Πιστωτικός κίνδυνος και Βασιλεία
|
|
- Σκύλλα Βονόρτας
- 8 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ» ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Πιστωτικός κίνδυνος και Βασιλεία Διπλωματική Εργασία της Σαμάνδη Ελένης (ΑΕΜ: 355) Εξεταστική Επιτροπή Επιβλέπων: Κοσμίδου Κυριακή Μέλη: Βλαχάβας Ιωάννης Παπαδόπουλος Χρυσολέων ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Σεπτέμβριος i-
2
3 Πρόλογος Στην παρούσα εργασία αρχικά πραγματοποιείται η παρουσίαση τόσο του τραπεζικού συστήματος όσο και του χρηματοπιστωτικού καθώς και όλες οι εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα, οι οποίες οδήγησαν στην κρίση του τραπεζικού συστήματος δημιουργώντας τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Έπειτα, επιχειρείται η εξέταση της Βασιλείας Ι και της Βασιλείας ΙΙ που αφορούν στη λειτουργία των τραπεζών διεθνώς αποτελώντας το αποδοτικότερο μέσο και τη γρηγορότερη οδό για την κεφαλαιακή επάρκεια. Πιο συγκεκριμένα, θα εξεταστεί η ιστορική εξέλιξη του πλαισίου, θα αναφερθούν αναλυτικά τα χαρακτηριστικά της Βασιλείας πραγματοποιώντας εκτεταμένη αναφορά στους Πυλώνες Ι,ΙΙ και ΙΙΙ. Στη συνέχεια η εργασία ασχολείται με το θέμα της διαχείρισης του κινδύνου τόσο σε επίπεδο επιχειρήσεων όσο και στην οικονομία γενικότερα. Η εκτίμηση και η διαχείριση του κινδύνου αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές διαδικασίες με τη σημαντικότητα τους να έχει συνειδητοποιηθεί πλήρως και διεθνώς τα τελευταία χρόνια. Γεγονός που αποδεικνύεται από τα διάφορα υποδείγματα μέτρησης και διαχείρισης του κινδύνου που έχουν αναπτυχτεί πρόσφατα. Στην παρούσα εργασία θα γίνει αναφορά σε όλα τα είδη κινδύνου ωστόσο ενδελεχώς θα εξεταστεί μόνο ο πιστωτικός κίνδυνος και θα παρουσιαστούν όλα τα χαρακτηριστικά του αλλά και οι τεχνικές που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση του. Η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση συμπερασμάτων τόσο προσωπικών όσο και επιστημονικών επί του θέματος της Βασιλείας ΙΙ και του σημαντικού ρόλου της διαχείρισης κινδύνου. Introduction The thesis primarily presents the banking and financial system in addition to the developments that have taken place which have led to the banking crisis creating the current economic reality. Moreover it attempts to examine the Basel I and Basel II that manage the international banking consisting the most efficient and immediate instrument to capital adequacy. More specifically, the historical development of Basel I and Basel II will be examined and its characteristics will be thoroughly discussed in reference to Pillars I, II and III. Later on, the paper examines the issue of risk management at the business level as well as the economy as a whole. Assessment and risk management are particularly important procedures whose significance have only been realized in the recent years. The -iii-
4 acknowledgement of their importance is proved by the various measuring tools that have been created recently. In the thesis all types of risk will be mentioned, however only credit risk, its characteristics and the coping techniques will be discussed in detail. In the end, both scientific and personal conclusions are presented underlining the important role of Basel I and Basel II in risk management. Σαμάνδη Ελένη 04/09/2012 -iv-
5 -v-
6 Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ... III ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VI 1 ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ-ΔΟΜΗ, ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΜΕ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ Η ΜΕ ΕΔΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν στην Ελλάδα υπηρεσίες εξ αποστάσεως Άλλες εταιρίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Ο κίνδυνος αγοράς Ο Πιστωτικός κίνδυνος Ο Κίνδυνος ρευστότητας Ο Λειτουργικός κίνδυνος (operational risk) Οι Νομικοί κίνδυνοι ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ Ο πιστωτικός κίνδυνος Ο κίνδυνος των εκτός Ισολογισμού στοιχείων O κίνδυνος χώρας Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΤΕΡΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ Η επιτροπή της Βασιλείας Οι γενικές αρχές της Βασιλείας Ι ΤΑ TIER I (ΚΥΡΙΑ) ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ TIER II (ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ) vi-
7 3.4 Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ (ΊΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ-TIER ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ -ASSETS) Οι τραπεζικές απαιτήσεις και οι σταθμίσεις τους στη Βασιλεία Ι Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ Πυλώνας Ι: Οι ελάχιστες Κεφαλαιακές απαιτήσεις Πυλώνας ΙΙ Ο πυλώνας ΙΙΙ - Η πειθαρχία της αγοράς ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΙΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΑΝΕΙΣΜΟ Ποιοτικά υποδείγματα Η πιστωτική απόφαση στην πραγματικότητα Ο προορισμός και η χρήση των δανειακών κεφαλαίων Πηγές πληροφοριών Τρόποι ανάπτυξης υποδειγμάτων πιστωτικού κινδύνου Μοντέλα βαθμολόγησης φερεγγυότητας (credit scoring models) Το υπόδειγμα της KMW Μοντέλο RAROC ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ Πίνακες μετάβασης και αθροιστικοί πίνακες μετάβασης Ποσοστά ανάκτησης Η μοντελοποίηση του πιστωτικού κινδύνου ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙΙ Η ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην Τυποποιημένη προσέγγιση vii-
8 4.6.2 Η αντιστάθμιση του κινδύνου με τη χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗΣ (Π.Ε.Δ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΑΚΟΥ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ Η Προσέγγιση Εσωτερικής Διαβάθμισης (Π.Ε.Δ) Οι ορισμοί των στοιχείων που συνεισφέρουν στον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της Προσέγγισης Εσωτερικής Διαβάθμισης ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ ΑΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ (P.D.) ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ (L.G.D.) ΆΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ - ΕΓΓΥΗΣΗΣ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ viii-
9 1 Το τραπεζικό σύστημα-δομή, οργάνωση και λειτουργία. Αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελεί ότι τα παλαιότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι οι τράπεζες, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου έχουν υποστεί ραγδαίες αλλαγές σε σχέση με τον αρχικό ρόλο που επιτελούσαν. Έτσι εκτός από το να ανταλλάσουν και να εκδίδουν χρήμα έχουν πλέον εξελιχτεί στους σημαντικότερους και βασικότερους συλλέκτες και διανομείς των χρηματοοικονομικών πληροφοριών στην οικονομία. Στο χώρο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών οι τράπεζες καλούνται να ανταγωνιστούν και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, όπως τα αποταμιευτικά ιδρύματα (συμπεριλαμβανομένων των στεγαστικών ταμιευτηρίων και των κτηματικών τραπεζών), τις πιστωτικές ενώσεις, τις επενδυτικές εταιρείες, τα αντισταθμιστικά ταμεία, τις χρηματοοικονομικές εταιρείες, τις ασφαλιστικές εταιρείες και άλλους χρηματοοικονομικούς ομίλους επιχειρήσεων. Στις μέρες μας δηλαδή παρατηρείται όλο και πιο έντονα η δημιουργία πολλών εξωτραπεζικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που ανταγωνίζονται τις τράπεζες στο χρηματοοικονομικό τομέα. Καθότι προσφέρουν παρόμοιες υπηρεσίες καθίσταται ολοένα και δυσκολότερη η διάκριση μεταξύ των τραπεζών και των άλλων προμηθευτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Ωστόσο οι τράπεζες ως μεγαλύτερες οντότητες έχουν την ικανότητα να προσφέρουν ένα πιο διευρυμένο φάσμα υπηρεσιών από οποιουσδήποτε άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Οι λειτουργίες και οι υπηρεσίες που προσφέρονται από τις τράπεζες και τους χρηματοπιστωτικούς ανταγωνιστές κατηγοριοποιούνται ως εξής: Τον δανεισμό και την επένδυση των χρημάτων (πιστωτική λειτουργία), Τις πληρωμές των πελατών τους, με σκοπό να τους διευκολύνουν στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών (λειτουργία πληρωμών), Τη διαχείριση και προστασία των χρημάτων και των περιουσιών των πελατών τους (λειτουργία διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων και κινδύνων), τη βοήθεια και διαμεσολάβηση στους πελάτες για τη συλλογή νέων κεφαλαίων και την αποδοτική επένδυση τους (μέσω των χρηματιστηρίων, των επενδυτικών τραπεζών και των επιλογών αποταμίευσης). Επιπρόσθετα, να σημειώσουμε πως παρατηρούνται σημαντικές τάσεις που έχουν αντίκτυπο τόσο στην λειτουργία όσο και στην απόδοση των τραπεζικών ιδρυμάτων και οι οποίες είναι οι ακόλουθες: Η διερεύνηση των επιλογών των τραπεζών, όπως η μεγαλύτερη διαφοροποίηση των προϊόντων. -9-
10 Η παγκοσμιοποίηση της χρηματοοικονομικής αγοράς και η διάδοση των νέων υπηρεσιών παγκοσμίως, η λεγόμενη και γεωγραφική διαφοροποίηση. Η χαλάρωση ή η ελαχιστοποίηση των κυβερνητικών κανόνων, όπως η άρση των ελέγχων. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών και των πιο στενών χρηματοπιστωτικών ανταγωνιστών τους. Η τάση εξομοίωσης όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όταν αυτές προσφέρουν παρόμοιες υπηρεσίες. Η προώθηση των συγχωνεύσεων των τραπεζών με σκοπό την μείωση του αριθμού τους. Η τεχνολογική αλλαγή, η αυξανόμενη δηλαδή αυτοματοποίηση της παραγωγής και της πώλησης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και προϊόντων, έτσι ώστε να διευκολύνονται οι πελάτες και να έχουν μεγαλύτερη και ταχύτερη πρόσβαση στις ευρύτερες αγορές και έτσι να επιτυγχάνεται μείωση του κόστους. Σε πολλές χώρες οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, λόγω κυρίως της παροχής πιστώσεων σε ένα μεγάλο εύρος δανειστών και της δημιουργίας χρήματος ως βασικό μέσο ανταλλαγών σε μια οικονομία αλλά και λόγω του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν στην προσέγγιση και εξασφάλιση των οικονομιών των νοικοκυριών, έχει παρατηρηθεί πως είναι αυστηρώς ελεγχόμενα συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αποκατάσταση της ηρεμίας και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις αγορές, αποτελεί ο νόμος Sarbanes Oxley Accounting Standards, ο οποίος επέβαλε νέους κανόνες στη χρηματοοικονομική λογιστική πρακτική που χρησιμοποιούν οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Η άρση των εξονυχιστικών και λεπτομερών ελέγχων του τραπεζικού συστήματος δίνει τη δυνατότητα για μια καινούρια και ισχυρή αναδιαμόρφωση των τραπεζών και των λοιπών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, καθώς οι εποπτικές αρχές προσπαθούν να ενθαρρύνουν την αύξηση του ανταγωνισμού και τη μεγαλύτερη πειθαρχία της αγοράς. Από την άλλη όμως, παρόλο που η άρση των ελέγχων έχει αποφέρει θετικά αποτελέσματα και έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε όλο τον κόσμο, υπάρχουν ακόμα καίρια θέματα εποπτείας που παραμένουν σε εκκρεμότητα. Συχνά έρχεται στην επιφάνεια το ερώτημα αν θα ήταν σωστότερο οι τράπεζες και οι βιομηχανικές επιχειρήσεις να κρατιούνται χωριστά η μια από την άλλη, για να προστατευθεί η ασφάλεια της κοινωνικής αποταμίευσης. Η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας, θα λέγαμε πως είναι το κομβικότερο ίδρυμα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η οποία εποπτεύει και επιτηρεί την τήρηση των -10-
11 χρηματικών και των πιστωτικών όρων με το να παρεμβαίνει στην ανοικτή αγορά, να προχωρά σε έμμεση προσφορά ρευστών στο τραπεζικό σύστημα ή επικουρικών πιστωτικών διευκολύνσεων. Πιο συγκεκριμένα δηλαδή, η κεντρική τράπεζα έχει δυναμική και άμεση επιρροή στην κερδοφορία, στη μεγέθυνση και στη βιωσιμότητα των τραπεζών και των ανταγωνιστών τους στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Όπως ήταν αναμενόμενο οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί ανταγωνιστές έχουν αλλάξει ριζικά με το πέρασμα του χρόνου, από απλές επιχειρήσεις σε πολυπλοκότερους μηχανισμούς με συνεχόμενο τους στόχο την εξυπηρέτηση του κοινού, τελικά σε χρηματοπιστωτικές εταιρίες συμμετοχών οι οποίες αποκτούν το μετοχικό κεφάλαιο μιας ή περισσοτέρων τραπεζών και εξωτραπεζικών επιχειρήσεων. Οι διάφορες ανταγωνιστικές πιέσεις οδηγούν τις διάφορες τράπεζες ή τις χρηματοπιστωτικές εταιρίες να αλλάζουν και να υιοθετούν καινούριες οργανωτικές μορφές. Ο απώτερος στόχος μέσα από την όλη αναδιάρθρωση είναι η ικανοποίηση των αιτημάτων των πελατών και οι καλύτερες και πιο διαφοροποιημένες υπηρεσίες, είτε από γεωγραφική άποψη είτε σχετικά με την παροχή των προϊόντων με σκοπό φυσικά τη μείωση στην έκθεση του κινδύνου και στην πίεση της κυβερνητικής εποπτείας. Η επιθυμία για μεγαλύτερη ένταση στις υπηρεσίες παραγωγής και πωλήσεων αποτελεί το κίνητρο για ταχεία ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Παρατηρούμε επίσης και τις οικονομίες κλίμακας και φάσματος που εμφανίζονται. Πιο συγκεκριμένα οι οικονομίες κλίμακας αφορούν την παραγωγή κάθε μεμονωμένης χρηματοοικονομικής υπηρεσίας και οι οικονομίες φάσματος, την παραγωγή πολλών υπηρεσιών. Αυτές οι οικονομίες εάν επιτυγχάνονται, μπορούν να οδηγήσουν τόσο στη μείωση του κόστους παραγωγής όσο και σε μια ισχυρότερη ανταγωνιστική παρουσία στις χρηματοοικονομικές αγορές. Με όλες αυτές τις αλλαγές να λαμβάνουν χώρα στην οργάνωση και στη δομή των τραπεζικών ιδρυμάτων αλλά και κυρίως των εργασιών τους αναπόφευκτα συντελούνται θεμελιώδεις αλλαγές τόσο στην παραγωγή όσο και στην πώληση χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Τα τραπεζικά ιδρύματα εδραιώνονται και μαζί με τους επιβιώσαντες ανταγωνιστές τείνουν να προσφέρουν ένα διευρυμένο κατάλογο υπηρεσιών που τους δίνει την ώθηση για εισχώρηση σε νέες βιομηχανίες και αγορές πραγματοποιώντας έτσι μείωση των ενδεχόμενων κινδύνων με τη διαφοροποίηση των προϊόντων. Επιπλέον, καθώς οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κερδίζουν έδαφος και εδραιώνονται, αυξάνεται το ενδιαφέρον από την πλευρά των δημόσιων και κρατικών φορέων και παραγόντων. Τώρα βασική τους έννοια και ενδιαφέρον είναι να συνεχίσουν τις λειτουργικές δαπάνες με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, να συνεχίσουν δηλαδή να -11-
12 παρουσιάζουν λειτουργική αποδοτικότητα, αλλά και να δείχνουν ενδιαφέρον για την εταιρική διακυβέρνηση που ακολουθούν. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, η διοίκηση πολλών τραπεζών και πολλών άλλων παρεμφερών εταιριών παροχής υπηρεσιών επικεντρώνεται σε λάθος στόχο, καθώς τείνουν να επιλέγουν δαπανηρές τακτικές και πολιτικές εις βάρος των μετόχων και των καταθετών. Σήμερα, αυξανόμενο είναι το ενδιαφέρον για το πόσο αποδοτικές είναι οι τράπεζες και οι ανταγωνιστές τους και ειδικά η διαχείριση τους. Τέλος οι μεγάλες χρηματοοικονομικές εταιρίες διεκδικούν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια από την πίτα των τραπεζικών εργασιών, των ασφαλειών και άλλων σημαντικών υπηρεσιών, προσφέροντας ευκολία στους πελάτες. Το σημαντικότερο σήμερα είναι οι κυβερνήσεις να εστιάσουν και να δώσουν βάση στην επίτευξη και εξασφάλιση της εξυπηρέτησης των πελατών αλλά όχι εις βάρος του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών Πιστωτικά ιδρύματα με υποκαταστήματα ή με έδρα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, στη χώρα μας δραστηριοποιούνται 62 πιστωτικά ιδρύματα, από τα οποία τα 34 (16 συνεταιριστικές και 18 εμπορικές τράπεζες), έχουν καταστατική έδρα στην Ελλάδα και λειτουργούν υπό την άδεια και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3601/2007. Επιπλέον στη χώρα μας, λειτουργούν άλλα 22 υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίσης υπάγονται σε 1 Αγγελόπουλος Χρ. Παναγιώτης, (Αθήνα 2008): Τράπεζες και Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, Αγορές Προϊόντα Κίνδυνοι», Β Έκδοση, Εκδόσεις Σταμούλη. Αγγελόπουλος Παναγιώτης (Αθήνα 2005): Τράπεζες και χρηματοπιστωτικό σύστημα, Εκδόσεις Σταμούλη. Μπαλωμένου Χρυσάνθη, (2003), Το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα και οι Διαδικασίες Αξιολόγησης και Έγκρισης Επενδυτικών Σχεδίων, Εκδόεσεις Παπαζήση ΑΒΕΕ. Ελληνική Ένωση Τραπεζών (2006), «Εισαγωγή στις τραπεζικές σπουδές», τεύχος Α, Ελληνικό Τραπεζικό Ινστιτούτο. -12-
13 καθεστώς αμοιβαίας αναγνώρισης του ν.3601/2007 και βρίσκονται υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους στο οποίο εδρεύουν. Τέλος λειτουργούν 5 υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με την έδρα τους εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος χωρίς όμως να υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης του ν. 3601/2007 και ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εξαιρείται από την εφαρμογή του ν.3601/2007 και είναι το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Τέλος τον Απρίλιο του 2011 αποχώρησαν από τη χώρα μας τρία υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν στην Ελλάδα υπηρεσίες εξ αποστάσεως. Πέραν της παραπάνω κατηγορίας πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών και χρηματοδότησης, υπάρχουν και άλλα 351 πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας προέλευσης τους έχοντας απλώς κοινοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος το ενδιαφέρον τους για παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, γεγονός το οποίο προβλέπεται από τον ν. 3601/ Άλλες εταιρίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εκτός των δύο παραπάνω κατηγοριών, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται επιπλέον ακόμα 54 εταιρίες παρέχοντας χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Η κύρια διαφοροποίηση τους έγκειται στο γεγονός πως δεν αποδέχονται καταθέσεις από το κοινό και βρίσκονται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Γενικά στην Ελλάδα εκδηλώνεται έντονο το ενδιαφέρον των διεθνών χρηματοπιστωτικών εταιριών για παροχή συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, κάτι άλλωστε που αποδεικνύεται και από το γεγονός πως τον Μάιο του 2011 δεκαπέντε τραπεζικά ιδρύματα από εννέα ευρωπαϊκές χώρες διατηρούσαν γραφεία αντιπροσωπείας
14 1.2 Οι εξελίξεις του τραπεζικού συστήματος στο Ελληνικό κράτος. Η ελληνική οικονομική πραγματικότητα κατά τη χρονολογία του 2010 ήρθε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά αντιμέτωπη με πολλές αρνητικές εξελίξεις και συγκυρίες. Αρχικά το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας επιβάρυνε την πιστοληπτική της ικανότητα και έτσι η συμμετοχή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές περιορίστηκε σημαντικά αφού πια το κύριο ενδιαφέρον όλων είχε μετατοπιστεί στις τεχνικές που θα εφαρμοστούν για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Έτσι λοιπόν, η χώρα αφενός οδηγήθηκε στη λήψη μέτρων με σκοπό την αντιμετώπιση της επιβαρυμένης οικονομικής της κατάστασης, αφετέρου τον Μάιο του 2010 συμφωνήθηκε η ένταξη της ελληνικής οικονομίας σε προγράμματα στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Τα εν λόγω προγράμματα δεν προέβλεπαν αποκλειστικά και μόνο μέτρα για τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και μια σειρά από αλλαγές με στόχο αφενός τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και της αποκλιμάκωσης του κρατικού χρέους και αφετέρου την επαναφορά της Ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές και την ανάκτηση της χαμένης της εμπιστοσύνης. Ενώ λοιπόν το 2010 εξελίσσεται σε μια χρονιά με άσχημες και αρνητικές προκλήσεις, με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν να μειώνεται κατά 4,5%, τον πληθωρισμό να αυξάνεται κυρίως λόγω της εκτίναξης των έμμεσων φόρων αλλά και τα επίπεδα της ανεργίας να αγγίζουν το 12,6%, η εφαρμογή του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής πέτυχε τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 10,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Παρόλο λοιπόν που οι τράπεζες δεν είχαν συντελέσει κανέναν ρόλο σε όλη αυτή την άσχημη επικρατούσα κατάσταση στην ελληνική οικονομία, έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες και να καταφέρουν να τις αντιμετωπίσουν, γεγονός που κατάφεραν να φέρουν εις πέρας με επιτυχία. Ο επιτυχημένος χειρισμός της κατάστασης εναποτίθεται κυρίως στην ικανοποιητική τους κεφαλαιακή βάση, στην αυστηρή διαχείριση της ρευστότητας τους και του ενεργητικού τους αλλά και στη χαμηλή μόχλευση. Ωστόσο η συνεχόμενη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας είχε άμεσο αντίκτυπο και στην πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών της και ως επακόλουθο την όλο και μειούμενη συμμετοχή τους στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές. Η γενικότερη ανησυχία για την εξέλιξη των ελληνικών δεδομένων στον οικονομικό χώρο οδήγησε πολλούς αποταμιευτές να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τα τραπεζικά ιδρύματα με τα οποία συνεργάζονταν, γεγονός που ενέτεινε την ανάγκη για ενίσχυση της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επιπρόσθετα, η θέση των δεικτών -14-
15 ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών κατά το 2010 χειροτερεύει όλο και περισσότερο, γεγονός που είχε άμεσο αντίκτυπο στην αύξηση των προβλέψεων και φυσικά στην αποδοτικότητα των ελληνικών τραπεζικών ιδρυμάτων. Και ενώ λοιπόν το 2011 είναι μια χρονιά όπου η διεθνής οικονομική κατάσταση αρχίζει να σημειώνει τα πρώτα βήματα ανάκαμψης, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι αντιμέτωπη με μία οικονομία ύφεσης. Πάρα τις δυσκολίες και τις ατυχείς συγκυρίες όμως οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις. Πιο συγκεκριμένα κατάφεραν: Τη βελτίωση της ρευστότητας τους με σταδιακή απεξάρτηση από το δανεισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στις αρχές του 2011 μειώθηκε κατά 12% συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2010 η άντληση κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τη διατήρηση υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. Τον περιορισμό των λειτουργικών εξόδων. Την αδιάκοπτη προσπάθεια στήριξης των τραπεζικών δραστηριοτήτων στο διεθνές περιβάλλον όπου παρατηρείται μια γενικότερη βελτίωση των συνθηκών. Τέλος, το γενικότερο πνεύμα που επικρατεί είναι ότι ο τραπεζικός χώρος θα μπορέσει να αντιμετωπίσει όλες τις παραπάνω προκλήσεις και θα συνεχίσει να στηρίζει την ελληνική οικονομία αξιοποιώντας όποια ευκαιρία παρουσιαστεί Εξελίξεις γενικού χαρακτήρα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες το τραπεζικό σύστημα έχει εξελιχθεί σημαντικά. Οι δραματικές εξελίξεις στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο οδήγησαν στην μεταβολή της δομής, του ρόλου και των υπηρεσιών που προσφέρουν οι τράπεζες. Η αστάθεια είναι το κύριο γνώρισμα στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Έπειτα από ένα διάστημα χαμηλού πληθωρισμού και υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης ακολούθησαν οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις με σοβαρές επιπτώσεις στα ισοζύγια πληρωμών και στη σταθερότητα f3-57fb-4de6-b9ae-bdfd83c66c95&Filter_by=DT
16 των τιμών. Γεγονότα ικανά να οδηγήσουν στη διόγκωση του εγχώριου και διεθνούς χρέους. Πλέον πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα ρευστότητας και υπερχρέωσης και ως επακόλουθο ασκούνται πιέσεις στο διεθνές πιστωτικό σύστημα. Εν αντιθέσει, ο πληθωρισμός στις αναπτυγμένες χώρες έχει περιοριστεί αισθητά. Μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της οικονομικής αστάθειας, ήταν η αύξηση της αβεβαιότητας στις προσδοκίες των επιχειρήσεων, των επενδυτών και των αποταμιευτών με συνέπεια την στροφή τους για ρευστότητα. Επιπρόσθετα οι επιχειρήσεις είχαν την τάση να ανακατανείμουν τα κεφάλαια τους που προέρχονταν, κατά υπερβολικά μεγάλο βαθμό, από δανεισμό. Εξαιτίας του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας λοιπόν, τα επιτόκια έγιναν πολύ πιο ασταθή από όσο στο παρελθόν. Στην προσπάθεια τους οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν την προαναφερθείσα κατάσταση στράφηκαν στην μεταβίβαση του κινδύνου σε καταθέτες και δανειζόμενους μειώνοντας τη διάρκεια των πιστώσεων και υιοθετώντας κυμαινόμενα επιτόκια. Το παραπάνω λοιπόν γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να μην υφίσταται σύνδεση μεταξύ των εισροών των πόρων των δανειζόμενων και της εξυπηρέτησης των δανείων με αποτέλεσμα την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου. Τα νοικοκυριά συνέχισαν να είναι ο περισσότερο πλεονασματικός τομέας, όμως υπήρξε ανακατάταξη στη σύνθεση περιουσιακών στοιχείων προς τοποθετήσεις με μεγάλη ρευστότητα, υψηλό κίνδυνο και απόδοση που επηρέασαν την μορφή των εισροών στο τραπεζικό σύστημα και την κατανομή μεταξύ παραδοσιακών τραπεζικών καταθέσεων και άλλων χρηματοοικονομικών εργαλείων, τόσο των τραπεζών όσο και των λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Στην πράξη το όλο κλίμα ενισχύθηκε από την προώθηση της παγκοσμιοποίησης των αγορών, όπως επίσης και από τις ραγδαίες τεχνολογικές καινοτομίες που με τη σειρά τους προώθησαν το κλίμα του ανταγωνισμού. Από την άλλη, η παγκοσμιοποίηση είχε παράλληλα αρνητικές επιπτώσεις με βασικότερη, τη γρήγορη μετάδοση των χρηματοοικονομικών κρίσεων, κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Επιπρόσθετα, ανάπτυξη παρατηρείται στο χώρο της ηλεκτρονικής τραπεζικής (webbanking). Η ανάπτυξη αυτή οφείλεται κυρίως στις εντυπωσιακές τεχνολογικές εξελίξεις που έλαβαν χώρο στον τομέα της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, συνεισφέροντας σημαντικά στην μείωση του κόστους διαχείρισης των πληροφοριών και διεκπεραίωσης των συναλλαγών. Εκτός από τις τάσεις στο οικονομικό περιβάλλον, οι πολιτικές εξελίξεις με τη σειρά τους συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του. Σε πρώτο επίπεδο οι άμεσοι διοικητικοί περιορισμοί -16-
17 έπαψαν να αποτελούν τα κυριότερα μέσα της οικονομικής πολιτικής. Επίσης, μειώθηκε ο προστατευτισμός των τραπεζών με αποτέλεσμα την ένταση του ανταγωνισμού στον τομέα των χρηματοδοτικών υπηρεσιών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε εφαρμογή της απόφασης της Λισσαβόνας του 1999, η Επιτροπή Lamfalussy πρότεινε συγκεκριμένα μέτρα, τη σύσταση του δευτεροβάθμιου οργάνου των Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CESR) και την υιοθέτηση τεσσάρων επιπέδων διαδοχικής αναδιάρθρωσης και σύγκλισης των κοινοτικών κεφαλαιαγορών, με στόχο την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαιαγορών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και να την καταστήσει ανταγωνιστικότερη έναντι κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Αναφορικά με τις λειτουργίες των τραπεζών και τις παρεχόμενες από αυτές υπηρεσίες, οι αλλαγές που συντελέστηκαν διέφεραν από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, στις χώρες όπου υπάρχουν τράπεζες γενικού τύπου οι αλλαγές ήταν περιορισμένες. Εν αντιθέσει, σε άλλες όπου οι λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος είναι κατανεμημένες παρατηρήθηκε πως οι τράπεζες έχαναν έδαφος από εξωτραπεζικούς ανταγωνιστές και οι πιέσεις για αλλαγή ήταν μεγαλύτερες. Οπότε, οι τράπεζες διείσδυσαν σε καινούργιους τομείς είτε άμεσα είτε μέσω θυγατρικών ή εταιρείες συμμετοχών. Η απελευθέρωση των κεφαλαίων υπήρξε και αυτή μια σημαντική εξέλιξη, η οποία ενίσχυσε την εισροή κεφαλαίων, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού και αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επιπρόσθετα, μεγάλη πρόκληση για τα τραπεζικά ιδρύματα αποτέλεσε η τιτλοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού. Με τη διαδικασία της τιτλοποίησης μπορούσαν να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων απευθείας από τις κεφαλαιαγορές, πολύ περισσότερο από όσο στο παρελθόν, με αποτέλεσμα την ολοένα και μικρότερη εξάρτηση τους από τον κλασσικό τραπεζικό δανεισμό, επιτυγχάνοντας έτσι την λεγόμενη αποδιαμεσολάβηση. Ακόμη δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η δυνατότητα των επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση και να αντλούν οικονομικές πληροφορίες από τις αγορές και να προωθούν αυτοτελώς την πιστοληπτική τους ικανότητα, εξαιτίας της ανάπτυξης των εταιρειών προσδιορισμού πιστοληπτικής αξιολόγησης (rating), στερώντας τα τραπεζικά ιδρύματα από ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που είχαν στον τομέα αυτό. Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως παρόλο που συντελέστηκαν όλες αυτές οι αλλαγές στο οικονομικό, χρηματοπιστωτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον και επηρέασαν την εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος, οι τράπεζες συνεχίζουν να παρέχουν τις παραδοσιακές τους -17-
18 υπηρεσίες όπως καταθέσεις, δάνεια και πληρωμές. Ωστόσο, η αντιμετώπιση και το εύρος της λειτουργίας τους, όσο και ο ανταγωνισμός στις χρηματαγορές, έχουν αλλάξει. 1.4 Ο διεθνής ρόλος των τραπεζών. Ο ρόλος των τραπεζών απέκτησε νέες διαστάσεις με την εξάπλωση της διεθνούς τραπεζικής. Οι τράπεζες κατάφεραν να αναπτύξουν τις διεθνείς τους επιχειρήσεις, να συνάψουν επιχειρηματικές σχέσεις με διάφορους άλλους οργανισμούς με διεθνή δράση αλλά και να ασκήσουν επιτυχημένα τη διαχείριση ενεργητικού παθητικού. Κατά γενική ομολογία για το τραπεζικό σύστημα η διατραπεζική αγορά λειτουργεί ως το μέσο για την αποτελεσματική κατανομή των διεθνών κεφαλαίων ανάμεσα τους καταθέτες και τους δανειζόμενους. Για να μπορέσουν να έχουν ενεργή συμμετοχή οι τράπεζες στην αναπτυξιακή χρηματοδότηση, ήταν απαραίτητη η διεθνής τραπεζική δραστηριότητα. Τα διάφορα μεγάλα επενδυτικά προγράμματα απαιτούν σημαντικά κεφάλαια για να ολοκληρωθούν και για την ολοκλήρωση τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη μακροχρόνιας διεθνούς χρηματοδότησης. Επίσης, οι τράπεζες διαθέτουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της παρακολούθησης του πιστωτικού κινδύνου ενώ παράλληλα με διάφορες τεχνικές, όπως αυτή της ανακύκλωσης είναι ικανές να αναλάβουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις διατηρώντας σε έλεγχο τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων. 5 Ολοκληρώνοντας, στο κεφάλαιο δύο που ακλουθεί, θα γίνει η απαιτούμενη εισαγωγή στην έννοια της διαχείρισης των κινδύνων όπως επίσης θα παρουσιαστούν τα διάφορα είδη για να μπορέσουμε να εξετάσουμε τη Βασιλεία χωρίς να υπάρχουν άγνωστες έννοιες κυρίως αναφορικά με τα διάφορα είδη κινδύνων. 5 Αγγελόπουλος Χρ. Παναγιώτης, (Αθήνα 2008): Τράπεζες και Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, Αγορές Προϊόντα Κίνδυνοι», Β Έκδοση, Εκδόσεις Σταμούλη. Αγγελόπουλος Παναγιώτης (Αθήνα 2005): Τράπεζες και χρηματοπιστωτικό σύστημα, Εκδόσεις Σταμούλη Γεωργόπουλος Αντώνης, (2006), «Χρηματοπιστωτικό Σύστημα & Διοίκηση Τραπεζών», Εκπαιδευτικά Εγχειρίδια, Πάτρα
19 2 Διαχείριση κινδύνων. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως η εσφαλμένη τιμολόγηση των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και ιδιαίτερα η ελλιπής και ανεπαρκής εποπτεία οδηγούν σε αποτυχημένες και αναποτελεσματικές τεχνικές διαχείρισης κινδύνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η οποία έφερε κράτη και οργανισμούς αντιμέτωπους με χρηματοοικονομικές απώλειες κυρίως εξαιτίας των ανεπαρκών τεχνικών και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου. Η διαχείριση κινδύνου αναφέρεται κυρίως στον έλεγχο των οργανωτικών δομών και των διαδικασιών που εφαρμόζονται για τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα αλλά και για τα απαιτούμενα θεσμικά κεφάλαια. Στην καθημερινή μας ζωή η έννοια του κινδύνου συνδέεται με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει μια κατάσταση και γενικότερα με την αντιμετώπιση αρνητικών και δυσχερών καταστάσεων. Ωστόσο δε θα ήταν σωστό να αποδώσουμε μια μονοδιάστατη ερμηνεία στον όρο του κινδύνου, διότι η απόδοση της έννοιας του κινδύνου εξαρτάται και από το περιβάλλον στο οποίο μελετάται. Έτσι λοιπόν, υπάρχουν διάφορες μορφές κινδύνου, οι οποίες θα αναφερθούν παρακάτω και ειδικότερα ο πιστωτικός κίνδυνος θα αναλυθεί εκτενέστερα. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί ένας κοινός ορισμός για την έννοια του κινδύνου. Σε κάθε γνωστικό πεδίο η έννοια του κινδύνου γίνεται αντιληπτή από διαφορετική σκοπιά. Παρόλα αυτά, το μόνο σίγουρο είναι πως όταν αναφερόμαστε σε μια επικίνδυνη κατάσταση ως πιο επικίνδυνη από μία άλλη υποσυνείδητα έχουμε την αίσθηση πως οι συνέπειες μιας αρνητικής εξέλιξης είναι μεγαλύτερες και επιπρόσθετα πως είναι πιθανότερο να δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση. Ως πρώτο βήμα στην παρούσα εργασία επιχειρείται η κατανόηση των κινδύνων με σκοπό την ορθή και αποτελεσματική τους διαχείριση. Η απαλοιφή του κινδύνου είναι σχεδόν αδύνατη στην τωρινή οικονομική πραγματικότητα για αυτό η καλύτερη αντίληψη που μπορούμε να υιοθετήσουμε για τον κίνδυνο είναι η επιδίωξη της κατανόησης του και η εφαρμογή αποδοτικών τεχνικών διαχείρισης του με σκοπό οι μελλοντικές απειλές να μετατραπούν σε ευκαιρίες. Στην ακόλουθη Εικόνα 1: Διαχείριση κινδύνου απεικονίζεται η διεργασία της διαχείρισης κινδύνου. -19-
20 Εικόνα 1: Διαχείριση κινδύνου Πηγή: Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab Η διαχείριση κινδύνου αφενός προστατεύει, αφετέρου συμβάλει στην αύξηση της αξίας κάθε οργανισμού και εταιρίας καθώς συμβάλει στα ακόλουθα: Στην παροχή ενός σταθερού και ελεγχόμενου περιβάλλοντος στον οργανισμό ευνοώντας όποια μελλοντική του δραστηριότητα. Στη βελτίωση του τρόπου λήψεων αποφάσεων, του προγραμματισμού και του προσδιορισμού προτεραιοτήτων βοηθώντας την κατανόηση της επιχειρησιακής δραστηριότητας, και των ευκαιριών και των απειλών που εμφανίζονται. Στον προσδιορισμό ενός αποδοτικότερου τρόπου χρήσης και κατανομής του κεφαλαίου και των δυνατοτήτων του εκάστοτε οργανισμού. -20-
21 Στην ολοκλήρωση, στην προστασία και στη βελτίωση της εικόνας του οργανισμού. Στην ανάπτυξη και την επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού. Στη αποδοτικότερη και στην εύρυθμη λειτουργία του εκάστοτε οργανισμού. Τα τελευταία χρόνια και κυρίως λόγω των πρόσφατων συγκυριών, η εκτίμηση και η διαχείριση των κινδύνων είναι πρωτίστης σημασίας για την επιβίωση και εύρυθμη λειτουργία τόσο των επιχειρήσεων αλλά και ολόκληρης της οικονομίας. Στην πρακτική εφαρμογή, το σύνηθες είναι πως ο κάθε οργανισμός ή επιχείρηση έρχεται αντιμέτωπη με πολυάριθμους κινδύνους που προέρχονται από πολυάριθμες πηγές. Όμως ο πιστωτικός κίνδυνος θεωρείται ο υψίστης σπουδαιότητας και από τους πρώτους σε βαθμό σημαντικότητας σε σχέση με τους άλλους. Η μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς θεωρείται ο σημαντικότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τους δανειολήπτες με τους οποίους θα συνεργαστούν δίνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην εμφάνιση, στην μέτρηση και στις συνέπειες του Είδη κινδύνου. Μελετώντας τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένες οι οικονομικές οντότητες, μπορούμε να κάνουμε την εξής κατηγοριοποίηση: Επιχειρηματικοί κίνδυνοι: Είναι οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει μια εταιρία στην προσπάθεια της να αναπτυχθεί, να δημιουργήσει και να αυξήσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα και φυσικά την αξία της θέσης της. Οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν το μάρκετινγκ, τις τεχνολογικές εξελίξεις και το σχεδιασμό των προϊόντων. Στρατηγικοί κίνδυνοι: Οι κίνδυνοι που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι δύσκολο να προβλεφθούν και ακόμα δυσκολότερο να μετρηθούν και να ποσοτικοποιηθούν. Το παραπάνω γεγονός προκύπτει από το γεγονός πως οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι προέρχονται από μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος σε μακροοικονομικό και πολιτικό επίπεδο. 6 Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 15-18). Δούμπος Μιχάλης, (2006), «Banking and Finance - Διαχείριση Χρηματοοικονομικών Κινδύνων & Value at Risk», Επιστημονικό Marketing Management, Σεπτέμβριος
22 Χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι: Η συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνου αναφέρεται σε πιθανές απώλειες στις αγορές κεφαλαίου και χρήματος. Οι μεταβολές στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες για παράδειγμα είναι δυνατόν να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα σε πολλές οικονομικές μονάδες. Ως επί το πλείστον οι περισσότεροι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί προσπαθούν να διαχειριστούν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, οπότε όπως είναι αντιληπτό η κατανόηση τους είναι επιτακτική ανάγκη. Οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι υποδιαιρούνται σε πέντε μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες θα παρουσιαστούν στην πορεία και είναι οι κίνδυνοι αγοράς, οι πιστωτικοί κίνδυνοι, οι κίνδυνοι ρευστότητας, οι λειτουργικοί κίνδυνοι και οι νομικοί κίνδυνοι Ο κίνδυνος αγοράς. Οι κίνδυνοι αγοράς δημιουργούν χρηματικές απώλειες που προκαλούνται από δυσμενείς μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ή στα επιτόκια, ή στις τιμές των μετοχών ή των επιτοκίων. Οι απώλειες μετρώνται ως μεταβολές της αξίας των αντίστοιχων ανοικτών θέσεων ή των κερδών ωστόσο ο συνολικός κίνδυνος για κάθε χρηματοοικονομικό προϊόν είναι ο συγκερασμός των ακόλουθων υποκατηγοριών: Κίνδυνος μετοχής. Κίνδυνος επιτοκίου. Κίνδυνος συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κίνδυνος τιμής εμπορεύματος. Εκτός από την παραπάνω κατηγοριοποίηση, οι κίνδυνοι της αγοράς χωρίζονται σε απόλυτους και σε σχετικούς κινδύνους. Στην κατηγορία των απόλυτων κινδύνων, η απώλεια εκφράζεται σε απόλυτο χρηματικό ποσό. Σε αντίθεση με τη δεύτερη κατηγορία, όπου η ενδεχόμενη απώλεια εκφράζεται σε σχέση με κάποιο δείκτη αναφοράς. Έτσι ενώ στην πρώτη, η προσοχή επικεντρώνεται στη διακύμανση των συνολικών αποδόσεων, στη δεύτερη μελετάται η απόκλιση από τον δείκτη αναφοράς, γνωστή και ως σφάλμα παρακολούθησης. Κίνδυνος μετοχής. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος αναφέρεται στο χαρτοφυλάκιο των μετοχών που διατηρεί το εκάστοτε χρηματοοικονομικό ίδρυμα και πιο συγκεκριμένα, είτε στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών που αποτελείται από τις μετοχές που διαπραγματεύονται είτε στο επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο το οποίο αποτελείται από μετοχές για μακροπρόθεσμη επένδυση. Ως συνέπεια -22-
23 η όποια αρνητική μεταβολή στις τιμές των μετοχών καθώς αυτές διαπραγματεύονται στη χρηματιστηριακή αγορά προκαλεί και τον αντίστοιχο κίνδυνο. Κίνδυνος επιτοκίου. Ως κίνδυνος επιτοκίου θεωρείται ο κίνδυνος που προκαλείται από μια δυνητική μεταβολή της καθαρής θέσης για συγκεκριμένες μεταβολές των επιτοκίων της αγοράς. Όπως είναι γνωστό η μεταβολή των επιτοκίων μεταβάλει την αγοραία αξία των τίτλων που ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα διαθέτει στο χαρτοφυλάκιο των συναλλαγών του. Επιπλέον είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα να βρεθεί εκτεθειμένο στον συγκεκριμένο κίνδυνο εξαιτίας της διαφορετικής χρονικής διάρκειας ανάμεσα στις απαιτήσεις και στις υποχρεώσεις του λόγω των συνεχών μεταβολών των επιτοκίων και κυρίως όταν λειτουργούν σε εντελώς ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο κίνδυνος επιτοκίου μπορεί να πάρει τρεις βασικές μορφές, τις ακόλουθες: Κίνδυνος χαρτοφυλακίου συναλλαγών (trading risk): Ο συγκεκριμένος κίνδυνος προκαλείται από τις μεταβολές των τίτλων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, από τους τίτλους δηλαδή που διακρατούνται για σκοπούς διαπραγμάτευσης. Κίνδυνος ανοιγμάτων (gap risk): Ο εν λόγω κίνδυνος προκαλείται από τις διαφορετικές χρονικές διάρκειες των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Πιο συγκεκριμένα, εάν τα στοιχεία του παθητικού λήγουν σε μετέπειτα χρονική στιγμή από ότι τα στοιχεία του ενεργητικού, τότε το γεγονός αυτό δημιουργεί αύξηση της καθαρής θέσης καθώς τα επιτόκια αυξάνονται και το αντίστροφο. Ενώ αν τα στοιχεία του ενεργητικού τροφοδοτούνται από τα στοιχεία του παθητικού τα οποία έχουν συγκριτικά μικρότερη χρονική διάρκεια, τότε η μείωση των επιτοκίων θα αυξήσει την καθαρή θέση και το αντίστροφο. Κίνδυνος βάσης (basis risk): Ο κίνδυνος βάσης προκαλείται από την ύπαρξη διαφορετικών επιτοκίων αναφοράς στις θέσεις αγοράς και πώλησης. Προκύπτει δηλαδή στο πλαίσιο των δύο προαναφερθέντων κινδύνων και δεν μετριέται μεμονωμένα. Ολοκληρώνοντας, τα πιστωτικά ιδρύματα καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια στην κατανόηση και στην αντιμετώπιση του κινδύνου επιτοκίου δεδομένου του ότι η μεταβολή στις λήξεις των δανείων και των καταθέσεων είναι σχεδόν ανέφικτη. Όποτε, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης του χρησιμοποιώντας παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. 7 7 Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδα 20). -23-
24 Κίνδυνος συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ο κίνδυνος συναλλαγματικής ισοτιμίας προκύπτει από τη μεταβολή της καθαρής θέσης εξαιτίας των μεταβολών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Τα πιστωτικά ιδρύματα επενδύοντας και αποκτώντας δραστηριότητα στις διεθνείς αγορές οπότε και σε διαφορετικά νομίσματα, μπορεί να οδηγηθούν σε καταστάσεις όπου για παράδειγμα το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού σε ένα νόμισμα να έχει διαφορετική αξία από το σύνολο των στοιχείων του παθητικού στο ίδιο νόμισμα. Κίνδυνος τιμής εμπορεύματος. Εμπορεύματα όπως μέταλλα, δημητριακά, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ηλεκτρική ενέργεια και διάφορα άλλα, λόγω των διάφορων συνθηκών στην διεθνή αγορά, έχουν την τάση να μεταβάλλουν τις αγοραίες τιμές τους οπότε και το ύψος του εισοδήματος από την αγοραπωλησία τους. Η αβεβαιότητα που προκύπτει από αυτές τις μεταβολές στις τιμές τους, προκαλεί τον κίνδυνο εμπορεύματος, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζει τους παραγωγούς, τους αγοραστές, τους εξαγωγείς αλλά και ολόκληρες κυβερνήσεις Ο Πιστωτικός κίνδυνος. Οι οικονομικές συναλλαγές είναι κομμάτι της καθημερινότητας ενός τραπεζικού ιδρύματος, στις περιπτώσεις εκείνες που ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ανάληψη αυτών, τότε στο προσκήνιο έρχεται ο πιστωτικός κίνδυνος. Η έννοια του πιστωτικού κινδύνου είναι μία έκφραση, η οποία έγινε σε όλους γνωστή κυρίως στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης που πλήττει την παγκόσμια οικονομία την τελευταία τετραετία. Ένας ορισμός που συναντάται στη βιβλιογραφία είναι ο εξής: «Πιστωτικός κίνδυνος (credit risk) είναι ο κίνδυνος απώλειας μιας χρηματικής αμοιβής ενός επενδυτή, που οφείλεται στην αδυναμία ενός δανειστή να αποπληρώσει ένα δάνειο ή να εκπληρώσει μία συμβατική υποχρέωσή του. Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι στενά συνδεδεμένος με την αναμενόμενη απόδοση μιας επένδυσης, με τα ομόλογα να αποτελούν το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα. Όσο υψηλότερος είναι ο αντιληπτός πιστωτικός κίνδυνος, τόσο υψηλότερα θα είναι τα απαιτούμενα επιτόκια.» 8 Ο πιστωτικός κίνδυνος χωρίζεται σε δύο μεγάλες υποκατηγορίες, στον κίνδυνο του αντισυμβαλλόμενου και στον κίνδυνο προϊόντος, οι οποίοι παρουσιάζονται παρακάτω
25 Κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου. Το ενδεχόμενο μιας πτώχευσης ή γενικότερα της μεταβολής της οικονομικής κατάστασης του αντισυμβαλλόμενου είτε είναι επιχείρηση, είτε μια τράπεζα ή ένα ολόκληρο κράτος, η διαφοροποίηση στη φερεγγυότητα του και στην πιστοληπτική του ικανότητα και όποια ζημία επέλθει μπορούν να δημιουργήσουν τον κίνδυνο του αντισυμβαλλόμενου. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του εκάστοτε αντισυμβαλλομένου δεν γίνεται αυθαίρετα αλλά μέσω εξειδικευμένων εταιριών πιστοληπτικής διαβάθμισης. Ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου μπορεί να μελετηθεί είτε για κάθε αντισυμβαλλόμενο ξεχωριστά ή και συγκεντρωτικά σε όλο το χαρτοφυλάκιο ανοίγματος ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος. Τα επίπεδα συγκέντρωσης ορίζονται ανάλογα με την εκτίμηση για την ανάγκη διασποράς των ανοιγμάτων σε συναλλασσόμενους με διαφορετικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να μειώνονται οι αναλαμβανόμενοι κίνδυνοι. Συνεπώς, με τις παραπάνω ομαδοποιήσεις ορίζεται ο κίνδυνος συγκέντρωσης, ο οποίος λειτουργεί προσαυξητικά στον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της εκτεταμένης έκθεσης σε έναν αντισυμβαλλόμενο ή σε μια ομάδα συσχετιζόμενων μεταξύ τους αντισυμβαλλόμενων. Συνοψίζοντας, μια υποκατηγορία του κινδύνου αντισυμβαλλόμενου αποτελεί ο κίνδυνος κράτους και πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες που επιβάλλονται περιορισμοί εξαγωγής συναλλάγματος από ένα κράτος. Γεγονός που καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης από τον αντισυμβαλλόμενο. Πιστωτικός κίνδυνος προϊόντος. Ο πιστωτικός κίνδυνος προϊόντος εκφράζεται ως ποσό του ανοίγματος και υπολογίζεται με διαφορετικό τρόπο βάσει του υπό εξέταση χρηματοοικονομικού προϊόντος. Στην ουσία εκφράζει το ποσό της πιθανής ζημίας στην οποία είναι εκτεθειμένο ένα πιστωτικό ίδρυμα σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι τυπικός με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Πιο συγκεκριμένα για τις χρηματοδοτήσεις που αποτελούν ένα είδος παραδοσιακών τραπεζικών προϊόντων το ποσό του ανοίγματος, ο κίνδυνος δηλαδή εξαρτάται από: Τον κίνδυνο ονομαστική αξίας (normal value risk): Ο συγκεκριμένος κίνδυνος αναφέρεται στο ανεξόφλητο ποσό της χρηματοδότησης. Ο κίνδυνος ονομαστικής αξίας αφορά ποσά που εκταμιεύονται κατά την εκτέλεση μιας σύμβασης, όπως για παράδειγμα μιας δανειοδότησης. Ωστόσο σημαντικό είναι να δοθεί ιδιαίτερη σημασία για συναλλαγές που δεν ορίζουν άμεση εκταμίευση ποσών όπως είναι οι εγγυητικές επιστολές ή οι υπεραναλήψεις από καταθετικούς λογαριασμούς καθώς το τραπεζικό ίδρυμα είναι υποχρεωμένο να διαθέσει το ονομαστικό ποσό στην περίπτωση που του ζητηθεί. -25-
26 Κίνδυνος δεδουλευμένων τόκων (accrued interest risk): Ο εν λόγω κίνδυνος αφορά το ποσό στο οποίο είναι εκτεθειμένο ένα τραπεζικό ίδρυμα από δεδουλευμένους και μη εξοφληθέντες τόκους. Κίνδυνος καλυμμάτων (collateral risk): Ο κίνδυνος αυτός αναφέρεται σε μια δυνητική ζημία με την οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα σε περίπτωση ανεπαρκούς κάλυψης των υποχρεώσεων του πελάτη από την εκποίηση των καλυμμάτων του που έχουν ληφθεί για την μείωση του πιστωτικού κινδύνου. Η υπό εξέταση ζημία, η οποία στην ουσία προκαλείται από την αδυναμία του πελάτη να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις προσαρμόζεται με σκοπό να ληφθεί η πραγματική αξία ρευστοποίησης των εμπράγματων καλυμμάτων, αφού δηλαδή στην τρέχουσα αξία των καλυμμάτων αφαιρέσουμε τα έξοδα ρευστοποίησης. Αντίστοιχα για τα χρηματοοικονομικά παράγωγα ο κίνδυνος προϊόντος πηγάζει κατά βάση από τους εξής δύο κινδύνους: Κίνδυνος αντικατάστασης (replacement risk): Στην υποθετική περίπτωση που μία τράπεζα βρεθεί εκτεθειμένη από μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλόμενου, τότε πιθανότατα θα οδηγηθεί στο να αντικαταστήσει τις υφιστάμενες συμφωνίες σε παράγωγα με άλλες ιδίων όρων αλλά ενδεχομένως σε όχι συμφέρουσες τιμές. Αν και τόσο στα χρηματοοικονομικά παράγωγα όσο και σε άλλα τραπεζικά προϊόντα όπως δάνεια και ομόλογα, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα συνεχίζουν να παραμένουν εκτεθειμένα στον πιστωτικό κίνδυνο, εδώ η κατάσταση διαφοροποιείται. Το παραπάνω γεγονός οφείλεται στην περίπτωση των χρηματοοικονομικών παραγώγων, όπου το εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα εκτίθεται μόνο στο κόστος αντικατάστασης δηλαδή στη διαφορά της τρέχουσας αξίας του παραγώγου από τη συμφωνηθείσα αξία και όχι για το σύνολο της συνολικής αξίας του. Φυσικά κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει για τα τραπεζικά δάνεια για παράδειγμα, τα οποία είναι εκτεθειμένα στον κίνδυνο απώλειας του συνολικού ποσού της ονομαστικής αξίας τους. Κίνδυνος διακανονισμού (settlement risk): στην περίπτωση που ο ένας από αντισυμβαλλόμενους τηρήσει τις υποχρεώσεις του ενώ παράλληλα ο άλλος αποτύχει σε κάτι αντίστοιχο, τότε προκύπτει ο κίνδυνος διακανονισμού. Ο οποίος φυσικά έχει υπόσταση μόνο κατά τη διάρκεια του διακανονισμού και όχι μέχρι να λήξει η συναλλαγή. Όπως είναι αυτονόητο παρουσιάζεται στις χρηματοοικονομικές πράξεις για την ολοκλήρωση των οποίων μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα και οι συμφωνημένες χρηματορροές δεν λαμβάνουν χώρα στον ίδιο χρόνο. Τέλος είναι δε γνωστός και ως -26-
27 «κίνδυνος Herstatt», ένας όρος που προήλθε από την ομώνυμη γερμανική τράπεζα η οποία κατέρρευσε το 1974 λόγω μεγάλων ζημιών στην αγορά συναλλάγματος Ο Κίνδυνος ρευστότητας. Πολλές φορές τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται να ικανοποιήσουν χρηματικές εκροές είτε ρευστοποιώντας στοιχεία του ενεργητικού τους σε μη συμφέρουσες τιμές, είτε καταφεύγοντας σε δανεισμό με υψηλά επιτόκια για εύρεση κεφαλαίων. Σε τέτοιες περιπτώσεις λοιπόν, αναπόφευκτο είναι το γεγονός της μείωσης της καθαρής τους θέσης και της έκθεσης τους στον κίνδυνο ρευστότητας. Οι κίνδυνοι ρευστότητας μπορούν να πάρουν δύο μορφές. Κίνδυνος ρευστότητας αγοράς: Ο κίνδυνος αυτός εμφανίζεται σε προϊόντα τα οποία είτε διαπραγματεύονται σε αγορές χωρίς το απαραίτητο βάθος, είτε πρόκειται για προϊόντα που δεν είναι διαπραγματεύσιμα σε οργανωμένες αγορές. Σε αυτές τις περιπτώσεις μια συναλλαγή δεν μπορεί να εκτελεστεί στην επικρατούσα τιμή λόγω του ότι η δραστηριότητα στην αγορά είναι ανεπαρκής. Ως συνέπεια οι χρηματικές ροές έρχονται σε διαφορετικό χρόνο από τον επιθυμητό και ενδεχόμενη είναι η μείωση της αξίας των εισροών από τις ρευστοποιήσεις λόγω της μειωμένης ζήτησης για τα προϊόντα αυτά. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και ως είθισται η διαχείριση του περιλαμβάνει την εφαρμογή ορίων για συγκεκριμένες αγορές και προϊόντα. Κίνδυνος ρευστότητας χρηματικών ροών: Ο υπό εξέταση κίνδυνος προκύπτει από τη μη σύμπτωση των χρηματικών εισροών και εκροών που απαιτούνται. Αυτός ο ετεροχρονισμός συνήθως οδηγεί σε ρευστοποίηση θέσεων σε μη συμφέρουσες για τα πιστωτικά ιδρύματα τιμές. Γι αυτό για την ορθή διαχείριση του κινδύνου κρίνεται απαραίτητος ο σωστός προγραμματισμός των αναγκών σε χρηματικά διαθέσιμα. Με άλλα λόγια είναι απαραίτητη και εδώ η εφαρμογή ορίων στα ανοίγματα μεταξύ εισροών και εκροών όπως άλλωστε και η σωστή διασπορά Ο Λειτουργικός κίνδυνος (operational risk). Με βάση τα όσα ορίζει η Επιτροπή της Βασιλείας, λειτουργικός κίνδυνος θεωρείται ο κίνδυνος που προκαλεί άμεσες ή έμμεσες απώλειες λόγω ανεπάρκειας ή αποτυχίας εσωτερικών διαδικασιών, ανθρώπων και συστημάτων ή λόγω εξωτερικών γεγονότων. (BCBS, 2001). Πρόκειται δηλαδή για κίνδυνο προερχόμενο από την εκτέλεση των λειτουργιών του -27-
28 χρηματοοικονομικού ιδρύματος και για αυτό το λόγο ακριβώς, επειδή μπορεί να αφορά σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του εκάστοτε πιστωτικού ιδρύματος είναι δύσκολα ανιχνεύσιμος ο κίνδυνος αυτός. Οι πηγές προέλευσης απωλειών λόγω λειτουργικών κινδύνων είναι η εσωτερική απάτη, η εξωτερική απάτη, οι πρακτικές εργασίας και ασφάλειας στους χώρους εργασίας, οι πρακτικές πελατών, προϊόντων καθώς και οι επιχειρηματικές πρακτικές, οι ζημίες σε πάγια στοιχεία, η διακοπή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, οι αποτυχίες συστημάτων και τέλος η διαχείριση εκτέλεσης, παράδοσης και διαδικασιών. Παρακάτω παρουσιάζονται οι βασικότερες: Κίνδυνος απάτης (fraud risk): Αναφέρεται σε όποια πιθανή ζημία την οποία υποστεί το χρηματοοικονομικό ίδρυμα λόγω υπεξαιρέσεων, απόκτησης εισοδήματος ή κεφαλαιουχικών στοιχείων, σύνταξη εσφαλμένων και ανακριβών χρηματοοικονομικών καταστάσεων και οποιαδήποτε παραποίησης στοιχείων προερχόμενη είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό περιβάλλον και γίνεται με δόλο ή παράνομα. Κίνδυνος εκτέλεσης (execution risk): Ο κίνδυνος εκτέλεσης αφορά σε λάθη που πραγματοποιούνται από το Back office κατά την εκτέλεση των συναλλαγών. Σε λάθη δηλαδή κατά την εκτέλεση εντολών αγοραπωλησιών αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη λειτουργία. Τεχνολογικός κίνδυνος (technology risk): Η ανεπάρκεια στα συστήματα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, στις τεχνολογικές τους υποδομές αλλά και στα πληροφοριακά τους συστήματα μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες οικονομικές απώλειες και ζημίες ακόμα και στην κατάρρευσή τους. Επιπλέον η προσβασιμότητα από μη εξουσιοδοτημένους χρήστες με σκοπό το δόλο, οι φυσικές καταστροφές, η γρήγορη απαξίωση της τεχνολογίας και διάφορα άλλα αποτελούν παράγοντες του τεχνολογικού κινδύνου. Συνεπώς, ενέργειες όπως η διασφάλιση των συστημάτων, η ακριβής και λεπτομερής ενημέρωση που φτάνει στη διοίκηση προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις αναφορικά με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου είναι αναγκαίες. Κίνδυνος υποδείγματος (Model risk): Ο κίνδυνος υποδείγματος εμφανίζεται όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα κατά τη διάρκεια ανάπτυξης υποδειγμάτων λαμβάνει εσφαλμένες παραμέτρους και εκτιμήσεις, ή λανθασμένες και μη ρεαλιστικές τιμές εισόδου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αποτίμηση των θέσεων σε τρέχουσες αξίες που πολλές φορές αποκλίνουν από τις αγοραίες αξίες. Η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου κινδύνου είναι αρκετά δύσκολη καθώς προϋποθέτει αρχικά την πλήρη κατανόηση της δημιουργίας του υποδείγματος και ακολούθως τη χρήση σωστών υποθέσεων και -28-
29 παραδοχών στις οποίες θα βασίζεται. Ωστόσο, η Επιτροπή της Βασιλείας προτείνει την αξιολόγηση των υποδειγμάτων από τρίτους κάνοντας χρήση πραγματικών τιμών, εφόσον αυτές υπάρχουν Οι Νομικοί κίνδυνοι. Οι νομικοί κίνδυνοι αποτελούν το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης μέρους ή συνόλου των όρων των συμβάσεων που έχουν υπογραφεί και ειδικότερα την αμφισβήτηση της δυνατότητας ενός εκ των αντισυμβαλλομένων να υπογράψει τη σύμβαση βάσει του νομοθετικού πλαισίου. Οι σημαντικότερες κατηγορίες των νομικών κινδύνων είναι: Ο κίνδυνος νομοθετικού πλαισίου (regulatory risk): Είναι ο κίνδυνος που αφορά είτε στην τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου είτε στη μη κατανόηση του και άρα στη μη συμμόρφωση με βάση όσα αυτό ορίζει. Προφανώς η μη συμμόρφωση στο νομοθετικό πλαίσιο θα έχει επιπτώσεις με τη μορφή ποινών είτε σε εταιρικό είτε σε προσωπικό επίπεδο. Κίνδυνος νομικής συμμόρφωσης (compliance risk): Ο εν λόγω κίνδυνος προκύπτει από την τήρηση εσφαλμένων και ανεπαρκών διαδικασιών ή την ανικανότητα των στελεχών να ελέγξουν και να εξασφαλίσουν τη νομιμότητα των δραστηριοτήτων ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Τέλος η κύρια πηγή του κινδύνου νομικής συμμόρφωσης είναι η χρήση τις εσωτερικής πληροφόρησης από τους αρμόδιους υπαλλήλους και όχι η ορθή χρήση του νομοθετικού πλαισίου Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα τραπεζικά ιδρύματα. Τα τραπεζικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν μια σειρά από διάφορους κινδύνους κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Πιο αναλυτικά ακολούθως παρουσιάζονται όλες οι 9 Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 17-25). nt_gr.pdf Ζέρβας Χρήστος Αναλυτής Πιστωτικών Κινδύνων Τράπεζας Πειραιώς, (2002), Διαχείριση Πιστωτικών Κινδύνων Καταναλωτικών δανείων, Δελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Α Τρίμηνο. Καλφάογλου Φαίδων, (2004), Τράπεζα της Ελλάδος Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών «Υποδείγματα Μέτρησης Πιστωτικού Κινδύνου», Δελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών -29-
30 κατηγορίες κινδύνων καθώς και οι υποκατηγορίες τους και αναλύεται εκτενέστρα ο πιστωτικός κίνδυνος. Ο κίνδυνος της αγοράς (market risk). 1. Ο κίνδυνος των επιτοκίων. 2. Ο κίνδυνος ρευστότητας και 3. Ο κίνδυνος συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο πιστωτικός κίνδυνος (credit risk). 1. Ο κίνδυνος που προέρχεται από τα εντός ισολογισμού στοιχεία των τραπεζών. 2. Ο κίνδυνος που προέρχεται από τα εκτός ισολογισμού στοιχεία των τραπεζών. 3. Ο κίνδυνος χώρας. Ο τεχνολογικός και λειτουργικός κίνδυνος (operational risk). Οι λοιποί κίνδυνοι Ο πιστωτικός κίνδυνος. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι το κυριότερο ζήτημα που εξετάζουν τόσο η Βασιλεία Ι όσο και η Βασιλεί ΙΙ. Αν για παράδειγμα ο πιστούχος χρεοκοπήσει τότε τόσο το κεφάλαιο όσο και οι τόκοι θα βρίσκονται σε κίνδυνο διότι προφανώς ούτε το κεφάλαιο του δανείου θα πληρωθεί στη λήξη του αλλά ούτε και οι τόκοι θα πληρώνονται τακτικά στις προσυμφωνημένες ημερομηνίες. Βέβαια όπως είναι αντιληπτό σε συνολικό επίπεδο η αδυναμία αποπληρωμής μεγάλου αριθμού απαιτήσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων, μπορεί να τα οδηγήσει ακόμα και σε χρεοκοπία. Για την αντιμετώπιση και την μείωση των πιστωτικών κινδύνων, οι τράπεζες ακολουθούν διάφορες τεχνικές, με τη σημαντικότερη να είναι οι πιστωτικοί έλεγχοι με τη χρήση πληροφοριών και περαιτέρω στοιχείων για τις επιχειρήσεις που έχουν δανειοδοτήσει. Επιπλέον μια δεύτερη τεχνική που συνηθίζουν να ακολουθούν για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου είναι η διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου δανείων. Με την τεχνική αυτή προσπαθούν να επιτύχουν τη μείωση της πιθανότητας αθέτησης του αντισυμβαλλομένου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου. 10 Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab. -30-
31 2.2.2 Ο κίνδυνος των εκτός Ισολογισμού στοιχείων. Τα τελευταία χρόνια τα τραπεζικά ιδρύματα και όχι μόνο, έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δραστηριότητα στις εκτός ισολογισμού δραστηριότητες. Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία δεν εμφανίζονται στον ισολογισμό διότι δεν αποτελούν ούτε τρέχουσα απαίτηση αλλά ούτε τρέχουσα υποχρέωση, ωστόσο τοποθετούνται στο τέλος του ισολογισμού καθώς επηρεάζουν την μελλοντική οικονομική κατάσταση της τράπεζας διότι αφορούν πιθανές απαιτήσεις ή υποχρεώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκτός ισολογισμού στοιχείου είναι οι εγγυητικές επιστολές. Με τις εγγυητικές επιστολές οι τράπεζες παίζουν τον ρόλο των τριτεγγυητών για τους πελάτες τους και εγγυώνται για αυτούς. Αν οι εν λόγω πελάτες εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει τότε οι εγγυητικές επιστολές λήγουν αχρησιμοποίητες. Συνεπώς εκτός από τις προμήθειες που θα λειτουργήσουν προσαυξητικά στα έσοδα των τραπεζών στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, τίποτα διαφορετικό δε θα εμφανιστεί στον ισολογισμό. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία ο πελάτης της τράπεζας για τον οποίο έχει εκδοθεί η εγγυητική επιστολή, χρεοκοπήσει και αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής την οποία έχει εκδώσει. Συνεπώς όπως οι εντός ισολογισμού δραστηριότητες, έτσι και οι εκτός ισολογισμού περιέχουν κίνδυνο και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε χρεοκοπία. Ολοκληρώνοντας, αλλά τέτοια παραδείγματα από εκτός ισολογισμού στοιχεία είναι οι θέσεις σε προαγορές ή προπωλήσεις συναλλάγματος, τα swaps, οι συμβάσεις προαγοράς και άλλα παράγωγα προϊόντα O κίνδυνος χώρας. Αυτό το είδος κινδύνου, είναι η σοβαρότερη μορφή πιστωτικού κινδύνου από την αντίστοιχη που μπορεί να αντιμετωπίσει μία τράπεζα που τοποθετείται σε εγχώριους τίτλους μόνο. Αν για παράδειγμα ένα τραπεζικό ίδρυμα δανειοδοτήσει μία επιχείρηση η οποία στην πορεία χρεοκοπήσει, τότε το τραπεζικό ίδρυμα μπορεί να καταφύγει στη δικαιοσύνη και να ανακτήσει μέρος ή και όλο το ποσό της οφειλής. Αν όμως η επιχείρηση αυτή βρισκόταν στο εξωτερικό ακόμα και η ίδια να επιθυμούσε την τακτοποίηση της υποχρέωσης της, μπορεί να ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί καθώς η κυβέρνηση της ξένης χώρας είναι πιθανό να απαγόρευε τις πληρωμές για συναλλαγματικούς ή για πολιτικούς λόγους. Τέτοια παραδείγματα έχουν συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν όπως στην Αργεντινή, στο Περού -31-
32 και στη Βραζιλία που είχαν επιβάλει περιορισμούς ποικίλλων ειδών για τις αποπληρωμές χρεών σε εξωτερικούς επενδυτές των εγχώριων επιχειρήσεων και δημόσιων οργανισμών σε νομίσματα όπως το δολάριο για παράδειγμα. Ακόμα, το ενδεχόμενο να προσφύγει κάποιος επενδυτής σε τοπικά ή διεθνή δικαστήρια δεν θα επέφερε κανένα αποτέλεσμα. Η μόνη λύση θα ήταν ο έλεγχος για μελλοντικές δανειοδοτήσεις στη χώρα αυτή. 11 Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό έχει γίνει απόλυτα αντιληπτή η απειλή του πιστωτικού κινδύνου στην εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος καθώς επηρεάζει άμεσα τη ρευστότητα του. Οπότε η ανάγκη για συστηματικότερη εποπτεία ως το μέσο για τη θωράκιση του θα αποτελέσει το επόμενο κεφάλαιο στην παρούσα διπλωματική εργασία. 3 Η εμφάνιση της κρίσης στο τραπεζικό σύστημα και η ανάγκη για συστηματικότερη εποπτεία. Η χρηματοοικονομική κρίση που έκανε την εμφάνιση της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εξαπλώθηκε παγκοσμίως ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ακόμα και σήμερα αποτελώντας μια πραγματικότητα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Πολλές χώρες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας καλούνται να πληρώσουν το τίμημα για την ανάπτυξη και επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κατευθύνσεις με ελάχιστη διαφάνεια και κυρίως χωρίς εποπτεία. Πιο συγκεκριμένα, γυρίζοντας πίσω στο 2000 θα εντοπίσουμε τα ακριβή αίτια της σημερινής κρίσης. Στη χρονολογία εκείνη λοιπόν, λαμβάνει χώρα μια μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση καθώς ένα αξιόλογο ύψος κεφαλαίων μετακινείται από τον τομέα των μετοχικών επενδύσεων και τοποθετείται σε σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα, στην αγορά ακινήτων και σε προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής υπήρχε μια γενικευμένη τάση για την ικανοποίηση των 11 Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab. nt_gr.pdf Ζέρβας Χρήστος Αναλυτής Πιστωτικών Κινδύνων Τράπεζας Πειραιώς, (2002), Διαχείριση Πιστωτικών Κινδύνων Καταναλωτικών δανείων, Δελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Α Τρίμηνο. Καλφάογλου Φαίδων, (2004), Τράπεζα της Ελλάδος Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών «Υποδείγματα Μέτρησης Πιστωτικού Κινδύνου», Δελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών -32-
33 στεγαστικών δανείων των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων μέσω του τραπεζικού δανεισμού. Έτσι λοιπόν, σε ένα τέτοιο διαμορφωμένο περιβάλλον το τραπεζικό σύστημα στράφηκε στη χορήγηση δανείων με χαμηλά επιτόκια και με μοναδικές εξασφαλίσεις την αξία του εκάστοτε ακινήτου. Όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο οι εν λόγω τράπεζες προχώρησαν στην έκδοση ομολόγων προκειμένου να εξασφαλίσουν ρευστότητα και να ικανοποιήσουν τα προαναφερθέντα δάνεια αλλά και να μειώσουν τον κίνδυνο που αφορούσε τα στοιχεία του ισολογισμού τους. Τα ομόλογα αυτά είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό τους την αδιαφάνεια και εξελίχθηκαν σε πολύπλοκα και σύνθετα προϊόντα με τη διαπραγμάτευση τους να γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι λοιπόν, δεν άργησαν να βγουν εκτός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και να ενταχθούν στα χαρτοφυλάκια πολλών ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων αλλά και σε πολλών ιδιωτών ανά τον κόσμο. Δυστυχώς οι αγοραστές των τοξικών αυτών ομολόγων όπως αργότερα ονομάστηκαν- είχαν την εσφαλμένη αίσθηση πως τα χρηματοοικονομικά αυτά προϊόντα είχαν τύχει ορθής αξιολόγησης τόσο από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όσο και από τις εταιρίες που δημοσιοποιούν εκθέσεις για τα ομόλογα. Φυσικά η πορεία των πραγμάτων διέψευσε αυτή την εντύπωση. Η αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων ήταν το κύριο ενδιαφέρον των επενδυτικών τραπεζών που δεν δραστηριοποιούνταν μόνο στη παροχή συμβουλών αλλά αναζητούσαν κέρδη και από την αγορά των τραπεζών των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχοντας λοιπόν εσφαλμένα δημιουργηθεί ένα ασφαλές περιβάλλον και μια αντίληψη πως το σύστημα λειτουργεί σωστά, η αξία των ακινήτων μείωνε τον κίνδυνο ενώ παράλληλα σημειώνονταν κέρδη. Όπως είναι αντιληπτό δημιουργήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής μια αδιαφανής αγορά ομολόγων με ελλιπή αν όχι ορθή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των εκδοτών και μέσω της παγκοσμιοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος επεκτάθηκε σε ανεξέλεγκτο βαθμό. Το πιο εντυπωσιακό ίσως στην οικονομική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε, ήταν ότι οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, οι επενδυτικές τράπεζες και ορισμένες συναλλαγές του τραπεζικού τομέα σε υπεράκτιες εταιρίες ήταν εκτός θεσμικού ελέγχου και εποπτείας με φυσικό επακόλουθο να μην αναπτύσσεται η εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε αντίθεση με το ίδιο φυσικά. Με το πέρασμα του χρόνου ήρθε στο προσκήνιο το φαινόμενο της αδυναμίας αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, φέρνοντας με αυτό τον τρόπο στην επιφάνεια την κρίση που θα επακολουθούσε, αναδεικνύοντας κινδύνους που αρχικά είχαν αποτιμηθεί και δεν είχαν καθόλου ληφθεί υπόψη, τον συστημικό και τον πιστωτικό κίνδυνο. Ο συστημικός -33-
34 κίνδυνος είναι ο κίνδυνος εκείνος που διαχέεται στη δομή και στην οργάνωση του συστήματος και έχει την ικανότητα να δημιουργεί φαινόμενα ντόμινο κάτι άλλωστε που συντελέστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είναι ένας αναπότρεπτος κίνδυνος που μπορεί να επηρεάσει τις αξίες ενός μεγάλου εύρους χρεογράφων και επενδύσεων και η εμβέλεια του μπορεί να καλύπτει είτε μια συγκεκριμένη αγορά ή μια χώρα ή ακόμα και ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα. Τα συνήθη αίτια για την εμφάνιση του είναι κυρίως τα επιτόκια, οι υφέσεις στην οικονομία και οι πόλεμοι καθώς επηρεάζουν ολόκληρη την αγορά και δεν μπορούν να αποφευχθούν με την τεχνική της διαφοροποίησης χαρτοφυλακίου. Από την άλλη, ο πιστωτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος που προκύπτει από την αδυναμία ενός δανειστή να αποπληρώσει ένα δάνειο ή να εκπληρώσει τη συμβατική του υποχρέωση. Τα ομόλογα αποτελούν ίσως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στην πορεία της συγκεκριμένης εργασίας θα παρουσιαστεί ενδελεχώς ο εν λόγω κίνδυνος. Η αντιμετώπιση της κρίσης πραγματοποιήθηκε σε δύο επίπεδα, αρχικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις έλαβαν δράση για τη στήριξη των οικονομιών τους και έπειτα πάρθηκαν πρωτοβουλίες με στόχο τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στον τομέα της αποτελεσματικότερης εποπτείας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παρόλο που οι συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη των είκοσι πιο αναπτυγμένων οικονομικά χωρών αλλά και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον πολιτικό χώρο είναι έντονες, η κοινή βάση στην οποία όλοι συγκλίνουν είναι η ανάγκη για λήψη μέτρων σε διεθνές επίπεδο με τα οποία θα διασφαλίζεται η προαγωγή ίσων όρων ανταγωνισμού. Έτσι, ενώ ο τραπεζικός κόσμος από την πλευρά του ζητάει την αναδιοργάνωση του θεσμικού πλαισίου κανόνων και της εποπτείας, οι κυβερνήσεις και οι εκπρόσωποι των επιστημονικών κοινοτήτων υποστηρίζουν τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μετά την εκδήλωση της κρίσης, η οποία ανέδειξε μια οικονομική πραγματικότητα με κύριο χαρακτηριστικό της την ελλιπή εποπτεία και ιδίως την ανυπαρξία ενός ενιαίου εποπτικού οργάνου στο οποίο θα αναφέρεται ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ακολούθησαν οι συζητήσεις και οι προτάσεις για τα μέτρα και τις τεχνικές που έπρεπε να ληφθούν. Αν και έχει παρατηρηθεί μια αδράνεια αναφορικά με τη λήψη μέτρων, πολλά βρίσκονται στο τραπέζι των συζητήσεων, όπως η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, ο σχεδιασμός και η λειτουργία ενός πιο συντονισμένου εποπτικού περιβάλλοντος, η παρουσίαση των κερδών στον ισολογισμό τους, η εφαρμογή ενός φόρου επί των συναλλαγών, την προαγωγή του ρόλου του Financial Stability Board (FSB) και φυσικά την -34-
35 εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων όσον αφορά την εποπτεία και τη ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πιο ευέλικτη και γρήγορη στην ανάληψη μέτρων για την αποτελεσματικότερη οργάνωση και λειτουργία της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Βέβαια όπως ήταν αναμενόμενο δεν έλειπαν οι αντιδράσεις από τον τραπεζικό κλάδο στον τομέα της αύξησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων και στην απεικόνιση των κερδών των στοιχείων του ισολογισμού. Η βασικότερη και σημαντικότερη τοποθέτηση τους, ήταν για τη διασφάλιση ενός περιβάλλοντος που προάγει τους ίσους όρους ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και παράλληλα το ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή προς αποφυγή της ασφυξίας στην αγορά από την εφαρμογή υπερβολικών και εκτεταμένων ρυθμίσεων. Το σίγουρο είναι πως η όλη προσπάθεια έχει ως απώτερο στόχο τη δημιουργία ενός υγιούς και ασφαλέστερου περιβάλλοντος για τους δανειολήπτες αν και στο κοντινό μέλλον αναμένεται μια περίοδος με ανοδικά επιτόκια και αυστηρότερα κριτήρια αναφορικά με τη χορήγηση δανείων. Συμπερασματικά λοιπόν, για τις τελευταίες οικονομικές εξελίξεις μπορούμε να πούμε πως οι όποιοι επενδυτικοί κίνδυνοι μπορούν με άμεσο και ευθύ τρόπο να αποσταθεροποιήσουν την εκάστοτε οικονομική κατάσταση. Σε πολλές συνόδους κορυφής τόσο οι ευρωπαίοι ηγέτες, όσο και η ομάδα των είκοσι πιο αναπτυγμένων οικονομιών, πρότειναν την ενίσχυση της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στις 27/05/2009 δήλωσε τα ακόλουθα: «Η Επιτροπή διατυπώνει προτάσεις σήμερα για να συμβάλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, να προετοιμάσει την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και να προστατεύσει την ανάπτυξη και την απασχόληση». 12 Σήμερα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα εποπτεύεται σε σημαντικό βαθμό από τις εθνικές αρχές. Το σχέδιο της Επιτροπής προτείνει τη δημιουργία και οργάνωση ενός οργάνου με πανευρωπαϊκή υπόσταση που στόχο θα έχει τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των κινδύνων του συστήματος. Το όργανο αυτό που θα ονομάζεται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων, θα προεδρεύει υπό τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα μέλη του θα απαρτίζονται από τους εκπροσώπους των εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού τομέα καθώς και της κεντρικής τράπεζας κάθε χώρας. Η βασική αρμοδιότητα του οργάνου αυτού θα είναι να διαβλέπει τους κινδύνους που είναι απειλητικοί
36 για τη σταθερότητα της αγοράς, να προειδοποιεί εγκαίρως για την ύπαρξη τους και να προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση τους. Επιπλέον, η Επιτροπή προτείνει τη σύνταξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού τομέα που στόχο θα έχει τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται και λειτουργούν σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα πλαίσια λοιπόν της δημιουργίας αυτού του συστήματος, οι ευρωπαϊκές αρχές του τραπεζικού τομέα και του τομέα των κινητών αξιών, θα επιβλέπουν και θα οργανώνουν το έργο των εποπτικών αρχών που λειτουργούν σε επίπεδο χώρας. Με όλα τα προαναφερθέντα μέτρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση στοχεύει στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης επιδιώκοντας να γίνουν οι αγορές πιο ασφαλείς επαναφέροντας και πάλι την εμπιστοσύνη όλων των συμμετεχόντων Η γένεση του πρώτου συμφώνου της Βασιλείας. Είναι πλέον γνωστό και αδιαμφισβήτητο πως η χρονική στιγμή που εισήχθη το πρώτο Σύμφωνο της Βασιλείας δεν ήταν καθόλου τυχαία. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η απότομη διεθνής εξέλιξη τόσο του πιστωτικού συστήματος όσο και των χρηματοοικονομικών εργαλείων στα μέσα της δεκαετίας του 1980, γεγονός που συνέβη ακόμα και στην Ελλάδα με την απελευθέρωση των επιτοκίων στα χρηματικά διαθέσιμα αλλά και στα επιτόκια του επιχειρηματικού δανεισμού, αλλά και με αφορμή τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν στις Η.Π.Α. από μια εντυπωσιακή πιστωτική επέκταση η οποία δεν είχε καμία εγγύηση να την υποστηρίξει όπως για παράδειγμα τα δάνεια που χορηγήθηκαν από Αμερικάνικες τράπεζες και τα οποία ως εγγυήσεις είχαν αγροτικές εκτάσεις και πετρέλαιο οι τιμές των οποίων έπεσαν κατακόρυφα. Επίσης, στην ίδια χρονική περίοδο έχουμε την είσοδο μιας νέας κατηγορίας τραπεζικών υποχρεώσεων τα Certificate of Deposits(C.D. s). Τα Certificate of Deposits ήταν και αυτά ένα είδος δανεισμού κυρίως για μεγαλύτερα πιστωτικά ανοίγματα όμως ήταν πιο f3-57fb-4de6-b9ae-bdfd83c66c95&Filter_by=DT Χαρδούβελης Γκ. «The international financial crisis and Greece, ομιλία Economia Conference, Μέγαρο Καρατζά, Αθήνα Νοέμβριος
37 ευμετάβλητα από τα παραδοσιακά μέσα δανεισμού, όπως οι καταθέσεις των τραπεζών. Τέλος σημαντικότατο ρόλο συντέλεσε και το γεγονός της αύξησης του τραπεζικού ανταγωνισμού επηρεάζοντας αρνητικά τις επιδόσεις των τραπεζικών δανείων. Αν μελετήσουμε σε περισσότερο βάθος το χρονικό της γένεσης της τραπεζικής εποπτείας, εύκολα θα αντιληφθούμε πως η τραπεζική εποπτεία εμφανίζει μεγάλη ιστορία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιο συγκεκριμένα, και ιδιαίτερα στην περίοδο της μεγάλης ύφεσης, ο μεγάλος αριθμός πτωχεύσεων τραπεζών αποτέλεσε τη βασική αιτία και ανάγκη της εποπτείας των τραπεζικών εργασιών. Αρχικά το ενδιαφέρον και ο στόχος των οικονομικών αρχών στο θέμα της επόπτευσης ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της εμπιστοσύνης των πελατών αλλά και του ευρύτερου κοινού στα τραπεζικά ιδρύματα και φυσικά δεν περιορίστηκε μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τόσο οι καταρρεύσεις των τραπεζών όσο και η στροφή των πελατών των τραπεζών της Αυστρίας και της Γερμανίας προς τον χρυσό στη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης ήταν οι λόγοι που κλόνισαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και αποτέλεσαν το κέντρο του ενδιαφέροντος για τις διάφορες οικονομικές αρχές. Έπειτα και μετά τη δεκαετία του 1930 παρατηρήθηκε μια υποχώρηση στην τάση των τραπεζών προς την πτώχευση οπότε η ένταση του εποπτικού ελέγχου υποχώρησε και αυτή με τη σειρά της τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη. Δυστυχώς όμως από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα οι κρίσεις στον τραπεζικό χώρο κάνουν ξανά την εμφάνιση τους και μάλιστα γίνονται όλο και συχνότερες σε διεθνές περιβάλλον πλέον. Συνεπώς, η τραπεζική εποπτεία καλείται να αναλάβει και πάλι δράση. Ο κύριος ρόλος της ήταν με κάθε ρυθμιστική παρέμβαση να αντιμετωπίζει σημαντικές διεθνείς τραπεζικές κρίσεις. Παρόλα αυτά, τα διάφορα τραπεζικά ιδρύματα με διεθνή παρουσία συνέχισαν να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο της εποπτείας και των διαφόρων ελεγκτικών αρχών της χώρα προέλευσής τους και παράλληλα ο διεθνής φύσεως έλεγχος και συντονισμός της τραπεζικής εποπτείας κωλυόταν από διάφορες θεσμικές διαφορές αλλά και τοπικές συνήθειες και πρακτικές. Η κατάρρευση της γερμανικής τράπεζας Herstatt τη χρονολογία του 1974 αλλά και της αμερικάνικης Franklin National, οδήγησαν τον ενδιαφέρον των οικονομικών αρχών στην αλληλεξάρτηση των εθνικών τραπεζικών ιδρυμάτων. Με αποτέλεσμα τη γέννηση της Επιτροπής για την Τραπεζική Εποπτεία υπό την αιγίδα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, αποτελώντας στην ουσία τον πρόδρομο της Επιτροπής της Βασιλείας. Έτσι το 1987 το Ηνωμένο Βασίλειο και Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σύναψαν μία συμφωνία με σκοπό την επιβολή ελαχίστων επιτρεπτών κεφαλαιακών ορίων σε όλες τις διεθνείς τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε μια διαδικασία που προέβλεπε την -37-
38 επιβολή διαφορετικής στάθμισης σε διάφορα είδη πιστωτικής επέκτασης όπως και την ύπαρξη ενός δείκτη μετατροπής των διαφόρων ειδών εκτός Ισολογισμού στοιχείων έτσι ώστε να πάρουν μορφή μετρήσιμου στοιχείου του Ισολογισμού. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η σχέση των κεφαλαιακών απαιτήσεων των ιδίων κεφαλαίων πάνω σε σταθμισμένου ρίσκου απαιτήσεις του ενεργητικού των τραπεζών. Οπότε, ως αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ελέγχου των χρηματοπιστωτικών θεμάτων έκανε την εμφάνιση της η επιτροπή της Βασιλείας το 1988 και στο πλαίσιο της Τράπεζας των Διακανονισμών γενίκευσε την προαναφερθείσα προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Ηνωμένου Βασιλείου διαμορφώνοντας τη Βασιλεία Ι Η επιτροπή της Βασιλείας. Η επιτροπή της βασιλείας (Basel Committee on Banking Supervision - BCBS) συστάθηκε το 1974 με στόχο την τήρηση τυποποιημένης συμπεριφοράς από τα εμπορικά τραπεζικά ιδρύματα. Τόσο οι οδηγίες όσο και οι εποπτικοί κανόνες που προκύπτουν από τη Βασιλεία δεν έχουν νομικό και δεσμευτικό υπόβαθρο παρά μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα στοχεύοντας στη σύγκλιση της λειτουργίας των τραπεζών. Η επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική εποπτεία που όπως αναφέραμε δεν έχει νομική προσωπικότητα, εδρεύει στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements BIS) τη Βασιλείας της Ελβετίας, η οποία της παρέχει γραμματειακή υποστήριξη. Στη σύνθεση της στην παρούσα φάση συμμετέχουν 13 χώρες (Βέλγιο, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και Η.Π.Α.), συνεδριάζει σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις κάθε έτος συνήθως στις εγκαταστάσεις της Τράπεζας των Διεθνών Διακανονισμών (BIS) στη Βασιλεία της Ελβετίας. Η επιτροπή της Βασιλείας διατυπώνει ευρεία πρότυπα τραπεζικής εποπτείας, οδηγίες και συστάσεις άριστων πρακτικών με σκοπό 14 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες 93-94). Πεπέ, Ζ. (9 Αυγούστου 2007). Οι συνέπειες της Βασιλείας ΙΙ για δανειολήπτες και εργαζόμενους.πηγή: Πετράκης, Π. (2007). Σύμφωνο της Βασιλείας Ι & ΙΙ. Πηγή: Προβόπουλος, Γ. (28 Ιανουαρίου 2000). Αξιολόγηση των πρόσφατων προτάσεων της Βασιλείας. πηγή:
39 την υιοθέτηση αυτών από τις Αρχές των κρατών μελών και όχι μόνο. Ουσιαστικά ο σκοπός της Επιτροπής είναι η σύγκλιση των εθνικών συστημάτων τραπεζικής εποπτείας σε κοινές προσεγγίσεις και πρότυπα προσβλέποντας στη διασφάλιση της σταθερότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και στη διαμόρφωση ισοδύναμων όρων ανταγωνισμού. Το ισχύον σύστημα κανόνων της Επιτροπής της Βασιλείας αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των διεθνών τραπεζών διαμορφώθηκε σταδιακά από τον Ιούλιο του Τη χρονιά δηλαδή που δημοσιεύτηκε το Σύμφωνο της βασιλείας για την Κεφαλαιακή Επάρκεια με τίτλο «Διεθνής Σύγκληση της Κεφαλαιακής Μέτρησης και των Κεφαλαιακών Προτύπων» (International Convergence of Capital Measurement and Capital Standards). Το κείμενο αυτό που αφορούσε τον πιστωτικό κίνδυνο, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε πολλές φορές στα προηγούμενα έτη με σημαντικότερη τροποποίηση εκείνη του 1996 με σκοπό να συμπεριληφθούν και οι κίνδυνοι αγοράς. Το σύμφωνο της Βασιλείας για την Κεφαλαιακή Επάρκεια ξεπεράστηκε από τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και σταμάτησε να ανταποκρίνεται με αποτελεσματικό τρόπο στους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα τραπεζικά ιδρύματα. Συνεπώς, η Επιτροπή της βασιλείας εξέδωσε στις 26 Ιουνίου 2004 το νέο Σύμφωνο για την Κεφαλαιακή Επάρκεια (Basel II Accord ή Basel II). Το Basel II περιέχει συστάσεις σχετικά με τη νομοθεσία και τους κανονισμούς τραπεζικής εποπτείας. Ο στόχος του είναι να δημιουργήσει ένα διεθνές πρότυπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους εθνικούς νομοθέτες σχετικά με το πόσα κεφάλαια πρέπει να διατηρούν οι τράπεζες ώστε να διασφαλίζονται έναντι των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν. Στην πράξη το Basel II προσπαθεί να το καταφέρει αυτό θέτοντας αυστηρές απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνου και κεφαλαίων, που είναι σχεδιασμένες να διασφαλίσουν ότι μία τράπεζα διαθέτει αρκετά αποθέματα κεφαλαίων που είναι κατάλληλα για τον κίνδυνο στον οποίο εκθέτει η τράπεζα τον εαυτό της μέσω των πρακτικών δανεισμού και επενδύσεων που ακολουθεί. Θεωρείται ότι ένα τέτοιο διεθνές πρότυπο μπορεί να προστατέψει το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα από το είδος των προβλημάτων που πιθανόν να ανακύψουν σε μία μεγάλη τράπεζα ή μία σειρά τραπεζών. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι αυτοί οι κανόνες σημαίνουν ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στον οποίο η τράπεζα είναι εκτεθειμένη, τόσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο που χρειάζεται να διατηρεί ως ασφάλεια για την προστασία της φερεγγυότητας και της οικονομικής σταθερότητας. Οι στόχοι της τελικής έκδοσης του Basel II είναι: -39-
40 Η διασφάλιση ότι η διάθεση κεφαλαίων είναι περισσότερο ευαίσθητη στον κίνδυνο. Ο διαχωρισμός των λειτουργικών από τους πιστωτικούς κινδύνους και η ποσοτικοποίηση τους. Η προσπάθεια να ευθυγραμμίσει πιο στενά το οικονομικό κεφάλαιο με τις ρυθμιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, ώστε να περιοριστεί το πεδίο για ρυθμιστικό αρμπιτράζ. Πιο συγκεκριμένα οι σχετικές οδηγίες που έχουν προκύψει από την Επιτροπή της Βασιλείας συνοψίζονται στις εξής πρωτοβουλίες: Τη δημιουργία και τον ενστερνισμό ενός προκαθορισμένου ρόλου από τις εποπτικές αρχές για την αντιμετώπιση κρίσιμων διατραπεζικών διαφορών. Την επιβεβαίωση του γεγονότος πως οι διεθνείς τράπεζες και οι τράπεζες που εμπεριέχονται σε εταιρείες συμμετοχών θα ελέγχονται και δε θα παρακάμπτουν τις εποπτικές αρχές της χώρας που εδρεύουν. Την προαγωγή ίσων όρων ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο κυρίως με τον καθορισμό ομοιογενών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η επιτροπή της Βασιλείας λειτουργεί στο πλαίσιο της Τράπεζας των Διεθνών Διακανονισμών(Bank of International Settlements B.I.S), στην οποία συμμετέχουν οι διοικητές ή οι εκπρόσωποι των κεντρικών τραπεζών των καρτών μελών του G-10. Πιο συγκεκριμένα συμμετέχουν οι Η.Π.Α, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Ελβετία, η Ολλανδία, η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Γερμανία, ο Καναδάς, το Βέλγιο, και η Γαλλία οι συγκεκριμένες χώρες αντιπροσωπεύονται από τους εκπροσώπους ή τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών ή ακόμα και από όποια άλλη αρχή είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Η επιτροπή συνεδριάζει για να εξετάσει και να πάρει αποφάσεις πάνω στα θέματα της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Έπειτα και αφού η επιτροπή της Βασιλείας έχει προχωρήσει στη λήψη κάποιων αποφάσεων ή προτάσεων, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών του G-10 ενημερώνονται και αυτές με τη σειρά τους, συνεδριάζουν στην Τράπεζα των Διεθνών Κανονισμών με την προοπτική της στήριξης και της δέσμευσης τους των αποφάσεων που έχουν ήδη παρθεί. Άλλωστε με βάση τα σχόλια του κυρίου Αγγελόπουλου το 2005 η συνεργασία των κεντρικών τραπεζών σε θέματα εποπτείας έχει επιπρόσθετα βοηθήσει με πολύ εντυπωσιακό τρόπο και σε θέματα όπως: -40-
41 Τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη δημιουργία μιας γενικότερης εικόνας αναφορικά με την εποπτεία των ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων σε διάφορες χώρες. Τον προσδιορισμό όλων των εμποδίων που προκύπτουν από την ύπαρξη διαφορετικών κανόνων απορρήτου στις διάφορες χώρες που παίζουν ανασταλτικό παράγοντα για την εποπτεία. Την έρευνα και μελέτη των διαδικασιών παροχής άδειας εγκατάστασης των τραπεζών στις διάφορες χώρες αναφοράς. Όσον αφορά την εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων, το σημαντικότερο κομμάτι εντοπιζόταν στη σχέση των υποχρεωτικών διαθεσίμων που τηρεί ή κάθε τράπεζα στην κεντρική για την ικανοποίηση των υποχρεώσεων που έχουν προς τους πελάτες τους (κατάθετες) και στη σύνδεση που πρέπει να έχουν αυτές οι υποχρεώσεις με τις δανειακές απαιτήσεις της κάθε τράπεζας. Όμως στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εστίασαν περισσότερο στη σχέση των Ιδίων Κεφαλαίων προς τις απαιτήσεις τους (assets) Οι γενικές αρχές της Βασιλείας Ι. Με την εισαγωγή της Βασιλείας Ι, στόχος ήταν η διαμόρφωση μιας ομογενοποιημένης εποπτείας όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του πιστωτικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Πιο συγκεκριμένα με τη Βασιλεία Ι πήρε την οριστική του μορφή ένα σύστημα μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου το οποίο προφανώς είχε την τύχη της αποδοχής από τα κράτη μέλη των G-10 και δόθηκε σε εφαρμογή τον Ιούλιο του 1988 με οριστική εφαρμογή του έως την 31/12/1992. Η Βασιλεία Ι ορίζει πως η ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση την οποία πρέπει να τηρούν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα προκύπτει από τον ακόλουθο τύπο: Εποπτευόμενα Ίδια κεφάλαια της τράπεζας/ Πιστωτικώς σταθμισμένα στοιχεία του Ενεργητικού των τραπεζών 8% 15 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες 91-92). Αχιλλέας Ζαπράνης (2009), εκδόσεις κλειδάριθμος: Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 38-40)
42 Δηλαδή, Εποπτικά κεφάλαια. Πιστωτικός κίνδυνος + Κίνδυνος Αγοράς Η παραπάνω μαθηματική διατύπωση είναι γνωστή ως Δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας και θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη ή ίση του 8%. Με άλλα λόγια δηλαδή, θα πρέπει τα εποπτευόμενα ίδια κεφάλαια του εκάστοτε τραπεζικού ιδρύματος να είναι ίσα ή μεγαλύτερα του 8% της πιστωτικής σταθμισμένης θέσης του ενεργητικού του. Για να γίνει πιο σαφές πρέπει να αναφερθεί πως ο αριθμητής περιλαμβάνει το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο, τις κοινές μετοχές δηλαδή και τα αποθεματικά που αποτελούν το Tier I και επιπλέον από τα αφανή αποθεματικά, τα αποθεματικά από επανεκτίμηση στοιχείων ενεργητικού, τις προβλέψεις, τα υβριδικά εργαλεία κεφαλαίου και το μη εγγυημένο χρέος αποτελώντας όλα αυτά και το επονομαζόμενο Tier II Τα Tier I (κύρια) κεφάλαια. Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, τα ίδια κεφάλαια για την άσκηση εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στα ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη βάση και στα ίδια κεφάλαια σε μη ενοποιημένη βάση. Στη συνέχεια τόσο τα ίδια κεφάλαια σε ενοποιημένη όσο και σε μη ενοποιημένη βάση κατηγοριοποιούνται περαιτέρω στα «βασικά κεφάλαια» (core capital) γνωστά και ως κεφάλαια Tier I και στα «συμπληρωματικά κεφάλαια» ή αλλιώς Tier II. Τα κεφάλαια που παρουσιάζουμε σε αυτή την ενότητα (Tier I) αποτελούν τα κύρια κεφάλαια καθώς σ αυτά εστιάζεται ο κύριος έλεγχος των εποπτικών αρχών. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει αποτελούνται από δύο μέρη, από το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο και το αποθεματικό και σύμφωνα με τη Βασιλεία Ι στο καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο περιλαμβάνονται τόσο οι κοινές μετοχές όσο και οι προνομιούχες. Επιπλέον στα αποθεματικά εμπεριέχονται διάφορα στοιχεία από το λογιστικό σύστημα. Στον Πίνακας 1 (Basel committee on Banking Supervision (1988).) και στον Πίνακας 2 (ΠΔΤΕ 2053/ ) που ακολουθούν δίνεται μία συνοπτική παρουσίαση των Tier I Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες 95-96). 17 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες 97-99). -42-
43 Πίνακας 1: Tier I Καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο-απλές μετοχές στην ονομαστική τους αξία. Προνομιούχες μετοχές. Αποθεματικά Κέρδη ή ζημίες εις νέον, Άλλες μορφές νέου καταγεγραμμένου κεφαλαίου, όπως τα I.P.O. s (Initial Public Offering-εισαγωγή στο χρηματιστήριο μετοχών με επιπτώσεις υπέρ το άρτιον). Άλλης μορφής έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιον. Γενικά ή και νομικά κατοχυρωμένα αποθεματικά εις νέον Δικαιώματα μειοψηφίας (συμμετοχές τρίτων στο μετοχικό κεφάλαιο των θυγατρικών της τράπεζας). Πηγή: Basel committee on Banking Supervision (1988) Πίνακας 2 : Λογιστική παρουσίαση των βασικών κεφαλαίων σε μη ενοποιημένη βάση - TierI Καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο και διαφορά υπέρ το άρτιον με εξαίρεση τις προνομιούχες μετοχές με δικαίωμα σωρευτικού μερίσματος. Συν πάσης φύσεως Αποθεματικά με εξαίρεση τα Αποθεματικά αναπροσαρμογής. Συν κέρδη εις νέον + προσωρινά κέρδη. Συν τα κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους (τα ποσά δηλαδή με τα οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα εμφανίζει στα Αποτελέσματα Χρήσεως για αντιμετώπιση των κινδύνων από τραπεζικές εργασίες). Μείον αξία ιδίων μετοχών. Μείον ζημίες χρήσης και παρελθουσών χρήσεων. Μείον προσωρινές ζημίες. Μείον έξοδα ιδρύσεως και άυλα πάγια στοιχεία. Πηγή: ΠΔΤΕ 2053/
44 3.3 Τα κεφάλαια Tier II (συμπληρωματικά κεφάλαια). Σύμφωνα με τη Βασιλεία Ι τα κεφάλαια Tier II ή αλλιώς συμπληρωματικά κεφάλαια είναι αυτά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση ζημιών από το ενεργητικό της τράπεζάς με την προϋπόθεση πάντα πως δε δημιουργούνται προβλήματα ρευστότητας στο τραπεζικό ίδρυμα. Αν λοιπόν για τη χρηματοδότηση και τον έλεγχο των τραπεζικών δραστηριοτήτων χρησιμοποιούνταν μόνο τα βασικά κεφάλαια (Tier I) αυτό θα αποτελούσε μια πολύ σκληρή και ασφυκτική πιστωτική και νομισματική πολιτική. Γι αυτό σύμφωνα με ότι προβλέπει η Βασιλεία Ι μπορούν παράλληλα να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια Tier II, τα οποία στην ουσία είναι ένα συγκερασμός των λοιπών στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων και ορισμένων στοιχείων από τις υποχρεώσεις δίνοντας έτσι μια λιγότερη πιεστική και ασφυκτική προσέγγιση του νομισματικού ελέγχου των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Αναφορικά με τον προσδιορισμό αλλά και τη χρήση των συμπληρωματικών αυτών κεφαλαίων, πρέπει να γίνουν αποδεκτά και να πάρουν την έγκριση των εποπτικών αρχών της εκάστοτε χώρας. Η πρώτη κατηγορία κεφαλαίων από την οποία απαρτίζονται τα συμπληρωματικά κεφάλαια, είναι τα αφανή αποθεματικά. Τα αφανή αποθεματικά είναι το ποσό εκείνο από ένα μέρος από τα μετά από φόρους κέρδη ή ζημίες, το οποίο σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις τράπεζες για την αντιμετώπιση έκτακτων ζημιών. Η επόμενη κατηγορία κεφαλαίων που αποτελεί συστατικό στοιχείο των Tier II, είναι οι επανεκτιμήσεις των στοιχείων του Ενεργητικού. Αναφορικά με τα πάγια στοιχεία του Ενεργητικού των τραπεζών σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται από τον νόμο η επανεκτίμηση τους και η παρουσίαση της διαφοράς που θα προκύψει στα ίδια κεφάλαιά τους. Όπως επίσης υπάρχει η δυνατότητα της παρουσίασης στα ίδια κεφάλαια των επανεκτιμήσεων από τις μετοχές εκείνες στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών που εμφανίζονται με το κόστος απόκτησης τους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Βασιλεία Ι συγκεκριμένα, πάνω σ αυτό το θέμα ορίζει τη δυνατότητα έκπτωσης 55% στην παρουσίαση της διαφοράς στο ενεργητικό μεταξύ ιστορικού κόστους και τρέχουσας αγοραίας τιμής της μετοχής. Η παραπάνω ρύθμιση αποσκοπεί τόσο στην προφύλαξη του τραπεζικού ιδρύματος από τις έντονες διακυμάνσεις των τιμών αλλά και για φορολογικούς λόγους χρέωσης σε μη πραγματοποιηθέν κέρδος. Το τρίτο μέρος των συμπληρωματικών κεφαλαίων αποτελείται από τις προβλέψεις. Οι προβλέψεις είναι το ποσό εκείνο το οποίο προορίζεται για την κάλυψη της τράπεζας από συγκεκριμένο κίνδυνο, την ενδεχόμενη αθέτηση δανείων από τους δανειολήπτες χωρίς όμως -44-
45 ακόμα να έχει συγκεκριμενοποιηθεί. Ωστόσο, σημαντικό είναι να αναφερθεί πως η βασιλεία Ι ορίζει πως με τα εν λόγω αποθεματικά δεν μπορούν να καλύπτουν ήδη καταγεγραμμένες απώλειες όπως επίσης πως το ύψος των γενικών αποθεματικών πρέπει να μη ξεπερνά το 1,25% του συνολικού ποσού των σταθμισμένων απαιτήσεων του ενεργητικού της τράπεζας. Παρουσιάζοντας τα μέρη από τα οποία αποτελούντα τα κεφάλαια Tier II περνάμε στην επόμενη κατηγορία που είναι τα υβριδικά εργαλεία κεφαλαίου. Η Βασιλεία Ι χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο για να αναφερθεί σε μια ποικιλία κεφαλαίων που περιέχουν χαρακτηριστικά τόσο των μετοχών όσο και των δανείων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι προνομιούχες μετοχές, οι μετατρέψιμες ομολογίες και τα δάνεια χωρίς λήξη. Είναι γεγονός πως δεν υφίσταται σαφής προσδιορισμός των κεφαλαίων που απαρτίζουν τα υβριδικά εργαλεία αλλά διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα καθώς η Βασιλεία Ι ορίζει κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να συμπεριλαμβάνονται τα κεφάλαια στα Tier II. Για να γίνει πιο σαφής η έννοια των υβριδικών εργαλείων θα πρέπει να αναφέρουμε τις παραμέτρους που ορίζει η Βασιλεία Ι. Αρχικά τα εν λόγω κεφάλαια δε θα πρέπει να είναι εγγυημένα ή να μπορούν να εξαργυρωθούν από του κατόχους τους χωρίς τη σχετική άδεια των εποπτικών αρχών. Ακολούθως το εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα δε θα είναι υποχρεωμένο να σταματά τη διαπραγμάτευση τους αν αυτά επιφέρουν ζημίες στους κατόχους τους, όπως επίσης θα έχει τη δυνατότητα η κάθε τράπεζα να μεταθέσει την αποπληρωμή τους ανάλογα με την κερδοφορία της. Η τελευταία κατηγορία των συμπληρωματικών κεφαλαίων Tier II είναι το μη εγγυημένο χρέος, το οποίο είναι ένα τμήμα από τις υποχρεώσεις της τράπεζας και θα πρέπει να έχει διάρκεια ζωής παραπάνω από πέντε χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, εδώ συναντάμε της περιορισμένης χρονικής διάρκειας εξαργυρώσιμες προνομιούχες μετοχές και συνήθως αυτές προσφέρονται με έκπτωση της τάξεως του 20% κατά έτος. Η βασική διαφοροποίηση τους από τα υβριδικά εργαλεία είναι πως δεν συμμετέχουν στις ζημίες της τράπεζας ενώ αυτή συνεχίζει τη διαπραγμάτευση τους στην αγορά. -45-
46 Στη συνέχεια ακολουθεί ο Πίνακας 3 (Basel Committee on Banking Supervision, 1998) και ο Πίνακας 4 (Basel Committee on Banking Supervision, 1998) που παρουσιάζουν τα συμπληρωματικά κεφάλαια με βάση τόσο τη Βασιλεία Ι όσο και τη Βασιλεία ΙΙ. 18 Πίνακας 3: Tier II Αφανή αποθεματικά που προορίζονται για κάλυψη έκτακτων ζημιών. Επανεκτιμήσεις των στοιχείων του Ενεργητικού. Στα πάγια Στα χαρτοφυλάκια Αποθεματικά για κάλυψη μη αναμενόμενων αθετήσεων δανείων από τους πιστωτές. Υβριδικά εργαλεία κεφαλαίου (κυρίως προνομιούχες μετοχές ειδικών όρων που δεν έχουν σχέση με τις προνομιούχες μετοχές του Tier I). Μη εγγυημένο χρέος περιορισμένης χρονικής διάρκειας, άνω των πέντε ετών (εξαργυρώσιμες προνομιούχες μετοχές ειδικών όρων που δεν σχετίζονται με τις προνομιούχες των Tier I). Πηγή: Basel Committee on Banking Supervision (1998). Πίνακας 4: Λογιστική παρουσίαση των κεφαλαίων Tier II σε μη ενοποιημένη βάση. Από τα Ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Αποθεματικά αναπροσαρμογής των παγίων στοιχείων του Ενεργητικού. Επανεκτιμήσεις των απαιτήσεων και των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων σταθερής απόδοσης. Προνομιούχες μετοχές καθορισμένης διάρκειας και όχι μόνο με δικαίωμα σωρευτικού μερίσματος. Από τις Υποχρεώσεις της τράπεζας. Τίτλοι που έχουν εκδοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα και δεν έχουν προκαθορισμένη διάρκεια. 18 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες ). -46-
47 Δάνεια με μειωμένες εξασφαλίσεις και ορισμένη διάρκεια. Πηγή: ΠΔΤΕ 2053/ Ολοκληρώνοντας, τόσο στα κεφάλαια Tier I και όσο και στα Tier ΙΙ υφίστανται και οι εξής περιορισμοί: Το ύψος των κεφαλαίων Tier II δε θα πρέπει να υπερβαίνει το σύνολο των κεφαλαίων Tier I. Το ύψος των δανείων με μειωμένη εξασφάλιση δεν πρέπει να ξεπερνά το 50% των κεφαλαίων Tier I. Από τα κεφάλια Tier I και ΙΙ θα πρέπει να αφαιρεθούν οι συμμετοχές και οι απαιτήσεις των τραπεζών σε άλλα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα. Όπως επίσης, οι τοποθετήσεις ενός τραπεζικού ιδρύματος σε ένα άλλο πιστωτικό ίδρυμα, το ύψος των οποίων υπερβαίνει το 10% του μετοχικού τους κεφαλαίου. Και φυσικά οι τοποθετήσεις μιας τράπεζας σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα που ναι μεν η συμμετοχή της οποίας επιμεριστικά δεν υπερβαίνει το 10% του μετοχικού κεφαλαίου αλλά αθροιστικά το υπερβαίνει. Τέλος, η Βασιλεία Ι προβλέπει τη δημιουργία μιας τρίτης κατηγορίας κεφαλαίων των Tier III τα οποία αποτελούν μια βραχυχρόνια υποχρέωση της τράπεζας και έκαναν την εμφάνιση τους όταν στον μαθηματικό τύπο του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας συμπεριλήφθηκε η έννοια του κινδύνου αγοράς και είναι γνωστά επίσης με την ονομασία μη εγγυημένο χρέος βραχείας χρονικής διάρκειας. 3.4 Η νομισματική και μακροοικονομική σημασία της κεφαλαιακής επάρκειας. Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας αποτελούσε όλο και περισσότερο ένα από τα φλέγοντα θέματα που εξέταζαν και μελετούσαν οι νομισματικές αρχές και κυρίως αυτές της κεντρικής τράπεζας. Οι βασικότεροι λόγοι ήταν δύο. Αρχικά, ήταν η προσπάθεια τους να ελέγξουν τις δραστηριότητες καθώς και τη γενικότερη πορεία του τραπεζικού συστήματος. Επιπρόσθετα, ήταν η προσπάθεια δημιουργίας ενός σταθερού περιβάλλοντος με ίσους όρους ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, σε μακροοικονομικό επίπεδο η επιθυμία των νομισματικών αρχών για έλεγχο του τραπεζικού συστήματος ξεκίνησε από τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται μεταξύ των τριών μεγαλύτερων οικονομικών μονάδων σε κάθε χώρα, μεταξύ δηλαδή του εμπορικού τραπεζικού συστήματος, -47-
48 των νομισματικών αρχών και της πραγματικής οικονομίας αποτελούμενη από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η γενετήσια αιτία αυτής της διελκυστίνδας έγκειται στην απάντηση του ερωτήματος «ποιος παίζει τον πρωταρχικό αλλά και τον κυρίαρχο ρόλο σε μια οικονομία;». Εάν για παράδειγμα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις επιβάλουν τους όρους και τους κανόνες λειτουργίας στο τραπεζικό σύστημα και στις νομισματικές αρχές τότε η νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται είναι αυτή που ονομάζεται Μετα-Κεϋνσιανή (Post Keynesian) και προέρχεται από την αντίστοιχη σχολή οικονομικής σκέψης. Εν αντιθέσει στην περίπτωση που οι νομισματικές αρχές (κεντρική τράπεζα) επιβάλουν τους όρους και τους κανόνες αναφορικά με τη συμπεριφορά των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών τότε η νομισματική πολιτική που ακολουθείται, κινείται στα πλαίσια της Μονεταριστικής (Monetarism) σχολής. Φυσικά υπάρχει και η Νέο-Κεϋνσιανή (New Keynesian) οικονομική σχολή που θεωρεί πως τα εμπορικά τραπεζικά ιδρύματα παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο στο οικονομικό σύστημα επιβάλλοντας τους όρους τους στους άλλους δύο προαναφερθέντες θεσμούς εφαρμόζοντας στην ουσία την ομώνυμη νομισματική πολιτική. Τέλος υπάρχει και η σχολή των Νέο-Συναινετικων η οποία αποτελεί στην ουσία τον συγκερασμό της Μονεταριστικής σχολής με την Νέο-Κεϋνσιανή. 19 Ολοκληρώνοντας το γεγονός που αποτελεί το λόγο διαφωνίας και κατ επέκταση το λόγο ύπαρξης των τεσσάρων διαφορετικών σχολών είναι ό τρόπος που η κάθε οικονομική σχολή αντιμετωπίζει τις απαιτήσεις (δάνεια) του ενεργητικού των εμπορικών τραπεζών (assets). Με άλλα λόγια δηλαδή η διαφωνία έγκειται στο αν και κατά πόσο οι απαιτήσεις του ενεργητικού των τραπεζών ως κομμάτι της ενεργού ζήτησης της πραγματική οικονομίας είναι ελέγξιμες και από ποιόν Παρουσίαση των στοιχείων των κεφαλαίων των τραπεζών (Ίδια κεφάλαια-tier και Ενεργητικό -Assets). Ο όρος κεφαλαιακή βάση αναφέρεται στον έλεγχο των διαφόρων στοιχείων του Ενεργητικού (απαιτήσεις) ενός τραπεζικού συστήματος μέσω των Ιδίων κεφαλαίων καθώς τα 19 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδα 27) 20 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδα 27) -48-
49 στοιχεία αυτά εμπεριέχουν πιστωτικό κίνδυνο, λειτουργικό αλλά και κίνδυνο αγοράς. Έτσι λοιπόν συναντάμε τις ακόλουθες κατηγορίες απαιτήσεων: Απαιτήσεις από κράτη και κεντρικές τράπεζες, όπως για παράδειγμα τα κρατικά ομόλογα. Απαιτήσεις από πιστωτικά ιδρύματα και εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Απαιτήσεις από εταιρίες όπως Χρηματοδοτήσεις μεγάλων έργων. Απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής όπως στεγαστικά δάνεια είτε σε καθυστέρηση είτε όχι και λοιπά δάνεια επίσης είτε σε καθυστέρηση είτε όχι. Τιτλοποιήση απαιτήσεων. Εκτός Ισολογισμού πιστωτικές διευκολύνσεις όπως εγγυητικές επιστολές ή αχρησιμοποίητα πιστωτικά όρια. Επιπλέον με βάση τις οδηγίες της Βασιλείας ΙΙ υπάρχει επίσης και το χαρτοφυλάκιο αγοραπωλησιών το οποίο εμπεριέχει: Απαιτήσεις από επιτόκια, Απαιτήσεις από μετοχές, Απαιτήσεις από συνάλλαγμα, Απαιτήσεις από εμπορεύματα και μέταλλα, Απαιτήσεις από δικαιώματα (Options). Από την άλλη ο λειτουργικός κίνδυνος των τραπεζικών ιδρυμάτων δεν αναφέρεται ούτε αναλογεί σε κάποια συγκεκριμένη απαίτηση του ενεργητικού των τραπεζών αλλά αποδίδεται σε όλες τις δραστηριότητες της κάθε τράπεζας. Το κάθε τραπεζικό ίδρυμα καλείται να προσδώσει όσο το δυνατόν καλύτερες σταθμίσεις με απώτερο σκοπό να είναι σε θέση να ελέγχει το εύρος των τοποθετήσεων του μέσω των ιδίων κεφαλαίων της, όπως επίσης και η κεντρική τράπεζα να είναι σε θέση να ελέγχει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας που ασκεί. Με τον όρο ίδια κεφάλαια εννοούμε το μετοχικό κεφάλαιο της κάθε τράπεζας (κοινές μετοχές στην ονομαστική τους αξία) μαζί με τα κέρδη και τις ζημίες από τις δραστηριότητες της (Tier I). Επιπλέον περιλαμβάνει και κάποιες κατηγορίες προνομιούχων μετοχών, υβριδικά κεφάλαια αλλά και μη εγγυημένο χρέος (Tier II) και τέλος έχει δημιουργηθεί και το -49-
50 Tier III μετά την εισαγωγή του κινδύνου αγοράς στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας και αναφέρεται ως μη εγγυημένο χρέος βραχείας χρονικής διάρκειας Οι τραπεζικές απαιτήσεις και οι σταθμίσεις τους στη Βασιλεία Ι. Στη Βασιλεία Ι όπως άλλωστε και στη Βασιλεία ΙΙ πραγματοποιείται διαχωρισμός των τραπεζικών απαιτήσεων σε εντός και σε εκτός στοιχεία του ισολογισμού και έπειτα το εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα διακρατά κεφάλαια τόσο στα κύρια κεφάλαια (Tier I) όσο και στα συμπληρωματικά (Tier II) και για τις δύο κατηγορίες των απαιτήσεων. Αρχικά και πριν γίνει η παρουσίαση των εν λόγω τραπεζικών απαιτήσεων, πρέπει να γίνει η ανάδειξή της σταθμισμένης έκθεσης της τράπεζας. Η σταθμισμένη έκθεση υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό της απαίτησης είτε είναι εντός είτε είναι εκτός ισολογισμού επί του συντελεστή Wi, το οποίο είναι δοσμένο από τη Βασιλεία Ι. Το γινόμενο αυτό αποτελεί στην ουσία τη σταθμισμένη απαίτηση της τράπεζας και συνήθως στη βιβλιογραφία αναφέρεται ως R.W.Ai. Έπειτα αν πολλαπλασιάσουμε τη σταθμισμένη απαίτηση με το 8% προκύπτουν οι κεφαλαιακές υποχρεώσεις για την υπό εξέταση πιστωτική απαίτηση με βάση τις οδηγίες της Βασιλείας Ι. Όλα τα παραπάνω εκφράζονται με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο: R.W.Ai (σταθμισμένη έκθεση στην πιστωτική απαίτηση) = Ποσό επένδυσης στην απαίτηση x Wi Κεφαλαιακή απαίτηση στα Tier I και Tier II = R.W. Ai x 8%. Έτσι λοιπόν με τους παραπάνω μαθηματικούς τύπους υπολογίζεται το ύψος της κεφαλαιακής απαίτησης που το κάθε τραπεζικό ίδρυμα υποχρεούται να διατηρεί τόσο στα κύρια κεφάλαια της (Tier I), όσο και στα συμπληρωματικά (Tier II) όταν προχωρά στην ανάληψη επενδύσεων. 22 Σύμφωνα με τη Βασιλεία Ι, οι εντός Ισολογισμού απαιτήσεις καθώς και οι συντελεστές σταθμίσεις ορίζονται ως εξής: Συντελεστής στάθμισης 0%: 21 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες 48-49). 22 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδα 106). -50-
51 1. Μετρητά και χρυσός. 2. Απαιτήσεις που ορίζονται από την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα της υπό εξέταση χώρας. 3. Απαιτήσεις για τις οποίες εγγυώνται οι κυβερνήσεις ή οι κεντρικές τράπεζες των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α). Συντελεστής στάθμισης 0%, 10%, 20% ή 50% (με βάση τις αποφάσεις της χώρας): 1. Απαιτήσεις που προέρχονται από τους τομείς του Δημοσίου εκτός της κυβέρνησης ή και από δάνεια με εγγυήσεις μετοχών ή ομόλογα του Δημοσίου. Συντελεστής στάθμισης 20%: 1. Απαιτήσεις από τράπεζες των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. καθώς και απαιτήσεις με εγγυήσεις από τις παραπάνω τράπεζες. 2. Απαιτήσεις από τις μετοχές των εταιριών του Ο.Ο.Σ.Α οι οποίες έχουν ελεγχθεί και εγκριθεί από τη Βασιλεία Ι καθώς και απαιτήσεις με εγγύηση αυτής της κατηγορίας των μετοχών. 3. Απαιτήσεις προερχόμενες από πολυεθνικές τράπεζες και απαιτήσεις εγγυημένες από μετοχές που έχουν εκδώσει οι εν λόγω τράπεζες. 4. Απαιτήσεις από τράπεζες των χωρών που δεν ανήκουν στον Ο.Ο.Σ.Α. και έχουν υπολειμματική αξία έως ένα έτος. Όπως επίσης απαιτήσεις με την ίδια υπολειμματική αξία που φέρουν εγγύηση από τις συγκεκριμένες τράπεζες. 5. Απαιτήσεις προερχόμενες από τον Δημόσιο τομέα εκτός της κεντρικής κυβέρνησης και από χώρες που δεν ανήκουν στον Ο.Ο.Σ.Α. και από τα δάνεια που φέρουν την εγγύηση μετοχών ή ομολόγων του δημόσιου τομέα. 6. Μετρητά σε διαδικασία συλλογής. Συντελεστής στάθμισης 50%: 1. Στεγαστικά δάνεια που καλύπτονται στο 100% του ύψους τους από το ίδιο το ακίνητο. 23 Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία ναι μεν αποτελούν απαιτήσεις για μια τράπεζα, από την άλλη όμως, δεν μπορούν να μετατραπούν πολύ εύκολα λόγω του ότι παράλληλα αποτελούν και μια μορφή τριτεγγυήσεως σε υποχρέωση της τράπεζας. Για το λόγο αυτό η Βασιλεία Ι προτείνει την μετατροπή των στοιχείων αυτών σε εντός ισολογισμού στοιχεία με τη χρήση 23 Basel Committee on Banking Supervision (1998). -51-
52 των κατάλληλων συντελεστών. Στην ουσία αυτό που πραγματοποιείται είναι ο πολλαπλασιασμός της εκτός ισολογισμού απαίτησης με τον συντελεστή μετατροπής μετατρέποντας την απαίτηση σε εντός ισολογισμού και το ποσό αυτό που προκύπτει σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙ είναι γνωστό ως η έκθεση σε κίνδυνο (Exposure at Default). Ο συντελεστής μετατροπής υπολογίζεται με βάση το είδος του αντισυμβαλλομένου της τράπεζας. Οι εκτός ισολογισμού απαιτήσεις σύμφωνα με τη Βασιλεία Ι ορίζονται ως εξής: Συντελεστής στάθμισης 100%: 1. Απαιτήσεις που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα. 2. Απαιτήσεις προερχόμενες από τράπεζες εκτός του Ο.Ο.Σ.Α. με υπολειμματική αξία μεγαλύτερη του ενός έτους. 3. Απαιτήσεις από κεντρικές κυβερνήσεις εκτός Ο.Ο.Σ.Α. 4. Απαιτήσεις από εμπορικές εταιρίες του δημόσιου τομέα. 5. Απαιτήσεις από επενδύσεις σε πάγια στοιχεία. 6. Απαιτήσεις από επενδύσεις σε συμμετοχές και σε επενδυτικές δραστηριότητες άλλων εταιριών. 7. Απαιτήσεις από επενδύσεις σε κεφαλαιακά εργαλεία που έχουν εκδοθεί από άλλες τράπεζες. 8. Όλες οι λοιπές απαιτήσεις Η Βασιλεία ΙΙ και ο επαναπροσδιορισμός του λόγου της κεφαλαιακής επάρκειας. Η αρνητική εξέλιξη της οικονομίας στη δεκαετία του 1980 που προήλθε κυρίως λόγω της μεταβλητότητας στην αγορά συναλλάγματος και επιτοκίων με αρνητική επίπτωση στην κερδοφορία των τραπεζικών ιδρυμάτων οδήγησε τις εποπτικές αρχές να προχωρήσουν σε επέκταση των ήδη υπαρχόντων κανόνων. Έτσι αποφάσισαν να εστιάσουν ακόμα περισσότερο την προσοχή τους στον Δείκτη Κεφαλαιακής επάρκειας και στον κίνδυνο αγοράς. Οπότε έχουμε την προσθήκη του κινδύνου αγοράς στο σύμφωνο της Βασιλείας προκειμένου να καλυφθεί με κεφαλαιακές απαιτήσεις ο εν λόγω κίνδυνος. Έπειτα περνώντας στη δεκαετία του 1990 έχουμε την εμφάνιση πτωχεύσεων σε πιστωτικά ιδρύματα κυρίως λόγω χρηματοοικονομικών δυσλειτουργιών και ατελειών στη δομή λειτουργίας τους. Έτσι λοιπόν, έκανε την εμφάνιση του ένα νέο είδος κινδύνου, ο 24 Basel Committee on Banking Supervision (1998). -52-
53 λειτουργικός κίνδυνος και ως συνέπεια την ίδια χρονική στιγμή γεννήθηκε η ανάγκη διαχείρισης του. Το 1999 η Επιτροπή της Βασιλείας δημοσιοποίησε το τροποποιημένο έγγραφο του Το νέο αναθεωρημένο Σύμφωνο της Βασιλείας αναφέρεται άμεσα στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, επιπρόσθετα η στάθμιση του πιστωτικού κινδύνου πραγματοποιείται βάσει της κατηγορίας του οφειλέτη, δηλαδή του μικρότερου πιστωτικού κινδύνου. Οπότε πρώτα συναντάμε τις κεντρικές κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες και έπειτα ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις. Εδώ είναι σημαντικό να τονιστεί πως οι σταθμίσεις του πιστωτικού κινδύνου αναφορικά με τις κεντρικές κυβερνήσεις και τις τράπεζες θα πραγματοποιούνται με βάση της κατηγοριοποίησης των κρατών ανάλογα με τα στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α. Τα κράτη μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. θα κατατάσσονται στην Α Ζώνη πιστωτικού κινδύνου σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κράτη που θα ανήκουν σε Β Ζώνη υψηλότερου κινδύνου. Τέλος οι βραχυχρόνιες διατραπεζικές απαιτήσεις ορίζονται σε 12 μήνες. Ωστόσο παρά την εντυπωσιακή αποδοχή του κανόνα της κεφαλαιακής επάρκειας του 1988 και λόγω του ότι κυρίως έλαβε υπόψη του τα χαρακτηριστικά του τραπεζικού συστήματος της δεκαετίας του 1980 κρίθηκε ελλιπής και ανεπαρκής να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αυτός διαμορφώθηκε τον 21 ο αιώνα. Πιο συγκεκριμένα η κριτική που ακολούθησε επικεντρώθηκε σε τέσσερα θέματα: Τα τραπεζικά ιδρύματα ήταν σε θέση να προσαρμόσουν τις πρακτικές τους με σταδιακό τρόπο έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τον κανόνα του Συμφώνου της Βασιλείας, δυστυχώς όμως ως επί το πλείστον εκμεταλλεύονταν νομικά κενά με κύρια τακτική τους την καταφυγή τους σε arbitrage κεφαλαίων και σε τιτλοποίηση επιχειρηματικών δανείων. Το Σύμφωνο της Βασιλείας δεν λάμβανε σοβαρά υπόψη του τη διαφοροποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων ανάλογα με το ύψος του πιστωτικού κινδύνου και αυτό οδήγησε πολλές τράπεζες σε δανεισμό υψηλού κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστό πως υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του πιστωτικού κινδύνου στις διάφορες τοποθετήσεις των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α, παρόλα αυτά το Σύμφωνο της Βασιλείας όριζε πως ο πιστωτικός κίνδυνος του δανεισμού προς αυτές τις χώρες σταθμίζεται με ποσοστό 0%. Ως επακόλουθο, πολλά από τα στοιχεία του επενδυτικού χαρτοφυλακίου με μέτρια απόδοση αντικαταστήθηκαν από στοιχεία τα οποία περιέκλειαν υψηλό κίνδυνο. Οπότε όπως ήταν αναμενόμενο το κάθε τραπεζικό ίδρυμα με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών του και τη βελτίωση της -53-
54 θέσης του θα επέλεγε να χορηγήσει πιστώσεις με υψηλότερο κίνδυνο, με την προϋπόθεση πως η κεφαλαιακή απαίτηση για μια ομάδα στοιχείων ενεργητικού είναι η ίδια. Το Σύμφωνο της Βασιλείας του 1988 αναφερόμενο στα στοιχεία του ενεργητικού στηριζόταν στο μέγιστο βαθμό στην έκθεση από τον πιστωτικό κίνδυνο, μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη του και τις άλλες μορφές κινδύνου, όπως ο λειτουργικός, ο κίνδυνος επιτοκίου, ο νομικός κίνδυνος και διάφοροι άλλοι. Ο σχεδιασμός των κανόνων με σκοπό την εποπτεία των δραστηριοτήτων των διεθνών τραπεζών αφορούσε αποκλειστικά αυτές που δραστηριοποιούνταν στις βιομηχανικές χώρες ωστόσο οι προαναφερθέντες κανόνες βρήκαν ευρεία εφαρμογή σε διάφορες χώρες του κόσμου. Για παράδειγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετήθηκαν από επενδυτικές εταιρίες και τραπεζικά ιδρύματα ανεξάρτητα από το μέγεθος τους. Τέλος όσο λάμβαναν πολυπλοκότερη μορφή οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες τόσο πιο αναποτελεσματικοί αποδεικνύονταν οι κανόνες του Συμφώνου της βασιλείας και φυσικά είναι σημαντικό να αναφερθεί πως οι σταθμίσεις του κανόνα της κεφαλαιακής επάρκειας της Βασιλείας ήταν πιθανότατα αυθαίρετες. Η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνειδητοποιώντας τις αδυναμίες του συμφώνου της Βασιλείας Ι αλλά και ασκούμενες πίεση από την αγορά έσπευσαν στο σχεδιασμό των εργασιών για την αναθεώρηση του για τις οδηγίες περί κεφαλαιακής επάρκειας οι οποίες εν αντιθέσει με τις συστάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας ήταν υποχρεωτικές. Κατά τη διάρκεια της χρονολογίας του 2001, η Επιτροπή της Βασιλείας κοινοποίησε νέο έγγραφο με σκοπό την λεπτομερή παρουσίαση των αναθεωρημένων προτάσεων και με προβλεπόμενο χρόνο εφαρμογής το Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη σειρά της εξέδωσε ένα έγγραφο σχολιάζοντας ουσιαστικά τη στήριξη του εγγράφου της Βασιλείας και εστιάζοντας κυρίως σε θέματα που είχαν να κάνουν με τη Νομισματική Ένωση δηλώνοντας έτσι την εναρμόνιση της Βασιλείας με την Ευρωζώνη. Τελικά στις 26 Ιουνίου του 2004 πήρε την τελική του μορφή το τροποποιημένο εποπτικό πλαίσιο της Κεφαλαιακής επάρκειας, το οποίο στην ουσία αποτελεί τη Βασιλεία ΙΙ και η εφαρμογή του χρονικά έχει τεθεί έως το Η Βασιλεία ΙΙ επικεντρώνεται σε τρεις κύριους τομείς οι οποίοι είναι γνωστοί και ως πυλώνες με απώτερο σκοπό την εποπτεία και την ενίσχυση των διεθνών τραπεζικών απαιτήσεων. Οι κύριοι στόχοι του αναθεωρημένου συμφώνου είναι οι ακόλουθοι: -54-
55 Η εστίαση και έμφαση στη διεργασία της εποπτικής εξέτασης και στη διαφάνεια της αγοράς. Η πλήρης και ολοκληρωμένη κάλυψη των χρηματοοικονομικών και όχι μόνο κινδύνων. Η σταδιακή σύγκλιση του ύψους των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων προς το οικονομικό κεφάλαιο των τραπεζικών ιδρυμάτων καθώς οι εποπτικές αρχές θα αποτιμούν το κίνδυνο που αναλαμβάνουν τα ίδια τα τραπεζικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι εύκολα αντιληπτό πως οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην τραπεζική αγορά κατέστησαν τον κεφαλαιακό λόγο που είχε ορίσει η Βασιλεία Ι ανεπαρκή αναφορικά με τον έλεγχο των εμπορικών τραπεζών από τις νομισματικές αρχές. Έτσι η Βασιλεία ΙΙ το 2006 εισήγαγε μια πιο αναθεωρημένη πρόταση με σκοπό την ακριβέστερη και αποδοτικότερη παρουσίαση του πιστωτικού κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, στον ισχύοντα μαθηματικό τύπο προστέθηκε ο λειτουργικός κίνδυνος της τράπεζας, συνεπώς στο πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙ ο κεφαλαιακός λόγος έχει στο εξής την ακόλουθη αλγεβρική μορφή: TierI TierII C. R. CreditRski MarketRisk OperationalRisk Θα πρέπει C.R.>8% με την προϋπόθεση πως το Tier I (κύρια κεφάλαια) Tier II Μία διαφορετική παρουσίαση θα μπορούσε να γίνει αν προχωρούσαμε σε αντικατάσταση των κινδύνων που αναφέρθηκαν παραπάνω με τα αντίστοιχα ποσά που αποτελούν την κεφαλαιακή απαίτηση στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας για τους συγκεκριμένους κινδύνους. Συνεπώς πραγματοποιώντας την αντικατάσταση που προαναφέραμε παράγεται ο ακόλουθος μαθηματικός τύπος: TierI TierII C. R. 1 K. A. K. A. K. A. Operationalrisk creditrisk Marketrisk Όπου: Κεφαλαιακή Απαίτηση για την ανάληψη πιστωτικού κινδύνου στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας (Κ.Α. CreditRisk ). Κεφαλαιακή Απαίτηση για την ανάληψη κινδύνου αγοράς στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας (Κ.Α. MarketRisk ). -55-
56 Κεφαλαιακή Απαίτηση για την ανάληψη του λειτουργικού κινδύνου στα ίδια κεφάλαια της Τράπεζας( Oprrationa lrisk ). Για να θεωρείται πιο ικανή η υπό εξέταση τράπεζα στην αντιμετώπιση των όποιων αρνητικών καταστάσεων, θα πρέπει ο παραπάνω λόγος να είναι όσο μεγαλύτερος γίνεται από τη μονάδα. Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως ο παρανομαστής του κεφαλαιακού λόγου υποδεικνύει τα μικρότερα δυνατά ποσά που θα πρέπει να τηρεί η τράπεζα στα ίδια κεφάλαια της και ο αριθμητής ποια πραγματικά ποσά τηρεί η τράπεζα τη χρονική στιγμή του ελέγχου Πυλώνας Ι: Οι ελάχιστες Κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ο πρώτος πυλώνας αφορά στη διατήρηση του εποπτικού κεφαλαίου έτσι όπως αυτό υπολογίζεται για τις τρείς βασικές κατηγορίες κινδύνου στον οποίο εκτίθεται ένα τραπεζικό ίδρυμα, τον πιστωτικό, τον λειτουργικό και τον κίνδυνο αγοράς. Τα άλλα είδη κινδύνου δεν είναι εφικτό να ποσοτικοποιηθούν από τον πρώτο πυλώνα. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως οι ελάχιστές κεφαλαιακές απαιτήσεις στο επίπεδο του 8% των ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με το σταθμισμένο ενεργητικό καθώς και οι διατάξεις που αφορούν στην εποπτική μεταχείριση των κινδύνων αγοράς δεν μεταβάλλονται συγκριτικά με το Σύμφωνο της Επιτροπής της Βασιλείας. Σε αντίθεση με τις διαφοροποιήσεις που αφορούν στη μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου αλλά και των τεχνικών μείωσης του καθώς και στην εφαρμογή και καθιέρωση επιπρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον λειτουργικό κίνδυνο. Δύο διαφορετικές μέθοδοι υπάρχουν για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου: Τυποποιημένη μέθοδος (SA): Εδώ οι διαβαθμίσεις των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προσδιορίζουν και τους συντελεστές στάθμισης. Έτσι έχουμε στάθμιση των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων ανάλογα με: Με τη φύση της απαίτησης, ανάλογα δηλαδή με τα διάφορα είδη δανεισμού, όπως καταναλωτικά, στεγαστικά, επιχειρηματικά, ομολογιακά δάνεια). 25 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδα 47). Πετράκης, Π. (2007). Σύμφωνο της Βασιλείας Ι & ΙΙ. πηγή:
57 Με τη φύση του αντισυμβαλλόμενου (ιδιώτης, εταιρία, κράτος). Με την αξιολόγηση και κατάταξη του αντισυμβαλλόμενου οίκους αξιολόγησης. Με την εξασφάλιση που παρέχεται σε κάθε απαίτηση, όπως είναι λογικό, υψηλότεροι συντελεστές στάθμισης αντιστοιχούν σε απαιτήσεις που συνοδεύονται από εξασφαλίσεις εμπορευμάτων ή εμπορικών ακινήτων ενώ χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης έχουν οι απαιτήσεις με εμπράγματες εξασφαλίσεις αστικών ακινήτων. Μέθοδος εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB): Εδώ ο πιστωτικός κίνδυνος εκτιμάται απευθείας από τις εσωτερικές εκτιμήσεις που παράγουν τα πιστωτικά ιδρύματα για τους πιστούχους τους. Η εν λόγω μέθοδος αποτελεί στην ουσία μία νέα τεχνική υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς τα συγκεκριμένα ιδρύματα είναι σε θέση να προχωρούν σε εσωτερικές εκτιμήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των πιστούχων για να εκτιμήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο. Στην εν λόγω μέθοδο λαμβάνονται υπόψη όλες οι πτυχές της πιστοληπτικής ικανότητας του πιστούχου όπως επίσης και της πιθανότητας αθέτησης της υποχρέωσης από την πλευρά του αντισυμβαλλόμενου μέρους. Τέλος η μέθοδος εσωτερικών διαβαθμίσεων μπορεί να διακριθεί στη βασική μέθοδο και στην εξελιγμένη. Για τον λειτουργικό κίνδυνο ακολουθούνται τρείς τεχνικές: Βασική προσέγγιση (basic indicator approach -BIA ): Η συγκεκριμένη προσέγγιση ορίζει πως τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προχωρούν στον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων ως ποσοστό του καθαρού εισοδήματος κάνοντας χρήση ενός συγκεκριμένου τύπου. Τυποποιημένη προσέγγιση (standardized approach - TSA): Με τη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου, τα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να διαχωρίζουν τις δραστηριότητές τους σε οχτώ βασικές κατηγορίες οπότε τα εποπτικά κεφάλαια που προορίζονται για την αντιμετώπιση του λειτουργικού κινδύνου θα υπολογίζονται ως ποσοστό καθαρού εισοδήματος για κάθε επιμέρους κατηγορία με βάση έναν συγκεκριμένο τύπο. Προηγμένη προσέγγιση μέτρησης (advanced measurement approach AMA): Στη συγκεκριμένη προσέγγιση το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις βασιζόμενο στη μεθοδολογία που τηρεί για την αποτίμηση των λειτουργικών κινδύνων. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν οφείλει να τηρεί ορισμένα -57-
58 ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια. Επιπλέον τα πιστωτικά ιδρύματα που θα εφαρμόσουν αυτή την προσέγγιση για να υπολογίσουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τον διαχωρισμό των τραπεζικών δραστηριοτήτων με βάση όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη μέθοδο. Έπειτα, να εξετάζουν τα ιστορικά δεδομένα για συγκεκριμένες παραμέτρους, να εντοπίζουν την πιθανότητα να εμφανιστούν ανάλογες περιπτώσεις σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα καθώς και τη μέση απώλεια για κάθε περίπτωση. Ωστόσο οι κεφαλαιακές απαιτήσεις σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να είναι μικρότερες από το 75% των κεφαλαιακών απαιτήσεων εάν εφάρμοζαν την τυποποιημένη μέθοδο. Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η εκάστοτε μέθοδος που θα επιλεγεί θα πρέπει να είναι αντίστοιχη και της περιπλοκότητας των δραστηριοτήτων που αναπτύσσει ένα τραπεζικό ίδρυμα και πως έχει παρατηρηθεί πως όσο πιο αναβαθμισμένες είναι οι διαδικασίες και τα συστήματα εκτίμησης του λειτουργικού κινδύνου τόσο περισσότερο τείνουν να υιοθετούν πιο εξελιγμένες μεθόδους. Φυσικά είναι επιτρεπτή η καταφυγή και χρησιμοποίηση διαφορετικών μεθόδων για διαφορετικές μονάδες δραστηριότητας. Για τους κινδύνους αγοράς προτείνεται η προσέγγιση VaR Πυλώνας ΙΙ. Ο δεύτερος πυλώνας εισάγει βελτιωμένα μέσα και τεχνικές σε σχέση με το πρώτο Σύμφωνο με σκοπό να υιοθετηθούν από τις ρυθμιστικές αρχές. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν συστήματα για την εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας και να ορίζουν τα κεφάλαια που απαιτούνται για την αντιμετώπιση και την κάλυψη των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται. Τόσο οι κίνδυνοι όσο και οι τεχνικές παρακολούθησης και μέτρησης αυτών θα αξιολογούνται από τις εποπτικές αρχές. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει πλήρης συμμόρφωση με τις διατάξεις του πρώτου πυλώνα ή ορισμένοι κίνδυνοι που δεν αντιμετωπίζονται από αυτόν εξακολουθούν να μη καλύπτονται, τότε οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να προχωρούν σε απαίτηση επιπρόσθετων κεφαλαίων. Οι γενικές αρχές που διέπουν τον δεύτερο πυλώνα είναι οι ακόλουθες: 26 Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 42-44). Ζοπουνίδης, Κ. & Λιαδάκη, Α. (Ιανουάριος 2006). : Κεφαλαιακή επάρκεια και το νέο πλαίσιο εποπτείας των τραπεζών
59 Τα πιστωτικά ιδρύματα έχοντας επίγνωση των κινδύνων που αναλαμβάνουν θα πρέπει να υιοθετούν μια διαδικασία εκτίμησης της συνολικής κεφαλαιακής τους επάρκειας σε σχέση με αυτούς. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων σε σχέση με την κεφαλαιακή τους επάρκεια, τις προσεγγίσεις και τη στρατηγική που χρησιμοποιούν όπως επίσης και η ικανότητα που επιδεικνύουν στο να παρακολουθούν και να συμμορφώνονται με τις διατάξεις που έχουν οριστεί για τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας θα πρέπει να αξιολογούνται από τις εποπτικές αρχές. Φυσικά όπως είναι αναμενόμενο εάν οι εποπτικές αρχές δεν είναι ικανοποιημένες με τα αποτελέσματα που εξετάζουν, θα πρέπει να καταφεύγουν στη λήψη των απαραίτητων μέτρων. Επιπρόσθετα, ο δεύτερος πυλώνας παρέχει ένα ευρύτερο πλαίσιο για την αντιμετώπιση όλων των άλλων κινδύνων που αναλαμβάνει μια τράπεζα, οι οποίοι στο Σύμφωνο αναφέρονται ως υπολειπόμενοι κίνδυνοι. Πιο αναλυτικά, αυτοί είναι οι συστημικοί κίνδυνοι (systemic risks), οι κίνδυνοι συντάξεων (pension risks), οι κίνδυνοι συγκέντρωσης (concentration risks), οι στρατηγικοί κίνδυνοι (strategic risks), οι κίνδυνοι φήμης (reputation risks), οι κίνδυνοι ρευστότητας (liquidity risks) και οι νομικοί κίνδυνοι (legal risks). Με την εισαγωγή του Πυλώνα ΙΙ στόχος είναι τόσο η εξασφάλιση της επάρκειας των τραπεζών, όσο και η εύρεση τεχνικών για καλύτερη διαχείριση των κινδύνων στα χαρτοφυλάκια τους. Το εκάστοτε τραπεζικό ίδρυμα επιβάλλεται να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τη σημαντικότητα και τη βαρύτητα που φέρει η διαχείριση αναφορικά με την εξασφάλιση του απαιτούμενου κεφαλαίου. Η εξασφάλιση του αναγκαίου κεφαλαίου δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο βαθμό για την αντιμετώπιση των ήδη υπαρχόντων κινδύνων αλλά θα πρέπει να τον υπερκαλύπτει. Με την εισαγωγή του Πυλώνα ΙΙ ή αλλιώς εποπτική ανασκόπηση γίνεται μια σαφής προσπάθεια για τη δημιουργία της καλύτερης δυνατής συνεργασίας ανάμεσα στην κεντρική τράπεζα και στις εμπορικές με στόχο την ανάληψη μέτρων και την εφαρμογή τεχνικών για τη μείωση του κινδύνου αλλά και την αύξηση του ύψους των κεφαλαίων τους στα ίδια κεφάλαια. Όπως άλλωστε διευκρινίζεται από τη Βασιλεία ΙΙ, η μείωση του κινδύνου δεν αφορά μόνο στην αύξηση των κυρίων ή των συμπληρωματικών κεφαλαίων αλλά και στη βελτίωση του risk management της τράπεζας. Αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός του Πυλώνα ΙΙ, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί με την ορθή εποπτική ανασκόπηση των διεργασιών, την ύπαρξη ελέγχων και την επιβολή εσωτερικών ορίων. -59-
60 Ο Πυλώνας ΙΙ έκανε την εμφάνιση του για να ρυθμίσει τα προβλήματα από τους κινδύνους που δεν αντιμετωπίζονται από τον Πυλώνα Ι ή και από άλλους κινδύνους και εξωγενείς παράγοντες. 27 Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εποπτεία των τραπεζών όσον αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια έχουν θεσπιστεί τέσσερις βασικές αρχές, οι οποίες έχουν ως εξής: Αρχή 1: Η τράπεζα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκτιμά την κεφαλαιακή της επάρκεια σε σχέση με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο και να διατηρεί το αντίστοιχο κεφαλαιακό της επίπεδο. Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός πως οι διάφοροι οικονομικοί κύκλοι από τους οποίους «περνάει» το κάθε τραπεζικό ίδρυμα επιδρούν με ευθύ και άμεσο τρόπο στην κεφαλαιακή τους επάρκεια. Οπότε, με την εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής απαιτείται το δίχως άλλο η προσοχή της διοίκησης της τράπεζας και συνιστάται ακόμα και η εφαρμογή των γνωστών stress testing. Με την τεχνική αυτή ελέγχεται η κεφαλαιακή δυνατότητα των τραπεζών σε ορισμένες ακραίες καταστάσεις. Η πρώτη Αρχή στηρίζεται σε πέντε σημεία, τα οποία ακολουθούν και αναλύονται: 1. Προσεκτική και ορθή επίβλεψη και εποπτεία χωρίς παραλείψεις από την πλευρά των τραπεζών. 2. Σωστή και βασισμένη στην οικονομική πραγματικότητα των κεφαλαίων που απαιτούνται με βάση τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο. 3. Επαρκής εκτίμηση του κινδύνου. 4. Παρακολούθηση και επίβλεψη. 5. Εσωτερικός έλεγχος. Το κάθε τραπεζικό ίδρυμα θα πρέπει να τηρεί αυστηρά όλες τις διαδικασίες του εσωτερικού ελέγχου που ορίζονται προκειμένου να διασφαλίζεται η ακεραιότητα της λειτουργίας του. Επίσης πρέπει να ακολουθούνται όλες οι διαδικασίες που διαφυλάσσουν την άμεση σύνδεση μεταξύ των ιδίων κεφαλαίων και του αναλαμβανόμενου κινδύνου με βάση το επιχειρησιακό σχέδιο (business plan) του τραπεζικού ιδρύματος. Κρίνεται απαραίτητο από τους αρμόδιους των τραπεζών να διαμορφώνουν με υπεύθυνο τρόπο τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Με άλλα λόγια η διοίκηση πρέπει να έχει 27 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες ). Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 44). -60-
61 ρεαλιστική εικόνα των κινδύνων που αντιμετωπίζει η κάθε τράπεζα καθώς και το επίπεδο αυτών και κυρίως πως αυτό συνδέεται με τα κεφάλαια που διατηρεί η τράπεζα. Αν και βέβαια αυτό που αναφέρεται στο τρίτο σημείο για την επαρκή εκτίμηση του κινδύνου είναι αρκετά πολύπλοκο και όχι πάντα εφικτό, ωστόσο κρίνεται απαραίτητο το κάθε τραπεζικό ίδρυμα να επικεντρώνεται κυρίως σε ορισμένα είδη κινδύνου και πιο συγκεκριμένα στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο αγοράς, στον λειτουργικό, στον κίνδυνο ρευστότητας και σε κάποια άλλα μεμονωμένα είδη. Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο η τράπεζα θα πρέπει να είναι σε θέση να έχει μια σαφή εικόνα αναφορικά με την έκθεση της τόσο στο δανειακό της χαρτοφυλάκιο όσο και στο χαρτοφυλάκιο αγοραπωλησιών της και φυσικά να αναπτύσσει τις αντίστοιχες διαδικασίες που θα διευκολύνουν κάτι τέτοιο. Οι πιο σημαντικές προτάσεις για να εξασφαλιστεί με καλύτερο τρόπο κάτι τέτοιο είναι είτε με την ανάπτυξη και εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης κινδύνου είτε με την παρακολούθηση της πορείας των παραγώγων σε τιτλοποιήσεις και της ανάλυσης όλης της πορείας του τραπεζικού χαρτοφυλακίου. Με την τελευταία τεχνική, η οποία εφαρμόζεται κυρίως σε εξελιγμένες τράπεζες, επιτρέπεται η ανάδειξη των κινδύνων που ελλοχεύουν από τη συγκέντρωση σε κάποιες χρηματοοικονομικές αξίες. Σε ότι αφορά το λειτουργικό κίνδυνο κρίνεται και γι αυτόν απαραίτητη η παρακολούθηση από την πλευρά της διοίκησης της τράπεζας. Για τον κίνδυνο αγοράς όμως δεν επισημαίνεται απλά η παρακολούθηση του, αλλά θα πρέπει τα τραπεζικά ιδρύματα να είναι σε θέση να παράγουν εκτιμήσεις για αυτόν. Πιο συγκεκριμένα και κυρίως από τις πιο εξελιγμένες τράπεζες, προσδοκάται πως η τελική κεφαλαιακή απαίτηση θα είναι αποτέλεσμα ενός μοντέλου VaR πάνω στις διάφορες τραπεζικές δραστηριότητες αλλά και της εφαρμογής μεθόδων προσημείωσης κρίσεων (stress testing) για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας αυτών των μοντέλων. Φυσικά εξαιρετική σημασία έχει η εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας όταν παρατηρούνται μεταβολές στο εξωτερικό περιβάλλον όπως για παράδειγμα ξαφνικές μεταβολές τιμών ή ξαφνικές αδυναμίες πληρωμής των πελατών, τότε κρίνεται απαραίτητο οι μεθοδολογίες VaR αλλά και οι έλεγχοι των ακραίων καταστάσεων να προσαρμόζονται ανάλογα. Για τον κίνδυνο των επιτοκίων ίσως η μοναδική ευθύνη της τράπεζας είναι η σωστή καταγραφή όλων των δεδομένων και των στοιχείων που συνδέονται με αυτόν. Προς συμπλήρωση του παραπάνω, σημαντικό είναι επίσης, η διοίκηση της τράπεζας να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε ορθή μέτρηση, παρακολούθηση και έλεγχο του κινδύνου ρευστότητας και ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Σε καμία περίπτωση, κανένα τραπεζικό -61-
62 ίδρυμα, δεν πρέπει να βρεθεί σε καταστάσεις έλλειψης ρευστότητας που δεν είχε προβλέψει. Δυστυχώς για τα άλλα είδη κινδύνων οι τεχνικές μέτρησης που υφίστανται κρίνονται ανεπαρκείς ή δεν υφίστανται καθόλου. Αναλύοντας το τέταρτο σημείο που αποτελεί την παρακολούθηση και επίβλεψη των κινδύνων θα πρέπει να δημιουργηθεί σε κάθε τράπεζα η κατάλληλη υποδομή μέσω διαδικασιών και αναφορών που θα αποτελούν τα εργαλεία για τη διοίκηση να παρακολουθεί τη μεταβολή του προφίλ του κινδύνου και τον τρόπο που αυτό επιδρά στις κεφαλαιακές ανάγκες. Τέλος, η διοίκηση της τράπεζας θα πρέπει να δώσει ιδιάζουσα προσοχή στις μεθόδους που ακολουθούνται για την ανασκόπηση των εργασιών μέσω του εσωτερικού ελέγχου. Θα πρέπει δηλαδή να επιβλέπει και να ελέγχει την ακρίβεια και την πληρότητα των στοιχείων, την ποιότητα των εφαρμοζόμενων ελέγχων ακραίων καταστάσεων καθώς και την αληθοφάνεια των εφαρμοζόμενων σεναρίων κατά τη διάρκεια των εκτιμήσεων. Αρχή 2: Οι ελεγκτές θα πρέπει να παρακολουθούν τις εσωτερικές εκτιμήσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας και τη συμμόρφωση της με τον προβλεπόμενο με βάση τις αρχές της Βασιλείας ΙΙ κεφαλαιακό λόγο. Επίσης οι νομισματικές αρχές πρέπει να προχωρούν σε δράση, αν δεν είναι ικανοποιημένες από τα παραγόμενα αποτελέσματα. Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, οι ελεγκτές των νομισματικών αρχών είναι αρμόδιοι να ελέγχουν και να κρίνουν εάν η υπό εξέταση τράπεζα πληροί τις εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου της κεφαλαιακής επάρκειας. Ο εν λόγω έλεγχος έχει ποιοτικό χαρακτήρα κυρίως με τη μορφή περιοδικών αναφορών, συζητήσεων με τη διοίκηση και ανασκόπησης της εργασίας των εξωτερικών ελεγκτών. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα παραπάνω επιχειρείται να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο κατά πόσο ρεαλιστικά εκτιμάται ο κίνδυνος, στην εκτίμηση της κεφαλαιακής επάρκειας, στη γενική εκτίμηση του περιβάλλοντος, στον έλεγχο της πληροφόρησης που λαμβάνει η διοίκηση της τράπεζας αναφορικά με τον κίνδυνο αλλά και στην ευελιξία της να προσαρμόζεται στις όποιες μεταβολές του κινδύνου, στη συμμόρφωση της τράπεζας και τέλος στις αρμοδιότητες των νομισματικών αρχών σε περίπτωση μη ικανοποίησης των ελεγκτών. Αρχή 3: Οι ελεγκτές θα πρέπει να περιμένουν ότι οι τράπεζες θα λειτουργούν πάνω από τον ελάχιστο αναλογούντα κεφαλαιακό λόγο. Δηλαδή να ζητούν από αυτές να διακρατούν παραπάνω κεφάλαιο από το ελάχιστο δυνατό. Με βάση όσα ορίζει ο Πυλώνας ΙΙ, αναμένεται να γίνεται διατήρηση κεφαλαίων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσκολιών και προβλημάτων που δεν αντιμετωπίστηκαν από την -62-
63 ανάλυση του Πυλώνα Ι. Πιο συγκεκριμένα οι τράπεζες θα πρέπει να διατηρούν τα εν λόγω κεφάλαια για λόγους όπως: 1. Η εκτίναξη του κόστους του χρήματος σε περίπτωση που οι τράπεζες επιθυμήσουν άντληση κεφαλαίων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. 2. Η ενδεχόμενη υψηλότερη από την πραγματική της διαβάθμιση από τους χρηματοοικονομικούς οίκους. 3. Προς αποφυγή κυρώσεων τόσο οικονομικών όσο και νομικών σε περίπτωση παραβίασης της απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας. 4. Για την κάλυψη κινδύνων που ενδεχομένως δεν καλύφθηκαν από τον Πυλώνα Ι. Αρχή 4: Οι νομισματικές αρχές θα πρέπει να επεμβαίνουν στα αρχικά στάδια για να εμποδίσουν την όποια πτώση του κεφαλαίου κάτω από το ελάχιστο επιτρεπτό επίπεδο, με σκοπό την «υποστήριξη» του αναλογούντος κινδύνου της τράπεζας. Απαιτείται μάλιστα ταχύτατη επανορθωτική κίνηση σε περίπτωση που το αναλογούν κεφάλαιο δεν αποκαθίσταται. Με βάση τα όσα ορίζει η παραπάνω αρχή, σε περίπτωση δυσκολιών στην κεφαλαιακή επάρκεια, η τράπεζα θα πρέπει να δράσει άμεσα και αποτελεσματικά. Έτσι εκτιμάται πως δύναται να περιορίσει το δικαίωμα καταβολής μερισμάτων σε μετόχους, να εντατικοποιήσει τον εσωτερικό της έλεγχο και να προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου με σκοπό να αποκαταστήσει την κεφαλαιακή επάρκεια. 28 Ο Πυλώνας ΙΙ εξετάζει ορισμένα θέματα τα οποία δεν επισημαίνονται στον Πυλώνα Ι τα οποία χρίζουν ιδιαίτερης προσοχής τόσο από τις εποπτικές αρχές όσο και από τα τραπεζικά ιδρύματα. Τα εν λόγω θέματα έχουν να κάνουν με τον πιστωτικό κίνδυνο, τον λειτουργικό, τον κίνδυνο αγοράς και με τα επιτόκια του δανειακού χαρτοφυλακίου. Ο κίνδυνος επιτοκίου προκύπτει όταν τα περισσότερα δάνεια μιας τράπεζας είναι σταθερά και συντελεστεί αύξηση των διατραπεζικών επιτοκίων. Αυτό σημαίνει πως η τράπεζα έχει διαφυγόντα κέρδη ή ζημίες αδυνατώντας να μεταφέρει το αυξημένο διατραπεζικό κόστος χρήματος με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη. Ο κίνδυνος επιτοκίου απαιτεί προσεκτικό χειρισμό διότι οι διάφορες χώρες τηρούν διαφορετικούς τρόπους αναφορικά με την εκτίμηση και την παρακολούθηση του. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει οι υπό εξέταση τράπεζες να κοινοποιούν τα αποτελέσματα του εσωτερικού συστήματος μέτρησης 28 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες ). Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 44). -63-
64 του κινδύνου, όπως αυτός προκύπτει από τη σχέση χρηματορροή από το επιτόκιο (οικονομική αξία) προς τα κύρια και συμπληρωματικά κεφάλαια (Tier I και Tier II). Ο στόχος της κάθε τράπεζας είναι η μείωση του επιτοκιακού κινδύνου ή η αύξηση του κεφαλαίου που προορίζεται για την αντιμετώπιση του ή έναν συνδυασμό των παραπάνω. Όπως άλλωστε έχει αποφασιστεί, η Επιτροπή παρακολουθεί τις τράπεζες εκείνες που εξαιτίας μιας εξωτερικής επιτοκιακής μεταβολής έχουν απώλεια 20% περίπου του λόγου της χρηματορροής προς τα ίδια κεφάλαια. Στο θέμα του πιστωτικού κινδύνου ο Πυλώνας ΙΙ επιμερίζει τον έλεγχο του κινδύνου στα ακόλουθα υποθέματα: Στην προσομοίωση κρίσεων (stress testing). Στον εποπτικό ορισμό της αθέτησης της υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου. Στους υπολοιπόμενους κινδύνους όπως για παράδειγμα νομικούς, ρευστότητας, τεκμηρίωσης. Στον κίνδυνο συγκέντρωσης. Στον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου. Με τη διαδικασία των stress testing μελετάται και παρακολουθείται η λειτουργία των τραπεζών σε περιόδους κρίσεων. Ελέγχεται δηλαδή ο τρόπος που συμπεριφέρεται ένα τραπεζικό ίδρυμα όταν λειτουργεί με τα ελάχιστα όρια του να είναι κάτω από αυτά που ορίζει ο Πυλώνας Ι. Ο απώτερος σκοπός είναι η εξακρίβωση του γεγονότος αν η τράπεζα έχει πλεονάζοντα κεφαλαιακά αποθέματα. Σε αντίθετη περίπτωση υποχρεούται είτε να βρει τα υπολειπόμενα κεφάλαια είτε να μειώσει τον κίνδυνο προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των stress testing. Για τον εποπτικό ορισμό της αθέτησης της υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν και να ελέγχουν την απόκλιση των επιμέρους ορισμών, δηλαδή την πιθανότητα αθέτησης (Probability of Default P.D), αναμενόμενη ζημία σε περίπτωση αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο (Loss Given Default-L.G.D.) και την έκθεση του αντισυμβαλλόμενου σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης του (Exposure at Default- E.A.D.) σε σχέση με τη θεωρητική τους προσέγγιση και φυσικά η συνέπεια της απόκλισης στην κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας. Οι υπολειπόμενοι κίνδυνοι όπως για παράδειγμα οι νομικοί, οι κίνδυνοι τεκμηρίωσης ή ο κίνδυνος ρευστότητας έχουν κυρίως σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο των τραπεζών στη περίπτωση που στην εκτίμηση του και στον υπολογισμό του εμπλέκονται διάφορα είδη εγγυήσεων ή πιστωτικά παράγωγα. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ πιθανό να μην έχουμε -64-
65 ακριβή υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο και να δημιουργούνται προβλήματα που δεν υπολογίσθηκαν επακριβώς στον Πυλώνα Ι. Οπότε οι τράπεζες καλούνται όχι μόνο να δίνουν ακριβή εικόνα για τις διαδικασίες που ακολουθούν αναφορικά με τις τεχνικές ελέγχου του κινδύνου αλλά παράλληλα να διακρατούν υψηλότερο κεφάλαιο από αυτό που υπολόγιζαν ή να «υποτιμούν» τις εγγυήσεις που έχουν λάβει. Περνώντας στον κίνδυνο συγκέντρωσης, πρέπει να αναφέρουμε πως είναι ο κίνδυνος που προέρχεται όταν ο απαιτήσεις της τράπεζας προκύπτουν από λίγους οφειλέτες. Αυτή η μορφή κινδύνου, τόσο από την πιστωτική συγκέντρωση όσο και από τη συγκέντρωση των τριτεγγυητών πιστώσεων δεν έχει τεθεί στον πυλώνα Ι. Με τον Πυλώνα ΙΙ όμως οι τράπεζες καλούνται να εκτιμούν και να παρακολουθούν το ύψος της πιστωτικής συγκέντρωσης. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να ελέγχονται, το ποσό, ο οικονομικός τομέας, η γεωγραφική περιοχή αλλά και οι δραστηριότητες των πιστούχων. Επιπρόσθετα, οφείλουν τα τραπεζικά ιδρύματα να εφαρμόζουν stress testing υποθέτοντας μεταβολές στη δομή της αγοράς και να κοινοποιούν τα αποτελέσματα των ελέγχων στις εποπτικές αρχές. Τέλος ενημέρωση πρέπει να λαμβάνουν οι εποπτικές αρχές τόσο για τις τεχνικές αντιμετώπισης που προτίθενται να εφαρμόσουν στα πλαίσια του κινδύνου αυτού, όσο και για τον τρόπο που συνεκτιμάται ο εν λόγω κίνδυνος στο ποσό της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Φυσικά εάν οι εποπτικές αρχές εντοπίσουν αδυναμία από την πλευρά των τραπεζών για την αντιμετώπιση και τη ρύθμιση του συγκεκριμένου προβλήματος θα πρέπει να αναλαμβάνουν δράση για την απαραίτητη συμμόρφωση τους. Η τράπεζα θα πρέπει να ελέγχει την συνολική εικόνα του αντισυμβαλλομένου για να έχουν έτσι σφαιρική εικόνα για την αξιοπιστία τους. Σε περίπτωση ειδικά που η τράπεζα για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου κάνει χρήση εσωτερικών μοντέλων, αυτά θα πρέπει να επιβλέπονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να μπορούν να αναθεωρούνται τα διάφορα στοιχεία που απαρτίζουν τα εσωτερικά πιστωτικά μοντέλα. Αυτό γιατί η έκθεση της τράπεζας (E.A.D) μπορεί να υποστεί μεγάλες αρνητικές συνέπειες σε περίπτωση που οι τράπεζες δεν μπορούν να προσαρμόσουν τις εκτιμήσεις των μοντέλων αυτών σε έκρυθμες καταστάσεις. Σε περίπτωση που οι εποπτικές αρχές αντιληφθούν από τη σχετική ενημέρωση που θα λάβουν ότι οι εκτιμήσεις των τραπεζών αναφορικά με την έκθεση τους στον πιστωτικό κίνδυνο δεν έχουν ρεαλιστική συνάφεια με τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου τότε θα πρέπει να επιβάλλουν διορθωτικά μέτρα. Η αλλαγή των εσωτερικών μοντέλων ή -65-
66 ακόμα και η απαγόρευση χρήσης των συγκεκριμένων μοντέλων είναι πολύ πιθανό να επιβληθούν από τις εποπτικές αρχές. Σύμφωνα με τον Πυλώνα ΙΙ αυτό που επιχειρείται να τονιστεί, είναι πως για τον λειτουργικό κίνδυνο το συνολικό θετικό εισόδημα που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον συγκεκριμένο κίνδυνο, είναι μια υποκατάστατη μεταβλητή και το γεγονός αυτό δημιουργεί εύλογες πιθανότητες για εσφαλμένη εκτίμηση του συγκεκριμένου κινδύνου. Συνέπεια του παραπάνω είναι να γίνεται σύγκριση των εκτιμήσεων των τραπεζών για το λειτουργικό κίνδυνο με βάση το μέγεθος και τη δραστηριοποίηση τους. Σε ότι αφορά τον κίνδυνο αγοράς, οι εποπτικές αρχές επικεντρώνονται σε τέσσερα ζητήματα που θα πρέπει να απασχολούν τα τραπεζικά ιδρύματα: Ποιες διαδικασίες ακολουθούν για την επιλογή του τραπεζικού χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών. Τι εκτίμηση κάνουν για το χαρτοφυλάκιο αγοραπωλησιών τους. Το θέμα των stress testing με βάση τα εσωτερικά μοντέλα αποτίμησης. Η μοντελοποίηση του ειδικού ρίσκου σύμφωνα με τα ειδικά μοντέλα αποτίμησης. Το θέμα των διαδικασιών και των πολιτικών που ακολουθούν για την επιλογή χαρτοφυλακίων αγοραπωλησιών αφορά στη σύνθεση του εκάστοτε χαρτοφυλακίου πάνω στην οποία θα υπολογισθεί η κεφαλαιακή του απαίτηση. Θα πρέπει να γίνεται πολύ στενή παρακολούθηση της μεταφοράς τοποθετήσεων ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του ενεργητικού και του χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών της. Αν και το παραπάνω δεν ενδείκνυται και πρέπει να γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παρόλα αυτά αν οι εποπτικές αρχές δεν είναι ικανοποιημένες θα πρέπει να ζητούν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση των διαδικασιών αυτών. Το δεύτερο ζήτημα σχετικά με την εκτίμηση του χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών τους έχει να κάνει με την εξασφάλιση ότι το χαρτοφυλάκιο που έχει επιλεχθεί ανταποκρίνεται στη κεφαλαιακή απαίτηση που έχει διακρατηθεί. Πιο συγκεκριμένα το επιλεχθέν χαρτοφυλάκιο θα πρέπει να έχει τέτοια ρευστότητα και διασπορά έτσι ώστε να είναι ικανό να αντισταθμίσει μια αρνητική εξέλιξη της αγοράς εντός δέκα ημερών. Οπότε σε αυτή την περίπτωση αν οι εποπτικές αρχές δεν μένουν ικανοποιημένες από τη σχέση κεφαλαίου αποτίμησης χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών μιας τράπεζας θα πρέπει να υποχρεώνουν τις τράπεζες να αναλάβουν ρυθμιστικά μέτρα αναφορικά με τον κίνδυνο του τραπεζικού χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών ή και ακόμα στο μέγεθος της κεφαλαιακής απαίτησης. -66-
67 Το επόμενο ζήτημα αφορά στον έλεγχο και στην επόπτευση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τα stress tests με βάση τα εσωτερικά μοντέλα αποτίμησης. Θα πρέπει δηλαδή να προκύψει πως οι τράπεζες έχουν τα κεφάλαια που αναλογούν στα αποτελέσματα που προκύπτουν από τους ελέγχους προσομοίωσης μιας κρίσης στα χαρτοφυλάκια αγοραπωλησιών τους. Αν προκύψει πως η σχέση της κεφαλαιακής απαίτησης και του κινδύνου αγοράς του υπό εξέταση τραπεζικού χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών δεν ικανοποιεί τις εποπτικές αρχές, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν σε επιβολή διορθωτικών μέτρων για τη βελτίωση της. Ο έλεγχος της μοντελοποίησης του ειδικού ρίσκου στο χαρτοφυλάκιο αγοραπωλησιών της με βάση τα εσωτερικά μοντέλα αποτίμησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Αν το υπολογισθέν ειδικό ρίσκο δεν ανταποκρίνεται σε μια ικανοποιητική ρευστότητα ή αν οι υπολογισθείσες τιμές του εδικού ρίσκου δεν προκύπτουν με σαφή και διαφανές τρόπο, τότε οι εποπτικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από την τράπεζα να αποκλείσει την εκτίμηση του ειδικού ρίσκου από τα εσωτερικά μοντέλα αποτίμησης. Ολοκληρώνοντας, σε περίπτωση που κριθεί πως μετά από την προσαύξηση επί του κινδύνου αθέτησης από τη μοντελοποίηση του ειδικού ρίσκου δεν είναι ικανοποιημένες οι εποπτικές αρχές, μπορούν να ορίσουν στις εξεταζόμενες τράπεζες να πραγματοποιούν τον εν λόγω υπολογισμό με τη χρήση της Τυποποιημένης μεθόδου. Τα τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να ενημερώνονται από τις εποπτικές αρχές για τους λόγους που τους υποχρεώνουν να διατηρούν υψηλότερα κεφαλαιακά διαθέσιμα για συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνων. Ειδικά για μεγάλους τραπεζικούς ομίλους η ανάγκη ενημέρωσης και συνεργασίας γενικότερα είναι ύψιστης σημασίας. Με βάση τη Βασιλεία ΙΙ και τον Πυλώνα ΙΙ σε περίπτωση διεθνών ομίλων, η εποπτική αρχή της μητρικής έχει την απόλυτη ευθύνη του ομίλου σε αθροιστική βάση και αντίστοιχα η εκάστοτε θυγατρική του ομίλου έχει την αρμοδιότητα της παρακολούθησης της εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙ στις χώρες που δραστηριοποιείται. Επιπρόσθετα, η εποπτική αρχή της μητρικής χώρας πρέπει όχι μόνο να συντονίζει την όλη διαδικασία της εποπτείας αλλά παράλληλα να ευθυγραμμίζει την κοινή πορεία όλου του ομίλου. Οπότε μέσω της συνεργασίας των εποπτικών αρχών των χωρών που δραστηριοποιούνται οι διεθνείς τραπεζικοί όμιλοι επιχειρείται η βαθμιαία εξομάλυνση των -67-
68 όποιων διαφορών κεφαλαιακής απαίτησης παρατηρούνται ειδικά κατά την εφαρμογή της βασιλείας ΙΙ από χώρα σε χώρα Ο πυλώνας ΙΙΙ - Η πειθαρχία της αγοράς. Ο τρίτος πυλώνας αυξάνει σημαντικά τις αναφορές στοιχείων που πρέπει να παρέχει ένα τραπεζικό ίδρυμα. Είναι σχεδιασμένος ώστε να επιτρέπει στην αγορά να έχει μια καλύτερη εικόνα του συνολικού κινδύνου της τράπεζας και να επιτρέπει στους συμβαλλόμενους της να μπορούν να τιμολογούν και να συναλλάσσονται ανάλογα. Ο στόχος του τρίτου Πυλώνα είναι να προάγει την πειθαρχεία στην αγορά μέσω της διαφάνειας που προσπαθεί να πετύχει. Πιο συγκεκριμένα δηλαδή εισάγει διατάξεις που απαιτούν διαφάνεια αναφορικά με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που διατηρούν προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν έναντι των κινδύνων αυτών αλλά και για τη στρατηγική που ακολουθούν. Πρόκειται δηλαδή για την υποχρέωση με την οποία έρχονται αντιμέτωπες οι τράπεζες ως προς την κοινοποίηση τόσο ποιοτικών όσο και ποσοτικών στοιχείων. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η δημιουργία μιας πειθαρχημένης αγοράς ως προς τους κανόνες ορθής διαχείρισης των κινδύνων. Με τη διαδικασία της δημοσιοποίησης επιτελείται ένας διπλός ρόλος, τόσο της εκ βαθέων κατανόησης από τους επενδυτές των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι τράπεζες, όσο και της αποδοτικότερης εποπτείας από τις εποπτικές αρχές. Για αυτό άλλωστε στη Βασιλεία ΙΙ αναφέρεται πως ο Πυλώνας ΙΙΙ λειτουργεί συμπληρωματικά στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζει ο Πυλώνας Ι και στην επισκόπηση των διαδικασιών που ορίζει ο Πυλώνας ΙΙ. Η υλοποίηση και η εφαρμογή του πυλώνα ΙΙΙ θα πρέπει να ολοκληρωθεί χωρίς να παραγκωνιστούν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και φυσικά με γνώμονα τις εξελίξεις στο διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό χώρο. Η διοίκηση του εκάστοτε τραπεζικού ιδρύματος είναι αρμόδια να επιλέξει τον τρόπο αλλά και την τοποθεσία για την κοινοποίηση των στοιχείων του. Το παραπάνω γεγονός δεν είναι κάτι άγνωστο για τις τράπεζες διότι ούτως ή αλλιώς με την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων τηρούνται οι διαδικασίες δημοσίευσης των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων καθώς και των 29 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες ). Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 44). -68-
69 συμπερασμάτων των ελεγκτών. Έτσι οι τράπεζες θα πρέπει να αναφέρουν τον τρόπο της δημοσίευσης και να επαληθεύουν ότι όντως η δημοσίευση ολοκληρώθηκε. Σύμφωνα με τον τρίτο Πυλώνα πρέπει να παρέχεται σε όλα τα μέρη που συμμετέχουν στην αγορά όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για τους κινδύνους που είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα όπως επίσης και για τις τεχνικές αλλά και τα μέσα που χρησιμοποιούν για να τους διαχειριστούν. Πιο συγκεκριμένα οφείλουν να γνωστοποιούν: Τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα. Τις διαδικασίες διαχείρισης τους. Το είδος και την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των κινδύνων. Οι εποπτικές αρχές είναι σε θέση να επιβάλουν πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση για τον επιτοκιακό κίνδυνο των επενδυτικών χαρτοφυλακίων για όποιες τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικό κίνδυνο λόγω μεγάλων ανοιγμάτων στη ρευστότητα τους αλλά και γενικά να παρακολουθούν τα οικονομικά μεγέθη και την οικονομική κατάσταση όλων των τραπεζών. Επιπλέον, αναφορικά με τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των πιστωτικών κινδύνων κάνοντας χρήση των σύνθετων χρηματοοικονομικών εργαλείων όπως τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα και τα swap options πρέπει να απεικονίζονται με μεγαλύτερη προσοχή. Τέλος σύμφωνα με το νέο πλαίσιο που προτάθηκε, τίθενται ειδικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου σε συνεργασία πάντα με τους εκάστοτε εθνικούς φορείς και τις κεντρικές τράπεζες και αυτό κυρίως διότι ο λειτουργικός κίνδυνος δεν είναι εύκολα μετρήσιμος και αφορά όλα τα είδη κινδύνων που δεν κατατάσσονται στην κατηγορία του κινδύνου αγοράς ή στην κατηγορία του πιστωτικού κινδύνου. Επιπλέον η κάθε τράπεζα καλείται να δημοσιεύσει τον έλεγχο σημαντικότητας (materiality test) αναφορικά με ποιοτικά στοιχεία και τις πληροφορίες που φανερώνουν την πορεία της. Η απόκρυψη των εν λόγω πληροφοριών ή η λανθασμένη παρουσίαση τους μπορούν να οδηγήσει τους επενδυτές σε διαφορετικές αποφάσεις. Τα τραπεζικά ιδρύματα αναλαμβάνουν από μόνα τους χωρίς να δέχονται υποδείξεις ή περιορισμούς από την Επιτροπή της Βασιλείας ΙΙ να επιλέξουν και να δημοσιεύσουν οποιαδήποτε ποιοτική πληροφορία κρίνουν αυτά ουσιαστική και σημαντική. Σχετικά με τις δημοσιεύσεις που μελετώνται σ αυτή την ενότητα είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως πρέπει να πραγματοποιούνται ανά εξάμηνο με ορισμένες εξαιρέσεις. Πιο συγκεκριμένα, κάποιες περιλήψεις και ποιοτικές πληροφορίες που αναφέρονται στη -69-
70 διαχείριση κινδύνων (risk management) των τραπεζών μπορούν να έχουν ετήσια συχνότητα. Επίσης, οι τράπεζες με διεθνή δραστηριοποίηση οφείλουν να δημοσιεύουν πληροφορίες για τα κύρια κεφάλαια τους (Tier I) και τους λόγους κεφαλαιακής τους επάρκειας ανά τετράμηνο. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις που συντελούνται μεταβολές στους κινδύνους που εκτίθενται. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει οι δημοσιεύσεις τους να βρίσκονται εντός των προθεσμιών που έχουν θέσει οι τοπικές αρχές. Το ζήτημα της ενημέρωσης της επενδυτικής κοινότητας που έρχεται στο προσκήνιο από την εφαρμογή του Πυλώνα ΙΙΙ περικλείει μία σημαντική παράμετρο που χρίζει ιδιαίτερης προσοχής. Η παράμετρος αυτή αφορά στο τραπεζικό απόρρητο αλλά και στον διατραπεζικό ανταγωνισμό. Είναι γνωστό πως ένα τραπεζικό ίδρυμα διαθέτει ποιοτικές πληροφορίες που έχουν σχέση με τους πελάτες τους και είναι νομικά δεσμευμένοι να προστατεύουν τις πληροφορίες αυτές. Επίσης ένα τραπεζικό ίδρυμα σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να αποκαλύψει τα όποια ανταγωνιστικά του πλεονεκτήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, και με σκοπό την αντιμετώπιση αυτών των κωλυμάτων, η Επιτροπή προτείνει την κοινοποίηση γενικών πληροφοριών συνοδευόμενων από σχετική ανακοίνωση επεξηγηματικής φύσεως που αναφέρει τους λόγους μη λεπτομερούς παρουσίασης της συγκεκριμένης πληροφορίας. Φυσικά είναι περιττό να αναφερθεί πως σε ουδεμία περίπτωση οι εν λόγω δημοσιεύσεις πληροφοριών με ελλιπή χαρακτήρα δε θα πρέπει να αντικρούονται και να αμφισβητούν την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Φυσικά αναμφισβήτητο είναι το γεγονός της αλληλοσύνδεσης και αλληλοενίσχυσης των τριών πυλώνων του αναθεωρημένου Συμφώνου καθώς η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του πρώτου πυλώνα είναι αποκλειστικά εξαρτώμενη από τη δυνατότητα των εποπτικών αρχών να ελέγχουν την ακριβή και ορθή εφαρμογή τους, ορμώμενοι από την εξουσία που του δίνεται από τον δεύτερο πυλώνα. Όπως επίσης ενισχύονται σημαντικά οι διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων που εφαρμόζουν οι τράπεζες με την υποχρέωση που θέτει ο τρίτος πυλώνας για δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων. Ολοκληρώνοντας, την παρουσίαση του Πυλώνα ΙΙΙ και όσα αυτός ορίζει πρέπει να αναφέρουμε πως το Διοικητικό Συμβούλιο της κάθε τράπεζας είναι αρμόδιο να εγκρίνει τις πληροφορίες που δημοσιεύει, τον τρόπο, το μέσο και τη συχνότητα. Στον Πυλώνα ΙΙΙ στο κείμενο της Βασιλείας ΙΙ αναφέρονται αναλυτικά ανά τομέα δραστηριότητας πληροφορίες -70-
71 αναφορικά με το ποιοτικό και ποσοτικό μέρος των δημοσιεύσεων που θα πρέπει να κάνουν οι τράπεζες Συμπεράσματα και συνοπτικές προτάσεις για τη Βασιλεία ΙΙ. Σε μακροοικονομικό επίπεδο. Η εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙ είναι ουσιαστικής σημασίας για τη νομισματική πολιτική σε κάθε οικονομία. Με τη βασιλεία ΙΙ και όσα αυτή ορίζει, γίνεται μια προσπάθεια εξάλειψης των κινδύνων αλλά και των γενικότερων δυσκολιών που μπορεί να εμφανιστούν κατά την αποτίμηση τόσο του δανειακού χαρτοφυλακίου όσο και του χαρτοφυλακίου αγοραπωλησιών των τραπεζικών ιδρυμάτων από μια τοπική ή μια διεθνής κρίση. Έτσι λοιπόν, ορίζεται η επιβολή ποσοτικών περιορισμών στη σχέση των ιδίων κεφαλαίων με τα εν λόγω χαρτοφυλάκια με σκοπό τη στενότερη παρακολούθηση και επίβλεψη της πιστωτικής επέκτασης των εμπορικών τραπεζών από τις κεντρικές τράπεζες. Ιδιαίτερα στα δανειακά χαρτοφυλάκια εισάγεται ο αμεσότερος μέχρι τώρα τρόπος παρακολούθησης της αποτελεσματικότητας της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών με την τήρηση των υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων. Σε μακροοικονομικό επίπεδο η υλοποίηση της Βασιλείας ΙΙ από την Επιτροπή της Βασιλείας ΙΙ και κυρίως το κατά πόσο θα ολοκληρωθεί ομαλά σχετίζεται άμεσα με τη μορφή της τραπεζικής αγοράς στην οποία θα γίνει. Πιο συγκεκριμένα όσο πιο ολιγοπωλιακή είναι η δομή της υπό εξέταση τραπεζικής αγοράς, τόσο ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες ενός αποδοτικού ελέγχου της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών από την εποπτική αρχή. Επιπλέον η διαμόρφωση μιας αντίληψης των συνεπειών ελέγχου της Βασιλείας ΙΙ πάνω στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών είναι πιθανό να δημιουργήσει μια πολιτική εξαγορών και συγχωνεύσεων ανάμεσα στα τραπεζικά ιδρύματα, με άλλα λόγια δηλαδή, μπορεί από μόνη της η διαμόρφωση της εκ των προτέρων αντίληψης, να δημιουργήσει μια ολιγοπωλιακή δομή στην τραπεζική αγορά, ακόμα και αν αυτή αρχικά δεν υφίσταντο. 30 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδες ). Αχιλλέας Ζαπράνης (2009): Διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με το Matlab (σελίδες 44)
72 Εάν λοιπόν κάτι τέτοιο πραγματωθεί τότε είναι άκρως πιθανό να δημιουργηθούν λίγα σε αριθμό και μεγάλα δανειακά χαρτοφυλάκια. Το μέγεθος των οποίων θα είναι αυτό που θα δημιουργεί τα ίδια κεφάλαια και όχι το αντίστροφο, το οποίο ορίζει η Βασιλεία ΙΙ. Οπότε όπως είναι κατανοητό με την αναστροφή των οδηγιών του τρόπου διασύνδεσης των ίδιων κεφαλαίων ενός τραπεζικού ιδρύματος και του δανειακού χαρτοφυλακίου τους, η άσκηση της νομισματικής πολιτικής θα ήταν μάλλον αναποτελεσματική. 31 Σε τραπεζικό επίπεδο/εταιρικό επίπεδο. Όπως σε κάθε εταιρία, έτσι και σε κάθε τραπεζικό ίδρυμα η υλοποίηση των οδηγιών της Βασιλείας ΙΙ μόνο θετικά στοιχεία έχει να αποφέρει. Με την έμφαση στη σχέση μεταξύ των ιδίων κεφαλαίων και του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζικών ιδρυμάτων καθίσταται πιο ώριμη και ολοκληρωμένη η προσπάθεια διαχείρισης των ευαίσθητων στοιχείων που απαρτίζουν τις υποχρεώσεις στον τραπεζικό κλάδο. Ολοκληρώνοντας, τόσο σε επίπεδο αποτελεσματικής λειτουργίας μιας εταιρίας-μιας τράπεζας όσο και σε επίπεδο αποτελεσματικής άσκησης νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες, δύο είναι οι παράμετροι που θα πρέπει να δοθεί ιδιάζουσα προσοχή. Αρχικά, σημαντικότατο ρόλο παίζει η διαμόρφωση των επιτοκίων χορηγήσεων έχοντας λάβει φυσικά υπόψη τόσο τους παράγοντες που τα επηρεάζουν όσο και τους περιορισμούς που έχει θέσει η Βασιλεία ΙΙ. Ακολουθώντας την παραπάνω πρόταση η κάθε τράπεζα θα είχε τη δυνατότητα να περιορίσει τις μεταβολές και τη γενικότερη ευαισθησία του δανειακού της χαρτοφυλακίου, θα σταθεροποιούσε την αναμενόμενη κερδοφορία της και θα ελαχιστοποιούσε τα διάφορα είδη κινδύνου που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν είτε σε μια κρίση ή ακόμα και στην πτώχευση. Η λειτουργία με βάση ένα θεσμικό πλαίσιο δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία με ολιγοπωλιακή δομή του τραπεζικού συστήματος. Άλλωστε όσο μεγαλύτερος είναι ο ανταγωνισμός στο τραπεζικό περιβάλλον, τόσο πιο αποτελεσματικός και επιτυχημένος θα είναι ο έλεγχος από τις κεντρικές τράπεζες. Βέβαια το αν είναι επιτυχής ή όχι η συνολική προσπάθεια της Επιτροπής της Βασιλείας ΙΙ τόσο στην Ελλάδα, όσο στην Ευρωζώνη αλλά και σε κάθε οικονομία κρίνεται εκ του αποτελέσματος Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδα ). 32 Γιάννης Παναγόπουλος Γιάννης Πελετίδης, (Αθήνα 2007), Βασιλεία ΙΙ: Περιγραφή και συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα (σελίδα ). -72-
73 Έχοντας λοιπόν εξετάσει το θεσμό της Βασιλείας, τους Πυλώνες και τις Αρχές της, κρίνεται σκόπιμο να επιστρέψουμε στον πιστωτικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν τα τραπεζικά ιδρύματα κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους και να μελετήσουμε τις τεχνικές αντιμετώπισής του, καθώς οι δύο αυτές έννοιες τείνουν να μελετώνται παράλληλα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που έχει έρθει στο προσκήνιο. 4 Η διαδικασία της πιστωτικής απόφασης στον τραπεζικό δανεισμό. Η όλη διαδικασία από την αρχή έως την ολοκλήρωση της πιστωτικής απόφασης θα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη έμφαση και προσοχή στην πρόληψη, τον εντοπισμό και την ανάλυση των ενδεχόμενων προβλημάτων. Όπως είναι κατανοητό η πρόληψη αναφέρεται στο γεγονός της χορήγησης ή της μη χορήγησης της πίστωσης. Ο εντοπισμός αφορά στην εξέταση και στην παρακολούθηση της υπάρχουσας κατάστασης έτσι ώστε να εντοπιστεί μια ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής. Η ανάλυση αναφέρεται στην εύρεση λύσεων για τις προβληματικές χορηγήσεις. Παράλληλα η συλλογή, επεξεργασία και ανάλυση ποιοτικών πληροφοριών ενοποιούν και διευκολύνουν τη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, με τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών από τους δανειολήπτες μας δίνεται η ευκαιρία να εξάγουμε μια εικόνα του πελάτη στο υπόδειγμα αθέτησης πληρωμών. Έπειτα με την επεξεργασία των πληροφοριών και την ανάλυση τους μπορούμε να οδηγηθούμε στην εξαγωγή ενός συμπεράσματος για την οικονομική ισχύ του δανειολήπτη Ποιοτικά υποδείγματα. Τα τραπεζικά ιδρύματα κάθε φορά που λαμβάνουν μία αίτηση για ένα δάνειο ή για οποιοδήποτε καταναλωτικό προϊόν προχωρούν απευθείας στην αξιολόγηση του. Οι τράπεζες κάνουν χρήση της διαθέσιμης πληροφόρησης για τον υποψήφιο δανειολήπτη λαμβάνοντας υπόψη τους ποιοτικούς παράγοντες αλλά και το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην αγορά. Πιο αναλυτικά, ξεκινάνε από την μελέτη της φήμης (reputation) της εταιρίας ή του ιδιώτη. Όπως είναι αντιληπτό, για τις νέες επιχειρήσεις αυτό δρα αρνητικά και αυτός είναι ένας λόγος άλλωστε που στις νέες εισαγωγές στο χρηματιστήριο απαιτούνται υψηλότερες αποδόσεις από τις παλαιότερες. Επίσης αξιολογούν το βαθμό χρηματοοικονομικής μόχλευσης (financial -73-
74 leverage), με άλλα λόγια τη συνολική οφειλή της εταιρίας προς το συνολικό παθητικό της. Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις με υψηλά χρέη σε δάνεια και ομόλογα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αθετήσουν τις πληρωμές τους σε σχέση με παλαιότερες. Σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση παίζει και η μεταβλητότητα των εσόδων της εταιρίας, για παράδειγμα οι εταιρίες που ασκούν τη δραστηριότητα τους στο χώρο της τεχνολογίας παρουσιάζουν υψηλή μεταβλητότητα εσόδων. Η υψηλή μεταβλητότητα με τη σειρά της αυξάνει την πιθανότητα της αθέτησης πληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων. Επιπλέον, στην αξιολόγηση που πραγματοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους και την ύπαρξη ή μη υποθήκης, το ενδεχόμενο δηλαδή το δάνειο να καλύπτεται από υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που τίθεται υπό αξιολόγηση, είναι ο επιχειρηματικός οικονομικός κύκλος. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η θέση που βρίσκεται η οικονομία στον επιχειρηματικό κύκλο, είναι ύψιστης σημασίας για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής φερεγγυότητας ενός δανειζομένου. Όπως για παράδειγμα στη φάση της ύφεσης, οι εταιρίες που ασχολούνται με τα διαρκή αγαθά όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες πλήττονται περισσότερο και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αθετήσουν τις πληρωμές τους συγκριτικά με εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της παροχής μη διαρκών αγαθών όπως τα εστιατόρια. Επίσης υπό αξιολόγηση τίθεται και το επίπεδο των επιτοκίων. Όπως είναι γνωστό τα υψηλά επιτόκια σχετίζονται με υψηλό πιστωτικό κίνδυνο ενθαρρύνοντας τους δανειζόμενους να τον αναλάβουν και ταυτόχρονα μόνο τους λιγότερους φερέγγυους να δανειστούν. Όλα τα παραπάνω αξιολογούνται αφού ληφθεί σοβαρά υπόψη η κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή ο ανταγωνισμός, το ποσοστό της ανεργίας, το ισοζύγιο πληρωμών, το επίπεδο τιμών και πολλά άλλα ακόμα χαρακτηριστικά. Ολοκληρώνοντας την πιστωτική ανάλυση που διεξάγεται από ένα πιστωτικό ίδρυμα, επικεντρώνεται στην μαθηματική σχέση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά του δανειολήπτη και στην προβλεπόμενη πιθανότητα αθέτησης η οποία είναι η ακόλουθη: d = f [I, C, CF, NW, G], όπου το I συμβολίζει την ποιότητα της πληροφόρησης, το C τον χαρακτήρα, το CF το επίπεδο και τη σταθερότητα της ταμειακής ροής, το NW την πραγματική καθαρή θέση, και G τις εγγυήσεις. Έτσι καταλαβαίνουμε πως όταν ένας από τους παράγοντες επιδεινωθεί, η αναμενόμενη πιθανότητα αθέτησης πληρωμών αυξάνεται και αντιστρόφως. -74-
75 4.1.2 Η πιστωτική απόφαση στην πραγματικότητα. Η κλασσική ανάλυση αποτελείται από πέντε λέξεις με το πρώτο γράμμα τους να είναι το C, συναντάμε λοιπόν τις ακόλουθες: Ο χαρακτήρας (character), ο οποίος υποδηλώνει τη διάθεση και την προθυμία του δανειστή να προβεί στις πληρωμές του. Η ικανότητα (capacity), που αφορά στην ταμειακή ροή και εάν και κατά πόσο μπορεί να εξυπηρετεί τις χρηματικές απαιτήσεις και τα χρέη. Το κεφάλαιο (capital), το οποίο φανερώνει την ισχύ του ισολογισμού του δανειολήπτη. Το ενέχυρο (collateral), που υποδηλώνει την ασφάλεια που παρέχεται για την εγγύηση του δανείου. Οι συνθήκες (conditions), οι οποίες περιλαμβάνουν όλους τους εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι ο οικονομικός κύκλος, οι ανταγωνιστικές πιέσεις και το επίπεδο των επιτοκίων. Είναι πολύ σημαντικό το πόσο μεγάλη μεταβλητότητα και ευαισθησία παρουσιάζει ο δανειολήπτης σε αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες. Εναλλακτικά στον καταναλωτικό δανεισμό το πρότυπο των πέντε παραπάνω C, ο Rouse (1989) εισήγαγε ένα διαφοροποιημένο πλαίσιο που απευθύνεται κυρίως στον καταναλωτικό δανεισμό και προκύπτει από το ακρωνύμιο της λέξης CAMPARI. Το οποίο αναλύεται ως εξής: Character χαρακτήρας, Ability ικανότητα, Margin περιθώριο επιτοκίων αλλά και στις προμήθειες και τις αμοιβές, Purpose σκοπός της χορήγησης, Amount ποσό δανείου, Repayment πιθανότητα εξόφλησης, Insurance ασφάλιση (εγγύηση ή ενέχυρο). Στην πλειοψηφία τους τα τραπεζικά ιδρύματα συγκλίνουν στο γεγονός της υψηλής σημασίας που παίζει η φερεγγυότητα του δανειολήπτη για την έγκριση του δανείου. Η ειλικρίνεια και η φήμη του δανειζομένου μπορούν να οδηγήσουν κάθε φορά σε διαφορετικές αποφάσεις το κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Συνεπώς εάν ένας πελάτης που αιτείται ένα δάνειο εμπνέει αξιοπιστία λόγω του ότι ήταν τυπικός στις προγενέστερες πληρωμές του, είναι πολύ πιθανή και η έγκριση κάθε δανείου μελλοντικά. Από την πλευρά της η κάθε τράπεζα μπορεί να έχει πρόσβαση στις προηγούμενες συναλλακτικές και πιστοληπτικές σχέσεις του κάθε -75-
76 πελάτη τόσο με την ίδια όσο και με τις υπόλοιπες. Ο έλεγχος αυτός των προηγούμενων πιστοληπτικών σχέσεων ολοκληρώνεται κυρίως μέσω των αρχείων των τοπικών πιστωτικών υπηρεσιών όπως είναι ο Τειρεσίας αλλά και με την άμεση συνεργασία όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων. Φυσικά ο στόχος όλων των παραπάνω είναι η προστασία των τραπεζών από τους αφερέγγυους δανειολήπτες γεγονός που κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επιτυγχάνεται Ο προορισμός και η χρήση των δανειακών κεφαλαίων Αν και δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποια είναι η ανάγκη οπότε και η προτιθέμενη χρησιμοποίηση του δανείου, είθισται τα περισσότερα να προορίζονται για κεφάλαια κίνησης προκειμένου να επιτύχουν οι επιχειρήσεις αύξηση του κυκλοφοριακού ενεργητικού τους. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό τα δανειακά κεφάλαια να προορίζονται για την κάλυψη των μισθολογικών υποχρεώσεων της κάθε επιχείρησης ή για την εξόφληση καθυστερούμενων λογαριασμών προς τους προμηθευτές ή και ακόμα για αγορά παγίων και κάλυψη λειτουργικών απωλειών. Για όποιο λόγο μπορεί να προκύψει ένα δανειακό αίτημα από μία εταιρία αυτό που είναι πολύ σημαντικό, είναι να εξεταστεί αν προκύπτει από την καθυστέρηση εισπράξεων από τους πελάτες και αν αυτό είναι ένα τυχαίο γεγονός ή μια διαρκής κατάσταση. Οι οικονομικοί αναλυτές των πιστωτικών ιδρυμάτων εκτός του ότι εξετάζουν τους λόγους για τους οποίους θα χορηγηθεί ένα δάνειο, εξετάζουν και τη δυνατότητα να εξοφλείται το δάνειο μέσω των ταμειακών ροών του οφειλέτη. Γεγονός που αποτελεί την πρωτογενή πηγή προεξόφλησης. Αυτό που συντελείται δηλαδή από τον οικονομικό αναλυτή είναι η εξακρίβωση της χρονικής περιόδου πραγματοποίησης των εν λόγω χρηματικών ροών καθώς και το ενδεχόμενο να μη εισπραχθούν. Για παράδειγμα, εάν η πηγή μιας χρηματικής εισροής είναι η πώληση στοιχείων ενεργητικού και αυτή προορίζεται για την κάλυψη της δόσης ενός δανείου, αυτό το γεγονός αποθαρρύνει πολύ το τραπεζικό ίδρυμα καθώς αποτελεί μία ευκαιριακή λύση και σίγουρα δεν αποτελεί εγγύηση για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της επιχείρησης στο μέλλον. Οι δευτερογενείς πηγές προεξόφλησης χρησιμοποιούνται για την αποφυγή ενδεχόμενων απωλειών από τη μη πραγματοποίηση των απαιτούμενων ταμειακών ροών. Τέτοιες μορφές εγγυήσεων μπορεί να είναι ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο. Το ενέχυρο θα πρέπει να καλύπτει τόσο την αξία του δανείου όσο και τους οφειλόμενους τόκους αλλά και όποιο κόστος προκύψει στην τράπεζα ώστε να πραγματοποιηθεί η διαδικασία της κατάσχεσης. Ωστόσο, ο κανόνας είναι τα τραπεζικά -76-
77 ιδρύματα να αποφεύγουν την κατάσχεση υποθηκευμένων περιουσιακών στοιχείων διότι όπως προαναφέρθηκε, αυτή αποτελεί μια διαδικασία με υψηλό κόστος τόσο χρηματικά όσο και χρονικά Πηγές πληροφοριών Η ανωτέρω έρευνα που μελετήσαμε, η οποία αφορά το σκοπό του δανείου αλλά και τις πηγές προεξόφλησης (πρωτογενείς και δευτερογενείς) πραγματοποιείται από τα τραπεζικά ιδρύματα με σκοπό την εξασφάλιση επαρκών πληροφοριών για την αξιοπιστία, την προθυμία και την ικανότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη χορήγηση ενός δανείου. Υπάρχουν τρεις θεμελιώδεις πηγές πληροφοριών: Η συνέντευξη με τον υποψήφιο πελάτη, Οι εσωτερικές πηγές πληροφόρησης της τράπεζας, Οι εξωτερικές πηγές, οι οποίες είναι διαθέσιμες από οργανισμούς άλλους από αυτόν της τράπεζας. Στη διάρκεια της συνέντευξης ο υποψήφιος δανειολήπτης είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει και να παρουσιάσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα του ζητηθούν. Τα περιςσότερο κοινότυπα είναι ο ισολογισμός, η φορολογική δήλωση και τα ασφαλιστικά τεκμήρια. Επίσης, οφείλει να αναφέρει τους κύριους πελάτες της επιχείρησης, τους προμηθευτές αλλά και τις σχέσεις του με τους υπαλλήλους. Φυσικά η υπόδειξη της μορφής δανεισμού, του ύψους καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που είναι δεσμευμένα είναι κάτι που θα πρέπει να γίνεται από την αρχή του αιτήματος. Σε περίπτωση ύπαρξης προηγούμενων συναλλαγών μεταξύ των δύο μερών, οι εσωτερικές πηγές πληροφόρησης είναι οι καταλληλότερες για την παροχή στοιχείων που σχετίζονται με την προθυμία και την ικανότητα του υποψήφιου πελάτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Ο οικονομικός αναλυτής της τράπεζας οφείλει να εξετάσει όλους τους λογαριασμούς που διατηρεί ο πελάτης καθώς και όλες τις τοποθετήσεις του. Οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης περιλαμβάνουν τις διάφορες συμβουλευτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν κλαδικές μελέτες και μελέτες αγοράς και είναι σε θέση να πληροφορούν τα τραπεζικά ιδρύματα για τις τάσεις και τις εξελίξεις στους διάφορους κλάδους της οικονομίας. Επίσης περιλαμβάνουν στοιχεία από διάφορα άρθρα που δημοσιεύονται κατά καιρούς τα οποία έχουν οικονομικό και εμπορικό ενδιαφέρον αλλά και στοιχεία από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και την Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας. Όπως -77-
78 επίσης και από τις εκδόσεις των επιμελητηρίων και των διεθνών επενδυτικών οίκων και εταιριών βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Τρόποι ανάπτυξης υποδειγμάτων πιστωτικού κινδύνου Το πιστωτικό γεγονός, ή αλλιώς το γεγονός που επιφέρει ζημία σε ένα τραπεζικό ίδρυμα εμφανίζει διάφορους τρόπους ορισμού. Συνεπώς η ανάπτυξη των υποδειγμάτων του πιστωτικού κινδύνου παρουσιάζει εξειδίκευση ανάλογα με τον ορισμό του πιστωτικού γεγονότος αλλά και του πεδίου εφαρμογής του, έτσι διακρίνουμε τρεις διαφορετικές καταστάσεις: Την περίπτωση που ο πιστούχος βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης ή μη, το πιστωτικό γεγονός θεωρείται η πτώχευση του πιστούχου και η όποια ζημία πηγάζει αποκλειστικά από το γεγονός της πτώχευσης (default models). Την περίπτωση που συντρέχουν παραπάνω από μία πιστωτικές καταστάσεις, ως πιστωτικό γεγονός ορίζεται η επιδείνωση των οικονομικών στοιχείων του πιστούχου. Η εν λόγω επιδείνωση η οποία όπως προαναφέρθηκε αποτελεί το πιστωτικό γεγονός απεικονίζεται στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ταξινόμησης του πιστούχου (credit rating). Την περίπτωση το πιστωτικό γεγονός να ορίζεται ως η μείωση της αξίας της χορήγησης κατά την τιμολόγηση της σε τιμές αγοράς. (mark to market model). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ανάπτυξη του υποδείγματος εξαρτάται και τροποποιείται από το επιδιωκόμενο πεδίο εφαρμογής του. Πιο συγκεκριμένα, αν επιλέγεται η εκτίμηση του κινδύνου για κάθε πιστούχο χωριστά (stand alone risk) ή δημιουργείται μια ομάδα ομοειδών πιστούχων (στεγαστικά δάνεια), τότε το κύριο μέλημα είναι ο υπολογισμός της πιθανότητας πτώχευσης και η κατηγοριοποίηση των πιστούχων σε καλοπληρωτές ή μη. Αντίστοιχα, εάν το υπόδειγμα εφαρμόζεται στα πλαίσια ενός ευρύτερου συστήματος διαχείρισης κινδύνων, τότε επικεντρωνόμαστε στην εκτίμηση της ενδεχόμενης ζημίας για το σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ολοκληρώνοντας, πρέπει να αναφερθεί πως η διαθεσιμότητα των ιστορικών στοιχείων, ο βαθμός ανάπτυξης της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται το τραπεζικό ίδρυμα καθώς και ο χρονικός ορίζοντας λήψης αποφάσεων που πρόκειται να καλύψει το υπόδειγμα επηρεάζουν σημαντικά τις δυνατότητες εξειδίκευσης του. -78-
79 4.1.6 Μοντέλα βαθμολόγησης φερεγγυότητας (credit scoring models). Τα μοντέλα βαθμολόγησης φερεγγυότητας ανήκουν στην κατηγορία των ποσοτικών μοντέλων. Πρόκειται για μοντέλα που χρησιμοποιούν τα χαρακτηριστικά του πιστούχου με την προοπτική είτε να καταλήξουν στον προσδιορισμό ενός αριθμού (score) που υποδεικνύει την πιθανότητα αθέτησης των πληρωμών είτε να κατηγοριοποιήσουν τους δανειζόμενους με βάση την πιστοληπτική τους φερεγγυότητα. Στην Εικόνα 2: Credit Score παρουσιάζεται η αξιολόγηση και η τιμολόγηση των πιστώσεων με βάση τα μοντέλα Credit scoring. Εικόνα 2: Credit Score Πηγή: Η χρήση των μοντέλων βαθμολόγησης φερεγγυότητας απαιτεί από τη διοίκηση να διακρίνει τους οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δείκτες προσδιορισμού του κινδύνου. Τα διάφορα οικονομικά και χρηματοοικονομικά χαρακτηριστικά των δανειοληπτών δίνουν στη διοίκηση του τραπεζικού ιδρύματος τη δυνατότητα να ορίσουν ποιοι παράγοντες είναι σημαντικοί στην ερμηνεία του πιστωτικού κινδύνου, να αξιολογήσουν τη σημασία αυτών των παραγόντων, να προβούν σε βελτιωμένη τιμολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, να μη δεχτούν αφερέγγυους δανειστές και τέλος να πραγματοποιήσουν προβλέψεις που ενδεχομένως χρησιμοποιηθούν σε μελλοντικές δανειακές απώλειες. -79-
Εισαγωγή στη διαχείριση κινδύνου
Εισαγωγή στη διαχείριση κινδύνου Αχιλλέας Ζαπράνης Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Η έννοια του κινδύνου Ο κίνδυνος δεν είναι ούτε μονοδιάστατη, ούτε επαρκώς προσδιορισμένη
ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ενότητα 6: Διαχείριση Διεθνούς Δραστηριότητας Τραπεζών Μιχαλόπουλος Γεώργιος Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,
Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου
Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου Ενότητα 1: Διαχείριση Ρίσκου Διδάσκων: Συμεών Καραφόλας Τμήμα: Λογιστικής και Χρηματοοικονομικών 2 Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative
Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.
Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.2010 και την Απόφαση 26/606/22.12.2011 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009
Αποτελέσματα Εννεαμήνου Καθαρά κέρδη 111εκ. το Γ τρίμηνο, αυξημένα κατά 26,6% έναντι του Β τριμήνου Αύξηση προ προβλέψεων κερδών στο τρίμηνο κατά 6,4% σε 414εκ., ιστορικά τα υψηλότερα σε τριμηνιαία βάση
Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.
Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.2010 και την Απόφαση 26/606/22.12.2011 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα 1.1 Ροή των χρηματικών πόρων...20 1.1.1 Άμεση χρηματοδότηση...20 1.1.2 Έμμεση χρηματοδότηση...22 1.2 Μορφές χρηματοοικονομικών οργανισμών...23 1.2.1 Οργανισμοί που
Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009
Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009 Καθαρά κέρδη 81εκ. έναντι 5εκ. το προηγούμενο τρίμηνο Αύξηση χορηγήσεων κατά 12% και καταθέσεων κατά 17% σε ετήσια βάση Βελτίωση δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις στο 114%
Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009
Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009 Αύξηση καθαρών κερδών σε 88εκ., 9% υψηλότερα σε σχέση με το Α τρίμηνο Διπλασιασμός οργανικών κερδών σε 61εκ. το Β τρίμηνο, από 33εκ. το Α τρίμηνο Αύξηση χορηγήσεων Ομίλου προς
Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών
Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Ενότητα 1: Εφαρμογή των αρχών του Μάρκετινγκ στον χρηματοπιστωτικό τομέα Δρ. Καταραχιά Ανδρονίκη Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό
Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα Έτους 2009
1 Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα Έτους 2009 23 Μαρτίου 2010 ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΙ Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Σημαντική ενίσχυση των προβλέψεων κατά 825,3εκ. (2008 204,2εκ.)
Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010
Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010 Βελτίωση δεικτών ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας του Ομίλου παρά τη δυσμενή συγκυρία Καθαρά κέρδη 105εκ. 1 το εννεάμηνο του 2010, μειωμένα κατά 62% έναντι της αντίστοιχης
Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.
Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ. Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια της NEW MELLON ASSET AND WEALTH MANAGEMENT Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαμβάνει καθώς και τη διαχείρισή
Διαχείριση Κινδύνου Risk Management
Διαχείριση Κινδύνου Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Ο κίνδυνος είναι εμφανής σε όλες τις δραστηριότητες, όλων των οργανισμών ανεξάρτητα από το σκοπό και από την διάρθρωση των λειτουργιών του Οι επιχειρήσεις είναι
Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις
Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις Παναγιώτης Θ. Καπόπουλος ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ Emporiki Bank Κανονιστικό πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας
EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΛΙΔΑ Ενοποιημένη κατάσταση αποτελεσμάτων και λοιπών συνολικών εσόδων 1 Ενοποιημένη κατάσταση χρηματοοικονομικής θέσης 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ 1 Τι είναι ο κίνδυνος; Ως κίνδυνος εκλαμβάνεται η κατάσταση η οποία θέτει ένα ποσοστό απειλής για τη ζωή, την υγεία,την ιδιοκτησία ή το περιβάλλον Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τους
Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2008
Αθήνα, 30 Οκτωβρίου Αποτελέσματα Εννεαμήνου Αύξηση Καθαρών Κερδών Ομίλου κατά 4,6% σε 647εκ., παρά τις αντίξοες συνθήκες στο παγκόσμιο τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα Ενίσχυση Οργανικών Κερδών κατά
του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΞΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΔΙΕΘΝΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: H ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115
Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα Ανάλυση Λογιστικών Καταστάσεων Ενότητα #4: Χρηματοοικονομικοί Αριθμοδείκτες (Αριθμοδείκτες Βιωσιμότητας) Πέτρος Καλαντώνης Επίκουρος
Αποτελέσματα Έτους 2011
Αποτελέσματα Έτους 2011 Ικανοποιητικά Λειτουργικά Αποτελέσματα (- 29εκ.) το 2011, παρά τη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας Συνολικές Ζημιές Μετά από Φόρους 5,5δισ., εκ των οποίων 4,6δισ. από το PSI
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Β01: ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ 1 ΣΥΝΟΛΟ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ Δ.Κ.Ε. 1.1 ΒΑΣΙΚΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1.1.1 Κεφάλαια (εποπτικά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ Εισαγωγή Ο σκοπός της διαχείρισης του ενεργητικού και παθητικού μιας τράπεζας είναι η μεγιστοποίηση του πλούτου των μετόχων. Η επίτευξη αυτού
V. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ
V. Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ Η εισαγωγή του Ευρώ αναμένεται ότι θα εντείνει τις ανταγωνιστικές πιέσεις στον ευρωπαϊκό τραπεζικό χάρτη, θα επιταχύνει
TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ
TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ 31/12/2011 1.Στόχοι και πολιτικές διαχείρισης κινδύνων Οι στόχοι και οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνων
Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του
Χρήµα ιδακτικοί στόχοι Κατανόηση της λειτουργίας του χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήµατος σε µια οικονοµία. Οι λειτουργίες
Στοιχεία Επιχειρηματικότητας ΙΙ
Στοιχεία Επιχειρηματικότητας ΙΙ Νικόλαος Μυλωνίδης Απρίλιος 2007 1 Η έννοια του Επιχειρηματία Αναλαμβάνει δράση Συνδυάζει καινοτομικά και δημιουργικά τους συντελεστές της παραγωγής Παράγει προϊόντα και
Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ Μελέτη του ΔΝΤ για 17 χώρες του ΟΑΣΑ επισημαίνει ότι για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του πρωτογενούς πλεονάσματος, το ΑΕΠ μειώνεται κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες και
Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα
Περιεχόμενα 9 Περιεχόμενα Εισαγωγή... 15 1. Οικονομικές και Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις... 21 2. Χρηματοπιστωτικό Σύστημα... 31 2.1. Ο Ρόλος και οι λειτουργίες των κεντρικών τραπεζών... 31 2.2. Το Ελληνικό
Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση
Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση 1 Χρηματοοικονομική ανάλυση Χρηματοοικονομική Ανάλυση είναι η ανάλυση που σκοπός της είναι: ο προσδιορισμός των δυνατών
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 28.11.2016 COM(2016) 856 final ANNEX 1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση
Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2008
Αθήνα, 6 Μαΐου 2008 Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2008 Αύξηση Καθαρών Κερδών Ομίλου κατά 5,7% σε 215εκ. Ενίσχυση Οργανικών προ φόρων Κερδών κατά 24,2% σε 234εκ. Πενταπλασιασμός Κερδών από τη «Νέα Ευρώπη» σε
Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.
Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια του Ομίλου της Εταιρίας THETIS CAPITAL Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαμβάνει καθώς και τη διαχείρισή τους, δημοσιοποιούμενες σε εφαρμογή
Επίπτωση στις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Τραπεζών βάσει του Νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) ως προς τις Μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις
Επίπτωση στις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Τραπεζών βάσει του Νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) ως προς τις Μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις ΜΑΡΤΙΟΣ 2007 1 Εισαγωγή στις Μ.Μ.Ε. Οι Μ.Μ.Ε αποτελούν θεμελιώδη
Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2012
Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2012 Ανακεφαλαιοποίηση 4δισ. από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με το Δείκτη Συνολικής Κεφαλαιακής Επάρκειας να διαμορφώνεται στο 9,0% και αντίστοιχη βελτίωση της ρευστότητας
Επιτόκια Προθεσμιακών Καταθέσεων 31/12/12 31/03/13 30/06/13 30/09/13 31/12/13 Ετήσια. μεταβολή σε μονάδες βάσης Τριμηνιαία μεταβολή
Ετήσια Αποτελέσματα Ομίλου GENIKI Bank Παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία το και ένα χρόνο μετά την επιτυχή ένταξή της στον Όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς, η GENIKI Bank βελτίωσε σταδιακά το λειτουργικό
Βασικά Χαρακτηριστικά
Βασικά Χαρακτηριστικά Η οικονομία της Κύπρου μπορεί να χαρακτηριστεί, γενικά, ως μικρή, ανοικτή και δυναμική, με τις υπηρεσίες να αποτελούν την κινητήριο δύναμή της. Με την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή
Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2009
26Αυγούστου 2009 Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2009 Καθαρά κέρδη Ομίλου: 71,3εκ. (+1,8%), Τράπεζα: 84,7 (+56,9%) Διατήρηση υψηλών ρυθμών αύξησης χορηγήσεων (22,9% έναντι 7,6% της
Οικονομικά Στοιχεία Α Τριμήνου 2017
Οικονομικά Στοιχεία Α Τριμήνου 2017 Καθαρά Κέρδη 37εκ. το Α τρίμηνο 2017, εκ των οποίων 29εκ. από τις διεθνείς δραστηριότητες Οργανικά κέρδη προ προβλέψεων αυξημένα κατά 9,6% σε ετήσια βάση Νέα μη εξυπηρετούμενα
Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld
Paul Krugman Maurice Obsfeld Διεθνής Οικονομική Κεφάλαιο 21 Η Διεθνής Αγορά Κεφαλαίου και τα κέρδη από το Εμπόριο Διεθνής Τραπεζική Λειτουργία και Διεθνής Κεφαλαιαγορά Φιλίππου Ευαγγελία Α.Μ. 1207 Μ069
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή.. 2. Στόχοι και πολιτικές διαχείρισης κινδύνων
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «MARPRO ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ΑΡ.Μ.Α.Ε /004/Β/09/0100 ΠΡΟΣ ΤΗΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «MARPRO ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ΑΡ.Μ.Α.Ε. 68247/004/Β/09/0100 ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ 2016 (1/1/2016
Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε
Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε 31.12.2013 Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας Συν. Π. Ε. 1 / 6 Κεφαλαιακή Επάρκεια και Αναλαμβανόμενοι Κίνδυνοι Α. Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Σύστηµα Αξιολόγησης Κινδύνων Στα πλαίσια της πρακτικής εφαρµογής της ιαδικασίας Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP), όπως προκύπτει από την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
Παραθέτουμε ένα ΕΛΑΧΙΣΤΟΤΑΤΟ ΔΕΙΓΜΑ από πιθανά θέματα για τον Γραπτό Διαγωνισμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Στα πλαίσια της φροντιστηριακής προετοιμασίας μας οι υποψήφιοι θα έχουν την δυνατότητα να
Επιπλέον, το ιοικητικό Συµβούλιο, ορίζει Υπεύθυνο ιαχείρισης Κινδύνων µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες.
ηµοσιοποίηση πληροφοριών εποπτικής φύσεως της ΠΕΝΤΕ ΕΚΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., σε εφαρµογή της απόφασης 9/459/27.12.2007 του.σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Σύµφωνα µε το Άρθρο 3 της Απόφασης 9/459/27.12.2007
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες: α Πραγματοποιούνται ειδικού τύπου συναλλαγές. β Γίνεται η έκδοση των
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες: α Πραγματοποιούνται ειδικού τύπου συναλλαγές. β Γίνεται η έκδοση των
ΟτραπεζικόςτομέαςστηνΚύπρο
ΟτραπεζικόςτομέαςστηνΚύπρο Επίκαιρα ζητήματα και προκλήσεις Μιχάλης Καμμάς Οικονομολόγος Πανεπιστήμιο Κύπρου 15 Φεβρουαρίου 2012 1 1. Ιδιοκτησία Τραπεζών και ο ρόλος τους στην οικονομία 2. Σύνθεση του
Χρηματοοικονομική Διοίκηση ΙΙ
Χρηματοοικονομική Διοίκηση ΙΙ Σύνολο- Περιεχόμενο Μαθήματος Ζιώγας Ιώαννης Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons.
ΟΜΙΛΙΑ κ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΑΜΒΑΚΑΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ 21 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2009
ΟΜΙΛΙΑ κ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΑΜΒΑΚΑΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ 21 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2009 Φίλες και Φίλοι Χαίρομαι που σας καλωσορίζω ξανά σ αυτό τον χώρο, μετά από πεντέμισι περίπου χρόνια. Ο Βασίλης και
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η Κεντρική Τράπεζα. του Σαράντη Λώλου
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η Κεντρική Τράπεζα του Σαράντη Λώλου Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή...1 2. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα...3 3. Η Κεντρική Τράπεζα...4
Κεφαλαιακή Επάρκεια και Αναλαμβανόμενοι Κίνδυνοι
Κεφαλαιακή Επάρκεια και Αναλαμβανόμενοι Κίνδυνοι Α. Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα της γενικότερης πολιτικής Διαχείρισης Κινδύνων της Συνεταιριστικής Τράπεζας Καρδίτσας Συν.Π.Ε., το οποίο δημοσιεύεται
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1. Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες: 1) Πραγματοποιούνται ειδικού τύπου συναλλαγές. 2) Γίνεται η έκδοση των
ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ Κύριοι Μέτοχοι, Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 σας υποβάλλουμε την παρούσα Έκθεση Διαχειρίσεως
ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Περίληψη. της εκτίμησης των επιπτώσεων που συνοδεύει. την πρόταση
EL EL EL ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Περίληψη της εκτίμησης των επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας
Αποτελέσματα Έτους 2009
Αποτελέσματα Έτους 2009 Καθαρά κέρδη Ομίλου 362εκ. 1 το 2009 (-45% έναντι του 2008) Κέρδη Δ τριμήνου 82εκ. ή 25εκ. μετά την έκτακτη φορολογική εισφορά των 57εκ. Σταθερά κέρδη προ προβλέψεων 1,6δισ. Μείωση
Αποτελέσματα Έτους 2008
Αθήνα, 4 Μαρτίου 2009 Αποτελέσματα Έτους 2008 Αύξηση Καταθέσεων Πελατών κατά 26,3% σε 45,7δισ. Αύξηση Χορηγήσεων κατά 22,4% σε 57,1δισ. - Ενίσχυση υπολοίπων δανείων προς ελληνικές επιχειρήσεις άνω των
Αποτελέσματα Έτους 2012
Αποτελέσματα Έτους Αύξηση καταθέσεων κατά 2,7δισ. το Β εξάμηνο του και μείωση εξάρτησης από το Ευρωσύστημα κατά 13δισ. τους τελευταίους 8 μήνες. Το σύνολο καταθέσεων εξωτερικού υπερέβη το σύνολο των δανείων.
Ελεγμένα Οικονομικά Αποτελέσματα έτους 2015 της Alpha Bank Cyprus Ltd [ ]
Ελεγμένα Οικονομικά Αποτελέσματα έτους 2015 της Alpha Bank Cyprus Ltd [26.4.2016] Κύριες εξελίξεις - Ισχυρή Κεφαλαιακή Θέση με δείκτη κεφαλαίων Κοινών Μετοχών Κατηγορίας Ι (CET Ι) 17,5% την 31.12.2015
Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα
Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα 1 Αντικείµενο Διεθνούς Μακροοικονοµικής Η διεθνής µακροοικονοµική
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ Η ΤΡΑΠΕΖΑ Επιχείρηση που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές συναλλαγές Σκοπός είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους Μέσω της διαφοράς ανάμεσα σε επιτόκιο δανεισμού
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 2008 ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ATTICA BANK. Κέρδη 12,61 εκατ. ευρώ μετά από φόρους Σύνολο ενεργητικού 4,52 δις.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 2008 ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ATTICA BANK Κέρδη 12,61 εκατ. ευρώ μετά από φόρους Σύνολο ενεργητικού 4,52 δις. ευρώ Ο Όμιλος Attica Bank παρά τις πρωτοφανείς συνθήκες που
Ομιλία «Economist» 11/05/2015. Κυρίες και Κύριοι,
Ομιλία «Economist» 11/05/2015 Κυρίες και Κύριοι, Μετά από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης, το 2014, η Ελληνική οικονομία επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς, οι οποίοι μπορούν να ενισχυθούν. Παράλληλα, διαφαίνονται προοπτικές
ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Η σκίαση αφορά τις γραμμές οι οποίες δεν θα συμπληρώνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Διεθνείς Επενδύσεις & Διεθνές Εμπόριο
Διεθνείς Επενδύσεις & Διεθνές Εμπόριο Ενότητα 1: Εισαγωγή: Η διεθνοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας Το ισοζύγιο πληρωμών και τα επιμέρους συστατικά του Γεώργιος Μιχαλόπουλος Άδειες Χρήσης Το παρόν
Κατευθυντήριες γραμμές
EBA/GL/2015/05 07.08.2015 Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαπίστωση του πότε η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων υπό συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορεί να έχει δυσμενείς
Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες
Μυρτώ - Σμαρώ Γιαλαμά Α.Μ.: 1207 Μ 075 Διεθνής Πολιτική Οικονομία Μάθημα: Γεωπολιτική των Κεφαλαιαγορών Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες 1. Τι είναι η παγκόσμια αγορά συναλλάγματος;
Οικονομικά Στοιχεία Β Τριμήνου
1 Οικονομικά Στοιχεία Β Τριμήνου 2016 1 Καθαρά Κέρδη 46εκ. το Β τρίμηνο και 106εκ. το Α εξάμηνο 2016 Αύξηση καθαρών εσόδων από τόκους κατά 1,3% έναντι του Α τριμήνου σε 388εκ. Αύξηση εσόδων από προμήθειες
Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 30.5.2012 COM(2012) 301 final Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με την εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα
ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/
ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/16.10.2017 Θέμα: Υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τον καθορισμό ορίων για ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού
Οικονομικά Στοιχεία A Τριμήνου
1 Οικονομικά Στοιχεία A Τριμήνου 2016 1 Επιστροφή στην κερδοφορία για 1 η φορά μετά το Γ τρίμηνο 2011 - Καθαρά Κέρδη 60εκ. Καθαρά κέρδη από τις διεθνείς δραστηριότητες 27εκ. Αύξηση καθαρών εσόδων από τόκους
Ομιλία κ. Γιώργου Ζανιά Προέδρου Δ.Σ Eurobank. Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση Τράπεζας Eurobank Ergasias SA
Ομιλία κ. Γιώργου Ζανιά Προέδρου Δ.Σ Eurobank Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση Τράπεζας Eurobank Ergasias SA Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019 1 Κυρίες και Κύριοι μέτοχοι, Μετά από μια οδυνηρή δεκαετία, νέα δεδομένα
Οικονομικά Στοιχεία Γ Τριμήνου 2016
Οικονομικά Στοιχεία Γ Τριμήνου 2016 Καθαρά Κέρδη 85εκ. το Γ τρίμηνο και 192εκ. το εννεάμηνο 2016 Αύξηση καθαρών εσόδων από τόκους κατά 0,3% έναντι του B τριμήνου σε 389εκ. Αύξηση εσόδων από προμήθειες
C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 13.4.2017 ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 4ης Απριλίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή κοινών προδιαγραφών κατά την άσκηση από τις εθνικές
ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΟΜΗΣ & ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Specisoft www.specisoft.gr ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΔΟΜΗΣ & ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Επισκεφθείτε το Management Portal της Specisoft: Business Game, Manager s Tools, Case Studies, Consulting,
Ομιλία κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. στην εκδήλωση του Economia Business Tank. και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. με θέμα :
Ομιλία κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου στην εκδήλωση του Economia Business Tank και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με θέμα : «Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και η Ελλάδα» Αμφιθέατρο Μεγάρου Καρατζά, Αιόλου 82-84
Αποτελέσματα Ομίλου ΕΤΕ: α τρίμηνο 2012
Αποτελέσματα Ομίλου ΕΤΕ: α τρίμηνο 2012 Κεφαλαιακή Επάρκεια: Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώνεται στο 8,1% μετά την καταβολή από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κεφαλαιακής
І. Αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τους σκοπούς και την πολιτική του επενδυτικού μεσολαβητή σε σχέση με τη διαχείριση των κινδύνων.
Μετάφραση από βουλγάρικη γλώσσα ΕΜ «ΓΚΛΟΜΠΑΛ ΜΑΡΚΕΤΣ»ΑΕ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 142, ΠΑΡ.3 ΚΑΙ 4, ΑΡΘΡΟΥ 150 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 35 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ
ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ενότητα 9: Σύγχρονα Προβλήματα στη Διεθνή Τραπεζική (2) Μιχαλόπουλος Γεώργιος Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης Creative Commons. Για εκπαιδευτικό υλικό, όπως εικόνες,
Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.
Κεφάλαιο 3ο Χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων 3.1. Η φύση και ο ρόλος της χρηματοδότησης 3.1.1 Γενικά Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες. Η 1 η έχει ως στόχο την απόκτηση
Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ
Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ Με το Ν. 3601/2007 και τις Αποφάσεις 1 έως 9/459/27.12.2007 της Κεφαλαιαγοράς (9 Αποφάσεις) θεσπίστηκαν νέοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας για
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 1 ΣΥΝΟΛΟ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ Δ.Κ.Ε. 1.1 ΒΑΣΙΚΑ ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1.1.1 Κεφάλαια (εποπτικά αναγνωριζόμενα) 1.1.1*** εκ των οποίων:
Οικονομικά Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2015 της Alpha Bank Cyprus Ltd
Οικονομικά Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2015 της Alpha Bank Cyprus Ltd Τα Οικονομικά Αποτελέσματα της Alpha Bank Cyprus Ltd του εννεαμήνου 2015 εμφάνισαν ζημίες μετά από φόρους ύψους Ευρώ 6,8 εκατ. σε σύγκριση
Εάν το ποσοστό υποχρεωτικών καταθέσεων είναι 25% και υπάρξει μια αρχική κατάθεση όψεως 2.000 σε μια εμπορική Τράπεζα, τότε η μέγιστη ρευστότητα που μπορεί να δημιουργηθεί από αυτή την κατάθεση είναι: Α.
Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση
Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση Αλεξόπουλος Γιώργος Μάιος-Ιούνιος 2013 1 - Ορισμός - οικονομική θέση, - ενδιαφερόμενοι, - λήψη αποφάσεων 2 1 Τι είναι η Χρηματοοικονομική Ανάλυση; Τι Σχέση έχει
Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί
Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά Η Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε. (η «Τράπεζα») συμμορφούμενη με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης προϊόντων (product governance) που αναφέρονται στην
ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια της Εταιρίας μας, τους κινδύνους που αναλαμβάνει καθώς και τη διαχείρισή τους. ( δημοσιοποιούμενες
λειτουργίες της Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Κεντρική Τράπεζα Ρόλος και λειτουργίες της Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ Εισαγωγή Η κορυφή της πυραμίδας του τραπεζικού συστήματος. Επιτελεί διαφορετικό ρόλο από
Σύντομος πίνακας περιεχομένων
Σύντομος πίνακας περιεχομένων Πρόλογος 15 Οδηγός περιήγησης 21 Πλαίσια 24 Ευχαριστίες της ενδέκατης αγγλικής έκδοσης 27 Βιογραφικά συγγραφέων 28 ΜΕΡΟΣ 4 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ 29 15 Εισαγωγή στη μακροοικονομική
Κύριοι Μέτοχοι, 1. Γενικά Πληροφοριακά Στοιχεία :
ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ «ΒΙΟΤΡΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Β.Ε.Ε.»ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΗΣ
Οικονομικά Αποτελέσματα Alpha Bank Cyprus Ltd α εξαμήνου 2015
Οικονομικά Αποτελέσματα Alpha Bank Cyprus Ltd α εξαμήνου 2015 Τα Οικονομικά Αποτελέσματα της Alpha Bank Cyprus Ltd του α εξαμήνου 2015 εμφάνισαν ζημίες μετά από φόρους ύψους Ευρώ 15,1 εκατ. σε σύγκριση
Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2008
Αθήνα, 30 Ιουλίου 2008 Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2008 Αύξηση Καθαρών Κερδών Ομίλου κατά 7% σε 436εκ. Ενίσχυση Οργανικών Κερδών κατά 21,2% Τετραπλασιασμός Κερδών από τη «Νέα Ευρώπη» σε 83εκ. Αύξηση Συνολικών
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: 31.12.
ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: 31.12.2014 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2015 Τα παρόντα στοιχεία δημοσιοποιούνται
Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;
Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ; Από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με χαμηλά επίπεδα επενδύσεων. Απαιτούνται
Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2010
Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2010 Καθαρά κέρδη Ομίλου 95εκ. 1 το Α εξάμηνο 2010, μειωμένα κατά 44% έναντι του 2009. Κέρδη Β τριμήνου 34εκ. Βελτιωμένα κέρδη από την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη 12εκ. το
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «ΔΗΜ.ΑΘ.ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.» ΑΡ. Μ.Α.Ε ΕΩΣ
ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «ΔΗΜ.ΑΘ.ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.» ΑΡ. Μ.Α.Ε. 23604/06/Β/91/18 ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ 01.01.2014 ΕΩΣ 31.12.2014 Κύριοι
ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017
EL ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 4ης Απριλίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή κοινών προδιαγραφών κατά την άσκηση από τις εθνικές αρμόδιες αρχές ορισμένων δικαιωμάτων και διακριτικών
1 Ιανουαρίου 31 Μαρτίου Όμιλος Ανώνυμης Εταιρίας Τσιμέντων Τιτάν Συνοπτική Οικονομική Ενημέρωση
1 Ιανουαρίου 31 Μαρτίου 2019 Σύνοψη Ενδιάμεσης Ενοποιημένης Κατάστασης Αποτελεσμάτων Για το τρίμηνο που έληξε την 31/3 2019 2018 Κύκλος εργασιών 362.704 322.469 Κόστος πωλήσεων -280.928-244.721 Μικτά
Σύντομος πίνακας περιεχομένων
Σύντομος πίνακας περιεχομένων Πρόλογος 19 Οδηγός περιήγησης 25 Πλαίσια 28 Ευχαριστίες της ενδέκατης αγγλικής έκδοσης 35 Βιογραφικά συγγραφέων 36 ΜΕΡΟΣ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 37 1 Η οικονομική επιστήμη και η οικονομία