλευρά ο Διοκλητιανός σχημάτιζε νέες μεγάλες μονάδες, τις οποίες στη συνέχεια όμως αποδυνάμωνε αποσύροντας διαρκώς πολυάριθμα αποσπάσματα 127. Πράγματι, τρία χρόνια νωρίτερα ο R. Grosse είχε ξεκάθαρα υποστηρίξει ότι επί του Διοκλητιανού άρχισε σε μόνιμη 124 Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 30, 32. H. M. D. Parker, Legions 184. F. Lot, La fin 28. A. Alföldi, Crisis 217. R. McMullen, Army 456, 459. Του ιδίου, Roman Response 191. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire 1091, λήμμα «legio». M. J. Nicasie, Twilight R. Cowan, Legionary 19. C. Zuckerman, Στρατός R. Grosse, Militärgeschichte 31. Βλ. επίσης ανωτέρω και υποσημ. 90 και 95 στις ίδιες σελ. και κατωτέρω υποσημ. 254 σ. 272, υποσημ. 260 σ και σ. 310 (ειδικά για την κατάτμηση των λεγεώνων σε μικρότερες μονάδες). 126 H. M. D. Parker, Legions 184, E. C. Nischer, Reforms 11. Αντιθέτως βλ. H. M. D. Parker, Legions 184. A. H. M. Jones, Later Empire Ι ΙΙ ΙΙΙ υποσημ. 30 σ. 6 και υποσημ σ D. Hoffmann, Bewegungsheer I
201 142 βάση η διάλυση των παλαιών λεγεώνων 128. Συμφωνώ, λοιπόν, απόλυτα με τον E. N. Luttwak, ο οποίος πολύ ορθά επισήμανε ότι οι κύριοι σχηματισμοί μάχης του ρωμαϊκού στρατού, δηλαδή οι λεγεώνες, είχαν αποδυναμωθεί σημαντικά ως την εποχή του Τετραρχίας, εξαιτίας της μόνιμης απόσπασης ολόκληρων τμημάτων, της εμπλοκής τους στους ακατάπαυστους πολέμους της προηγούμενης περιόδου και επίσης εξαιτίας της χαμηλού επιπέδου παρεχομένης λογιστικής και διοικητικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια εκείνης της χαώδους πεντηκονταετίας ( ) που προηγήθηκε 129. β) Ειδικευμένοι σχηματισμοί μάχης σταδιακή αλλαγή του όρου «vexillatio». Την πολιτική πολυδιάσπασης των μεγάλων σχηματισμών μάχης θεωρώ πως υπέθαλπε εξίσου η διαφαινόμενη τάση χρησιμοποίησης μικρότερων, ευέλικτων και περισσότερο εξειδικευμένων μονάδων. Ο ρωμαϊκός στρατός συνήθιζε βέβαια από αιώνες να χρησιμοποιεί ειδικευμένους σχηματισμούς στο πεζικό και στο ιππικό, στελεχωμένους κυριότατα από συμμάχους. Η τάση αυτή απέκτησε εντούτοις νέα δυναμική από τα τέλη του 3 ου αι. και έπειτα. Τμήματα λογχοφόρων λεγεωναρίων [εξοπλισμένων με ένα είδος ελαφρού δόρατος, την lancea, δηλ. λόγχη] είτε αυτονομούνται από τις μονάδες προέλευσής τους, είτε προσφέρουν αποσπάσματα στον στρατό συνοδείας του Διοκλητιανού (comitatus). Οι lanciarii ήταν πολύ χρήσιμοι κατά τη διάρκεια της μάχης λόγω της εξαπόλυσης από μέρους τους πλήθους ακοντίων. Έτσι αναχαιτίζονταν φονικές επελάσεις ιππικού και προκαλούνταν απώλειες και αποδιοργάνωση στις τάξεις των εχθρικών στρατευμάτων 130. Επίσης, οργανικά τμήματα που περιελάμβαναν τις πολεμικές μηχανές των λεγεώνων αρχίζουν να αποσπώνται και να σχηματίζουν ανεξάρτητες μονάδες εκηβόλων όπλων (τους λεγόμενους ballistarii) 131. Τέτοιας μορφής αποσπάσεις ήταν φυσικό να συμβαίνουν, διότι οι λεγεώνες δεν δρούσαν πλέον αυτόνομα, όπως παλαιότερα, αλλά συνδυασμένα στο πλαίσιο εκστρατευτικών σωμάτων, χάνοντας έτσι την αυτοτέλειά τους 132. Οι βαλιστάριοι αξιοποιού- 128 R. Grosse, Militärgeschichte E. N. Luttwak, Grand Strategy Πρβλ. σχετικά Tacitus, Historiae Αρριανός, Έκταξις Vegetius Οι λαγκιάριοι ως επίλεκτο και ειδικευμένο τμήμα επίλεκτων λεγεώνων, π.χ. της II Parthica, είχαν αρχίσει να αξιοποιούνται τουλάχιστον από τον 2 ο αι. Βλ. ειδικότερα M. J. Nicasie, Twilight R. Cowan, Legionary Τον 4 ο αι. μνημονεύονταν αρκετές μονάδες βαλισταρίων στη Not. Dign. Για τους βαλισταρίους βλ. και P. Brennan, Bridgehead Dispositions Ο J. Roth (Imperial Legion 353) θεωρεί ότι οι βαλιστάριοι ήταν οι κατασκευαστές ή επιδιορθωτές των πολεμικών μηχανών και όχι οι χειριστές τους. Πράγματι, φαίνεται λογικό αυτοί που χρησιμοποιούσαν τέτοια όπλα να γνωρίζουν να τα φτιάχνουν και να τα συντηρούν. Το ένα όμως δεν αποκλείει το άλλο: ήταν χειριστές και κατασκευαστές-επιδιορθωτές ταυτόχρονα. Η Νεαρά 85 του Ιουστινιανού, που δημοσιεύτηκε το 539, όριζε (NJ 85.2 και 3): «τοὺς ἐν τοῖς τάγμασι τῶν βαλλιστραρίων, οὓς κατὰ διαφόρους συνεστησάμεθα πόλεις, τάξαντες ἐν αὐτοῖς καὶ τοὺς ὅπλα κατασκευάζειν εἰδότας ὥστε καὶ αὐτοὺς μόνα τὰ δημόσια ὅπλα τὰ ἐν ταῖς δημοσίαις ὁπλοθήκαις ἑκάστης πόλεως ἀποκείμενα ἐπανορθοῦν τε καὶ ἀνανεοῦν» και «τοὺς βαλλιστραρίους ἐτάξαμεν καὶ τὴν τῶν δημοσίων ὁπλοθηκῶν ἐπιμέλειάν τε καὶ παραφυλακὴν κατεστήσαμεν». 132 G. A. Crump, Ammianus υποσημ. 66 σ. 113.
202 νταν βέβαια στα πεδία μαχών, απάρτιζαν ωστόσο και τη φρουρά οχυρών 133. Φαίνεται μάλιστα πως ο Μ. Κωνσταντίνος χρησιμοποίησε εντατικά βαλιστάριους κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων της περιόδου Επιπλέον, στις αχανείς εκτάσεις της παλαιστινιακής και αιγυπτιακής ερήμου χρησιμοποιούνταν, πιο οργανωμένα πλέον, ίλες συμμάχων Αράβων που ίππευαν καμήλες. Αυτές οι ίλες ήταν γνωστές ως «alae dromedariorum» (από τη δρομάδα=καμήλα). Μία ίλη καταγράφεται στην Παλαιστίνη, ενώ στην Αίγυπτο άλλες τρεις, οι I-III alae dromedariorum, εκ των οποίων οι δύο πρώτες έφεραν τους δυναστικούς τίτλους Valeria και Herculia αντίστοιχα, ενδεικτικούς της δημιουργίας τους την εποχή της Τετραρχίας 135. Δεν αποκλείεται παράλληλα και άλλοι Άραβες δρομεδάριοι ιππείς να στελέχωναν τμήματα των διαφόρων μονάδων που έδρευαν σε εκείνες τις περιοχές, όπως άλλωστε συνέβαινε και παλαιότερα 136. Η χρησιμότητά τους ήταν ευνόητη: τέτοιοι σχηματισμοί ήταν ένα άριστο μέσο επιτήρησης των συνόρων, απόλυτα προσαρμοσμένο στο εκεί περιβάλλον, αφού το προσωπικό τους ίππευε γρήγορες καμήλες, οι οποίες ως γνωστόν είναι ιδιαίτερα ολιγαρκείς και ανθεκτικές στις αντίξοες συνθήκες της ερήμου, σε αντίθεση με τα άλογα 137. H διαίρεση του στρατού σε περισσότερο εξειδικευμένες μονάδες αποδεικνύεται και από τον σταδιακό διαχωρισμό του υπάρχοντος ιππικού από το πεζικό 138. Ο Γαλλιηνός ενέταξε λεγεωνάριους ιππείς (equites promoti) στον ιππικό στρατό κρούσης που δημιούργησε και θεωρώ πιθανό ότι και οι διάδοχοί του συνέχισαν την αφαίμαξη ιππικού από τις λεγεώνες Βλ. σχετικά Vegetius 2.2, 3.14, 4.21 (χρήση βαλισταρίων σε μάχες-πολιορκίες) 4.10, 4.18, 4.22 (βαλιστάριοι ως φρουρά οχυρών ή χειριστές βαρέων όπλων στα τείχη πόλεων). Επίσης S. Johnson, Fortifications 79. P. Brennan, Bridgehead Dispositions Απόσπαση λαγκιαρίων-βαλισταρίων: R. McMullen, Army 455. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 181 (lanciarii), 219 (ballistarii). M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Επίσης R. McMullen, Roman Response 189. Βλ. επίσης Κων. Πορφ., Προς τον ίδιον υιόν (για σχηματισμό μονάδας βαλισταρίων στη Χερσώνα της Κριμαίας επί Μ. Κωνσταντίνου). Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions υποσημ. 8 σ Ειδικότερα C. Zuckerman, Strongholds Not. Dign. Or : «ala Antana dromedariorum» (ίσως πρόκειται για παλιά ίλη, αφού στις αρχές του 2 ου αι. υπήρχε στην ίδια περιοχή ίλη Ναβαταίων δρομεδαρίων, γνωστή απλώς ως «ala dromedariorum». Βλ. M. P. Speidel, Exercitus Arabicus 935, D. F. Graf, Nabatean Army 269). Not. Dign. Or : «ala I Valeria dromedariorum», 31.54: «ala II Herculia dromedariorum», 31.48: «ala III dromedariorum». 136 Βλ. ενδεικτικά CIL III.93. Βλ. D. F. Graf, Arabian Frontier Πρβλ. Ζώσιμος : «αἳ δὴ καμήλων εἰσὶν τάχισται καὶ ἵππους ὑπεραίρουσαι τάχει». 138 J. B. Bury, Invasion 32. J. Haldon, Warfare 108 (αναφέρεται κυρίως στον 4 ο αι.). Ο E. C. Nischer (Reforms 27) ισχυρίζεται ξεκάθαρα ότι αυτή η εξέλιξη συνέβη επί του Διοκλητιανού, ενώ ο R. Grosse (Militärgeschichte 15) τοποθετεί την οριστική διάκριση του ιππικού από το πεζικό ήδη στα χρόνια του Γαλλιηνού, λίγο παρακάτω όμως (Militärgeschichte 36) υποστηρίζει ότι οι ιππείς επανεντάχθηκαν προσωρινά στις λεγεώνες επί του Διοκλητιανού. Γενικά για την εξειδίκευση των στρατιωτών τον 3 ο αι. βλ. M. P. Speidel, Centurions promoted from Beneficiarii, ZPE 91 (1992) , σ. 232, όπου ισχυρίζεται επιπλέον ότι η αρχαία τριμερής διάταξη μάχης των λεγεώνων -principes, hastati, triarii- επανήλθε, ως απόδειξη της ύπαρξης εξειδικευμένων στρατιωτών, στηριζόμενος ίσως στον Βεγέτιο (2.2, , 3.14). Την επαναφορά της λεγόμενης «triplex acies», όπως περιγράφεται στην «Έκταξη κατά Αλανών (16-17)» του Αρριανού και στη «Στρατιωτική Επιτομή» του Βεγέτιου, ενστερνίζονται και οι R. Grosse, Militärgeschichte 255. E. L. Wheeler, The Legion as Phalanx, Chiron 9 (1979) , σ M. J. Nicasie, Twilight 190. J. Haldon, Warfare και υποσημ. 60 σ. 346.
203 144 για να επανδρώσουν τις στρατιές τους. Εξάλλου έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι μονάδες ιππικού των λεγεώνων παρέμειναν στο ανατολικό σύνορο ως ανεξάρτητοι σχηματισμοί μετά την αποκατάσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ανατολή. Με άλλα λόγια καθίσταται προφανές ότι τα οργανικά στοιχεία ιππικού των λεγεώνων και των υπόλοιπων μεικτών σχηματισμών δεν επέστρεφαν στις μονάδες προέλευσής τους, άλλα απάρτιζαν νέες ανεξάρτητες μονάδες ιππικού 139. Αρκετοί λοιπόν νεότεροι ιστορικοί θεώρησαν ότι η τάση αυτή οριστικοποιήθηκε την εποχή του Διοκλητιανού. Συγκεκριμένα, στήριξαν τη θεωρία τους σε δύο διαδοχικούς νόμους που χρονολογούνται το 293, που διαχώριζαν φαινομενικά τις λεγεώνες από τις βηξιλλατιώνες, και υπέθεσαν ότι οι τελευταίες αποτελούνταν πλέον αποκλειστικά από ιππικό, όπως στη μεταγενέστερη Notitia Dignitatum 140. Παρατηρούμε ωστόσο ότι βηξιλλατιώνες με την παλαιά έννοια μνημονεύονταν ακόμη σε επιγραφές του τέλους του 3 ου αι., ειδικά στη ρωμαϊκή Ανατολή 141. Επομένως θα ήταν ορθότερο να μιλήσουμε για μια σταδιακή αλλαγή στη χρήση του όρου. Δεν είχε δηλαδή παγιωθεί η μετάβαση με τον απόλυτο τρόπο που περιέγραψαν ορισμένοι μελετητές 142. Πάντως, προς το τέλος της τετραρχικής περιόδου διαπιστώνουμε ότι η τάση αυτή είχε αποκτήσει δυναμική και ότι είχε προχωρήσει. Σε διάταξη του 311 διαχωρίζονται ρητά οι «legionarii milites» από τους «equites in vexillationibus», ενώ και άλλες επιγραφές κάνουν μνεία περί βηξιλλατιώνων ιππικού 143. Από τις αρχές του 4 ου αι. λοιπόν, άρχισε όντως ο όρος να περιορίζεται στην περιγραφή αποκλειστικά ιππικών μονάδων. Αυτό ήταν εν μέρει φυσιολογικό, διότι οι παλαιές βηξιλλατιώνες δεν περιελάμβαναν, όπως έχουμε προαναφέρει, μόνο πεζικό, αλλά και ιππικό, προερχόμενο από τις λεγεώνες και τα auxilia 144. Άλλωστε, ήδη από τον 1 ο και 2 ο αι. έχει παρατηρηθεί ότι 139 W. Seston, Dioclétien 298. Αντίθετα ο D. van Berchem (Armée et réforme 36) πιστεύει, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ότι επανήλθαν προσωρινά ως οργανικό τμήμα οι ιππείς στις λεγεώνες την περίοδο της βασιλείας του Διοκλητιανού. 140 CJ : «quam in legione vel vexillatione militaverunt Unde cum te in cohorte militasse», CJ : «Veteranis, qui in legione vel vexillatione militantes». Bλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 55 ΙΙΙ υποσημ. 35 σ. 67. A. Piganiol, Empire chrétien 364. E. N. Luttwak, Grand Strategy 175. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Επίσης S. McDowall, Cavalryman 4 (θεωρεί ότι ο επίμαχος όρος ως δηλωτικός αποκλειστικά μονάδων ιππικού άρχισε να παγιώνεται ήδη από την εποχή του Γαλλιηνού). 141 Βλ. Th. Mommsen, Militärwesen 223. R. Grosse, Militärgeschichte 31, 49, 67 με πηγές. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 681. Ειδικότερα D. van Berchem, Armée et réforme όπου και σχετικές πηγές. R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army , όπου πηγές και σχετικοί πίνακες. 142 Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 48 (παραδίδει τους δύο επίμαχους νόμους, σημειώνοντας ότι το μόνο που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι οι vexillationes είχαν αποκτήσει ίδιο status με τις legiones). D. van Berchem, Armée et réforme R. Rémondon, Crise 127. R. Mc Mullen, Army 456. J. Haldon, Warfare Table de Brigetio 6. Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 256. D. van Berchem, Armée et réforme 79, 81. Βηξιλλατιώνες ιππικού: CIL V.6784, XI.6168, XIII ΑΕ 1927, 153. P. Abinn Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 244, M. P. Speidel, Field Army 377. Σχετικά με τη διάταξη του Βριγέτιου έχει δοθεί άλλη μία πιθανή χρονολόγηση, το 321. Βλ. αναλυτικά W. Seston, Sur les deux dates de la table de privilèges de Brigetio, Byzantion 12 (1937) , σ D. van Berchem, Armée et réforme Ορισμένες από αυτές μετατρέπονταν στη συνέχεια σε ίλες και κοόρτεις (D. L. Kennedy, Vexillation υποσημ. 19 σ. 185). Ειδικότερα βλ. D. van Berchem, Armée et réforme W. Seston, Dioclétien 299. L. de Blois, Gallienus 29. E. N. Luttwak, Grand Strategy 175. H. M. D. Parker, Legions 188. A. Alföldi, Crisis
204 σχηματίζονταν βηξιλλατιώνες αποτελούμενες αποκλειστικά από ιππικό, κάποιες εκ των οποίων μετατρέπονταν σε κανονικές ίλες ιππικού (alae) μετά το πέρας των επιχειρήσεων 145. Με άλλα λόγια ούτε αυτή η εξέλιξη ήταν εντελώς πρωτόγνωρη. Το πραγματικά πρωτοποριακό στοιχείο ήταν ότι ο όρος «vexillatio» άρχισε να αποκτά τη σημασία μόνιμων, και όχι προσωρινών, σχηματισμών. Την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum όλες οι βηξιλλατιώνες αφορούσαν πλέον αποκλειστικά μονάδες ιππικού 146. Μπορούμε λοιπόν να παρατηρήσουμε από την έως τώρα ανάλυση σχετικά με τη διάσπαση και εξειδίκευση των μονάδων το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: πολλές από τις βηξιλλατιώνες του πεζικού να μονιμοποιούνται μετά από τη συνεχή χρήση στο πλευρό των στρατών εκστρατείας και να μετατρέπονται σε λεγεώνες, την ίδια στιγμή που οι διάφορες μονάδες ιππικού, ανάμεσά τους και εκείνες που στελέχωναν αποσπάσματα των εκστρατευτικών σωμάτων (δηλ. vexillationes), μονιμοποιούνταν με τη σειρά τους και ονομάζονταν πλέον επίσημα βηξιλλατιώνες. Αξίζει τέλος να παραθέσουμε μία παράμετρο που θεωρώ ότι αποδεικνύει την έκταση που είχε πάρει η διάκριση πεζικού και ιππικού στον ρωμαϊκό στρατό της περιόδου του Διοκλητιανού. Ο κατάλογος των στρατευμάτων κατά μήκος του ανατολικού μετώπου από την Αρμενία ως την Ερυθρά θάλασσα μάς προσφέρει ένα εντυπωσιακό στοιχείο. Συγκεκριμένα υπάρχει σχεδόν πλήρης αριθμητική ταύτιση ανάμεσα στις παλαιές λεγεώνες και τις μονάδες των equites promoti indigenae: στις έντεκα παλαιές λεγεώνες που επιζούν αντιστοιχούν δεκατρείς βηξιλλατιώνες των equites promoti indigenae 147. Εφόσον προσθέσουμε τους equites promoti [indigenae] της παλαιάς λεγεώνας II Traiana στην Αίγυπτο, που διασώζονται σε παπυρικές αναφορές γύρω στο 300 μ.χ., τότε η κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο προφα A. Piganiol, Empire chrétien 364 (θεωρεί ωστόσο λανθασμένα ότι οι vexillationes αυτές προήλθαν αποκλειστικά από τη διάλυση του ιππικού κρούσης του Γαλλιηνού). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Βηξιλλατιώνα ιππικού μνημονεύει π.χ. ο Τάκιτος (Annales ) το έτος 62 μ.χ. Βλ. αναλυτικά D. L. Kennedy, Vexillation και υποσημ. 19 σ Η επιγραφή ILS 2724 αναφέρει μια «vexillatio equitum electorum alarum praetoriae» στη Μεσοποταμία τα έτη Η επιγραφή CIL XVI.75 διασώζει την ύπαρξη μιας «vexillatio equitum Illyricorum» τον 2 ο αι. Βλ. F. Vittinghoff, Barbarisierung 392. R. E. Smith, Dux 267. M. J. Nicasie, Twilight υποσημ. 86 σ Παρομοίως R. Grosse, Militärgeschichte 48. A. Piganiol, Empire chrétien υποσημ. 5 σ Λεγεώνες: Not. Dign. Or , Equites: Not. Dign. Or , Θεωρώ λοιπόν εσφαλμένη την άποψη του E. N. Luttwak (Grand Strategy υποσημ. 205 σ. 230), ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει αριθμητική αντιστοιχία μεταξύ των λεγεώνων και των μονάδων promoti στο ανατολικό μέτωπο, εκτός βέβαια αν ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει στην καταμέτρηση όλες τις λεγεώνες, παλαιές και νέες, και όλες τις vexillationes των προμώτων (δηλαδή τους Illyriciani και τους indigenae). Τα σύνολα που προκύπτουν με βάση αυτήν την καταμέτρηση όντως διαφέρουν, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση ο E. N. Luttwak σφάλλει, διότι οι βηξιλλατιώνες των equites promoti Illyriciani διατηρούσαν τη διοικητική και τακτική αυτονομία τους ως μονάδες προερχόμενες από τον στρατό κρούσης του Γαλλιηνού και των διαδόχων του, σε αντίθεση βέβαια με τις εγχώριες μονάδες ιππικού που δημιουργήθηκαν εκ των ενόντων. Πρβλ. M. J. Nicasie, Twilight 61 (υποστηρίζει επίσης την αριθμητική αντιστοιχία ανάμεσα στους προμώτους και στις λεγεώνες, χωρίς όμως να υπεισέλθει ειδικότερα στην προβληματική).
205 146 νής 148. Κατά συνέπεια είναι νομίζω λογικό να υποθέσουμε ότι καθεμία από τις παλαιές λεγεώνες προσέφερε τους ιππείς της για τη δημιουργία αντίστοιχων ανεξάρτητων μονάδων ιππικού. Υπάρχουν ωστόσο ερευνητές που υποστηρίζουν ότι οι equites promoti indigenae διατήρησαν μία χαλαρή σύνδεση, ίσως διοικητικής μορφής, με τις λεγεώνες προέλευσής τους 149. γ) Δημιουργία μονάδων κατάφρακτου ιππικού. Παράλληλα ίλες καταφράκτων ιππέων (equites catafractarii) άρχισαν να πυκνώνουν σταδιακά τις τάξεις του ύστερου ρωμαϊκού στρατού. Πράγματι, το ιππικό ενισχύθηκε με την προσθήκη νέων ιλών θωρακισμένων ιππέων κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας. Τέτοιου είδους ιππικοί σχηματισμοί υπηρετούσαν κατά καιρούς στις τάξεις του στρατού ήδη από την εποχή του Αδριανού, όπως έχουμε προαναφέρει. Τον 3 ο αι. μαρτυρείται σε επιγραφές η ύπαρξη της «ala firma catafractaria ex numero Hosroenorum», η οποία σχηματίστηκε στις ανατολικές επαρχίες το 234, μεταφέρθηκε στη Δύση από τον Μαξιμίνο τον Θράκα, όπου συμμετείχε στις εκστρατείες του εναντίον των Γερμανών του Ρήνου, και παρέμεινε στην υπηρεσία μέχρι την εποχή του Φιλίππου του Άραβα ( ), οπότε είχε μετονομαστεί σε «ala nova firma miliaria catafractaria Phillipiana» 150. Ο Ηρωδιανός αναφέρει επίσης ότι ο Μαξιμίνος, όταν εισέβαλε στην Ιταλία το 238, διέθετε αρκετές ίλες καταφράκτων 151. Η Historia Augusta διασώζει δύο επιστολές που φέρονται να απηύθυναν οι αυτοκράτορες Δέκιος ( ) και Βαλεριανός ( ) στους μετέπειτα αυτοκράτορες Κλαύδιο Γοτθικό και Αυρηλιανό -τότε απλούς αξιωματικούς ακόμη- με τις οποίες τους προικοδοτούσαν με 100 και 800 κατάφρακτους για να φέρουν εις πέρας στρατιωτικές αποστολές στις Θερμοπύλες και στη Νικόπολη του Δούναβη αντίστοιχα 152. Μολαταύτα οι επιστολές είναι σίγουρα πλαστές, όπως άλλωστε και πολλές άλλες παρόμοιες, αφού έχει αποδειχτεί ότι ο άγνωστος συγγραφέας της πηγής συνήθιζε να διανθίζει το γραπτό του με τέτοια ευφάνταστα κείμενα. Η μόνη ίσως αξιόπιστη πληροφορία που μπορούμε να αντλήσουμε από τη Historia 148 P. Grenf. II : «Αὐρήλιος [Ἥρ]ων ἱππεὺς προμώτων σεκούντων ἀπὸ λεγεῶνος β τραϊανῆς». P. Beatty Panop. 2 Z.198: «Λεοντίῳ πραιποσίτῳ ἱππέων προμώτων λεγεῶνος β τραϊανῆς». Βλ. και R. Grosse, Militärgeschichte 17. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Πρβλ. H. M. D. Parker, Legions 188. W. Seston, Dioclétien 299. E. N. Luttwak, Grand Strategy 187. M. J. Nicasie, Twilight 61 (ίσως διατήρησαν αυτόν τον δεσμό μέχρι τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου). 150 ala firma catafractaria ex numero Hosroenorum: CIL III.10307=ILS CIL XIII.7323=ILS ala nova firma miliaria catafractaria Phillipiana: CIL III.99=ILS 2771=IGLS 9090=AE 1931, 68. Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 265 II 111. M. P. Speidel, Exercitus Arabicus 936. D. F. Graf, Arabian Frontier 13. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 168. A. Alföldi, Crisis 210. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I Ηρωδιανός, : «ἑκατέρωθεν δὲ παρέθεον αἵ τε τῶν καταφράκτων ἱππέων ἶλαι καὶ Μαυρούσιοι ἀκοντισταὶ τοξόται τε οἱ ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς. καὶ Γερμανῶν ἱππέων μέγα τι πλῆθος ἐπήγετο συμμάχους». 152 Βλ. αντίστοιχα HA, Claud Aur
206 Augusta είναι η συμμετοχή καταφράκτων ιππέων στον μεγαλειώδη θρίαμβο του Αυρηλιανού το 274 στη Ρώμη επ ευκαιρία της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας 153. Πάντως, από την εποχή του Διοκλητιανού και έπειτα ο αριθμός τους φαίνεται πως αυξήθηκε 154. Στη Notitia Dignitatum απαριθμούνται στις στρατιές της Θράκης και της Κωνσταντινούπολης τρεις μονάδες κατάφρακτου ιππικού, που σχηματίστηκαν όμως την περίοδο της Τετραρχίας στη Γαλατία, ενώ ακόμη μία, οι equites catafractarii Pictavenses, αναφέρονται σε επιγραφή στην Ηράκλεια Λυγκηστική της Μακεδονίας, αν και προέρχονταν προφανώς από το Pictavum (Not. Gall. XIII.6, σημ. Poitiers) της Ακουϊτανίας 155. Το σωζόμενο επιγραφικό υλικό πιστοποιεί επίσης την ύπαρξη και άλλων τέτοιων σχηματισμών με τη γενική ονομασία «numerus» ή «ala». Αυτές σχηματίστηκαν προς τα τέλη του 3 ου αι. επίσης στη Γαλατία, αφού οι χώροι ανεύρεσης των επιγραφών βρίσκονταν όλες στις ανατολικές γαλατικές επαρχίες του Ρήνου και των Άλπεων, εκτός από μία που βρέθηκε στη Βόρεια Ιταλία και χρονολογείται από την εποχή του εμφυλίου πολέμου το 312 ανάμεσα στον Μ. Κωνσταντίνο και τον Μαξέντιο 156. Οι πρώτες τέσσερις μονάδες συνδέονται πλέον σήμερα με την αναδιοργάνωση των γαλατικών στρατευμάτων από τον Μαξιμιανό και τον Κωνστάντιο Χλωρό, ενώ οι αταύτιστες ίλες των επιτύμβιων στηλών διασώζουν όλες, πλην μιας, το όνομα «Valerius», γεγονός που βεβαιώνει τουλάχιστον την ύπαρξη -αν όχι τη δημιουργία τους- κατά την ίδια περίοδο, αφού το όνομα αυτό ήταν ιδιαίτερα κοινό στις τάξεις των στρατιωτικών την περίοδο της Τετραρχίας 157. Τέλος, στην Αίγυπτο σχηματίστηκε πιθανότατα γύρω στο 300 με 305 ακόμη μία μονάδα καταφράκτων, η «ala I Iovia catafractariorum» 158. Είναι αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι αιγυπτιακός πάπυρος του 300 περίπου μνημονεύει δύο κατάφρακτους σε μια HA, Aur Πιθανότατα από όλα τα παραπάνω χωρία ορμώμενος ο B. Rubin (Kataphraktenreiterei 276) υποστήριξε ότι οι κατάφρακτοι άρχισαν να παίζουν μεγαλύτερο ρόλο μετά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις -όπως χαρακτηριστικά τις ονομάζει- του Γαλλιηνού και του Αυρηλιανού. 154 J. W. Eadie, Mailed Cavalry 168. Επίσης F. Lot, La fin 29. J. Haldon, Warfare Not. Dign. Or. 5.34: «equites catafractarii Biturigenses» [«Biturigum» (Not. Gall. XII.2), σημ. Bourges], 6.36: «equites catafractarii Ambianenses» [«Ambianum» (Not. Gall. VI.11), σημ. Amiens], 8.29: «equites catafractarii Albigenses» [«Albigenum» (Not. Gall. XII.5), σημ. Albi]. CIL III.14406a: «equites catafractarios Picta/vensis». Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 69-71, , J. W. Eadie, Mailed Cavalry 168, υποσημ. 41 σ Οι equites catafractarii Pictavenses είτε στάθμευσαν προσωρινά στην Ηράκλεια Λυγκηστική, κατά τη διάρκεια εκστρατείας τους στην Ανατολή -η πόλη βρισκόταν επί της στρατηγικής Εγνατίας Οδού- είτε είχαν εγκατασταθεί μόνιμα εκεί, εκδοχή που θεωρώ ελάχιστα πιθανή. Ο S. McDowall (Cavalryman 18-19) πιθανολογεί ότι αυτές οι γαλατικές μονάδες καταφράκτων επανδρώνονταν από Σαρμάτες αιχμαλώτους και απογόνους τους, που είχαν εντωμεταξύ εγκατασταθεί στη Γαλατία. 156 CIL XIII.1848, 3493, 3495 και 6238=ILS CIL V.6784: «vixillatione catafractariorum» [Regio Italiae XI (Eporedia), σημ. Ivrea]. Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I J. W. Eadie, Mailed Cavalry M. L. Speidel, Stablesiani 546. J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian Recruits 185. Όλοι πλην του J. W. Eadie -ο οποίος δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα- συνδέουν την επιγραφή CIL V.6784 με στρατολόγηση κλιβαναρίων και καταφράκτων από τον Μαξέντιο το Πρβλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 168. D. Hoffmann, Bewegungsheer I M. L. Speidel, Stablesiani 546. J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian Recruits Not. Dign. Or (dux Thebaidos).
207 148 ομάδα επτά ιππέων της ala II Herculia dromedariorum 159. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για απλή απόσπαση ή όχι. Πάντως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι άνδρες ιππικών σχηματισμών ήταν δυνατόν ανά πάσα στιγμή να εκπαιδευτούν και να εξοπλιστούν ως βαρύ ιππικό 160. Οι Ρωμαίοι κατάφρακτοι ιππείς του 3 ου αι. ήταν εξοπλισμένοι κυρίως με τον «κοντό», δηλαδή τη μακριά λόγχη του ιππικού, και φορούσαν αλυσιδωτούς ή φολιδωτούς θώρακες, τα δε άλογα παρέμεναν ίσως σε αρκετές περιπτώσεις αθωράκιστα 161. Κατά συνέπεια οι κατάφρακτοι ιππείς του ρωμαϊκού στρατού απάρτιζαν μεν «βαρύ ιππικό», όχι όμως ανάλογο με τις αντίστοιχες μονάδες βαρέως ιππικού των Περσών. Θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε πιο εύστοχα ως θωρακισμένους λογχοφόρους (contarii loricati), εξοπλισμένους και θωρακισμένους κατά τα σαρματικά πρότυπα 162. Ο Βεγέτιος περιγράφει τέτοιους ιππείς στο εγχειρίδιό του με την εξής χαρακτηριστική φρασεολογία: «equites loricati et contati» και «contatis loricatisque equitibus» 163. Αντίθετα οι Σασσανίδες ανέπτυξαν ιδιαίτερα το βαρύ ιππικό. Οι κατάφρακτοι ιππείς των Περσών ήταν πλήρως θωρακισμένοι σε όλο το σώμα με φολιδωτό και αρθρωτό θώρακα, ενώ τα άλογα τους διέθεταν ανάλογη προστασία, που σκέπαζε το κεφάλι και τα πλευρά ως την ουρά 164. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν αυτούς τους ιππείς «κλιβανάριους» (clibanarii) 165. Η Historia Augusta παραδίδει φερόμενη επιστολή του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου στη Σύγκλητο (234), την οποία ενημέρωνε ότι αφού πρώτα αντιμετώπισε και έτρεψε σε φυγή Πέρσες ιππείς και έσφαξε Πέρσες κατάφρακτους, που οι ίδιοι ονομάζουν κλιβανάριους, στη συνέχεια εξόπλισε με τις πανοπλίες των εχθρών τους δικούς του, Ρωμαίους, ιππείς 166. Η επιστολή είναι σίγουρα πλαστή, αλλά τουλάχιστον ως προς τη διατύπωση ενδεικτική της περσικής προέλευσης του ειδικού όρου «clibanarius, -i», που περιέγραφε τον εξοπλισμένο και θωρακισμένο κατά τα περσικά πρότυπα κατάφρακτο ιππέα. Μονάδες ιππικού επανδρωμένες με κλιβανάριους κατά τα περσικά πρότυπα θα εμφανιστούν με βεβαιότητα στις αρχές του 4 ο αι., κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων 159 P. Beatty Panop. II.28. Βλ. M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii J. W. Eadie, Mailed Cavalry D. Hoffmann, Bewegungsheer I 265. M. Michalak, Sassanian Cavalry 77. M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii Πρβλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 169. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 266. Παρομοίως M. Michalak, Sassanian Cavalry 77. S. McDowall, Cavalryman Vegetius 3.16, Βλ. και J. Haldon, Military Equipment 12. C. Zuckerman, Arménie Σε έξοχη περιγραφή του αμυντικού και επιθετικού εξοπλισμού των Περσών κλιβαναρίων προέβη ο Ηλιόδωρος (3 ος αι.) στα «Αιθιοπικά» του. Βλ. Ηλιόδωρος, Αιθιοπικά Πρβλ. επίσης τις αλλεπάλληλες αναφορές του Αμμιανού [18.8.7, , , , , και (περιγραφή του εξοπλισμού των Περσών κλιβανάριων), , , ]. Δεν χρησιμοποιεί ωστόσο τον όρο «clibanarius», αλλά «catafractus». Βλ. και E. N. Luttwak, Grand Strategy 186. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 265. Ειδικότερα A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment M. Michalak, Sassanian Cavalry J. W. Eadie, Mailed Cavalry Πρβλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 170. E. N. Luttwak, Grand Strategy 186. M. Michalak, Sassanian Cavalry HA, Alex. Sev : «centum et viginti milia equitum eorum fudimus, cataphractarios, quos illi clibanarios vocant, decem milia in bello interemimus, eorum armis nostros armavimus».
208 που ακολούθησαν την παραίτηση του Διοκλητιανού 167. Αντιθέτως, ο A. Alföldi ισχυρίστηκε παλαιότερα ότι ο Αυρηλιανός εισήγαγε πολλές μονάδες κλιβαναρίων (και καταφράκτων βέβαια) στον ρωμαϊκό στρατό. Με την άποψη αυτή συντάσσονται ο M. Grant και ο S. Perowne. Αντίθετα ο J. W. Eadie απορρίπτει την εκτίμηση περί σχηματισμού μονάδων κλιβαναρίων από τον Αυρηλιανό 168. Η διαφωνία τους ωστόσο είναι μάλλον επουσιώδης, αφού οι τρεις πρώτοι ουσιαστικά συγχέουν, λανθασμένα βέβαια, τους κλιβανάριους με τους κατάφρακτους, ενώ ο J. W. Eadie τους διαχωρίζει ρητά, όπως είναι άλλωστε και το ορθό (Ύστερο ρωμαϊκό ιππικό: Σε πρώτο πλάνο κατάφρακτος σαρματικού τύπου που προτάσσει τον κοντό, όπισθεν αυτού κλιβανάριος περσικού τύπου που κραδαίνει σπάθη ιππικού. Στο βάθος απεικονίζονται σκουτάριοι και ιπποτοξότες) 167 S. McDowall, Cavalryman 19. Κάποια graffiti στη Δούρα-Ευρωπό στον Ευφράτη (πριν το 256) ίσως αναπαριστούν ντόπιους κλιβανάριους στην υπηρεσία Ρωμαίων. Βλ. σχετικά M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii 155, ο οποίος με βάση αυτά τα graffiti εξέφρασε την άποψη ότι ίσως κλιβανάριοι άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους στον ρωμαϊκό στρατό της Ανατολής ήδη από τα μέσα του 3 ου αι. 168 Πρβλ. A. Alföldi, Crisis M. Grant, Climax 40. S. Perowne, Roman World υποσημ. 2 σ. 35. Αντιπρβλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 171. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Αυτή η σύγχυση εκπορευόταν ίσως και από τις αναφορές στις αρχαίες πηγές. Από την αρχαιότητα ως τον 4 ο αι. μ.χ. χρησιμοποιούνταν μόνον ο όρος «κατάφρακτος» για την περιγραφή του θωρακισμένου ιππέα. Οι αρχαίοι συγγραφείς είτε αναφέρονται αδιακρίτως σε θωρακισμένους ιππείς και «καταφράκτους» χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, είτε με τον όρο αυτό περιέγραφαν ξεκάθαρα τον μελλοντικό «κλιβανάριο». Για την α περίπτωση βλ. Ξενοφών, Ανάβασις Στράβων, Γεωγραφικά Titus Livius, Ab Urbe Condita , και Πλούταρχος, Κράσσος Του ιδίου, Λεύκολλος Αππιανός, Μιθριδατικά , Αρριανός, Παρθικά Απόσπ. 47. Του ιδίου, Τακτικά Του ιδίου, Έκταξις 17. Αιλιανός, Τακτικά Δίων Κάσσιος Vegetius Ζώσιμος Για τη β περίπτωση βλ. Ηρόδοτος Ξενοφών, Κύρου παιδεία 6.4.1, Πολύβιος, Ιστορίαι Tacitus, Historiae Servius Honoratus, In Vergil. Aeneid Curtius Rufus , Sallustius, Historiae Πλούταρχος, Κράσσος Αρριανός, Παρθικά Απόσπ. 20. Του ιδίου, Τακτικά 4.1. Αιλιανός, Τακτικά Iustinus, Epitome Ονομαστικόν Τακτικόν Μόνον σε μια περίπτωση (Πλούταρχος, Λεύκολλος ) αναφέρεται αναλυτικά η θωράκιση του αναβάτη και όχι του αλόγου του. Βλ. επίσης και B. Rubin, Kataphraktenreiterei 272, 274 και 276. J. W. Eadie, Mailed Cavalry M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii M. Michalak, Sassanian Cavalry και τις υποσημειώσεις στη σ. 84. Τέλος, ο S. McDowall (Cavalryman 18) ισχυρίζεται ότι η διαφορά στην ορολογία μεταξύ του «κατάφρακτου» και του «κλιβανάριου» «most likely stems from their origins rather than their role». Συγκεκριμένα οι κατάφρακτοι αντιστοιχούσαν στους Σαρμάτες, ενώ οι κλιβανάριοι στους Πέρσες τεθωρακισμένους ιππείς.
209 Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ (COMITATUS) Μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις κατά την περίοδο του Διοκλητιανού υπήρξε αναμφίβολα η ανάπτυξη του «comitatus», ενός σώματος που περιελάμβανε ανώτατους πολιτικούς και κρατικούς λειτουργούς, καθώς και τα στρατεύματα συνοδείας του αυτοκράτορα, τα οποία λειτουργούσαν παράλληλα και ως εφεδρική δύναμη κρούσης/εκστρατείας. Ο όρος «comitatus [sacer]» δεν ήταν βέβαια εφεύρεση της εποχής της Τετραρχίας. Χρησιμοποιούνταν ήδη από τις αρχές του 3 ου αι., επί της δυναστείας των Σεβήρων, για να υποδηλώσει τον στενό κύκλο -στην κυριολεξία την «(ιερή) ακολουθία/συνοδεία»- των ανδρών που υπηρετούσαν προσωπικά τον αυτοκράτορα 170. Κατά τη βασιλεία του Διοκλητιανού απέκτησε όμως μια πιο «στρατιωτικοποιημένη» μορφή. Ο comitatus κατά την περίοδο της Τετραρχίας αποτελούνταν από μονάδες, πολλές εκ των οποίων ακόμη και έναν αιώνα αργότερα εξακολουθούσαν να επιζούν και να θεωρούνται επίλεκτοι σχηματισμοί των στρατιών κρούσης/εκστρατείας τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική αυτοκρατορία, καταλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην κλίμακα της στρατιωτικής ιεραρχίας 171. Ήδη από την εποχή του Μαξιμίνου του Θράκα ( ) μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι παλαιές vexillationes, δηλαδή τα πεζικά και ιππικά αποσπάσματα εκστρατείας του ρωμαϊκού στρατού, είχαν αρχίσει σταδιακά να αυτονομούνται από τις μονάδες προέλευσής τους και να χρησιμοποιούνται κατ αποκλειστικότητα ως μονάδες συνοδείας του αυτοκράτορα και ως σώματα κρούσης 172. Η τάση αυτή απέκτησε, όπως διαπιστώσαμε, νέα δυναμική επί του αυτοκράτορα Γαλλιηνού -με τη συγκρότηση ισχυρών στρατών κρούσης αποτελούμενων από equites και vexillationes- και συνεχίστηκε από τους άμεσους διαδόχους του, σε τέτοιο σημείο ώστε να θεωρείται ένας από τους προπομπούς της μελλοντικής διάκρισης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού σε στρατό κρούσης-εκστρατείας (comitatenses) και σε στρατό άμυνας-φρούρησης (limitanei), που θεσμοθετήθηκε και οριστικοποιήθηκε κατά τον 4 ο αι. έπειτα από τις μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου. Ο Διοκλητιανός έδωσε σταθερότερο χαρακτήρα στις παραπάνω εξελίξεις θεσπίζοντας και μονιμοποιώντας τον comitatus, μονάδες του οποίου αποτέλεσαν με τη σειρά τους τον πυρήνα του τακτικού στρατού κρούσης/εκστρατείας του Μ. Κωνσταντίνου και των επιγόνων του στην ηγεσία της αυτοκρατορίας 173. Με τη διαδοχική αναγόρευση νέων Τετραρχών, κάθε ηγεμόνας απέκτησε 170 Π.χ. CIL VIII.21814a. Βλ. M. P. Speidel, Sacru Comitatu 184. Ο D. Hoffmann (Bewegungsheer I 2), οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 16) και ο M. J. Nicasie (Twilight 16) ανάγουν επίσης την εισαγωγή της ορολογίας «comitatus» στα χρόνια της δυναστείας των Σεβήρων ( ). 171 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι R. McMullen, Roman Response Πρβλ. π.χ. τη σύνθεση του στρατού κρούσης του Μαξιμίνου κατά την εισβολή στην Ιταλία το 238. Ηρωδιανός (παννονικές λεγεώνες), (γενική σύνθεση στρατού), (παννονικές λεγεώνες), (β παρθική λεγεώνα), (λεγεώνες Παννονίας-Θράκης). Περιλάμβανε όλα σχεδόν τα στοιχεία που απάρτιζαν τον στρατό κρούσης του Γαλλιηνού και των διαδόχων του. Επίσης Ιωάννης Αντιοχείας =Κων. Πορφ., Περί επιβουλών Βλ. και I. Piso, Maximinus Thrax und die Provinz Dazien, ZPE 49 (1982) , σ A. Alföldi, Crisis 215. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Παρόμοια με την ανωτέρω παράγραφο είναι και τα σχετικά σχόλια του W. Seston (Dioclétien ).
210 σταδιακά τον δικό του comitatus 174. Πρώτη μνεία του διοκλητιάνειου «sacer comitatus» γίνεται σε ορισμένους παπύρους, επιγραφές και γραμματειακές πηγές του τέλους του 3 ου αι Ο στρατός συνοδείας των αυτοκρατόρων της περιόδου απαρτίζονταν από μονάδες πεζικού και ιππικού. Το διασωζόμενο επιγραφικό υλικό μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό τη σύνθεση του διοκλητιάνειου comitatus. Το πεζικό περιελάμβανε κυρίως νέες μονάδες «λαγκιαρίων» (lanciarii), «Ιοβιανών» (Ioviani) και «Ερκουλιανών» (Herculiani) 176. Όλοι αυτοί σχημάτιζαν μονάδες πρώτης γραμμής. Το ιππικό περιελάμβανε στις τάξεις του επίλεκτους Μαυριτανούς, Δαλματούς και προμώτους ιππείς, καθώς και ορισμένες νέες μονάδες που ονομάζονταν «comites», ενδεικτικό βέβαια του ρόλου τους ως δυνάμεων συνοδείας του αυτοκράτορα 177. Το περίφημο μαυριτανικό ιππικό αποτελούσε σύμφωνα με τη διήγηση του Ζώσιμου τον κορμό των δυνάμεων που ακολούθησαν τον καίσαρα Σεβήρο στον πόλεμο εναντίον του ανταπαιτητή Μαξέντιου το Όσον αφορά τους comites, ο μεν D. Hoffmann πιστεύει ότι ήταν νέοι πρωτότυποι σχηματισμοί, ενώ ο M. P. Speidel υποστηρίζει ότι προέρχονταν από τους παλαιούς equites singulares Augusti 179. Σύμφωνα μάλιστα με τον τελευταίο και οι equites promoti του κομιτάτου στελεχώνονταν κυρίως από τους πραιτωριανούς ιππείς, ενώ ο πρώτος απορρίπτει ολωσδιόλου αυτή την εκδοχή και γράφει ότι αποτελούνταν από προμώτους ιππείς προερχόμενους από τις λεγεώνες 180. Οι λαγκιάριοι ήταν επίλεκτοι λεγεωνάριοι, εξοπλισμένοι βασικά με λόγχες (lanceae) και ακόντια ρίψης, οι οποίοι μάλλον υπηρετούσαν παράλληλα και ως σωματοφυλακή των Ο R. Grosse (Militärgeschichte 89) πιθανολογεί -μάλλον αδικαιολόγητα κατά τη γνώμη μου- ότι η έδρα του comitatus του καθενός ηγεμόνα ήταν οι τετραρχικές πρωτεύουσες της Νικομήδειας (Διοκλητιανός), του Σιρμίου (Γαλέριος), των Μεδιολάνων (Μαξιμιανός) και των Τρεβήρων (Κωνστάντιος Χλωρός). Επίσης βλ. M. P. Speidel, Sacru Comitatu P. Oxy CIL III.6194=ILS Acta Maximiliani : «in sacro comitatu dominorum nostrorum Diocletiani et Maximiani, Constanti et Maximi milites christiani sunt et militant». Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme , 116. A. H. M. Jones, Later Empire Ι III υποσημ σ. 6. D. Hoffmann, Bewegungsheer II υποσημ. 537 σ Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army M. P. Speidel, Sacru Comitatu υποσημ. 5 σ. 183, 184 [προβαίνει σε αποκατάσταση της επιγραφής ΑΕ 1957, 293 ως «age(n)s sacru comitatu». Τη χρονολογεί πριν τη βασιλεία του Διοκλητιανού]. 176 A. H. M. Jones, Later Empire Ι E. N. Luttwak, Grand Strategy 187. H. M. D. Parker, Legions D. Hoffmann, Oberbefehl υποσημ. 4 σ Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 16. S. McDowall, Cavalryman Comites: CIL XI.6168=ILS P. Oxy Promoti: P. Grenf II.110. Lactantius, De mort. pers Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 107, 116. A. H. M. Jones, Later Empire Ι E. N. Luttwak, Grand Strategy 187. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Του ιδίου, Oberbefehl υποσημ. 4 σ M. P. Speidel, Field Army Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 16. D. Woods, Valerius Victorinus 86. S. McDowall, Cavalryman Ζώσιμος : «Μαξιμιανὸς ὁ Γαλέριος ἐκπέμπει τὸν Καίσαρα Σεβῆρον πολεμήσοντα Μαξεντίῳ ἐξορμήσαντος δὲ αὐτοῦ τοῦ Μεδιολάνου καὶ διὰ τῶν Μαυρουσίων ἐλθόντος ταγμάτων, χρήμασι τὸ πολὺ μέρος τῶν σὺν αὐτῷ στρατιωτῶν διαφθείρας Μαξέντιος». 179 D. Hoffmann, Bewegungsheer I 245. Αντιπρβλ. M. P. Speidel, Field Army Βλ. M. P. Speidel, Field Army 375, 378. Αντιπρβλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 246. Τις ανωτέρω εκτιμήσεις του M. P. Speidel ασπάζεται και ο M. J. Nicasie (Twilight υποσημ. 14 σ. 46).
211 152 ηγεμόνων της Τετραρχίας 181. Σίγουρα πάντως συγκροτούσαν τη φρουρά στρατιωτικών διοικητών ήδη από τον 1 ο αι., όπως μας πληροφορεί σχετικά ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος: «φέρουσι δ οἱ μὲν περὶ τὸν στρατηγὸν ἐπίλεκτοι πεζοὶ λόγχην (δηλ. lancea) καὶ ἀσπίδα» 182. Αρκετοί από τους λαγκιάριους του κομιτάτου αποτελούνταν πιθανώς και από αντίστοιχους «λογχοφόρους» πραιτωριανούς, μεγάλο ποσοστό των οποίων συνέχιζε να συνοδεύει σε μόνιμη βάση τους ηγεμόνες στις εκστρατείες τους 183. Η συνήθης εξελικτική πορεία ήταν βέβαια η τιμητική προαγωγή λαγκιαρίων σε πραιτωριανούς, αφού ιεραρχικά οι δεύτεροι παρέμεναν ανώτεροι 184. Αρκετές επιγραφές διασώζουν τη συμμετοχή των λαγκιαρίων στον διοκλητιάνειο comitatus, μία εκ των οποίων αναφέρεται και σε ύπαρξη σχετικής μονάδας ιππικού 185. (Λαγκιάριος ιππέας με τον εξοπλισμό του) (Λαγκιάριοι πεζοί με τον εξοπλισμό τους) Οι Ioviani και οι Herculiani ονομάστηκαν έτσι προς τιμήν των δύο αυτοκρατόρων, του «Ιόβειου» Διοκλητιανού και του «Ερκούλειου» Μαξιμίνου αντίστοιχα 186. Αποτελούνταν 181 Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών 70.22: «λαγκιάριοι, ἀκοντοβόλοι». Επίσης G. R. Watson, Roman Soldier 63. H. M. D. Parker, Legions 185. W. Seston, Dioclétien 306 (σωματοφυλακή των Τετραρχών). R. Cowan, Legionary Ιώσηπος, Ιουδ. πόλ Π.χ. ο Ηρωδιανός (8.1.2) ονομάζει τους πραιτωριανούς «δορυφόρους». Συμμετοχή πραιτωριανών σε σώματα εκστρατείας: Λακτάντιος, De mort. pers. 12 και Aurelius Victor, de Caes Βλ. W. Seston, Dioclétien 303. M. P. Speidel, Field Army M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 107. D. Hoffmann, Bewegungsheer I CIL VI, 2759=ILS 2045, CIL VI.2787: «Val. Ursinus miles lanciarius nat(ione) Italus». CIL III, 6194=ILS 2781: «Val. Thiumpo lectus in sacro comit(atu), lanciarius, deinde protexit annis V pref. Leg. II Hercul.». ILS CIL VI.32965=ILS 2791: «Val. Maxentio aeq(uiti) ex numero lanciarorum» Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 36, 59. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙΙ υποσημ. 28 σ. 6. H. M. D. Parker, Legions 185. N. H. Baynes, Notes D. Hoffmann, Bewegungsheer I 219. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 215. J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian Recruits Ζώσιμος , : «Ιοβιανοὶ καὶ Ερκουλιανοί. ταγμάτων δὲ ταῦτα ὀνόματα, παρὰ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ καταστάντα, φερόντων τὰς τούτων ἐπωνυμίας ὁ μὲν γὰρ Διός, ὁ δὲ Ηρακλέους ἐπώνυμον εἶχε». Aurelius Victor, de Caes : «Huic postea cultu numinis Herculio (ο Μαξιμιανός), cognomentum accessit, uti, Valerio (ο Διοκλητιανός) Iovium unde etiam militaribus auxiliis longe in exercitu[m] praestantibus nomen impositum». Ευνάπιος =Σούδα Σωζομενός
212 αρχικά από στοιχεία των λεγεώνων I Iovia και II Herculia και πιθανώς οι μονάδες τους χαρακτηρίζονταν ως λεγεώνες ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού 187. Σύμφωνα με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο οι Ioviani και οι Herculiani σχημάτιζαν ένα τρομερά αξιόμαχο δίδυμο 188. Ήταν βασικά εξοπλισμένοι με ελαφρά ακόντια ρίψης, που οι λατινικές πηγές της ύστερης αρχαιότητας ονόμαζαν γενικά «plumbatae», και ειδικότερα «mar(t)tiobarbuli» (μαρτζοβάρβουλον) ή και «veruta» (η βηρύττα), στη χρήση των οποίων ήταν προφανώς άριστα εκπαιδευμένοι 189. Ο Φλάβιος Βεγέτιος είναι εξαιρετικά διαφωτιστικός. Γράφει: «Οι χειριστές των μολύβδινων ακοντίων αποκαλούνταν mattiobarbuli στο Ιλλυρικό υπήρχαν δύο λεγεώνες αποτελούμενες η καθεμιά από στρατιώτες που ονομάζονταν Mattiobarbuli, διότι χρησιμοποιούσαν τέτοια όπλα με τέχνη και γενναιότητα. Εξαιτίας της χρήσης αυτών των όπλων όλοι οι πόλεμοι διεξάγονταν πιο δραστήρια, σε τέτοιο σημείο ώστε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός θεώρησαν ότι οι δύο λεγεώνες των Mattiobarbuli έπρεπε να αποκληθούν [τιμητικά] Ioviani και Herculiani προς τιμήν της ανδρείας τους λέγεται μάλιστα ότι [οι δύο αυτοκράτορες] τούς προτιμούσαν από όλες τις υπόλοιπες λεγεώνες. Αυτοί συνήθιζαν να φέρουν πέντε μαρτζοβάρβουλα αναρτημένα στο εσωτερικό των ασπίδων τους όταν ο στρατιώτης τα εξακόντιζε με επιτυχία, ο αντίκτυπός της ρίψης τους ομοίαζε με εκείνον των τοξοτών [όταν εκτόξευαν τα βέλη τους]. Γιατί αυτά τραυμάτιζαν τους εχθρούς και τα άλογά τους, όχι μόνο πριν εκείνοι προλάβουν να έρθουν σε μάχη εκ του σύνεγγυς, αλλά πριν [καν] μπορέσουν να φτάσουν σε ακτίνα βολής για [να χρησιμοποιήσουν] τα βλήματά τους» A. H. M. Jones, Later Empire Ι 53. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire 1091, λήμμα «legio». D. Hoffmann, Bewegungsheer I 216. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 16. Οι λεγεώνες I Iovia και II Herculia στρατολογήθηκαν και στάθμευαν στην θρακική επαρχία της Σκυθίας (Not. Dign. Or ). Βλ. αναλυτικά A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 157 και κυρίως Αμμιανός , Οι A. Suceveanu και A. Barnea (Dobroudja 180) τους χαρακτηρίζουν λανθασμένα ως μονάδες ελαφρά εξοπλισμένες, παρασυρμένοι μάλλον από περιγραφές που περιλαμβάνονταν στη «Στρατιωτική Επιτομή» του Βεγέτιου (2.14, 3.14) και στο λεγόμενο «Στρατηγικόν του Μαυρίκιου» (12Β ). Όντως όλα αυτά τα όπλα τα χρησιμοποιούσαν και οι ψιλοί, επίσης όμως και οι στρατιώτες πρώτης γραμμής. Με τον όρο «plumbata» θα πρέπει μάλλον να εννοήσουμε γενικά κάθε είδους μολύβδινο βλήμα ή έστω ελαφρύ μολύβδινο ακόντιο. Βλ. Vegetius 1.17, 2.15, 2.23, 3.14, 4.21, 4.28, L. F. Stelten, Vegetius 34a και 307. Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 525, λήμμα «plumbatus=μολύβδινος». Για τον «mar(t)tiobarbulus» βλ. Vegetius 1.17, Στρατηγικόν Μαυρικίου 12Β.2.3, 4.5, 5.8, 6.6, 12.12, 16.45, 18.12, Επίσης D. Hoffmann, Bewegungsheer I 215. A. Piganiol, Empire chrétien 369. J. Haldon, Military Equipment L. F. Stelten, Vegetius 305. A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment 288. Για το «verutum» βλ. Caesar, De Bello Gall Titus Livius, Ab Urbe condita Vegetius 2.15 (ακόντιο ελαφρύ, μήκους περίπου 1,2 μ.) και Στρατηγικόν Μαυρικίου 12Β.2.3, 3.4, 5.6, 12.12, 20.9 και 86. Επίσης L. F. Stelten, Vegetius 309. Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 755, λήμμα «verutum=βραχύ ακόντιον». J. Haldon, Military Equipment Συνολικά T. G. Kolias, Waffen [plumbata-mar(t)tiobarbulus], (verutum). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army H. Elton, Warfare Vegetius 1.17: «Plumbatarum quoque exercitatio mattiobarbulos uocant in Illyrico dudum duae legiones fuerunt, quae sena milia militum habuerunt, quae, quod his telis scienter utebantur et fortiter, Mattiobarbuli uocabantur. Per hos longo tempore strenuissime constat omnia bella confecta, usque eo, ut Diocletianus et Maximianus pro merito uirtutis hos Mattiobarbulos Iouianos atque Herculianos censuerint appellandos
213 154 Βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις συμμετείχε στον comitatus και πλήθος άλλων μονάδων πεζικού και ιππικού, πυκνώνοντας κατ αυτόν τον τρόπο τις τάξεις του. Παρ όλα αυτά το μέγεθος του comitatus ήταν μάλλον μικρό 191. Οι μελετητές μάλιστα διαφωνούν για το αν θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε τους τετραρχικούς comitatus ως στρατιές συνοδείας των ηγεμόνων ή ως στρατούς κρούσης. Ακόμη και στην εποχή του Διοκλητιανού τα μεγάλα εκστρατευτικά σώματα εξακολουθούσαν να αποτελούνται πρωτίστως από στοιχεία λεγεώνων και συμμαχικών μονάδων, τα οποία συγκεντρώνονταν όποτε προέκυπτε ανάγκη 192. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων τα αποσπάσματα αυτά είτε επέστρεφαν στις αρχικές τους θέσεις, είτε σχημάτιζαν νέες μονάδες στις περιοχές όπου είχαν δράσει. (Στρατιώτης των Ερκουλιανών στην ασπίδα του αναρτώνται μαρτζοβάρβουλα) (Στρατιώτες της εποχής του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας) (Μαρτζοβάρβουλο) Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σε νομοθετικές ρυθμίσεις του Διοκλητιανού αναγνωρίζονται μόνο δύο κατηγορίες μονάδων: legiones πεζικού και vexillationes ιππικού, που eosque cunctis legionibus praetulisse doceantur. Quinos autem mattiobarbulos insertos scutis portare consuerunt, quos si oportune milites iactent, prope sagittariorum scutati imitari uidentur officium. Nam hostes equosque consauciant, priusquam non modo ad manum sed ad ictum missibilium potuerit perueniri». Την εκδοχή του Βεγέτιου απορρίπτει πλήρως ο D. Hoffmann (Bewegungsheer I ). 191 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 54 II 608. D. Hoffmann, Oberbefehl 381. M. J. Nicasie, Twilight 15, R. Grosse, Militärgeschichte 32, 57. A. H. M. Jones, Later Empire Ι H. M. D. Parker, Legions 184, 186. Επίσης R. McMullen, Roman Response 188. E. N. Luttwak, Grand Strategy 158. D. van Berchem, Armée et réforme Π.χ. στη ρωμαϊκή Αραβία επιγραφή μνημονεύει τη στάθμευση εκεί στοιχείων από πέντε λεγεώνες που δρούσαν ως στρατός εκστρατείας του Διοκλητιανού στην Ανατολή ( ). Βλ. M. P. Speidel, Roman Road ,
214 ακολουθούνται από τις cohortes και τις alae πουθενά ακόμη δεν αναφέρονταν μονάδες του κομιτάτου ως ξεχωριστή κατηγορία μέσα στον ρωμαϊκό στρατιωτικό οργανισμό. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν επιπλέον ότι πιθανώς ο Διοκλητιανός και οι λοιποί Τετράρχες ηγεμόνες μείωσαν τη συνολική ισχύ του comitatus αποστέλλοντας μονάδες στα σύνορα 193. Τη διαπίστωση αυτή τη στηρίζουν σε μαρτυρίες επιγραφών και στην ερμηνεία χωρίων της Notitia Dignitatum. Υπάρχουν π.χ. επιγραφές που παρουσιάζουν μονάδες ονομαζόμενες «comites» αποσπασμένες σε συνοριακές επαρχίες, όπως στο Νωρικό και στη Θράκη 194. Τέλος, στη Notitia Dignitatum διασώζονται μονάδες λαγκιαρίων, που υπηρέτησαν κατά καιρούς στα σύνορα, προφανώς αποσπασμένες από τις μονάδες προέλευσής τους 195. Είναι πολύ πιθανό ωστόσο τέτοιοι αυτόνομοι σχηματισμοί μάχης να στελεχώθηκαν και από άνδρες των τοπικών λεγεώνων. Στην Αίγυπτο αναφέρεται επί παραδείγματι η ύπαρξη μιας «vexillatio lanciariorum» που ανήκε οργανικά στη λεγεώνα II Traiana Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΡΧΙΑΣ α) Έπαρχοι πραιτωρίων (praefecti praetorio) βικάριοι (vicarii) επαρχιακοί διοικητές (praesides). Στα κατώτερα διοικητικά κλιμάκια του στρατού ο Διοκλητιανός δεν επέφερε ουσιαστικές αλλαγές. Οι βασικοί σχηματισμοί μάχης του ρωμαϊκού στρατού, η «cohors» για το πεζικό και η «ala» για το ιππικό, εξακολουθούσαν να διοικούνται όπως και κατά την περίοδο της Ηγεμονίας. Κάθε κοόρτη είχε επικεφαλής έναν τριβούνο (tribunus), ο οποίος πλαισιωνόταν από 14 άλλους αξιωματικούς. Υπήρχαν επιπλέον έξι ανώτεροι υπαξιωματικοί, οι centuriones, έκαστος διοικητής μίας εκατονταρχίας 80 ανδρών, και άλλοι 60 κατώτεροι, οι decuriones, που διοικούσαν μία ομάδα μάχης των επτά ανδρών ο καθένας. Η ala διέθετε, εκτός από τους 15 αξιωματικούς που προαναφέραμε, μόλις 16 decuriones, οι οποίοι διοικούσαν από μία «turma» των 29 ανδρών. Ο W. Treadgold υποθέτει ότι ο Διοκλητιανός προσέθεσε στις ίλες και τέσσερις εκατόνταρχους, που διοικούσαν από μία εκατονταρχία των 120 ιππέων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι decuriones 197. Τέλος, στο επίπεδο διοίκησης των λεγεώνων η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Γαλλιηνού και των διαδόχων του παρέμεινε ως είχε. 193 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 55. W. Seston, Dioclétien 306. M. Grant, Climax 41. S. Williams - G. Friell, Theodosius CIL III.5565=ILS 664: «praepositus equitibus Dalmatis Aquesianis». ILS 2792: «vexillatio equitum Dalmatarum comit. Anchialitana». Bλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 55 III υποσημ. 36 σ. 7. D. van Berchem, Armée et réforme , 116. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Not. Dign. Or. 8.44, Occ , (= , 82). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 55 III υποσημ. 36 σ P. Beatty Panop και Βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 219. Επίσης R. P. Duncan- Jones, Diocletian s Army P. Brennan, Bridgehead Dispositions Για τη διοικητική δομή των ιλών και των κοόρτεων βλ. W. Treadgold, Army
215 156 Στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης επήλθαν επουσιώδεις αλλαγές που αφορούσαν αποκλειστικά στους επαρχιακούς διοικητές και στους δούκες, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω. Οι έπαρχοι πραιτωρίων (praefecti praetorio) παράλληλα με τα ευρύτατα διοικητικά τους καθήκοντα (νομοθετικά, οικονομικά, δικαστικά) ανελάμβαναν συχνά τη διοίκηση εκστρατευτικών σωμάτων κατά την περίοδο της Τετραρχίας, είτε συνηθέστερα συνόδευαν τους ηγεμόνες στις εκστρατείες τους 198. Παρέμεναν προσκολλημένοι στο επιτελείο των αυτοκρατόρων, τους οποίους ακολουθούσαν ως οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί. Δεν είχαν δηλαδή περιοριστεί στη διοίκηση μεγάλων γεωγραφικών περιφερειών, όπως συνέβη μετά τις μεταρρυθμίσεις του 4 ου αι., αλλά ασκούσαν ακόμη τη γενική εποπτεία των ενόπλων δυνάμεων 199. Ουσιαστικά ήταν οι δεύτεροι τη τάξει αξιωματούχοι μετά τους ηγεμόνες στη διακυβέρνηση του κράτους 200. Ο Ζώσιμος περιέγραψε τον 5 ο αι. τις αρμοδιότητες των επάρχων πραιτωρίων της εποχής του Διοκλητιανού ως εξής: «Δύο γὰρ τῆς αὐλῆς ὄντων ὑπάρχων καὶ τὴν ἀρχὴν κοινῇ μεταχειριζομένων, οὐ μόνον τὰ περὶ τὴν αὐλὴν τάγματα τῇ τούτων ᾠκονομεῖτο φροντίδι καὶ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ [γὰρ] καὶ τὰ ἐπιτετραμμένα τὴν τῆς πόλεως φυλακὴν καὶ τὰ ταῖς ἐσχατιαῖς ἐγκαθήμενα πάσαις ἡ γὰρ τῶν ὑπάρχων ἀρχὴ δευτέρα μετὰ τὰ σκῆπτρα νομιζομένη καὶ τῶν σιτήσεων ἐποιεῖτο τὰς ἐπιδόσεις καὶ τὰ παρὰ τὴν στρατιωτικὴν ἐπιστήμην ἁμαρτανόμενα ταῖς καθηκούσαις ἐπηνώρθου κολάσεσι» 201. Πράγματι, οι ευρύτατες διοικητικές και στρατιωτικές εξουσίες τους πιστοποιούνται και από τη σταδιοδρομία τεσσάρων επάρχων του Διοκλητιανού (Iulius Asclepiodotus, Aurelius Hermogenianus, Verconnius Herrenianus, Afranius Hannibalianus) και άλλων δύο του Μαξεντίου (Rufius Volusianus, Rusticius ή Ruricius Pompeianus), όπως έχουν διασωθεί σε πηγές της εποχής 202. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι συχνά οι έπαρχοι πραιτωρίων ασκούσαν την ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων 203. Ήταν επιπλέον υπεύθυνοι για τη 198 Πρβλ. W. Seston, Dioclétien A. H. M. Jones, Later Empire Ι 50 II 371. R. Rémondon, Crise 128. P. Petit, Empire romain 28. A. Chastagnol, Hermogenianus 165, S. Panciera, Rusticianus 256, T. D. Barnes, New Empire 138. S. Williams - G. Friell, Theodosius 82. R. Rees, Tetrarchy A. Chastagnol, Hermogenianus P. Petit, Empire romain 28. D. Hoffmann, Oberbefehl Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 335. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 50 II 371. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 74. R. Rees, Tetrarchy Ζώσιμος Iulius Asclepiodotus-Aurelius Hermogenianus: ILS Ο Ασκληπιόδοτος μνημονεύεται στη Historia Augusta (Aur Prob. 22.3), μαζί με έναν ακόμη συνάδελφό του, τον Verconnius Herrenianus. Η πολεμική δράση του Ασκληπιόδοτου εξαίρεται στις πηγές της εποχής ειδικά για την επιτυχή συμμετοχή του στο πλευρό του καίσαρα Κωνστάντιου κατά την εισβολή του τελευταίου στη Βρετανία το 296. Βλ. αναλυτικά D. E. Eichholz, Constantius Chlorus Invasion of Britain, JRS 43 (1953) όπου όλες οι σχετικές πηγές. Επίσης Θεοφάνης 8.3. Afranius Hannibalianus: HA. Prob Aurelius Victor, de Caes Rufius Volusianus: Aurelius Victor, de Caes Ζώσιμος Rusticius Pompeianus: Paneg. Constantino XII(IX).8.1. Paneg. Nazarii IV(X) Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 50 II 371 III υποσημ. 10 σ. 4, υποσημ. 22 σ. 5, υποσημ. 13 σ. 76. D. Magie, S.H.A. III υποσημ. 1 σ M. Christol, Carrières sénatoriales 122. A. Chastagnol, Hermogenianus 165. S. Panciera, Rusticianus 256, Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte W. Seston, Dioclétien 335. E. C. Nischer, Reforms 43. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 371 II 608.
216 στρατολογία, την πειθαρχία και τον εφοδιασμό των στρατευμάτων 204. Μολαταύτα, στο επόμενο μέρος θα διαπιστώσουμε ότι ο Μ. Κωνσταντίνος αφαίρεσε τις στρατιωτικές αρμοδιότητες από τους επάρχους πραιτωρίων και γενικά περιόρισε το εύρος των καθηκόντων τους. Οι βικάριοι (vicarii, πλήρης τίτλος: agentes vice praefectorum praetorio) ήταν επικεφαλής των διοκλητιάνειων διοικήσεων (dioeceses), δηλαδή των νέων μεγάλων διοικητικών περιφερειών, και συνάμα οι πολιτικοί προϊστάμενοι των επαρχιακών διοικητών (praesides) 205. Ασχολούνταν επίσης με την ανέγερση φρουρίων ή με την εποπτεία της κατασκευής τους 206. Παρέμεναν όμως υπόλογοι απευθείας στον αυτοκράτορα, ενώ διέθεταν βασικά εποπτικές και δευτερευόντως διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες 207. Παρ όλα αυτά ως βοηθοί και τοποτηρητές των επάρχων πραιτωρίων 208 φαίνεται πως ορισμένοι ασκούσαν κάποιου είδους εποπτεία επί των στρατευμάτων που έδρευαν στις περιφέρειές τους, όπως μαρτυρεί η περίπτωση της ανταρσίας του Αλέξανδρου, βικάριου της Αφρικής, στον οποίο ο επαναστατημένος στρατός της Αφρικής προσέφερε την αυτοκρατορική πορφύρα το 308. Οι λεγεώνες της Αφρικής είχαν τότε επαναστατήσει στο άκουσμα της αναγόρευσης στη Ρώμη του Μαξέντιου ως αυτοκράτορα από τα ιταλικά στρατεύματα. Οι δυνάμεις του σφετεριστή βικάριου ηττήθηκαν όμως από πιστά στον Μαξέντιο στρατεύματα που εστάλησαν στην Αφρική με επικεφαλής τον έπαρχο πραιτωρίων Ρούφιο Βολουσιανό 209. Ορισμένοι κυβερνήτες επαρχιών (praesides/iudices) συμμετείχαν ακόμη σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως αποδεικνύεται από τις μαρτυρίες επιγραφών που αναφέρονται στη σταδιοδρομία τέτοιων αξιωματούχων σε επαρχίες όπως της Μαυριτανίας Καισαρησίας (Aurelius Litua και Cornelius Octavianus), της Νουμιδίας, της Βρετανίας, της Αραβίας, της Κοίλης Συρίας και του Πόντου 210. Μάλιστα η τελευταία επαρχία ήταν τόσο μεγάλη ώστε περιελάμβανε ολόκληρη τη βορειοανατολική Μικρά Ασία 211. Επρόκειτο όμως για μια εφή- 204 Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 50. A. Chastagnol, Hermogenianus 168. P. Petit, Empire romain 28. T. D. Barnes, New Empire 138. R. Rees, Tetrarchy AE , 81. Aurelius Victor, de Caes ILS CIL VI.1125=ILS 619. CJ (325). CTh , , Πρβλ. επίσης W. Seston, Dioclétien και υποσημ. 4 στις ίδιες σελ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 47 ΙΙΙ υποσημ. 17 σ. 5. P. Petit, Empire romain Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 47 ΙΙΙ υποσημ. 17 σ. 5. P. Petit, Empire romain Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 336, B. H. Warmington, African Provinces 3, 5. P. Petit, Empire romain Ο θεσμός των βικαρίων ίσως δημιουργήθηκε παράλληλα ως ένα μέτρο περιορισμού της μεγάλης εξουσίας των επάρχων πραιτωρίων. Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 322, Βλ. Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 758, λήμμα «vicarius»=αντί τινος τεταγμένος, τοποτηρητής. 209 Σχετικά με τα περιστατικά του κινήματος του Αλεξάνδρου στην Αφρική το 308 βλ. Ζώσιμος Aurelius Litua: ILS 628=CIL 9324: «Babaris Transtaguensibus secunda praeda facta..cum omnib(us) militibus regressus, Aurel(ius) Litua p(raeses) p(rovinciae) M(auretaniae) C(aesariensis)», CIL VIII.8924, 9041, Cornelius Octavianus: ILS 9006: «Bavaribus rebellibus et in [p]riori praesidatu [e]t post in ducatu [M.] Cornel(ius) Octavianus». ΑΕ 1939, 58 (Κοίλη Συρία). Βλ. R. Cagnat, Armée d Afrique 67, 70, 712, 735. R. Grosse, Militärgeschichte 9. J. G. C. Anderson, Provincial Re-organization 29. W. Seston, Dioclétien 311, υποσημ. 1 σ. 312, 376. D. van Berchem, Armée et réforme 39, υποσημ. 1 σ. 24. B. H. Warmington, African Provinces 4. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 43 III υποσημ. 10 σ Aurelius Priscianus praeses provinciae Ponti: CIL III CIL III , 21, 22, 29, 39, 307. AE 1906, 2. Βλ. W. Seston, Dioclétien 321, και υποσημ. 1 σ Του ιδίου, Comitatus 288. D. van Berchem, Armée et réforme 30. D. Hoffmann, Bewegungsheer I
217 158 μερη διευθέτηση για τις ανάγκες του μεγάλου περσορωμαϊκού πολέμου των ετών Στην Ισπανία το 298 ο διοικητής της επαρχίας της Καλαικίας στη βορειοδυτική Ισπανία είχε ακόμη υπό τη δικαιοδοσία του την τοπική λεγεώνα VII Gemina 213. Πάντως, οι περιπτώσεις αυτές αφορούσαν επαρχιακούς διοικητές που έδρασαν την πρώτη δεκαπενταετία της βασιλείας του Διοκλητιανού, δηλαδή χονδρικά μέχρι το 300. Έκτοτε οι πηγές σταδιακά σωπαίνουν. Δεκάδες επιγραφές μνημονεύουν την ενασχόληση επαρχιακών διοικητών με την κατασκευή και επιδιόρθωση συνοριακών φρουρίων στη Βρετανία, τη Γαλατία, τη Ραιτία, τη Νουμιδία, την Τριπολίτιδα, τις Μαυριτανίες, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Φοινίκη 214. Ειδικά στην Αίγυπτο οι praesides μάλλον διατήρησαν κάποια δικαιοδοσία επί στρατιωτικών θεμάτων, παρ όλη την ταυτόχρονη ύπαρξη δουκών, όπως αποκαλύπτουν ορισμένοι πάπυροι 215. Η πρώτη σαφής διάκριση σε praesides (iudices) και duces υπάρχει στον Πανηγυρικό του Μαμερτίνου, που εκφωνήθηκε προς τιμήν του αυτοκράτορα Μαξιμιανού το 289. Ο ρήτορας σχολίαζε χαρακτηριστικά ότι οι επαρχιακοί διοικητές προωθούσαν τη δικαιοσύνη του αυτοκράτορα, ενώ αντίστοιχα οι δούκες ένδοξα υπηρετούσαν την ανδρεία του 216. β) Η εξέλιξη του θεσμού των δουκών (duces). Κατά την πρώιμη εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι δούκες και οι πραιπόσιτοι - κατώτεροι ιεραρχικά από τους πρώτους- διοικούσαν συνήθως αποσπάσματα εκστρατείας (vexillationes) κατείχαν μάλιστα συχνά τη δεύτερη θέση μετά τον λεγάτο της λεγεώνας στους στρατούς εκστρατείας 217. Ο όρος «dux» που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, και ο οποίος αρχικά τον 2 ο αι. αποτελούσε μάλλον έναν γενικό και ανεπίσημο τίτλο χωρίς ακόμη ακριβές περιεχόμενο, μεταβλήθηκε ήδη προς τα τέλη του ίδιου αιώνα σε τεχνικό όρο και άρχισε να 212 Πρβλ. W. Seston, Dioclétien D. van Berchem, Armée et réforme Acta Marcelli 260.1a και Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 43 III υποσημ. 10 σ AE 1930, 114 και ΑΕ 1931, 82 (Βρετανία). ILS 640 (Maxima Sequanorum). AE 1922, 133 AE 1942/3, 81, 84 ILS 5786=CIL VIII.2572 (Numidia). CIL VIII, 2572 και (Mauretania Sitifensis). CIL VIII.22763=ILS 9352 (Tripolitania). CIL VIII.20215=ILS 6886 (Mauretania Caesariensis). P. Beatty Panop. 1.77, 385 και 404 (Αίγυπτος). CIL III.14149a AE 1895,182 (Arabia). CIL III.6661 (Augusta Libanensis). CIL XIII.5249, 5256 (Raetia). Βλ. J. G. C. Anderson, Provincial Re-organization 29. D. van Berchem, Armée et réforme 24, 40-41, 46, 58. Του ιδίου, Chapters 145, υποσημ. 39 σ A. H. M. Jones, Later Empire Ι ΙΙΙ υποσημ. 10 σ. 4. W. Seston, Dioclétien 312 και υποσημ. 1 στην ίδια σελ., B. H. Warmington, African Provinces 4. B. Isaac, Limits P. Oxy P. Beatty Panop , Βλ. P. Brennan, Elephantine Paneg. Maximiano Aug. Χ(ΙΙ).3.3: «iustitiam vestram iudices aemulentur virtutis vestrae gloriam duces servent». Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 152. W. Seston, Dioclétien 308. D. Hoffmann, Oberbefehl Βλ. πληθώρα σχετικών επιγραφών στις συλλογές CIL και ILS. Γενικά για την εξέλιξη αυτών των αξιωμάτων βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 152. J. Osier, Emergence 684. M. Christol, Carrières sénatoriales και ιδιαίτερα τις υποσημ. 3-5 στις σ όπου ανάλογη βιβλιογραφία. R. E. Smith, Dux Y. Le Bohec, Imperial Army 31, 39, 154, 193, 198. Μάλιστα, ο G. D. Tully (Στρατάρχης 228) ισχυρίζεται ότι ο τίτλος «dux» εμφανίζεται ήδη από τα χρόνια του Δομιτιανού (81-96), ως δηλωτικός επιχειρησιακού διοικητή ή διοικητή βηξιλλατιώνων, χάρη σε σχετική ελληνική επιγραφή της εποχής.
218 γίνεται πιο συχνή η χρήση του. Τον 3 ο αι. συνέχιζε βέβαια να δηλώνει τους επικεφαλής εκστρατευτικών σωμάτων, άρχισαν ωστόσο να εμφανίζονται δούκες προσκολλημένοι σε διάφορα τμήματα του μετώπου. Αυτοί συνήθως παρέμεναν στη θέση τους για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η δε διοίκησή τους δεν είχε μόνιμο χαρακτήρα. Έκλειναν απλώς τον κύκλο τους μετά την παρέλευση του άμεσου κινδύνου, εξωτερικού ή εσωτερικού. Πρώτος ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το αξίωμα του δούκα ως επίσημο τίτλο ανώτερων στρατιωτικών διοικητών που μόνιμα ασκούσαν καθήκοντα σε ευρείς τομείς των παραμεθόριων επαρχιών 218. Η αρχή τους αναφερόταν πλέον σε αυστηρά «επαρχιακά» ή περιφερειακά γεωγραφικά πλαίσια και όχι τόσο στα ίδια τα σώματα στρατού. Επρόκειτο δηλαδή πλέον για στρατιωτικούς ηγήτορες τοπικά και διοικητικά περιορισμένους. Εντούτοις, η πλήρης εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων και ο μεθοδικός καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους ήρθε ως απόρροια των μεταρρυθμίσεων του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του. Ήδη από την εποχή του Ηλιογάβαλου και του Αλέξανδρου Σεβήρου ( ) επιγραφές βεβαιώνουν την ύπαρξη δουκών στη Δούρα-Ευρωπό του Ευφράτη με τον τίτλο «dux ripae» (δοὺξ τῆς ῥείπης, δηλ. παραποτάμιος δούκας) 219. Η ύπαρξη δουκών ως περιφερειακών στρατιωτικών διοικητών, έστω και προσωρινών, μαρτυρείται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 230 στην Αίγυπτο, και ανάμεσα στα έτη στην Τριπολίτιδα 220. Διοικούσαν όχι μόνον αποσπάσματα κρούσης (vexillationes), αλλά ακόμη και ολόκληρες λεγεώνες στον τομέα ευθύνης τους 221. Πολύ συχνά φαίνεται πως η εποπτεία τους απλωνόταν σε ολόκληρες περιφέρειες. Από το 250 και εξής εμφανίζονται σε πηγές και επιγραφές δούκες στο μέτωπο του Ρήνου, στο Ιλλυρικό, στην Ανατολή, ίσως και στη Β. Αφρική με τους χαρακτηριστικούς τίτλους dux Transrhenani limitis, dux totius Illyrici, dux totius Orientis και dux limitis Africani (ή libyci) 222. Ειδικά η Historia Augusta παραδίδει πολλά άλλα ονόματα δου Πρβλ. R. E. Smith, Dux 233, Επίσης N. H. Baynes, Notes 200. F. Lot, La fin P. Dura 97.22, Βλ. αναλυτικά J. F. Gilliam, Dux Ripae Επίσης, του ιδίου, Egyptian «Duces» 390, υποσημ. 4 στην ίδια σελ. H.-G. Pflaum, Reform 113. J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine 69 (σημειώνει ότι αγνοεί τις ακριβείς αρμοδιότητές του λόγω της απουσίας σχετικών πειστηρίων). J. Osier, Emergence 684. Y. Le Bohec, Imperial Army 154. Οι αξιωματικοί με τον τίτλο «dux ripae», όπως π.χ. αυτός που μαρτυρείται στη Δούρα-Ευρωπό, προέρχονταν από τους ανάλογους «praefecti ripae», όπως ήταν γνωστοί αξιωματικοί που είχαν την ευθύνη συγκεκριμένου τομέα των ποτάμιων συνόρων της αυτοκρατορίας. Τον 1 ο και 2 ο αι. μνημονεύονται τέτοιοι έπαρχοι στον Ευφράτη, τον Δούναβη και τον Ρήνο. Βλ. ILS 2709 (praefectus ripae fluminis Euphratensis). ILS 2737 (Παννονία) και AE 1926, 80 (Μοισία) για «praefecti ad ripam Danuvii». Tacitus, Historiae 4.55 και AE 1968, 321 (praefecti ad ripam Rheni). Βλ. αναλυτικότερα J. F. Gilliam, Dux Ripae P. Oliva, Pannonia 167. B. Isaac, Limitanei P. Berlin P. Oxy P. Mich και 15. Βλ. J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» (αγνοεί κι αυτός το εύρος των αρμοδιοτήτων τους). H.-G. Pflaum, Reform 111 (Αίγυπτος), 113 (Τριπολίτιδα). Επίσης P. Brennan, Elephantine 202 (Αίγυπτος). 221 J. Osier, Emergence Βλ. CIL VI και 1638 III.3228 XII.2228 VIII ILS 2774, HA, Tyr. Trig. 3.9 (Postumus, dux Transrhenani limitis) 10.1, 9 (Regalianus, dux Illyrici) 29.1 (Fabius Pomponianus, dux limitis Libyci) Claud (Claudius, dux totius Illyrici) Aur. 13.1, 17.3 (Aurelianus) Quadr. Tyr. 3.1 (Firmus, dux limitis Africani) και 7.2 (Saturninus, dux limitis orientalis). Βλ. και R. Cagnat, Armée d Afrique υποσημ. 3 σ , 713. R. Grosse, Militärgeschichte 163, 170, 175, 177, 179. H.-G. Pflaum, Reform 111, 113. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 44. E. Cizek, Dacie 156. J. Osier, Emergence 684. M. Christol,
219 160 κών, που σταδιοδρόμησαν την επίμαχη περίοδο μέχρι την άνοδο του Διοκλητιανού στον θρόνο σε Παννονία, Αίγυπτο, Σκυθία και Ραιτία και αλλού 223. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε το λίαν πιθανό ενδεχόμενο αρκετοί από αυτούς τους λεγόμενους «δούκες» να υπήρξαν αποκυήματα της φαντασίας του άγνωστου συγγραφέα της πηγής. Ο χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός γράφει, τέλος, ότι ο αυτοκράτορας Νουμεριανός ( ) όταν ανέβηκε στον θρόνο ήταν «δοὺξ Μυσίας» 224. Την περίοδο της Τετραρχίας οι σχετικές μαρτυρίες πολλαπλασιάζονται. Χάρη σε σωζόμενες επιγραφές και κείμενα της εποχής γνωρίζουμε τη βέβαιη ύπαρξη δουκών σε αρκετές περιοχές του ύστερου ρωμαϊκού κράτους. Μεταξύ των ετών δούκας διοικούσε ολόκληρο το μέτωπο του Ρήνου με έδρα τους Τρεβήρους, ενώ ο μετέπειτα σφετεριστής Καραύσιος είχε επιφορτιστεί με την άμυνα των γαλατικών και πιθανώς επίσης και των βρετανικών παραλίων της Μάγχης από το 286 ως το Δούκες είχαν επίσης αναλάβει την άμυνα κατά μήκος των παραδουνάβιων επαρχιών, από τη Σκυθία ως το Νωρικό, ανάμεσα στο 300 με 315 περίπου 226. Διάταξη του 311 σημειώνει γενικά την ύπαρξη και δραστηριοποίηση δουκών 227. Στην Ανατολή αναφέρονται δούκες στη Συρία, τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη, όπως επίσης και στην Αίγυπτο και τη Λιβύη ( ) 228. Στη Β. Αφρική Carrières sénatoriales , 201, 203, Γ. Καλαφίκης, Βάλης 46. Ο Γαλλιηνός μάλλον κατήργησε προσωρινά τη θέση του dux Illyrici, γιατί αυτή είχε καταστεί εστία ανταρσιών, όπως του Πακατιανού, του Δέκιου (αυτοκράτωρ ), του Αιμιλιανού (αυτοκράτωρ 253), του Ρηγαλιανού και του Ιγγένουου. 223 HA, Tyr. Trig. 9.1 (Ingenuus, dux Pannoniarum) Claud (Probatus, dux Aegyptiorum) Aur. 9.4, 10.2 (Aurelianus) 13.1 (Avulnius Saturninus, dux Scythici limitis Murrentius Mauricius, dux Aegypti Iulius Trypho, dux orientalis limitis Ulpius Crinitus, dux Illyriciani limitis Fulvius Boius, dux Raetici limitis) 35.5 (Mucapor) Prob (διάφοροι duces) Quadr. Tyr (Bonosus, dux limitis Raetici). Aurelius Victor, de Caes (Mucapor). 224 Γεώργιος Κεδρηνός CIL XIII.3672 (Valerius Concordius-dux Belgicae). Eutropius 9.21 (Carausius-πιθανός dux tractus Armoricani et Nervicani ή/και comes litoris Saxonici). Ο συνεργάτης και κατόπιν δολοφόνος του Καραύσιου Άλληκτος ήταν υπεύθυνος για τα οικονομικά και την επιμελητεία με τον τίτλο «rationalis summae rei» (Aurelius Victor, de Caes ). Βλ. F. Haverfield, Coast of Britain 203. N. Fields, Saxon Shore W. Seston, Dioclétien και υποσημ. 4 σ. 307, 312. R. Grosse, Militärgeschichte 166. A. Piganiol, Empire chrétien 4. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 44 ΙΙΙ υποσημ. 11 σ. 4. D. Hoffmann, Oberbefehl 383. R. Scharf, Kanzleireform 468. X. Loriot, La carrière d Allectus jusqu à son élévation à la pourpre, στο Institutions, société et vie politique dans l empire romain au IVe siècle ap. J.-C. Actes de la table ronde autour l œuvre d André Chastagnol, Paris Janvier 1989, eds. M. Christol - S. Demougin - Y. Duval - C. Lepelley - L. Pietri, [Collection de l École française de Rome 159] Rome 1992, σ (σταδιοδρομία Άλληκτου). 226 CIL III.764=ILS 4103 ILS 8940 (Aurelius Firminianus-dux limitis provinciae Scythiae). Origo Const. Imp (Valens-dux limitis Daciae). CIL III (Aurelius Ianuarius-dux Pannoniae II et Saviae). CIL III =ILS 664 CIL III (Aurelius Senecio-dux Pannoniae I et Norici). Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 53-54, , 116. W. Seston, Dioclétien υποσημ. 4 σ. 307, , 320. Του ιδίου, Comitatus , 304. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 44 ΙΙΙ υποσημ. 11 σ. 4. G. Alföldy, Noricum D. Hoffmann, Oberbefehl υποσημ. 21 σ Table de Brigetio 4. Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 75, αναλυτικότερα AE 1889, 152 και AE 1934, 7-8 (Aurelius Maximinus-dux Aegypti Thebaidos utrarumque Libyarum). Ευσέβιος Καισαρείας, Παλαιστίνης Μάρτυρες (αναφορά για δούκα στην Αίγυπτο). Του ιδίου, Εκκλ. Ιστ : «στρατοπεδάρχης, ὃν δοῦκα Ρωμαῖοι προσαγορεύουσιν, ἀνὰ τὴν Δαμασκὸν τῆς Φοινίκης»,
220 (τις περιοχές δηλ. της σημερινής Τυνησίας και βόρειας Αλγερίας) μνημονεύονται πραιπόσιτοι και δούκες το 303 ως το 316 αντίστοιχα 229. Οφείλουμε, τέλος, στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι συχνά ο τομέας ευθύνης των δουκών κάλυπτε αρκετές επαρχίες μαζί, στοιχείο που αποδεικνύεται από τους τίτλους που έφεραν ορισμένοι, όπως ο Καραύσιος, ο Αυρήλιος Μαξιμίνος κ.ά Το σημαντικότερο στοιχείο ήταν ότι όλες οι νέες αυτές στρατιωτικές διοικήσεις που είχαν επικεφαλής δούκες διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. και συμπληρώθηκαν με την προσθήκη αρκετών ακόμη. 161 γ) Το ζήτημα του διαχωρισμού της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Το ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε στην ενότητα αυτή έχει βασανίσει όλες τις νεότερες γενιές των ιστορικών σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην έχουν καταλήξει ακόμη σε οριστικά συμπεράσματα ή έστω σε ένα κοινό πλαίσιο πορισμάτων. Για την ακρίβεια έχουν διαμορφωθεί με το πέρασμα του χρόνου διάφορες σχολές που προτείνουν βέβαια διαφορετικές προσεγγίσεις. Τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών συμφωνούν ότι η περίοδος της Τετραρχίας αποτέλεσε ένα κρίσιμο μεταβατικό στάδιο πριν από την τελεσίδικη θεσμοθέτηση της αρχής της διάκρισης των δύο εξουσιών, που προήλθε χάρη στις ενέργειες του Μ. Κωνσταντίνου, πάνω στις οποίες πορεύτηκαν στη συνέχεια και οι διάδοχοί του. Έχοντας αυτά κατά νου, θα προσπαθήσουμε να διασαφηνίσουμε το πρόβλημα και παράλληλα να προτείνουμε ένα νέο πλαίσιο ανάγνωσης υπό μία άλλη και πιο ισορροπημένη, θέλω να πιστεύω, οπτική γωνία. Κατ αρχάς υπάρχει η άποψη της πλήρους διάκρισης των εξουσιών από τον Διοκλητιανό και της αφαίρεσης όλων των στρατιωτικών αρμοδιοτήτων από τους κυβερνήτες των επαρχιών. Από τους πρώτους που την υποστήριξαν ήταν ο R. Grosse. Εντούτοις δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει επαρκή θεωρία προκειμένου να εδραιώσει τις πεποιθήσεις του και αρκείται στην εκτίμηση ότι το διοικητικό κενό στα επαρχιακά στρατεύματα κάλυψαν προσωρινά οι έπαρχοι των λεγεώνων, μέχρι τη θέσπιση ενός νέου μόνιμου καθεστώτος τον 4 ο αι., υπονοώντας προφανώς τους δούκες. Παραδέχεται βέβαια ότι ως προς αυτό το ενδεχόμενο οι πηγές σιωπούν 231. Η θεωρία του πλήρους διαχωρισμού έχει υποστηριχθεί και από (δούκας Φοινίκης), (γενικά για δούκες στην Ανατολή). Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 59, 75. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 44 ΙΙΙ υποσημ. 11 σ. 4. R. G. Goodchild, Cyrenaica 65. W. Seston, Dioclétien υποσημ. 4 σ. 307, , 312, 320, 330. Του ιδίου, Comitatus 286. P. Petit, Empire romain 15. D. Hoffmann, Oberbefehl 383. P. Brennan, Elephantine AE 1942/3, 84 (Valerius Ingenuus-praepositus limitis Numidiae). ILS 9006 (Cornelius Octavianus, dux per Africam, Numidiam Mauretaniamque?). CIL VIII (Flavius Leontius-dux per Africam, ). Βλ. W. Seston, Dioclétien και υποσημ. 1 σ R. Cagnat, Armée d Afrique 65-66, 713 (θεωρεί λανθασμένα πως ο Λεόντιος σταδιοδρόμησε στα πρώτα χρόνια του Διοκλητιανού). D. Hoffmann, Oberbefehl υποσημ. 21 σ Ο W. T. Arnold (Provincial Administration 172) εκτιμά ότι το αξίωμα του «dux limitis Africae» εμφανίστηκε στα χρόνια του Αυρηλιανού. 230 Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 339. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 44. W. Treadgold, Army 9. P. Petit, Empire romain 24. H. Elton, Warfare Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 10-11, 153.
221 162 άλλους ιστορικούς. Υπάρχει όμως μια σημαντική λεπτομέρεια: προβάλλεται κυρίως από μελετητές που δεν έχουν ενσκήψει ιδιαίτερα στο πρόβλημα 232. Στον αντίποδα βρίσκονται όσοι δεν διακρίνουν σαφή διαχωρισμό κατά την περίοδο της Τετραρχίας. Κύριος εκφραστής αυτής της θέσης υπήρξε ο D. van Berchem. Έχοντας ως βάση αφόρμησης τη διαπίστωση ότι οι επαρχιακοί διοικητές ασκούσαν επί των Τετραρχών ηγεμόνων στρατιωτικά καθήκοντα κατά παρόμοιο τρόπο, όπως οι κατοπινοί δούκες του 4 ου αι., εξειδικεύει τα πορίσματά του ισχυριζόμενος ότι οι κυβερνήτες των επαρχιών διατηρούσαν τον έλεγχο των συνοριακών ιλών και κοόρτεων, ενώ οι δούκες είχαν την εποπτεία των λεγεώνων και των κύριων ιππικών σχηματισμών (equites) 233. Μάλιστα η τάση αυτή διαπιστώνει ότι εφαρμοζόταν σε όλες ανεξαιρέτως τις συνοριακές επαρχίες, φέρνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα 234. Με τις παραπάνω εκτιμήσεις συντάσσονται σε γενικές γραμμές ο R. Rémondon και ο D. Hoffmann 235. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρίες βρίσκονται οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους μελετητές που ασχολήθηκαν με το ζήτημα, πότε πλησιάζοντας τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Ο W. Seston προσεγγίζει την πρώτη εκδοχή, αφού ισχυρίζεται πως οι δούκες ασκούσαν πλέον τη διοίκηση των συνοριακών στρατευμάτων σχεδόν σε όλες τις επαρχίες, πλην ορισμένων, όπως στην ανατολική Μ. Ασία. Θεωρεί επίσης ως αναπόφευκτη την αφαίρεση των στρατιωτικών αρμοδιοτήτων από τους επαρχιακούς διοικητές. Αποκρούει εξάλλου την άποψη ότι οι πολιτικοί διοικητές ήλεγχαν τις ίλες και τις κοόρτεις, ενώ οι δούκες τις λεγεώνες και τις βηξιλλατιώνες ιππικού. Παρ όλα αυτά συμπληρώνει ότι οι praesides διατήρησαν, έστω και τυπικά την εποπτεία του στρατού στις επαρχίες τους. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι, δούκες και πραιπόσιτοι, ήταν υφιστάμενοι στους πολιτικούς διοικητές οι τελευταίοι ασκούσαν την πολύ βασική λειτουργία της λογιστικής υποστήριξης των στρατευμάτων. Εκτιμά λοιπόν ότι οι praesides διατήρησαν κάποιας μορφής κατευθυντήριο έλεγχο επί των τοπικών στρατιωτικών μονάδων, ενώ παράλληλα οι ίδιες οι επαρχίες είχαν μεταβληθεί πρωτίστως σε υποστη- 232 Πρβλ. Th. Mommsen, Militärwesen 211. R. Cagnat, Armée d Afrique 70, (την αφετηρία του διαχωρισμού των εξουσιών στη βαθμίδα praeses-dux την εντοπίζει ανάμεσα στα έτη ). J. G. C. Anderson, Provincial Re-organization 25, 27, 30 (υποστηρίζει τον σταδιακό διαχωρισμό των εξουσιών, αρχής γενομένης με τον Γαλλιηνό, ο οποίος ολοκληρώθηκε γύρω στο 305). B. H. Warmington, African Provinces 3-4 (εξαίρεση στον κανόνα η Β. Αφρική). J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» 392. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 155, 157. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 73. S. Corcoran, The Empire of the Tetrarchs. Imperial Pronouncements and Government AD , [Oxford Classical Monographs)] Oxford 1996, σ. 234 (ο διαχωρισμός των εξουσιών «reached its climax under Diocletian»). W. Treadgold, Army Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 18-19, 22, 22-24, 100, 114. Του ιδίου, Chapters Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 30 (Ανατολή), (Β. Αφρική), 54 (Παννονία-Ραιτία), 58 (Βρετανία), 60 (Αίγυπτος). 235 Βλ. R. Rémondon, Crise , 143. D. Hoffmann, Oberbefehl 386. Παράλληλα όμως ο D. Hoffmann γράφει ότι ο θεσμός των δουκών εξαπλώθηκε σημαντικά τα χρόνια , όπως αποκαλύπτει άλλωστε και η πληθώρα των παραδιδόμενων διοικήσεων και ονομάτων που χρονολογούνται από εκείνη την εποχή. Εκτιμά ότι υπήρξε διαχωρισμός σε μεμονωμένες περιπτώσεις και άρα περιορισμένος σε τοπικό επίπεδο, ενώ δεν συμφωνεί με την άποψη περί χωριστής διοίκησης των μονάδων στρατού στις συνοριακές επαρχίες. Πρβλ. D. Hoffmann, Oberbefehl 383, 385 και υποσημ. 23 σ. 384 αντίστοιχα.
222 ρικτικές βάσεις για τα στρατοπεδευμένα εκεί στρατεύματα. Στις περιπτώσεις πάντως των γεωγραφικά εκτεταμένων δουκάτων ισχυρίζεται ότι οι δούκες ξέφευγαν πλήρως από την εποπτεία των πολιτικών διοικητών αυτές ήταν όμως πάντα στρατιωτικές διοικήσεις προσωρινού χαρακτήρα 236. Τις θέσεις του W. Seston συμμερίζεται ουσιαστικά και ο P. Petit. Ο ίδιος διατείνεται πως η διοίκηση του στρατού είχε γενικά εναποτεθεί στα χέρια των δουκών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμη αυστηρή εφαρμογή του μέτρου, διότι κάποιοι ελάχιστοι κυβερνήτες, όπως π.χ. στην Αφρική, διέθεταν ακόμη στρατιωτικές αρμοδιότητες. Ίσως μάλιστα οι δούκες και οι πραιπόσιτοι να ανέμεναν διαταγές ή οδηγίες σχετικά με την άμυνα και τα προς εκτέλεση οχυρωματικά έργα στις επαρχίες από τους πολιτικούς διοικητές. Ολοκληρώνει όμως γράφοντας ότι οι τελευταίοι ήταν μάλλον απογυμνωμένοι από στρατιωτικά καθήκοντα 237. Προς τη δεύτερη σχολή φαίνεται να κλίνει ο A. H. M. Jones, αφού πιστεύει γενικά ότι οι επαρχιακοί διοικητές κατείχαν ακόμη τη στρατιωτική εξουσία στα χέρια τους. Την εποχή της Τετραρχίας κρίνει ότι ο θεσμός των δουκών δεν είχε πάρει την οριστική του μορφή. Τα παραμεθόρια δουκάτα ήταν κυρίως προσωρινές διοικήσεις και συνήθως πολύ εκτεταμένες. Ενώ αναφέρει αναλυτικά όλες τις σωζόμενες περιπτώσεις δουκών την περίοδο του Διοκλητιανού, την ίδια στιγμή που παραδέχεται ότι σε ορισμένες επαρχίες οι πολιτικοί διοικητές περιορίστηκαν στα διοικητικά και δικαστικά τους καθήκοντα, σημειώνει χαρακτηριστικά: «the institution of the dux seems to have been a late development in Diocletian s policy and was not consistently carried through» 238. Τέλος υπαινίσσεται ότι η ύπαρξη δουκών με εξαιρετικά μεγάλο τομέα ευθύνης, όπως π.χ. του Αυρήλιου Μαξιμίνου «δούκα της Αιγύπτου, της Θηβαΐδος και των Λιβυών» δηλώνει πως ουσιαστικά ήταν συνήθως ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές ολόκληρων περιφερειών Αναλύοντας τις παραπάνω απόψεις και έχοντας συνάμα μελετήσει τις σχετικές με το ζήτημα πηγές, θα προβούμε στις δικές μας επισημάνσεις και θα διατυπώσουμε συγκεκριμένες θέσεις. Πρώτα απ όλα γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι το θέμα της διάκρισης των εξουσιών, στρατιωτικής και πολιτικής, στα χρόνια της Τετραρχίας όλοι οι προαναφερθέντες ιστορικοί το περιορίζουν αποκλειστικά σε «επαρχιακό» επίπεδο. Οι οπαδοί της πρώτης θεωρίας, δηλαδή του πλήρους ή μερικού διαχωρισμού των εξουσιών, αντλούν τα επιχειρήματά 236 Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 304, , , 320, , 340. Του ιδίου, Comitatus Γενικά ο W. Seston πιστεύει ότι διακρίνουμε ξεκάθαρα πια την τάση για διαχωρισμό εξουσιών, όπως και την πορεία προς τη διάκριση των στρατευμάτων σε μεθοριακά και κρούσης. Για καλύτερο κεντρικό έλεγχο ο Διοκλητιανός ευνόησε τον πολλαπλασιασμό των αξιωματούχων και των κρατικών οργανισμών. Αλλά η μεταρρυθμιστική του πολιτική δεν απέκτησε ποτέ σαφή και οργανωμένο χαρακτήρα και δεν υπήρχε μάλλον ενιαίος σχεδιασμός στα μέτρα που πήρε (Dioclétien 354). Θεωρεί τη βασιλεία του και τα μέτρα του σημαντικό σταθμό στην πορεία εξέλιξης και μεταμόρφωσης του ρωμαϊκού κράτους που άρχισε από τον 3 ο ήδη αιώνα και ολοκληρώθηκε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (Dioclétien 356). 237 Πρβλ. σχετικά P. Petit, Empire romain και Πρβλ. και J. G. C. Anderson, Provincial Re-organization 30: «It seems clear that these officers (δηλ. οι δούκες) were not installed everywhere simultaneously, but gradually as circumstances dictated». 239 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι II 373, 608.
223 164 τους από το γεγονός ότι σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη του limes romanus ήταν εγκατεστημένοι μόνιμα ή προσωρινά δούκες (και πραιπόσιτοι), όπως διαφαίνεται εξάλλου και από τις σωζόμενες γραμματειακές πηγές. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της αντίπαλης θεωρίας, κυρίως ο D. van Berchem, στηρίζουν βασικά τα πορίσματά τους σε μια διφορούμενη φράση που χρησιμοποίησε ο Ιωάννης Μαλάλας, Σύρος χρονογράφος του 6 ου αι. Αυτός στην προσπάθειά του να περιγράψει το αμυντικό σύστημα του Διοκλητιανού στην Ανατολή έγραψε: «Ἔκτισεν δὲ καὶ εἰς τὰ λίμιτα κάστρα ὁ αὐτὸς Διοκλητιανὸς ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου ἕως τῶν Περσικῶν ὅρων, τάξας ἐν αὐτοῖς στρατιώτας λιμιτανέους, προχειρισάμενος καὶ δοῦκας κατὰ ἐπαρχίαν ἐνδοτέρω τῶν κάστρων καθέζεσθαι μετὰ πολλῆς βοηθείας πρὸς παραφυλακήν» 240. Η ερμηνεία που έδωσαν ήταν ότι ο Διοκλητιανός έκτισε συνοριακά κάστρα και [επαν]εγκατέστησε στρατιώτες στα σύνορα, ενώ παράλληλα τοποθέτησε στο εσωτερικό των παραμεθόριων επαρχιών δούκες με στρατιωτικές δυνάμεις προς φύλαξη των συνόρων (α). Με βάση λοιπόν αυτήν την ερμηνευτική προσέγγιση θεώρησαν ότι οι δούκες βρίσκονταν στα ενδότερα (με τις λεγεώνες και τις βηξιλλατιώνες), χωρίς να διοικούν τα συνοριακά στρατεύματα (τις ίλες και τις κοόρτεις). Συνεπώς, υπέθεσαν πως οι μόνοι που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν οι κυβερνήτες των επαρχιών (β). Είναι χαρακτηριστικό ότι έκτοτε αυτή η θεωρία έχει ακολουθηθεί από μεγάλο αριθμό μελετητών, ακόμη και από ορισμένους που κατά βάση την απορρίπτουν 241! Έχουν όμως έτσι τα πράγματα; Κατά την άποψή μου όχι. Ενώ κατ αρχάς ερμηνεύουν το χωρίο ορθά, προχωρούν στη συνέχεια σε ένα λογικό άλμα, το οποίο είναι καταφανώς μετέωρο και αστήρικτο με βάση την ίδια την πηγή, διότι από πουθενά δεν προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι δούκες διοικούσαν μόνον τις λεγεώνες και τις βηξιλλατιώνες και επομένως οι praesides τις ίλες και τις κοόρτεις. Αντίθετα, αυτό που πιθανότατα διαφαίνεται είναι ότι οι δούκες ασκούσαν τη διοίκηση όλων ανεξαιρέτως των συνοριακών δυνάμεων. Κατά την άποψή μας τα πράγματα είναι πιο απλά. Ο Ιωάννης Μαλάλας έγραφε κυρίως με τις προσλαμβάνουσες εντυπώσεις της εποχής του. Γνώριζε δηλαδή τα δουκάτα όπως εκείνα λειτουργούσαν στα χρόνια του, τουτέστιν ως προωθημένες συνοριακές διοικήσεις στο πλαίσιο του διαχωρισμού του στρατού σε λιμιτάνεους (limitanei, συνοριακά στρατεύματα) και κομιτατήσιους (comitatenses, στρατός κρούσης/εκστρατείας). Τι πιο φυσικό από το να προσπαθήσει να αποδώσει τον θεσμό των συνοριακών δουκάτων στον αυτοκράτορα που τόσο εντατικά και συστηματικά ασχολήθηκε με την άμυνα της αυτοκρατορίας δεν απείχε ούτως ή άλλως πολύ από την πραγματικότητα! Ειδικά στις ανατολικές επαρχίες η οχυρωματική του δραστηριότητα και η γενικότερη πρόνοια για την ενίσχυση των συνόρων 240 Ιωάννης Μαλάλας Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme (ειδικά για το χωρίο), και 37 (Ανατολή), 40 (Β. Αφρική), 54 (Άνω Δούναβης), (Ραιτία), (Βρετανία). Του ιδίου, Chapters B. H. Warmington, African Provinces 2, 3-4, 23 (Β. Αφρική). R. Rémondon, Crise και το σχεδιάγραμμα στη σ P. Petit, Empire romain A. H. M. Jones, Later Empire Ι 43-45, 47, 49. E. N. Luttwak, Grand Strategy 172. L. de Blois, Gallienus 50. W. Treadgold, Army 9.
224 υπήρξαν τόσο έντονες, όπως θα δούμε παρακάτω, ώστε φυσιολογικά το έργο του πέρασε στη σφαίρα του θρύλου. Καθίσταται πάντως προφανές ότι το πρώτο και βασικό επιχείρημα μάλλον δεν ευσταθεί, διότι πιθανότατα πρόκειται για περίπτωση ιστορικής αναδρομής και προβολής γεγονότων και καταστάσεων του 6 ου αι. δύο και πλέον αιώνες νωρίτερα, στις αρχές δηλαδή του 4 ου αι. Ούτε όμως και ο δεύτερος ισχυρισμός στηρίζεται σε στέρεες βάσεις. Συγκεκριμένα υποστήριξαν ότι η ανάμιξη των επαρχιακών διοικητών στην κατασκευή οχυρώσεων υποδηλώνει ότι δεν είχαν ακόμη απωλέσει τις στρατιωτικές τους αρμοδιότητες. Μολαταύτα και αυτό το συμπέρασμα παραμένει έωλο, πολύ απλά επειδή επαρχιακοί διοικητές συμμετείχαν σε τέτοιες εργασίες ήδη από την εποχή της «Ηγεμονίας» 242. Δεν έκαναν δηλαδή κάτι πρωτόγνωρο ή διαφορετικό. Ήταν μάλλον μια από τις συνηθισμένες υποχρεώσεις τους που συνδεόταν με τα γενικά καθήκοντα πρόνοιας για τις επαρχίες τους. Στις επιγραφές μάλιστα οι praesides μνημονεύονται συνήθως μαζί με δούκες, πραιπόσιτους, βικάριους, ακόμη και επάρχους πραιτωρίων. Άρα και το δεύτερο επιχείρημα δεν ισχύει. Η θεωρία λοιπόν πρέπει μάλλον να απορριφθεί στο σύνολό της και να εγκαταλειφθεί. Μολονότι είναι δύσκολη υπόθεση η αποσαφήνιση του ζητήματος του διαχωρισμού των εξουσιών στα χρόνια του Διοκλητιανού, κάποια συμπεράσματα εκτιμώ πως δύνανται να αχθούν. Η αδιαμφισβήτητη παρουσία τόσων δουκών στα σύνορα του κράτους αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας το γεγονός ότι αυτοί όντως είχαν υπό τον άμεσο έλεγχό τους τα στρατεύματα των συνόρων, τα οποία εξακολουθούσαν εκείνη την εποχή να αποτελούν τον βασικό κορμό των ρωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή θα περιέπλεκε επικίνδυνα την κατάσταση και θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της διοικητικής μηχανής. Οι Ρωμαίοι εξάλλου ήταν πολύ πρακτικοί σε τέτοια θέματα και δεν νομίζω ότι θα προέβαιναν εύκολα σε πράξεις που θα έθεταν τη διεκπεραίωση του ευρύτερου διοικητικού τους έργου σε αναίτια δοκιμασία. Παράλληλα διαφαίνεται μια φυσιολογική τάση περιορισμού των αρμοδιοτήτων των επαρχιακών διοικητών στα γενικότερα πολιτικά τους καθήκοντα. Εντούτοις, στα ανώτατα κλιμάκια διαπιστώνουμε πως οι έπαρχοι πραιτωρίων διέθεταν πλήρεις πολιτικοστρατιωτικές αρμοδιότητες. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι τα όρια ήταν ακόμη αδιαμόρφωτα και τα στεγανά ρευστά, ώστε να μην είναι δυνατόν να μιλούμε για πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών την εποχή που εξετάζουμε. Η αρχή της διάκρισης της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία περιορίστηκε ουσιαστικά στο κατώτερο -επαρχιακό- επίπεδο διοίκησης και όχι στα ανώτερα κλιμάκιά της. Δεν υπήρξε δηλαδή διάχυση προς τους υπόλοιπους κλάδους της ύστερης ρωμαϊκής διοίκησης, ούτε φαίνεται πως εφαρμόστηκε με απολύτως συστηματικό τρόπο. Ένα συγκεκριμένο εδάφιο σε πανηγυρικό λόγο προς τιμήν του αυτοκράτορα Μαξιμιανού το 289 θεωρώ ότι είναι άκρως ενδεικτικό. Ο λατίνος ρήτορας Μαμερτίνος σημείωσε ότι «iustitiam vestram (ενν. του Μαξιμιανού) iudices aemulentur virtutis vestrae (επίσης ενν. του Μαξιμιανού) gloriam duces servent». Κατά τη γνώμη μου αυτό το απόσπασμα τεκμηριώνει σχεδόν πέραν πάσης αμφιβολίας τις διακριτές πλέον σφαίρες αρμοδιοτήτων που υφίσταντο ανάμεσα στους Ενδεικτικά CIL III.128. Βλ. J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine υποσημ. 356 σ. 70.
225 166 επαρχιακούς διοικητές και τους στρατιωτικούς δούκες, αφού οι praesides/iudices υπηρετούσαν τη δικαιοσύνη, ενώ αντίστοιχα οι duces την ανδρεία του αυτοκράτορα 243. Σε κάθε περίπτωση ο διαχωρισμός εξουσιών σε επαρχιακό επίπεδο δεν ήταν κάτι συνταρακτικό. Η συντριπτική πλειονότητα των επαρχιών του εσωτερικού διοικούνταν από πολιτικούς διοικητές ήδη από την εποχή της «Ηγεμονίας», γιατί πολύ απλά δεν διέθεταν άξιες λόγου στρατιωτικές δυνάμεις. Άρα η αλλαγή επηρέασε εν τέλει μόνο τις παραμεθόριες επαρχίες. Σημασιολογικά, η περίπτωση του praeses και κατόπιν dux Κορνήλιου Οκταβιανού θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε ότι είναι ενδεικτική της πορείας προς την «αποστρατιωτικοποίηση» του θεσμού των διοικητών των συνοριακών επαρχιών που άρχισε να γίνεται αισθητή από τα πρώτα χρόνια του 4 ου αι. Σύμφωνα με την επιγραφή ILS 9006 ο Κορνήλιος Οκταβιανός αντιμετώπισε και απέκρουσε «Bavaribus rebellibus et in [p]riori praesidatu [e]t post in ducatu». Σήμερα πάντως, οι περισσότεροι ιστορικοί διατείνονται γενικά ή ειδικότερα ότι επί Διοκλητιανού η ροπή προς τον διαχωρισμό των εξουσιών επιταχύνθηκε. Χαρακτηρίζουν δεν την εποχή του ως μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο προς την κατεύθυνση αυτή 244. Ακόμη και ο A. H. M. Jones παραδέχεται ότι η δημιουργία των δουκάτων αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για την οριστική διάκριση ανάμεσα στην στρατιωτική και την πολιτική εξουσία Η ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΡΧΩΝ ΗΓΕΜΟΝΩΝ α) Οχύρωση συνόρων, οδικών αξόνων και πόλεων. Πρώτιστο μέλημα του Διοκλητιανού στάθηκε η οχύρωση των συνόρων και η αναδιάρθρωση της αμυντικής στρατηγικής. Η γραμμή των συνόρων οχυρώθηκε ισχυρότατα κατά την περίοδο της Τετραρχίας. Ο Διοκλητιανός ανοικοδόμησε οχυρά που είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του ταραχώδους 3 ου αι., ανήγειρε πολλά καινούργια φρούρια και φυλάκια, κατασκεύασε στρατιωτικές οδούς, δημιούργησε νέα σημεία στήριξης καθώς και διάφορα άλλα αμυντικά έργα και γενικά επιχείρησε να ενισχύσει παντοιοτρόπως την άμυνα των συνόρων 246. Οι μαρτυρίες των πηγών, το διασωζόμενο επιγραφικό υλικό και η αρχαιολογική σκαπάνη απεκάλυψαν σε μεγάλο βαθμό την έκταση της οχυρωματικής δραστηριότητας του 243 Πρβλ. επίσης και C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, Panegyrici Latini υποσημ. 17 σ Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 10, 153, 157. W. Seston, Dioclétien 308, 354. B. H. Warmington, African Provinces 3-4. P. Petit, Empire romain 25. D. Hoffmann, Oberbefehl 381. J. F. Gilliam, Egyptian «Duces» 392. L. de Blois, Gallienus 34, 37, 53. J. Osier, Emergence A. H. M. Jones, Later Empire Ι G. Alföldy, Κρίση 609. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 55. S. Williams - G. Friell, Theodosius 78. Πρβλ. επίσης M. Grant, Climax 41. R. McMullen, Roman Response 191. D. Hoffmann, Oberbefehl 382.
226 Διοκλητιανού και των συναυτοκρατόρων του 247. Πράγματι οι ηγεμόνες της εποχής της Τετραρχίας υπήρξαν ιδιαίτερα δραστήριοι σε αυτόν τον τομέα, αφού ασχολήθηκαν με την οχύρωση των συνόρων στον Ρήνο, τον Δούναβη, την Αφρική, το ανατολικό μέτωπο, ακόμη και στη Βρετανία 248. Ουσιαστικά η οχυρωματική τους δραστηριότητα κάλυψε όλο το εύρος της συνοριακής περιμέτρου της αυτοκρατορίας με προφανή στόχο να δημιουργήσουν ένα νέο πλέγμα ασφαλείας για το σύνολο της ρωμαϊκής επικράτειας. Στη Γαλατία τμήματα οχυρωματικών έργων της περιόδου του Διοκλητιανού έχουν ανευρεθεί στον Κάτω Ρήνο, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε δίκτυο φρουρίων και ένα νέο στρατόπεδο λεγεώνας, ενώ επιγραφή αναφέρει την κατασκευή οδικού οχυρού το 294 στην ίδια τοποθεσία για την προστασία των επικοινωνιών ανάμεσα στις διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις 249. Ωστόσο, η άμυνα εκεί επικεντρώθηκε κυρίως στον έλεγχο της βασικής οδικής αρτηρίας Κολωνίας-Βουλώνης, επί της οποίας κείτονταν τα βασικότερα αμυντικά κωλύματα 250. Επίσης, αρκετές γαλατικές πόλεις περικλείστηκαν από νέους οχυρωματικούς περιβόλους 251. Κατά μήκος των παραλίων της Μάγχης, κυρίως στη νοτιοανατολική Βρετανία, αλλά και απέναντι, στη βόρεια και βορειοδυτική Γαλατία, κατασκευάστηκαν νέα μεγάλα φρούρια στην περίοδο της Τετραρχίας, αφού ο κίνδυνος των σαξονικών επιδρομών σε εκείνες τις περιοχές παρέμενε ενδημικός 252. Τέλος, ο καίσαρας Κωνστάντιος φαίνεται πως επιμελήθηκε γύρω στο 300 την ανακατασκευή του αδριάνειου τείχους στον βρετανικό Βορρά που είχε πάθει εκτεταμένες ζημιές εξαιτίας της αναστάτωσης που προκάλεσαν στη Βρετανία τοπικές επαναστάσεις (του Καραύσιου και του Άλληκτου), καθώς και οι επιδρομές Σκώτων και Πικτών A. H. M. Jones, Later Empire Ι A. H. M. Jones, Later Empire Ι H. von Petrikovits, Fortifications , 188. E. N. Luttwak, Grand Strategy D. Hoffmann, Oberbefehl 382. N. Gudea, Befestigungen 179. S. Williams - G. Friell, Theodosius Βλ. σχετικά D. van Berchem, Armée et réforme H. von Petrikovits, Fortifications H. Schönberger, Germany 179. P. Petit, Empire romain 13. M. J. Nicasie, Twilight Βλ. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 37. H. Schönberger, Germany D. van Berchem, Armée et réforme 52. B. Isaac, Limits 205. S. Johnson, Fortifications 138, 166. C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, Panegyrici Latini υποσημ. 51 σ Π.χ. ILS 620=CIL XII.2229 τείχιση Grenoble (Gratianopolis). Eutropius 1.9 τείχιση Langres (civitas Lingonum). Επίσης R. E. M. Wheeler, Arles Walls 189. H. von Petrikovits, Fortifications 190. W. Seston, Dioclétien 341. R. M. Butler, The Roman Walls of Le Mans, JRS 48 (1958) 33-39, σ S. Johnson, Fortifications 62-63, 104, 253 (Γρατιανούπολη), 84 [Αυγουστούδουνο, civitas Lingonum, civitas Matisconense (σημ. Mâcon)], 113 [civitas Bellovacorum (σημ. Beauvais)]. 252 Βλ. J. P. Bushe-Fox, Coast Defences D. van Berchem, Armée et réforme 56. H. von Petrikovits, Fortifications 182. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army S. Johnson, Fortifications (οχυρά εσωτερικού Βρετανίας), (ανέγερση οχυρών στις ανατολικές και νότιες βρετανικές ακτές με κατατοπιστικά σχεδιαγράμματα και χάρτες), 94 και (ανέγερση οχυρών στις αντίστοιχες γαλατικές ακτές). B. S. Bachrach, Metz 366. N. Fields, Saxon Shore 24, (πιθανολογεί ότι ορισμένα από τα οχυρά της «σαξονικής ακτής» κατασκευάστηκαν ή ενισχύθηκαν από τους σφετεριστές Καραύσιο και Άλληκτο, για να αμυνθούν εναντίον των Τετραρχών ηγεμόνων). 253 AE 1930, 114. Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 56. H. von Petrikovits, Fortifications 182 (αδριάνειο τείχος), 199 [τείχιση Eboracum (σημ. York)].
227 168 Οχυρωματικά έργα κατασκευάστηκαν στην επαρχία της Σηκουανίας για την απόφραξη οδικής αρτηρίας, που οδηγούσε από τη λίμνη Κωνσταντία (στη σημ. Ελβετία) προς την κοιλάδα του Ροδανού και η οποία είχε χρησιμοποιηθεί συχνά ως άξονας εισβολής από διάφορα βαρβαρικά φύλα 254. Στην ίδια περιοχή του Άνω Ρήνου οικοδομήθηκαν επίσης νέα παραποτάμια οχυρά και κατασκευάστηκε το οχυρωμένο στρατόπεδο της λεγεώνας I Martia στην Αυγούστα Ραυρικών 255. Ανατολικότερα, η γραμμή επί του ποταμού Ιλάργου (Iller) στη Ραιτία ενισχύθηκε περαιτέρω χάρη στην ανέγερση νέων φρουρίων και την χάραξη υποστηρικτικών στρατιωτικών οδών 256. Ο Διοκλητιανός ανήγειρε επίσης πολλά οχυρά που κάλυψαν σταδιακά τις όχθες του Άνω Δούναβη σε ολόκληρη τη Ραιτία 257. Το επισταμένο ενδιαφέρον του Διοκλητιανού ειδικά για την άμυνα της επαρχίας της Ραιτίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι συνοριακές συμμαχικές μονάδες που έδρευαν εκεί την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum έφεραν όλες σχεδόν ανεξαιρέτως τους δυναστικούς τίτλους «Valeria» και «Herculea», προς τιμήν του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού αντίστοιχα 258. Τέλος, στη Β. Ιταλία ανακατασκευάστηκαν και ενισχύθηκαν τα τείχη πόλεων, όπως του Μεδιόλανου 259. Κατά μήκος του Άνω και Μέσου Δούναβη ο Διοκλητιανός ανήγειρε μία αλυσίδα οχυρωμένων προγεφυρωμάτων στην αριστερή όχθη του ποταμού, σε βαρβαρικά εδάφη, «in ripa sarmatica», όπως μαρτυρούν οι πηγές. Τα προγεφυρώματα αυτά κτίστηκαν απέναντι από σημαντικές παραδουνάβιες πόλεις. Από το 294 και εξής προγεφυρώματα απέκτησαν σταδιακά οι πόλεις του Καρνούντου (Carnuntum) στην Άνω Παννονία, του Ακούιγκου στη Βαλερία, της Βονωνίας στην Κάτω Παννονία, των Νοβών (Novae) και πιθανώς του Μάργου (Margum) στην Άνω Μοισία. Συγκεκριμένα στη Βονωνία κατασκευάστηκε το 294 το προγεφύρωμα του Οναγρίνου (Onagrinum), όπου ακόμη και έναν αιώνα αργότερα στρατοπέ- 254 H. von Petrikovits, Fortifications 182, 188. H. Schönberger, Germany 179. M. J. Nicasie, Twilight 130. Πρβλ. επίσης P. Petit, Empire romain Από το ύψος της Βασιλείας (σημ. Basel) και της Αυγούστας Ραυρικών (σημ. Kaiseraugst) ως τη λίμνη Κωνσταντία (σημ. Konstanz/Costance). Επιγραφές: ILS 640=CIL XIII.5249 (Viturudum, σημ. Oberwinterthur). CIL XIII.5256 (Tasgaetium, σημ. Burg-bei-Stein am Rhein). Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications 181, 185, 188. H. Schönberger, Germany D. Hoffmann, Bewegungsheer I 189. S. Johnson, Fortifications 161 (ίσως όμως η Αυγούστα Ραυρικών είναι κωνσταντίνειο κτίσμα), 163, 253, 255. H. Petersen, Senatorial and Equestrian Governors in the Third Century A.D., JRS 45 (1955) 47-57, σ R. Fellmann, Schweiz M. J. Nicasie, Twilight Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme H. von Petrikovits, Fortifications 182, 188. H. Schönberger, Germany 179, 181. M. J. Nicasie, Twilight 130. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 25. Πιο κατατοπιστικός είναι ο S. Johnson (Fortifications , ). 257 Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme H. von Petrikovits, Fortifications 188. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 25. S. Johnson, Fortifications , 176, 253 [οχυρά στον Άνω Δούναβη από το ύψος του Regensburg (λατ. Castra Regina) ως το Passau (λατ. Batavis)]. Στη στρατηγική σημασία της Ραιτίας στέκεται και ο H. Schönberger (Germany 179, 180). 258 Not. Dign. Occ και Βλ. και D. van Berchem, Armée et réforme 54, 55. S. Johnson, Fortifications 190. Όπως επισημαίνουν οι δύο μελετητές όλες αυτές οι μονάδες έδρευαν στη γραμμή Iller. 259 S. Johnson, Fortifications 119, 121 (Como, Aosta, Μεδιόλανο).
228 δευαν τμήματα των λεγεώνων V Iovia και VI Herculia 260. Στον ίδιο χώρο, «contra Bononiam in barbarico, in castello Onagrino», υπήρχε μία ακόμη συμμαχική μονάδα, που ονομαζόταν «auxilia Augustensia» 261. Το ίδιο έτος κτίστηκαν (ή έστω ανακατασκευάστηκαν) τα δύο προγεφυρώματα απέναντι από το Ακούιγκο, που ονομάζονταν Contra Aquincum και Transaquincum αντίστοιχα 262. Η κατασκευή των οχυρών απέναντι από το Ακούιγκο και τη Βονωνία το 294 μνημονεύεται ρητά στα Consularia Constantinopolitana 263. Ως τα τέλη του 4 ου αι. φρουρές επάνδρωναν τα εν λόγω οχυρά. Συγκεκριμένα αναφέρεται ένα «auxilium vigilum, contra Acinco [tras] in barbarico» και ένας «praefectus legionis, Transiacinco» 264. Τα οχυρά προγεφυρώματα στο Καρνούντο, στο Μάργο και στις Νοβές μπορούν, τέλος, να χρονολογηθούν με σχετική ακρίβεια επίσης στη δεκαετία Η Notitia Dignitatum μνημονεύει μάλιστα την ύπαρξη ενός «praefectus militum, contra Margum in castris Augustoflavianensibus» 266. Ο P. Brennan υποστηρίζει ότι η αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού προέβλεπε τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος σε κάθε παραδουνάβια επαρχία, αρχής γενομένης από τη Βαλερία 267. Πρόλαβε ωστόσο να ολοκληρώσει το έργο του κατά μήκος του άνω και μέσου ρου του Δούναβη την πολιτική του συνέχισε στον Κάτω Δούναβη ο Μ. Κωνσταντίνος, όπως θα διαπιστώσουμε στην επόμενη ενότητα. Τα προγεφυρώματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως οχυροί αποβατικοί σταθμοί (landing posts), φυλάκια επιτήρησης και βάσεις για επιθετικές επιχειρήσεις Not. Dign. Occ Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 555, 564, Not. Dign. Occ Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme P. Brennan, Bridgehead Dispositions 558, 564, 567. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 142. S. Johnson, Fortifications , 192. W. Seston, Dioclétien 131. A. Mócsy, Festungstyp Consularia Constantinopolitana a.294: «castra facta in Sarmatia contra Acinco et Bononia». Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 51, H. von Petrikovits, Fortifications 181. W. Seston, Dioclétien E. N. Luttwak, Grand Strategy 176. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 558. Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 215. P. Petit, Empire romain 14. N. Gudea, Befestigungen 178. S. Johnson, Fortifications 192, 253. Ο A. Mócsy (Pannonia 269. Του ιδίου, Festungstyp 195) και οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 26-27) υποστηρίζουν όμως ότι τα προγεφυρώματα απέναντι από το Ακούιγκο και τη Βονωνία κτίστηκαν βαθιά μέσα σε βαρβαρικά εδάφη κι όχι στη βόρεια όχθη του ποταμού. 264 Not. Dign. Occ και Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions , , 567. N. Gudea, Befestigungen Ο πανηγυριστής Οπτατιανός Πορφύριος (Optatianus Porphyrius, Carmina 6.23) αναφέρει ότι ο Μ. Κωνσταντίνος διέσχισε τον Δούναβη το 323 από το Μάργο. Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions Not. Dign. Or Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions P. Brennan, Bridgehead Dispositions 559. Την άποψη του P. Brennan φαίνεται να συμμερίζονται ο B. Isaac (Limits 412) και ο M. J. Nicasie (Twilight 66). 268 Βλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 557, 564, 567. E. N. Luttwak, Grand Strategy 176. Τέτοιου είδους προγεφυρώματα δεν ήταν άγνωστα στους Ρωμαίους. Τον 2 ο και 3 ο αι. υπήρχαν π.χ. ανάλογα προγεφυρώματα στις εκβολές του Δούναβη. Βλ. σχετικά N. Gostar, Aliobrix Επίσης A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 59. Ο ρήτορας Οπτατιανός Πορφύριος αναφέρει σε πανηγυρικό του για τη σαρματική εκστρατεία του Μ. Κωνσταντίνου το 323 (Optatianus Porphyrius, Carmina 6.22) ότι ο τελευταίος χρησιμοποίησε ως βάσεις εξόρμησης [τα προγεφυρώματα] της Βονωνίας και του Μάργου.
229 170 Παράλληλα ένα ευρύ πρόγραμμα οχυρωματικών έργων κάλυψε τις παραδουνάβιες επαρχίες την ίδια εποχή, ενώ ο Διοκλητιανός ήταν υπεύθυνος για εκτεταμένες επισκευές στα βασικά οχυρά κατά μήκος του ρου του ποταμού 269. Επιπλέον περιόδευσε στο εσωτερικό της Θράκης και επέβλεψε προσωπικά τις επισκευές των οχυρώσεων και την κατασκευή δρόμων στην επαρχία αυτή. Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα έχει αποδώσει στον ίδιο αυτοκράτορα την επιμέλεια της οχύρωσης της επαρχίας της Μικρής Σκυθίας που κάλυπτε τη στρατηγική περιοχή των εκβολών του Δούναβη. Εκεί αρκετές πόλεις και τοποθεσίες απέκτησαν ανανεωμένες οχυρώσεις, ενώ επιδιορθώθηκε το τοπικό οδικό δίκτυο 270. Στη Β. Αφρική ο συναυτοκράτορας Μαξιμιανός τελειοποίησε την τοπική αμυντική γραμμή, γνωστή ως «fossatum» (από τη λατινική λέξη fossa=όρυγμα, τάφρος) 271. Το λεγόμενο «fossatum Africae» περιελάμβανε αμυντικά κωλύματα παντός είδους, όπως τάφρους, τείχη και οχυρά 272. Την εποχή της Τετραρχίας ενισχύθηκε με την κατασκευή αρκετών νέων οχυρών που αναφέρονται στις επιγραφές ως «centenaria», στέγαζαν δηλαδή συνήθως φρουρά 100 ανδρών 273. Την επάνδρωση της βορειοαφρικανικής αμυντικής γραμμής, η οποία πρέπει να σημειώσουμε ήταν χωρισμένη σε τομείς και δεν είχε συνεχή μορφή, ανέλαβαν κυρίως ιθαγενείς μαυριτανικές φυλές, που σχημάτιζαν μονάδες υπό τη διοίκηση Ρωμαίων αξιωματικών, των praepositi limitis 274. Οι διοικήσεις αυτές (praepositurae limitis) εκτείνονταν από την Τριπολίτιδα ως τη Μαυριτανία είχαν μάλιστα αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους από τα μέσα ήδη του 3 ου αι Διοκλητιάνειες οχυρώσεις στον Άνω-Μέσο Δούναβη: B. Saria, Noricum-Pannonien 447, 456. N. Gudea, Befestigungen Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 25. Διοκλητιάνειες οχυρώσεις στον Κάτω Δούναβη: Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 60, 62-63, 215. O. Toropu, Dacie Ripensis T. Ivanof, Donaulimes 236, 238. D. van Berchem, Armée et réforme P. Petit, Empire romain 14, 56. A. Mócsy, Festungstyp 195. M. J. Nicasie, Twilight 130. S. Johnson, Fortifications 47-48, 116, 121, 253. Τη φροντίδα του Διοκλητιανού για το μέτωπο του Δούναβη τονίζει και ο W. Seston (Dioclétien ). 270 Οχυρώσεις Θράκης: Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 215. Οχύρωση Μ. Σκυθίας: A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 34-35, 157, 180, , 183, , 185, 195. Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Δούναβη» CTh (409). Βλ. C. Zuckerman, Arménie 119. D. van Berchem, Armée et réforme 43. Επίσης Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 271, λήμμα «fossa». Το fossatum δημιουργήθηκε επί του Αδριανού ( ) και ενισχύθηκε περαιτέρω επί του Φιλίππου ( ). Βλ. B. H. Warmington, African Provinces 23. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 59. P. Petit, Empire romain 14. A. Piganiol, Empire chrétien Bλ. σχετικά A. H. M. Jones, Later Empire Ι 59 II 652. Αναλυτικότερα B. H. Warmington, African Provinces R. G. Goodchild - J. B. Ward Perkins, Limes Tripolitanus 83. D. van Berchem, Armée et réforme C. Zuckerman, Arménie M. J. Nicasie, Twilight ΑΕ 1942/43, 81. ΑΕ 1950, 128. CIL VIII.8701, 8712, 9010, 9725, 19328, 20215, 21531, 22763, ILS 689, 6886, Βλ. B. H. Warmington, African Provinces 23. R. G. Goodchild - J. B. Ward Perkins, Limes Tripolitanus 83-84, 88, D. van Berchem, Armée et réforme 41, P. Petit, Empire romain 23. S. Johnson, Fortifications 62. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Not. Dign. Occ , , ΑΕ 1942/3, 84. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte B. H. Warmington, African Provinces 23, A. H. M. Jones, Later Empire Ι 59 II 652. E. N. Luttwak, Grand Strategy 173. A. Piganiol, Empire chrétien 12. P. Petit, Empire romain Not. Dign. Occ (comes Africae), (dux Mauretaniae), (dux Tripolitanae). Αναλυτικά βλ. R. Cagnat, Armée d Afrique , Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 61. B. H. Warmington, African Provinces M. Grant, Climax 38. D. F. Graf, Arabian Frontier 18.
230 Ο D. van Berchem ισχυρίζεται ότι οι προαναφερθείσες νέες διοικήσεις απορρόφησαν στις τάξεις τους αποκλειστικά τμήματα των παλαιότερων συμμαχικών μονάδων (κοόρτεων και ιλών) που έδρευαν στη Β. Αφρική ήδη από τα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια 276. Εκτιμώ ότι τα συμπεράσματα του D. van Berchem ενδέχεται να είναι κατ αρχάς ορθά. Έχω την αίσθηση όμως ότι αφορούν μόνο στα πρώτα στάδια εφαρμογής αυτών των ρυθμίσεων. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι βαθμιαία αρκετές από τις ιθαγενείς βερβερικές φυλές άρχισαν να ενσωματώνονται στο ρωμαϊκό αμυντικό σύστημα της Β. Αφρικής, σε τέτοιο σημείο ώστε έναν αιώνα αργότερα αποτελούσαν την πλειονότητα των συνοριακών αμυντικών δυνάμεων σε εκείνη την περιφέρεια, όπως προκύπτει από τη μελέτη της Notitia Dignitatum. Μόνο στην Τιγγιτανία (σημ. Β. Μαρόκο) βρίσκουμε ίλες και κοόρτεις του τακτικού στρατού 277. Επιπλέον, ο Διοκλητιανός δεν δίστασε να εγκαταλείψει πολλές περιοχές στην ίδια επαρχία που δεν προσέφεραν τίποτα στην αμυντική στρατηγική. Ο ρωμαϊκός στρατός αποσύρθηκε από μεγάλες εκτάσεις στη νότια Τιγγιτανία -εγκαταλείφθηκε ο παλαιός limes Volubilis- και η άμυνα επικεντρώθηκε βορειότερα, και συγκεκριμένα στη λωρίδα του Σέπτου (σημ. Ceuta) και της Ταγγέρης στο σημερινό βόρειο Μαρόκο 278. Η απόσυρση και αναδιοργάνωση του μετώπου στη βόρεια Τιγγιτανία συνδυάστηκε, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, με την κατασκευή των ανάλογων οχυρώσεων 279. Στις επαρχίες της Ισπανίας καινούργια τείχη απέκτησαν σταδιακά οι σημαντικότερες πόλεις στο εσωτερικό της ιβηρικής χερσονήσου. Η πλειονότητα αυτών κείτονταν στον βορρά, όπου βρίσκονταν αρκετά από τα κυριότερα μεταλλευτικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον S. Johnson η οικοδόμηση των τειχών στις περισσότερες ισπανικές πόλεις δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια, γιατί απουσιάζουν τα σχετικά στοιχεία. Εντούτοις, εκτιμά ότι η σύγκριση με τις υπόλοιπες περιφέρειες του ρωμαϊκού κράτους μάς επιτρέπει να τοποθετήσουμε χρονολογικά την έναρξη αυτού του προγράμματος στα τέλη του 3 ου αι Το έργο του Διοκλητιανού διασώζεται σε καλύτερη κατάσταση στο ανατολικό μέτωπο, όπου δημιούργησε -ή έστω ανακατασκεύασε εκ βάθρων- μία οχυρή οδική αρτηρία, τη λεγόμενη «Strata Diocletiana», ανάμεσα στα έτη Ο κύριος οδικός άξονας διέτρεχε τις ερήμους της Συρίας με κατεύθυνση βορειοανατολική-νοτιοδυτική από τη Σούρα στον Ευφράτη ποταμό ως τη Δαμασκό. Ο Διοκλητιανός δεν παρέλειψε ωστόσο να ασχοληθεί και με την άμυνα του λιμίτου του Ευφράτη και της Χαλκίδος στη Συρία, βελτιώνοντας το έργο των προκατόχων του, Βλ. σχετικά D. van Berchem, Armée et réforme Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αναφέρεται καθόλου σε γηγενείς βερβερικές φυλές. 277 Not. Dign. Occ (comes Tingitaniae). 278 Βλ. B. H. Warmington, African Provinces 21, 70-71, Χάρτης 3 (σ. 119). P. Petit, Empire romain 14. R. McMullen, Roman Response 189. E. N. Luttwak, Grand Strategy 155. M. C. Sigman, The Romans and the Indigenous Tribes of Mauritania Tingitana, Historia 26 (1977) , σ J. Arce, Diocesis Hispaniarum 607. S. Johnson, Fortifications Βλ. αναλυτικότερα S. Johnson, Fortifications Βλ. σχετικά S. Johnson, Fortifications Επίσης πρβλ. M. J. Nicasie, Twilight 143.
231 172 ιδιαίτερα του Αλεξάνδρου Σεβήρου παλιότερα και του Αυρηλιανού πιο πρόσφατα 281. Ο Προκόπιος ανέφερε συγκεκριμένα ότι: «βασιλεὺς Διοκλητιανὸς τρία φρούρια ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ (της Συρίας) ἐδείματο ὧνπερ ἕν, Μαμβρὶ ὄνομα» 282. Πυκνά δίκτυα οχυρών (συνήθως quadriburgia/τετραπύργια) και παρατηρητηρίων ή οχυρωμένων σταθμών αστυνόμευσης (λατ. praesidia) κάλυψαν σταδιακά τις επαρχίες της Συροπαλαιστίνης και της Αραβίας 283. Οι αμυντικές εγκαταστάσεις στην Αραβία πλαισιώθηκαν από νέα οχυρά στρατόπεδα λεγεώνων στις τοποθεσίες Βηθωρών [Betthoro, σημ. El Lejjun (δηλ. Λεγεώνα!), έδρα της λεγεώνας IV Martia] και στην Άδρου (σημ. Udruh, βάση της λεγεώνας VI Ferrata), στο έδαφος της σημερινής Ιορδανίας 284. Καθένα από τα φρούρια κατασκευάστηκε από λεγεωνάριους προκειμένου να στεγάσει τις αντίστοιχες μονάδες τους. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος περιέγραφε τις δύο επαρχίες της ρωμαϊκής Αραβίας ως γεμάτες από ισχυρά κάστρα και καλά οχυρωμένες πόλεις 285. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, τέλος, σημείωνε ότι στην περιοχή γύρω από την Αρεόπολη στα ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας (κοντά στη Βηθωρών) υπήρχαν «φρούρια πανταχόθεν στρατιωτικὰ διὰ τὸ φοβερὸν τοῦ τόπου» Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 4-6 (γενικά για τη φυσιογνωμία του λιμίτου της Χαλκίδος στη Συρία). J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine Επίσης βλ. C. Zuckerman, Arménie 122. B. Isaac, Limits (οχύρωση Παλμύρας). M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I J.-P. Rey- Coquais, Συρία 288 (γενικά για την αμυντική οργάνωση στις επαρχίες της Συρίας). 282 Προκόπιος, Περί κτισμάτων Το φρούριο «Μαμβρί» βρισκόταν επί του Ευφράτη σε απόσταση πέντε ρωμαϊκών μιλίων (περίπου οκτώ χιλιομέτρων) δυτικά της πόλης Ζηνοβίας. Βλ. και E. Honigmann, Ostgrenze 4. Οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 28) αναφέρουν το ίδιο χωρίο, σημειώνοντας ωστόσο λανθασμένα ότι κανένα από τα οχυρά, ούτε το Μαμβρί, δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί με βεβαιότητα. 283 Βλ. ενδεικτικά ΑΕ 1895, 182. CIL III.14149a (κατασκευή οχυρών, περίπου το 300). Κυρίως βλ. R. McMullen, Two Notes on Imperial Properties, Athenaeum 54 (1976) M. J. Nicasie, Twilight Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 28, B. Isaac, Limits , , Οι βάσεις στρατωνισμού μίας ίλης και μίας κοόρτης στην Παλαιστίνη φέρουν το χαρακτηριστικό όνομα «Praesidium». Βλ. Not. Dign. Or και 41 αντίστοιχα. 284 Not. Dign. Or (IV Martia, Betthoro). Βλ. S. Johnson, Fortifications 29 (αρχική οικοδομική φάση 2 ος αι., ανακατασκευή τους από Διοκλητιανό κι έπειτα). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 29-30, M. J. Nicasie, Twilight B. Isaac, Limits Του ιδίου, Army (θεώρησε λανθασμένα ότι η Άδρου κατασκευάστηκε μετά τη σύνταξη της Notitia Dignitatum, λόγω της απουσίας της από τους σχετικούς καταλόγους). Η Άδρου, που σημειώνεται στη «Γεωγραφία» του Κλαύδιου Πτολεμαίου ( ), βρισκόταν λίγο ανατολικότερα από την Πέτρα και στο ίδιο ύψος με αυτήν. Ο D. F. Graf (Via Militaris 279) είχε ισχυριστεί ότι η σχετική απουσία φιλολογικών και αρχαιολογικών μαρτυριών δεν μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε την Άδρου ως σημαντική στρατιωτική βάση. Εντούτοις, πολύ πρόσφατη δημοσίευση -το επιβεβαίωσε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το οχυρό-στρατόπεδο στην Άδρου κατασκευάστηκε από τη λεγεώνα VI Ferrata γύρω στο 300. Βλ. σχετικά D. Kennedy - H. Falahat, Castra Leg. VI Ferratae Η επιγραφή αναφέρει ότι: «Imp(eratoribus) Caes(aribus) G(aio) Aur(elio) Val(erio) Diocletiano [[et M(arco) Aur(elio) Val(erio) Maximiano]] p(iis) f(elicibus) invict(is) Aug(ustis) et / Fl(avio) Val(erio) Constantio et Gal(erio) Val(erio) Maximiano fortiss(imis) ac nobiliss(imis) Caes(aribus)./ Kastra (sic) leg(ionis) VI Ferr(atae) f(idelis) c(onstantis) ex fundamentis / restituta insistentibus Aur(elio) Heraclida v(iro) p(erfectissimo) duci (sic) et / Ael(io) Flaviano v(iro) c(larissimo) praeside provinciae curante / Aure(lio) Muciano praef[ecto] eiusdem legeonis (sic)». 285 Βλ. Αμμιανός Ο K. Randsborg (First Millennium AD ) εκτιμά ότι ο αριθμός των οχυρών στον limes Arabicus διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 200 και 300. Παρομοίως M. J. Nicasie, Twilight Βλ. σχετικά Ευσέβιος Καισαρείας, Ονομαστικόν Επίσης B. Isaac, Limits
232 173 (Αριστερά-πάνω: κάτοψη του οχυρού στρατοπέδου στην Άδρου και κάτω στη Βηθωρών) (Πάνω δεξιά αναπαράσταση του οχυρού στρατοπέδου στη Βηθωρών) Κύρια ωστόσο στηρίγματα του ανατολικού μετώπου παρέμεναν οι οχυρές πόλεις της Παλμύρας, της Νίσιβης, των Σιγγάρων, της Άμιδας, της Βεζάβδης (Bezabde) και του Κιρκησίου στην εξέχουσα της ρωμαϊκής Μεσοποταμίας, η οποία εισχωρούσε απειλητικά μέσα στα εδάφη του σασσανιδικού βασιλείου 287. Σωζόμενη επιγραφή του 290 μαρτυρεί την κατασκευή οχυρού στρατοπέδου για τη λεγεώνα I Illyricorum στην ακρόπολη της Παλμύρας, ενώ λίγο αργότερα, το 303, ίσως επισκευάστηκαν τα τείχη της Έδεσσας 288. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος και ο Μάγνος τον 4 ο αι., ο Προκόπιος και ο Ιωάννης Μαλάλας τον 6 ο αι., απέδιδαν την τείχιση του παραμεθόριου φρουρίου του Κιρκησίου στον Διοκλητιανό 289. Ο Ιωάννης Μαλάλας ανέφερε επιπλέον ότι ο Γαλέριος ή ο Μαξιμίνος Δάια ανήγειρε τα τείχη της Μαξιμιανούπολης (Τέλλας) γύρω στο 310, μιας πόλης στην Οσροηνή που είχε καταστραφεί νωρίτερα από τους Πέρσες 290. Όλες οι παραπάνω πόλεις διέθεταν πολύ ισχυρές φρουρές, 287 Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 29. P. Petit, Empire romain 16. A. Piganiol, Empire chrétien M. J. Nicasie, Twilight Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 222, 226. Με το όνομα «Βεδζάβδη» αναφέρεται στον Θεοφάνη τον Ομολογητή (46.9), χρονογράφο του 9 ου αι. Τη στρατηγική σημασία της Βεζάβδης εξαίρει ο C. S. Lightfoot (Bezabde ) ως ένα προκεχωρημένο προπύργιο που εξασφάλιζε τα μέτωπα Μεσοποταμίας και Αρμενίας. Τη στρατηγική θέση του Κιρκησίου, βάση της διοκλητιάνειας δ παρθικής λεγεώνας, επισημαίνει και η Αικατερίνη Ρεβάνογλου (Στοιχεία 121 και υποσημ. 652 στην ίδια σελ.). 288 Για την Παλμύρα βλ. CIL III Βλ. και M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (πηγή) και 378 (σχόλια). D. van Berchem, Armée et réforme 4, υποσημ. 2 σ J.-P. Rey-Coquais, Syrie romaine 70. B. Isaac, Limits M. Baranski, Army in Palmyra Για την Έδεσσα βλ. Chronicum Edessenum II, Βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 138 (πηγή) και 379 (σχόλια). 289 Αμμιανός : «Cercusium munimentum et fabre politum Quod Diocletianus exiguum ante hoc et suspectum, muris turribusque circumdedit celsis». Προκόπιος, Περί κτισμάτων : «Ην δὲ Ῥωμαίων φρούριον παρὰ ποταμὸν Εὐφράτην ἐν τοῖς Μεσοποταμίας ἐσχάτοις τοῦτο Κιρκήσιον μὲν ὀνομάζεται, βασιλεὺς δὲ αὐτὸ Διοκλητιανὸς ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις ἐδείματο» και 2.6.4: «Διοκλητιανὸς μὲν γὰρ τηνικάδε τὸ φρούριον πεποίηται τοῦτο». Μάγνος =Ιωάννης Μαλάλας : «τὸ Ῥωμαϊκὸν κάστρον τὸ λεγόμενον Κιρκήσιον, κείμενον εἰς τὸ μέσον τῶν δύο ποταμῶν τοῦ Εὐφράτου καὶ τοῦ Αββορᾶ ὅπερ ἔκτισε Διοκλητιανός, βασιλεὺς Ρωμαίων». 290 Πρόκειται για τη μετέπειτα γνωστή Κωνσταντίνα. Ιωάννης Μαλάλας : «ἐπέῤῥιψαν οἱ Πέρσαι εἰς τὴν Οσδροηνὴν (στη βόρειο Συρία) καὶ παρέλαβον πόλιν καὶ ἔκαυσαν καὶ ἔστρεψαν ἐλέγετο δὲ ἡ πόλις
233 174 ενώ γενικά η Μεσοποταμία θεωρούνταν ως μια από τις ισχυρότερα φυλασσόμενες περιοχές της αυτοκρατορίας. Στη βορειοανατολική Μ. Ασία και στο μέτωπο της Αρμενίας η άμυνα διασφαλιζόταν χάρη στην ύπαρξη φρουρίων και την εγκατάσταση ισχυρών φρουρών, ενώ παράλληλα το αρχαιολογικό και επιγραφικό υλικό έχει πιστοποιήσει την κατασκευή την εποχή της Τετραρχίας ενός στρατιωτικού δρόμου που συνέδεε τη Μελιτηνή στα βορειοανατολικά με τις διαβάσεις του όρους Ταύρου στα νοτιοδυτικά 291. Επιπλέον, στη νότια Μ. Ασία ο Διοκλητιανός μερίμνησε για την αντιμετώπιση των ανυπότακτων Ισαύρων με την ανέγερση και επάνδρωση πολυάριθμων φυλακίων 292. Τέλος, στην Αίγυπτο ο σπουδαίος αυτός αυτοκράτορας αναδιοργάνωσε τις αμυντικές γραμμές κατά μήκος της κοιλάδας και του δέλτα του Νείλου οικοδομώντας οχυρά, με στόχο να προστατεύσει την απρόσκοπτη συλλογή της φορολογίας σε είδος και κάθε άλλου είδους εφοδίων για τον στρατό 293. Σημείο αναφοράς ήταν η μετασκευή του φαραωνικού ναού του Άμμωνος Διός στο Λούξορ σε ισχυρά οχυρωμένο στρατόπεδο, το οποίο στέγασε τη νέα λεγεώνα III Diocletiana 294. Η οχυρωματική του δραστηριότητα συμπεριέλαβε επίσης τη συνοριακή περιοχή του πρώτου καταρράκτη στη Συήνη και τη νήσο Φίλες της Ελεφαντίνης, όπου εγκατέστησε ίλες ιππικού που χρησιμοποιούσαν καμήλες (alae dromedariorum) καθώς και απόσπασμα της λεγεώνας III Diocletiana 295. Μάλιστα, ο πρώτος καταρράκτης αποτέλεσε στο εξής το σύνορο της ύστερης ρωμαϊκής Αιγύπτου. Συνέβη δηλαδή ό,τι και στην περίπτωση της Τιγγιτανίας που εξετάσαμε παραπάνω: ο Διοκλητιανός απέσυρε τις δυνάμεις από το παλαιότερο σύνορο του Δωδεκασχοίνου που βρισκόταν στην περιοχή της Θηβαΐδας, Μαξιμιανούπολις. ὁ δὲ αὐτὸς βασιλεὺς Μαξέντιος (μάλλον ο Γαλέριος ή έστω ο Μαξιμίνος Δάια) ἀνήγειρεν αὐτὴν κτίσας καὶ τὰ τείχη». 291 Βλ. C. Zuckerman, Arménie 113. B. Isaac, Limits 168. Για την οδό Μελιτηνής-Καισάρειας-Ταύρου βλ. Θ. Σαρικάκης, Μικρά Ασία 219. T. B. Mitford, Further Inscriptions from the Cappadocian Limes, ZPE 71 (1988) , σ Ειδικότερα F. Hild, Das byzantinische Straßensystem in Kappadokien, [TIB 2] Wien 1977, σ (τμήμα από Μελιτηνή ως Καισάρεια) και (τμήμα από Καισάρεια ως Ταύρο). 292 Βλ. σχετικά J. G. Gilliam, Diocletianic Inscription 183, Η αντιμετώπιση των Ισαύρων ληστών απασχολούσε τη ρωμαϊκή διοίκηση ήδη από τον 1 ο αι. K. Hopwood, Isauria Κατασκευή οχυρών σε επιγραφές: CIL III CIL III.22=ILS Fayûm Ostraca 21. Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 61-62, ειδικά P. Petit, Empire romain 15. E. N. Luttwak, Grand Strategy H. W. Haussig, Civilization 91. J. Maspero, Égypte 9, 18-23, 25-27, 38, 60 (γενική μορφή λιμίτου Αιγύπτου, κατασκευή οχυρών). R. Alston, Roman Egypt M. J. Nicasie, Twilight H. I. Bell - V. Martin - E. G. Turner - D. van Berchem (eds.), The Abbinnaeus Archive: Papers of a Roman officer in the reign of Constantius II, Oxford 1962, αναστ. ανατ. Milano 1975, σ. 21. P. Brennan, Elephantine Ο W. Seston (Dioclétien 343) ισχυρίζεται ότι μία από τις βασικές προτεραιότητες του Διοκλητιανού ήταν η απρόσκοπτη ενίσχυση του στρατού με τα απαραίτητα εφόδια. 294 W. Thiel, Tetrakionia. Überlegungen zu einem Denkmaltypus tetrarchischer Zeit im Osten des römischen Reiches (Considerations on a group of Tetrarchic monuments in the Roman Near East), AntTard 10 (2002) , σ , όπου και αναπαράσταση του στρατοπέδου, που ήταν παρόμοιο με το οχυρό παλάτι του Διοκλητιανού στα Σάλωνα/Σπαλάτο (σημ. Split στην Κροατία). 295 Προκόπιος, Περσ. πόλ : «ὁ Διοκλητιανὸς καὶ νῆσόν τινα ἐν ποταμῷ Νείλῳ ἄγχιστά πη τῆς Ἐλεφαντίνης πόλεως εὑρὼν φρούριόν τε ταύτῃ δειμάμενος ὀχυρώτατον καὶ Φίλας ἐπωνόμασε τὸ χωρίον».
234 νοτίως του πρώτου καταρράκτη, και επικέντρωσε την άμυνα βορειότερα στην ίδια επαρχία β) Τα νέα βασικά χαρακτηριστικά των οχυρώσεων. Τα τείχη από τα μέσα του 3 ου αι. και εξής διέφεραν σε σύγκριση με εκείνα παλαιοτέρων εποχών, όπως π.χ. επί των Αντωνίνων και των Σεβήρων. Οι οχυρωματικοί περίβολοι ως τα μέσα του ίδιου αιώνα δεν εξυπηρετούσαν σαφείς αμυντικούς σκοπούς, με εξαίρεση την αστικοποιημένη ελληνορωμαϊκή Ανατολή 297. Τα τείχη ήταν περισσότερο διακοσμητικά, βοηθούσαν στην καλύτερη αστυνόμευση της έκτασης που περιέκλειαν και προσέδιδαν κύρος στις πόλεις που τα διέθεταν 298. Γι αυτόν τον λόγο οι περίβολοι ήταν εκτεταμένοι και περιέκλειαν ολόκληρη την πόλη και όχι μόνον τους πλέον εύκολους προς υπεράσπιση τομείς της 299. Τα τείχη δεν είχαν ιδιαίτερα μεγάλο πλάτος, οι πύλες διακρίνονταν για τις μνημειώδεις διαστάσεις τους, οι πύργοι ήταν μάλλον διακοσμητικοί, ενώ οι πρόβολοι και οι τάφροι ήταν στενές 300. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της πόλης του Αυγουστούδουνου (σημ. Autun) στη Γαλατία, του οποίου ο αρχαίος οχυρωματικός περίβολος ήταν τόσο εκτεταμένος (περίπου 200 εκτάρια), ώστε προκάλεσε εντύπωση με το εύρος του ακόμη και στον Αμμιανό Μαρκελλίνο τον 4 ο αι Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ειδικά τον 2 ο αι., οπότε το ρωμαϊκό κράτος έζησε την εποχή της μέγιστης εδαφικής επέκτασης και της ύψιστης εσωτερικής ασφάλειας, η κατασκευή νέων οχυρώσεων μετατοπίστηκε γεωγραφικά προς τη γραμμή των συνόρων με αποτέλεσμα πληθώρα πόλεων ειδικά στη ρωμαϊκή Δύση να παραμείνουν ουσιαστικά ατείχιστες 302. Αντίθετα, από το β μισό του 3 ου αι. και έπειτα οι αμυντικές ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν ως απόρροια των αλλεπάλληλων βαρβαρικών εισβολών. Έτσι οι οχυρωματικοί περίβολοι περιορίστηκαν σταδιακά αλλά δραστικά και τα τείχη έγιναν πιο λειτουργικά, καθώς απέκτησαν μεγαλύτερο πλάτος και περισσότερους πύργους. Υπήρχαν μάλιστα πόλεις, ολό- 296 Βλ. Προκόπιος, Περσ. πόλ Επίσης J. Maspero, Égypte 9, 25. P. Petit, Empire romain 15. D. van Berchem, Armée et réforme 62. E. N. Luttwak, Grand Strategy 155. Δ. Γ. Λέτσιος, Βυζάντιο και Ερυθρά θάλασσα. Σχέσεις με τη Νουβία, Αιθιοπία και Νότια Αραβία ως την Αραβική κατάκτηση, Αθήνα 1988, σ Αργυρώ Τατάκη και σύνταξη, Αίγυπτος 324. P. Brennan, Elephantine 198. J. D. Thomas, Revolt J. A. S. Evans, Ιουστινιανός 176. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army E. N. Luttwak, Grand Strategy 168. Την διαφορά των οχυρώσεων στην Ανατολή αλλά και στη Θράκη σε σχέση με τις δυτικές επαρχίες επισημαίνει και ο S. Johnson, Fortifications 22, E. N. Luttwak, Grand Strategy 168. Επίσης S. Johnson, Fortifications 11 (για το κύρος που προσέδιδε στις ρωμαϊκές αποικίες η τείχισή τους). H. Elton, Warfare E. N. Luttwak, Grand Strategy 168. S. Johnson, Fortifications 116. H. Elton, Warfare E. N. Luttwak, Grand Strategy 168. Αναλυτικότερα S. Johnson, Fortifications 13, 15 (σχετικά με τις μνημειώδεις πύλες) (γενικά για το μεγάλο ανάπτυγμα των αστικών τειχών ιδιαίτερα στη ρωμαϊκή Δύση) 24 (αναφέρει ότι τα τείχη είχαν συνήθως πλάτος 1,5 έως το πολύ 3 μέτρα). 301 Αμμιανός : «moenium Augustuduni magnitudo vetusta» και : «Augustuduni civitatis antiquae muros spatiosi quidem ambitus». Αυτά τα εδάφια υποδηλώνουν παράλληλα και το πόσο είχαν αρχίσει να συρρικνώνονται σε έκταση οι αρχαίες πόλεις από τον 4 ο αι. μ.χ. και εξής. 302 Πρβλ. S. Johnson, Fortifications 18, 20.
235 176 κληροι τομείς των οποίων βρίσκονταν εκτός των τειχών 303. Ακόμη και στην απομακρυσμένη Κυρηναϊκή αυτές οι τάσεις είναι εμφανείς στις πόλεις της Κυρήνης και της Πτολεμαΐδας 304. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν επιπρόσθετα πιστοποιήσει την ενσωμάτωση κτισμάτων ή κτηριακών συγκροτημάτων στην οχυρωματική περίμετρο. Αμφιθέατρα, ωδεία, θέατρα, ακόμη και αγορές τροποποιήθηκαν και αποτέλεσαν μέρος των αστικών οχυρώσεων σχηματίζοντας συνήθως ισχυρούς προμαχώνες, ενώ παράλληλα η χρήση παλαιών αρχιτεκτονικών μελών στην τειχοδομία της εποχής άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα συχνή 305. Το προγεφύρωμα στη Σουκίδαβα του Δούναβη (εποχής Κωνσταντίνου). Τυπικό παράδειγμα συρρικνωθέντος και οχυρότερου οχυρωματικού περιβόλου. Το τελικό οχυρό καταλαμβάνει την κάτω δεξιά γωνία. Σε λίγο προγενέστερη φάση είχε περιοριστεί στο μισό της αρχικής του έκτασης. Επιπλέον, σε αρκετές περιοχές της αυτοκρατορίας άρχισε να γίνεται εμφανής μία τάση εγκατάλειψης της αστικής ζωής και απόσυρσης των πληθυσμών σε οχυρωμένους λοφώδεις οικισμούς (oppida-refugia), κάτω από το βάρος των αδιάλειπτων βαρβαρικών επιδρομών 306. Τέτοια ορεινά καταφύγια συναντούμε σε μεγάλους αριθμούς στη Γαλατία, στις γερμανικές επαρχίες του Ρήνου, στη Ραιτία, στο Νωρικό, στην Παννονία, στη Δαλματία, στα Βαλκάνια, ακόμη και στη B. Αφρική (σημ. Αλγερία-Τυνησία) αρκετά μάλιστα απ αυτά διέθεταν και στρατιωτική φρουρά Μείωση περιβόλων: S. Johnson, Fortifications R. E. M. Wheeler, Arles Walls 189, (ωραία γενική ανάλυση). W. Seston, Dioclétien (παραδείγματα οι πόλεις Αυγουστούδουνο, Γρατιανούπολη, Αρελάτη και Βουρδίγαλα). H. Elton, Warfare (παράδειγμα τέτοιας μείωσης το Αυγοστούδουνο, τα τείχη του οποίου κάλυπταν πια μόλις 10 εκτάρια). E. N. Luttwak, Grand Strategy 168. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία A. Dunn, Transition 63-67, 74, J. Haldon, Warfare Βλ. επίσης τα διαγράμματα στον K. Randsborg (First Millennium AD 95-97) για το εύρος των οχυρωματικών περιβόλων σε πόλεις της Δύσης και των Βαλκανίων. Πρβλ. και Ιουλιανός, Μισοπώγων για το τείχος του Παρισιού γύρω στο 355 (περιέκλειε μόνο το νησί στον Σηκουάνα). Οικισμοί extra muros, εκτός των τειχών: H. Elton, Warfare (αναφέρει ως κλασικό παράδειγμα τη Ραβέννα). 304 Βλ. R. G. Goodchild, Cyrenaica Βλ. σχετικά R. E. M. Wheeler, Arles Walls 186 και Χάρτης Fig. 50 (Αρελάτη. Βλ. επιπλέον και σ. 176, , 189, ). S. Johnson, Fortifications (Tours), 97 (Αμιένη), 99 (Bavai), 106 [Périgueux (civitas Petrocoriorum)], [Τρεβήροι, Αρελάτη, Αμιένη, Lillebonne, Tours (Metropolis civitas Turonorum) και γενικά για την τάση]. R. G. Goodchild, Cyrenaica 74 (Κυρήνη). C. Foss, Side 172 (Σίδη). R. McMullen, Roman Response 191 (γενικά για την τάση αυτή). 306 Βλ. R. McMullen, Roman Response 190. E. N. Luttwak, Grand Strategy 169. H. Elton, Warfare Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications 192. E. N. Luttwak, Grand Strategy 169. A. Dunn, Transition 77 (Βαλκάνια). J. A. S. Evans, Ιουστινιανός (ορεινά καταφύγια Αφρικής). Ειδικότερα περί των οχυρών
236 Πάντως, η οχύρωση των συνόρων από τον Διοκλητιανό τέθηκε πάνω σε νέες βάσεις και ακολούθησε μία διαφορετική αμυντική φιλοσοφία σε σχέση με την περίοδο του Principatus. Κατ αρχήν μεταβλήθηκε η μορφή, η λειτουργία και η χωροθέτηση των φρουριακών συγκροτημάτων. Όπως έχουμε προαναφέρει στην ενότητα σχετικά με το αμυντικό σύστημα επί των δυναστειών των Αντωνίνων και των Σεβήρων, οι μεθοριακές οχυρώσεις του 2 ου και 3 ου αι. εξυπηρετούσαν κυρίως επιθετικούς προσανατολισμούς και γι αυτό το λόγο τα στρατόπεδα των διαφόρων μονάδων είχαν περισσότερο τη μορφή συγκροτημάτων διαμονής παρά οχυρωμένων φρουρίων. Επιπλέον, τα στρατόπεδα δεν κατασκευάζονταν συνήθως σε φύσει οχυρές θέσεις, αλλά χωροθετούνταν για την κάλυψη των γραμμών επικοινωνίας και τη διασφάλιση ανετότερης λογιστικής υποστήριξης. Η περιγραφή που μας έδωσε ο ιστορικός Τάκιτος τον 1 ο αι. σχετικά με το μεγάλο στρατόπεδο [Castra] Vetera (κυριολεκτικά «Παλαιό Στρατόπεδο», σημ. Xanten στην Ολλανδία) είναι αποκαλυπτική: «τμήμα του στρατοπέδου ακολουθούσε το πρανές ενός χαμηλού λόφου, ενώ το υπόλοιπο ήταν κτισμένο στην πεδιάδα ο (Οκταβιανός) Αύγουστος δεν πίστευε πως ήταν δυνατό (Γερμανοί) να έρθουν και να επιτεθούν στις λεγεώνες (που στρατοπέδευαν εκεί). Γι αυτόν τον λόγο δεν είχε ληφθεί ιδιαίτερη πρόνοια για τις οχυρώσεις. Η ανδρεία και τα όπλα (των λεγεωναρίων) φαίνονταν αρκετά (sic!)» 308. Από την εποχή του Διοκλητιανού και έπειτα όμως τα στρατόπεδα και τα φρούρια συγκεντρώνονταν κατά κύριο λόγο σε οχυρές τοποθεσίες, κυρίως σε υψώματα, με στόχο τη διευκόλυνση της αμυντικής προσπάθειας και την εξασφάλιση τακτικής κυριαρχίας 309. Στη Δύση η πρακτική αυτή μαρτυρείται σε όλο το μήκος των συνόρων από τη Ραιτία ως τις εκβολές του Ρήνου. Στον Κάτω Ρήνο μάλιστα, όπου το έδαφος είναι σχεδόν επίπεδο, τα φρούρια συγκεντρώθηκαν στους λίγους διαθέσιμους λόφους, ακόμη και αν εκείνοι ήταν ακατάλληλοι για άμυνα 310. Αυτό το στοιχείο και μόνον αρκεί για να αποδείξει την εμμονή των Ρωμαίων και των Βυζαντινών αργότερα να κατασκευάζουν τα οχυρά τους κυρίως σε υψώματα. Παρομοίως, στην Ανατολή τα φρούρια κατά μήκος της Strata Diocletiana ήταν συνήθως τοποθετημένα σε επιλεγμένα υψώματα, ενώ ακόμη και ο ίδιος ο δρόμος ακολουθούσε σε μεγάλο τμήμα του, από την Παλμύρα ως τη Δαμασκό, τα υψίπεδα της νότιας Συρίας 311. Τέτοιες αρχές κατασκευής οχυρωματικών έργων συμφωνούσαν και με τις τάσεις της 177 οικισμών (oppida), την τυπολογία και τη διασπορά τους στις παραπάνω περιοχές βλ. S. Johnson, Fortifications 116, 189, , 249 με πάμπολλα αρχαιολογικά στοιχεία, χάρτες και κατόψεις. 308 Tacitus, Historiae : «Pars castrorum in collem leniter exurgens, pars aequo adibatur.augustus crediderat, neque umquam id malorum ut obpugnatum ultro legiones nostras venirent inde non loco neque munimentis labor additus: vis et arma satis placebant». Βλ. B. Isaac Limits 186. Τα Castra Vetera οχυρώθηκαν εκ νέου με βάση τα νέα δεδομένα προς τα τέλη του 3 ου αι. S. Johnson, Fortifications E. N. Luttwak, Grand Strategy 161. H. von Petrikovits, Fortifications 193. Malgorzata Biernacka- Lubańska, Thrace 53. S. Johnson, Fortifications 116, 121, 209, 226. B. Isaac, Limits 187. J. Haldon, Warfare 249. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 129. M. J. Nicasie, Twilight 176, 177. N. Fields, Saxon Shore Για τον Ρήνο βλ. H. von Petrikovits, Fortifications 193. E. N. Luttwak, Grand Strategy E. N. Luttwak, Grand Strategy 161. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 378.
237 178 εποχής, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα γραπτά του Βεγέτιου. Χαρακτηριστικά ο Βεγέτιος συμβούλευε την επιλογή φύσει οχυρών τοποθεσιών για την ανέγερση οχυρωμάτων, θέτοντας ως ένα από τα πρώτα και πλέον βασικά κριτήρια επιλογής το υψόμετρο ή γενικά το δυσπρόσιτο και απόκρημνο της περιοχής 312. Μία δεύτερη διαφορά έγκειται στις κατόψεις και στη χρησιμότητα των φρουρίων. Συνέχισαν βέβαια να χρησιμοποιούνται αρκετά από τα παλαιά ορθογώνια στρατόπεδα που είχαν τείχη περιορισμένου πλάτους και στενές τάφρους, αλλά από την περίοδο της Τετραρχίας και έπειτα το τετραγωνικό σχήμα στις κατόψεις των οχυρών επικράτησε και μαζί με αυτό μία τάση για την κατασκευή φρουρίων με ισχυρότερη οχύρωση, που περιελάμβανε ανθεκτικούς γωνιαίους και πλευρικούς πύργους που προεξείχαν της γραμμής του τείχους, φαρδιές τάφρους, προτειχίσματα, ακροπόλεις και πλατύτερα τείχη (είναι χαρακτηριστικό ότι το πλάτος των τειχών κατά την ύστερη περίοδο παντού σχεδόν διπλασιάστηκε) 313. Επιπλέον, οι οχυρώσεις ενισχύθηκαν με την προσθήκη κάθε είδους εκηβόλων όπλων, όπως με καταπέλτες, ονάγρους, σκορπιούς, χειροβαλίστρες κ.ά Οι φαρδιές τάφροι κρατούσαν τους επιτιθέμενους μακριά από τα τείχη, τη στιγμή που τα εκηβόλα όπλα δημιουργούσαν φονικό φράγμα πυρός εναντίον τους 315. Επίσης, περιορίστηκε σημαντικά και η αμυντική περίμετρος των οχυρών 316. Κατ αυτόν τον τρόπο λοιπόν αρκούσε μικρότερος αριθμός στρατιωτών για την επάνδρωση των οχυρών, ενώ τα ίδια τα φρούρια προορίζονταν πλέον να προβάλουν αποκλειστικά άμυνα σημείου 317. Οχυρώσεις τέτοιας μορφής δεν αποτελούσαν βέβαια πρωτοτυπία της εποχής. Στην ελληνορωμαϊκή Ανατολή παρεμφερείς τεχνολογικές κατακτήσεις της ελληνιστικής περιόδου 312 Vegetius Βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 161, 163. B. Isaac, Limits J. Haldon, Warfare 251. M. J. Nicasie, Twilight 176. N. Gudea, Befestigungen 179 (quadriburgia). M. Baranski, Army in Palmyra 9-11 (ακρόπολη, τείχη Παλμύρας). T. Ivanof, Donaulimes (τυπολογία οχυρών Δούναβη). Ειδικότερα βλ. H. Elton, Warfare Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace N. Fields, Saxon Shore H. von Petrikovits, Fortifications (και οι τέσσερις για τη νέα μορφή των οχυρώσεων). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 24, (τυπολογία των νέων οχυρώσεων σε πόλεις, ορεινά καταφύγια, φρούρια, προγεφυρώματα, οδικά οχυρά, παρατηρητήρια, φυλάκια). S. Johnson, Fortifications [μέθοδοι κατασκευής των υστερορωμαϊκών οχυρώσεων (οικοδομικά υλικά, μορφολογία πύργων και πυλών, πάχος τειχών διπλάσιο απ ό,τι παλαιότερα)] 84, 86, 95 (σύνηθες πλάτος τειχών περίπου 3-3,5 μέτρα) 210, (νέες εξελιγμένες μέθοδοι κατασκευής φρουρίων στις βρετανικές ακτές) 255, («quadriburgia», τα τετραπύργια που κυριάρχησαν από την εποχή της Τετραρχίας κι έπειτα). 314 Βλ. αναλυτικά Vegetius (λογιστική υποστήριξη εκηβόλων όπλων) Επίσης E. N. Luttwak, Grand Strategy 163. R. G. Goodchild, Cyrenaica 71 (ανάλογο οχυρό στην Κυρηναϊκή). M. J. Nicasie, Twilight 65-66, 199. H. Elton, Warfare 163, 165, 171. S. Johnson, Fortifications 79, 173, 191. P. Brennan, Bridgehead Dispositions (προγεφυρώματα Δούναβη). 315 E. N. Luttwak, Grand Strategy 163, 166. H. Elton, Warfare 163. N. Fields, Saxon Shore Βλ. σχετικά E. N. Luttwak, Grand Strategy 166. R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army H. Elton, Warfare 167. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 133. Τέτοια τροποποίηση μαρτυρείται στην Παλμύρα, όπου ο Διοκλητιανός κατασκεύασε τον νέο οχυρωματικό περίβολο ο οποίος περιέκλειε πολύ μικρότερο τμήμα της πόλης απ ό,τι παλιότερα. Βλ. σχετικά M. Baranski, Army in Palmyra Πρβλ. H. von Petrikovits, Fortifications 193. E. N. Luttwak, Grand Strategy 163.
238 εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα 318. Τώρα πια όμως το εύρος εφαρμογής τους επεκτάθηκε και κάλυψε σταδιακά το σύνολο σχεδόν της αυτοκρατορικής επικράτειας. Τα προγενέστερα ελληνιστικά οχυρωματικά πρότυπα μπολιασμένα με πολλές ρωμαϊκές καινοτομίες, όπως π.χ. τη χρήση ισχυρών συνδετικών κονιαμάτων και τις ανεπτυγμένες μεθόδους τοιχοδομίας, συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου τύπου οχυρώσεων που επιβίωσε -με μετατροπές βέβαια- καθ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα σε Ανατολή και Δύση, μέχρι την εμφάνιση και κατίσχυση των πυροβόλων όπλων τον 15 ο -16 ο αι Τα ποσά που απαιτούνταν για την κατασκευή των πολυάριθμων αμυντικών έργων αυτού του νέου τύπου ήταν σίγουρα κολοσσιαία και ασφαλώς επιβάρυναν την ήδη πιεσμένη και συρρικνωμένη οικονομική βάση της αυτοκρατορίας. Ωστόσο όλοι οι αυτοκράτορες συνεισέφεραν το λιθαράκι τους, ορισμένοι μάλιστα διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τον ζήλο τους, όπως νωρίτερα ο Αυρηλιανός και ο Πρόβος, ο Διοκλητιανός, και αργότερα ο Μ. Κωνσταντίνος ( ), ο Βαλεντινιανός Α ( ) και ο Αναστάσιος Α ( ). Οι εξαιρετικά βαριές οχυρώσεις δεν υποδήλωναν ότι ο εχθροί της Ρώμης είχαν αναβαθμίσει τις πολιορκητικές τεχνικές τους κατά τη διάρκεια του 3 ου αι., με εξαίρεση τους Σασσανίδες Πέρσες. Αντίθετα κατασκευάστηκαν επειδή ακριβώς οι περισσότεροι βάρβαροι δεν διέθεταν ανεπτυγμένη πολιορκητική τεχνολογία ώστε να διαπεράσουν τέτοια κωλύματα, όπως εύστοχα παρατηρεί ο E. N. Luttwak 320. Επανειλημμένα σε πηγές της εποχής οι συγγραφείς υποτιμούν και χλευάζουν τις επιδόσεις των βαρβάρων, Ευρωπαίων και μη, στην πολιορκητική τέχνη 321. Παρά ταύτα διασώζονται περιπτώσεις χρησιμοποίησης πολιορκητικών μηχανών από βαρβαρικές δυνάμεις επετύγχαναν μάλιστα σποραδικά κάποιες καταλήψεις πόλεων, όπως τη δεκαετία του 350 στο μέτωπο του Ρήνου 322. Όπως όμως ορθά κατά τη γνώμη μου ισχυρίζεται ο H. Elton, το πιθανότερο ήταν ότι οι βάρβαροι χρησιμοποιούσαν Ρωμαίους αιχμαλώτους και αυτομόλους που διέθεταν τεχνογνωσία κατασκευής πολιορκητικών μηχανών, ενώ στις περιπτώσεις κατάληψης πόλεων αυτό συνέβαινε συνήθως λόγω έλλειψης επαρκούς φρουράς 323. Ενδεικτικό δε της πολιορκητικής τους ένδειας είναι το γεγονός ότι συχνά έσπευδαν να ισοπεδώσουν τα τείχη πόλεων που καταλάμβαναν, προφανώς για να 318 Σχετικά με τις οχυρωματικές μεθόδους στην Ανατολή βλ. ενδεικτικά M. Gawlikowski, A Fortress in Mesopotamia: Hatra, στο The Roman and Byzantine Army in the East. Proceedings of a colloquium held at the Jagiellonian University, Kraków in September 1992, ed. E. Dąbrowa, Kraków 1994, σ με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αναπαραστάσεις και σχεδιαγράμματα. Επίσης S. Johnson, Fortifications Παρομοίως βλ. S. Johnson, Fortifications E. N. Luttwak, Grand Strategy 135. Το ίδιο πιστεύει και ο H. Elton (Warfare 82-86, ). Ελαφρώς διαφοροποιείται ο S. Johnson (Fortifications 78-80). 321 Πρβλ. Αμμιανός , , , , , , και 15 (πολιορκητική ανικανότητα Γερμανών) (πολιορκητική ανικανότητα του βερβερικού φύλου των Αυστουριανών) (πολιορκητική ανικανότητα των Ισαύρων). Πρίσκος, Απόσπ Προκόπιος Καισαρείας, Περί κτισμάτων (πολιορκητική αδυναμία των βαρβάρων βορείως του Δούναβη). 322 Σχετικά με την πολιορκητική τέχνη των βαρβάρων: Δέξιππος, Απόσπ Ευσέβιος Καισαρείας, Απόσπ Αμμιανός Λιβάνιος, Λόγοι Πρίσκος, Απόσπ Ζώσιμος Βλ. H. Elton, Warfare 83. Καταστροφή της Κολωνίας και του οχυρού Tres Tabernae (σημ. Saverne) κοντά στο Αργεντοράτο από τους Γερμανούς το : Αμμιανός και αντίστοιχα. 323 Πρβλ. H. Elton, Warfare 84,
239 180 περιορίσουν τον κίνδυνο ταχείας επαναχρησιμοποίησης των οχυρώσεων σε περίπτωση ανακατάληψής τους από τους Ρωμαίους 324. Παρ όλα αυτά, η ανάγκη οχύρωσης πόλεων στο εσωτερικό του ύστερου ρωμαϊκού κράτους αποτελούσε αναμφισβήτητα ζοφερό οιωνό για το μέλλον: ο ευρύτερος αμυντικός σχεδιασμός ήταν πλέον απαραίτητο να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τις συνοριακές ζώνες αλλά επίσης την ενδοχώρα της αυτοκρατορίας, όπου ζούσε και δραστηριοποιούνταν ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός, αστικός και αγροτικός. Τρίτο και τελευταίο χαρακτηριστικό των συνοριακών αμυντικών γραμμών που κατασκεύασε ο Διοκλητιανός, ιδιαίτερα στην Ανατολή, ήταν το γεγονός ότι βασίζονταν μεθοδικά σε ένα σύστημα οδικών αξόνων που συνέδεαν μεταξύ τους τις κατά τόπους φρουρές. Εκτός από την επικοινωνία ανάμεσα στα οχυρά, οι δρόμοι αυτοί χρησίμευαν για τη μεταφορά στρατευμάτων σε οποιονδήποτε απειλούμενο τομέα της μεθορίου κατά τον συντομότερο δυνατό χρόνο 325. Αναμφίβολα, ούτε η ανάπτυξη του συστήματος των στρατιωτικών αρτηριών αποτελούσε πρωτοτυπία της υπό εξέτασιν περιόδου. Παρόμοιας μορφής οδικά πλέγματα κατασκευάζονταν μεθοδικά ήδη από την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή. Κατά τον ύστερο 3 ο αι. σημειώθηκε ωστόσο μια έκρηξη στην κατασκευή δρόμων που πληρούσαν τις παραπάνω ανάγκες 326. Όπως διαπιστώσαμε μάλιστα στο προηγούμενο μέρος διέθεταν αναβαθμισμένες αμυντικές προδιαγραφές. Με βάση αυτές τις αντιλήψεις σχεδιάστηκε και διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια η αμυντική γραμμή του ανατολικού μετώπου, η oποία εφάπτονταν σε μεγάλο τμήμα της με τη νέα ρωμαϊκή στρατιωτική οδό, τη «Strata Diocletiana» (δηλ. οδό του Διοκλητιανού). Η περίφημη σε σύγχρονους και μεταγενέστερους «Strata Diocletiana» περιελάμβανε δύο παράλληλες οδικές αρτηρίες, που φυλάσσονταν ανά τακτά διαστήματα από οχυρά 327. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται μάλιστα πως στην ουσία τα οχυρά προσαρμόστηκαν πάνω στον οδικό άξονα κι όχι το αντίστροφο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς 328. Πιο συγκεκριμένα την πρώτη γραμμή άμυνας αποτελούσε μία οχυρή οδός που ξεκινούσε από την πόλη Σούρα στον Ευφράτη ποταμό και διαμέσου της Ρεσάφας-Σεργιούπολης και της Παλμύρας κατέληγε στη Δαμασκό. Την πρώτη αυτή γραμμή υποστήριζε πιθανότατα μία δεύτερη -σχεδόν παράλληλη- οδός στην ενδοχώρα, ανάμεσα στις πόλεις της Δαμασκού και της Παλμύρας 329. Πλήθος αφιερωματικές επιγραφές και στήλες έχουν διασωθεί, οι 324 Πρβλ. Προκόπιος, Βανδ. πόλ , Του ιδίου, Γοτθ. πόλ , , , Ιουλιανός, Προς Αθηναίους Bλ. H. Elton, Warfare Πρβλ. H. W. Haussig, Civilization 91. A. Piganiol, Empire chrétien 21. J. Haldon, Warfare 51. Ο J. P. Roth (The Logistics of the Roman Army in War (264 B.C. A.D. 235), [Columbia Studies in the Classical Tradition, Vol. XXIII] Leiden-Boston-Köln-New York 1999, σ. 215) επισημαίνει το γεγονός ότι μέχρι και τη βασιλεία του Διοκλητιανού εκτιμάται ότι κατασκευάστηκαν συνολικά περίπου μίλια ρωμαϊκών οδών. 326 Πρβλ. επίσης J. Haldon, Warfare 51. Του ιδίου, Πόλεμοι Βλ. B. Isaac, Limits H. W. Haussig, Civilization 91. P. Petit, Empire romain E. N. Luttwak, Grand Strategy 161, 176. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. B. Isaac, Limits 128. D. F. Graf, Via Militaris Βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 161, 176. B. Isaac, Limits A. Piganiol, Empire chrétien 21. P. Petit, Empire romain Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 221. M. J. Nicasie, Twilight 133 (χάρτης), (χρησιμότητα αυτής της αρτηρίας). M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 361,
240 οποίες μνημονεύουν είτε την ίδια την ονομασία αυτής της φυλασσόμενης οδικής αρτηρίας, είτε την ανέγερση φυλακίων κατά μήκος της 330. Στη Δαμασκό η «Strata Diocletiana» συνδεόταν με τη στρατιωτική οδό Δαμασκού-Βόστρων και στη συνέχεια από τα Βόστρα εκκινούσε η παλαιότερη «Via Nova Traiana», η οποία οδηγούσε στην Ερυθρά θάλασσα μέσω των πόλεων της Φιλαδέλφειας (σημ. Αμμάν), Πέτρας και Εϊλάτ (Αἴλανα/Ἀϊλά, σημ. Ισραήλ) 331. Έτσι δημιουργήθηκε στην ουσία ένας γιγάντιος ενιαίος οδικός άξονας που διέτρεχε ολόκληρο τον κεντρικό και νότιο τομέα της ανατολικής μεθορίου, από τον Ευφράτη ποταμό στα σύνορα με την Περσία ως την Αραβία και το λιμάνι του Εϊλάτ στην Ερυθρά θάλασσα 332. Το Πασχάλιον Χρονικόν έδινε τον 7 ο αι. παρεμφερή ενοποιημένη εικόνα, αφού έγραφε για «τὸ λίμιτον ἀνατολῆς, ἀπὸ Αραβίας καὶ Παλαιστίνης ἕως τοῦ Κιρκησίου κάστρου», ενώ νωρίτερα, τον 4 ο αι., ο Αμμιανός μιλούσε για τον «Orientis vero limes in longum protentus et rectum, ab Euphratis fluminis ripis ad usque supercilia porrigitur Nili» 333. Έχοντας ως βάση αυτήν τη στρατηγικής σημασίας αρτηρία, πλήθος δρόμων διακλαδίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις στο εσωτερικό των επαρχιών της Συροπαλαιστίνης και της Αραβίας, δημιουργώντας έτσι ένα εξαιρετικά πυκνό οδικό πλέγμα. Τέλος, ένας ακόμη στρατιωτικός δρόμος, που κατασκευάστηκε από τον Διοκλητιανό, διέσχιζε εγκάρσια την περιοχή από τα Βόστρα δυτικά ως την Dumata ανατολικά (σημ. Jawf στη Σαουδική Αραβία), βαθιά στο εσωτερικό της αραβικής χερσονήσου. Εκεί ανεγέρθηκαν παρατηρητήρια και οργανώθηκαν περιπολίες από άνδρες της γ κυρηναϊκής λεγεώνας (III Cyrenaica) με τη συνδρομή στοιχείων από άλλες τέσσερις λεγεώνες, προκειμένου να ελέγχονται τυχόν διεισδύσεις Αράβων νομάδων και Περσών επιδρομέων, όπως μαρτυρεί σχετική επιγραφή του τέλους του 3 ου αι Αναλυτικότερα D. van Berchem, Armée et réforme Την στρατηγική σπουδαιότητα της Ρεσάφας τονίζει κατ επανάληψη ο B. Isaac (Limits 256, 375), όπως επίσης της Παλμύρας και της Δαμασκού (Limits 13). 330 Π.χ. ΑΕ 1931, και Βλ. J. C. Mann, Frontiers 181. Τα μιλιάρια της «Στράτας» γνώριζε και ο Ιωάννης Μαλάλας τον 6 ο αι., αφού έγραφε ( ) ότι: «ἀνήνεγκαν τῷ βασιλεῖ (ενν. ο Διοκλητιανός) καὶ τῷ καίσαρι (ενν. ο Μαξιμιανός) στήλας ἐν τῷ λιμίτῳ τῆς Συρίας». 331 Βλ. J.-P. Rey-Coquais, Συρία 288. D. F. Graf, Via Militaris 271, (για την Via Nova Traiana της εποχής του Τραϊανού και την οδό Δαμασκού-Βόστρων της εποχής του Κόμμοδου). M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 378. Ειδικότερα περί του οδικού δικτύου στις περιοχές νότια της Νεκράς θάλασσας βλ. D. F. Graf, Via Militaris όπου και σχετικοί χάρτες. 332 Ορισμένοι μάλιστα νεότεροι ιστορικοί τείνουν να ονοματίζουν «Strata Diocletiana» ολόκληρο αυτόν τον οδικό άξονα. Πρβλ. M. Grant, Climax 26. Piganiol, Empire chrétien 21. E. N. Luttwak, Grand Strategy 161, 176. B. Isaac, Limits 163. M. J. Nicasie, Twilight 136. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 67-68, (κύριες στρατιωτικές βάσεις αυτού του ενιαίου οδικού δικτύου το Εϊλάτ, η Άδρου, τα Βόστρα, η Παλμύρα, η Σούρα και το Κιρκήσιο). 333 Πασχάλιον Χρονικόν Αμμιανός Βλ. M. P. Speidel, Roman Road , B. Isaac, Limits 169. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 137 (πηγή) και (σχόλια). M. J. Nicasie, Twilight υποσημ. 63 σ. 136.
241 182 (Πάνω αριστερά το συριακό λίμιτο και δεξιά ο κύριος τομέας της Strata Diocletiana στη Συρία) (Κάτω αριστερά ο βόρειος τομέας του αραβικού λιμίτου και δεξιά η Via Nova Traina) 9. Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ α) Οι μαρτυρίες των πηγών. Οι προαναφερθείσες τροποποιήσεις στις μονάδες, στη διοίκηση καθώς και στη χωροθέτηση, τη διαμόρφωση και τη χρήση των φρουριακών συγκροτημάτων και των αμυντικών γραμμών υποδήλωναν με σαφή τρόπο την αναθεώρηση των στρατιωτικών προτεραιοτήτων στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μήπως λοιπόν συνεπάγεται ότι υπήρξε παράλληλα κάποιας μορφής γενικότερη αναδιάρθρωση της αμυντικής στρατηγικής; Και αν ναι, τι είδους ήταν αυτή; Μπορούμε άραγε να στηριχτούμε σε αναφορές που διασώζουν πηγές της περιόδου, ούτως ώστε να εκμαιεύσουμε πληροφορίες και να διατυπώσουμε συμπεράσματα;
242 Ήδη από την εποχή της ύστερης αρχαιότητας πολλοί συγγραφείς εκθείασαν την ιδιαίτερη προσήλωση του Διοκλητιανού στο έργο της οχύρωσης των συνόρων και των πόλεων, που άγγιξε, όπως διαπιστώσαμε, το σύνολο σχεδόν της αυτοκρατορικής επικράτειας. Στους «Λατινικούς Πανηγυρικούς» (Panegyrici Latini), κείμενα που προπαγάνδιζαν τη δόξα της Ρώμης, διασώζεται πλήθος τέτοιων αναφορών. Το έτος 298 ο ρήτορας Ευμένιος τόνιζε χαρακτηριστικά ότι παρατηρούσε τα στρατιωτικά οχυρά να έχουν πλέον αποκατασταθεί σε όλο το μήκος του Ρήνου, του Ίστρου (δηλ. του Δούναβη) και του Ευφράτη 335. Και άλλοι εγκωμιαστές επαίνεσαν κατ επανάληψη το ανορθωτικό έργο του αυτοκράτορα χρησιμοποιώντας παρόμοια φρασεολογία. Αναφέρεται λ.χ. ότι ο Διοκλητιανός υπήρξε πολύ δραστήριος κατασκευαστής φρουρίων, ότι χάρη στις στρατιωτικές του επιτυχίες ο Ρήνος και ο Ευφράτης φαίνεται σαν να δημιουργήθηκαν από τη Φύση για να προστατεύουν τον ρωμαϊκό κόσμο από τους Γερμανούς και τους Πέρσες, εξυμνούνται τα γενικά μέτρα που πήραν οι Τετράρχες για την οχύρωση του κράτους και υπογραμμίζεται το γεγονός ότι η Περσία έχει εκτοπιστεί πέρα από τον Τίγρη, ότι η Δακία έχει αποκατασταθεί, ότι τα σύνορα στη Γερμανία και τη Ραιτία εκτείνονταν πλέον ως τις πηγές του Δούναβη και ότι η «ειρήνευση» στη Βρετανία και τη Βελγική ήταν πια διασφαλισμένη 336. Σαφέστερη εικόνα παίρνουμε από άλλα δύο χωρία, που αφορούν ωστόσο στην αμυντική διάταξη και στρατηγική σε τμήματα μόνο του ανατολικού μετώπου. Τον 4 ο αι. ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος έγραφε ότι: «ο Διοκλητιανός περιέζωσε το Κιρκήσιο με τείχη και πύργους την περίοδο που οργάνωνε στις ίδιες μεθοριακές με τους βαρβάρους περιοχές (την άμυνα) στο εσωτερικό των συνόρων ώστε να μη λυμαίνονται τη Συρία οι Πέρσες, όπως είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα, επιφέροντας έτσι μεγάλες καταστροφές στις επαρχίες» 337. Από την πλευρά του, ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας σημείωνε τον 6 ο αι. πως: «Ἔκτισεν δὲ καὶ εἰς τὰ λίμιτα κάστρα ὁ αὐτὸς Διοκλητιανὸς ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου ἕως τῶν Περσικῶν ὅρων, τάξας ἐν αὐτοῖς στρατιώτας λιμιτανέους, προχειρισάμενος καὶ δοῦκας κατὰ ἐπαρχίαν ἐνδοτέρω τῶν κάστρων καθέζεσθαι μετὰ πολλῆς βοηθείας πρὸς παραφυλακήν. καὶ ἀνήνεγκαν τῷ βασιλεῖ καὶ τῷ καίσαρι στήλας ἐν τῷ λιμίτῳ τῆς Συρίας» Eumenii Oratio IX(IV).18.4: «quid ego alarum et cohortium castra percenseam toto Rheni et Histri et Eufratae limite restituta». 336 Πρβλ. αντίστοιχα Eumenii Oratio IX(IV) και Paneg. Maximiano Aug. X(II).7. Paneg. Constantino XII(IX) Paneg. Constantio Caes. VIII(V).3.3. Πρβλ. επίσης Paneg. Maximiano Aug. X(II) και X(II).9. Paneg. Constantio Caes. VIII(V) Genethl. Maximiani Aug. XI(III).5.4, 6.6 και 7.1. Paneg. Maximiano et Constantino VII(VI) και VII(VI).8. Βλ. και M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I , Επίσης βλ. W. Seston, Dioclétien G. Alföldy, Crisis 103, 110. S. Johnson, Fortifications 166. B. Isaac, Limitanei 132. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Αμμιανός : «Quod (ενν. το Κιρκήσιο) Diocletianus muris turrisbusque circumcedit celsis, cum in ipsis barbarorum confiniis interiores limites ordinaret ne vagarentur per Syriam Persae, ita ut paucis ante annis cum magnis provinciarum contigerat damnis».
243 184 Μάλιστα λίγο παρακάτω μάς παραδίδει ακόμη μία συναφή πληροφορία που θεωρώ πως πιστοποιεί τη μέριμνα των ηγεμόνων της Τετραρχίας για την προστασία ειδικά του ανατολικού μετώπου: «ἀπέστειλε (ο Γαλέριος) Μάξιμον τὸν καὶ Λικινιανὸν (τον Λικίνιο ή τον Μαξιμίνο Δάϊα) μετὰ πολλοῦ στρατοῦ ἐπὶ τὸ φυλάττειν τὰ μέρη τῆς ἀνατολῆς διὰ τοὺς Πέρσας καὶ τὰς ἐπιδρομὰς τῶν Σαρακηνῶν ἐτάρασσον γὰρ πρῴην τὴν ἀνατολὴν ἕως Αἰγύπτου» 338. Περίπου έναν αιώνα νωρίτερα, ο παγανιστής ιστορικός Ζώσιμος ανακεφαλαίωσε τη γενική οχυρωματική πολιτική και αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού ως εξής: «τῆς γὰρ Ῥωμαίων ἐπικρατείας ἁπανταχοῦ τῶν ἐσχατιῶν τῇ Διοκλητιανοῦ προνοίᾳ κατὰ τὸν εἰρημένον ἤδη μοι τρόπον πόλεσι καὶ φρουρίοις καὶ πύργοις διειλημμένης, καὶ παντὸς τοῦ στρατιωτικοῦ κατὰ ταῦτα τὴν οἴκησιν ἔχοντος, ἄπορος τοῖς βαρβάροις ἦν ἡ διάβασις, πανταχοῦ δυνάμεως ἀπαντώσης τοὺς ἐπιόντας ἀπώσασθαι δυναμένης» 339. Αποτελεί μεγάλο δυστύχημα για εμάς τους νεότερους ιστορικούς το ότι δεν έχει διασωθεί το κεφάλαιο, στο οποίο ο Ζώσιμος ανέλυε τα μέτρα που έλαβε ο Διοκλητιανός προκειμένου να θωρακίσει την άμυνα της αυτοκρατορίας. Εκεί ίσως παίρναμε κάποιες απαντήσεις στο μέτρο πάντα του εφικτού, δεδομένων των περιορισμών που θέτει η μελέτη των πηγών στη διατύπωση συμπερασμάτων. Την ίδια επιχειρηματολογία, αντλημένη πιθανώς από τον Ζώσιμο, χρησιμοποίησε και ο Ευνάπιος τον ίδιο αιώνα, αφού επισήμανε ότι: «ὁ Διοκλητιανὸς λόγον ποιούμενος τῶν πραγμάτων ᾠήθη δεῖν καὶ δυνάμεσιν ἀρκούσαις ἑκάστην ἐσχατιὰν ὀχυρῶσαι καὶ φρούρια ποιῆσαι.» 340. β) Απόψεις και θεωρίες των νεότερων μελετητών. Με αφορμή τα παραπάνω χωρία, έχει χυθεί πολύ μελάνι στους κύκλους των σύγχρονων μελετητών σχετικά με το είδος της αμυντικής στρατηγικής που εφάρμοσε ο Διοκλητιανός. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένοι που αμφιβάλλουν σφόδρα, αν ο Διοκλητιανός είχε όντως στον νου του τέτοιο ξεκάθαρο πρόγραμμα. Τρεις είναι οι τάσεις που είναι ευδιάκριτες ανάμεσά τους. Υπάρχουν ιστορικοί, οι οποίοι είναι σθεναροί υποστηρικτές της άποψης ότι ο Διοκλητιανός προσπάθησε να ακολουθήσει συγκεκριμένη και κατά το δυνατόν ομοιόμορφη αμυντική πολιτική. Από τους πρώτους που διαμόρφωσαν τέτοια ολοκληρωμένη πρόταση ήταν ο D. van Berchem. Σε γενικές γραμμές επιμένει διαρκώς να ισχυρίζεται ότι η τυπολογία των αμυντικών ζωνών και των οχυρώσεων που δημιούργησε ο Διοκλητιανός ακολου- 338 Ιωάννης Μαλάλας και αντίστοιχα. Ο Ιωάννης Μαλάλας στο δεύτερο χωρίο μάλλον συγχέει και συγκεράζει τους τότε δύο ηγεμόνες της Ανατολής. Σίγουρα πάντως δεν ήταν απόφαση του Κωνστάντιου Χλωρού, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται νωρίτερα, αλλά του Γαλερίου και του Διοκλητιανού. 339 Ζώσιμος Ευνάπιος =Σούδα Βλ. και D. van Berchem, Armée et réforme 115. S. Johnson, Fortifications 253. B. Isaac, Limitanei 135.
244 θούσε την ίδια θεμελιώδη μορφή σε όλα τα μέτωπα 341. Εκλαμβάνει επίσης ως απολύτως ορθή τη διατύπωση του Ιωάννη Μαλάλα που αφορά στην αμυντική οργάνωση των συνόρων στις ανατολικές επαρχίες 342. Με βάση, τέλος, το ίδιο περίφημο χωρίο εξέφρασε -πρώτος αυτός- την άποψη ότι, κατά την περίοδο της Τετραρχίας, τα στρατεύματα ήταν μεθοδικά τοποθετημένα σε δύο αμυντικές γραμμές κατά μήκος ουσιαστικά του συνόλου των συνοριακών επαρχιών 343. Ο E. N. Luttwak πήρε αυτές τις βασικές ιδέες, τις προίκισε με νέο περιεχόμενο, τις έδωσε σταθερή ονομασία και τις μετέτρεψε σε ολόκληρη θεωρία. Κατ αρχήν εκτιμά ορθώς ότι πρωταρχικός στόχος της αμυντικής πολιτικής του Διοκλητιανού παρέμεινε η περιφρούρηση των συνόρων σε όλο το εύρος της ρωμαϊκής επικράτειας υποστηρίζει ωστόσο πως ο Διοκλητιανός εγκατέλειψε το σύστημα της «προωθημένης περιμετρικής άμυνας» (preclusive defense), που θεωρεί ότι χαρακτήριζε τη ρωμαϊκή αμυντική στρατηγική του 2 ου αι., και ισχυρίζεται ότι το αντικατέστησε με ένα σύστημα «ρηχής άμυνας σε βάθος» (shallow defense-in-depth), όπως το ονόμασε 344. Απώτερος στόχος της υιοθέτησης στρατηγικής τέτοιου τύπου ήταν ο περιορισμός των επιπτώσεων των βαρβαρικών εισβολών σε σχετικά στενές ζώνες κατά μήκος των συνοριακών επαρχιών 345. Υπήρξε ωστόσο αρκούντως προσεκτικός, ώστε να παρατηρήσει ότι η έννοια της «περιμετρικής ασφάλειας» δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ εντελώς. Όλοι οι αυτοκράτορες από τον Διοκλητιανό μέχρι και τον Βαλεντινιανό Α φλέρταραν μονίμως με την παραπάνω ιδέα και προσπαθούσαν να την αποκαταστήσουν, όποτε ήταν δυνατόν 346. Στην επόμενη ενότητα θα διαπιστώσουμε ότι αυτό ίσχυε για την οργάνωση της άμυνας στο ευρωπαϊκό μέτωπο Ρήνου-Δούναβη ειδικά τα χρόνια της Τετραρχίας. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το ολοκληρωμένο μοντέλο του E. N. Luttwak, ο Διοκλητιανός ανέπτυξε τις ένοπλες δυνάμεις κοντά στα σύνορα με σκοπό να εξυπηρετήσει τους προαναφερθέντες σχεδιασμούς τις τοποθέτησε όμως έτσι, ώστε να παρατάσσονται σε κλιμακωτή διάταξη. Ως καθαρά στατικές δυνάμεις πρώτου κλιμακίου χρησιμοποίησε τις Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 12 (η μορφή λιμίτου Αραβίας βασικά ίδια με εκείνη της Αιγύπτου, Β. Αφρικής, Δούναβη-Παννονίας και Ρήνου), 32 (παρόμοια η αμυντική οργάνωση του συνόρου στον Εύξεινο Πόντο με εκείνα των υπολοίπων), 41 (η μέθοδος αμυντικής κάλυψης της Νουμιδίας και Μαυριτανίας εφαρμόστηκε από τον Διοκλητιανό και σε άλλες επαρχίες), 44 (το «fossatum Africae» ακολουθεί τις ίδιες αμυντικές αρχές, όπως το αδριάνειο και το αντωνίνειο τείχος στη Βρετανία και το τείχος των Agri Decumates στη Γερμανία), 46 (τα οχυρά της Αφρικής παρόμοια με εκείνα της Συρίας και Αραβίας), 48 (γραμμή κατάφορτη με αμυντική έργα το «φοσσάτο», σε στενή αναλογία με τη «Στράτα»), 54 (σε γενικές γραμμές η οργάνωση του μετώπου ίδια στην Ευρώπη, όπως σε Αφρική και Ανατολή), (ακριβώς ίδια η οργάνωση του μετώπου στη Ραιτία και στη Βρετανία αντίστοιχα, όπως στην Ανατολή και στην Αφρική), 70 και 71 (παρόμοια η μορφή οχυρών στην Αίγυπτο όπως σε Συρία, Β. Αφρική, Δούναβη και Ραιτία γενικές αμυντικές αρχές ίδιες παντού). 342 Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 21-24, 37 (για τη «Στράτα») 37 (η διπλή κλιμάκωση των δυνάμεων στη «Στράτα» αντικατοπτρίζεται και στο υπόλοιπο ανατολικό μέτωπο) 71 (γενικά περί διπλής κλιμάκωσης ως βασικής αμυντικής αρχής). 344 E. N. Luttwak, Grand Strategy Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 176. Τη θεώρηση του E. N. Luttwak ακολουθούν επίσης ως γενική αρχή οι S. Williams και G. Friell (Theodosius 77). 346 E. N. Luttwak, Grand Strategy 132, 136.
245 186 ίλες (alae) και τις κοόρτεις (cohortes), οι οποίες επάνδρωναν ως επί το πλείστον τα πολυάριθμα συνοριακά οχυρά και τα φυλάκια 347. Οι ίλες και οι κοόρτεις αποτελούσαν λοιπόν τα στρατεύματα προκαλύψεως της μεθορίου. Οι λεγεώνες (legiones) και οι βηξιλλατιώνες (vexillationes equitum) αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό των παραμεθορίων επαρχιών ως δυνάμεις ανάσχεσης-κρούσης, παράλληλα ωστόσο ήταν δυνατό να επανατοποθετηθούν ολικώς ή τμηματικώς όπου το επέβαλλαν οι περιστάσεις, και να χρησιμοποιηθούν για τον σχηματισμό στρατιών κρούσης. Κατ αυτόν τον τρόπο πρόθεση της αμυντικής στρατηγικής του Διοκλητιανού ήταν η αντιμετώπιση του εχθρού στο εσωτερικό των παραμεθορίων αμυντικών ζωνών, χρησιμοποιώντας τις βηξιλλατιώνες για την αναχαίτιση των εισβολέων, την ίδια στιγμή που οι λεγεώνες θα φρόντιζαν να αποκόψουν σημαντικά στρατηγικά περάσματα 348. Όπως είδαμε παραπάνω τη θεωρία της «διπλής κλιμάκωσης» είχε διατυπώσει πρώτος ουσιαστικά ο D. van Berchem. Είχε αποτύχει ωστόσο να μεταδώσει την καθαρά στρατηγική διάσταση που επιχείρησε να της προσδώσει ο E. N. Luttwak. Προκειμένου να εδραιώσει τη θεωρία του, ο τελευταίος έφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την επαρχία της Αυγούστας Λιβανησίας (μετέπειτα Φοινίκη Λιβανησία) στη Συρία. Εκεί, ανάμεσα στους υπερασπιστές του τοπικού τομέα της «Strata Diocletiana» περιλαμβάνονταν επτά ίλες, πέντε κοόρτεις, δώδεκα βηξιλλατιώνες και δύο λεγεώνες 349. Υποστήριξε λοιπόν, ότι (α) οι ίλες και οι κοόρτεις στάθμευαν επί της μεθοριακής γραμμής ως δυνάμεις προκαλύψεως, (β) ότι οι βηξιλλατιώνες είχαν αναπτυχθεί σε σημαντικούς κόμβους στο εσωτερικό με αποστολή την αναχαίτιση-ανάσχεση των εισβολέων, ενώ οι δύο λεγεώνες στην Παλμύρα και στη Δάναβα (Danaba) χρησίμευαν ως στροφέας της άμυνας (δηλαδή χρησιμοποιούνταν για την εξαπόλυση πλευρικών και μετωπικών αντεπιθέσεων) και ως σημείο στήριξης του μετώπου (όπου μπορούσαν να καταφύγουν όλες οι δυνάμεις μετά τους επιβραδυντικούς ελιγμούς για προβολή τελικής άμυνας) 350. Τη θεωρία που αναλύσαμε παραπάνω φαίνεται σε γενικές γραμμές να συμμερίζεται τελευταία και ο M. J. Nicasie, από τους οξυδερκείς νέους μελετητές της οργάνωσης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού. Το κεφάλαιο που αφιερώνει για την αμυντική στρατηγική από την εποχή του Διοκλητιανού ως τα τέλη του 4 ου αι. αποτελεί ουσιαστικά μια συνεχή προσπάθεια του συγγραφέα να αποδείξει ότι υπήρξε κάποιου είδους «υψηλή στρατηγική» και ένας ευδιάκριτος αμυντικός σχεδιασμός τα χρόνια αυτά. Αποφεύγοντας γενικά τις σχηματοποιήσεις του E. N. Luttwak, προσπαθεί κατά βάση να βελτιώσει αυτή τη θεωρία. Αρκετά είναι τα σημεία που αφορούν το αμυντικό πρόγραμμα του Διοκλητιανού Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Για όλες τις παραπάνω απόψεις πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Augusta Libanensis: Laterculus Veronensis 1.9. Not. Dign. Or. 21 (dux Foenicis). 350 Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 178. Η Δάναβα μνημονεύεται με το όνομα αυτό στον Κλαύδιο Πτολεμαίο (Γεωγραφία ), ενώ στον Φλάβιο Ιώσηπο ως «Δάνα» (Ιουδ. πόλ και ). 351 Κύρια σημεία των απόψεων του M. J. Nicasie: 1) χαρακτηρίζει (Twilight 129) ως παράδειγμα «άμυνας σε βάθος» τη στρατιωτική οργάνωση στην περιοχή του κάτω Ρήνου (σημ. Κάτω Χώρες), 2) επισημαίνει (Twilight 132) την πρόνοια του Διοκλητιανού για το μέτωπο Εύξεινου Πόντου-Αρμενίας, 3) τονίζει (Twilight 133) το γεγονός ότι η περσορωμαϊκή συνθήκη ειρήνης του 298/9, που επεξέτεινε τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην Μεσοπο-
246 Την εκτίμηση ότι αρκετά από τα μέτρα που πήρε ο Διοκλητιανός εξυπηρετούσαν στην ουσία σκοπούς της αμυντικής πολιτικής φαίνεται πως είχε ενστερνιστεί παλαιότερα και ο W. Seston, παρότι δεν υπήρξε ίσως τόσο σαφής στις διατυπώσεις του. Ωστόσο, χάρη στην αποδελτίωση των θέσεών του προέκυψε αυτή η προοπτική ανάγνωσης. Τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε αυτό το συμπέρασμα είναι αρκετά 352. Τέλος, ο M. P. Speidel, ορμώμενος από το γεγονός ότι οι equites catafractarii Biturigenses, Ambianenses, Albigenses και Pictavenses όχι μόνο στρατολογήθηκαν, αλλά ίσως έδρευαν στις αντίστοιχες πόλεις στο εσωτερικό της Γαλατίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «The military history of Gaul during the early fourth century [attests] to the defense in depth of all Gaul» 353. Προχωρεί δηλαδή ακόμη μακρύτερα από τον E. N. Luttwak, κάνοντας λόγο όχι για «ρηχή» άμυνα σε βάθος, αλλά για «καθαρή» άμυνα σε βάθος που εφαρμόστηκε την εποχή της Τετραρχίας τουλάχιστον στη Γαλατία. Πολλοί νεότεροι ιστορικοί διατείνονται παράλληλα πως η κλιμακωτή διάταξη του διοκλητιάνειου στρατού αντικατοπτρίζεται και στη διοίκησή του. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι κατά την περίοδο της Τετραρχίας οι ίλες και οι κοόρτεις παρέμειναν υπό τον έλεγχο των επαρχιακών διοικητών (των praesides), ενώ τη διοίκηση των μεγαλύτερων σχηματισμών στις παραμεθόριες επαρχίες, δηλαδή των λεγεώνων, των μονάδων ιππικού και των αποσπασμάτων τους, ανέλαβαν οι δούκες (duces). Όπως εντούτοις αναλύσαμε στη σχετική ενότητα, ο διαχωρισμός αυτός δεν τεκμηριώνεται από τις σωζόμενες πηγές. Επομένως, η ανωτέρω συσχέτιση παραμένει αναπόδεικτη και ως εκ τούτου οφείλουμε να την απορρίψουμε. Παρά ταύτα, υπάρχουν και εκείνοι που απορρίπτουν κατηγορηματικά την άποψη ότι εφαρμόστηκε ξεκάθαρη και οργανωμένη αμυντική στρατηγική κατά την εποχή της Τετραρ- 187 ταμία, ώθησε τον Διοκλητιανό να επιχειρήσει την αναδιοργάνωση του μετώπου εκεί, 4) παρουσιάζει (Twilight 136) την κατασκευή της «Strata Diocletiana» ως απόρροια των περσικών εισβολών του 3 ου αι., 5) υπογραμμίζει (Twilight 136) την οχυρωματική δραστηριότητα του Διοκλητιανού στη ρωμαϊκή Αραβία θεωρώντας παράλληλα ότι αυτός διαμόρφωσε εκεί μία νέα, βαθύτερη, αμυντική ζώνη, 6) εκτιμά (Twilight 138) ότι η οργάνωση του λιμίτου στην Παλαιστίνη έφτασε στο απόγειό της την ίδια περίοδο με τη δημιουργία δύο προστατευτικών ζωνών αποτελούμενων από οχυρά που κάλυψαν την επαρχία από ανατολάς, από δυσμάς και από τον Νότο, 7) περιγράφει (Twilight 142) επίσης με τον όρο «άμυνα σε βάθος» τις αμυντικές γραμμές στη Β. Αφρική και 8) με αφορμή την κατασκευή τειχών στις πόλεις της ιβηρικής χερσονήσου διακρίνει (Twilight 143) έναν γενικό οχυρωματικό «οργασμό» που κάλυψε όλη την επικράτεια από τη Βρετανία ως τη Μεσοποταμία. 352 Ο W. Seston (Dioclétien ) υποστήριξε ότι κύρια αποστολή των επαρχιών την εποχή αυτή ήταν η υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων. Σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό οργανώθηκαν επαρχίες όπως του Πόντου (Dioclétien : διαλύθηκε γύρω στο 310), της παραποτάμιας Γαλατίας (Gallia Riparensis), της Τιγγιτανίας (Dioclétien ), και της προσωρινής επαρχίας της Numidia Militiana (Laterculus Veronensis Βλ. Dioclétien : διαλύθηκε το 313) και της Αυγούστας Λιβανησίας (Dioclétien 331). Όλες αυτές οι επαρχίες έχασαν τον στρατηγικό λόγο για τον οποίο αρχικά δημιουργήθηκαν την εποχή του Κωνσταντίνου (Dioclétien ). Ακόμη και οι διοικητικές ρυθμίσεις του Διοκλητιανού εξυπηρετούσαν τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους του. Η διαίρεση σε διοικήσεις, η αναφορά των βικαρίων απευθείας στον αυτοκράτορα, ο αυστηρός έλεγχος επί των επαρχιακών διοικητών, αλλά και οι συγκεντρωτικές αρμοδιότητες των επάρχων πραιτωρίων και η ύπαρξη μεγάλων στρατιωτικών διοικήσεων όπως στην Αίγυπτο-Λιβύη και στον Δούναβη μπορούν να ενταχθούν στην αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού (Dioclétien ). 353 M. P. Speidel, Equites Aureliaci
247 188 χίας από τον Διοκλητιανό. Η Pat Southern και η Karen R. Dixon θεωρούν ότι δεν υπήρξε ποτέ στο μυαλό του αυτοκράτορα ένας προκαθορισμένος αμυντικός σχεδιασμός που να αφορούσε το σύνολο της επικράτειας 354. Συνεπώς, αποκρούουν τον όρο «άμυνα σε βάθος», όπως χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει συμβατικά το οχυρωματικό πρόγραμμα του Διοκλητιανού. Επίσης, ενώ παραδέχονται την αυξημένη οχυρωματική δραστηριότητα εκείνης της περιόδου, υπογραμμίζουν τη σχετικότητα που διέπει τα πορίσματα για την αμυντική πολιτική, αφού αυτά υπόκεινται πολλές φορές στους περιορισμούς που θέτει η πρόοδος των αρχαιολογικών ερευνών στις επιμέρους περιοχές διαστρεβλώνεται έτσι η γενική εικόνα που προσπαθούμε να αποκτήσουμε 355. Το ίδιο σκεπτική απέναντι στη θεωρία των οργανωμένων αμυντικών γραμμών, ειδικά με τον τρόπο που περιγράφεται από τον E. N. Luttwak, είναι και η Averil Cameron 356. Ο σφοδρότερος επικριτής της θεωρίας της οργανωμένης στρατηγικής είναι, εντούτοις, ο B. Isaac. Στην κλασική του μελέτη για τα σύνορα της αυτοκρατορίας στην Ανατολή εκφέρει πάμπολλες σχετικές ενστάσεις, που αφορούν όχι μόνο το εν λόγω μέτωπο, αλλά γενικά κάθε ιδέα περί συστηματοποιημένου αμυντικού προγράμματος. Αναφερθήκαμε συνοπτικά στο δεύτερο μέρος της παρούσας μελέτης (στη σελ. 50) στις βασικές αρχές που συνιστούν τον πυρήνα των απόψεων του B. Isaac. Αυτές θα εξεταστούν διεξοδικότερα στα κεφάλαια που αφορούν στη στρατηγική τον 4 ου αι., αφού εκείνη την εποχή το αμυντικό σύστημα της αυτοκρατορίας είχε πλέον αποκτήσει κάποιες σταθερές προδιαγραφές. Επομένως, θα περιοριστούμε προς το παρόν να σταχυολογήσουμε εκτιμήσεις του B. Isaac που σχετίζονται αποκλειστικά με την αμυντική πολιτική του Διοκλητιανού. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ο B. Isaac ότι όλες οι σχετικές αναφορές σε πηγές, όπως π.χ. του Ζώσιμου και του Ιωάννη Μαλάλα, ίσως είναι αφελείς ή αναληθείς και πάντως πρέπει να χρησιμοποιούνται με εξαιρετική επιφύλαξη 357. Δεν θεωρεί τη «Strata Diocletiana» ως παράδειγμα αμυντικού έργου που εφαρμόζει με σύγχρονους όρους τη θεωρία της «άμυνας σε βάθος». Κρίνει επιπλέον ότι δεν είναι ορθό να τη χαρακτηρίσουμε οχυρή γραμμή, αλλά απλώς στρατιωτική οδό που συνέδεε τη νότια Συρία με τον Ευφράτη και αντίστροφα 358. Διαφωνεί επίσης με τον προσδιορισμό ως μεθοριακής γραμμής (frontier line) του οδικού άξονα Βουλώνης-Κολωνίας στη βόρεια Γαλατία 359. Εκτιμά ότι τα οχυρά και τα φυλάκια στην Παλαιστίνη και στη ρωμαϊκή Αραβία (επί της Via Nova Traiana) δεν εξυπηρετούσαν αμιγείς στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά κυρίως κάλυπταν διοικητικές ανάγκες και διευκόλυναν τις επικοινωνίες 360. Προκειμένου να 354 Τέτοιο πρόβλημα θεωρώ ότι ούτως ή άλλως δεν τίθεται εκ των προτέρων. Παραδέχονται πάντως ότι ίσως υπήρχε ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που ήταν αδύνατο ωστόσο να εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επαρχίες ταυτόχρονα. Πρβλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Για τις απόψεις αυτές βλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. Averil Cameron, Ύστερη Αυτοκρατορία 68, Βλ. B. Isaac, Limits 162 και αντίστοιχα. Επίσης του ιδίου, Limitanei B. Isaac, Limits 171. Του ιδίου, Limitanei B. Isaac, Limits 205. Συμφωνεί με τα συμπεράσματα του H. Schönberger, Germany 179, B. Isaac, Limits 175.
248 τεκμηριώσει τις θέσεις του φέρει ως παράδειγμα αμυντικές εγκαταστάσεις της περιόδου της Τετραρχίας στη ρωμαϊκή Αραβία. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα οχυρά που αναφέρει, ανάμεσά τους και το λεγεωνικό στρατόπεδο στη Βηθωρών, δεν φαίνεται να ανήκουν σε κάποιο οργανωμένο σύστημα αμύνης, ούτε εκμεταλλεύονταν σωστά το γεωγραφικό ανάγλυφο για τη βέλτιστη απόδοση των οχυρώσεών τους 361. Συνεχίζει παραδεχόμενος ότι η εξέχουσα της βόρειας Μεσοποταμίας διέθετε πόλεις με εξαιρετικά βαριές οχυρώσεις, δεν διαπιστώνει όμως την ύπαρξη συγκεκριμένης οχυρής γραμμής, αλλά μόνο φρουρίων για την ασφάλεια των πληθυσμών και των επικοινωνιών 362. Με το ίδιο πνεύμα πιστεύει ότι οι εγκαταστάσεις που υποστήριζαν το «fossatum Africae» είχαν μικρή στρατιωτική σημασία και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως σημεία ελέγχου 363. Είναι γενικά σκεπτικός -αν όχι αρνητικός- για τη χρησιμότητα που αποδίδεται στις βαριές οχυρώσεις, όπως αυτές κατασκευάζονταν από την εποχή του Διοκλητιανού και έπειτα, διατυπώνοντας ταυτόχρονα τον προβληματισμό του ως εξής: α) η μορφή δεν καθορίζει πάντα τη λειτουργικότητα, επομένως δεν πρέπει να συνδέουμε κάθε στρατιωτικό κτίσμα απαραίτητα με υποτιθέμενη αμυντική λειτουργία και β) θεωρεί λανθασμένη την τάση να ερμηνεύουμε τέτοιου είδους υστερορωμαϊκά οικοδομήματα αποκλειστικά με στρατιωτικούς όρους, παραβλέποντας άλλες χρήσεις τους 364. Αν προσπαθούσαμε να αποδώσουμε συνοπτικά τα επιχειρήματά του, θα λέγαμε ότι προτιμά να περιγράψει τα οχυρά με πιο ελαστικούς όρους, συγκεκριμένα ως «οχυρές στρατιωτικές εγκαταστάσεις» (fortified military installations), που εξυπηρετούσαν πολλές και διάφορες ανάγκες και χρήσεις 365. Υποστηρίζει τέλος, ότι τα ποτάμια σύνορα της αυτοκρατορίας δεν πρέπει να θεωρηθούν ως «φραγμός» ενάντια σε εχθρικές εισβολές, αλλά περισσότερο ως κωλύματα που εμπόδιζαν τους Ρωμαίους να αναλάβουν επιθετικές δράσεις. Στην υπερνίκηση αυτών των εμποδίων εκτιμά ότι στόχευε η κατασκευή των προγεφυρωμάτων που απαριθμήσαμε στη βόρεια όχθη του Δούναβη 366. Στο πνεύμα του B. Isaac κινείται και ο D. F. Graf, ο οποίος έχει ασχοληθεί αποκλειστικά με το ανατολικό μέτωπο ειδικά στην περιοχή της Υπεριορδανίας και της Αραβίας. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η «Strata Diocletiana» και η προέκτασή της ως την Ερυθρά θάλασσα αντιπροσωπεύει ενδεχομένως ένα λίγο ως πολύ τυχαίο δίκτυο δρόμων και όχι μία συγκεκριμένη αρτηρία, πόσο μάλλον ένα προσχεδιασμένο αμυντικό δίκτυο, στηριγμένο σε δρόμους, φυλάκια και κάστρα. Άρα, κατά τον ίδιο ερευνητή, η θεωρία περί οργανωμένης Βλ. σχετικά B. Isaac, Limits 189, 191 (οχυρό Ad Dianam) (στρατόπεδο Βηθωρών) , 204 (οχυρό Qasr Beshir). 362 Πρβλ. γενικά B. Isaac, Limits , 260. Ίσως υπόδειγμα τέτοιας λειτουργίας είναι κατά τον B. Isaac ένα οχυρό του τέλους 3 ου αι. 60 χλμ. δυτικά της Σούρας (βλ. αναλυτικότερα B. Isaac, Limits 257). 363 B. Isaac, Limits B. Isaac, Limits Πρβλ. B. Isaac, Limits Βλ. B. Isaac, Limits 412.
249 190 αμυντικής γραμμής είναι πιθανώς παρακινδυνευμένη εικασία, παρ όλη την ύπαρξη σχετικών πηγών που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση 367. Πιο συγκρατημένος στις παρατηρήσεις του είναι ο J. C. Mann στη βιβλιοκρισία του για την κλασική μελέτη του E. N. Luttwak. Η κριτική που του ασκεί είναι σχετικά μετριοπαθής. Αρχικά εκλαμβάνει ως σχηματικά αρκετά από τα πορίσματα του συγγραφέα της «Υψηλής Στρατηγικής». Έπειτα, επισημαίνει τις αποκλίσεις στην προσέγγιση που ακολουθούνταν για την κάλυψη των κατά τόπους αμυντικών αναγκών με άλλα λόγια δηλαδή, η άμυνα στις διάφορες περιφέρειες προσαρμοζόταν στις τοπικές συνθήκες. Με αφορμή τις παραπάνω εκτιμήσεις ισχυρίζεται ότι η στρατηγική του Διοκλητιανού δεν εγκόλπωνε σε όλα τα μέτωπα τα χαρακτηριστικά της «ρηχής άμυνας σε βάθος» που της αποδίδει ο E. N. Luttwak. Μόνο στο μέτωπο της συριακής και αραβικής ερήμου διακρίνει στοιχεία «άμυνας σε βάθος», αν και πιστεύει ότι η αυτή η στρατηγική αναδιοργάνωση επηρέασε και ενίσχυσε πρωτίστως τη στενή μεθοριακή ζώνη. Για τα υπόλοιπα μέτωπα κρίνει ότι η στρατηγική βασιζόταν στην άμυνα επί της γραμμής των συνόρων, όπως συνέβαινε και παλαιότερα 368. γ) Προτάσεις-συμπεράσματα για την αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού. i. Βασικά συμπεράσματα για τη διοκλητιάνεια αμυντική στρατηγική Αν θελήσουμε να κάνουμε μία αβίαστη επισήμανση, θα μπορούσαμε εύκολα να ισχυριστούμε ότι πράγματι οι απόψεις για την αμυντική στρατηγική του Διοκλητιανού διίστανται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, αν είναι εφικτό όλες οι ποικίλες και αντικρουόμενες ενίοτε προσεγγίσεις να αξιοποιηθούν παράλληλα με τις σωζόμενες πηγές, ώστε να οδηγηθούμε σε μια νέα προοπτική θεώρηση των δεδομένων. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι δυνατό. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αναλυθούν και να υποστηριχθούν επαρκώς τα ακόλουθα θεμελιώδη συμπεράσματα: 1. Η θεωρία της «ρηχής άμυνας σε βάθος» σε συνδυασμό με την «διπλή κλιμάκωση» των στρατευμάτων, ως ενός μοντέλου ικανού να περιγράψει την αμυντική οργάνωση σε ολόκληρη την περίμετρο της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της Τετραρχίας, είναι αρκετά σχηματική και συμβατική επομένως, πρέπει να τροποποιηθεί συνολικά και κατά περίπτωση. 2. Το αμυντικό σύστημα δεν είχε ουσιαστικά ενιαία μορφή, αλλά, όπως θα αναλύσουμε διεξοδικά, ήταν προσαρμοσμένο στις κατά τόπους συνθήκες, διαθέτοντας σε αρκετούς τομείς ιδιότητες «τοπικής άμυνας σε βάθος». 3. Θα σταθούμε ιδιαίτερα στην περιγραφή του ανατολικού μετώπου, διότι εκτιμούμε ότι διαθέτει όλα τα επιμέρους αμυντικά χαρακτηριστικά που εντοπίζουμε συνολικά στα διάφορα άλλα σύνορα της αυτοκρατορίας. 367 Πρβλ. D. F. Graf, Via Militaris Του ιδίου, Arabian Frontier Πρβλ. σχετικά J. C. Mann, Frontiers Έχω την αίσθηση ότι βρίσκεται μάλλον κοντά στην έννοια της «τοπικής άμυνας σε βάθος», που αμέσως παρακάτω θα προτείνω ως προσδιοριστικό της αμυντικής οργάνωσης στο μέτωπο της ερήμου, χωρίς όμως να καταφέρνει τελικά να τη μορφοποιήσει και ονοματίσει.
250 4. Πρωταρχική επιδίωξη του Διοκλητιανού όσον αφορά την αμυντική στρατηγική στάθηκε η παντοειδής ενίσχυση των συνόρων (σε άνδρες και οχυρωματικά έργα). Άρα η προσοχή του ήταν στραμμένη πρώτα απ όλα στην άμυνα. Αυτή η πολιτική έγινε συνειδητά και μελετημένα, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν ορισμένοι σήμερα. 5. Αποτελεί σταθερή μας πεποίθηση ότι υπήρξε κάποιου είδους «υψηλή» στρατηγική στα χρόνια του Διοκλητιανού. Η πρόνοια για την προστασία του limes romanus συνιστούσε αναμφίβολα τον ακρογωνιαίο λίθο της υψηλής στρατηγικής του μέσω της κατά τόπους προσεκτικής επιλογής και οχύρωσης των συνοριακών γραμμών. 6. Ο comitatus του Διοκλητιανού και των λοιπών Τετραρχών ηγεμόνων είχε στρατιωτικοδιοικητική μορφή, αποτελώντας παράλληλα «στρατό συνοδείας» και «κινητή κυβέρνηση/κινητό επιτελείο». 7. Γενικά, οι πληροφορίες των πηγών παραμένουν πάντα ωφέλιμες στην προσπάθεια εξαγωγής πορισμάτων που αφορούν στα ζητήματα που θέσαμε παραπάνω. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Δεν απορρίπτουμε εξαρχής το θεωρητικό μοντέλο που εισήγαγε ο D. van Berchem και τελειοποίησε ο E. N. Luttwak. Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που μπορεί να αξιοποιηθεί για την περιγραφή με σύγχρονους όρους της αμυντικής στρατηγικής στα χρόνια του Διοκλητιανού. Οπωσδήποτε, για πρώτη φορά από συστάσεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η στρατιωτική πολιτική στράφηκε σε τέτοιο βαθμό στην άμυνα, αφού μέχρι τον 3 ο αι. στόχευε πρωτίστως στην εξυπηρέτηση επιθετικών προθέσεων. Ο χαρακτήρας της «άμυνας σε βάθος» ελλοχεύει στο αμυντικό σύστημα που προώθησε ο μεγάλος αυτός ηγεμόνας, υπό την έννοια ότι συστηματοποίησε την κατασκευή διαφόρων οχυρώσεων σε ευρείες ζώνες στο εσωτερικό αρκετών μεθοριακών επαρχιών. Θα ήταν τουλάχιστον παράλογο να υποθέσουμε ότι η πλειονότητα των οχυρωμάτων δεν διέθετε φρουρές. Λογικά τα φρουρούσαν αποσπάσματα από τις κύριες μονάδες στρατού ή ακόμη και ολόκληροι σχηματισμοί. Επομένως, μάλλον υπήρξε μερική αναδιάταξη στα μετόπισθεν στρατιωτικών δυνάμεων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα. Η «διοκλητιάνεια» στρατηγική «άμυνας σε βάθος» διέφερε όμως από την αντίστοιχη «κωνσταντίνεια» του 4 ου 6 ου αι., αφού η πρώτη ήταν περιορισμένη σε τοπικό επίπεδο κατά μήκος αρκετών παραμεθόριων επαρχιών, χωρίς να διαθέτει την καθαρά στρατηγική διάσταση που απέκτησε η δεύτερη. Ίσως λοιπόν θα ήταν ορθότερο να αντικαταστήσουμε τον όρο «ρηχή άμυνα σε βάθος» με τον χαρακτηρισμό «τοπική άμυνα σε βάθος», που εφαρμόστηκε όμως σε συγκεκριμένα τμήματα του μετώπου τα χρόνια της Τετραρχίας. Υπάρχει, τέλος, ακόμη μία πολύ σημαντική παράμετρος που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη: τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μετώπου διέφεραν από τομέα σε τομέα και αναλόγως διέφερε και η οργάνωση της άμυνας. Ακόμη και ο B. Isaac, του οποίου τη θεωρία δεν συμμερίζομαι, ομολογεί χαρακτηριστικά: «Wherever Roman frontiers are studied regional differences must be acknowledged before general policies can be recognized» 369. Θα ήταν λοιπόν υπεραπλουστευτικό να υιοθετήσουμε άκριτα το σχηματικό και συμβατικό μοντέλο που πρότειναν ο D. van Berchem και ο E. N. Luttwak B. Isaac, Limits 260. Παρομοίως H. von Petrikovits, Fortifications 179.
251 192 ii. Ευρωπαϊκά σύνορα Στην Ευρώπη, σχεδόν όλοι οι τακτικοί σχηματισμοί φαίνεται πως ήταν αγκιστρωμένοι επί της γραμμής των ποτάμιων κυρίως συνόρων, σχεδόν όπως κατά την εποχή της «Ηγεμονίας». Το σημαντικότερο εργαλείο που μας επιτρέπει να οδηγηθούμε σε τέτοιες διαπιστώσεις είναι η Notitia Dignitatum, όπου τουλάχιστον αυτή διασώζει μια εικόνα που προσεγγίζει τη διάταξη μάχης του ρωμαϊκού στρατού κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας. Ο Δούναβης αποτελεί κατά κοινή ομολογία μια τέτοια περίπτωση. Σε εκείνο το εξαιρετικά εκτεταμένο μέτωπο, οι συνοριακές μονάδες παρέμεναν ακόμη τοποθετημένες βασικά κατά μήκος του ρου του ποταμού. Οι κοόρτεις και οι ίλες, προπάντων όμως οι λεγεώνες και οι βηξιλλατιώνες, στρατωνίζονταν σε οχυρές πόλεις, φρούρια και φυλάκια εκατέρωθεν του Δούναβη 370. Η σύγκριση με τα στοιχεία της Notitia Dignitatum και τα τοπογραφικά δεδομένα είναι ενδεικτική. Πουθενά δεν διαπιστώνουμε διάταξη που να εφαρμόζει τις αμυντικές αρχές του D. van Berchem ή του E. N. Luttwak. Σύμφωνα με το μοντέλο τους, ειδικά οι λεγεώνες και οι βηξιλλατιώνες θα έπρεπε κανονικά να στρατοπεδεύουν στο εσωτερικό των επαρχιών λειτουργώντας ως δυνάμεις ανάσχεσης-στήριξης. Αυτές όμως ήταν όλες εγκατεστημένες στις όχθες του ποταμού 371. Μόνον ορισμένες ίλες και κοόρτεις στάθμευαν βαθύτερα στο εσωτερικό των παραδουνάβιων επαρχιών, ενδέχεται ωστόσο να αποτυπώνουν μια ρύθμιση μεταγενέστερη της εποχής του Διοκλητιανού 372. Ο P. Brennan ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο Διοκλητιανός εφάρμοσε στο μέτωπο του Άνω και Μέσου Δούναβη επιθετική πολιτική στο πλαίσιο πάντα της προωθημένης άμυνας, στην οποία εντασσόταν η κατασκευή προγεφυρωμάτων και αποβατικών σταθμών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η περαίωση στρατευμάτων στην αντίπερα βαρβαρική όχθη 373. Εξαιρούμε από την εξέταση το μέτωπο του Ρήνου, γιατί η Notitia Dignitatum μάς σκιαγράφησε ουσιαστικά το πορτρέτο διάλυσης που παρουσίαζαν τα τοπικά στρατεύματα στο α μισό του χαοτικού 5 ου αι. Εκεί η κατάσταση πρέπει να ήταν ελαφρώς διαφοροποιημένη. Όπως έχει αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη, οχυρά και φυλάκια ήταν διάσπαρτα όχι μόνο στις όχθες του ποταμού, αλλά και στα μετόπισθεν, σχηματίζοντας ουσιαστικά μια δεύτερη γραμμή άμυνας. Την επάνδρωσή τους κάλυπταν προφανώς οι τοπικές φρουρές. Οι κύριες μονάδες ήταν όμως αγκιστρωμένες στην όχθη του Ρήνου, όπως συνέβαινε και στον Δούναβη. Τέλος, στην απομακρυσμένη Βρετανία ο κύριος όγκος των δυνάμεων παρέμενε προσκολλημένος επί του παλαιού αδριάνειου τείχους. Υπήρξε βέβαια αναδιάταξη αρκετών στρατιωτικών σχηματισμών εξαιτίας της συγκρότησης της στρατιωτικής διοίκησης Μάγχης, αλλά δεν νομίζω πως συνιστά την υιοθέτηση συστήματος άμυνας σε βάθος. Αντανακλούν 370 Βλ. σχετικούς χάρτες: T. Ivanof, Donaulimes 235 (για τον μέσο Δούναβη στη σημ. Βουλγαρία). N. Gudea, Befestigungen 174 (μέσος Δούναβης). A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja Για legiones-equites βλ. Not. Dign. Or , (dux Scythiae) , (dux Moesiae II) , (dux Moesiae I) , (dux Daciae ripensis). Occ , (dux Pannoniae II) , 65 (dux Valeriae) , 25-27, (dux Pannoniae I) (dux Raetiae). 372 Βλ. π.χ. Not. Dign. Or (κοόρτη στην επαρχία Ροδόπης) και (δύο κοόρτεις στην επαρχία Θράκης). Occ (δύο μονάδες στη Σίσκια της Παννονίας). 373 Βλ. συγκεκριμένα P. Brennan, Bridgehead Dispositions 557, 561, 563, 567.
252 απλώς την ιδιάζουσα θέση της μεγαλονήσου και τις ιδιόμορφες ανάγκες που προέκυπταν για την υπεράσπισή της 374. Οι ρυθμίσεις του Διοκλητιανού σχετικά με τη διάταξη του στρατού στο ευρύτερο ευρωπαϊκό μέτωπο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν οι αιτίες είναι εύλογες. Οι κοίτες των ποταμών σχημάτιζαν ένα ευδιάκριτο διαχωριστικό όριο και συνάμα ένα αξιόλογο γεωγραφικό εμπόδιο που μπορούσε να αξιοποιηθεί εύκολα για αμυντικούς σκοπούς 375. Άλλωστε ακόμη και σε γραπτά έργα της περιόδου διαπιστώνουμε αναφορές που εκθειάζουν τη σημασία που είχαν μεγάλοι ποταμοί, π.χ. ο Ρήνος, ο Δούναβης και ο Ευφράτης, για την άμυνα της αυτοκρατορίας 376. Τρεις αποκαλυπτικές μαρτυρίες πηγών φωτίζουν ολόπλευρα τις πτυχές του ζητήματος. Είδαμε στο τρίτο μέρος της μελέτης ότι ο Γαλλιηνός την εποχή που ήταν καίσαρας της Γαλατίας από το 254 ως το 258 στήριξε τον αμυντικό του αγώνα εναντίον των ποικιλώνυμων Γερμανών επιδρομέων στον έλεγχο και την απόφραξη των διαβάσεων του Ρήνου 377. Ο Αμμιανός αναφέρει επίσης ότι τις παραμονές της περσικής εισβολής του 359 στη Μεσοποταμία δόθηκαν εκτενείς διαταγές από την κεντρική διοίκηση στους τοπικούς στρατιωτικούς αξιωματούχους για την εκτέλεση οχυρωματικών έργων στην όχθη του Ευφράτη, ώστε να καταστεί αδιάβατος από τους Πέρσες 378. Τέλος, ο ιστορικός και συγγραφέας του 6 ου αι. Προκόπιος είχε δικαιολογήσει την απόφαση του Ιουστινιανού να ασχοληθεί επισταμένα με τη θωράκιση του παραδουνάβιου μετώπου ως εξής: «πρόβολον δὲ ἰσχυρότατον αὐτῶν τε καὶ πάσης Εὐρώπης Ἴστρον ποταμὸν ποιεῖσθαι ἐθέλων, ἐρύμασι τοῦ ποταμοῦ τὴν ἠϊόνα (τη διάβαση) περιβάλλει συχνοῖς, ὥσπερ μοι γεγράψεται ὕστερον, φυλακτήριά τε στρατιωτῶν πανταχόθι τέθειται τῆς ἀκτῆς, ἀναχαιτίσοντα τὴν διάβασιν βεβαιότατα τοῖς τῇδε βαρβάροις» 379. Σε αυτό το σημείο οι αρχαίοι συγγραφείς βρίσκονται σε εμφανή διάσταση με τα επιχειρήματα του B. Isaac, που θεωρεί ότι τα ποτάμια χρησίμευαν κυρίως για μεταφορές και κινήσεις στρατευμάτων και υποστηρίζει ότι ήταν ευκολοδιάβατα από τακτικούς στρατούς και ορδές βαρβάρων, χωρίς βέβαια να αποδομεί εντελώς την αμυντική τους συνιστώσα, Βλ. και σχετικούς χάρτες: A. Dornier, North-Western Britain 105, (ταυτοποιεί τις αναφερόμενες τοποθεσίες στη Notitia Dignitatum). S. Perowne, Roman World 41 (οχυρά Ν-ΝΑ Αγγλίας). E. N. Luttwak, Grand Strategy 90 (Β. Αγγλία). - Y. Le Bohec, Imperial Army XXXV, 34 (Β. Αγγλία Σκωτία). 375 Η χρήση των ποταμών ως ευκρινών διαχωριστικών και συνοριακών ορίων επισημαίνεται και από την Αικατερίνη Ρεβάνογλου, Στοιχεία και 92 (ο Προκόπιος γνωρίζει καλά τον ρου του Ευφράτη διότι σηματοδοτούσε τα σύνορα ανάμεσα στη βυζαντινή και στην περσική αυτοκρατορία), 97 [Προκόπιος, Περί Κτισμάτων (ο Δούναβης φυσικό όριο ανάμεσα στους βαρβάρους και τους Βυζαντινούς)]. 376 Πρβλ. Paneg. Maximiano Aug. Χ(ΙΙ) Βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 121. Για άλλες ενδείξεις της αμυντικής συνιστώσας των ποταμών βλ. π.χ. Αμμιανός , , Vegetius 3.7 (οδηγίες διάσχισης ποταμών). Περί στρατηγίας 19 (Περὶ διαβάσεων ποταμῶν). Ζώσιμος Προκόπιος, Περ. πόλ Ζώσιμος Βλ. ανωτέρω σ. 60 και υποσημ. 33 στην ίδια σελ. 378 Αμμιανός Προκόπιος, Περί κτισμάτων Βλ. και Αικατερίνη Ρεβάνογλου, Στοιχεία , 167 και 170.
253 194 όπως αντιφατικά ισχυρίζεται 380. Αντιθέτως, ο M. J. Nicasie εξαίρει γενικά τη στρατηγική σημασία των ποταμών, θεωρώντας πως έθεταν πολλούς περιορισμούς ακόμη και για τεχνολογικά ανώτερους στρατούς, όπως τον ρωμαϊκό, τον βυζαντινό και τον περσικό. Επιπλέον, η διάβασή τους προϋπέθετε πάντα σωστή προετοιμασία και οργάνωση, διότι συνιστούσαν από μόνοι τους ένα αξιόλογο εδαφικό εμπόδιο 381. Πράγματι, δεν είναι ορθό να υποστηρίζουμε ότι οι ποτάμιες κοίτες έχουν μηδαμινή αμυντική αξία, σαν να πρόκειται σχεδόν για ένα συνηθισμένο αναπεπταμένο πεδίο. Για τη διάβασή τους χρειαζόταν και χρειάζεται ακόμη και σήμερα κάποιου είδους προπαρασκευή, η οποία πρέπει να λαμβάνεται πάντοτε σοβαρά υπόψη. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σε πηγές της εποχής, π.χ. στον Βεγέτιο, εμφανίζεται ως προτέρημα η γειτνίαση των οχυρώσεων με τις κοίτες ποταμών (και γενικά με άλλα φυσικά εμπόδια όπως π.χ. ακτές ή βαλτώδεις εκτάσεις), διότι διευκόλυναν κατ αυτόν τον τρόπο την αμυντική προσπάθεια για ευνόητους λόγους (επιπλέον δυσκολίες προσέγγισης και πρόσβασης) 382. Δεν ήταν δυνατόν ο Διοκλητιανός να αγνοήσει τόσο προφανείς γεωμορφολογικές παραμέτρους. Με άλλα λόγια, στα ευρωπαϊκά σύνορα προσάρμοσε τη στρατηγική στα γεωγραφικά δεδομένα (κύρια αμυντική γραμμή παρέμεινε ο άξονας Ρήνου-Δούναβη), όπως είχαν κάνει πρωτύτερα και οι προκάτοχοί του. Ούτως ή άλλως ο μεγάλος αυτός ηγεμόνας διακρινόταν για τον συντηρητισμό του. Δεν έπαυε εντούτοις να παραμένει ορθολογιστής και πραγματιστής. Παράλληλα ασχολήθηκε έντονα με την κατασκευή οχυρωματικών έργων στα μετόπισθεν. Αυτή ακριβώς είναι πλέον και η ειδοποιός διαφορά: η επιμονή και προσήλωση στην άμυνα, σε αντίθεση με τους ηγεμόνες της εποχής της «Ηγεμονίας». Η ίδρυση φρουρίων και φυλακίων στα νώτα του μετώπου και η τείχιση πόλεων στο εσωτερικό προσέδωσαν ιδιότητες «τοπικής άμυνας σε βάθος» στην αμυντική οργάνωση τμήματος των ευρωπαϊκών συνόρων αυτήν την περίοδο, δηλαδή στον limes του Ρήνου 383. Είναι αλήθεια ότι ο E. N. Luttwak διείδε την τάση επανόδου σε αμυντικά μοντέλα παλαιότερων εποχών και δη του συστήματος που περιέγραψε ως «προωθημένη [περιμετρική] άμυνα» το αναφέραμε άλλωστε παραπάνω. Έκανε ωστόσο το λάθος, κατά τη γνώμη μου, να παρακάμψει αυτή τη συγκεκριμένη διάσταση και να επικεντρωθεί στη διαμόρφωση των θεωριών που εκθέσαμε στην προηγούμενη ενότητα. iii. Βόρεια Αφρική Το μέτωπο της Βορείου Αφρικής αποτελεί και αυτό με τη σειρά του μια ιδιότυπη περίπτωση. Τη φύλαξη της αχανούς και εν πολλοίς αδιαμόρφωτης μεθορίου στις παρυφές της μεγάλης αφρικανικής ερήμου της Σαχάρας είχαν αναλάβει κατά κύριο λόγο ιθαγενείς φυλές 380 Πρβλ. B. Isaac, Limits Βλ. αναλυτικότερα M. J. Nicasie, Twilight Επίσης βλ. Vegetius 2.25 και 3.67 όπου προτείνει διάφορες τεχνικές διάβασης των ποτάμιων κωλυμάτων. 382 Vegetius 4.1. Επίσης Μάλχος, Απόσπ. 20, Βλ. και H. Elton, Warfare Ειδικά για το μέτωπο του Ρήνου πρβλ. σχετικούς χάρτες στους: H. von Petrikovits, Fortifications 218. H. Schönberger, Germany 183. E. N. Luttwak, Grand Strategy 162. S. Johnson, Fortifications 252. J. Mertens, Limes Belgicus 106. Πρβλ. επίσης και M. P. Speidel, Equites Aureliaci , ο οποίος είδαμε εντούτοις ότι αναφέρεται σε καθαρή «άμυνα σε βάθος» που κάλυψε αμυντικά ολόκληρη τη Γαλατία.
254 υπό την εποπτεία Ρωμαίων αξιωματικών. Χωρίς να υποτιμήσουμε την αμυντική χρησιμότητα του «fossatum Africae», θα λέγαμε ότι λειτουργούσε συμπληρωματικά ως διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην έρημο και στην καλλιεργήσιμη ζώνη, την οποία προστάτευε όχι μόνο από βερβερικές επιδρομές αλλά και από τη διάβρωση, και ως ζώνη ελεγχόμενης διέλευσης, ώστε να κρατάει τους νομάδες κατά το δυνατόν απομονωμένους από τους εγχώριους αγροτικούς πληθυσμούς 384. Το τοπικό αμυντικό δίκτυο δεν είχε ιδιαίτερα πυκνή διάταξη και ήταν γεωγραφικά διεσπαρμένο δεν παρουσίαζε με άλλα λόγια μια ενιαία εικόνα 385. Επομένως, τα δόγματα του D. van Berchem και του E. N. Luttwak δεν βρίσκουν εφαρμογή, κατά το θεωρητικό πάντα πρότυπο της Φοινίκης Λιβανησίας. Ούτε βέβαια υπήρχε ιδιαίτερος λόγος εφαρμογής τους, διότι η Β. Αφρική δεν αντιμετώπισε μέχρι την εισβολή των Βανδάλων το 430 τις στρατηγικές προκλήσεις άλλων μετώπων, ιδίως του ευρωπαϊκού και του ανατολικού. Μόνη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν ήταν η προσθήκη, όπως είδαμε, την περίοδο της Τετραρχίας μερικών νέων λεγεώνων, οι οποίες πιθανότατα στρατοπέδευαν σε πόλεις του εσωτερικού, ώστε να διασφαλίζεται συν τοις άλλοις καλύτερα η επιμελητειακή τους υποστήριξη. iv. Ανατολικό μέτωπο Αίγυπτος Τις μεγαλύτερες δυσκολίες κατανόησης δημιουργεί, εντούτοις, το ανατολικό μέτωπο. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε γι αυτό το μέτωπο είναι βέβαια πολύ περισσότερες, όχι μόνο επειδή έχουν γίνει πάμπολλες αρχαιολογικές έρευνες 386, αλλά και επειδή η Notitia Dignitatum μάς παρέχει για την Ανατολή (Oriens), πρώτον, την πλησιέστερη εικόνα διάταξης μάχης σε σχέση με ανάλογες της εποχής του Διοκλητιανού, και δεύτερον, τον πληρέστερο κατάλογο μονάδων και τοποθεσιών συγκριτικά με άλλα κεφάλαια της ίδιας πηγής. Παρά ταύτα, αν και ακούγεται οξύμωρο, τα ερμηνευτικά προβλήματα παραμένουν. Πράγματι, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκφέρει κανείς ολοκληρωμένη άποψη και να ερμηνεύσει με επιτυχία το σύστημα αμύνης του ανατολικού μετώπου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις ενέργειες του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε εκτός από την εξαντλητική μελέτη πηγών της εποχής και σχετικών βοηθημάτων, αξιοποίηση των τοπογραφικών και αρχαιολογικών δεδομένων, παράλληλα με προσωπική αυτοψία στους τόπους που έχουμε προαναφέρει. Υπό στενή έννοια δεν νομίζω ότι μπορούμε να περιγράψουμε ως οχυρωμένο σύνορο στρατιωτικούς οδικούς άξονες του τύπου της «Strata Diocletiana» στην Ανατολή, όπως ισχυρίστηκε παλαιότερα ο P. Petit 387. Ως οχυρά σύνορα Πρβλ. B. H. Warmington, African Provinces 24-25, 26. R. McMullen, Roman Response D. van Berchem, Armée et réforme 45, 48. J. A. S. Evans, Ιουστινιανός 156. B. Isaac, Limits Πρβλ. και C. Zuckerman, Arménie 120. D. van Berchem, Armée et réforme 43 (χαρακτηρίζει γενικά το fossatum ως «cohérent dans la conception, [mais] irrégulier dans l exécution»). Βλ. επίσης B. H. Warmington, African Provinces Χάρτης 2, σ Margaret Roxan, Tingitana Planche XXVII (Τιγγιτανία). R. G. Goodchild - J. B. Ward Perkins, Limes Tripolitanus Χάρτης στη σ Βλ. π.χ. τη διδακτορική διατριβή του G. Shelagh, Roman Military Architecture on the Eastern Frontier, Vols 1-3, Amsterdam , όπου πληρέστατη και αναλυτικότατη παρουσίαση των οχυρών του ανατολικού μετώπου από τον Εύξεινο Πόντο ως την Αραβία. 387 Πρβλ. P. Petit, Empire romain 16 (limes fortifié).
255 196 εκλαμβάνουμε αμυντικές γραμμές του τύπου του «αδριάνειου» μακρού τείχους στη Βρετανία και εν μέρει τα ποτάμια σύνορα του ευρωπαϊκού μετώπου, ποτέ όμως οδικές αρτηρίες, όσο καλά φυλασσόμενες κι αν είναι αυτές. Άλλωστε η γεωγραφική μορφολογία του ανατολικού μετώπου απαγόρευε εκ των προτέρων κάθε σκέψη δημιουργίας συνεχούς οχυρωματικής γραμμής, όχι μόνο λόγω του τεράστιου αναπτύγματός του, αλλά κυρίως εξαιτίας της απουσίας συνεχών και αξιόλογων εδαφικών κωλυμάτων που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μία τέτοια προσπάθεια, όπως π.χ. κοίτες ποταμών. Η μορφή των συνόρων στην Ανατολή δεν ευνοούσε επίσης οποιαδήποτε πρόθεση γραμμικής ανάπτυξης των διαθέσιμων στρατιωτικών δυνάμεων, όπως συνέβαινε στον Ρήνο και τον Δούναβη. Η ποικιλομορφία και η γεωγραφική διαίρεση του ανατολικού μετώπου σε ευδιάκριτους τομείς οδήγησε τους Ρωμαίους ηγέτες της εποχής στην υιοθέτηση διαφορετικών αμυντικών μεθόδων για τη φύλαξή του. Η γεωμορφολογία του μετώπου ήταν τέτοια, ώστε άλλη μορφή είχε η άμυνα στο βόρειο τμήμα του, άλλη στο κεντρικό και άλλη στο νότιο 388. Στον βόρειο τομέα (Αρμενία-ΒΑ Μικρά Ασία), η άμυνα επικεντρώθηκε σε επιλεγμένες κομβικές πόλεις, στις κλεισούρες και στον έλεγχο των στρατηγικών διαβάσεων προς το κεντρικό μικρασιατικό οροπέδιο. Στον κεντρικό (Μεσοποταμία), δημιουργήθηκε δίκτυο σε βάθος από βαρύτατα οχυρωμένες πόλεις υποστηριζόμενες από πυκνό οδικό δίκτυο σε συνδυασμό με την κατοχή της εξέχουσας της Μεσοποταμίας ως κύριας επιθετικής, αλλά και αμυντικής βάσης. Στον νότιο (Συρία-Παλαιστίνη-Αραβία), που κυριαρχείται από την έρημο, η άμυνα στηρίχθηκε κυρίως στις οδικές αρτηρίες που διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των αραιών φυλακίων, φρουρίων και οικισμών με παράλληλη επικέντρωση στον έλεγχο των οάσεων, των πηγών νερού, των λιγοστών αγρών και βοσκοτόπων. Μάλιστα, η εστίαση του ενδιαφέροντος του Διοκλητιανού ειδικά στη χάραξη και οχύρωση της Strata Diocletiana πιθανότατα οφείλεται στο πρόσκαιρο κενό εξουσίας που άφησε η εκμηδένιση της δύναμης της Παλμύρας στην περιοχή, κενό που έπρεπε σύντομα να καλυφθεί, όπως άλλωστε απέδειξαν και οι συγκρούσεις με Σαρακηνούς επιδρομείς γύρω στο Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η κατασκευή της να υπαγορεύτηκε πράγματι από αυστηρά στρατηγικούς λόγους. Τέλος, στην Αίγυπτο η αμυντική προσπάθεια παρέμεινε όπως πάντα επικεντρωμένη σχεδόν ολοκληρωτικά στο έργο της προστασίας του ζωοδότη ποταμού Νείλου και των εκβολών του στη Μεσόγειο, εκτός από τέσσερις ίλες που προφύλασσαν τη Μικρή και Μεγάλη Όαση στη Θηβαΐδα 390. Συνεπώς, δεν κρίνω ως ορθές νεότερες απόψεις που τείνουν να απορρίψουν κάθε τύπου ορθολογική ανάπτυξη αμυντικών γραμμών και δημιουργία οδικών αξόνων κατόπιν σχεδιασμού. Μπορεί το ανατολικό μέτωπο να μην συνιστούσε μία κλασική οχυρωματική 388 Βλ. αναλυτικά B. Isaac, Limits 9-14 σχετικά με τη γεωμορφολογία του ανατολικού μετώπου. 389 Η απόκρουση των επιδρομών αυτών αναφέρεται στον Genethl. Maximiani Aug. ΧΙ(ΙΙΙ).5.4. Ο J.-P. Rey- Coquais (Syrie romaine 70) θεωρεί ότι η οργάνωση του λιμίτου της ερήμου άρχισε ήδη από τον Αυρηλιανό και ότι απέκτησε σταδιακά στρατηγική σημασία ανάλογη με το μέτωπο της Μεσοποταμίας. 390 Not. Dign. Or (Oasis Minor) 31.41, 55 (Oasis Maior) και (Oasis Minor). Βλ. επίσης τους χάρτες στον D. van Berchem, Armée et réforme Cartes III (Limes Aegypti) και IV (Thebais). Επίσης J. Maspero, Égypte (γενικά για την αμυντική οργάνωση Αιγύπτου).
256 γραμμή ή ένα οχυρό σύνορο, διέθετε όμως πλήρως ανεπτυγμένο αμυντικό σύστημα που κάλυπτε πολυσχιδείς ανάγκες και προτεραιότητες, αμυντικές και επιθετικές. Παράλληλα πιστεύω ότι το μοντέλο της «τοπικής άμυνας σε βάθος» δύναται να χρησιμοποιηθεί με κάποιες διαφοροποιήσεις, για να περιγραφεί η αμυντική οργάνωση του ανατολικού μετώπου από την Ερυθρά θάλασσα ως τη Μεσοποταμία. Η ταυτοποίηση των αναφερομένων στη Notitia Dignitatum στρατιωτικών βάσεων με τις αντίστοιχες σύγχρονες τοποθεσίες αποκάλυψε την ύπαρξη στην Παλαιστίνη και σε τμήμα της ρωμαϊκής Αραβίας ενός δικτύου δύο -ουσιαστικά παράλληλων- αμυντικών ζωνών, και μιας συμπληρωματικής ανάμεσά τους, που εκτείνονταν μέχρι ένα ορισμένο βάθος στο εσωτερικό αυτών των επαρχιών 391. Μάλιστα ο E. N. Luttwak ισχυρίζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ότι σε εκείνες τις επαρχίες «the limes did not exist to protect a province, but rather the province existed to sustain the limes» 392. Παρόμοια ήταν η διάταξη των μονάδων στη συριακή επαρχία της Αυγούστας Λιβανησίας, την οποία χρησιμοποίησε ο E. N. Luttwak ως πρότυπο για να διαμορφώσει και να διατυπώσει τις ρηξικέλευθες ιδέες του 393. Στον κεντρικό και βόρειο τομέα του μετώπου είναι λίγο δύσκολο να διαμορφώσουμε σαφή άποψη, διότι η κυριότερη πηγή μας, η Notitia Dignitatum, αποτυπώνει τα σύνορα στα τέλη του 4 ου αι., που ήταν αρκετά διαφορετικά από τα αντίστοιχα των αρχών του ίδιου αιώνα 394. Παρ όλα αυτά, η συνολική εικόνα δεν νομίζω ότι διέφερε ριζικά. Στην εξέχουσα της Μεσοποταμίας, που περιελάμβανε την ομώνυμη επαρχία καθώς και εκείνη της Οσροηνής, οι οχυρωμένες στρατιωτικές βάσεις και πόλεις παρέμεναν διεσπαρμένες ουσιαστικά σε ολόκληρη την ενδοχώρα, δημιουργώντας εκεί βαθύ αμυντικό πλέγμα 395. Η αιτία είναι πρόδηλη: οι σημαντικότερες επιθετικές ενέργειες των Περσών στρέφονταν πάντα εναντίον της ρωμαϊκής Μεσοποταμίας, τα εδάφη της οποίας εισχωρούσαν απειλητικά στην καρδιά του σασσανιδικού βασιλείου. Θεωρώ λοιπόν ότι η Μεσοποταμία αποτελεί την αντιπροσωπευτικότερη εφαρμογή της «τοπικής άμυνας σε βάθος». Αντίθετα, στα μέτωπα της Αρμενίας και του Πόντου τα στρατεύματα ήταν κυρίως προωθημένα στα σύνορα 396. Το ορεινό γεωγρα Παρομοίως E. N. Luttwak, Grand Strategy 160. M. J. Nicasie, Twilight 136, 138. Επίσης τον χάρτη Παλαιστίνης-Αραβίας στους M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 142. B. Isaac, Limits Map IV. 392 E. N. Luttwak, Grand Strategy 160. Το ίδιο πιστεύει γενικά και ο W. Seston (Dioclétien ). 393 Βλ. σχετικούς χάρτες στους D. van Berchem, Armée et réforme Carte I. E. N. Luttwak, Grand Strategy 109 (Map 2.8) και (Map 3.4). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 28 (Fig. 3). M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 140 (Map 2). B. Isaac, Limits Map III. Ο W. Seston (Comitatus 285) θεωρεί γενικά ότι η επαρχία της Αυγούστας Λιβανησίας αποτυπώνει τέλεια τη συνηθισμένη διάταξη μάχης του στρατού την περίοδο της Τετραρχίας. 394 Γύρω στο 300 στη ρωμαϊκή Μεσοποταμία συμπεριλαμβάνονταν οι κομβικές πόλεις της Νίσιβης και των Σιγγάρων μαζί με περιοχές πέρα από τον Τίγρη (οι regiones Transtigritanae) που απωλέσθησαν με τη συνθήκη ειρήνης του 363. Τα σύνορα στη ΒΑ Μικρά Ασία ακολουθούσαν το 300 τον ρου του Ευφράτη και τις ανατολικές απολήξεις των Ποντικών Άλπεων, ενώ έναν αιώνα αργότερα είχαν προωθηθεί στην Αρμενία μέχρι το ύψος της Θεοδοσιούπολης (σημ. Erzerum) χάρη στο βυζαντινοπερσικό σύμφωνο του Βλ. τους χάρτες στους E. N. Luttwak, Grand Strategy 109 (Map 2.8). B. Isaac, Limits Map III. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 141. M. J. Nicasie, Twilight Βλ. τους σχετικούς χάρτες στον B. Isaac, Limits Maps I-II.
257 198 φικό ανάγλυφο και η πάγια ανάγκη ελέγχου των στρατηγικών διαβάσεων επέβαλλε διαρκώς λύσεις τέτοιου τύπου. Τι συμβαίνει όμως με την περιβόητη «διπλή κλιμάκωση» των στρατιωτικών δυνάμεων στις ίδιες περιοχές, όπως την εξέφρασαν ο D. van Berchem και ο E. N. Luttwak; Η διαίρεση των μονάδων σε διακριτούς στρατηγικούς ρόλους προκάλυψης (alae-cohortes) και ανάσχεσης-κρούσης (legiones-vexillationes equitum) θεωρώ ότι είναι σχηματική, απλουστευτική και δεν πιστοποιείται απόλυτα από τη σωζόμενη διάταξη μάχης στις παραμεθόριες επαρχίες της Ανατολής. Οι λεγεώνες είχαν μετακινηθεί και προωθηθεί γενικά πολύ κοντά στα σύνορα, ακόμη και αυτές που δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου 397. Ουσιαστικά δηλαδή, η χωροθέτηση των λεγεώνων ακολουθούσε διαχρονικά την επέκταση ή συρρίκνωση των ρωμαϊκών συνόρων. Οι βηξιλλατιώνες ιππικού ήταν μεν τοποθετημένες συνήθως στα μετόπισθεν, αρκετές όμως στρατοπέδευαν δίπλα στις συνοριακές γραμμές 398. Μόνον οι ίλες και οι κοόρτεις παρέμεναν προσκολλημένες στη συντριπτική τους πλειονότητα στη μεθόριο 399. Στην Αίγυπτο μάλιστα δεν υπήρχε ίχνος στρατηγικού διαχωρισμού, καθότι οι «κύριες» και οι «δευτερεύουσες» μονάδες ήταν εγκατεστημένες συνήθως ανάμεικτα με προφανή σκοπό την αρτιότερη αμυντική κάλυψη του ιδιόρρυθμου αυτού μετώπου 400. Οπωσδήποτε πάντως, εκτιμώ ότι οφείλουμε να προσεγγίσουμε με ευρύτητα πνεύματος τις παραπάνω στρατιωτικές εγκαταστάσεις υπό την έννοια ότι αυτές εξυπηρετούσαν γενικότερες ανάγκες των περιοχών που κάλυπταν. Οι δρόμοι και τα οχυρά του ανατολικού μετώπου, ειδικά μάλιστα στο νότιο τμήμα του και στην Αίγυπτο, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι δεν κάλυπταν μόνο απτές στρατηγικές ανάγκες, αλλά συγχρόνως εξυπηρετούσαν και προστάτευαν οάσεις και πηγές νερού, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπους, ακόμη και εκτροφεία αλόγων για τις έφιππες μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή ενδέχεται μάλιστα να λειτουργούσαν, συμπληρωματικά όμως, και ως σταθμοί διαμετακομιστικού εμπο- 397 Not. Dign. Or (Παλμύρα-Δάναβα) 33.23, 28 (Ορίζα-Σούρα) (Εϊλάτ) (Κιρκήσιο- Αφραδάνα/Apatna) [Κωνσταντίνα (πριν το 363 στη Νίσιβη και τα Σίγγαρα)-Κηφάς (πριν το 363 στη Βεζάβδη)] (Βόστρα-Βηθωρών) , 16 (Σάταλα-Μελιτηνή-Τραπεζούντα). Σύγκρινε με χάρτες D. van Berchem, Armée et réforme Carte I (Duché de Phénicie). E. N. Luttwak, Grand Strategy (Map 3.4: Augusta Libanensis). M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 140 (Συρία), 141 (Οσροηνή- Μεσοποταμία). B. Isaac, Limits Maps I (Λαζική-Καύκασος), II (Πόντος-Αρμενία) και III (Συρία-Β. Μεσοποταμία). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 28 (Strata Diocletiana). D. French, Legio III Gallica 31 (Συρία). C. Zuckerman, Strongholds (Πόντος-Κολχική). Βλ. επίσης και επιχειρηματολογία στον J. C. Mann, Frontiers Vexillationes στην πρώτη γραμμή: Not. Dign. Or , 24, 28 (3/12 Φοινίκη) 33.19, 27 (2/10 Συρία) (6/12 Παλαιστίνη) (1/9 Οσροηνή) 36.19, 21, 23, (5/10 Μεσοποταμία) , 23 (όλες Αραβία) (2/2 Αρμενία), δηλ. τουλάχιστον 25 από τις 63 συνολικά. Σύγκρινε με τους προαναφερθέντες χάρτες. 399 Alae-cohortes στη δεύτερη γραμμή: Not. Dign. Or (1/6 Συρία) 34.40, (5/17 Παλαιστίνη) 35.28, 30 (2/8 Οσροηνή) (3/18, ορισμένες τοποθεσίες όμως αταυτοποίητες Αρμενία), δηλαδή 11 σίγουρες στις 79 (13 αταυτοποίητες, οι 7 στην Αρμενία, δεν νομίζω ωστόσο να διέφερε ριζικά η εικόνα και εκεί). Σύγκρινε επίσης με τους προαναφερθέντες χάρτες. 400 Βλ. γενικά τις λίστες της Not. Dign. Or. 28 (comes limitis Aegypti), 31 (dux Thebaidos) σε συνδυασμό με τους χάρτες στον D. van Berchem [Armée et réforme Cartes III (Limes Aegypti) και IV (Thebais)].
258 ρίου ή τελωνεία 401. Εξάλλου, ο έλεγχος των οάσεων και των πηγών στις αχανείς άνυδρες εκτάσεις της συροαραβικής και αιγυπτιακής ερήμου ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τους Ρωμαίους και τους αντιπάλους τους 402. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο Βεγέτιος συμβούλευε γενικά τους οικισμούς που δεν διέθεταν πηγές νερού να κτίσουν οχυρό ανάμεσα στην πόλη και την κοντινότερη πηγή και να το επανδρώσουν με βαλλίστρες και τοξότες για την προστασία των υδάτινων αποθεμάτων 403. v. Η υψηλή στρατηγική του Διοκλητιανού Περνάμε τώρα στο βασικό ζήτημα που εξακολουθεί να διαιρεί τους νεότερους μελετητές που ασχολούνται με τη διάρθρωση και οργάνωση του ύστερου ρωμαϊκού στρατού: υπήρξε ή όχι αμυντική πολιτική και εν γένει «υψηλή» στρατηγική τα χρόνια του Διοκλητιανού; Οι περισσότεροι απαντούν θετικά στο ερώτημα λίγοι μόνον είναι αρνητικοί ή έστω εκφράζουν σκεπτικισμό ή αμφιβολία 404. Από την πλευρά μου εκτιμώ πως υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα, ικανά να μας ωθήσουν στην υιοθέτηση της άποψης ότι πράγματι υπήρξε συγκεκριμένη αμυντική πολιτική, που εφαρμόστηκε παράλληλα με κάποιας μορφής υψηλή στρατηγική κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Η αμυντική πολιτική του Διοκλητιανού συνίσταται κατά βάση στην ξεχωριστή φροντίδα που επέδειξε για την αποκατάσταση της ασφάλειας στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Πρωταρχική του επιδίωξη στάθηκε η παντοειδής ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων του κράτους, και ιδιαίτερα των μεθοριακών επαρχιών, σε άνδρες και οχυρωματικά έργα. Για πρώτη ίσως φορά δόθηκε τέτοια προτεραιότητα στην άμυνα, και όχι πλέον στην επίθεση, όπως συνέβαινε την εποχή της «Ηγεμονίας» (1 ος αι. π.χ. 2 ος αι. μ.χ.). Αυτή η πολιτική πιστεύω ότι εφαρμόστηκε συνειδητά και μελετημένα, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν ορισμένοι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο N. Gudea κάνει λόγο για «πραγματική μανία κατα Πρβλ. σχετικά D. F. Graf, Arabian Frontier 16. Του ιδίου, Nabatean Army 286, 289. Του ιδίου, Via Militaris 275, B. Isaac, Limits Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 223. S. Johnson, Fortifications 247. A. Mócsy, Festungstyp 194 [πύργος με την χαρακτηριστική επωνυμία «Commercium» (CIL III.3653=ILS 775)]. 402 Πρβλ. CIL III Βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 139. Επίσης B. Isaac, Limits , 205. C. Zuckerman, Στρατός 228. Μάλιστα ο Τάκιτος (Annales ) αναφέρει ότι γύρω στο 65 μ.χ. -κατά τη διάρκεια του παρθικού πολέμου του Νέρωνα- ο στρατηγός Κορβούλων (Corbulo), ενόσω προετοίμαζε την άμυνα της Συρίας, έκτισε οχυρά και τοποθέτησε φρουρές σε πηγές και οάσεις (κάποια άλλα πηγάδια τα έφραξε με τη ρίψη άμμου), επειδή η Συρία ήταν γενικά μια άνυδρη περιοχή. 403 Vegetius Βλ. B. Isaac, Limits Θετικοί: R. Grosse, Militärgeschichte 58. W. Seston, Dioclétien 303. D. van Berchem, Armée et réforme 22-24, P. Brennan, Bridgehead Dispositions (ομιλεί για «νέα αμυντική στρατηγική»). N. Gudea, Befestigungen 173, 178, 180. M. J. Nicasie, Twilight (θέτει το ερώτημα), (απαντά θετικά). S. Williams-G. Friell, Theodosius 76-77, 78, S. Johnson, Fortifications , 253, 255, Κυρίως βλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy Chapter 3: Defense-in-Depth. The Great Crisis of the Third Century and the New Strategies, σ Αρνητικοί: B. Isaac, Limitanei Του ιδίου, Limits (όλο το έργο κατά της ύπαρξης συγκροτημένης αμυντικής πολιτικής). D. F. Graf, Via Militaris 276, , (αποκλειστικά για τη ρωμαϊκή Αραβία). Averil Cameron, Ύστερη Αυτοκρατορία Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 29. Πρβλ. επίσης R. Rémondon, Crise 128.
259 200 σκευής οχυρώσεων» επί της Τετραρχίας 405. Ο W. Seston και ο S. Johnson παρατηρούν επιπρόσθετα ότι ποτέ ξανά μετά τον Διοκλητιανό δεν ανελήφθη τόσο ολοκληρωμένο οχυρωματικό πρόγραμμα που να κάλυψε όλη την περίμετρο της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας 406. Πλείστοι άλλοι ιστορικοί δεν παύουν επίσης να υπερτονίζουν τη μέριμνα του Διοκλητιανού και των συναυτοκρατόρων του για την κατασκευή οχυρώσεων σε όλο το μήκος και πλάτος της απειλούμενης αυτοκρατορίας καθώς και την ασφάλεια που επέφερε στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας ο οχυρωματικός «οργασμός» της περιόδου 407. Ακόμη και ο B. Isaac, ο σφοδρότερος πολέμιος τέτοιων θεωριών, προβαίνει στη διαπίστωση ότι η Ρώμη ασκούσε επιθετική πολιτική στην Ανατολή, στην περιφέρεια δηλαδή με την οποία ασχολείται, τουλάχιστον μέχρι την ηγεμονία του Διοκλητιανού 408. Παραδέχεται λοιπόν -έμμεσα έστω- ότι από τις αρχές του 4 ου αι. και έπειτα η προσοχή στράφηκε περισσότερο στην άμυνα! Το σημαντικότερο εντούτοις επιχείρημα το οποίο κρίνω πως εδραιώνει πέραν πάσης αμφιβολίας το γεγονός ότι την βάση της αμυντικής πολιτικής του Διοκλητιανού αποτελούσε η ακατάπαυστη οχυρωματική δραστηριότητα προέρχεται από μία καίρια γενική παρατήρηση που έχουν ήδη κάνει ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί: φαίνεται ότι τις εκστρατείες και περιοδείες του Διοκλητιανού και των συναυτοκρατόρων του στα διάφορα μέτωπα ακολουθούσε η προσωπική τους ανάμιξη στη συστηματική οχύρωση συνόρων και πόλεων 409. Η στενή συνάφεια ανάμεσα στις εκστρατείες ή τις περιοδείες και στην κατασκευή οχυρωματικών έργων αποδεικνύεται ξεκάθαρα μέσα από τα πεπραγμένα των ηγεμόνων της Τετραρχίας. Στη Γαλατία και τη Βρετανία η απόκρουση των γερμανικών εισβολών, η αντιμετώπιση της εξέγερσης των Βαγαυδών και του κινήματος των Καραύσιου και Άλληκτου συνοδεύτηκε από τη μεθοδική αναδιοργάνωση του μετώπου του Ρήνου, των ακτών της Μάγχης και του αδριάνειου τείχους στη βόρεια Βρετανία 410. Κατά μήκος των παραδουνάβιων επαρχιών οι νικηφόρες συγκρούσεις με τους Αλαμαννούς στη Ραιτία, με τους Σαρμά- 405 N. Gudea, Befestigungen 178. Εμπνέεται προφανώς από τον Λακτάντιο (πρβλ. de mort. pers ), ο οποίος κατέκρινε μεταξύ άλλων το υπέρμετρο πάθος του Διοκλητιανού για πολυδάπανες κατασκευές και οικοδομές κάθε είδους. 406 W. Seston, Dioclétien 298. S. Johnson, Fortifications Βλ. σχετικά D. van Berchem, Armée et réforme R. McMullen, Response 190. P. Petit, Empire romain 23. W. Seston, Dioclétien 303, 320, 322. Του ιδίου, Verfall 494. R. Rémondon, Crise 127. A. H. M. Jones, Later Empire Ι M. Grant, Climax 41. E. N. Luttwak, Grand Strategy , 132, Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 63, 215. J. C. Mann, Frontiers 181. S. Johnson, Fortifications , 253, 255. Σοφία Πατούρα, Βόρειες επαρχίες 317. B. Isaac, Limitanei S. Williams - G. Friell, Theodosius 77, 78, 104. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 15, 17, M. J. Nicasie, Twilight B. Isaac, Limits Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 98-99, 114. W. Seston, Dioclétien Του ιδίου, Verfall 494. R. Rémondon, Crise 125, 127. S. Johnson, Fortifications Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 28-31, 132, 297. D. van Berchem, Armée et réforme 56 (Βρετανία). P. Petit, Empire romain H. Schönberger, Germany 179 (Ραιτία). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 25. S. Johnson, Fortifications 251 (Βρετανία). C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 562 (Ρήνος).
260 τες στην Παννονία, και με τους Κάρπους και Γότθους στη Θράκη συνδέονται άμεσα με την συνεπακόλουθη οχυρωματική κάλυψη του εκτεταμένου αυτού μετώπου 411. Στις μεσανατολικές επαρχίες οι πόλεμοι με τους Σασσανίδες Πέρσες οδήγησαν τον Διοκλητιανό και τον καίσαρά του Γαλέριο να επιμεληθούν την οχύρωση συνόρων, την κατασκευή οδικών αξόνων και την τείχιση πόλεων 412. Τέλος, στην Αίγυπτο και τη Β. Αφρική την κατάπνιξη τοπικών εξεγέρσεων και την απόκρουση νομαδικών επιδρομών διαδέχτηκε η ανασυγκρότηση των τοπικών αμυντικών δυνάμεων και η αναδιάρθρωση του αχανούς μετώπου 413. Αποτελεί σταθερή μας πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη αμυντική πολιτική του Διοκλητιανού συμπαραδήλωνε και την αντίστοιχη ύπαρξη υψηλής στρατηγικής. Σε αυτό το συμπέρασμα εκτιμώ πως συναινούν και οι σωζόμενες μαρτυρίες των πηγών. Όπως προαναφέραμε, ο Ζώσιμος και ο Ευνάπιος εξαίρουν την προσωπική μέριμνα του Διοκλητιανού για την οχύρωση των εσχατιών της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι Λατίνοι πανηγυριστές υμνούν στα κείμενά τους την προσήλωση των ηγεμόνων της Τετραρχίας στο έργο της ασφάλειας των συνόρων και των επαρχιών του κράτους. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αιτιολογούσε με καθαρά στρατηγικούς όρους την οργάνωση της άμυνας στη Μεσοποταμία (γράφει ότι οι περσικές εισβολές ώθησαν τον Διοκλητιανό να αναλάβει εκτενές οχυρωματικό πρόγραμμα που κάλυψε το εσωτερικό αυτών των παραμεθόριων επαρχιών). Επιπροσθέτως, ο Ιωάννης Μαλάλας (6 ος αι.), αν και αρκετά μεταγενέστερος από την περίοδο που εξετάζουμε, αναγνωρίζει ως βασικές αιτίες αναδιάρθρωσης της αμυντικής στρατηγικής στο ανατολικό μέτωπο από την Ερυθρά Θάλασσα ως τη Μεσοποταμία (οχύρωση συνόρων επιβολή του θεσμού των δουκών) τον φόβο που προκαλούσαν οι περσικές εισβολές και οι αραβικές επιδρομές. Συνεπώς, όλες οι σχετικές αναφορές των πηγών μάς αποκαλύπτουν την αμυντική στρατηγική στα χρόνια του Διοκλητιανού. Η ίδια η πρόνοια για την προστασία του limes romanus συνιστούσε αναμφίβολα τον ακρογωνιαίο λίθο της υψηλής στρατηγικής του. Οι αλλεπάλληλες επισκέψεις του Διοκλητιανού -και των συναυτοκρατόρων του βέβαια- στα διάφορα μέτωπα που ακολουθούνταν από οχυρωματικά έργα μετά την αναχώρησή του λει Πρβλ. W. Seston, Dioclétien 28-30, , , E. N. Luttwak, Grand Strategy 176. P. Petit, Empire romain 14. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 157. A. Mócsy, Festungstyp 195. H. Schönberger, Germany 179. P. Brennan, Bridgehead Dispositions O. Toropu, Dacie Ripensis Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 63, 215. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. Αμμιανός Ιωάννης Μαλάλας (συνδέει τη νίκη του Γαλερίου κατά των Περσών με την οχύρωση των ανατολικών συνόρων από τον Διοκλητιανό). Πρβλ. επίσης W. Seston, Dioclétien 29, 31, E. N. Luttwak, Grand Strategy 159. P. Petit, Empire romain S. Johnson, Fortifications 61. M. P. Speidel, Roman Road 214, , M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I (σχετικές πηγές). 413 Πρβλ. και W. Seston, Dioclétien 31, 132 (Αίγυπτος) 297 (Β. Αφρική). D. van Berchem, Armée et réforme (Αίγυπτος). E. N. Luttwak, Grand Strategy 158 (Β. Αφρική), (Αίγυπτος). P. Petit, Empire romain 13-14, 15 (Αίγυπτος) 192 (Β. Αφρική). J. Arce, Diocesis Hispaniarum 607 (Μαυριτανία- Τιγγιτανία). P. Brennan, Elephantine (Αίγυπτος, ο αριθμός των στρατευμάτων διπλασιάστηκε επί Διοκλητιανού). B. H. Warmington, African Provinces 8 (Β. Αφρική). D. Woods, Varus 187 (Αίγυπτος). J. D. Thomas, Revolt (Αίγυπτος). P. J. Sijpesteijn, P. Princeton II 50 and the Number of Soldiers in Egypt, ZPE 65 (1986) 168 (πίνακας όπου διαφαίνεται αύξηση του στρατού στην Αίγυπτο επί Διοκλητιανού).
261 202 τουργούν επίσης προς την υιοθέτηση τέτοιων συμπερασμάτων. Προέβαινε δηλαδή και ο ίδιος προσωπικά σε αυτοψίες της αμυντικής οργάνωσης των συνόρων. Επομένως, θα πρέπει να φανταστούμε ότι έδινε παράλληλα κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες, ίσως μάλιστα να επέβλεπε κατά τόπους και όσο του επιτρεπόταν ακόμη και την πρόοδο κατασκευής των πολυπληθών οχυρωματικών έργων 414. Επιπλέον, οι νέες συνοριακές ρυθμίσεις που επέβαλε ο μεγάλος αυτός Ρωμαίος ηγεμόνας σε απόμακρες κυρίως γωνιές της αυτοκρατορίας, αποδεικνύουν την προσαρμογή της αμυντικής στρατηγικής στις απαιτήσεις των καιρών. Η απόσυρση των ρωμαϊκών δυνάμεων από τη Φρισία (σημ. Ολλανδία) και η τοποθέτησή τους παράλληλα με τον ρου του Κάτω Ρήνου, η εγκατάλειψη συνοριακών περιοχών, όπως του limes Volubilis στη νότια Τιγγιτανία και του Δωδεκασχοίνου στην Άνω Αίγυπτο, η πιθανή αποκατάσταση της ρωμαϊκής επιρροής σε εδάφη βορείως του Δούναβη και η προσάρτηση των υπερτίγρειων περιοχών (regiones Transtigritanae) στον κορμό της αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με την εκ νέου μετατροπή της Αρμενίας σε προτεκτοράτο της Ρώμης, αποτελούσαν σαφείς στρατηγικές επιλογές της τότε ανώτατης ηγεσίας του κράτους που υποδεικνύουν προμελετημένη πολιτική βούληση 415. Η στρατηγική διάσταση καθίσταται προφανής: η εξασφάλιση πρωτίστως καλύτερων θέσεων άμυνας και παράλληλα, δευτερευόντως, η εξεύρεση προωθημένων βάσεων για την εξαπόλυση επιθέσεων (κυρίως εναντίον του σασσανιδικού βασιλείου και των βαρβάρων του μέσου Δούναβη). Η νέα μεθοριακή γραμμή της εξέχουσας της Μεσοποταμίας (Χαβώρρας ποταμός-όρη των Σιγγάρων-Τίγρης-regiones Transtigritanae) ήταν πράγματι ιδανικά επιλεγμένη για την εξυπηρέτηση των γενικότερων στρατηγικών συμφερόντων της Ρώμης. Ειδικά η κατάληψη των πέντε υπερτίγρειων επαρχιών της Ιγγιληνής, Σοφηνής, Αρζανηνής, Κορδουηνής και Ζαβδικηνής μετά τη νικητήρια συνθήκη ειρήνης του 298 που επιβλήθηκε στους Πέρσες, συνιστούν κατά τη γνώμη μου τη μεγαλύτερη απόδειξη που συνηγορεί προς την ύπαρξη υψηλής στρατηγικής στα χρόνια του Διοκλητιανού. Αυτή η προσάρτηση προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής στους υστερορωμαϊκούς φιλολογικούς και ιστορικούς κύκλους 416. Εντούτοις, ο B. Isaac σχολιάζει, εντελώς λανθασμένα κατά την 414 O W. Seston (Verfall 494) σχολιάζει μάλιστα ότι η προσωπική ανάμιξη του Διοκλητιανού στο εγχείρημα αυτό στάθηκε τόσο άμεση και η εποπτεία του τόσο στενή, ώστε να δίνεται η εντύπωση πως εφαρμόστηκε ένα πολύ συγκεκριμένο επιτελικό σχέδιο με ιθύνοντα νου τον ίδιο τον αυτοκράτορα. 415 Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 108, , καθώς και τον Χάρτη 3.2 στις σ Για τις αποσύρσεις βλ. και R. McMullen, Roman Response 189. R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 37 (απόσυρση από τη Φρισία). Ο Αμμιανός (17.8.3) μνημονεύει ρητά την παραχώρηση της Φρισίας (γνωστής εκείνα τα χρόνια και ως Βαταβικής) στους Σάλιους Φράγκους. 416 Βλ. Eumenii Oratio IX(IV) Πέτρος Πατρίκιος, Απόσπ , (πολύ αναλυτικά οι διαπραγματεύσεις και πλήρεις οι όροι). Festus 14.6 και Aurelius Victor, de Caes Isidorus, Chronica 326a. Ιωάννης Ζωναράς (ουσιαστικά κάνει μνεία για άνευ όρων παράδοση των Περσών). Αρκετοί άλλοι (λ.χ. Ευτρόπιος, Λακτάντιος, Ιουλιανός, Ιερώνυμος, Αμμιανός, Ορόσιος, Ιορδάνης, Ιωάννης Μαλάλας, Θεοφάνης, Πασχάλιο Χρονικό, Historia Augusta, Chronicon a.354) αρκούνται να υπογραμμίσουν τα στρατιωτικά κατορθώματα του Γαλερίου και του Διοκλητιανού κατά των Περσών στην Ανατολή και τον επακόλουθο μεγαλειώδη θρίαμβο που έλαβε χώρα στη Ρώμη. Μάλιστα στον Laterculus Polemii Silvii (8.11) αναφέρεται ότι οι περιοχές αυτές οργανώθηκαν σε επαρχία με το όνομα «Sophanene». Ο Σύρος χρονο-
262 εκτίμησή μου, ότι η προσάρτηση των «υπερτίγρειων περιοχών» ήταν μια ακόμη ένδειξη ρωμαϊκής στρατιωτικής παρουσίας και εκτός της μεθορίου που πιστοποιεί το γεγονός ότι δεν υπήρχε η έννοια των εξωτερικών συνόρων 417. Αν όμως δεν υπήρχε κάποιου είδους υψηλή στρατηγική, τότε για ποιον λόγο προσάρτησε ο Διοκλητιανός τις υπερτίγρειες περιοχές; Απλώς και μόνο για τη δόξα της Ρώμης; Δεν το νομίζω. Παρ όλες τις απόψεις μελετητών όπως του B. Isaac, πιστεύω ότι τεκμηριώνεται με ασφάλεια η ύπαρξη συγκεκριμένης στρατηγικής, με βάση την οποία αυτές οι περιοχές ήταν εξαιρετικά χρήσιμες για την εκτόξευση επιθέσεων στη βόρεια Περσία και τη Μηδία. Η μεγάλη στρατηγική τους σημασία αποδεικνύεται επίσης από την επιμονή των Σασσανιδών για την επιστροφή τους σε περσικά χέρια κατά τη σύναψη της ετεροβαρούς για τους Ρωμαίους συνθήκης ειρήνης το Αν ήταν πράγματι επουσιώδης η προσθήκη των «πέντε επαρχιών» στα ρωμαϊκά εδάφη 65 χρόνια νωρίτερα, τότε δεν βρίσκω τον λόγο που κρύβεται πίσω από την εμμονή των Περσών για την ανακατάληψή τους. Αυτές οι συγκεκριμένες περιοχές αποτελούσαν επίσης μια έξοχη βάση στρατολόγησης εξαιρετικά πολεμικών φυλών, όπως των Ζαβδικηνών και των Κορδουηνών (μάλλον οι Κούρδοι), μονάδες των οποίων εξακολουθούσαν να υπηρετούν στις τάξεις του υστερορωμαϊκού στρατού έναν αιώνα αργότερα 419. Αναφέρεται μάλιστα στις πηγές της περιόδου η καταδίωξη και σφαγή υπερτίγρειων στρατιωτών από τους Πέρσες το 359, αμέσως μετά την εκπόρθηση της Άμιδας, ενώ λίγο αργότερα ανάλογη μοίρα περίμενε τους υπερασπιστές της Βεζάβδης, προφανώς ως αντίποινα για την προγενέστερη σύμπραξή τους με τους Ρωμαίους 420. Τόσο πολύ φαίνεται πως είχε κοστίσει στους Πέρσες αυτή η απώλεια, ώστε τους είχε εμποτίσει με βαθύ μίσος. Με άλλα λόγια, αντιμετώπισαν τους στρατιώτες αυτούς ουσιαστικά ως προδότες. vi. Ο ρόλος του comitatus Όσον αφορά το ζήτημα της ύπαρξης κεντρικής «στρατηγικής» εφεδρείας ή γενικότερα εφεδρικών δυνάμεων, θεωρώ πως έχει απαντηθεί εν μέρει παραπάνω. Ως τέτοια δύναμη θα μπορούσαμε να περιγράψουμε μόνο τον διοκλητιάνειο comitatus, μόνο που αυτός 203 γράφος του 6 ου αι. Ιησούς Στυλίτης αναφέρει ρητά στο χρονικό του (8.6) την κατάληψη της Νίσιβης από τους Ρωμαίους το 297/98. Βλ. επίσης και E. Honigmann, Ostgrenze 4. C. S. Lightfoot, Nisibis B. Isaac, Limits 401. Αντιπρβλ. P. Petit, Empire romain 16 (καίρια η σημασία της συνθήκης). 418 Ο Αμμιανός (17.5.6, ), ο Λιβάνιος (Επιστολαί 331.3) και ο Ιωάννης Ζωναράς ( ) αναφέρουν ξεκάθαρα ως αιτία του πολέμου του την απαίτηση του Σαπώρη Β για επανόρθωση των συνόρων στην προ του 298 κατάσταση. Οι διεκδικήσεις του Σαπώρη ικανοποιήθηκαν, τελικά, σε μεγάλο βαθμό με την επαχθή για τους Ρωμαίους συνθήκη του 363. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο Σασσανίδης Μεγάλος Βασιλιάς επέμεινε στους στόχους που είχε θέσει καθ όλη τη διάρκεια των συγκρούσεων των ετών και 363. Δρούσε, συνεπώς, όχι τυχαία, αλλά με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. 419 Not. Dign. Or (Transtigritani, legio pseudocomitanensis υπό τον magister militum per Orientem). Not. Dign. Or (ala XV Flavia Carduenorum), (cohors XVI Valeria Zabdenorum) υπό τον δούκα της Μεσοποταμίας. Occ. 6.83=7.209 (equites sagittarii Cordueni=equites Cardueni comitatenses, vexillatio comitatensis υπό τον comes Tingitaniae). Θα πρέπει να υποθέσουμε πως και άλλες τέτοιες μονάδες υπηρέτησαν στον υστερορωμαϊκό στρατό, αρκετές από τις οποίες χάθηκαν κατά τη διάρκεια των σφοδρών περσορωμαϊκών πολέμων στα μέσα του 4 ου αι. Επίσης βλ. P. Lond. I.210.no113.5a. BGU 369 (για μονάδες Transtigritani σε παπύρους). Βλ. J. Maspero, Égypte 48, 141. R. Grosse, Militärgeschichte Αμμιανός
263 204 δεν είχε αποκτήσει ακόμη τόσο ξεκάθαρη στρατιωτική αποστολή, όπως θα δούμε ότι συνέβη με τους comitatenses και τους palatini του 4 ου αι., μετά τις μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του. Αναμφίβολα, επίλεκτα στρατεύματα του comitatus απάρτισαν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα τον πυρήνα των κομιτατήσιων θα μπορούσαμε επίσης να ισχυριστούμε ότι αποτέλεσαν προγονική μορφή τους 421. Ποτέ όμως δεν απέκτησαν χαρακτήρα ανάλογο των τελευταίων, παρ όλους τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς νεότερων μελετητών 422. Ο διοκλητιάνειος comitatus αποτελούσε ταυτόχρονα τον «στρατό συνοδείας» των Τετραρχών ηγεμόνων, σχημάτιζε σε πολλές περιπτώσεις τον πυρήνα των εκστρατευτικών σωμάτων, συνιστούσε επίσης ένα σώμα διευρυμένης «αυτοκρατορικής φρουράς», έπαιζε τον ρόλο του «αυτοκρατορικού στρατηγείου» και παράλληλα απάρτιζε ένα είδος «κινητής αυτοκρατορικής κυβέρνησης», αφού περιελάμβανε στις τάξεις του όλα τα απαραίτητα στελέχη για την διεκπεραίωση του πολύπλοκου έργου της διακυβέρνησης του κράτους σε μία περίοδο κατά την οποίαν οι αυτοκράτορες διαρκώς μετακινούνταν 423. Οι αναφορές των πηγών είναι διαφωτιστικές. Σε ευχαριστήριο λόγο προς τον Μ. Κωνσταντίνο, τον οποίο εκφώνησε ανώνυμος Λατίνος πανηγυριστής το 311, ο ρήτορας αναφέρει ότι τον αυτοκράτορα πλαισίωναν στους Τρεβήρους «όλος ο (απαραίτητος) κρατικός μηχανισμός» (omnis imperii apparatus) και, το κυριότερο, «ολόκληρη η συνοδεία των φίλων του» (totus tibi amicorum tuorum comitatus) 424. Προφανώς τον Μ. Κωνσταντίνο «συνόδευαν» τόσο πολιτικοί, όσο και στρατιωτικοί αξιωματούχοι. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος απεικονίζει τον comitatus με τη μορφή της κινητής κυβέρνησης ή του αυτοκρατορικού στρατηγείου σε πάμπολλα σημεία του έργου του 425. Αλλού τον αποτυπώνει με τέτοιο τρόπο, 421 Πρβλ. λ.χ. την ανάλυση του W. Seston, Comitatus Όπως του N. H. Baynes, Notes H. M. D. Parker, Legions P. Petit, Empire romain 24. S. Perowne, Roman World 21. M. Grant, Climax Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 67 (τον χαρακτηρίζει ως τακτικό στρατό). R. Cowan, Legionary Πρβλ. επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 59, (αμφιταλαντεύεται όμως να τον περιγράψει ως: «March- oder Feldheer»). A. H. M. Jones, Later Empire Ι 49-50, 52. R. McMullen, Roman Response 188. Ως στρατό συνοδείας τον χαρακτηρίζουν οι: W. Seston, Dioclétien , 320 (τον ονομάζει όμως και «armée de manœuvre», δηλαδή στρατό ελιγμών). Του ιδίου, Comitatus Του ιδίου, Verfall 495. A. Piganiol, Histoire 446. D. van Berchem, Armée et réforme E. N. Luttwak, Grand Strategy 187, υποσημ. 209 σ R. Rémondon, Crise 127. D. Hoffmann, Oberbefehl 381. A. Kazhdan, ODB Vol. I, λήμμα «comitatenses» σ S. McDowall, Cavalryman 4 (χαρακτηρίζει τον διοκλητιάνειο comitatus «a small central field army»). Ο P. Petit (Empire romain 24) ουσιαστικά ακροβατεί ανάμεσα στις δύο σχολές. Τέλος, οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 15-17) εκθέτουν την προβληματική, τις δύο αντίρροπες σχολές και περιορίζονται να σχολιάσουν ότι ο τετραρχικός comitatus απάρτιζε έναν μικρό εφεδρικό στρατό εκστρατείας που είχε όμως πολλαπλή αποστολή, αφού απαρτιζόταν όχι μόνο από στρατιωτικούς, αλλά και διοικητικούς αξιωματούχους, αποτελώντας έτσι ένα είδος «περιπατητικής αυλής» (peripatetic court). 424 Gratiarum Actio Constantino Aug. V(VIII) Πρβλ. Αμμιανός : «ad comitatum principis advolavit» : «Serdicam in castris Augusti Constantius...Ursulum (τότε comes sacrarum largitionum) redire ad comitatum...iussit» : «Ursicinus vero curaturus pedestrem militiam...ad comitatum reverertur, quo praesens...» , 16, 27, Πρβλ. επίσης Αθανάσιος, Απολογητικός δεύτερος : «ὅπως ἀμερίμνως εἰς τὸ ἡμέτερον κομιτάτον παραγένῃ διὰ τὸ μάλιστα βούλεσθαι ἡμᾶς ἀποστεῖλαί σε εἰς τὰ
264 ώστε να ενισχύεται η εικόνα της στρατιωτικοποίησης του κράτους που είχε αρχίσει ήδη από τα χρόνια της Τετραρχίας να αποκρυσταλλώνεται, χρησιμοποιώντας φρασεολογία του τύπου «ad comitatum accitus venit ad commilitium principis» 426. Αργότερα, τον 6 ο αι. ο Ιωάννης Λυδός σημείωνε: «λέγουσι, καὶ κομιτᾶτον ἁπλῶς τὴν βασιλέως συνοδίαν» 427. Πάντως, σε κάθε περίπτωση γίνεται φανερή η έλλειψη ακόμη κάποιας αξιόπιστης, συγκροτημένης στρατηγικής εφεδρείας 428. Ο comitatus του Διοκλητιανού είχε στρατιωτικοδιοικητική μορφή, ενώ οι comitatenses του Μ. Κωνσταντίνου σχημάτιζαν αμιγή σώματα στρατού υπό τη μορφή στρατηγικής εφεδρείας. 205 Συνοψίζοντας, πιστεύω ακράδαντα ότι ο Διοκλητιανός εισέπραξε τα μηνύματα και τα σημάδια των καιρών, και ανάλογα προσάρμοσε τη στρατηγική του ύστερου ρωμαϊκού κράτους (οχύρωση πόλεων οχύρωση συνόρων καθιέρωση νέας μορφής οχυρώσεων αλλαγές στη δομή των ενόπλων δυνάμεων αλλαγές στη διοίκηση θεσμοθέτηση των δουκών κ.ά.). Η προσέγγιση που ακολούθησε δεν υπήρξε τόσο συντηρητική, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ήταν πραγματικά ρεαλιστική και απόλυτα προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα 429. Η αμυντική του στρατηγική ήταν ξεκάθαρη. Κύρια επιδίωξη ήταν ο περιορισμός των εχθροπραξιών σε όσο το δυνατό στενότερο τμήμα της μεθορίου, ούτως ώστε η αυτοκρατορία να αποφύγει τα δεινά που προκάλεσαν οι βαθιές βαρβαρικές διεισδύσεις εντός της επικράτειας, έπειτα από την κατάρρευση της «προωθημένης περιμετρικής άμυνας» των Αντωνίνων και των Σεβήρων και κατά τη διάρκεια εφαρμογής της «ελαστικής άμυνας» από ἴδια» και : «ὅπως ἀποσταλέντος πρεσβυτέρου πρὸς σὲ ἐλθεῖν εἰς τὸ ἡμέτερον κομιτάτον σπουδάσῃς ἐπὶ τῷ ἰδόντα σε τὴν ἡμετέραν πρόσοψιν εὐθέως εἰς τὴν Αλεξάνδρειαν ὁδεύσῃς» (επιστολές του αυτοκράτορα Κωνστάντιου προς τον Άγιο Αθανάσιο). Επιφάνιος, Πανάριον : «νύκτωρ ἀναχωρήσας ἀνέρχεται πρὸς Κωνσταντῖνον εἰς τὸ κομητάτον». 426 Αμμιανός Η πορεία προς την στρατιωτικοποίηση του κράτους είχε ήδη αρχίσει. Είναι ενδεικτικό ότι την εποχή αυτή καθιερώθηκε ένας νέος όρος (militia armata) για να ξεχωρίζει ο στρατιωτικός κλάδος από την πολιτική διοίκηση που πλέον ονομαζόταν «militia officialis». Πρβλ. Lactantius, De mort. pers. 31. Βλ. W. Seston, Dioclétien H. P. L Orange, Civic Life 7-8. A. H. M. Jones, Later Empire II 566. R. I. Frank, Scholae Palatinae 43. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 75. Κάθε αυτοκρατορική υπηρεσία, τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική, χαρακτηριζόταν πλέον με τον όρο «στρατεία» (λατ. militia). C. Mango, Βυζάντιο Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Περιέργως έτσι περιγράφει τον διοκλητιάνειο comitatus σε άλλο σημείο του βιβλίου της και η Averil Cameron (Ύστερη αυτοκρατορία 79). 428 Το 1923 ο E. C. Nischer (Reforms 6-9) διατύπωσε μία θεωρία σύμφωνα με την οποία ο Διοκλητιανός χρησιμοποίησε αρκετές λεγεώνες ως περιφερειακή και κεντρική εφεδρεία («divisional and main reserves»). Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι ο αυτοκράτορας δημιούργησε περιφερειακά εφεδρικά σώματα, αποτελούμενα από δύο λεγεώνες, τα οποία κάλυπταν το μέτωπο του Ρήνου, του άνω Δούναβη, του κάτω Δούναβη, του Πόντου και της Αρμενίας, της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου και της Αφρικής, ενώ παράλληλα διέθετε δύο σώματα στρατού στις Άλπεις και στην Ισαυρία, αποτελούμενα από τρεις λεγεώνες το καθένα, που λειτουργούσαν ως κεντρική εφεδρεία για τη Δύση και την Ανατολή αντίστοιχα. Τη θεωρία αυτή απέρριψαν ασυζητητί ο N. H. Baynes (Notes 203) και ο H. M. D. Parker (Legions 178) ως τελείως αβάσιμη. Νομίζω πως δεν είναι τυχαίο ότι έκτοτε κανείς ιστορικός δεν υιοθέτησε τη θεωρία του E. C. Nischer φαίνεται μάλιστα πως περιέπεσε έκτοτε σε απόλυτη λήθη. 429 D. Hoffmann, Oberbefehl 382.
265 206 τον Γαλλιηνό και τους διαδόχους του 430. Ήταν τέτοια η προσήλωση γενικά των Τετραρχών ηγεμόνων στο έργο της αμυντικής θωράκισης της αυτοκρατορίας, ώστε πολύ επιτυχημένα ο E. N. Luttwak σχολίασε ότι «A magnificent palace falling into ruin, the empire was restored under the tetrarchy, but it was restored as a solid and austere fortress» 431. Στον δρόμο που χάραξε ο Διοκλητιανός και οι συναυτοκράτορές του πορεύτηκαν οι ηγεμόνες του 4 ου αι. με προεξάρχοντα τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Η αμετάκλητη πορεία προς τη μεταμόρφωση του ρωμαϊκού στρατού από την κλασική δομή των τριών πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων στη στρατιωτική μηχανή του πρώιμου βυζαντινού κράτους από τον 4 ο ως τον 7 ο αι. είχε πλέον ξεκινήσει. (Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 300 μ.χ.) 430 E. N. Luttwak, Grand Strategy E. N. Luttwak, Grand Strategy 130.
266 207 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΥΣΤΕΡΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΝ 4 ο αι. ( )
267 Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΟΝΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ( ) Το χρονικό διάστημα ανάπαυλας μετά τους πολέμους του Διοκλητιανού και των συναυτοκρατόρων του αποδείχτηκε βραχύβιο. Το σύστημα της Τετραρχίας αποδείχτηκε εξίσου θνησιγενές. Αμέσως μετά την οικειοθελή παραίτηση του Διοκλητιανού από τον θρόνο το 305 ξέσπασαν σφοδρές διαμάχες μεταξύ των επιγόνων του στην ηγεσία του κράτους, με αποτέλεσμα η αυτοκρατορία να συρθεί στη δίνη των εμφυλίων πολέμων, που την ταλαιπώρησαν σημαντικά για μία σχεδόν εικοσαετία. Νικητής και απόλυτος κυρίαρχος μέσα από αυτή τη σκληρή διαπάλη εξήλθε τελικά ο Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus), ο γιος του Κωνστάντιου Χλωρού. Ο Κωνσταντίνος συνόδευε το 306 τον πατέρα του σε εκστρατεία στη βόρεια Βρετανία. Αμέσως μετά τον θάνατο του Κωνστάντιου το ίδιο έτος ανακηρύχθηκε αύγουστος από τα τοπικά στρατεύματα στην Υόρκη (λατ. Eboracum) της Βρετανίας. Το σύστημα της Τετραρχίας έπνεε πλέον τα λοίσθια. Μια σειρά από καίσαρες και αυγούστους συγκρούστηκαν σκληρά τα επόμενα χρόνια απ άκρου εις άκρον της αυτοκρατορίας για να διασφαλίσουν τη θέση τους και να επεκτείνουν την επιρροή τους. Οι σημαντικότεροι σταθμοί στην πορεία του Κωνσταντίνου προς την τελική επικράτηση υπήρξαν η νίκη του επί του ανταπαιτητή (Προτομή Μ. Κωνσταντίνου) Μαξέντιου (Maxentius), γιου του πρώην αυτοκράτορα Μαξιμιανού, στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας λίγο έξω από τη Ρώμη το 312, που κατέληξε μάλιστα στον θάνατο του ίδιου του Μαξέντιου, καθώς και η νίκη του αρχικά στην Αδριανούπολη της Θράκης και κατόπιν στη Χρυσούπολη της Βιθυνίας κατά του τελικού του αντιπάλου Λικινίου (Licinius) το 324. Οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι διαμάχες της περιόδου καταγράφονται ευσύνοπτα σε ανώνυμη πηγή του 4 ου αι. (περίπου 390) με τον τίτλο «Origo Constantini Imperatoris» που συμπεριλήφθηκε τον 17 ο αι. στα «Excerpta Valesiana». Για πρώτη φορά ύστερα από σαράντα χρόνια ένας και μόνος άνθρωπος εξουσίαζε τις τύχες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για μία και πλέον δεκαετία ο Κωνσταντίνος μπόρεσε, ανενόχλητος από εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, να επιδοθεί απερίσπαστος στα εσωτερικά του κράτους, πρώτα να συνειδητοποιήσει και έπειτα να δώσει σάρκα και οστά σε μερικά από τα τολμηρότερα όνειρά του ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΟΚΕΣ ΤΟΝ 4 ο αι. ( ) Ο Μ. Κωνσταντίνος ευτύχησε να συνδέσει το όνομά του με μια σειρά επιτυχιών στον στρατιωτικό τομέα εναντίον βαρβαρικών φυλών. Αφού πρώτα θωράκισε το μέτωπο του Δούναβη, έστρεψε το ενδιαφέρον του εναντίον των Αλαμαννών, τους οποίους κατατρόπωσε το 330 στον Ρήνο. Αμέσως μετά επωφελήθηκε από έναν πόλεμο που είχε ξεσπάσει 1 Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Μέγας Αιών 33.
268 ανάμεσα στους Σαρμάτες και τους Βανδάλους από τη μια πλευρά και στους Γότθους από την άλλη. Ο Κωνσταντίνος κινήθηκε εναντίον των Γότθων στον Κάτω Δούναβη και το 332 τους νίκησε κατά κράτος. Η συνθήκη που υπεγράφη μεταξύ Ρωμαίων και Γότθων μετέτρεψε το γοτθικό κράτος σε εξαρτημένο σύμμαχο της αυτοκρατορίας. Το επόμενο έτος (333) οι Σαρμάτες εισέβαλαν με τη σειρά τους στην Παννονία, αλλά συνετρίβησαν και ετράπησαν σε φυγή από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις. Οι περισσότεροι από αυτούς, οι πηγές αναφέρουν , αιχμαλωτίστηκαν ή παραδόθηκαν στον Κωνσταντίνο, ο οποίος τους εγκατέστησε στις παννονικές επαρχίες. Κατόπιν η προσοχή του αυτοκράτορα στράφηκε στην Ανατολή, όπου οι Σασσανίδες επιχείρησαν ανεπιτυχώς να προσεταιριστούν την Αρμενία που τελούσε υπό ρωμαϊκή προστασία μετά τη συνθήκη του 298. Οι περσικές προκλήσεις ανάγκασαν τελικά τον Μ. Κωνσταντίνο να κηρύξει πόλεμο κατά των Περσών το 337. Δεν πρόλαβε ωστόσο να διεξαγάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο θάνατος τον βρήκε σε προάστιο της Νικομήδειας στη Μ. Ασία στις 22 Μαΐου του 337. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε βαπτισθεί χριστιανός από τον επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου ξέσπασε η διελκυστίνδα της διαδοχής μεταξύ των πολυάριθμων συγγενών του. Με το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, το ζήτημα λύθηκε με βίαιο τρόπο. Σχεδόν όλοι οι άρρενες συγγενείς του Κωνσταντίνου θανατώθηκαν και στις 9 Σεπτεμβρίου αναγορεύτηκαν αυτοκράτορες οι τρεις γιοι του από τη δεύτερη γυναίκα του, τη Φαύστα, δηλαδή ο Κωνσταντίνος Β ( ), ο Κωνστάντιος Β ( ) και ο Κώνστας Α ( ). Ο πρώτος ως πρωτότοκος κράτησε τη Βρετανία, τη Γαλατία, την Ισπανία και είχε από την εποπτεία του τον μικρότερο αδελφό του Κώνσταντα που κυβερνούσε τις επαρχίες του Ιλλυρικού, της Ιταλίας και της Β. Αφρικής. Ο Κωνστάντιος διοικούσε τις πλούσιες ανατολικές επαρχίες μαζί με τη Θράκη. Μόνο δύο εξάδελφοί τους, ο μετέπειτα καίσαρας της Ανατολής Γάλλος ( ) και ο Ιουλιανός (καίσαρας της Γαλατίας , αυτοκράτορας ) επέζησαν της σφαγής. Σύντομα ωστόσο ο Κωνσταντίνος Β δολοφονήθηκε από όργανα του Κώνσταντα, ο οποίος παρέμεινε για δέκα χρόνια αυτοκράτορας ολόκληρης της Δύσης, πριν ανατραπεί και εκτελεστεί με τη σειρά του το 350 έπειτα από πραξικόπημα που οργάνωσε ο σφετεριστής αξιωματικός Μάγνος Μαγνέντιος ( ). Ο Μαγνέντιος ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Κωνστάντιου Β στη Μούρσα της Παννονίας το 353 μετά από φονικότατη σύγκρουση 2. Μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας κινήματα δεν έπαψαν να εκδηλώνονται και στο β μισό του 4 ου αι. με αποκορύφωμα εκείνα του Μάγνου Μάξιμου ( ) και του ειδωλολάτρη Ευγενίου ( ) στη Δύση, που οδήγησαν στον θάνατο δύο δυτικούς ηγεμόνες, τον Γρατιανό ( ) και τον Βαλεντινιανό Β ( ), γιους του άξιου αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Α ( ). Οι σφετεριστές συνετρίβησαν τελικά από τον αύγουστο της Ανατολής Θεοδόσιο ( ). Την ίδια περίοδο ( ) το ύστερο ρωμαϊκό κράτος δοκιμάστηκε από εχθρικές εισβολές που ενίοτε προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Η Τα Consularia Constantinopolitana (a.350) δίνουν άμεσα την εντύπωση μιας σύγκρουσης ανάμεσα στη «νομιμότητα» που εκπροσωπούσε ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β και στην «ανομία» που αντιπροσώπευε ο σφετεριστής Μαγνέντιος. Το κείμενο αναφέρει ότι «pugna magna fuit cum Romanis et Magnentianis».
269 210 σασσανιδική Περσία του Σαπώρη Β ( ) προέβη σε εισβολές στη ρωμαϊκή Μεσοποταμία κατά τη δεκαετία , με μηδαμινά ωστόσο αποτελέσματα. Στη Γαλατία η πρώτη μεγάλη γερμανική εισβολή μετά από πολλές δεκαετίες συνέβη το , λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Κωνστάντιου και του Μαγνέντιου. Οι καταλήψεις μεγάλων πόλεων και οι καταστροφές υπήρξαν τόσο εκτεταμένες, ώστε οδήγησαν στην εξαθλίωση μεγάλο τμήμα του γαλατικού πληθυσμού. Παρατηρούμε πάντως μερική αναστροφή της κατάστασης σε σχέση με τον 3 ο αι. Τότε οι εισβολές προκαλούσαν κινήματα, ενώ τώρα τα κινήματα προκαλούσαν εχθρικές εισβολές, ειδικά στη Δύση του 4 ου αι. Μολαταύτα, από το 355 ανέλαβε δράση στη Γαλατία ο Ιουλιανός, σταλμένος από τον ίδιο τον Κωνστάντιο για να προστατεύσει τις εκεί χειμαζόμενες επαρχίες. Με αλλεπάλληλες εκστρατείες του ανάμεσα στα έτη κατατρόπωσε τον έναν μετά τον άλλο τους επίφοβους γερμανικούς συνασπισμούς και αποκατέστησε την ειρήνη στο εσωτερικό της Γαλατίας. Αποκορύφωμα των προσπαθειών του στάθηκε η περίφημη νίκη του στη μάχη του Αργεντοράτου το 357 εναντίον πολλαπλάσιου στρατού Αλαμαννών 3. Εντούτοις στο ανατολικό μέτωπο τα πράγματα δεν πήγαιναν εξίσου καλά. Η μεγάλη περσική εισβολή του 359 έχασε τη δυναμική της εξαιτίας των τεράστιων απωλειών που επέφερε η σθεναρή ρωμαϊκή άμυνα. Πριν συμβεί τούτο, οι Πέρσες είχαν κατορθώσει να κυριεύσουν με δραματικό τρόπο τα μεγάλα οχυρά της Βεζάβδης, της Άμιδας και των Σιγγάρων. Ο Κωνστάντιος κινητοποιήθηκε, τον πρόλαβε ωστόσο η είδηση του κινήματος του Ιουλιανού, που εκδηλώθηκε στη Λουτέτια (σημ. Παρίσι) τον χειμώνα του 360/1, και κατόπιν ο ίδιος ο θάνατος στην Ταρσό της Κιλικίας το φθινόπωρο του 361. Γρήγορα τις προετοιμασίες για τον πόλεμο εναντίον της Περσίας ανέλαβε ο εξάδελφός του Ιουλιανός. Την άνοιξη του 363 μεγάλος στρατός ανδρών πέρασε τα σύνορα της Περσίας, διαιρεμένος σε δύο σώματα. Το ένα σώμα δύναμης ανδρών διοικούσε ο ίδιος ο Ιουλιανός και ακολούθησε τον ρου του Ευφράτη με κατεύθυνση την περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα. Τα υπόλοιπα στρατεύματα ( άνδρες) με επικεφαλής τους στρατηγούς Σεβαστιανό και Προκόπιο (εξάδελφο του Ιουλιανού) θα προήλαυναν ως την Κτησιφώντα, μέσω του Τίγρη. Ο αρχικός στρατηγικός σχεδιασμός του Ιουλιανού προέβλεπε δηλαδή έναν αριστοτεχνικό υπερκερωτικό ελιγμό με σκέλη της δύο ισχυρά εκστρατευτικά σώματα, που εντέλει θα έθεταν τον στρατό του Σασσανίδη μονάρχη Σαπώρη Β μεταξύ σφύρας και άκμονος μπροστά στα τείχη της ίδιας του της πρωτεύουσας. Το σχέδιο όμως κατέρρευσε εξαιτίας λανθασμένων επιλογών του Ιουλιανού και της αργοπορημένης προέλασης της δεύτερης στρατιάς. Τελικά ο Ιουλιανός αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία της Κτησιφώντας και σύντομα σκοτώθηκε σε αψιμαχία με τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της υποχώρησης. 3 Ο Αμμιανός σημειώνει ( και 4) ότι το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη διενέργεια ενός υπερκερωτικού ελιγμού αποτελούμενου στο ένα σκέλος από τις δυνάμεις του Ιουλιανού και στο άλλο από εκείνες του στρατηγού (magister peditum) του Κωνσταντίου Βαρβατίωνα, προκειμένου να περικυκλώσουν και να εξοντώσουν τους Αλαμαννούς. Το σχέδιο τελικά δεν εφαρμόστηκε εξαιτίας της ανικανότητας του Βαρβατίωνα και ο Ιουλιανός απέμεινε μόνος να αντιμετωπίσει τις πολλαπλάσιες δυνάμεις των Αλαμαννών. Πάντως αποδεικνύεται ότι η περίσφιξη ενός αντιπάλου στρατού με τη στρατηγική μέθοδο της «λαβίδας» (ή αλλιώς «τανάλιας») δεν ήταν άγνωστη στους Ρωμαίους.
270 Ο τρομαγμένος και αποθαρρυμένος από τις αρνητικές εξελίξεις αυτοκρατορικός στρατός εξέλεξε νέο ηγεμόνα τον Φλάβιο Ιοβιανό. Αυτός υπέγραψε γρήγορα ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με τον Σαπώρη Β προκειμένου να οδηγήσει τα εναπομείναντα στρατεύματα με ασφάλεια έξω από τα περσικά εδάφη και για να διασφαλίσει την προσωπική του εξουσία. Οι όροι της συνθήκης -στην ουσία επρόκειτο περί συνθηκολόγησης- προέβλεπαν την επιστροφή μεγάλου τμήματος της Β. Μεσοποταμίας και τριών από τις πέντε υπερτίγρειες περιοχές στους Πέρσες μαζί με τις στρατηγικές πόλεις της Νίσιβης, των Σιγγάρων, της Βεζάβδης και των Castra Maurorum. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Ιοβιανού στις αρχές του 364 ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Βαλεντινιανό Α. Λίγους μήνες αργότερα και έπειτα από απαίτηση του στρατού ο Βαλεντινιανός διόρισε αύγουστο της Ανατολής τον αδελφό του Βάλη ( ), ενώ ο ίδιος κράτησε τις δυτικές επαρχίες. Οι δύο αδελφοί γρήγορα καταπιάστηκαν με τις υποθέσεις του κράτους και με την απόκρουση των βαρβαρικών εισβολών στα ευρωπαϊκά εδάφη. Ο Βαλεντινιανός αποδείχτηκε ιδιαίτερα ενεργητικός, όχι μόνο γιατί συνέτριψε εχθρικούς γερμανικούς συνασπισμούς, αλλά και επειδή ανέλαβε ευρύ οχυρωματικό πρόγραμμα στις επαρχίες που εξουσίαζε. Παράλληλα φρόντισε για την ανασυγκρότηση και ενίσχυση των διαθέσιμων στρατευμάτων του. Ο Βάλης υπήρξε λιγότερο επιτυχής. Κατόρθωσε βέβαια να εξουδετερώσει την επανάσταση του εξαδέλφου του Ιουλιανού Προκόπιου (365) και να απωθήσει τους Γότθους ( ), δεν διαχειρίστηκε όμως σωστά το αρμενικό ζήτημα που είχε εκ νέου ενσκήψει ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και την Κτησιφώντα. Το χειρότερο όλων συνέβη το 376. Μόνον ως προάγγελο συμφορών πρέπει να υποδέχτηκαν στη ρωμαϊκή Ανατολή την είδηση της έλευσης των Ούννων στον προθάλαμο της αυτοκρατορίας, συγκεκριμένα στα εδάφη μεταξύ των ποταμών Τάναϊ (σημ. Ντον), Βορυσθένη (σημ. Δνείπερου) και Δούναβη. Οι Ούννοι ήταν ένας εξαιρετικά βάρβαρος λαός ιππέων ουραλοαλταϊκής καταγωγής, προερχόμενος από την Κεντρική Ασία. Κατά τη διάρκεια της αδιάκοπης πορείας τους παρέσυραν σε φυγή, αφού πρώτα τους κατατρόπωσαν, Αλανούς, Οστρογότθους και Βησιγότθους. Οι τελευταίοι ως άμεσα γειτνιάζοντες με τους Ρωμαίους εκλιπάρησαν τον Βάλη να τους δεχτεί ως υπόσπονδους στις παραδουνάβιες επαρχίες, όπου θα εγκαθίσταντο μαζί με τις οικογένειές τους. Ο Βάλης παρασύρθηκε από τους συμβούλους του και θεώρησε ότι οι Γότθοι θα προσέφεραν ανέξοδα πλήθος ανδρών, με τους οποίους θα πύκνωνε τις τάξεις του στρατού του αποδέχτηκε, λοιπόν, τις ικετήριες εκκλήσεις τους και τους επέτρεψε να διαβούν τον Δούναβη το 376. Ωστόσο γρήγορα ο ρωμαϊκός κρατικός οργανισμός αποδείχτηκε ανίκανος να ανταποκριθεί στις ανάγκες δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων, χιλιάδων ανθρώπων. Οι Βησιγότθοι μην υπομένοντας άλλο τις στερήσεις, την αρρώστια, την πείνα και τον εξευτελισμό τους από διάφορους ανεύθυνους κρατικούς αξιωματούχους, εξετράπησαν σε δηώσεις εναντίον της θρακικής υπαίθρου και σύντομα νίκησαν και στη συνέχεια απώθησαν τις τοπικές φρουρές. Η μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του ρωμαϊκού κράτους μόλις είχε ξεσπάσει. Μετά από δυο έτη συνεχών και αμφίρροπων μαχών, αψιμαχιών και συγκρούσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά η θρακική ενδοχώρα, ο 211
271 212 πόλεμος συνεχιζόταν. Ο Αμμιανός σημείωσε στο έργο του ότι το ρωμαϊκό κράτος εκείνα τα χρόνια κινδύνεψε πολύ σοβαρά από όλα τα γοτθικά έθνη που λυμαίνονταν ασύστολα τη Θράκη 4. Στο πλευρό των Βησιγότθων είχαν προστεθεί εντωμεταξύ χιλιάδες Οστρογότθοι, Αλανοί, καθώς και πολυάριθμοι ομοεθνείς τους ή μη που απασχολούνταν πρωτύτερα ως δούλοι ή δουλοπάροικοι στις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Θράκης. Οι Ρωμαίοι περιορίζονταν ακόμη στην προσπάθεια αναχαίτισης των βαρβάρων και αποτροπής της διείσδυσής τους πιο βαθιά στην αυτοκρατορική επικράτεια. Ο στρατός της Ανατολής έφερε κυρίως το βάρος των επιχειρήσεων, δεν έλειπαν ωστόσο και επικουρίες από τη Δύση. Τότε, το 378, ο Βάλης αποφάσισε να αναλάβει προσωπική δράση εναντίον των ποικιλώνυμων βαρβάρων που είχαν οδηγήσει στην αναρχία μεγάλο τμήμα της επικράτειας. Στην προσπάθειά του αυτή βρήκε πρόθυμο σύμμαχο τον ανιψιό του και αύγουστο της Δύσης Γρατιανό. Το σχέδιο, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Ιουλιανού δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, προέβλεπε την περίσφιξη των εχθρών μέσω ενός υπερκερωτικού ελιγμού (κίνησης «λαβίδας»): εξόρμηση του Γρατιανού από δυτικά και του Βάλη από ανατολικά με τελικό στόχο είτε να αναγκάσουν τους Γότθους να αποδεχτούν μάχη, κατά την οποία οι Ρωμαίοι θα είχαν πλεονέκτημα, είτε να τους οδηγήσουν να εγκαταλείψουν τις αυτοκρατορικές επαρχίες υπό την πίεση του σαφώς ανώτερου ρωμαϊκού στρατού. Δυστυχώς, όπως και στην περίπτωση του Ιουλιανού, ο σχεδιασμός δεν λειτούργησε, διότι οι δύο αυτοκράτορες απέτυχαν να συντονίσουν τη δράση τους. Ο Βάλης, οδηγώντας τις στρατιές της Ανατολής (πιθανώς γύρω στους άνδρες), βιάστηκε να προκαλέσει σε μάχη τους Γότθους, σε πεδιάδα λίγο έξω από την Αδριανούπολη υποτιμώντας τον εχθρό, αφού πήρε λανθασμένες πληροφορίες για την ισχύ και την ετοιμότητα του αντιπάλου στρατού. Διέπραξε εξάλλου το σφάλμα να μην αναμείνει τις δυνάμεις του Γρατιανού (περίπου άνδρες) που πλησίαζαν, επειδή ήθελε να καρπωθεί μόνος αυτός τις δάφνες μιας θεωρούμενης «σίγουρης» νίκης. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ο Βάλης υπέπεσε σε σωρεία τακτικών και στρατηγικών σφαλμάτων, που οδήγησαν τελικά στην πανωλεθρία. Το μεσημέρι της 9 ης Αυγούστου 378 και κατόπιν μιας μακράς και εξαντλητικής πορείας λόγω του ανυπόφορου καλοκαιρινού καύσωνα, οι σιδηρόφρακτες αυτοκρατορικές στρατιές έσπευσαν ξέπνοες να αναμετρηθούν με τους ξεκούραστους Γότθους του Φριτίγερνου (Fritigern), του Αλαθέα (Alatheus) και του Σάφρακα (Saphrax). Το αποτέλεσμα ήταν ο στρατός του Βάλη να ηττηθεί ολοκληρωτικά, αφού παρατάχθηκε σχετικά ανέτοιμος για την αναμέτρηση και χωρίς ουσιαστικό σχέδιο μάχης. Ο ίδιος ο Βάλης και το μέγιστο μέρος των ανδρών του έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Η ήττα αυτή έχει παραλληλιστεί με την ολοσχερή καταστροφή του ρωμαϊκού στρατού στις Κάννες από τους Καρχηδονίους του Αννίβα το 216 π.χ., δηλαδή έξι αιώνες νωρίτερα. Η συντριβή της Αδριανούπολης σε σύγκριση με εκείνη των Καννών επέφερε όμως πολύ μονιμότερα και ολέθρια αποτελέσματα για το ρωμαϊκό κράτος. Έκτοτε η κατάσταση 4 Αμμιανός : «rem Romanam alius circumsteterat metus, totius Gothiae Thracias licentius perrumpentis». Πρβλ. επίσης Consularia Constantinopolitana a.376.1: «victi et expulsi sunt Gothi a gente Unorum et suscepti sunt in Romania pro misericordia iussione Aug. Valentis».
272 θα αποδειχτεί μη αναστρέψιμη. Οι βάρβαροι, κυρίως Γερμανοί, θα αλωνίζουν και θα εγκαθίστανται σε εδάφη της αυτοκρατορίας σχεδόν ανενόχλητοι μέχρι την τυπική και οριστική κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους έναν αιώνα αργότερα, το 476. Ο νέος αυτοκράτορας της Ανατολής Θεοδόσιος Α, αφού πολέμησε τους Γότθους για άλλα τρία χρόνια, τελικά ήρθε το 382 σε συμβιβασμό μαζί τους. Η συμφωνία (foedus) του 382 προέβλεπε την εγκατάσταση των Γότθων στις ερημωμένες επαρχίες της Δακίας και της Θράκης από τον Δούναβη ως τον Αίμο, με αντάλλαγμα εκείνοι να παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία ως «υπόσπονδοι» σύμμαχοι (foederati). Το τίμημα αυτής της ειρήνης ήταν ιδιαίτερα βαρύ για τη Ρώμη. Η υπογραφή της δεν σήμαινε μόνο πολυεπίπεδους επαχθείς όρους, αλλά συνεπαγόταν ουσιαστικά και τη δημιουργία του πρώτου βαρβαρικού «κρατιδίου» στα εδάφη της αυτοκρατορίας (Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395 μ.χ. Οι Γότθοι έχουν ήδη εισχωρήσει στο Ιλλυρικό, ενώ οι Φράγκοι στη Βόρεια Γαλατία) Πέντε χρόνια αργότερα, το 387, ο Θεοδόσιος ήρθε σε συμβιβασμό και με τους Πέρσες σχετικά με το αρμενικό ζήτημα. Η Αρμενία διαμελίστηκε ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, οι Σασσανίδες απέκτησαν ωστόσο σχεδόν τα 4 / 5 των εδαφών της 6. Ο Θεοδόσιος αμέσως μετά ασχολήθηκε με την κατάπνιξη των εξεγέρσεων του Μάξιμου (388) και Ευγένιου (394) στη Δύση. Στις 17 Ιανουαρίου του 395 πέθανε στο Μεδιόλανο, αφήνοντας ως διαδόχους σε Ανατολή και Δύση τους ανήλικους γιους του Αρκάδιο (17 ετών, αυτοκράτορας Έτσι σχολιάζει τους όρους του συμφώνου η Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden (Μέγας Αιών 80). 6 Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, Μέγας Αιών 83.
273 ) και Ονώριο (11 ετών, αυτοκράτορας ) αντίστοιχα 7. Πιο ατυχής επιλογή αυτοκρατόρων δεν μπορούσε να υπάρξει σε τόσο χαλεπούς καιρούς. Το μικρό της ηλικίας τους θα αποδειχτεί σύντομα τεράστιο μειονέκτημα. Ειδικά η μακρά βασιλεία του Ονώριου θα σημάνει την αρχή του τέλους της ρωμαϊκής Δύσης. Τη στιγμή που το κράτος χρειαζόταν δυναμικούς στρατηλάτες όπως τον Μ. Κωνσταντίνο ή τον Βαλεντινιανό Α, ώστε να διαφυλάξει την επαπειλούμενη ακεραιότητά του, έπαιρνε αντίθετα στη θέση τους δυο μικρά παιδιά στο έλεος των κάθε λογής φιλόδοξων στρατηγών, πολιτικών και βαρβάρων ηγετών. 3. ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ Όσον αφορά τις στρατιωτικές υποθέσεις ο Μ. Κωνσταντίνος ( , μονοκράτορας ) υπήρξε πράγματι ο ουσιαστικός αναμορφωτής του ύστερου ρωμαϊκού στρατού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πραγματοποιήθηκε α) η οριστική διάκριση των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας σε στρατό των συνόρων (limitanei ή riparienses) και σε στρατό κρούσης (comitatenses). Οι μεταρρυθμίσεις του β) στον τομέα της διοίκησης και γ) της αμυντικής στρατηγικής στάθηκαν το ίδιο βαθιές. Κύρια συστατικά του κωνσταντίνειου μεταρρυθμιστικού προγράμματος υπήρξαν η δημιουργία ανώτερων στρατιωτικών διοικητών με τον τίτλο του magister equitum και peditum (στρατηλάτης του ιππικού και του πεζικού αντίστοιχα), η καθιέρωση των μονάδων των παλατινών σχολών (scholae palatinae) ως της νέας αυτοκρατορικής φρουράς, η αναβάθμιση του σώματος των προτηκτόρων (δομεστίκων), καθώς και ο μόνιμος πλέον χαρακτήρας της «άμυνας σε βάθος», που προσέδωσε η συνολική διάταξη των ενόπλων δυνάμεων στην αμυντική στρατηγική της εποχής εκείνης. Το νέο αμυντικό σύστημα του Κωνσταντίνου διατηρήθηκε σε ισχύ, με επουσιώδεις προσθήκες και μεταβολές, καθ όλη τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου μέχρι την εμφάνιση του θεσμού των «θεμάτων», σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα 8. Οι διάδοχοί του στην ηγεσία της αυτοκρατορίας διατήρησαν και επεξέτειναν τις παραπάνω ρυθμίσεις, όπως θα διαπιστώσουμε αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια. Με τη σταδιακή διαίρεση της αυτοκρατορίας σε τμήματα (πρωτίστως σε δυτικό και ανατολικό) νέες στρατιωτικές διοικήσεις ξεπρόβαλαν και γενικά συστηματοποιήθηκε η νέα στρατιωτική οργάνωση του ύστερου ρωμαϊκού κράτους, όπως αυτή άρχισε να διαμορφώνεται χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου. Παράλληλα μέχρι τη βασιλεία του Κωνστάντιου Β παγιώθηκε ο διαχωρισμός των δύο εξουσιών, πολιτικής και στρατιωτικής. Στα τέλη του 4 ου αι. η μορφή του ύστερου ρωμαϊκού στρατού είχε αποκτήσει τις προδιαγραφές που παρουσιάζονται στη Notitia Dignitatum, ένα επίσημο κρατικό έγγραφο όπου αποτυπωνόταν η δομή της αυτοκρατορικής διοίκησης σε όλες τις βαθμίδες. 7 Όλα τα γεγονότα που περιγράψαμε στις παραπάνω σελίδες περιέχονται αναλυτικά στα κείμενα του Αμμιανού Μαρκελλίνου, του Ζώσιμου και πάρα πολλών άλλων ιστορικών της ύστερης αρχαιότητας. Για τον 4 ο αι. διαθέτουμε έναν πολύ ικανοποιητικό όγκο γραμματειακών πηγών, πράγμα που είναι βέβαια ευτύχημα για τους σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές της περιόδου. 8 Μάλιστα ο D. Hoffmann (Neubesetzung 168) υποστηρίζει ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ουσιαστικά ολοκλήρωσε μια μακρά πορεία στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων που είχε αρχίσει ο Γαλλιηνός.
274 Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ (COMITATENSES) α) Η εμφάνιση του θεσμού. Ένα από τα βασικά ζητήματα που προβλημάτισαν από νωρίς όσους από τους νεότερους μελετητές ασχολήθηκαν με την οργάνωση του ύστερου ρωμαϊκού στρατού ήταν πότε εμφανίστηκαν οι comitatenses και ποιος αυτοκράτορας ευθύνεται για τη δημιουργία αυτού του επίλεκτου στρατιωτικού σώματος της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κατ αρχάς υπάρχει η πλευρά εκείνων που προσδιορίζουν την εμφάνιση των κομιτατήσιων ήδη από τα χρόνια της Τετραρχίας, θεωρώντας ως υπεύθυνο του σχηματισμού τους τον Διοκλητιανό ή γενικά τους Τετράρχες ηγεμόνες 9. Την εκτίμησή τους αυτή συνηθίζουν να τη στηρίζουν σε δύο συγκεκριμένες επιτύμβιες στήλες της περιόδου της ύστερης Τετραρχίας, μεταξύ του 310 και του 315. Αυτές διασώζουν τα ονόματα δύο επίλεκτων μονάδων Δαλματών ιππέων που ανήκαν στον διοκλητιάνειο comitatus, των equites Dalmatae Aquesiani και της vexillatio equitum Dalmatarum Anc(h)ialitana. Στο προηγούμενο μέρος αναφέραμε ότι οι προαναφερθείσες μονάδες υπηρετούσαν αποσπασμένες στο Νωρικό και στη Θράκη αντίστοιχα. Οι επιγραφές περιελάμβαναν το χαρακτηριστικό επίθετο «comit.», το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι δύο ιππικοί σχηματισμοί προσδιορίζονταν ως «comitatenses». Πράγματι, έτσι συμπληρώνει τις επιγραφές ο H. Dessau που επιμελήθηκε την έκδοσή τους, εκδοχή που αποδέχτηκαν ουσιαστικά όλοι οι κατοπινοί μελετητές 10. Έχοντας ως βάση εκκίνησης αυτήν την βασική θέση υποστηρίζουν ότι τότε επήλθε και η διάκριση σε στρατό προκάλυψης και σε στρατό κρούσης, κατόπιν συγκεκριμένων πρωτοβουλιών που έλαβε ο Διοκλητιανός και οι συνάδελφοί του. Από τους τελευταίους ένθερμους υποστηρικτές της παραπάνω θεωρίας ήταν και ο D. Hoffmann. Ο D. Hoffmann στο δίτομο έργο του για τον στρατό κρούσης του ύστερου ρωμαϊκού κράτους θεωρεί ότι τα στοιχεία από τα οποία αυτός απαρτιζόταν ανάγονται όλα σχεδόν στην εποχή του Διοκλητιανού και γενικότερα της Τετραρχίας 11. Τα θεμελιώδη συμπεράσματα των δύο αυτών ιστορικών ήταν κατ αρχήν ορθά, γιατί όντως ο Μ. Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του στηρίχθηκαν στο προγενέστερο αμυντικό οικοδόμημα για να προβούν στις μεταρρυθμίσεις τους. Ωστόσο, όλες αυτές οι μονάδες, νέες και παλιές, δεν είχαν την εποχή του Διοκλητιανού αποκτήσει τόσο ξεκάθαρη χρήση και αποστολή, όπως συνέβη από τον Μ. Κωνσταντίνο και ύστερα, γιατί πολύ απλά τότε ακόμη σχηματίζονταν και δεν είχαν προλάβει να οργανωθούν και να ενταχθούν σε έναν γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό. Η βασική στρατηγική αρχή της διάκρισης του ύστερου ρωμαϊκού 9 Π.χ. R. Grosse, Militärgeschichte 59. H. M. D. Parker, Legions W. Seston, Dioclétien Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 354. G. Alföldy, Κρίση 609. M. Grant, Climax ILS 664 (περ. 310): «p.p. equ. Dalm. Aq/uesianis comit (αποκατάσταση ως εξής: praepositus equitibus Dalmatis Aquesianis comitatensibus)». ILS 2792 (περ. 315): «vexilla/tion. eqq. Dal. comit. Ancial/itana (αποκατάσταση ως εξής: vexillatione equitum Dalmatarum comitatensium Anchialitanae)». 11 Πρβλ. γενικά τη διαπραγμάτευση και τα επιχειρήματα που εκφέρει ο σπουδαίος αυτός μελετητής στο κορυφαίο έργο του «Das spätrömische Bewegungsheer und die Notitia Dignitatum».
275 216 στρατού σε «στρατό κρούσης-εκστρατείας» και σε «στρατό προκάλυψης μεθορίου» ήταν το έργο του Μ. Κωνσταντίνου, συμπέρασμα που ενστερνίζονται σήμερα οι περισσότεροι μελετητές. Συνεπώς, η παρεμβολή του σώματος των κομιτατήσιων στον στρατιωτικό οργανισμό του ύστερου ρωμαϊκού κράτους θεωρείται μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες του κορυφαίου αυτού ηγεμόνα 12. Επ αυτού συμφωνούσαν και οι συγγραφείς εκείνης της εποχής, συγκεκριμένα ο Ζώσιμος και ο Αυρήλιος Βίκτωρ. Ο παγανιστής Ζώσιμος σχολίασε τον 5 ο αι. με σαφέστατα επικριτική διάθεση τα στρατιωτικά μέτρα που έλαβε ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας ως εξής: «Επραξεν δέ τι Κωνσταντῖνος καὶ ἕτερον, ὃ τοῖς βαρβάροις ἀκώλυτον ἐποίησε τὴν ἐπὶ τὴν Ῥωμαίοις ὑποκειμένην χώραν διάβασιν τῆς γὰρ Ῥωμαίων ἐπικρατείας ἁπανταχοῦ τῶν ἐσχατιῶν τῇ Διοκλητιανοῦ προνοίᾳ κατὰ τὸν εἰρημένον ἤδη μοι τρόπον ἄπορος τοῖς βαρβάροις ἦν ἡ διάβασις Καὶ ταύτην δὴ τὴν ἀσφάλειαν διαφθείρων ὁ Κωνσταντῖνος τῶν στρατιωτῶν τὸ πολὺ μέρος τῶν ἐσχατιῶν ἀποστήσας ταῖς οὐ δεομέναις βοηθείας πόλεσιν ἐγκατέστησε, καὶ τοὺς ἐνοχλουμένους ὑπὸ βαρβάρων ἐγύμνωσε βοηθείας» 13. Παρ όλη την ξεκάθαρη μομφή που προσάπτει ο Ζώσιμος στον Κωνσταντίνο καθίσταται άμεσα φανερό ότι τον θεωρεί υπεύθυνο για την τροποποίηση του στρατιωτικού οργανισμού της αυτοκρατορίας μέσω της δημιουργίας ενός νέου σώματος ή τύπου στρατεύματος, εκείνου των κομιτατήσιων, οι οποίοι όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, στρατωνίζονταν για πολλούς και διάφορους λόγους κυρίως στα αστικά κέντρα ή σε στρατιωτικούς σταθμούς πλησίον των πόλεων. Ο Αυρήλιος Βίκτωρ είχε επίσης κατανοήσει τη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην στρατιωτική οργάνωση της αυτοκρατορίας, αφού έκανε λόγο για «novando militiae ordine», την οποία διαμόρφωσε ο Μ. Κωνσταντίνος τα τελευταία έτη της βασιλείας του, μετά τη συντριβή του στασιαστή κυβερνήτη της Κύπρου Καλόκαιρου το Πάντως, η πρώτη επίσημη μνεία για την ύπαρξη του κλάδου των κομιτατήσιων ως διακριτής συνιστώσας των υστερορωμαϊκών ενόπλων δυνάμεων γίνεται στον περίφημο κωνσταντίνειο νόμο του 325, όπου παράλληλα διεφάνη για πρώτη φορά ο θεμελιώδης διαχωρισμός σε εκστρατευτικά σώματα κρούσης και σε περιπολούντα στρατεύματα συνόρων 15. Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι μπορεί οι πρώτες αναφορές σε κομιτατήσιους να χρονολογούνται από τα χρόνια της ύστερης Τετραρχίας, μεταξύ του 310 και του 320, η πρώτη επίσημη εμφάνισή τους χρονολογείται ωστόσο με βεβαιότητα το 325. Μέχρι τότε ενδέχεται 12 Π.χ. E. C. Nischer, Reforms 12. A. Piganiol, Empire chrétien 73. D. van Berchem, Armée et réforme W. Seston, Comitatus J. Vogt, Constantin F. Lot, La fin 99. A. H. M. Jones, Later Empire Ι II 608. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 622. E. N. Luttwak, Grand Strategy R. Rémondon, Crise W. Treadgold, Army 10. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 15-16, 37. S. Williams - G. Friell, Theodosius Ζώσιμος Aurelius Victor, de Caes : «condenda urbe formandisque religionibus ingentem animum avocavit, simul novando militiae ordine». 15 CTh (325): «Comitatenses et ripenses milites», : «comitatensium militum», : «comitatensi militia».
276 ο προσδιορισμός «comitatenses» να αποτελούσε έναν τιμητικό λίγο ως πολύ τίτλο, που απονεμόταν στις μονάδες και στους στρατιώτες που συνόδευαν συχνά ή πολεμούσαν με ηρωισμό υπερασπιζόμενοι τους διάφορους Τετράρχες ηγεμόνες. Από τη μονοκρατορία, όμως, του Μ. Κωνσταντίνου και έπειτα, ο εξειδικευμένος αυτός στρατιωτικός όρος παγιώνεται, θεσμοθετείται, και δηλώνει πλέον κατ αποκλειστικότητα τα ανακτορικά-αυλικά στρατεύματα της αυτοκρατορικής ακολουθίας-συνοδείας. Δηλαδή για να θέσουμε το ζήτημα με «γενετικούς όρους», η εποχή του Διοκλητιανού ήταν η φάση της κυοφορίας, ενώ από τον Μ. Κωνσταντίνο και έπειτα περνάμε στη γέννηση και κατόπιν στη φάση της ωρίμανσης και της ενηλικίωσης. Δύο κατακλείδες σε μελέτες που απέχουν χρονικά μεταξύ τους εξήντα χρόνια, οριοθετούν κατά τη γνώμη μου πολύ εύστοχα και αποτελεσματικά τη σημασία που είχε για τον υστερορωμαϊκό στρατό η δημιουργία των κομιτατήσιων. Ο H. M. D. Parker το 1933 είχε σημειώσει επιγραμματικά: «The work of Constantine in separating the field-army permanently from the frontier-army is not an innovation, but the culmination of a natural process of evolution in the history of the Roman Imperial army» 16. Η Pat Southern και η Karen R. Dixon υποστήριξαν το 1995 συμπερασματικά ότι: «Diocletian may have had a small comitatus but he did not see it as a permanent institution Constantine made the final choice and it seems that the creation of the comitatenses properly belongs to him» 17. Οι δύο παραπάνω θέσεις με καλύπτουν πλήρως και θεωρώ ότι συνιστούν την καλύτερη και ορθότερη επιγραμματική προσέγγιση που έχει επιχειρηθεί έως τώρα επί του ζητήματος. Χωρίς να αλληλοαναιρούνται θέτουν ευσύνοπτα την εξελικτική πορεία μιας διαδικασίας που έτρεχε ήδη από τα μέσα του 3 ου αι., αν όχι νωρίτερα, ενώ συνάμα δεν απαρνούνται τη συμβολή ενός μεγάλου αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου, ο οποίος με πολύ συγκεκριμένες πράξεις και πρωτοβουλίες οδήγησε την οργάνωση του στρατού στα πρότυπα που γνωρίζουμε για τους τρεις σχεδόν επόμενους αιώνες. Σύμφωνα πάντως με ορισμένους μελετητές, ο Μ. Κωνσταντίνος δημιούργησε τους comitatenses ήδη από το 312, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του Μαξεντίου, αφού ένα μεγάλο μέρος του στρατού κρούσης του πρώιμου βυζαντινού κράτους προερχόταν αρχικά από μονάδες της Γαλατίας και του Ρήνου, από περιοχές δηλαδή που διοικούσε ο Μ. Κωνσταντίνος ως καίσαρας πριν από το Συμφωνώ σε γενικές γραμμές με αυτήν την προσέγγιση, διότι ο Ζώσιμος αναφέρει: «Ο δὲ Κωνσταντῖνος καὶ πρότερον ὑπόπτως πρὸς αὐτὸν (δηλαδή προς τον Μαξέντιο) ἔχων, τότε μᾶλλον εἰς τὴν κατ αὐτοῦ παρεσκευάζετο μάχην καὶ συναγαγὼν δυνάμεις ἔκ τε ὧν ἔτυχεν ἔχων δορικτήτων βαρβάρων καὶ Γερμανῶν H. M. D. Parker, Legions Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 97 III υποσημ. 42 σ. 14. Andrea Scheithauer - Gabriele Wesch- Klein, Köln-Deutz (τονίζουν ιδιαίτερα τη συμμετοχή της legio II Italica Divitensium στην εκστρατεία του 312. Οι Divitenses θα δούμε ότι αποτέλεσαν από τους πρώτους και πλέον επίλεκτους σχηματισμούς που εντάχθηκαν στους comitatenses). S. Williams - G. Friell, Theodosius 77. C. Zuckerman, Στρατός
277 218 καὶ τῶν ἄλλων Κελτικῶν ἐθνῶν, καὶ τοὺς ἀπὸ τῆς Βρεττανίας συνειλεγμένους ἤλαυνεν ἐκ τῶν Αλπεων ἐπὶ τὴν Ιταλίαν» 19. Το χωρίο είναι κατά τη γνώμη μου διαφωτιστικό, γιατί πιθανότατα αποδεικνύει τον σχηματισμό ενός πυρήνα στρατού εκστρατείας, ο οποίος μετά την οριστική επικράτηση του Μ. Κωνσταντίνου στους εμφυλίους πολέμους της περιόδου , διαμορφώθηκε οριστικά στους γνωστούς μας comitatenses. β) Μέθοδοι σχηματισμού των μονάδων στους comitatenses. Οι comitatenses αποτελούνταν από στοιχεία και των δύο όπλων του ρωμαϊκού στρατού, δηλαδή από πεζικό και ιππικό, όπως και ο comitatus του Διοκλητιανού. Το πεζικό αποτελούνταν από legiones, οι οποίες πλαισιώνονταν από πολυάριθμους νέους σχηματισμούς, τα auxilia palatina. Το ιππικό διαιρούνταν σε vexillationes. Ο Μ. Κωνσταντίνος και στη συνέχεια οι μετέπειτα αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν τρεις μεθόδους προκειμένου να σχηματίσουν τον μόνιμο στρατό κρούσης/εκστρατείας των κομιτατήσιων: i. Ενέταξαν σε αυτόν, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, τις επίλεκτες μονάδες που στελέχωναν τον comitatus των Τετραρχών ηγεμόνων, ii. απέσπασαν ολόκληρα τμήματα από τις συνοριακές φρουρές, αποτελούμενα κυρίως από λεγεωνάριους, αλλά και από συμμάχους, τα οποία στη συνέχεια προσάρτησαν στους comitatenses και iii. δημιούργησαν πολλά νέα σώματα πεζικού, αλλά και ιππικού, στρατολογημένα από βαρβάρους εντός και εκτός της αυτοκρατορίας (τα περίφημα auxilia palatina. Οι αντίστοιχες επίλεκτες ιππικές μονάδες ονομάστηκαν vexillationes palatinae). Μονάδες του κομιτάτου του Διοκλητιανού εξακολουθούσαν να υπηρετούν στις στρατιές κρούσης του ανατολικού και δυτικού ρωμαϊκού κράτους κατά την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum ήταν μάλιστα τοποθετημένες στις ανώτερες θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας. Συγκεκριμένα η Notitia Dignitatum απαριθμεί μονάδες Ιοβιανών, Ερκουλιανών και λαγκιαρίων, οι οποίες υπηρετούσαν στο πεζικό ως «legiones (comitatenses) palatinae», δηλαδή απάρτιζαν ορισμένες από τις πλέον επίλεκτες μονάδες του αυτοκρατορικού στρατού 20. Οι Ioviani και οι Herculiani αποτελούσαν ως μαχητικό δίδυμο τους πλέον εξέχοντες σχηματισμούς του αυτοκρατορικού στρατού κατά τον 4 ο αι. Η έξοχη πολεμική τους δράση 19 Ζώσιμος Το ίδιο χωρίο εκτιμώ πως μας επιτρέπει να στηρίξουμε τη μεγέθυνση των μονάδων των auxilia palatina από τον Μ. Κωνσταντίνο την ίδια ακριβώς περίοδο, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω. 20 Not. Dign. Or , 38. Occ , 152 (=7.3-4, 82). Ο Σωκράτης Σχολαστικός, συγγραφέας εκκλησιαστικής ιστορίας τον 5 ο αι., αναφέρεται χαρακτηριστικά ( ) σε ένα περιστατικό που συνέβη στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου (γύρω στο 325), οπότε ένας λαγκιάριος των κομιτατήσιων υπέστη δίωξη επειδή κρίθηκε ύποπτος συνωμοτικών κινήσεων κατά του αυτοκράτορα. Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής: «Τῶν δορυφόρων (μάλλον λαγκιαρίων) τις, οὓς οἰκείους (ίσως comitatenses) καλεῖ ὁ βασιλεύς, τυραννικά τινα πράττειν ὑποπτευθείς, φυγῇ ἐχρήσατο. Ὁ βασιλεὺς δὲ ἐκέλευσεν ἀπειλῇ ἀναιρεῖσθαι αὐτόν, ἔνθα ἂν εὐρίσκοιτο». Ευτυχώς για τον άτυχο λαγκιάριο η διαταγή θανατώσεώς του ανακλήθηκε κατόπιν παρέμβασης ενός μοναχού, του Ευτυχιανού.
278 μνημονεύεται στις αφηγήσεις του Αμμιανού 21. Επιπλέον, η συμμετοχή στελεχών τους ως βασικών πρωταγωνιστών στην χαλκευμένη δίκη της Χαλκηδόνας το 362 φανερώνει επίσης το πόσο επίλεκτοι ήταν, εκτός βέβαια από τον καίριο πολιτικό ρόλο του στρατού στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους 22. Οι λαγκιάριοι (lanciarii) συνήθως αναφέρονταν στις πηγές ως δίδυμο παράλληλα με τους ματτιαρίους (mattiarii). Οι ματτιάριοι ήταν εξοπλισμένοι με ελαφρά ακόντια ρίψης (λατ. mattium), όπως οι Ιοβιανοί και οι Ερκουλιανοί 23. Οι λαγκιάριοι και οι ματτιάριοι συμμετείχαν και αυτοί ενεργά σε αρκετές συγκρούσεις και εκστρατείες της περιόδου 24. Τρεις μονάδες ονομαζόμενες Iovii υπηρετούσαν επιπλέον στα auxilia palatina του δυτικού ρωμαϊκού κράτους 25. Μονάδες ιππικού των κομήτων (comites), των προμώτων (promoti) και των Μαυριτανών (Mauri), που ανήκαν προηγουμένως στον comitatus του Διοκλητιανού, εντάχθηκαν επίσης στους comitatenses του Μ. Κωνσταντίνου 26. Παράλληλα στο ιππικό των κομιτατήσιων συμπεριλαμβάνονται πολλά σώματα Δαλματών ιππέων (equites Dalmatae), ιπποτοξοτών (equites sagittarii), σκουταρίων (scutarii) και σταβλησιανών (stablesiani), εκ των οποίων αρκετές μονάδες ανάγονται πιθανώς στην εποχή του Γαλλιηνού και των άμεσων διαδόχων του 27. Την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum για την Ανατολή (γύρω στο 395) οι στρατιές κρούσης του ανατολικού κράτους περιελάμβαναν δύο legiones palatinae και 28 legiones comitatenses προερχόμενες από αποσπάσματα συνοριακών λεγεώνων ή συνοριακές λεγεώνες που σχηματίστηκαν μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου 28. Πέντε λεγεώνες 21 Βλ. σχετικά Αμμιανός , Στη δίκη της Χαλκηδόνας το 362 καταδικάστηκαν σε θάνατο με κίβδηλες κατηγορίες αρκετοί από τους ανώτερους πολιτικούς αξιωματούχους του πρώην αυτοκράτορα Κωνστάντιου από έκτακτο δικαστήριο στο οποίο προήδρευαν στρατιωτικοί αντίπαλοί τους. Στρατιωτικοί ήταν επίσης και οι κατήγοροι. Ο νεοεκλεγείς αυτοκράτορας Ιουλιανός παρασύρθηκε να προσυπογράψει τις αποφάσεις εκείνου του δικαστηρίου-παρωδία. Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Για τον καίριο ρόλο των Ιοβιανών και Ερκουλιανών στη δίκη της Χαλκηδόνας και γενικότερα για τον πολιτικό ρόλο του στρατού βλ. και W. E. Kaegi, Domestic Problems Για τη συμμετοχή αξιωματικών τους και σε άλλες πολιτικές δολοπλοκίες βλ. Αμμιανός Βλ. και J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. II υποσημ. 1 σ. 165 (για το mattium, δεν ξέρει όμως τι όπλο ήταν ακριβώς). D. Hoffmann, Bewegungsheer I 218 (ήταν γαλατικό εκηβόλο όπλο). Ο Θ. Καλαϊτζάκης (Ζώσιμος υποσημ. 60 σ. 417) γράφει ότι η ονομασία τους προέρχεται από τη λατινική λέξη «mataris»=πέλεκυς. Λανθάνει όμως, γιατί σύμφωνα με τον Ε. Τσακαλώτο (Λεξικόν 411, λήμμα «matara, mataris, materis») η λέξη σήμαινε δόρυ ή ακόντιο. 24 Βλ. π.χ. Αμμιανός , Ζώσιμος : «ματτιάριοι καὶ λακκιάριοι καὶ βίκτορες». Ιωάννης Μαλάλας : «καὶ προηγεῖσθαι αὐτῶν προσέταξεν ἄνδρας γενναίους ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν λαγκιαρίων καὶ ματτιαρίων χιλίους πεντακοσίους, κελεύσας βαστάζεσθαι καὶ τὰ σίγνα αὐτοῦ (του Ιουλιανού)». 25 Not. Dign. Occ : «Iovii seniores», 184: «Iovii iuniores», 212: «Iovii iuniores Gallicani» (=7.16, 42, 76). 26 Not. Dign. Or , , Occ , 50, 58, 61, (= , , 177, 194). 27 Not. Dign. Or , Occ , 63-64, 68-73, 77, (= , , 186, , 195, 197, 201, 203, ). 28 Not. Dign. Or , , 36-43, 45, 48, , 37. Βλ. E. C. Nischer, Reforms 20-21, 23, 25. H. M. D. Parker, Legions 182. A. H. M. Jones, Later Empire Ι ΙΙΙ Table IX, ,
279 220 διασώζουν μόνο τον αριθμό της μονάδας προέλευσής τους (Primani, Undecimani, Tertiodecimani, Quartodecimani, Secundani), δεκαπέντε διατηρούν μόνο το όνομα της μονάδας ή την περιοχή καταγωγής/στρατωνισμού τους (Fortenses, Daci, Scythae, Martenses seniores, Solenses seniores, Constantini seniores, Divitenses Gallicani, Constantini Dafnenses, Pannoniciani iuniores, Solenses Gallicani, Augustenses, Martii, Dianenses, Germaniciani seniores, Minervii), εννέα διατήρησαν τόσο τον αριθμό όσο και το όνομα της μονάδας από την οποία προήλθαν ή αποσπάστηκαν (V Macedonica, VII Gemina, X Gemina, I Flavia Constantia, II Flavia Constantia Thebaeorum, I Maximiana Thebaeorum, III Diocletiana Thebaeorum, I Flavia Gemina, II Flavia Gemina), ενώ μία διατήρησε μόνο την ονομασία της μονάδας προέλευσής της (Iulia Alexandria). Στη Δύση οι κατάλογοι της Notitia Dignitatum (γύρω στο 420) διασώζουν την ύπαρξη έξι παλατινών λεγεώνων και άλλων 21 ως 23 κομιτατήσιων, οι οποίες πιθανότατα (Στρατιώτης της λεγεώνας II Britannica των comitatenses και η πανοπλία του) Flavia Constantiniana, Tertio Augustani). αποσπάστηκαν από μονάδες που δημιουργήθηκαν επίσης μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου 29. Από αυτές τις λεγεώνες τέσσερις ή πέντε διασώζουν μόνον τον αριθμό της μονάδας καταγωγής τους (Octavani, Septimani seniores, Undecimani, Septimani iuniores, Secundani iuniores), δώδεκα ή δεκατρείς διατήρησαν μόνο το όνομα της μονάδας ή την περιοχή προέλευσής τους (Divitenses seniores, Tongrecani seniores, Pannoniciani seniores, Moesiaci seniores, Thebaei, Fortenses, Pacatianenses, Germaniciani iuniores, Ursarienses, Cortoriacenses, Geminiacenses, Fortenses, Constantiniani) και έντεκα διατήρησαν τον πλήρη τίτλο της μονάδας από την οποία προήλθαν ή αποσπάστηκαν (Secundani Italiciani, III Italica, III Herculia, II Britannica, III Iulia Alpina, I Flavia Pacis, II Flavia Virtutis, III Flavia Salutis, Flavia Victrix Constantina, II Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των λεγεώνων που ενέταξε στους comitatenses ο Μ. Κωνσταντίνος 30. Στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος τέσσερις από τις πέντε κατοπινές στρατιές κρούσης (praesentales I και II, του Ιλλυρικού και της Θράκης) υπέστησαν μεγάλη φθορά στη μάχη της Αδριανούπολης και στους μετέπειτα 29 Not. Dign. Occ , , 225, 228, 230, , , , (=7. 5-8, 28-29, 31, 33, 35, 53-55, 84-85, 87-88, 130, 132, 134, 139, 144, , 156). Βλ. E. C. Nischer, Reforms 20-21, 23, 25. H. M. D. Parker, Legions 182. A. H. M. Jones, Later Empire Ι ΙΙΙ Table IX, Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι Germaniciani και οι Secundani σχημάτιζαν δίδυμο. Βλ. αναλυτικά R. Scharf, Truppenpaar Παρομοίως Pat Southern-Karen R. Dixon, Late Army 18.
280 πολέμους εναντίον των Γότθων ( ), ενώ οι στρατιές της Δύσης είχαν συντριπτικές απώλειες το α τέταρτο του 5 ου αι. εξαιτίας των βαρβαρικών εισβολών και των εμφυλίων πολέμων της περιόδου 31. Ωστόσο μονάδες όπως οι Divitenses, οι Tungricani, oι Primani, οι Undecimani, οι Pannoniciani και οι Moesiaci, οι οποίοι ακόμη έναν αιώνα αργότερα αποτελούσαν τις πλέον επίλεκτες λεγεώνες των στρατιών κρούσης Ανατολής και Δύσης (τις legiones palatinae), εντάχθηκαν στους comitatenses πιθανότατα επί του Μ. Κωνσταντίνου 32. Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, ότι εκτός από τους Ioviani-Herculiani και τους Lanciarii- Mattiarii αρκετές ακόμη κομιτατήσιες και παλατινές λεγεώνες σχημάτιζαν μαχητικά ζεύγη, όπως οι Moesiaci-Pannoniciani, οι Divitenses-Tungricani, οι Germaniciani-Secundani, οι Martenses-Solenses, οι Daci-Scythae κ.ά γ) Τα περίφημα «auxilia palatina». Ο Μ. Κωνσταντίνος ενίσχυσε τέλος τους comitatenses με τη στρατολόγηση πολυάριθμων βαρβάρων εντός και εκτός της αυτοκρατορίας, χάρη στους οποίους δημιούργησε πολλά νέα σώματα, κυρίως πεζικού αλλά και ιππικού. Οι νέες μονάδες που εντάχθηκαν στο πεζικό ονομάστηκαν επίσημα auxilia palatina. Η μεγέθυνση των auxilia palatina μάλλον συνέπεσε με τη διεξαγωγή του πολέμου ανάμεσα στον Μ. Κωνσταντίνο και στον Μαξέντιο το 312. Ο Ζώσιμος σημειώνει ότι ο Μ. Κωνσταντίνος προέβη σε εκτεταμένες στρατολογήσεις νέων δυνάμεων, για να ενισχύσουν τον στρατό εκστρατείας που θα τον ακολουθούσε στην κάθοδό του στην Ιταλία. Ανάμεσά τους θεωρώ βέβαιο ότι υπήρχαν αρκετές καινούριες 31 Βλ. σχετικά A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙΙ Ο T. S. Burns (Adrianople υποσημ. 55 σ. 344) ισχυρίζεται ότι οι απώλειες στη μάχη της Αδριανούπολης ήταν τόσο βαριές, ώστε μετά το 379 και ως τη σύνταξη της Notitia Dignitatum σχηματίστηκαν 30 νέες μονάδες για τους comitatenses της Ανατολής. Προσαρτά όμως σε αυτές και 12 λεγεώνες pseudocomitatenses, οι οποίες όπως θα αναφέρουμε παρακάτω προέρχονταν από την ενσωμάτωση λιμιτάνεων μονάδων στους κομιτατήσιους. Άρα θα πρέπει να αφαιρέσουμε αυτές τις λεγεώνες από τη λίστα των μονάδων που σχηματίστηκαν μετά το 378. Στα ίδια περίπου νούμερα καταλήγουν ο A. H. M. Jones (Later Empire ΙΙΙ Appendix II, Tables I-II) και o W. Treadgold (Army 57). Τις φοβερές απώλειες που συνεπάγονταν για τον στρατό κρούσης οι εμφύλιες συρράξεις και οι βαρβαρικές εισβολές του τέλους του 4 ου αι. και αρχών του 5 ου αι. επισημαίνει και ο J. Liebeschuetz (Barbarians 41) λέγοντας ορθά ότι εν μέρει οι απώλειες αναπληρώθηκαν από τη μετάθεση λιμιτάνεων στους κομιτατήσιους στη Δύση. Τόσο ο A. H. M. Jones (Later Empire ΙΙ 683), όσο και ο W. Treadgold (Army 49, 55-56) υπολογίζουν τις απώλειες που υπέστη ο στρατός της Δύσης μέχρι τη σύνταξη της δυτικής Notitia Dignitatum σχεδόν σε άνδρες. Ωστόσο ο πρώτος αναφέρεται σε απώλειες που υπέστησαν αποκλειστικά οι λιμιτάνεοι, ενώ ο δεύτερος συνοπολογίζει και τις μεταφορές κομιτατήσιων μονάδων από τη Δύση στην Ανατολή. 32 Επιγραφές διασώζουν τα ονόματα ανδρών που υπηρέτησαν κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. στην επίλεκτη λεγεώνα των Divitenses. Βλ. CIL VI.3637=ILS 2346: «Val. Genialis milex legionis secunde Divitensium Italice». CIL XI.4787=ILS 2777: «Florio Baudioni, viro ducenario, protectori ex ordinario leg. II Ital. Divit. Val. Vario optio leg II Italice Divit». CIL XI.4085: «Val. Saturnani mil. leg. II Ital». AE 1982, 258: «Val. Iustinus milis legionis secunde Italice Divitensium». Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι ΙΙΙ υποσημ. 43 σ. 14. Andrea Scheithauer - Gabriele Wesch-Klein, Köln-Deutz 229, Για τον επίλεκτο σχηματισμό των Primani βλ. Αμμιανός (μάχη του Αργεντοράτου). 33 Moesiaci-Pannoniciani: Αμμιανός Divitenses-Tungricani: Αμμιανός , , Germaniciani-Secundani: R. Scharf, Truppenpaar Martenses-Solenses: Hoffmann, Bewegungsheer I όπου και πηγές. Daci-Scythae: Hoffmann, Bewegungsheer I 223.
281 222 μονάδες αποτελούμενες από auxilia palatina, διότι ο Ζώσιμος γράφει ότι συγκέντρωσε δυνάμεις «ἔκ τε ὧν ἔτυχεν ἔχων δορικτήτων βαρβάρων καὶ Γερμανῶν καὶ τῶν ἄλλων Κελτικῶν ἐθνῶν», δηλαδή από τις περιοχές που απάρτιζαν την κύρια πηγή στρατολόγησης των ανδρών που υπηρετούσαν σε αυτούς τους επίλεκτους σχηματισμούς 34. O Ι. Καραγιαννόπουλος ισχυρίζεται ότι αυτά τα σώματα λειτουργούσαν κυρίως ως επίλεκτο ελαφρό πεζικό και χρησιμοποιούνταν σε συνδυασμό με τις legiones comitatenses σε ρόλο υποστήριξης 35. Παράλληλα όμως χρησιμοποιούνταν και ως κλασικό «βαρύ» πεζικό, γεγονός που αποδεικνύει την τακτική ευελιξία και προσαρμοστικότητα αυτών των εξεχόντων σχηματισμών 36. Η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών που υπηρετούσαν στα auxilia palatina του ύστερου ρωμαϊκού στρατού κατά τον 4 ο αι. προερχόταν από τις πλέον απομακρυσμένες επαρχίες του κράτους καθώς και από περιοχές εκτός των ορίων της αυτοκρατορικής επικράτειας. Το μεγαλύτερο ποσοστό στρατολογούνταν από πολεμοχαρή γερμανικά φύλα 37. Δεν αποκλείεται τα auxilia του 4 ου αι. -ανάμεσά τους ασφαλώς και τα palatina- να απορρόφησαν σε μεγάλο βαθμό τους άτακτους «αριθμούς» (numeri) του 2 ου και 3 ου αι. 38. Στους καταλόγους της Notitia Dignitatum διασώζεται πλήθος από auxilia palatina που υπηρετούσαν στους στρατούς κρούσης και των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα μνημονεύονται 43 auxilia palatina στην Ανατολή και 63 με 65 στη Δύση 39. Πολλά ονόματα μονάδων ήταν σχετικά με την καταγωγή των στρατιωτών. Π.χ. μνημονεύονται auxilia αποτελούμενα από κελτικά ή κελτογερμανικά φύλα, όπως οι Batavi, οι Tungri, οι Nervii, οι Celtae, οι Galli, οι Raeti, οι Raetobarii, οι Sequani, οι Atecotti κ.ά., καθώς και auxilia που επανδρώθηκαν εξολοκλήρου από Γερμανούς, όπως οι Salii (Φράγκοι), οι Tubantes, οι Tervingi και οι Visi (Βησιγότθοι), οι Anglevarii, οι Falchovarii, οι Ampsivarii, οι Heruli, oι Marcomanni, οι Bucinobantes, οι Brisigavi, οι Bructeri κ.ά. 40. Άλλες μονάδες 34 Ζώσιμος Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 627. Στηρίζεται ίσως στις αφηγήσεις του Αμμιανού. Πράγματι, το 357 ελαφρά εξοπλισμένοι Cornuti ανέλαβαν καταδρομική επιχείρηση εναντίον των Αλαμαννών στον Ρήνο. Αμμιανός Πρβλ. επίσης Αμμιανός : «velitari auxilio», : «levis armaturae auxiliis». 36 M. J. Nicasie, Twilight 192 (στη σ. 212 επισημαίνει την τακτική ευκινησία, ευελιξία και προσαρμοστικότητα των auxilia palatina). Παρομοίως S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 5, 11, (τονίζoυν παράλληλα τη μαχητικότητα και τη χρησιμότητα των auxilia palatina). 37 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 98. Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina 163, A. Alföldi, Cornuti J. M. Carrié, Financement 50 (εμμένει στο ότι η στρατολόγηση βαρβάρων και η δημιουργία νέων επίλεκτων σχηματισμών επανδρωμένων από αυτούς άρχισε ήδη από τον Μαξιμιανό και τον Κωνστάντιο Χλωρό, αύγουστο και καίσαρα της Δύσης αντίστοιχα, στα τέλη του 3 ου αι.). J. Liebeschuetz, Barbarians 15 (ειδικά ο στρατός κρούσης της Γαλατίας αποτελούνταν στο μεγαλύτερό του ποσοστό από Γερμανούς), 16 (μέχρι τον Θεοδόσιο Α ο στρατός κρούσης της Ανατολής διέθετε λίγα auxilia palatina), 33 (εξαιρετικά επίλεκτα τα auxilia palatina, αποτελούμενα πρωτίστως από βαρβάρους). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army C. Zuckerman, Στρατός 233. Αναλυτικότερα για τα auxilia palatina βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I M. J. Nicasie, Twilight R. Grosse, Militärgeschichte 29. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Not. Dign. Or , , , Occ (=7.9-27, 37-38, 41-52, 61-62, 64-79, , , 141, 154). 40 Bλ. σχετικά Not. Dign. Or. 5.49, 51, 58-59, , 58-59, Occ , 170, 174, , , , , 205, , 214, (= , 24-25, 27, 38, 41, 43-44, 50, 67, 69, 70,
282 είχαν περίεργους τίτλους όπως Petulantes (αναιδείς, θρασείς, επιθετικοί), Cornuti (κερασφόροι), Brachiati, Exculcatores (ακροβολιστές, ανιχνευτές), ενώ ακόμη περισσότερα έφεραν δυναστικούς τίτλους όπως Iovii, Constantiniani, Regii, Valentis, Theodosiani, Arcadiani, Honoriani, Gratianenses και Valentinianenses 41. Σε πάπυρο αναφέρονται επιπλέον και τα «auxilia Constantiana» που υπηρετούσαν το 359 στις ανατολικές επαρχίες 42. (Βαριά και ελαφρά εξοπλισμένος πεζός του auxilium palatinum των Cornuti) 223 Πάντως τον πυρήνα των auxilia palatina αποτέλεσαν μονάδες, τις οποίες ο Μ. Κωνσταντίνος στρατολόγησε από γερμανικά και γαλατικά φύλα της Δύσης 43. Αυτές τις απάρτιζαν βασικά οι Cornuti, οι Brachiati, οι Regii και οι Batavi, οι οποίοι αποτέλεσαν ιδιαίτερα επίλεκτα στρατεύματα της Ρώμης καθ όλον τον 4 ο αι. 44. Βασιζόμενος επιπλέον σε μαρτυρίες πηγών και επιγραφικό υλικό ο Μ. P. Speidel υποστηρίζει ότι οι Regii δημιουργήθηκαν γύρω στο 306 επί Κωνστάντιου Χλωρού, πατέρα του Μ. Κωνσταντίνου και καίσαρα της Γαλατίας, και περιελάμβαναν στις τάξεις τους Αλαμαννούς μαχητές, ενώ μία μονάδα Iovii Cornuti και μία μονάδα Batavi διέθετε και ο Διοκλητιανός γύρω στο 303 στο μέτωπο του Δούναβη 45. Και οι δύο αυτοί 72, 74-75, 78, 121, 123, , 141). Bλ. και R. Grosse, Militärgeschichte 41. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 98. Ο Μ. P. Speidel (Auxilia Palatina 167) θεωρεί -λανθασμένα- ότι οι Batavi επανδρώνονταν αποκλειστικά από Φράγκους. 41 Bλ. σχετικά Not. Dign. Or. 5.50, 52, 56, 62, , 52, 58, Occ , , 173, 181, 184, , , , , 212, , 220 (=7.9-11, 16, 18, 20, 24, 26, 32, 42, 47-48, 51-52, 61, 66, 68, 71, 74, 79, 122). Οι Cornuti και οι Brachiati ονομάστηκαν ίσως έτσι από τα περίτεχνα σχέδια που διακοσμούσαν τις περικεφαλαίες τους. Βλ. και R. Grosse, Militärgeschichte 42. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 98. A. Alföldi, Cornuti , Οι Petulantes αποτελούνταν από Βορειογαλάτες και Γερμανούς. J. Barlow, Kinship BGU 316. Βλ. J. Barlow, Kinship 235 και υποσημ. 64 στην ίδια σελ. 43 R. Grosse, Militärgeschichte 39. Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina 169. Παρομοίως J. Liebeschuetz, Barbarians 7. Ο H. Maas (Zum Verhältnis zwischen germanischen Föderaten und weströmischer Zentralregierung im 4. und 5.Jh., στο Forms of Control and Subordination in Antiquity, Proceedings of the International Symposium for Studies on Ancient World, January 1986 in Tokyo, eds. T. Yuge-M. Doi, Tokyo 1988, σ , σ ) υπερτονίζει μάλιστα την εξάρτηση του δυτικού κράτους από τους γερμανικής καταγωγής στρατιώτες που επάνδρωναν επίλεκτους σχηματισμούς, πρωτίστως τα auxilia palatina. Η οπτική του είναι βέβαια απόλυτα «γερμανίζουσα», όπως όλων σχεδόν των Γερμανών μελετητών. Ο Αμμιανός ( ) εκθείασε τη μαχητική δεινότητα των Γαλατών. Για την πολεμική ανδρεία του γαλατικού στρατού (ανάμεσά τους σίγουρα και γερμανικής καταγωγής ανδρών) βλ. Αμμιανός (αρίστευσαν σε αιφνιδιαστική επιδρομή εναντίον του περσικού στρατοπέδου κατά την πολιορκία της Άμιδας το 359). 44 Βλ. Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina με τις σχετικές υποσημ. A. Alföldi, Cornuti με τις σχετικές υποσημ. Not. Dign. Or. 5.49: «Batavi seniores», 50: «Brachiati iuniores» 6.49: «Regii», 50: «Cornuti». Occ : «Cornuti seniores», 159: «Brachiati seniores», 163: «Batavi seniores» (= και 14). 45 Regii: Epitome de Caes.: «Quo mortuo cunctis qui aderent annitentibus, sed praecipue Croco Alamannorum rege, auxilii gratia Constantium comitato, imperium capit». CIL V.8764, 8757: «Flavia Optata, mili(tis) de
283 224 σχηματισμοί προέρχονταν από τον Ρήνο. Οι Regii, οι Brachiati, οι Cornuti και οι Batavi αποτελούνταν από Γερμανούς 46. Ο Μ. P. Speidel ισχυρίζεται επίσης ότι οι Αλαμαννοί Regii σχημάτιζαν αρχικά δίδυμο με τους Φράγκους Batavi, ενώ ο A. Alföldi συμπληρώνει υποστηρίζοντας ότι οι Cornuti σχημάτιζαν ζεύγος με τους Brachiati 47. Αργότερα, γύρω στο 360, όταν οι Regii μετατέθηκαν στο ανατολικό κράτος, οι Batavi στη Δύση σχημάτισαν ζεύγος με τους Heruli 48. Δίδυμο απάρτιζαν επίσης οι Iovii και οι Victores, οι οποίοι συμμετείχαν μαζί με τους Βαταβούς και τους Ερούλους στην εκστρατεία για την ειρήνευση της Βρετανίας το Τέλος, ακόμη ένα εξαιρετικά μαχητικό και εμπειροπόλεμο ζεύγος του δυτικού στρατού ήταν οι Celtae και οι Petulantes (=απείθαρχοι, θρασύτατοι). Αναφέρονται αρκετά συχνά στον Αμμιανό Μαρκελλίνο, ειδικά κατά την περίοδο του Ιουλιανού, με τον οποίο φαίνεται πως είχαν αποκτήσει ισχυρούς δεσμούς, αφού τον υποστήριξαν σε όλη τη διαδρομή του που τον οδήγησε από τα πεδία μαχών της δασωμένης βόρειας Γαλατίας και Γερμανίας στις αχανείς ποτάμιες και ερημικές εκτάσεις της Μεσοποταμίας 50. Τα auxilia palatina απάρτιζαν επίλεκτους σχηματισμούς πεζικού και επιχειρούσαν συχνά ως δίδυμα ζεύγη (άλλα ζεύγη οι Mattiaci-Ascarii, Leones-Exculcatores, Tubantes-Salii κ.ά.) 51 συμμετείχαν δε συχνά σε μάχες κατά τον 4 ο αι. Ο M. J. Nicasie συμπέρανε ότι «the auxilia palatina formed the elite of the Roman army and seem to have been among the best troops in antiquity, able to act both as light or medium and as heavy infantry» 52. Η πολεμική αξία αυτών των σχηματισμών επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι Cornuti, οι num(ero) Regi(orum)...». Έτσι αποκαθιστά την επιγραφή ο Μ. P. Speidel. Αντίθετα ο Th. Mommsen θεώρησε ότι η μονάδα της επιγραφής δεν ήταν οι Regii, αλλά οι «Regii Emeseni Iudaei». Την άποψη του Th. Mommsen ενστερνίστηκαν ο R. Scharf [Regii Emeseni Iudei: Bemerkungen zu einer spätantiken Truppe, Latomus 56 2 (1997) , σ και ] και ο D. Woods [A Note Concerning the Regii Emeseni Iudaei, Latomus 51 2 (1992) ], οι οποίοι προσπάθησαν να την ενισχύσουν περαιτέρω. Iovii: ΑΕ 1977, 806: «Io(viorum) Corn(utorum)». Aurelius Victor, de Caes Batavi: CIL III.10981: «Aur(elius) Ianuarius, t(ribunus) Bat(avorum) v(ir) p(erfectissimus), dux». Για όλες τις παραπάνω πηγές βλ. D. Hoffmann, Bewegungheer I 68, 78, 94, 132. Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina , Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina 165, A. Alföldi, Cornuti Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina A. Alföldi, Cornuti Για το επίλεκτο ζεύγος των Cornuti- Brachiati βλ. Αμμιανός , (μάχη του Αργεντοράτου), Για το ζεύγος των Batavi-Regii βλ. Αμμιανός (μάχη του Αργεντοράτου). 48 Not. Dign. Occ (= ). Βλ. Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina υποσημ. 12 σ Το επίλεκτο δίδυμο των Batavi-Heruli μνημονεύεται αρκετά συχνά στον Αμμιανό. Βλ. Αμμιανός , , , , Σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωάννη Ζωναρά οι Έρουλοι ευθύνονταν για την άσχημη τροπή που πήραν τα πράγματα στη στάση του Νίκα το 532. Προσπάθησαν βίαια να καταπνίξουν τις πρώτες διαμαρτυρίες με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης να αντιδράσουν και να συγκρουστούν με τους Ερούλους. Εκείνοι στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το έξαλλο πλήθος και κατ αυτόν τον τρόπο να ελέγξουν και να περιορίσουν τις βίαιες αντιδράσεις του, έβαλαν τις φωτιές που κατέκαυσαν και ερείπωσαν το κέντρο της βυζαντινής πρωτεύουσας. Βλ. αναλυτικά Ιωάννης Ζωναράς Αμμιανός Άλλες αναφορές στο ζεύγος Iovii-Victores: Αμμιανός , , 26.7, Αμμιανός , (σημαιοφόρος των Πετουλαντών έστεψε τον Ιουλιανό στο Παρίσι τον χειμώνα του 360), , , , , Για δίδυμους σχηματισμούς από auxilia palatina βλ. D. Hoffmann, Bewegungheer I M. J. Nicasie, Twilight 217, η υπογράμμιση δική μου.
284 Batavi και οι Brachiati σχημάτισαν επιπλέον έφιππα auxilia, τα οποία εντάχθηκαν στις vexillationes palatinae των στρατιών κρούσης του ανατολικού και του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, αποτελώντας έτσι μερικές από τις πιο επίλεκτες μονάδες ιππικού της αυτοκρατορίας 53. Στην Ανατολή, ψηλά στην ιεραρχία, βρίσκουμε τους «equites Brachiati iuniores» και τους «equites Batavi iuniores», και στη Δύση η Notitia αναφέρει δύο μονάδες Brachiati (τους «equites Brachiati seniores» και τους «equites Brachiati iuniores»), δύο μονάδες Cornuti (τους «equites Cornuti seniores» και τους «equites Cornuti iuniores») και άλλες δύο μονάδες Batavi (τους «equites Batavi seniores» και τους «equites Batavi iuniores») δ) Οι vexillationes ιππικού. Μια σημαντική συνιστώσα του στρατού κρούσης/εκστρατείας των κομιτατήσιων αποτελούσαν αναμφίβολα οι μονάδες ιππικού. Οι ιππικοί σχηματισμοί των κομιτατήσιων ονομάζονταν όλοι ανεξαιρέτως «vexillationes». Ο χαρακτηρισμός αυτός, όπως αποτυπώνεται στη Notitia Dignitatum, υποδηλώνει ότι τον 4 ο αι. ο όρος «vexillatio» είχε πλέον οριστικά περιοριστεί στην περιγραφή αποκλειστικά μονάδων ιππικού. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορούν μαρτυρίες και από άλλες πηγές, με ενδεικτικότερη εκείνη του Ιωάννη Λυδού, ο οποίος σημείωσε «Ὅτι βηξιλλατίωνες οἱ Ῥωμαίων ἱππεῖς», δηλαδή ότι το ρωμαϊκό ιππικό ήταν οργανωμένο σε βηξιλλατιώνες 55. Σύμφωνα με τη Notitia Dignitatum, ογδόντα έξι συνολικά βηξιλλατιώνες ιππικού υπηρετούσαν στις στρατιές κρούσης του ύστερου ρωμαϊκού κράτους στα τέλη του 4 ου με αρχές του 5 ου αι. Τηρουμένης της δεδομένης χρονικής απόστασης που χώριζε τον κατάλογο της Ανατολής (περ. 395) από εκείνον της Δύσης (τελική επεξεργασία περί το 420), μπορούμε εντούτοις να παρατηρήσουμε ότι οι μονάδες ήταν σχεδόν εξίσου μοιρασμένες μεταξύ των δύο τμημάτων της αυτοκρατορίας. Από τις 43 βηξιλλατιώνες των κομιτατήσιων της Ανατολής, οι είκοσι φέρουν ονόματα που παραπέμπουν σε «κλασικές» μονάδες ιππικού (comites, equites Dalmatae, promoti, scutarii, sagittarii, stablesiani), όπως τις γνωρίζουμε ήδη τουλάχιστον από τον 3 ο αι. 56. Δώδεκα μονάδες ανήκαν στο βαρύ ιππικό των κλιβαναρίων και των καταφράκτων, τους οποίους θα εξετάσουμε αναλυτικά στη μεθεπόμενη ενότητα, δύο βηξιλλατιώνες ήταν οι επίλεκτοι Batavi και Brachiati (υπό τον magister militum praesentalis II), δύο ονομάζονταν armigeri (δηλαδή οπλοφόροι 57 ), ενώ άλλη μία αποτελούνταν από Γερμανούς (equites Germaniciani seniores) υπό τον magister militum per Illyricum 58. Τέλος, συνολικά έξι μονά- 53 A. H. M. Jones, Later Empire Ι 98. D. Hoffmann, Bewegungheer I 195. Μ. P. Speidel, Auxilia Palatina υποσημ. 21 σ Not. Dign. Or Occ , 51 (= , ). 55 Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών Πρβλ. επίσης ενδεικτικά και Αμμιανός Vegetius Comites: Not. Dign. Or , 31. Dalmatae: , 6.37, Promoti: 5.28, 39. Scutarii: 5.38, , Sagittarii: 7.33, , Stablesiani: Ε. Τσακακώτος, Λεξικόν 47, λήμμα «armiger». 58 Armigeri: Not. Dign. Or. 5.25, Germaniciani: 9.20.
285 226 δες φέρουν τίτλους της δυναστείας του Θεοδοσίου 59. Όλοι αυτοί οι σχηματισμοί θα πρέπει να συνυπολογιστούν στις προσθήκες του Θεοδοσίου του Α. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό ότι από τις έξι «θεοδοσιανές» βηξιλλατιώνες, οι τέσσερις υπηρετούσαν στον στρατό κρούσης της Θράκης, ο οποίος σίγουρα υπέστη τρομακτική φθορά κατά τη διάρκεια του βυζαντινογοτθικού πολέμου των ετών Η δημιουργία τους εντάσσεται με σαφήνεια στις εργώδεις προσπάθειες του Θεοδοσίου να αναπληρώσει τις απώλειες και να αποκαταστήσει την ισχύ του αποδυναμωμένου στρατού κρούσης της Ανατολής. Οι κατάλογοι της Notitia Dignitatum παραδίδουν από 42 ως 47 βηξιλλατιώνες που υπηρετούσαν στους στρατούς κρούσης της Δύσης το πρώτο τέταρτο του 5 ου αι. Σαράντα δύο καταγράφονταν υπό τον magister equitum praesentalis (αρχές 5 ου αι.), ενώ σαράντα επτά απαριθμούνταν στην ελαφρώς μεταγενέστερη «Distributio Numerorum» (περ ). Από τις σαράντα δύο βηξιλλατιώνες της πρώτης λίστας οι είκοσι τρεις έφεραν τις «παραδοσιακές» ονομασίες comites, Dalmatae, Mauri, promoti, scutarii, sagittarii και stablesiani 60. Έξι αναφέραμε ότι ήταν οι επίλεκτες μονάδες των Βαταβών, των Βραχιάτων και των Κορνούτων, ένας σχηματισμός ανήκε στο βαρύ ιππικό των (ιπποτοξοτών) κλιβαναρίων, τρεις χαρακτηρίζονταν armigeri (οπλοφόροι), ενώ άλλοι δύο cetrati (πελταστές 61 ), πέντε διέθεταν δυναστικούς τίτλους και, τέλος, δύο έφεραν τα «εθνικά» προσδιοριστικά «Gallicani» και «Marcomanni» 62. Τα αντίστοιχα νούμερα στη Distributio Numerorum είναι: συνολικά είκοσι τέσσερις μονάδες comites, Dalmatae, Mauri, promoti, scutarii, sagittarii και stablesiani, έξι σχηματισμοί Βαταβών, Βραχιάτων και Κορνούτων, δύο κλιβαναρίων και καταφράκτων, τρεις armigeri και δύο cetrati, έξι Honoriani, Constantiani και Valentinianenses και, τέλος, άλλες τέσσερις μονάδες με τα «εθνικά» προσδιοριστικά Gallicani, Marcomanni, Syri και Taifali 63. ε) Άλλες εξελίξεις που σημάδεψαν το σώμα των comitatenses κατά τον 4 ο αι. i. Οι (comitatenses) palatini Καθώς κυλούσε ο 4 ος αι. σημειώθηκαν ορισμένες νέες εξελίξεις στο σώμα των κομιτατήσιων. Με τη σταδιακή διάσπαση του αρχικά ενιαίου στρατού κρούσης, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, επήλθε μία επιπλέον διάκριση ανάμεσα στους κομιτατήσιους που υπηρετούσαν στα περιφερειακά συγκροτήματα του στρατού κρούσης και σε εκείνους που 59 Not. Dign. Or (equites Arcades), 6.33 (equites Theodosiaci seniores), 8.25 (equites Arcadiaci), 8.26 (comites Honoriaci), 8.27 (equites Theodosiaci iuniores), 8.32 (equites primi Theodosiani). 60 Comites: Not. Dign Occ. 6.43, 50, 75. Dalmatae: Mauri: 6.58, 61. Promoti: 6.44, 76, 85. Scutarii: 6.63, 81. Sagittarii: , 77, Stablesiani: 6.64, Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 90, λήμμα «cetratus». Εκ του λατινικού «cetra»=πέλτη, δηλαδή μικρή ασπίδα. 62 Armigeri: Not. Dign Occ. 6.54, 66, 80. Cetrati: 6.74, 78. Honoriani: , 79. Constantiani: Valentinianenses: Gallicani: Marcomanni: Comites: Not. Dign Occ , 163. Dalmatae: Mauri: 7.164, 177. Promoti: 7.160, 194. Scutarii: 7.181, 195, 197, 201, 207. Sagittarii: 7.186, , Stablesiani: 7.180, 182, 203. Armigeri: 7.173, 184, 198. Cetrati: 7.187, 193. Honoriani: , 196, 202. Constantiani: Valentinianenses: Gallicani: Marcomanni: Syri: Taifali: Παραλείπουμε από την παρουσίαση τους Cornuti, Brachiati, Batavi, clibanarii και catafractarii, διότι τους αναφέρουμε σε άλλες ενότητες.
286 στελέχωναν τα σώματα στρατού, τα οποία εξακολουθούσαν να παραμένουν στην άμεση διάθεση των αυτοκρατόρων οι πρώτοι συνέχισαν να χαρακτηρίζονται comitatenses, ενώ οι δεύτεροι απέκτησαν τον τίτλο των (comitatenses) palatini 64. H διάκριση αυτή είχε ήδη επισημοποιηθεί την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum. Πάντως, πρώτη μνεία σχετικά με τους παλατινούς γίνεται σε νόμο του 365 που αφορούσε διάφορες μισθολογικές ρυθμίσεις 65. Στους παλατινούς συμπεριλαμβάνονταν αρκετές λεγεώνες πεζικού και βηξιλλατιώνες ιππικού, που ονομάστηκαν legiones palatinae και vexillationes palatinae αντίστοιχα, όπως επίσης και όλα τα νέα auxilia, αφού ο πλήρης τίτλος που τα συνόδευε ήταν «auxilia palatina» 66. Στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος ο παραπάνω διαχωρισμός ήταν πιο σαφής, διότι, αν εξαιρέσουμε οκτώ auxilia palatina που υπηρετούσαν στον στρατό κρούσης του Ιλλυρικού, μία legio palatina που ήταν αποσπασμένη στο ανατολικό μέτωπο, τρεις vexillationes palatinae που στάθμευαν στη Θράκη και δεκατρείς vexillationes comitatenses, που αποτελούσαν τμήμα των δύο κεντρικών σωμάτων στρατού (magisteria militum praesentales I και II), οι υπόλοιπες 57 μονάδες των παλατινών (δώδεκα legiones, έντεκα vexillationes και 35 auxilia) υπηρετούσαν στους praesentales Ι και ΙΙ, ενώ 53 μονάδες κομιτατήσιων (37 legiones και δεκαέξι vexillationes) στελέχωναν τα περιφερειακά συγκροτήματα της Ανατολής, της Θράκης και του Ιλλυρικού (magisteria militum per Orientem, per Thracias και per Illyricum) 67. Στη Δύση η κατάσταση ήταν πιο συγκεχυμένη, διότι από τις 87 μονάδες παλατινών (δώδεκα legiones, δέκα vexillationes και 65 auxilia) μόλις οι 36 (οκτώ legiones, επτά vexillationes και 21 auxilia) βρίσκονταν στην Ιταλία υπό τις διαταγές των magistri peditum et equitum praesentales, οι οποίοι διοικούσαν το κεντρικό σώμα στρατού των κομιτατήσιων 68. Από τις 64 κομιτατήσιες μονάδες (32 legiones και 32 vexillationes), μόνον έξι στάθμευαν στην Ιταλία (πέντε legiones και μία vexillatio) 69. Όλες οι υπόλοιπες σχημάτιζαν τα περιφερειακά συγκροτήματα της Γαλατίας, της Ισπανίας, του Ιλλυρικού, της Τιγγιτανίας, της Αφρικής και της Βρετανίας, μαζί με 44 auxilia palatina, τέσσερις legiones palatinae και τρεις vexillationes palatinae 70. Όπως παρατηρεί ωστόσο ο A. H. M. Jones, μόνο μία vexilla R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire Ι 125. Ι. Καραγιαννόπουλος, Themenordnung 48. Του ιδίου, Ιστορία Α 626. E. N. Luttwak, Grand Strategy 191. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 19, 57. S. McDowall, Cavalryman 5. C. Zuckerman, Στρατός Αντιθέτως, ο R. I. Frank (Scholae Palatinae 47, 81-82) και ο H. Elton (Warfare 94) πιστεύουν ότι ο τίτλος «palatinus» με τη σημασία που εξετάζουμε υπήρχε ήδη από τα χρόνια της Τετραρχίας. 65 CTh (365): «actuariis palatinorum et comitatensium». Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire Ι 125 ΙΙΙ υποσημ. 28 σ. 21. E. N. Luttwak, Grand Strategy 191 και υποσημ. 1 σ M. J. Nicasie, Twilight A. H. M. Jones, Later Empire Ι Βλ. σχετικά Not. Dign. Or Not. Dign. Occ , , , , 178, 180, 189, 195, , 202, 204, , 48-50, 52 (=7.3-29, 37, , 165). 69 Not. Dign. Occ , 232, 236, 242, (= , 35, 164). 70 Comitatenses: Not. Dign. Occ , , , , , , (= , 80-81, 83-89, , , 144, , 156, ). Palatini: Not. Dign. Occ ,
287 228 tio comitatensis στάθμευε στην Ιταλία, ενώ οι πλέον επίλεκτες legiones palatinae (δηλαδή οι Ioviani, οι Herculiani, οι Divitenses, οι Tungricani, οι Pannoniciani και οι Moesiaci) και τα καλύτερα auxilia palatina (δηλαδή οι Cornuti και οι Brachiati, οι Petulantes και οι Celtae, οι Heruli και οι Batavi) υπηρετούσαν στους praesentales της Ιταλίας 71. ii. Οι pseudocomitatenses Στον ίδιο νόμο του 365, όπου μνημονεύονται οι palatini, γίνεται η πρώτη αναφορά σε μία ακόμη κατηγορία μονάδων πεζικού, στους pseudocomitatenses 72. Ο E. C. Nischer υποστηρίζει ότι οι pseudocomitatenses δημιουργήθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο ως εφεδρικές δυνάμεις στη διάθεση των συνοριακών διοικητών, των duces, αλλά πλέον αυτή η πρόταση έχει εγκαταλειφθεί 73. Η Pat Southern και η Karen R. Dixon υποστήριξαν ότι οι ψευδοκομιτατήσιοι πρωτοεμφανίστηκαν στη βασιλεία του Βαλεντινιανού Α 74. Εντούτοις, μάλλον άρχισαν να εμφανίζονται μετά τα μέσα του 4 ου αι. Πάντως ο νόμος του 365 παραμένει ένα σημαντικό terminus post quem. Οι pseudocomitatenses ήταν προφανώς μονάδες πεζικού των συνοριακών στρατευμάτων (δηλαδή των λιμιτάνεων), οι οποίες είχαν μεταφερθεί στις στρατιές κρούσης 75. Δεν απέκτησαν ωστόσο αυτόματα τον χαρακτηρισμό «comitatenses». Αντίθετα, ονομάστηκαν έτσι, επειδή την περίοδο κατά την οποία άρχισαν να εντάσσονται στις στρατιές κρούσης, από τα μέσα του 4 ου αι. και εξής, είχε ήδη παγιωθεί η διάκριση ανάμεσα στους comitatenses και στους limitanei και οι σχηματισμοί δεν άλλαζαν πλέον status όπως συνέβαινε παλαιότερα 76. Κατ αυτόν τον τρόπο οι μονάδες των λιμιτάνεων που εντάχθηκαν στο στρατό κρούσης από εκείνη την εποχή κι έπειτα δεν αποκτούσαν αυτόματα τον τίτλο «comitatensis» 77. Τέλος με νόμο του 400 απαγορευόταν επίσημα πλέον οποιαδήποτε μεταφορά μονάδων από τον έναν κλάδο στον άλλο, δηλαδή από τους λιμιτάνεους στους κομιτατήσιους και από τους κομιτατήσιους στους παλατινούς 78. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και μέσα από τον νόμο του 365, ο οποίος καθορίζει λιγότερα προνόμια και χαμηλότερες αποδοχές για τους υπαξιωματικούς των ψευδοκομιτατήσιων σε σχέση με τους συναδέλφους τους των κομιτατήσιων και των παλατινών , , , , 179, , , , 201, 203, , 215, , 51 (= , 61-79, 82, , , , 145, 154, ). 71 Not. Dign. Occ (=7.164) για τη «vexillatio comitatensis». Not. Dign. Occ , , (=7.3-18) σχετικά με τις επίλεκτες legiones palatinae και auxilia palatina. Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire III υποσημ. 28 σ CTh (365): «pseudocomitatensium». Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire I 126 II 610 III υποσημ. 28 σ. 21 και 355. H. Elton, Warfare 95. M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. E. C. Nischer, Reforms 31, Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 41. Παρομοίως S. McDowall, Cavalryman E. C. Nischer, Reforms A. H. M. Jones, Later Empire I 126. M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 126. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 19. M. J. Nicasie, Twilight A. H. M. Jones, Later Empire I 126. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army CTh (400). Βλ. B. Isaac, Limitanei Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 126.
288 Στη Notitia Dignitatum καταγράφονται είκοσι legiones pseudocomitatenses στο ανατολικό κράτος και άλλες δεκαοκτώ στο δυτικό ρωμαϊκό κράτος 80. Όλες σχεδόν αυτές οι λεγεώνες υπηρετούσαν στα περιφερειακά συγκροτήματα του στρατού κρούσης, εκτός από μία λεγεώνα που ήταν αποσπασμένη στους praesentales II της Ανατολής και δύο λεγεώνες που συμπεριλαμβάνονταν στον κεντρικό στρατό κρούσης της Ιταλίας 81. iii. Η διάκριση αρκετών μονάδων σε seniores και iuniores Μεταξύ του συνέβη ακόμη μία εξέλιξη στον στρατό κρούσης. Πολλοί επίλεκτοι σχηματισμοί (legiones, vexillationes και auxilia) διαιρέθηκαν σε μονάδες seniores και iuniores 82. Ο D. Hoffmann και ο R. S. O. Tomlin υποστήριξαν με βάση αναφορές του Αμμιανού Μαρκελλίνου ότι αυτή η διαίρεση αντανακλά τον διαχωρισμό του στρατού ανάμεσα στον Βαλεντινιανό Α, αυτοκράτορα της Δύσης, και στον μικρότερο αδερφό του Βάλη, τον οποίο ο Βαλεντινιανός ανακήρυξε αυτοκράτορα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Ο Αμμιανός σημείωσε ότι την άνοιξη του 365 οι αδελφοί αυτοκράτορες διαμοίρασαν τον στρατό και τους στρατηγούς ανάμεσά τους. Οι φράσεις που χρησιμοποίησε ήταν ξεκάθαρες: «Imperatores ambo comites et militares numeros inter se partiuntur» και «militares partiti sunt numeri» 83. Λιγότερο σαφής, αλλά νομίζω επίσης ενδεικτικός, ήταν ο σχολιασμός του εκκλησιαστικού ιστορικού Φιλοστόργιου, ο οποίος έγραψε: «Επιβὰς δὲ τῇ Κωνσταντινουπόλει (ο Βαλεντινιανός Α ), κοινωνὸν μὲν τῆς βασιλείας τὸν ἀδελφὸν Οὐάλεντα ποιεῖται συμπαραλαβὼν δ αὐτὸν μέχρι Σερμίου, ἐπὶ τὴν Εσπέραν ἀπαίρει. ἐν δὲ τῷ Σερμίῳ τὰ τῆς βασιλείας πρὸς αὐτὸν διανειμάμενος ὁπόσα εἰς κόσμον καὶ τὴν ἄλλην ἐτέλει θεραπείαν, τὸν μὲν εἰς Κωνσταντινούπολιν ἀποπέμπει, τῆς Εῴας μοῖραν ἐγχειρίσας ὅσης ὁ Κωνστάντιος ἐπῆρχεν αὐτὸς δὲ τὰς λοιπὰς δύο τὰς κατὰ Δύσιν ἀποκληρωσάμενος τῆς Εσπέρας ἐβασίλευε πάσης» 84. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους ίδιους μελετητές δεν είναι τυχαίο ότι μονάδες πρώτης γραμμής, όπως οι Ioviani, διαιρέθηκαν σε seniores για τη Δύση και iuniores για την Ανατολή 85. Πράγματι, η ανάγνωση των καταλόγων της Notitia Dignitatum μάς επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι επίλεκτες μονάδες πεζικού, όπως οι legiones palatinae των Ioviani, Herculiani, Divitenses και Tungricani, και auxilia palatina, λ.χ. οι Batavi, οι Cornuti, οι Brachiati και οι Petulantes, διαιρέθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο διαμοιράστηκαν και επίλεκτοι σχηματισμοί ιππικού, όπως οι vexillationes palatinae των comites, των promoti, των Batavi Not. Dign. Or. 6.69, , Occ (=7.34, 39, 58-60, 90-96, 103, 106). 81 Not. Dign. Or Occ , 263 (=7.34, 39). 82 R. S. O. Tomlin, Seniores-Iuniores A. H. M. Jones, Later Empire III S. McDowall, Cavalryman 5. Και ο R. McMullen (Army 456) αναφέρεται σε διαίρεση μεγάλης κλίμακας που έγινε το 364. Εντελώς λανθασμένα ο E. C. Nischer (Reforms 18-23) υποστήριξε ότι τον διαχωρισμό πολλών μονάδων σε seniores και iuniores τον εφάρμοσε ο Μ. Κωνσταντίνος, όπως ακριβώς απέδωσε στον ίδιο αυτοκράτορα και τη δημιουργία των ψευδοκομιτατήσιων. 83 Αμμιανός 26.5 και αντίστοιχα. 84 Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ Πρβλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 122. R. S. O. Tomlin, Seniores-Iuniores 259.
289 230 και των Brachiati 86. Ο R. S. O. Tomlin, βασιζόμενος σε μαρτυρίες του Αμμιανού, ισχυρίζεται ότι οι Ioviani και οι Herculiani, οι Celtae και οι Petulantes, διαιρέθηκαν γύρω στο 364, οι Heruli, οι Batavi, οι Divitenses και οι Tungricani γύρω στο 365 και οι Iovii και οι Victores γύρω στο 367. Σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή τουλάχιστον έντεκα επίλεκτοι σχηματισμοί διαμοιράστηκαν ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση το 364 και άλλοι είκοσι διαιρέθηκαν αργότερα μόνο στη Δύση, ενώ ο αριθμός των μονάδων που υποδιαιρέθηκαν στην Ανατολή ήταν μικρότερος, αν και θεωρεί αδύνατο οποιονδήποτε ακριβή υπολογισμό. Ο R. S. O. Tomlin υποθέτει επίσης ότι η παραπάνω διαίρεση υποκρύπτει κάποιαν αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας την ίδια περίοδο, αφού θεωρεί απίθανη την άποψη ότι ο Βαλεντινιανός Α απλώς διαμοίρασε τις ήδη υπάρχουσες μονάδες. Υποστηρίζει αντίθετα ότι διπλασίασε τους προαναφερθέντες επίλεκτους σχηματισμούς μάχης στρατολογώντας νεοσύλλεκτους, με αποτέλεσμα οι στρατοί κρούσης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους να αυξηθούν κατά 25% περίπου ως το 400 και οι αντίστοιχοι του δυτικού κράτους κατά 40% την ίδια περίοδο 87. Η θέση των δύο προαναφερθέντων μελετητών (D. Hoffmann και R. S. O. Tomlin) περί διανομής τμήματος τουλάχιστον των κομιτατήσιων ανάμεσα στους δύο αδελφούς αυτοκράτορες πιστοποιείται από τις αναφορές των συγγραφέων της εποχής. Ως έναν βαθμό τα προσδιοριστικά «seniores» και «iuniores» ασφαλώς μπορούν να συνδεθούν με τον διαχωρισμό του 364. Επισημαίνουμε ωστόσο ότι τέτοια επιθήματα ήταν γνωστά και προγενέστερα. Αναθηματική επιγραφή του 356 που ήρθε στο φως στη Νακώλεια της Φρυγίας διασώζει το όνομα ενός υπαξιωματικού που υπηρετούσε στη μονάδα των «Iovii Cornuti seniores», οι οποίοι απουσίαζαν από τους καταλόγους της Notitia Dignitatum μισόν αιώνα αργότερα 88. Αυτή είναι η πρώτη γνωστή επιγραφή που διαθέτουμε από τον 4 ο αι. σχετική με μονάδα που χαρακτηριζόταν «seniores». O R. Scharf εξέφρασε την άποψη ότι οι ανάγκες της τιτάνιας σύγκρουσης με τον Μαγνέντιο ανάγκασαν τον αυτοκράτορα της Ανατολής Κωνστάντιο Β να πολλαπλασιάσει μονάδες του, δίνοντας σε ορισμένες τον επιπλέον προσδιοριστικό τίτλο «seniores» ή «iuniores» 89. Μολαταύτα μόνον από το 364 και έπειτα έγιναν οι τίτλοι αυτοί συνήθεις και άρχισε να γίνεται ευρεία μνεία τέτοιων σχηματισμών στους κόλπους του υστερορωμαϊκού στρατού. Υποστηρίζουμε, συνεπώς, ότι ο Βαλεντινιανός Α όντως προχώρησε σε διαίρεση στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ εκείνου και του αδελφού του Βάλη το 364, θεωρώ ωστόσο άστοχο να βασίζουμε τη διαίρεση των στρατευμάτων αποκλειστικά στα επιθήματα «seniores-iuniores», ως αποκλειστικώς ενδεικτικά αυτής της διαδικασίας Βλ. σχετικά Not. Dign. Or. 5.28, 43-44, 47, 49-50, , 42, 47, 50, , 28. Occ , , (=7.3-17, , , , 167). Βλ. επίσης A. H. M. Jones, Later Empire III 356. R. S. O. Tomlin, Seniores-Iuniores Βλ. σχετικά με όλες τις παραπάνω απόψεις R. S. O. Tomlin, Seniores-Iuniores 259, AE 1997, 806: «Fl(avio) Aemiliano, duc(enario) e numerum (sic!) Io(viorum) Corn(utorum) sen(iorum) Dd(ominorum) nn(ostrorum) Constanti A(ugusti) / VIII et Iuliani c(on)s(ulatu)». 89 Βλ. σχετικά R. Scharf, Heeresteilung Αντιθέτως, ο M. J. Nicasie (Twilight 25-41), ο οποίος ασχολήθηκε εκτενώς με το ζήτημα αυτό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιγραφή του 356 «effectively demolished the theory of the division of 364». Υποστή-
290 Πάντως ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των υπηρετούντων στον ύστερο ρωμαϊκό στρατό αυξήθηκε κατά ένα τέταρτο την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, κυρίως εξαιτίας της προσθήκης νέων μονάδων, όπως των auxilia palatina 91. Τέλος, ο W. Treadgold αναλύοντας τα αριθμητικά δεδομένα των σωμάτων στρατού κρούσης σε Ανατολή και Δύση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι comitatenses του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ενισχύθηκαν σε δύο περιπτώσεις, το 324 από τον Μ. Κωνσταντίνο και το από τον Θεοδόσιο Α, με τη μεταφορά περίπου στρατιωτών από τη Δύση, χάρη στους οποίους οργανώθηκαν οι δύο κεντρικές στρατιές κρούσης, οι praesentales Ι και II 92. Όντως, ο Ζώσιμος αναφέρει ότι ο Θεοδόσιος Α μετά τη νίκη του επί του Μάξιμου το 388 «τῶν δὲ ὑπὸ Μαξίμῳ στρατευσαμένων ὅσον ἦν ἐπίλεκτον μετὰ τῶν οἰκείων (προφανώς δηλαδή στους comitatenses και τους palatini) ἀναλαβών» 93. Ενισχύθηκαν επίσης παλαιότερα, αμέσως μετά την κατάπνιξη του κινήματος του Μαγνέντιου το 353. Στην πολιορκία της Άμιδας πέντε λεγεώνες, οι λεγόμενες Magnentiacae και Decentiacae, που υπηρετούσαν προφανώς υπό τις διαταγές του μάγιστρου της Ανατολής προέρχονταν, όπως προδίδουν τα ανεπίσημα προσωνύμιά τους, από τις στρατιές της Γαλατίας που υποστήριξαν τον Μαγνέντιο και τον καίσαρά του Δεκέντιο 94. Την ίδια ακριβώς εποχή οι equites catafractarii Ambianenses, Biturigenses, Pictavenses, Albigenses και οι equites scutarii Aureliaci που προέρχονταν επίσης από τη Γαλατία μετακινήθηκαν στο ανατολικό μέτωπο στ) Το βαρύ ιππικό: Κλιβανάριοι και κατάφρακτοι (equites clibanarii catafractarii). Αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος ότι ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 3 ου αι. είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται στις τάξεις του στρατού οι κατάφρακτοι ιππείς (equites catafractarii). Κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. οι σχηματισμοί βαρέως ιππικού ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με την εισαγωγή σε υπηρεσία των κλιβανάριων ιππέων (equites clibanarii). Οι κλιβανάριοι εισήχθησαν σταδιακά και στελέχωσαν αποκλειστικά τα σώματα του στρατού κρούσης (comitatenses). Σχημάτιζαν βηξιλλατιώνες ιππικού αποτελούμενες από βαριά θωρακισμένους ιππείς κατά το πρότυπο των Σασσανιδών Περσών. Ο Αμμιανός ριξε λοιπόν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ήταν υπεύθυνος όχι μόνο για τη δημιουργία, αλλά και για τη μεγέθυνση του στρατού κρούσης/εκστρατείας. Δομεί μάλιστα ολόκληρη τη θεωρία για τη δημιουργία και την ανάπτυξη των κομιτατήσιων από τον Κωνσταντίνο πάνω στη διάκριση ανάμεσα στους seniores-iuniores. 91 Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I Βλ. W. Treadgold, Army 13, 54-55, (μία πραισεντάλια στρατιά θεωρεί σχηματίστηκε από τις προσθήκες του Κωνσταντίνου το 324 και άλλη μία από τον Θεοδόσιο το 388). Ειδικά για τη μεταφορά επίλεκτων μονάδων της Δύσης στους στρατούς κρούσης της Ανατολής μετά την ήττα του Μάξιμου βλ. D. Hoffmann, Bewegungsheer I J. Liebeschuetz, Barbarians 31, 54. Ο P. Petit (Empire romain 197) υποστηρίζει, γενικόλογα όμως, την ενίσχυση του στρατού της Ανατολής με στοιχεία από τα στρατεύματα της Δύσης. 93 Ζώσιμος Αμμιανός , Γράφει συγκεκριμένα για έξι λεγεώνες, αλλά ονοματίζει μόνο πέντε. Αυτές ήταν οι XXX Ulpia Victrix, X Gemina, Superventores, Praeventores και Fortenses. 95 M. P. Speidel, Equites Aureliaci , όπου και η σχετική επιγραφή.
291 232 Μαρκελλίνος ονόμασε ποιητικά τους θωρακισμένους αυτούς ιππότες «ferreus equitatus», δηλαδή «ολοσίδηρο ιππικό» η φράση του αυτή κατέστη παροιμιώδης 96. Η πρώτη μνεία σε κείμενα της εποχής για τη χρησιμοποίηση κλιβαναρίων στον ύστερο ρωμαϊκό στρατό γίνεται στους Panegyrici Latini. Εκεί αναφέρεται ότι ο Μαξέντιος στη σύγκρουσή του με τις δυνάμεις του Μ. Κωνσταντίνου το 312 αξιοποίησε επιχειρησιακά κλιβανάριους 97. Πάντως, η πρώτη ίσως ιστορικά επιβεβαιωμένη ύπαρξη Ρωμαίου κλιβανάριου γίνεται σε μια επιτύμβια στήλη του α τετάρτου του 4 ου αι. που ήρθε στο φως το 1982 στην Κλαυδιούπολη της Βιθυνίας. Η επιγραφή διασώζει το όνομα ενός Βαλέριου Φουσκιανού (Valerius Fuscianus) που υπηρέτησε σε μία «vexillatio equitum catafractariorum clibanariorum» 98. Ο Μ. P. Speidel, ο οποίος δημοσίευσε την επιγραφή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιτύμβια αυτή στήλη πρέπει να χρονολογηθεί στα ύστερα χρόνια της Τετραρχίας, γύρω στο 325, περίπου δηλαδή την περίοδο κατά την οποία ο Μ. Κωνσταντίνος απέμεινε μονοκράτορας 99. Ετυμολογικά ο όρος «clibanarius» εκπορεύεται ίσως από την περσική λέξη «grīvpān», που σήμαινε γενικά τον «θώρακα», με τη λατινική κατάληξη «-arius». Αντίστοιχα, στα περσικά ο θωρακισμένος ιππέας λεγόταν «grīvpānvar» 100. Το γεγονός ότι στη Historia Augusta ο άγνωστος συγγραφέας περιγράφει τους Πέρσες θωρακισμένους ιππείς ως «Persarum catafractarios, quos illi clibanarios vocant» είναι μάλλον ενδεικτική της αρχικής προέλευσης του όρου από τα περσικά 101. Παλαιότεροι, αλλά και νεότεροι, μελετητές πίστευαν ότι ο όρος καταγόταν από την ελληνική λέξη «κλίβανος» (δηλαδή «φούρνος»), διότι υπέθεταν (δίκαια ίσως) ότι άλογα και αναβάτες, θωρακισμένοι κατά τέτοιον τρόπο, θα πρέπει να «ψήνονταν» κάτω από τον καυτό ήλιο της Μέσης Ανατολής 102. Ο συνειρμός αυτός, παρότι ελκυστικός, παραμένει καθαρά φιλολογικός και ως εκ τούτου μάλλον απορριπτέος, αν και τίποτε δεν αποκλείει την περίπτωση να αιωρούνταν στο μυαλό των ανθρώπων 96 Αμμιανός Τη χρησιμοποεί π.χ. ο Ι. Καραγιαννόπουλος (Ιστορία Α 640. Του ιδίου, Κράτος 298). 97 Paneg. Nazarii IV(X).22.4 (πλήρης περιγραφή θωράκισης κλιβαναρίων) και Βλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 171 (ο ίδιος απορρίπτει όμως την ορθότητα της πηγής). J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian Recruits 185. Σχετικά με την επιβεβαιωμένη εμφάνιση μονάδων κλιβαναρίων γύρω στο 310 βλ. αναλυτικότερα M. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii , 156. J. W. Eadie, Mailed Cavalry με τις χρήσιμες σχετικές υποσημ. 98 «Val(erius) Fuscianus d[uc]enarius militavit in vexillatione eqq(uitum) cat(afractariorum) / clib(anariorum) s(ub) c(ura) Valentis p(rae)p(ositi)». Βλ. Μ. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii Βλ. Μ. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii , 156 (χρονολογεί τη στήλη την εποχή εκείνη με βάση το όνομα «Valerius» και τον «pilleus pannonicus», δηλαδή τον παννονικό πίλο που φορά ο νεκρός). Επίσης J. N. Adams - P. M. Brennan, Italian Recruits 185 [το όνομα «Valerius» είναι γενικά ενδεικτικό για χρονολόγηση στα χρόνια των Τετραρχών ηγεμόνων ( )]. 100 Ίσως δηλαδή η λέξη «κλιβανάριος» να προήλθε από την προσαρμογή και μεταγραφή του πρωτογενούς περσικού όρου στη λατινική γραφή και γλώσσα. Βλ. αναλυτικά M. Michalak, Sassanian Cavalry A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment υποσημ. 28 σ HA, Alex. Sev Αυτό ισχυρίζεται ο A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment υποσημ. 28 σ Πρβλ. J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I υποσημ. 1 σ S. Perowne, Roman World υποσημ. 2 σ. 35. J. W. Eadie, Mailed Cavalry 169, 172. D. Hoffmann, Bewegungsheer I E. N. Luttwak, Grand Strategy 186. S. McDowall, Cavalryman 19.
292 της εποχής. Πάντως, ακόμη και αν αποδεχτούμε την άποψη πως η λέξη κλιβανάριος αποτελεί υβριδική έκφραση προερχόμενη από το ελληνικό «κλιβάνιον», που δήλωνε τον θώρακα, σε συνδυασμό με την λατινική κατάληξη «-arius», πάλι οι περσικές καταβολές είναι εμφανείς, αφού το «κλιβάνιον» ετυμολογικά προέρχεται μάλλον από την περσική λέξη «grīvpān» 103. Μία επιπλέον ένδειξη ότι ο όρος «κλιβανάριος» σήμαινε τον τεθωρακισμένο ιππέα μάς παρέχει ο Ιωάννης Λυδός, ο οποίος σημείωσε ότι «κλιβανάριοι, (επονομάζονται οι) ὁλοσίδηροι κηλίβανα γὰρ οἱ Ῥωμαῖοι τὰ σιδηρᾶ καλύμματα καλοῦσιν» 104. Οι Ρωμαίοι clibanarii διέθεταν εξοπλισμό παρόμοιο με εκείνον των Περσών, δηλαδή ήταν πλήρως θωρακισμένοι με κλειστό κράνος και ολόσωμο φολιδωτό και αρθρωτό θώρακα, ενώ τα άλογα διέθεταν ανάλογη προστασία που κάλυπτε το κεφάλι και τα πλευρά ως την ουρά 105. Κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. δημιουργήθηκαν αρκετές μονάδες κλιβαναρίων, εννέα εκ των οποίων διασώθηκαν στους καταλόγους της Notitia Dignitatum, όπου παράλληλα καταφράφονταν και άλλοι έξι σχηματισμοί καταφράκτων ιππέων 106. Δεν αποκλείεται οι περισσότεροι σχηματισμοί κλιβαναρίων να αποτελούσαν προσθήκες του Κωνστάντιου Β ειδικά για τον στρατό κρούσης της Ανατολής 107. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος περιγράφει την «εξωτική» εντύπωση που προκάλεσαν οι κλιβανάριοι στους κατοίκους της Ρώμης κατά τη διάρκεια της θριαμβικής εισόδου του Κωνστάντιου Β στην ιστορική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας το 357. Τέτοια φανταχτερή συγκέντρωση βαριά θωρακισμένου ιππικού μάλλον για πρώτη φορά αντίκριζαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι έμειναν έκθαμβοι από το θέαμα των ολοσίδηρων ιππέων που έμοιαζαν με αγάλματα του Πραξιτέλη οι δε θώρακές τους ήταν τόσο άψογα αρμολογημένοι ώστε δεν εμπόδιζαν τις κινήσεις των ανδρών. Ο συγγραφέας γράφει συγκεκριμένα: «cataphracti equites (quos clibanarios dictitant) personati thoracum muniti tegminibus, et limbis ferreis cincti, ut Praxitelis manu polita crederes simulacra, non viros; quos laminarum circuli tenues, apti corporis flexibus am- 103 Την περσική καταβολή της λέξης «κλιβανάριος» προτείνει και ο J. Haldon, Military Equipment υποσημ. 119 σ. 35. Προς την εκδοχή αυτή κλίνει και ο A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment υποσημ. 28 σ Ειδικά για την περσική καταβολή της ελληνικής λέξης «κλιβάνιον» βλ. J. Haldon, Military Equipment 19, 27 και υποσημ. 119 σ. 35. Για τη μορφή που είχε το κλιβάνιο βλ. T. G. Kolias, Waffen T. Dawson, Kremasmata, Kabadion, Klibanion: Some aspects of middle Byzantine military equipment reconsidered, BMGS 22 (1998) 38-50, σ Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Βλ. ειδικότερα J. W. Eadie, Mailed Cavalry 170. E. N. Luttwak, Grand Strategy 186. A. D. H. Bivar, Cavalry Equipment M. Michalak, Sassanian Cavalry S. McDowall, Cavalryman Κλιβανάριοι: Not. Dign. Or. 5.29: «comites clibanarii», 5.40: «equites primi clibanarii Parthi», 6.32: «equites Persae clibanarii», 6.40: «equites secundi clibanarii Parthi», 7.31: «equites promoti clibanarii», 7.32: «equites quarti clibanarii Parthi», 7.34: «cuneus equitum secundorum clibanariorum Palmirenorum», 11.8: «schola scutariorum clibanariorum (αυτοκρατορική φρουρά)». Occ (=7.185): «equites sagittarii clibanarii». Κατάφρακτοι: Not. Dign. Or. 5.34: «equites catafractarii Biturigenses», 6.35: «equites catafractarii», 6.36: «equites catafractarii Ambianenses», 7.25: «equites catafractarii bucellarii iuniores», 8.29: «equites catafractarii Albigenses». Occ : «equites catafractarii iuniores». Βλ. και J. W. Eadie, Mailed Cavalry 169, 171. Μ. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii Πρβλ. Λιβάνιος, Λόγοι και Βλ. J.-P. Callu, Dyarchie constantinide 63. M. J. Nicasie, Twilight
293 234 biebant, per omnia membra diducti, ut quocumque artus necessitas commovisset, vestitus congrueret, iunctura cohaerenter aptata» 108. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις δεκαπέντε συνολικά μονάδες βαρέως ιππικού (καταφράκτων και κλιβαναρίων) που στελέχωναν τα σώματα κρούσης των κομιτατήσιων, οι δεκατρείς στάθμευαν στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, προφανώς ως αντίπαλο δέος στις ανάλογες δυνάμεις των Σασσανιδών Περσών. Βέβαια, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι catafractarii Biturigenses, Ambianenses και Albigenses προέρχονταν όπως προδίδει και το όνομά τους από αντίστοιχες πόλεις της Γαλατίας. Πιθανώς ο Κωνστάντιος Β τις απέσπασε και τις μετέφερε στον στρατό κρούσης της Ανατολής μετά την κατάπνιξη του κινήματος του Μαγνέντιου 109. Μόνο ένας σχηματισμός κλιβαναρίων και άλλος ένας καταφράκτων υπηρετούσαν στις στρατιές κρούσης της Δύσης στις αρχές του 5 ου αι. Δύο ακόμη μονάδες καταφράκτων (catafractarii) υπηρετούσαν στους λιμιτάνεους του (Κλιβανάριοι στη Ρώμη το 357 μ.χ.) ανατολικού κράτους, στην Αίγυπτο υπό τον δούκα της Θηβαΐδας και στη Μικρά Σκυθία υπό τον δούκα της Σκυθίας, ενώ άλλη μία στους λιμιτάνεους του δυτικού κράτους, συγκεκριμένα στη Βρετανία υπό τον δούκα της Βρετανίας 110. Παρ όλα αυτά, ο J. W. Eadie ισχυρίζεται ότι οι clibanarii αποδείχτηκαν τελικά πολύ κατώτεροι σε σχέση με το έξοχο ελαφρύ ιππικό των Δαλματών και των Μαυριτανών και υποστηρίζει πως η πολεμική τους αξία παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα 111. Την άποψή του τη στηρίζει στην άσχημη απόδοση του κατάφρακτου ιππικού στη μάχη του Αργεντοράτου το Θεωρώ ωστόσο ότι είναι άδικο να κατακρίνουμε ένα ολόκληρο σώμα του στρατού αποκλειστικά με βάση μια μεμονωμένη άτυχη στιγμή. Ο ίδιος ο J. W. Eadie παραλείπει να αναφέρει την ειδική διάταξη μάχης που επινόησαν και εφάρμοσαν οι Αλαμαννοί ειδικά για να αντιμετωπίσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση το κατάφρακτο ιππικό του Ιουλιανού, το οποίο όπως φαίνεται τους προκαλούσε μεγάλο φόβο και δέος 113. Η αυξημένη 108 Αμμιανός Αυτό υποθέτει ο M. P. Speidel, Equites Aureliaci Not. Dign. Or : «ala I Iovia catafractariorum», 39.16: «cuneus equitum catafractariorum». Occ : «praefectus equitum catafractariorum» αντίστοιχα. 111 Πρβλ. J. W. Eadie, Mailed Cavalry Βλ. επίσης D. Hoffmann, Bewegungheer I Το ιππικό στο δεξιό πλευρό της παράταξης του Ιουλιανού, μεταξύ τους και οι κατάφρακτοι, κατέρρευσε ξαφνικά μέσα στον ορυμαγδό της μάχης εκ του συστάδην και τράπηκε σε άτακτη φυγή. Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Οι Αλαμαννοί, γνωρίζοντας ότι οι δικοί τους ιππείς αδυνατούσαν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά απέναντι στους Ρωμαίους κατάφρακτους και κλιβανάριους, διότι οι δεύτεροι διέθεταν σχεδόν αδιαπέραστη θωράκιση, τοποθέτησαν ανάμεσα στους ιππείς τους άνιππους ελαφρά εξοπλισμένους άνδρες με την αποστολή να επιφέρουν πλήγματα εναντίον των κλιβαναρίων την ώρα που οι τελευταίοι θα ήταν απασχολημένοι με τους
294 προσοχή και η ειδική αντιμετώπιση που επιφύλαξαν οι Αλαμαννοί για τους κατάφρακτους και κλιβανάριους Ρωμαίους ιππείς στη μάχη του Αργεντοράτου το 357, αποτελεί ένα στοιχείο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει, γιατί αποδεικνύει κατά τη γνώμη μου τη μαχητική αξία και την πολεμική χρησιμότητα αυτών των εξειδικευμένων ιππικών σχηματισμών. Έναν χρόνο νωρίτερα ο καίσαρας της Γαλατίας Ιουλιανός παρενόχλησε αλαμαννικές ορδές που λυμαίνονταν την κεντρική Γαλατία στην περιοχή της σημερινής πόλης Auxerre αξιοποιώντας μόνον επίλεκτους σχηματισμούς καταφράκτων και βαλισταρίων. Ειδικά οι κατάφρακτοι επέπεσαν σε ορισμένες περιπτώσεις με τέτοια ορμή πάνω στις μάζες των βαριά οπλισμένων Αλαμαννών μαχητών, ώστε στην κυριολεξία τους ποδοπάτησαν 114. Σε ένα παρόμοιο περιστατικό το 369/70 η ορμητική επέλαση μιας ίλης καταφράκτων στη βόρεια Γαλατία ανέτρεψε τον ρου μιας μάχης εναντίον ομάδας Σαξόνων επιδρομέων, σώζοντας τον στρατό από βέβαιη ήττα και εξολοθρεύοντας μέχρις ενός τη βαρβαρική ορδή 115. Πράγματι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του M. Michalak, η επέλαση των κλιβαναρίων θα πρέπει να δημιουργούσε έναν τρομερό αντίκτυπο στην αντίπαλη παράταξη. Γι αυτόν τον λόγο το ιππικό των κλιβαναρίων «was a highly specialized kind of armed forces, destined to one purpose and not always working», όπως απέδειξε η συμπεριφορά του στη μάχη του Αργεντοράτου 116. Ο Μ. P. Speidel επίσης υποστηρίζει ότι οι clibanarii ήταν προφανώς χρήσιμοι, αφού συνέχισαν να στελεχώνουν μονάδες ιππικού καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου και 5 ου αι Άλλωστε, όπως σημειώνει παραστατικά ο Τ. Γ. Κόλιας, στον στρατό του Βυζαντίου συνδυαζόταν πάντοτε η ύπαρξη και δράση τόσο του ελαφρού, όσο και του βαρέως ιππικού, το οποίο μάλιστα βασιζόταν στη δοκιμασμένη παράδοση των υστερορωμαϊκών σωμάτων των «κλιβαναρίων» 118. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι απόψεις του M. J. Nicasie ζ) Το πρόβλημα της εγκατάστασης των μονάδων του στρατού κρούσης. Οι comitatenses στάθμευαν κυρίως σε πόλεις στα ενδότερα του μετώπου 120. Το συμπέρασμα αυτό στοιχειοθετείται μέσα από τη μελέτη του αναλυτικού και εξαιρετικά ιππείς. Συγκεκριμένα είχαν τη διαταγή να λογχίζουν τα άλογα και να ρίχνουν τους αναβάτες στο χώμα, όπου ήταν σαφώς πιο εύκολο να εξουδετερωθούν. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αυτή η τακτική που εφάρμοσαν οι Αλαμαννοί αποδείχτηκε επιτυχημένη, τουλάχιστον ως προς την αντιμετώπιση των καταφράκτων. Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Αμμιανός Για τις παραπάνω απόψεις βλ. M. Michalak, Sassanian Cavalry Πρβλ. Μ. P. Speidel, Catafractarii Clibanarii T. G. Kolias, Waffen 40. Του ιδίου, Η πολεμική τεχνολογία των Βυζαντινών, Δωδώνη 18.1 (1989) 17-41, σ Του ιδίου, Νικηφόρος Β Φωκάς ( ). Ο στρατηγός αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο, [Ιστορικές Μονογραφίες 12] Αθήνα 1993, σ Πρβλ. M. J. Nicasie, Twilight Πρβλ. R. McMullen, Roman Response 191. C. Mango, Βυζάντιο 46. B. Isaac, Limits 269 κ.ε. (ειδικά για την Ανατολή). R. Scharf, Die spätantike Truppe der Cimbriani, ZPE 135 (2001) , σ. 180 (επιτύμβιες
295 236 αξιόπιστου έργου του Αμμιανού Μαρκελλίνου. Στα κείμενά του συχνά αναφέρει την επιστροφή των εκστρατευτικών σωμάτων και τη διαχείμασή τους σε πόλεις του εσωτερικού της Γαλατίας, καθώς και άλλων περιφερειών 121. Μάλιστα, ο άγνωστος συγγραφέας της Historia Augusta, ο οποίος έζησε τον 4 ο αι. και άρα έγραφε επηρεασμένος από τις συνθήκες της εποχής του, υποστήριζε ότι ο ιδανικός ηγεμόνας τοποθετεί τις ιππικές και πεζικές μονάδες κοντά στα κέντρα ανεφοδιασμού και παραγωγής των απαραίτητων για αυτές εφοδίων 122. Προσέδιδε κατ αυτόν τον τρόπο μια ξεκάθαρα στρατηγική χροιά στην επιλογή της τοποθέτησης των στρατιωτών που υπηρετούσαν ειδικά στα σώματα κρούσης/εκστρατείας μέσα στις πόλεις και στο εσωτερικό των επαρχιών, όπου μπορούσαν άνετα να συντηρηθούν. Υπήρχε ωστόσο και η αντίθετη γνώμη, την οποία εξέφρασε ο Ζώσιμος. Σύμφωνα με τον ίδιο ο Μ. Κωνσταντίνος, του οποίου όλες τις επιλογές καυτηριάζει, «τὴν ἀσφάλειαν διαφθείρων...τῶν στρατιωτῶν τὸ πολὺ μέρος τῶν ἐσχατιῶν ἀποστήσας ταῖς οὐ δεομέναις βοηθείας πόλεσιν ἐγκατέστησε...καὶ ταῖς ἀνειμέναις τῶν πόλεων τὴν ἀπὸ τῶν στρατιωτῶν ἐπέθηκε λύμην, δι ἣν ἤδη πλεῖσται γεγόνασιν ἔρημοι, καὶ τοὺς στρατιώτας ἐκδόντας ἑαυτοὺς θεάτροις καὶ τρυφαῖς ἐμαλάκισε, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν τῆς ἄχρι τοῦδε τῶν πραγμάτων ἀπωλείας αὐτὸς τὴν ἀρχὴν καὶ τὰ σπέρματα δέδωκε» 123. Οπωσδήποτε, κάθε στρατιωτικός γνωρίζει ότι η εγκατάσταση στρατιωτών σε πόλεις κατά βάση δεν ενδείκνυται ακριβώς για τους λόγους που περιέγραψε μόλις παραπάνω ο Ζώσιμος. Η τοποθέτηση προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων μέσα στον αστικό κορμό οδηγεί αναπόφευκτα σε χαλάρωση της επιβεβλημένης στρατιωτικής πειθαρχίας και τείνει σταδιακά να αμβλύνει το απαραίτητο μαχητικό πνεύμα που οφείλει να διακατέχει τους αξιωματικούς και τους οπλίτες. Παρ όλα αυτά θεωρώ ότι ήταν το μόνο μέτρο χάρη στο οποίο θα μπορούσε να διατηρηθεί η αριθμητική ισχύς του στρατεύματος στα επίπεδα της εποχής της «Ηγεμονίας», δεδομένης της αναμφίβολης πτώσης των οικονομικών μεγεθών που είχε εντωμεταξύ ενσκήψει από τον 3 ο αι. και εξής. Εκτός από την μειωμένη πλέον οικονομική βάση της αυτοκρατορίας, ένας επιπρόσθετος λόγος που επέβαλλε την διατήρηση της αριθμητικής οροφής των ενόπλων δυνάμεων σε επίπεδα δυσανάλογα με την πραγματική ισχύ επιγραφές ανδρών που υπηρέτησαν στη legio palatina των Cimbriani ανευρέθησαν στη Λουκερία της Απουλίας, γεγονός που ίσως ρίχνει φως στους τόπους εγκατάστασης των παλατινών της Δύσης τον 4 ο αι.). D. Nicolle, Romano-Byzantine Armies 5. M. J. Nicasie, Twilight Βλ. Αμμιανός , , , , , 20.4, , , , HA, Tyr. Trig : «videsne ut ille provinciales non gravet, ut illic equos contineat ubi sunt pabula, illic annonas militum mandet ubi sunt frumenta, non provincialem, non possessorem cogat illic frumenta ubi non habet dare, illic equum ubi non potest pascere? nec est ulla alia provisio melior quam ut in locis suis erogentur quae nascuntur, ne aut vehiculis aut sumptibus rem publicam gravent. Galatia frumentis abundant, referta est Thracia, plenum est Illyricum illic pedites conlocentur, quamquam in Thracia etiam equites sine noxa provincialium hiemare possint. multum enim ex campis faeni colligitur». Ο ανώνυμος συγγραφέας ισχυρίζεται βέβαια ότι αυτό το μέτρο ήταν προς όφελος των επαρχιωτών, αλλά δεν έχει δίκιο, διότι η τελική ευθύνη και το κόστος για τη συντήρηση των ανδρών που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις μεταβιβαζόταν από το κράτος με πολύ εύσχημο τρόπο και σε μεγάλο βαθμό στις πλάτες κυρίως των επαρχιωτών και των πάσης φύσεως ιδιωτών. 123 Ζώσιμος
296 του υστερορωμαϊκού κράτους ήταν ασφαλώς και η μεγέθυνση της απειλής που αντιπροσώπευαν οι γείτονες της αυτοκρατορίας σε σχέση πάντα με την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή. Ο R. McMullen ισχυρίζεται ότι οικονομικοί λόγοι κρύβονταν βασικά πίσω από την πολυδιάσπαση των μονάδων και την εγκατάστασή τους σε πόλεις και κέντρα παραγωγής αγαθών. Έτσι το κράτος κέρδιζε χρήματα, γιατί οι ανάγκες των μικρών μονάδων καλύπτονταν γενικά πολύ ευκολότερα σε τοπικό επίπεδο χωρίς καμιά επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό. Πιο συγκεκριμένα γράφει ότι «in the scattering-about of soldiers in smaller clusters, to say nothing of their emplacement inside some city, there lay a substantial saving in cost; for their distribution thereby conformed better with existing natural matterns of production and distribution. It seems reasonable to find in these savings both purpose and explanation for later Roman troop dispositions» 124. Οι απόψεις του R. McMullen αποτελούν μια πρώτη προσέγγιση στο ζήτημα που θίγουμε στην ενότητα αυτή. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι το οικονομικό δεν ήταν η μόνη αφορμή για την εγκατάσταση των στρατιωτών και ειδικά των κομιτατήσιων στα αστικά κέντρα. Οι κομιτατήσιοι έδρευαν κυρίως σε πόλεις για λόγους (α) καλύτερης και ευχερέστερης επιμελητειακής και λογιστικής υποστήριξης, (β) για την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στους κατοίκους του εσωτερικού και για την ενίσχυση της παρουσίας της κεντρικής εξουσίας στα δρώμενα του εσωτερικού (κεντρική εξουσία παρούσα) για λόγους εσωτερικής ασφαλείας (αποτροπή κοινωνικών αναταραχών), (γ) γιατί εννοείται ότι έτσι κόστιζε λιγότερο η συντήρησή τους στην κρατική μηχανή, αφενός διότι δεν ήταν υποχρεωμένο το κράτος να τους κατασκευάζει πολυδάπανα στρατόπεδα, στάβλους και τη λοιπή απαραίτητη κτηριακή υποδομή και αφετέρου γιατί μέρος των εξόδων συντήρησης βάραινε πλέον απευθείας τους επαρχιώτες, σύμφωνα με ένα θεσμό που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «hospitium» ή «hospitalitas» (φιλοξενία κατ οίκον κατόπιν επίταξης μερικής συνήθως ή ολικής του οικήματος). Ο θεσμός αυτός ρύθμιζε βασικά το καθεστώς καταυλισμού στρατιωτών σε σπίτια και υποστατικά πολιτών στις πόλεις και στην ύπαιθρο και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν για τους οικοδεσπότες και ιδιοκτήτες R. McMullen, Army Costs Βλ. CTh. 7.9: «De salgamo hospitibus non praebendo» (τέσσερις διαδοχικοί νόμοι των ετών 340, , 393 και 416 που ασχολούνταν με τις καταχρήσεις στρατιωτών εις βάρος πολιτών) 7.8: «De metatis» (συλλογή 22 διατάξων χρονολογούμενων μεταξύ των ετών , όπου απαλλαγές, διαδικασία/κανονισμοί σχετικά με τη hospitalitas) (333) (413) (343). CJ «de metatis et epidemeticis» (συλλογή 12 σχετικών διατάξεων μεταξύ των ετών ). Th. II Nov. 25 (444). Digesta , Ο θεσμός του «hospitium» εφαρμόστηκε τον 5 ο αι. και για τους βαρβάρους που είχαν εγκατασταθεί στη Δύση, όπως αποκαλύπτουν διάφορα κείμενα, π.χ. Sidonius Apollinaris, Epistulae Codex Eurici Βλ. J. B. Bury, Later Empire I 206. A. Piganiol, Empire chrétien 370. W. Goffart, Barbarians and Romans A.D The Techinques of Accomodation, Princeton 1980, σ. 40 κ.ε. (πολύ αναλυτικά για τη hospitalitas και για μεθόδους εγκατάστασης βαρβάρων στη Δύση από τον 5 ο αι. κ.ε.). H. Sivan, On Foederati, Hospitalitas, and the Settlement of the Goths in A.D. 418, AJPh (1987) , σ (μέθοδοι εγκατάστασης των βαρβάρων στη Δύση κατά τον 5 ο αι.). B. Croke, Evidence for the Hun Invasion of Thrace in A.D. 422, GRBS 18 (1977) , σ. 348 (σημασία του όρου «hospitalitas»). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late
297 238 Η συνύπαρξη πολιτών και στρατιωτών δημιουργούσε όπως ήταν φυσικό προβλήματα. Για τον 4 ο αι. διαθέτουμε νομοθετικά κείμενα που στόχο είχαν να περιορίσουν τα φαινόμενα καταχρήσεων εις βάρος των πολιτών από στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Μέχρι τον 6 ο αι. το πρόβλημα είχε αποκτήσει διαστάσεις, διότι ο Ιωάννης Λυδός σχολίαζε με σαφώς ρητορική υπερβολή ότι «καὶ τὸ πέρας τὰς ἐνιδρυμένας ἀεὶ στρατιὰς καὶ τῶν ὑπερμαχούντων τὰς κατ αὐτῶν τῶν προνοουμένων λαφυραγωγοὺς ἁρπαγὰς βίας τε καὶ φθορὰς τῶν παραπορευομένων διὰ τῶν ἐπαρχιῶν στρατευμάτων ὅσα κατὰ τὸ ἀναγκαῖον ἐπὶ τοὺς πολέμους ὁρμᾶν συμβαίνει, δι ὃ κουφοτέραν τὴν ἐπιδρομὴν τῶν βαρβάρων τῆς ἐπιστασίας τῶν οἰκείων τὸ ὑπήκοον ἑαυτῷ συλλογίζεται» 126. Πράγματι, ο Ιησούς Στυλίτης στο χρονικό του για τον βυζαντινοπερσικό πόλεμο του στηλίτευε πολύ συχνά την συμπεριφορά των βυζαντινών στρατευμάτων, ιδίως των γοτθικής καταγωγής στρατιωτών, για τις καταχρήσεις τους εναντίον των ντόπιων κατοίκων της Συρίας. Το ζήτημα είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε η ανώτερη πολιτική και στρατιωτική διοίκηση αναγκάστηκε να πάρει μέτρα για τον καταυλισμό στρατιωτών σε πόλεις και την προστασία των πολιτών από τις αυθαιρεσίες στρατιωτικών 127. Ένα ζήτημα που προβλημάτισε τους ιστορικούς που ασχολήθηκαν ειδικά με τον στρατό του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ήταν πού ακριβώς στρατοπέδευαν οι στρατιώτες που στελέχωναν τα δύο σώματα στρατού των magistri militum praesentales. Οι palatini της Ανατολής σύμφωνα με τον Ι. Καραγιαννόπουλο ήταν στρατοπεδευμένοι εν μέρει στην ίδια τη Βασιλεύουσα, κυρίως όμως στα περίχωρά της και στις δύο όχθες του Βοσπόρου. Άλλο μεγάλο μέρος τους καταυλιζόταν στην περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, πιο συγκεκριμένα στη Βιθυνία, την Παφλαγονία και τον Πόντο 128. Στηρίζει την εκτίμησή του σε δύο χωρία που αναφέρονται στην αναγόρευση του Λέοντα Α ( ) ως αυτοκράτορα, όπου μνημονεύονται «στρατιῶται», προφανώς palatini, οι οποίοι συμμετείχαν στην τελετή της ενθρονίσεώς του παράλληλα με τους άνδρες της αυτοκρατορικής φρουράς των «ανακτορικών σχολών» (scholae palatinae) 129. Από το χωρίο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου σε συνδυασμού με εκείνο του Κάνδιδου μπορούμε πράγματι να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι τμήμα τουλάχιστον των παλατινών της Ανατολής ήταν εγκατεστημένο μέσα στην ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα κοντινά της περίχωρα. Όσον αφορά την περίπτωση του στρατωνισμού μονάδων των παλατινών στην περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, η άποψη Army (θίγουν το πρόβλημα της εγκατάστασης ειδικά των κομιτατήσιων κυρίως μέσα από την εφαρμογή του μέτρου της «hospitalitas/hospitium»). 126 Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Τέτοιου είδους παράπονα και κατηγορίες επανέρχονταν συχνά κατά τη βυζαντινή εποχή και αποτελούσαν μάλλον κοινό τόπο σε πολλά κείμενα της περιόδου. 127 Βλ. αναλυτικά Ιησούς Στυλίτης 86, J. Karayannopulos, Themenordnung 48. Του ιδίου, Ιστορία Α 626. Του ιδίου, Κράτος Κων. Πορφ., Περί βασιλείου τάξεως : «Τελευτήσαντος Μαρκιανοῦ τοῦ τῆς θείας λήξεως, καὶ τοῦ ψηφίσματος εἰς Λέοντα τὸν τῆς εὐσεβοῦς λήξεως γινομένου παρὰ τῆς συγκλήτου, συνῆλθον πάντες ἐν τῷ κάμπῳ, τοῦτο μὲν οἱ ἄρχοντες καὶ αἱ σχολαὶ καὶ οἱ στρατιῶται». Πρβλ. και Κάνδιδος
298 του Ι. Καραγιαννόπουλου εκτιμώ ότι επαληθεύεται από ορισμένες διάσπαρτες μαρτυρίες πηγών της εποχής. Γνωρίζουμε επί παραδείγματι μέσα από τις αφηγήσεις του Ζώσιμου, του Σωκράτη Σχολαστικού και του Φιλοστόργιου, ότι οι Γότθοι στρατιώτες που συνόδευαν τον μάγιστρο του στρατού Τριβίγιλδο εγκαταστάθηκαν το 396 στην επαρχία της Φρυγίας. Όλοι αυτοί οι Γότθοι είχαν τότε ενσωματωθεί στις δυνάμεις των παλατινών 130. Επομένως πιστεύω ότι η εγκατάσταση των Γότθων του Τριβίγιλδου στη Φρυγία το 396 είναι μια έμμεση απόδειξη του καταυλισμού τμήματος των παλατινών του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται από την στρατοπέδευση, έστω προσωρινού χαρακτήρα, τμημάτων της αυτοκρατορικής φρουράς των σχολαρίων σε πόλεις πλησίον της Κωνσταντινούπολης, όπως π.χ. στη Νικομήδεια και στην Προυσιάδα της Βιθυνίας και στην Ηράκλεια-Πέρινθο της Ανατολικής Θράκης 131. Επιπρόσθετα, ο Αμμιανός με αφορμή την επανάσταση του Προκόπιου το 365 κάνει λόγο για μόνιμη φρουρά εγκατεστημένη στη Νίκαια της Βιθυνίας υπό τη διοίκηση ενός ανώτερου προτήκτορα. Η φρουρά της Νίκαιας μάλλον πρέπει να αποτελούνταν από παλατινούς, όπως παράλληλα και εκείνη της Νίκης, ενός στρατιωτικού σταθμού (statio) στην Ανατολική Θράκη, την οποία μνημονεύει ο Αμμιανός κατά την εξιστόρηση του καταστροφικού γοτθικού πολέμου του Ο ίδιος, τέλος, αναφέρεται σε «λεγεώνες Θηβαίων» («Thebaeas legiones» σύμφωνα με το κείμενο), οι οποίες τον χειμώνα του 354 διαχείμασαν σε πόλεις και οικισμούς γύρω από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης 133. Αν και οι «θηβαϊκές» λεγεώνες είχαν βρεθεί εκείνη την περίοδο στο μέτωπο της Θράκης αποσπασμένες από τα μέτωπα της Ανατολής και της Αιγύπτου όπου κανονικά υπηρετούσαν, θα πρέπει να θεωρήσουμε περίπου ως δεδομένο ότι για τον καταυλισμό και τη διαχείμασή τους στην περιοχή της Θράκης πιθανότατα αξιοποιήθηκαν οι υποδομές που ήδη υπήρχαν για τον στρατωνισμό στρατευμάτων του αυτοκρατορικού στρατού κρούσης. Τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε μέσα από τα κείμενα του Αμμιανού Μαρκελλίνου έρχονται να συμπληρώσουν οι σύγχρονες ανασκαφικές έρευνες. Η επιγραφή AE , όπου μνημονευόταν το auxilium palatinum των «Iovii Cornuti seniores» (έτος 356), ήρθε στο φως στη Νακώλεια της Φρυγίας, στον τόπο δηλαδή όπου εννέα χρόνια αργότερα δόθηκε η τελική μάχη μεταξύ των δυνάμεων του σφετεριστή Προκόπιου και του αυτοκράτορα Βάλη το Ο σχηματισμός αυτός παρότι δεν διασώθηκε αρκετά ώστε να συμπεριληφθεί στις λίστες της Notitia Dignitatum, εκτιμώ ότι είναι ενδεικτικός της στάθμευσης μονάδων που ανήκαν στον πυρήνα των κομιτατήσιων του Κωνστάντιου Β στις προαναφερθείσες περιοχές της Μικράς Ασίας Πηγές για τον Τριβίγιλδο: Ζώσιμος Σωκράτης Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ Βλ. J. Liebeschuetz, Barbarians Βλ. σχετικά D. Hoffmann, Bewegungsheer I 298. Fanoula Papazoglou, Garde Impériale Βλ. αντίστοιχα Αμμιανός και Αμμιανός : «Hadrianopolim Thebaeas legiones in vicinis oppidis hiemantes». 134 R. Scharf, Heeresteilung 266. Σύγκρουση Προκόπιου-Βάλη: βλ. Αμμιανός Ζώσιμος
299 Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΙΤΑΤΗΣΙΩΝ. Η ΚΑΙΡΙΑ ΤΟΜΗ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟΡΩΜΑΪΚΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ α) Οι νέοι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές του Μ. Κωνσταντίνου: οι magistri peditum και equitum Προκειμένου να οριοθετήσουμε εύσχημα και εύστοχα το πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων στα ανώτατα επίπεδα της στρατιωτικής ιεραρχίας κρίνω σκόπιμο να εκθέσω αυτούσιο το άκρως περιγραφικό κείμενο του Ζώσιμου. Ο Ζώσιμος έγραψε τον 5 ο αι. ότι ο Μ. Κωνσταντίνος, «συνετάραξεν δὲ καὶ τὰς πάλαι καθεσταμένας ἀρχάς. Δύο γὰρ τῆς αὐλῆς ὄντων ὑπάρχων καὶ τὴν ἀρχὴν κοινῇ μεταχειριζομένων, οὐ μόνον τὰ περὶ τὴν αὐλὴν τάγματα τῇ τούτων ᾠκονομεῖτο φροντίδι καὶ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ [γὰρ] καὶ τὰ ἐπιτετραμμένα τὴν τῆς πόλεως φυλακὴν καὶ τὰ ταῖς ἐσχατιαῖς ἐγκαθήμενα πάσαις ἡ γὰρ τῶν ὑπάρχων ἀρχὴ δευτέρα μετὰ τὰ σκῆπτρα νομιζομένη καὶ τῶν σιτήσεων ἐποιεῖτο τὰς ἐπιδόσεις καὶ τὰ παρὰ τὴν στρατιωτικὴν ἐπιστήμην ἁμαρτανόμενα ταῖς καθηκούσαις ἐπηνώρθου κολάσεσι. Κωνσταντῖνος δὲ τὰ καλῶς καθεστῶτα κινῶν μίαν οὖσαν ἐς τέσσαρας διεῖλεν ἀρχάς Ταύτῃ διελόμενος τὴν τῶν ὑπάρχων ἀρχὴν καὶ ἄλλοις τρόποις ἐλαττῶσαι ταύτην ἐσπούδασεν ἐφεστώτων γὰρ τοῖς ἁπανταχοῦ στρατιώταις οὐ μόνον ἑκατοντάρχων καὶ χιλιάρχων ἀλλὰ καὶ τῶν λεγομένων δουκῶν, οἳ στρατηγῶν ἐν ἑκάστῳ τόπῳ τάξιν ἐπεῖχον, στρατηλάτας καταστήσας, τὸν μὲν τῆς ἵππου τὸν δὲ τῶν πεζῶν, εἰς τούτους τε τὴν ἐξουσίαν τοῦ τάττειν στρατιώτας καὶ τιμωρεῖσθαι τοὺς ἁμαρτάνοντας μεταθείς, παρείλετο καὶ ταύτης τοὺς ὑπάρχους τῆς αὐθεντίας» 135. Συνέχισε μάλιστα τη σφοδρή πολεμική του εις βάρος των μεταρρυθμίσεων του Μ. Κωνσταντίνου σημειώνοντας, «Οτι δὲ τοῦτο καὶ τοῖς ἐν εἰρήνῃ καὶ τοῖς κατὰ πόλεμον ἐλυμήνατο πράγμασιν, αὐτίκα ἐρῶ τῶν ὑπάρχων τοὺς ἁπανταχοῦ φόρους διὰ τῶν ὑπηρετουμένων αὐτοῖς εἰσπραττόντων καὶ τὴν στρατιωτικὴν ἐκ τούτων ποιουμένων δαπάνην, ἐχόντων δὲ τοὺς στρατιώτας ὑποχειρίους εἰς τὸ δίκας ὑπέχειν κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν, εἰκότως οἱ στρατιῶται κατὰ νοῦν ἔχοντες ὡς ὁ χορηγῶν τὴν σίτησιν αὐτοῖς καὶ πταίουσιν ἐπεξέρχεται, πράττειν τι παρὰ τὸ καθῆκον οὐκ ἐθάρρουν δέει καὶ τῆς τῶν σιτήσεων ἀφαιρέσεως καὶ τῆς παρὰ πόδας κολάσεως. Νῦν δὲ ἑτέρου μὲν ὄντος τοῦ τὰς τροφὰς ἐπιδίδοντος ἑτέρου δὲ 135 Ζώσιμος και αντίστοιχα. Μάλιστα ο Ζώσιμος ( ) κατέστησε ευθέως υπεύθυνο τον Μ. Κωνσταντίνο για τη δημιουργία των τεσσάρων περιφερειακών επαρχοτήτων ή υπαρχιών (praefectura praetorio per Orientem, per Illyricum, per Italiam et Africam, per Gallias). Ο T. D. Barnes (Praetorian Prefects 249) θεωρεί ωστόσο ότι η διάσπαση των επάρχων πραιτωρίων ανά περιφέρεια και η οριστική διαμόρφωση του θεσμού αποκρυσταλλώθηκε περίπου το 361 μετά τον θάνατο του Κωνστάντιου Β. Αναλυτικότερα T. D. Barnes, Praetorian Prefects όπου λίστες με επάρχους πραιτωρίων που υπηρέτησαν προσωπικά ηγεμόνες της περιόδου, και άλλους που είχαν στην αρμοδιότητά τους γεωγραφικές/διοικητικές περιφέρειες.
300 τοῦ τῆς ἐπιστήμης κυρίου, κατ ἐξουσίαν ἅπαντα πράττουσι, πρὸς τῷ καὶ τὸ πλέον τῶν σιτήσεων μέρος εἰς κέρδος τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν ὑπηρετουμένων τούτῳ χωρεῖν» 136. Με άλλα λόγια ο Ζώσιμος περιέγραψε, με πολύ μελανά βέβαια χρώματα, την αφαίρεση της ανώτατης στρατιωτικής αρχής από τα χέρια των επάρχων πραιτωρίων και την απόδοσή της σε νέους, αποκλειστικά στρατιωτικούς αξιωματούχους, τους οποίους ο Κωνσταντίνος ονόμασε magister equitum και peditum αντίστοιχα. Καθίσταται βέβαια αμέσως σαφής ο αιχμηρός τόνος του Ζώσιμου εναντίον των καινοτομιών του Κωνσταντίνου. Αν αφαιρέσουμε ωστόσο τις προσωπικές κρίσεις, οι μεταρρυθμιστικές τομές του μεγάλου εκείνου αυτοκράτορα γίνονται πολύ εύκολα ορατές. Γίνεται παράλληλα αμέσως αντιληπτό ότι οι μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων είχαν δύο σκέλη: οι έπαρχοι πραιτωρίων μετατράπηκαν από ανώτατοι πολιτικοστρατιωτικοί αξιωματούχοι απλώς σε ανώτατους πολιτικούς αξιωματούχους, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε μια νέα ανώτατη στρατιωτική αρχή, που την εκπροσωπούσαν οι μάγιστροι του ιππικού και του πεζικού. Πράγματι, είναι σήμερα γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο Μ. Κωνσταντίνος επέφερε δραστικές αλλαγές στη διοίκηση του στρατού μέσα στα πλαίσια μίας νέας πολιτικής πλήρους διαχωρισμού της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία. Συγκεκριμένα αφαίρεσε από τους επάρχους πραιτωρίων κάθε επιχειρησιακό και πειθαρχικό έλεγχο επί των ενόπλων δυνάμεων 137. Οι praefecti praetorio μετατράπηκαν σε αποκλειστικά πολιτικούς αξιωματούχους και παρέμειναν -μεταξύ των άλλων- υπεύθυνοι για τη στρατολογία, την τροφοδοσία και τον εξοπλισμό των στρατευμάτων 138. Στο «Περί Θεμάτων» του Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου (10 ος αι.) το νέο, απογυμνωμένο ουσιαστικά στρατιωτικών αρμοδιοτήτων, περιεχόμενο που απέκτησε το πανάρχαιο αξίωμα του επάρχου πραιτωρίων μετά τις μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου γίνεται εύκολα αντιληπτό. Το κείμενο αναφέρει ότι: Ζώσιμος Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 181. A. H. M. Jones, Later Empire I 100. E. C. Nischer, Reforms 43. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 108, 611. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 345. Βλ. επίσης γενικά J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I Introduction σ. xxxi-xxxiii και υποσημ. 2 σ. 11. A. Piganiol, Histoire 464. Του ιδίου, Empire chrétien 73 (δημιουργία νέων επάρχων πραιτωρίων, έπαρχοι πραιτωρίων για κάθε ηγεμόνα, απλώς ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι). P. Petit, Empire romain (δημιουργία περιφερειακών επάρχων πραιτωρίων και αφαίρεση των στρατιωτικών αρμοδιοτήτων τους). P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 24 (αφαίρεση των στρατιωτικών αρμοδιοτήτων από τους επάρχους πραιτωρίων και δημιουργία των magistri militum). R. Rémondon, Crise T. D. Barnes, Praetorian Prefects 249. D. Hoffmann, Oberbefehl 387. D. Feissel, Praefatio chartarum publicarum. L intitulé des actes de la Préfecture du prétoire du IV e au VI e siècle, TM 11 (1991) , σ. 438 (στις σ κατάλογος με επάρχους πραιτωρίων του Κωνσταντίνου). 138 Βλ. λ.χ. περιπτώσεις τέτοιων αρμοδιοτήτων που διασώζονται στον Αμμιανό. Αμμιανός , (ο Μουσωνιανός, έπαρχος πραιτωρίων Ανατολής, χαρακτηρίζεται από τον Αμμιανό ως ο ανώτερος πολιτικός διοικητής των ανατολικών επαρχιών), (ξεκάθαρα πολιτικός αξιωματούχος ο έπαρχος πραιτωρίων), (έπαρχος πραιτωρίων Ιλλυρικού Ανατόλιος με «κλασικές» αρμοδιότητες). Βλ. επίσης και A. H. M. Jones, Later Empire I 101 ΙΙ 608. Ο A. H. M. Jones παρατήρησε ότι όλοι σχεδόν οι νόμοι στον Codex Theodosianus σχετικά με την στρατολογία και τον εφοδιασμό των ενόπλων δυνάμεων απευθύνονται σε επάρχους πραιτωρίων. A. H. M. Jones, Later Empire IΙΙ υποσημ. 14 σ. 77.
301 242 «Υπαρχοι τῶν πραιτωρίων διηκόνουν τοῖς βασιλεῦσι στρατεύουσι, καὶ τὰς τῶν στρατιωτῶν τροφὰς ἐξ ἑτοίμου παρέχοντες, τά τε τῶν βασιλέων ἄπληκτα (δηλ. τους στρατιωτικούς σταθμούς) διευθετοῦντες καὶ τὰς ὁδοὺς ἐκκαθαίροντες» 139. Την ίδια αρχή της διάκρισης των εξουσιών εφάρμοσε ο Μ. Κωνσταντίνος και στις επαρχίες, ούτως ώστε έως το 337 είχε επέλθει ο σχεδόν απόλυτος διαχωρισμός της στρατιωτικής και της πολιτικής εξουσίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις 140. Μέχρι την εποχή του Κωνστάντιου Β η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είχε πλήρως εμπεδωθεί. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος σημείωνε ότι ειδικά ο Κωνστάντιος εφάρμοσε απόλυτα και όσο το δυνατόν ακριβοδίκαια αυστηρό διαχωρισμό των δύο εξουσιών, στρατιωτικής και πολιτικής 141. Εντούτοις, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να φανταστούμε ότι οι έπαρχοι πραιτωρίων απουσίαζαν παντελώς από τις πολεμικές αναμετρήσεις του 4 ου αι. Διασώζονται περιπτώσεις στις οποίες έπαρχοι πραιτωρίων συμμετείχαν σε εκστρατείες, όπου έλαβαν μέρος και σε πολεμικά συμβούλια ή ενεπλάκησαν, έστω και κατά λάθος, ενεργά στη φωτιά της μάχης. Tο 357 ο έπαρχος πραιτωρίων της Γαλατίας Φλωρέντιος ακολούθησε τον στρατό του Ιουλιανού στην πορεία που οδήγησε στην περίφημη μάχη του Αργεντοράτου το 363 ο έπαρχος πραιτωρίων Σεκούνδος Σαλούστιος (Secundus Sallustius ή Salutius) συμμετείχε στην περσική εκστρατεία του ίδιου ηγεμόνα κινδύνεψε μάλιστα να φονευτεί στη συμπλοκή που οδήγησε στον θάνατο τον Ιουλιανό 142. Ο Φλωρέντιος είχε αναλάβει το 359 τη συνοδεία αποστολής με προμήθειες για τον στρατό του Ιουλιανού στον Ρήνο, την οποία έφερε εις πέρας με επιτυχία 143. Γίνεται βέβαια εμφανές ότι πρώτιστο καθήκον τους ήταν η παροχή επιμελητειακής υποστήριξης για τα στρατεύματα. Όταν ο Μ. Κωνσταντίνος δημιούργησε τον μόνιμο στρατό κρούσης, ανέθεσε τη διοίκησή του σε νέους ανώτερους αξιωματικούς, τους λεγόμενους magistri (ελλ. στρατηλάται). Επειδή αρχικά οι comitatenses λειτουργούσαν ως ενιαίο σώμα στην άμεση διάθεση του ίδιου του αυτοκράτορα, ο Μ. Κωνσταντίνος έχρισε ανώτατους διοικητές έναν magister peditum για το πεζικό και έναν magister equitum για το ιππικό. Ο A. Höpffner το 1936 και εξήντα χρόνια αργότερα η Pat Southern και η Karen R. Dixon υποστήριξαν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος δημιούργησε δύο ανώτατες στρατιωτικές αρχές, ώστε να μην υπάρξει ποτέ περίπτωση να συγκεντρωθεί η στρατιωτική εξουσία στα χέρια ενός και μόνο ανδρός, για προφανείς λόγους διατήρησης ισορροπιών και της αποφυγής φαινομένων συγκεντρωτισμού 144. Ήδη όμως από τις απαρχές του νέου θεσμού μαρτυρούνται στρατηγοί που ασκούσαν κοινή διοίκηση, πεζικού και ιππικού, με τον τίτλο του «magister equitum et peditum» Κων. Πορφ., Περί θεμάτων Πρβλ. ενδεικτικά W. Seston, Dioclétien 319. A. H. M. Jones, Later Empire I 101. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 620. P. Petit, Empire romain 153. N. Fields, Saxon Shore 9. C. Mango, Βυζάντιο Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Βλ. σχετικά Αμμιανός και αντίστοιχα. 143 Αμμιανός Πρβλ. A. Höpffner, Magistri Praesentales Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army CTh [315(360)]: «eusebii...ex magistro equitum et peditum». Βλ. R. Guilland, Maîtres de la Milice 133.
302 Οι magistri militum του Μ. Κωνσταντίνου επιλέγονταν, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, από έμπειρους άνδρες με πολλά χρόνια θητείας στο στράτευμα, π.χ. από τριβούνους (tribuni), οι οποίοι εκείνην την εποχή ανελάμβαναν τη διοίκηση όλων των τύπων μονάδων που διέθετε στις τάξεις του ο ύστερος ρωμαϊκός στρατός 146. Είναι ξεκάθαρη λοιπόν και μέσω αυτής της καινοτομίας του Μ. Κωνσταντίνου η πρόθεση του αυτοκράτορα να ολοκληρώσει το έργο το οποίο είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή του Γαλλιηνού και το οποίο προέβλεπε την εξειδίκευση των εξουσιών (στρατιωτικής και πολιτικής) διαμέσου του πλήρους διαχωρισμού τους. Από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και εξής όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί προέρχονταν από τη στρατιωτική τάξη, ενώ οι ανώτεροι διοικητικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι, όπως οι praefecti praetorio, οι vicarii και οι praesides, ήταν συνήθως μέλη των πλέον μορφωμένων κοινωνικών τάξεων (ανάμεσά τους και αρκετοί εκπρόσωποι της συγκλητικής ή επαρχιακής αριστοκρατίας), οι οποίοι συχνά είχαν τη θέση του νομικού 147. Κάποτε οι συγκλητικοί γίνονταν στρατηγοί τώρα οι στρατηγοί γίνονταν συγκλητικοί 148. Από τότε δεν μαρτυρούνται πλέον κληρονομικοί συγκλητικοί στην ηγεσία του στρατεύματος, πλην δύο επιβεβαιωμένων εξαιρέσεων, η μία εκ των οποίων ηχηρή. Αναφερόμαστε στην ανάδειξη του συγκλητικού Σαβινιανού το 359 στη θέση του μάγιστρου ιππικού της Ανατολής. Παρ όλα αυτά ο Αμμιανός που διέσωσε αυτήν την πληροφορία όχι μόνο μέμφεται, αλλά καταφανώς ειρωνεύεται μια τόσο άστοχη κατά τη γνώμη του τοποθέτηση, στα πρόθυρα μάλιστα της σύρραξης με την Περσία. Δικαιολογημένα απ ό,τι φαίνεται, υπογραμμίζει επανηλειμμένα την ανικανότητα του Σαβινιανού, τον οποίο θεωρεί ως έναν ανίδεο περί τα στρατιωτικά άνθρωπο, εντελώς νωθρό εξαιτίας και της περασμένης ηλικίας του, υποκείμενο στην αδράνεια, όπως απέδειξε η συμμετοχή του στα γεγονότα που οδήγησαν στην τραγική άλωση της Άμιδας από τους Πέρσες το 359, και φυσικά δειλό και άτολμο 149. Η δεύτερη περίπτωση ήταν εκείνου του επίσης κληρονομικού συγκλητικού Μέμμιου Βιτράσιου Ορφίτου (Memmius Vitrasius Orfitus), που ανήκε στην πανάρχαιη συγκλητική οικογένεια των Μεμμίων (Memmii). Ο Ορφίτος έδρασε στα χρόνια των υιών του Μ. Κωνσταντίνου ( ). Ανάμεσα στα αξιώματα που ανέλαβε αναφέρεται αόριστα και ως «comes ordinis secundi expeditiones bellicas». Δυστυχώς, η επιγραφή δεν γίνεται πιο σαφής, οπότε δεν είναι δυνατόν να ανασυνθέσουμε με ακρίβεια την στρατιωτική αποστολή που ανέλαβε A. H. M. Jones, Later Empire I 101 ΙΙ Πρβλ. Α. H. M. Jones, Later Empire I , G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία Παρομοίως G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 332. Για την ανάδειξη των μαγίστρων στην τάξη των συγκλητικών βλ. και R. Guilland, Egrège-perfectissime-clarissime, ΕΕΒΣ 35 (1967) (στο: R. Guilland, Titres et fonctions de l Empire byzantin, [VR] London 1976), σ. 36. Του ιδίου, Maîtres de la Milice και τις σχετικές υποσημειώσεις όπου οι πηγές που επισημαίνουν την ανάδειξη των μαγίστρων του στρατού στη Σύγκλητο. 149 Βλ. αναλυτικά Αμμιανός , , Σχετικά με τη σταδιοδρομία του Σαβινιανού βλ. J. Szidat, Sabinianus. Ein Heermeister senatorischer Abkunft im 4. Jh., Historia 40 (1991) CIL VI Την επιγραφή καταγράφει ο M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy
303 244 β) Οι εξελίξεις στο σώμα των μαγίστρων τον υπόλοιπο 4 ο αι. Σύντομα επήλθε η διάσπαση του αρχικά ενιαίου σώματος των κομιτατήσιων. Θεωρείται πιθανόν ότι μετά τη διανομή της αυτοκρατορίας ανάμεσα στους τρεις γιους του Μ. Κωνσταντίνου, ο καθένας από αυτούς απέκτησε τον δικό του στρατό με comitatenses, με ανώτατους διοικητές έναν magister peditum και έναν magister equitum αντίστοιχα 151. Σταδιακά άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες περιφερειακές διοικήσεις των comitatenses, με περιορισμένο τομέα ευθύνης. Το 342 ο Κωνστάντιος Β απέσπασε τον magister equitum Ερμογένη στη Θράκη με αποστολή να καλύψει το μέτωπο του Δούναβη, την ώρα που ο ίδιος επιχειρούσε στη Μεσοποταμία εναντίον των Περσών 152. Τον Ερμογένη πλαισίωναν μονάδες και από τα δύο όπλα του ρωμαϊκού στρατού, δηλαδή πεζικό και ιππικό, παρότι εκείνος ήταν διοικητής των ιππέων 153. Στη Δύση την ίδια περίοδο, επί της βασιλείας του Κώνσταντα Α ( ), μαρτυρούνται οι πρώτες, προσωρινές έστω, ανεξάρτητες στρατιωτικές διοικήσεις της Γαλατίας και του Ιλλυρικού 154. Οι προαναφερθείσες εξελίξεις οριστικοποιήθηκαν επί της μονοκρατορίας του Κωνστάντιου Β ( ). Αυτός διατήρησε ένα σώμα κομιτατήσιων υπό την άμεση εποπτεία του, τη διοίκηση του οποίου συνέχισε να αναθέτει σε έναν magister peditum και έναν magister equitum, οι οποίοι για να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους περιφερειακούς διοικητές, χαρακτηρίζονταν praesentales, επειδή υπάγονταν απευθείας στον αυτοκράτορα 155. Παράλ- 151 Α. H. M. Jones, Later Empire I 124 ΙΙ Σωκράτης : «Εντέλλεται οὖν Ερμογένει τῷ στρατηλάτῃ, ἐπὶ τὰ Θρᾴκια πεμπομένῳ μέρη». Σωζομενός : «διηκονεῖτο δὲ τοῖς βασιλέως προστάγμασιν Ερμογένης ὁ τὴν ἱππικὴν δύναμιν ἐπιτετραμμένος στρατηγός, ὃς ἐπὶ Θρᾴκην τότε ἀποσταλείς». Επίσης Prosper Tiro Αυτό πιστεύει ο Α. H. M. Jones, Later Empire I Α. H. M. Jones, Later Empire I R. Grosse, Militärgeschichte E. Stein, Bas-Empire I , Α. H. M. Jones, Later Empire I G. A. Crump, Ammianus 93. W. Treadgold, Army 10. Προτού απαριθμήσουμε πραισεντάλιους μαγίστρους του 4 ου αι., οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι μάγιστροι ιππικού στη Γαλατία τα χρόνια Μάρκελλος, Σεβήρος, Λουπικίνος και Νεβίττας υπηρέτησαν ουσιαστικά ως magistri praesentales του καίσαρα Ιουλιανού. Επρόκειτο βέβαια για μια προσωρινή κατάσταση που είχε άμεση σχέση με την πενταετή παρουσία ενός καίσαρα στα γαλατικά εδάφη. Βλ. την αμέσως επόμενη υποσημ. Άλλοι magistri praesentales: Αμμιανός (Bonitus, ίσως μάγιστρος του Μ. Κωνσταντίνου το 324) , , , 18.3, (Βαρβατίων, comes et magister peditum Κωνσταντίου με τομέα ευθύνης Ιλλυρικό-Παννονία-Νωρικό- Ραιτία, και 359) , , , (Αρβετίων, μάγιστρος ιππικού Κωνσταντίου και μετά Ιουλιανού, ) , 20.2, (Ουρσικίνος, μάγιστρος πεζικού Κωνσταντίου στη θέση του Βαρβατίωνα, ) (Ιοβίνος, μάγιστρος ιππικού Ιουλιανού, 361) , (Αγίλων, μάγιστρος πεζικού Κωνσταντίου και μετά Ιουλιανού, 361) (Μάρκελλος, ex magistri equitum et peditum) (Αρινθαίος, μάγιστρος ιππικού Ιουλιανού, 363) , (Νεβίττας, μάγιστρος πεζικού Ιουλιανού, 363) , (Νεβίττας-Αρινθαίος-Βίκτωρ-Δαγαλάιφος, κυριότεροι στρατηγοί Ιουλιανού, 363) (Λουκιλλιανός, πεθερός Ιοβιανού, magister equitum et peditum praesentalis Ιοβιανού) , (Δαγαλάιφος, μάγιστρος ιππικού, 364) (Ιοβίνος-Δαγαλάιφος μάγιστροι Βαλεντινιανού, Βίκτωρ-Αρινθαίος μάγιστροι Βάλη, 364) , , , , , (κόμης Βίκτωρ, μάγιστρος ιππικού Βάλη, Βλ. και Σωκράτης ) (Αρινθαίος μάγιστρος πεζικού Βάλη, ) (αναφέρονται οι δύο προηγούμενοι μαζί) , , (Σεβήρος, μάγιστρος πεζικού Βαλεντινιανού, 367) (Ιοβίνος-Σεβήρος, μάγιστροι ιππικού και πεζικού Βαλεντινιανού, 368) , [Θεοδό-
304 ληλα όμως υπήρχαν πλέον τμήματα του αυτοκρατορικού στρατού κρούσης μονίμως αποσπασμένα στο ανατολικό μέτωπο (Oriens), στη Γαλατία (Galliae) και στο Ιλλυρικό (Illyricum) υπό την ηγεσία magistri equitum 156. Η πρώτη αναφορά περί της ύπαρξης magisterium σιος (πατέρας του ομώνυμου αυτοκράτορα), μάγιστρος ιππικού Βαλεντινιανού στη θέση Ιοβίνου, ] (Σατουρνίνος, προσωρινός μάγιστρος ιππικού Βάλη με τομέα ευθύνης τη Θράκη, Βλ. και Σωκράτης ) (Σεβαστιανός, μάγιστρος πεζικού Βάλη στη θέση Τραϊανού, 378) (Τραϊανός, ex magistro armorum praesentalis, επανήλθε στην ενεργό δράση, 378) (Τραϊανός και Σεβαστιανός σκοτώθηκαν στη μάχη της Αδριανούπολης). Ερμογένης, μάγιστρος (ιππικού) Κωνσταντίου (και αποστολή του στη Θράκη), : Σωζομενός Σωκράτης , , Θεοφάνης Φώτιος, Βιβλιοθήκη Κώδ. 257, 475a Γεώργιος Κεδρηνός Προμώτος-Τιμάσιος, μάγιστροι ιππικού-πεζικού αντίστοιχα Θεοδοσίου Α : Ζώσιμος , , , , Σωζομενός Ιωάννης Αντιοχείας Ευνάπιος =Σούδα, λήμμα «Τιμάσιος» 597. Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ Λιβάνιος, Επιστολαί 867. Πασχάλιον Χρονικόν Κων. Πορφ., Περί επιβουλών Ριχομέρης, magister militum του Θεοδόσιου Α, Μαϊοριανός, μάγιστρος Ιλλυρικού, περ. 380: Sidonius Apollinaris, Carmina Μοδάρης, magister militum του Θεοδόσιου Α, περ. 380: Ζώσιμος Ριχομέρης-Σατουρνίνος, magistri militum Θεοδοσίου Α, 382: Θεμίστιος, Χαριστήριος 201b. Βαύδων-Αρβογάστης, μάγιστροι Δύσης, δεκαετία 380: Ζώσιμος , Ευνάπιος Ιωάννης Αντιοχείας Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ , Σούδα, λήμμα «Αρβογάστης» Κων. Πορφ. Περί επιβουλών Στηλίχων, μάγιστρος Θεοδοσίου Α : Κων. Πορφ. Περί επιβουλών Ζώσιμος , , Ιωάννης Αντιοχείας Α. H. M. Jones, Later Empire I 125. A. Kazhdan - A. Cutler, λήμμα «magister militum», ODB Vol. II W. Treadgold, Army 10. Ο W. Treadgold (Army 200) αναφέρει πως αυτά τα magisteria διέθεταν ξεχωριστή διοίκηση για το ιππικό και το πεζικό, άποψη ωστόσο λανθασμένη, αφού οι πηγές αναφέρουν ακόμη τους διοικητές των περιφερειακών τμημάτων του στρατού κρούσης ως «magistri equitum», αν και αυτοί είχαν πλέον υπό τις διαταγές τους τόσο πεζικό όσο και ιππικό. E. C. Nischer, Reforms G. A. Crump, Ammianus 93. Διοικητές περιφερειακών διοικήσεων του στρατού κρούσης/εκστρατείας κατά τον 4 ο αι.: Αμμιανός (Βαλεντινιανός, κόμης Αφρικής και κατόπιν Βρετανίας, περ. 350) , , , 15.2, , (Ουρσικίνος, μάγιστρος ιππικού Ανατολής, ) 15.5, , , , (Σιλβανός, μάγιστρος πεζικού Γαλατίας, 355. Βλ. και Aurelius Victor, de Caes ) (Πρόσπερος, agens magistri equitum Galliarum, 356) (Βαρβατίων, μάγιστρος πεζικού Γαλατίας στη θέση Σιλβανού με τομέα ευθύνης Ν.Α. Γαλατία-Ραιτία, προσωρινή διευθέτηση, ) , 18.6, 19.3 (Σαβινιανός, μάγιστρος Ανατολής στη θέση Ουρσικίνου, 359) , , (Μάρκελλος, μάγιστρος ιππικού Γαλατίας, 356) , , , (Σεβήρος, μάγιστρος ιππικού Γαλατίας, ) , 20.1, , (Λουπικίνος, μάγιστρος Γαλατίας στη θέση Σεβήρου, ) και 3, (Νεβίττας, μάγιστρος ιππικού Γαλατίας, 361) 21.9, , (Λουκιλλιανός, μάγιστρος ιππικού Ιλλυρικού, 361) (Ιοβίνος, μάγιστρος ιππικού Ιλλυρικού, 361) (Μαλάριχος-Ιοβίνος, μάγιστροι ιππικού Γαλατίας, 363) , (Ιοβίνος, μάγιστρος ιππικού Γαλατίας, ) (Δαγαλάιφος, μάγιστρος ιππικού Γαλατίας επί Ιοβιανού και Λουπικίνος, μάγιστρος ιππικού Ανατολής, 365). Βλ. και J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. II υποσημ. 4 σ. 625) (365): «Aequitius Illyriciano praeponitur exercitui, nondum magister, sed comes», , (Equitius, μάγιστρος Ιλλυρικού το 365. Βλ. και J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. II υποσημ. 1 σ. 592) (365): «Iulius comes, per Thracias copiis militaribus praesidens» 27.2, (Ιοβίνος, μάγιστρος ιππικού Γαλατίας, ) , (Cretio, κόμης Αφρικής, περ. 360) , 28.6, , , (Ρωμανός, κόμης Αφρικής, ) (Σεβαστιανός, κόμης Ιλλυρικού και Ιταλίας, 368) , 29.5, [Θεοδόσιος (πατέρας του ομώνυμου αυτοκράτορα), μάγιστρος ιππικού Γαλατίας, ] (Equitius, μάγιστρος ιππικού Ιλλυρικού, 373 κ.ε.) , (Τραϊανός, comes rei militaris Armeniae, 372 κ.ε.) (Ιούλιος, μάγιστρος Ανατολής, 378). Βετρανίων, μάγιστρος Ιλλυρικού, περ : Ευτρόπιος 10.10=Παιάνιος Ζώσιμος Σωκράτης , Ιωάννης Ζωναράς Βιταλιανός, μάγιστρος Ιλλυρικού, 381: Ζώσιμος Βακούριος, μάγιστρος(;) Ανατολής(;), 394: Ζώσιμος , Σωκράτης Κων. Πορφ., Περί επιβουλών Γεώργιος Μοναχός Του ιδίου, Σύντομον Χρονικόν
305 246 militum per Orientem γίνεται το , για το magisterium militum per Gallias το και για το magisterium militum per Illyricum το Τα σύγχρονα πορίσματα της έρευνας έχουν λοιπόν ανατρέψει την άποψη του E. C. Nischer, ο οποίος είχε αναγάγει την εμφάνιση των τριών αυτών περιφερειακών διοικήσεων στην τριμερή διαίρεση της αυτοκρατορίας ανάμεσα στους γιους του Μ. Κωνσταντίνου 158. Πάντως, όπως ορθά έχει επισημάνει ο G. A. Crump, υπήρχε ακόμη η δυνατότητα κάποιες από τις ανώτερες ή ανώτατες διοικήσεις του στρατού κρούσης να παραμένουν για αρκετά χρονικά διαστήματα κενές 159. Επί παραδείγματι, έπειτα από τη διαίρεση της αυτοκρατορίας ανάμεσα στον Βαλεντινιανό Α και στον αδελφό του Βάλη φαίνεται πως κάποια στρατιωτική διοίκηση της Δύσης καταργήθηκε προσωρινά 160. Παλαιότεροι ερευνητές υπονοούν ότι αυτή ίσως ήταν η θέση του magister equitum per Gallias 161. O G. A. Crump ωστόσο σε άρθρο του, υποστήριξε ότι η θέση που καταργήθηκε ήταν εκείνη του magister peditum praesentalis 162. Την ίδια περίοδο, δηλαδή γύρω στα μέσα του 4 ου αι., πολλοί από τους κατοπινούς μαγίστρους προέρχονταν πλέον και από το σώμα των προτηκτόρων 163. Το τελευταίο τέταρτο του 4 ου αι., ίσως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου Α ( ), επήλθε μία μεταβολή στη στρατιωτική ορολογία, καθότι οι περισσότερες διοικήσεις του στρατού κρούσης διέθεταν πλέον τόσο πεζικό όσο και ιππικό. Οι μάγιστροι, με εξαίρεση τους praesentales της Δύσης και τον magister equitum per Gallias, χαρακτηρίζονταν πια με τον γενικό όρο «magister militum» ή «magister utriusque militiae» 164. Με την εμφάνιση του magister utriusque militiae (ελλ. στρατηλάτης ἑκατέρας δυνάμεως) καταργήθηκε ουσιαστικά η διάκριση μεταξύ ιππικού και πεζικού, καθώς τα δύο όπλα του πρώιμου βυζαντινού στρατού ενοποιήθηκαν και τυπικά κάτω από κοινή διοίκηση 165. Κατά την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum (395 για την Ανατολή, γύρω στο 420 για τη Δύση) η κατάσταση στα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής ιεραρχίας είχε λίγο ως πολύ παγιωθεί. Το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος είχε πέντε, σχεδόν ισοδύναμες, διοικήσεις για τον στρατό κρούσης 166. Οι palatini υπάγονταν σε δύο magisteria, υπό τους magistri mili- 157 A. Kazhdan - A. Cutler, λήμμα «magister militum», ODB Vol. II G. A. Crump, Ammianus Βλ. E. C. Nischer, Reforms Πρβλ. G. A. Crump, Ammianus Βλ. E. C. Nischer, Reforms 45. G. A. Crump, Ammianus Για τις σχετικές ρυθμίσεις βλ. και W. Treadgold, Army Βλ. W. Ensslin, Zum Heermeisteramt des spätrömischen Reiches. II: Die Magistri Militum Praesentales des 4.Jahrhunderts, Klio 24 (1930) , σ E. C. Nischer, Reforms 45. Του ιδίου, Das römische Heer und seine Generale nach Ammianus Marcellinus, Hermes 63 (1928) , σ Πρβλ. G. A. Crump, Ammianus 96 όπου αναφέρονται και οι απόψεις των παλαιότερων ερευνητών. 163 Βλ. Α. H. M. Jones, Later Empire I 135 και τα σχετικά με την άνοδο του Ιοβιανού, κόμη των δομεστίκων, όπως περιγράφονται στον Ζώσιμο (3.30.1). 164 Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 367. A. H. M. Jones, Later Empire I , Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 624. W. Treadgold, Army A. Kazhdan - A. Cutler, λήμμα «magister militum», ODB Vol. II W. Treadgold, Army J. B. Bury, Invasion 32. L. Bréhier, Institutions 274. A. H. M. Jones, Later Empire I 178 ΙΙ 609. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 7. M. J. Nicasie, Twilight 77. C. Zuckerman, Στρατός 236.
306 tum praesentales Ι και ΙΙ, τα οποία διέθεταν περίπου άνδρες το καθένα 167. Στο ανατολικό μέτωπο υπήρχε ο magister militum per Orientem με άνδρες υπό τις διαταγές του, ενώ το μέτωπο του Δούναβη κάλυπταν τα magisteria militum per Thracias και per Illyricum με και άνδρες περίπου στη διάθεσή τους 168. Και τα πέντε αυτά magisteria ήταν ισότιμα και ανεξάρτητα μεταξύ τους 169. Ο A. H. M. Jones ισχυρίστηκε ότι πίσω από την ισομερή διάσπαση των κομιτατήσιων και ιδιαίτερα των παλατινών στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος κρύβεται ο ευνούχος Ευτρόπιος, ισχυρός άνδρας της Ανατολής από το 395 ως το 399, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στους ανώτερους αξιωματικούς 170. Ωστόσο, ο Ζώσιμος είχε υποστηρίξει ότι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α ήταν εκείνος ο οποίος ευθυνόταν για τη δημιουργία των πέντε ισοδύναμων σχεδόν μαγιστερίων της Ανατολής σχολιάζοντας ότι: «τὰς μὲν προεστώσας ἀρχὰς συνετάραξε, τοὺς δὲ τῶν στρατιωτικῶν ἡγουμένους πλείονας ἢ πρότερον εἰργάσατο. Ενὸς γὰρ ὄντος ἱππάρχου καὶ ἐπὶ τῶν πεζῶν ἑνὸς τεταγμένου, πλείοσιν ἢ πέντε ταύτας διένειμε τὰς ἀρχάς (ίσως συμπεριλαμβάνει όλες τις ανώτατες στρατιωτικές αρχές Ανατολής και Δύσης)» 171. Όποιες και να ήταν οι αιτίες αυτής της ρύθμισης, ένα στοιχείο παραμένει βέβαιο: το νέο «συμμετρικό» σύστημα δούλεψε αξιοθαύμαστα και διατηρήθηκε αναλλοίωτο ως την εποχή του Ιουστινιανού 172. Τις βασικές του αρχές διατήρησε κι ο Ιουστινιανός, ο οποίος απλώς προσέθεσε ορισμένες επιπλέον διοικήσεις. Ωστόσο στη Δύση η διοικητική οργάνωση του στρατού κρούσης/εκστρατείας οικοδομήθηκε σε εκ διαμέτρου αντίθετα πρότυπα από εκείνα της Ανατολής. Όπως είδαμε στο Not. Dign. Or Βλ. επίσης και W. Treadgold, Army 50. A. H. M. Jones, Later Empire I 178. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 626. J. Haldon, Warfare 100. J. Liebeschuetz, Barbarians Not. Dign. Or Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire I 178. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 624. W. Treadgold, Army 47, 50. J. Haldon, Warfare 100. Σχεδόν ίδιον αριθμό για τον στρατό κρούσης του Ανατολικού Ιλλυρικού (15.000) παραδίδουν ο Μαρκελλίνος (Marcellinus Comes 95) για το έτος 499 και ο Προκόπιος (Γοτθ. Πόλ ) για το έτος Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 626. A. H. M. Jones, Later Empire I 178. Για την αριθμητική δύναμη των μαγιστέριων του ανατολικού κράτους βλ. και W. Treadgold, Army A. H. M. Jones, Later Empire I Ζώσιμος Κατά την προσφιλή του συνήθεια να κατακρίνει τα πεπραγμένα χριστιανών αυτοκρατόρων σχολίασε ( και ) πολύ αρνητικά την αύξηση των ανωτάτων στρατιωτικών διοικητών ως εξής: «τρυφὴν δὲ καὶ ἐκμέλειαν τῆς βασιλείας προοίμια ποιησάμενος τούτῳ τε καὶ τὸ δημόσιον σιτήσεσιν ἐβάρυνε πλείοσιν (οὐκέτι γὰρ δύο στρατηγοῖς μόνοις ἀλλὰ πέντε καὶ πλείοσιν, ὅσην ἕκαστος τῶν δύο πρότερον εἶχεν, ἐχορηγοῦντο) καὶ τοὺς στρατιώτας τοσούτων ἀρχόντων ἐκδέδωκε πλεονεξίᾳ. Τούτων γὰρ ἕκαστος οὐ κατὰ τὸ μέρος, ἀλλὰ ὁλόκληρον, ὡς ἂν εἰ δύο μόνων ὄντων, ἐκ τῆς περὶ τὰ στρατιωτικὰ σιτηρέσια καπηλείας ἀθροίζειν ἐβούλετο κέρδος». Πάντως, την εκδοχή του Ζώσιμου για τη δημιουργία από τον Θεοδόσιο Α των πέντε στρατηγείων του στρατού κρούσης της Ανατολής ενστερνίζονται αρκετοί νεότεροι και σύγχρονοι ιστορικοί. Π.χ. R. Grosse, Militärgeschichte 186, 190. R. M. Errington, Theodosius 5. D. Hoffmann, Bewegungsheer I Του ιδίου, Oberbefehl , , 396. W. Treadgold, Army 11, 13. S. Williams - G. Friell, Theodosius 90. M. J. Nicasie, Twilight 77. J. Liebeschuetz, Barbarians (δημιουργήματα του Θεοδόσιου Α με μεγάλο ποσοστό Γότθων και γενικά βαρβάρων). 172 A. H. M. Jones, Later Empire I 178. C. Zuckerman, Στρατός 236.
307 248 ανατολικό ρωμαϊκό κράτος η παρουσία ενός αυτοκράτορα, ο οποίος ήρθε συχνά σε αντιπαράθεση με ισχυρούς ανταπαιτητές, ή ενός ισχυρού πολιτικού άνδρα, του Ευτρόπιου, επέφερε τη δημιουργία αποκεντρωμένου συστήματος διοίκησης για τις ένοπλες δυνάμεις. Σε αντιδιαστολή, στη Δύση η επιβολή και επιρροή ενός πανίσχυρου στρατιωτικού ηγήτορος, του βανδαλικής καταγωγής πατρικίου Στηλίχωνος, επέβαλε τη συγκέντρωση της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας σε ένα και μόνο πρόσωπο. Ο Φλάβιος Στηλίχων, ουσιαστικός κυβερνήτης του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από το 395 ως το 408, δημιούργησε, ή έστω παγίωσε, ένα απόλυτα συγκεντρωτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο την ανώτατη εξουσία των ενόπλων δυνάμεων ασκούσε ο magister peditum praesentalis της Ιταλίας 173. Αυτός διοικούσε όλα ανεξαιρέτως τα τάγματα πεζικού των κομιτατήσιων, ενώ παράλληλα είχε υπό τη δικαιοδοσία του ως υφισταμένους όλους τους υπόλοιπους ανώτερους διοικητές των δυτικών στρατιών κρούσης, δηλαδή τον magister equitum praesentalis που ήταν επικεφαλής όλου του ιππικού των κομιτατήσιων, τον magister equitum per Gallias που διέθετε (Ο Φλάβιος Στηλίχων) τόσο ιππικό όσο και πεζικό, καθώς και τους διάφορους comites rei militaris που διοικούσαν περιφερειακά συγκροτήματα των κομιτατήσιων 174.Ήταν τέλος ο ανώτερος προϊστάμενος των συνοριακών δουκών και κομήτων. Το διοικητικό αυτό πρότυπο λειτούργησε μέχρι την πτώση της δυτικής αυτοκρατορίας το 476. Σχηματικά μπορούμε να περιγράψουμε το δυτικό μοντέλο διοίκησης ως εξής: Στον magister peditum praesentalis της Ιταλίας υπαγόταν όλο το πεζικό του στρατού κρούσης όχι μόνον των παλατινών αλλά και των κομιτατήσιων οι υφιστάμενοι magistri και comites rei militaris ασκούσαν την ηγεσία των συγκροτημάτων εξ ονόματός του. Το ίδιο συνέβαινε και στο ιππικό, μόνο που ο magister equitum praesentalis της Ιταλίας ήταν και αυτός υπόλογος στον magister peditum praesentalis. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τον τίτλο του «magister utriusque militiae» στη Δύση τον έφερε πάντα ο ανώτατος διοικητής του πεζικού σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου και οι πέντε magistri τιτλοφορούνταν με τον παραπάνω χαρακτηρισμό ο ίδιος ο Στηλίχων ονομαζόταν «comes et magister utriusque militiae», έχοντας πάντα ως υφιστάμενο έναν magister equitum praesentalis R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire I D. Hoffmann, Oberbefehl M. J. Nicasie, Twilight 78. Μάλιστα, ο A. Höpffner (Magistri Praesentales , ) είχε αναγάγει τη συγκεντρωτική στρατιωτική διοίκηση που επιβλήθηκε στη Δύση ήδη στα χρόνια του Γρατιανού, με πρώτο εκπρόσωπό της τον πανίσχυρο στρατηγό Μεροβαύδη (Merobaudes), φραγκικής καταγωγής. 174 A. H. M. Jones, Later Empire I , 191. Βλ. και J. B. Bury, Invasion 32-33, όπου περιγράφει επίσης σχηματικά τον συγκεντρωτικό τρόπο της διοίκησης του στρατού στη Δύση. 175 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire I , 178 ΙΙ 609. Flavius Stilicho comes et magister utriusque militiae: ILS 797, Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 175 ΙΙΙ υποσημ. 3 σ. 32.
308 Ίσως ο διασκορπισμός των παλατινών της Δύσης, δηλαδή των στρατευμάτων υπό την άμεση διοίκηση των πραισεντάλιων μαγίστρων, να οφείλεται εν μέρει σε αυτήν ακριβώς τη συγκέντρωση των εξουσιών που περιγράψαμε παραπάνω, παρότι κάτι τέτοιο ακούγεται κατ αρχάς παράδοξο και αντιφατικό. Οι μονάδες των παλατινών, όσο μακριά από τις βάσεις τους και αν επιχειρούσαν, δεν έπαυαν ποτέ να εξαρτώνται, έστω και θεωρητικά, απευθείας από την ανώτατη στρατιωτική αρχή. 249 γ) Η σημασία της δημιουργίας των μαγίστρων για τον στρατό του 4 ου αι. Η δημιουργία του αξιώματος των μαγίστρων (και δευτερευόντως των κομήτων) για τη διοίκηση των κομιτατήσιων σηματοδότησε αναμφίβολα μια καίρια τομή. Αποτέλεσε επίσης την καίρια συμβολή του Μ. Κωνσταντίνου στην μεταρρυθμιστική πορεία του υστερορωμαϊκού στρατού. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ρωμαϊκού στρατού από τη γέννησή του και έπειτα δημιουργήθηκε ξεχωριστή ανώτερη διοίκηση για τον στρατό. Μέχρι τότε οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές (λεγάτοι και έπαρχοι πραιτωρίων) διέθεταν παράλληλα και πολιτικές αρμοδιότητες. Από δω και μπρος ο στρατός διέθετε θεσμοθετημένα πια ηγήτορες αποκλειστικά αφιερωμένους στα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Οριστικοποιήθηκε, λοιπόν, μια εξελικτική πορεία που είχε ξεκινήσει από τα χρόνια ήδη του Γαλλιηνού και η οποία τελικά συνέβαλε στη δημιουργία ενός αμιγώς στρατιωτικού «cursus honorum». Αυτό που παγίωσε τις μεταρρυθμίσεις του Μ. Κωνσταντίνου δεν ήταν τόσο η διττή διάκριση σε κομιτατήσιους και λιμιτάνεους, όσο η δημιουργία των μαγίστρων πεζικού και ιππικού. Αυτή στάθηκε, κατά τη γνώμη μου, η καίρια συμβολή του Κωνσταντίνου στην εξελικτική πορεία του ρωμαϊκού στρατού. Ήταν κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο και ρηξικέλευθο η δημιουργία ανεξάρτητων στρατιωτικών διοικητών και ξεχωριστών στρατιωτικών διοικήσεων, κάτι που δεν το είχε σκεφτεί μέχρι τότε κανένας προγενέστερος αυτοκράτορας. Η δημιουργία των μαγίστρων του στρατού (magistri militum) αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα, διότι για πρώτη φορά στην ιστορία γενικά της ρωμαϊκής διοίκησης ο στρατός αποκτούσε πλήρη διοικητική αυτοτέλεια, χάρη στους ανεξάρτητους αυτούς στρατιωτικούς ηγήτορες 176. Ειδικά η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία αυτονομήθηκε πλήρως. Ο Μ. Κωνσταντίνος οριστικοποίησε έτσι de facto τη διάκριση των εξουσιών. Ήταν η βασική τομή στα ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια που δεν την είχε σκεφτεί ούτε ο Διοκλητιανός. Άλλωστε αναφέραμε ότι στα χρόνια του Διοκλητιανού η ανώτερη στρατιωτική διοίκηση δεν είχε ουσιαστικά μεταβληθεί σε σχέση με παλαιότερα. Η δημιουργία των μαγίστρων ως των ανώτερων στρατιωτι- 176 Αυτό με τη σειρά του οδήγησε, σύμφωνα με τον A. Demandt (Militäradel ), (α) στην απόλυτη και τελεσίδικη επικράτηση των επαγγελματιών στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας τον 4 ο και 5 ο αι., (β) στη δημιουργία μιας νέας «στρατιωτικής αριστοκρατίας» που διέθετε πλούτο και απεριόριστη δύναμη στα χέρια της, (γ) της οποίας τα μέλη, δηλαδή οι στρατηγοί, ήταν συνήθως βάρβαροι κυρίως γερμανικής καταγωγής, αλλά και άλλοι, όπως Αλανοί, Σαρμάτες. Καίριο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο A. Demandt μέσα από την παράθεση πολλών παραδειγμάτων ήταν ότι οι στρατηγοί του 4 ου και 5 ου αι. συνήπταν συγγενικούς δεσμούς με την εκάστοτε αυτοκρατορική οικογένεια, σαφές δείγμα της επιρροής που ασκούσαν πλέον οι, κατά κύριο λόγο ξενικής καταγωγής, στρατηγοί.
309 250 κών διοικητών ήταν ο σημαντικότερος κρίκος που έλειπε από την αλυσίδα των αλλαγών στον υστερορωμαϊκό στρατιωτικό μηχανισμό. Εκεί έγκειται κατά τη γνώμη μου η μεγάλη, η αποφασιστικής σημασίας συνεισφορά του Κωνσταντίνου. Οι εξελίξεις στη συνέχεια πήραν απλώς τον δρόμο τους, και οι μεταγενέστεροι ηγεμόνες απλώς συνέχισαν στα χνάρια του μεγάλου προκατόχου τους και ακολούθησαν την πορεία που αυτός πρώτος χάραξε. Καθίσταται επίσης φανερό ότι πηγή έμπνευσης για την ονοματοδοσία των νέων αυτών στρατιωτικών ηγητόρων στάθηκε το ένδοξο ρωμαϊκό παρελθόν. Συγκεκριμένα, το αξίωμα του magister equitum ήταν πανάρχαιο. Μνημονεύεται ήδη από τα πρώτα χρόνια της «Δημοκρατίας». Ο magister equitum μνημονεύεται στις αρχαίες πηγές ως ο δεύτερος τη τάξει μετά τον δικτάτορα. Και τα δύο αυτά αξιώματα γνωρίζουμε ότι ήταν έκτακτης φύσης. Δικτάτορας ανακηρυσσόταν κάποιος σε εξαιρετικά κρίσιμες περιστάσεις για χρονική διάρκεια μόλις έξι μηνών ασκώντας τα καθήκοντα στρατηγού-αυτοκράτορα. Η εντολή του έπαυε με το πέρας των έξι μηνών ή την εντωμεταξύ παρέλευση του κινδύνου. Ο magister equitum ήταν ο βοηθός αναπληρωτής του δικτάτορα και αρχηγός του ιππικού. Τον επέλεγε ο ίδιος ο δικτάτωρ 177. Όταν δηλαδή ο Μ. Κωνσταντίνος δημιούργησε το αξίωμα ουσιαστικά επανέφερε στο προσκήνιο ένα ξεχασμένο από αιώνες αξίωμα δείγμα του πόσο εμπνεόταν από την πανάρχαιη ιστορία της Ρώμης, στην οποία προφανώς ανέτρεξε. Σαφώς επηρεάστηκε από αυτήν. Ίσως αποτελεί επίσης μια έμμεση απόδειξη της απολυταρχοποίησης και στρατιωτικοποίησης του καθεστώτος: το αρχαίο δίδυμο dictator-magister equitum κατ αντιπαραβολή με τον dominus-magister militum του 4 ου αι. Πράγματι, ο όρος «magister equitum», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή των στρατιών της Γαλατίας και της Ανατολής αντίστοιχα στο α μισό του 4 ου αι. θεωρώ ότι εμπεδώνει την αναλογία με τον μάγιστρο ιππικού της ρεπουμπλικανικής εποχής, διότι στις περιφέρειες εκείνες έδρευε αρχικά η πλειονότητα των αυτοκρατορικών σωμάτων του στρατού κρούσης που συνόδευε τους ηγεμόνες της Δύσης και της Ανατολής αντίστοιχα. Η τάση του Μ. Κωνσταντίνου για αναδρομή σε παλαιά πρότυπα αποδεικνύεται εξάλλου και από τη θεσμική αναβάθμιση των συγκλητικών, στους οποίους παραχώρησε 177 Για το αξίωμα του magister equitum της ρεμπουμπλικανικής εποχής σε συνάρτηση με εκείνο του dictator βλ. αναλυτικότερα C. E. Brand, Military Law 64-65, 75, 120. Επίσης R. T. Ridley, The Missing Magister Equitum, ZPE 116 (1997) (ο όρος magister equitum απαντάται ήδη από τον 4 ο αι. π.χ.). Για τον magister equitum της εποχής της Δημοκρατίας σε πηγές βλ. Cicero, De Legibus 3.3 (βασική πηγή για το αξίωμα του δικτάτορα και του μάγιστρου του ιππικού). Titus Livius, Ab Urbe condita 3.27 (magister equitum βοηθόςαναπληρωτής του dictator). Πολύβιος, Ιστορίαι (magister equitum βοηθός-αναπληρωτής του dictator). Αππιανός, Ιστ. Εμφ. Πολ , Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμ. Αρχαιολ , (magister equitum βοηθός-αναπληρωτής του dictator). Δίων Κάσσιος , Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών , , (αρμοδιότητες, σημασία και κατάργηση του magister equitum, αντικατάστασή του από τον praefectus praetorio επί Οκταβιανού Αυγούστου, σύνδεση του magister equitum με τον magister officiorum) (αναλυτικά για το αξίωμα του δικτάτορα). Ιωάννης Αντιοχείας, Απόσπ Νικόλαος Δαμασκηνός, Απόσπ Κων. Πορφ. Περί επιβουλών 36.12, Δίων Κάσσιος (=Επιτομή Ιωάννου Ξιφιλίνου) Ιωάννης Ζωναράς
310 πολλά από τα πολιτικά αξιώματα που είχαν χάσει προς τα τέλη του 3 ου αι., ενώ παράλληλα συνέδεσε άμεσα όλα τα ύπατα κρατικά αξιώματα με τη συγκλητική τάξη, αποδίδοντας αυτόματα την ιδιότητα του συγκλητικού σε όποιον αναρριχώνταν στο αξίωμα του επάρχου πραιτωρίων ή του μαγίστρου του στρατού. Αυτό δηλαδή που βασικά επιδίωξε ήταν να εναρμονίσει την ιδιότητα του ανώτατου κρατικού λειτουργού με την ανώτατη κοινωνική θέση δ) Οι comites rei militaris. Οι comites rei militaris εμφανίστηκαν λίγο μετά τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου. Αυτοί διοικούσαν αποσπάσματα του στρατού κρούσης στις επαρχίες 179. Αρχικά οι comites είχαν μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων και φαίνεται πως ο τίτλος ήταν κάπως ελαστικός. Επί του Κώνσταντα Α συναντούμε κόμητες στην Αφρική και τη Βρετανία, ενώ στην Ανατολή ο Κωνστάντιος Β διόρισε κόμητες στο Ιλλυρικό και στη Θράκη, οι οποίοι βέβαια αργότερα προήχθησαν σε μαγίστρους 180. Γύρω στα μέσα του 4 ου αι. μνημονεύονται κόμητες ως επικεφαλής μικρής έκτασης επιχειρήσεων του στρατού κρούσης 181. Παρ όλα αυτά μέχρι την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum η κατάσταση είχε λίγο ως πολύ παγιωθεί. Οι κόμητες του ανατολικού και του δυτικού κράτους ενέπιπταν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τα στρατεύματα που διοικούσαν. Οι comites rei militaris της Ισπανίας, του Ιλλυρικού και της Βρετανίας στη Δύση εξακολουθούσαν να διοικούν σχηματισμούς του στρατού κρούσης 182. Το ίδιο συνέβαινε και με τον comes Italiae και τον comes tractus Argentoratensis, αν και παρέμειναν γύρω στο 420 απλώς τιτλούχοι αξιωματικοί σύμφωνα με τον A. H. M. Jones 183. Οι comites rei militaris της Τιγγιτανίας και της Αφρικής 178 Βλ. αναλυτικά G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία A. H. M. Jones, Later Empire I Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α A. H. M. Jones, Later Empire IΙΙ υποσημ. 26 σ Not. Dign. Occ. 7.40, 118, 153. Βλ. και J. B. Bury, Notitia A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙΙ υποσημ. 26 σ. 20. Οι comitivae της Ισπανίας και του Ιλλυρικού είχαν πιθανώς δημιουργηθεί γύρω στο 420, ενώ το αξίωμα του comes Britanniarum είχε ανασυσταθεί την ίδια εποχή από τον τότε πατρίκιο και magister peditum praesentalis Κωνστάντιο. Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 192 ΙΙΙ 354. Πράγματι, πολύ παλαιότερα ο Βαλεντινιανός αναφέρεται από τον Αμμιανό (30.7.3) ότι είχε υπηρετήσει ως «comes rei castrensi per Britanniam». Ειδικά για τον comes Britanniae βλ. H. S. Schultz, Evacuation of Britain 39 (δημιουργήθηκε περί το ). R. Scharf, Kanzleireform (χρονολογεί τη δημιουργία του κόμητα της Βρετανίας λίγο νωρίτερα, γύρω στο 406, από τον σφετεριστή Κωνσταντίνο Γ, τονίζει όμως ότι το αξίωμα παγιώθηκε χάρη στον πατρίκιο Κωνστάντιο). Ειδικά για τη διοίκηση του comes Hispaniarum, τη δημιουργία του και τις μονάδες που είχε στη διάθεσή του βλ. J. Arce, Diocesis Hispaniarum (Ισπανία, δημιουργία κομητείας στις αρχές 5 ου αι.) και (Τιγγιτανία). Ο J. M. Blazquez (Limes im Spanien 502) αναφέρει ότι είχε υπάρξει και παλαιότερα αξιωματούχος με τον τίτλο του «comes Hispaniarum», ο Τιβεριανός το έτος Not. Dign. Occ , 27. Βλ. και J. B. Bury, Notitia 144. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙΙ υποσημ. 26 σ. 20. Οι comitivae της Ιταλίας και του tractus Argentoratensis δημιουργήθηκαν κατά την β δεκαετία του 5 ου αι. ( ) και επρόκειτο για προσωρινές διοικήσεις που φαίνεται πως καταργήθηκαν με την ανασύσταση του magisterium militum per Gallias και τη δημιουργία της comitiva Illyrici. Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I ΙΙΙ 354.
311 252 διέθεταν υπό την ηγεσία τους όχι μόνον τους κομιτατήσιους, αλλά και τους λιμιτάνεους στην περιοχή ευθύνης τους, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τους καταλόγους της Notitia Dignitatum, και από σκόρπιες πληροφορίες που μας παρέχουν επιγραφές, καθώς και η ιστορία του Αμμιανού Μαρκελλίνου στο κεφάλαιο σχετικά με την εξέγερση του Φίρμου το Τέλος, υπήρχαν κόμητες που διοικούσαν αποκλειστικά μονάδες λιμιτάνεων, όπως ο comes litoris Saxonici στη Δύση και οι comites της Ισαυρίας και της Αιγύπτου στην Ανατολή 185. ε) Το σώμα των κατώτερων αξιωματικών και των υπαξιωματικών. Οι κατώτεροι αξιωματικοί-διοικητές μονάδων εξακολούθησαν τον 4 ο αι. να ονομάζονται έπαρχοι (praefecti), τριβούνοι (tribuni) και πραιπόσιτοι (praepositi) 186. Στο σώμα ωστόσο των υπαξιωματικών επήλθαν αλλαγές, όπως και στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης. Όλες οι μονάδες των κομιτατήσιων του Μ. Κωνσταντίνου εκτός από τις λεγεώνες, οι «σχολές» της αυτοκρατορικής φρουράς, καθώς και οι cunei equitum, οι καινούργιες μονάδες ιππικού που ο ίδιος δημιούργησε, όπως θα δούμε παρακάτω, διέθεταν μία σειρά νέων υπαξιωματικών. Αυτοί ήταν οι: primicerius, senator, ducenarius, centenarius, biarchus και circitor 187. Σύμφωνα με τον W. Treadgold, ο biarchus και ο circitor αντιστοιχούσαν με τους παλαιούς decuriones ή τους draconarii, ο centenarius αντιστοιχούσε με τον εκατόνταρχο (centurio), ο ducenarius ήταν λίγο ανώτερος από τον centenarius και ο senator αντιστοι- 184 Comes Tingitaniae: Not. Dign. Occ , (comitatenses) (limitanei). Comes Africae: Not. Dign. Occ , (comitatenses) (limitanei). Αμμιανός [λεγεώνες I Flavia (Pacis) και II Flavia (Virtutis)] , 22 [cohors IV sagittariorum (equitata), Constantiani], αποκλειστικά για comes Africae. Και οι τέσσερις προαναφερθείσες μονάδες ανήκαν στους comitatenses. Χάρη σε ανευρεθείσες επιγραφές μαρτυρούνται και ορισμένες ακόμη μονάδες κομιτατήσιων. Numerus Hipponensium Regiorum: CIL VIII Numerus Electorum: AE 1901, 113. Numerus bis electorum: CIL VIII Numerus Martensium: CIL VIII Μονάδες που συμμετείχαν στην εξέγερση του Γίλδωνα το 397 μνημονεύει ο Κλαύδιος Κλαυδιανός. Βλ. Claudianus, De Bello Gildon , 485. Συνολικά για τις μονάδες κομιτατήσιων στη Β. Αφρικής βλ. R. Cagnat, Armée d Afrique 85, 94, A. H. M. Jones, Later Empire I 125 IΙΙ υποσημ. 26 σ. 20. B. H. Warmington, African Provinces Η αναστάτωση που προκάλεσαν οι επιδρομές των Μαυριτανών και η εξέγερση του Φίρμου αποκαλύπτεται και μέσα από δύο διατάξεις στον Θεοδοσιανό Κώδικα που περιλαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση των εκεί ευρισκόμενων σχηματισμών. Βλ. αναλυτικά CTh (η δεύτερη απευθύνεται ειδικά στον τότε comes Africae Ρωμανό). Βλ. R. Cagnat, Armée d Afrique Not. Dign. Occ , (comes litoris Saxonici per Britanniam). Or (comes limitis Aegypti), (comes per Isauriam). Στα μέσα του 4 ου αι. (353/4) και οι τρεις «ισαυρικές» λεγεώνες του κόμη της Ισαυρίας στάθμευαν στη Σελεύκεια, την πρωτεύουσα της επαρχίας. Αμμιανός Βλ. αναλυτικότερα R. Grosse, Militärgeschichte (πραιπόσιτοι), (τριβούνοι), (έπαρχοι). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army A. Piganiol, Empire chrétien 367. W. Treadgold, Army M. P. Speidel, Horse Guardsman 85. A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 634. J. Maspero, Égypte R. I. Frank, Scholae Palatinae D. Nicolle, Romano-Byzantine Armies 5. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Αναλυτικότερα βλ. R. Grosse, Militärgeschichte Επίσης A. H. M. Jones, Later Empire IΙΙ υποσημ. 57 σ , όπου παραδίδονται οι πρώτες μαρτυρίες των πηγών σχετικά με τους νέους αυτούς βαθμούς (π.χ. στον CTh., τον CJ, τις επιγραφικές συλλογές ILS, CIL, AE).
312 χούσε είτε με τον actuarius, είτε με τον campidoctor, είτε τέλος με τον adiutor. Πάντως ο ίδιος μελετητής αναφέρει πως οι αρμοδιότητές τους δυστυχώς δεν είναι δυνατό να εξακριβωθούν με βεβαιότητα, καθώς ήταν αρκετά ακαθόριστες. Γι αυτόν το λόγο ισχυρίζεται ότι αυτή η σχετική ασάφεια ερμηνεύεται μόνον εφόσον δεχτούμε ότι τόσο οι παλαιού όσο και οι νέου τύπου μονάδες είχαν αλληλοεπικαλυπτόμενες διοικητικές δομές (interchangeable command structures). Υποστηρίζει τέλος, βασιζόμενος και σε αναλύσεις του A. H. M. Jones, ότι οι διαφορές ανάμεσα στους παλαιούς και τους νέους υπαξιωματικούς ήταν κυρίως μισθολογικού χαρακτήρα σε συνάρτηση με τα έτη υπηρεσίας Στρατός Ανατολής: διοικητική δομή και αριθμητική ισχύς ( Λιβύη) Για τον 4 ο αι. προκύπτει ένα σύνολο περίπου στρατιωτών που συμφωνεί με τις εκτιμήσεις μας (βλ. παρακάτω σελ ) Στρατός Δύσης: διοικητική δομή και αριθμητική ισχύς ( Γερμανία Α ) 188 Για όλα τα παραπάνω βλ. W. Treadgold, Army Επίσης A. H. M. Jones, Later Empire IΙ
313 ΤΑ ΣΥΝΟΡΙΑΚΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ (LIMITANEI) Είναι γενικά αποδεκτό σήμερα ότι ο Μ. Κωνσταντίνος παγίωσε τη διάκριση ανάμεσα στα συνοριακά στρατεύματα των λιμιτάνεων και τα μόνιμα εκστρατευτικά σώματα των κομιτατήσιων. Η οριστική θεσμοθέτηση του διαχωρισμού του στρατού ξηράς σε δύο κλάδους αποτέλεσε την πρώτη καίρια μεταρρυθμιστική τομή του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα. Η δεύτερη ήταν η δημιουργία των μαγίστρων του ιππικού και του πεζικού (magistri equitum και peditum) ως των ανώτερων στρατιωτικών διοικητών, την οποία διαπραγματευτήκαμε σε ειδικό χωριστό κεφάλαιο. Οι limitanei αποτελούσαν τις δυνάμεις πρώτου κλιμακίου του ύστερου ρωμαϊκού στρατού, ήταν δηλαδή στρατεύματα προκαλύψεως της μεθορίου, με κύρια αποστολή τη φρούρηση και επιτήρηση των αχανών συνόρων της αυτοκρατορίας και την απόκρουση αποπειρών του εχθρού για παραβίασή τους 189. Στη Σούδα, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό του 10 ου αι., ο άγνωστος συντάκτης χρησιμοποίησε αυτούσια σχεδόν την περιγραφή που έδωσε ο Προκόπιος για τα συνοριακά στρατεύματα στα «Ανέκδοτά» του. Ο πετυχημένος ορισμός έχει ως εξής: «Λιμιταναῖοι. οἱ Ῥωμαίων βασιλεῖς ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις πανταχόσε τῶν τῆς πολιτείας ἐσχατιῶν πάμπολυ κατεστήσαντο στρατιωτῶν πλῆθος ἐπὶ φυλακῇ τῶν ὁρίων τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς οὕσπερ λιμιταναίους ἐκάλουν» 190. Σημειωτέον μάλιστα ότι σε μεταγενέστερο λεξικό του 11 ου αι. ο επίσης άγνωστος συντάκτης ταύτισε τον όρο «λιμιτάνεοι» με τα ίδια τα συνοριακά φρούρια, υπομνηματίζοντας χαρακτηριστικά ότι: «Λιμητανέων, τὰ ἐν ταῖς ἐσχάταις φρούρια λίμητα Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὰς κλησούρας» 191. Οι limitanei σε αρκετές περιπτώσεις χαρακτηρίζονταν ripenses ή riparienses, εφόσον φρουρούσαν ποτάμια σύνορα, και castellani ή castrissiani, εφόσον επάνδρωναν φρούρια (castella και castra) 192. Τα παραπάνω προσωνύμια διασώζονται σε αρκετά νομοθετικά κείμενα του 4 ου και 5 ου αι. που είτε αφορούν αποκλειστικά στους λιμιτάνεους, είτε αναφέρονται σε γενικότερα στρατιωτικά ζητήματα 193. Οι νεότεροι μελετητές έχουν εγείρει κατά καιρούς διάφορους προβληματισμούς σχετικά με τους λιμιτάνεους. Τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν είναι τέσσερα: 189 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Σούδα 549, λήμμα «Λιμιταναῖοι»=Προκόπιος, Ανέκδοτα : «οἱ Ῥωμαίων βεβασιλευκότες ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις πανταχόσε τῶν τῆς πολιτείας ἐσχατιῶν πάμπολυ κατεστήσαντο στρατιωτῶν πλῆθος ἐπὶ φυλακῇ τῶν ὁρίων τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς, [καὶ] κατὰ τὴν ἑῴαν μάλιστα μοῖραν ταύτῃ τὰς ἐφόδους Περσῶν τε καὶ Σαρακηνῶν ἀναστέλλοντες, οὕσπερ λιμιταναίους ἐκάλουν». Ο Προκόπιος στέκεται ιδιαίτερα στους λιμιτάνεους που έδρευαν στη βυζαντινή Ανατολή, για να τονίσει τα κακά που προκάλεσε στο κράτος η διάλυση -σύμφωνα με τον ίδιοτου σώματος των λιμιτάνεων στην Ανατολή από τον Ιουστινιανό τη δεκαετία του Και ο Ιωάννης Λυδός (Περί αρχών ) σχολιάζει αρνητικά τη διάλυση των λιμιτάνεων, και τη «μετάθεσιν» των λιμιτάνεων στρατιωτών, την οποία αποδίδει στον έπαρχο πραιτωρίων της Ανατολής και έμπιστο του Ιουστινιανού Ιωάννη Καππαδόκη. 191 Etymologicum Gudianum Ι. Καραγιαννόπουλος Themenordnung 46. Του ιδίου, Ιστορία Α 622. Παρομοίως E. C. Nischer, Reforms 29. A. H. M. Jones, Later Empire IΙ Ripenses/riparienses: CTh (365) , (325) (372). Castellani: CTh =CJ (423).
314 i. το ζήτημα της γένεσης του θεσμού ii. Ο προσδιορισμός της αριθμητικής ισχύος των μονάδων των λιμιτάνεων, κυρίως των λεγεώνων (το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε σε κατοπινό κεφάλαιο) iii. Το ερώτημα αν οι υπηρετούντες στους λιμιτάνεους πρέπει να εννοηθούν ως οπλίτες πλήρους απασχόλησης ή απλώς ως στρατιώτες-καλλιεργητές γης, ερώτημα που σχετίζεται και με το ζήτημα της απόδοσης σε αυτούς γαιών προς καλλιέργεια iv. Το ζήτημα του αξιόμαχου των συνοριακών στρατευμάτων εν γένει, που έρχεται βέβαια σε άμεση συνάρτηση με το τρίτο ερώτημα. 255 α) Το ζήτημα της γένεσης του θεσμού. Ένα πρόβλημα το οποίο επιμένει, και εξακολουθεί να διχάζει τους νεότερους μελετητές είναι το πότε ακριβώς εμφανίστηκαν οι λιμιτάνεοι. Ίσως η απάντηση να θεωρείται περίπου ως αυταπόδεικτη, δηλαδή ότι πρωτοεμφανίζονται με βεβαιότητα τα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου, η έρευνα ωστόσο που διεξήγαγα με οδήγησε στο εντελώς αντίθετο συμπέρασμα: όχι μόνον η απάντηση δεν είναι αυταπόδεικτη, αλλά οι νεότεροι και σύγχρονοι ιστορικοί εξακολουθούν να ερίζουν επί του προβλήματος. Πρόθεσή μας, λοιπόν, είναι να επιχειρήσουμε να διελευκάνουμε το ζήτημα και να συμβάλλουμε στην προσπάθεια επίλυσής του. Είναι γεγονός ότι οι όροι «ripenses» και «limitanei» αναφέρονται για πρώτη φορά επίσημα σε νόμους του 325 και του 363 αντίστοιχα, κάτι που αποδέχονται ανεξαιρέτως όλοι οι σύγχρονοι ερευνητές 194. H ορολογία «castellanus» παραδίδεται πολύ αργότερα, συγκεκριμένα σε διάταγμα μόλις του 423. Μολαταύτα, αρκετοί είναι εκείνοι οι ιστορικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο θεσμός ξεπρόβαλε πολύ νωρίτερα, συγκεκριμένα στις αρχές του 3 ου αι. Ως εκ τούτου, πρόθεσή μου είναι να προσπαθήσω να ξεδιαλύνω ένα ζήτημα, το οποίο περιοδικά επανέρχεται από διάφορα μέλη της επιστημονικής κοινότητας. Πλειάδα μελετητών, αρχής γενομένης από τον Th. Mommsen ήδη το 1889, ισχυρίστηκαν ότι οι λιμιτάνεοι δημιουργήθηκαν τον 3 ο αι. και πιο συγκεκριμένα επί του Αλεξάνδρου Σεβήρου ( ). Οι περισσότεροι από αυτούς στοιχειοθετούν την άποψή τους, με ορισμένες ελαφρές παραλλαγές, βασισμένοι σε ένα και μόνο απόσπασμα της Historia Augusta, όπου αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας μοίρασε παραμεθόρια αγροτεμάχια στα στελέχη και τους οπλίτες των λιμιτάνεων, τα οποία ήταν δυνατόν να μεταβιβάζονται στους κληρονόμους τους, εφόσον ακολουθούσαν και εκείνοι στρατιωτική καριέρα. Έτσι, σύμφωνα πάντα με το κείμενο, ο Αλέξανδρος Σεβήρος υπολόγιζε να «δέσει» τους στρατιώτες των συνόρων με τον τόπο τον οποίο όφειλαν να προστατεύουν CTh , (325): «ripenses milites» (363): «militiae limitaneae». 195 HA, Alex. Sev. 58.4: «sola, quae de hostibus capta sunt, limitaneis ducibus et militibus donavit, ita ut eorum essent, si heredes eorum militarent, nec umquam ad privatos pertinerent, dicens attentius eos militaturos, si etiam sua rura defenderent». Πρβλ. σχετικά Th. Mommsen, Militärwesen 200. R. Cagnat, Armée d Afrique C. E. van Sickle, Ancient World Vol II 506. M. Rostovtzeff, Social Economic History 377. B. H. Warmington, African Provinces M. Grant, Climax D. F. Graf, Arabian Frontier 18. A. Piganiol, Empire chrétien 365 [θεωρεί ότι οι συνοριακοί στρατιώτες ήταν στρατιώτες-καλλιεργητές και ότι αυτή
315 256 Οι περισσότεροι υποστηρικτές της δημιουργίας των λιμιτάνεων κατά τον 3 ο αι. έχουν συνδέσει το επίμαχο χωρίο ειδικά με τις συνοριακές φρουρές της Β. Αφρικής, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει από τα μέσα του 3 ου αι. να οργανώνονται σε praepositurae limitum. Πράγματι, οι praepositurae σχηματίζονταν τοπικά στη Β. Αφρική από τα μέσα του 3 ου αι. και ήταν ανεπτυγμένος θεσμός την εποχή της Τετραρχίας. Τους άνδρες που υπηρετούσαν σε αυτές τις στρατιωτικές διοικήσεις ναι μεν θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε λιμιτάνεους υπό την ευρύτερη έννοια, αφού υπηρετούσαν σε μεθοριακές περιοχές, δεν ήταν ωστόσο οι γνωστοί λιμιτάνεοι του 4 ου αι. Στους λιμιτάνεους συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι τακτικοί σχηματισμοί (legiones, alae, cohortes, numeri, cunei) και όχι μόνον ένοπλα σώματα ιθαγενών υπό τη διοίκηση Ρωμαίων αξιωματικών, όπως συνέβαινε στα μεθοριακά στρατιωτικά σώματα της Β. Αφρικής. Επομένως, οι ίδιες οι praepositurae limitum του 4 ου αι. ανήκαν μεν στα σώματα του συνοριακού στρατού, δεν ήταν όμως «κλασικοί» λιμιτάνεοι. Μόνον ως πρόδρομες καταστάσεις των λιμιτάνεων του 4 ου αι. μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε. Είναι μάλιστα εξόχως ενδεικτικό, ότι ακόμη και μέσα στους κόλπους των λιμιτάνεων του 4 ου και 5 ου αι. οι praepositurae εξακολουθούσαν να συνιστούν μια ιδιαίτερη κατάσταση. Αποτελούσαν μέρος μόνο των συνολικών δυνάμεων των λιμιτάνεων (τις ανευρίσκουμε μόνο στη Β. Αφρική) με μία επιπλέον ιδιομορφία: Η υπηρεσία τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την παραχώρηση σε αυτούς γης, κάτι που δεν ίσχυε σε τόσο απόλυτο βαθμό για τους υπόλοιπους λιμιτάνεους. Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι εξηγήσιμο. Τα συνοριακά εδάφη, όπου υπηρετούσαν, βρίσκονταν στις παρυφές της ερήμου. Ουσιαστικά φύλαγαν στο μέσον της ερήμου θύλακες από καλλιεργήσιμες εκτάσεις που έχρηζαν προστασίας. Η παροχή γης σε αυτούς τους στρατιώτες ήταν ο μόνος τρόπος για να παραμείνουν στον τόπο τους και να μην τον εγκαταλείψουν. Ήταν επιπλέον και ένας τρόπος ομαλής ένταξης των ατίθασων μαυριτανικών φυλών στο υστερορωμαϊκό επαρχιακό σύστημα, μειώνοντας παράλληλα και το ενδεχόμενο εξέγερσης, αφού έτσι τους ενέτασσαν στη νομιμότητα. Ενισχυόταν επίσης η πορεία των ιθαγενών προς τον εκρωμαϊσμό τους 196. Παράλληλα όμως το κράτος διασφάλιζε σχετικά ανέξοδα ένα χρήσιμο σώμα επιτήρησης των συνόρων. Όπως ακριβώς θα περιμέναμε, γρήγορα αναπτύχθηκε πολεμική που στρεφόταν εναντίον της παραπάνω θεωρίας. Κατά τη γνώμη του R. Grosse, ο άγνωστος συγγραφέας (ή η κατάπτωση άρχισε ήδη από τους Σεβήρους (έχοντας προφανώς κατά νου το επίμαχο χωρίο της Historia Augusta). Στην υποσημ. 3 σ. 365 παραδέχεται όμως ότι ο όρος «ripenses» απαντά μόλις το 325, ενώ ο όρος «limitaneus» μόλις το 363 με βάση νόμους που περιλαμβάνονται στον Θεοδοσιανό Κώδικα]. R. G. Goodchild - J. B. Ward Perkins, Limes Tripolitanus 93 (αποδέχονται τη μαρτυρία της Historia Augusta, αλλά ως ενισχυτική της προσπάθειάς τους για χρονολόγηση ορισμένων κάστρων στην Τριπολίτιδα που τείνουν να αποδώσουν στα χρόνια του Α. Σεβήρου). J.-M. Carrié, Financement 48 (υποστηρίζει ότι ο όρος δεν ήταν αυστηρός αλλά συγκεχυμένος με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται με σχετική ελαστικότητα. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι το επίμαχο χωρίο, εφόσον δεν αποδεικνύει την ύπαρξη λιμιτάνεων από τόσο παλιά, τουλάχιστον εκφράζει τις απόψεις συγκλητικών του τέλους του 4 ου αι. ως έμμεση προτροπή προς τους ηγεμόνες της περιόδου. Οι συγκλητικοί θεωρούσαν ότι η απόδοση γαιών στους στρατιώτες υπό τη μορφή αμοιβής από τον αυτοκράτορα θα ελάφρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό από τις αμυντικές δαπάνες). 196 Σχετικά με τα θέματα που διαπραγματευτήκαμε ανωτέρω βλ. αναλυτικότερα B. H. Warmington, African Provinces 22-26, (αποκλειστικά για την πορεία του εκρωμαϊσμού των Μαυριτανών και των Βέρβερων της Β. Αφρικής).
316 συγγραφείς) της Historia Augusta όταν μιλούσε για λιμιτάνεους τον 3 ο αι. είχε στην πραγματικότητα κατά νου τη στρατιωτική κατάσταση που επικρατούσε τον 4 ου αι. και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να ισχύουν όσα γράφει 197. Ο A. H. M. Jones επισημαίνει ότι ο όρος πρωτοεμφανίστηκε μόλις το 325 ως «ripenses» στον γνωστό κωνσταντίνειο νόμο, για να διαχωρίσει όμως ρητά τα συνοριακά στρατεύματα από τα στρατεύματα κρούσης/εκστρατείας του αυτοκράτορα. Θεωρεί λοιπόν αναχρονιστική και απορριπτέα τη μαρτυρία της Historia Augusta. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι υπόλοιποι υποστηρικτές αυτής της άποψης 198. Υπάρχουν τέλος και ορισμένοι ιστορικοί που διαφοροποιούνται ελαφρώς ή ριζικώς από τις δύο επικρατούσες σχολές. Ο πλέον προβεβλημένος είναι ο D. van Berchem. Κατ αρχήν απορρίπτει το χωρίο της Historia Augusta ως ανεδαφικό. Άρα, αποκρούει την εκδοχή της δημιουργίας των λιμιτάνεων από τον Αλέξανδρο Σεβήρο. Στρέφει αντίθετα την προσοχή του στο περίφημο χωρίο του Ιωάννη Μαλάλα, όπου αναφέρεται ότι «Ἔκτισεν δὲ καὶ εἰς τὰ λίμιτα κάστρα ὁ αὐτὸς Διοκλητιανὸς ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου ἕως τῶν Περσικῶν ὅρων, τάξας ἐν αὐτοῖς στρατιώτας λιμιτανέους». Την ενστερνίζεται πλήρως και συμπεραίνει ότι οι limitanei εμφανίστηκαν σε όλα τα μέτωπα επί Διοκλητιανού. Προχωρεί όμως σε μια μικρή παραχώρηση ως προς τη μαρτυρία της Historia Augusta υποστηρίζει ότι τουλάχιστον στη Β. Αφρική οι λιμιτάνεοι εμφανίζονται γύρω στα μέσα του 3 ου αι., ίσως επί του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ ( ) 199. Ο W. Seston ισχυρίστηκε ότι οι λιμιτάνεοι εμφανίστηκαν ως θεσμός στα χρόνια της βασιλείας του Διοκλητιανού, υποστηρίζοντας ότι η οργάνωσή τους μάλλον ήταν το έργο του αυτοκράτορα, το όνομα και η σταδιοδρομία του οποίου ταυτίστηκαν με την παντοειδή ενίσχυση των συνοριακών αμυντικών γραμμών 200. Τέλος, ο M. J. Nicasie κράτησε μια λίγο ως πολύ αμφίσημη στάση. Αφού εξέτασε όλα σχεδόν τα σχετικά χωρία πλην εκείνου του Ιωάννη Μαλάλα και ενός ακόμη στη Historia Augusta που θα αναφέρουμε παρακάτω, κατέληξε στη διαπίστωση ότι είναι όλα γενικά αναξιόπιστα. Παρατηρεί Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 97 II 608, 650 (εντάσσει όμως την αμφιλεγόμενη μαρτυρία στο μέγα πρόβλημα, αν πρέπει οι λιμιτάνεοι να θεωρηθούν τακτικοί στρατιώτες ή συνοριοφύλακες-καλλιεργητές γης, ένα πρόβλημα το οποίο θα διαπραγματευτούμε παρακάτω). Πρβλ. λ.χ. W. Seston, Dioclétien 304. F. Lot, La fin 116 (ο θεσμός των λιμιτάνεων δεν πρέπει να είναι πολύ παλαιότερος από την εποχή του Κωνσταντίνου, παρ όλη την ύπαρξη του χωρίου της Historia Augusta). R. Rémondon, Crise 143. P. Petit, Empire romain 55, 137. B. Isaac, Limitanei 140, 142. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 35-36, 57 (ισχυρίζονται ότι ο θεσμός εμφανίστηκε λίγο πριν το 325, το 325 πρώτη επίσημη αναφορά, η μαρτυρία στη Historia Augusta είναι αναχρονιστική. Σχετικά με το αμφιλεγόμενο χωρίο προβάλλουν απόλυτα τα επιχειρήματα του A. H. M. Jones). H. Elton, Warfare υποσημ. 28 σ. 99 (ο όρος «limitaneus» αυτός καθαυτός εμφανίζεται πρώτα το 363, ως «ripenses» ήδη από το 325. Ακολουθεί δηλαδή πλήρως τη χρονολογία έκδοσης των σχετικών νόμων ως αποδεικτική της εμφάνισης των όρων). C. Zuckerman, Στρατός (η αναφορά της Historia Augusta πιθανώς αντανακλά την πραγματικότητα και τις συνθήκες της εποχής κατά την οποία γράφτηκε, δηλαδή του 4 ου αι., είναι προτιμότερο να εμμείνουμε στα σίγουρα χρονολογικά δεδομένα που μας παρέχουν οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 325 και του 363). 199 Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme 21, 40-41, Πρβλ. W. Seston, Comitatus και ειδικότερα 295.
317 258 πάντως ότι οι λιμιτάνεοι ήταν σίγουρα πολύ γνωστοί στο αναγνωστικό κοινό του 4 ου αι., ενώ συμπληρώνει ότι ίσως εμφανίστηκαν πριν από τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου 201. Υπό μίαν ευρεία έννοια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι όλοι σχεδόν οι στρατιώτες από την πρώιμη ήδη αυτοκρατορική εποχή ήταν «limitanei», αφού στη συντριπτική τους πλειονότητα στάθμευαν πλησίον των συνόρων. Αναφέραμε στο πρώτο μέρος της μελέτης, ότι από την εποχή του Σεπτίμιου Σεβήρου οι περισσότεροι από τους στρατιώτες των λεγεώνων και των επικουρικών μονάδων που υπηρετούσαν στη μεθόριο είχαν δεθεί με τον τόπο υπηρεσίας τους, ιδιαίτερα αφότου ο Σεπτίμιος Σεβήρος τούς αναγνώρισε το δικαίωμα να νυμφεύονται και να αποκτούν έγγειο περιουσία νόμιμα. Η καίρια ωστόσο τομή που μετέτρεψε τα συνοριακά στρατεύματα στους λιμιτάνεους του 4 ου αι. ήταν ασφαλώς η θεσμοθετημένη πια παρεμβολή του σώματος των κομιτατήσιων. Μόνο τότε απέκτησαν ξεκάθαρα διακριτή υφή και υπόσταση τα συνοριακά στρατεύματα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ρωμαϊκής, και κατόπιν βέβαια της βυζαντινής, στρατιωτικής μηχανής. Μήπως λοιπόν στις πηγές της εποχής που ομιλούν περί «λιμιτάνεων», «ριπήσιων» και «καστρισσιανών» στρατιωτών τον 3 ο αι. γίνεται αναδρομική χρήση του όρου; Πιστεύω πως ναι. Οι νεότεροι ιστορικοί που αποδέχονται την εμφάνιση του θεσμού ήδη από τον 3 ο αι. έχουν παραβλέψει κατά τη γνώμη μου ορισμένα πολύ σημαντικά στοιχεία. Ας εξετάσουμε αρχικά την εφαρμογή της ορολογίας στα ιστορικά κείμενα που αναφέρονται στον 3 ο αι. Ο όρος «limitaneus-i» απαντά βέβαια στο χωρίο της Historia Augusta σχετικά με τον Αλέξανδρο Σεβήρο, καθώς και στο περίφημο χωρίο του Ιωάννη Μαλάλα αναφορικά με τον Διοκλητιανό, τον συναντάμε ωστόσο σε άλλες τέσσερις περιπτώσεις, τις οποίες, όπως μπορώ να συμπεράνω, έχουν παραβλέψει όλοι οι νεότεροι ερευνητές, πλην του M. J. Nicasie. Πρώτον, ο άγνωστος συγγραφέας της πηγής γράφει ότι ο Πεσκέννιος Νίγηρας ( ) -αντίπαλος του Σεπτίμιου Σεβήρου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματα της Ανατολής το 193- απέρριψε σκαιώς αίτημα των λιμιτάνεων της Αιγύπτου για τη χορήγηση επιπλέον οίνου 202. Δεύτερον, αναφέρεται μια «civitas limitanea» κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης της βασιλείας των τριών Γορδιανών ( ) 203. Αυτό είναι το χωρίο που παρέβλεψε ο M. J. Nicasie. Τρίτον, ο συγγραφέας της Historia Augusta επισημαίνει ότι ο αυτοκράτορας Πρόβος ( ) μετά τους νικηφόρους αγώνες του στη Γαλατία εναντίον διαφόρων γερμανικών φυλών, ήρθε σε συμφωνία με Γερμανούς αρχηγούς και στρατολόγησε Γερμανούς για τον στρατό του, τους οποίους κατόπιν διέσπειρε σε αποσπάσματα των πενήντα ή εξήντα ανδρών στις «μονάδες στρατού και στους λιμιτάνεους» ( numeris vel 201 Πρβλ. M. J. Nicasie, Twilight HA, Pesc. Nigr. 7.7: «hic erga milites tanta fuit censura, ut, cum apud Aegyptum ab eo limitanei vinum peterent, responderit: Nilum habetis et vinum quaeritis?, si quidem tanta illius fluminis dulcitudo, ut accolae vina non quaerant». 203 HA, Gord. 28.2: «cuius viri tanta in re p. dispositio fuit, ut nulla esset umquam civitas limitanea potior et quae posset exercitum p. R. ac principem ferre, quae totius anni in aceto, frumento et larido atque hordeo et paleis condita non haberet, minores vero urbes aliae triginta dierum, aliae quadraginta, nonnullae duum mensium, quae minimum, quindecim dierum».
318 limitaneis militibus intersereret ) 204. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο συγγραφέας διαχωρίζει τους «milites in numeros» από τους «limitanei milites» κατά το πρότυπο προφανώς της διάκρισης ανάμεσα σε κομιτατήσιους και λιμιτάνεους κατά τον 4 ο αι. Ακολουθεί δηλαδή ξεκάθαρα τα πρότυπα της εποχής του. Υπάρχει, τέλος, ακόμη μια μνεία στη σύνοψη (Breviarium) της ιστορίας του ρωμαϊκού κράτους, που συνέθεσε ο Λατίνος ιστορικός Φέστος στα τέλη του 4 ου αι. προς τιμήν του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α. Εκεί αναφέρεται ότι ο Γαλέριος, μετά τις αρχικές του αποτυχίες στον πόλεμο ενάντια στους Πέρσες το 296/97, αναπλήρωσε τις απώλειες στο στράτευμά του με «limitanei Daciae», δηλαδή με λιμιτάνεους από την (παραποτάμια) Δακία 205. Διαπιστώνω ωστόσο ένα βασικό πρόβλημα: όλα τα ιστορικά έργα που μνημονεύουν λιμιτάνεους κατά τον 3 ο αι. έχουν γραφτεί από τα τέλη του 4 ου αι. και εξής. Η Historia Augusta και το «Breviarium Festi» γνωρίζουμε σήμερα ότι είναι ιστορικά κείμενα που συντάχθηκαν περί τα τέλη του 4 ου αι Ο Προκόπιος έδρασε την εποχή του Ιουστινιανού ( ), ο Ιωάννης Μαλάλας ολοκλήρωσε τη χρονογραφία του περί το 570, ενώ, τέλος, αναφέραμε ότι το μεγάλο εγκυκλοπαιδικό λεξικό της «Σούδας» συντάχθηκε τον 10 ο αι. 207 το δε γνωστό σήμερα ως «Etymologicum Gudianum» (Ἐτυμολογίαι τῶν κδ στοιχείων) είναι επίσης ένα λεξικό του 11 ου αι. Η περαιτέρω αποδελτίωση που επιχείρησα εκμεταλλευόμενος τον Thesaurus Linguae Latinae και τον Thesaurus Linguae Graecae με οδήγησε στην ουσιώδη κατά τη γνώμη μου επισήμανση, ότι η επίμαχη λέξη δεν διασώζεται σε κανένα κείμενο της λατινικής, ή έστω της εληνικής γραμματείας προ του 4 ου αι. μ.χ. Άρα, ο όρος «limitaneus-i» με τη σημασία που απέκτησε, δηλαδή των συνοριακών στρατευμάτων, δημιουργήθηκε και άρχισε να χρησιμοποιείται στη λατινική -και κατά προέκταση και στην ελληνική- γραμματεία μόλις από τον 4 ο αι. και εξής, αφότου παγιώθηκε η διάκριση ανάμεσα σε συνοριακά στρατεύματα και σε στρατό κρούσης-εκστρατείας. Αναφέραμε ότι όλες οι πηγές εμπίπτουν στην παραπάνω κατηγορία, δηλαδή σε ιστορικά κείμενα του 4 ου αι. και εξής, που αναφέρονται στους λιμιτανέους. Υπάρχει λοιπόν η σφοδρή πιθανότητα να πρόκειται για αναχρονισμό ή αναδρομική χρήση του όρου HA, Prob. 14.7: «accepit praeterea sedecim milia tironum, quos omnes per diversas provincias sparsit, ita ut numeris vel limitaneis militibus quinquagenos et sexagenos intersereret, dicens sentiendum esse non videndum cum auxiliaribus barbaris Romanus iuvatur». 205 Festus Ειδικά η Historia Augusta παρουσιάζει μεγάλα ερμηνευτικά προβλήματα. Για αυτά, καθώς και για το ζήτημα της χρονολόγησής της βλ. ενδεικτικά D. Magie, S.H.A. Vol. II σ. vii-xxxvi. Averil Cameron, Ύστερη αυτοκρατορία 34, 48-49, 307, καθώς και πληθώρα σχετικών άρθρων σε συλλογές όπως: Bonner Historia-Augusta-Colloquium [Antiquitas 4: Beiträge zur Historia-Augusta-Forschung, hrsg. A. Alföldi et al.], Bonn 1963 κ.ε. R. Syme, Ammianus and the Historia Augusta, Oxford Του ιδίου, Emperors and Biography. Studies in the Historia Augusta, Oxford Του ιδίου, Historia Augusta Papers, Oxford Historiae Augustae Colloquia: Series I, Colloquium Parisinum 1990, a cura di G. Bonamente - N. Duval, Macerata Για τη σύνοψη του Φέστου βλ. ενδεικτικά A. H. M. Jones - J. R. Martindale - J. Morris, PLRE I «Festus no. 3». 207 Βλ. σχετικά Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγαί 126, σ
319 260 Μάλιστα, ο ίδιος ο όρος «limitaneus» αναφέρεται για πρώτη φορά επιβεβαιωμένα σε νομοθετική ρύθμιση του 363. Δεν διαθέτουμε καμία απολύτως ρητή μαρτυρία νωρίτερα από αυτήν τη χρονολογία. Επομένως, μέχρι να βρεθεί κάτι αξιόλογο που να ανατρέπει τα θέσφατα χάρη στην πρόοδο των αρχαιολογικών ανακαλύψεων και της επιγραφικής επιστήμης, προτείνω να εμμείνουμε στα δεδομένα που μέχρι στιγμής διαθέτουμε και να αποφύγουμε έτσι ριψοκίνδυνες σκέψεις και θεωρίες. Το ίδιο διαπιστώνω ότι συμβαίνει και με τους όρους «ripensis», «castellanus» και «castrissianus». Η λέξη «ripensis, πληθ. ripenses» εμφανίζεται στη λατινική μόλις στον περίφημο νόμο του 325, όπου σηματοδοτεί τους στρατιώτες που φύλασσαν τα ποτάμια σύνορα της αυτοκρατορίας. Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι πλάστηκε ακριβώς τότε σε αντιδιαστολή και κατ αντιπαραβολή με τον όρο «comitatensis, πληθ. comitatenses», που επίσης παγιώθηκε με τον ίδιο νόμο και υποδήλωνε τα κατεξοχήν ανακτορικά στρατεύματα της αυτοκρατορικής ακολουθίας/συνοδείας. Συνεπώς, και οι δύο εξειδικευμένοι στρατιωτικοί όροι ήταν ανάλογοι και αντίστοιχοι νεολογισμοί που έμοιαζαν μεταξύ τους, ειδικά ως προς τη λατινική κατάληξη γ κλίσης «-ensis» (ενικ.), «-enses» (πληθ.). Με την εξειδικευμένη αυτή σημασία ο όρος «ripensis, -es» (μαζί με τον ανάλογο όρο «castr[iss]ianus, -i») μνημονεύεται βέβαια στη Historia Augusta, στο κεφάλαιο σχετικά με τη βασιλεία του Αυρηλιανού. Εκεί αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας κατέστειλε την εξέγερση των εργαζομένων στα νομισματοκοπεία (το 271 ή το 274) με τη βοήθεια «mil[it]ibus lembariorum et ripariensium et castrianorum et Daciscorum», οι οποίοι μάλιστα υπέστησαν μεγάλες απώλειες 208. Πρόκειται όμως για προβολή ορολογίας του 4 ου αι. σε παλαιότερη εποχή, διότι το κείμενο της Historia Augusta χρονολογείται στα τέλη του 4 ου αι. Η λέξη «castr[iss]ianus» δεν εμφανίστηκε στη λατινική πριν από τα τέλη του 4 ου αι. και συγκεκριμένα στο χωρίο που μόλις παραθέσαμε. Η λέξη, τέλος, «castellanus» χρησιμοποιήθηκε πολύ σπάνια στα λατινικά κείμενα. Συγκεκριμένα διασώζεται σε εννέα μόλις χωρία πριν από τον 4 ο αι. μ.χ., όπου δηλώνει γενικόλογα τον υπερασπιστή φρουρίων 209. Ακριβώς στα ίδια αποτελέσματα θα καταλήξουμε, αν μελετήσουμε την αντίστοιχη ελληνική γραμματεία 210. Εξειδικευμένη χρήση των λέξεων αυτών άρχισε να γίνεται μόλις τον 4 ο αι., αρχής γενομένης με τη λέξη «ripensis» στο αυτοκρατορικό διάταγμα το 325. Η ανάγκη για την επινόηση ειδικών όρων δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με την εμφάνιση των συνοριακών στρατευμάτων ως ξεχωριστού κλάδου των ενόπλων δυνάμεων. 208 HA, Aur Λέξη «castellanus» πριν τον 4 ο αι. μ.χ. στους: Cicero, Brutus Titus Livius, Ab Urbe Condita , , Bellum Alexandrinum Sallustius, Bellum Iugurth Plinius, Natur. Hist (Castellanus κύριο όνομα). Frontinus, Strategemata , , Καστρισσιανός/καστρησσιανός/καστρινός: Edictum Anastasii 11. CJ (534). Ιωάννης Μαλάλας (6 ος αι.). Διήγησις Αλεξάνδρου (1388). Καστελ[λ]άνος: Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γεωγραφία (Καστελλανοί, φυλή της Ισπανίας, 2 ος αι.). Νικήτας Χωνιάτης 88.9 (αξιωματούχος: καστελάνος Θεόδωρος, 13 ος αι.). Ριπένσιος/ριπήσιος: Eutropius (επαρχία Δακία Ριπενσία, 4 ος αι.). Προκόπιος, Περί Κτισμάτων (Δακία Ριπησία, 6 ος αι.).
320 Επομένως, πιστεύω ότι η λέξη «limitaneus» και τα παρελκόμενά της αποτέλεσαν έναν νεολογισμό, που επινοήθηκε για να καλύψει κατ αρχάς ένα δεδομένο κενό στην επίσημη λατινική ορολογία της εποχής. Συνδέεται δε άμεσα με τον μόνιμο διαχωρισμό ανάμεσα στα στρατεύματα των συνόρων και τα στρατεύματα εκστρατείας, που αποτέλεσε μία από τις κορωνίδες του μεταρρυθμιστικού έργου του Μ. Κωνσταντίνου. Φρονώ, λοιπόν, ότι όλα τα παραπάνω χωρία είναι αναξιόπιστα, επειδή κατά τη γνώμη μου έχουν χρησιμοποιηθεί με αναδρομική ισχύ, συνιστώντας καθαρό αναχρονισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια πόλη χαρακτηρίζεται στις πηγές μας ως «limitanea», δηλαδή παραμεθόρια. Αποδεικνύεται, λοιπόν, επιπρόσθετα ότι ο όρος είχε αρχίσει να αποκτά ευρύτερη σημασία, έχοντας ξεφύγει από το αρχικά στενό πλαίσιο χρήσης του. Γύρω στα τέλη του 4 ου αι. χρησιμοποιούνταν πλέον για να περιγράφει όχι μόνο συνοριακούς στρατιώτες, αλλά μεθοριακές πόλεις, καθώς επίσης και παραμεθόριους αγρούς (terrae limitaneae). Σε κάθε περίπτωση προτιμώ να συνδέσω άμεσα τη γέννηση του θεσμού με το παραδιδόμενο νομοθετικό κείμενο του 325. Οι όροι limitanei, ripenses ή riparienses και castellani ή castrissiani που χρησιμοποιούσε η υστερορωμαϊκή κρατική μηχανή για να περιγράψει τα στρατεύματα της μεθορίου συνδέονται μάλιστα απευθείας με τους comitatenses. Αφενός δηλαδή πλάστηκαν σε αντιδιαστολή και αφετέρου διαμορφώθηκαν κατ αντιπαραβολή ειδικά του τελευταίου όρου. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η ειδικευμένη χρήση τους στη στρατιωτική ορολογία δεν μπορεί παρά να συμπίπτει με την μετεξέλιξη των μεθοριακών στρατευμάτων σε ξεχωριστό κλάδο των ενόπλων δυνάμεων που ειδικευόταν στη φύλαξη των εκτενών συνόρων της αυτοκρατορίας, παράλληλα με τη εμφάνιση στο προσκήνιο και τη θέσπιση των κομιτατήσιων, τουτέστιν του στρατού κρούσης/εκστρατείας. Γενικά κρίνω τα ρωμαϊκά νομοθετικά κείμενα ως εν γένει αξιόπιστα και ότι πρέπει να τα εμπιστευόμαστε σε ζητήματα χρονολόγησης. Εξάλλου ανήκουν σε μια κατηγορία κειμένων που δύσκολα εξαφανίζονται, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν εξαιρετικά χρήσιμα, αφού ασχολούνταν αποκλειστικά με το διαχρονικό ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης. Άρα αντέχουν περισσότερο στη φθορά του χρόνου. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι ενδέχεται να υπήρχαν παλαιότερα νομικά κείμενα, όπου μνημονεύονταν οι επίμαχοι προσδιοριστικοί όροι και τα οποία στη διαδρομή της ιστορίας χάθηκαν. Η άποψη αυτή μπορεί μεν να είναι στην ουσία ένα «argumentum ex silentio», εφόσον όμως το εντάξουμε συνολικά στον εσμό των επιχειρημάτων που διατυπώσαμε, εκτιμώ πως έχει την αξία της. Εν κατακλείδι, εφόσον προσεγγίσουμε το ζήτημα σφαιρικά, θα διαπιστώσουμε ότι ο Μ. Κωνσταντίνος παγίωσε μια διάκριση στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων που είχε γίνει ήδη ορατή, αλλά δεν είχε ακόμη θεσμοθετηθεί. Από την άποψη αυτή τα κίνητρα της κωνσταντίνειας μεταρρύθμισης ήταν πολύ λογικά, προσγειωμένα και πραγματιστικά. Προσέγγισε άμεσα το ζήτημα, που είχε ήδη γίνει αισθητό, με διάθεση ρεαλισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σχετικός νόμος χρονολογείται το 325, ένα έτος μετά την οριστική του επικράτηση ως μονοκράτορα, έπειτα από τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις που ακολούθησαν τη διάλυση του συστήματος της Τετραρχίας. Πρωτίστως αποσκοπούσε στη θεραπεία ζητημάτων που είχαν εντωμεταξύ ενσκήψει εξαιτίας της πάγιας χρήσης εκστρατευτικών σωμάτων 261
321 262 κρούσης (που απάρτισαν τους comitatenses) σε σχέση με τα υπόλοιπα στρατεύματα που παρέμεναν στρατοπεδευμένα στα σύνορα (και σχημάτισαν τους ripenses/limitanei). β) Οι σχηματισμοί μάχης των συνοριακών στρατευμάτων. Οι λιμιτάνεοι του 4 ου αι. απορρόφησαν τις περισσότερες από τις παλαιές γνωστές μονάδες του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού στρατού. Ειδικά στην Ανατολή η τάση αυτή είναι εμφανέστατη, διότι η Notitia Dignitatum διέσωσε πολύ πληρέστερη εικόνα απ ό,τι για τη Δύση. Βέβαια το ανατολικό κράτος δεν είχε την ατυχία να περάσει τις συμφορές που άγγιξαν τη Δύση από τις αρχές ήδη του 5 ου αι. Οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις της κυβέρνησης της Ραβέννας με τους Γερμανούς και Ούννους εισβολείς, καθώς και με τους διάφορους ανταπαιτητές του θρόνου συνετέλεσαν, ώστε σταδιακά το στρατιωτικό οικοδόμημα του δυτικού κράτους να καταρρεύσει, συμπαρασύροντας στο βάραθρο την πλειονότητα των παλαιών μονάδων που προστάτευαν τα σύνορα, ειδικά στο μέτωπο του Ρήνου, το οποίο σχεδόν «εξαϋλώθηκε» μετά τη γενική γερμανική εισβολή του 407. Παρ όλα αυτά, διαθέτουμε πλήρη εικόνα για τη Βρετανία, το Δυτικό Ιλλυρικό και τη Β. Αφρική. Θεωρείται όμως βέβαιο πως ο κατάλογος των συνοριακών στρατευμάτων στις προαναφερθείσες περιφέρειες αποτυπώνει την κατάσταση προ του 400, γι αυτόν τον λόγο και διασώθηκαν. Ευτυχώς για τους σημερινούς μελετητές ο κατάλογος για αυτές τις περιφέρειες είναι προγενέστερος της τελικής επεξεργασίας της Notitia Dignitatum, που υπολογίζουμε ότι εκτελέστηκε στη Δύση περί το 425, όταν δηλαδή η παρακμή των δυτικών συνοριακών στρατευμάτων συμπορευόταν πλέον άμεσα με τη διαρκή συρρίκνωση των ορίων του δυτικού κράτους 211. Βασική μονάδα των συνοριακών στρατευμάτων κατά τον 4 ο αι. παρέμενε η λεγεώνα (legio) 212. Στους λιμιτάνεους υπάγονταν επίσης οι vexillationes equitum που στάθμευαν στα σύνορα, κυρίως στο ανατολικό μέτωπο και στον Άνω Δούναβη, οι ίλες και οι κοόρτεις (alae και cohortes), που ήταν μονάδες κατώτερης βαθμίδας, καθώς και οι νέοι σχηματισμοί των cunei equitum και των auxilia, που αντικατέστησαν μερικώς ή ολικώς τις ίλες και τις κοόρτεις αντίστοιχα στο μέτωπο του Δούναβη 213. Παράλληλα υπήρχαν και ορισμένες άλλου τύπου μονάδες, που χαρακτηρίζονταν με τον γενικό όρο milites και numeri 214. Αυτές τις εντοπίζουμε κυρίως στα μέτωπα της Δύσης και αντικατοπτρίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά στον Ρήνο, τη διάλυση των παλαιών μονάδων και την πρόχειρη σύμπτυξη όσων 211 Σχετικά με τα προβλήματα που παρουσιάζει η Notitia Dignitatum ως προς τη χρονολόγησή της βλ. ενδεικτικά J. B. Bury, Notitia (χρονολογεί αρκετά υστερόχρονα τη Notitia Dignitatum, συγκεκριμένα γύρω στο 426 για την Ανατολή και μεταξύ για τη Δύση). A. H. M. Jones, Later Empire III 347, (χρονολογεί το έγγραφο γύρω στο 395 για την Ανατολή και το αργότερο το 423 για τη Δύση, εκτίμηση που γίνεται αποδεκτή από τους περισσότερους ακόμη και σήμερα). E. Demougeot, Notitia (εκτιμήσεις των άλλων μελετητών), (δικές του απόψεις). 212 A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 610. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Βλ. γενικά A. H. M. Jones, Later Empire I 99 II 608. E. N. Luttwak, Grand Strategy Γενικά για τους numeri και τους milites βλ. R. Grosse, Militärgeschichte και 54 αντίστοιχα. M. J. Nicasie, Twilight
322 στρατιωτών απέμειναν σε νέους σχηματισμούς. Επιπλέον, στα συνοριακά στρατεύματα ήταν ενταγμένες οι praepositurae της Β. Αφρικής, οι οποίες στελεχώνονταν με ιθαγενείς Μαυριτανούς και Βέρβερους. Ανάλογος με τις πραιποσιτούρες ήταν οι θεσμοί των laeti (gentiles) και των gentiles, τους οποίους θα εξετάσουμε σε χωριστή ενότητα. Αυτοί ήταν κυρίως γερμανικής και σαρματικής αντίστοιχα καταγωγής σύμμαχοι που ήταν οργανωμένοι σε διάσπαρτες μονάδες υπό την ηγεσία Ρωμαίων επάρχων (praefecti) σε εδάφη της Γαλατίας και της Ιταλίας με αντάλλαγμα την παροχή γαιών και τόπων εγκατάστασης. Στους λιμιτάνεους ανήκαν, τέλος, οι στόλοι (classes), που στάθμευαν κυρίως στους Μισηνούς και στη Ραβέννα, άλλα και οι ποτάμιοι στολίσκοι που έδρευαν κατά μήκος των μεγάλων ευρωπαϊκών ποταμών, δηλαδή στον Δούναβη, σε ποταμούς της Γαλατίας και προφανώς στον Ρήνο 215. i. Προσθήκες νέων λεγεώνων επί της δυναστείας του Μ. Κωνσταντίνου ( ) Ο Μ. Κωνσταντίνος, ο οποίος θεσμοθέτησε την οριστική διάκριση των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας σε στρατό προκάλυψης (limitanei) και σε στρατό κρούσης (comitatenses), κατηγορήθηκε ότι αποδυνάμωσε την άμυνα των συνόρων, και κατ επέκταση του ίδιου του ρωμαϊκού κράτους, εξαιτίας της δημιουργίας του σώματος των κομιτατήσιων και της απόσπασης μεθοριακών στρατευμάτων για την ενίσχυσή του. Ο Ζώσιμος υπήρξε ιδιαίτερα καυστικός στα σχόλιά του για την αμυντική πολιτική του Μ. Κωνσταντίνου, υποστηρίζοντας συνολικά ότι: «Επραξεν δέ τι Κωνσταντῖνος καὶ ἕτερον, ὃ τοῖς βαρβάροις ἀκώλυτον ἐποίησε τὴν ἐπὶ τὴν Ῥωμαίοις ὑποκειμένην χώραν διάβασιν τῆς γὰρ Ρωμαίων ἐπικρατείας ἁπανταχοῦ τῶν ἐσχατιῶν τῇ Διοκλητιανοῦ προνοίᾳ κατὰ τὸν εἰρημένον ἤδη μοι τρόπον πόλεσι καὶ φρουρίοις καὶ πύργοις διειλημμένης, καὶ παντὸς τοῦ στρατιωτικοῦ κατὰ ταῦτα τὴν οἴκησιν ἔχοντος, ἄπορος τοῖς βαρβάροις ἦν ἡ διάβασις, πανταχοῦ δυνάμεως ἀπαντώσης τοὺς ἐπιόντας ἀπώσασθαι δυναμένης. Καὶ ταύτην δὴ τὴν ἀσφάλειαν διαφθείρων ὁ Κωνσταντῖνος τῶν στρατιωτῶν τὸ πολὺ μέρος τῶν ἐσχατιῶν ἀποστήσας ταῖς οὐ δεομέναις βοηθείας πόλεσιν ἐγκατέστησε, καὶ τοὺς ἐνοχλουμένους ὑπὸ βαρβάρων ἐγύμνωσε βοηθείας, καὶ ταῖς ἀνειμέναις τῶν πόλεων τὴν ἀπὸ τῶν στρατιωτῶν ἐπέθηκε λύμην, δι ἣν ἤδη πλεῖσται γεγόνασιν ἔρημοι, καὶ τοὺς στρατιώτας ἐκδόντας ἑαυτοὺς θεάτροις καὶ τρυφαῖς ἐμαλάκισε, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν τῆς ἄχρι τοῦδε τῶν πραγμάτων ἀπωλείας αὐτὸς τὴν ἀρχὴν καὶ τὰ σπέρματα δέδωκε» 216. Αυτή η κατηγορία είναι όμως μάλλον άδικη, γιατί ο Μ. Κωνσταντίνος θα διαπιστώσουμε σε κατοπινό κεφάλαιο ότι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την οχύρωση των συνόρων, παρ όλη τη χρησιμοποίηση των κομιτατήσιων ως καθαυτό στρατευμάτων εκστρατείας και τη δεδομένη αποδυνάμωση των συνοριακών φρουρών προς όφελός τους. Σχημάτισε επιπλέον ορισμένες νέες συνοριακές μονάδες, κάποιες από τις οποίες όμως είχαν μέχρι τα τέλη του 4 ου αι. μετατεθεί στον στρατό κρούσης. Όπως και στην περίπτωση της εξασθένισης του θε Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 610. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Ζώσιμος Τις κατηγορίες του Ζώσιμου υιοθετεί με τη φρασεολογία που χρησιμοποιεί ο C. E. van Sickle (πρβλ. Ancient World Vol II 570).
323 264 σμού των επάρχων πραιτωρίων, η κριτική του Ζώσιμου εναντίον του Μ. Κωνσταντίνου εκπορευόταν κυρίως από τη στάση που πήρε ο τελευταίος υπέρ του Χριστιανισμού. Ο Μ. Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του στη δυναστεία των «Φλαβίων» θεωρούνται υπεύθυνοι για την προσθήκη ορισμένων νέων λεγεώνων στα στρατεύματα των λιμιτάνεων. Οι λεγεώνες I-III Iuliae Alpinae, Iulia Alexandria, I-II Flaviae Geminae, I Flavia Constantia, II Flavia Constantiniana και οι Constantiaci/Constantiniani ανάγονται πιθανότατα στην κωνσταντίνεια περίοδο 217. Είδαμε ωστόσο νωρίτερα ότι όλες οι προαναφερθείσες εννιά λεγεώνες είχαν ήδη μετατεθεί στους κομιτατήσιους την εποχή της σύνταξης της Notitia Dignitatum, όπου υπηρετούσαν πλέον είτε ως legiones comitatenses (I Flavia Constantia, II Flavia Constantiniana, I-II Flaviae Geminae, III Iulia Alpina, Iulia Alexandria) είτε ως legiones pseudocomitatenses (I-II Iuliae Alpinae, Constantiaci/Constantiniani). Ειδικά οι τρεις τελευταίες αποδεικνύουν αναμφίβολα ότι αποσπάστηκαν από τα συνοριακά στρατεύματα, για να καλύψουν άμεσα κενά των σωμάτων του στρατού κρούσης. Η απόσπαση έλαβε χώρα γύρω στο 365 ή ακόμη και αργότερα, διότι χαρακτηρίζονταν «legiones pseudocomitatenses». Έχουμε ήδη προαναφέρει ότι θεωρούμε σήμερα ως «terminus post quem» της εμφάνισης των ψευδοκομιτατήσιων εκείνο ακριβώς το έτος. Τέλος, η λεγεώνα Flavia Victrix Constantina, η οποία στις αρχές του 5 ου αι. υπηρετούσε ως legio comitatensis στην Αφρική, παρότι φέρει κωνσταντίνειο δυναστικό τίτλο, προερχόταν πιθανώς από την παλαιά (συνοριακή) λεγεώνα XXII Primigenia, όπως έχουμε ήδη προαναφέρει. Η XXII Primigenia έδρευε μέχρι τις αρχές του 4 ου αι. στον Ρήνο, τόπο δράσης τόσο του πατέρα του Κωνσταντίνου, του καίσαρα και στη συνέχεια αυγούστου Κωνστάντιου Χλωρού, όσο και του ίδιου του Κωνσταντίνου στα πρώτα στάδια της ανέλιξής του ως το ύπατο αξίωμα. ii. Η κωνσταντίνεια αναδιαμόρφωση των μονάδων στο μέτωπο του Δούναβη Μολαταύτα, ήταν στον μέσο και κάτω ρου του Δούναβη όπου έλαμψε η μέριμνα του Μ. Κωνσταντίνου για τα συνοριακά στρατεύματα. Εκεί ο ίδιος και οι άμεσοι διάδοχοί του, πρωτίστως ο γιος του Κωνστάντιος Β, αναδιοργάνωσαν ολικώς ή μερικώς τους σχηματισμούς μάχης που στάθμευαν κατά μήκος των συνοριακών επαρχιών. Συγκεκριμένα, στη Σκυθία, στην παραποτάμια Δακία και στις δύο Μοισίες οι βηξιλλατιώνες και οι ίλες ιππικού αντικαταστάθηκαν πλήρως από νέες ιππικές μονάδες που έφεραν τον τίτλο cunei equitum 217 Not. Dign. Or (I Flavia Constantia, Ανατολή), (I-II Flaviae Geminae, Θράκη), 8.51 (Iulia Alexandria, Θράκη). Occ =7.35 (III Iulia Alpina, Ιταλία) =7.34, 60 (I-II Iuliae Alpinae, Ιταλία και Δυτικό Ιλλυρικό αντίστοιχα) 5.271=7.138 (Constantiaci/Constantiniani, Τιγγιτανία). Ο A. H. M. Jones (Later Empire I 99) αποδίδει τη δημιουργία των I-III Iuliae Alpinae πιθανότατα στον ίδιο τον Κωνσταντίνο, ενώ ο H. M. D. Parker (Legions 179) είναι πιο ελαστικός, αφού υποστηρίζει ότι η δημιουργία τους μπορεί να αποδοθεί εξίσου στον Μ. Κωνσταντίνο, τον Κώνσταντα Α ( ) ή στον Κωνστάντιο Β ( ). Για τις I-II Flaviae Geminae βλ. A. H. M. Jones, Later Empire III 357. D. Hoffmann, Bewegungsheer I (ίσως σχηματίστηκαν επί Κωνσταντίνου από στοιχεία των λεγεώνων I Flavia Pacis, II Flavia Virtutis και III Flavia Salutis). Ο Αμμιανός αναφέρει δύο «φλάβιες» λεγεώνες στις πολιορκίες των Σιγγάρων και της Βεζάβδης το 359. Αμμιανός και αντίστοιχα. Ο D. Hoffmann (Bewegungsheer I ) πιστεύει ότι επρόκειτο για τις I-II Flaviae Geminae που υπηρετούσαν στα τέλη του 4 ου αι. υπό τον μάγιστρο της Θράκης, ενδέχεται όμως να ήταν η I Flavia Constantia και η II Flavia Constantia Thebaeorum (Not. Dign. Or. 7.45), που υπηρετούσαν στα τέλη του 4 ου αι. υπό τον magister militum per Orientem.
324 («σφήνες» ιππικού, από τον αντίστοιχο σχηματισμό μάχης) 218. Στις στρατιωτικές διοικήσεις της Βαλερίας και των δύο Παννονιών απαντώνται τόσο cunei όσο και vexillationes ιππικού 219. Μόνο μία ίλη διασώθηκε στην Παννονία Β 220. Από τις κοόρτεις πεζών επέζησαν αρκετές, δεκαπέντε στις διοικήσεις της Βαλερίας και των δύο Παννονιών, δύο στην παραποτάμια Δακία, καθώς και άλλες τρεις στις απομακρυσμένες από τη μεθόριο επαρχίες της Ροδόπης και της Θράκης υπό τον δούκα της Μοισίας Β 221. Εντούτοις, οι κοόρτεις είτε αντικαταστάθηκαν, είτε πλαισιώθηκαν από καινοφανείς μονάδες πεζικού, τα επονομαζόμενα auxilia. Τα auxilia υπηρετούσαν σε όλες τις παραπάνω στρατιωτικές διοικήσεις εκτός από την Παννονία Α. Μάλιστα, στις διοικήσεις της Μικράς Σκυθίας και των δύο Μοισιών αντικατέστησαν ολοκληρωτικά τις κοόρτεις 222. Αυτό είχε ως συνέπεια την εκτεταμένη αποδιάρθρωση του διοκλητιάνειου αμυντικού συστήματος και την αναδιοργάνωσή του πάνω σε νέες βάσεις 223. Μόνο στη στρατιωτική διοίκηση της Ραιτίας διασώθηκε εξολοκλήρου η διάταξη μάχης των συνοριακών στρατευμάτων σύμφωνα με τα διοκλητιάνεια οργανωτικά πρότυπα, δηλαδή η διαίρεση σε λεγεώνες, βηξιλλατιώνες (equites), κοόρτεις και ίλες 224. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλες οι μονάδες ήταν πρόσφατα στρατολογημένες ασφαλώς συμπεριέλαβαν και τους στρατιώτες που ήδη υπηρετούσαν σε εκείνες τις περιοχές. Επομένως, η δημιουργία των νέων μονάδων (cunei-auxilia) προέκυψε όχι μόνο από τη στρατολόγηση νεοσυλλέκτων και την ένταξή τους σε καινούριους σχηματισμούς, αλλά και από τη ανασύνθεση των συνοριακών συμμαχικών μονάδων που ήδη στάθμευαν εκεί. Οι παραπάνω επισημάνσεις σχετικά με την αναδιοργάνωση μεγάλου τμήματος του παραδουνάβιου μετώπου από τον Μ. Κωνσταντίνο εκτιμώ ότι επαληθεύονται εκ παραλλήλου με βάση και το υλικό που μας παρέχει η Notitia Dignitatum. Η μεγάλη πλειονότητα των cunei έχει παρόμοια ονομασία με τις παλαιότερες vexillationes: promoti, armigeri, scutarii, Dalmatae, stablesiani, sagittarii, catafractarii, Italiciani 225. Το ιππικό ενισχύθηκε επιπλέον Not. Dign. Or (Σκυθία), (Μοισία Β ), (Μοισία Α ), (παραποτάμια Δακία). Δύο cunei μνημονεύονται ωστόσο στην Θηβαΐδα. Not. Dign. Or Not. Dign. Occ (cunei), (vexillationes) [Παννονία Β -Σαβία] (cunei), (vexillationes) [Βαλερία] (cunei) και 16-23, (vexillationes) [Παννονία Α -παραποτάμιο Νωρικό. Για την οργάνωση στις τρεις αυτές στρατιωτικές διοικήσεις βλ. και D. van Berchem, Armée et réforme Not. Dign. Οcc : «ala Sirmensis». 221 Not. Dign. Or και (Μοισία Β, επαρχίες Ροδόπης και Θράκης αντίστοιχα), (παραποτάμια Δακία). Occ , (Παννονία Β -Σαβία) (Βαλερία) , (Παννονία Α -παραποτάμιο Νωρικό). 222 Not. Dign. Or (Σκυθία), (Μοισία Β ), (Μοισία Α ), (παραποτάμια Δακία). Οcc (Παννονία Β -Σαβία), (Βαλερία). 223 A. H. M. Jones, Later Empire I 99. Αναλυτικότερα βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 90-93, Πρβλ. και A. H. M. Jones, Later Empire III Cuneus equitum scutariorum: Not. Dign. Or , 13, , 20. Occ , Cuneus equitum stablesianorum: Not. Dign. Or , 40.17, Occ , Cuneus equitum armigerorum: Not. Dign. Or , Cuneus equitum promotorum: Not. Dign. Or , 16. Occ Cuneus equitum Dalmatarum: Not. Dign. Or , , Occ , 33.25, Cuneus equitum sagittariorum: Not. Dign. Or , 17. Cuneus equitum catafractariorum: Not. Dign.
325 266 με νέους cunei, οι οποίοι φέρουν κωνσταντίνειους δυναστικούς τίτλους 226. Τέλος, μερικοί cunei προέρχονταν από τις επίλεκτες μονάδες των Fortenses, των Solenses και των Divitenses 227. Με τα ονόματα αυτά ήταν γνωστοί τον 4 ο αι. αρκετοί σχηματισμοί ιππικού και πεζικού ανεξαιρέτως, που είδαμε ότι υπηρετούσαν και στους κομιτατήσιους. Οι δύο πρώτες μονάδες συνδέονται με την εποχή του Διοκλητιανού, ενώ οι Divitenses με τον ίδιο τον Μ. Κωνσταντίνο, αφού στην Divitia του Ρήνου απέναντι από την Κολωνία ο Κωνσταντίνος είχε ανεγείρει ένα ογκώδες φρούριο-προγεφύρωμα. Τα περισσότερα από τα auxilia πήραν την ονομασία τους από τον τόπο ή το φρούριο όπου στρατοπέδευαν, με εξαίρεση λίγα που φέρουν κωνσταντίνειους δυναστικούς τίτλους. Η προσωνυμία ορισμένων άλλων παραπέμπει γενικά στις επαρχίες προέλευσής τους: Dacisci, Moesiaci και Scythici 228. Οι ονομασίες που έχουν τοπικό ή «εθνοτικό» χαρακτήρα υποδηλώνουν σαφώς ότι επανδρώνονταν από κατοίκους των ίδιων εκείνων συνοριακών επαρχιών, όπως άλλωστε προφανώς και τα ελάχιστα auxilia που διέθεταν δυναστικό προσωνύμιο. Τέλος, αρκετά auxilia είχαν επωνυμίες που φανέρωναν κάποια ιδιότητα: auxilia praesidentia (φρουρά), nauclarii (ναύκληροι, υπηρετούσαν σε «αμφίβιες» μονάδες, δηλαδή διέθεταν ποτάμιες λέμβους), ascarii (δοκιμασμένοι και αποδεκτοί), miliarenses (χίλιοι άνδρες), Martenses (Άρηιοι), vigiles (φύλακες), auxilia Fortensia (ισχυροί, ίσως όνομα κάστρου), exploratores (ανιχνευτές), superventores και praeventores (επιδρομείς και καταδρομείς) και insidiatores (ενεδρεύοντες) 229. Οι τελευταίοι τέσσερις σχηματισμοί ειδικεύονταν Or Cuneus equitum Italicianorum: Not. Dign. Occ Στη Βαλερία έδρευαν επίσης οι «equites Flavianenses» (Not. Dign. Occ ), το όνομα των οποίων ίσως υποκρύπτει κωνσταντίνεια προέλευση, αν δεν προκύπτει από το οχυρό όπου στάθμευαν. 226 Ονομασίες που παραπέμπουν απευθείας στον Μ. Κωνσταντίνο: Cuneus equitum Constantinianorum (Not. Dign. Or ). Ονομασίες που παραπέμπουν στον Κωνστάντιο Β : Cuneus equitum Constantiacorum (Not. Dign. Or ), Cuneus equitum Constantianorum (Not. Dign. Occ , 33.26), Cuneus equitum Constantium (Not. Dign. Occ ). Τέλος, ένας cuneus φέρει επωνυμία που παραπέμπει στον Αρκάδιο: Cuneus equitum Arcadum: Not. Dign. Or Cuneus equitum Dalmatarum Divitensium: Not. Dign. Or και 16. Cuneus equitum Solensium: Not. Dign. Or , Cuneus equitum [Dalmatarum] Fortensium: Not. Dign. Or Occ Τόπος/Φρούριο: Not. Dign. Or , (όλα) 42.25, 27. Occ , 49. Δυναστικός τίτλος: Not. Dign. Or , , 26. Occ Dacisci: Not. Dign. Or (Μοισία Β ) 42.24, 28 (παραποτάμια Δακία). Moesiaci: Not. Dign. Or (Μοισία Β ). Scythici: Not. Dign. Or , 24 (Μικρά Σκυθία). Οι A. Suceveanu και A. Barnea (Dobroudja ) υποστηρίζουν ότι τα auxilia της Μικράς Σκυθίας που φέρουν δυναστικούς ή τοπικούς τίτλους όπως «Constantini» ή «Dacisci, Moesiaci, Scythici», ίσως επανδρώθηκαν από άνδρες που υπηρετούσαν στις δύο τοπικές λεγεώνες, την I Iovia και τη II Herculia. 229 Praesidentia: Not. Dign. Occ Nauclarii: Not. Dign. Or , 28. Ascarii: Not. Dign. Occ Miliarenses: Not. Dign. Or Martenses: Not. Dign. Or Vigiles: Not. Dign. Occ Fortensia: Not. Dign. Occ Exploratores: Not. Dign. Or Superventores: Not. Dign. Or Praeventores: Not. Dign. Or Insidiatores: Not. Dign. Occ Ανάμεσα στις μονάδες της Μοισίας Α διασώζονταν, τέλος, τρεις ακόμη σχηματισμοί «exploratorum» υπό τη διοίκηση επάρχων (praefecti). Βλ. Not. Dign. Or , 37. Συνολικά για την κατηγοριοποίηση των νέων παραδουνάβιων σχηματισμών βλ. επίσης και A. H. M. Jones, Later Empire I 100.
326 σε επιχειρήσεις «ανορθόδοξου» πολέμου που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων επιθετικές αναγνωρίσεις, καταδρομές και ενέδρες 230. Η διάταξη μάχης στο σύνορο ειδικά του Μέσου και Κάτω Δούναβη, όπως περιγράφεται στη Notitia Dignitatum εμφανίζεται για πρώτη φορά επίσημα το 353 σε νόμο του Κωνστάντιου Β, ενώ μαρτυρείται σε ένα ακόμη ήδικτο του Βάλη το O A. H. M. Jones πιθανολογεί ότι όλα αυτά τα auxilia επανδρώθηκαν με γηγενείς ατάκτους, όπως και τα auxilia palatina που δημιουργήθηκαν επί Μ. Κωνσταντίνου στη Γαλατία 232. Οπωσδήποτε, ένας τέτοιου είδους συσχετισμός δεν είναι κατ αρχήν άστοχος. Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι τα auxilia palatina θεωρούνταν από τους πιο επίλεκτους σχηματισμούς μάχης του στρατού του 4 ου αι. Σύντομα λοιπόν διαμοιράστηκαν σε όλα σχεδόν τα μέτωπα, οι μονάδες πολλαπλασιάστηκαν και άρχισε να εφαρμόζεται και σε εκείνα η αρχή της επιτόπιας στρατολόγησης. Αντίθετα, τα auxilia του Μέσου και Κάτω Δούναβη παρέμειναν καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. στις θέσεις τους ως συνοριακά στρατεύματα, επανδρωμένα από άνδρες της περιφέρειάς τους. Στις αρχές του 5 ου αι. ορισμένοι μεθοριακοί σχηματισμοί του Δυτικού Ιλλυρικού αποτραβήχτηκαν για την υπεράσπιση της Γαλατίας και της Ιταλίας, αλλά αυτό δεν επηρέασε μόνο τους cunei και τα auxilia του Δούναβη, αλλά και τις υπόλοιπες μονάδες [alae, equites (vexillationes), legiones, cohortes κ.τ.λ.]. iii. Μονάδες συσταθείσες από το 364 ως το 400 περίπου Οι προσθήκες στα συνοριακά στρατεύματα δεν σταμάτησαν όμως με το τέλος της κωνσταντίνειας δυναστείας. Η ενίσχυση της μεθορίου με νέους σχηματισμούς συνεχίστηκε και από τους υπόλοιπους αυτοκράτορες του 4 ου αι. Αρκετές είναι οι μονάδες που φέρουν τίτλους σχετικούς με τους αυτοκράτορες του β μισού του 4 ου αι., δηλαδή με τον Βαλεντινιανό, τον Βάλη και τον Γρατιανό, καθώς και με τον Θεοδόσιο Α και τους γιους του Αρκάδιο και Ονώριο. Στην Αίγυπτο αναφέρονται η «ala Theodosiana nuper constituta» και η «ala Arcadiana nuper constituta», δηλαδή άρτι συσταθείσες, υπό τον κόμη του αιγυπτιακού λιμίτου (comes limitis Aegypti), και οι λεγεώνες I και II Valentiniana, οι «equites Felices Honoriani» και η «cohors I Felix Theodosiana» υπό τον δούκα Θηβαΐδας (dux Thebaidos) 233. Επιπλέον, στο δουκάτο Παλαιστίνης υπηρετούσαν στα τέλη του 4 ου αι. η «ala II Felix Valentiana» και η «cohors II Gratiana», στο δουκάτο Μεσοποταμίας οι «equites Feli Πρβλ. και J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I υποσημ. 4 σ. 464 (αναφέρει όμως λανθασμένα τους superventores και praeventores ως μονάδες ελαφρού ιππικού). 231 CTh (353): «de auxiliaribus sane cuneis minime ducibus licentia concedatur» και (375): «qui in ripa per cuneos auxiliaque fuerint constituti», δηλαδή «εκείνοι [οι στρατιώτες] που επανδρώνουν τους cunei και τα auxilia στα ποτάμια σύνορα». Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire I 99 III υποσημ. 48 σ. 15. B. Isaac, Limitanei 142. C. Zuckerman, Two Reforms of the 370s: Recruiting Soldiers and Senators in the divided Empire, REB 56 (1998) , σ A. H. M. Jones, Later Empire I Βλ. αντίστοιχα Not. Dign. Or , και 64. Οι μονάδες που έφεραν τον τίτλο «Theodosiani», «Arcadiani» ή «Honoriani» δημιουργήθηκαν επί Θεοδοσίου Α για να αναπληρώσουν την μετάθεση μονάδων ειδικά από την Αίγυπτο στα σώματα στρατού των κομιτατήσιων των Βαλκανίων που είχαν υποστεί τεράστιες απώλειες μετά την πανωλεθρία της Αδριανούπολης. Μεταφορά αιγυπτιακών μονάδων μνημονεύει ο Ζώσιμος ( ). Βλ. επίσης και A. H. M. Jones, Later Empire I 160. J.-M. Carrié, Financement 55.
327 268 ces Honoriani Illyriciani» και στο δουκάτο Αραβίας δύο νέες ίλες, η «ala I Valentiniana» και η «ala II Felix Valentiniana» 234. Το νεοσύστατο δουκάτο της Αρμενίας, το οποίο συστήθηκε μετά το βυζαντινοπερσικό σύμφωνο του 387, πλαισιώθηκε, όπως ήταν άλλωστε φυσιολογικό, με πολλές νέες μονάδες. Οι περισσότερες, συνολικά τέσσερις, έφεραν την επωνυμία «Theodosiana». Ωστόσο, ένας από τους σχηματισμούς είχε βαλεντίνειο δυναστικό όνομα, «cohors II Valentiana» (μάλλον προς τιμήν του νεαρού Βαλεντινιανού Β ), ενώ μία ακόμη ίλη χαρακτηριζόταν ως «ala I Praetoria nuper constituta» 235. Τον 4 ο αι., αν και δεν μπορώ να γίνω πιο σαφής, ίσως σχηματίστηκαν οι κοόρτεις «Nova Sostica» στην παραποτάμια Δακία και «Nova Batavorum» στη Ραιτία, οι οποίες απέκτησαν την ονομασία τους από το φρούριο ή την τοποθεσία όπου έδρευαν 236. iv. Η αναδιάρθρωση των μονάδων στον Ρήνο και στην Αρμορική (αρχές 5 ου αι.) Ήδη από τα μέσα του 4 ου αι. τα συνοριακά στρατεύματα της Γαλατίας είχαν υποστεί σοβαρές αφαιμάξεις εξαιτίας της επανάστασης του Μαγνέντιου και της επακόλουθης μεγάλης γερμανικής εισβολής του 354/5. Πιθανολογείται ότι αρκετές παλαιές μονάδες, λεγεώνες, ίλες και κοόρτεις καταστράφηκαν εκείνη την εποχή και δεν ανασυστήθηκαν ποτέ έκτοτε 237. Η δύση του 4 ου αι. επεφύλασσε για το σώμα των λιμιτάνεων της Γαλατίας περαιτέρω απώλειες και ευρείς ανασχηματισμούς. Οι μονάδες που υπηρετούσαν στις τρεις συνοριακές στρατιωτικές διοικήσεις του Ρήνου και της βορειοδυτικής Γαλατίας (Σηκουανία, Μογοντιακό στον Ρήνο και Αρμορική στη ΒΔ Γαλατία) την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum (αρχές 5 ου αι. για τη Δύση) είχαν πλέον υποστεί σημαντικές μεταβολές. Υπαίτιες ήταν η αναστάτωση που είχαν επιφέρει οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι εξεγέρσεις της περιόδου -ας μην ξεχνούμε ότι τα στρατεύματα της Γαλατίας ενεπλάκησαν ενεργά υπέρ των σφετεριστών 234 Βλ. αντίστοιχα Not. Dign. Or , Βλ. επίσης και E. Garrido González, Relación entre sociedad-ejército en el reinado de Valentiniano I visto á través de la legislación, Latomus 46 4 (1987) , σ. 846 (γενική πρόνοια Βαλεντινιανού Α για την ενίσχυση του στρατού των λιμιτάνεων, αλλά και των κομιτατήσιων, όπως προκύπτει μέσα από μονάδες που φέρουν βαλεντίνεια δυναστικά ονόματα). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army (ανάλυση των μέτρων που πήρε ο Βαλεντινιανός Α για την ενίσχυση του στρατού, τόσο των λιμιτάνεων όσο και των κομιτατήσιων). 235 Theodosiana: Not. Dign. Or και (οι τρεις πρώτες ήταν ίλες, η τελευταία κοόρτη). cohors II Valentiana: Not. Dign. Or ala I Praetoria nuper constituta: Not. Dign. Or Υποψιάζομαι ότι η «ala Idiota constituta» (Not. Dign. Or ) και η «ala castello Tabliariensi constituta» (Not. Dign. Or ) πρέπει ίσως να καταμετρηθούν στις προσθήκες του Θεοδόσιου του Α. Τα ονόματά τους είναι αδόκιμα και φαίνονται πρόσφατα. Πιθανώς οι μονάδες που φέρουν ονομασίες προς τιμήν του Αρκάδιου και του Ονώριου ιδρύθηκαν από τον πατέρα τους, αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Α. Γενικά για μονάδες εκείνης της εποχής βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire III , 355, 357 και Table II σ. 360 όπου πίνακας με θεοδοσιανές μονάδες λιμιτάνεων (απαριθμούνται μερικές περισσότερες). R. M. Errington, Theodosius 6-7. J. B. Bury, Notitia 136 (υποστηρίζει, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ότι αρκετές από τις «θεοδοσιανές» μονάδες ανάγονται στον Αρκάδιο και στον Θεοδόσιο Β, επειδή αν ήταν του Θεοδόσιου Α θα έπρεπε να τις συναντάμε και στη Δύση. Ο Θεοδόσιος Α υπήρξε όμως πρωτίστως αυτοκράτορας της Ανατολής. Στη Δύση βασίλεψε μόνο από το 394 ως τον θάνατό του λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 395). 236 Not. Dign. Or Occ Η «cohors Nova Batavorum» ίσως όμως συνδέεται με την ενίσχυση του μετώπου της Ραιτίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. 237 Πρβλ. D. Hoffmann, Neubesetzung
328 Μάξιμου και Ευγένιου, ενώ νωρίς τον 5 ο αι. ξέσπασε το δεύτερο κίνημα των Βαγαυδών κυρίως όμως οι καταστρεπτικές γερμανικές εισβολές των αρχών του 5 ου αι. Εξαιτίας αυτών και οι τελευταίοι γνωστοί σχηματισμοί μάχης των συνοριακών στρατευμάτων που πιθανώς απέμεναν, δηλαδή οι λεγεώνες (legiones), οι βηξιλλατιώνες (=equites), οι κοόρτεις (cohortes), οι ίλες (alae) και οι αριθμοί (numeri), στην κυριολεξία σχεδόν εξαφανίστηκαν, παράλληλα με κάποιες από τις παλαιότερες συνοριακές διοικήσεις των λιμιτάνεων (δηλαδή τους δούκες και τους κόμητες των δύο επαρχιών της Γερμανίας). Ελάχιστες μονάδες διατηρούσαν ονομασίες που παρέπεμπαν απευθείας σε παλαιότερους σχηματισμούς, όπως η cohors I Nova Armoricana, οι milites (legionis) primae Flaviae, οι milites (legionis) secundae Flaviae και οι equites Dalmatae 239. Οι περισσότερες διέθεταν επωνυμίες που θύμιζαν παλαιότερες μονάδες, μερικές άλλες πήραν το προσηγορικό τους από τον τόπο έδρας τους, ενώ τρεις είχαν αποσπαστεί στον Ρήνο και την Αρμορική από το μέτωπο του Άνω και Μέσου Δούναβη που ανήκε πάντα στη δικαιοδοσία του δυτικού κράτους 240. Όλες αυτές οι μονάδες διοικούνταν από επάρχους (praefecti), εκτός από μία που είχε διοικητή τριβούνο (tribunus) 241. Όλες επίσης, πλην των δύο που προαναφέρθηκαν, είχαν λάβει τον γενικό και αόριστο χαρακτηρισμό «milites». Το προσδιοριστικό αυτό, σε συνδυασμό βέβαια με τα προηγούμενα στοιχεία που μόλις εκθέσαμε, υποδηλώνει κατά τη γνώμη μου το γεγονός ότι επρόκειτο βασικά για μονάδες που είχαν ανασυντεθεί πρόχειρα και βεβιασμένα με σκοπό να καλύψουν τα εκτεταμένα κενά στην άμυνα που είχαν προκαλέσει κυρίως οι ποικιλώνυμοι Γερμανοί εισβολείς στις αρχές του 5 ου αι., αλλά επίσης και οι αναταράξεις στο εσωτερικό της δυτικής αυτοκρατορίας. Επισημαίνουμε ότι η αραίωση των μεθοριακών μονάδων στον Ρήνο και γενικά στη βόρεια Γαλατία δεν οφειλόταν μόνο στις απώλειες που είχαν προκαλέσει οι εξωτερικές εισβολές και οι εσωτερικές διαμάχες. Αναφέραμε ήδη στο κεφάλαιο σχετικά με τους κομιτατήσιους της Δύσης Για το κίνημα των Βαγαυδών του 5 ου αι. βλ. αναλυτικότερα P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 31. E. A. Thompson, Peasant Revolts G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία B. Ward-Perkins, Η Πτώση 29-30, 69-71, 74, 82. Θ. Καλαϊτζάκης, Ζώσιμος υποσημ. 119 σ Not. Dign. Occ (tribunus cohortis primae novae armoricanae), (milites primae Flaviae, μάλλον τοπικό απόσπασμα της τετραρχικής λεγεώνας I Flavia Pacis ή της ανάλογης I Flavia Gallicana), 38.7 (equites Dalmatae), (milites secundae Flaviae, μάλλον τοπικό απόσπασμα της -πιθανώς τετραρχικής- λεγεώνας II Flavia Virtutis). Στο Itinerarium Antonini που χρονολογείται στα τέλη του 3 ου αι. ( ) διασώζονταν ακόμη οι τοποθεσίες κατά μήκος του Κάτω Ρήνου όπου υπηρετούσαν οι μονάδες. Βλ. D. van Berchem, Armée et réforme 52. Επίσης βλ. του ιδίου, Chapters Ονομασίες που θυμίζουν παλαιότερες μονάδες: Not. Dign. Occ (milites Mauri Beneti, milites Mauri Osismiaci) 18 (milites superventores), 20 (milites Martenses), 22 (milites Dalmatae) 38.9 (milites Nervii) (milites Pacenses), (milites vindices, milites Martenses), 21 (milites armigeri), (milites balistarii, milites defensores). Τοπικές ονομασίες: Not. Dign. Occ (milites C[G]arronenses, πάλι milites Mauri Beneti και milites Mauri Osismiaci), 23 (milites Grannonenses) (milites Anderetiani), 22 (milites Bingenses). Μονάδες αποσπασμένες από τον Δούναβη: Not. Dign. Occ (Milites Latavienses, ορθότερα Batavienses), (milites Ursarienses), (milites Acincenses). Για τις τελευταίες βλ. και D. van Berchem (Chapters 139), όπου απαριθμούνται επίσης τρεις με μία όμως διαφορά: δεν αναφέρει τους L[B]atavienses, αλλά τους Martenses. Οι τελευταίοι προέρχονταν όμως από τη λεγεώνα I Martia που στάθμευε στον Άνω Ρήνο, στην επαρχία της Σηκουανίας. 241 Not. Dign. Occ (tribunus militum Nerviorum).
329 270 ότι πολλοί σχηματισμοί είχαν αποτραβηχθεί εσπευσμένα από τα σύνορα τις δύο πρώτες δεκαετίες του 5 ου αι., για να πλαισιώσουν και να ενισχύσουν τα χειμαζόμενα σώματα του δυτικού στρατού κρούσης. v. Μονάδες της εποχής της «Ηγεμονίας» που διασώζονται στους καταλόγους της Notitia Dignitatum (ίλες, κοόρτεις, αριθμοί και λεγεώνες) Παρ όλα αυτά στα περισσότερα υπόλοιπα μέτωπα πλην του Ρήνου παλαιοί συνοριακοί σχηματισμοί επιβίωναν ως τα τέλη του 4 ου αι. Γενικά διαπιστώνω χάρη στις λεπτομερείς λίστες της Notitia Dignitatum ότι στα συνοριακά στρατεύματα του τέλους του 4 ου αι. περιλαμβάνονταν ακόμη πολυάριθμες μονάδες, οι οποίες ανάγονται στην πρώιμη αυτοκρατορική εποχή (1 ος -2 ος αι.). Το ποσοστό διατήρησης τόσων πολλών παλαιών σχηματισμών πραγματικά καταπλήσσει. Αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα πολύ σαφές δείγμα της αδιάσπαστης συνέχειας ανάμεσα στον «κλασικό» ρωμαϊκό και στον ύστερο ρωμαϊκό ή αλλιώς πρώιμο βυζαντινό στρατό. Η Βρετανία είναι ένα πρώτο καλό παράδειγμα. Εκεί ο σχετικός κατάλογος διασώζει μια διάταξη μάχης θα λέγαμε «αρχαϊκή». Οι μονάδες διατηρούσαν την παλαιά κατηγοριοποίησή τους σε λεγεώνες, βηξιλλατιώνες, κοόρτεις, ίλες και αριθμούς. Ειδικά μάλιστα επί της γραμμής του αδριάνειου τείχους, «per lineam valli», όπως χαρακτηριστικά επιγράφεται στη Notitia, όλες οι κοόρτεις και οι ίλες αποτελούσαν πολύ παλαιές μονάδες, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων ανάγει τη σύστασή της στους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Το ίδιο ίσχυε και για τους σχηματισμούς που προστάτευαν τη βορειοδυτική Βρετανία 242. Οι αριθμοί (numeri) που υπηρετούσαν υπό τον δούκα των Βρετανιών (dux Britanniarum) μάλλον ήταν νεότεροι σχηματισμοί, πιθανώς του 4 ου αι., εκτός από δύο (Solenses και Pacenses) που ανάγουν τη δημιουργία τους στα χρόνια του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας 243. Ξεκάθαρα κωνσταντίνειοι φαίνεται πως ήταν μόνον οι «equites Crispiani», που πήραν την ονομασία τους από τον πρώτο γιο του Μ. Κωνσταντίνου, τον καίσαρα Κρίσπο 244. Η κατάσταση στη δεύτερη στρατιωτική διοίκηση της Βρετανίας υπό τον κόμη της σαξονικής ακτής (comes litoris Saxonici per Britanniam) διέφερε. Οι μονάδες της νοτιοανατολικής Βρετανίας δεν ήταν βέβαια τόσο παλαιές όσο στη βόρεια Βρετανία, διότι η τοπική στρατιωτική διοίκηση είχε ιδρυθεί και στελεχωθεί μόλις από τα τέλη του 3 ου αι. και εξής 242 Πρβλ. συνολικά Not. Dign. Occ Γενικά η περιφέρεια της βόρειας και βορειοδυτικής Βρετανίας ήταν εκτεθειμένη σε επιδρομές φυλών από τη σημερινή Ιρλανδία και Σκωτία. Για την ιστορία των μονάδων κατά μήκος του «αδριάνειου τείχους» βλ. και E. Birley, Roman Garrisons Επίσης I. A. Richmond, Sarmatae 15, 18. Την παλαιότητα των μονάδων που υπηρετούσαν ειδικά υπό τον δούκα της Βρετανίας δεν αφήνουν επίσης ασχολίαστη οι R. Grosse (Militärgeschichte 28, 251), J. B. Bury (Notitia ) και E. Birley (Roman Garrisons 55). 243 Numeri γενικά: Not. Dign. Occ , Numerus Solensium: Not. Dign. Occ Numerus Pacensium: Not. Dign. Occ Βλ. D. van Berchem, Chapters 144, ο οποίος ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι όλοι οι numeri του dux Britanniarum και του comes litoris Saxonici ήταν αποσπάσματα που εστάλησαν προς ενίσχυση της άμυνας της Βρετανίας κατά τον 4 ο αι. από τον στρατό κρούσης. 244 Not. Dign. Occ
330 ωστόσο δεν αναφέρονται γενικόλογα ως «milites», όπως στον Ρήνο, εκτός από μία 245. Ήταν μονάδες οργανωμένες κυρίως σε αριθμούς, που χρονολογούνται στον 4 ο αι., εκτός από δύο ιππικούς σχηματισμούς με τον τίτλο «equites Dalmatae Branodunenses» και «equites stablesiani Gariannonenses» (το δεύτερο συνθετικό προέρχεται από τα φρούρια Branodunum και Gariannonum αντίστοιχα, όπου στάθμευαν) και μία παλαιά κοόρτη επονομαζόμενη «cohors I Baetasiorum» 246. Οι μεθοριακές στρατιωτικές διοικήσεις από την Αίγυπτο ως τον Εύξεινο Πόντο περιελάμβαναν επίσης έναν πολύ μεγάλο αριθμό ιλών και κοόρτεων που ανάγουν τη δημιουργία τους στα χρόνια της «Ηγεμονίας». Με κάθε επιφύλαξη, εικοσιπέντε ίλες και άλλες τριανταπέντε περίπου κοόρτεις από τον Νείλο ως τις ακτές του Πόντου φαίνεται πως αποτελούσαν τμήματα του στρατού ήδη από την «κλασική» αυτοκρατορική εποχή 247. Στην Τιγγιτανία άλλες τρεις κοόρτεις ενέπιπταν σε αυτό το καθεστώς 248. Στο Δυτικό Ιλλυρικό, δηλαδή στις στρατιωτικές διοικήσεις της Ραιτίας, της Παννονίας Α και του Νωρικού, της Βαλερίας και, τέλος, της Παννονίας Β και της Σαβίας, διασώζονταν στα τέλη του 4 ου αι. μόλις τέσσερις κοόρτεις που μπορούμε να τις αποδώσουμε στα χρόνια της «Ηγεμονίας» 249. Υπήρχαν ωστόσο άλλες έντεκα κοόρτεις που ήταν «ανώνυμες», δεν διέθεταν δηλαδή κάποιο προσωνύμιο 250. Ίσως όλες ή έστω μερικές από εκείνες να απάρτιζαν στοιχεία του ρωμαϊκού στρατού από πολύ νωρίτερα. Τέλος, ανάμεσα στις μονάδες που υπηρετούσαν υπό τους magistri praesentales του δυτικού κράτους πέντε κοόρτεις στην Ισπανία και άλλες δύο στη Νότιο Γαλατία ανήκαν πιθανότατα στην ίδια κατηγορία 251. Ωστόσο, όπως θα περίμενε κανείς, μια κατηγορία μονάδων εμφάνιζε το μεγαλύτερο ποσοστό επιβιωσιμότητας στο πέρασμα των αιώνων: αυτές ήταν οι legiones. Το έργο του ερευνητή καθίσταται απείρως πιο εύκολο με τις λεγεώνες, παρά με τις επικουρικές μονάδες, διότι, όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, όλες οι κατά καιρούς συσταθείσες λεγεώνες άφησαν ξεκάθαρα τα ίχνη τους στην Ιστορία, σε αντίθεση με τις ίλες, τις κοόρτεις και τους αριθμούς (numeri). Διαθέτουμε επιπλέον πλήρεις καταλόγους των λεγεώνων που υπηρέτησαν στον Not. Dign. Occ : «praepositus militum Tungrecanorum». Απόσπασμα των περίφημων Tungricani των comitatenses. 246 Numeri: Not. Dign. Occ , 15, Equites Dalmatae Branodunenses: Not. Dign. Occ Equites stablesiani Gariannonenses: Not. Dign. Occ Cohors I Baetasiorum: Not. Dign. Occ Για τις μονάδες του comes litoris Saxonici βλ. επίσης και D. van Berchem, Chapters Ίλες: Not. Dign. Or , , , , Κοόρτεις: Not. Dign. Or , 40-42, , , , 43-44, , , Για την ονοματολογία των επικουρικών μονάδων την εποχή της «Ηγεμονίας» βλ. τις σχετικές λίστες ονομάτων στον Y. Le Bohec (Imperial Army 94-95). Για ορισμένες παλαιές κοόρτεις που μνημονεύονταν στη Notitia Dignitatum βλ. και Margaret Roxan, Tingitana A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja K. Strobel, Truppenliste 259. M. P. Speidel, Exercitus Arabicus D. F. Graf, Nabatean Army 298, Not. Dign. Occ , 16, Not. Dign. Occ , 57, Not. Dign. Occ , Not. Dign. Occ , 32 (Ισπανία) 42.17, 19 (Ν. Γαλατία). Βλ. και J. M. Blazquez, Limes im Spanien για τις παλαιές κοόρτεις της Ισπανίας.
331 272 ρωμαϊκό στρατό διαχρονικά. Αντίθετα, για τη μελέτη των συμμαχικών μονάδων εξαρτώμαστε σχεδόν αποκλειστικά από τις αρχαιολογικές έρευνες και την ανεύρεση στρατιωτικών διπλωμάτων, όπου μνημονεύονται auxilia. Την πρώτη λίστα λεγεώνων μάς παρέχει ο έγκυρος Ρωμαίος ιστορικός του 1 ου αι. μ.χ. Τάκιτος. Γνωρίζουμε επίσης σε ικανοποιητικό βαθμό το ιστορικό της κάθε λεγεώνας, ούτως ώστε είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε την πορεία τους κατά τη διάρκεια των αιώνων. Πρώτα απ όλα θα απαντήσουμε στο ερώτημα, πόσες από τις παλαιές λεγεώνες του Αυγούστου επιβίωναν ακόμη στα τέλη του 4 ου με αρχές του 5 ου αι. Στη συνέχεια, θα διερευνήσουμε πόσες από τις λεγεώνες της εποχής των Σεβήρων - γύρω στο 235- επιζούσαν δύο σχεδόν αιώνες αργότερα. Μετά την εξόντωση των τριών λεγεώνων (XVII-XVIII-XIX) από τους Γερμανούς του Αρμίνιου στον Τευτοβούργιο Δρυμό το 9 μ.χ. ο στρατός του Οκταβιανού Αυγούστου απέμεινε με συνολικά εικοσιπέντε (25) λεγεώνες. Αυτές τις απαρίθμησε ανά μέτωπο ο Τάκιτος στα «Χρονικά» του, διενεργώντας μια ανασκόπηση της στρατιωτικής κατάστασης του ρωμαϊκού κράτους το 23 μ.χ Αν αφαιρέσουμε έξι (6), οι οποίες για διάφορους λόγους (διαλύθηκαν ή καταστράφηκαν) χάθηκαν από το προσκήνιο της Ιστορίας μέχρι την περίοδο των Σεβήρων 253, απομένουν δεκαεννέα (19). Είναι πράγματι εντυπωσιακό, αλλά, εξαιρουμένων των λεγεώνων VI Ferrata και XX Valeria Victrix οι οποίες δεν καταγράφηκαν στη Notitia Dignitatum, όλες οι υπόλοιπες λεγεώνες, δεκαεπτά (17) τον αριθμό, διασώθηκαν ως την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum στο σώμα των λιμιτάνεων ή σε εκείνο των κομιτατήσιων 254. Φαίνεται πως η σχετική σταθερότητα που επικράτησε στην υστερορωμαϊκή οικουμένη τον 4 ο αι. επέτρεψε σε όλες αυτές τις «αρχαίες» λεγεώνες του Αυγούστου να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στο πλαίσιο της υστερορωμαϊκής πολεμικής μηχανής. Μάλιστα, έντεκα από αυτές φέρεται να σχηματίστηκαν κατά την ύστερη ρεπουμπλικανική περίοδο, δηλαδή πριν από το 27 π.χ Βλ. Tacitus, Annales 4.5. Βλ. W. T. Arnold, Provincial Administration 8. G. Webster, Imperial Army 113. Y. Le Bohec, Imperial Army Αυτές ήταν οι: I Germanica, IV Macedonica, XV Primigenia (και οι τρεις διαλύθηκαν από τον Βεσπασιανό το 70 μ.χ. λόγω της συμμετοχής τους στον εμφύλιο πόλεμο του μ.χ.), V Alaudae (καταστράφηκε από τους Δάκες το 86 μ.χ.), XXI Rapax (καταστράφηκε από τους Σαρμάτες ή/και τους Δάκες το 92 μ.χ.) και IX Hispana (καταστράφηκε πιθανότατα από τους Καληδόνιους στη σημ. Σκωτία το 122 μ.χ.). 254 II Augusta (Not. Dign. Occ limitanea. Occ =7.84, 156 comitatensis), III Augusta (Not. Dign. Occ =7.151 comitatensis), III Cyrenaica (Not. Dign. Or limitanea), III Gallica (Not. Dign. Or limitanea), IV Scythica (Not. Dign. Or limitanea), V Macedonica (Not. Dign. Or , 39 limitanea. Or και Occ =7.8 comitatensis), VI Victrix (Not. Dign. Occ limitanea), VII Claudia (Not. Dign. Or limitanea. Or. 7.41? comitatensis), VIII Augusta (Not. Dign. Occ = 7.28 comitatensis), X Fretensis (Not. Dign. Or limitanea), X Gemina (Not. Dign. Occ , 27 limitanea. Or comitatensis), XI Claudia (Not. Dign. Or limitanea. Or και Occ = comitatensis), XII Fulminata (Not. Dign. Or limitanea), XIII Gemina (Not. Dign. Or , limitanea. Or comitatensis), XIV Gemina (Not. Dign. Occ limitanea. Or comitatensis), XV Apollinaris (Not. Dign. Or limitanea), XVI Flavia Firma (πρώην XVI Gallica) (Not. Dign. Or limitanea). Βλ. και O. Seeck, Notitia Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire Οι λεγεώνες III Cyrenaica, III Gallica, IV Scythica, V Macedonica, VI Victrix, VIII Augusta, X Fretensis, X Gemina, XI Claudia, XII Fulminata, XVI Gallica (μετέπειτα XVI Flavia Firma). Βλ. τη λίστα στον G. Webster (Imperial Army ). Επίσης Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire
332 Προβληματική είναι η ιστορία της XX Valeria Victrix που υπηρετούσε στη Βρετανία. Υπάρχουν σήμερα μελετητές που αποφαίνονται ότι η XX Valeria Victrix διασώθηκε τον 4 ο αι. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι συμμετείχε σε αποστολές βρετανικών στρατευμάτων για επιχειρήσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο μέχρι το τέλος του αιώνα. Αν και διαπίστωσα ότι δεν αναφέρουν ακριβώς που εδράζουν την άποψή τους, η έρευνα που διεξήγαγα με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ίσως στηρίζονται σε χωρία του Κλαύδιου Κλαυδιανού και του Ζώσιμου. Ο Κλαυδιανός αναφέρει ότι το 402 ο Στηλίχωνας απέσυρε στρατεύματα από τη Βρετανία, για να ενισχύσει την άμυνα της Ιταλίας εναντίον των Γότθων του Αλάριχου. Ο ακριβής όρος που χρησιμοποίησε ο Κλαυδιανός για να περιγράψει τα βρετανικά στρατεύματα, ήταν «legio Britannis» 256. Ορμώμενοι ίσως από τη λέξη «legio» θεώρησαν ότι ο ρήτορας ίσως αναφερόταν στη λεγεώνα XX Valeria Victrix. Θα μπορούσε όμως να είναι οποιαδήποτε άλλη από τις τρεις λεγεώνες που προφύλασσαν τη Βρετανία. Ο Ζώσιμος γράφει με τη σειρά του ότι η επανάσταση του Μάξιμου εναντίον του νόμιμου αυτοκράτορα Γρατιανού το 383 στηρίχθηκε κυρίως στους στρατιώτες «τούς τε ἄλλους καὶ κατ ἐξαίρετον τοὺς ταῖς Βρεττανικαῖς νήσοις ἐνιδρυμένους» 257. Αργότερα, συγκεκριμένα το 407, σημειώνει ότι «οἱ ἐν τῇ Βρετανίᾳ στρατευόμενοι στασιάσαντες ἀνάγουσι Μᾶρκον ἐπὶ τὸν βασίλειον θρόνον ἀνελόντες δὲ τοῦτον Γρατιανὸν ἐδορυφόρουν ὡς βασιλέα. Δυσαρεστήσαντες δὲ καὶ τούτῳ ἀναιροῦσι, Κωνσταντίνῳ παραδόντες τὴν βασιλείαν» 258. Επομένως, είναι πιθανό ορισμένοι να παρασύρθηκαν και από το κείμενο του Ζώσιμου, υποθέτοντας ότι ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα που συμμετείχαν στις δύο επαναστάσεις πρέπει να συμπεριλαμβάνονταν και η χαμένη στις λίστες της Notitia Dignitatum λεγεώνα XX Valeria Victrix. Η εκτίμηση αυτή κατά τη γνώμη μου παραμένει όμως εξαιρετικά επισφαλής, διότι ο Ζώσιμος δεν μνημονεύει συγκεκριμένες μονάδες αλλά γενικά και αόριστα ομιλεί για στρατιώτες που υπηρετούσαν στην υστερορωμαϊκή Βρετανία. Προτιμώ συνεπώς να επιμείνω στους λεπτομερείς καταλόγους της Notitia Dignitatum, παρά να παρασυρθώ σε παρακινδυνευμένες εικασίες. Σαφέστερη εικόνα αποκτούμε για το εύρος της διατήρησης των λεγεώνων, εφόσον διερευνήσουμε πόσες από τις συνολικά τριάντα τέσσερις λεγεώνες (34) της δυναστείας των Σεβήρων διασώζονταν στις αρχές του 5 ου αι. Συγκεκριμένα, θα μας απασχολήσουν οι δεκαπέντε (15) λεγεώνες που δημιουργήθηκαν σταδιακά μετά τον θάνατο του Οκταβιανού Αυγούστου 14 μ.χ. και γνωρίζουμε ότι παρέμεναν εν ενεργεία το Όλες καταγράφονται στη Notitia Dignitatum, είτε παραμένουσες στα σύνορα, είτε ως μονάδες (legiones palati- 256 Claudianus, De Bello Goth Βλ. F. Haverfield, Coast of Britain 214. J. B. Bury, Notitia Ζώσιμος : ««εἰς νεωτέρων πραγμάτων ἐκίνησε τοὺς στρατιώτας ἐπιθυμίαν, τούς τε ἄλλους καὶ κατ ἐξαίρετον τοὺς ταῖς Βρεττανικαῖς νήσοις ἐνιδρυμένους οἷα τῶν ἄλλων ἁπάντων πλέον αὐθαδείᾳ καὶ θυμῷ νικωμένους ἐκίνει δὲ πρὸς τοῦτο πλέον αὐτοὺς Μάξιμος Ιβηρ τὸ γένος». 258 Βλ. συνολικά Ζώσιμος Ο Κωνσταντίνος Γ, όπως έμεινε γνωστός στην Ιστορία, ανέλαβε την αυτοκρατορική πορφύρα το 407, αναγνωρίστηκε αναγκαστικά από την κυβέρνηση της Ραβέννας, και μέχρι την εκθρόνισή του από δυνάμεις πιστές στον Ονώριο το 418 παρέμεινε ουσιαστικός κυβερνήτης της Γαλατίας και της Βρετανίας. Ενδεικτικά βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I I-IV Italicae, I-III Parthicae, I-II Adiutrix, I Minervia, II Traiana fortis, IV Flavia firma, VII Gemina, XXII Primigenia, XXX Ulpia victix. Βλ. λίστα στον Y. Le Bohec (Imperial Army 26). 273
333 274 nae-comitatenses-pseudocomitatenses) του εκστρατευτικού στρατού κρούσης 260. Προσθέτοντας λοιπόν τις δεκαπέντε λεγεώνες στις δεκαεπτά διαπιστώνουμε ότι συνολικά τριάντα δύο (32) παλαιές λεγεώνες είχαν διατηρηθεί μέχρι την εποχή που συντάχθηκε η Notitia Dignitatum. Αν μη τι άλλο, αυτό είναι ένα εξαιρετικό ποσοστό επιβίωσης και ακλόνητο δείγμα της συνέχειας ανάμεσα στον κλασικό και στον ύστερο ρωμαϊκό στρατό. Τέλος, χάρη στις αναλυτικές περιγραφές του Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου γνωρίζουμε ότι ακόμη και στις αρχές του 10 ου κάποια ελάχιστα υπολείμματα του κραταιού κάποτε υστερορωμαϊκού στρατού εξακολουθούσαν να υπηρετούν στις τάξεις του διαδόχου του βυζαντινού στρατού. Στην λεπτομερέστατη αναφορά του για την προετοιμασία της αποτυχημένης ναυτικής εκστρατείας και εισβολής στην Κρήτη το 911 ο λόγιος αυτοκράτορας μνημονεύει μια μονάδα Θεοδοσιακών και μονάδες Βικτόρων υπό τη διοίκηση του στρατηγού του θέματος των Θρακησίων 261. Οι «Θεοδοσιακοί» σχηματίστηκαν πιθανότατα από τον Θεοδόσιο Α ( ). Στη Notitia Dignitatum καταγράφονται τρεις μονάδες «Θεοδοσιακών», μία πεζικού (balistarii Theodosiaci) υπό τον στρατηλάτη της Ανατολής και δύο ιππικού (equites Theodosiaci seniores και iuniores) υπό τον magister militum praesentalis II και τον στρατηλάτη της Θράκης αντίστοιχα 262. Δεν αποκλείεται οι «Θεοδοσιακοί» του 10 ου αι. να προέρχονταν από τους «equites Theodosiaci iuniores» του στρατηλάτη της Θράκης και αυτό διότι το μεσοβυζαντινό «θέμα των Θρακησίων» αντιστοιχούσε στο πρωτοβυζαντινό magisterium militum per Thracias. Άρα οι «Θεοδοσιακοί» βρίσκονταν σε υπηρεσία επί πέντε τουλάχιστον αιώνες. Όσον αφορά τους «Βίκτορες», έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι σχηματισμοί τους συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις πιο αξιόμαχες μονάδες των auxilia palatina. Μία μονάδα Βικτόρων ανήκε στον magister militum praesentalis I του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Ενδεχομένως οι Βίκτορες είχαν μετατεθεί από τη διοίκηση του magister militum praesentalis I στον magister militum per Thracias σε κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή. Αυτό δεν είναι απίθανο, ιδιαίτερα εφόσον αναλογιστούμε ότι το auxilium palatinum των Βικτόρων στάθμευε πέριξ της Κωνσταντινούπολης. Εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι το θέμα των 260 I Italica (Not. Dign. Or limitanea. Or comitatensis), I Parthica (Not. Dign. Or limitanea), I Adiutrix (Not. Dign. Occ limitanea), I Minervia (Not. Dign. Or comitatensis), II Italica (Not. Dign. Occ limitanea. Occ =7.144 comitatensis), II Parthica (Not. Dign. Or limitanea), II Adiutrix (Not. Dign. Occ limitanea), II Traiana fortis (Not. Dign. Or , limitanea), III Italica (Not. Dign. Occ , limitanea. Occ =7.53 comitatensis), III Parthica (Not. Dign. Or limitanea), IV Italica (Not. Dign. Or. 7.54, comitatensis), IV Flavia firma (Not. Dign. Or limitanea), VII Gemina (Not. Dign. Occ limitanea. Or. 7.41? και Occ =7.132 comitatensis), XXII Primigenia [Not. Dign. Occ =7.150 (?) (Flavia Victrix Constantina), comitatensis], XXX Ulpia victrix (Not. Dign. Occ comitatensis). Βλ. και O. Seeck, Notitia , 325. Αναλυτικότερα για την ιστορία αυτών των λεγεώνων βλ. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire, , 1080, , Κων. Πορφ. Περί βασιλείου τάξεως : «ὁ τουρμάρχης τῶν Θεοδοσιακῶν, οἱ τουρμάρχαι τῶν βικτόρων», 15-16: «ἀπὸ τοῦ βάνδου τῆς τούρμας τῶν Θεοδοσιακῶν κόμης» και 20-21: «ὁ τουρμάρχης τῶν βικτόρων». Βλ. επίσης και W. Treadgold, Army 97, Balistarii Theodosiaci: Not. Dign. Or Equites Theodosiaci seniores και iuniores: Not. Dign. Or και 8.27 αντίστοιχα.
334 Θρακησίων αναλογούσε στο παλαιό magisterium militum per Thracias τότε δεν αποκλείεται οι Βίκτορες του 911 να αποτελούσαν πράγματι ένα «απολίθωμα» ενός πολύ μακρινού παρελθόντος. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η μονάδα διέθετε διάρκεια ζωής σχεδόν έξι αιώνων! vi. Οι βηξιλλατιώνες ιππικού των λιμιτάνεων (equites) Αναφορικά με τις βηξιλλατιώνες ιππικού (equites) των λιμιτάνεων, στη Notitia Dignitatum καταγράφονται συνολικά εκατόν είκοσι τέσσερις (124) τέτοιες μονάδες. Γεωγραφικά η μεγάλη μάζα των βηξιλλατιώνων ήταν συγκεντρωμένη στην Ανατολή και δευτερευόντως στο Δυτικό Ιλλυρικό. Εβδομήντα δύο βηξιλλατιώνες (72) υπηρετούσαν στο ανατολικό μέτωπο και άλλες σαράντα έξι (46) πλαισίωναν τις συνοριακές διοικήσεις του Δυτικού Ιλλυρικού στο μέτωπο του Άνω και Μέσου Δούναβη 263. Τέλος, μία επιπλέον βηξιλλατιώνα διασωζόταν στις αρχές του 5 ου αι. στη Βελγική Β, δύο μονάδες Μαυριτανών (milites Mauri) και μία Δαλματών (milites Dalmatae) στην Αρμορική πιθανώς ανήκαν επίσης στο ιππικό, ενώ άλλες δύο πλαισίωναν τη διοίκηση του κόμη της σαξονικής ακτής στη Βρετανία 264. Ο προσδιορισμός της χρονολογίας ένταξης σε υπηρεσία των βηξιλλατιώνων ιππικού στις συνοριακές μονάδες αποτελεί ακόμη και σήμερα δυσεπίλυτο γρίφο. Υπάρχουν κατηγορίες μονάδων στις οποίες ο χονδρικός υπολογισμός της δημιουργίας τους είναι εφικτός. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι μονάδες των equites promoti (indigenae) και των equites Illyriciani. Τα ειδικευμένα προσωνύμια «promoti» και «Illyriciani» που φέρουν είναι ενδεικτικά. Αναλύσαμε στο τρίτο και στο τέταρτο μέρος της παρούσας μελέτης το γεγονός ότι οι equites promoti προέρχονταν από τα οργανικά στοιχεία ιππικού που ήταν προσκολλημένα σε κάθε παλαιά λεγεώνα. Διαπιστώσαμε επίσης ότι το ιππικό των λεγεώνων είχε αρχίσει σταδιακά να αποσπάται μόνιμα και να σχηματίζει νέες ανεξάρτητες μονάδες ήδη από την εποχή του Γαλλιηνού. Το επιστέγασμα αυτής της τάσης ήρθε την περίοδο της Τετραρχίας και πιο συγκεκριμένα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 4 ου αι., οπότε σχεδόν οριστικοποιήθηκε ο διαχωρισμός του ιππικού από το υπάρχον πεζικό 265. Έκτοτε τα δύο μεγάλα σώματα του στρατού ξηράς σχημάτιζαν πλέον αυθύπαρκτες μονάδες, αποτελούμενες στη συντριπτική τους πλειονότητα είτε από πεζικό είτε από ιππικό. Αυτή η εξέλιξη άγγιξε ιδιαίτερα τις λεγεώνες, από τις οποίες προέρχονταν οι equites promoti. Άρα, η ιστορική τους διαδρομή καθίσταται προφανής: ως οργανικά στοιχεία των κλασικών ρωμαϊκών λεγεώνων οι equites promoti είναι τόσο παλαιοί όσο και οι λεγεώνες προέλευσής τους, αλλά άρχισαν να μορφοποιούνται ως ανεξάρτητες μονάδες σταδιακά από το 260 περίπου και εξής. Η πορεία αυτή ολοκληρώθηκε Ανατολή: Not. Dign. Or , , , Δυτικό Ιλλυρικό (Άνω-Μέσος Δούναβης): Not. Dign. Occ , Βελγική Β : Not. Dign. Occ Αρμορική: Not. Dign. Occ (milites Mauri Beneti και Osismiaci) και 22 (milites Dalmatae). Σαξονική ακτή Βρετανίας: Not. Dign. Occ Πρβλ. ανωτέρω σ. 62 με τις σχετικές υποσημ. (για τους equites promoti) και σ με τις σχετικές υποσημ. (για τον διαχωρισμό του ιππικού από το πεζικό). Γενικά για τις vexillationes equitum βλ. και M. J. Nicasie, Twilight
335 276 πέντε δεκαετίες αργότερα. Συνολικά δεκατρείς (13) βηξιλλατιώνες προμώτων που χαρακτηρίζονταν επιπλέον ως «indigenae» υπηρετούσαν την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum στο ανατολικό μέτωπο και άλλες οκτώ (8) στον Άνω και Μέσο Δούναβη 266. Οι equites Illyriciani στάθμευαν αποκλειστικά στο ανατολικό μέτωπο. Οι είκοσι τέσσερις (24) μονάδες τους -που ήταν μεθοδικά εγκατεστημένες από την Αραβία ως τη Μεσοποταμία- αναφέραμε παραπάνω ότι κατ αρχήν προέρχονταν από το ιππικό κρούσης του Γαλλιηνού και των διαδόχων του, το οποίο στη συνέχεια διαλύθηκε και διεσπάρη σε όλη σχεδόν την Ανατολή 267. Γι αυτό άλλωστε χαρακτηρίζονταν ως Mauri, Dalmatae, scutarii και promoti. Ένας μόνο σχηματισμός φέρει δυναστικό όνομα που παραπέμπει απευθείας στη δυναστεία του Θεοδοσίου 268. Όλοι οι υπόλοιποι ανάγονται με πάσα επιφύλαξη τουλάχιστον στην εποχή του Γαλλιηνού, αν όχι ακόμη παλαιότερα, διότι το ιππικό κρούσης του Γαλλιηνού φαίνεται πως αποτελέστηκε κυρίως από ήδη υπάρχουσες μονάδες. Εντούτοις, ως ανεξάρτητοι σχηματισμοί με τον χαρακτήρα που γνωρίζουμε στη Notitia Dignitatum είχαν αρχίσει να υπηρετούν από την κρίσιμη δεκαετία του 260 και έπειτα. Υπάρχουν ωστόσο πολλές άλλες βηξιλλατιώνες, για τις οποίες είναι απλώς ατελέσφορη και πρακτικά ανέφικτη κάθε προσπάθεια για τη χρονολόγησή τους. Είναι σχεδόν αδύνατον να εξακριβωθεί επακριβώς η προέλευση και η ιστορία των μονάδων ιππικού των λιμιτάνεων που χαρακτηρίζονταν γενικά ως equites sagittarii, equites Saraceni, equites scutarii, equites Mauri, equites Dalmatae και equites stablesiani χωρίς κάποιο επιπλέον προσδιοριστικό. Στο ανατολικό μέτωπο τριάντα τέσσερις (34) μονάδες ενέπιπταν στην παραπάνω κατηγορία, ενώ στη Δύση όλοι οι equites (42 μονάδες) διέθεταν κάποια από τις παραπάνω ονομασίες εκτός από μία 269. Μόνο κάποιες εικασίες ή υποθέσεις εργασίας μπορούμε να κάνουμε. Ενδεχομένως αρκετές από αυτές να προέρχονται από παλαιότερες ίλες (alae) ή έφιππες κοόρτεις (cohortes equitatae) που μετατράπηκαν και αναβαθμίστηκαν σε vexillationes ιππικού από τα μέσα του 3 ου αι. και εξής. Πρέπει εξάλλου να θεωρείται περίπου ως βέβαιο ότι ένας αριθμός από αυτές τις βηξιλλατιώνες σχηματίστηκαν από τα μέσα του 3 ου αι. και εξής, και ειδικά κατά την πεντηκονταετία Ορίζουμε επομένως ως terminus post quem της δημιουργίας τους χονδρικά τη μονοκρατορία του Γαλλιηνού ( ) και ως terminus ante quem τη διάταξη του Βριγέτιου του έτους 311. Δεν πρέπει τέλος να αποκλείσουμε την πιθανότητα κάποιες, ελάχιστες έστω, μονάδες να σχηματίστηκαν και τον 266 Ανατολικό μέτωπο: Not. Dign. Or , Δυτικό Ιλλυρικό: Not. Dign. Occ , , , 22, 31, Βλ. ανωτέρω σ με τις σχετικές υποσημ. (για το ιππικό κρούσης του Γαλλιηνού), σ με τις σχετικές υποσημ. (για τη διάλυση του ιππικού κρούσης του Γαλλιηνού). 268 Not. Dign. Or : «equites felices Honoriani Illyriciani». 269 Ειδικά οι Σαρακηνοί που ίππευαν άλογα και καμήλες ήταν περίφημοι για τη μαχητική τους δεινότητα. Βλ. Αμμιανός Ανατολικό μέτωπο: Not. Dign. Or , , Δύση: Not. Dign. Occ , , 31-35, , 23, , Η μία μονάδα που εξαιρούνταν ήταν οι «equites Flavianenses» (Not. Dign. Occ ). Η Notitia Dignitatum αποκαλύπτει πολύ μεγάλη αναλογία μονάδων ιππικού στη Β. Αφρική, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μέτωπα, ενδεικτική βέβαια του ιδιαίτερα «κινητικού» τρόπου πολέμου στις αχανείς παρυφές της Σαχάρας. Πρβλ. B. H. Warmington, African Provinces 19.
336 4 ο αι., όπως φανερώνει η ύπαρξη των «equites felices Honoriani» στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και των «equites Flavianenses» στη Βαλερία 270. Πιο ακριβείς εκτιμώ πως είναι μάλλον ακατόρθωτο να γίνουμε. Ίσως η λεπτομερέστατη μελέτη όλου του εκδοθέντος και ανέκδοτου επιγραφικού υλικού να μπορούσε να φωτίσει αρκετές επιμέρους περιπτώσεις. Επιμένω ωστόσο ότι η συνολική εικόνα δεν θα πάψει πιθανότατα ποτέ να μας διαφεύγει, αναγκάζοντάς μας να προσφεύγουμε πάντα ως ένα βαθμό σε εικοτολογίες. vii. Ο «χαμένος στρατός» του δούκα της Λιβύης (dux Libyarum) Η Notitia Dignitatum παρ όλη την αδιαμφισβήτητη αξία ως ιστορικού και αρχειακού εγγράφου παρουσιάζει όσον αφορά τις στρατιωτικές υποθέσεις ένα μεγάλο κενό. Στο χειρόγραφο που διασώθηκε απουσιάζει παντελώς ο στρατός του δούκα της Λιβύης. Εξαιτίας αυτής της σοβαρής έλλειψης είμαστε σήμερα αναγκασμένοι να προστρέξουμε για βοήθεια στις αποσπασματικές πληροφορίες που μας παρέχει ο ρήτορας και συγγραφέας της εποχής Συνέσιος της Κυρήνης (περ. 400). Γνωρίζουμε, λοιπόν, για ένα «τάγμα (Αράβων) ιππέων» (ala Arabum ή dromedariorum?), για φρουρά (στρατόπεδον) στην Κυρήνη, για μία ιππική μονάδα «Ουννιγάρδων» (equites Unnigardae), πιθανώς Ούννων φοιδεράτων, δυνάμεως ανδρών, αόριστα για ιθαγενείς (ἐπιχωρίους) στρατιώτες, δηλαδή λιμιτάνεους, γενικά για «ξένους» στρατιώτες (ίσως κομιτατήσιους) σε αντιδιαστολή με τους «επιχώριους» (λιμιτάνεους), για ένα «τάγμα Δαλματών» (equites Dalmatae, στην Κυρήνη;), για μονάδα «Μαρκομάννων» (equites Marcomanni?), για ένα «τάγμα Βαλαγριτών» παλιότερα ιπποτοξοτών και στην εποχή του Συνέσιου τοξοτών και, τέλος, για Θράκες ιππείς (ala Thracum?) 271. Περαιτέρω πληροφορίες αντλούμε επίσης και από το διάταγμα του αυτοκράτορα Αναστασίου Α σχετικά με την οργάνωση του λιβυκού λιμίτου. Μαθαίνουμε ότι «καστρησιανοί» στρατιώτες εξακολουθούσαν να υπηρετούν υπό τον δούκα της Λιβύης στα τέλη του 5 ου αι Τέλος, στο δέκατο τρίτο ήδικτο του Ιουστινιανού σχετικά με την στρατιωτική και πολιτική αναδιοργάνωση της Αιγύπτου και της Λιβύης γίνεται λόγος για δύο μονάδες κομιτατήσιων που στάθμευαν υπό τη διοίκηση του δούκα του λιβυκού λιμίτου (dux limitis Libyci) στο Παραιτόνιο τον 6 ο αι Παρ όλα τα αδιαμφισβήτητα κενά είμαστε λοιπόν σε Not. Dign. Or και Not. Dign. Occ αντίστοιχα. 271 Βλ. Συνέσιος, Επιστολαί (Άραβες ιππείς) (φρουρά Κυρήνης) 78.2, (Ουννιγάρδαι) , , (λιμιτάνεοι) (ίσως κομιτατήσιοι) (Δαλμάτες) (Μαρκομάννοι) (Βαλαγρίται). Του ιδίου, Κατάστασις , 20, 26-27, 33 (Ουννιγάρδαι). Του ιδίου, Κατάστασις επί εφόδω (Θράκες ιππείς) (Μαρκομάννοι). Βλ. επίσης R. G. Goodchild, Cyrenaica 65 και υποσημ. 3-4 στην ίδια σελ. J. H. W. G. Liebeschuetz, Barbarians 230. R. Scharf, Equites Dalmatae 185 (για Δαλμάτες ιππείς στην Κυρηναϊκή). 272 Edictum Anastasii 11: «τοὺς καστρησιανοὺς μετὰ πάσης ἐπιμελίας συναλλάτιν (sic) καὶ μὴ συνωνῆς χάριν τινὰ παρειέναι ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, μήτε τὰ ἀλλάγματα πρὸς τιθέναι (sic), ἀλλὰ φυλάττιν (sic) αὐτοὺς καὶ τὰς ὁδοὺς ἐπὶ τῷ μήτε Ρωμαίους μήτε Μάκας μήτε ἕτερόν τινα δίχα προστάγματος τὴν πάροδον ἐπὶ τοὺς βαρβάρους ποιεῖν». Βλ. J. Maspero, Égypte Ιουστινιανός, Edictum ΧΙΙΙ (=NJ ): «Εντεῦθεν ἡμᾶς καλεῖ ἡ τοῦ Λιβυκοῦ λιμιτοῦ φροντίς, ὅνπερ ἐπὶ τοῦ Παρατονίου ἱδρυσάμεθα, δόντες αὐτῷ καὶ στρατιωτικὴν χεῖρα τῶν κατ ἐκεῖνα βαρβάρων ἄρχουσαν. βουλόμεθα γὰρ καὶ τὸν Λιβύης περίβλεπτον δοῦκα ἱδρῦσθαι μὲν ὡς εἴρηται κατὰ τὸ Παρατόνιον καὶ τὰς ὑποτεταγμένας αὐτῷ πόλεις, ἐν αἷς ἔσονται οἱ ὑπ αὐτὸν στρατιῶται ταῖς αὐτοῦ κελεύσεσιν ὑπηρετούμενοι καὶ οἱ στρατιῶταί (δηλαδή κομιτατήσιοι) γε μήν, τουτέστιν οἱ ἐκ τῶν Λιβυκῶν Ιουστινιανῶν καὶ Παρατονιτῶν
337 278 θέση να ανασυνθέσουμε ως έναν βαθμό τις μονάδες που έδρευαν στην Κυρηναϊκή υπό τον δούκα της Λιβύης 274. viii. Μονάδες επανδρωμένες από «βαρβάρους» εκτός συνόρων Μέσα στον κατάλογο της Notitia Dignitatum που αφορούσε στους λιμιτάνεους μνημονεύονταν επίσης πολλές μονάδες πεζικού και ιππικού επανδρωμένες από φυλές και λαούς εκτός της αυτοκρατορικής επικράτειας. Το φαινόμενο της στρατολόγησης βαρβάρων για να ενισχύσουν τον αυτοκρατορικό στρατό που υπηρετούσε στα σύνορα δεν ήταν βέβαια πρωτόγνωρο. Αναφερθήκαμε ήδη στους εθνικούς numeri που πλαισίωναν τις υπόλοιπες μονάδες κατά μήκος της αχανούς περιμέτρου της αυτοκρατορίας στην περίοδο της «Ηγεμονίας». Γνωρίζουμε ότι ειδικά Γερμανοί και Σαρμάτες υπηρετούσαν σε στρατιωτικούς σχηματισμούς (numeri) ήδη από την εποχή του Τραϊανού 275. Μέχρι τα μέσα του 3 ου αι. όμως η αναλογία των βαρβάρων, κυρίως Γερμανών και Ανατολιτών, που υπηρετούσαν στα auxilia και στους numeri είχε αυξηθεί σε ακόμη περισσότερο σημαντικό βαθμό 276. Στη Γαλατία οι στρατιές του σφετεριστή Πόστουμου τη δεκαετία του 260 περιελάμβαναν σημαντικό αριθμό Γερμανών και Κελτών συμμάχων 277. Το 267 ο Γαλλιηνός επιχείρησε να στρατολογήσει πρόσφατα νικημένους Ερούλους επιδρομείς, οι οποίοι ήταν γνωστοί για το έξοχο ελαφρύ πεζικό που διέθεταν 278. Στον αρχηγό τους Ναυλοβάτο (Naulobatus) δόθηκε τιμητική υπατεία 279. Επιπλέον, ολόκληρες μονάδες ήταν ήδη επανδρωμένες με Μαυριτανούς ιππείς και μισθοφόρους ιπποτοξότες από την Παλμύρα και την Οσροηνή. Ως το 270 ο στρατός είχε περαιτέρω ενισχυθεί με ολόκληρα σώματα Γερμανών, όπως Βανδάλων, Ιουθούγγων και Αλαμαννών 280. Ιουστινιανῶν ταγμάτων τῶν ἀφωρισμένων τοῖς εἰρημένοις τόποις». Βλ. επίσης και J. Maspero, Égypte 23. R. G. Goodchild, Cyrenaica υποσημ. 30 σ Ο A. H. M. Jones (Later Empire ΙII 375) υποθέτει ότι οι λεγεώνες I και II Flavia Gemina, οι οποίες υπηρετούσαν υπό τον μάγιστρο της Θράκης στα τέλη του 4 ου αι. είχαν μάλλον αποσυρθεί από την Κυρηναϊκή, τη φρουρά της οποίας ως τότε πλαισίωναν για να ενισχύσουν τα στρατεύματα της Θράκης που είχαν αποδεκατιστεί από τις πολύχρονες μάχες εναντίον των Γότθων. Κατά τη γνώμη μου η εκτίμηση του A. H. M. Jones αποτελεί μια ίσως ενδιαφέρουσα, αλλά αναπόδεικτη ή έστω παρακινδυνευμένη εικασία. 275 M. Grant, Climax Βλ. L. de Blois, Gallienus 17. M. Grant, Climax 38. P. Le Roux, Sévères (για Γερμανούς στον στρατό των Σεβήρων). D. F. Graf, Arabian Frontier (ειδικά για ενσωμάτωση Αράβων στην Ανατολή). Του ιδίου, Nabatean Army S. Williams - G. Friell, Theodosius 92. Βλ. επίσης Ηρωδιανός (γερμανική φρουρά Καρακάλλα) , (Γερμανοί πεζοί και ιππείς στρατολογημένοι από τον Μαξιμίνο τον Θράκα) , (ο αυτοκράτορας Μάξιμος που διορίστηκε από τη Σύγκλητο το 238 διέθετε ικανή δύναμη Γερμανών πολεμιστών). HA, Tyr. Trig. 32.1, 3 (Ο Τίτος, τριβούνος των Μαυριτανών επί Μαξιμίνου Θράκα, έκανε κίνημα εναντίον του αυτοκράτορα με την υποστήριξη και των Αρμενίων και Οσροηνών τοξοτών. Η ειδική αναφορά ότι ο Μαξιμίνος μισούσε τους τοξότες της Αρμενίας-Οσροηνής επειδή ήταν αφοσιωμένοι στον Αλέξανδρο Σεβήρο, ίσως υποκρύπτει ότι στρατολογήθηκαν για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα από τον Αλέξανδρο Σεβήρο. Βλ. επίσης σχετικά με το τελευταίο HA, Maxim Ηρωδιανός ). 277 HA, Gall. 7.1: «et cum multis auxilis Postumus iuvaretur Celticis atque Francicis, in bellum processit». Bλ. K. F. Stroheker, Heermeister 318. L. de Blois, Gallienus 28 και υποσημ. 25 στην ίδια σελ. Επίσης HA, Tyr. Trig. 6.2: «cumque (εννοούνται ο Πόστουμος και ένας από τους διαδόχους του, ο Βικτωρίνος) adhibitis ingentibus Germanorum auxiliis diu bella traxissent (εναντίον του Γαλλιηνού)». 278 L. de Blois, Gallienus 4, 35 και υποσημ. 57 σ Γεώργιος Σύγκελλος Βλ. L. de Blois, Gallienus 35. A. Demandt, Militäradel M. Grant, Climax 38 και υποσημ. 55 σ A. Alföldi, Crisis 218.
338 Τα συμμαχικά σώματα ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο από την εποχή της Τετραρχίας και έπειτα με τη στρατολόγηση βαρβάρων. Από τα τέλη του 3 ου αι. και καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. δημιουργήθηκαν πολλοί τέτοιοι νέοι σχηματισμοί, αποτελούμενοι από Φράγκους, Αλαμαννούς, Σάξονες, Βανδάλους, Γότθους, Σαρμάτες, Κουάδους, Ιουθούγγους, Αβασγούς, Κορδουηνούς, Ζαβδικηνούς, Τζάνους, Άραβες κ.ά Η Notitia Dignitatum ανέφερε στα τέλη του 4 ου αι. την ύπαρξη μόνο στην Ανατολή και στην Αίγυπτο 20 ιλών και κοόρτεων, επανδρωμένων με βαρβάρους 282. Οι equites Saraceni και οι equites sagittarii indigenae που στάθμευαν στα ίδια μέτωπα μάλλον προέρχονταν στην πλειονότητά τους επίσης από Σαρακηνούς που ζούσαν και εκτός των ορίων της αυτοκρατορίας. Άλλωστε τα σύνορα του ρωμαϊκού κράτους παρέμεναν πάντα σχετικά ασαφή και αδιαμόρφωτα στις περιοχές που γειτνίαζαν με τις αχανείς ερήμους της Συρίας και της Αραβίας. Εκεί ζούσαν οι σκηνίτες Άραβες που αποτελούσαν μια άριστη δεξαμενή άντλησης ιππέων και ιπποτοξοτών για τις μονάδες ιππικού της ρωμαϊκής και αργότερα της βυζαντινής Ανατολής. Στη Δύση ανάλογες μονάδες που επέζησαν από τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις των αρχών του 5 ου αι. αναφέραμε ήδη στο κεφάλαιο σχετικά με τους κομιτατήσιους ότι εντάχθηκαν βεβιασμένα στον στρατό κρούσης σε μια προσπάθεια αναπλήρωσης των φρικτών απωλειών που εκείνος υπέστη. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο απουσιάζουν παντελώς από τους καταλόγους των λιμιτάνεων. 279 γ) Η διοίκηση των λιμιτάνεων (duces comites). Τον 4 ο αι. παρατηρούμε ότι το σύνολο του limes romanus διαιρούνταν πλέον μόνιμα σε τομείς υπό τη διοίκηση ανώτερων αξιωματικών με τον τίτλο του δούκα (dux) ή σπανιότερα του κόμη (comes) 283. Οι δούκες του 4 ου αι. διέφεραν από τους αντίστοιχους αξιωματικούς των προηγούμενων αιώνων. Η θέση των ίδιων και των στρατευμάτων τους, καθώς και το περιεχόμενο της αποστολής τους μέσα στο πλαίσιο της υστερορωμαϊκής πολεμικής μηχανής είχε επίσης υποστεί σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τους δούκες της εποχής της Τετραρχίας. Αιτία ήταν η παρεμβολή του νέου σώματος των κομιτατήσιων και ο επακόλουθος μόνιμος διαχωρισμός του στρατού ξηράς σε συνοριακά στρατεύματα (limitanei) από τη μια πλευρά και σε στρατεύματα κρούσης/εκστρατείας (comitatenses) από την άλλη. 281 Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire Ι 60. E. C. Nischer, Reforms 10. S. Williams - G. Friell, Theodosius 82. P. Brennan, Elephantine 201 και υποσημ. 15 στην ίδια σελ. (βαρβαρικές μονάδες στην Αίγυπτο). D. Woods, Varus (ειδικά για τη μονάδα των Τζάνων στην Αίγυπτο και την προέλευσή τους ήταν ορεσίβιος λαός που κατοικούσε στον Πόντο, ΝΑ της Τραπεζούντας). J. Liebeschuetz, Barbarians Not. Dign. Or , 24-26, , 51, 56, 62-63, , 35-37, , Υπάρχει επίσης μία ίλη Αρμενίων στην Αίγυπτο (Not. Dign. Or ) που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πότε εντάχθηκε σε υπηρεσία και αν στελεχωνόταν από Αρμένιους που ζούσαν εντός ή εκτός της αυτοκρατορικής επικράτειας. Βλ. επίσης και D. F. Graf, Arabian Frontier (για μονάδες επανδρωμένες από Άραβες Σαρακηνούς). 283 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 622. Επίσης C. E. van Sickle, Ancient World II 570. A. H. M. Jones, Later Empire II 608. Ε. Ν. Luttwak, Grand Strategy 172. A. Kazhdan, λήμμα «doux», ODB Vol. Ι 659.
339 280 Μέχρι το 325 περίπου, οπότε παραδίδεται το πρώτο βέβαια χρονολογημένο κείμενο που αναφέρεται σε αυτή τη σημαντικότατη διάκριση (CTh ), οι δούκες ήταν στρατιωτικοί διοικητές που αναλάμβαναν την ηγεσία τμημάτων ενός «ενιαίου» ακόμη στρατού ξηράς ως προς τη βασική του δομή. Η καίρια τομή ανάμεσα σε λιμιτάνεους και κομιτατήσιους διαπιστώσαμε ότι δεν είχε ακόμη προσδιοριστεί και θεσμοθετηθεί ευκρινώς. Μετά το 325 ωστόσο, ή έστω λίγο νωρίτερα, οι δούκες, οι οποίοι συνέχισαν να διοικούν τη μεγάλη μάζα των στρατιωτών που εξακολουθούσε να σταθμεύει κατά μήκος της αχανούς μεθορίου, μετατράπηκαν σε διοικητές αποκλειστικά των συνοριακών στρατευμάτων, δηλαδή της μίας εκ των δύο νέων μεγάλων κατηγοριών του ύστερου ρωμαϊκού στρατού. Οι δούκες αποτελούσαν πλέον τους ανώτατους -κατά τόπους πάντα- διοικητές των λιμιτάνεων. Έτσι, συνδέθηκαν παράλληλα και με τα ίδια τα σύνορα και όχι μόνο με τους μεθοριακούς σχηματισμούς 284. Η παραπάνω υπήρξε η σπουδαιότερη μεταβολή που υπέστησαν οι δούκες. Το νέο περιεχόμενο του αξιώματος των δουκών από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου κι έπειτα περιέγραψε ο Ζώσιμος, ο οποίος σημείωσε ότι «ἐφεστώτων γὰρ τοῖς ἁπανταχοῦ στρατιώταις οὐ μόνον ἑκατοντάρχων καὶ χιλιάρχων ἀλλὰ καὶ τῶν λεγομένων δουκῶν, οἳ στρατηγῶν ἐν ἑκάστῳ τόπῳ τάξιν ἐπεῖχον» 285. Την ίδια περίοδο παγιώθηκε ο χαρακτήρας του αξιώματος με μεθοδικό και οργανωμένο τρόπο. Οριστικοποιήθηκαν οι τομείς ευθύνης και οι αρμοδιότητές τους. Μονιμοποιήθηκαν και απέκτησαν ξεκάθαρο περιεχόμενο και αποστολή οι διοικήσεις τους στο πλαίσιο της διοικητικής δομής των ενόπλων δυνάμεων και του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας αντίστοιχα. Η σχετική ρευστότητα, η οποία ως τότε διακατείχε τις στρατιωτικές διοικήσεις των δουκών, εξαφανίστηκε οριστικά. Όλα τα προϋπάρχοντα δουκάτα από την εποχή της Τετραρχίας διατηρήθηκαν και πλαισιώθηκαν επιπρόσθετα από αρκετά καινούρια. Όλες αυτές οι μεταβολές πιστεύω πως ήταν απίθανο να συμβούν πριν η μονοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου ( ) δημιουργήσει ένα πραγματικά στέρεο πλέγμα διακυβέρνησης που είχε λείψει τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Οι εξελίξεις που θα οδηγούσαν σε αυτό το αποτέλεσμα είχαν βέβαια αρχίσει να δρομολογούνται από την περίοδο του Διοκλητιανού. Εντούτοις, η καθεστωτική σταθερότητα που απαιτούνταν για να επιβληθούν οριστικά εκτιμώ πως ήρθε μόλις στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, όταν υπήρχε μετά από αρκετό καιρό ένα ανθεκτικό πλαίσιο αναφοράς, που δεν ήταν άλλο από τη δυναστεία των «Φλαβίων». Η αποκρυστάλλωση του θεσμού των δουκών αποκαλύπτεται ξεκάθαρα μέσα από τους καταλόγους της Notitia Dignitatum. Ο πλήρης τίτλος των δουκών ήταν «dux limitis provinciae illius» 286. Κατά την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum για το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, περίπου το 395, απαριθμούνταν δεκατρείς δούκες κατά μήκος των συνό- 284 Πρβλ. λ.χ. την έκφραση «ab omnibus limitum ducibus» στη διάταξη CTh (417). 285 Ζώσιμος Βλ. π.χ. CIL III.764, Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 367. A. Kazhdan, λήμμα «doux», ODB Vol. Ι 659.
340 ρων 287. Συγκεκριμένα αναφέρονται οι δούκες της Λιβύης και της Θηβαΐδας στην Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο αντίστοιχα, οι δούκες της Φοινίκης, της Συρίας (και της Ευφρατησίας), της Παλαιστίνης, της Οσροηνής, της Μεσοποταμίας, της Αραβίας και της Αρμενίας στο ανατολικό μέτωπο και, τέλος, οι δούκες της Σκυθίας, της Μοισίας Β, της Μοισίας Α και της παραποτάμιας Δακίας στον Κάτω και Μέσο Δούναβη 288. Τα περισσότερα, αν όχι όλα τα δουκάτα του ανατολικού κράτους ανάγονταν στην περίοδο της Τετραρχίας. Χάρη στις πληροφορίες του Ευσέβιου Καισαρείας διαπιστώσαμε ότι δούκες υπήρχαν στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, καθώς και γενικά στο ανατολικό μέτωπο από την περίοδο ήδη του μεγάλου διωγμού των χριστιανών που διήρκεσε από το 303 ως το 311. Παράλληλα, χάρη στο σωζόμενο επιγραφικό υλικό εξακριβώσαμε ότι δούκες διοικούσαν τα στρατεύματα στις επαρχίες της Μικράς Σκυθίας και της Δακίας στον Κάτω Δούναβη την ίδια περίπου εποχή. Μάλιστα, εφόσον πιστέψουμε τον χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό -ο οποίος βέβαια έγραψε επτά αιώνες αργότερα- ο αυτοκράτορας Νουμεριανός ( ) πριν ανέβει στον θρόνο είχε θητεύσει ως δούκας Μοισίας 289. Κάθε υπόνοια ότι τα προαναφερθέντα δουκάτα είχαν προσωρινό χαρακτήρα και ως εκ τούτου «ανασυστήθηκαν» από τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου και έπειτα πρέπει να αποκλειστεί. Πιθανότατα μόνον ένα νέο δουκάτο, εκείνο της Αρμενίας, δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. μετά το βυζαντινοπερσικό σύμφωνο του 387 που προέβλεπε ουσιαστικά τον διαμελισμό του βασιλείου της Αρμενίας ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις 290. Το δουκάτο της Αρμενίας περιέλαβε τις δύο νέες συνοριακές επαρχίες της Αρμενίας Α και Β, την επαρχία του Πολεμωνιακού Πόντου και τις προσκτήσεις του στέμματος στα νοτιοανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου, δηλαδή τις φρουρές που προστάτευαν τις εκεί ευρισκόμενες ελληνικές πόλεις και λιμάνια. Η ιστορία των δουκάτων στη Δύση παρουσιάζει αρκετές ανακολουθίες, άγνωστες στην Ανατολή. Το πρόβλημα έγκειται στις αισθητές διαφορές που παρουσιάζει η Notitia Dignitatum στην απαρίθμηση των δουκών της Δύσης. Πιο συγκεκριμένα, στο γενικό ευρετήριο (Not. Dign. Occ ) απαριθμούνται δώδεκα δούκες, στον κατάλογο του magister peditum praesentalis (Not. Dign. Occ ) μόλις δέκα, ενώ στην αναλυτική παρουσίαση των δουκάτων συνολικά έντεκα [Not. Dign. Occ , ο dux Germaniae primae (αρ Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Not. Dign. Or. 30 (dux Libyarum), 31 (dux Thebaidos), 32 (dux Phoenicis), 33 (dux Syriae et Eufratensis Syriae), 34 (dux Palaestinae), 35 (dux Osrhoenae), 36 (dux Mesopotamiae), 37 (dux Arabiae), 38 (dux Armeniae), 39 (dux Scythiae), 40 (dux Moesiae secundae), 41 (dux Moesiae primae), 42 (dux Daciae ripensis). Ο dux Thebaidos αναβαθμίστηκε τον 5 ο αι. σε κόμη, διότι το 505 αναφερόταν πλέον ως «comes rei militaris Thebaici limitis». Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 623. Αναλυτικότερα για τα δουκάτα στις ανατολικές επαρχίες βλ. R. Grosse, Militärgeschichte D. van Berchem, Armée et réforme 24-32, (ειδικά για τις συνοριακές διοικήσεις στην Αίγυπτο). 289 Για τους τετραρχικούς δούκες στο ανατολικό μέτωπο βλ. ανωτέρω σ. 161 και υποσημ. 228 στην ίδια σελ. Για τους τετραρχικούς δούκες στον Κάτω Δούναβη βλ. επίσης ανωτέρω σ. 160 και υποσημ. 226 σ Τέλος για τον «δούκα Μοισίας» Νουμεριανό βλ. ανωτέρω σ CTh (396): «remistheo duci armeniae». Βλ. επίσης και D. van Berchem, Armée et réforme C. Zuckerman, Arménie Τ. Λουγγής, Το Ανατολικό Χριστιανικό Κράτος ( ), στο Ι.Ε.Ε., Τόμος Ζ : Βυζαντινός Ελληνισμός. Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα 1978, σ , σ. 140.
341 282 39) διαγραμμένος] 291. Οι ανακολουθίες που θα παραθέσουμε εξηγούνται μόνον αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η Notitia Dignitatum της Δύσης αποτελεί, στην πλήρη έκδοση που διαθέτουμε σήμερα, ένα συμπίλημα στο οποίο αντανακλώνται ρυθμίσεις που αντιστοιχούν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, ανάμεσα στο 395 και το 425 περίπου. Στον κατάλογο των συνοριακών στρατιωτικών διοικητών που ήταν άμεσα υφιστάμενοι του magister peditum praesentalis της Δύσης, καθώς και στο γενικό ευρετήριο της Notitia Dignitatum, τα οποία νεότεροι μελετητές έχουν χρονολογήσει γύρω στο 395, αναφερόταν και ο δούκας της Γερμανίας Α. Ο δούκας της Γερμανίας είχε όμως εξαφανιστεί από την αναλυτική παρουσίαση των συνοριακών δουκάτων, η οποία ανανεωνόταν περίπου ως το 425. Πιθανολογείται ότι η διοίκηση αυτή εξαρθρώθηκε από την κατακλυσμιαία εισβολή των γερμανικών λαών στις αρχές του 5 ου αι., και έκτοτε δεν ανασυστήθηκε ποτέ στην προτέρα της μορφή. Γι αυτόν τον λόγο δεν εμφανίζεται πιθανότατα στις σχετικές με τους δούκες λίστες της Notitia Dignitatum της Δύσης, της οποίας η τελική μορφή ανάγεται γύρω στο 425. Αντικαταστάθηκε από τον δούκα του Μογοντιακού (dux Mogontiacensis), ο οποίος κατέλαβε τη θέση που πρωτύτερα κάλυπτε ο λεγόμενος «δούκας της Γερμανίας Α» άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η παραρήνεια πόλη του Μογοντιακού (Mainz) ανήκε στην επαρχία της Γερμανίας Α. Μάλιστα στη λίστα των υφισταμένων ανώτερων αξιωματικών του magister peditum praesentalis τα δύο αυτά αξιώματα μνημονεύονταν ταυτόχρονα. Αυτού του είδους η λανθασμένη επικάλυψη μόνο μια αιτία πρέπει να έχει: ο δούκας του Μογοντιακού προστέθηκε στον σχετικό κατάλογο, χωρίς προηγουμένως να αφαιρεθεί, ως όφειλε, η διοίκηση του δούκα της Γερμανίας Α 292. Αυτή δεν ήταν η μοναδική αντίφαση. Οι δούκες της Σηκουανίας και της Αρμορικής δεν περιλαμβάνονταν στην παλαιότερη πρώτη λίστα του magister peditum praesentalis, περιέχονταν ωστόσο στη νεότερη δεύτερη που αφορούσε αποκλειστικά στα δουκάτα. Οι θέσεις αυτές φαίνεται πως δημιουργήθηκαν στις αρχές του 5 ου αι., πιθανώς τη δεκαετία Αποτελούσαν στρατιωτικές διοικήσεις προσαρμοσμένες στα καινούργια δεδομένα που δημιούργησε η κατάρρευση του μετώπου του Ρήνου και η επακόλουθη αναρχία που 291 Not. Dign. Occ : dux limitis Mauritaniae Caesariensis, dux limitis Tripolitani, dux Pannoniae primae et Norici ripensi, dux Pannoniae secundae, dux Valeriae ripensis, dux Raetiae primae et secundae, dux Sequanicae, dux Tractus Armoricani et Nervicani, dux Belgicae secundae, dux Germaniae primae, dux Britanniae, dux Mogontiacensis. Not. Dign. Occ : dux Mauritaniae Caesariensis, dux Tripolitani, dux Pannoniae secundae, dux Valeriae ripensis, dux Pannoniae primae et Norici ripensis, dux Raetiae primae et secundae, dux Belgicae secundae, dux Germaniae primae, dux Britanniarum, dux Mogontiacensis. Not. Dign. Occ. 30 (dux et praeses Mauritaniae), 31 (dux Tripolitanae), 32 (dux Pannoniae), 33 (dux Valeriae), 34 (dux Pannoniae primae), 35 (dux Raetiae), 36 (dux Sequanici), 37 (dux Tractus Armoricani), 38 (dux Belgicae secundae), {39, εξαφανισμένος} [dux Germaniae primae], 40 (dux Britanniarum), 41 (dux Mogontiacensis). 292 Για τον «dux Germaniae primae» βλ. Not. Dign. Occ (καταγράφεται στο γενικό ευρετήριο), (αναφέρεται υπό τον magister peditum praesentalis) και Not. Dign. Occ. 39 (απουσιάζει από την αναλυτική καταγραφή των δουκάτων. Στο κεφάλαιο 39 έπρεπε κανονικά να παρουσιάζεται μαζί με τις μονάδες υπό τη διοίκησή του). Για το πρόβλημα σχετικά με τον δούκα της Γερμανίας Α και τον δούκα του Μογοντιακού βλ. επίσης D. van Berchem, Chapters A. H. M. Jones, Later Empire III Not. Dign. Occ. 36 (dux Sequanici), 37 (dux tractus Armoricani). Για το ζήτημα της χρονολόγησης αυτών των δουκάτων βλ. A. H. M. Jones, Later Empire III R. Scharf, Kanzleireform 473.
342 επικράτησε στις επαρχίες της Γαλατίας. Ο δούκας της Σηκουανίας είχε ως αποστολή την απόφραξη ενός άξονα εισβολής που οδηγούσε διαμέσου της κοιλάδας του Ροδανού κατευθείαν στην καρδιά της Γαλατίας. Η μοναδική μονάδα που τελούσε υπό τις διαταγές του, οι milites L[B]atavienses, προέρχονταν κατά πάσα πιθανότητα από τμήμα της φρουράς στην πόλη Batavis (σημ. Passau) του παραποτάμιου Νωρικού. Οι milites L[B]atavienses τοποθετήθηκαν στη στρατηγική πόλη του Βεσοντίωνα (λατ. Vesontio, σημ. Besançon) 294. Σημειωτέον ότι ο Βεσοντίων βρισκόταν στο εσωτερικό της επαρχίας της Σηκουανίας, σαφής ένδειξη κατά τη γνώμη μου της ολοκληρωτικής σχεδόν κατάρρευσης των συνοριακών γραμμών άμυνας επί του ποταμού Ρήνου εκείνη την εποχή. Το αξίωμα του δούκα της Αρμορικής [επαν]εμφανίστηκε πιθανότατα για να αναχαιτιστεί η μεγάλη εξέγερση των Γαλατών Βαγαυδών και να συγκρατηθεί η ορμή των πάσης φύσεως Γερμανών εισβολέων που περιφέρονταν ανενόχλητοι σχεδόν σε ολόκληρη τη Γαλατία των αρχών του 5 ου αι Για πρώτη φορά ίσως σχηματίστηκε στα δύσκολα χρόνια της πρώτης εξέγερσης των Βαγαυδών, δηλαδή τη δεκαετία , απαρτίζοντας πιθανώς μαζί με τη λεγόμενη «σαξονική ακτή» μία ενιαία στρατιωτική διοίκηση πολύ εκτεταμένη γεωγραφικά, αλλά με εφήμερο χαρακτήρα. Πιθανολογείται ότι ο Καραύσιος χρημάτισε επικεφαλής της, προτού αποπειραθεί να σφετεριστεί το αυτοκρατορικό αξίωμα 296. Πάντως, από τις αρχές του 4 ου αι. δεν μαρτυρούνταν πλέον στρατιωτικός διοικητής ειδικά για την περιοχή της Αρμορικής. Το δουκάτο της Αρμορικής διέφερε ουσιαστικά από όλα τα υπόλοιπα δουκάτα του ύστερου ρωμαϊκού κράτους. Επρόκειτο για μια στρατιωτική περιφέρεια με τομέα ευθύνης ένα μεγάλο τμήμα της γαλατικής ενδοχώρας. Εκτεινόταν συγκεκριμένα σε πέντε επαρχίες, την Ακουϊτανία Α και Β, την Λουγδουνησία Β και Γ, καθώς και την Λουγδουνησία Σενονία 297. Κάλυπτε δηλαδή γεωγραφικά τη δυτική και σχεδόν ολόκληρη την κεντρική Γαλατία. Νεότεροι μελετητές υποστηρίζουν, τέλος, ότι τα δυτικά δουκάτα του Δούναβη στη μορφή που παρουσιάζονται αναλογούν στα χρόνια πριν το 395, γιατί οι σύγχρονες αρχαιολογικές και ιστορικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός ο τομέας του limes άρχισε να εγκαταλείπεται από την τελευταία δεκαετία του 4 ου αι. (γύρω στο 400). Οι μονάδες που κάποτε αποτελούσαν τη φρουρά αυτών των επαρχιών σταδιακά διαλύθηκαν, Not. Dign. Occ Παρομοίως R. Folz - A. Guillou - L. Musset - D. Sourdel, Monde médiéval 56. Αντίθετα ο D. van Berchem (Chapters 141) εκτιμά ότι ο dux tractus Armoricani et Nervicani δημιουργήθηκε στα μέσα του 4 ου αι., κατ αντιστοιχία του comes litoris Saxonici της Βρετανίας. 296 Πρβλ. αναφορικά με τη διοίκηση που ασκούσε ο Καραύσιος το κείμενο του Ευτρόπιου (9.21): «Carausius cum apud Bononiam per tractum Belgicae et Armorici pacandum mare accepisset, quod Franci et Saxones infestabant» που μεταφράστηκε στην ελληνική από τον Παιάνιο (9.21) ως εξής: «Καραύσιος ἐκπεμφθεὶς παρὰ Μαξιμιανοῦ εἰς τὴν Βονωνίαν, ὥς τε τὰ περὶ τὴν Βελγικὴν καὶ Αλμορχον καταστῆσαι, παρὰ τῶν προσοίκων ἐνοχλούμενα βαρβάρων». Σχετικά με το ζήτημα του γεωγραφικού εύρους της τετραρχικής εκείνης διοίκησης βλ. F. Haverfield, Coast of Britain 203. M. Grant, Climax S. Johnson, Fortifications 211, 213. R. Scharf, Kanzleireform Not. Dign. Occ
343 284 εκτός από ορισμένα τμήματά τους που μετεγκαταστάθηκαν στη Γαλατία και στον Ρήνο 298. Ελάχιστα μόνον λείψανα των φρουρών στις συνοριακές επαρχίες του Δυτικού Ιλλυρικού διασώθηκαν ως τα μέσα του 5 ου αι. περίπου, όπως πληροφορούμαστε χάρη στον «Βίο του Αγίου Σεβηρίνου» 299. Ήταν τα γραφικά και «ρομαντικά» απομεινάρια μιας άλλης εποχής ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας μέσα σε μια Δύση που κατέρρεε πολιτιστικά, οικονομικά, εμπορικά, στρατιωτικά και πολιτικά και έτεινε να βυθιστεί στην αβυσσαλέα παρακμή των πρώτων Μεσαιωνικών Χρόνων. Όλες αυτές οι υποβόσκουσες αντινομίες εξηγούνται, όπως παραπάνω, από το γεγονός ότι η Notitia Dignitatum της Δύσης δεν αντανακλά τη στρατιωτική οργάνωση σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά εμπεριέχει μια σειρά μεταβολών που καλύπτουν χρονικά αρκετές δεκαετίες. Συμπερασματικά, στα σύνορα του δυτικού κράτος υπηρετούσαν προς τα τέλη του 4 ου αι. συνολικά εννέα δούκες: οι δούκες της Μαυριτανίας (Καισαρησίας) και της Τριπολίτιδας στη Βόρειο Αφρική, οι δούκες της Παννονίας Β (και της Σαβίας), της Βαλερίας, της Παννονίας Α (και του παραποτάμιου Νωρικού) και της Ραιτίας στον Μέσο και Άνω Δούναβη, οι δούκες της Βελγικής Β και της Γερμανίας Α στη Γαλατία και, τέλος, ο δούκας της Βρετανίας 300. Αρκετοί από τους παραπάνω δούκες υπήρχαν με βεβαιότητα ήδη από τα χρόνια του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας, όπως ο δούκας της Βελγικής και οι δούκες της Παννονίας Α και Β 301. Ο δούκας της Βρετανίας (dux Britanniarum), τον οποίο αναφέρει και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος για το έτος 368, είναι επίσης πιθανό ότι προερχόταν από έναν αξιωματούχο με τον τίτλο του κόμη (comes Britanniarum) που γνωρίζουμε ότι έδρασε στη μεγαλόνησο στις αρχές του 4 ου αι Ενδέχεται δηλαδή το αξίωμα να υποβαθμίστηκε κάποια στιγμή μέσα στον 4 ο αι. Αναφέραμε ήδη στο προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με τους comitatenses ότι υπήρχαν συνοριακές στρατιωτικές διοικήσεις ή έστω συνοριακά στρατεύματα που διευθύνονταν από κόμητες. Ο βαθμός του κόμη (comes) στεκόταν υψηλότερα στη στρατιωτική ιεραρχία από εκείνον του δούκα. Οι μεθοριακές στρατιωτικές διοικήσεις που διευθύνονταν από κόμητες ήταν λιγότερες από τις αντίστοιχες των δουκών. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, 298 Πρβλ. B. Saria, Noricum-Pannonien D. van Berchem, Chapters J. Liebeschuetz, Barbarians Βλ. αναλυτικά Eugippius, Vita S. Severini 4.2, 20. Βλ. B. Ward-Perkins, Η Πτώση 33-34, 186. Βλ. επίσης και H. S. Schultz, Evacuation of Britain 41, ο οποίος χρησιμοποιεί λανθασμένα το χωρίο από την εντελώς αντίθετη οπτική γωνία, δηλαδή ως απόδειξη ότι το Νωρικό εξακολουθούσε να φρουρείται από τακτικές φρουρές και να διοικείται από πολιτικούς αξιωματούχους! 300 Not. Dign. Occ. 30 (dux et praeses provinciae Mauritaniae Caesariensis), 31 (dux provinciae Tripolitanae), 32 (dux provinciae Pannoniae secundae ripariensis et Saviae), 33 (dux provinciae Valeriae ripensis), 34 (dux Pannoniae primae et Norici ripensis), 35 (dux provinciae Raetiae primae et secundae), 38 (dux Belgicae secundae), 39 (dux Germaniae primae) και 40 (dux Britanniarum). Βλ. επίσης και R. Grosse, Militärgeschichte (οι κατάλογοι του R. Grosse απαριθμούν ανάμεικτα τους δούκες Ανατολής και Δύσης). 301 Βλ. ανωτέρω σ και υποσημ στις ίδιες σελ. 302 Για τον «dux Britanniarum» το 368 βλ. Αμμιανός Για τον «comes Britanniarum» Γρατιανό των αρχών του 4 ου αι. βλ. A. H. M. Jones, Later Empire III 354.
344 όπως σε αυτήν του κόμη Χαριήττωνα (Charietto) στον Κάτω Ρήνο, ίσως επρόκειτο για προσωρινή αναβάθμιση της συνοριακής διοίκησης ή απλώς για μια προσωρινή διευθέτηση. Συγκεκριμένα, ο Χαριήττων αναφέρεται από τον Αμμιανό ως «comes per utrarumque Germaniam», δηλαδή ως κόμης των δύο συνοριακών επαρχιών της Γερμανίας Α και Β, στις αρχές του Γνωρίζουμε όμως ότι τριάντα χρόνια αργότερα υπήρχε πλέον μόνον ο δούκας της Γερμανίας Α. Επομένως, η διοίκηση του Χαριήττωνα ίσως είχε προσωρινό και προσωποπαγή χαρακτήρα, αφού μάλλον κατεστάλη αμέσως μετά τον θάνατό του σε μάχη με Αλαμαννούς επιδρομείς νωρίς το 365. Στην υστερορωμαϊκή Δύση κατά την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum δραστηριοποιούνταν συνολικά τρεις κόμητες που σχετίζονταν με συνοριακά στρατεύματα των λιμιτάνεων: ο «κόμης της Αφρικής» (comes Africae), ο «κόμης της Τιγγιτανίας» (comes Tingitaniae) και ο «κόμης της σαξονικής ακτής» (comes litoris Saxonici per Britanniam). Ο κόμης της Αφρικής ήταν μια «ερμαφρόδιτη» κατάσταση. Είχε βέβαια υπό την εποπτεία του τις praepositurae limitum στις επαρχίες της Νουμιδίας, της Βυζακηνής. Στη διοίκησή του ήταν προσκολλημένες ωστόσο και οι μονάδες των κομιτατήσιων που ενίσχυαν εκείνον τον τομέα του βορειοαφρικανικού μετώπου 304. Αυτές πιθανότατα στρατοπέδευαν στις μεγάλες πόλεις της ανθυπατικής Αφρικής. Το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για τον κόμη της Τιγγιτανίας 305. Διαφωτιστικός και για τις δύο περιπτώσεις ήταν ο ειδικός προσδιορισμός που προηγούνταν της αναλυτικής καταγραφής των συνοριακών μονάδων που βρίσκονταν στη διοίκησή τους. Η ακριβής φράση ήταν: «Sub dispositione comitis Africae [και] Tingitaniae: Limitanei:» κατόπιν ακολουθούσαν οι σχηματισμοί 306. Τέτοιου είδους επισήμανση δεν εμφανίζεται πουθενά αλλού στη Notitia Dignitatum, όπου αναλύονται δουκάτα ή κομητείες λιμιτάνεων. Προστέθηκε από τον συντάκτη ακριβώς για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι οι παραπάνω κόμητες διοικούσαν παράλληλα και μονάδες κομιτατήσιων. Αντίθετα το αξίωμα του «κόμη της σαξονικής ακτής» αποτελούσε μια αποκλειστικά συνοριακή στρατιωτική διοίκηση κατά το γνωστό πρότυπο των δουκάτων. Έργο του ήταν η υπεράσπιση των νοτιοανατολικών ακτών της Βρετανίας από τις επιδρομές Φράγκων και κυρίως Σαξόνων πειρατών, οι δε μονάδες που είχε στη διάθεσή του ανήκαν όλες στους λιμιτά Αμμιανός Limitanei: Not. Dign. Occ Comitatenses: Not. Dign. Occ , , 205, 235, [=7.142, 145, 143, 141, 144, , 150, 149, αντίστοιχα], [Οι «Comites iuniores» (6.75) δεν συμπεριλαμβάνονταν στη Distributio Numerorum] (= , , 187, 195, 193, 196, 198, 197, 180 αντίστοιχα). Βλ. αναλυτικότερα R. Cagnat, Armée d Afrique 94, (για μονάδες κομιτατήσιων του κόμη Αφρικής), (για λιμιτάνεους κόμη Αφρικής). Ο Βαλεντινιανός Α είχε θητεύσει ως «comes rei castrensi per Africam» σύμφωνα με τον Αμμιανό (30.7.3). 305 Limitanei: Not. Dign. Occ Comitatenses: Not. Dign. Occ , 271 (= , 138 αντίστοιχα), 6.63 (ίσως διπλοεγγράφτηκε στη Distributio Numerorum), [Ο «Cuneus equitum promotorum» (6.85) δεν συμπεριλαμβανόταν στη Distributio Numerorum] (=7.207, 209, 208 αντίστοιχα). Βλ. αναλυτικότερα R. Cagnat, Armée d Afrique 736 (για μονάδες κομιτατήσιων κόμη Τιγγιτανίας) 740, (για λιμιτάνεους κόμη Τιγγιτανίας). 306 Not. Dign. Occ και αντίστοιχα.
345 286 νεους 307. Η πρώτη εμφάνιση αυτής της διοίκησης μάλλον συμπίπτει με τη δράση του Καραύσιου στις γαλατικές και βρετανικές ακτές της Μάγχης 308. Αντίθετα ωστόσο από το γειτονικό δουκάτο της Αρμορικής, η κομητεία της σαξονικής ακτής παρέμεινε ενεργή καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. Μνημονεύεται π.χ. από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο το 367/8 μαζί με τον «dux Britanniarum» 309. Και οι τρεις κομητείες που αναφέραμε ανάγουν τη δημιουργία τους στα χρόνια του Διοκλητιανού. Εκτός του κόμη της σαξονικής ακτής, ο τίτλος του «comes Africae» προερχόταν από την αναβάθμιση του αντίστοιχου «dux Africae/per Africam» που μαρτυρούνταν την εποχή της Τετραρχίας, ενώ η δημιουργία του «comes Tingitaniae» μάλλον συνδέεται με τη συρρίκνωση της επαρχίας της Τιγγιτανίας από τον παλαιό limes Volubilis στη χερσόνησο του Σέπτου (σημ. Βόρειο Μαρόκο), που είδαμε ότι συνέβη στα τέλη του 3 ου αι Οι δύο κόμητες των λιμιτάνεων που παραδίδει η Notitia Dignitatum για το ανατολικό κράτος, δηλαδή «κόμης της Αιγύπτου» (comes limitis Aegypti) και ο «κόμης της Ισαυρίας» (comes per Isauriam), προέρχονταν από την αναβάθμιση αντίστοιχων δουκών 311. Σε αντίθεση με τους κόμητες της Δύσης, οι περισσότεροι εκ των οποίων διοικούσαν σώματα στρατού των κομιτατήσιων, οι κόμητες της Ανατολής στα τέλη του 4 ου αι. ανήκαν στο σώμα των λιμιτάνεων. Διαπιστώσαμε στο προηγούμενο μέρος ότι αξιωματούχοι με τον τίτλο του «dux Aegypti» υπήρχαν ήδη από τις αρχές του 4 ου αι Στρατιωτικός διοικητής με τον τίτλο «δουξ Αιγύπτου» εξακολουθούσε να αναφέρεται σε διάταξη του 384, ενώ η πρώτη επιβεβαιωμένη μνεία σε «κόμη Αιγύπτου» γίνεται σε ανάλογο νόμο του Ίσως ανάμεσα στις δύο παραπάνω χρονολογίες να συνέβη η αναδόμηση. Αναφορικά με την προαγωγή του δούκα της Ισαυρίας σε κόμη, η κατάσταση είναι περισσότερο πολύπλοκη. Ο Αμμιανός μνημονεύει σε δύο περιπτώσεις, το 353 και το 359, διοικητές με το αξίωμα του κόμη, αλλά σε νομοθετική ρύθμιση του 382 γίνεται εκ νέου λόγος για «δούκα Ισαυρίας» 314. Δεν αποκλείε- 307 Not. Dign. Occ (όλες μονάδες λιμιτάνεων). 308 Βλ. F. Haverfield, Coast of Britain 203. P. Petit, Empire romain 12. S. Frere, Britannia. A History of Roman Britain, [History of the Provinces of the Roman Empire] London , σ S. Johnson, Fortifications 211, 213. R. Scharf, Kanzleireform 468. N. Fields, Saxon Shore Ο P. van Gansbeke (Défense de Gaule 423) διακρίνει τις απαρχές της μετέπειτα διοίκησης της «σαξονικής ακτής» ήδη στα χρόνια του Πόστουμου ( ). 309 Αμμιανός Ο D. van Berchem (Chapters 146) ισχυρίζεται ωστόσο ότι ο comes litoris Saxonici εμφανίστηκε οριστικά μόλις στα μέσα του 4 ου αι. μαζί και παράλληλα με τον dux tractus Armoricani. 310 Για τετραρχικούς δούκες Αφρικής βλ. ανωτέρω σ. 161 και υποσημ. 229 στην ίδια σελ. Για την αλλαγή του όρου σε «comes Africae» παραδίδεται ως terminus post quem το έτος 316. B. H. Warmington, African Provinces 4. Για τη συρρίκνωση της επαρχίας της Τιγγιτανίας τα τελευταία έτη του 3 ου αι. βλ. επίσης ανωτέρω σ. 171 και 202. Βλ. επίσης R. Cagnat, Armée d Afrique , (για τους κόμητες Αφρικής και Τιγγιτανίας αντίστοιχα ως εξέλιξη των προγενέστερων δουκών με παράθεση πηγών). 311 Not. Dign. Or Βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Βλ. ανωτέρω σ. 159 και υποσημ. 220 στην ίδια σελ., σ. 161 και υποσημ. 228 στην ίδια σελ. 313 CTh (384): «merobaudi duci aegypti» και (393): «comitibus aegyptiaci limitis» αντίστοιχα. Άλλες διατάξεις του 4 ου αι. όπου μνημονεύονται δούκες κι όχι κόμητες: CTh (360), (364). 314 Κόμης: Αμμιανός , ILS 740. Δούκας: CJ (382)=CTh (382). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire III 350.
346 ται, λοιπόν, ο τίτλος του κόμη στις δύο πρώιμες περιπτώσεις που αναφέρει ο Αμμιανός να είχε προσωπικό και έκτακτο χαρακτήρα 315. Ο τίτλος του κόμη οριστικοποιήθηκε μάλλον στα χρόνια του Θεοδοσίου του Α, όπως έγινε και με τον αντίστοιχο κόμη της Αιγύπτου. Ως το 413 προστέθηκε μία επιπλέον κομητεία, συγκεκριμένα στη βορειοανατολική Μικρά Ασία. Σε νομοθετική διάταξη εκείνου του έτους μαρτυρείται για πρώτη φορά ο «κόμης της Ποντικής διοικήσεως» (comes dioeceseos Ponticae) 316. Αυτή η νέα συνοριακή στρατιωτική διοίκηση δεν αναφερόταν ακόμη στη Notitia Dignitatum και σχηματίστηκε προφανώς για να πλαισιώσει το δουκάτο της Αρμενίας και να καλύψει κατ αυτόν τον τρόπο και το τελευταίο κενό που υπήρχε στη συνοριακή άμυνα του ανατολικού κράτους. 287 Τόσο οι duces, όσο και οι comites υπάγονταν αρχικά απευθείας στον αυτοκράτορα, αργότερα όμως στους οικείους τους magistri militum 317. Παρ όλα αυτά εξακολουθούσαν να είναι υπεύθυνοι απέναντι στον εκάστοτε ηγεμόνα, αφού είχαν την δυνατότητα να αναφέρονται άμεσα σε εκείνον, ενώ ο αυτοκράτορας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους δώσει απευθείας οδηγίες χωρίς την ενδιάμεση μεσολάβηση των μαγίστρων 318. Αυτή η δομή της στρατιωτικής ηγεσίας με τις πολλαπλά αλληλοδιασταυρούμενες, αλλά συγχρόνως διαχωρισμένες σφαίρες αρμοδιοτήτων, είχε προφανή στόχο να περιορίσει την πολιτική επιρροή των στρατηγών και να ενισχύσει έτσι τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας επάνω τους 319. Τον ίδιο ουσιαστικό στόχο υπηρετούσε επίσης ο οριστικός και αμετάκλητος περιορισμός των επαρχιακών διοικητών (praesides) αποκλειστικά στα πολιτικοδιοικητικά τους καθήκοντα. Η τάση που είχε αρχίσει κατά τη γνώμη μας να δρομολογείται ήδη από τις αρχές του 4 ου αι. απέκτησε τώρα ξεκάθαρη φυσιογνωμία και αποκρυσταλλώθηκε. Ελάχιστοι ήταν οι συνοριακοί διοικητές που ασκούσαν παράλληλα και τις δύο εξουσίες, τη στρατιωτική και την πολιτική. Ορισμένες ακόμη περιπτώσεις διασώζονται σε κείμενα της εποχής, σύμφωνα με τα οποία πολιτικοί αξιωματούχοι ανέλαβαν ή έστω συμμετείχαν ενεργά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο απόλυτος σχεδόν διαχωρισμός των εξουσιών όντως επιδιώχθηκε και ακολουθήθηκε κατά γράμμα από τους αυτοκράτορες του 4 ου αι., αρχής γενομένης βέβαια με τον Μ. Κωνσταντίνο. Δεν θα ήταν ωστόσο αντικειμενικό να αποσιωπήσουμε τις λίγες έστω παρεκκλίσεις από τον κανόνα. Εξαιρέσεις, συνεπώς, δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν ήταν όμως εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαίωναν τον κανόνα. Στο ανατολικό κράτος διασώζονταν στα τέλη του 4 ου αι. δύο τέτοιοι αξιωματούχοι που συνδύαζαν και τις δύο εξουσίες, σύμφωνα πάντα με τη Notitia Dignitatum: ο «comes et 315 A. H. M. Jones, Later Empire III CTh Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire III 350, Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α A. H. M. Jones, Later Empire I Πρβλ. G. Alföldy, Kρίση 609. Πρβλ. επίσης και C. E. van Sickle, Ancient World Vol II 570. Αντιθέτως, ο M. J. Nicasie (Twilight 77-78) γράφει απλουστευτικά ότι παρέμεναν υπόλογοι στους οικείους τους μαγίστρους. Φέρει μάλιστα ως απόδειξη τη συγκεντρωτική διοικητική δομή του στρατού της Δύσης.
347 288 praeses per Isauriam» και ο «dux et praeses Arabiae» 320. Η ανάγκη για την τιθάσευση των εξαιρετικά απείθαρχων Ισαύρων δεν επέτρεπε προφανώς την πολυτέλεια του σχηματισμού ξεχωριστής στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης για την επαρχία της Ισαυρίας. Οι εξουσίες είχαν ενωθεί και οι δύο στα χέρια ενός και μόνο αξιωματούχου, ώστε να επιλαμβάνεται άμεσα των όποιων προβλημάτων χωρίς την παρέμβαση άλλης ενδιάμεσης αρχής. Χαρακτηριστικό του προβλήματος που συνιστούσαν οι Ίσαυροι είναι το γεγονός ότι το 368 ο βικάριος της Ασίας (vicarius dioeceseos Asianae) Μουσώνιος (Musonius) επιχείρησε μαζί με ντόπιους πολιτοφύλακες, τους λεγόμενους «διωγμίτες», να αναχαιτίσει Ισαύρους επιδρομείς που λυμαίνονταν την Παμφυλία και την Κιλικία. Η στρατιωτική αποστολή που ανέλαβε δεν έφερε ωστόσο τα επιθυμητά αποτελέσματα 321. Η περίπτωση του Μουσώνιου ήταν μία από τις ελάχιστες τον 4 ο αι., κατά την οποία ένας πολιτικός αξιωματούχος ενεπλάκη σοβαρά σε πολεμικές επιχειρήσεις. Θα λέγαμε ότι αποτελεί την εξαίρεση σε έναν κανόνα που επέβαλλε τον διαχωρισμό των δύο εξουσιών, πολιτικής και στρατιωτικής. Η περίπτωση του «dux et praeses Arabiae» είναι πιο προβληματική, διότι αλλού αναφέρεται ως αποκλειστικά στρατιωτικός αξιωματούχος, ενώ σε άλλα σημεία μέσα στη Notitia Dignitatum υπονοείται ότι ήταν πολιτικοστρατιωτικός διοικητής 322. Εκτιμώ ότι μάλλον κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 4 ου αι. η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση στην Αραβία όντως παρέμενε ενωμένη. Παρ όλα αυτά την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum η διοίκηση είχε πλέον διαχωριστεί 323. Υπήρχε επιπλέον και ένα περιστατικό στο οποίο ο τότε «κόμης της Ανατολής» (comes Orientis) συμμετείχε σε στρατιωτική επιχείρηση. Το 354/5 ο καίσαρας Γάλλος ήρθε αντιμέτωπος με μία ακόμη από τις πολλές εξεγέρσεις των απείθαρχων Ισαύρων. Αποφάσισε λοιπόν να στείλει επικουρίες για να συνδράμουν τις τοπικές φρουρές. Επειδή όμως ο μάγιστρος ιππικού της Ανατολής Ουρσικίνος απουσίαζε σε μακρινή αποστολή και δεν προλάβαινε να γυρίσει ώστε να αναλάβει την ηγεσία του εκστρατευτικού σώματος, ο Γάλλος διόρισε διοικητή τον κόμη της Ανατολής Νεβρίδιο. Ο Νεβρίδιος ανταποκρίθηκε με επιτυχία στα καθήκοντά του. Συγκέντρωσε γρήγορα δυνάμεις και απώθησε τους εξεγερμένους Ισαύρους πίσω στα βουνά τους 324. Το συμβάν με τον κόμη της Ανατολής Νεβρίδιο θα μπορού- 320 Not. Dign. Or και αντίστοιχα. Ο Αμμιανός (19.13) π.χ. μνημονεύει συγκεκριμένα τον Λαυρίκιο (Lauricius) ως «comes et rector Isauriae» το έτος 359. Σε δύο επίσης χωρία του Σωκράτη Σχολαστικού καθίσταται φανερό το διφυές των εξουσιών του Λαυρίκιου. Βλ. Σωκράτης : «ὁ λαμπρότατος ἡγούμενος τῆς ἐπαρχίας Λαυρίκιος» και : «Λαυρίκιος, ὁ τῶν κατὰ τὴν Ισαυρίαν στρατιωτῶν ἡγούμενος» αντίστοιχα. 321 Αμμιανός Ευνάπιος Η αστυνόμευση των Ισαύρων και ο περιορισμός των επιδρομών τους απασχολούσε τη ρωμαϊκή διοίκηση και τις τοπικές αρχές ήδη από τον 1 ο αι. μ.χ. Γενικά για το πρόβλημα που έθεταν οι Ίσαυροι και τις μεθόδους περιορισμού τους βλ. K. Hopwood, Isauria [μέχρι την κατάργηση του με νόμο το 409 (CTh ) υπήρχε τοπικός αξιωματούχος επικεφαλής των «διωγμιτῶν», ο λεγόμενος «εἰρηνάρχης», που ασχολούνταν με τις επιδρομές των Ισαύρων]. 322 Πρβλ. Not. Dign. Or (στο ευρετήριο αναφέρεται μόνον ως dux. Απουσιάζει από τη λίστα των praesides), 2.14 (στη λίστα του επάρχου πραιτωρίων της Ανατολής καταγράφεται ως «(praeses) Arabia [et dux et comes rei militaris]», στο 37.1 απλώς ως «dux», ενώ στο ως «dux et praeses». 323 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire III υποσημ. 2 σ Αμμιανός
348 σαμε να το αξιολογήσουμε ως καθαρά τυχαίο. Επρόκειτο προφανώς για μια προσωρινή λύση σε μια έκτακτη ανάγκη που επέβαλλε γρήγορες αποφάσεις 325. Στο δυτικό κράτος οι διοικητές της Μαυριτανίας Καισαρησίας και της Τριπολίτιδας εξακολουθούσαν να συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους τις δύο εξουσίες. Υπάρχει η ξεκάθαρη αναφορά για «dux et praeses Mauretaniae (Caesariensis)» στη Notitia Dignitatum, ενώ στην Τριπολίτιδα η ίδια κατάσταση επικρατούσε τουλάχιστον μέχρι το Παράλληλα, σε νόμο του 382 γίνεται μια περίεργη αναφορά σε «dux et praeses Sardiniae», η οποία είχε απ ό,τι φαίνεται προσωρινό χαρακτήρα 327. Ωστόσο μέχρι την τελεταία ενημέρωση της Notitia Dignitatum της Δύσης γύρω στο 425 είχε επέλθει διαχωρισμός των εξουσιών τόσο στην Τριπολίτιδα, όσο και στη Σαρδηνία 328. Τέλος, ο E. Demougeot προέβη σε μια πολύ εύστοχη παρατήρηση, διαπιστώνοντας ότι η απουσία πολιτικού διοικητή (praeses) για την παραδουνάβια επαρχία της Βαλερίας, ενδέχεται να υποδηλώνει ότι ο τοπικός δούκας εκτελούσε παράλληλα και χρέη πολιτικού διοικητή κατά το επιβεβαιωμένο πρότυπο του αντίστοιχου κυβερνήτη της Μαυριτανίας 329. Πράγματι, η εκτίμηση του E. Demougeot μπορεί μεν να είναι ένα «argumentum ex silentio», αλλά δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση ιδιαιτέρως θελκτική, εφόσον μάλιστα αναλογιστούμε ότι εκείνος ο ευάλωτος τομέας του παραδουνάβιου μετώπου γνώριζε συχνά επιδρομές από Κουάδους, Σαρμάτες και Λιμιγάντες καθόλη τη διάρκεια του 4 ου αι. 325 Έτσι αξιολογεί την περίπτωση αυτή ο G. A. Crump [Ammianus and the Late Roman Army, Historia 22 (1973) , σ. 98]. Αντιθέτως βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 355. P. Petit, Empire romain 57 (υποστηρίζουν ότι ο comes Orientis διέθετε επίσης και πάγιες στρατιωτικές αρμοδιότητες). Ο «κόμης της Ανατολής» (comes Orientis) ήταν ένα αξίωμα που δεν είχε αντίστοιχο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της υστερορωμαϊκής διοίκησης. Επρόκειτο για πολιτικό αξιωματούχο με θέση ανάλογη με εκείνη του γνωστού βικάριου, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο το 335. Ιωάννης Μαλάλας : «Προηγάγετο δὲ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς ἐν τῇ αὐτῇ μεγάλῃ πόλει τῶν Αντιοχέων πρώτοις κόμητα ἀνατολῆς ἐπὶ τῆς ὑπατείας Ιλλου καὶ Αλβίνου, ποιήσας αὐτῷ πραιτώριον τὸ ἱερὸν τῶν Μουσῶν, πληροῦντα τὸν τόπον ἐν τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἐπάρχου τῶν πραιτωρίων, ὀνόματι Φηλικιανὸν χριστιανόν». Βλ. αναλυτικότερα M. T. W. Arnheim, Senatorial Aristocracy Επιγραφές και άλλες πηγές επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι διοικητές των δύο αυτών επαρχιών διοικούσαν στρατεύματα. Μαυριτανία Καισαρησία: Not. Dign. Occ και 20. Τριπολίτιδα: ΑΕ 1948, 39 (περ. 317). CIL VIII (ο praeses Τριπολίτιδας αναλαμβάνει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά Βερβέρων, περ ). Αμμιανός (ο praeses Τριπολίτιδας αναλαμβάνει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά Βερβέρων, περ. 365). CTh (393) «silvano duci et correctori limitis Tripolitani». Βλ. σχετικά και R. Cagnat, Armée d Afrique R. G. Goodchild - J. B. Ward Perkins, Limes Tripolitanus B. H. Warmington, African Provinces 4 και υποσημ. 4 στην ίδια σελ., D. Hoffmann, Oberbefehl CTh (382): «matroniano duci et praesidi sardiniae». Η τοποθέτηση διοικητή με τον τίτλο και του δούκα στη Σαρδηνία ήταν έκτακτης υφής. Γνωρίζουμε ότι η νήσος εξέτρεφε άριστα άλογα. Ο Αμμιανός (29.3.5) αναφέρει ότι ένας στράτορας εστάλη από τον Βαλεντινιανό στη Σαρδηνία το 372 για την εξεύρεση κατάλληλων ίππων για τον στρατό. 328 Τριπολίτιδα: Στη Notitia Dignitatum εμφανίζονται πλέον χωριστά και dux και praeses. Not. Dign. Occ. 1.39, και Occ. 31 (dux) (praeses). Βλ. σχετικά και B. H. Warmington, African Provinces 4 και υποσημ. 4 στην ίδια σελ., A. H. M. Jones, Later Empire III υποσημ. 2 σ Σαρδηνία: Not. Dign. Occ. 1.96=2.26 και (μόνο praeses). 329 Not. Dign. Occ (αναφορές για δούκα Βαλερίας). Βλ. E. Demougeot, Notitia Καμμία αναφορά σε praeses ή επαρχία Βαλερίας δεν υφίσταται στη Notitia Dignitatum, αν και διασώζεται στον Laterculus Veronensis (VI.5) και στον Laterculus Polemii Silvii (V.5), και οι δύο των αρχών του 4 ου αι. 289
349 290 δ) Limitanei: Απλοί συνοριοφύλακες ή τακτικοί στρατιώτες; Η αποτελεσματικότητα και το αξιόμαχο των λιμιτάνεων απασχόλησε ιδιαίτερα όλους τους μελετητές που καταπιάστηκαν με αυτούς. Η παραδοσιακή άποψη είναι ότι οι limitanei σχημάτιζαν ένα είδος πολιτοφυλακής και ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια γης παραχωρημένης από το κράτος, ενώ παράλληλα ασκούσαν καθήκοντα γενικής επιτήρησης και φρούρησης της αχανούς συνοριακής γραμμής. Για τον λόγο αυτό, αρκετοί από αυτούς υποστηρίζουν ότι γενικά οι λιμιτάνεοι ήταν κατώτερης στάθμης στρατεύματα τους περιγράφουν δε συνήθως ως στρατιώτες-καλλιεργητές 330. Εντούτοις, η ίδια η αξιοθαύμαστη λειτουργικότητα και προσαρμοστικότητα του αμυντικού συστήματος της αυτοκρατορίας τον 4 ο αι. ενισχύει το γεγονός ότι οι λιμιτάνεοι ήταν τακτικοί στρατιώτες με όλη τη σημασία των λέξεων. Επομένως, το πολυπληθές σώμα των λιμιτάνεων ήταν πλήρως λειτουργικό και μάχιμο στο πλαίσιο της υστερορωμαϊκής πολεμικής μηχανής. Αρκετοί είναι σήμερα εκείνοι που επικρίνουν την «παραδοσιακή» θεώρηση των λιμιτάνεων ως «αγροτών-συνοριοφυλάκων» 331. Ο W. Seston απέρριψε συλλήβδην ως ανυπόστατα τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι οι λιμιτάνεοι ήταν στρατιώτες-καλλιεργητές. Σύμφωνα με τον ίδιο ήταν στρατιώτες με την πλήρη έννοια του όρου 332. Ο A. H. M. Jones διατύπωσε έναν εσμό επιχειρημάτων, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Κατ αρχήν ο συγγραφέας ισχυρίζεται πως τίποτε δεν αποδεικνύει ότι κατά τον 4 ο αι., ακόμη και τον 330 Πρβλ. Th. Mommsen, Militärwesen J. Maspero, Égypte R. Grosse, Militärgeschichte 63-70, A. E. R. Boak, Manpower Shortage 96 (λιμιτάνεοι ως στρατιώτες-καλλιεργητές), 100 (τον 5 ο αι. οι λιμιτάνεοι είχαν υποβιβαστεί σε συνοριακή πολιτοφυλακή μηδαμινής στρατιωτικής αξίας). M. Rostovtzeff, Social Economic History 426 και υποσημ. 50 στην ίδια σελ. R. Cagnat, Armée d Afrique (ειδικά για τη Β. Αφρική). A. Piganiol, Histoire 464. J. Vogt, Constantin 234. B. H. Warmington, African Provinces P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 24. R. McMullen, Roman Response (δεν τους θεωρεί ούτε καν πολιτοφύλακες). Του ιδίου, Army 459 [δεν ήταν τακτικοί στρατιώτες, τους χαρακτηρίζει στην καλύτερη περίπτωση ως «σκοπούς» (!)]. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 354. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 622. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 506, 560. E. N. Luttwak, Grand Strategy C. Mango, Βυζάντιο 46. Η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου και ο Ι. Καραγιαννόπουλος επικεντρώνονται περισσότερο στην περίοδο από τον 5 ο αι. και εξής, οπότε πράγματι ο θεσμός των limitanei είχε αρχίσει να παρακμάζει. Ο W. Treadgold χαρακτηρίζει επίσης τους limitanei ως κατώτερης ποιότητας στρατεύματα που δρούσαν ως ένοπλη πολιτοφυλακή με μόνον καθήκον την αστυνόμευση των συνόρων, αν και δεν συμμερίζεται την άποψη της παραχώρησης σε αυτούς δημοσίων γαιών προς καλλιέργεια παρά μόνο σε βετεράνους. Πρβλ. W. Treadgold, Army 11, 98, Π.χ. Ο J. Maspero (Égypte 107) περιγράφει το σώμα των λιμιτάνεων ως «garnison provinciale», ενώ ο D. van Berchem (Armée et réforme ) ισχυρίζεται ότι οι λιμιτάνεοι δεν απώλεσαν, όπως συνήθως νομίζεται, την πολεμική τους αξία. Ο J. B. Bury (Invasion 31) τους περιγράφει ως «troops permanently stationed in the frontier provinces». Ο G. R. Watson (Roman Soldier 142) υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να θεωρούμε τους λιμιτάνεους ως «mere peasant militia». Ο C. Zuckerman (Arménie ) υπερασπίζεται την έννοια του «limes» ως «οχυρωμένου συνόρου» προσδίδοντας έτσι μεγάλη στρατηγική σημασία στο σώμα των λιμιτάνεων. Οι S. Williams και G. Friell (Theodosius 78) θεωρούν ως ατόπημα την υποτιθέμενη «κατωτερότητα» των λιμιτάνεων του 4 ου αι. Αντιθέτως πιστεύουν ότι ήταν πλήρως αξιόμαχοι. Τέλος, ο N. Fields (Saxon Shore 47) υποστηρίζει ότι η μετατροπή λιμιτάνεων σε ψευδοκομιτατήσιους «surely makes untenable the highly speculative argument that the limitanei were part-time peasant-soldiers, who could not be expected to be much use in time of war. The deterioration in the quality of the limitanei was, therefore, a very slow process». 332 Πρβλ. W. Seston, Comitatus
350 5 ο αι., υπήρχε μία τόσο ριζική διάκριση ανάμεσα σε τακτικούς στρατιώτες (δηλαδή τους comitatenses) και σε κληρονομική πολιτοφυλακή (δηλαδή τους limitanei). Παρατηρεί επιπλέον ότι οι συνθήκες και οι όροι κατάταξης παρέμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα ίδιοι τόσο για τους κομιτατήσιους όσο και για τους λιμιτάνεους 333. Μόνον προς τα τέλη του 4 ου αι. μεταβλήθηκε η κατάσταση, αφού νόμος του έτους 372 όριζε ότι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι δεν εκπλήρωναν ορισμένα σωματικά κριτήρια, όπως το ύψος και τη ρώμη, ώστε να καταταγούν στους κομιτατήσιους, μπορούσαν να παρουσιαστούν για κατάταξη σε μονάδες των λιμιτάνεων 334. Αξίζει ωστόσο να παρατεθεί προγενέστερος νόμος του έτους 367, που εκδόθηκε από το Βαλεντινιανό Α, σύμφωνα με τον οποίο μειώθηκε το κριτήριο του ύψους στα 1,62 μ. αντί του 1,69 μ. για κάθε νεοσύλλεκτο, χωρίς να τίθεται ρητή διάκριση ανάμεσα σε κομιτατήσιους και λιμιτάνεους 335. Παρ όλα αυτά οι αρτιμελείς γιοι των βετεράνων και οι κληρωτοί εξακολουθούσαν κατά τον 4 ο αι. να κατατάσσονται σε οποιαδήποτε από τις δύο κατηγορίες των ενόπλων δυνάμεων ανάλογα με τις εκάστοτε προκύπτουσες ανάγκες 336. Διαφωτιστικός είναι εξάλλου και ο κωνσταντίνειος νόμος του 325, ο πρώτος που ρητά αναγνώριζε τη διάκριση σε comitatenses και ripenses (limitanei). Σύμφωνα με τις διατάξεις του, το όριο στράτευσης για την λεγόμενη «τιμητική» απόλυση (honesta missio) των ριπησίων εξομοιωνόταν με εκείνο των κομιτατήσιων συγκεκριμένα από τα είκοσι τέσσερα χρόνια μειώθηκε στα είκοσι 337. Η ρύθμιση αυτή υποδηλώνει σύμφωνα με τον D. van Berchem το γεγονός ότι, αρχικά τουλάχιστον, οι λιμιτάνεοι απολάμβαναν τα ίδια βασικά προνόμια με τους κομιτατήσιους 338. Δεν υπάρχει ακόμη καμία ένδειξη περί παροχής γαιών σε λιμιτάνεους κατά τη διάρκεια της θητείας τους 339. Όλες οι αναφορές στους νομικούς κώδικες ορίζουν ρητά ότι μόνο μετά την απόλυση το κράτος παραχωρούσε γη στους βετεράνους λιμιτάνεους και κομιτατήσιους 340. Είναι εξάλλου απίθανο να αποκτούσαν οι λιμιτάνεοι κτηματικές δωρεές κατά τη διάρκεια της θητείας τους, διότι ακόμη και τον 5 ο αι. εξακολουθούσαν να είναι βασικά μισθοσυντήρητοι (αρχικά σε είδος, αργότερα σε χρήμα) μία τέτοια υποθετική ρύθμιση ο A. 333 Για τις δύο αυτές απόψεις βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 649 και 650 αντίστοιχα. 334 CTh (372). Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 68. D. van Berchem, Armée et réforme 102. B. Isaac, Limitanei 142. W. Treadgold, Army 11, 201 [τη διάταξη αυτή την αξιολογεί ως ενδεικτική του γεγονότος ότι ήδη προς τα τέλη του 4 ου αι. «the frontier forces (δηλαδή οι limitanei) became second-class troops»]. 335 CTh (367). Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 194. A. H. M. Jones, Later Empire I 149 III υποσημ. 31 σ Στον ίδιο νόμο του 372 καθώς και σε έναν άλλο του 375 [CTh (375)] ορίζεται ότι οι γιοι των βετεράνων και οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι πληρούσαν τα σωματικά κριτήρια, κατατάσσονταν στους comitatenses ή στους limitanei ανάλογα με τις προκύπτουσες ανάγκες. 337 CTh (325). Βλ. και D. van Berchem, Armée et réforme B. Isaac, Limitanei Υποστηρίζει ωστόσο ότι σταδιακά αμβλύνθηκε η μαχητική τους ικανότητα. Πρβλ. D. van Berchem, Armée et réforme Τη θέση του D. van Berchem ενστερνίστηκαν πλήρως οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 87), αν και δεν τον αναφέρουν στο κείμενό τους. 339 A. H. M. Jones, Later Empire II 650. C. Zuckerman, Στρατός CTh (320) και 8 (364). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 650 III υποσημ. 98 σ W. Treadgold, Army
351 292 H. M. Jones τη θεωρεί υπερβολική πολυτέλεια 341. Πράγματι, πλήθος νομοθετημάτων διασώζεται στους κώδικες, όπου ρυθμίζεται η πληρωμή των λιμιτάνεων στρατιωτών σε είδος (annona) και σε χρήμα (stipendium/donativum) 342. O A. H. M. Jones αναφέρεται επίσης και στο ζήτημα των δημοσίων γαιών, γνωστών ως «fundi limitotrophi». Οι fundi limitotrophi μνημονεύονται σε νόμους των ετών 386, 415, 439 και 441 και σύμφωνα με το νόμο του 386 χρησιμοποιούνταν για τον εφοδιασμό των συνοριακών στρατευμάτων με αγαθά 343. Η μελέτη αυτών των νόμων μάς επιτρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για κτήματα καλλιεργούμενα από τους ίδιους τους λιμιτάνεους, αλλά για δημόσιες γαίες που προμήθευαν κάθε λογής εφόδια για την επιμελητειακή υποστήριξη των λιμιτάνεων 344. Το ζήτημα της παροχής ή όχι γαιών στους λιμιτάνεους έχει επίσης συσχετισθεί με το πρόβλημα του κατά πόσον ήταν πράγματι αξιόμαχα τα συνοριακά στρατεύματα. Όλοι σχεδόν οι ερευνητές που υποστήριξαν τη θεωρία των καλλιεργητών-στρατιωτών για τους λιμιτάνεους υποβαθμίζουν σαφέστατα την πολεμική αξία και προσφορά των συνοριακών στρατευμάτων 345. Πολλοί άλλοι μελετητές έχουν ωστόσο αντίθετη γνώμη. Ο A. H. M. Jones υποστηρίζει ότι ο μεγάλος αριθμός μονάδων λιμιτάνεων που μετατράπηκαν σε comitatenses αποδεικνύει ότι οι limitanei αποκλείεται να ήταν απλοί πολιτοφύλακες 346. Ο D. van Berchem παράλληλα με αυτήν την άποψη του A. H. M. Jones προβαίνει και στην αντίθετη διαπίστωση: ότι αρκετά συχνά μονάδες του στρατού κρούσης αποσπώνταν και ενίσχυαν τους λιμιτάνεους, ιδίως από τα τέλη του 4 ου αι. και εξής 347. Αυτήν την αμφίδρομη μετακίνηση μονάδων από το ένα σώμα στο άλλο την έχει εντοπίσει και ο J. Haldon 348. Μολαταύτα, το πιο ατράνταχτο επιχείρημα για την πολεμική ικανότητα αυτών των στρατευμάτων το προσφέρουν οι ίδιες οι πηγές. Πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες όπου εμφανίζονται λιμιτάνεοι να 341 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire II Βλ. σχετικά CTh (365), (369), (409), (389?), (365), (385), (363). Th. II Nov. 4.1 (438) και (443). Βλ. και παπύρους, όπως: P. byz. Masp , I.6, I , II , V , V , I.28. P. Grenf. II.95. BGU 836.3, 968 (6 ος αι.), 974 (380) και 1025 (389). P. Lond. III.228 (357). P. Giss. 54. P. Flor (312). P. Lips (4 ος αι.). Βλ. επίσης και A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 654 ΙΙΙ υποσημ. 99 σ. 200 και υποσημ. 109 σ B. Isaac, Limitanei 143. Γενικά για το θέμα της πληρωμής των λιμιτάνεων βλ. επίσης J. Maspero, Égypte (αφορά βέβαια την πληρωμή των στρατιωτών στην Αίγυπτο). S. McDowall - G. Embleton, Infantryman J.-M. Carrié, Financement 32-33, [παρατηρεί ωστόσο ότι οι πληρωμές των λιμιτάνεων σε χρήμα (stipendium/donativum) δεν ήταν τόσο τακτικές όσο οι αντίστοιχες των κομιτατήσιων]. W. Treadgold, Army (αναλυτικά ο τρόπος μισθοδοσίας και τα ποσά των πληρωμών σε νόμισμα). J. Haldon, Warfare (δεν κάνει καμία διάκριση στον τρόπο πληρωμής λιμιτάνεων-κομιτατήσιων). 343 Βλ. CTh (415). CJ (385), (423), (443), (386). Th. II Nov. 5.2 (439) και 5.3 (441). Βλ. επίσης και A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 651 ΙΙΙ υποσημ. 101 σ A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 651. D. van Berchem, Armée et réforme 101. F. Lot, La fin Πρβλ. π.χ. M. Grant, The Fall Ε. Ν. Luttwak, Grand Stategy , 179, Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 651. Πρβλ. επίσης N. Fields, Saxon Shore D. van Berchem, Chapters 139 και με τις σχετικές υποσημ. Πρβλ. και H. Elton, Warfare J. Haldon, Warfare 108. Τις μετακινήσεις μονάδων από λιμιτάνεους σε κομιτατήσιους και το αντίστροφο επισημαίνει και ο M. Whitby (Recruitment 70).
352 συμμετέχουν ενεργά σε πολεμικές επιχειρήσεις, πολλές από αυτές μάλιστα επιθετικές, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του 4 ου αι., αλλά επίσης κατά τον 5 ο και κυρίως τον 6 ο αι., για τον οποίο διαθέτουμε πληθώρα αφηγηματικών κειμένων 349. Πάντως, ο A. H. M. Jones υποστηρίζει ότι σταδιακά επήλθε πτώση στο αξιόμαχο των λιμιτάνεων, εξαιτίας της κατάταξης στις μονάδες τους κατώτερης στάθμης νεοσυλλέκτων, της ανικανότητας των διοικητών τους και των διοικητικών και οικονομικών καταχρήσεων που κατέτρεχαν αυτήν τη μεγάλη κατηγορία των ενόπλων δυνάμεων τον 5 ο αι Το κράτος ωστόσο δεν παραμέλησε εντελώς τα συνοριακά στρατεύματα τον 5 ο αι. Είναι χαρακτηριστικές οι ρυθμίσεις του 443 που επέβαλε ο Νomus, τότε πανίσχυρος magister officiorum, με τις οποίες δόθηκαν οδηγίες για πληρέστερη επάνδρωση των συνοριακών μονάδων, έγκαιρη πληρωμή και τακτική εξάσκηση των λιμιτάνεων, καθώς και για επιμελέστερη συντήρηση των φρουρίων. Ουσιαστικά ο magister officiorum μετατράπηκε σε «γενικό επιθεωρητή» των λιμιτάνεων, αφού ανέλαβε την ευθύνη να συντάσσει επίσης αναφορά για την κατάστασή τους σε όλο το μήκος των συνόρων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας 351. Εντούτοις, η ανάγκη για την έκδοση αυτού του διατάγματος αποδεικνύει συνεκδοχικά ότι οι αριθμοί των λιμιτάνεων στο παρελθόν ήταν προφανώς μεγαλύτεροι, λαμβανόταν καλύτερη μέριμνα για τη σωστή εκπαίδευσή τους και τα οχυρά ήταν αρτιότερα συντηρημένα. Την πρόνοια του κράτους για την απρόσκοπτη στελέχωση των μονάδων στα σύνορα φανέρωνε εμμέσως και μια ρήτρα που συμπεριλήφθηκε στα πρακτικά της Δ Οικουμενικής Συνόδου το 451, όπου καταδικάστηκε οριστικά ως αίρεση ο Μονοφυσιτισμός. Η διάταξη απαγόρευσε από τότε και στο εξής σε όλους τους μονοφυσίτες να κατέχουν θέσεις στο «θεῖον κομιτᾶτον», δηλαδή την αυτοκρατορική κυβέρνηση, και στην κεντρική διοίκηση τους επέτρεπε ωστόσο να αποκτούν θέσεις κατώτερων κρατικών υπαλλήλων στις επαρχίες (cohortales) και να στρατεύονται στο σώμα των λιμιτάνεων. Η ακριβής διατύπωση έχει ως Βλ. σχετικά P. Lips. 34 και 63 (4 ος αι.), αποσπάσεις λιμιτάνεων Αιγύπτου για εκστρατείες. Αμμιανός , 18.8, , , , , , 31.9 (4 ος αι.). Μάγνος =Ιωάννης Μαλάλας (4 ος αι.). Ιωάννης Μαλάλας (=Πασχάλιον Χρονικόν ) (5 ος αι.). Festus 27.1 (4 ος αι.). Ευάγριος 3.36 (5 ος αι.). Θεοφάνης , (5 ος αι.) 146.4, (6 ος αι.). Ιησούς Στυλίτης 51, 52, 57, 64, 69, 75, 80, 88, 97 (6 ος αι.). Προκόπιος, Περσ. πόλ , , , , , , , (6 ος αι.). Ιωάννης Μαλάλας , , , , , , , (6 ος αι.). Ιωάννης Επιφανείας (6 ος αι.). Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορία , , (6 ος αι.). Για τα χωρία από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη βλ. M. Whitby, Recruitment 72, 114 (γενικά στις σ αξιολογεί ως χρήσιμους τους λιμιτάνεους ακόμη και κατά τον 6 ο αι). Για τις μαρτυρίες των παπύρων βλ. J. Maspero, Égypte 126. Στην αξιοποίησή τους στα πεδία μαχών της Ανατολής κατά τους 4 ο -6 ο αιώνες στέκεται και ο B. Isaac, Limits , , Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 653, Παρομοίως S. McDowall, Cavalryman 15. S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 4, 11. N. Fields, Saxon Shore 47. Ο G. R. Watson (Roman Soldier 142) αξιολογεί επίσης ως μειονέκτημα την πλήρη ταύτιση των λιμιτάνεων με την περιοχή στρατωνισμού τους και την ανησυχητική αύξηση των λιποταξιών. Ο C. Zuckerman (Στρατός , , ) συνολικά επικρίνει την τελική συνεισφορά των λιμιτάνεων στο αμυντικό σύστημα, τονίζοντας την προϊούσα παρακμιακή πορεία του σώματος αυτού. 351 Th. II Nov και 5 (443). Βλ. A. E. R. Boak, Master of Offices A. H. M. Jones, Later Empire I 203 ΙΙ 609. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 614. R. Delmaire, Institutions palatines 35.
353 294 εξής: ««οὐδεμίαν μετιέναι στρατείαν αὐτοὺς (δηλ. τους μονοφυσίτες) ἀνεχόμεθα, εἰ μή τι ἄρα τὴν τῶν κορταλίνων ἢ τῶν λιμιτανέων»» 352. Εντωμεταξύ, τον 5 ο αι. είχαν επέλθει ορισμένες μεταβολές. Μέσα από τρεις νόμους των ετών, 409, 423 και του 443 βγάζουμε το συμπέρασμα ότι υπήρχαν πλέον λιμιτάνεοι που καλλιεργούσαν τη δική τους γη 353. Επιπλέον προς τα τέλη του 4 ου αι. φαίνεται πως εγκαταλείφθηκε η πρακτική της παραχώρησης κτημάτων στους βετεράνους. Ως αποζημίωση επετράπη ίσως στους βετεράνους να καλλιεργούν γαίες πλησίον των συνοριακών οχυρών. Επειδή όμως ήταν φυσιολογικό γιοι βετεράνων να κατατάσσονται στις μονάδες των πατέρων τους, είναι πιθανόν ότι συχνά αυτοί κληρονομούσαν γαίες πριν να συνταξιοδοτηθούν οι πατέρες τους. Άρα, στην πραγματικότητα πολλοί ήταν πλέον οι λιμιτάνεοι που καλλιεργούσαν γη, ενόσω παράλληλα υπηρετούσαν στον στρατό 354. Συνέχιζαν ωστόσο να παραμένουν μισθοσυντήρητοι, τουλάχιστον στο ανατολικό κράτος, σύμφωνα με τις διατάξεις δύο αλλεπάλληλων νόμων του 438 και Ο B. Isaac καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα με τον A. H. M. Jones. Υποστηρίζει ότι οι λιμιτάνεοι δεν πρέπει να ειδωθούν απλώς ως συνοριοφύλακες ή πολιτοφύλακες, αλλά ως στρατεύματα που λειτουργούσαν ως ένας κανονικός τακτικός στρατός 356. Στηρίζεται ωστόσο στον νόμο του 423 και σε μία ρύθμιση που περιέχεται στον Codex Iustinianus ώστε να καταλήξει σε δύο ακόμη συμπεράσματα. Πρώτον η ρύθμιση του 423 κάνει ρητή μνεία για ύπαρξη γαιών που ανήκαν συλλογικά στις φρουρές των συνοριακών οχυρών, ενώ με βάση τη ρύθμιση CJ ισχυρίζεται ότι δεν υφίστανται αποδείξεις περί της ύπαρξης καλλιεργητών-στρατιωτών πριν από το 443, αφού θεωρεί ότι αυτή η ρύθμιση αποτελεί την πρώτη τέτοια ένδειξη 357. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί σταθερή μας πεποίθηση ότι οι limitanei αποτελούσαν ένα πολύτιμο συστατικό στοιχείο των ενόπλων δυνάμεων, με σαφώς καθορισμένη αποστολή μέσα στο πλαίσιο της στρατιωτικής οργάνωσης του υστερορωμαϊκού και πρωτοβυζαντινού κράτους. Τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 4 ου αι. διατήρησαν υψηλή επιχειρησιακή διαθεσιμότητα και ανάλογη μαχητική ικανότητα σε όλα τα συνοριακά μέτωπα. 352 ACOe II (Δ Οικ. Σύν.) Για την κρατική υπαλληλία των cohortales βλ. ενδεικτικά A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ Ο όρος βέβαια cohortales ως περιγραφικός της κατώτερης υπαλληλίας είναι ενδεικτικός της στρατιωτικοποίησης του κράτους. 353 CTh (409), (423). Th. II Nov (443). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 653 ΙII υποσημ. 108 σ W. Treadgold, Army M. Whitby, Recruitment 112. C. Zuckerman, Στρατός Για τις παραπάνω απόψεις βλ. A. H. M. Jones, Later Empire IΙ W. Treadgold, Army Th. II Nov. 4.1 (438) και 24 (443). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire IΙ 654 ΙΙΙ υποσημ. 109 σ Πρβλ. B. Isaac, Army 126 και 148 [στέκεται μάλιστα ιδιαίτερα στις σ στη χρησιμότητα των «indigenae» (ιθαγενών) ιππικών μονάδων στις ανατολικές επαρχίες, ειδικά δε σε εκείνες της Παλαιστίνης]. Του ιδίου, Limitanei Του ιδίου, Limits και CTh (423) και CJ «de fundis limitotrophis et terris et paludibus et pascuis limitaneis vel castellorum». Βλ. B. Isaac, Limitanei
354 ε) Οι praepositurae limitum στη Β. Αφρική, οι laeti στη Γαλατία και οι Sarmatae gentiles στην Ιταλία και τη Γαλατία. 295 Συμπεράναμε, λοιπόν, ότι οι άνδρες που στελέχωναν τα συνοριακά στρατεύματα νοούνταν πάντοτε ως τακτικοί στρατιώτες, άσχετα από τις κατά τόπους διαφορές στις συνθήκες υπηρεσίας τους. Συνεπώς, ποτέ δεν απέκτησαν τον χαρακτήρα που προσπάθησαν πολλοί νεότεροι ιστορικοί να τους προσάψουν, δηλαδή εκείνον των στρατιωτών-καλλιεργητών ή των απλών «συνοριοφυλάκων» ή «πολιτοφυλάκων». Διαπιστώσαμε επίσης ότι ουσιαστικά ποτέ δεν ταυτίστηκε απόλυτα κατά τον 4 ο αι. ο θεσμός των λιμιτάνεων με την παροχή σε εκείνους αγροτεμαχίων από το κράτος ως ένα είδος αντιμισθίας. Υπήρχαν ωστόσο εξαιρέσεις σε αυτόν τον τελευταίο κανόνα. Στη Βόρειο Αφρική είχαν δοθεί γαίες (terrae limitaneae) στις γηγενείς μαυριτανικές φυλές που εντάχθηκαν στο υστερορωμαϊκό αμυντικό σύστημα με αντάλλαγμα τη φρούρηση των συνόρων και τη συντήρηση των οχυρώσεων 358. Επρόκειτο για τις ήδη αναφερθείσες praepositurae limitum, οι οποίες είχαν τεθεί υπό τη διοίκηση των παραμεθορίων δουκών 359. Άρα στη Β. Αφρική πλην της Τιγγιτανίας δεν υπήρχαν λιμιτάνεοι με την κανονική έννοια του όρου, αλλά ένοπλοι καλλιεργητές που υπηρετούσαν παράλληλα ως συνοριακοί φρουροί. Το καθεστώς που διείπε τις βορειοαφρικανικές πραιποσιτούρες ομοίαζε ως έναν βαθμό με τους Λαιτούς και τους Σαρμάτες που ήταν διεσπαρμένοι σε συσσωματώσεις στη Γαλατία και την Ιταλία. Οι laeti (gentiles) στη Γαλατία και οι Sarmatae gentiles ήταν θεσμοί παράλληλοι και ταυτόσημοι. Επρόκειτο, όπως μαρτυρεί εξάλλου η ίδια η ονομασία τους, για ξένους (gentiles, peregrini) που είχαν ενταχθεί στο αμυντικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού είχαν αρχίσει με βεβαιότητα να κάνουν την εμφάνισή τους στη Γαλατία και την Ιταλία οι λεγόμενες «terrae laeticae», όπως ήταν κοινώς γνωστές οι εγκαταστάσεις αυτού του τύπου 360. Σε αυτές το κράτος εγκαθιστούσε βαρβάρους εντός και εκτός της αυτοκρατορίας, στους οποίους παρείχε γη και μόνιμη διαμονή με αντάλλαγμα την προσφορά ικανών και μάχιμων ανδρών για υπηρεσία στον υστερορωμαϊκό στρατό 361. Η προσφορά νεοσυλλέκτων για την επάνδρωση των μονάδων του στρατού ξηράς ήταν, λοιπόν, η βασική τους υποχρέωση. Οι Λαιτοί της Γαλατίας αποτελούσαν ένα «πολυεθνικό» αμάλγαμα ανθρώπων από διάφορες γερμανικές και γαλατικές φυλές. Σουηβοί, Φράγκοι, Βαταβοί, Λίγγονες, Αιδούοι 358 Βλ. αναλυτικά R. Cagnat, Armée d Afrique (ο πλέον αναλυτικός). B. H. Warmington, African Provinces A. H. M. Jones, Later Empire II Η διάταξη CTh του 409 ρύθμιζε την οργάνωση των πραιποσιτούρων της Β. Αφρικής. Βλ. R. G. Goodchild, Limes Tripolitanus II Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 60. Παρομοίως J. Liebeschuetz, Barbarians Γενικά για τους laeti και τους gentiles βλ. J. B. Bury, Invasion 40, R. Grosse, Militärgeschichte P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 28. F. Lot, La fin A. Piganiol, Empire chrétien , 370. P. Petit, Empire romain 137. A. H. M. Jones, Later Empire II 620. C. E. van Sickle, Ancient World Vol. II 560. R. I. Frank, Scholae Palatinae E. James, Franks J.-M. Carrié, Financement Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 47-48, 70. H. Elton, Warfare S. Williams - G. Friell, Theodosius J. Liebeschuetz, Barbarians 12.
355 296 και Νέρβιοι αναφέρονταν ανάμεσά τους 362. Στη Notitia Dignitatum απαριθμούνταν δώδεκα praefecturae laetorum. Τοιουτοτρόπως, οι Λαιτοί ήταν οργανωμένοι σε στρατιωτικές διοικήσεις υπό τις διαταγές Ρωμαίων επάρχων (praefecti) 363. Οι έπαρχοι την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum στη Δύση -περίπου το 425- ήταν απευθείας υπαγόμενοι στον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή στον comes et magister peditum praesentalis 364. Τέσσερις praefecturae βρίσκονταν σε τρεις επαρχίες της Λουγδουνησίας (Λουγδουνησία Β, Γ και Λουγδουνησία Σενονία), μία διοίκηση Λαιτών ήταν εγκατεστημένη στην Ακουϊτανία Α, έξι στις δύο επαρχίες της Βελγικής και, τέλος, άλλη μία στη Γερμανία Β 365. Η ονομασία της καθεμιάς praefectura είναι κατ αρχήν ενδεικτική, αλλά όχι απαραίτητα δεσμευτική, για την εθνική προέλευση των Λαιτών. Ορισμένες από αυτές θα διαπιστώσουμε ότι διακατέχονταν από μια τάση «αρχαϊσμού». Ωστόσο ακόμη και αν οι ονομασίες τους ήταν πράγματι ως ένα βαθμό τυπικές, σε κάθε περίπτωση εκτιμώ ότι οφείλουμε να τις λάβουμε υπόψη προκειμένου να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Κατά πάσα πιθανότητα, πλήρως γερμανικής καταγωγής ήταν οι Λαιτοί σε πέντε διοικήσεις, εκ των οποίων οι δύο αποτελούνταν αποκλειστικά από Σουηβούς (στη Λουγδουνησία Γ και στην Ακουϊτανία Α ). Από τις υπόλοιπες τρεις, η μία ήταν μεικτή διότι περιελάμβανε Σουηβούς και Βαταβούς (στη Λουγδουνησία Β ), η μία απαρτιζόταν από Φράγκους (στη Λουγδουνησία Γ ) και η τελευταία γενικά από «Τεύτονες», δηλαδή από άτομα γερμανικών καταβολών (στη Λουγδουνησία Σενονία). Μία ακόμη praefectura που έφερε τον χαρακτηρισμό «gentilium» πρέπει επίσης να στελεχωνόταν από Γερμανούς (στη Βελγική Β ) 366. Η εθνοτική προέλευση των Βαταβών που υπηρετούσαν σε τρεις συνολικά διοικήσεις (η μία είδαμε πως ήταν μεικτή, οι υπόλοιπες δύο ήταν στη Βελγική Β ) είναι θολή 367. Η ονομασία αυτή καθ αυτή ήταν αναχρονιστική. Οι Βαταβοί ως ξεχωριστή φυλή είχαν πρακτικά εξαφανιστεί τον 4 ο αι. Φαίνεται πως είχαν ενσωματωθεί στις μεγάλες φυλετικές ομοσπονδίες των Φράγκων και των Σαξόνων. Οι Φράγκοι και οι Σάξονες κατοικούσαν ήδη από τα μέσα του 3 ου αι. στην περιοχή της αρχαίας Βαταβικής, που αναλογούσε περίπου στη σημερινή Ολλανδία και το βόρειο Βέλγιο. Συνεπώς, οι Βαταβοί μάλλον αποτελούνταν κατά βάση από Γερμανούς. 362 Το εύρος της επιμιξίας των Βορειογαλατών και των Γερμανών γειτόνων τους τον 4 ο αι. αποκαλύπτεται και μέσα από ένα χωρίο του Αμμιανού ( ) όπου αναφέρεται ότι «mixti cum arctois Germanis, Galli amnem primi omnium penetrarent». 363 Not. Dign. Occ Not. Dign. Occ. 42: «Item praepositurae magistri militum praesentalis a parte peditum». 365 Λουγδουνησία Β : Not. Dign. Occ Λουγδουνησία Γ : Λουγδουνησία Σενονία: Ακουϊτανία Α : Βελγική Α : Βελγική Β : Γερμανία Β : Πλήθος ευρημάτων που σχετίζονται με τους laeti της Γαλατίας έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Βλ. αναλυτικά E. James, Franks Γερμανικής καταγωγής Λαιτοί: Not. Dign. Occ , 42, Βαταβοί Λαιτοί: Not. Dign. Occ ,
356 Οι Αιδούοι, οι Λίγγονες και οι Νέρβιοι ήταν παλαιά γαλατικά φύλα 368. Επειδή όμως οι ονομασίες τους είναι «αρχαΐζουσες», θεωρώ βέβαιο ότι στις διοικήσεις τους -που βρίσκονταν όλες στη Βελγική Α και Β - οι περισσότεροι λαιτοί ήταν μάλλον γερμανικής καταγωγής. Τους Λίγγονες αναφέρει συγκεκριμένα ο Ζώσιμος ως «Λογγίωνας, ἔθνος Γερμανικό», ένδειξη πιθανότατα της γερμανικής κατά βάση προέλευσής τους 369. Τέλος, για τους «laeti Lagenses», δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα 370. Μάλλον το όνομά τους διασώθηκε παρεφθαρμένο στο αντίγραφο της Notitia Dignitatum που σήμερα διαθέτουμε. Μια πιθανή αποκατάσταση θα μπορούσε να είναι η μετατροπή της λέξης «Lagenses» και η διόρθωσή της ως «L[in]g[on]enses», δηλαδή Λίγγονες. Η ίδια η λέξη «laetus» σήμαινε στη λατινική τον περιχαρή ή τον ευτυχισμένο 371. Καθίσταται λοιπόν αμέσως σαφής ο προπαγανδιστικός χαρακτήρας της επωνυμίας τους, αφού καθιερώθηκε για να διατυμπανίσει το πόσο ευτυχισμένοι και χαρούμενοι ήταν οι βάρβαροι που βρίσκονταν στην υπηρεσία των Ρωμαίων. Από την έως τώρα ανάλυση μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Λαιτοί δεν ήταν μια ξεχωριστή φυλή, όπως σε ορισμένες περιπτώσεις παραδίδονται σε πηγές, τις οποίες άθελά τους ίσως ενστερνίζονται και οι σύγχρονοι μεταφραστές 372. Οι Λαιτοί απάρτιζαν ένα πολυφυλετικό συνονθύλευμα κυρίως γερμανικής καταγωγής ανθρώπων που βρίσκονταν στην υπηρεσία της υστερορωμαϊκής διοίκησης και κατοικούσαν με τις οικογένειές τους σε ρωμαϊκά εδάφη, τα οποία είχαν δωρηθεί σε εκείνους από το κράτος. Ήταν δηλαδή απόγονοι βαρβάρων, όπως πολύ ορθά τους περιέγραψε ο Αμμιανός Μαρκελλίνος Λίγγονες: Not. Dign. Occ Αιδούοι: Νέρβιοι: Οι S. Williams και G. Friell (Theodosius 97) εκτιμούν ότι οι Batavi, Nervii κ.ά. που παραπέμπουν σε παλαιότερα κελτογερμανικά φύλα, ίσως προέρχονταν από παλαιούς επαρχιώτες που απελευθερώθηκαν από Γερμανούς, στους οποίους κατόπιν το κράτος παραχώρησε δημόσια γη. Η προσέγγισή τους ωστόσο αυτή δεν με πείθει. Αντίθετα ο R. I. Frank (Scholae Palatinae 67) αναφέρει ότι οι Σάλιοι Φράγκοι κατοικούσαν στις αρχές του 4 ου αι. στα εδάφη των παλαιών Βαταβών, άποψη που υποδηλώνει ότι οι Βαταβοί ίσως ήταν κατά κύριο λόγο Φράγκοι. 369 Ζώσιμος Not. Dign. Occ Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 376, λήμμα «laetus». S. Perowne, Roman World 22. Πρβλ. Αμμιανός Αντίθετα οι R. Grosse (Militärgeschichte 208) και F. Lot (La fin 115) ισχυρίζονται, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ότι προέρχεται από γερμανική λέξη που σήμαινε τον «ημιαυτόνομο». 372 Πρβλ. Paneg. Constantio Caes. VIII(V).21.1: «laetus postliminio restitutus». Ζώσιμος : «Λετούς, ἔθνος Γαλατικόν». Βλ. τις μεταφράσεις για τους laeti στους Θ. Καλαϊτζάκης, Ζώσιμος 115. J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I 257 (μετάφραση κειμένου Αμμιανού) και 561 (σχόλιο): «a tribe of the Alamanni» και Vol. II 57 (μετάφραση κειμένου Αμμιανού). Πρβλ. επίσης C. J. Simpson, Laeti in Northern Gaul: A Note on Pan. Lat. VIII, 21, Latomus 36 1 (1977) Του ιδίου, Julian and the laeti: A Note on Ammianus Marcellinus, XX, 8, 13, Latomus 36 1 (1977) , ο οποίος αφού ανέλυσε και σχολίασε το σχετικό χωρίο στους Λατινικούς Πανηγυρικούς και το χωρίο του Αμμιανού που θα παραθέσουμε στην επόμενη υποσημείωση κλίνει περισσότερο προς τη θεώρηση των Λαιτών ως «free barbarians independent of Roman control and possessing some form of tribal identity». 373 Αμμιανός : «adulescentes Laetos quosdam, cis Rhenum editam barbarorum progeniem, vel certe ex dediticiis, qui ad nostra desciscunt». Την πληροφορία του Αμμιανού ενστερνίζονται οι C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers (Panegyrici Latini υποσημ. 76 σ ). Ως αποκλειστικά γερμανικής καταγωγής τούς περιγράφει ο J. B. Bury (Invasion 44). Αντίθετα, ο A. Piganiol (Empire chrétien 363) τους χαρακτηρίζει ως
357 298 Συνδυάζοντας σχετικά χωρία από τον Αμμιανό και τον Ζώσιμο πληροφορούμαστε ότι οι Λαιτοί εκπαιδεύονταν σύμφωνα με τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα και οι νεοσύλλεκτοί τους είτε αναμιγνύονταν με τους υπόλοιπους Ρωμαίους στρατιώτες στις διάφορες μονάδες, είτε σχημάτιζαν ανεξάρτητους σχηματισμούς μάχης 374. Διάσημος Λαιτός υπήρξε ο σφετεριστής Μαγνέντιος ( ), ο δολοφόνος του Κώνσταντα Α, ο οποίος καταγόταν από οικογένεια γερμανικής καταγωγής Λαιτών, πιθανώς Φράγκων 375. Ακόμη ένας Φράγκος Λαιτός ίσως ήταν ο στρατηγός Σιλβανός, ο οποίος το 355 επαναστάτησε εναντίον του Κωνστάντιου Β στη Γαλατία 376. Ο θεσμός των Λαιτών ίσως έχει τις απαρχές του ήδη στη βασιλεία του Πρόβου ( ), όπως υποστηρίξαμε και για τα auxilia palatina. Πηγές αναφέρουν ότι ο αυτοκράτορας συνέλαβε χιλιάδες αιχμαλώτους κατά τη διάρκεια των νικηφόρων εκστρατειών του στη Γαλατία εναντίον των Γερμανών -η Historia Augusta κάνει συγκεκριμένα λόγο για άνδρες- τους οποίους κατόπιν διέσπειρε είτε σε μονάδες είτε σε διάφορες επαρχίες, συμπεριλαμβανομένων βέβαια και εκείνων που γειτνίαζαν με τους Γερμανούς του Ρήνου 377. Πάντως, ο θεσμός των Λαιτών με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε μόλις παραπάνω μνημονεύεται για πρώτη φορά σε Πανηγυρικό που εκφωνήθηκε προς τιμήν του καίσαρα Κωνστάντιου Χλωρού μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του τελευταίου στη βόρεια Γαλατία εναντίον των Γερμανών την πενταετία Στον Πανηγυρικό αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Κωνστάντιος Χλωρός εποίκισε μεγάλες αρόσιμες εκτάσεις στη βόρειες επαρχίες της Γαλατίας με Χαμάβους και Φρίσιους αιχμαλώτους (αρχαίες ονομασίες που παραπέμπουν στους Φράγκους), στους οποίους παρεχώρησε γη προς καλλιέργεια. Αυτοί με τη σειρά τους προμήθευαν τον στρατό με εμπειροπόλεμους στρατιώτες 378. Ενδεικτική ως προς τον χαρακτήρα αυτών των εγκαταστάσεων θεωρώ πως είναι μια επιγραφή σε επιτύμβια στήλη του 4 ου «probablement hommes de sang mêlé, mi-germains et mi-romains, en tout cas un élément de population très suspect». 374 Εκπαίδευση σύμφωνα με τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα: Ζώσιμος Διασπορά τους σε μονάδες: Αμμιανός Ανεξάρτητοι σχηματισμοί Λαιτών ή γενικά ανεξάρτητη δράση τους: Αμμιανός , Ζώσιμος : «Μαγνέντιος γένος μὲν ἕλκων ἀπὸ βαρβάρων, μετοικήσας δὲ εἰς Λετούς, ἔθνος Γαλατικόν, παιδείας τε τῆς Λατίνων μετασχών». Ιουλιανός, Εις Κωνστάντιον Βλ. επίσης και E. James, Franks 41. L. J. Daly, Gothic Challenge 357 και υποσημ. 30 στην ίδια σελ. J. Barlow, Kinship 225, Ο Αμμιανός ( ) γράφει ότι ήταν Φράγκος. Βλ. και K. F. Stroheker, Heermeister J. Barlow, Kinship 225, 227, HA, Prob. 14.7: «accepit praeterea sedecim milia tironum, quos omnes per diversas provincias sparsit, ita ut numeris vel limitaneis militibus quinquagenos et sexagenos intersereret». Ζώσιμος : «συμπεσόντων σφίσι τῶν στρατοπέδων (Ρωμαίοι του Πρόβου εναντίον Βανδάλων-Βουργουνδών) οἳ μὲν ἀπεσφάττοντο τῶν βαρβάρων, οἳ δὲ καὶ ζῶντες ὑπὸ τοὺς Ρωμαίους γεγόνασιν». Ο S. Dill (Merovingian Gaul 6) γράφοντας για την ιστορία των Φράγκων θεωρεί ως σημαντικό terminus τη βασιλεία του Πρόβου. Σημειώνει τις κυριότερες εξελίξεις που συνέβησαν μετά τη βασιλεία του, συμπεριλαμβανομένων και των εγκαστάσεων Φράγκων εποίκων στα εδάφη της Βελγικής. Πρόκειται προφανώς για τους γνωστούς «laeti». 378 Paneg. Constantio Caes. VIII(V).9.3. Βλ. E. James, Franks 39. C. E. V. Nixon - Barbara S. Rodgers, Panegyrici Latini υποσημ σ Βλ. επίσης σχετική επιγραφή ILS 664: «Val. Sam/barrae p. p. equ. Dalm. Aq/uesianis comit. l. l. m.(δηλαδή laetus libens merito)».
358 αι., όπου ο νεκρός διατρανώνει υπερήφανα την καταγωγή του ως εξής: «Francus ego civis, Romanus miles in armis» 379. Παρόμοια με τους Λαιτούς της Γαλατίας ήταν η ιστορική αφετηρία και για τους Σαρμάτες που ήταν εγκατεστημένοι στη ρωμαϊκή επικράτεια και υπηρετούσαν υπό τις διαταγές Ρωμαίων αξιωματικών. Προέρχονταν πιθανότατα από Σαρμάτες και ίσως και άλλους παραδουνάβιους βαρβάρους, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων που διεξήγαγαν εναντίον τους ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος. Σύμφωνα με τον Ευτρόπιο, του οποίου το κείμενο μετέφρασε στα ελληνικά ο Παιάνιος, χάρη στις νικηφόρες επιχειρήσεις του Διοκλητιανού στο μέτωπο του Δούναβη «Κάρποι γὰρ καὶ Βαστέρναι καὶ Σαρμάται κατεπολεμήθησαν, ὥς τε τῆς ἀπὸ τοῦ πολέμου λείας ἀνδρῶν τε καὶ λοιπῶν τὴν ῥωμαϊκὴν πληρωθῆναι γῆν» 380. Ακόμη περισσότερες αιχμαλωσίες και μετοικεσίες επεφύλασσε για τους Σαρμάτες η σύγκρουσή τους με τις πανίσχυρες δυνάμεις του Κωνσταντίνου το 322 και το 332/3. Και στις δύο περιπτώσεις οι ηττημένοι Σαρμάτες που παραδόθηκαν κατά δεκάδες χιλιάδες η Origo Constantini Imperatoris κάνουν λόγο για πάνω από στον τροπαιούχο αυτοκράτορα διαμοιράστηκαν στις παραδουνάβιες επαρχίες καθώς επίσης και σε πολλές άλλες πόλεις και τοποθεσίες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα στις περιφέρειες της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ιταλίας 381. Η διαδικασία περιγράφεται αναλυτικότατα από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Οι Σαρμάτες αντιμετωπίζοντας εσωτερική επανάσταση από τους δούλους τους απευθύνθηκαν στον Κωνσταντίνο για να τους σώσει. Ο αυτοκράτορας «οἷα σῴζειν εἰδὼς τούτους πάντας ὑπὸ τῇ Ῥωμαίων εἰσεδέχετο χώρᾳ, ἐν οἰκείοις τε κατέλεγε στρατοῖς τοὺς ἐπιτηδείους, τοῖς δ ἄλλοις τῶν πρὸς τὴν ζωὴν εἵνεκα χώρας εἰς γεωργίαν διένεμεν, ὡς ἐπὶ καλῷ τὴν συμφορὰν αὐτοῖς ὁμολογεῖν γεγενῆσθαι Ῥωμαϊκῆς ἐλευθερίας ἀντὶ βαρβάρου θηριωδίας ἀπολαύουσιν» 382. Ειδικά για τους Σαρμάτες η ρωμαϊκή πρακτική των αναγκαστικών μετοικίσεων δεν ήταν άγνωστη. Το έτος Σαρμάτες Ιάζυγες παραδόθηκαν στον Μάρκο Αυρήλιο, ο CIL XIII.3576=ILS Βλ. E. James, Franks 42. J. Barlow, Kinship Eutropius 9.25=Παιάνιος Βλ. αναλυτικότερα Ζώσιμος (322): «Κωνσταντῖνος τοῖς βαρβάροις (ενν. Σαρμάτες) ἐπιπεσὼν πολλοὺς μὲν ἀπέκτεινεν τοὺς δὲ πλείους ἐζώγρησεν, ὥστε τοὺς λειπομένους φυγεῖν» και : «ὁ Κωνσταντῖνος ἐπιτίθεται, καὶ πολλοὺς μὲν ἀνεῖλεν πολλοὺς δὲ ζωγρίας ἑλὼν τὸ περιλειφθὲν πλῆθος χεῖρας ἀνατεῖναν ἐδέξατο, καὶ μετὰ πλήθους αἰχμαλώτων ἐπανῄει πρὸς τὰ βασίλεια. Διανείμας δὲ τούτους ταῖς πόλεσιν». Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου 4.5, 4.6 (332). Consularia Constantinopolitana a.334. Hieronymus, Chronicon , Origo Const. Imp Isidorus, De Orig. Goth Historia Pseudo-Isidoriana 8. Βλ. γενικά A. Piganiol, Empire chrétien P. Petit, Empire romain Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου Το υπόλοιπο κείμενο ( ) έχει ως εξής: «Σαυρομάτας δ αὐτὸς ὁ θεὸς ὑπὸ τοῖς Κωνσταντίνου ποσὶν ἤλαυνεν, ὧδέ πη τοὺς ἄνδρας βαρβαρικῷ φρονήματι γαυρουμένους χειρωσάμενος. Σκυθῶν γὰρ αὐτοῖς ἐπαναστάντων τοὺς οἰκέτας ὥπλιζον οἱ δεσπόται πρὸς ἄμυναν τῶν πολεμίων. ἐπεὶ δ ἐκράτουν οἱ δοῦλοι, κατὰ τῶν δεσποτῶν ἤραντο τὰς ἀσπίδας πάντας τ ἤλαυνον τῆς οἰκείας. οἱ δὲ λιμένα σωτηρίας οὐκ ἄλλον ἢ μόνον Κωνσταντῖνον εὕραντο».
359 300 οποίος εγκατέστησε από αυτούς στη Βρετανία, τους διέσπειρε σε μονάδες και τους έδωσε γη να καλλιεργήσουν 383. Στην Ιταλία η Notitia Dignitatum κατέγραψε δεκαεπτά praefecturae Sarmatarum gentilium 384. Δεκατρείς ήταν εγκατεστημένες στα περίχωρα πόλεων σε ολόκληρη την Ιταλία (Forum Fulviense, Opitergium, Patavium, Verona, Cremona, Taurini, Dertona, Novaria, Vercellae, Regio Samnitis, Bononia, Quadratae et Eporedia, Pollentia), ενώ τέσσερις στάθμευαν στις επαρχίες της Απουλίας-Καλαβρίας και της Λευκανίας-Βρεττίων 385. Πέντε επιπλέον praefecturae Σαρματών βρίσκονταν στη Γαλατία, διάσπαρτες στους Πικτάβους, στην περιοχή των Παρισίων, στη Βελγική Β πάλι ανάμεσα στις πόλεις των Ρημών και των Αμβιανών, κατά μήκος του Ροδανού και στους Λίγγονες 386. Ο Γαλλορωμαίος ρήτορας Αυσόνιος έκανε μνεία, επιπλέον, σε εγκαταστάσεις Σαρματών και επί του ποταμού Μοζέλλα στη βορειοανατολική Γαλατία 387. Υπήρχε, τέλος, άλλη μία διοίκηση στη Γαλατία για την οποία δεν διασώθηκε η τοποθεσία στη Notitia Dignitatum 388. Από τα αρχικά «Au» συμπεραίνουμε ότι ίσως ήταν εγκατεστημένοι στο Αυγουστόδουνο ή στην Αυγουστόβονα της κεντρικής Γαλατίας. Η praefectura των Πικτάβων διέθετε εκτός από Σαρμάτες και Ταϊφάλους, που ήταν ένα γερμανικό φύλο. Στους Σαρμάτες προστέθηκαν γύρω στο 400 και αρκετοί Αλαμαννοί 389. Οι Σαρμάτες και Ταϊφάλοι gentiles της Ιταλίας και της Γαλατίας διοικούνταν όπως και οι Λαιτοί από επάρχους (praefecti) που ήταν υφιστάμενοι του magister peditum praesentalis του δυτικού κράτους. Οι υποχρεώσεις τους ήταν παρόμοιες με εκείνες των Λαιτών. Γάλλοι ιστορικοί επισημαίνουν το γεγονός ότι συχνά τα εθνοτικά ή προσδιοριστικά ονόματα των Λαιτών της Γαλατίας διασώθηκαν παρεφθαρμένα σε σημερινά τοπωνύμια στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί 390. Αναφορικά με τους Λαιτούς και τους Σαρμάτες γίνεται κατανοητό ότι η διαπραγμάτευσή τους στο κεφάλαιο που αφορά στους λιμιτάνεους είναι καταχρηστική, διότι οι περισσότερες διοικήσεις τους ήταν εγκατεστημένες στο εσωτερικό του δυτικού κράτους. Οι περισσότεροι Λαιτοί κατοικούσαν στην ενδοχώρα της Γαλατίας, ενώ οι Σαρμάτες στην ενδοχώρα της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ειδικά οι εγκαταστάσεις των Σαρματών ήταν τοποθετημένες πολύ μακρύτερα από τα σύνορα σε σχέση με τις αντίστοιχες των Λαιτών της Γαλατίας, εκτός από μια διοίκηση που βρισκόταν σχετικά κοντά στα σύνορα, στην επαρχία της 383 Δίων Κάσσιος Βλ. I. A. Richmond, Sarmatae 17-18, 22-24, 29 (απόδοση γαιών σε Σαρμάτες). 384 Not. Dign. Occ Σαρμάτες δίπλα σε ιταλικές πόλεις: Not. Dign. Occ Σαρμάτες στην Απουλία-Καλαβρία: Not. Dign. Occ και 49. Σαρμάτες στη Λευκανία-Βρεττίους: Not. Dign. Occ και 50. Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire II Not. Dign. Occ αντίστοιχα. 387 Ausonius, Mosella Not. Dign. Occ : «Praefectus Sarmatarum gentilium, Au». 389 A. H. M. Jones, Later Empire II Π.χ. Sermaise, Saumaise και Sermizelles από τους Σαρμάτες, Gentilly από τους gentiles, Marmagne από τους Μαρκομάννους, Tiffauges από τους Ταϊφάλους, Allemagne και Allemans από τους Αλαμαννούς. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 28. F. Lot, La fin 116.
360 Βελγικής Β μεταξύ των πόλεων των Ρημών (Rheims) και των Αμβιανών (Amiens). Τους εντάξαμε όμως στο κεφάλαιο αυτό επειδή έχουν κάποιες ομοιότητες με τις praepositurae limitum της Β. Αφρικής, υπό την έννοια ότι παρέχονταν σε αυτούς στέγη και γη με αντάλλαγμα την παροχή από μέρους τους στρατιωτικών υπηρεσιών Η ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΝ 4 ο αι. α) Η αριθμητική ισχύς των μονάδων στους limitanei. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε με απόλυτη ακρίβεια την αριθμητική ισχύ των συνοριακών σχηματισμών μάχης μπορούμε ωστόσο να εξαγάγουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Υπάρχουν ιστορικοί, π. χ. ο E. C. Nischer και ο Ι. Καραγιαννόπουλος, που υποστηρίζουν ότι όλες οι λεγεώνες των λιμιτάνεων διέθεταν ακόμη τη συνήθη δύναμη των περίπου ανδρών, όπως δηλαδή και κατά την περίοδο του Principatus 391. Παρ όλα αυτά ο A. H. M. Jones αμφισβήτησε αυτούς τους υπολογισμούς, διότι παρατήρησε ότι οι περισσότερες από τις συνοριακές λεγεώνες είχαν ήδη προσφέρει πάμπολλα αποσπάσματα κατά τον σχηματισμό των στρατών κρούσης/εκστρατείας. Υπέθεσε λοιπόν ότι από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και έπειτα αυτές οι μονάδες διέθεταν πλέον το ήμισυ ή το πολύ γύρω στα δύο τρίτα της αρχικής τους ισχύος. Συμπληρώνει πάντως, βασιζόμενος πάντα στους πλήρεις καταλόγους της Notitia Dignitatum, ότι κάτι τέτοιο είναι ευκολότερο να αποδειχτεί για τις λεγεώνες του Δούναβη, αφού υποστηρίζει ότι διέθεταν σαφώς περισσότερους από και σε αρκετές περιπτώσεις γύρω στους άνδρες. Ισχυρίζεται επίσης ότι προφανώς οι λεγεώνες του ανατολικού μετώπου συνέχισαν να αποτελούνται από άνδρες, καθώς ελάχιστες από αυτές συνεισέφεραν αποσπάσματα στους στρατούς κρούσης. Τέλος υποστηρίζει ότι όλες οι λεγεώνες που προστέθηκαν στη δύναμη των λιμιτάνεων από τον Μ. Κωνσταντίνο και εξής διέθεταν μόνον άνδρες η καθεμία 392. Με τη θέση του A. H. M. Jones συντάσσονται σε γενικές γραμμές ο E. N. Luttwak, ο R. McMullen και τελευταία ο M. J. Nicasie, οι οποίοι ανεβάζουν την ισχύ αυτών των λεγεώνων περίπου σε άνδρες ή και λιγότερο 393. Αντιθέτως οι περισσότεροι νεότεροι και σύγχρονοι μελετητές κατεβάζουν την αριθμητική ισχύ όλων των συνοριακών λεγεώνων σε άνδρες. Κύριοι θεμελιωτές της παραπάνω άποψης υπήρξαν κορυφαίοι ιστορικοί, όπως ο J. B. Bury, ο R. Grosse, ο H. M. D. Parker, o D. van Berchem και ο G. Alföldy 394. Μάλιστα ο R. Grosse είχε εκτιμήσει ότι 391 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 627. E. C. Nischer, Reforms 9. S. Perowne, Roman World Συνολικά για όλες τις παραπάνω απόψεις πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire II Πρβλ. E. N. Luttwak, Grand Strategy 175. R. McMullen, Army 457. M. J. Nicasie, Twilight 74, C. W. C. Oman, Art of War 7 (η παλαιά λεγεώνα των που γράφει ο Βεγέτιος μέχρι τα τέλη του 4 ου αι. είχε πέσει στους άνδρες). J. B. Bury, Notitia 152. Του ιδίου, Invasion 31. R. Grosse, Militärgeschichte 34, 252. H. M. D. Parker, Legions 187. D. van Berchem, Armée et réforme P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 24. P. Petit, Empire romain 55. R. McMullen, Army 457 (λεγεώνα λιμιτάνεων πολύ κάτω από τους άνδρες που υποθέτει ο A. H. M. Jones, ίσως γύρω στους στις αρχές
361 302 ενδέχεται η αριθμητική ισχύς των λεγεώνων να κυμαινόταν ανάμεσα στους 300, 400, 500 ή άνδρες έκαστη 395. Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι οι λεγεώνες που προστέθηκαν επί του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του διέθεταν όντως άνδρες, όπως άλλωστε και οι αντίστοιχες λεγεώνες των κομιτατήσιων. Το ίδιο πιθανότατα ίσχυε και για τις παλαιότερες αντίστοιχες μονάδες, παρότι λεγεώνες, όπως εκείνες στον Δούναβη, διαιρούνταν σε αριθμό αποσπασμάτων (δύο έως έξι) υπό τη διοίκηση επάρχων 396. Πρόσθετες ενδείξεις που ενισχύουν την εκδοχή που υποστηρίζουμε μας παρέχουν οι νεότερες αρχαιολογικές έρευνες. Τα λεγεωνικά στρατόπεδα του 4 ου αι. που έχουν ανασκαφεί στη μεθοριακή περίμετρο της αυτοκρατορίας, όπως το στρατόπεδο της IV Martia στη Βηθωρών (Betthoro, σημ. El-Lejjun) της Ιορδανίας και της II Augusta στις Rutupiae (Richborough) της Νότιας Αγγλίας, ήταν μικρότερου εμβαδού από τα αντίστοιχα της κλασικής αυτοκρατορικής εποχής. Δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν παραπάνω από με στρατιώτες έκαστο, ενδεικτικό για αρκετούς μελετητές ότι ανάλογη ήταν σε γενικές γραμμές και η αριθμητική ισχύς των συνοριακών λεγεώνων 397. Σχετικά με τους υπόλοιπους σχηματισμούς που δημιούργησε στον Δούναβη ο Μ. Κωνσταντίνος, τους cunei equitum και τα auxilia, υπάρχει επίσης μικρή διάσταση απόψεων. Ο R. Grosse, ο A. H. M. Jones και ο W. Treadgold θεωρούν ότι οι cunei διέθεταν γύρω στους 500 άνδρες, ενώ ο Ι. Καραγιαννόπουλος πιστεύει ότι αποτελούνταν από μικρότερο αριθμό ανδρών 398. Οι συνοριακές βηξιλλατιώνες των ιππέων υπολογίζεται ότι διέθεταν από 300 ως 500 άνδρες 399. Όσο για τα auxilia ο W. Treadgold υποστηρίζει ότι διέθεταν επίσης 500 άνδρες, ενώ ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι πιθανώς αριθμούσαν 600 με 700 άντου 5 ου αι.). G. Alföldy, Κρίση 609. R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army 552, 554. W. Treadgold, Army 47, 49, H. Elton, Warfare (όχι παραπάνω από άνδρες). 395 R. Grosse, Militärgeschichte 31, Not. Dign. Or , , Occ , , Οι λεγεώνες IV Flavia στη Μοισία Α και I Adiutrix στη Βαλερία δεν διαιρούνταν σε αποσπάσματα. Η Notitia Dignitatum διασώζει τη διαίρεση των λεγεώνων του Δούναβη σε κοόρτεις συνήθως με τον χαρακτηρισμό «cohortis quintae pedaturae superioris ή inferioris». Αυτό υποδήλωνε ότι ο επικεφαλής έπαρχος (praefectus legionis) διοικούσε τμήμα της λεγεώνας, έχοντας υπό την εποπτεία συγκεκριμένο τομέα του μετώπου. Άλλωστε η ίδια η σημασία του όρου pedatura αυτό σημαίνει (τομέας). Ειδικά για τον όρο pedatura=τομέας βλ. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 180, 219. H. Schönberger, Germany 180 [επισημαίνει και αυτός τη διάσπαση της γ ιταλικής (III Italica) λεγεώνας της Ραιτίας σε τοπικά αποσπάσματα, δηλαδή σε pedaturae]. 397 B. Isaac, Army υποσημ. 70 σ. 141 (το λεγεωνικό στρατόπεδο στο El-Lejjun μπορούσε να φιλοξενήσει με άνδρες), 144 (οι δύο λεγεώνες της Παλαιστίνης διέθεταν πιθανώς από ως άνδρες). D. L. Kennedy, The Roman Frontier in Arabia (Jordanian Sector), JRA 5 (1992) , σ. 476 (με βάση επίσης τη χωρητικότητα του στρατοπέδου στο El-Lejjun, εκτιμά ότι οι συνοριακές λεγεώνες ίσως διέθεταν γύρω στους στρατιώτες). R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army 554 (λεγεώνες το πολύ στρατιωτών με βάση το μέγεθος του στρατοπέδου της II Augusta στις Rutupiae και της IV Martia στη Βηθωρών). N. Fields, Saxon Shore 48 (το μέγεθος του οχυρού Rutupiae υποδηλώνει ότι στέγαζε κλάσμα της παλιάς λεγεώνας II Augusta). 398 R. Grosse, Militärgeschichte 53, 54. A. H. M. Jones, Later Empire II 681. W. Treadgold, Army 46. Αντιθέτως βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α M. J. Nicasie, Twilight 74.
362 δρες 400. Τέλος, οι αριθμοί (numeri) υπολογίζεται ότι περιλάμβαναν γύρω στους 300 με 500 στρατιώτες 401. Όσο για τις ίλες και τις κοόρτεις ο R. Grosse εκτιμά ότι συνέχισαν να διατηρούν και τον 4 ο αι. το καθιερωμένο από παλαιά όριο των 500 ανδρών κατά μέσο όρο 402. Αντιθέτως, ο R. P. Duncan-Jones με βάση το μικρό μέγεθος των φρουρίων όπου στρατοπέδευαν συνοριακές μονάδες, όπως ίλες και κοόρτεις, συμπέρανε ότι τέτοιοι σχηματισμοί ίσως διέθεταν πολύ χαμηλά ποσοστά επάνδρωσης και ανάλογα περιορισμένη αριθμητική δύναμη, της τάξεως των 50 έως 200 ανδρών 403. Υπάρχει, λοιπόν, το ισχυρό ενδεχόμενο ότι οι μονάδες σε πολλές περιπτώσεις ήταν μειωμένης σύνθεσης, αδυνατώντας να προσεγγίσουν το θεωρητικά ανώτερο επιχειρησιακό τους όριο. 303 β) Η αριθμητική ισχύς των μονάδων στους comitatenses. Βασική μονάδα του στρατού των κομιτατήσιων παρέμεινε η λεγεώνα (legio) δεν επρόκειτο όμως πλέον για τις παλαιές πολυπληθείς λεγεώνες των περίπου ανδρών που είχαν αποδειχθεί δυσκίνητες, αλλά για μικρότερου μεγέθους και γι αυτό το λόγο περισσότερο ευκίνητες λεγεώνες ισχύος έως ανδρών 404. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται και από ένα χωρίο του Αμμιανού Μαρκελλίνου όπου αναφέρεται ότι ζητήθηκε η επιλογή 500 ανδρών από κάθε λεγεώνα για τη δημιουργία εκστρατευτικού σώματος 405. Αυτό ίσως σημαίνει ότι ζητήθηκε περίπου το ήμισυ της δύναμης κάθε λεγεώνας ως συνδρομή στη συγκρότηση του εκστρατευτικού σώματος. Με βάση ωστόσο μια μαρτυρία του Ζώσιμου, ο R. Grosse και ο A. H. M. Jones πιθανολογούν ότι ίσως υπήρχαν λεγεώνες με περισσότερους από άνδρες 406. Σχετικά με την αριθμητική ισχύ των auxilia palatina, οι γνώμες των μελετητών ελαφρώς διίστανται, αφού ο R. McMullen υπολογίζει τη δύναμή τους περίπου στους 400 άν- 400 Βλ. τους καταλόγους του W. Treadgold (Army 52). Αντιθέτως βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II Th. Mommsen, Militärwesen 255. J. Maspero, Égypte R. Grosse, Militärgeschichte 45, 47. Παρομοίως H. Elton (Warfare 99), όπου με βάση την αριθμητική ισχύ των ιλών και των κοόρτεων (600 στρατιώτες) υπολογίζεται η ισχύς και των υπολοίπων τύπων μονάδων των λιμιτάνεων. 403 Πρβλ. R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 627. R. Grosse, Militärgeschichte 34, 252. J. B. Bury, Notitia 152. A. H. M. Jones, Later Empire II 681. E. C. Nischer, Reforms 13. W. Treadgold, Army 46. R. McMullen, Army 457. G. Alföldy, Κρίση 609. E. N. Luttwak, Grand Strategy 175. R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army J. Haldon, Warfare 108. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 24. A. Piganiol, Empire chrétien 364, 367 και υποσημ. 4 σ. 364 (θεωρεί όμως ότι ο αριθμός των ανδρών ανά λεγεώνα παραμένει μια εικασία). M. J. Nicasie, Twilight 67-71, 74, 76. J. Penrose, Enemies of Rome 243. S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 4 (οι τρεις τελευταίοι ). C. Zuckerman, Στρατός 232 ( ). 405 Αμμιανός Ζώσιμος : «ἔδοξε τῷ βασιλεῖ πέντε τῶν ἀπὸ Δαλματίας στρατιωτικὰ τάγματα, τῆς οἰκείας μεταστάντα καθέδρας, ἐπὶ φυλακῇ τῆς Ρώμης ἐλθεῖν τὰ δὲ τάγματα ταῦτα ἐπλήρουν ἄνδρες ἑξακισχίλιοι». Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 31. A. H. M. Jones, Later Empire II 682 III υποσημ. 174 σ Ο D. Woods (Varus 180) εκτιμά λανθασμένα κατά τη γνώμη μου ότι ο Ζώσιμος αναφερόταν πιθανώς σε μονάδες δαλματικού ιππικού και όχι σε λεγεώνες ή έστω μονάδες πεζικού.
363 304 δρες, ο E. C. Nischer, ο R. Grosse και ο W. Treadgold θεωρούν ότι αποτελούνταν από 500 άνδρες, τη στιγμή που ο A. H. M. Jones ισχυρίζεται ότι τα auxilia palatina διέθεταν γύρω στους 600 με 700 πεζούς, ενώ ο M. J. Nicasie από 800 πεζούς το καθένα 407. Οι βηξιλλατιώνες ιππικού των κομιτατήσιων εκτιμάται γενικά ότι απαρτίζονταν από 500 άνδρες η καθεμία 408. Τέλος οι λεγεώνες των ψευδοκομιτατήσιων υπολογίζεται ότι διέθεταν το πολύ 500 άνδρες, αν και ο E. C. Nischer υπολογίζει τη δύναμή τους σε άνδρες η καθεμία, όπως δηλαδή και οι υπόλοιπες λεγεώνες των λιμιτάνεων και των κομιτατήσιων 409. Επισημαίνουμε, ωστόσο, ότι, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των λιμιτάνεων, τα αριθμητικά δεδομένα που διαθέτουμε για τις μονάδες των κομιτατήσιων ίσως αφορούν στη βέλτιστη θεωρητική επάνδρωσή τους, και όχι πάντα στην πραγματική. Καθίστανται επίσης εμφανείς οι σημαντικές αποκλίσεις στις εκτιμήσεις των νεότερων μελετητών. γ) Η συνολική αριθμητική ισχύς του στρατού. Σχετικά με τη συνολική αριθμητική δύναμη του στρατού τον 4 ο αι. διαθέτουμε δύο πολυσυζητημένες αναφορές πηγών, καθώς και πάμπολλες εκτιμήσεις και αναλύσεις πληθώρας νεοτέρων μελετητών. Ο Ιωάννης Λυδός σημείωσε ότι επί του Διοκλητιανού το σύνολο των στρατευμένων πλησίασε τους άνδρες και συμπλήρωσε «ὅτι πρὸς τοῦτον τὸν ἀριθμὸν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς βασιλείας τὸν στρατὸν διέθηκεν, ὡς ἑτέρας τοσαύτας μυριάδας στρατοῦ προστεθῆναι τῇ Ῥωμαϊκῇ πολιτείᾳ» 410. Λίγες δεκαετίες αργότερα ο Αγαθίας σχολίασε την αριθμητική ανεπάρκεια του στρατού του Ιουστινιανού (τον υπολόγισε περίπου σε άνδρες θεωρείται ωστόσο βέβαιο ότι αναφερόταν αποκλειστικά στους comitatenses) και την αδυναμία του να καλύψει επαρκώς τις αμυντικές ανάγκες των υπερεκτεταμένων μετώπων σε Ανατολή και Δύση υπό το πρίσμα του κολοσσιαίου στρατού που κάποτε υπηρετούσε τους παλαιότερους αυτοκράτορες. Συγκεκριμένα, ο Αγαθίας υπολόγισε τον στρατό του 4 ου και 5 ου αι. -προφανώς πριν από την πτώση της υστερορωμαϊκής Δύσης- στον απίστευτο αριθμό των ανδρών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι: «τὰ γὰρ τῶν Ρωμαίων στρατεύματα, οὐ τοσαῦτα διαμεμενηκότα ὁπόσα τὴν ἀρχὴν ὑπὸ τῶν πάλαι βασιλέων ἐξεύρηται, ἐς ἐλαχίστην δέ τινα μοῖραν περιελθόντα, οὐκέτι τῷ μεγέθει τῆς πολιτείας ἐξήρκουν. δέον γὰρ ἐς πέντε καὶ τεσσαρά- 407 E. C. Nischer, Reforms 13. R. Grosse, Militärgeschichte 42, 252. R. McMullen, Army 458. W. Treadgold, Army S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 5. M. J. Nicasie, Twilight 76. A. H. M. Jones, Later Empire II 682 III υποσημ. 174 σ. 211, ο οποίος στηρίζεται σε μαρτυρία του Ζώσιμου (Ζώσιμος : «ἓξ τάγματα στρατιωτῶν προσωρμίσθησαν, πάλαι μὲν ἔτι περιόντος Στελίχωνος προσδωκόμενα, τότε δὲ πρὸς συμμαχίαν ἐκ τῆς ἑῴας παραγενόμενα, χιλιάδων ἀριθμὸν ὄντα τεσσάρων»). Τέλος, οι Ι. Καραγιαννόπουλος (Ιστορία Α 627), M. P. Speidel (Auxilia Palatina ) και R. P. Duncan-Jones (Diocletian s Army ) θεωρούν ότι δεν μπορεί να γίνει ακριβής εκτίμηση για την αριθμητική δύναμη των auxilia palatina. 408 E. C. Nischer, Reforms 13. R. Grosse, Militärgeschichte 51, 252. A. H. M. Jones, Later Empire II 681. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 627. W. Treadgold, Army 46. M. J. Nicasie, Twilight A. H. M. Jones, Later Empire II 682. W. Treadgold, Army 46. Αντιθέτως E. C. Nischer, Reforms Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών Ο A. Piganiol (Empire chrétien 366) παραδίδει αυτήν την πληροφορία ασχολίαστη χωρίς όμως παραπομπή. Φαίνεται όμως ότι την αποδέχεται εμμέσως.
364 κοντα καὶ ἑξακοσίας χιλιάδας μαχίμων ἀνδρῶν τὴν ὅλην ἀγείρεσθαι δύναμιν μόλις ἐν τῷ τότε ἐς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν περιειστήκει» 411. Κυρίως με βάση τα δύο αυτά χωρία, καθώς και με τα αναλυτικά στοιχεία της Notitia Dignitatum, όλοι οι νεότεροι ιστορικοί και μελετητές διαμόρφωσαν τις εκτιμήσεις και τις απόψεις τους. Οι αριθμοί που παραδίδουν ξεκινούν από τους περίπου άνδρες, και κλιμακώνονται σταδιακά θέτοντας ως όρια τους , κατόπιν τους , φτάνοντας τελικά ως την εξωπραγματική οροφή των ανδρών 412. Ο Th. Mommsen θα λέγαμε ότι ήταν ο πρώτος που άνοιξε τη συζήτηση. Έκτοτε το πρόβλημα της συνολικής αριθμητικής ισχύος του στρατού κατά τον 4 ο αι. καλά κρατεί. Το 1889 ο Th. Mommsen έκανε λόγο για επιχειρησιακή οροφή των ανδρών, βασίζοντας τις εκτιμήσεις του στους καταλόγους μονάδων, όπως αυτοί διασώζονται στη Notitia Dignitatum. Την άποψη του Th. Mommsen ενστερνίστηκε πολύ αργότερα και ο L. Bréhier 413. Προκειμένου να διευκολύνουμε την πορεία της διαπραγμάτευσης θα προβούμε σε «κατηγοριοποίηση» των διαφόρων εκτιμήσεων. Η πρώτη «σχολή» μελετητών είναι κάπως ελαστική. Αδυνατώντας να καταλήξουν σε οριστικές απαντήσεις υποστηρίζουν ότι ο στρατός του 4 ου αι. διέθετε συνολικά από έως άνδρες, πλην του E. Stein, ο οποίος υπολόγισε τους λιμιτάνεους σε και τους κομιτατήσιους σε άνδρες. Κατέληξε συνεπώς στο νούμερο των ανδρών 414. Υπάρχουν επίσης και ιστορικοί, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία διέθετε τον 4 ο αι. υπό τα όπλα είτε , είτε άνδρες. Αυτοί θα λέγαμε ότι ακολουθούν τη «μέση οδό» 415. Και αυτό διότι πολλοί νεότεροι μελετητές έχουν καταλή Αγαθίας Συνολικά για την κριτική του Αγαθία περί της αμυντικής αδυναμίας του πρώιμου βυζαντινού κράτους στην εποχή του, δηλαδή επί του Ιουστινιανού, βλ Ο αριθμός των ανδρών διατυπώθηκε στους J. Kromayer - G. Veith, Heerwesen und Kriegsführung der Griechen und Römer, [Handbuch der Altertumswissenschaft] München 1928, ανατ. 1963, σ Th. Mommsen, Militärwesen 257. L. Bréhier, Institutions R. Grosse, Militärgeschichte ( με , σίγουρα πάντως ήταν οι κομιτατήσιοι). G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 322 (στρατός 4 ου αι. από ως ). O. Seeck, Untergang II (από έως άνδρες). E. Stein, Bas-Empire I 2 55, 72, 424 ( λιμιτάνεοι και κομιτατήσιοι). M. Grant, The Fall 70 ( έως από αυτούς περίπου στη Δύση. Στη σ. 71 σχολιάζει ότι τα 2 / 3 του στρατού ήταν λιμιτάνεοι και γι αυτόν τον λόγο άχρηστοι). H. Elton, Warfare 120 ( ), 128 (το λιγότερο , ενδέχεται μέχρι ). M. J. Nicasie, Twilight 76 (το λιγότερο , ύψιστη θεωρητική οροφή ). 415 P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 35 ( ). P. Petit, Empire romain 55, 75, 136 ( επί Μ. Κωνσταντίνου). R. McMullen, Army 458 (σύνολο περίπου ). A. Piganiol, Empire chrétien 331 (κάτω από ). R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army 549 ( ). S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 5 (δύναμη στα χαρτιά ). S. Williams - G. Friell, Theodosius 79 (αρχικά , γύρω στο 378, γενικά αποδέχονται μεγάλη αύξηση του στρατού επί Διοκλητιανού και Μ. Κωνσταντίνου). A. E. R. Boak, Manpower Shortage 89 (οι αριθμοί του Αγαθία μπορεί να μην είναι τόσο απίθανοι όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως, αλλά μάλλον αντιπροσώπευαν την επίσημη αριθμητική δύναμη και όχι την πραγματική), 91 (είναι υπέρ συνολικής ισχύος αν το σύνολο το 284 ήταν , αν το 284 ήταν , υποστηρίζει δηλαδή μια αύξηση της τάξεως των ). Πάντως στις σ. 93, 97 και ο A. E. R. Boak στέκεται ιδιαίτερα στην κατ αυτόν έλλειψη του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού για τη διαρκή
365 306 ξει, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και επιφυλάξεις, σε ένα σύνολο που προσεγγίζει, αν δεν ξεπερνά, τους στρατιώτες 416. Μόνον ο J. Haldon παραδίδει μια πολύ μέτρια οροφή, της τάξης των περίπου ανδρών 417. Υπάρχουν, τέλος, ορισμένοι μελετητές των οποίων οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, είτε ασχολούνται με την αριθμητική ισχύ του στρατού σε συγκεκριμένες περιφέρειες του κράτους 418. Ο M. Grant φαίνεται πως γράφει σαφώς επηρεασμένος από τα γραφόμενα του Ιωάννη Λυδού, γιατί αναφέρεται σε διπλασιασμό του στρατού τον 4 ο αι. που σήμαινε αντίστοιχα και διπλασιασμό των αμυντικών δαπανών 419. Πρόκειται ασφαλώς για μια υπερβολική και εντελώς λανθασμένη άποψη. Ο Ι. Καραγιαννόπουλος θεωρεί, τέλος, ως πολύ απίθανη την επιχειρησιακή οροφή των που παραδίδουν οι πηγές. Περιορίζεται στην ασφαλή εκτίμηση ότι τουλάχιστον ήταν οι comitatenses και για τα δύο τμήματα του κράτους ακολουθεί πιθανότατα παλαιότερη θέση του J. Vogt 420. Ας εξετάσουμε τα στοιχεία από την αρχή. Η αναφορά του Ιωάννη Λυδού περί διπλασιασμού του στρατού στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου σε σχέση με την αριθμητική ισχύ του στρατεύματος κατά την εποχή του Διοκλητιανού πρέπει αμέσως να απορριφθεί ως καθαρή υπερβολή. Το ίδιο κατά τη γνώμη μου πρέπει να κάνουμε και για το σύνολο που μας παρέδωσε ο Αγαθίας. Δεν αποκλείεται βέβαια ο Αγαθίας να είχε πρόσβαση ενδεχομένως σε κάποιο αρχείο που διασωζόταν σε κρατική υπηρεσία της Κωνσταντινούπολης του 6 ου αι. και απρόσκοπτη επάνδρωση του στρατού. Στην υποσημ. 17 σ. 156 γράφει ότι από τους του Αγαθία μάλλον οι θα ήταν ναυτικοί κατά τα πρότυπα του Ιωάννη Λυδού. 416 J. Maspero, Égypte 119 (αποδέχεται τον αριθμό του Αγαθία). A. H. M. Jones, Later Empire II (τουλάχιστον άνδρες). T. S. Burns, Adrianople 344 (προσέγγιζε τους ). J. B. Bury, Invasion 41 (σύνολο με άνδρες, από αυτούς ήταν comitatenses. Υποστηρίζει ότι σε σύγκριση με τα υπερεκτεταμένα σύνορα το μέγεθος του στρατού ήταν δυσανάλογα μικρό). C. Mango, Βυζάντιο 46 ( συνολικά. Ανατολικό κράτος: comitatenses και limitanei). W. Treadgold, Army 49, [δέχεται στρατό επί εποχής Notitia Dignitatum ( οι απώλειες της Δύσης που δεν περιλαμβάνονταν στην τελική Notitia). Ο αριθμός θεωρεί ότι είναι ίδιος με του Αγαθία γιατί υπολογίζει τους ναύτες σε ], (θεωρεί ότι οι αριθμοί που παραδίδουν ο Ζώσιμος, η Notitia Dignitatum και ο Αγαθίας είναι σε γενικές γραμμές αξιόπιστοι). B. S. Bachrach, Metz 378 ( με ). J. Penrose, Enemies of Rome 244 ( με ). 417 J. Haldon, Atlas Π.χ. J. Maspero, Égypte 117 (υπολογίζει τον στρατό της Αιγύπτου περίπου σε άνδρες για τον 6 ο αι.). J. B. Bury, Notitia 146 (προβαίνει σε χονδροειδή και λανθασμένη εκτίμηση για την αριθμητική ισχύ των μονάδων και του συνόλου των κομιτατήσιων στη Δύση αφού τους υπολογίζει συνολικά σε ). B. H. Warmington, African Provinces 14 [Στη Β. Αφρική, πλην βεβαίως της Αιγύπτου και της Κυρηναϊκής, υποθέτοντας ότι οι λεγεώνες διέθεταν πεζούς και οι βηξιλλατιώνες 500 ιππείς κατέληξε σε έναν αριθμό ανδρών αποκλειστικά για τους κομιτατήσιους, όπως παλαιότερα και ο R. Cagnat (Armée d Afrique υποσημ. 3 σ. 731)]. P. Riché - Ph. Le Maître, Invasions barbares 35 [συνολικά μόλις άνδρες για την άμυνα Γαλατίας, Βρετανίας, Ισπανίας και Αφρικής (αναφέρονται προφανώς μόνο στους κομιτατήσιους). Τον αριθμό των στρατιωτών θεωρούν πολύ μικρό για τόσο μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια]. J. Arce, Diocesis Hispaniarum 605 ( πεζοί υπό τον κόμη Ισπανίας). A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja (φρουρά Μ. Σκυθίας με ). 419 M. Grant, Climax Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Του ιδίου, Κράτος 297. J. Vogt, Constantin 233.
366 Από αυτήν την άποψη η μαρτυρία του έχει κάποια αξία, όχι όμως ανάλογη με εκείνη του Ιωάννη Λυδού σχετικά με την ισχύ του στρατού του Διοκλητιανού, γιατί δεν είναι το ίδιο λεπτομερής όσο η τελευταία. Το μόνο σίγουρο που είμαστε σε θέση να συναγάγουμε είναι ότι ο Αγαθίας θέλησε να υπερτονίσει την αριθμητική ανεπάρκεια του στρατού της εποχής του Ιουστινιανού σε σύγκριση με τον στρατό αλλοτινών, «ένδοξων», εποχών, όπως εκείνης του Μ. Κωνσταντίνου. Η Notitia Dignitatum μάς δημιουργεί ακόμη περισσότερα προβλήματα. Σε αυτήν καταγράφονταν συνολικά 928 (!) σχηματισμοί κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων και των ναυτικών μονάδων (classes). Από όλο αυτό το εντυπωσιακό σύνολο μονάδων, οι 595 υπηρετούσαν στους λιμιτάνεους, ενώ οι υπόλοιπες 333 στους κομιτατήσιους, στους παλατινούς και στην αυτοκρατορική φρουρά των σχολών. Συνολικά 137 μονάδες χαρακτηρίζονταν legiones ενώ υπήρχαν και άλλες 36 legiones pseudocomitatenses, τουτέστιν 173 legiones. Επίσης απαριθμούμε 105 auxilia palatina, δώδεκα (12) scholae palatinae, 208 vexillationes equitum, 82 alae και 117 cohortes. Καταμετρούμε, επιπλέον, 45 cunei, 42 auxilia, 16 αριθμούς (numeri), 31 σχηματισμούς που αποκαλούνταν γενικά «milites», άλλους δύο που ονομάζονταν γενικά «gentes», 24 classes, 36 praepositurae limitis και, τέλος, 35 praefecturae Λαιτών και Σαρματών. Εφόσον υπολογίσουμε χονδρικά τις legiones σε άνδρες, τις legiones pseudocomitatenses σε 500, τις vexillationes, τα auxilia palatina, τις scholae, τα auxilia, τις classes, τις alae και τις cohortes επίσης στους 500, τους cunei, τις praepositurae limitis, τους numeri, τους milites, και τις praefecturae στους 300, τότε προκύπτει ένα σύνολο περίπου ανδρών που υπηρετούσαν στον υστερορωμαϊκό στρατό στα τέλη του 4 ου και στις αρχές του 5 ου αι. Από αυτούς σχεδόν οι επάνδρωναν τους σχηματισμούς των κομιτατήσιων-παλατινών, καθώς και των σχολών, ενώ οι υπόλοιποι τις μονάδες των λιμιτάνεων. Η πραγματική ισχύς του στρατού του 4 ου αι. δεν αποτυπώνεται ωστόσο πλήρως στη Notitia Dignitatum. Οι λιμιτάνεοι της Δύσης παρουσιάζονται στη Notitia σαφώς αποδυναμωμένοι λόγω των κρίσιμων εξωτερικών και εσωτερικών περιπλοκών που αντιμετώπισε το δυτικό ρωμαϊκό κράτος στις αρχές του 5 ου αι Επομένως, η επιχειρησιακή οροφή του στρατού κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. ίσως ξεπερνούσε θεωρητικά τους Η αποδοχή ενός τέτοιου αριθμού θα σήμαινε ότι πράγματι ο στρατός του 4 ου αι. αυξήθηκε πολύ σημαντικά σε σχέση με τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν στη διάθεσή τους οι αυτοκράτορες της εποχής της «Ηγεμονίας». Δεν νομίζω ωστόσο ότι έχουν έτσι τα πράγματα. Αρκετοί είναι οι μελετητές, οι οποίοι εξέφρασαν και συνεχίζουν σήμερα να εκφράζουν τους ενδοιασμούς, τις επιφυλάξεις και τον έντονο προβληματισμό τους ως προς το ενδεχόμενο ο υστερορωμαϊκός στρατός να προσέγγισε τέτοια κολοσσιαία αριθμητικά δεδομένα. Ο A. E. R. Boak επί παραδείγματι ισχυρίζεται ότι οι αριθμοί της Notitia Dignitatum είναι μάλλον αντιπροσωπευτικοί για τους κομιτατήσιους, αναξιόπιστοι όμως για τους λιμι Το ζήτημα αυτό το αναλύσαμε στην ενότητα που επιγράφεται «Η αναδιάρθρωση των μονάδων στον Ρήνο και την Αρμορική (αρχές 5 ου αι.)».
367 308 τάνεους, ενώ γενικά διαπιστώνει χαμηλά ποσοστά επάνδρωσης στα τέλη του 4 ου αι., όπως ακριβώς και ο Th. Mommsen παλαιότερα 422. Ο R. McMullen, ο οποίος εκτιμά ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν υπερέβαιναν τις τον 4 ο αι., επεσήμανε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι μονάδες περιγράφονταν ως μειωμένης σύνθεσης. Συμπέρανε επίσης ότι «troop units in the later Empire shrank, and they also became less well defined in size», ενώ συμπλήρωσε ότι σε γενικές γραμμές οι μονάδες έχασαν την ομοιομορφία και την ομοιογένεια που τις διακατείχε κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο 423. Χρησιμοποίησε επιπλέον τα πορίσματα αρχαιολογικών ερευνών και διαπίστωσε ότι τα φρούρια της εποχής ήταν συνήθως μικρότερου εμβαδού συγκριτικά με τα αντίστοιχα της περιόδου της «Ηγεμονίας», γεγονός που μόνο σε ένα συμπέρασμα μπορεί να οδηγήσει: «fourth-century army units were much smaller». Σύμφωνα με τον ίδιο, το μικρό μέγεθος των μονάδων του 4 ου αι. αποδεικνύεται και από τις πολύ μικρές διαστάσεις των παραμεθόριων οχυρών του Βαλεντινιανού Α, τα οποία φαίνεται πως ακολουθούσαν ένα ενιαίο πρότυπο σχέδιο 424. Ο M. Whitby, χωρίς κατ αρχήν να απορρίπτει τους αριθμούς του Αγαθία, τόνισε τη διαφορά μεταξύ της «δύναμης στα χαρτιά» και της «πραγματικής αριθμητικής ισχύος» των μονάδων και του στρατού γενικά. Υποστήριξε, λοιπόν, ότι πρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε με προσοχή τους αριθμούς που παραδίδουν οι πηγές «since at best they represent paper strengths and local officers could profit personally from overstatement of numbers» 425. Το ίδιο ακριβώς πιστεύουν και άλλοι έγκριτοι ιστορικοί, όπως ο A. H. M. Jones, ο R. McMullen, ο R. P. Duncan-Jones, οι S. Williams - G. Friell και ο H. Elton 426. Οι S. Williams και G. Friell εκτίμησαν την επάνδρωση των μονάδων στους κομιτατήσιους στα 4 / 5 και στους λιμιτάνεους στα / 3. Ακόμη πιο επιφυλακτικός είναι ο H. Elton, αφού μέσα από το κείμενό του βγάζουμε το συμπέρασμα ότι δέχεται επάνδρωση της τάξης του 66% για τις μονάδες των κομιτατήσιων 428. Ο A. Piganiol υπολόγισε ότι στον στρατό του 4 ου αι. υπηρετούσαν ανά πάσα στιγμή κάτω από άνδρες, τονίζοντας ότι στα χαρτιά (sur le papier το υπογραμμίζει) η αριθμητική ισχύς ενδέχεται να ανερχόταν στους στρατιώτες 429. Συνεπώς, προβαίνει σε μια «έκπτωση» της τάξεως του 20%. Προσφάτως, ο J. Haldon παρέθεσε τον περίφημο αριθμό του Αγαθία και εκτίμησε ότι οι κομιτατήσιοι του ανατολικού τμήματος 422 Πρβλ. A. E. R. Boak, Manpower Shortage 90. Th. Mommsen, Militärwesen Πρβλ. συγκεκριμένα R. McMullen, Army 455, 457, Σχετικά με τις παραπάνω απόψεις πρβλ. R. McMullen, Army 459. Του ιδίου, Army Costs Βλ. συγκεκριμένα M. Whitby, Recruitment 73, 75, 88. Στην υποσημ. 50 σ. 75 ισχυρίζεται ότι παρ όλη τη διαφορά στα τελικά νούμερα μεταξύ Jones ( ) και Duncan-Jones ( ) η διαφορά τους εξηγείται απόλυτα από τη διαφορετική προσέγγιση που ακολουθούν στην αριθμητική ισχύ των λιμιτάνεων, γιατί ως προς τους κομιτατήσιους δεν διαφέρουν αισθητά ( ο πρώτος, ο δεύτερος). 426 Πρβλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 682. R. McMullen, Army R. P. Duncan-Jones, Diocletian s Army 549. S. Williams - G. Friell, Theodosius 87. H. Elton, Warfare 89. Είναι ωστόσο εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι διαφέρουν μεταξύ τους στις εκτιμήσεις σχετικά με τη συνολική ισχύ του στρατού. 427 S. Williams - G. Friell, Theodosius Πρβλ. H. Elton, Warfare Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 331 και 366 αντίστοιχα.
368 της αυτοκρατορίας έφταναν τους άνδρες, δεν παρέλειψε ωστόσο να υπογραμμίσει και τα προβλήματα, σημειώνοντας ότι: «it is important to stress the hypothetical nature of this conclusion given the variations between units on active service or in garrisons, as well as the unknown factor, the strength of the various categories of units. Whether this many soldiers could actually be mobilized is, of course, an entirely different matter: the paper strength of all armies is modified, sometimes quite dramatically, by the results of illness, slowness of replacements to arrive and related effects. In addition, units which had been based in one garrison town for a long time might well have failed to maintain their correct strength as some at least of their members became more intimately involved in local life. But these figures provide an approximate basis for calculations of the size of the Byzantine army thereafter» 430. Μάλιστα, ο J. H. W. G. Liebeschuetz έφτασε στο σημείο να απορρίψει πλήρως τα αριθμητικά δεδομένα του A. H. M. Jones ( κομιτατήσιοι και λιμιτάνεοι στην Ανατολή, κομιτατήσιοι και λιμιτάνεοι στη Δύση), διότι, όπως ισχυρίζεται, τέτοια μεγέθη δεν μπορούν με τίποτε να εξηγήσουν την ανικανότητα της υστερορωμαϊκής διοίκησης να αναχαιτίσει τις βαρβαρικές ορδές. Άρα, υποστηρίζει, (α) ότι οι μονάδες ήταν ολιγάριθμες ή έστω με χαμηλή επάνδρωση και (β) ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του στρατού αποτελούνταν ήδη από βάρβαρους Γερμανούς. Γενικά διαπιστώνει ότι ο στρατός του 4 ου αι. ήταν πολύ «εκβαρβαρισμένος», ειδικά από τα τέλη του ίδιου αιώνα και εξής 431. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ένα πρώτο σημαντικό στοιχείο που ενισχύει τον σκεπτικισμό μας, χωρίς παράλληλα να μας επιτρέπει να ενστερνιστούμε ανεπιφύλακτα την αριθμητική ισχύ των στρατιωτικών δυνάμεων του 4 ου αι., είναι ασφαλώς το ισχυρό ενδεχόμενο, κατά την άποψή μου βεβαιότητα, οι εξογκωμένοι αριθμοί να αποτελούν απλώς μια «δύναμη στα χαρτιά», η οποία στην πραγματικότητα και στην πράξη πιθανότατα ήταν αρκετά μικρότερη. Ακόμη και ένας από τους φανατικότερους υποστηρικτές των αναφορών των πηγών, αναφερόμαστε στον W. Treadgold, παραδέχεται ότι οι αριθμοί που παραδόθηκαν στα χαρτιά ενδέχεται να ήταν ως έναν βαθμό πλασματικοί 432. Υποστηρίζουμε επιπλέον, ότι τα νούμερα που έδιναν οι διοικητές για τη δύναμη των μονάδων τους ήταν ίσως «παραφουσκωμένα», προκειμένου αυτοί και οι βοηθοί τους να καρπώνονται τους έξτρα μισθούς. Μια τέτοιου είδους κατάχρηση υπό τη μορφή ψευδών καταστάσεων υπηρετούντων σίγουρα συνέβαινε ως έναν βαθμό 433. Αγνοούμε την πλήρη έκταση του φαινομένου, μπορούμε ωστόσο να αποφαν J. Haldon, Warfare και υποσημ. 53 σ. 312 (ισχύς των κομιτατήσιων της Ανατολής). 431 Πρβλ. J. H. W. G. Liebeschuetz, Barbarians Πρβλ. W. Treadgold, Army Βλ. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army όπου και σχετικές πηγές. Επίσης A. H. M. Jones, Later Empire II για διάφορες άλλες μορφές κατάχρησης, στις οποίες επιδίδονταν οι αξιωματικοί της περιόδου εις βάρος του κράτους και βέβαια των υφισταμένων τους.
369 310 θούμε ότι ασφαλώς προσέθετε επιπρόσθετα λογιστικά βάρη στην κεντρική διοίκηση και οδηγούσε σε περαιτέρω οικονομική αφαίμαξη τους περιορισμένους πόρους του κράτους. Έχοντας στοιχειοθετήσει το γεγονός ότι συγγραφείς της περιόδου αναφέρονταν σε αριθμητικά δεδομένα που αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό τη θεωρητική, στα χαρτιά δηλαδή, επιχειρησιακή οροφή των μονάδων και συνολικά του στρατεύματος καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ισχύς των στρατιωτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας τον 4 ο αι. ήταν ασφαλώς μικρότερη από το υποθετικό σύνολο των και πλέον ανδρών, όπως αυτό τεκμαίρεται από υπολογισμούς με βάση την πλέον αξιόπιστη πηγή που σήμερα διαθέτουμε, τη Notitia Dignitatum. Κάθε προσπάθεια για ασφαλή υπολογισμό της αριθμητικής ισχύος του στρατού την εποχή που εξετάζουμε μπορεί μεν να δείχνει απέλπιδα, και όντως έτσι είναι, μπορούμε ωστόσο να προβούμε σε κάποιες θεωρητικές εκτιμήσεις. Πρώτα απ όλα, είναι ωφέλιμο να επισημάνουμε ότι η ύπαρξη τόσων εκατοντάδων μονάδων -περίπου 930- δεν συνεπάγεται απαραίτητα αύξηση της συνολικής αριθμητικής ισχύος του στρατού. Θεωρείται βέβαιο ότι ο πολλαπλασιασμός των μονάδων οφείλεται σε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό στην πολυδιάσπαση και τον τεμαχισμό παλαιότερων σχηματισμών, ιδίως λεγεώνων. Πράγματι, πολλές είναι εκείνες οι λεγεώνες οι οποίες τεμαχίστηκαν σε μικρότερα αποσπάσματα, τα οποία διανεμήθηκαν επιχειρησιακά αφενός στους λιμιτάνεους και αφετέρου στους κομιτατήσιους, όπως συμπεραίνουμε μέσα από τους κατατοπιστικούς καταλόγους της Notitia Dignitatum. Επί παραδείγματι αναφέρουμε τις λεγεώνες I Iovia, I Italica, I Maximiana, II Augusta, II Herculia, II Italica, II Traiana fortis, III Diocletiana, III Italica, IV Martia, V Macedonica, VII Gemina, VIII Augusta, X Gemina, XI Claudia, XIII Gemina και XIV Gemina. Ως σημαντικότερο όμως πρόβλημα τίθεται αναμφίβολα ο καθορισμός του ποσοστού επάνδρωσης των στρατιωτικών μονάδων. Είναι ένα σχεδόν άλυτο ζήτημα επί του οποίου μόνον υποθέσεις εργασίας μπορούν να γίνουν. Οι σχηματισμοί των κομιτατήσιων πιθανότατα διατηρούσαν υψηλά ποσοστά επάνδρωσης, της τάξης τουλάχιστον του 75% (περ άνδρες). Και αυτό διότι ως επίλεκτος στρατός κρούσης/εκστρατείας, οι κομιτατήσιοι όφειλαν να βρίσκονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιχειρησιακή ετοιμότητα ώστε να αναλαμβάνουν δράση ανά πάσα στιγμή. Αντίθετα, η φύση της αποστολής των λιμιτάνεων κυρίως ως αμυντικής δύναμης προφύλαξης και επιτήρησης των συνόρων μάλλον ισοδυναμούσε με μικρότερη επάνδρωση των μονάδων τους, σε γενικές γραμμές περί τα δύο τρίτα ( 2 / 3 ) (περ με άνδρες, πάντως σαφώς λιγότεροι από ). Εφόσον οριοθετήσουμε χονδρικά την επάνδρωση στο 70% περίπου, τότε καταλήγουμε σε έναν αριθμό που προσεγγίζει τους άνδρες. Είναι μάλιστα πολύ πιθανόν ότι η συνολική αριθμητική δύναμη του στρατού τον 4 ο αι. ήταν ακόμη μικρότερη. Θεωρώ πως αυτή η εκτίμηση είναι η μόνη που μπορεί ρεαλιστικά να συνδεθεί με τη μετριοπαθή οροφή των ανδρών της εποχής του Principatus, καθώς και με την ισχύ του στρατού επί της Τετραρχίας, την οποία υπολογίσαμε περίπου στους άνδρες. Συνεπώς, η πραγματική αριθμητική ισχύς των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας κυμαινόταν πάντα στα ίδια, πάνω-κάτω, επίπεδα. Οφείλουμε, εντούτοις, να επισημάνουμε ότι η συντήρηση του στρατού του 4 ου αι.
370 στα ίδια αριθμητικά επίπεδα με εκείνα των προηγούμενων αιώνων συνεπαγόταν δυσανάλογα βάρη για την οικονομία μιας αυτοκρατορίας που πλέον παρήγε και ασφαλώς διέθετε λιγότερο πλούτο σε σχέση με παλαιότερες εποχές. 311 (Η θεωρητική διάταξη μάχης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού γύρω στο 400 μ.χ.) 8. Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ (SCHOLAE PALATINAE CANDIDATI) Η αυτοκρατορική φρουρά, όπως διαμορφώθηκε από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και έπειτα, αποτελούνταν από ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα, τις λεγόμενες «ανακτορικές σχολές» (scholae palatinae). Στις σχολές υπηρετούσαν αποκλειστικά ιππείς. Φαίνεται πως πυρήνες προϋπήρχαν του Μ. Κωνσταντίνου, διότι μνημονεύονται σχολάριοι (scholarii) ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού 434. Ο A. H. M. Jones στηρίζεται σε δύο μνείες των πηγών προκειμένου να αποδώσει τη δημιουργία, έστω και τμήματος, των σχολών στον Διοκλητιανό. Στους βίους των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, οι οποίοι μαρτύρησαν επί Γαλερίου, αναφέρεται ότι αυτοί αποτελούσαν επίλεκτα μέλη της «schola gentilium» 435. Ο Λακτάντιος αναφέρει επίσης ότι ο καίσαρας της Ανατολής Μαξιμίνος Δάια ( ) είχε υπηρετήσει αρχικά ως «scutarius», μετά ως «protector» και αργότερα ως «tribunus» πριν ανακηρυχθεί καίσαρας το Με βάση αυτές τις μαρτυρίες ο A. H. M. Jones υποστηρίζει ότι τουλάχι- 434 Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I Acta Sergii et Bacchi (Σέργιος), (Βάκχος). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 54 ΙΙΙ υποσημ. 33 σ Λακτάντιος, de mort. pers. 19.6: «statim scutarius, continuo protector, mox tribunus, postridie Caesar». Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 54 ΙΙΙ υποσημ. 33 σ. 6.
371 312 στον δύο μονάδες των «σχολών», η schola gentilium και η schola scutariorum μπορούν να αναχθούν στην περίοδο του Διοκλητιανού, ενώ ο R. I. Frank συμπληρώνει ότι ακόμη μία από τις «αρχέγονες» σχολές υπήρξε η schola lanciariorum equitum, η οποία ωστόσο δεν εμφανίζεται στις λίστες της Notitia Dignitatum 437. Σύμφωνα επίσης με τον M. P. Speidel, ο Βαλέριος Βικτωρίνος (Valerius Victorinus) «biarchus, qui militavit in sacro palatio» υπήρξε από τις πρώτες επώνυμες περιπτώσεις ανδρών που σταδιοδρόμησαν στους κόλπους της νέας αυτοκρατορικής φρουράς των «σχολών». Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι πιθανότατα υπηρέτησε στη φρουρά του αντιπάλου του Μ. Κωνσταντίνου, Λικινίου υποθέτει μάλιστα ότι ανήκε ίσως στους «scutarii» 438. Η άποψη του αυτή είναι ωστόσο μάλλον αβάσιμη, γιατί, όπως τόνισε ο D. Woods σε άρθρο-απάντηση, το κείμενο της επιγραφής είναι πολύ ασαφές, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα 439. Δεν αποκλείεται όντως να είχαν δημιουργηθεί πυρήνες σχολών ήδη από την εποχή των Τετραρχών ηγεμόνων. Ωστόσο, η εμφάνιση των σχολών ως της νέας αυτοκρατορικής φρουράς έχει κυρίως συνδεθεί με τη διάλυση της παλαιάς αυτοκρατορικής φρουράς που στάθμευε στη Ρώμη. Πράγματι, η οργάνωσή τους τελειοποιήθηκε και παγιώθηκε μόνον ύστερα από τη διάλυση των πραιτωρίων κοόρτεων (cohortes praetoriae) της Ρώμης από τον Μ. Κωνσταντίνο το Από ένα νόμο του 389, που επαναλαμβάνει ρυθμίσεις περίπου του 330, πληροφορούμαστε ότι οι scutarii και οι scutarii clibanarii υπήρχαν ήδη επί Μ. Κωνσταντίνου 441. Την εποχή της τελευταίας σύνταξης της Notitia Dignitatum ( ) υπήρχαν επτά σχολές στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και άλλες πέντε στο δυτικό. Στην Ανατολή μνημονεύονται οι εξής σχολές: schola scutariorum prima, schola scutariorum secunda, schola scutariorum sagittariorum, schola scutariorum clibanariorum, schola gentilium seniorum, schola gentilium iuniorum και schola armaturarum iuniorum. Στη Δύση υπηρετούσαν οι: schola scutariorum prima, schola scutariorum secunda, schola scutariorum tertia, schola armaturarum seniorum και schola gentilium seniorum Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 54 ΙΙ 613. Για τη schola lanciariorum equitum βλ. CIL VI (μνημονεύεται ένας «eques ex numero lanciariorum», ονόματι Μαξέντιος, ο οποίος υπηρέτησε σε «schola equitum»). Βλ. R. I. Frank, Scholae Palatinae M. P. Speidel, Horse Guardsman 85. Η επιγραφή έχει ως εξής: «Val(erius) Victorinus, biarc(h)us, qui militavi[t] in sacro palatio ann(os) VII[ ] qui in proe[li]o Roamnorum Calced[o]nia contra aversarios decessit». Βλ. M. P. Speidel, Horse Guardsman Πρβλ. D. Woods, Valerius Victorinus Για τη διάλυση των πραιτωρίων κοόρτεων βλ. ενδεικτικά Aurelius Victor, de Caes Ζώσιμος CTh (389): «annonas civicas in urbe Constantinopolitana scholae scutariorum et scutariorum clibanariorum divi Constantini adseruntur liberalitate meruisse». Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 613 ΙΙΙ υποσημ. 33 σ. 6. R. I. Frank, Scholae Palatinae 49, 53 (εκτιμά ότι οι σκουτάριοι και οι σκουτάριοι κλιβανάριοι αποτέλεσαν δύο από τις παλαιότερες σχολές). D. Woods, Valerius Victorinus 86, 89. M. J. Nicasie, Twilight Βλ. αντίστοιχα Not. Dign. Or Οcc Ειδικότερα για τις scholae palatinae βλ. Th. Mommsen, Militärwesen R. Grosse, Militärgeschichte D. Hoffmann, Bewegungsheer I M. J. Nicasie, Twilight Κυρίως βλ. R. I. Frank, Scholae Palatinae 47-59, , , , ο οποίος έχει κάνει την αναλυτικότερη, πληρέστερη και καλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη.
372 Ο Μ. Κωνσταντίνος έθεσε τους σχολαρίους υπό την εποπτεία του magister officiorum και όχι υπό τις διαταγές των magistri militum. Παρ όλα αυτά ο magister officiorum ασκούσε μόνον πειθαρχικό και διοικητικό έλεγχο επί των σχολών, καθώς δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία ότι ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση οποιουδήποτε τάγματος σχολαρίων σε μάχη 443. Η διοικητική δικαιοδοσία του μάγιστρου των οφφικίων πάνω στους σχολαρίους πήγαζε από το γεγονός ότι ο μάγιστρος των οφφικίων ήταν ο επικεφαλής των υπηρεσιών του αυτοκρατορικού παλατιού. Διοικητές των μονάδων των σχολών ήταν αξιωματικοί με τον τίτλο του τριβούνου (tribunus) 444. Η καθεμία μονάδα των σχολών περιελάμβανε 500 ιππείς 445. Επομένως, σχολάριοι υπηρετούσαν στις αρχές του 5 ου αι. τον αυτοκράτορα της Ανατολής και άλλοι τον αυτοκράτορα της Δύσης. Οι gentiles αποτελούνταν πιθανότατα κυρίως από βαρβάρους, ενώ όλες οι υπόλοιπες σχολές (όπως π.χ. οι scutarii) στελεχώνονταν αρχικά τουλάχιστον από υπηκόους της αυτοκρατορίας 446. Ο A. H. M. Jones επισημαίνει ωστόσο ότι τέτοιες διακρίσεις υπήρξαν μάλλον βραχύβιες, διότι οι παλαιότεροι gentiles που γνωρίζουμε ήταν οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, οι οποίοι ήταν Ρωμαίοι πολίτες 447. Πάντως, από τα μέσα του 4 ου αι. και εξής η πλειονότητα των αξιωματικών και οπλιτών της αυτοκρατορικής φρουράς ήταν Γερμανοί, κυρίως Φράγκοι και Αλαμαννοί 448. Τον 5 ο αι. οι σχολές του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους επανδρώνονταν κυρίως με Αρμένιους. Ο Προκόπιος στα «Ανέκδοτά» του μας ενημερώνει ότι «Ετεροι στρατιῶται οὐχ ἥσσους ἢ πεντακόσιοι καὶ τρισχίλιοι τὰ ἐξ ἀρχῆς ἐπὶ φυλακῇ τοῦ Παλατίου κατέστησαν, οὕσπερ σχολαρίους καλοῦσι τούτους οἱ πρότεροι μὲν ἀριστίνδην ἀπολέξαντες ἐξ Αρμενίων ἐς ταύτην δὴ τὴν τιμὴν ἦγον» 449. Η προσπάθεια «απογερμανοποίησης» του στρατού στην Ανατολή είχε πια αγγίξει ακόμη και τις σχολές! Χάρη στις εκτενείς αφηγήσεις του Αμμιανού Μαρκελλίνου διαπιστώνουμε ότι οι σχολάριοι δεν αποτελούσαν απλώς την τιμητική φρουρά και συνοδεία του εκάστοτε αυτο- 443 Για τη διοίκηση των σχολαρίων βλ. J. Vogt, Constantin 234. A. Piganiol, Empire chrétien 366. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 614. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 613. A. E. R. Boak, Master of offices R. I. Frank, Scholae Palatinae 49-50, 88 (θεωρεί ως de facto πολεμικό διοικητή των σχολαρίων τον επικεφαλής των δομεστίκων, comes domesticorum). M. J. Nicasie, Twilight 48. Για τους βαθμούς και τις λαμπρές στολές που φορούσαν οι σχολάριοι βλ. J. Bremmer, An Imperial Palace Guard in Heaven: The Date and Vision of Dorotheus, ZPE 75 (1988) A. Piganiol, Empire chrétien 367. R. I. Frank, Scholae Palatinae 56. M. J. Nicasie, Twilight R. Grosse, Militärgeschichte 94. A. Piganiol, Empire chrétien 366. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 613. P. Petit, Empire romain 138. R. I. Frank, Scholae Palatinae 52. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 19. H. Elton, Warfare 95. M. J. Nicasie, Twilight 46. J. Haldon, Atlas 24. C. Zuckerman, Στρατός J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. I υποσημ. 3 στις σ A. H. M. Jones, Later Empire I 54 ΙΙ 613. R. I. Frank, Scholae Palatinae A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ J. Vogt, Constantin A. Piganiol, Empire chrétien A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 628. R. I. Frank, Scholae Palatinae 59, 63, 79. D. Hoffmann, Bewegungsheer I 299. J. Barlow, Kinship (Φράγκοι σχολάριοι). Fanoula Papazoglou, Garde Impériale 223. J. Liebeschuetz, Barbarians Προκόπιος, Ανέκδοτα Βλ. και Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 628. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 614 ΙΙΙ υποσημ. 12 σ
373 314 κράτορα, ούτε ήταν περιορισμένοι αποκλειστικά σε τελετουργικά καθήκοντα. Καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. αποτελούσαν μια πλήρως αξιόμαχη και ετοιμοπόλεμη δύναμη, αφού πολύ συχνά οι σχολάριοι συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, συνοδεύοντας και προστατεύοντας τους στρατηγούς-αυτοκράτορες της περιόδου 450. Τουλάχιστον σαράντα σχολάριοι, προερχόμενοι από τις διάφορες σχολές, αποτελούσαν την προσωπική σωματοφυλακή του αυτοκράτορα 451. Αυτοί φορούσαν λαμπρές λευκές στολές και ονομάζονταν «candidati» 452. Ο Ιωάννης Λυδός τους περιέγραφε ως «κανδιδάτους δὲ τοὺς λευχείμονας Ῥωμαίοις ἔθος καλεῖν», όπως ακριβώς και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τέσσερις σχεδόν αιώνες αργότερα 453. Κατά τον 4 ο αι. παρέμεναν πλήρως μάχιμοι. Συμμετείχαν στην αψιμαχία που οδήγησε στον θάνατο του Ιουλιανού, ενώ στη μάχη της Αδριανούπολης λέγεται ότι προστάτευσαν μέχρι τέλους τον αυτοκράτορα Βάλη, τον οποίο οι περισσότεροι από αυτούς ακολούθησαν στον θάνατο 454. Ένας ακόμη κανδιδάτος φραγκικής καταγωγής, ο Λανιογάισος (Laniogaisus), υπήρξε πιστός ακόλουθος του αυτοκράτορα της Δύσης Κώνσταντα, όταν εκείνος πέθανε καταδιωκόμενος από τους υποστηρικτές του σφετεριστή Μαγνέντιου 455. Σε ορισμένες βυζαντινές χρονογραφίες η δημιουργία των κανδιδάτων αποδίδεται στον Γορδιανό Γ ( ) και στον διάδοχό του Φίλιππο τον Άραβα ( ). Σύμφωνα με το Πασχάλιο Χρονικό, το κείμενο του οποίου είχε αντιγραφεί αυτούσιο από τον Ιωάννη Μαλάλα, το 243 ο «Γορδιανὸς Αὔγουστος ἐποίησεν ἀριθμὸν τῶν λεγομένων κανδιδάτων, ἐπάρας αὐτοὺς κατ ἐπιλογήν, ὡς τελείους καὶ εὐσθενεῖς καὶ μεγάλης ὄντας θέας, ἀπὸ τοῦ τάγματος τῶν λεγομένων σχολαρίων, καλέσας τὴν σχολὴν τοῦ αὐτοῦ ἀριθμοῦ εἰς τὸ ἴδιον ἐπώνυμον σενιώρων οὗτοί εἰσιν οἱ τῆς ἕκτης σχολῆς», 450 Βλ. Αμμιανός , , , , , , , , , , , , , , Βλ. επίσης R. I. Frank, Scholae Palatinae Οι πλέον προβεβλημένες σχολές ήταν μάλλον εκείνες των scutarii και των gentiles, διότι αναφέρονται πλειστάκις στο έργο του Αμμιανού. Τις πολεμικές επιδόσεις των σχολαρίων τον 4 ο αι. επισημαίνει και η Fanoula Papazoglou (Garde Impériale 223) η οποία στέκεται ιδιαίτερα στους σκουτάριους. Έχει αποδελτιώσει μάλιστα όλες τις επιγραφές που διασώζουν ονόματα σκουταρίων (Fanoula Papazoglou, Garde Impériale υποσημ. 12 σ. 224). 451 Κων. Πορφ., Περί βασιλείου τάξεως (περιγραφή αναγόρευσης των κανδιδάτων). Βλ. και R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 613. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 628. R. Guilland, Candidat R. I. Frank, Scholae Palatinae Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 628. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 613. R. I. Frank, Scholae Palatinae Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών και επίσης : «κανδιδᾶτοι δὲ καὶ οἱ μέλλοντες εἰς ἀρχὰς τῶν ἐπαρχιῶν παριέναι ἐλέγοντο, ὅτι καὶ αὐτοὶ λευχειμονοῦντες προῄεσαν, ταύτῃ παραδηλοῦντες ὡς ἀρχοντιῶσιν». Πρβλ. επίσης και Κων. Πορφ., Περί βασιλείου τάξεως : «λευκὸν χλανίδιν» και 392.2: «λευχημονοῦντας». 454 Για τα περιστατικά του θανάτου του Ιουλιανού βλ. Αμμιανός Για τα περιστατικά του θανάτου του Βάλη βλ. Αμμιανός Εντούτοις, μετά τη συντριβή στη μάχη της Αδριανούπολης ορισμένοι από τους κανδιδάτους -που διασώθηκαν και επέζησαν- λιποτάκτησαν στους Γότθους και συμμετείχαν στην αποτυχημένη απόπειρα των τελευταίων να καταλάβουν την Αδριανούπολη. Αμμιανός Αμμιανός
374 ενώ το 250 «Ο βασιλεὺς Φίλιππος ἅμα τῷ υἱῷ αὐτοῦ Φιλίππῳ ἀριθμὸν συνεστήσαντο τῶν λεγομένων κανδιδάτων, ἐπάραντες κατ ἐπιλογὴν νεανίσκους ἄνδρας ἀπὸ τῶν σχολαρίων, καλέσαντες τὴν σχολὴν τοῦ παρ αὐτῶν συστάντος τάγματος εἰς τὸ ἐπώνυμον Φιλίππου τοῦ πατρὸς Ιουνιώρων οὗτοί εἰσιν οἱ τῆς ἑβδόμης σχολῆς» 456. Επίσης στη Historia Augusta μαθαίνουμε ότι στις γιορτές που έγιναν στη Ρώμη για τη δεκαετηρίδα του Γαλλιηνού (Decennalia) το 262, ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός συνοδευόταν στη θριαμβευτική πομπή (pompa) προς το Καπιτώλιο από στρατιώτες με πάλλευκες στολές (albato milite), ενώ σε κάθε πλευρά της πομπής παρήλαυναν 500 στρατιώτες που έφεραν επίχρυσα δόρατα 457. Ίσως να επρόκειτο για κανδιδάτους. Παρατηρούμε ότι όπως ακριβώς και στην περίπτωση των προτηκτόρων, βυζαντινές πηγές τείνουν να αποδώσουν την εμφάνιση των κανδιδάτων, όπως επίσης και των σχολαρίων, πολύ πριν από την περίοδο του Μ. Κωνσταντίνου και του Διοκλητιανού. Οι παραπάνω αναφορές δίνουν αναμφίβολα τροφή για μια διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας των τριών αυτών επίλεκτων σωμάτων που ανήκαν στην αυτοκρατορική ακολουθία, χάρη στην ενδιαφέρουσα χρονική τους σύμπτωση 458. Προσωπικά τείνω να περιγράψω τους κανδιδάτους ως «αυτοκρατορική σωματοφυλακή» και τις σχολές ως την «αυτοκρατορική φρουρά». Θα μπορούσαμε δηλαδή να ισχυριστούμε ότι οι κανδιδάτοι ανήκαν στη στενή, ενώ αντίστοιχα οι σχολάριοι στην ευρύτερη αυτοκρατορική ακολουθία ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΤΗΚΤΟΡΩΝ ΔΟΜΕΣΤΙΚΩΝ (PROTECTORES DOMESTICI) Στη συνοδεία του αυτοκράτορα (comitatus) συμμετείχαν, ήδη από τα μέσα του 3 ου αι. και ειδικά από την εποχή του Διοκλητιανού και έπειτα, οι προτήκτορες (protectores), οι οποίοι υπήχθησαν αρχικά στη δύναμη της αυτοκρατορικής φρουράς 459. Όπως αναφέραμε στο τρίτο μέρος, ο τίτλος του «protector divini lateris» αποδιδόταν επί του Γαλλιηνού μόνο σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς, π.χ. σε επάρχους λεγεώνων, σε πραιτωριανούς τριβούνους, σε δούκες και σε πραιπόσιτους βηξιλλατιώνων. Αργότερα όμως άρχισαν να ονομάζονται protectores και απλοί εκατόνταρχοι (centuriones) και έτσι το νέο αυτό αξίωμα μετατράπηκε 456 Πασχάλιον Χρονικόν και =Ιωάννης Μαλάλας 226.VIIIc και 226.IXd αντίστοιχα. Βλ. επίσης Γεώργιος Μοναχός, Σύντομον Χρονικόν Γεώργιος Κεδρηνός HA, Gall. 8.1 και 6 αντίστοιχα. 458 Ο R. Guilland (Candidat ) βασίζεται στα δύο χωρία που εκθέσαμε μόλις παραπάνω (σ ) ώστε να διαμορφώσει την ιστορία των κανδιδάτων. Για τους candidati βλ. ειδικότερα R. I. Frank, Scholae Palatinae (αποδέχεται πλήρως τις μαρτυρίες των πηγών και θεωρεί τους κανδιδάτους «προγόνους» των σχολαρίων, από τους οποίους διέφεραν ως σώμα, αν και συνδέονταν μαζί τους). Επίσης R. Grosse, Militärgeschichte R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire I 53. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629.
375 316 σε εφαλτήριο για άνοδο στις υψηλότερες θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας 460. Στον Αυρήλιο Βίκτωρα και τη Historia Augusta αναφέρεται ότι και ο ίδιος ο Διοκλητιανός υπήρξε διοικητής των (protectores) domestici, ενώ μία επιτύμβια επιγραφή από τη Νικομήδεια της Μ. Ασίας, που χρονολογείται στην περίοδο του Διοκλητιανού, μνημονεύει κάποιον Βαλέριο Βικέντιο (Valerius Vincentius), ο οποίος υπηρέτησε ως υπαξιωματικός (actuarius) στους προτήκτορες 461. Σύμφωνα με τον A. H. M. Jones οι παραπάνω πηγές φανερώνουν ότι οι προτήκτορες σχημάτιζαν ήδη από την εποχή της Τετραρχίας ανεξάρτητο σώμα στο πλαίσιο του ύστερου ρωμαϊκού στρατού 462. Αρκετοί νεότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ορθώς ότι κατά τον 4 ο αι. οι προτήκτορες απάρτιζαν ένα σώμα ευέλπιδων δόκιμων αξιωματικών, που υπηρετούσαν ως μέλη του αυτοκρατορικού επιτελείου στο άμεσο περιβάλλον του αυτοκράτορα 463. Μετά από κάποια χρόνια υπηρεσίας στο σώμα, αυτοί οι δόκιμοι επιτελικοί αξιωματικοί επάνδρωναν ανώτερες και ανώτατες στρατιωτικές θέσεις, όπως αυτές του τριβούνου (tribunus), του πραιπόσιτου (praepositus), του δούκα (dux), του κόμη (comes rei militaris) και του μαγίστρου (magister militum) 464. Χαρακτηριστική ως προς αυτήν την κλίμακα ανόδου στα ανώτερα στρώματα της στρατιωτικής διοίκησης ήταν η σταδιοδρομία του μετέπειτα αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Α. Ο Βαλεντινιανός υπηρέτησε κλιμακωτά ως προτήκτορας, στη συνέχεια ως τριβούνος, δηλαδή διοικητής των Κορνούτων (Cornuti) και κατόπιν ως κόμης στην Αφρική και τη Βρετανία. Μετά από κάποια χρόνια δυσμενούς αποστρατείας, επανήλθε στο στράτευμα και την εποχή κατά την οποία εξελέγη αυτοκράτορας ήταν διοικητής της δεύτερης σχολής των σκουταρίων (tribunus scholae secundae scutariorum) 465. Η σταδιοδρομία αξιωματικών, όπως του Βαλέριου Θιούμπου (Valerius Thiumpus), του Φλάβιου Μεμόριου (Flavius Memorius) και του Φλάβιου Αβινναίου (Flavius Abinnaeus), οι οποίοι υπηρέτησαν κάποια χρόνια ως προτήκτορες και κατόπιν διορίστηκαν διοικητές μονάδων, νομίζω πως είναι ενδεικτική. Ο Βαλέριος Θιούμπος έγινε praefectus της legio II Herculia έπειτα από πέντε χρόνια υπηρεσίας στους προτήκτορες, ο Φλάβιος Μεμόριος διορίστηκε praefectus των lanciarii seniores, αφού πρώτα υπήρξε προτήκτορας για έξι συ- 460 A. H. M. Jones, Later Empire I Διοκλητιανός: Aurelius Victor, de Caes. 39.1: «domesticos regens». HA, Car. 13: «domesticos tunc regentem». Βαλέριος Βικέντιος: ILS Bλ. A. H. M. Jones, Later Empire I 53 ΙΙΙ υποσημ. 31 σ. 6. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army (πιστεύουν ότι ο τίτλος «domesticus» του Διοκλητιανού είναι αναχρονιστικός, όπως και ο A. H. M. Jones). Αντίθετα ο R. I. Frank (Scholae Palatinae 41) πιστεύει ότι ο τίτλος ισχύει, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο, ο τίτλος του δομέστικου είχε ήδη εμφανιστεί από τα τέλη του 3 ου αι. 462 Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire I R. Grosse, Militärgeschichte 140. A. Piganiol, Empire chrétien 368. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. A. H. M. Jones, Later Empire I 54 ΙΙ 636, 638. R. I. Frank, Scholae Palatinae 90. G. Alföldy, Κρίση 609. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army H. Elton, Warfare 101. S. Williams - G. Friell, Theodosius Πρβλ. R. Grosse, Militärgeschichte 139. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 638. G. Alföldy, Κρίση Αμμιανός (τον επανέφερε στην ενεργό δράση ο Ιοβιανός το 363), 26.1, Για τη θητεία του Βαλεντινιανού ως τριβούνου των Κορνούτων βλ. Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ Πασχάλιον Χρονικόν Θεοφάνης Αποτάχθηκε από τις τάξεις του στρατού, γιατί θεωρήθηκε από τον Κωνστάντιο Β ως φίλα προσκείμενος στον Μαγνέντιο.
376 ναπτά έτη, ενώ ο Φλάβιος Αβινναίος προήχθη σε praefectus μίας ίλης (ala V praelectorum) μετά από τρία χρόνια παραμονής του στο σώμα των προτηκτόρων 466. Αναμφίβολα, λοιπόν, το σώμα λειτουργούσε ως μία σχολή που αποσκοπούσε στη βελτίωση της εκπαίδευσης των μελλοντικών διοικητών των μονάδων του ύστερου ρωμαϊκού στρατού 467. Κατά τον 4 ο αι. οι προτήκτορες υπηρετούσαν ως δόκιμοι επιτελικοί αξιωματικοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της θητείας τους εκπαιδεύονταν για την ανάληψη της διοίκησης τακτικών σχηματισμών μάχης, ενώ παράλληλα εξετάζονταν διαρκώς η πρωτοβουλία τους και η ικανότητά τους να αναλαμβάνουν υπεύθυνες θέσεις Το αρχικά ενιαίο σώμα των προτηκτόρων είχε διασπαστεί ως τα μέσα του 4 ου αι. Ο A. H. M. Jones πιθανολογεί ότι η διάσπαση πραγματοποιήθηκε επί του Μ. Κωνσταντίνου, αλλά πάντως γύρω στο 350 είχε επέλθει η οριστική διάκριση ανάμεσα στους απλούς προτήκτορες και σε αυτούς που εξακολουθούσαν να υπηρετούν στο πλευρό του αυτοκράτορα 469. Οι πρώτοι ήταν πια αποσπασμένοι στα επιτελεία των μεγάλων στρατιωτικών διοικήσεων (magisteria militum) και, παρ όλο που υπηρετούσαν επιχειρησιακά διασκορπισμένοι, συνέχισαν να αποτελούν ενιαίο σώμα για διοικητικούς προφανώς λόγους 470. Οι δεύτεροι διακρίνονταν χάρη στον επιπλέον τίτλο που έφεραν, αυτόν του (protector) domesticus. Ο τίτλος του δομέστικου είναι πιθανόν ότι δεν εμφανίστηκε με την επίσημη διαίρεση του σώματος των προτηκτόρων τον 4 ο αι. ίσως χρησιμοποιούνταν ήδη από τα τέλη του 3 ου αι. για να υποδηλώσει εκείνους τους προτήκτορες που υπηρετούσαν άμεσα στην αυτοκρατορική ακολουθία 471. Οι δομέστικοι τέθηκαν υπό τις διαταγές ενός νέου αξιωματούχου, του comes domesticorum, ο οποίος έστεκε πολύ ψηλά στη στρατιωτική ιεραρχία ILS 2781 (Valerius Thiumpus). ILS 2788 (Flavius Memorius). P. Abinnaeus I (Flavius Abinnaeus). Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ ΙΙΙ υποσημ. 71 σ G. Alföldy, Κρίση 609. P. Petit, Empire romain 138. D. Nicolle, Romano-Byzantine Armies A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 638. J. Vogt, Constantin 234. P. Petit, Empire romain A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 636. Επίσης Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. P. Petit, Empire romain A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 636. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. Ο A. H. M. Jones (Later Empire ΙΙΙ υποσημ. 64 σ. 195) πιστεύει ότι αυτή η εξέλιξη πιστοποιείται μέσα από τρεις νόμους που περιλαμβάνονται στον Codex Theodosianus. Ο πρώτος [CTh (392)] αφορά στους domestici και απευθύνεται σε κάποιον Αδδαίο (Addeus), τότε comes domesticorum. Ο δεύτερος [CTh (395] αφορά στους protectores και απευθύνεται επίσης στον Αδδαίο, ο οποίος είχε εντωμεταξύ προαχθεί σε magister militum per Orientem. Ο τρίτος νόμος [CTh (346)] αναφέρεται σε protectores, domestici και scholarii και αντίστοιχα σε magistri militum, comes domesticorum και magister officiorum. Σύμφωνα με τον A. H. M. Jones, από τη στιγμή που ο comes domesticorum διοικούσε τους δομέστικους και ο magister officiorum ασκούσε τον έλεγχο των σχολαρίων, τότε οι magistri militum θα πρέπει να ήταν υπεύθυνοι για τους προτήκτορες. Παρομοίως R. Grosse, Militärgeschichte 140. R. I. Frank, Scholae Palatinae Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 636. R. I. Frank, Scholae Palatinae 83, (θεωρεί μάλιστα τον κόμη των δομεστίκων ως de facto στρατιωτικό διοικητή των σχολαρίων). Σχετικά με την εξέλιξη του θεσμού των δομεστίκων βλ. αναλυτικά R. I. Frank, Scholae Palatinae 41-45, 83. Επίσης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Για πρώτη φορά ο τίτλος του «comes domesticorum» εμφανίζεται επίσης στον ίδιο νόμο του 346 (CTh ), όπου γίνεται παράλληλα πρώτη μνεία στους «domestici». Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien 368 και
377 318 Υπηρετούσαν είτε στο αυτοκρατορικό κομιτάτο, οπότε χαρακτηρίζονταν praesentales, είτε αποσπώνταν στα magisteria militum, οπότε χαρακτηρίζονταν deputati, είτε τέλος ασκούσαν οι ίδιοι τη διοίκηση μονάδων 473. Κατά τη διάρκεια του 4 ου αι. οι δομέστικοι απάρτιζαν ενιαίο σώμα, αλλά ήταν κατανεμημένοι σε τέσσερις «σχολές», δύο ιππικές και δύο πεζικές 474. Κατά τον 5 ο αι. όμως οι σχολές αυτές συμποσώθηκαν σε δύο, μία ιππική και μία πεζική, υπό τους comes domesticorum equitum και peditum αντίστοιχα 475. Οι αυτοκράτορες και οι magistri militum ανέθεταν στους προτήκτορες, τους δομέστικους, ακόμη και στους σχολάριους, σωρεία ποικίλων ειδικών αποστολών 476. Αναλάμβαναν επί παραδείγματι τη συνοδεία νεοσυλλέκτων, ανυπότακτων και υιών βετεράνων μέχρι την κατάταξή τους στις μονάδες τους, ασχολούνταν με τον έλεγχο του κρατικού ταχυδρομείου (cursus publicus), επιθεωρούσαν φορτηγίδες άμαξες και εμπορικά πλοία προκειμένου να αποφευχθεί η εξαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε ξένα κράτη και έθνη, αποστέλλονταν να συλλάβουν, να οδηγήσουν σε εξορία ή ακόμη και να δολοφονήσουν ανεπιθύμητα πρόσωπα, ανελάμβαναν αναγνωριστικές αποστολές, καθώς και αποστολές προετοιμασίας αμυντικών θέσεων 477. Η αυτομολία στους Πέρσες του προτήκτορα Αντωνίνου, ο οποίος υπηρετούσε το 358 στο επιτελείο του δούκα της Μεσοποταμίας, μπορεί μεν να βοήθησε τους Πέρσες να επεξεργαστούν αρτιότερα σχέδια εισβολής χάρη στα έγγραφα που είχε υποκλέψει και τις πληροφορίες που ο ίδιος ο Αντωνίνος διέθετε ή είχε συλλέξει σχετικά με την αμυντική οργάνωση της ρωμαϊκής Μεσοποταμίας, παράλληλα όμως αποδεικνύει τον κρίσιμο ρόλο που είχαν οι προτήκτορες, πρωτίστως αυτόν του επιτελικού αξιωματικού 478. υποσημ. 5 στην ίδια σελ. A. H. M. Jones, Later Empire I 105 ΙΙ 636. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. Στη Notitia Dignitatum ο κόμης των δομεστίκων πράγματι κατέχει υψηλή ιεραρχικά θέση. Not. Dign. Or. 15. Occ. 13. Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙΙ υποσημ. 64 σ R. Grosse, Militärgeschichte 141. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 636. R. I. Frank, Scholae Palatinae (πρωτίστως για τους domestici deputati). Σχετικά με domestici praesentales βλ. CJ (519), ( ). Σχετικά με domestici deputati βλ. CTh (392). Not. Dign. Occ. 13. Bλ. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙΙ υποσημ. 64 σ R. I. Frank, Scholae Palatinae A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ F. Lot, La fin 98. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 636. P. Petit, Empire romain 138. R. I. Frank, Scholae Palatinae 84, 97. H. Elton, Warfare Πληθώρα τέτοιων περιπτώσεων διασώζεται μέσα από τις αφηγήσεις του Αμμιανού Μαρκελλίνου. Σε ορισμένες από αυτές συμμετείχαν ακόμη και ο κόμης των δομεστίκων αυτοπροσώπως ή έμπιστοι τριβούνοι των σχολαρίων. Βλ. σχετικά Αμμιανός , , (αναλυτικά τα περιστατικά της σύλληψης και της εκτέλεσης του καίσαρα Γάλλου όπου συμμετείχαν ο ίδιος ο κόμης των δομεστίκων του Κωνστάντιου και τριβούνοι των σχολαρίων) , , (αποστολή προτηκτόρων και δομεστίκων για να δολοφονήσουν τον σφετεριστή στρατηγό Σιλβανό με τη συμμετοχή και του ίδιου του Αμμιανού) (τριβούνοι σχολαρίων σε επιχείρηση σύλληψης Αλαμαννού) Επίσης A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 629. R. I. Frank, Scholae Palatinae , (ειδικές αποστολές που ανέλαβαν σχολάριοι και προτήκτορες). 478 Ο Αμμιανός αξιολογεί την περίπτωση της αποστασίας του Αντωνίνου ως την κύρια αφορμή για την εκδήλωση της περσικής εισβολής που ακολούθησε. Βλ. αναλυτικά Αμμιανός
378 Αρχικά στα σώματα των προτηκτόρων και των δομεστίκων εισέρχονταν διακριθέντες στρατιώτες και υπαξιωματικοί 479. Αργότερα ωστόσο αναγορεύονταν προτήκτορες και δομέστικοι απευθείας γιοι υψηλά ισταμένων αξιωματούχων, γιοι Γερμανών ευγενών που υπηρετούσαν στον υστερορωμαϊκό στρατό, διάφοροι άλλοι νεαροί ταπεινής καταγωγής, ακόμη και απλοί πολίτες εξαγοράζοντας το αξίωμα 480. Αναγκάστηκε λοιπόν ο Βαλεντινιανός Α να εκδώσει νόμο το 364 θεσμοθετώντας την παραπάνω διάκριση. Σύμφωνα με εκείνη τη νομοθετική ρύθμιση, αν κάποιος ήθελε να αναγορευθεί απευθείας protector έπρεπε να πληρώσει ως αντίτιμο 50 σολίδων, ενώ αυτοί που προήχθησαν σε protectores κατόπιν σταδιοδρομίας στο στρατό όφειλαν να δώσουν αντικαταβολή για την απόκτηση του αξιώματος μόνο πέντε με δέκα σόλιδους 481. Κατ αυτόν τον τρόπο όμως η στρατιωτική αξία αυτών των σωμάτων εξέπεσε βαθμιαία, καθώς επιδίωκαν πλέον να εισέλθουν άτομα που απέβλεπαν στα οφέλη και στα προνόμια που απέρρεαν από τη θέση και το μισθό τους ως προτηκτόρων 482. Παρ όλα αυτά ο ρόλος των προτηκτόρων υπήρξε αποφασιστικός για την ιστορία του ύστερου ρωμαϊκού στρατού. Συγκεκριμένα, ενώ κατά την περίοδο της «Ηγεμονίας» (Principatus) οι διοικητές των στρατευμάτων δεν αποκτούσαν ως επί το πλείστον στρατιωτική πείρα παρά μόνον αφού είχαν ήδη αναδειχθεί ανώτεροι αξιωματικοί και ενώ στο τέλος του 3 ου αι. οι ταπεινότερης καταγωγής ηγέτες του στρατεύματος εκλέγονταν μάλλον τυχαία από τους στρατιώτες τους, τώρα όσοι προορίζονταν να υπηρετήσουν ως ανώτεροι αξιωματικοί εκπαιδεύονταν συστηματικά στην αυτοκρατορική αυλή, για να αποκτήσουν την απαιτούμενη ικανότητα στην άσκηση των μελλοντικών τους καθηκόντων 483. Η μεταρρύθμιση αυτή σε συνδυασμό με την αναδιοργάνωση της ηγεσίας του στρατεύματος χάρη στη δημιουργία των περιφερειακών στρατηγείων του στρατού κρούσης (magisteria militum) και την καθιέρωση του θεσμού των magistri militum praesentales, είχαν ως αποτέλεσμα να τεθεί πάνω σε νέες βάσεις η ηγεσία του ύστερου ρωμαϊκού στρατού ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΟΠΛΩΝ ΚΑΙ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ (fabricae barbaricarii / linyphia gynaecia bafia) Το αξιοσημείωτο έργο που είχε επιτευχθεί τον 4 ο αι. στον τομέα της οργάνωσης του ύστερου ρωμαϊκού στρατού πιστοποιείται και από την ύπαρξη των κρατικών εργοστασίων 479 F. Lot, La fin 98. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 630. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 637. R. I. Frank, Scholae Palatinae F. Lot, La fin 98. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 630. P. Petit, Empire romain 138. R. I. Frank, Scholae Palatinae 86-87, CTh (364). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ 638 ΙΙΙ υποσημ. 70 σ R. I. Frank, Scholae Palatinae 86-87, Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 630. Επίσης A. H. M. Jones, Later Empire ΙΙ S. Williams - G. Friell, Theodosius G. Alföldy, Κρίση 609. Πρβλ. επίσης και S. Williams - G. Friell, Theodosius G. Alföldy, Κρίση 609. Την αποτελεσματικότητα της ανώτερης στρατιωτικής διοίκησης κατά τον 4 ο αι. εξαίρει και ο M. J. Nicasie, Twilight 217.
379 320 παραγωγής όπλων (fabricae-barbaricarii) και ιματισμού (linyphia-gynaecia-bafia). Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε κυρίως με τη δημιουργία, την οργάνωση και τη στελέχωση των κρατικών εργοστασίων κατασκευής όπλων, των γνωστών φαβρίκων, γιατί τα προϊόντα που παρασκεύαζαν απευθύνονταν αποκλειστικά για τον εξοπλισμό του στρατού, όπως μπορεί να γίνει άμεσα κατανοητό. Τα είδη ένδυσης και υπόδησης που παρήγαν τα εργοστάσια ιματισμού προορίζονταν όχι μόνο για το στρατιωτικό, αλλά και για το πολυπληθές πολιτικό προσωπικό του κρατικού μηχανισμού εκείνης της εποχής. α) Διοικητικές δομές. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κατ αρχάς ότι οι φάβρικες δεν αποτελούσαν καινοτομία της περιόδου που εξετάζουμε. Με τον όρο «fabrica» ήταν γνωστά τα εργαστήρια κατασκευής όπλων ήδη από την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή (1 ος -3 ος αι.). Μνημονεύονται λ.χ. στον ψευδο-υγίνο, συγγραφέα εγχειριδίου τακτικής του 2 ου αι Κάθε μεγάλο στρατόπεδο και φρούριο που στέγαζε λεγεώνες ή συμμαχικές μονάδες διέθετε το δικό του εργαστήριο, όπου κατασκευαζόταν, επιδιορθωνόταν και συντηρούνταν ο οπλισμός των στρατιωτών και των στελεχών. Η οργάνωσή τους θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ήταν «αποκεντρωμένη», υπό την έννοια ότι η ευθύνη της λειτουργίας τους βάρυνε τις κατά τόπους μονάδες εκείνες προμήθευαν επίσης και το αναγκαίο προσωπικό για την απρόσκοπτη λειτουργία τους. Άμεσοι προϊστάμενοι αυτών των κέντρων παραγωγής ήταν ειδικοί αξιωματικοί με τον τίτλο είτε του «magister fabricae», είτε του «praefectus fabrorum», δηλαδή του «μαγίστρου ή επάρχου των κατασκευαστών» 486. Την υψηλή εποπτεία ασκούσε, σύμφωνα με τον Βεγέτιο, ο διοικητής του σχηματισμού, λεγάτος ή έπαρχος (legatus ή praefectus) 487. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότερες από τις γνωστές φάβρικες του 4 ου αι. έδρευαν στις ίδιες πόλεις, οι οποίες ήδη φιλοξενούσαν τα προγενέστερα εργαστήρια κατασκευής όπλων 488. Εντούτοις, τον 4 ο αι. η κατάσταση είχε πλέον διαφοροποιηθεί ριζικά. Στο πλαίσιο 485 Βλ. σχετικά Hyginus, De Munit. Castr. 4.10, Για τις fabricae της πρώιμης αυτοκρατορικής εποχής βλ. R. Grosse, Militärgeschichte (φάβρικες σε κάθε λεγεώνα, προσωπικό αποτελούμενο από αποσπασμένους στρατιώτες). Y. Le Bohec, Imperial Army 52, 111, 133, 160, 219. A. Goldsworthy, Roman Army 88, 149 (η επάνδρωση των φαβρίκων καλυπτόταν με απόσπαση στρατιωτικού προσωπικού σε αυτές). G. Alföldy, Noricum 175 [η φάβρικα του Λαουριακού στο Νωρικό υπήρχε ήδη από τα τέλη του 2 ου αι., συγκεκριμένα επί Κόμμοδου ( )]. M. C. Bishop - J. C. N. Coulston, Roman Equipment Σχετικά με τις fabricae της εποχής του Principatus βλ. επίσης Caesar, De Bello Civ (armorum officinae). CIL II CIL III.6. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 98. Για τον magister fabricae βλ. ενδεικτικά AE 359, Για τον praefectus fabrorum βλ. Vegetius Για τον magister fabricae βλ. επίσης Y. Le Bohec, Imperial Army 52, 111. Υπήρχαν, τέλος, και οι optiones fabricae. CIL VII.49=ILS Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte Vegetius M. C. Bishop - J. C. N. Coulston, Roman Equipment 188. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 89. Π.χ. στο Ιλλυρικό τέσσερις φάβρικες έδρευαν στο Λαουριακό, το Καρνούντο, το Ακούιγκο και το Σίρμιο, όπου στάθμευαν λεγεώνες ήδη από τον 1 ο -2 ο αι.. Γενικά οι δύο τελευταίες συγγραφείς αποδίδουν στον Διοκλητιανό τη δημιουργία των φαβρίκων.
380 του «συγκεντρωτισμού» που είχε αρχίσει να επιβάλλεται από τη βασιλεία του Διοκλητιανού, οι φάβρικες πέρασαν απευθείας στην ευθύνη της κεντρικής διοίκησης 489. Για τον σκοπό αυτό ο Διοκλητιανός φέρεται να δημιούργησε το αξίωμα του «praepositus fabricarum», το οποίο όμως εξαφανίστηκε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ο praepositus fabricarum ήταν πιθανότατα υφιστάμενος του επάρχου των πραιτωρίων (praefectus praetorio). Συνεπώς οι φάβρικες ανήκαν αρχικά στην υπηρεσία του επάρχου πραιτωρίων 490. Ωστόσο, την εποχή σύνταξης της Notitia Dignitatum στα τέλη του 4 ου αι. οι φάβρικες είχαν ήδη τεθεί υπό την αιγίδα του μάγιστρου των οφφικίων 491. Ο Ιωάννης Λυδός έγραφε τον 6 ο αι. ότι «ὁ μάγιστρος ἔχειν πιστεύεται τήν τε τῶν ὅπλων κατασκευὴν καὶ ἐξουσίαν» 492. Ο πρώτος νόμος σχετικά με τα εργοστάσια οπλισμού που απευθύνεται στον μάγιστρο των οφφικίων και όχι πια στον έπαρχο των πραιτωρίων, χρονολογείται με ακρίβεια το Υπάρχει όμως και η μαρτυρία του Ιωάννη Λυδού, ο οποίος αναφέρει ότι το 395 ο αυτοκράτορας Αρκάδιος αφαίρεσε πολλές αρμοδιότητες από τον έπαρχο πραιτωρίων Ρουφίνο και τις μετέθεσε στον μάγιστρο των οφφικίων, επειδή ο Ρουφίνος δήθεν σχεδίαζε την ανατροπή του αυτοκράτορα. Ανάμεσά τους περιλαμβανόταν και η ευθύνη λειτουργίας των εργοστασίων όπλων 494. Ο έπαρχος πραιτωρίων της Ανατολής Ρουφίνος είχε διοριστεί από τον Θεοδόσιο Α επίτροπος του ανήλικου γιου του Αρκαδίου και κυβερνούσε εν ονόματί του το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Κατά παρόμοιο τρόπο ο Θεοδόσιος Α είχε αναθέσει την προστασία του ανήλικου Ονώριου και συνάμα τη διακυβέρνηση της Δύσης στον «στρατηλάτη εκατέρας δυνάμεως» Στηλίχωνα Ο A. E. R. Boak (Manpower Shortage ) αντιμετωπίζει την «κρατικοποίηση» των φαβρίκων ως ακόμη ένα σύμπτωμα της έλλειψης, κατ αυτόν, του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού. Πρβλ. επίσης και W. Treadgold, Army Για τον praepositus fabricarum βλ. ενδεικτικά CIL VI Βλ. σχετικά και A. E. R. Boak, Master of Offices 86. M. J. Nicasie, Twilight 146 (φάβρικες υπό επάρχους πραιτωρίων). Αντίθετα ο R. Grosse (Militärgeschichte 104) υποστηρίζει ότι οι πραιπόσιτοι ήταν ανεξάρτητοι από τους επάρχους πραιτωρίων. Διακρίνει δηλαδή τρία στάδια εξέλιξης στη διοίκηση των φαβρίκων: από τον έπαρχο πραιτωρίων πέρασαν στη δικαιοδοσία του πραιπόσιτου και τελικά του μαγίστρου των οφφικίων. 491 Not. Dign. Or , Occ , 43. Βλ. επίσης γενικά και A. E. R. Boak, Master of Offices R. Grosse, Militärgeschichte 104. A. Piganiol, Empire chrétien 316. A. H. M. Jones, Later Empire I 368. R. Rémondon, Crise 138. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 108, 614. R. Delmaire, Institutions palatines M. J. Nicasie, Twilight υποσημ. 108 σ H. Elton, Warfare 240. Ο J. C. Rolfe (Ammianus Marcellinus Vol. I σ. xxxii και xxxviii) φαίνεται πως προτείνει κάποιας μορφής συνδιοίκηση των φαβρίκων από τους επάρχους πραιτωρίων και τους μαγίστρους οφφικίων ταυτόχρονα για τον 4 ο αι. Την εποχή του Ιουστινιανού οι μάγιστροι οφφικίων εξακολουθούσαν να διοικούν τις φάβρικες, όπως αποκαλύπτουν σχετικοί νόμοι (NJ 85). Στην οστρογοτθική Ιταλία οι φάβρικες είχαν επανέλθει στη δικαιοδοσία του επάρχου πραιτωρίων (Cassiodorus, Variae 7.18). 492 Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών και CTh =CJ (390). Επίσης CTh [400(405)]. Βλ. επίσης R. Grosse, Militärgeschichte 104. A. E. R. Boak, Master of Offices 87. A. H. M. Jones, Later Empire I 161 II III υποσημ. 59 σ. 30. E. Demougeot, Notitia R. Delmaire, Institutions palatines Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών = Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ Ζώσιμος 5.1. Βλ. επίσης Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α
381 322 Σχετικά με το θέμα της διοικητικής υπαγωγής των φαβρίκων έχει δημιουργηθεί ζήτημα ως προς τον ακριβή χρονικό προσδιορισμό της μεταβίβασής τους από τους επάρχους πραιτωρίων στους μαγίστρους οφφικίων. Παρασυρμένος από την πληροφορία του Ιωάννη Λυδού ο Ι. Καραγιαννόπουλος θεώρησε ότι η εκχώρηση των φαβρίκων στους μαγίστρους των οφφικίων συνέβη το 395. Υπέθεσε συγκεκριμένα ότι άμεσα υπεύθυνος ήταν ο πανίσχυρος πραιπόσιτος του ιερού κουβουκλίου (praepositus sacri cubiculi) του αυτοκράτορα Αρκάδιου ευνούχος Ευτρόπιος, ο οποίος ανέτρεψε και δολοφόνησε τον Ρουφίνο με τη συνεργασία του Στηλίχωνα και του υπαρχηγού του, του διαβόητου Γότθου στρατηγού Γαϊνά (τέλη Νοεμβρίου 395). Ο Ευτρόπιος, δηλαδή, φρόντισε να εξασθενίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον θεσμό του επάρχου των πραιτωρίων χρησιμοποιώντας ως αφορμή την ανατροπή του Ρουφίνου 496. Ωστόσο, ακόμη και να συνέβη κάτι τέτοιο, η εφαρμογή του μέτρου θα πρέπει λογικά να περιορίστηκε μόνο στην Ανατολή, από τη στιγμή κατά την οποία η αφαίρεση του ελέγχου των εργοστασίων οπλισμού από τον έπαρχο πραιτωρίων (της Ανατολής) και η μεταφορά τους στη διεύθυνση του μαγίστρου των οφφικίων ήρθε ως απόρροια μιας πολύ συγκεκριμένης πολιτικής κρίσης, που επηρέασε αποκλειστικά το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι ο έπαρχος πραιτωρίων Ρουφίνος ως ουσιαστικός κυβερνήτης της ανατολικού κράτους είχε αναλάβει προσωρινά την εποπτεία των φαβρίκων αξιοποιώντας στο έπακρο τις υπερεξουσίες που τότε διέθετε 497. Επομένως, επρόκειτο για μια χρονικά και γεωγραφικά περιορισμένη ρύθμιση που δεν απέκτησε ποτέ γενικευμένο χαρακτήρα. Ο A. H. M. Jones, βασιζόμενος στο γεγονός ότι η πρώτη μνεία της υπαγωγής των κρατικών εργοστασίων όπλων στον μάγιστρο των οφφικίων χρονολογείται με ασφάλεια σε διάταγμα του 390, ενώ η τελευταία ρύθμιση που απευθύνεται με βεβαιότητα σε έπαρχο πραιτωρίων ανάγεται στο 388, υποστήριξε ότι μάλλον η εκχώρησή τους συνέβη μεταξύ των ετών 388 και 390. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί υπεύθυνο τον παντοδύναμο εκείνα τα χρόνια μάγιστρο των οφφικίων Ρουφίνο, στο όνομα του οποίου εκδόθηκε ο νόμος του 390. Θεωρεί δηλαδή ότι περίπου μέχρι το 390 οι φάβρικες παρέμεναν υπό την εποπτεία των επάρχων πραιτωρίων, ενώ συγχρόνως δεν αρνείται τον καίριο ρόλο, θετικόν αυτή τη φορά, του Ρουφίνου στη διοικητική αυτή μεταγωγή 498. Εντούτοις και η παραπάνω άποψη ίσως χωλαίνει. Για ορισμένους νεότερους μελετητές είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ο Ρουφίνος, αφού πρώτα ως μάγιστρος οφφικίων απέσπασε τις φάβρικες από τη δικαιοδοσία των επάρχων πραιτωρίων, σχεδόν αμέσως μετά ανέλαβε ο ίδιος το ύπατο αξίωμα του επάρχου πραιτωρίων της Ανατολής. Το λογικό θα ήταν να μην προβεί σε μια τέτοια κίνηση. Τείνουν λοιπόν να αποδώσουν στον Μ. Κωνσταντίνο την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων των φαβρίκων στον μάγιστρο των οφφικίων 496 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 199, Βλ. και A. E. R. Boak, Master of Offices Βλ. CTh =CJ (388) CTh =CJ (390). Πρβλ. σχετικά με τις ανωτέρω απόψεις A. H. M. Jones, Later Empire I 101, 161, 369 II III υποσημ. 59 σ. 30, υποσημ. 8 σ. 75.
382 με βάση τα μέτρα που πήρε για τον δραστικό περιορισμό των υπερεξουσιών που ήταν συγκεντρωμένες στα χέρια των επάρχων πραιτωρίων 499. Σε ένα εντελώς θεωρητικό πλαίσιο μια τέτοια απόφαση θα ήταν εντελώς φυσιολογική, αν και δεν εδράζεται άμεσα στις σωζόμενες πηγές. Παραμένει ωστόσο μια λίαν αληθοφανής εκδοχή που στηρίζεται στις σημερινές μας γνώσεις επί του θέματος. Στην πραγματικότητα εκτιμώ ότι ξεκάθαρη απάντηση είναι μάλλον δύσκολο να πάρουμε. Θεωρώ πως είναι προτιμότερο να εμμείνουμε σε έναν terminus post quem αμέσως μετά το 320, οπότε μαρτυρείται ο πρώτος μάγιστρος οφφικίων 500, και σε έναν terminus ante quem το 390, οπότε έχουμε τον πρώτο νόμο σχετικά με τις φάβρικες που απευθύνεται στον μάγιστρο οφφικίων. Κάπου ανάμεσα στα εβδομήντα εκείνα χρόνια επισυνέβη η διοικητική μεταβίβαση που εξακολουθεί να διχάζει τους νεότερους ερευνητές. Διευθυντές των διαφόρων μονάδων παραγωγής ήταν κρατικοί αξιωματούχοι με τον τίτλο του τριβούνου, του πριμικήριου ή του πραιπόσιτου, όπως μπορούμε να συναγάγουμε μέσα από σχετικές μαρτυρίες πηγών της εποχής 501. Οι υπηρεσίες του μαγίστρου των οφφικίων προμήθευαν τις φάβρικες με ορισμένους ακόμη αξιωματούχους. Αυτοί ήταν γνωστοί ως «subadiuvae», δηλαδή «βοηθοί», και προέρχονταν όλοι από τη «schola agentium in rebus». Η schola agentium in rebus συνιστούσε εκτός των άλλων και ένα είδος κρατικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας, αφού οι υπάλληλοί της, οι «agentes in rebus» (ελλ. «μαγιστριανοί», επειδή υπάγονταν στον μάγιστρο των οφφικίων), λειτουργούσαν και ως πληροφοριοδότες και μυστικοί πράκτορες που δραστηριοποιούνταν σε όλους τους κλάδους της διοίκησης. Αποτελούσαν δηλαδή τα «αυτιά και τα μάτια» της κεντρικής διοίκησης, στην οποία ήταν άμεσα αναφερόμενοι. Στην Ανατολή η Notitia Dignitatum απαριθμεί τρεις τέτοιους βοηθούς (subadiuvae) αποσπασμένους στις φάβρικες. Για τη Δύση το ίδιο έγγραφο καταγράφει απλώς ότι υπήρχαν διάφοροι βοηθοί στα εργοστάσια όπλων (subadiuvae fabricarum diversarum), χωρίς να γίνεται πιο σαφής 502. Η παρουσία ανδρών των υπηρεσιών ασφαλείας στις φάβρικες αποδεικνύει δίχως άλλο την σπουδαιότητά τους για το ύστερο ρωμαϊκό κράτος Πρβλ. A. E. R. Boak, Master of Offices R. Grosse, Militärgeschichte 104. P. Petit, Empire romain 72. R. Rémondon, Crise 138. R. Delmaire, Institutions palatines CTh (Ηρακλειανός, 320). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire III υποσημ. 55 σ Πραιπόσιτοι: Αμμιανός CTh (369). CIL V.8721=ILS 699. Τριβούνοι: Αμμιανός , (Αντιόχεια) (Κρεμώνα στη Β. Ιταλία). Πριμικήριοι: CTh (390). Βλ. A. E. R. Boak, Master of Offices 87, 89. R. Grosse, Militärgeschichte 103, 122, 144, 148. A. H. M. Jones, Later Empire II 835 ΙΙΙ υποσημ. 26 σ C. Foss, Sardis Fabricenses 281. R. Delmaire, Institutions palatines G. Ravegnani, Soldati Βλ. για τους subadiuvae fabricarum Not. Dign. Or Occ Για την προέλευσή τους από τους agentes in rebus βλ. Not. Dign. Or Occ Επίσης A. E. R. Boak, Master of Offices 88, 102. R. Grosse, Militärgeschichte 104. A. H. M. Jones, Later Empire II 579. W. G. Sinnigen, Chiefs 103. R. Delmaire, Institutions palatines 88. Για τη schola agentium in rebus και τις αρμοδιότητές της βλ. ενδεικτικά A. E. R. Boak, Master of Offices R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire I , II W. G. Sinnigen, Chiefs , ιδίως σ. 79. F. Dvornik, Origins of Intelligence Services. The Ancient Near East, Persia, Greece, Rome, Byzantium, the Arab Muslim Empires, the Mongol Empire, China, Muscovy, New Jersey 1974, σ και
383 324 Εκτός από τις φάβρικες υπήρχαν επίσης και εργαστήρια που κατασκεύαζαν ακριβά όπλα και πανοπλίες που προορίζονταν για τους αξιωματικούς. Για τη διακόσμησή τους χρησιμοποιούνταν πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσός και ασήμι. Οι εργάτες που απασχολούνταν σε εκείνα τα εξειδικευμένα εργαστήρια ονομάζονταν «barbaricarii». Αρχικά οι barbaricarii και όλα τα εργαστήριά τους ανήκαν στη δικαιοδοσία του «comes sacrarum largitionum», δηλαδή του «κόμη των θείων θησαυρών», η υπηρεσία του οποίου είχε ευρύτατες οικονομικές αρμοδιότητες, μεταξύ των άλλων τη συλλογή και είσπραξη των φόρων. Στη Δύση η κατάσταση στις αρχές του 5 ου αι., όταν συντάχθηκε η Notitia Dignitatum, παρέμενε ως είχε. Στην Ανατολή όμως τα εργαστήρια κατασκευής πολυτελούς οπλισμού φαίνεται πως είχαν και αυτά μεταβιβαστεί στη διεύθυνση του μάγιστρου των οφφικίων, όπως άλλωστε και οι φάβρικες 503. Η διοικητική αυτή μεταβολή έλαβε χώρα πιθανώς ανάμεσα στα έτη Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιστασία τους στην ανατολική αυτοκρατορία πλαισιώθηκε με βοηθούς (subadiuvae), τέσσερις τον αριθμό, προερχόμενους επίσης από τους μαγιστριανούς (agentes in rebus) 505. Τέλος, τα περισσότερα από τα κρατικά εργοστάσια παραγωγής ειδών ιματισμού (linyphia-gynaecia-bafia) υπόκεινταν διοικητικά στο κόμη των θείων θησαυρών, εκτός από ορισμένα που ανήκαν στον «comes rei privatae», δηλαδή τον «κόμη της ιδικής περιουσίας», η διεύθυνση του οποίου ήταν επιφορτισμένη κυρίως με τη διαχείριση των αυτοκρατορικών γαιών, καθώς και των ιδιωτικών κτημάτων του εκάστοτε ηγεμόνα 506. Τα υφαντουργεία και τα βαφεία διευθύνονταν από αξιωματούχους που ονομάζονταν procuratores 507. Πλήρης κατάλογος για τα εργοστάσια ιματισμού και για τη διοικητική τους οργάνωση διασώθηκε μόνο στην περίπτωση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Δυστυχώς η Notitia Dignitatum δεν περιλαμβάνει ανάλογα στοιχεία για την Ανατολή, απλώς σημειώνει την ύπαρξη προκουρατόρων για τα εριουργεία, τα λινουργεία και τα βαφεία. Όπως θα διαπιστώσουμε στην αμέσως επόμενη ενότητα, μαρτυρίες για την ύπαρξη και λειτουργία παρόμοιων εργο- 503 Not. Dign. Occ Or Για τη διοικητική υπαγωγή των barbaricarii σε Ανατολή και Δύση βλ. γενικά A. E. R. Boak, Master of Offices 89. A. Piganiol, Empire chrétien 316. A. H. M. Jones, Later Empire I II 835 III υποσημ. 8 σ. 75. E. Demougeot, Notitia Μόνον ο W. G. Sinnigen (Barbaricarii ) υποστηρίζει ότι η εποπτεία των barbaricarii στην Ανατολή παρέμεινε στα χέρια του κόμη των θείων θησαυρών, όπως ακριβώς και στη Δύση. Ο κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) αποτελούσε ένα είδος «υπουργού των οικονομικών» στο πλαίσιο της υστερορωμαϊκής κρατικής μηχανής. Για το αξίωμα του comes sacrarum largitionum βλ. ενδεικτικά J. Karayannopulos, Finanzwesen Του ιδίου, Ιστορία Α Του ιδίου, Κράτος Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινό Πολίτευμα Αυτό υποθέτει ο A. H. M. Jones (Later Empire II 835). 505 Not. Dign. Or Βλ. A. E. R. Boak, Master of Offices 89, A. H. M. Jones, Later Empire II 579 ΙΙΙ υποσημ. 25 στις σ W. G. Sinnigen, Chiefs Not. Dign. Occ (υφαντουργεία υπό comes sacrarum largitionum), (υφαντουργεία υπό comes rei privatae) Βλ. επίσης A. H. M. Jones, Later Empire I II 836. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 654. Για τον θεσμό του comes rerum privatarum ή comes rei privatae βλ. ενδεικτικά J. Karayannopulos, Finanzwesen Του ιδίου, Ιστορία Α Του ιδίου, Κράτος Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινό Πολίτευμα Not. Dign. Or και 20. Occ , Βλ. και A. H. M. Jones, Later Empire II 836.
384 στασίων στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας περιέχονται σκόρπιες σε διάφορες πηγές, χάρη στις οποίες μπορούμε να διαμορφώσουμε μια έστω και ελλιπή σχετική εικόνα. 325 β) Μονάδες παραγωγής. Οι φάβρικες αποτελούσαν πραγματικά μεγάλες μονάδες παραγωγής, βιομηχανικών θα λέγαμε προδιαγραφών, οι οποίες απασχολούσαν πολυάριθμο προσωπικό 508. Η ξεχωριστή τους σημασία για την υστερορωμαϊκή κρατική μηχανή αποκαλύπτεται μέσα από τους χαρακτηρισμούς «ἱερὰ» και «sacra», που άρχισαν να συνοδεύουν τις φάβρικες από τα τέλη ήδη του 4 ου αι. και καθ όλη τη διάρκεια του 5 ου και 6 ου αι Η διατύπωση αυτή φανερώνει την άμεση σύνδεση των κρατικών εργοστασίων όπλων απευθείας με το «ιερό» πρόσωπο του αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τη Notitia Dignitatum, στο ανατολικό κράτος υπήρχαν στα τέλη του 4 ου αι. δεκαπέντε (15) φάβρικες παραγωγής πολεμικού υλικού. Αμέσως γίνεται φανερό ότι ήταν στρατηγικά κατανεμημένες ανά συνοριακό τομέα ή μέτωπο. Τις γενικότερες ανάγκες του στρατού στον κεντρικό, και πλέον κρίσιμο, τομέα του ανατολικού μετώπου κάλυπταν οι φάβρικες της Αντιόχειας και της Έδεσσας, που παρήγαν αμυντικά και επιθετικά όπλα ταυτόχρονα με ειδίκευση στις ασπίδες (scutaria et armorum). Επιπλέον υπήρχαν άλλες δύο φάβρικες πιο εξειδικευμένες, μία επίσης στην Αντιόχεια που παρείχε εξοπλισμό για τους κλιβανάριους (clibanaria), και άλλη μία στην Ειρηνούπολη (Γερμανίκεια, σημ. Maraş) της Κιλικίας που παρήγε ακόντια (hastaria). Μία ακόμη έδρευε στη Δαμασκό και κατασκεύαζε είδη γενικού οπλισμού (scutaria et armorum) για τους στρατιώτες του νότιου τομέα του ανατολικού μετώπου. Τον εξοπλισμό των στρατιωτών που υπηρετούσαν υπό τους πραισεντάλιους μαγίστρους, καθώς και εκείνων στο αρμενικό και στο υπόλοιπο μικρασιατικό μέτωπο φαίνεται πως εξυπηρετούσαν δύο φάβρικες στην Νικομήδεια, μία γενικού οπλισμού και άλλη μία ειδικά για κλιβανάριους, μία φάβρικα στις Σάρδεις που παρήγε επίσης γενικό οπλισμό, και, τέλος, άλλη μία στην Καισάρεια της Καππαδοκίας που παρασκεύαζε εξοπλισμό ειδικά για κλιβανάριους. Άλλωστε είναι γνωστό ότι στην Καππαδοκία έδρευαν τα κυριότερα αυτοκρατορικά ιπποφορβεία της Ανατολής 510. Η φάβρικα της Καισαρείας ήταν πιθανώς σε θέση να εξυπηρετεί παράλληλα και τον κεντρικό τομέα του ανατολικού μετώπου. Τις ανάγκες των παλατινών και της φρουράς της Κωνσταντινούπολης φαίνεται πως κάλυπτε επιπλέον η φάβρικα στην Αδριανούπολη που παρήγε γενικό οπλισμό, ενώ τον εξοπλισμό του στρατού της Θράκης είχε μάλλον αναλάβει πρωτίστως η ανάλογη φάβρικα της 508 Πρβλ. G. Alföldy, Ρωμαϊκή Κοινωνία 350. A. H. M. Jones, Later Empire II 835. J. Matthews, Roman Empire 263. Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης Βλ. επιτύμβια επιγραφή Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης 69. CJ : «fabricenses sacrae fabricae». NJ 85.3: «ἐν ταῖς ἱεραῖς ἡμῶν φάβριξιν». Βλ. και Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης 69, 71 και υποσημ. 30 στην ίδια σελ. 510 Ο Φιλοστόργιος μάς πληροφορεί (Εκκλ. Ιστ ) ότι η Καππαδοκία εξέτρεφε έξοχους ίππους. Για τα αυτοκρατορικά ιπποφορβεία και την προμήθεια ίππων βλ. J. Haldon, Warfare
385 326 Μαρκιανούπολης, σε συνδυασμό μάλλον με εκείνη της Αδριανούπολης. Τις ανάγκες του στρατού στο Ανατολικό Ιλλυρικό εξυπηρετούσαν οι φάβρικες της Θεσσαλονίκης, της Ναϊσσού, της Ρατιαρίας (χωρίς χαρακτηρισμό, άρα μάλλον γενικών ειδών οπλισμού) και, τέλος, εκείνη του Ωρρεομάργου (Horreum Margi, σημ. Cuprija/Σερβία) που ειδικευόταν στην κατασκευή ασπίδων (scutaria), που ίσως να επικουρούσαν και τμήματα του στρατού στη Θράκη. Στο δυτικό κράτος των αρχών του 5 ου αι. υπήρχαν περισσότερα εργοστάσια κατασκευής οπλισμού, συνολικά είκοσι (20). Αυτά ήταν πιο εξειδικευμένα από τα αντίστοιχα του ανατολικού κράτους, εφόσον πιστέψουμε τη χρησιμοποιούμενη ορολογία στη Notitia Dignitatum. Η μεγαλύτερη εξειδίκευση των δυτικών φαβρίκων ίσως οφείλεται στην κατώτερης στάθμης παραγωγική βάση της Δύσης σε σύγκριση με την Ανατολή, όπου οι παραγωγικές δυνατότητες ήταν σαφώς πιο εξελιγμένες και ανεπτυγμένες. Πάντως, οι φάβρικες της Δύσης ήταν εξίσου στρατηγικά τοποθετημένες, όπως στην Ανατολή. Στις δυνάμεις του Δυτικού Ιλλυρικού παρείχαν τα χρειώδη δύο φάβρικες γενικού οπλισμού στο Σίρμιο (scutorum, scordiscorum 511 et armorum) και στα Σάλωνα (armorum), και άλλες τρεις στο Ακούιγκο, το Λαουριακό και το Καρνούντο (σημ. Petronell/Αυστρία) που χαρακτηρίζονταν «scutariae». Τη μάζα του στρατού κρούσης που έδρευε στην Ιταλία, όπως επίσης των συνοριακών στρατευμάτων της Ραιτίας, εξυπηρετούσαν έξι ειδικευμένες φάβρικες, μία στην Κονκόρντια (Concordia, σημ. Portogruaro) που κατασκεύαζε βέλη (sagittaria), μία στη Βερόνα γενικών ειδών οπλισμού, μία στη Μάντουα όπου φτιάχνονταν θώρακες (loricaria), μία στην Κρεμόνα που παρέδιδε ασπίδες, μία στο Τίκινο που έβγαζε τόξα (arcuaria) και, τέλος άλλη μία στη Λούκα (σημ. Lucca) που σφυρηλατούσε σπαθιά και ξίφη (spatharia). Τα εργοστάσια απλώνονταν στη Β. Ιταλία, σχηματίζοντας ένα τόξο με άξονα Ανατολή-Δύση. Οι υπόλοιπες εννέα φάβρικες βρίσκονταν όλες στη Γαλατία. Προμήθευαν πρωτίστως εξοπλισμό στις στρατιές της Γαλατίας, αλλά επίσης φαίνεται πως ίσως εξυπηρετούσαν εν μέρει τη Βρετανία και την Ισπανία. Τέσσερις από αυτές κείτονταν σε πόλεις της στρατηγικής κοιλάδας του Ροδανού. Η πρώτη στο Αργεντόμαγο (Argentomagum, σημ. Argenton) κατασκεύαζε κάθε λογής οπλισμό (armorum omnium) 512, η δεύτερη στη σημερινή Maçon (civitas Matisconense) παρήγε βέλη, ενώ από τις δύο τελευταίες που βρίσκονταν στο Αυγουστόδουνο, η μία κατασκεύαζε θώρακες, καταπέλτες και υλικό για κλιβανάριους και κατάφρακτους (loricaria, balistaria et clibanaria) και η άλλη έφτιαχνε ασπίδες. Οι πέντε που απέμεναν βρίσκονταν στη βορειοανατολική Γαλατία. Μία στο σημερινό Soissons 511 Η λατινική λέξη «scordiscus, -i» σήμαινε το εφίππιο, δηλαδή τη σέλα. Βλ. Λεξικόν Λατινοελληνικόν, το μεν πρώτον συνταχθέν και εκδοθέν υπό Ερρ. Ουλέριχου, το δε δεύτερον, τρίτον και τέταρτον επεξεργασθέν και πλουτισθέν λέξεσι και σημαινομένοις υπό Στ. Α. Κουμανούδη, νυν το έκτον ανατυπωθέν επιμ. Μ. Π. Γρηγόρη και συμπληρωθέν δια λεξικού συνωνύμων και αντιθέτων της Λατινικής υπό Γ. Τουρλίδου, Αθήναι 1972, ανατ. 1995, σ. 838, λήμμα «scordiscus=εφίππιον» πιθανότατα από το «scordiscum=ακατέργαστο δέρμα» (ίδια σελ.). 512 Ο H. Elton (Warfare ), στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με τους θώρακες του 4 ου αι., ισχυρίζεται ότι με τον όρο «armorum» αναφέρονταν οι φάβρικες που κατασκεύαζαν μόνο θώρακες. Το ίδιο πιστεύουν οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 90). Πράγματι, η λέξη «arma, armorum» σημαίνει καταρχάς τον αμυντικό οπλισμό, επιπλέον όμως προσδιορίζει και τα επιθετικά αγχέμαχα όπλα. Βλ. Ε. Τσακαλώτος, Λεξικόν 46, λήμμα «arma».
386 (Suessiones) αγνοούμε τί ακριβώς παρήγε, γιατί δεν διασώθηκε ο προσδιορισμός της στη Notitia Dignitatum, στη φάβρικα των Ρημών σφυρηλατούνταν σπαθιά, οι δύο στους Τρεβήρους κατασκεύαζαν ασπίδες (scutaria) και διάφορα βαρέα βαλλιστικά όπλα (balistaria) αντίστοιχα, και, τέλος, στη φάβρικα των Αμβιανών (σημ. Amiens) έφτιαχναν ξίφη και ασπίδες (spatharia et scutaria) 513. Πληροφορίες για την κατασκευή και την ύπαρξη φαβρίκων μάς παρέχουν και άλλα κείμενα της περιόδου εκτός από τη Notitia Dignitatum 514. Μία από τις δύο φάβρικες της Νικομήδειας ιδρύθηκε σύμφωνα με μαρτυρία του Λακτάντιου από τον Διοκλητιανό, ενώ στον Γαλέριο αποδίδεται η δημιουργία της φάβρικας στη Θεσσαλονίκη 515. Ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας σημειώνει ότι: «ἔμεινεν ὁ αὐτὸς Διοκλητιανὸς ἐν Αντιοχείᾳ......ἔκτισε δὲ καὶ φαβρικὰς τρεῖς (η τρίτη ήταν μάλλον η βιοτεχνία των barbaricarii) πρὸς τὸ κατασκευάζεσθαι ὅπλα τῷ στρατῷ, ἔκτισε δὲ καὶ ἐν Εδέσῃ φαβρικὰ διὰ τὸ τὰ ὅπλα ἐγγὺς χορηγεῖσθαι ὡσαύτως δὲ καὶ ἐν Δαμασκῷ ἔκτισε φαβρικά, ἐννοήσας τὰς ἐπιδρομὰς τῶν Σαρακηνῶν» 516. Επομένως, οι πηγές μάς αποκαλύπτουν ότι πολλά από τα κρατικά εργοστάσια όπλων, ιδίως στην Ανατολή για την οποία διασώζονται μαρτυρίες της εποχής, ανάγουν την ίδρυση τους στην περίοδο ήδη του Διοκλητιανού. Παράλληλα, καθίσταται προφανές ειδικά χάρη στο κείμενο του Ιωάννη Μαλάλα ότι η δημιουργία των φαβρίκων ανταποκρινόταν σε απτές στρατηγικές ανάγκες. Συγκεκριμένα, στόχευαν στην εγγύς λογιστική υποστήριξη των στρατευμάτων που υπερασπίζονταν τις ανατολικές επαρχίες από τις εισβολές των Περσών και τις επιδρομές των Σαρακηνών Αράβων. Επιπλέον, ο ρήτορας Αυσόνιος σε έμμετρο κείμενο όπου παρουσίαζε τις σημαντικότερες πόλεις της αυτοκρατορίας σημείωνε ειδικά για τους Τρεβήρους ότι η πόλη ήταν απόλυτα ασφαλής, αφού οι βιοτεχνίες της έθρεφαν, ενέδυαν και εξόπλιζαν τους στρατιώτες της αυτοκρατορίας 517. Τονίζει δηλαδή την «πολεμική 513 Συνολικά για τις φάβρικες Ανατολής-Δύσης βλ. Not. Dign. Or Occ Επίσης βλ. σχετικές λίστες στους: A. E. R. Boak, Master of Offices 88 (φάβρικες ανά διοικητική περιφέρεια). R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire II 834. P. Petit, Empire romain 190 (ορισμένες φάβρικες σε πόλεις Δύσης), 202 (κάποιες από τις φάβρικες της Ανατολής). R. Delmaire, Institutions palatines 87. S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 13. K. Randsborg, First Millennium AD M. C. Bishop - J. C. N. Coulston, Roman Equipment 189 (χάρτης με τις φάβρικες). Ο R. Grosse (Militärgeschichte 100) παρατηρεί και αυτός ότι οι φάβρικες στη Δύση ήταν πιο εξειδικευμένες από εκείνες της Ανατολής. 514 AE 1966, 375 (Μαρκιανούπολη). P. Beatty Panop , (Πανόπολη της Αιγύπτου το 298). Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιτάφιος Βασιλείου 57A (Καισάρεια). SEG , 1320 (Σάρδεις). Αθανάσιος, Ιστορία Αρειανών Αμμιανός Ιωάννης Μαλάλας (οι τρεις τελευταίοι για φάβρικα Αδριανούπολης). CIL III.2043 (Σάλωνα). CIL V.8742, 8697, 8721, 8754, 8757 (Κονκόρντια). CIL XI.9=ILS 699 (Ραβέννα, μεταξύ ). Αμμιανός , (Αντιόχεια) (Κρεμώνα). Φάβρικα μαρτυρείται και στην Κωνσταντινούπολη τον 6 ο αι. Βλ. NJ Κων. Πορφ., Περί βασιλείου τάξεως Γενικά βλ. R. Delmaire, Institutions palatines υποσημ σ Φάβρικα Νικομήδειας: Lactantius, De mort. pers. 7. Βλ. R. Delmaire, Institutions palatines υποσημ. 44 σ. 87. Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης 67, (χρονολόγηση των δύο φαβρίκων). 516 Ιωάννης Μαλάλας Ausonius, Ordo urbium : «Treverique urbis solium, quae proxima Rheno pacis ut in mediae gremio secura quiescit, imperii vires quod alit, quod vestit et armat». 327
387 328 βιομηχανία» που έδρευε στους Τρεβήρους και δεν είχε άδικο. Εκτός από τις φάβρικες στην ίδια πόλη δραστηριοποιούνταν βιοτεχνία παρασκευής πολυτελούς οπλισμού και διάφορα άλλα υφαντουργεία και εργοστάσια ιματισμού, όπως θα αναφέρουμε αμέσως παρακάτω. Όσον αφορά τα εργαστήρια κατασκευής πολυτελών όπλων, στα οποία απασχολούνταν οι λεγόμενοι barbaricarii, η Notitia Dignitatum καταγράφει αναλυτικά μόνον εκείνα του δυτικού κράτους. Και τα τρία βρίσκονταν στη Γαλατία, συγκεκριμένα στην Αρελάτη, τους Ρημούς και τους Τρεβήρους 518. Στο ανατολικό κράτος δύο τέτοιες εγκαταστάσεις μαρτυρούνται, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αντιόχεια 519. Η Notitia Dignitatum απλώς απαριθμεί τους τέσσερις βοηθούς (subadiuvae) για τους barbaricarii που εργάζονταν στις διοικήσεις της Ανατολής, της Ασιανής, της Ποντικής και της Θράκης-Ιλλυρικού, χωρίς να προβαίνει σε περαιτέρω διευκρινίσεις 520. Φαίνεται τουλάχιστον ότι οι βοηθοί της Ανατολής και της Θράκης-Ιλλυρικού έδρευαν στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Τα εργοστάσια ιματισμού φαίνεται πως συνιστούσαν και αυτά αξιόλογες εγκαταστάσεις, αναλόγου μεγέθους με τις φάβρικες 521. Διαχωρίζονταν σε εκείνα που ύφαιναν λινά (linyphia), σε εκείνα που παρήγαν μάλλινα (gynaecia) και, τέλος, σε εκείνα που ασχολούνταν με τη βαφή των υφασμάτων, δηλαδή τα βαφεία (bafia) 522. Όπως και στην περίπτωση των βιοτεχνιών πολυτελών όπλων, έτσι και για τα κλωστοϋφαντουργεία η Notitia Dignitatum περιέχει πλήρη κατάλογο μόνο για τη Δύση. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται δεκαεπτά εριουργεία (gynaecia), δύο λινουργεία (linyphia) και εννέα βαφεία. Τρία από τα εριουργεία βρίσκονταν στο Δυτικό Ιλλυρικό [Βασσιανή (Bassianae, σημ. Petrovci/Σερβία) (μεταφερμένο στα Σάλωνα), Σίρμιο, Ιοβία (μεταφερμένο στο Σπαλάτο)] τέσσερα στην ιταλική χερσόνησο (Ακηλυία, Μεδιόλανο, Ρώμη, Κανουσία και Βενουσία), ένα στη Β. Αφρική (Καρχηδόνα), οκτώ στη Γαλατία [δύο στην Αρελάτη (το ένα μεταφερμένο από το Μετς), Λούγδουνο, Ρημοί, Τουρναί (Tornaco, σημ. Tournais), δύο στους Τρεβήρους, Αυγουστόδουνο (μεταφερμένο στο Μετς) και ένα ακόμη στη Βρετανία (στο Winchester). Τα δύο λινουργεία ήταν εγκατεστημένα στη γαλατική Βιέννη και στη Ραβέννα της Ιταλίας. Τέλος, δύο βαφεία βρίσκονταν στη Γαλατία (Τουλώνη και Ναρβόννη), δύο στη Δαλματία [Σάλωνα, Cissa (σημ. Pag/Κροατία)], δύο στην Ιταλία (Τάραντας, Συρακούσες), τουλάχιστον δύο στη Β. Αφρική (Βυζακηνή και Τριπολίτιδα) και ένα ακόμη στις Βαλεαρίδες 523. Στο ανατολικό κράτος διάφορες πηγές διασώζουν την ύπαρξη εριουργείων στη θρακική Ηράκλεια (πρώην Πέρινθο), την Κύζικο, την Καισάρεια της Καππαδοκίας και την 518 Not. Dign. Occ Βλ. και W. G. Sinnigen, Barbaricarii 809. A. H. M. Jones, Later Empire II 835. K. Randsborg, First Millennium AD CTh (374). Βλ. W. G. Sinnigen, Barbaricarii 815. A. H. M. Jones, Later Empire II 835 III υποσημ. 25 σ Not. Dign. Or A. H. M. Jones, Later Empire II Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Εριουργεία: Not. Dign. Occ , (δύο στους Τρεβήρους και στην Αρελάτη υπό τον comes rei privatae). Λινουργεία: Not. Dign. Occ Βαφεία: Not. Dign. Occ Βλ. και τις λίστες στους: A. H. M. Jones, Later Empire II 836. K. Randsborg, First Millennium AD Επίσης B. S. Bachrach, Metz (για τα υφαντουργεία του Μετς).
388 Τύρο, ένα λινουργείο σώζεται στη Σκυθόπολη (σημ. Beyt Shean) της Παλαιστίνης και δύο βαφεία αναφέρονται στην Φοινίκη και την Κύπρο αντίστοιχα 524. Τέλος στο Σίρμιο αναφερόταν στα τέλη του 4 ου αι. μια μονάδα που ονομαζόταν «milites calcarienses» 525. Η λέξη «calcarienses» υποδήλωνε ωστόσο στη λατινική τους υποδηματοποιούς, οπότε δεν αποκλείεται ο σχηματισμός αυτός να στελεχώθηκε από εργαζομένους σε κάποιο κρατικό υποδηματοποιείο της πόλης. Και στην περίπτωση των βιοτεχνιών ιματισμού ισχύει ό,τι και με τις βιοτεχνίες οπλισμού: οι περισσότερες και πιο ειδικευμένες μονάδες παραγωγής στη Δύση είχαν ως στόχο να καλύψουν μια σχετική παραγωγική αδυναμία, σε αντίθεση με την Ανατολή, όπου η παραγωγική βάση ήταν πιο δυναμική και η οικονομία πιο ανθηρή. 329 [Bιοτεχνίες οπλισμού (fabricae) και ιματισμού στα δύο τμήματα της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας] Η ύπαρξη και λειτουργία ιδίως των εργοστασίων όπλων αποτελούσε ένα πολύτιμο στοιχείο της υστερορωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής, έναν πραγματικό «πολλαπλασιαστή ισχύος». Είναι φυσικό, λοιπόν, ότι το κράτος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προστατεύσει την παραγωγή οπλισμού από το να πέσει στα χέρια αντιπάλων, εσωτερικών ή εξωτερικών. Στις περιπτώσεις του καίσαρα Γάλλου το 354 και του μάγιστρου ιππικού της Γαλατίας Σιλβανού το 355, οι υπόνοιες για απόπειρα των δύο προαναφερθέντων να οικειοποιηθούν την πολεμική παραγωγή των φαβρίκων για τον σχεδιασμό και την κήρυξη επανάστασης αντίστοιχα, στάθηκαν αρκετές ώστε να κινητοποιηθεί ο άτεγκτος και εξαιρετικά αποτελεσματι- 524 SEG (Ηράκλεια). Σωζομενός (Κύζικος). Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιτάφιος Βασιλείου 57Α (Καισάρεια). Αμμιανός Itinerarium Antonini 2 (και οι δύο πηγές για Τύρο). CTh [(374), Σκυθόπολη]. CTh [(436), βαφεία Φοινίκης]. Λιβάνιος, Επιστολαί 1362 (βαφεία Κύπρου). Γενικά CTh (333). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 835 ΙΙΙ υποσημ. 29 σ P. Petit, Empire romain Not. Dign. Occ : «praefectus militum Calcariensium, Sirmi».
389 330 κός μηχανισμός διώξεων και καταστολής που είχε εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β 526. Επιπλέον, νομοθετικές ρυθμίσεις διασώζουν τους περιορισμούς που είχαν τεθεί στη διάθεση του πολεμικού υλικού. Διάταγμα του αυτοκράτορα Μαρκιανού ( ) απαγόρευε την εξαγωγή θωράκων 527. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, σύμφωνα με τη «Νεαρά ΠΕ (85)» του Ιουστινιανού, που δημοσιεύτηκε το 539 και απευθυνόταν στον τότε μάγιστρο οφφικίων Βασιλείδη, η κατασκευή, διάθεση και αποθήκευση των όπλων μετατράπηκε οριστικά σε κρατικό μονοπώλιο 528. Όπως ρητά όριζαν οι σχετικές διατάξεις: «συνείδομεν τὸ τῆς ὁπλοποιίας ἔργον μηδένα μὲν ἰδιώτην ἐργάζεσθαι, μόνους δὲ ἐκείνους τὰ ὅπλα κατασκευάζειν τοὺς ἐν ταῖς δημοσίαις καταλεγομένους ὁπλοποιίας ἦτοι ταῖς λεγομέναις φάβριξι, τοὺς δὲ ἐργαζομένους τὰ ὅπλα μηδενὶ πιπράσκειν ἰδιώτῃ. ἀλλ οὐδὲ τοὺς ἐν τοῖς ἀριθμοῖς συγκαταλεγομένους ὁπλοποιούς, οὓς καὶ δεπουτάτους καλοῦσι, τοὺς παρὰ τοῦ δημοσίου κομιζομένους σιτήσεις συγχωροῦμεν ἐργάζεσθαι ἤ τινι πιπράσκειν ὅπλα, ἀλλὰ μόνον ἐπιμέλεσθαι τῶν ὅπλων τῶν στρατιωτῶν τῶν ἐν τοῖς ἀριθμοῖς καταλεγομένων ἐν οἷς στρατεύονται εἰ δέ τε νέον κατασκευάσουσι, τοῦτο ἀφαιρεῖσθαι παρ αὐτῶν καὶ ἐν τῷ θείῳ ἡμῶν εἰσφέρεσθαι ἀρμαμέντῳ προστεθησόμενον τοῖς ἐκεῖσε ἀποκειμένοις δημοσίοις ὅπλοις. Αὐτὸ δὲ τοῦτο φυλάττειν βουλόμεθα καὶ τοὺς ἐν τοῖς τάγμασι τῶν βαλλιστραρίων, οὓς κατὰ διαφόρους συνεστησάμεθα πόλεις, τάξαντες ἐν αὐτοῖς καὶ τοὺς ὅπλα κατασκευάζειν εἰδότας ὥστε καὶ αὐτοὺς μόνα τὰ δημόσια ὅπλα τὰ ἐν ταῖς δημοσίαις ὁπλοθήκαις ἑκάστης πόλεως ἀποκείμενα ἐπανορθοῦν τε καὶ ἀνανεοῦν. εἰ δὲ καί τι νέον ὅπλον κατασκευάσουσι, τοῦτο ὁμοίως καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν τῶν δημοσίων ὅπλων παρεχέτωσαν φυλακήν, καὶ μηδενὶ ἑτέρῳ παντελῶς πιπρασκέτωσαν (ακολουθούν επαναλήψεις των απαγορεύσεων, οι προβλεπόμενες βαριές ποινές και οι υπεύθυνοι, οι επιφορτισμένοι με την τήρηση των διατάξεων) Οπως δὲ δῆλα κατασταῖεν τὰ παρ ἡμῶν κεκωλυμένα παρὰ ἰδιωτῶν ἢ καὶ ἑτέρων τινῶν, πλὴν τῶν ἐν ταῖς ἱεραῖς ἡμῶν φάβριξιν ἀναφερομένων, γίνεσθαι ἢ ἰδιώταις πιπράσκεσθαι ὅπλα, καὶ τοῦτο διὰ τοῦ παρόντος νόμου σημῆναι συνείδομεν. κωλύομεν γὰρ τοὺς ἰδιώτας ἐργάζεσθαι καὶ ὠνεῖσθαι τόξα καὶ βέλη σπάθας τε καὶ ξίφη (ἅπερ καλεῖν εἰώθασι παραμήρια), καὶ τὰς λεγομένας ζάβας ἤτοι λωρίκια, καὶ κοντοὺς καὶ τὰς καθ οἱονδήποτε τρόπον ἢ σχῆμα γινομένας λόγχας, καὶ τὰ παρὰ Ισαύροις ὀνομαζόμενα μονοκόντια, καὶ τούς τε καλουμένους ζιβύννους ἤτοι μισσιβίλια, πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἀσπίδας ἤτοι σκουτάρια καὶ περικεφαλαίας ἤτοι κασσίδας οὐδὲ ταῦτα γὰρ ἑτέρῳ τινὶ κατασκευάζειν ἐφίεμεν πλὴν τῶν καταλεγομένων ἐν 526 Πρβλ. Αμμιανός και , αντίστοιχα. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 99 (συνδέει την εξειδικευμένη παραγωγή των φαβρίκων κυρίως με την προσπάθεια αποτροπής συντονισμένης εκμετάλλευσής τους με στόχο την εκδήλωση κινημάτων). 527 CJ (455/7). Βλ. H. Elton, Warfare Παρομοίως R. Grosse, Militärgeschichte 100. A. E. R. Boak, Master of Offices 88. J. A. S. Evans, Ιουστινιανός
390 ταῖς ἱεραῖς ἡμῶν φάβριξι. μόνας δὲ γίνεσθαι παρὰ ἰδιωτῶν καὶ ἰδιώταις πιπράσκεσθαι συγχωροῦμεν μαχαίρας μικράς, αἷς οὐκ ἄν τις εἰς πολέμου χρήσαιτο χρείαν» 529. Πράγματι, η ιουστινιάνεια Νεαρά του 539 προσπάθησε να επιβάλει πλήρη έλεγχο στο πεδίο της κατασκευής και της διάθεσης των όπλων. Εντούτοις, ειδικοί τεχνίτες που δραστηριοποιούνταν στις κατά τόπους μονάδες συνέχισαν να κατασκευάζουν και να επισκευάζουν είδη οπλισμού. Ορισμένοι μάλιστα ίσως ήταν φαβρικήσιοι αποσπασμένοι σε στρατιωτικές μονάδες. Η δραστηριότητά τους μνημονεύεται στον Βεγέτιο, στη Νεαρά του Ιουστινιανού που μόλις παραθέσαμε και στο Στρατηγικό του Μαυρικίου (τέλη 6 ου αι.) 530. Η Νεαρά του 539 απαγόρευσε όμως την ανεξέλεγκτη διάθεση των προϊόντων τους και επέβαλε αυτά να συγκεντρώνονται στα κρατικά οπλοστάσια. Όσον αφορά την περίοδο που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, δηλαδή τον 4 ο αι., ιδιωτικές επιχειρήσεις παραγωγής οπλισμού εξακολουθούσαν να δραστηριοποιούνται, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από ορισμένα κείμενα του Λιβάνιου 531. Οφείλουμε επιπλέον να επισημάνουμε ότι οι στρατιώτες, νεοσύλλεκτοι και βετεράνοι, λάμβαναν ειδικό επίδομα, ώστε να μεριμνούν για τον εξοπλισμό, την ένδυση και την υπόδησή τους, παρ όλη την ύπαρξη και δραστηριοποίηση μιας τόσο καλά οργανωμένης και κεντρικά ελεγχόμενης υποστηρικτικής υποδομής σε βιοτεχνικό επίπεδο γ) Εργατικό δυναμικό. Όπως εύκολα μπορούμε να συμπεραίνουμε από την επωνυμία τους, οι «φαυρικίσιοι [ήταν] οἱ τῶν ὅπλων δημιουργοί» 533. Εξαιτίας του γεγονότος ότι ειδικά οι 529 NJ 85. Γνωρίζουμε επίσης και για τους «βαγιναρίους» (vaginarius -i), δηλαδή τους θηκοποιούς. Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Βλ. Fanoula Papazoglou, Un mote antique rare: Βαγινάριοc, Vaginarius, ZPE 82 (1990) , σ Vegetius NJ 85 «τοὺς ἐν τοῖς ἀριθμοῖς συγκαταλεγομένους ὁπλοποιούς, οὓς καὶ δεπουτάτους καλοῦσι». Από την ορολογία «δεπουτάτους (deputati)» συμπεραίνουμε ότι ίσως επρόκειτο για φαβρικήσιους αποσπασμένους στις κατά τόπους μονάδες. Στρατηγικόν Μαυρικίου 12Β Βλ. και H. Elton, Warfare 117. J. Haldon, Warfare 131. Γενικά ο J. Haldon (Warfare 131, ) στέκεται ιδιαίτερα στην κατά τόπους παραγωγή του απαραίτητου οπλισμού και ιματισμού και όχι τόσο στις φάβρικες και στα προϊόντα τους. 531 Πρβλ. Λιβάνιος, Λόγοι , Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 100. Επίσης S. McDowall - G. Embleton, Infantryman CTh (375). Γενικά βλ. CTh. 7.6 «De militari veste» (Περί της στρατιωτικής ενδυμασίας), όπου πέντε σχετικοί νόμοι των ετών 365, 368, 377, 396 και 423. Για την παροχή ειδών ιματισμού βλ. και P. Lond. III.228.no 985. P. byz. Masp , I , I , V.21. P. Cairo Isid. 54. P. Oxy. 1424, 1448, P. Lips , Edictum Diocletiani , CTh (344) (calcarienses). Βλ. J. Maspero, Égypte A. H. M. Jones, Later Empire II , (η παραγωγή των κρατικών εργοστασίων κάλυπτε ποσοστό μόνο των αναγκών) III υποσημ. 35 σ. 189, υποσημ. 29 σ G. Ravegnani, Soldati W. Treadgold, Army , υποσημ. 72 και 74 σ Επίσης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army J. Haldon, Byzantine Praetorians: An Administrative, Institutional and Social Survey of the Opsikion and Tagmata c , Bonn 1984, σ Του ιδίου, Warfare 131, , υποσημ. 1 σ S. McDowall, Cavalryman 16. S. McDowall - G. Embleton, Infantryman 13. C. Zuckerman, Στρατός Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών (87.2)=Γεώργιος Κεδρηνός
391 332 φάβρικες συνιστούσαν μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες, οι εργαζόμενοι σε αυτές και οι οικογένειές τους αποτελούσαν αναμφίβολα αξιόλογο πληθυσμιακά στοιχείο των πόλεων στις οποίες ήταν εγκατεστημένοι 534. Στο πλαίσιο της γενικότερης «στρατιωτικοποίησης» του κρατικού μηχανισμού κάθε φάβρικα ισοδυναμούσε με στρατιωτική μονάδα. Το προσωπικό που υπηρετούσε στα κρατικά εργοστάσια όπλων ήταν εγγεγραμμένο σε καταλόγους παρόμοιους με εκείνους των στρατιωτικών σχηματισμών. Οι σωζόμενες διατυπώσεις των πηγών και των επιγραφών είναι χαρακτηριστικές. Σε επιτύμβια στήλη ενός εργαζομένου στη φάβρικα της Θεσσαλονίκης αναγράφεται ότι αυτός ήταν «ἀναφερόμενος ἐν τῇ εἱερᾷ φάβρικι». Σε ανάλογη επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε σε νεκροταφείο της Κονκόρντια (Concordia) στη βορειοανατολική Ιταλία μνημονεύεται κάποιος «Flavius Calladinus veteranus militavit in fabrica sagittaria» 535. Επίσης η Νεαρά 85 περιγράφει τους φαβρικήσιους ως «τοὺς καταλεγομένους ἐν ταῖς δημοσίαις ὁπλοποιίας ἦτοι ταῖς λεγομέναις [ἱεραῖς] φάβριξι» ή ως «τοὺς ἐν ταῖς ἱεραῖς φάβριξιν ἀναφερομένους». Παρατηρούμε δηλαδή ότι η χρησιμοποιούμενη ορολογία είναι αμιγώς στρατιωτική. Αυτοκρατορικό ήδικτο του 398 όριζε πως οι φαβρικήσιοι έπρεπε να στιγματίζονται στον βραχίονα, όπως ακριβώς οι νεοσύλλεκτοι (tirones) στις στρατιωτικές μονάδες, ούτως ώστε να αποθαρρύνονται οι λιποταξίες 536. Αποκτούσαν επιπλέον βαθμούς υπαξιωματικών σε περίπτωση ευδόκιμης υπηρεσίας τους, όπως και οι λοιποί οπλίτες 537. Συνεπώς, οι ίδιοι θεωρούνταν στρατιώτες και το επάγγελμά τους λογιζόταν ως στρατιωτική υπηρεσία (λατ. militia, ελλ. στρατεία) 538. Οι φαβρικήσιοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (corpora ή consortia fabricarum). Σύμφωνα, λοιπόν με αυτό το καθεστώς το επάγγελμά τους ήταν κληρονομικό 539. Αν και τα τεκμήρια για την κοινωνική τους θέση στις τοπικές κοινωνίες όπου ζούσαν είναι λιγοστά, μπορούμε ωστόσο να υποθέσουμε ότι η ιδιότητα του στρατιωτικού τούς εξασφάλιζε τουλά- 534 A. H. M. Jones, Later Empire II 835. J. Matthews, Roman Empire 263. Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης 68. Πρβλ. επίσης R. Grosse, Militärgeschichte CIL V Βλ. Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης CTh (398): «stigmata hoc est nota publica fabricensium brachiis ad imitationem tironum infligatur, ut hoc modo saltem letitantes agnosci». Βλ. και R. Grosse, Militärgeschichte 103. A. H. M. Jones, Later Empire II 835 ΙΙΙ υποσημ. 26 σ R. Delmaire, Institutions palatines Π.χ βίαρχοι (biarchi) (ενδεικτικά CIL V.8754, 8757), δουκενάριοι (ducenarii) (ενδεικτικά SEG , 1320), κεντηνάριοι (centenarii) (ενδεικτικά AE 1966, 375), σηνάτορες (senatores) (ενδεικτικά CIL III.14188), πριμικήριοι (primicerii) [ενδεικτικά CTh =CJ (390). Th. II Nov. 6.1 (438)]. Βλ. R. Grosse, Militärgeschichte 114, 118, 120. R. Delmaire, Institutions palatines Επιγραφή της Θεσσαλονίκης: Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης 69. Νεαρά 85: NJ Επίσης NJ 85.4: «τῶν ἐν ταῖς ἱεραῖς φάβριξιν ἀναφερομένων». Γενικά για τα θέματα που διαπραγματευτήκαμε στην ανωτέρω παράγραφο πρβλ. επίσης R. Grosse, Militärgeschichte A. H. M. Jones, Later Empire II 835. Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης R. Delmaire, Institutions palatines CTh (412). Th. II Nov. 6.2 (438). CJ (439), (439). Βλ. A. E. R. Boak, Master of Offices 87. R. Grosse, Militärgeschichte 102. A. Piganiol, Empire chrétien 316. A. H. M. Jones, Later Empire II 835 ΙΙΙ υποσημ. 26 σ P. Petit, Empire romain R. Delmaire, Institutions palatines G. Ravegnani, Soldati 44. M. C. Bishop - J. C. N. Coulston, Roman Equipment 188.
392 χιστον ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης 540. Οι περιορισμοί στην πρόσληψη φαβρικήσιων που περιλαμβάνονται σε ορισμένους νόμους φανερώνουν ότι θεωρούνταν προνομιούχοι εργαζόμενοι. Παράλληλα όμως υπόκεινταν σε πειθαρχικούς ελέγχους και άλλα περιοριστικά μέτρα 541. Τέλος, στα υφαντουργεία και στα βαφεία εργάζονταν δούλοι. Πάντως, χάρη στην επίδραση του Χριστιανισμού οι κρατικοί αυτοί δούλοι είχαν μετατραπεί de facto σε ελεύθερους εργάτες, που υπείχαν κληρονομική δέσμευση στο επάγγελμά τους, όπως και οι φαβρικήσιοι Η ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 4 ο αι. α) Τα οχυρωματικά έργα του Μ. Κωνσταντίνου. Το οχυρωματικό έργο του Μ. Κωνσταντίνου υπήρξε πράγματι τιτάνιο, αφού κάλυψε ουσιαστικά όλο το εύρος των ποτάμιων συνόρων της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, από τη Βόρεια θάλασσα ως τις εκβολές του Δούναβη στον Εύξεινο Πόντο. Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που μπορούμε να εξαγάγουμε από τις πηγές μάς επιτρέπει να διαμορφώσουμε επαρκή εικόνα για το μέγεθος της οχυρωματικής δραστηριότητας που αναλήφθηκε στα χρόνια του μεγάλου αυτού ηγεμόνα. Συνοριακά φρούρια κατασκευάστηκαν και επιδιορθώθηκαν κατά μήκος της ρωμαϊκής όχθης του Ρήνου στις δύο επαρχίες της Γερμανίας και στη Σηκουανία, παράλληλα με την ανακατασκευή οχυρών κατά μήκος πολλών οδών, όπως π.χ. αυτής που συνέδεε τους Τρεβήρους με την Κολωνία. Κομβικά οχυρά του μετώπου του Κάτω Ρήνου ήταν το Νοβαίσιο (Novaesium, σημ. Neuss), η Βόννη, η Worms (civitas Vangionum, Not. Gall. VII.5) και η Κολωνία 543. Ο Αυσόνιος αναφέρει ότι το Νοβιόμαγο (Noviomagum, σημ. Neumagen) υπήρξε στρατιωτική βάση του Κωνσταντίνου, οπότε δεν αποκλείεται ο αυτοκράτορας να 540 Γ. Α. Σουρής, Fabrica Θεσσαλονίκης 71. Αναλυτικότερα βλ. C. Foss, Sardis Fabricenses Περιορισμοί στην πρόσληψη: CTh (404, 412). Σταθερός μισθός: CTh (436). Προνομιούχος κοινωνική ομάδα: CTh [400 (405)]. CJ ( ), (382). Αυστηρός έλεγχος-περιορισμοί: CTh (336), (404). CJ ( ). Βλ. και A. E. R. Boak, Master of Offices 87. R. Grosse, Militärgeschichte 103. A. Piganiol, Empire chrétien 316 με τις σχετικές υποσημ. A. H. M. Jones, Later Empire II 835 ΙΙΙ υποσημ. 26 σ Βλ. σχετικά Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου CTh (357/8), 9 (380), ( ). Βλ. A. H. M. Jones, Later Empire II 836 ΙΙΙ υποσημ. 30 σ Ο G. Alföldy (Ρωμαϊκή Κοινωνία 351) μάλλον λανθάνει όταν γράφει ότι ανάμεσα στους φαβρικήσιους υπήρχαν και δούλοι, ακόμη και κατάδικοι. 543 Για σχετικά αρχαιολογικά δεδομένα και απόπειρες χρονολόγησης βλ. H. von Petrikovits, Fortifications , 188, , 199, H. Schönberger, Germany S. Johnson, Fortifications 146, 148, 150, , 158, 166, υποσημ. 77 σ. 304 και Χάρτη σ J. Mertens, Limes Belgicus 111 (οδικό οχυρό άξονα Κολωνίας-Bavai). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 33. M. J. Nicasie, Twilight 129. Βέβαια ή πιθανά κωνσταντίνεια οχυρά σύμφωνα με τους αρχαιολόγους στις τοποθεσίες Pachten, Haus Bürgel, Bingen, Flörsheim, Worms, Saliso/Saletio (Seltz), Iuliacum (Jülith), Wiesbaden (προγεφύρωμα), Alzey, Bad-Kreuznach, Saarbrücken, Argentovaria (Horbourg), Neumagen, Maastricht, Cuijk, Koblenz και Remagen (Confluentes και Rigomagus: Αμμιανός ), Jünkerath, Bitburg, Arlon, Liberchies-Brunehaut, Scarponne, Saarebourg, Βασιλεία (Basel), Tarquimpol, Yverdon, Salodurum (Solothurn), Olten, Tenedo (Zurzach).
393 334 ανανέωσε τις οχυρώσεις της πόλης 544. Επιπλέον, η διευθέτηση και αναδιαμόρφωση των τειχών του Αργεντοράτου έχει χρονολογηθεί με βάση αρχαιολογικά δεδομένα στην εποχή του Κωνσταντίνου 545. Τα προγεφυρώματα απέναντι από το Μογοντιακό (σημ. Mainz-Kastell) και την Αυγούστα Ραυρικών (σημ. Whylen) στη δεξιά όχθη του Ρήνου ίσως κατασκευάστηκαν την ίδια περίοδο, αν και ορισμένοι τοποθετούν την κατασκευή του πρώτου επί Διοκλητιανού και του δεύτερου επί Βαλεντινιανού Α 546. Αποκορύφωμα στάθηκε εντούτοις η ανέγερση του οχυρώτατου προγεφυρώματος της Divitia (σημ. Köln-Deutz) στη δεξιά όχθη του Ρήνου απέναντι από την Κολωνία, που ολοκληρώθηκε πριν από το Την Κολωνία και τη Divitia ένωνε γέφυρα, επίσης κατασκευασμένη εκείνα τα χρόνια. (Αριστερά, κάτοψη της Κολωνίας, της Divitia, και της μεταξύ τους γέφυρας - Πάνω, αναπαράσταση του οχυρού προγεφυρώματος της Divitia) Έτσι σχηματίστηκε τελικά μια ολοκληρωμένη αμυντική γραμμή που κάλυψε όλον τον Ρήνο, βασισμένη σε μια πραγματική «αλυσίδα» φρουρίων. Ο Λατίνος πανηγυριστής του έτους 310 σημείωσε απευθυνόμενος στον Μ. Κωνσταντίνο ότι «τα κάστρα που είναι τοποθετημένα ανά τακτά διαστήματα (κατά μήκος του Ρήνου) περισσότερο κοσμούν, παρά προστατεύουν τα σύνορα», θέλοντας να εγκωμιάσει τις συνθήκες ασφάλειας που είχαν δημιουργηθεί εκείνη την εποχή 548. Η γραμμή του Ρήνου δεν έπαψε να συντηρείται τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Βαλεντινιανού Α και του Γρατιανού ( ). Στο εσωτερικό της Γαλατίας πιθανολογείται ότι την ίδια περίοδο απέκτησαν νέο οχυρωματικό περίβολο η Auxerre (civitas 544 Ausonius, Mosella 10-11: «et tamdem primis Belgarum conspicor oris Noiomagum, divi castra inclita Constantini». 545 S. Johnson, Fortifications 143. H. von Petrikovits, Fortifications S. Johnson, Fortifications 255. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 33, 143. Ο D. van Berchem (Armée et réforme 51) και ο H. Schönberger (Germany 178) υποστηρίζουν ότι το προγεφύρωμα του Μογοντιακού κατασκευάστηκε επί Διοκλητιανού. Οι Pat Southern και Karen R. Dixon (Late Army 143) εκτιμούν ότι το προγεφύρωμα απέναντι από την Αυγούστα Ραυρικών ίσως είναι βαλεντίνειο, ενώ ο H. Schönberger (Germany 180) είναι βέβαιος γι αυτό. Οι διαφορετικές αυτές εκτιμήσεις δείχνουν σαφώς το πόσο σχετικές μπορεί να είναι ορισμένες φορές οι προτεινόμενες χρονολογίες. 547 CIL XIII.8502, Paneg. Constantino Aug. VI(VII) και Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications H. Schönberger, Germany 180. Andrea Scheithauer Gabriele Wesch-Klein, Köln- Deutz E. James, Franks 39. S. Johnson, Fortifications 47, 148, 255. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 33, Paneg. Constantino Aug. VI(VII).11.5: «Contra hinc per intervalla disposita magis ornant limitem castella quam protegunt». Βλ. B. Isaac, Limitanei 133.
394 Autisioderum, Not. Gall. IV.4) και η Αρελάτη 549. Η πρόνοια του Μ. Κωνσταντίνου για το μέτωπο του Ρήνου ίσως δύναται να συσχετιστεί και με την τελική χωροθέτηση των συνοριακών μονάδων εκεί, η οποία σύμφωνα με τον H. Schönberger αντικατοπτρίζει μάλλον κωνσταντίνειες ρυθμίσεις 550. Το οχυρωματικό πρόγραμμα στον Ρήνο εκτελέστηκε προφανώς στα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του Κωνσταντίνου, όταν ήταν ακόμη ένας από τους ηγεμόνες της Δύσης. Κατόπιν ο Κωνσταντίνος έστρεψε την προσοχή του στην προάσπιση του Δούναβη. Αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα την κατασκευή προγεφυρωμάτων στον Άνω και Μέσο Δούναβη από τον Διοκλητιανό. Ο Μ. Κωνσταντίνος επέκτεινε αυτήν την αμυντική αλυσίδα, ώστε να συμπεριλάβει και τον υπόλοιπο ρου του ποταμού μέχρι τις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο, καλύπτοντας αμυντικά τις επαρχίες της Σκυθίας, της παραποτάμιας Δακίας και των δύο Μοισιών. Στόχος του ήταν να ολοκληρώσει και να τελειοποιήσει το έργο που είχαν αρχίσει λίγα χρόνια νωρίτερα οι προκάτοχοί του ηγεμόνες της Τετραρχίας. Άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο Μ. Κωνσταντίνος ήδη πριν από το 324 είχε ασχοληθεί με τα ζητήματα του Δούναβη, αφού εκεί αντιμετώπισε για πρώτη φορά τους Σαρμάτες ανάμεσα στα έτη Σημείο αναφοράς της οχυρωματικής δραστηριότητας του αυτοκράτορα σε αυτόν τον τομέα στάθηκε η κατασκευή το 328 του οχυρώτατου προγεφυρώματος της «Κωνσταντινιανής Δάφνης» (Constantiniana Dafne) στη Μοισία Β απέναντι από τον στρατιωτικό σταθμό της Τρανσμαρίσκας (σημ. Tutrakan/Βουλγαρία) 551. Στην Τρανσμαρίσκα ήταν εγκατεστημένα δύο αποσπάσματα της λεγεώνας ΧΙ Claudia με διοικητές επάρχους (praefecti) και ένα auxilium, οι milites Novenses, ενώ δύο μονάδες, οι οποίες στα τέλη του 4 ου αι. υπηρετούσαν υπό τις διαταγές του μαγίστρου της Θράκης, οι Constantini Dafnenses και οι Ballistarii Dafnenses, αποτελούσαν αρχικά τη φρουρά της Δάφνης, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το δεύτερο συνθετικό του ονόματός τους 552. Την κατασκευή της Δάφνης σημείωσε ο Προκόπιος ως εξής: «τὸ Τρανσμαρίσκας ὀχύρωμά ἐστιν. οὗπερ καταντικρὺ ἐν τῇ ἀντιπέρας ἠπείρῳ Κωνσταντῖνός ποτε Ῥωμαίων βασιλεὺς φρούριον οὐκ ἀπημελημένως ᾠκοδομήσατο, Δάφνην ὄνομα, οὐκ ἀξύμφορον νενομικὼς εἶναι φυλάσσεσθαι ταύτῃ τὸν ποταμὸν ἑκατέρωθεν» 553. Χρησιμοποιήθηκε μάλιστα σαράντα χρόνια αργότερα από τον Βάλη ως επιθετική βάση στις πρώιμες φάσεις των επιχειρήσεών του κατά των Γότθων ( ) S. Johnson, Fortifications 101, R. E. M. Wheeler, Arles Walls 175, 192 (με επιφυλάξεις). 550 Πρβλ. H. Schönberger, Germany Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 103. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 556, 563, 567. Ivanof, Donaulimes 236, 238. S. Johnson, Fortifications 255. Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 58, A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 161. A. Piganiol, Empire chrétien Not. Dign. Or (milites Novenses), (ΙΧ Claudia), φρουρά Τρανσμαρίσκας. Or (Constantini Dafnenses και Ballistarii Dafnenses), φρουρά Κωνσταντινιανής Δάφνης. 553 Προκόπιος, Περί κτισμάτων Αμμιανός Βλ. επίσης και Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Δούναβη» 279.
395 336 Το ίδιο έτος ο Μ. Κωνσταντίνος ανακατασκεύασε τα τείχη της Σουκίδαβας (Sucidava, σημ. Celei/Ρουμανία) στην παραποτάμια Δακία, που βρισκόταν στη βόρεια όχθη του Δούναβη απέναντι από τον Οίσκο (Oescus, σημ. Gigen/Βουλγαρία). Στο ίδιο σημείο κατασκεύασε μεγάλη γέφυρα που ένωνε τα δύο φρούρια 555. Στην επαρχία της Σκυθίας τέλος ο P. Brennan εντοπίζει προγεφύρωμα απέναντι από τη σημαντική πόλη του Νοβιόδουνου (Noviodunum) 556. Ο ίδιος μελετητής ισχυρίζεται ότι καθένα από αυτά τα προγεφυρώματα διέθετε από μία μονάδα χειριστών βαρέων όπλων (ballistarii) 557. Συμπληρώνει μάλιστα ότι αρχικά τα οχυρά χρησίμευαν για την εξαπόλυση επιθετικών επιχειρήσεων, κάτι που αναφέραμε και στο προηγούμενο μέρος, ενώ μεταγενέστερα η αμυντική στρατηγική περιορίστηκε στην περιπολία του μεγάλου αυτού ποταμού 558. Παράλληλα με την κατασκευή των παραπάνω προγεφυρωμάτων ο Κωνσταντίνος επιμελήθηκε την οχύρωση μίας μεγάλης σειράς πόλεων και στρατιωτικών σταθμών στη νότια όχθη του Δούναβη από το Δέλτα ως τη συμβολή του με τον Σάβο ποταμό 559. Στη Σκυθία (σημ. Δοβρουτσά) ανήγειρε οχυρωματικά έργα από την Τόμι (μετέπειτα Constantia, σημ. Constanţa) ως την Αξιούπολη, με προφανή στόχο την παρεμπόδιση περαιτέρω βαρβαρικών διεισδύσεων και επιμελήθηκε την οχύρωση σχεδόν όλων των πόλεων ως το δέλτα του Δούναβη 560. Στην παραποτάμιο Δακία επισκεύασε τις οχυρώσεις των στρατιωτικών σταθμών 555 Βλ. ΑΕ 1939, 19. Aurelius Victor, de Caes : «Pons per Danubium ductus». Epitome de Caes Πασχάλιον Χρονικόν Θεοφάνης =Γεώργιος Κεδρηνός To 328 ο Κωνσταντίνος βρισκόταν αυτοπροσώπως στον Οίσκο, όπως μαθαίνουμε από διάταξη του Θεοδοσιανού Κώδικα (CTh ). Βλ. D. Tudor, Un pont romain ignoré dans la région du Bas Danube, Latomus 20 (1961) , σ. 501, και 507 (λίγο δυτικότερα ο Δομιτιανός το 86 ή 87 μ.χ. είχε κατασκευάσει άλλη μια γέφυρα κατά τη διάρκεια του δακικού του πολέμου. Βλ. Iordanes, Getica 13.77). P. Petit, Empire romain 56. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 103. E. A. Thompson, Danube Frontier 372. A. Piganiol, Empire chrétien 49. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 559, 563, O. Toropu, Dacie Ripensis 73. T. Ivanof, Donaulimes 236. T. D. Barnes, Constantine A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 161, Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 215. S. Johnson, Fortifications 255. Σοφία Πατούρα, Κάτω Δούναβης 335. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 33. Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Δούναβη» P. Brennan, Bridgehead Dispositions 560, Βλ. π.χ. ΑΕ 1963, 182 (οχύρωση και εγκατάσταση βαλισταρίων στη Σουκίδαβα). Βλ. P. Brennan, AE (Sacidava): New Readings and Interpretation, ZPE 33 (1979) , σ (ειδικά για τη Σουκίδαβα). Του ιδίου, Bridgehead Dispositions 557 (για όλα τα προαναφερθέντα ανωτέρω προγεφυρώματα). 558 Πρβλ. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 557, Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Βλ. επίσης Σοφία Πατούρα, Κάτω Δούναβης Αιγισσός, Cius (Θεμίστιος, Επί της ειρήνης 136a-138a), Αξιούπολη, Νοβιόδουνο, Tropaeum Traiani (ILS 8938=CIL III.13734), Τόμις, Ιστρία, Τροισμίς (ILS 724), Σαλσοβία (Salsovia), Δινογέτια (Dinogetia). Βλ. επίσης Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 104. S. Johnson, Fortifications 255. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja , , , 192, 196, 200, 205. I. Barnea, Dinogetia et Noviodunum, deux villes byzantines du Bas-Danube, RÉSEE 9 3 (1971) , σ και I. Barnea - Gh. Ştefan, Limes Scythicus, στο Actes de IX e Congrès International d Études sur les frontières romaines, Mamaïa, 6-13 Septembre 1972, ed. par D. M. Pippidi, Bucureşti-Köln-Wien 1974 σ , σ A. Piganiol, Empire chrétien 56, 59. M. J. Nicasie, Twilight 130. Οι T. D. Barnes (Constantine 154) και J. Arce [The Inscription of Troesmis (ILS 724) and the First Victories of Constantius II as Caesar, ZPE 48 (1982) , σ και
396 της Drobeta και της Dierna, που βρίσκονταν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, και ανακατασκεύασε τα τείχη της Βονωνίας (σημ. Vidin/Βουλγαρία) και της Ρατιαρίας (σημ. Arčar/Βουλγαρία) 561. Στη Μοισία Β οχύρωσε εκ νέου τις πόλεις του Δορύστολου, των Νοβών και της Πριστής (Sexaginta Prista), ενώ δυτικότερα, στη Μοισία Α και στην Παννονία Β, ασχολήθηκε με την οχύρωση της Σιγγηδώνος, του Σιρμίου και του Βιμινακίου 562. Ο Αυρήλιος Βίκτωρ, αναφερόμενος στην κατασκευή της γέφυρας ανάμεσα στον Οίσκο και τη Σουκίδαβα δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου τις όχθες του Δούναβη κάλυπταν αμυντικά πολυάριθμα φρούρια και μικρότερα οχυρά, τα οποία ήταν κατάλληλα τοποθετημένα σε στρατηγικές τοποθεσίες 563. Όλα αυτά τα σημεία που αναφέρθηκαν αποτελούσαν τον limes του Δούναβη, την τεράστια οχυρωματική γραμμή, που όφειλε να προστατεύει τις βαλκανικές επαρχίες της αυτοκρατορίας από τους βαρβάρους βόρεια της μεθορίου 564. Στο εσωτερικό της Θράκης ο Κωνσταντίνος επέκτεινε και ανανέωσε τα τείχη της Σερδικής εκτιμώντας τη στρατηγική της θέση στο κέντρο της βαλκανικής χερσονήσου 565. Άλλωστε, ακόμη και ο Αμμιανός δεν παρέλειψε να τονίσει τη στρατηγική σημασία της Σερδικής 566. Η ανεύρεση επίσης πολλών μιλιαρίων που φέρουν το όνομα του Κωνσταντίνου κατά μήκος των οδών που διατρέχουν τη νότια όχθη του Δούναβη, αλλά παράλληλα και άλλων οδικών αρτηριών που οδηγούν στο εσωτερικό, όπως της οδού Οίσκου-Σερδικής, Φιλιππούπολης-Νικόπολης του Νέστου και Αυγούστας Τραϊανής (Augusta Traiana)-Μεσημβρίας, πιστοποιούν την πρόνοια του αυτοκράτορα για τη συντήρηση των αξόνων επικοινωνίας που διέσχιζαν τις στρατηγικές αυτές περιοχές 567. Στη Σκυθία την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκαν οι δρόμοι που συνέδεαν τα φρούρια και τις πόλεις μεταξύ τους 568. Τα κατασκευαστικά έργα ειδικά στις επαρχίες της Θράκης και της Μ. Σκυθίας συνδέονται προφανώς και με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης (330). Τα οχυρά στη Δοβρουτσά και η ασφάλιση του οδικού άξονα που οδηγούσε ως τον Βόσπορο λειτουργούσαν ως προκεχωρημένη ζώνη άμυνας της ίδιας της Κωνσταντινούπολης και συνέβαλλαν στην ασφάλειά της από εχθρικές διεισδύσεις. Πάντως, ένα από τα σπουδαιότερα, μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα οχυρωματικά έργα που ανέλαβε και περαίωσε ο Μ. Κωνσταντίνος ήταν ασφαλώς η τείχιση της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Το έργο της οχύρωσης της νέας πρωτεύουσας οπωσδήποτε βρισκόταν ] χρονολογούν την ολοκλήρωση των οχυρώσεων της Τροισμίδος το 337 επί Κωνσταντίου Καίσαρος, λίγο προτού αυτός αναγορευτεί αύγουστος. 561 Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 103. O. Toropu, Dacie Ripensis T. Ivanof, Donaulimes 236, 238. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 161. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army Fig. 64 σ Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α 104. Επίσης Θ. Καλαϊτζάκης, Ζώσιμος υποσημ. 81 σ Πρβλ. Aurelius Victor, de Caes : «castra castellaque pluribus locis commode posita». 564 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Α Συνεχιστής Κασσίου Δίωνος 151. Βλ. Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 72, Αμμιανός Βλ. Malgorzata Biernacka-Lubańska, Thrace 216. Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Δούναβη» Αναλυτικά A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja Γ. Καρδαράς, «Δρόμος του Δούναβη» 277.
397 338 στη φάση της υλοποίησης το 328 και θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είχε σχεδόν ολοκληρωθεί ως τη «γενέθλιο» ημέρα της Κωνσταντινούπολης, την 11 η Μαΐου του 330, οπότε πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα η τελετή της «καθοσίωσης» (consecratio) και «αφιέρωσης» (dedicatio) της νέας πόλης. Τα καινούρια μνημειώδη τείχη κατασκευάστηκαν σε απόσταση δυόμισυ περίπου χιλιομέτρων (15 σταδίων σύμφωνα με τον Ζώσιμο) από το παλαιό τείχος του Σεπτίμιου Σεβήρου και ασφάλισαν την αρχαία πόλη του Βύζαντα από οποιαδήποτε χερσαία απειλή μέχρι την οικοδόμηση των αναβαθμισμένων και περίφημων «Θεοδοσιανών Τειχών» τον 5 ο αι. Τα χερσαία τείχη του Μ. Κωνσταντίνου περιέκλεισαν έκταση έξι σχεδόν τετραγωνικών χιλιομέτρων, τριπλασιάζοντας το συνολικό εμβαδόν της Πόλης 569. Πολλοί συγγραφείς της βυζαντινής περιόδου επεσήμαναν την οχύρωση της Κωνσταντινούπολης μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της οικοδόμησής της από τον Μ. Κωνσταντίνο. Διέσωσαν μάλιστα και ορισμένους ενδιαφέροντες θρύλους σχετικά με τα περιστατικά που συνόδευσαν την κατασκευή των νέων τειχών 570. Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν παρέλειψε όμως να μεριμνήσει και για την άμυνα του Μέσου και Άνω Δούναβη, συμπληρώνοντας τα έργα των Τετραρχών ηγεμόνων στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, στα εδάφη της σημερινής Ουγγαρίας (επαρχίες της Βαλερίας και της Παννονίας Α ) αρκετά νέα οχυρά ανεγέρθηκαν, όχι μόνο παρόχθια, αλλά στα ενδότερα αυτών των επαρχιών, καθώς και σε σαρματικά εδάφη ανατολικά του Δούναβη, ενώ οι οχυρώσεις του Βριγέτιου (σημ. Oszöny), όπως και του μικρού του προγεφυρώματος, της Cela- 569 J. Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη βυζαντινή εποχή, μτφ. Δ. Χ. Σταθακόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, σ Βλ. π.χ. Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ : «Οτι Κωνσταντῖνόν φησιν ὀκτὼ καὶ εἰκοστῷ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ τὸ Βυζάντιον εἰς Κωνσταντινούπολιν μετασκευάσαι, καὶ τὸν περίβολον ὁριζόμενον βάδην τε περιιέναι, τὸ δόρυ τῇ χειρὶ φέροντα ἐπεὶ δὲ τοῖς ἑπομένοις ἐδόκει μεῖζον ἢ προσῆκε τὸ μέτρον ἐκτείνειν, προσελθεῖν τε αὐτῷ τινα καὶ διαπυνθάνεσθαι ἕως ποῦ, δέσποτα; τὸν δὲ ἀποκρινάμενον διαρρήδην φάναι ἕως ἂν ὁ ἔμπροσθέν μου στῇ, ἐπίδηλον ποιοῦντα ὡς δύναμις αὐτοῦ τις οὐρανία προηγοῖτο, τοῦ πραττομένου διδάσκαλος». Του ιδίου, Εκκλ. Ιστ. 2.9a.8-14 και (ο ίδιος μύθος ελαφρώς αναλυτικότερος). Ζώσιμος : «τοῦ πάλαι τείχους ἐπέκεινα σταδίοις πεντεκαίδεκα τείχει περιέβαλε τὴν πόλιν ἀπολαμβάνοντι πάντα τὸν ἰσθμὸν ἀπὸ θαλάσσης εἰς θάλασσαν». Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κων/πόλεως , 1.53 (πλήρες τοπογραφικό): «Η δευτέρα σχηματογραφία, ἣν μετέθηκεν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, ἐστὶν αὕτη προσέθηκεν τὸ τεῖχος ἀπὸ μὲν τοῦ Εὐγενίου μέχρι τοῦ ἁγίου Αντωνίου, ἀπὸ δὲ τοὺς Τόπους μέχρι τῆς παναγίας θεοτόκου τῆς Ράβδου. Καὶ ἀνέβαινεν ἕως τοῦ Εξακιονίου τὸ χερσαῖον τεῖχος ἀπὸ τῆς Ράβδου καὶ κατέβαινεν μέχρι τῆς παλαιᾶς πόρτας τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς μονῆς τοῦ Δίου καὶ τὰ Ικασίας καὶ διήρχετο μέχρι τῆς Βώνου καὶ εἰς τὸν ἅγιον Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ισμαήλ καὶ διήρχετο εἰς τὰ Αρματίου καὶ μέχρι τοῦ ἁγίου Αντωνίου καὶ ἔκαμπτεν ἕως τοῦ Εὐγενίου. Διήρκεσε δὲ οὕτως τὸ τεῖχος ἔτη ρλβ (132, μέχρι το 450 δηλαδή), δέκα βασιλέων αὐτοκρατορησάντων. Αὕτη τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ σχηματογραφία», : «Χρὴ δὲ γινώσκειν ὅτι τῷ ˏεωλζ (σ.έ. 5837, δηλ. 328) ἔτει τοῦ κόσμου, τῷ τρίτῳ μηνὶ τῆς δευτέρας ἐπινεμήσεως, τῇ εἰκοστῇ ἕκτῃ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, ἡμέρᾳ τετάρτῃ ὄντος τοῦ ἡλίου εἰς τοῦ τοξότου τὸ ζῷδον (ὡροσκόπει δὲ Καρκῖνος), τὸ πρῶτον ἔτος τῆς σξε (255 ης ) ὀλυμπιάδος, ἐπήξαντο τοὺς θεμελίους τῶν δυσικῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Επίσης βλ. Σωκράτης Σωζομενός Ιωάννης Λυδός, Περί αρχών Ιωάννης Μαλάλας Ευάγριος Ησύχιος Πασχάλιον Χρονικόν Γεώργιος Μοναχός =Του ιδίου, Σύντομον Χρονικόν Γεώργιος Κεδρηνός Chronicon AD 1234, Μιχαήλ Γλυκάς Βλ. επίσης και G. Dagron, Κωνσταντινούπολη 36-38,
398 mantia (σημ. Leányvár), ανανεώθηκαν το αργότερο μέχρι το Τέλος, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως τέσσερα μικρά κωνσταντίνεια οχυρά δυτικά της Βιέννης, στις επαρχίες του Νωρικού και της Ραιτίας 572. Η επισταμένη φροντίδα των ηγεμόνων της δυναστείας των «Φλαβίων» ειδικά για το μέτωπο του Δούναβη αποδεικνύεται, τέλος, και από τον μετασχηματισμό και τη μετατροπή των περισσότερων ιλών και κοόρτεων σε «cunei» και «auxilia» αντίστοιχα, που όπως είδαμε παραπάνω συνέβη μέχρι τα χρόνια του Βαλεντινιανού Α. Αρκετοί νεότεροι μελετητές ισχυρίζονται επιπλέον ότι ο Μ. Κωνσταντίνος μάλλον επανάκτησε περιοχές της Δακίας χάρη σε αυτά τα προγεφυρώματα και στις θεαματικές νίκες του εναντίον των Γότθων και των Σαρματών το 332. Η γραμμή αυτή υπό τη μορφή τάφρων και προχωμάτων (δηλ. fossa) εκτεινόταν από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη μέχρι τον ποταμό Αλούτα (σημ. Olt) ανατολικά, στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας 573. Στις εκβολές του Δούναβη ένα μακρό τείχος υποστηριζόμενο από τάφρους ήρθε στο φως λίγο βορειότερα από την επαρχία της Μ. Σκυθίας 574. Όλα αυτά τα οχυρωματικά έργα αντικατοπτρίζουν τις ρυθμίσεις που επέβαλε ο Κωνσταντίνος στους Γότθους και τους Σαρμάτες από θέση ισχύος, αποτελούσαν σαφή ένδειξη της ρωμαϊκής δύναμης και επιρροής βορείως του Δούναβη και χρησιμοποιήθηκαν μάλλον ως ένα πρώτο ανάχωμα για την ανάσχεση βαρβαρικών επιδρομών στις παραδουνάβιες επαρχίες του Μέσου και Κάτω Δούναβη. Κατά έναν παρόμοιο τρόπο ορισμένοι νεότεροι μελετητές έχουν συνδέσει το οχυρωματικό πρόγραμμα του Διοκλητιανού βορειότερα, στις επαρχίες της Παννονίας (τα προγεφυρώματα και τους αποβατικούς σταθμούς που αναφέραμε στο προηγούμενο μέρος) με ταυτόχρονη προσπάθεια ελέγχου ολόκληρου του παννονικού υψιπέδου ανατολικά του Δούναβη (χονδρικά της σημερινής ανατολικής Ουγγαρίας), στο οποίο κατοικούσαν τότε Σαρμάτες. 571 Βλ. S. Soproni, Die spätrömische Festung von Iovia, στο Actes de IX e Congrès International d Études sur les frontières romaines, Mamaïa, 6-13 Septembre 1972, ed. par D. M. Pippidi, Bucureşti-Köln-Wien 1974, σ , σ (ειδικά για το φρούριο Iovia, σημ. Alsóheténypuszta), 186 [οχυρά στη Scarabantia (Sopron), Környe, Ságvár, Sopianae (Pécs), Savaria (Szombathely), Fenékpuszta, Kisárpás, όλα βρίσκονταν στο εσωτερικό των δύο επαρχιών]. S. Johnson, Fortifications 123 (Kisárpás, Iovia) 180 (Quadrata, Ad Statuas) 182, 255 (Βριγέτιο-Celamantia) 185, 191 [Castra Ad Herculem (Pilismarót), Visegrád -Sibrik] 187, 193 [Campona (Nagyténény)] 188 [ίσως Intercisa (Dunapentele)]. H. von Petrikovits, Fortifications 184 [Castra Ad Herculem (Pilismarót), Visegrád-Sibrik, Campona (Nagyténény), Intercisa (Dunapentele)]. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 33 (Celamantia), 145 (αποβατικός σταθμός «Contra Florentiam»). Οχυρά και σταθμοί επιτήρησης σε σαρματικά εδάφη: S. Soproni, Mititärstation A. Mócsy, Pannonia 282. Του ιδίου, Festungstyp S. Johnson, Fortifications 192, 253. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army H. von Petrikovits, Fortifications 188. S. Johnson, Fortifications , Για τον σαρματικό και γοτθικό πόλεμο του Κωνσταντίνου βλ. ενδεικτικά Origo Const. Imp Ιωάννης Ζωναράς Βλ. επίσης E. A. Thompson, Danube Frontier 373, O. Toropu, Dacie Ripensis 76. A. Suceveanu - A. Barnea, Dobroudja 161. P. Brennan, Bridgehead Dispositions 566. T. D. Barnes, The Victory Titles of Constantius, ZPE 52 (1983) , σ S. Johnson, Fortifications 192. Σοφία Πατούρα, Κάτω Δούναβης M. Kazanski, Frontière pontique Μάλλον εξαιτίας αυτών των επιτυχιών ο Κωνσταντίνος έλαβε τον τίτλο του «Dacicus Maximus» (AE 1934, 158). Αντιθέτως ο Ι. Καραγιαννόπουλος (Ιστορία Α 104) και ο L. F. Pitts [Relations between Rome and the German Kings on the Middle Danube in the First to Fourth Centuries A.D., JRS 79 (1989) 45-58, σ ] απορρίπτουν την εκδοχή περί ελέγχου εδαφών βορείως του Δούναβη κατά τον 4 ο αι. 574 P. Petit, Empire romain 56. Βλ. και N. Gostar, Aliobrix Χάρτης (Planche XLI) σ
399 340 Πράγματι, στην περιφέρεια εκείνη ως τους δυτικούς πρόποδες των ορέων της Δακίας, η σύγχρονη αρχαιολογική σκαπάνη έχει αποκαλύψει ένα γιγάντιο δίκτυο αμυντικών τάφρων και χαρακωμάτων που χρονολογούνται από την εποχή του Διοκλητιανού και κυρίως του Μ. Κωνσταντίνου 575. Επιβεβαιώνονται λοιπόν οι μαρτυρίες συγγραφέων της Ύστερης Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα που υπονοούν ότι ο Κωνσταντίνος είχε κατακτήσει εδάφη βορείως του Δούναβη υποτάσσοντας τους εκεί βαρβάρους 576. (Το σύστημα των προχωμάτων που διασφάλιζε τη ρωμαϊκή επιρροή σε υποτελή εδάφη των Γότθων και των Σαρματών βορείως του Δούναβη) Ο ίδιος αυτοκράτορας ευθύνεται κατά πάσα πιθανότητα για την ολοκλήρωση των αμυντικών έργων στην περιοχή της Ιστρίας (χονδρικά στα σημερινά σύνορα Ιταλίας-Σλοβενίας) που κάλυψαν τις ανατολικές προσβάσεις της ιταλικής χερσονήσου. Τα περίφημα «Claustra Alpium Iuliarum», δηλαδή οι κλεισούρες των Ιουλίων Άλπεων βορειοανατολικά της Τεργέστης, προστατεύονταν από φρουρές και οχυρώματα τουλάχιστον από το 238, όπως μαρτυρούν σχετικές επιγραφές, συνεπικουρούμενες και από αναφορές του Ηρωδιανού Βλ. A. Mócsy, Pannonia 280. S. Soproni, Mititärstation S. Johnson, Fortifications 192, 253. Σοφία Πατούρα, Κάτω Δούναβης Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army 27, 145. Ο A. Mócsy (Festungstyp ) απαριθμεί συνολικά άλλα εννέα προγεφυρώματα και οχυρούς σταθμούς αποβίβασης κατά μήκος των επαρχιών της Βαλερίας και της Παννονίας Β. 576 Πρβλ. Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Κωνσταντίνου Ιουλιανός, Συμπόσιον Θεοφάνης Γεώργιος Κεδρηνός Βλ. E. A. Thompson, Danube Frontier ΑΕ 1934, 230. Ηρωδιανός , (σχολιάζει το δύσβατο εκείνων των κλεισουρών και τους φόβους του αυτοκράτορα Μαξιμίνου μήπως οχύρωναν αυτές τις κλεισούρες οι αντίπαλοί του για να ανακόψουν την κάθοδο του στην Ιταλία). Βλ. και S. Johnson, Fortifications 220. Γενικά για την άμυνα στην περιοχή αυτή βλ. J. Šašel, Zur Verteidigung der Nordostgrenze in der provincia Cisalpina, στο Roman Frontier Studies 1969.
400 Εντούτοις, συγκροτημένο και πλήρες αμυντικό δίκτυο οργανώθηκε μόλις επί των ημερών του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος φρόντισε παράλληλα και για τη συντήρηση της στρατηγικής οδού Ακυληίας-Εμόνας-Ποτόβιου, που όπως προαναφέραμε είχε αποκτήσει πύργους (burgi) και φυλάκια ήδη από την εποχή του Γαλλιηνού 578. Οι οχυρώσεις περιλάμβαναν μικρά και μεγάλα οχυρά, φυλάκια, σταθμούς παρατήρησης και τεχνητά φράγματα (artificial barriers) που ενεργοποιούνταν σε περιπτώσεις κινδύνου. Η αμυντική σπουδαιότητα των κλεισουρών των Ιουλίων Άλπεων φάνηκε σύντομα στις συγκρούσεις του Κωνστάντιου Β πρώτα με τον Μαγνέντιο (352) και κατόπιν με τον Ιουλιανό (361). Το 374/5 Μαρκομάννοι και Κουάδοι διέσπασαν τα οχυρώματα, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα ο Θεοδόσιος Α κέρδισε τον έλεγχο των στρατηγικών διαβάσεων με προδοσία, κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον του ανταπαιτητή Ευγενίου 579. Μετά την κατάρρευση του μετώπου της δυτικής Παννονίας και του Νωρικού την πρώτη δεκαετία του 5 ου αι. τα «Claustra Alpium Iuliarum» απέμειναν η μόνη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Ιταλία και στους βαρβάρους που ξεχύνονταν ανενόχλητοι στην καρδιά του δυτικού ρωμαϊκού κράτους. Τότε φαίνεται πως οι κλεισούρες παραβιάστηκαν από τα στρατεύματα του Γότθου βασιλιά Αλάριχου, το 401 και το 409. Μολαταύτα η πρόνοια για τη διατήρηση της γραμμής των Ιουλίων Άλπεων (είχε πλέον αποκτήσει τον χαρακτηρισμό «limes» στις πηγές, ενδεικτικός βέβαια της υποχώρησης των δυτικών συνοριακών αμυντικών γραμμών από τον Δούναβη στις παρυφές της Ιταλίας) δεν έπαψε να απασχολεί τους ιθύνοντες της αυτοκρατορία τουλάχιστον μέχρι το 443, όπως μαρτυρούν δύο σχετικές ρυθμίσεις εκείνου του έτους που συμπεριελήφθησαν στον Ιουστινιάνειο Κώδικα 580. Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, η οχυρωματική δραστηριότητα του Κωνσταντίνου κάλυψε αποκλειστικά τα ευρωπαϊκά σύνορα της αυτοκρατορίας. Σε πρώτο στάδιο ασχολήθηκε με την οχύρωση του Ρήνου ως αύγουστος της Δύσης, ενώ από το 324 και μετά η προσοχή του στράφηκε κυριότατα στο μέτωπο του Δούναβη, από τις εκβολές του ως το ύψος της Παννονίας (σημερινή περιοχή της Ουγγαρίας). Αυτή η στροφή του ενδιαφέροντος ήταν φυσιολογική. Όλοι οι πόλεμοι της περιόδου διεξήχθησαν με βαρβαρικά φύλα βορείως του ποταμού. Στα μέτωπα της Ανατολής και της Β. Αφρικής δεν συνέτρεχαν ιδιαίτεροι λόγοι για την κατασκευή νέων οχυρώσεων. Μόνον έργα συντήρησης οχυρών και οδικών αξόνων εκτελέστηκαν 581. Οι ηγεμόνες της Τετραρχίας είχαν ήδη ασχοληθεί επισταμένα με την αμυντική θωράκιση των δύο μετώπων, ειδικά του ανατολικού, και επικρατούσε γενικά ει- Eight International Congress of Limesforschung, ed. by E. Birley - B. Dobson - M. Jarett, Cardiff 1974, σ , σ Βλ. αναλυτικά S. Johnson, Fortifications Μαγνέντιος: Αμμιανός Aurelius Victor, de Caes Ζώσιμος Ιουλιανός: Αμμιανός , Θεοδόσιος-Ευγένιος: Φιλοστόργιος, Εκκλ. Ιστ Βλ. S. Johnson, Fortifications 221. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army CJ , (443). Βλ. S. Johnson, Fortifications D. van Berchem, Armée et réforme (κατασκευή οχυρού επί Κωνσταντίνου στο φοσσάτο Αφρικής). Επιγραφή μεταξύ του διασώζει επισκευή οχυρού στην τοποθεσία Qasr el-azraq στη ρωμαϊκή Αραβία, ενώ μία του 324 (AE 1948, 136) διασώζει την κατασκευή υδάτινης δεξαμενής προς εξυπηρέτηση φυλακίων στις ίδιες περιοχές. Βλ. αντίστοιχα M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I 152 και
401 342 ρήνη και ασφάλεια.υπήρχαν ωστόσο κάποιες τρανταχτές εξαιρέσεις, οι οποίες δεν έχουν τονιστεί όπως θα έπρεπε από τους σύγχρονους μελετητές. Ο Ιωάννης Μαλάλας αναφέρει ότι: «Επαθε δὲ ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοῦ Κωνσταντίνου ὑπὸ θεομηνίας Μαξιμιανούπολις τῆς Οσδροηνῆς τὸ δεύτερον αὐτῆς πάθος τὸ μετὰ τὸ ληφθῆναι ὑπὸ τῶν Περσῶν. καὶ ἀνήγειρεν αὐτὴν ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Κωνσταντῖνος καὶ τὰ τείχη αὐτῆς ἦσαν γὰρ πεσόντα καὶ μετεκάλεσεν αὐτὴν εἰς τὸ ἴδιον ὄνομα Κωνσταντῖναν» 582. Ο Αμμιανός μάς πληροφορεί επίσης ότι η πόλη της Άμιδας στη Μεσοποταμία οχυρώθηκε από τον Κωνστάντιο Β, όταν αυτός ήταν ακόμη καίσαρας (πριν από το 337) 583. Η τείχιση της Άμιδας ίσως συνδέεται με τα σχέδια του Κωνσταντίνου για εισβολή στην Περσία, που τον απασχολούσαν ήδη από το 333. Εκείνο το έτος είχε αποστείλει τον γιο του Κωνστάντιο στο ανατολικό μέτωπο υπό τον φόβο εκδήλωσης περσικής εισβολής. Άρα η Άμιδα απέκτησε πιθανώς τον νέο οχυρωματικό της περίβολο ανάμεσα στα έτη Εφόσον πιστέψουμε μάλιστα τον Θεοφάνη, ο οποίος έγραψε ότι η Άμιδα καταλήφθηκε από τους Πέρσες το , τότε η πόλη απέκτησε τα νέα ισχυρά της τείχη αμέσως μετά την ανακατάληψή της από τον Κωνστάντιο. Ο Θεοφάνης γράφει όμως ότι «Τούτῳ τῷ ἔτει (340) Κωνστάντιος Αμιδαν οἰκοδομεῖ τειχίσας γενναίως. κτίζει καὶ Κωνσταντίαν [δηλ. την Κωνσταντίνα], τὴν πρώην Αντωνίου πόλιν λεγομένην, ἐπονομάσας αὐτὴν ἑαυτῷ, διεστῶσαν Αμίδης σταδίους ψ κατὰ μεσημβρίαν» 585. Ο Θεοφάνης δηλαδή παραδίδει ως έτος ανοικοδόμησης της Άμιδας και της Κωνσταντίνας το 340, χρονολογία που έρχεται φαινομενικά σε αντίθεση με τις αναφορές του Ιωάννη Μαλάλα και του Αμμιανού. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, εκείνο το έτος απλώς να ολοκληρώθηκαν οι οχυρώσεις. Προτιμώ δηλαδή να συνδυάσω τις δύο πληροφορίες που διαθέτουμε. Ο Αμμιανός συμπληρώνει ότι ο Κωνστάντιος ενίσχυσε τις αμυντικές υποδομές της Άμιδας με την προσθήκη μεγάλων εκηβόλων όπλων (οξυβελών και πετροβόλων καταπελτών, όπως ονάγρων και σκορπιών), που προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στις τάξεις των Περσών πολιορκητών το Ως ένα επιπλέον μέτρο ασφαλείας η Άμιδα διέθετε τέλος και 582 Ιωάννης Μαλάλας Βλ. σχετικά και Αικατερίνη Ρεβάνογλου, Στοιχεία Αμμιανός : «Hanc civitatem (την Άμιδα) olim perquam brevem, Caesar etiam tum Constantius, ut accolae suffugium possint habere tutissimum turribus circumdedit amplis et moenibus, locatoque ibi conditorio muralium tormentorum, fecit hostibus formidatam, suoque nomime voluit appellari». Ο Σύρος χρονογράφος Ιάκωβος Εδέσσης (6 ος αι.) σημειώνει στο χρονικό του (Χρονικόν 293) το κτίσιμο αυτών των δύο πόλεων από τον Κωνστάντιο, χρονολογεί ωστόσο την κατασκευή τους το 346 (Κωνσταντίνα) και το 348 (Άμιδα). Παρομοίως Chronicum Edessenum Chronicon AD 819, Chronicon AD 1234, Εκτιμώ ωστόσο ότι όλα αυτά τα συριακά χρονικά ίσως μνημονεύουν ανακατασκευή των οχυρώσεων των δύο πόλεων. Βλ. επίσης γενικά και J. Arce, Constantius II Sarmaticus and Persicus: A Reply, ZPE 57 (1984) , σ Θεοφάνης Θεοφάνης Βλ. Αμμιανός (καταπέλτες) (εκηβόλα όπλα) (βαλλίστρες) (σκορπιοί) , (συνεχείς ρίψεις βλημάτων από τείχη) (ελαφρές βαλλίστρες) , 10 (μηχανές στα τείχη) (σκορπιοί-όναγροι ως αντιπυροβολικό κατά περσικών βαλλιστρών).
402 οχυρή ακρόπολη, απ όπου οι αμυνόμενοι είχαν ευρύ οπτικό πεδίο και μπορούσαν να κατοπτεύουν μεγάλες εκτάσεις γύρω από την πόλη (Η αυτοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου. Με ερυθρό χρώμα απεικονίζονται οι υποτελείς περιοχές) Η πληροφορία για την οχύρωση της Άμιδας δύναται να συνδυαστεί με μία ακόμη μαρτυρία. Συγκεκριμένα, στον Βίο του Αγίου Ιακώβου του Ερημίτη αναφέρεται ότι ο Κωνστάντιος πλην της Άμιδας έκτισε -μάλλον όμως ανακατασκεύασε- άλλα δύο μεγάλα φρούρια στη Μεσοποταμία, το ένα σε βουνό πολύ κοντά στα σύνορα με την Περσία και το άλλο λίγο βορειότερα, στην Αρξανηνή επί του ποταμού Τίγρη 588. Το δεύτερο ονομαζόταν «Πέτρινο Κάστρο» (στα αραμαϊκά Hesn-Kef). Ο C. S. Lightfoot έχει ταυτίσει τα δύο φρούρια με τη Βεζάβδη και τον Κηφά αντίστοιχα, και μάλλον έχει δίκιο 589. Πράγματι η Βεζάβδη βρισκόταν πάνω σε έναν απόκρημνο και ψηλό λόφο που δέσποζε επί ενός μαιάνδρου του Τίγρη, ενώ η σύνδεση του «Πέτρινου Κάστρου» (Hesn-Kef) με τον Κηφά είναι, εκτιμώ, ορθή από ετυμολογικής άποψης (Kef=Κηφάς). Δυστυχώς όμως ο άγνωστος συναξαριστής δεν γίνεται πιο λεπτομερής, ούτε παραδίδει την χρονολογία κατασκευής τους. Παρ όλα αυτά είναι πιθανόν ότι ο Κωνστάντιος ανανέωσε τις οχυρώσεις αυτών των δύο πολύ σημαντικών πόλεων παράλληλα με ή αμέσως μετά την κατασκευή των τειχών της Άμιδας. Είναι λογικό, νομίζω, να συμπεράνουμε ότι η οχύρωση των τριών αυτών πόλεων μάλλον ανήκει σε ένα κοινό οικοδομικό πρόγραμμα που εκτελέστηκε γύρω στο 337, όταν ο Κωνστάντιος ήταν 587 Αμμιανός , Βίος Ιακώβου Ερημίτη Βλ. M. H. Dodgeon - S. N. C. Lieu, Persian Wars I C. S. Lightfoot, Bezabde 190 και υποσημ σ Επίσης E. Honigmann, Ostgrenze 5 (ταύτιση Hesn- Kef με Κηφά). Ο E. Honigmann (Ostgrenze 4-5) χρονολογεί την οχύρωση της Άμιδας και των δύο άλλων φρουρίων, που αναφέρει ο Βίος του Ιακώβου του Ερημίτη, το 348/9, επηρεασμένος πιθανότατα και από τα συριακά χρονικά που παραθέσαμε ανωτέρω στην υποσημ. 583 σ. 342.
403 344 ακόμη καίσαρας και ίσως παρατάθηκε και μετά την αναγόρευσή του ως αυγούστου 590. Και αυτό διότι οι τρεις αυτές τειχισμένες πόλεις κείτονταν επί της δεξιάς όχθης του Τίγρη, ακολουθούσαν έναν πολύ συγκεκριμένο άξονα του ρου του ποταμού και κατ αυτόν τον τρόπο κάλυπταν τον βόρειο τομέα της εξέχουσας της Μεσοποταμίας. β) Η οχυρωματική δραστηριότητα τον υπόλοιπο 4 ο αι. Όπως ήταν φυσικό, οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου δεν έπαψαν να ενισχύουν και να βελτιώνουν τις οχυρώσεις τουλάχιστον μέχρι τη μεγάλη αναταραχή που επήλθε προς τα τέλη του αιώνα εξαιτίας της έλευσης των Ούννων και της μεγάλης γοτθικής εισβολής που ακολούθησε. Η αναστάτωση που προκάλεσαν αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα επηρέασε ασφαλώς τα οχυρωματικά προγράμματα των αυτοκρατόρων σε Ανατολή και Δύση. Μέχρι τότε όλοι ανεξαιρέτως οι αυτοκράτορες και οι καίσαρες ασχολήθηκαν ενεργά με την ανέγερση και την ανακατασκευή οχυρωματικών έργων σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας. Εντούτοις θα σταθούμε ιδιαίτερα στο έργο που επιτέλεσαν οι αυτοκράτορες Κωνστάντιος Β, Ιουλιανός και Βαλεντινιανός Α, οι οποίοι πραγματικά «διακρίθηκαν» στον τομέα αυτό. Τον πρώτο απασχόλησαν τα μέτωπα του Δούναβη και της Ανατολής. Ο δεύτερος ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη Γαλατία κατά τα έτη Ο τελευταίος υπήρξε τόσο δραστήριος στην κατασκευή οχυρώσεων στη Βρετανία, στον Ρήνο-Γαλατία και στον Άνω- Μέσο Δούναβη, ώστε ο P. Petit σχολίασε, πολύ εύστοχα κατά τη γνώμη μου, ότι: «Valentinien, arrivé au pouvoir dans un moment difficile, montra l énergie d Aurélien et le gout d Hadrien pour les techniques défensives» 591. Πράγματι ο Βαλεντινιανός Α ολοκλήρωσε το οχυρωματικό έργο του Μ. Κωνσταντίνου στα ευρωπαϊκά μέτωπα. Δεν νομίζω ότι θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίζαμε ότι κατά τη διάρκεια της δωδεκάχρονης ηγεμονίας του δεν έπαψε ποτέ να πολεμά βαρβάρους και να κτίζει οχυρώσεις. Για λόγους μεθοδικότερης ανάλυσης θα αναπτύξουμε το θέμα μας κατά περιφέρειες και μέτωπα. i. Βρετανία Τα οχυρωματικά έργα στη Βρετανία είχαν ουσιαστικά περατωθεί από την περίοδο ήδη της Τετραρχίας. Παράλληλα είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό η αναδιάταξη των στρατιωτικών μονάδων που έδρευαν στη νήσο. Το μόνο που απέμενε ήταν η διευθέτηση των στρατιωτικών διοικήσεων που θα ασκούσαν την εποπτεία της άμυνας σε τοπικό επίπεδο. Στη Βρετανία δύο παρέμεναν οι κύριοι τομείς άμυνας, το βόρειο μέτωπο και εκείνο των νοτιοανατολικών ακτών της Βρετανίας. Όπως λοιπόν προαναφέραμε, στη διάρκεια του 4 ου αι. δημιουργήθηκε η θέση του δούκα της Βρετανίας (dux Britanniarum) και αντίστοιχα το αξί- 590 Πρβλ. C. S. Lightfoot, Bezabde P. Petit, Empire romain 139. Παρομοίως A. Piganiol, Empire chrétien 192. A. H. M. Jones, Later Empire I 149. H. von Petrikovits, Fortifications 187. Όλοι τους εμπνέονται από σχετική ρήση στην «Επιτομή των Καισάρων». Πρβλ. Epitome de Caes. 45.5: «Hic Valentinianus fuit vultu decens, sollers ingenio, animo gravis, sermone cultissimus, quamquam esset ad loquendum parcus, severus, vehemens, infectus vitiis maximeque avaritiae cuius cupitor ipse fuit acer, et in his, quae memoraturus sum, Hadriano proximus».
404 ωμα του κόμη της Σαξονικής ακτής (comes litoris Saxonici). Ο πρώτος ήταν υπεύθυνος για το βόρειο μέτωπο και κατ επέκταση για το εσωτερικό της νήσου, ενώ ο δεύτερος κάλυπτε διοικητικά το ευαίσθητο μέτωπο των νοτιοανατολικών ακτών, που ήταν εκτεθειμένες σε διαρκείς ναυτικές προσβολές και επιδρομές βαρβάρων Γερμανών, κατά κύριο λόγο Σαξόνων, όπως άλλωστε προδίδει και ο ίδιος ο τίτλος που έφερε. Αυτές ήταν οι κυριότερες ρυθμίσεις που αφορούσαν στις βρετανικές επαρχίες τον 4 ο αι. Αυτό δεν σήμαινε όμως ότι δεν εκτελέστηκαν καθόλου οχυρωματικά έργα στη Βρετανία του 4 ου αι. Το μεγάλο παραθαλάσσιο φρούριο Anderitum (σημ. Pevensey) στα νοτιοδυτικά του Dover (Dubris) ίσως ανακατασκευάστηκε μετά το 335, ενώ την ίδια εποχή επισκευάστηκαν κάστρα στα βορειοανατολικά 592. Η περίοδος που κυρίως συνδέθηκε με την κατασκευή ή επιδιόρθωση οχυρώσεων περιμετρικά ή στο εσωτερικό της νήσου, υπήρξε η παραμονή εκεί του κόμη Θεοδοσίου, πατέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α. Ο Θεοδόσιος εστάλη στη Βρετανία το 369 από τον Βαλεντινιανό Α, για να αποκρούσει άγριες επιδρομές Πικτών (ζούσαν στη σημερινή Σκωτία), Αττακόττων και Σκώτων (ζούσαν στη σημερινή Ιρλανδία), οι οποίοι είχαν απλώσει τις ληστρικές τους επιχειρήσεις μέχρι τα περίχωρα του Λονδίνου 593. Πράγματι ο ικανός αυτός αξιωματικός εκδίωξε γρήγορα τους επιδρομείς από τα βρετανικά εδάφη, τα οποία αυτοί λυμαίνονταν άλλωστε ο αυτοκράτορας είχε θέσει στη διάθεσή του δύο εξαιρετικά δίδυμα μονάδων, τους Βαταβούς και τους Ερούλους, τους Ιόβιους και τους Βίκτορες. Κατόπιν, όπως μας πληροφορεί ο Αμμιανός, ο Θεοδόσιος ανακατασκεύασε οχυρωματικά έργα στη Βρετανία (δυστυχώς για μας δεν γίνεται πιο συγκεκριμένος) και αφού επανάκτησε τον έλεγχο μεγάλου τμήματος της νήσου που είχε περιπέσει στα χέρια των βαρβάρων, δημιούργησε εν ονόματι του αυτοκράτορα μια νέα επαρχία, τη Βαλεντία, που γνωρίζουμε σήμερα ότι περιελάμβανε την Ουαλία και τη βορειοδυτική Αγγλία, δηλαδή τις περιοχές που αντίκριζαν την Ιρλανδία και τη Σκωτία 594. Όντως η βορειοδυτική περιφέρεια της νήσου ήταν πάντα εκτεθειμένη σε βαρβαρικές επιδρομές σε τέτοιο βαθμό, ώστε σύμφωνα με τον A. Dornier το 369 δημιουργήθηκε εκεί μια νέα αμυντική γραμμή. Η ταύτιση των στρατιωτικών θέσεων στον κατάλογο του δούκα της Βρετανίας με τις αντίστοιχες σημερινές ενισχύει κατά τη γνώμη μου αυτήν την προοπτική 595. Άρα σαφής αμυντική χροιά υποκρύπτεται πίσω από τη δημιουργία της νέας επαρχίας της Βαλεντίας. Την ίδια εποχή φαίνεται πως κτίστηκαν φυλάκια και σταθμοί επιτήρησης στην υπόλοιπη ενδοχώρα και τις νοτιοανατολικές ακτές, έργα που γενικά ήταν πολύ συ H. von Petrikovits, Fortifications 184. O H. von Petrikovits θεωρεί ότι το Anderitum κατασκευάστηκε μετά το 335, ωστόσο σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες χρονολόγησαν την ανέγερσή του την εποχή του Άλληκτου. Βλ. σχετικά N. Fields, Saxon Shore 24, Αναλυτικά για τις επιχειρήσεις του κόμη Θεοδοσίου στη Βρετανία βλ. Αμμιανός 27.8, Επίσης Ζώσιμος Paneg. Pacati II(XII).5.2. Claudianus, De III cons. Honorii Βλ. και A. Piganiol, Empire chrétien υποσημ. 4 σ Βλ. αναλυτικά Αμμιανός Πρβλ. Not. Dign. Occ A. Dornier, North-Western Britain και τον σχετικό χάρτη στη σ. 105.
405 346 χνά την περίοδο του Βαλεντινιανού 596. Δεν αποκλείεται λοιπόν, τα οχυρωματικά έργα στη Βρετανία να εκτελέστηκαν κατόπιν γενικών ή ίσως και συγκεκριμένων οδηγιών του ίδιου του αυτοκράτορα. Ως τα τέλη του 4 ου αι. το αμυντικό δίκτυο της Βρετανίας συντηρούνταν τακτικά και παρέμενε αξιόμαχο και αξιόπιστο. Στην τελική του μορφή, διαμορφωμένη έπειτα από τις παρεμβάσεις του κόμη Θεοδόσιου, αποτελούνταν από το αδριάνειο τείχος, τα μεγάλα φρούρια των νοτιοανατολικών ακτών, από το απαραίτητο υποστηρικτικό οδικό δίκτυο και βέβαια από τις οχυρωμένες πόλεις και τα υπόλοιπα έργα στήριξης, όπως φυλάκια και σταθμούς παρατήρησης για έγκαιρη προειδοποίηση, στο εσωτερικό και στην περίμετρο της νήσου 597. Οι επαφές της μεγαλονήσου με τον ευρωπαϊκό ηπειρωτικό κορμό γινόταν κυρίως μέσω των κομβικών λιμένων του Ritchborough (Rutupiae) και της Βουλώνης (Bononia) αντίστοιχα. Τα δύο αυτά λιμάνια θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελούσαν τους τερματικούς σταθμούς της βασικής ναυτικής διόδου που εξυπηρετούσε την επικοινωνία ανάμεσα στη Βρετανία και την υπόλοιπη αυτοκρατορία. Τα στρατεύματα που εστάλησαν στη Βρετανία το 360 και κατόπιν το 369, για να αντιμετωπίσουν βαρβαρικές εισβολές, περαιώθηκαν στη νήσο χρησιμοποιώντας ως λιμένες επιβίβασης και αποβίβασης τη Βουλώνη και το Ritchborough αντίστοιχα 598. ii. Μέτωπο Ρήνου Γαλατίας Το ευαίσθητο μέτωπο του Ρήνου και συνολικά της Γαλατίας δεν έπαψε επίσης να ενισχύεται στη διάρκεια του 4 ου αι. Ο P. Petit εξυμνεί γενικά το οχυρωματικό έργο που άφησαν πίσω τους αυτοκράτορες, όπως ο Κωνστάντιος Χλωρός, ο Μ. Κωνσταντίνος και ο γιος του Κρίσπος, ο Ιουλιανός και ο Βαλεντινιανός, καθώς και ορισμένοι άξιοι έπαρχοι πραιτωρίων, π.χ. ο Φλάβιος Σαλούστιος και ο Σεκούνδος Σαλούστιος 599. Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου νέα οχυρά φυλάκια κατασκευάστηκαν κατά μήκος των στρατιωτικών οδών στη ΒΑ Γαλατία, ανακαινίστηκαν τα τείχη της Τουρώνης (Tours), της Αυγούστας Ραυρικών και ανεγέρθηκε μεγάλο ωρρείο (horreum, δηλ. στρατιωτική αποθήκη) στους Τρεβήρους 600. Στα ωρρεία δεν αποθηκεύονταν μόνο σιτηρά και η αννώνα (annona-capitus) των στρατιωτών (δηλαδή η τα- 596 Βλ. H. von Petrikovits, Fortifications , P. Petit, Empire romain 140. M. J. Nicasie, Twilight 129. S. Johnson, Fortifications Βλ. γενικά F. Haverfield, Coast of Britain (οχυρώσεις σαξονικής ακτής). J. P. Bushe-Fox, Coast Defences (φρούρια σαξονικής ακτής). D. Hoffmann, Neubesetzung M. J. Nicasie, Twilight S. Johnson, Fortifications 53 (ωρρείο Rutupis), (οχυρώσεις βρετανικής ενδοχώρας), (οχυρώσεις Βρετανίας συνολικά). Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army (αδριάνειο τείχος και ΒΑ ακτές), (οχυρά σαξονικής ακτής), 147 (παρατηρητήρια ΒΑ Βρετανίας). 598 Αμμιανός (360), (369). 599 Βλ. P. Petit, Empire romain H. Schönberger, Germany 180 (Jünkerath, Bitburg). S. Johnson, Fortifications 113 (Τουρώνη), 146 (Qualburg), 166 (Schaan), (Bad-Kreuznach) 161 (επισκευή Αυγούστας Ραυρικών. Θεωρεί ότι κατασκευάστηκε την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου). G. Rickman, Roman Granaries (ωρρείο Τρεβήρων), [ίσως το ωρρείο στη Veldidena (Wilten)]. Και ο Αμμιανός (15.4.9) αναφέρεται σε ρωμαϊκά οχυρά (munimenta Romana) στην περιοχή της Ραιτίας το 355.
406 κτική επιδότηση σε τρόφιμα και ζωοτροφές), αλλά επίσης κάθε είδους εξοπλισμός (π.χ. όπλα, ιματισμός κ.ά.) 601. Παρά ταύτα, οι κύριες φάσεις κατά τη διάρκεια των οποίων τέθηκαν συγκεκριμένα προγράμματα αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του αμυντικού δικτύου, κυρίως κατά μήκος του Ρήνου, ήταν δύο. Το πρώτο συνέπεσε με την παραμονή του καίσαρα Ιουλιανού στις γαλατικές επαρχίες από το 355 ως το 360 και το δεύτερο αφορούσε στη σύντονη οχυρωματική δραστηριότητα του Βαλεντινιανού Α ( ). Η Γαλατία του 355 διήγε μια ακόμη δύσκολη περίοδο. Η συντριβή του σφετεριστή Μαγνέντιου (353) είχε επιφέρει στις γαλατικές στρατιές μεγάλες απώλειες και κατά συνέπεια αραίωση στις αμυντικές γραμμές κατά μήκος του Ρήνου. Την αναστάτωση επέτεινε και το αποτυχημένο κίνημα του Σιλβανού, τότε μάγιστρου πεζικού της Γαλατίας. Το κενό στην άμυνα έσπευσαν αμέσως να το εκμεταλλευτούν οι Γερμανοί εκείθεν του Ρήνου, οι οποίοι (Ασημένιο νόμισμα του Ιουλιανού) 347 μέσα σε μόλις δύο χρονιές ( ) κατόρθωσαν να καταλάβουν όλες σχεδόν τις παραποτάμιες στρατηγικές πόλεις, όπως το Αργεντοράτο, τη Σαλισώ (Saliso, σημ. Seltz), το Βροτόμαγο (Brotomagus, σημ. Brumath), τις Ταβέρνες (Tres Tabernae, σημ. Saverne/Zabern), τις Ναμέτες (Nametae, σημ. Speyer), τους Βαγγίονες (Vangiones, σημ. Worms), το Μογοντιακό και πάνω από σαράντα άλλες θέσεις 602. Ο Ιουλιανός με επανειλημμένες εκστρατείες του τα έτη συνέτριψε το ένα μετά το άλλο όλα τα γερμανικά φύλα πέραν του Ρήνου, δηλαδή τους Αλαμαννούς και τους υποτελείς τους (θρυλική έχει μείνει η καταστροφή τους το 357 κοντά στο Αργεντοράτο από τις δυνάμεις του καίσαρα), τους Βουργουνδούς και τους Φράγκους, Σάλιους και Χαμάβους. Αποκατέστησε έτσι τη διαταραχθείσα ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή του Ρήνου. Εντωμεταξύ ασχολήθηκε ενεργά με την επισκευή των οχυρώσεων στις κατεστραμμένες πόλεις, κάστρα, προγεφυρώματα και ωρρεία σε όλο το εύρος του μετώπου του Ρήνου 603. Ο Αυσόνιος σε περιήγησή του στον Μοζέλλα τη δεκαετία του 360 μνημονεύει τα 601 Πρβλ. λ.χ. Vegetius 3.3 (ενθαρρύνει τη συγκέντρωση των απαραίτητων εφοδίων σε οχυρωμένα ωρρεία). Ιωάννης Μαλάλας και 88-89: «ἔμεινεν ὁ αὐτὸς Διοκλητιανὸς ἐν Αντιοχείᾳ ἔκτισε δὲ καὶ ὡρεῖα λόγῳ ἀποθέτων σίτου». Γενικά για τα ωρρεία βλ. Ch. Daremberg - E. Saglio, Dictionnaire 275, λήμμα «horrea militaires». G. Rickman, Roman Granaries Βλ. σχετικά Αμμιανός , Ιουλιανός, Προς Αθηναίους Λιβάνιος, Λόγοι 12.44, Ζώσιμος 3.1.1, Σωκράτης Επίσης A. Piganiol, Empire chrétien 105. P. Petit, Empire romain 108. G. A. Crump, Ammianus P. Petit, Empire romain (Ταβέρνες, Βεσοντίωνες, Ρημοί). H. von Petrikovits, Fortifications , 195 [Boudobriga (Boppard), Koblenz, Bingen, Worms]. H. Schönberger, Germany 180 (επισκευή τειχών Αργεντοράτου). S. Johnson, Fortifications 142 (επισκευή τειχών Αργεντοράτου), (Βόννη), (Bad-Kreuznach), 167 (Alzey, Bad-Kreuznach, Saverne, Andernach, Koblenz, Boppard, Maastricht), Χάρτης σ. 256 (Irgenhausen, Schaan, Bingen, Bonn, Neuss, Xanten, Qualburg, Druten, Cuijk), 257. C. J. Simpson, Where Was Senonae? A Problem of Geography in Ammianus Marcellinus, XVI, 3, 3, Latomus 33 (1974) , σ. 942 (Senonae επί της οδού Κολωνίας-Τρεβήρων). A. Piganiol, Empire chrétien , 139
407 348 «νέα τείχη» της Vingo (Bingen) 604. Την πληρέστερη αναφορά σχετικά με την οχυρωματική δραστηριότητα του Ιουλιανού τη δίνει ωστόσο ο Αμμιανός. Σημειώνει ότι ο καίσαρας το 357 επισκεύασε το οχυρό των Ταβερνών, τα τείχη του Αργεντοράτου και ανακατασκεύασε ένα παλιό τραϊάνειο οχυρό ανατολικά του Ρήνου, που βρισκόταν βαθιά στη χώρα των Αλαμαννών (προφανώς στην περιοχή των παλαιών Agri Decumates). Στο πλαίσιο μάλιστα δεκάμηνης ανακωχής με τους Αλαμαννούς, ο Ιουλιανός επέβαλε την υποχρέωση στους τελευταίους να παράσχουν τρόφιμα στους κατασκευαστές και υπερασπιστές του οχυρού σε περίπτωση που εκείνοι τα είχαν ανάγκη. Το 358 επιδιόρθωσε ακόμη τρία φρούρια στον ποταμό Μεύση (σημ. Meuse/Maas), έναν παραπόταμο του Ρήνου 605. Ο Αμμιανός περιγράφει επίσης με μελανά χρώματα την τραγική κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει από τις επιδρομές και την αναρχία οι επαρχίες στη βορειοανατολική Γαλατία. Τα δύο σημαντικότερα οχυρά του Κάτω Ρήνου στην επαρχία της Γερμανίας Β ήταν εγκαταλειμμένα και χρησίμευαν ως καταφύγιο στους Φράγκους επιδρομείς, ενώ νοτιότερα η Βελγική Β ήταν μια ρημαγμένη επαρχία, με εντελώς διαλυμένες τις διοικητικές δομές 606. Από τις περιγραφές συμπεραίνουμε ότι οι περιοχές εκείνες κόντευαν να επανέλθουν στη βαρβαρότητα. Τέλος το 359, απαλλαγμένος πλέον από σοβαρές εξωτερικές περιπλοκές, ο Ιουλιανός καταπιάστηκε με όλες του τις δυνάμεις στο έργο της ανοικοδόμησης. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα γραφόμενα του Αμμιανού, υπήρξε συγκεκριμένος κεντρικός σχεδιασμός. Το πρόγραμμα εκτελέστηκε από τους στρατιώτες, ειδικά τους auxiliares, με πόρους του κράτους και με οικοδομικό υλικό που εν πολλοίς προήλθε από εισφορές των νικημένων Γερμανών. Αυτή άλλωστε ήταν μια ρήτρα που προβλεπόταν από τις συνθήκες (pacta) που συνυπέγραψαν οι Γερμανοί πολέμαρχοι με τον νικητή καίσαρα ένα χρόνο νωρίτερα. Πιο συγκεκριμένα τα φρούρια Castra Herculis, Quadriburgium (σημ. Schenkenschanz), Tricensima (σημ. Kellen), Νοβαίσιο, Βόννη (σημ. Bonn), Bonna Antennacum (σημ. Andernach) και Vingo, περιήλθαν στα χέρια των Ρωμαίων ως μέρος της συνθήκης ειρήνης του 358 και παράλληλα επιδιορθώθηκαν. Το σχέδιο του Ιουλιανού προέβλεπε επίσης την πλήρη ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων της Γαλατίας και την κατασκευή ωρρείων για την εναπόθεση προμηθειών, που θα χρησιμοποιούνταν σε ώρες ανάγκης. Το πρόγραμμα φαίνεται πως διεκπεραιώθηκε μεταξύ του 359 με 360, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Αμμιανός 607. (ανοικοδόμηση πόλεων Ρήνου). G. A. Crump, Ammianus (μέριμνα Ιουλιανού για ανοικοδόμηση πόλεων και οχυρών ΒΑ Γαλατίας). 604 Ausonius, Mosella 2. Βλ. S. Johnson, Fortifications Αμμιανός 16.11, (Ταβέρνες) , 3 (Αργεντοράτο) 17.1, (τραϊάνειο οχυρό) (υποχρέωση παροχής τροφίμων) 17.9, (τρία οχυρά Μεύση). Λιβάνιος, Λόγοι (αναφέρεται σε δύο μητροπόλεις στον Ρήνο που ανοικοδόμησε ο Ιουλιανός. Ίσως πρόκειται για την Κολωνία και το Αργεντοράτο). 606 Βλ. Αμμιανός , Ωστόσο ο Αυσόνιος (Mosella ) μιλούσε είκοσι χρόνια αργότερα για «Addam praesidiis dubiarum condita rerum, sed modo secures non castra sed horrea Belgis», δηλαδή για φυλάκια, κάστρα και ωρρεία στις επαρχίες της Βελγικής. Βλ. P. van Gansbeke, Défense de Gaule Βλ. συνολικά Ιουλιανός, Προς Αθηναίους (μέτρα για ανοικοδόμηση Γαλατίας). Του ιδίου, Επιστολαί (περιγραφή του κάστρου του Βεσοντίωνα). Αμμιανός (υποχρέωση Αλαμαννών να συνδράμουν στην επισκευή πόλεων που κατέστρεψαν), (στρατιώτες-κατασκευαστές), (auxiliares
408 349 Ο τελευταίος αναφέρει ότι στις αρχές του 360 ο Ιουλιανός περιόδευσε κατά μήκος του Ρήνου από τις εκβολές του στη Βόρεια Θάλασσα ως την Αυγούστα Ραυρικών στον νότο, όπου επιθεώρησε και ενίσχυσε τις τοπικές αμυντικές γραμμές 608. Ο ίδιος ο Ιουλιανός σε επιστολή του προς τη βουλή των Αθηνών το 361 υπερηφανευόταν ότι ανοικοδόμησε συνολικά 30 γαλατικές πόλεις και φρούρια 609. Ο Λιβάνιος σε πανηγυρικούς του προς τιμήν του Ιουλιανού σχολίασε με εύγλωττο θαυμασμό ότι: «Γαλατῶν αἱ πόλεις ἀνίσταντο θεωρούντων μὲν ἡμῶν, οἰκοδομούντων δὲ τῶν βαρβάρων.οὕτως ἃς οἵδε κατήνεγκαν πόλεις αὐτοὶ ποιεῖν ἠναγκάζοντο (ενν. οι Γερμανοί), καὶ χεῖρες αἱ μαθοῦσαι κατασκάπτειν ἀνορθοῦν ἐπαιδεύοντο», «ὥστ εἴ τις οἰκιστὴν καλοίη τῶν πόλεων ἐκείνων τὸν ἄνδρα τοῦτον (τον Ιουλιανό), οὐκ ἂν ἁμαρτάνοι» 610. Η Γαλατία που άφησε πίσω του ο Ιουλιανός το 360 προκειμένου να ακολουθήσει το πεπρωμένο του στην Ανατολή, όπου τον περίμενε και ο θάνατος, ήταν μια περιφέρεια απόλυτα ασφαλής από βαρβαρικές προσβολές. Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι, ενόσω ζούσε ο Ιουλιανός, οι Γερμανοί του Ρήνου δεν αποτόλμησαν να διαβούν τα σύνορα και να πατήσουν πόδι στη ρωμαϊκή επικράτεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του στα πεδία μαχών της Περσίας, η αναταραχή που προκλήθηκε μέχρι την άνοδο στον θρόνο του Βαλεντινιανού, ενός πολύ έμπειρου αξιωματικού, επέφερε νέα δεινά στη Γαλατία. Για άλλη μία φορά, τα γερμανικά φύλα βρήκαν την ευκαιρία να εισβάλουν στη Γαλατία (364), την οποία ρήμαξαν. Αφού συνέτριψε τους Αλαμαννούς το 368, ο Βαλεντινιανός άρχισε την οχύρωση του μετώπου του Ρήνου σε όλο το μήκος του από το 369 και μετά. Ουσιαστικά έθεσε σε εφαρμογή ένα γιγάντιο οχυρωματικό πρόγραμμα, το οποίο εγκωμίασαν όχι μόνο οι συγγραφείς της εποχής, αλλά και οι σύγχρονοι μελετητές. Πύργοι, φρούρια, παρατηρητήρια, στρατιωτικά ωρρεία, οδικά οχυρά, προγεφυρώματα και οχυροί αποβατικοί σταθμοί στην αντίπερα όχθη του ποταμού κατασκευάστηκαν ή ανακαινίστηκαν σε μεγάλους αριθμούς. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως πάκαι γερμανική βοήθεια), (συνθήκη 358), (επισκευή των επτά φρουρίων), (οχυρωματικό πρόγραμμα Ιουλιανού). Πρβλ. επίσης Αμμιανός (συνθήκη ειρήνης 358/59). Λιβάνιος, Λόγοι (ανοικοδόμηση Γαλατίας). Λιβάνιος, Λόγοι 12.51, 13.31, (μέτρα για ανοικοδόμηση Γαλατίας). Αμμιανός (ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τους βαρβάρους πόλεων της Γαλατίας). Μέσα από τις αφηγήσεις, τέλος, του Αμμιανού πληροφορούμαστε και για ορισμένα άλλα φρούρια, όπως για τη Βριγαντία (σημ. Bregenz/Αυστρία), τη Λουτέτια (σημ. Παρίσι), τα «Castra Costantia» (σημ. Harfleur), καθώς και για άλλα δύο ρωμαϊκά οχυρά κοντά στο Αργεντοράτο (Tribunci και Concordia). Βλ. Αμμιανός (castellum Brigantia), (Parisionum castellum Lutetiam nomine και Castra Constantia), (Tribunci et Concordia munimenta). 608 Αμμιανός : «Unde reversus (ο Ιουλιανός από τον Κάτω Ρήνο) pari celeritate per flumen, praesidiaque limitis exlorans diligenter et corrigens, ad usque Rauracos venit, locisque recuperatis, quae olim barbari intercepta retinebant ut propria, eisdemque pleniore cura firmatis». 609 Ιουλιανός, Προς Αθηναίους Βλ. S. Johnson, Fortifications Λιβάνιος, Λόγοι και αντίστοιχα. Παρομοίως Λιβάνιος, Λόγοι (υποχρέωση νικημένων Γερμανών να ανορθώσουν τις γαλατικές πόλεις). Πρβλ. επίσης Αμμιανός (ύμνος στην πολεμική δεινότητα του Ιουλιανού).
409 350 μπολλες τέτοιες οχυρωμένες θέσεις, οι οποίες έχουν χρονολογηθεί στα χρόνια του Βαλεντινιανού 611. Αρκετά είναι επίσης τα κείμενα της εποχής που αναφέρονται σε συγκεκριμένα αμυντικά έργα του αυτοκράτορα. Σε νόμο του Θεοδοσιανού Κώδικα μνημονεύεται ότι ο Βαλεντινιανός Α το 369 βρισκόταν αυτοπροσώπως στο κάστρο του Brisiacum (σημ. Breisach), νότια του Αργεντοράτου 612. Ενδέχεται η παρουσία του ηγεμόνα να συνοδεύτηκε από επιθεωρήσεις και ανακατασκευές αμυντικών έργων. Ο Αυρήλιος Σύμμαχος, εξέχων συγκλητικός και ρήτορας (τέλη 4 ου αι.) αναφέρει την ανέγερση του φρουρίου της Alta Ripa (σημ. Altrip) και τη γεφύρωση του Ρήνου στο ύψος των Ναμετών (σημ. Speyer) στη Γερμανία Β 613. Επιγραφές στις συλλογές CIL και ILS πιστοποιούν επίσης την έντονη οχυρωματική δραστηριότητα εκείνης της περιόδου 614. Εντούτοις, και σε αυτήν την περίπτωση την κύρια πηγή πληροφόρησης αποτελούν τα κείμενα του Αμμιανού. Ο ίδιος σημειώνει ότι ο Βαλεντινιανός το 369 προέβη σε εκτροπή του ποταμού Νίκρου (Nicer, σημ. Neckar), επειδή το ποτάμι απειλούσε με κατάρρευση ένα κάστρο που είχε μόλις είχε κατασκευάσει. Δυστυχώς ο Αμμιανός δεν παραδίδει το όνομα του κάστρου, υποθέτω ωστόσο ότι πρόκειται για τον οχυρό αποβατικό σταθμό στο σημερινό Mannheim-Neckarau, απέναντι από το φρούριο της Alta Ripa. Ο σταθμός βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Ρήνου στη συμβολή του με τον Νίκρο. Παράλληλα ο Βαλεντινιανός ασχολήθηκε με την οχύρωση όλου του limes του Ρήνου από τη Ραιτία ως τις εκβολές του στη Βόρεια Θάλασσα. Κατασκεύασε φρούρια, οχυρά και πύργους, ύψωσε ευμεγέθη αναχώματα και ανήγειρε κάστρα ακόμη και στην δεξιά όχθη του ποταμού σε βαρβαρικά εδάφη 615. Το ίδιο έτος, το 369, ο Βαλεντινιανός επιχείρησε να οικοδομήσει οχυρό στην επικράτεια των Αλαμαννών, σε βουνό που ονομαζόταν Mons Pirus (ίσως το Heilige Berg κοντά στην σημερινή Χαϊλδεμβέργη, δυτικά του Mannheim-Neckarau) ωστόσο η προσπάθεια αυτή συνάντησε σύντομα την άγρια αντίδραση των Γερμανών και οδηγήθηκε σε αποτυ- 611 Βλ. H. Schönberger, Germany H. von Petrikovits, Fortifications G. A. Crump, Ammianus και υποσημ. S. Johnson, Fortifications 53, 58, 61, , , 158, , 167, με Χάρτη. Pat Southern - Karen R. Dixon, Late Army με Χάρτη σ. 43, D. Fellmann, Schweiz D. Hoffmann, Neubesetzung A. Piganiol, Empire chrétien 197. Φρούρια/οδικά οχυρά, πύργοι/παρατηρητήρια: Alzey, Argentovaria (Horbourg), Bad-Kreuznach, Boppard, Alta Ripa (Altrip), Saarbrücken, Brisiacum (Breisach), Irgenhausen, Lindenhof, Solothurn, Mandascher Egg, Brugg-Altenburg, Cuijk, Tasgaetium, Eisenberg, Asperden, Rote Waag, Kleiner Laufen, Meckatz, Untersaal, Summa Rapida, Ad Fines (Pfyn), Schaan, Arbor Felix (Arbon), Olten, Vemania (Bettmauer), Asciburgium (Moes-Asberg), Altkaltar, Rheinberg, Eisenburg, Huemensoord. Αποβατικοί σταθμοί: Niederlahnstein, Engers, Rheinbrohl, Zullestein, Sponeck, Breisach, Wiesbaden-Bietrich, Wiesbaden, Mannheim-Neckarau, Προγεφυρώματα: Mainz-Kastell, Zurzach, Whylen, Robur. 612 CTh (369). Ο A. Piganiol (Empire chrétien υποσημ. 5 σ. 197) υποστηρίζει ότι τότε οχυρώθηκε το Brisiacum, άποψη που δεν επαληθεύεται ωστόσο από την ανάγνωση της πηγής. 613 Symmachus, Orationes 2.14, 20, 28. Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien υποσημ. 2 και 5 σ H. Elton, Warfare υποσημ. 3 σ CIL XIII ILS 762, , Βλ. A. Piganiol, Empire chrétien υποσημ. 6 σ H. Elton, Warfare υποσημ. 3 σ Αμμιανός (εκτροπή Νίκρου), (γενική οχύρωση του limes του Ρήνου).
410 χία 616. Θεωρώ βέβαιο ότι το οχυρό θα έπαιζε πρωτίστως τον ρόλο ενός «σταθμού έγκαιρης προειδοποίησης», για να χρησιμοποιήσω έναν σύγχρονο όρο. Το 374 ανεγέρθηκε και το προγεφύρωμα «Robur» (δηλ. Δύναμη, Ισχύς) κοντά στη Βασιλεία 617. Η Γαλατία, ειδικά δε το μέτωπο του Ρήνου, πράγματι γνώρισε εκείνη την περίοδο μια φρενίτιδα κατασκευής οχυρώσεων. Ο Αμμιανός στον απολογισμό του για τη βασιλεία του Βαλεντινιανού σχολίαζε χαρακτηριστικά ότι ο αυτοκράτορας οχύρωσε σε τέτοιο βαθμό και τις δύο όχθες του Ρήνου υψώνοντας κάστρα και οχυρά, ώστε από πουθενά δεν μπορούσε να ξεχυθεί ο εχθρός απαρατήρητος στα ρωμαϊκά εδάφη (Αριστερά το μέτωπο της Ραιτίας και του Άνω Ρήνου Πάνω ο Βαλεντινιανός Α ) Το οχυρωματικό πρόγραμμα του Βαλεντινιανού επέτρεψε στις γαλατικές επαρχίες να παραμείνουν ασφαλείς για πάνω από τρεις ακόμη δεκαετίες πριν από την οριστική κατάρρευση του μετώπου στις αρχές του 5 ου αι. Μέχρι τα τέλη του 4 ου αι. φαίνεται πως το αμυντικό δίκτυο ήταν πλήρως λειτουργικό. Μέσα από τα γραπτά του Αμμιανού και του Αυσόνιου μπορούμε να σταχυολογήσουμε αρκετές ακόμη τειχισμένες πόλεις και φρούρια 619. Οχυ- 616 Αμμιανός Ταύτιση Mons Pirus: J. C. Rolfe, Ammianus Marcellinus Vol. III υποσημ. 3 σ. 66. Ausonius, Mosella , για επιθετική επιχείρηση Βαλεντινιανού στον Νίκρο το 368 που ίσως συνδυάζεται με την κατασκευή του προγεφυρώματος. Βλ. Danuta Shanzer, Ausonius s Mosella 206, Αμμιανός Ίσως στην τοποθεσία Whylen. Τότε ίσως πρόκειται για ανακατασκευή. 618 Αμμιανός Αμμιανός (Βριγαντία), [Λουτέτια (Παρίσι), Castra Constantia (Harfleur)], [Κολωνία, Τούγγροι (Tongres/Tongeren)], (Κολωνία, Koblenz, Remagen), (Σένονες και προμαχώνες), (κάστρα κοντά στο Αργεντοράτο). Ausonius, Ordo urbium (Τρεβήροι).
ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.
I ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑ ΕΛΕΥΘ. ΜΕΔΕΝΤΖΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ. Μεταπτυχιακή Εργασία που
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ. 45110.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ονοματεπώνυμο: Αγγελική Παναγοπούλου Πατρώνυμο: Γεώργιος Τόπος γέννησης: Αθήνα Οικογενειακή κατάσταση: Άγαμη Θέση: Λέκτορας Γνωστικό Αντικείμενο: Βυζαντινή Ιστορία Διεύθυνση αλληλογραφίας:
Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)
Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ) 1.1 Ο Διοκλητιανός και η αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας Επιμέλεια, Δ. Πετρουγάκη, Φιλόλογος Οι διοικητικές αλλαγές Ο Διοκλητιανός (284 μ.χ.) επεδίωξε
3ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Φιλοσοφική Σχολή - Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 3ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής
ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛΕΝΗ Α. ΠΛΑΚΩΤΗ ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Που υποβλήθηκε
(Από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού)
Α τάξη Γενικού Λυκείου και Α τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Από τους προϊστορικούς πολιτισμούς της Ανατολής έως την εποχή του Ιουστινιανού) Ι. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Τοπογραφία της Αρχαίας Ρώμης
Τοπογραφία της Αρχαίας Ρώμης Ενότητα 1: Εισαγωγικά σχόλια (γεωγραφία, γεωλογία και πηγές) & η Προϊστορική και Αρχαϊκή Ρώμη Γιάννης Λώλος Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστήμιο
Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ (961)
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Η ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ
Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη
Επανάληψη Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Ο Κωνσταντίνος Βυζάντιο 1. Αποφασίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Ανατολή κοντά στο αρχαίο Βυζάντιο: νέο διοικητικό κέντρο η Κωνσταντινούπολη 2. 313
Αρχαία Ελληνικά Κείμενα για τους Θεσμούς της Δημοκρατικής Αθήνας
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤ : Αρχαία Ελληνικά Κείμενα για τους Θεσμούς της Δημοκρατικής Αθήνας (ΚΦΑ 11) ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2016-2017 ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Στη γραπτή
Βυζαντινές Σπουδές- Instrumenta Studiorum
Βυζαντινές Σπουδές- Instrumenta Studiorum Εκδόσεις κειμένων 1. Corpus Byzantinae Historiae, τόμοι 41 (μεταξύ των ετών1648 και 1711) και ο 42ος το 1819. Γνωστό ως Corpus των Παρισίων ή ως Βυζαντίς του Λούβρου.
ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ KAI ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΑΠΘ
ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ KAI ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΤΟΥ ΑΠΘ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΘΕΩΡΙΑ ΧΩΡΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Α/ Α 1. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠΟ
Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης
Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία Κουτίδης Σιδέρης Η βυζαντινή κοινωνική διαστρωμάτωση Εισαγωγή Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε μία από τις πλέον μακραίωνες κρατικές δομές στην μέχρι τώρα ανθρώπινη
Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος
[IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
School of History and Archaeology. Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History. Head of Department: Professor P.
School of History and Archaeology Department of Ancient Greek, Roman, Byzantine and Medieval History Head of Department: Professor P. Nigdelis Teaching Staff Καθηγητής Παντελής Νίγδελης, της Αρχαίας Ιστορίας
ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Πειραιάς, 19 Νοεμβρίου 2018
ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Πειραιάς, 19 Νοεμβρίου 2018 ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ για τη Μονιμοποίηση
ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Αρ. Πρωτ.: 3197/ Πειραιάς, 15 Νοεμβρίου ΠΡΟΣ: Όπως πίνακας αποδεκτών.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΟΣΜΗΤΕΙΑ ΤΕΡΜΑ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ, Τ.Κ 18539 ΠΕΙΡΑΙΑΣ Τηλ. + 30 210-4581309, + 30 210-4581622
nnel/cv/cv_apostolidou.pdf
ΜΗΤΡΩΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ Υ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ : ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Α. ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΗ ΑΠO ΤΟ 1 ΒΕΝΕΤΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ «ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014, ΩΡΑ 18.00 ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Βυζαντινός κόσμος: Ιστορία και Αρχαιολογία Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία Εξεταστέα Ύλη Ύλη Γραπτών Εξετάσεων Για τις γραπτές
Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ
Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 6400 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α 1o ΘΕΜΑ 1.α. Να επιλέξετε και να γράψετε τη σωστή απάντηση για κάθε ομάδα από τις ακόλουθες ερωτήσεις: 1. Η ομηρική εποχή ονομάζεται επίσης:
Kalogirou, Dimitra. Neapolis University
Neapolis University HEPHAESTUS Repository School of Health Sciences http://hephaestus.nup.ac.cy Master Degree Thesis 2015 þÿÿ¹ º ¹½É½¹º Â Ä ¾µ¹Â Äɽ þÿãä ÃŽ ÀĹº º±¹ ÃÄ ½ ɱ½ Kalogirou, Dimitra þÿ Á̳Á±¼¼±
6ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής & Μεσαιωνικής Ιστορίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Φιλοσοφική Σχολή - Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 6ο Colloquium Υποψήφιων Διδακτόρων και Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής & Ρωμαϊκής, Βυζαντινής
Η εποχή του Αυγούστου (27 π.χ.-14 μ.χ.) Δεμοιράκου Μαρία
Η εποχή του Αυγούστου (27 π.χ.-14 μ.χ.) Δεμοιράκου Μαρία Αύγουστος Ο όγδοος μήνας του χρόνου τίτλος αυτοκρατόρων στη ρωμαϊκή και βυζαντινή αυτοκρατορία Η ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας Ποιος; Οκταβιανός
Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1
ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ - ΚΑΡΑΜΠΙΝΑ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΟΥΦΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑΞΩΤΩΝ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ1 Στην αείμνηστη δασκάλα μου Μ α ρ ία Σ. Θ εοχά ρη Η μελέτη των μεσαιωνικών υφασμάτων και ανάμεσα
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΠΟΛΗ 15784 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. +30 2107276390, FAX +30 2107276398 Αθήνα, 1.03.2017 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟ
Εργασία για το μάθημα Ιστορία της Νεοελληνικής τέχνης (ΕΤΥ602)
Νεοελληνικής τέχνης (ΕΤΥ602) Το μάθημα απαιτεί 1 γραπτή εργασία. Έκταση: Τουλάχιστον 3000 λέξεις. Η εργασία θα πρέπει να στηρίζεται ΜΟΝΟ σε βιβλιογραφία. ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ οι διαδικτυακές πηγές. Αποκλειστική
ΣΑ 20 _ Η αρχαία ελληνική πόλις
ΣΑ 20 _ Η αρχαία ελληνική πόλις Αρχαιολογική τεκμηρίωση Π. Βαλαβάνης Α. Σφυρόερα E-class: ARCH606 Εαρινό εξάμηνο 2016-17 ΣΑ 20 _ Η αρχαία ελληνική πόλις Ψηφιακές πηγές Α. Ηλεκτρονικοί κατάλογοι Βιβλιοθηκών_Εν
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ για Επίπεδ Σδών 1 Universidad de Granada Spain 01 Panteion University of Social and Political Sciences Sociology and cultural studies, political sciences and civics 18 0 U Greece 01
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ἱστορίης Ἐπίσκεψις Μάθημα: Βυζαντινή Ιστορία ιδάσκουσα: Ειρήνη Χρήστου Ειρήνη Χρήστου Βυζαντινή Ιστορία Ειρήνη
Πολιτική, Πόλεμος, Στρατηγική
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 3: Από την ρωμαϊκή λεγεώνα στον Μεσαίωνα Γιώργος Μαργαρίτης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης
Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 3 η Θεματική ενότητα: Ανάλυση μεθοδολογίας ερευνητικής εργασίας Σχεδιασμός έρευνας: Θεωρητικό πλαίσιο και ανάλυση μεθοδολογίας
Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία Π Ρ Ο Τ Υ Π Ο Γ Ε Ν Ι Κ Ο Λ Υ Κ Ε Ι Ο Α Ν Α Β Ρ Υ Τ Ω Ν Σ Χ Ο Λ Ι Κ Ο Ε Τ Ο Σ : 2 0 1 7-2 0 1 8 Υ Π Ε Υ Θ Υ Ν Η Κ Α Θ Η Γ Η Τ Ρ Ι Α : Β. Δ Η Μ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ Τ Α
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ 1 Universidad de Granada Spain 2021 Sociology and cultural studies, political sciences and civics 2 18 0 2 U 3 Panteion University of Social and Political
Μάρτιος 2005 Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών
Μάρτιος 2005 Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών http://www.lis.upatras.gr Βιβλιοθήκη & Υπηρεσία Πληροφόρησης, Πανεπιστήµιο Πατρών L Année Philologique Εγχειρίδιο Χρήσης Μάρτιος 2005
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΑΡΙΣΧΟΥΛΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΠΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΑΡΙΣΧΟΥΛΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΠΥΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 2015
Ιωάννης Καππαδόκης. Περίληψη : Άλλα Ονόματα. Τόπος και Χρόνος Γέννησης. Τόπος και Χρόνος Θανάτου. Κύρια Ιδιότητα IΔΡΥΜA ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Για παραπομπή : Βενέτης Ευάγγελος,, 2003, Περίληψη : Ο υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα στα πολιτικά και οικονομικά πράγματα επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α (527-565). Κατείχε κατά καιρούς τα αξιώματα
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ 1 Universidad de Granada Spain Sociology and, political sciences and civics 18 U 1 1 3 Panteion University of Social and Political Sciences Greece Political Sciences and Civics 1 1 U,P
Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (Σεπτέμβριος 2018) Δοξανάκη, Α. Σιάλαρος, Μ. 1. Βασικά Χαρακτηριστικά Γραμματοσειρά: Times New Roman.
Πόλεμος και Πολιτική
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Μάθημα 4 ο : Από την Ρωμαϊκή Λεγεώνα στον Μεσαίωνα. 3ος αι. π.χ. 7ος αι. μ.χ. Γεώργιος Μαργαρίτης, Καθηγητής, ΑΠΘ Άδειες Χρήσης Το παρόν
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ
Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Οδηγός Εκπόνησης Μεταπτυχιακής Εργασία ς Βασικά Σημεία Καθορισμός Θέματος Επιλογή Επιβλέποντα Πρωτογενή
Χρόνος καί αἰωνιότητα στόν Πλωτῖνο. Ελένη Περδικούρη Τμήμα Φιλοσοφίας
Χρόνος καί αἰωνιότητα στόν Πλωτῖνο Ελένη Περδικούρη Τμήμα Φιλοσοφίας Πλωτῖνος: «Η αἰωνιότητα και ο χρόνος» (ΙΙΙ 7 [45]) Βιβλιογραφία AUBENQUE, P. «Plotin philosophe de la temporalite», Διοτίμα 4 (1976),
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Universidad de Granada Spain 0 Panteion University of Social and Political Sciences Sociology and cultural studies, political sciences and civics 09-00 8 0 U Greece 0 Political Sciences and Civics U,P
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ Χρ. ΜΑΚΡΗ M.Sc. Γεωλόγος Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος
[IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Τεύχος 16 Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2004
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Τεύχος 16 Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2004 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Ο ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ: ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ
Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία!
Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία! ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΑΝΟΡΑΜΑ Παράλληλες εκδηλώσεις που συμπληρώνουν και προεκτείνουν την Έκθεση «Χαίρε, ω φιλτάτη Συρία! Πολιτιστικό
Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία. Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας
Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας Ο κόσμος του Βυζαντίου G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού
Ευγενία Δρακοπούλου. Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών
Ευγενία Δρακοπούλου Διευθύντρια Ερευνών Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών Τηλ. +302107273570 Fax: +302107246212 E-mail: egidrak@eie.gr Website: http://eie.academia.edu/eugeniadrakopoulou http://www.eie.gr/nhrf/institutes/inr/cvs/cv-drakopoulou-gr.html
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ 016-017 1 Universidad de Granada Spain 01 Sociology and cultural studies, political scince and civics 18 U 1 1 Panteion University of Social and Political
Για παραπομπή : Παλατινή Ανθολογία
Μπάνεβ Γκέντσο,, 2003, Εγκυκλοπαίδεια Περίληψη : Ο τίτλος έχει δοθεί σε μια συλλογή 15 βιβλίων που περιλαμβάνει περίπου 3.700 επιγράμματα, τα οποία γράφτηκαν από τον 6ο αι. π.χ. έως το 10ο αι. μ.χ. Η συλλογή
Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος
[IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος ΕΚΠΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
ΤΙΤΛΟΣ ΠΕΡΙΟ ΙΚΟΥ ΑΠΟ - ΜΕΧΡΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΕΙΡΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΤΙΤΛΟΣ ΠΕΡΙΟ ΙΚΟΥ ΑΠΟ - ΜΕΧΡΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΕΙΡΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ L' ANNÉE PHILOLOGIQUE 1924/1926 (I) - 2004 (LXXV) ΠΛΗΡΗΣ AUSTRALIAN JOURNAL OF 1981 (1:1) - 1988 (8:1) ΕΛΛΙΠΗΣ: Vol. 3(1) ΩΡΕΑ N.V.SMITH BULLETIN
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ 016-017 1 Universidad de Granada Spain 01 Sociology and cultural studies, political scince and civics 18 0 U Panteion University of Social and Political
Οδηγός Πλοήγησης στην Ηλεκτρονική Αρχαιογνωσία
[Βιβλιογραφίες-Ηλεκτρονικές πηγές] Οδηγός Πλοήγησης στην Ηλεκτρονική Αρχαιογνωσία Ηλεκτρονική βιβλιογραφία Περιοδικά: Ηλεκτρονικά-Έντυπα - Bιβλιοθήκες (Κατάλογοι στο διαδίκτυο) - Βάσεις βιβλιογραφίας -
ΕΘΝΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Γιάννα Κατσιαµπούρα Εξωτερική Επιστηµονική Συνεργάτης Τµήµα Νεοελληνικών Ερευνών Τηλ. 210 7273558 Fax: 210 7246212 E-mail: katsiampoura@eie.gr Website: www.hpdst.gr ΣΠΟΥ ΕΣ 1988: Πτυχίο Τµήµατος Φιλοσοφίας,
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
1 ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Το 1999 αποφοίτησα από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. με ειδίκευση στην Ιστορία και βαθμό 9,14 (Άριστα).
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Διεύθυνση: Παν/πολη, 15784 Ιλίσια Πληροφορίες: Μ. Σανταμούρη Τηλέφωνο: 210 7277966 e-mail: msant@ill.uoa.gr Αθήνα, 02/06/2017 Αρ. Πρωτ.: 443 ΠΡΟΣ:Tα
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Μαστρογιάννη Μαρία Διπλωματική Εργασία υποβληθείσα
7ος αι. 610 641 8 ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις
7ος αι. 610 641 8 ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις πώς διαχειρίστηκε ο Ηράκλειος τόσο τους κινδύνους που απειλούσαν τα σύνορα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους όσο και τα σοβαρά προβλήματα
Βιογραφικό Σημείωμα. Ανδρέας Καστάνης Καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας-Στρατιωτική Ανάλυση Μαχών Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Βιογραφικό Σημείωμα Ανδρέας Καστάνης Καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας-Στρατιωτική Ανάλυση Μαχών Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Ερευνητικά ενδιαφέροντα: Στρατιωτική Ιστορία- ανάλυση στρατιωτικών επιχειρήσεων,
Το Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ἑλλάδος. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη
ΑΑΑ ΑΒΜΕ Ἀρχαιολογικά Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν Ἀρχεῖον τῶν Βυζαντινῶν Μνημείων τῆς Ἑλλάδος ΑΔ (ADelt) Ἀρχαιολογικόν Δελτίον ΑΕ ΑΕΘΣΕ ΑΕΜ ΑΕΜΘ ΑΘ Ἀρχαιολογική Ἐφημερίς Το Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς
Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται
Ι. Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1. Από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη Ας διαβάσουμε τι θα μάθουμε στο σημερινό μάθημα: Σκοπός: Σκοπός του παρόντος μαθήματος είναι να απαντήσουμε σε ένα «γιατί»: Γιατί χρειάστηκε
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι Ενότητα #8: Χρονολόγιο Ι Χρονολόγιο 253 507 μ. Χ. Νικόλαος Καραπιδάκης Τμήμα Ιστορίας Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.
Ενότητα 5. Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής
Ενότητα 5 Η Βυζαντινή Ανασκαφή 1 Γιάννης Βαραλής Ι.Δ. Βαραλής Ανασκαφική Βυζαντινή και Μεσαιωνική Ανασκαφική Κείμενα για προετοιμασία και κριτική: Ousterhout R., Γουρίδης Α., Ένα βυζαντινό κτίριο δίπλα
ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΕΛΗ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Ταχ. Δ/νση: Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου Aθήνα, 11/4/2017 Τηλέφωνο: 210-7277910 Αρ. Πρωτ. 366 Πληροφορίες: Μαρία - Άννα Σανταμούρη Προς: Tα μέλη του
Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ & ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ
«Ο κωμικός ποιητής Βάτων. Τα αποσπάσματα»
Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Π Α Τ Ρ Ω Ν ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΜΠΕΛΕΚΟΣ «Ο κωμικός ποιητής Βάτων. Τα αποσπάσματα» Διπλωματική
Ιστορία Σλαβικών Λαών
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Ενότητα 12 η :Μαυροβούνιο Αγγελική Δεληκάρη Λέκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας των Σλαβικών Λαών Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας ΑΠΘ Άδειες Χρήσης
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: 323 Π.Χ. 324 Μ.Χ.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: 323 Π.Χ. 324 Μ.Χ. Α.ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Β. ΑΠΟΤΗΡΩΜΗΣΤΟΒΥΖΑΝΤΙΟ 1 Τα ελληνιστικά βασίλεια Ελληνιστικός : από το ρήµα ελληνίζω, δηλ. µιµούµαι τους Έλληνες Ήταν τα βασίλεια
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αρ. Πρωτ.: 3196/15.11.2018 Πειραιάς, 15 Νοεμβρίου 2018 E-mail: tydp@hna.gr ΘΕΜΑ: Συγκρότηση
Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία Ενότητα 1η: Εισαγωγή Ελευθερία Μαντά, Λέκτορας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Τίτλοι βιβλίων από τη Θεματική Ενότητα «Περιοδικά» της βιβλιοθήκης της ΕΕΣΙ
Τίτλοι βιβλίων από τη Θεματική Ενότητα «Περιοδικά» της βιβλιοθήκης της ΕΕΣΙ 1 ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1995 2 ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1995 3 ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΜΑΙΟΣ -
Α. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Α. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 1. Συνεργαζόμενη ερευνήτρια στο ερευνητικό πρόγραμμα του Ι.Ι.Ε/Ε.Ι.Ε με τίτλο: «Κύρτου Πλέγματα-Δίκτυα οικονομίας, εξουσίας και γνώσης στον ελληνικό χώρο από τους προϊστορικούς
Πτυχίο Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Κύπρου ή Παιδαγωγικής Ακαδημίας της Ελλάδας.
27.2.2014 ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΓΙΑ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ KAI ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΣΤΑ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 1. ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΦΥ2312 ΕΞΑΜΗΝΟ Β ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
για Σδών ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ University of Caen Basse-Normandie France 0 University of Lille 3 Charles de Gaulles France 00 8 0 U,P 3 4 0 3 U,P,D 3 Universite de Liege Belgium 0 Languages 0 0 P
Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργία ΚΟΚΚΟΡΟΥ-ΑΛΕΥΡΑ Ομότ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Βιογραφικό Σημείωμα Γεωργία ΚΟΚΚΟΡΟΥ-ΑΛΕΥΡΑ Ομότ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Κύριοι ερευνητικοί τομείς: Κλασική Αρχαιολογία - γλυπτική, εικονογραφία,
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ
3 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ Β 5 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Των μαθητριών: Στέλλα Κουρκουρίδου Μαρίνα Κουσικιάν ΑΝΔΡΙΑΝΑ ΓΙΑΝΤΟΥΡΗ ΧΡΥΣΑ ΑΝΤΕΜΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΟΥΖΟΥΝΑΚΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Υπεύθυνη Καθηγήτρια:
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ : ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 2017-18 Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η Το Πρόγραμμα
Χώρα Βέλγιο. Συνολο Εξ. φοιτητών - φοιτητομήνες Προπτυχιακοί 1/6 Μεταπτυχιακοί. 1/6M Συνολο Εισ. φοιτητών - Υποψ. Διδάκτορες.
ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΕΣΕΩΝ Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιο B GENT 01 Universiteit Gent ώρα Βέλγιο Website www.ugent.be 1 εβδομάδα 1/6 1/6M Συνολο Εισ. 1/6 1/6M Μέλος ΔΕΠ Κιαπίδου Ειρήνη
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Αριθμός εξερχόμενων φοιτητών Συνολικός αριθμός μηνών Αριθμός εισερχόμενων φοιτητών Συνολικός αριθμός μηνών Επίπεδο Σπουδών out/εξ. in/εισ. out/εξ. in/εισ. ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ University of Caen
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ERASMUS+ ΒΑΣΙΚΗ ΔΡΑΣΗ 1 - ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ERASMUS+ ΓΙΑ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ University of Caen Basse- Normandie France 0 8 8 U,P University of Lille 3 Charles de Gaulles France 00 3 3 U,P,D 3 Universite de Liege Belgium 0 Languages(French) 0 0 P 5 Aristotle
ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010 Το θέμα που θα αναπτυχθεί πρέπει να ευρίσκεται εντός του κύκλου ενδιαφέροντος του φοιτητή. Ο-Η φοιτητής/τρια
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΙΚΡΟΤΑΙΝΙΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ * * * ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΙΚΡΟΤΑΙΝΙΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ Χειρόγραφο Athens-Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 2004-2007
ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 2004-2007 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΜΑΡΤΙΟΣ 2004 ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Το ξένο εργατικό
Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ
Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α 1ο ΘΕΜΑ 1.α. (Ι). Να χαρακτηρίσετε τις ακόλουθες προτάσεις ως προς την ορθότητά τους, γράφοντας τη λέξη Σωστό ή Λάθος δίπλα από τον αριθμό
Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση
Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση - Με την βοήθεια της τεχνολογίας αρχαιολόγοι κατάφεραν να απεικονίσουν την Θεσσαλονίκη της αρχαιότητας - Μια ζηλευτή πόλη με Ιππόδρομο,
Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο
Οι απεικονίσεις των Κρητών (Keftiw) στους τάφους Αιγυπτίων αξιωματούχων και οι σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Κρήτης κατά τη Νεοανακτορική περίοδο Παναγιώτης Καπλάνης Διδάσκων: Ανδρέας Βλαχόπουλος Σχέσεις
3.3. Η ίδρυση της Ρώμης και η οργάνωσή της 3.4 Η συγκρότηση της ρωμαϊκής πολιτείας Res publica (σελ.170-αρχή 175)
Λατινική ορολογία για τις Ενότητες της Ρωμαϊκής Ιστορίας Plebes (171) = 1. οι πληβείοι (= αρχικά όσοι δεν ήταν πατρίκιοι, αργότερα όσοι δεν ήταν πατρίκιοι ούτε ιππείς). 2. το πλήθος, ο όχλος. Senatus (171,
Ευρυδίκη Αντζουλάτου Ρετσίλα Καθηγήτρια Διαπολιτισμικές σπουδές με έμφαση στην αξιοποίηση και προώθηση του υλικού πολιτισμικού προϊόντος
Ευρυδίκη Αντζουλάτου Ρετσίλα Καθηγήτρια Διαπολιτισμικές σπουδές με έμφαση στην αξιοποίηση και προώθηση του υλικού πολιτισμικού προϊόντος Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΑ 1913-2011 Εκατό Χρόνια Θύελλες και Χίμαιρες ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών Σας προσκαλεί με τιμή να μετάσχετε στη σειρά των επιστημονικών διαλέξεων
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι Ενότητα #2: Βασικές Γνώσεις I Εισαγωγή Νικόλαος Καραπιδάκης Τμήμα Ιστορίας Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό
33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε2 2013-2014 1
ΕΝΑ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΓΕΜΑΤΟ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. 33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε2 2013-2014 1 Εικόνα 1 Εικόνα 2 Ρωμαϊκές λεγεώνες
Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος
[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β Αρχαιολογία των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων (480 π.χ. - 1ος αι. π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Τι είναι Aρχαιολογία; Η επιστήμη της αρχαιολογίας: Ασχολείται με την περισυλλογή,
Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;
Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»; Ο όρος«βυζαντινόν» αναφέρεται στο Μεσαιωνικό κράτος που εδιοικείτο από την Κωνσταντινούπολη, τη μεγάλη πόλη των ακτών του Βοσπόρου. Οι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΛΠ 11: Ελληνική Ιστορία Ακ. Έτος: 2008-9 ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΘΕΜΑ: Η βυζαντινή αριστοκρατία κατά τους 9 ο έως 12 ο αιώνα: δομή και χαρακτηριστικά, ανάπτυξη και σχέσεις
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Οδηγός Εκπόνησης Διπλωματικής Εργασίας ΣΠΑΡΤΗ 2010-11 Περιεχόμενα 1.ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Της ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ
ΣΚΟΠΟΣ: Η σύνδεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία ενός πολιτισμού.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ (file://localhost/c:/documents%20and%20settings/user/επιφάνεια%20εργασίας/κ έντρο%20εξ%20αποστάσεως%20επιμόρφωσης%20- %20Παιδαγωγικό%20Ινστιτούτο.mht) Κέντρο Εξ Αποστάσεως Επιμόρφωσης
Χώρα Αυστρία. Συνολο Εξ. φοιτητών - φοιτητομήνες Προπτυχιακοί - - Συνολο Εισ. φοιτητών - Μεταπτυχιακοί - Υποψ. Διδάκτορες - Χώρα Πολωνία
ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΕΣΕΩΝ Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών Μέλος ΔΕΠ Κιαπίδου Ειρήνη Σοφία Πανεπιστήμιο A WIEN 01 University of Vienna ώρα Αυστρία Website www.univie.ac.at Κωδικοί Μαθημάτων 09 - Κιαπίδου