Τίτλος διδακτορικής διατριβής

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "Τίτλος διδακτορικής διατριβής"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Βιολογίας Τομέας Οικολογίας Τίτλος διδακτορικής διατριβής «Χωρικά και πληθυσμιακά πρότυπα του Αετομάχου (Lanius collurio) ως δείκτης αλλαγών χρήσεων γης Ρήγας Τσιακίρης Ιωάννινα 2009

2 Επταμελής Εξεταστική Επιτροπή: Επιβλέπων: Σγαρδέλης Στέφανος, καθηγητής του Τομέα Οικολογίας, στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Γκούτνερ Βασίλειος, καθηγητής του Τομέα Ζωολογίας, στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής * Δημόπουλος Παναγιώτης, καθηγητής του Τμήματος Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων στη Σχολή Διαχείρισης Φυσικών Πόρων και Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Παντής Ιωάννης, καθηγητής του Τομέα Οικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Στάμου Γιώργος, καθηγητής του Τομέα Οικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Halley John, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών στη Σχολή Επιστημών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διαμαντόπουλος Ιωάννης, επίκουρος καθηγητής του Τομέα Οικολογίας στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Καλλιμάνης Αθανάσιος, λέκτορας του Τμήματος Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων στη Σχολή Διαχείρισης Φυσικών Πόρων και Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων *Λόγω εκπαιδευτικής αδείας στο εξωτερικό δεν συμμετείχε στην επταμελή εξεταστική επιτροπή 2

3 Περιεχόμενα ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... 6 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι αγροτικές δραστηριότητες και βιοποικιλότητα αγροοικοσυστημάτων Η ορνιθοπανίδα των αγροοικοσυστημάτων Ευρώπης και Μεσογείου Οι σύγχρονες αλλαγές στον αγροτικό τομέα και η ορνιθοπανίδα της ΕΕ Η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής Η εγκατάλειψη οριακών αγροτικών εκτάσεων Αειφορική διαχείριση αγροτικών περιοχών και αγροπεριβαλλοντικά μέτρα Τα πουλιά ως «δείκτες αειφορικής χρήσης» στην Ευρωπαϊκή Ένωση Εστιάζοντας στον Αετομάχο: Γιατί επιλέχθηκε η μελέτη του είδους; Εξάπλωση και πληθυσμιακή κατάσταση του Αετομάχου στην Ευρώπη Ο Αετομάχος σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές της Ευρώπης Η κατάσταση των αγρολιβαδικών οικοσυστημάτων στην Ελλάδα και η ορνιθοπανίδα τους Η επιλογή του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου και των οροπεδίων Ζαγορίου ως περιοχή μελέτης Στόχοι της μελέτης ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα οροπέδια του Κεντρικού Ζαγορίου και η ορνιθοπανιδα τους Περίληψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Γενικός προσανατολισμός Κλιµατικές συνθήκες Γεωλογία, πετρογραφικές συνθήκες Φυτικές διαπλάσεις και επικρατούσες χρήσεις γης Βιοποικιλότητα της περιοχής μελέτης Καθεστώς Προστασίας: από τον Εθνικό Δρυμό Βίκου Αώου στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Συνοπτική ανασκόπηση της ορνιθοπανίδας των οροπεδίων Ζαγορίου Αναλυτική παρουσίαση της ορνιθοπανίδας των τριών οροπεδίων Ζαγορίου Αξιολόγηση της ορνιθοπανίδας των οροπεδίων: Σπανιότητα, Καθεστώς Απειλής και Νομικό Καθεστώς Διατήρησης ΣΥΖΗΤΗΣΗ

4 2.6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Επιλογή µικροενδιαιτηµάτων αναπαραγωγής των κοινών ειδών αγροτικών πουλιών στα οροπέδια Κεντρικού Ζαγορίου Περίληψη Επιλογή ενδιαιτήματος των πουλιών και δομή της βλάστησης στα πουλιά ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Καταγραφή των πουλιών Επιλογή «επιφανειών πουλιών» και «τυχαίων» επιφανειών Καταγραφή της κατηγορίας ενδιαιτήματος και χρήσης γης Τρόπος επιλογής «επιφανειών παρουσίας» και «επιφανειών απουσίας» Στατιστική ανάλυση των δεδομένων πεδίου ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Είδη με δυσμενές καθεστώς διατήρησης στην Ευρώπη (SPEC) Γενικές κατηγορίες βιοτόπων Λογιστική παλινδρόμηση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων και τη δομή της βλάστησης Δέντρα παλινδρόμησης ΣΥΖΗΤΗΣΗ Γενικός σχολιασμός Βοσκότοποι, αγραναπαύσεις, ημι-φυσικά λιβάδια και αναδασμοί Σύγχρονα γεωργικά τοπία και αγροτικές υποδομές Χαρακτηριστικά των μικρο-ενδιαιτημάτων και η δομή της ξυλώδους βλάστησης Άμεσες ανθρωπογενείς επιδράσεις στον βιότοπο των πουλιών ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Γενική κριτική στη μεθοδολογία Προτεραιότητες για έρευνα και διαχείριση ΚΕΦΑΛΑΙΟ Πληθυσμιακά και χωρικά πρότυπα και η αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε σχέση με τις σύγχρονες χρήσεις γης Περίληψη Χωρικά πρότυπα ειδών και το πρόβλημα της κλίμακας ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Απογραφή της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του Αετομάχου Βιβλιογραφική ανασκόπηση μεθόδων απογραφής του Αετομάχου Χαρτογράφηση επικρατειών Μεθοδολογία απογραφής της αναπαραγωγής του Αετομάχου με την χρήση φορητού Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών Εντοπισμός, παρακολούθηση και χαρτογράφηση επικρατειών

5 Εντοπισμός φωλιών και εκτίμηση αναπαραγωγικής επιτυχίας Ανάλυση κλίμακας και χαρτογραφικά δεδομένα Χαρτογραφικά δεδομένα και υπόβαθρα Ανάλυση κλίμακας Δεδομένα υποβάθρου ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Αναπαραγωγικά δεδομένα του Αετομάχου στα οροπέδια Ζαγορίου Θέση των φωλιών Σχέση αναπαραγωγικής επιτυχίας με έκταση επικράτειας Χωρικές μεταβλητές και ανάλυση κλίμακας ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε σχέση με τις ιστορικές αλλαγές του αγροτικού τοπίου Περίληψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ιστορικότητα του τοπίου και βιοποικιλότητα Οικολογική ιστορία του Ζαγορίου Συνοπτική ιστορία των αλλαγών των χρήσεων γης στα οροπέδια Ζαγορίου πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Δημιουργία χαρτογραφικών υποβάθρων για την μελέτη της ιστορίας του τοπίου Επιλογή κλίμακας μέτρησης των χαρακτηριστικών του τοπίου Στατιστική ανάλυση και επεξεργασία των χωρικών μεταβλητών ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΨΗ Ενδιαιτήματα των κοινών αγροτικών πουλιών και οι χρήσεις γης Εφαρμογές στην ενεργό διαχείριση Προτεραιότητες στην έρευνα και εφαρμογή ειδικών διαχειριστικών πρακτικών ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

6 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η μελέτη της ορνιθοπανίδας της Ηπείρου αποτέλεσε το ιδιαίτερο αντικείμενο του ενδιαφέροντός μου εδώ και σχεδόν 20 χρόνια όταν πρωτοξεκίνησα τις επισκέψεις στα βαθύσκια δάση και τα επιβλητικά φαράγγια της περιοχής, ψάχνοντας για την «άγρια φύση» των ντοκιμαντέρ των παιδικών μου χρόνων. Η εκπληκτική σκηνική μεγαλοπρέπεια του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου μαγνήτισε κατευθείαν το ενδιαφέρον μου και καθόρισε μετέπειτα την επιλογή της πτυχιακή μου εργασίας ως φοιτητή της Δασολογίας και του Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, η οποία διήρκησε σχεδόν 3 χρόνια ολιγοήμερων αλλά περιπετειωδών επισκέψεων στην περιοχή του φαραγγιού του Αώου. Την εποχή εκείνη πετούσαν ακόμη στις βουνοκορφές του Ζαγορίου τα εξαφανισμένα σήμερα Όρνια και ο ακριβοθώρητος Γυπαετός. Όμως εγώ χωμένος μέσα στα απέραντα δάση συνειδητοποιούσα σιγά σιγά όλο και περισσότερο ότι η «φύση» εδώ είχε σμιλευτεί αιώνες μαζί με τον άνθρωπο, ότι το «άγριο» ήταν τελικά «ήμερο» και «εξημερωμένο» και ότι οι παραδοσιακές δραστηριότητες, που χάνονταν γρήγορα με την επέλαση του σύγχρονου πολιτισμού, είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο τοπίο, στα είδη και την βιοποικιλότητα της περιοχής. Μικρά χωράφια στην καρδιά των δασών πλημμυρισμένα από νεοσύστατα δάση γύρω από τα χωριά, πεζούλες κοντά στα δασοόρια με φυτρωμένα πάνω τους αιωνόβια πεύκα, εκτεταμένα βοσκοτόπια που θυμίζουν τις σαβάνες της Αφρικής, μου έδειχναν όλο και περισσότερο ότι το περιβάλλον εδώ έχει αιώνες ιστορίας και δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω της απλής καταγραφής της παρούσας κατάστασης. Έτσι, κατά την διάρκεια της μεταπτυχιακής μου εργασίας 1, σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνω τα στοιχεία που χρόνια τώρα μάζευα, με εκείνα κάποιων Γερμανών ορνιθολόγων που επισκέφθηκαν την περιοχή του Παπίγκου πριν 15 χρόνια και έδιναν αδρά πληθυσμιακά δεδομένα που θα μπορούσαν εύκολα να συγκριθούν με τα δικά μου 2. Οι πληροφορίες αυτές συμπληρώθηκαν με δεδομένα από τα γειτονικά οροπέδια του Ζαγορίου, που αποτελούσαν τους «κάμπους» της ευρύτερης περιοχής και όπου διατηρούνταν ακόμη σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό οι «παραδοσιακές» αγροτικές δραστηριότητες. Τα οροπέδια βέβαια δεν εξάπτουν αμέσως την φαντασία για κάτι «κρυμμένο» που περιμένει να ανακαλυφθεί, ούτε γεμίζουν εύκολα το λαίμαργο μάτι ενός φυσιοδίφη αντίθετα η ηρεμία του τοπίου και η ευρύτητα του οπτικού πεδίου δίνουν την ψευδαίσθηση της σιγουριάς, ότι εδώ όλα είναι «γνωστά και αναμενόμενα». Τι πλάνη! Η ανακάλυψη ενός εκτεταμένου υγροτόπου στην καρδιά του καλοκαιριού στρωμένου με ορχιδέες, γεμάτου ποικιλόμορφα έντομα και ερπετά, μόλις δύο λεπτά με τα πόδια από την άσφαλτο της καθημερινότητας, το καθημερινό ανεμογλίστριμα του κουκάλογου, του σήμερα πλέον παγκοσμίως 1 Tsiakiris R, Habitat selection of bird species of European Conservation Concern (SPEC) in Zagori, Epirus, Greece. Unpublished MSc thesis, University of Wales, Bangor, U.K. 2 Schmid W, und Reichenecker H Die brutvogel des Vikos-und Voidomatis Tal und dem Gebirgstock Astraka and Gamila im Pindusgebirge, Bezirk Ioannina, Zentralgriechenland. Katierung Mediterraner Brutvögel. Vol 1: (Στα γερμανικά). 6

7 απειλούμενου με εξαφάνιση Ασπροπάρη (Neophron percnopterus) πάνω από το αρχαίο τοπίο των βοσκοτόπων, που τόσο καλά φύλαγαν τα άγρια σκυλιά των τσοπαναραίων, σιγά-σιγά με μαγνήτιζε. Εκεί ανακάλυψα να ξεδιπλώνεται μία βιοποικιλότητα και μια μοναδική ομορφιά που πλαισιώθηκε από τα ηχοτοπία των καλοκουρδισμένων κουδουνιών, των βελασμάτων και του κλαρίνου που «έδεσαν» μέσα στο μυαλό μου σχηματίζοντας την ιστορία του Ζαγοριού, ιδωμένου μέσα από τις διηγήσεις των κατοίκων για «τα πουλιά του παρελθόντος». Θεμελιώδης ήταν η ανακάλυψη, την ίδια ακριβώς εποχή, ενός βιβλίου και αργότερα ενός συγγραφέα, που θα ήταν για μένα το κλειδί για την είσοδο σε έναν νέο κόσμο, τον κόσμο της «Ιστορικής Οικολογίας». Στο βιβλίο του «The making of the Cretan landscape» ο Oliver Rackham, είχε εκφράσει συμπυκνωμένα και με τον πιο εμπεριστατωμένο τρόπο τις σκόρπιες σκέψεις μου σε πλειάδα θεμάτων που αποτελούσαν ήδη από καιρό θέμα προστριβής με παγιωμένες απόψεις συναδέλφων και φίλων σχετικά με τη «φυσικότητα» της ελληνικής φύσης. Και καθώς η ζωή περνάει, μετακόμισα οικογενειακά πια στα Γιάννενα, οπότε για πολύ μεγαλύτερο διάστημα κατοικούσαμε πλέον και ημι-μόνιμα «στο χωριό», καλλιεργούσαμε τον μπαχτσέ μας, δίπλα στο παλιό πέτρινο πηγάδι, κάτω από τα αλώνια, με τα παιδιά μας να τρέχουν ανέμελα στα λιβάδια των χρωμάτων και των ψευδαισθήσεων και έτσι απλά γεννήθηκε και η ανάγκη για μια πληρέστερη και συστηματική καταγραφή της ορνιθοπανίδας των οροπεδίων, που ήταν πια για μας και το σπίτι μας. Σύντομα αυτή η ανάγκη έγινε και απαίτηση, δεδομένου ότι ήδη τα πρώτα κτίρια άρχισαν να ξεφυτρώνουν στο γειτονικό κάμπο, που σαν τσιμεντένια μανιτάρια ξεκοίλιαζαν τα γόνιμα χώματα των αναδασμών και τα λιβάδια των εκατοντάδων κιρκινεζιών. Μοιραία «οι κάμποι μας» φαίνεται να ακολουθούσαν μοιραία την πορεία άλλων Εθνικών Δρυμών που θυσιάζουν για κάποιο τουρισμό, τα «περιφερειακά» πολιτισμικά τοπία αιώνων, σε μια ακατάσχετη πορεία «ανάπτυξης», «ανάδειξης» και «αξιοποίησης» ενός περιβάλλοντος που παραμένει απλά ο μεγάλος άγνωστος. Ήδη την εποχή αυτή, στο ξεκίνημα δηλαδή του νέου αιώνα, η διεθνής ορνιθολογική βιβλιογραφία «βομβαρδίζεται» από δημοσιεύσεις για την απειλούμενη ορνιθοπανίδα των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης. Στο ίδιο μήκος κύματος αρχίζει και στη χώρα μας η ενασχόληση των πρώτων «ορνιθολόγων» με τα «καμποπούλια» καθώς και η δική μου συστηματική ενασχόληση με τη καταγραφή των πουλιών των τριών οροπεδίων του Ζαγορίου. Μια πρώτη μικρή πρόταση χρηματοδότησης για την πλήρη απογραφή των πουλιών της περιοχής εγκρίθηκε στα πλαίσια του έργου «Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη» του Υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. (Α.Π. οικ /5340, 5/12/2002), τον συντονισμό του οποίου ανέλαβε η Αναπτυξιακή Εταιρεία της Νομαρχίας Ήπειρος Α.Ε., σε συνεργασία με το Δήμο Κεντρικού Ζαγορίου και την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από τις πιστώσεις του ΕΤΕΡΠΣ του ΥΠΕΧΩΔΕ κατά 85% και από το Δήμο Κεντρικού Ζαγορίου κατά 15%. Το έργο «Καταγραφή και αξιολόγηση ενδιαιτημάτων ορνιθοπανίδας των γεωκτηνοτροφικών οροπεδίων του προτεινόμενου Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου» που υλοποιήθηκε από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, ήταν η βάση για την πρώτη λήψη των στοιχείων πεδίου που στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση για περαιτέρω έρευνα. 7

8 Η παρούσα διδακτορική διατριβή δεν θα είχε ποτέ πραγματοποιηθεί εάν μια πλειάδα ανθρώπων δεν είχε βοηθήσει και πιστέψει ότι η εργασία αυτή θα έχει κάποια σημασία και κάποια χρησιμότητα. Τις ευχαριστίες μου καταρχήν οφείλω στην τριμελή μου συμβουλευτική επιτροπή: ανεκτίμητη ήταν για μένα η βοήθεια και η συνεχής υποστήριξη του επιβλέποντα καθηγητή μου στον τομέα Οικολογίας στη Σχολή Βιολογίας του ΑΠΘ, Στέφανου Σγαρδέλη που με την διαυγή μαθηματική του σκέψη με δίδαξε τον δρόμο για το πώς να θέτω ξεκάθαρα ερωτήματα και υποθέσεις και πώς να ψάχνω, να βρίσκω και να επιλύω τα προβλήματα που αποτελούν και την ουσία της επιστημονικής έρευνας. Είναι ένας από τους λίγους δασκάλους που συνάντησα στην ζωή μου, που με βοήθησαν πραγματικά, όχι καθοδηγώντας, αλλά βοηθώντας με να αναπτύξω το δικό μου τρόπο σκέψης, ως βάση της επιστημονικής μεθοδολογίας και ανάλυσης. Στον τομέα της μακροχρόνιας ενασχόλησής μου με την Ορνιθολογία, θεμελιώδης είναι και ήταν πάντα η συμβολή του πανεπιστημιακού δασκάλου μου και καθηγητή επίσης στη Σχολή Βιολογίας, αλλά στον τομέα της Ζωολογίας του ΑΠΘ, Βασίλη Γκούτνερ, που από τότε που το πρωτογνώρισα, ως πρωτοετής φοιτητής πριν από 22 χρόνια και μέχρι σήμερα, με ενέπνευσε βαθιά για να ασχοληθώ επιστημονικά με ένα αντικείμενο που τόσο αγαπάω και που αποτελεί πεδίο κοινής ενασχόλησης, αλλά και αγωνίας και δράσης για διάσωση και προστασία. Η βοήθειά του στην προσέγγιση, οργάνωση και διευθέτηση των θεμάτων της εργασίας πεδίου, από τα θαλασσοπούλια μέχρι τα αρπακτικά και τα μικρόπουλα, ήταν για μένα πάντοτε οδηγός, ενώ το πλήθος των επιστημονικών εργασιών που δημοσίευσε όλα αυτά τα χρόνια αποτελούν για μένα μοναδικό παράδειγμα προς μίμηση στην χώρα μας, όπου η επιστήμη της Ορνιθολογίας είναι ακόμη για πολλούς μια άγνωστη λέξη ή απλά μια ευχάριστη περιστασιακή ενασχόληση στον ελεύθερο χρόνο. Τέλος σημαντική ήταν και η συμβολή του καθηγητή του Τμήματος Διαχείρισης Φυσικών Πόρων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Παναγιώτη Δημόπουλου, επίσης μέλους της τριμελούς μου επιτροπής, στη σαφή διατύπωση ως επιστημονικών ερωτημάτων των πρωτογενών ιδεών μου, όσο και στην αποκρυστάλλωση των απόψεών μου σχετικά με τα θέματα της διαχείρισης των Εθνικών Πάρκων, μέσω της εμπειρίας και μακροχρόνιας ενασχόλησής του με το θέμα αυτό. Επίσης οφείλω να ευχαριστήσω τον καθηγητή Οικολογίας στη Σχολή Βιολογίας του ΑΠΘ, Γιάννη Παντή, για την αποτελεσματική συμβολή του στη χρηματοδότηση της διδακτορικής μου διατριβής μέσω του προγράμματος Ενίσχυσης Νέων Ερευνητών Υποψήφιων Διδακτόρων (ΠΕΝΕΔ03) της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ.) που επέτρεψε έτσι ουσιαστικά την πλήρη ενασχόλησή μου με την ολοκλήρωσή της. Ακόμη οφείλω να ευχαριστήσω όλους του συμφοιτητές και συνεργάτες μου, στον τομέα της Οικολογίας που με βοήθησαν ποικιλοτρόπως σε διάφορες φάσεις της εργασίας μου και κυρίως τη Ευαγγελία Δράκου, το Θανάση Καλλιμάνη, τον Αντώνη Μαζάρη, τον Κίμωνα Παπαδημητρίου, τον Ιωσήφ Τζανόπουλο και τη Μαρία Ζωμενή που με έκαναν να νοιώθω μέλος μιας μικρής επιστημονικής ομάδας κάθε φορά που ερχόμουν από τα «μακρινά» τότε Γιάννενα, στην Θεσσαλονίκη. 8

9 Ανεκτίμητη είναι για μένα είναι ακόμη η αμέριστη βοήθεια του φίλου και δάσκαλου Άλκη Μπέτση, ο οποίος από τότε που δουλέψαμε μαζί στο Σταθμό Γεωργικής Έρευνας Ιωαννίνων του ΕΘΙΑΓΕ με εισήγαγε στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών και με βοήθησε σε όλη την διάρκεια της παρούσας διατριβής στη δημιουργία των ψηφιακών υποβάθρων, αλλά και στα θέματα της δημιουργίας και διαχείρισης χωρικών δεδομένων. Ευχαριστίες οφείλω επίσης στη δασολόγο και καθηγήτρια μου, Dr. Jenny Wong, η οποία ήδη από την περίοδο του μεταπτυχιακού μου στην Ουαλία, με την ξεκάθαρη σκέψη της και με την μεθοδολογική της προσέγγιση με βοήθησε στη μελέτη της ιστορικότητας του τοπίου από την πλευρά της Οικολογίας Τοπίου. Επίσης σημαντικότατη ήταν και η βοήθεια του φίλου Δρ. Κώστα Ποϊραζίδη, ο οποίος δίνοντάς μου να διαβάσω τη δική του διδακτορική διατριβή, αποτέλεσε για μένα οδηγό ως προς την δομή και οργάνωση των κεφαλαίων και την παρουσίαση της εργασίας μου. Επίσης, οφείλω να ευχαριστήσω την Κτηματική Υπηρεσία της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων για την παροχή ενός ορθοφωτοχάρτη και των σκαριφημάτων των αναδασμών της περιοχής μελέτης. Επιπλέον θέλω να ευχαριστήσω τους συναδέλφους μου στο Δασαρχείο Κόνιτσας και τον προϊστάμενο Δασάρχη Ν. Πρίντζο για την κατανόηση και την βοήθειά τους την τελευταία περίοδο της ολοκλήρωσης της διατριβής. Ακόμη να αναφέρω τη μεγάλη βοήθεια που είχα από τους φίλους και συνεργάτες μου σε διάφορες στιγμές και να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τους δασολόγους Γιώργο Αναστασίου και Βιβή Τσιτούρα για τις πληροφορίες που μου παρείχαν σχετικά με το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Επιπλέον σημαντικότατη βοήθεια μου παρείχαν ο Θόδωρος Κομηνός, η Αντωνία Γαλανάκη, ο Λαυρέντης Σιδηρόπουλος και ο Δρ. Γιάννης Καζόγλου στη βιβλιογραφική αναζήτηση σε θέματα σχετικά με τα αγροοικοσυστήματα, τη βόσκηση και την ορνιθοπανίδα των αγροτικών περιοχών. Ακόμη ευχαριστίες οφείλω στο φίλο Χρήστο Βλάχο για την ένθετη φωτογραφία του Αετομάχου που χρησιμοποίησα στη φωτογραφία του εξωφύλλου, όπως επίσης την Καλλιόπη Στάρα για την παραχώρηση της Εικόνας 2.6 και 5.1 από το αρχείο της, καθώς και τον Πέτρο Πέτρου για τις εικόνες 1.2 και 1.3 Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους κατοίκους των χωριών Άνω και Κάτω Πεδινών και Βίτσας και ιδιαίτερα το Βασίλη Παπαρούνα καθώς και τους κτηνοτρόφους της περιοχής μελέτης για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου παρείχαν κατά την διάρκεια της εργασίας πεδίου σχετικά με την κατάσταση του περιβάλλοντος στο παρελθόν. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στους γονείς μου Λευτέρη και η Ιωάννα Τσιακίρη που μου εμφύσησαν το πάθος για έρευνα και με στήριζαν πάντα στις προσπάθειές μου, όπως και στην οικογένειά μου και τους στενούς συγγενείς μου, Νίκο και Ροδόκλεια Στάρα, Όλγα Καψάλη, Σοφία Στάρα και Δημήτρη Χατζημανουήλ που μου παρείχαν το κατάλληλο περιβάλλον, αλλά και βοήθεια με την απασχόληση των παιδιών, στις ατελείωτες μοναχικές ώρες εργασίας στο πεδίο ή στο γραφείο στα Γιάννενα, στα Κάτω Πεδινά, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ενώ πρέπει να ομολογήσω ότι η παρούσα διδακτορική διατριβή δεν θα είχε ποτέ πραγματοποιηθεί χωρίς την συνοδοιπόρο και σήμερα σύζυγο μου Καλλιόπη Στάρα, που αποτέλεσε για μένα ανεκτίμητο συνεργάτη σε κάθε φάση της παρούσας εργασίας. 9

10 Αφιερώνω την παρούσα διατριβή στα παιδιά των χωριών του Ζαγορίου ως μια παρακαταθήκη ενός πολύτιμου περιβαλλοντικού και πολιτισμικού θησαυρού που χρειάζεται να εξερευνήσουν, να γνωρίσουν, να αγαπήσουν και να κληροδοτήσουν όσο πλούσιο, ίσως και πλουσιότερο από αυτόν που βρήκα εγώ, στα παιδιά των παιδιών τους, αποφεύγοντας τις σειρήνες του βραχυπρόθεσμου κέρδους, αλλά κοιτώντας το μέλλον με την νηφαλιότητα των αιώνιων ματιών της μακρινής κορυφογραμμής της Μερόπης που μας αγναντεύει ξαπλωμένη από τις μακρινές βουνοκορυφές της, μειδιάζοντας με την πεζότητα της καθημερινότητάς μας. Η παρούσα διδακτορική διατριβή συγχρηματοδοτήθηκε κατά: 75% της Δημόσιας Δαπάνης από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο 25% της Δημόσιας Δαπάνης από το Ελληνικό Δημόσιο Υπουργείο Ανάπτυξης Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και από τον Ιδιωτικό Τομέα ενταγμένη στο έργο: «Ανάπτυξη Τεχνογνωσίας για την Αειφορική Διαχείριση Προστατευόμενων Περιοχών» στο πλαίσιο του Μέτρου 8.3 του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα Γ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Εικόνα i: Άνοιξη στον «κάμπο», με φόντο το χωριό Κάτω Πεδινά Picture i: Spring in the plateau, in the background the village Kato Pedina 10

11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Οι πληθυσμοί και τα είδη των κοινών πουλιών των αγροτικών περιοχών μειώνονται με γρήγορο ρυθμό σε όλη την Ευρώπη. Εντούτοις τα οριακά εδάφη στα βουνά της Μεσογείου όπου οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες δεν εγκαταλείφτηκαν, παραμένουν ένας παράδεισος για τα είδη αυτά. Τα τρία οροπέδια του Ζαγορίου (Άνω, Κάτω Πεδινών, Ελαφοτόπου, Βίτσας και Ασπραγγέλων) του Δήμου Κεντρικού Ζαγορίου Ιωαννίνων διατηρούν μία αξιοθαύμαστη ποικιλότητα ειδών ορνιθοπανίδας. Στην περιοχή αυτή, που αποτελεί μόνο το 0.38% της έκτασής του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, έχουν καταγραφεί 143 από τα 187 είδη του Εθνικού Πάρκου μεταξύ των οποίων τα 2/3 περίπου των απειλούμενων ειδών του (ειδών προτεραιότητας για διατήρηση). Παγκοσμίως απειλούμενα είδη όπως ο Ασπροπάρης (Neophron percnopterus) και το Κιρκινέζι (Falco naumanii) χρησιμοποιούν τους βοσκότοπους, τις λιβαδικές, καθώς και υγρολιβαδικές εκτάσεις για διατροφή που είναι ταυτόχρονα και οι σημαντικότερες περιοχές για δεκάδες μεταναστευτικά είδη. Το χειμώνα βρίσκουν στην περιοχή καταφύγιο τόσο πληθυσμοί από τις γύρω εκτάσεις υψηλότερου υψομέτρoυ, όσο και άτομα από βόρειες ευρωπαϊκές χώρες. Τα περισσότερα είδη εμφανίζονται στα οροπέδια κατά την διάρκεια της ανοιξιάτικης μετανάστευσης, ενώ 14 από τα 24 τυπικά «κοινά είδη πουλιών» των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης, φωλιάζουν εδώ. Τρία είδη, ο Αετομάχος (Lanius collurio), ο Τσιφτάς (Miliaria calandra) και ο Θαμνοτσιροβάκος (Sylvia communis), είναι τα κοινότερα στα οροπέδια του Ζαγορίου. Τα χαρακτηριστικά των θέσεων που αυτά φωλιάζουν, εκτιμημένα εντός κυκλικών επιφανειών ακτίνας 25 μέτρων με κέντρο την φωλιά, συγκρίθηκαν με αντίστοιχα τυχαία επιλεγμένων επιφανειών (133 συνολικά ζεύγη επιφανειών). Χρησιμοποιώντας μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης και δέντρα ταξινόμησης βρέθηκε ότι τα πουλιά φωλιάζουν κατά προτίμηση σε θέσεις όπου βοσκότοποι με διάσπαρτους θάμνους ή μικρά δέντρα αναμιγνύονται με καλλιεργήσιμη γη. Οι αποστραγγιστικές τάφροι και οι χωματόδρομοι προτιμώνται και από τα τρία είδη, ενώ η παρουσία φρακτών και οι περιοδικά καμένοι θάμνοι και φυτοφράχτες είναι ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία του χώρου παρουσίας του Αετομάχου. Οι απαιτήσεις 11

12 των τριών ειδών ικανοποιούνται σε βιοτόπους που διατηρούνται είτε άμεσα είτε έμμεσα από τις παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα από την εκτατική κτηνοτροφία. Ανάλογα με τη δομή και την διαδοχή της βλάστησης, ο Τσιφτάς προτιμά συνήθως τα εκτεταμένα και παραγωγικά λιβάδια με τους λίγους διάσπαρτους μικρούς θάμνους και τα κοντά δέντρα, ενώ ο Θαμνοτσιροβάκος τις περιοχές με την πυκνότερη και πιο ψηλή βλάστηση θάμνων, δέντρων και φυτοφραχτών. Ο Αετομάχος, ως τυπικό πουλί των οικοτόνων, εμφανίζονται και στους δύο βιότοπους καθώς και στις ενδιάμεσες καταστάσεις. Για το τελευταίο και κοινότερο είδος εξετάστηκε επιπλέον η αναπαραγωγική του δραστηριότητα σε σχέση με τα στοιχεία του τοπίου σε πέντε χωρικές κλίμακες (από 2 Χ 2 χιλιόμετρα ως 125 Χ 125 μέτρα). Με την χρήση σύγχρονης τεχνολογίας (φορητή μονάδα Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών) χαρτογραφήθηκε τα έτη 2005 και 2006 ο χώρος κατανομής του Αετομάχου και καταγράφηκε αναλυτικά η αναπαραγωγική του επιτυχία. Με τη βοήθεια σύγχρονης δορυφορικής εικόνας υψηλής ανάλυσης ορίστηκαν και ψηφιοποιήθηκαν 23 χωρικές παράμετροι με βάση τους τύπους βλάστησης, τις χρήσεις γης και τις υφιστάμενες υποδομές. Πραγματοποιήθηκε έτσι «ανάλυση κλίμακας», με σύγκριση των παραμέτρων κάθε κυψελίδας με παρουσία νεοσσών, φωλιάς ή ατόμων Αετομάχου σε πέντε χωρικές κλίμακες από κυψελίδες 125Χ125 μέτρα μέχρι 2Χ2 χιλιόμετρα. Από τα 68 ζευγάρια που κατασκεύασαν φωλιές, τα 2/3 απέτυχαν να αναθρέψουν νεοσσούς. Η παραγωγικότητα των υπόλοιπων ανήλθε στους 2,35 νεοσσούς ανά ζευγάρι. Οι περισσότερες φωλιές ήταν τοποθετημένες σε βοσκημένα πουρνάρια και αγκαθωτούς θάμνους. Οι φωλιές βρέθηκαν σε ανοιχτούς βοσκοτόπους που ξεπερνούσαν το 50% της έκτασης των κυψελίδων σε όλες τις χωρικές κλίμακες που συνοδεύονταν από μεμονωμένους θάμνους. Τα πουλιά βρέθηκε να αποφεύγουν τις κυψελίδες με άσφαλτο, όπου συχνά πέφτουν θύματα τροχαίων ατυχημάτων, ενώ προτιμούν να βρίσκονται κοντά σε στάνες. Κυψελίδες με επιτυχημένες φωλιές έχουν λιγότερα δέντρα, γεγονός που σχετίζεται πιθανά με μικρότερη θηρευτική πίεση. Φαίνεται ότι ο Αετομάχος συνδέεται ισχυρά με τη βόσκηση που διατηρεί το τοπίο «ανοιχτό» στο επίπεδο δομής και ετερογένειας του τοπίου και έμμεσα από τη μορφή και το είδος του θάμνων όπου τοποθετεί την φωλιά του. Αποδεικνύεται έτσι ότι η παρακολούθηση του πληθυσμού του μπορεί να δώσει πολύ χρήσιμα στοιχεία 12

13 για την κατάσταση των λιβαδικών οικοσυστημάτων και την ένταση της χρήσης τους, εάν γίνει την κατάλληλη εποχή, λόγω της δυνατότητας εύκολης, οικονομικής και γρήγορης συλλογής στοιχείων πεδίου, με την χρήση σύγχρονων εργαλείων της τεχνολογίας ακόμη και από μη ειδικούς. Τέλος εξετάστηκε κατά πόσο τα ιστορικά δεδομένα των αλλαγών των χρήσεων γης τα τελευταία 60 χρόνια μπορούν να εξηγήσουν την σημερινή αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου. Βάσει των στοιχείων της έκτασης και της χρήσης των επικρατειών αναπαραγωγής, του μήκους πτήσης εντός τους και της απόστασης των κοντινότερων φωλιών, υπολογίστηκε η μέση «επιφάνεια εντατικής χρήσης» ως μία υποθετική κυκλική επιφάνεια ακτίνας 75 μέτρων γύρω από την φωλιά, εντός της οποίας πραγματοποιείται το μέγιστο των δραστηριοτήτων των αναπαραγωγικών ζευγαριών. Εντός των επιφανειών υπολογίστηκαν χωρικές μεταβλητές του τοπίου, που ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν με ακρίβεια στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και Οι ίδιες μεταβλητές υπολογίστηκαν και σε ίσο αριθμό τυχαίων επιφανειών. Βάσει των μετρήσεων των αλλαγών που συνέβησαν στο αγροτικό τοπίο των οροπεδίων του Ζαγορίου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκαν διαγράμματα μεταβολών και «δείκτες ιστορικής αλλαγής» για κάθε επιφάνεια που συγκρίθηκαν μεταξύ τους. Βρέθηκε ότι οι λιβαδικές περιοχές όπου το είδος συνεχίζει να αναπαράγεται με επιτυχία το 2006 είναι αυτές που διατηρήθηκαν σχετικά αναλλοίωτες από το 1945 έως και σήμερα. Υποθέτουμε έτσι ότι ο πληθυσμός του Αετομάχου αποτελεί ίσως «υπόλειμμα» ενός παλαιότερου πιο εκτεταμένου πληθυσμού. Ο σημερινός πληθυσμός αναπαράγεται με επιτυχία μόνο σε «νησίδες» όπου οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες παραμένουν ίδιες, δεδομένου ότι οι γύρω περιοχές, λόγω της εγκατάλειψης της καυσοξύλευσης και της βόσκησης έχουν πυκνά δασωθεί, «λογγώσει» ή ενταχθεί σε εντατικό καθεστώς γεωργικής παραγωγής μετά από αναδασμό. Οι υπόλοιπες περιοχές, όπου το είδος προσπαθεί μάλλον εκ νέου να φωλιάσει αποτελούν μάλλον «οικολογικές παγίδες», δεδομένου ότι υψηλή θήρευση ωθεί άνω του 60% των ζευγαριών σε αναπαραγωγική αποτυχία. Διαπιστώνουμε έτσι ότι η διατήρηση των «παραδοσιακών» χρήσεων γης και κυρίως της εκτατικής κτηνοτροφίας, διατηρεί ένα ιδιαίτερα πολύτιμο «πολιτισμικό» 13

14 ενδιαίτημα οικοτόνων που αν και δυναμικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο, είναι τελικά σταθερό ως αέναα επαναλαμβανόμενο. Η διατήρηση του αρχαίου και ιστορικά σταθερού, γεωργοκτηνοτροφικού τοπίου συνοδεύεται από δραστηριότητες που επιφανειακά έχουν χαρακτηριστεί «καταστροφικές» όπως η βόσκηση αιγοπροβάτων, η ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς και η περιοδική κοπή δέντρων και θάμνων. Φαίνεται όμως ότι τα σύνθετα θαμνο-δασολιβαδικά οικοσυστήματα όταν δεν υπερβόσκονται, διατηρούν μία αξιοθαύμαστη ποικιλότητα που χρειάζεται να διατηρηθεί πλέον με ειδικές δράσεις που θα συνδυάζουν την παραγωγή τοπικών γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων υψηλής ποιότητας με την διατήρηση της βιοποικιλότητας. Βέβαια η βόσκηση, ως εργαλείο για τη διατήρηση της φύσης, είναι ένα αναδυόμενο πολύ-επιστημονικό θέμα και απαιτείται περισσότερη έρευνα για να εξιχνιάσει η ιστορική συνεξέλιξη μεταξύ κτηνοτροφίας και βιοποικιλότητας των ορεινών περιοχών. Διαπιστώνεται τέλος ότι η μελέτη ενός τυπικού είδους των αγροτικών εκτάσεων μπορεί να οδηγήσει σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για την αειφορική διαχείριση των αγροοικοσυστημάτων. Ο Αετομάχος μπορεί αβίαστα να προταθεί ως ένα κατάλληλο είδος «βιοδείκτης» των ορεινών αγροοικοσυστημάτων και πιστεύεται ότι θα αποτελέσει σύντομα ένα εύχρηστο «εργαλείο» για την ορθολογική διαχείριση τους, για την κατάλληλη επιλογή, ορθή εφαρμογή και τοπική αξιολόγηση των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων σε περιοχές «Υψηλής Φυσικής Αξίας» και σε άλλες προστατευόμενες περιοχές όπως στα ορεινά Εθνικά Πάρκα. Η χρησιμότητα του Αετομάχου μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη για την παρακολούθηση της διαδοχής και εξέλιξης της βλάστησης, των χρήσεων γης, ακόμη και της επίδρασης των κλιματικών αλλαγών σε τοπική κλίμακα και σε μία ποικιλία ενδιαιτημάτων, από τα ημιορεινά βοσκοτόπια και τις σιτοκαλλιέργειες μέχρι τα υποαλπικά ανθρωπογενή λιβάδια όπου το είδος φωλιάζει στη χώρα μας. Ειδικότερα η περιοχή μελέτης μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο, για την εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, όμως πρώτιστα επείγει να προστατευτεί από την οικοπεδοποίηση που έχει ήδη καταστρέψει μεγάλο μέρος του οροπεδίου των Ασπραγγέλων, όπου παρατηρείται ήδη μια μείωση της ποικιλίας και της αφθονίας των ειδών που συναντιόνταν εδώ παλαιότερα. 14

15 Landscape and population patterns of Red backed Shrike (Lanius collurio) as an indicator of land use change SUMMARY Common farmland birds are declining throughout Europe; however marginal farmlands that escaped intensification or land abandonment remain a heaven for farmland species in some Mediterranean mountains. The three mountain plateaus of Central Zagori Municipality in Epirus region NW Greece (villages Ano & Kato Pedina, Vitsa, Elafotopos and Aspraggeloi) are such areas and can be characterized as local bird biodiversity hotspot. Here an impressive number of 143 of the 187 bird species of Northern Pindos National Park have been recorded, in an area that only covers 0.38% of its extent. Roughly 2/3 of them are priority species for conservation with most characteristic example two worldwide threatened species with extinction, the Egyptian Vulture (Neophron percnopterus) and the Lesser Kestrel (Falco naumanii) that use pasturelands for feeding. Grasslands and especially seasonal wet grasslands are the most important areas for migratory species. In addition during winter several species from the nearby mountains find shelter there as also populations from northern European countries. Most species are presented in the plateaus duration spring migration, while 14 from the 24 "common farmland birds" of rural regions of Europe are breeding there. From the above farmland species, three are more common, namely the Redbacked Shrike (Lanius collurio), the Corn Bunting (Miliaria calandra) and Common Whitethroat (Sylvia communis). Their microhabitat preferences were studied comparing land use, structural and vegetation physiognomic characteristics within 133 plots containing birds, paired with randomly selected non-bird plots. Using logistic regression and classification trees models it was found that all show a preference for agricultural mosaics dominated by rangelands with scattered shrub or short trees mixed with arable land. Ditches and dirty roads are also preferred by all three species, while the presence of fences and the periodically burned bushes and hedgerows are particularly important for Red-backed Shrike. All those habitat requirements are maintained by traditional rural activities and especially by extensive livestock-rearing. Across the gradient of vegetation density and height M. 15

16 calandra is mostly found in grasslands with few dwarf shrubs and short trees, S. communis in places with more dense and tall vegetation of shrub, trees and hedges and L. collurio, being a typical bird of ecotones, occurs in both habitats and in intermediate situations. Furthermore detailed data on breeding Red-backed Shrikes and their habitat preferences has been gathered during the years 2005 and 2006 and was analysed in five landscape scales (from 2X2 kilometres to 125X125 metres). Accurate information on the area of occurrence, activity, nests location and breeding success was collected using modern technology (portable unit of Geographic Information System), while with the help of high resolution satellite image (Quickbird) 23 landscape parameters were indentified in the field based on vegetation types, land uses category and existing infrastructures. A comparison of all the above landscape metrics was done within each cell with successful pairs, abandoned nests or areas of Red-backed Shrike occurrence in all five landscape scales. From the 68 pairs that built a nest, 2/3 failed to raise nestlings. The productivity of these successful pairs was 2.35 nestlings per pair. Most nests were placed in bushes with needles such as prickly oaks, depressed by grazing. The nests were found in open pasturelands that exceeded the 50% of area of each cell and were accompanied by scattered bushes in all landscape scales. The birds tend to avoid cells with roads, where they often fall victims of road accidents, while they prefer to be near sheep folds. Cells with successful nests have fewer trees, which are probably related with higher nest predation. It appears that Red-backed Shrikes are strongly associated with grazing, that maintains the vegetation "open" and the landscape heterogeneity high, while indirectly grazing is shaping the vegetation that the species use for placing its nest. Thus, Red-backed Shrike could be used as bio indicator of agro ecosystems quality concerning their intensity of use. Accurate field data can be reliable if collected the proper season and could be collected easily and rapidly, even by not experts, using modern technology. If vegetation succession affects the species ecology, could historical data on landscape changes during the last 60 years explain the present day reproductive success of Red-backed Shrike? According to the mean territory area, the length of flight and the distance of nearest nests, an "area of intensive use" was calculated as 16

17 a hypothetical circular plot of 75 metres around the nest, where most activities of a pair take place. Within each plot several landscape variables were measured using aerial photographs of the years 1945, 1969 and We compared plots with successful and abandoned nests, as also as randomly selected plots in areas of bird s occurrence and plots outside the bird s distribution area. Several scenarios and indices of historical change were created for each plot and were further included in the analysis to reveal the most important factors that affected the breeding success of Red-backed Shrikes in It was found that juveniles were raised successfully in areas with less change since Thus, we suppose that the current population of Red-backed Shrikes constitutes a remnant of an older population, which continues to breed successfully only in "islands" where traditional rural activities remain the same. All surrounding areas have changed considerably, either due to land abandoned or due land rearrangement works and intensification. Interestingly, other areas, were Red-backed Shrikes attempt to breed seem to constitute rather an "ecological trap", since high predation leads more that 60% of pairs in reproductive failure. Thus it is evident that the maintenance of "traditional" land uses and especially the extensive livestock-rearing, is important to preserve precious "cultural landscape" that even if continuously changeable, seem to be finally "constant" while perpetual repeated. Such ancient landscapes are accompanied by activities formerly characterized as "devastating" for the Mediterranean environment, such as goats grazing, the use of fire and the periodical cutting of trees and shrubs. It appears however that the complex shrub-wood pastures if not overgrazed, host an admirable biodiversity that needs to be preserved through specific management actions in combination with production of local high quality agro-pastoral products. Grazing as a tool for nature conservation is an emerging discipline and more research is needed to examine the historical co-evolution between livestock and biodiversity. Finally, it is shown that the historical study of rural environment can lead to useful conclusions on sustainable management of present day agro ecosystems. Redbacked Shrike can be proposed as a suitable "bio indicator" of pasturelands and seems to be a useful "tool" for the evaluation of locally adapted agri environmental 17

18 measures in High Nature Value areas and mountainous National Parks. The usefulness of Red-backed Shrike can also be precious for the follow-up of vegetation succession, the change of land uses and even the effect of climatic changes in local scale, for a variety of ecosystems from evergreen shrub lands in lowlands to the anthropogenic subalpine meadows where the species breed in our country. The study area can be proposed for the evaluation on the affectivity of future agroenvironmental payments; however it is urgent to protect it from urbanization that has already destroyed part of Aspraggeli plateau, where a decrease of the diversity and abundance of species is already evident. 18

19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Οι αγροτικές δραστηριότητες και βιοποικιλότητα αγροοικοσυστημάτων Κατά την διάρκεια της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας κανένα άλλο οικοσύστημα του πλανήτη δεν τροποποιήθηκε τόσο δραστικά όσο οι περιοχές όπου ασκούνται σήμερα οι αγροτικές δραστηριότητες. Η εκπληκτική ποικιλία των αγροτικών περιοχών σε ολόκληρο τον πλανήτη, που ξεκίνησε να δημιουργείται από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον κάθε τοπικό πολιτισμό, εξαρτώμενη φυσικά από τις μεταβαλλόμενες κλιματοεδαφικές αλλά και κοινωνικές συνθήκες. Ένα μεγάλο πλήθος άγριων ή εξημερωμένων ζώων και αντίστοιχα καλλιεργημένων φυτών συντηρούνται στα αγροοικοσυστήματα ανάλογα με τις κατά τόπους αγροτικές δραστηριότητες, αποτελώντας ταυτόχρονα αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας βιοποικιλότητας. Η ποικιλία των αγροτικών οικοσυστημάτων εξαρτάται τόσο από τη βιογεωγραφική ζώνη όπου αυτά βρίσκονται, όσο και από την ίδια την ιστορία της χρήσης τους. Ιδιαίτερα η τελευταία έχει βαρύνουσα σημασία, δεδομένου ότι η βιοποικιλότητα των αγροτικών περιοχών συνδέεται άμεσα με το επίπεδο της ανάπτυξης και τον πολιτισμό κάθε λαού, αντανακλώντας έτσι την μακραίωνη ιστορία συν-εξέλιξης ανθρώπου - φύσης στο βάθος των αιώνων (Blondel & Aronson, 1999). Από την εποχή της «αγροτικής επανάστασης» δύο φαινόμενα φαίνεται ότι συνοδεύουν την άσκηση της σύγχρονης γεωργίας, η αποδάσωση και η ερημοποίηση, που θεωρούνται ακόμη και σήμερα οι μεγαλύτερες απειλές παγκοσμίως για το μέλλον του πλανήτη μαζί την κλιματική αλλαγή. Εκατομμύρια στρέμματα τροπικών δασών αποδασώνονται κάθε χρόνο για να μετατραπούν σε αγροτική γη κυρίως στις τροπικές περιοχές, ενώ ταυτόχρονα πολλές περιοχές ερημοποιούνται για να εγκαταλειφθούν στην συνέχεια ως αποτέλεσμα της εντατικής ή ακατάλληλης χρήσης σε σχέση με τα κλιματοεδαφικά χαρακτηριστικά τους. Έτσι συχνά η αγροτική χρήση της γης θεωρείται από κάποιους συνώνυμη ή 19

20 ακόμη και ταυτόσημη με την ανθρώπινη καταστροφική δραστηριότητα, καθώς τη συνδέουν με την καταστροφή των φυσικών πόρων και με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Αντίθετα με την παραπάνω άποψη, πρόσφατες διεπιστημονικές έρευνες αναγνωρίζουν ότι κάποια σύνθετα και μακραίωνα αγροτικά συστήματα που έχουν διατηρηθεί σε πολλές διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, συντηρούν μια αξιοθαύμαστη και μοναδική βιοποικιλότητα (Blondel & Aronson, 1999) άμεσα συνδεδεμένη με αυτή τη χρήση. Αντίστοιχα, όλο και περισσότεροι επιστήμονες αναγνωρίζουν σήμερα ότι τα σύνθετα αγρο-δασο-λιβαδικά συστήματα παραγωγής που κυριάρχησαν για αιώνες στις μεσογειακές περιοχές διατήρησαν μία ιδιαίτερα αξιόλογη και πλούσια βιοποικιλότητα, προστάτευσαν τους φυσικούς πόρους και ήταν ιδιαίτερα καλά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες. Σήμερα σε ολόκληρο τον πλανήτη αναγνωρίζεται ότι η παραδοσιακού τύπου γεωργία και κτηνοτροφία μικρής κλίμακας και χαμηλών εισροών που αναπτύχθηκε για αιώνες σε πολλά μέρη του πλανήτη στηρίζει μία αξιοθαύμαστη τοπική βιοποικιλότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει επίσης αμέτρητες τοπικές ποικιλίες ζώων και φυτών τα οποία απειλούνται σήμερα από τις σύγχρονες ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στον αγροτικό τομέα και ξεκίνησαν κυρίως μετά την βιομηχανική επανάσταση. Αποκτά λοιπόν έτσι όλο και μεγαλύτερο επιστημονικό ενδιαφέρον η βαθύτερη κατανόηση της επίδρασης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στο φυσικό περιβάλλον, ενώ ένα επιπλέον ζητούμενο είναι σαφές: πως θα μπορέσει η ανθρωπότητα να διατηρήσει την βιοποικιλότητα των αγροτικών περιοχών αλλά και να θρέψει δίκαια τον αυξανόμενο πληθυσμό της χωρίς να κατασπαταλήσει τους περιορισμένους φυσικούς της πόρους. Στο ερευνητικό αυτό πλαίσιο η παρούσα διδακτορική διατριβή προσπαθεί να διερευνήσει και να εξετάσει την επίδραση της σύγχρονης και της παραδοσιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας στο σημερινό περιβάλλον και στη βιοποικιλότητας μιας ορεινής αγροτικής περιοχής της χώρας και ιδιαίτερα στην ορνιθοπανίδα της, η οποία συμπεριλαμβάνεται εντός μίας από τις σημαντικότερες και μεγαλύτερες προστατευόμενες φυσικές ορεινές περιοχές της Ευρώπης. Επιπλέον γίνεται μία προσπάθεια διερεύνησης της επίδραση της 20

21 ιστορικής εξέλιξης των αγροοικοσυστημάτων της περιοχής στα χωρικά πρότυπα ενός τυπικού είδους πουλιού των αγροτικών εκτάσεων, αφού οι αλλαγές στις χρήσεις γης και στο τοπίο που συνέβησαν τα τελευταία 60 χρόνια έχουν βαθύτατα επηρεάσει τη σύγχρονη εικόνα και κατάσταση της περιοχής Η ορνιθοπανίδα των αγροοικοσυστημάτων Ευρώπης και Μεσογείου Πάνω από 50 % της έκτασής της Ευρώπης αποτελείται από αγροτικές περιοχές, που καταλαμβάνουν πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, συγκεντρώνοντας τη μεγαλύτερη αναλογία ειδών πουλιών με προτεραιότητα για διατήρηση από κάθε άλλο οικοσύστημα της ηπείρου (173 είδη), το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 των ειδών της Ευρώπης (Tucker & Evans, 1997). Ταυτόχρονα υπολογίζεται ότι είδη φυτών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαντούν σε αυτά τα οικοσυστήματα, τα οποία αποτελούν πραγματικούς κιβωτούς για την διατήρηση της βιοποικιλότητας της Ευρώπης και εξαρτώνται άμεσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες όσο κανένα άλλο οικοσύστημα (Γρίβας 2006). Ιδιαίτερα ευαίσθητα είναι τα αγροτικά πολιτισμικά τοπία της ορεινής Μεσογείου, τα οποία αποτελούν μια από τις πλουσιότερες περιοχές του πλανήτη από την άποψη χλωρίδας και πανίδας και που σύμφωνα με τους Myers et al., (2000), αποτελούν μία από τις 25 περιοχές εξαιρετικής παγκόσμιας βιοποικιλότητας ( Global Biodiversity Hotspots ). Εδώ αναπτύχθηκε όμως και μία μοναδική ποικιλομορφία «παραδοσιακών» χρήσεων γης (Antrop, 2005), οι οποίες μόλις πρόσφατα αναγνωρίζονται ως θεμελιώδεις για τη διατήρηση και της σχετιζόμενης με αυτές βιοποικιλότητας και της βιο-πολιτισμικής κληρονομιάς της Ηπείρου (Gustavsson et al, 2007). Σε μία περιοχή λοιπόν που θεωρείται ταυτόχρονα κοιτίδα των παγκόσμιων πολιτισμών και χώρος ανάπτυξης των πρώιμων αγροτικών δραστηριοτήτων, όπως της καλλιέργειας των σιτηρών και της κτηνοτροφίας και που διατηρούνται μέχρι και σήμερα κάποια από τα αρχαιότερα αγροοικοσυστήματα του πλανήτη (Attenborough, 1987) είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να εξεταστούν οι 21

22 προσαρμογές, οι κανόνες και οι τρόποι με τους οποίους η άσκησή των αγροτικών δραστηριοτήτων συνδέονται με μια αξιοθαύμαστη βιολογική ποικιλία. Επιπλέον, σχετικά με την ορνιθοπανίδα, αρκετές πρόσφατες αλλά και παλαιότερες μελέτες αναδεικνύουν ότι οι αγροτικές περιοχές της ορεινής Μεσογείου αποτελούν απόλυτα αναγκαίες θέσεις ξεκούρασης και διατροφής για εκατομμύρια μεταναστευτικά πουλιά που φτάνουν εξαντλημένα από την Αφρική, σημαντικότατες θέσεις αναπαραγωγής για δεκάδες είδη των «ανοιχτών» λιβαδικών και θάμνο-δάσολιβαδικών εκτάσεων, ενώ αποτελούν αναπόσπαστες περιοχές για την επιτυχή διαχείμαση του συνόλου των πουλιών που εγκαταλείπουν κάθε χρόνο τις παγωμένες βόρειες χώρες για να επωφεληθούν από το ήπιο κλίμα και την αφθονία τροφής των μεσογειακών αγροτικών περιοχών (Farina, 1995). Νεώτερες έρευνες συνηγορούν στο ότι ο άνθρωπος βελτίωσε μάλλον το ενδιαίτημα αυτών των ειδών, αυξάνοντας την ποικιλότητα και την ετερογένεια του τοπίου, βελτιώνοντας τις περιοχές διατροφής και τους διαθέσιμους πόρους, ενώ η μακραίωνη παρουσία του διασφάλισε την σταθερότητα των οικοσυστημάτων αυτών έναντι κάποιων περιοδικών φυσικών καταστροφών, όπως είναι οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές που συμβαίνουν στα μεσογειακά οικοσυστήματα. Μάλιστα η παρουσία του ανθρώπου διαμόρφωσε σε τόσο έντονο βαθμό, έκταση και εύρος το μεσογειακό τοπίο που σήμερα είναι σχεδόν αδύνατον να εντοπίσουμε απόλυτα «φυσικά» μεσογειακά οικοσυστήματα, χωρίς την παραμικρή ανθρώπινη επίδραση (Blondel & Vigne, 1993). Η διατάραξη ενός οικοσυστήματος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες είναι μια σχετικά αργή και συσσωρευμένη διαδικασία. Ωστόσο, καθώς τα πολιτισμικά τοπία έχουν υπάρξει σε μεγάλες περιοχές της Ευρώπης και της Μεσογείου τουλάχιστον από το Ολόκαινο, αποτελούν ουσιαστικά το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης «συν-εξέλιξης» και διαρκούς αλληλεπίδρασης μεταξύ οικοσυστημάτων και ανθρώπων δια μέσω μακρόβιων αλλά και συνεχώς εξελισσομένων πρακτικών χρήσεων γης (Aschmann, 1973, Blondel & Aronson, 1999). Στοιχεία όπως για παράδειγμα ο προτιμητέος σπόρος για την παρασκευή του ψωμιού, τα είδη των οικόσιτων ζώων ή ακόμη και το αν η γεωργία αποτελεί εμπορική επιχείρηση ή 22

23 αειφορικό σύστημα διαχείρισης και τρόπου ζωής, επηρεάζουν έντονα την επιλογή των εδαφών για καλλιέργεια, την εγκατάλειψη τους και γενικότερα την ένταση της επιβολής του πολιτισμικού τοπίου στη θέση του φυσικού (Aschmann, 1973). Πιο συγκεκριμένα η κτηνοτροφία η οποία έχει διαδραματίσει τεράστιας σημασίας ρόλο στη ζωή των ανθρώπων που ζουν γύρω από τη Μεσόγειο, τουλάχιστον από τη «Νεολιθική επανάσταση», είναι από τις πιο σημαντικές δυνάμεις που έχουν σχηματοποιήσει τα τοπία της Μεσογείου (Blondel & Aronson, 1999). Εκτός από την κτηνοτροφία άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και ανάγκες όπως η εκχέρσωση γαιών για να αποδοθούν στην καλλιέργεια, ή η υλοτομία για να καλυφθούν ανάγκες π.χ. σε καυσόξυλα ή ξυλοκάρβουνο για οικιακή χρήση ή ξυλεία για κατασκευή επίπλων και δομικών κατασκευών έχουν τη δική τους επίδραση στο τοπίο, κυρίως στη ζώνη που βρίσκεται κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς και εγκαταστάσεις (Stara, 2000). Tο γεγονός αυτό καταδεικνύεται με τον πλέον εύλογο τρόπο από τα λόγια δύο σημαντικών επιστημόνων της Μεσογειακής φύσης, εκ των οποίων ο πρώτος είναι από τους σημαντικότερους ορνιθολόγους που μελέτησε εκτεταμένα την εξέλιξης της ορνιθοπανίδας των Μεσογειακών οικοσυστημάτων που διατύπωσαν το εξής: «δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς τις συνιστώσες και την δυναμική της παρούσας βιοποικιλότητας της Μεσογείου εάν δεν πάρει υπόψη την ιστορική επίδραση των αλλαγών που επέφεραν εδώ οι άνθρωποι. Είναι τόσο μεγάλη η έκταση και τόσο βαθιά η επίδραση 300 γενεών ανθρώπινης παρουσίας εδώ, ώστε κάποιου είδους «αρχαιολογία τοπίου» είναι πλέον απαραίτητη για να κατανοήσουμε αυτό που βλέπουμε γύρω μας σήμερα (Blondel & Aronson, 1999)» Οι σύγχρονες αλλαγές στον αγροτικό τομέα και η ορνιθοπανίδα της ΕΕ Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μία συνεχής, γρήγορη, εκτεταμένη και μαζική κατάρρευση των πληθυσμών των πουλιών των αγροτικών εκτάσεων καταγράφεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (Tucker & Heath, 1994, Donald et al., 2006), γεγονός ιδιαίτερα αντιληπτό μάλιστα σε εκείνες όπου υπάρχουν ακριβή ιστορικά στοιχεία (Gregory et al., 2004), ενώ αντίστοιχη μείωση έχει καταγραφεί και στη 23

24 Βόρεια Αμερική (Brennan & Kuvlesky, 2005). Ο μεγαλύτερος αριθμός απειλούμενων ειδών συγκριτικά με κάθε άλλο είδος βιοτόπου στην γηραιά ήπειρο, απαντά στα αγροοικοσυστήματα, όπου 120 είδη πουλιών βρίσκονται πλέον σε δυσμενές καθεστώς διατήρησης (Tucker & Evans, 1997). Αντιλαμβάνεται κανείς λοιπόν γιατί ορισμένοι χαρακτηρίζουν το μέγεθος της περιβαλλοντικής αυτής απειλής στην Ευρώπη, αντίστοιχο με αυτό της αλλαγής του παγκόσμιου κλίματος (Donald et al., 2001). Παρόλα αυτά, η έκταση και το μέγεθος του φαινομένου αναγνωρίστηκε διεθνώς μόλις πρόσφατα, δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Gregory et al., 2004), οδηγώντας σε ιδιαίτερη ανησυχία τόσο τους πολίτες των περισσότερων χωρών, όσο και τις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης Η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής Αν και η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής γενικά θεωρείται από όλους τους ερευνητές ως ο κύριος λόγος για την κατάρρευση των πληθυσμών των πουλιών των αγροτικών περιοχών, δεν ήταν μέχρι πρότινος ξεκάθαρο και σαφές ποια είναι η ακριβής επίδραση της εφαρμογής των διαφόρων νέων εντατικών μεθόδων παραγωγής ξεχωριστά, όπως π.χ. της εκμηχάνισης, της άρδευσης, της λίπανσης, της σποράς νέων ειδών κτλ. Βέβαια, αντίθετα, η επίδραση των εντομοκτόνων και των άλλων αγροχημικών ήδη είχε εντοπιστεί και έχει περιοριστεί σε κάποιο βαθμό σήμερα, μετά την έκδοση του ιστορικού βιβλίου «Silent Spring» της Rachel Carson (1962) και την έντονη κινητοποίηση πολιτών, κυβερνήσεων και επιστημόνων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Από τη μελέτη όμως των τάσεων των πληθυσμών και της εξάπλωσης των αγροτικών πουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βρέθηκε ότι ένας και μόνο δείκτης, αυτός της ραγδαίας αύξησης της στρεμματικής απόδοσης στα σιτηρά, μπορεί να εξηγήσει από μόνος του το 30% της μείωσης των απειλούμενων ειδών πουλιών που απαντούν σε αγροτικές εκτάσεις της Ε.Ε. Αυτός συσχετίζεται και με την παραγωγή γάλακτος ανά στρέμμα, τον αριθμό τρακτέρ και την ποσότητα λιπασμάτων (Donald et al., 2001), προβλέπεται δε, ότι ανάλογες αρνητικές τάσεις στην ορνιθοπανίδα θα επικρατήσουν και στα πιο πρόσφατα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, εάν ακολουθήσουν ανάλογο πρότυπο ανάπτυξης. Περισσότερο λεπτομερή ιστορικά ορνιθολογικά δεδομένα για την πλειονότητα των 24

25 ειδών των αγροοικοσυστημάτων, προέρχονται από τη Μεγάλη Βρετανία, όπου η παρατήρηση, η καταγραφή και η παρακολούθηση των πουλιών ήταν και παραμένει μία από τις πλέον διαδεδομένες και δημοφιλείς ασχολίες των πολιτών της χώρας, οι οποίοι μάλιστα συμμετέχουν συστηματικά σε απογραφές διαφόρων ειδών της ορνιθοπανίδας (Ormerod & Watkinson, 2000, Siriwardena et al., 1998). Βρέθηκε λοιπόν ότι, αν και οι αλλαγές στον αγροτικό τομέα επέδρασαν διαφορετικά στη βιολογία και τον πληθυσμό κάθε είδους, υπάρχουν πολλές κοινές συνιστώσες μεταξύ συγκεκριμένων ομάδων πουλιών, όπως για παράδειγμα των σποροφάγων (Newton, 2004). Επίσης, για τα περισσότερα είδη πουλιών που τρέφονται με ασπόνδυλα, κυριότερο ρόλο έχει η διαθεσιμότητα της τροφής ή η μείωση της θήρευσης, που καθορίζονται από το ύψος της βλάστησης και το γυμνό χώμα, το οποίο εξαρτάται με τη σειρά του από την ένταση της βόσκησης και την ποσότητα των λιπασμάτων (Atkinson et al., 2004). Οι σημαντικότερες απειλές για όλα τα είδη αγροτικών πουλιών στη Μεγάλη Βρετανία πάντως, όπως συνοψίζονται από τον Newton (2004), είναι η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων, η αλλαγή της εποχής σποράς των σιτηρών (από άνοιξη σε φθινόπωρο), οι αποξηράνσεις των υγροτοπικών εκτάσεων, η αύξηση του αριθμού των βόσκοντων ζώων ανά στρέμμα, ενώ σε λιγότερο βαθμό φαίνεται να επηρέασαν αρνητικά τα αγροτικά πουλιά, η μείωση των φυτοφραχτών, η μείωση της έκτασης χέρσων χωραφιών (π.χ. σε αγρανάπαυση), καθώς και οι γενικότερες αλλαγές στο χρόνο των αγροτικών εργασιών Η εγκατάλειψη οριακών αγροτικών εκτάσεων Η εντατικοποίηση της παραγωγής στις πλέον πρόσφορες αγροτικές περιοχές της Ευρώπης είχε όμως και το αντίστροφο αποτέλεσμα στις μη παραγωγικές, οριακές εκτάσεις, που ως μη ανταγωνιστικές οδηγήθηκαν σε σταδιακή εγκατάλειψη. Η εγκατάλειψη, ιδιαίτερα στις μεσογειακές χώρες, δεν θα πρέπει να θεωρείται πάντα ότι ωφελεί τη βιοποικιλότητα και ιδιαίτερα των απειλούμενων ειδών της ορνιθοπανίδας, διότι σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη βόρεια Ευρώπη, οδηγεί σε περισσότερο «δασικού τύπου» ενδιαιτήματα που δεν προτιμώνται από τα απειλούμενα μεσογειακά είδη, αλλά αντίθετα ωφελεί τα δασικά είδη ευρωσιβηρικής προέλευσης που θεωρούνται ακόμη πολύ κοινά (Suárez- Seoane et 25

26 al., 2002). Αυτό είναι και ένα από τα κυριότερα θέματα για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στη μεσογειακή λεκάνη και ιδιαίτερα των ανθρωπογενών οικοσυστημάτων στις ορεινές περιοχές, αφού η απότομη εγκατάλειψη των παραδοσιακών χρήσεων γης (που προκύπτει σαν απόρροια ραγδαίων αλλαγών κοινωνικο-οικονομικής φύσης), αναδεικνύεται πλέον ολοένα και περισσότερο ως περιβαλλοντικό πρόβλημα, αν και μέχρι τώρα είχε υποεκτιμηθεί από τους επιστήμονες (Preiss et al., 1997, Farina, 1998, Blondel & Aronson, 1999, Gunilla et al., 2000, Romero-Calcerrada & Perry, 2003). Η συνεχής μείωση της εκτατικής κτηνοτροφίας και της παραδοσιακής γεωργίας, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, καθώς και η σύγχρονη αστικοποίηση, έχουν οδηγήσει στη μαζική εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών, στη σταδιακή εγκατάσταση ξυλώδους βλάστησης, μέσω της φυσικής αναγέννησης και της γρήγορης πύκνωσης των θάμνων, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνιση των ανοιχτών εκτάσεων, την ομοιογενοποίηση της δομής, της φυσιογνωμίας και της ποικιλίας του τοπίου και του μωσαϊκού της βλάστησης, τροποποιώντας τελικά την ιδιαίτερη φυσιογνωμία των πανάρχαιων «πολιτισμικών τοπίων» του μεσογειακού ορεινού αγροτικού χώρου (Naveh & Lieberman, 1984, Grove & Rackham, 2001). Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες οι αλλαγές αυτές προκαλούν σημαντική μείωση στην ποικιλία και στη σύνθεση των ειδών σε περιοχές που, τροποποιημένες παραδοσιακά από τον άνθρωπο, υποστηρίζουν μια πολύ υψηλή και ιδιαίτερη βιοποικιλότητα (Blondel & Vigne, 1993). Φαίνεται μάλιστα, ότι το αποτέλεσμα των πολύχρονων ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη δομή και σύνθεση της βλάστησης έχει οδηγήσει ορισμένα είδη σε ένα ευρύ φάσμα από προσαρμογές στις περιοδικές ανθρωπογενείς διαταράξεις (Aschmann, 1973, Pärt & Söderström, 1999) που περιλαμβάνουν την ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς, την αποψίλωση θάμνων, την εκτατική βόσκηση από τα οικόσιτα ζώα (Donázar et al., 1997, Pykälä, 2000) και την άροση της γης (Evans, 1997). Η εγκατάλειψη αυτών των πρακτικών φαίνεται ότι οδηγεί τελικά στην ταυτόχρονη μείωση, ως και στην εξαφάνιση κάποιων ειδών της ορνιθοπανίδας και θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες απειλές για τα πουλιά ολόκληρης της Ευρώπης (Farina, 1992, Tucker & Evans, 1997, Pain & Pienkowski, 1997). 26

27 1.4. Αειφορική διαχείριση αγροτικών περιοχών και αγροπεριβαλλοντικά μέτρα Το ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με την αειφορική διαχείριση των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης και της βιοποικιλότητά τους αυξάνεται συνεχώς, γεγονός που αντανακλάται πολύ καλά στις δεκάδες πρόσφατα δημοσιευμένες εργασίες για το θέμα αυτό (Ormerod & Watkinson, 2000, Ormerod et al., 2003). Ταυτόχρονα τα συνεχή και παγκόσμια διατροφικά σκάνδαλα, η έξαρση των ασθενειών των εντατικά εκτρεφόμενων παραγωγικών ζώων (σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, αφθώδης πυρετός, γρίπη των πουλερικών) και η διαμάχη σχετικά με την καλλιέργεια Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών στην Ε.Ε. έχει εγείρει ερωτηματικά σχετικά με την επιτυχία και κυρίως τις παράπλευρες επιπτώσεις των εντατικών μεθόδων παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Ταυτόχρονα οι αγροτικές περιοχές επηρεάζονται - περισσότερο από κάθε άλλο βιότοπο στην Ευρώπη- από κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες και πολιτικές αποφάσεις (Tucker & Evans, 1997). Από την άλλη πλευρά ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζεται η τεράστια σημασία της γεωργίας για τη διατήρηση ή και την αποκατάσταση της βιοποικιλότητας σε όλα τα οικοσυστήματα που σχετίζονται με αυτή (υγροτοπικά, ορεινά, πεδινά κτλ), γεγονός φανερό και στη χώρα μας, όπου δεκάδες πρόσφατες Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες και Σχέδια Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, αναφέρουν την ανάγκη εφαρμογής αγροπεριβαλλοντικών μέτρων για την διατήρηση της βιοποικιλότητας (Γεράκης, 2005). Ταυτόχρονα αναγνωρίζεται πλέον ότι τα τεράστια κονδύλια που δαπανώνται στον αγροτικό τομέα από τις επιδοτήσεις της Ε.Ε., μπορούν να αποτελέσουν ταυτόχρονα ακρογωνιαίο λίθο για τη διατήρηση και του περιβάλλοντος, καθώς και της στήριξης του εισοδήματος αγροτικών πληθυσμών που διαβιούν σε οριακά παραγωγικές εκτάσεις (BirdLife International, χχ). Αυτό οδήγησε τελικά στην εφαρμογή αντισταθμιστικών αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, με θετικά μάλλον αρχικά αποτελέσματα, αν και η επίδρασή τους δεν έχει ακόμη πλήρως αξιολογηθεί (Kleijn & Sutherland, 2003). Έτσι, ενώ πολλά χρήματα ξοδεύτηκαν σε αυτόν τον τομέα, τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα και σίγουρα αμφισβητήσιμα δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακριβείς μετρήσεις, σχήματα παρακολούθησης και δείκτες αξιολόγησής τους. 27

28 Η επίδραση των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετική στις διάφορες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η εφαρμογή και η αξιοποίησή τους διαφέρει από χώρα σε χώρα, αλλά και από περιοχή σε περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η Ελλάδα, όπου η εφαρμογή των αγροπεριβαλλοντικών κανονισμών έχει καθυστερήσει πολύ και οι νέες προωθούμενες αναδιαρθρώσεις της Κ.Α.Π. είναι πιθανό να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο το περιβάλλον άσκησης της αγροτικής οικονομίας της χώρας (Μπεόπουλος & Σταυρακάκης, 2002). Οι αγροτικές εκτάσεις στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικές σε κοινωνικό επίπεδο αφού από την διαχείρισή τους εξαρτάται πάνω από το 20% του πληθυσμού της Ελλάδας που ακόμη διαβιεί εκεί (ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά σε επίπεδο Ε.Ε.), ενώ η πλειοψηφία των γεωργικών εκτάσεων είναι συγκεντρωμένη σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές που χαρακτηρίζονται από μικρούς κλήρους γης (Γαλανάκη, 2004) ή αποτελούν φυσικά λιβάδια τα οποία καταλαμβάνουν το 40% της έκτασης της χώρας (Παπαναστάσης & Νοϊτσάκης, 1992). Η μελλοντική διατήρηση της βιολογικής και πολιτισμικής κληρονομιάς της Ε.Ε. απαιτεί λοιπόν επανασχεδιασμό και από κοινού λήψη συντονισμένων δράσεων τόσο μεταξύ των χωρών μελών, όσο και της κάθε χώρας ή ακόμη και περιφέρειας ξεχωριστά (Pain et al., 1997). Ταυτόχρονα θα χρειαστεί εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που θα αξιολογεί τις διάφορες πολιτικές, καθώς και ανάπτυξη μίας σειράς «δεικτών» για την εκτίμηση της προόδου και του αποτελέσματος των διαφόρων δράσεων (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2001). Στην κατεύθυνση αυτή κινείται τα τελευταία χρόνια η διεθνής κοινότητα προτρέποντας στην εύρεση κατάλληλων και αξιόπιστων επιστημονικά "βιοδεικτών", ικανών για ταχεία καταγραφή των αλλαγών, που να είναι ευκολονόητοι από το ευρύ κοινό και τους αρμόδιους φορείς σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο, καθώς και στην έναρξη προγραμμάτων παρακολούθησής τους, με απώτερο βέβαια σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας του πλανήτη (Delbaere, 2002). 28

29 1.5. Τα πουλιά ως «δείκτες αειφορικής χρήσης» στην Ευρωπαϊκή Ένωση Υπάρχουν πολλοί λόγοι που τα πουλιά χρησιμοποιήθηκαν ως «βιοδείκτες» για την αξιολόγηση ευρύτερων περιβαλλοντικών αλλαγών παγκοσμίως: καταγράφονται εύκολα, γρήγορα και φτηνά, βρίσκονται σε μεγάλο φάσμα βιοτόπων και έχουν ευρεία εξάπλωση, βρίσκονται στην κορυφή ή σχεδόν στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας, είναι από τις πληρέστερα μελετημένες ομάδες οργανισμών, υπάρχουν πολλά ιστορικά δεδομένα για αυτά και είναι ιδιαίτερα «χαρισματικά», καθώς μαγνητίζουν το ενδιαφέρον των ερασιτεχνών παρατηρητών, αφού είναι ιδιαίτερα αγαπητά σε ολόκληρο τον κόσμο και σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Μάλιστα, συγκεντρώνοντας πρόσφατα και την προσοχή των ΜΜΕ, βοηθούν και στη γενικότερη ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα βιοποικιλότητας. Ταυτόχρονα τα πουλιά είναι λιγότερο εξειδικευμένα από άλλα taxa σε σχέση με την επιλογή μικρο-βιοτόπων σε αντιστοιχία π.χ. με τα έντομα ή κάποια φυτά (Κατή κ.α., 2004) και μπορεί να είναι λιγότερο ευαίσθητα σε περιβαλλοντικές αλλαγές σε συγκεκριμένα είδη οικοσυστημάτων (π.χ. ανοιχτά πελάγη). Δεδομένου ότι οι διακυμάνσεις στους πληθυσμούς των πουλιών τείνουν να ενσωματώσουν πολλές διαφορετικές πτυχές, δεν είναι πάντα εύκολο και αυτονόητο να συσχετιστούν απευθείας με συγκεκριμένες περιβαλλοντικές παραμέτρους (Newton, 1998). Συχνά οι επιδράσεις των αλλαγών στους βιοτόπους των πουλιών, που απεικονίζουν επίσης και την επίδραση τους σε άλλα taxa, είναι κατά πολύ υποτιμημένες. Με άλλα λόγια, η απώλεια της ποικιλίας των πουλιών είναι πιθανό να είναι η "κορυφή του παγόβουνου" σε μια γενικότερη κρίση απωλειών στη βιοποικιλότητα (Tucker & Evans, 1997). Η ανάγκη παρακολούθησης της κατάστασης των πληθυσμών των κοινών πουλιών (Gregory et al., 2005) στην Ευρώπη οδήγησε το 1988, στο Πανευρωπαϊκό Πρόγραμμα Παρακολούθησης «Κοινών Πουλιών», το Pan-European Common Bird Monitoring Scheme (PECBM) που περιλαμβάνει, σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και βάση συγκεκριμένης μεθοδολογίας, εθελοντές-καταγραφείς οι οποίοι 29

30 συλλέγουν αξιόπιστα και συγκρίσιμα στοιχεία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (European Birds Census Council, 2006). Η αρχική ιδέα, του «δείκτη των αγροτικών πουλιών» ( Farmland Bird Index ), αναπτύχθηκε το στη Μεγάλη Βρετανία και αποτελεί πλέον έναν από τους 15 δείκτες της «Ποιότητας Ζωής» στη χώρα αυτή (Gregory et al., 2004). Επιπλέον ο «δείκτης των αγροτικών πουλιών» συμπεριλαμβάνεται πλέον στην μεγάλη λίστα (long list) με τους δομικούς και αειφορικούς δείκτες ανάπτυξης της Ε.Ε. (Structural-Sustainable Development Indicators) (Κάππας & Κομηνός, 2005). Τα πουλιά είναι λοιπόν δείκτες αλλά και θύματα των ραγδαίων αλλαγών στο σύγχρονο τρόπο παραγωγής των αγροτικών προϊόντων (Kleijn & Sutherland, 2003). Η κατάρρευση των πληθυσμών των πουλιών των αγροτικών περιοχών είναι η πρώτη σαφής ένδειξη της τεράστιας επίδρασης που έχουν προκαλέσει οι σύγχρονες μέθοδοι παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Μάλιστα δεκάδες επιστήμονες από όλη την Ευρώπη τη σχετίζουν με την πολυεπίπεδη εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής (Tucker & Evans, 1997) που συνέβη σε όλους τους ημι-φυσικούς βιοτόπους, αλλά κυρίως στους βοσκοτόπους συγκριτικά με τις υπόλοιπες γεωργικές εκτάσεις (Atkinson et al., 2004). Εντούτοις, όπως τονίστηκε και παραπάνω, οι σύγχρονες αλλαγές στον αγροτικό τομέα είναι πολλές, διαφορετικές και κάποτε αλληλοσχετιζόμενες και έτσι ο διαχωρισμός και η μελέτη της επίδρασής τους στις βιοκοινότητες των πουλιών δεν είναι πάντα εύκολος (Siriwardena et al., 1998). Είναι λοιπόν απαραίτητο πλέον να εντοπιστούν και να διατηρηθούν εκείνες οι αγροτικές περιοχές όπου επικρατούν ακόμη συνθήκες ήπιας και εκτατικής εκμετάλλευσης, αφού σε αυτές τις περιοχές γνωρίζουμε ότι απαντούν τα περισσότερα είδη απειλούμενων πουλιών της Ευρώπης (Pain et al., 1997) και να λειτουργήσουν ως παραδείγματα της «δυναμικής» των αγροτικών τοπίων για τη διατήρηση της υψηλής βιοποικιλότητας τους. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει γρήγορα με τη σύγκριση δορυφορικών εικόνων της ίδιας περιοχής σε διάφορες χρονικές στιγμές και είναι ιδιαίτερα επιτακτικό αφού βρέθηκε ότι, π.χ. σε προστατευόμενες περιοχές υψηλής βιοποικιλότητας (όπως είναι τα Εθνικά Πάρκα ή Περιοχές Ειδικής Προστασίας), η σύγχρονη εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής οδήγησε σε γρήγορη επάνοδο θαμνοτόπων και δασών και αύξησε τις πιθανότητες των φυσικών καταστροφών 30

31 (π.χ. των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών) που έχουν τελικά ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της μορφής τους. Αντίθετα λοιπόν με τις άλλες περιοχές προστασίας της φύσης όπου μπορεί να επιβάλλεται ακόμη και η πλήρης απαγόρευση κάθε χρήσης ή εκμετάλλευσης, στις αγροτικές περιοχές είναι επιβεβλημένη και απαραίτητη η ορθολογική και αειφορική διαχείρισή τους, η οποία θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε κάθε σχεδιασμό δράσεων προστασίας και διατήρησης (Tsiakiris et al., 2004, Romero-Calcerrada & Perry 2004) Εστιάζοντας στον Αετομάχο: Γιατί επιλέχθηκε η μελέτη του είδους; Εξάπλωση και πληθυσμιακή κατάσταση του Αετομάχου στην Ευρώπη Ο Αετομάχος είναι ένα μικρό στρουθιόμορφο πουλί (16-18 εκατοστά), με χαρακτηριστικό και απαραγνώριστο φτέρωμα (βλέπε Εικόνα 1.1, 1.2 και 1.3). Είναι τυπικό είδος των λιβαδικών εκτάσεων και των «οικοτόνων» και αποτελεί ένα από τα ευκολότερα είδη για εντοπισμό στο πεδίο, αφού παραμονεύει για ώρες την λεία του από συγκεκριμένες θέσεις επόπτευσης, συνήθως κορυφές θάμνων και μικρών δέντρων, φράχτες, παλούκια κτλ. Σε αντίθεση με τα άλλα στρουθιόμορφα πουλιά ο Αετομάχος (όπως και ολόκληρη το γένος των Κεφαλάδων Lanius spp.), έχει ισχυρό και κυρτό ράμφος και πολύ ανεπτυγμένο κρανίο, μία προσαρμογή παρόμοια με αυτή των μικρών αρπακτικών πουλιών, που χρησιμεύει για να σκοτώνει ακαριαία την λεία του (Lefranc & Worfolk, 1997). Τρέφεται με μεγάλη ποικιλία εντόμων, όπως σκαθάρια, γρύλους, ακρίδες ακόμη και μικροθηλαστικά και πολύ σπάνια ερπετά, αμφίβια, πουλιά, ακόμη και σαλιγκάρια (Cramp & Simpson 1980). Παρουσιάζει μεγάλη «πλαστικότητα» στα ενδιαιτήματα όπου απαντά (Guerrieri et al. 1995) προτιμώντας κυρίως λιβάδια με μεμονωμένους θάμνους όπου τοποθετεί συνήθως την φωλιά του (κάνει 3-7 και σπάνια ως 9 αυγά). Συναντάται σε θαμνολίβαδα, δασολίβαδα με μικρά και αραιά δέντρα σε συνδυασμό με μικτές καλλιέργειες σε περιοχές με μικρό κλήρο και κοντούς, διάσπαρτους φυτοφράχτες, καθώς και δασοόρια και αποφεύγει τις περιοχές με ψηλά δέντρα που 31

32 εποπτεύονται από τους θηρευτές του. Εγκαθίσταται επίσης περιστασιακά σε πρόσφατα καμένες περιοχές. Ο Αετομάχος είναι καλοκαιρινός επισκέπτης στην χώρα μας, τοπικά κοινό είδος με πυκνούς πληθυσμούς και με ευρεία κατανομή, κυρίως στην ορεινή ηπειρωτική χώρα, από την Πελοπόννησο και βορειότερα, φωλιάζει όμως και σε κάποια από τα μεγαλύτερα νησιά (Handrinos & Akriotis). Συναντάται συχνότερα σε υψόμετρο πάνω από 500 μέτρα ως και τα ορεινά λιβάδια, αν και στην Θράκη μπορεί να φωλιάζει μέχρι και το επίπεδο της θάλασσας (Moskát & Fuisz, 2002). Ιδιαίτερα κοινό είδος κατά την διάρκεια της φθινοπωρινής μετανάστευσης μπορεί τότε να βρεθεί σε πλειάδα ενδιαιτημάτων, αφού το μεγαλύτερο μέρος του Ευρωπαϊκού πληθυσμού του διέρχεται από την χώρα μας με κατεύθυνση την Αφρική όπου διαχειμάζει στο νότιο τμήμα της ηπείρου (Lefranc & Worfolk, 1997). Ο εθνικός αναπαραγωγικός πληθυσμός του Αετομάχου εκτιμάται στα ζευγάρια (BirdLife International, 2004). Εικόνα 1.1, 1.2 και 1.3: Τα δύο φύλλα και το νεαρό του Αετομάχου (Lanius collurio) έχουν χαρακτηριστικές χρωματικές διαφορές και ξεχωρίζουν εύκολα στο πεδίο: στα αριστερά διακρίνεται ένα αρσενικό, στο κέντρο ένα νεαρό και δεξιά ένα θηλυκό άτομο. Picture 1.1, 1.2 and 1.3: Red-backed Shrike have considerable plumage differences and are easily recognizable in the field: a male is shown in the left, a juvenile in the centre and a female in the right picture. 32

33 Ο Αετομάχος (Lanius collurio) έχει γίνει ήδη σύμβολο για τη διατήρηση της φύσης σε πολλές χώρες της Βόρειας Ευρώπης όπου κυριαρχούν γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες (Temple, 1995). Είναι ένα από τα 18 κοινά είδη πουλιών των αγροτικών περιοχών που περιλαμβάνονται στο «δείκτη αγροτικών πουλιών» της Ευρώπης, για τα οποία γίνονται συστηματικές απογραφές πληθυσμών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (European Birds Census Council, 2006). Ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός του Αετομάχου συγκεντρώνεται στην Ευρώπη. Μεταξύ του 1970 και 1990 ο πληθυσμός του όμως μειώθηκε δραματικά (π. χ. έως και 50% στη Σουηδία), ή και εξαφανίστηκε από κάποιες περιοχές (Tucker & Heath, 1994). Η μείωση αυτή συνεχίζεται και σήμερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παρατηρείται σταθεροποίηση του πληθυσμού ή και μικρή αύξηση (BirdLife International, 2004). Η κύρια αιτία της μείωσης των πληθυσμών του Αετομάχου φαίνεται να είναι η αλλαγή των χρήσεων γης. Στη Μεγάλη Βρετανία ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται σταδιακά από το 1850 και τελικά εξαφανίστηκε από την χώρα το 1989, γεγονός που αποδίδεται στις αλλαγές των χρήσεων γης και ίσως τοπικά και στη συλλογή αυγών (Cocker & Mabey, 2005). Αναφέρεται επίσης από κάποιους ότι το κλίμα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μείωση αυτή, κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται όμως από πρόσφατη μελέτη σχετικά με τα κλιματικά δεδομένα (Peakall, 1995). Αντιθέτως, βάση των σεναρίων κλιματικής αλλαγής, θεωρείται πιθανό ότι o Αετομάχος θα ξανα-αποικήσει την Αγγλία στο μέλλον (Araújo, 2005). Στην Σλοβακία, παρατηρείται αντίθετα αύξηση του πληθυσμού στις ορεινές περιοχές (Malik, 1995) που μάλλον οφείλεται στη ραγδαία μείωσή του στις πεδινές περιοχές λόγω των αλλαγών στις χρήσεις της γης. Στην ευρωπαϊκή Ρωσία ο πληθυσμός μειώθηκε στις περιοχές όπου τα φυσικά λιβάδια μετατράπηκαν σε τεχνητούς λειμώνες. Αντίθετα, 1-2 έτη μετά από αποψιλωτικές υλοτομίες έκτασης εκταρίων ο πληθυσμός του αυξάνει τοπικά, για να μειωθεί ξανά μετά το 3 ο 5 ο έτος λόγω της πύκνωση της βλάστησης (Butiev & Lebedeva, 1995). 33

34 O Αετομάχος είναι ένα καλά μελετημένο είδος πουλιού της ευρωπαϊκής ηπείρου, ειδικότερα στις χώρες από όπου ο πληθυσμός του έχει μειωθεί πρόσφατα. Η ευρεία ενασχόληση με το είδος έχει σχέση τόσο με την ευρεία εξάπλωσή του, όσο και με την ευκολία εντοπισμού, την κορυφαία θέση του στην τροφική αλυσίδα των αγροτικών περιοχών, την εντυπωσιακή βιολογία του με τις ιδιαίτερες προσαρμογές του, καθώς και το ελκυστικό παρουσιαστικό του, που οδήγησε παλαιότερα στο εντατικό του κυνήγι για βαλσάμωμα και στην εντατική συλλογή των αυγών του. Oι περισσότερες δημοσιεύσεις αφορούν στη βιολογία αναπαραγωγής και την επιλογή βιοτόπου, ενώ υπάρχουν αρκετές με θέμα τη θήρευση, τη διατροφή, τη μετανάστευση, τη συμπεριφορά κτλ (για ανασκόπηση της παλαιότερης βιβλιογραφίας βλέπε και Reuven & Lohrer, 1995, Reuven & Lohrer, 1996, Van Nieuwenhuyse et al., 1999). Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται αύξηση των γνώσεών μας σχετικά με την κατάσταση και τις πληθυσμιακές τάσεις του στην Ευρώπη. Από τη μέτρια έως καλή γνώση για το 43% του πληθυσμού του στη δεκαετία του 1990 φτάσαμε το 2000 να έχουμε επαρκή γνώση για το 85% του πληθυσμού. Έτσι σήμερα γνωρίζουμε καλά περίπου τα ¾ του ευρωπαϊκού πληθυσμού του Αετομάχων, που είναι μάλιστα αρκετά πάνω από τον μέσο όρο για όλα τα είδη της Ευρώπης (BirdLife International, 2004), αν και οι πληροφορίες μας είναι ακόμη φτωχές στις Μεσογειακές χώρες, τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Ιδιαίτερα στις βαλκανικές χώρες, από όπου μάλιστα διέρχεται κατά τη μετανάστευση ο κυριότερος όγκος του ευρωπαϊκού πληθυσμού του Αετομάχου (Lefranc & Worfolk, 1997, Akriotis & Handrinos, 2004), οι σχετικές μελέτες είναι ελάχιστες. Οι Moskát & Fuisz, 2002 μελέτησαν τις διαφορές στην επιλογή βιοτόπου τριών συγγενικών ειδών κεφαλάδων στην Θράκη, ενώ οι Χριστόπουλος κ.α. (2004) αναφέρουν ότι στην περιοχή του Σπερχειού το είδος φωλιάζει μαζί με τα άλλα τρία αναπαραγόμενα είδη κεφαλάδων της χώρας, γεγονός που είναι σχετικά σπάνιο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Τέλος, στη γειτονική Βουλγαρία, δημοσιεύτηκε πρόσφατα μία εργασία με στοιχεία αναπαραγωγής του είδους (Boris, 1999). Αναφορές βέβαια στον Αετομάχο, ως σημαντικού μέλους της ορνιθοπανίδας συγκεκριμένων περιοχών υπάρχουν και στις εργασίες των Τσιακίρης & Στάρα (2006), Catsadorakis (1997) και Kati & Sekercioglu (2006). 34

35 Ο Αετομάχος σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές της Ευρώπης Ο Αετομάχος, μαζί με άλλα 5 είδη πουλιών, επιλέχθηκε ως το μόνο στρουθιόμορφο είδος, που εμφανίζει σαφή εξάρτηση από την κτηνοτροφία στη Μεγάλη Βρετανία, παρόλο που εξαφανίστηκε εκεί το 1989 (Peakall, 1995). Η μείωση του πληθυσμού του στην Ευρώπη θεωρείται ότι κατά κύριο λόγο οφείλεται στην εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας και ειδικότερα την αύξηση της βοσκοφόρτωσης (αριθμός προβάτων ανά εκτάριο, Pain et al., 1997). Στην Αυστρία η παρουσία των Αετομάχων συσχετίζεται θετικά με λιβάδια βοσκημένα από αγελάδες, φράχτες, μεμονωμένα δέντρα και θάμνους, αλλά αρνητικά με γεωργικές εκτάσεις και αβόσκητα λιβάδια (Vanhinsbergh & Evans, 2002). Στη Θράκη η παρουσία του Αετομάχου και του Κοκκινοκεφαλά (Lanius senator) συνδέεται με θαμνώδεις βοσκότοπους και όρια δασών και έτσι οι Moskát & Fuisz (2002) θεωρούν ότι η βόσκηση αιγοπροβάτων που παρατήρησαν στην περιοχή βοηθάει στη διατήρηση αυτού του βιότοπου και στην αποτροπή της φυσικής μετατροπής του σε δάσος εξαιτίας της φυσικής διαδοχής. Η βόσκηση από πρόβατα, που διατηρεί την ποικιλία της δομής της βλάστησης, αναφέρεται ότι έχει θετική επίδραση στη διατήρηση του Αετομάχου στην Ολλανδία, όπου το είδος κινδυνεύει με εξαφάνιση (Esselink et al., 1995). Στη Σουηδία, η μείωση του πληθυσμού του Αετομάχου συμβαδίζει με τη γενική αλλαγή στη βλάστηση της χώρας, λόγω της μείωσης της αγελαδοτροφίας και της εγκατάλειψης της βόσκησης καθώς και με τη δια νόμου αναδάσωση των εγκαταλελειμμένων βοσκοτόπων, που έχει ως αποτέλεσμα την πύκνωση της βλάστησης με τη σταδιακή εγκατάσταση θάμνων και δέντρων (Olsson, 1995). Αντίθετα στην κεντρική Ιταλία, ο Αετομάχος που έχει μεγαλύτερη εξάπλωση και μεγαλύτερους πληθυσμούς από τα άλλα δύο είδη κεφαλάδων (Laniidae) της περιοχής, βρέθηκε να προτιμά τις γεωργικές περιοχές (κυρίως όμως τις ακαλλιέργητες) έναντι των λιβαδικών εκτάσεων (Guerrieri et al., 1995). Τέλος, όπως συμβαίνει και με άλλα είδη των αγροτικών περιοχών, έτσι και στον Αετομάχο, τα περισσότερα επικρατειακά άτομα εντοπίστηκαν σε μικρά παρά σε μεγάλα τμήματα του κατακερματισμένου βιοτόπου. Τα μικρά αυτά τμήματα εμφανίζουν μάλιστα και τη μεγαλύτερη ποικιλία ειδών πουλιών (Loman & Von Schantz, 1991). 35

36 Από την 30ετή παρακολούθηση της τάσης του πληθυσμού του Αετομάχου σε Εθνικό Πάρκο της Πολωνίας βρέθηκε μία ξεκάθαρη σχέση μεταξύ της δομής και της διαδοχής της βλάστησης με την πληθυσμιακή τάση και τη χωρική κατανομή των αναπαραγόμενων Αετομάχων. Η σχέση αυτή συνδέεται με τη θήρευση, αφού η δομή της βλάστησης καθορίζει μεν την διαθεσιμότητα κατάλληλων θέσεων αναπαραγωγής, αλλά και τη δυνατότητα που έχουν οι θηρευτές να εποπτεύουν, να εντοπίζουν και τελικά να θηρεύουν αυγά και νεοσσούς (Diehl, 1995). Στη Σουηδία βρέθηκε ότι η θήρευση των φωλιών του Αετομάχου από Κουρούνες (Corvus corone cornix) και Καρακάξες (Pica pica) επηρεάζει τη χωρική κατανομή τους. Αυτή επηρεάζεται και από τη χωρική κατανομή των φωλιών των θηρευτών (Roos & Pärt, 2004). Επίσης η απόκρυψη της φωλιάς από πιθανούς θηρευτές, φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο και σε άλλες περιοχές στην Γερμανία για παράδειγμα, βρέθηκε ότι οι καλύτερα κρυμμένες φωλιές είχαν και την μεγαλύτερη αναπαραγωγική επιτυχία (Jackober & Strauber, 2002). Τέλος ο Matyjasiak (1995) αναφέρει ότι ο αριθμός αυγών και ο βαθμός επιβίωσης της νεοσσών της φωλιάς είναι πολύ μεγαλύτερος στους ανθρωπογενείς βιότοπους, όπου η ένταση της θήρευσης είναι πολύ μικρότερη από ότι στα όρια των δασών ή κοντά σε λόχμες δασών. Στη νοτιοδυτική Πολωνία ο Αετομάχος βρέθηκε να φωλιάζει σε πρόσφατα εγκαταλελειμμένα χωράφια (Orłowski, 2005). Σε αλπικές περιοχές όπου η βόσκηση εγκαταλείπεται, όπως συνέβη στο Εθνικό Πάρκο Grant Paradiso της Βόρειας Ιταλίας, ο Αετομάχος προτιμά θερισμένα ή βοσκημένα θαμνολίβαδα, εκεί δηλαδή όπου το τοπίο διατηρείται ανοιχτό από την παραδοσιακή αυτή δραστηριότητα (Laiolo et al., 2004). Στην ίδια χώρα, σε αγροτικές περιοχές των Απεννίνων, ερευνήθηκε η σχέση της εγκατάλειψης των τελευταίων 40 χρόνων με τους πληθυσμούς τριών ειδών στρουθιόμορφων πουλιών (εκ των οποίων το ένα ήταν και ο Αετομάχος). Βρέθηκε λοιπόν ότι τα επιλεγμένα είδη συνδέονται αρνητικά με στοιχεία του τοπίου που άλλαξαν σημαντικά, όπως η εξάπλωση του δάσους και των θαμνότοπων σε βάρος του αγροτικού μωσαϊκού που εγκαταλείφθηκε με αποτέλεσμα τη μείωση της ποικιλίας δομής της βλάστησης και της οριζόντιας ετερογένειας του τοπίου. Έτσι προβλέπεται ότι μακροπρόθεσμα η απώλεια βιοτόπου θα επηρεάσει αρνητικά τόσο τα άλλα δύο είδη, όσο και τον Αετομάχο (Scozzafava & De Sanctis, 2006). 36

37 Ορισμένοι επιστήμονες τονίζουν ότι πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός στην εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων αναφορικά με τις συνθήκες αναπαραγωγής του είδους, δεδομένου ότι η επιτυχία της αναπαραγωγής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Στην ανατολική Ελβετία για παράδειγμα, σε συνθήκες άριστης ποιότητας ενδιαιτήματος και μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα αναπαραγωγικών ζευγαριών (5,4 ανά 10 εκτάρια), οι παράγοντες που επηρεάζουν την αναπαραγωγική επιτυχία, είναι κυρίως ο χρόνος αναπαραγωγής, η θέσης της φωλιάς και η απόσταση της από γειτονικές φωλιές, και όχι τόσο η θήρευση, η ευρωστία των γονέων, η «ποιότητα» των επικρατειών και οι καιρικές συνθήκες (Müller et al., 2005). Αντίθετα στην ορεινή Ιταλία, η ολική βροχόπτωση του Ιουνίου φαίνεται να επηρεάζει το πληθυσμιακό μέγεθος του Αετομάχου μακροπρόθεσμα (Fornasari & Massa, 1999a). Τέλος έχει βρεθεί ότι στο νοτιοδυτικό άκρο της κατανομής του, στην βόρεια Ισπανία, ο Αετομάχος αποτελεί άριστο δείκτη του τύπου της βλάστησης και προτείνεται ως βιοδείκτης των αλλαγών της (Campos & Lizarraga, 2000). Συνοψίζοντας τα παραπάνω αξίζει να σημειωθεί ότι αναπτύσσεται πλέον διεθνώς μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον για όλα τα είδη των κεφαλάδων, αφού τα περισσότερα θεωρούνται απειλούμενα. Έχουν μάλιστα συσταθεί και διεθνείς ομάδες εργασίας για τη μελέτη και διατήρησή των κεφαλάδων (Nieuwenhuyse, 1997) και έχουν πραγματοποιηθεί τρία διεθνή επιστημονικά συνέδρια με αποκλειστικό θέμα την έρευνα της βιολογίας και οικολογίας τους (βλέπε και Reuven & Lohrer, 1995, Reuven & Lohrer, 1996, Van Nieuwenhuyse et al., 1999). Πολλοί επιστήμονες από διάφορες χώρες προτείνουν τους κεφαλάδες ως τα πλέον κατάλληλα είδη για βιοδείκτες π.χ. ακόμη και για την παγκόσμια αλλαγή του κλίματος (Safriel, 1995), αφού έχουν τα τρία απαραίτητα χαρακτηριστικά των βιοδεικτών δηλαδή: α) ευαισθησία στις περιβαλλοντικές αλλαγές επειδή αποτελούν είδη των οικοτόνων 37

38 β) υψηλή συσχέτιση με συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη σχέση κεφαλάδων και βόσκησης, αλλαγών της βλάστησης, του κλίματος κτλ) και γ) αξιοπιστία λόγω της ευκολίας παρακολούθησής τους, της φιλοπατρίας στις θέσεις αναπαραγωγής κτλ. Τέλος έχει διαπιστωθεί γενικότερα ότι οι κεφαλάδες χρειάζονται μη εντατικά διαχειριζόμενα αγροοικοσυστήματα, είτε αυτά είναι γεωργικές περιοχές, είτε λιβάδια, είτε μικτά γεωργοκτηνοτροφικά (Lefranc, 1997) Αναφέρεται επίσης, ότι η μετατροπή των χορτολίβαδων σε γεωργικές εκτάσεις έχει γενικότερα αρνητικές συνέπειες στους κεφαλάδες στη Βόρεια Αμερική (Gawlik & Bildstein, 1995). Έτσι μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι είναι δυνατόν να εξετάσουμε την καταλληλότητα του Αετομάχου ως βιοδείκτη της «ήπιας χρήσης» των αγροτικών περιοχών και για τις ορεινές αγροτικές περιοχές της Ελλάδας Η κατάσταση των αγρολιβαδικών οικοσυστημάτων στην Ελλάδα και η ορνιθοπανίδα τους Όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τα νότια Βαλκάνια έτσι και στην χώρα μας, τα αγροτικά τοπία έχουν αλλάξει άρδην τον τελευταίο αιώνα, μετά από τις δραματικές αλλαγές που επέφεραν η εκμηχάνιση της γεωργίας, η εξαφάνιση της αμιγούς μετακινούμενης νομαδικής κτηνοτροφίας, οι εκτεταμένες αλλαγές του τοπίου από τις μαζικές αποξηράνσεις υγροτόπων, τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα και τους εκτεταμένους αναδασμούς, που είχαν στόχο την απόδοση των πρώην εκτεταμένων και σύνθετων αγρολιβαδικών οικοσυστημάτων των πεδινών περιοχών της χώρας στην εντατική γεωργία. Ταυτόχρονα και κυρίως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε, τόσο στην νησιωτική Ελλάδα όσο και στην ορεινή, μία ραγδαία εγκατάλειψη των οριακά παραγωγικών αγροτικών περιοχών και κυρίως εκείνων όπου δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα νέα γεωργικά μηχανήματα λόγω της μικρής έκτασης, του επικλινούς ανάγλυφου, της δυσκολίας προσέγγισης λόγω 38

39 απόστασης από το οδικό δίκτυο κτλ. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την πληθυσμιακή συρρίκνωση, είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν εκτός παραγωγής εκατομμύρια στρέμματα γεωργικής γης και κτηνοτροφικών εκτάσεων, με οφθαλμοφανή παραδείγματα τις τεράστιες εγκαταλειμμένες (και αργότερα κατεστραμμένες) εκτάσεις με τις πεζούλες των νησιών του Αιγαίου, καθώς και τα αδιάβατα, πυκνά δασωμένα πλέον, χωράφια περιφερειακά των περισσότερων ορεινών οικισμών. Το φαινόμενο αυτό είχε ως αιτία την εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών, τη μείωση της εκτατικής κτηνοτροφίας και τη μείωση της καυσοξύλευσης με αποτέλεσμα να παρατηρούμε πλέον μία ραγδαία επάνοδο της βλάστησης, ξεκινώντας από την πύκνωση των θαμνώνων και την εισβολή των νεαρών δευτερογενών δασών, που κατακλύζουν στους περισσότερους απομακρυσμένους βοσκότοπους της χώρας, τόσο κοντά στα δασοόρια όσο και σε πολλές ημιορεινές περιοχές (Ντάφης κ.α., 1992). Είναι σαφές ότι παρόλο που δεν υπάρχουν αρκετά ιστορικά στοιχεία για την ορνιθοπανίδα στην χώρα μας και ιδιαίτερα ακριβή πληθυσμιακά δεδομένα όπως σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες, είναι ξεκάθαρο ότι η βιοκοινότητες των πουλιών των αγροτικών περιοχών επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό με τις αλλαγές αυτές. Συνολικά υπολογίζεται χονδρικά ότι από τα 442 είδη πουλιών της χώρας πάνω από το 50 % χρησιμοποιεί σε κάποια τουλάχιστον φάση της ζωής του τα αγροτικά οικοσυστήματα και σχεδόν τα μισά από αυτά βρίσκονται υπό δυσμενές καθεστώς διατήρησης στην Ευρώπη. Η κατάσταση της ορνιθοπανίδας των αγρολιβαδικών περιοχών της Ελλάδας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καθόλου ικανοποιητική αφού πολλά είδη του νέου Κόκκινου Βιβλίου της Ελλάδας που απειλούνται με εξαφάνιση στην χώρα μας, παρουσιάζεται ή αναπαράγονται στις αγροτικές περιοχές της (Χανδρινός, 1992). Τα παραπάνω αναδεικνύουν την παραγνωρισμένη σημασία του ενδιαιτήματος αυτού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο. Είδη τρωτά σε παγκόσμιο επίπεδο όπως ο Βασιλαετός (Aquila heliaca), που χρειάζονται εκτεταμένες λιβαδικές περιοχές, συχνά στην περιφέρεια υγροτόπων, με διάσπαρτα δέντρα ή λόχμες για φώλιασμα και κυνήγι και αριθμούσε δεκάδες ζευγάρια στον κάμπο της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944 (Makatch, 1943) εξαφανίστηκε πολύ πρόσφατα από την Ελλάδα. Μάλιστα το τελευταίο ζευγάρι 39

40 φώλιαζε στην Δυτική Μακεδονία (Τσιακίρης et al., 2000) σε ένα χαρακτηριστικό τοπίο με εκτεταμένους βοσκότοπους και σιτοκαλλιέργειες. Ανάλογα αγροτικά τοπία συνεχίζουν να υπάρχουν στη γειτονική ΠΓΔΜ όπου ο Βασιλαετός αναπαράγεται ακόμη σήμερα με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα. Οι μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν στον αγροτικό τομέα τον τελευταίο αιώνα αντανακλούν με τον πλέον οφθαλμοφανή τρόπο και στην εξαφάνιση των εμβληματικών και πλέον απαιτητικών μεγαλόσωμων ειδών των λιβαδικών περιοχών όπως οι Αγριόγαλοι (Otis tarda) που απαντούσαν στα τέλη του 19 αιώνα σε «αμέτρητα» κοπάδια στον Θεσσαλικό κάμπο (Handrinos & Akriotis, 1997) και εξαφανίστηκαν από την χώρα εμφανιζόμενα πλέον μόνο περιστασιακά (Τσιπής, 2005), όπως αντίστοιχα και οι Χαμωτίδες (Tetrax tetrax) που εμφανίζονται εξαιρετικά σπάνια στα ποολίβαδα της Βόρειας Ελλάδας. Τέλος κορυφαία είδη στην τροφική πυραμίδα, όπως οι γύπες και ειδικότερα ο μικρότερος μεταναστευτικός αντιπρόσωπός τους, ο Ασπροπάρης (Neophron percnopterus), που φώλιαζε σχεδόν σε κάθε μικρό βράχο που γειτνίαζε με αγροτική περιοχή ως τις αρχές του 1900 ακόμη και στη νησιωτική χώρα, μειώνεται σταθερά κατά την διάρκεια ολόκληρου του τελευταίου αιώνα και αποτελεί πια ένα από τα πλέον ακριβοθώρητα είδη τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απειλούμενο πλέον παγκόσμια με εξαφάνιση (BirdLife International, 2009, Τσιακίρης & Σιδηρόπουλος, 2008). Αντίστοιχα πολύ κοινά αποικιακά είδη όπως το Κιρκινέζι (Falco naumanni) που φώλιαζε στα κεραμίδια σχεδόν κάθε αγροικίας και αποθήκης στα χωριά και τις πόλεις των πεδινών αγροτικών περιοχών (Μπούσμπουρας, 1999), παρουσίασε μεγάλη πληθυσμιακή μείωση εντός των τριών τελευταίων δεκαετιών στην χώρα και ήδη εξαφανίστηκε από δεκάδες χωριά, με αντίστοιχη δραματική μείωση του είδους στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες και παγκοσμίως, με αποτέλεσμα το είδος να περιλαμβάνεται πλέον στον Κατάλογο των Άμεσα Απειλούμενων Ειδών της IUCN (Tucker & Heath, 1994). Ακόμη πολλά από τα κοινά είδη που απαντούν στις αγροτικές περιοχές της χώρας έχουν υποστεί μειώσεις την τελευταία δεκαετία, όπως προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία του BirdLife International (2004). Έτσι είδη όπως το Τρυγόνι (Streptopelia turtur), η Γαλιάντρα (Melanocorypha calandra), η Μικρογαλιάντρα (Calandrella 40

41 brachydactyla), το Σταυλοχελίδονο (Hirundo rustica), οι Κεφαλάδες (Lanius spp.), ο Σπουργίτης (Passer domesticus), ο Φλώρος (Carduelis chloris), το Φανέτο (Carduelis cannabina), ο Βλαχοτσίχλονο (Emberiza hortulana) και o Τσιφτάς (Emberiza cirlus) που παρουσιάζουν μειώσεις την τελευταία δεκαετία στην χώρα μας (Γαλανάκη, 2005). Σχετικά με το καθεστώς προστασίας των αγροτικών περιοχών στην Ελλάδα, εάν εξαιρέσουμε τους εκτεταμένους ορεινούς και ημιορεινούς βοσκότοπους και τα βοσκοδάση που μεγάλο ποσοστό του περιλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000, οι αμιγώς γεωργικές περιοχές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν έχουν ενταχθεί σε κάποιο καθεστώς προστασίας λόγω του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος. Ταυτόχρονα το μέλλον των αγροτικών περιοχών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί δεδομένου ότι η νέα ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) προβλέπει ραγδαίες και εκτεταμένες αλλαγές στον αγροτικό τομέα, οι οποίες παρόλο που δείχνουν επιφανειακά να έχουν πολλές «φιλοπεριβαλλοντικές ρυθμίσεις», φαίνεται ότι θα έχουν συνολικά αρνητικό αποτέλεσμα στην βιοποικιλότητα των περιοχών αυτών (BirdLife International, χχ). Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ορνιθοπανίδα των αγροτικών περιοχών της Ελλάδας και της νότιας Βαλκανικής δεν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών και έτσι μέχρι σήμερα είναι ελάχιστοι οι επιστήμονες που μελετούν και δημοσιεύουν εργασίες σε αυτό το αντικείμενο (Kazantzidis, 2007). Πάντως είναι αισιόδοξο ότι οι περισσότερες περιοχές που περιλαμβάνονται στα εθνικά εθελοντικά σχήματα παρακολούθηση της ορνιθοπανίδας των «Κοινών Ειδών Πουλιών» (π.χ. Hellenic Common Bird Census) αφορούν κυρίως αγροτικές περιοχές (Κομηνός, 2008), και το γεγονός αυτό αναμένεται να αυξήσει άμεσα τη γνώση για τα πουλιά των αγροτικών περιοχών στα Βαλκάνια. Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι είναι πλέον κάτι παραπάνω από απαραίτητο να ερευνηθεί επισταμένα η ορνιθοπανίδα των αγροτικών περιοχών, ένα αντικείμενο που έχει μείνει στο περιθώριο της επιστήμης της Ορνιθολογίας της Ελλάδας και αποτελεί θεμελιώδη λίθο στη διαχείριση του ευρύτερου περιβάλλοντος και της φύσης της Ευρώπης (Birdlife International, 2004, Γεράκης, 2005, Kazantzidis, 2007). 41

42 1.8. Η επιλογή του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου και των οροπεδίων Ζαγορίου ως περιοχή μελέτης Η επιλογή της Βόρειας Πίνδου για τη μελέτη των πουλιών των αγροτικών περιοχών φαίνεται εκ πρώτης όψεως μάλλον παράδοξη, δεδομένου ότι ο σημερινός εκτεταμένος δασικός χαρακτήρας της κάθε άλλο παρά μας παραπέμπει σε αγροτικές χρήσεις. Παρόλα αυτά, η επιφανειακή αυτή θεώρηση αντιστρέφεται, όταν κανείς προσεγγίσει την ιστορία των τοπίων της περιοχής μέσω της επιστήμης της Ιστορικής Οικολογίας. Αντίθετα λοιπόν από την φαινομενική αυτή αντίθεση, η Πίνδος αποτελούσε στο κοντινό παρελθόν και αποτελεί σε μεγάλο ποσοστό ακόμη, την κατ εξοχήν περιοχή όπου για αιώνες ασκούνταν αγροτικές δραστηριότητες χαμηλών εισροών και μάλιστα σε πολύ εντατικότερο και εκτεταμένο βαθμό από ότι στις σημερινές πεδινές αγροτικές εκτάσεις που αποδόθηκαν πρόσφατα στην εντατική χρήση και όπου παράγονται πλέον τα περισσότερα προϊόντα της βιομηχανικής γεωργίας και της σταβλισμένης κτηνοτροφίας. Στην Πίνδο τα σημάδια των αγροτικών δραστηριοτήτων του παρελθόντος είναι ακόμη και σήμερα εντονότατα και ξεκάθαρα στο τοπίο, τόσο στα εκτεταμένα λιβάδια που κυριαρχούν πάνω από τα ανθρωπογενή δασοόρια, όσο και στις τεράστιες εκτάσεις των θαμνο-δασο-λίβαδων και των κλαδερών στην ζώνη των φυλλοβόλων και αείφυλλων δασών καθώς και στις παραθαλάσσιες περιοχές όπου ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια, αρχικά των νομάδων και μετέπειτα των μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Ταυτόχρονα στην περιφέρεια των οικισμών κάθε κατάλληλη έκταση είχε διαμορφωθεί με τρόπο ώστε να ασκείται η γεωργία σε συνδυασμό με τη χωρική κτηνοτροφία. Αντίθετα με ότι συμβαίνει σήμερα, τα δάση της Πίνδου μέχρι πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πολύ πιο περιορισμένα (McNeill, 1992) και εμφανίζονταν σε λιγοστά δασικά συμπλέγματα όπου ασκούνταν κατά παράδοση η δασοπονία, καθώς και σε ειδικά προστατευμένες θέσεις κοντά στους οικισμούς, όπου η προστασία γινόταν εφικτή μέσω θρησκευτικών απαγορεύσεων (Στάρα, 2009α). Οι παλαιότερες αεροφωτογραφίες της περιοχής, του 1945, αποδεικνύουν τα προηγούμενα, αν και ήδη όταν αυτές τραβήχτηκαν, η εγκατάλειψη μεγάλου μέρους των οριακών εκτάσεων, ιδιαίτερα μακριά από τους 42

43 οικισμούς και στις υψηλότερες θέσεις κοντά στα δασοόρια είχε ήδη πραγματοποιηθεί, μάλλον από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα (Stara, 2000). Πάντως ακόμη και σήμερα, εάν εξετάσουμε προσεκτικά τα ποσοστά των εκτάσεων φυτοκάλυψης της συνολικής έκτασης του Ε.Π.Β. Πίνδου, θα διαπιστώσουμε ότι οι βοσκότοποι και οι εγκαταλελειμμένοι αγροί αποτελούν την τρίτη μεγαλύτερη κατηγορία κάλυψης γης (15,9% της συνολικής έκτασης), που ακολουθεί τις εκτάσεις μαύρης Πεύκης και δρυός (31,5% και 16,0%), οι οποίες όμως αφορούν πολύ συχνά νεαρά δάση που εγκαταστάθηκαν σε εγκαταλειμμένους βοσκότοπους. Αντίθετα μόνο το 2,2% αποτελεί αμιγώς γεωργικές καλλιέργειες, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέση έκταση των αγροτεμαχίων είναι μικρότερη των 8 στρεμμάτων. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι περίπου το 60% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων του Ε.Π.Β. Πίνδου είναι μικτές γεωργοκτηνοτροφικές, που σημαίνει ότι η σημαντικότερη συνιστώσα στην διατήρηση του αγροτικού τοπίου σήμερα είναι πλέον η κτηνοτροφία (Τσιτούρα κ.α., 2008). Από τα παραπάνω φαίνεται χαρακτηριστικά ότι στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Πίνδου, παρατηρείται η «κλασική» αντίθεση όπου οδήγησαν οι αγροτικές πολιτικές και οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα η διαφοροποίηση έγινε εντονότερη μεταξύ της «παραγωγικής» γεωργίας, που ασκείται κυρίως στις πεδινές περιοχές όπου οι αγροτικές δραστηριότητες εντατικοποιήθηκαν, η γεωργική γη συγκεντρώθηκε μέσω εκτεταμένων αναδασμών και η κτηνοτροφία έγινε σε μεγάλο ποσοστό σταβλισμένη (π.χ. περιοχή οροπεδίου Ιωαννίνων, Καλπακίου και Κόνιτσας στα δυτικά της οροσειράς της Τύμφης) με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη των γειτονικών ορεινών περιοχών, όπου ο τοπικός πληθυσμός συρρικνώθηκε, ο κλήρος διατηρήθηκε μικρός, η εκμηχάνιση δεν ήταν δυνατή λόγω του δύσβατου χαρακτήρα, και οι γεωργικές εκτάσεις μετατράπηκαν αρχικά σε κτηνοτροφικές και αργότερα εγκαταλείφτηκαν πλήρως και δασώθηκαν, καθώς καλύφθηκαν σταδιακά από πυκνή νεαρή ξυλώδη βλάστηση (Zomeni et al., 2008). 43

44 Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι εάν θέλει κανείς να εξετάσει τη σχέση της ορνιθοπανίδας με τις αγροτικές χρήσεις γης θα πρέπει να επιλέξει μία περιοχή όπου: 1. Οι σύγχρονες αγροτικές δραστηριότητες να ασκούνται σε εκτάσεις που γειτνιάζουν με εκτάσεις όπου συνεχίζουν παράλληλα να ασκούνται αγροτικές δραστηριότητες «παραδοσιακού τύπου», ώστε να είναι δυνατές κάποιες συγκρίσεις. 2. Να διασώζεται τουλάχιστον ένα ποσοστό από το πολιτισμικό αγροτικό τοπίο του παρελθόντος και να υπάρχει κοντά του ένα πιο «εκσυγχρονισμένο» ώστε να μπορούν να γίνουν αντίστοιχες αντιπαραβολές. 3. Να υπάρχει καλή γνώση της ορνιθοπανίδας της περιοχής, αλλά και κάποια ιστορικά στοιχεία για τις αλλαγές της. 4. Να υπάρχουν ιστορικά δεδομένα των αλλαγών στις χρήσεις γης. Για τους παραπάνω λόγους επιλέχθηκε η έρευνα να διεξαχθεί στα οροπέδια Ζαγορίου, που βρίσκονται ταυτόχρονα δίπλα στον πυρήνα του παλαιότερου Εθνικού Δρυμού Βίκου - Αώου και σήμερα εντάσσονται μερικώς στην περιφερειακή ζώνη του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Η περιοχή αυτή συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και επιπλέον αποτελεί χώρο περιοδικής κατοικίας του γράφοντα, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα μακροχρόνιας, επισταμένης και συστηματικής έρευνας πεδίου, όσο και τη δυνατότητα ευκολότερης άντλησης ιστορικών στοιχείων και πληροφοριών μέσω άτυπων συζητήσεων με κατοίκους της περιοχής. 44

45 1.9. Στόχοι της μελέτης Οι στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής που αναφέρονται παρακάτω αναλύονται ακολούθως στα αντίστοιχα κεφάλαια και είναι: Α. Η καταγραφή και αξιολόγηση της ορνιθοπανίδας των παραδοσιακών αγροτικών τοπίων μιας ορεινής περιοχής της Πίνδου (Κεφάλαιο 2) Ειδικότερα σε αυτό το κεφάλαιο εξετάζονται: 1. Η ορνιθοπανίδα της Πίνδου δια μέσου των ιστορικών στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί από εκτεταμένη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, αλλά και αρχείων με τις παρατηρήσεις δεκάδων ορνιθοπαρατηρητών. 2. Η ορνιθοπανίδα των οροπεδίων του Ζαγορίου από την άποψη της ποικιλότητας, εποχικότητας, σπανιότητας και το καθεστώτος διατήρησής της συγκριτικά με αυτή των γειτονικών εκτάσεων του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Επίσης στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μία αναλυτική περιγραφή της περιοχής μελέτης, καθώς και μία κριτική ιστορική ανασκόπηση των ορνιθολογικών δεδομένων και δημοσιεύσεων που αφορούν την ευρύτερη περιοχή της Πίνδου, καθώς και των προβλημάτων που υπάρχουν στην αξιολόγηση των ιστορικών δεδομένων για την χρήση τους ως βάση σύγκρισης της σημερινής κατάστασης. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται συνολικά η ορνιθοπανίδα που έχει καταγραφεί την τελευταία δεκαετία στα οροπέδια του Ζαγορίου, καθώς και πως η βιοκοινότητα των πουλιών αλλάζει τις διάφορες εποχές του έτους με έμφαση την αναπαραγωγική περίοδο. Επιπλέον παρουσιάζονται τα απειλούμενα είδη, τα είδη προτεραιότητας για διαχείριση και διατήρηση σε σχέση με το ευρωπαϊκό πληθυσμιακό καθεστώς διατήρησής τους και διάφορες συνθήκες που τα προστατεύουν, ενώ γίνεται σύγκριση με την ορνιθοπανίδα της ευρύτερης περιοχής του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Τέλος αξιολογείται η σημασία της περιοχής για την διατήρηση της βιοποικιλότητας του ευρύτερου χώρου και αναλύονται τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όσο και οι χρήσεις που ασκούνται εδώ και που θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας στα επόμενα κεφάλαια έρευνας. 45

46 Β. Η αξιολόγηση των ανθρωπογενών επιδράσεων στην επιλογή των μικροενδιαιτημάτων των κοινότερων ειδών πουλιών των αγροτικών εκτάσεων (Κεφάλαιο 3) Ειδικότερα στο κεφάλαιο αυτό στόχοι της έρευνας είναι: 1. Η αξιολόγηση των βιοτόπων που απαντούν στις περιοχές αναπαραγωγής των κοινότερων ειδών πουλιών των αγροτικών εκτάσεων των 3 οροπεδίων του Ζαγορίου. 2. Η διερεύνηση της σχέσης των χρήσεων γης και των ανθρώπινων παρεμβάσεων στην επιλογή του ενδιαιτήματος των ειδών. 3. Η δημιουργία μοντέλων καταλληλότητας βιοτόπου βάσει των μικροενδιαιτημάτων αναπαραγωγής τους. Η έρευνα της καταλληλότητας του ενδιαιτήματος και της επιλογής του χώρου αναπαραγωγής των πουλιών αποτελεί ένα από τα κλασικότερα θέματα της Οικολογίας και ένα από τα πλέον διαδεδομένα αντικείμενα έρευνας. Η επιλογή ενδιαιτήματος των πουλιών έχει βρεθεί ότι πραγματοποιείται σε διάφορες χωρικές κλίμακες και σε διαφορετικά επίπεδα, από εκείνο του τοπίου, μέχρι του μικροενδιαιτήματος γύρω από την φωλιά. Σχετίζεται επίσης με τα πληθυσμιακά πρότυπα κάθε είδους, τον ανταγωνισμό, την αρπακτικότητα κτλ. Ιδιαίτερη σημαντικό στοιχείο στην επιλογή βιοτόπου αναπαραγωγής στα πουλιά έχει βρεθεί ότι αποτελεί η φυσιογνωμία και η δομή της βλάστησης στο επίπεδο της αναπαραγωγικής επικράτειας, ενώ η σύγχρονη έρευνα εστιάζει το ενδιαφέρον της τόσο στο επίπεδο του μακρο-τοπίου όσο και σε επίπεδο του μικρο-ενδιαιτήματος. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται τα χαρακτηριστικά των ενδιαιτημάτων, η κατάσταση και το είδος χρήσης της γης, καθώς και η φυσιογνωμία της βλάστησης τόσο στο επίπεδο της δομής της, όσο και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μικροενδιαιτημάτων εντός των αναπαραγωγικών επικρατειών των τριών κοινότερων ειδών που απαντούν στις αγροτικές εκτάσεις της περιοχής, για τα οποία δημιουργούνται μοντέλα πρόβλεψης παρουσίας απουσίας που «οδηγούν» σε διαχειριστικές προτάσεις για την διατήρηση και βελτίωση του ενδιαιτήματός τους. 46

47 Γ. Πληθυσμιακά και χωρικά πρότυπα και η αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε σχέση με τις σύγχρονες χρήσεις γης (Κεφάλαιο 4) Ειδικότερα στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται: 1. Η κατανομή και η αναπαραγωγική δραστηριότητα του πληθυσμού Αετομάχου στην περιοχή μελέτης κατά την διάρκεια δύο αναπαραγωγικών περιόδων ( ). 2. Η αξιολόγηση της επιτυχίας της αναπαραγωγής μέσω της ανάλυσης των χωρικών μεταβλητών του τοπίου με βάση μία σύγχρονη δορυφορική εικόνα και με απευθείας μετρήσεις των χρήσεων γης στο πεδίο την ίδια περίοδο. Αναλυτικότερα στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την πλήρη απογραφή του αναπαραγωγικού πληθυσμού του Αετομάχου στα οροπέδια του Ζαγορίου. Αυτές περιλαμβάνουν την ακριβή καταγραφή των επικρατειών του κατά τη διάρκεια δύο ετών με τη βοήθεια σύγχρονης τεχνολογίας (φορητών συστημάτων γεωγραφικών πληροφοριών), καταγραφή της δραστηριότητας των πουλιών εντός των ενεργών αναπαραγωγικών επικρατειών για τον εντοπισμό όλων των φωλιών και την εκτίμηση της αναπαραγωγικής επιτυχίας κάθε ζευγαριού. Επίσης αναλύεται ο τρόπος ταξινόμησης της βλάστησης και των χρήσεων γης τόσο στο πεδίο όσο και με την βοήθεια της τηλεπισκόπησης, που βασίστηκε στη χρήση δορυφορικής εικόνας υψηλής ευκρίνειας και της αξιολόγησης της καταλληλότητας του ενδιαιτήματος σε σχέση με διάφορες χωρικές μεταβλητές του τοπίου που δημιουργήθηκαν σε πέντε ιεραρχικές χωρικές κλίμακες. Το θέμα της «κλίμακας» στην επιλογής ενδιαιτήματος είναι ένα από τα βασικότερα θέματα της Οικολογίας Τοπίου και προσεγγίζεται εδώ μέσω της αξιολόγησης της επίδρασης των χαρακτηριστικών του στην επιλογή του χώρου φωλεοποίησης, καθώς και της αναπαραγωγικής επιτυχίας του Αετομάχου, από το επίπεδο των 125Χ125 μέτρων, που συμπίπτει με την μέγιστη επικράτεια του είδους, έως εκείνη των δύο τετραγωνικών χιλιομέτρων που αφορά τον πληθυσμό του. 47

48 Δ. Η αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε σχέση με τις ιστορικές αλλαγές του αγροτικού τοπίου (Κεφάλαιο 5) Ειδικότερα στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται: 1. Η αξιολόγηση του ενδιαιτήματος του Αετομάχου μέσω της ανάλυσης της ιστορικής μεταβολής των χρήσεων γης εντός των επικρατειών του είδους. 2. Η αξιολόγηση της περιοχής χωροθέτησης της φωλιάς και της αναπαραγωγικής επιτυχίας σε σχέση με τις μεταβολές των χωρικών παραμέτρων του τοπίου σε τρεις χρονικές στιγμές του παρελθόντος, εντός των τελευταίων 60 χρόνων. Στόχος της προσέγγισης αυτής είναι να συσχετιστεί η ιστορία του τοπίου με τον χώρο αναπαραγωγής του είδους, μέσω της μέτρησης της μεταβολής κάποιων χωρικών παραμέτρων που εξετάστηκαν και μετρήθηκαν σε αεροφωτογραφίες της περιοχής μελέτης του 1945, του 1969 και του Η μελέτη της επίδρασης της ιστορικότητας του τοπίου στην αναπαραγωγική επιτυχία ενός είδους αποτελεί μία εντελώς καινούργια προσέγγιση σε σχέση με την εξέταση της καταλληλότητας του ενδιαιτήματός του. Εδώ παρουσιάζονται οι κυριότερες ιστορικές αλλαγές των χρήσεων γης των οροπεδίων και η σταδιακή μεταβολή επιλεγμένων επιφανειών γύρω από τον χώρο φωλιάσματος του Αετομάχου σε σχέση με παλιότερες και σύγχρονες χρήσεις γης. Εικόνα 1.2: Θερίζοντας τα υγρολίβαδα της περιοχής μελέτης για παραγωγή σανού. Η έκταση αυτή το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη είναι πλημμυρισμένη. Picture 1.1: Mowing the wet grasslands for hay production in a characteristic part of the study area. This area is totally flooded during winter and early spring. 48

49 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 2. Τα οροπέδια του Κεντρικού Ζαγορίου και η ορνιθοπανιδα τους Περίληψη Παρά το μικρό τους μέγεθος τα τρία οροπέδια του Δήμου Κεντρικού Ζαγορίου Ιωαννίνων (Άνω, Κάτω Πεδινών, Ελαφοτόπου, Βίτσας και Ασπραγγέλων, φιλοξενούν 143 από τα 187 είδη του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Στην περιοχή πραγματοποιήθηκε συστηματική απογραφή των πουλιών κατά τη διάρκεια ενός έτους. Ταυτόχρονα συγκεντρώθηκαν, αξιολογήθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες αλλά και οι αναφορές ερασιτεχνών ορνιθοπαρατηρητών για την ευρύτερη περιοχή του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Τα περισσότερα είδη εμφανίζονται στα οροπέδια κατά την διάρκεια της εαρινής μετανάστευσης. Από τα 24 «κοινά είδη» των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης, τα 14 φωλιάζουν στην περιοχή. Επιπλέον τα 2/3 περίπου των απειλούμενων ειδών που απαντούν στο Εθνικό Πάρκο (είδη προτεραιότητας για διατήρηση) καταγράφονται σε μία περιοχή που αποτελεί μόνο το 0.38% της έκτασής του. Από τα 34 είδη της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 που καταγράφονται στα οροπέδια, τα οχτώ αναπαράγονται εντός της περιοχής, ενώ επιπλέον επτά στην περιφέρειά της και επισκέπτονται τα οροπέδια για τροφοληψία. Παγκοσμίως απειλούμενα είδη όπως ο Ασπροπάρης (Neophron percnopterus) και το Κιρκινέζι (Falco naumanii) χρησιμοποιούν τους βοσκότοπους, τις λιβαδικές, καθώς και τις υγρολιβαδικές εκτάσεις, οι τελευταίες είναι και οι σημαντικότερες περιοχές για τα μεταναστευτικά είδη. Το χειμώνα διαχειμάζουν εδώ πληθυσμοί από τις γύρω περιοχές υψηλότερου υψομέτρου, όσο και άτομα από βόρειες ευρωπαϊκές χώρες. Η περιοχή μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για την εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, εφόσον προστατευτεί από την οικοπεδοποίηση που τείνει να καταλάβει μεγάλο τμήμα του οροπεδίου των Ασπραγγέλων. Η αλλαγή χρήσης των αγροτικών εκτάσεων και η χωροθέτηση κτηρίων και συνοδών υποδομών εντός αμιγώς αγροτικών περιοχών αποτελεί την σημαντικότερη απειλή για την ορνιθοπανίδα της περιοχής μελέτης και ευθύνεται για την παρατηρούμενη μείωση των ειδών τα τελευταία χρόνια στο προαναφερόμενο οροπέδιο. Μέρος των δεδομένων έχει δημοσιευτεί με τον τίτλο: Τσιακίρης Ρ, Στάρα Κ, Οροπέδια Κεντρικού Ζαγορίου. Ένας ορνιθολογικός παράδεισος στο περιθώριο του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου. Στο: Πρακτικά 3oυ Συνεδρίου Ελληνικής Οικολογικής Εταιρείας & Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας: Οικολογία και διατήρηση της βιοποικιλότητας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, ΥΠ.Ε.Π.Θ., Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ν.Α. Ιωαννίνων, Ιωάννινα:

50 2.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Γενικός προσανατολισμός Η περιοχή μελέτης τοποθετείται στο βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας και ανήκει διοικητικά στον Δήμο Κεντρικού Ζαγορίου Ιωαννίνων (Δημοτικά Διαμερίσματα Ασπραγγέλλων, Βίτσας, Ελαφότοπου, Άνω και Κάτω Πεδινών) της Περιφέρειας Ηπείρου. Το βορειότερο άκρο της απέχει 40 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νομού Ιωαννίνων και μόλις 20 χιλιόμετρα από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Τα τρία οροπέδια του κεντρικού Ζαγορίου, έχουν έκταση περίπου 950 εκταρίων (Χάρτης 2.1) και γειτονεύουν στα ανατολικά με το γνωστό φαράγγι του Βίκου. Χάρτης 2.1: Γενική άποψη της περιοχής μελέτης. Η μαύρη γραμμή οριοθετεί την περιοχή των τριών οροπεδίων, ενώ παραθέτονται και τα ονόματα των αντίστοιχων χωριών στα οποία διοικητικά ανήκουν οι εκτάσεις αυτές. Map 2.1: General view of the study area in northwest Greece. The black line indicates the borders of the study area; the names of the nearby villages that own the three mountain plateaus are also given. 50

51 Τα τρία οροπέδια τοποθετούνται χωρικά στα δυτικά όρια των οροσειρών της βόρειας Πίνδου, έχουν μέσο υψόμετρο μέτρα, ενώ οι περιβάλλουσες βουνοπλαγιές ξεπερνούν μόλις τα χίλια μέτρα (Γορίλλα 1133 μ., Ασσόνισα 1090 μ., Γκραμπάλα 1200 μ.) H κοντινή και ψηλότερη κορυφή βρίσκεται στο γειτονικό Στούρο στα 1622 μέτρα, στον ορεινό όγκο βόρεια του Ελαφοτόπου, ο οποίος εφάπτεται με το ομώνυμο φαράγγι του Βίκου Κλιµατικές συνθήκες Το κλίμα της ευρύτερης περιοχής του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου (Ε.Π.Β.Πίνδου), χαρακτηρίζεται ως μεταβατικό, από μεσογειακό σε ηπειρωτικό, διατηρώντας όμως τα χαρακτηριστικά του μεσογειακού τύπου στις χαμηλές περιοχές, όπως είναι και η περιοχή μελέτης (Παναγιωτοπούλου κ.α., 1996). Η μέση ετήσια θερμοκρασία στο Εθνικό Πάρκο είναι περίπου 14 C και το μέσο ετήσιο βροχομετρικό ύψος ανέρχεται σε 1300 mm (Τσιτούρα κ.α., 2008). Στον πλησιέστερο μετεωρολογικό σταθμό της Κόνιτσας η μέγιστη θερμοκρασία που παρατηρήθηκε ήταν 42 ο C το 1958, ενώ η ελάχιστη ο C. Σημαντικό στοιχείο του κλίματος της περιοχής είναι τα σχετικά ξηρά και ζεστά καλοκαίρια με μέση θερμοκρασία Ιουλίου και Αυγούστου τους 25 βαθμούς. Η περιοχή μελέτης είναι μάλλον από τις ξηρότερες του Ε.Π.Β.Πίνδου με μεγάλη ευαισθησία σε πιθανότητα εμφάνισης πυρκαγιάς (Petrakis et.al, 2000). Ένα ακόμη ιδιαίτερα σημαντικό τοπικό κλιματικό φαινόμενο που συναντάται στα δύο μεγαλύτερα οροπέδια είναι οι πρωινές και βραδινές ομίχλες που από τα μέσα Μαΐου, τον Ιούνιο και αργότερα στα μέσα Αυγούστου είναι σχεδόν καθημερινές και συμβάλλουν αποφασιστικά στην εδαφική υγρασία επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την αύξηση της βλάστησης, δεδομένου ότι το καλοκαίρι είναι αρκετά ξηρό και βρέχει σπάνια. 51

52 Εικόνα 2.1: Ένα τυπικό ξημέρωμα στο οροπέδιο των Άνω Πεδινών. Το χωριό βρίσκεται μπροστά δεξιά, ενώ η επίπεδη περιοχή του οροπεδίου καλύπτεται με ομίχλη, ένα πολύ συχνό τοπικό κλιματικό φαινόμενο. Πηγή φωτογραφίας: Ημερομηνία πρόσβασης Picture 2.1: A typical morning in Ano Pedina plateau. The village is located in the front right part of the picture, while the plateau is covered with fog, a very frequent local climatic phenomenon. Picture taken from: Date of access Τέλος το βιοκλίμα της περιοχής κατατάσσεται στον υγρό βιοκλιματικό όροφο με ψυχρούς χειμώνες (μέση ελάχιστη θερμοκρασία ψυχρότερου μήνα: 0 ο C<m<3 ο C). Αυτό προκύπτει από τον υπολογισμό του Q2 για τους σταθμούς Κόνιτσας και Ιωαννίνων σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές του m (βλέπε οριζόντιο άξονα στο Διάγραμμα 2.1) με τον διαχωρισμό των βιοκλιματικών ορόφων στο κλιματικό διάγραμμα του Emberger, που είναι η γραφική παράσταση του Q2 με το m [όπου Q2 το βροχοθερμικό πηλίκο που δίνεται από τον τύπο: Q2 = 2000 P/ (M² - m²) όπου P = το ετήσιο ύψος βροχής σε mm, Μ = η μέση μέγιστη θερμοκρασία του θερμότερου μήνα σε ο C, και m = η μέση ελάχιστη θερμοκρασία του ψυχρότερου μήνα σε ο C]. Με βάση τη θέση της περιοχής μελέτης στους βιοκλιματικούς χάρτες της Ελλάδας (εκδόσεις Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών 1978) το κλίμα της περιοχής κατατάσσεται στον ασθενή μεσο-μεσογειακό τύπο, με αριθμό βιολογικώς ξηρών ημερών (Χ) κατά την θερμή και ξηρά περίοδο 40<Χ<75. 52

53 Κόνιτσα & Ιωάννινα Διάγραμμα 2.1: Κλιματικό διάγραμμα του Emberger και επισήμανση των κοντινών μετεωρολογικών σταθμών Κόνιτσας και Ιωαννίνων σχετικά με των υπόλοιπων σταθμών της Ελλάδας. Η θέση κάθε σταθμού υπολογίζεται από τον τύπο Q2=2000P/(M² - m²) όπου P=το ετήσιο ύψος βροχής σε mm, Μ = η μέση μέγιστη θερμοκρασία του θερμότερου μήνα σε ο C και m = η μέση ελάχιστη θερμοκρασία του ψυχρότερου μήνα σε ο C. Figure 2.1: Emberger climatic diagram from meteorological stations of Greece and the placement of Konitsa and Ioannina towns. The position of each station in the diagram is calculated as the value of Q2=2000P/(M² - m²), considering as P=maximum rain height in 53

54 mm, Μ=average temperature of the hottest month ( ο C) and m=average minimum temperature of the coldest month( ο C) Γεωλογία, πετρογραφικές συνθήκες Η ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου χαρακτηρίζεται από ένα έντονο και πολυσχιδές ανάγλυφο και από τους πλέον εντυπωσιακούς γεωλογικούς σχηματισμούς της χώρας μας, όπου κυριαρχούν ο ανοιχτόχρωμος ασβεστόλιθος και ο σκούρος φλύσχης. Οι ασβεστολιθικοί σχηματισμοί είναι άγονοι και πετρώδεις, δημιουργώντας ορθοπλαγιές, λούκια, λιθώνες, σπηλαιοβάραθρα και χαράδρες με εντυπωσιακότερη αυτή του γειτονικού φαραγγιού του Βίκου. Το φαράγγι του Βίκου είναι από τια βαθύτερα και στενότερα το κόσμου με μήκος που ξεπερνά τα 10 χιλιόμετρα και με κάθετο ανάπτυγμα που φτάνει τα 1250 μέτρα (Κατή κ.α., 2006). Ο ασβεστόλιθος κυριαρχεί στο βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης και τις περιφερειακές λοφοσειρές, που ξεχωρίζουν από τον μεγάλο αριθμό από μικρές, ή μεγαλύτερες αβαθείς λεκάνες, τις «πόλγες» ή «δολίνες» (Polunin, 1987, Κατσακιώρη & Μπόλη, 2008). Οι λεκάνες αυτές θεωρούνται απομεινάρια καρστικών καταβυθίσεων της περιόδου των παγετώνων και αποτελούν κατάλληλες επίπεδες υγρές και εύφορες περιοχές που χρησιμοποιούνται από τα αρχαία χρόνια για βοσκή και καλλιέργεια δημητριακών. Εικόνα 2.2: Το μικρότερο οροπέδιο των Ασπραγγέλων αποτελεί μία τυπική «πόλγη», μια ασβεστολιθική δηλαδή καταβύθιση όπου η γόνιμη γη που συσσωρεύτηκε εκεί από την αποσάθρωση του ασβεστόλιθου δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την γεωργία. 54

55 Picture 2.2: The smallest, Aspraggeli plateau, constitutes a typical "poljα", a characteristic carst depression in a limestone mountain, where the accumulated terra rossa form the weathering of the limestone creates proper conditions for agriculture. Οι ασβεστολιθικοί σχηματισμοί διακόπτονται από ζώνες σκουρόγκριζου φλύσχη, οι οποίες δημιουργούν ένα τοπίο με χαμηλούς λόφους με απαλές περιφέρειες κυρίως στο νότιο και νοτιοανατολικό άκρο της περιοχής μελέτης. Εικόνα 2.3: Απαλές λοφοσειρές κυριαρχούν στο τοπίο εκεί όπου ο ευαίσθητος φλύσχης αποτελεί το μητρικό πέτρωμα. Picture 2.3: Smooth hills dominate the landscapes in areas with eroded flysh deposits. Στην υδρογραφία της ευρύτερης περιοχής πρωταγωνιστεί ο Βίκος και οι πηγές του Βοϊδομάτη, καθώς και οι γνωστές αλπικές λίμνες, που αποτελούν επίσης υπολείμματα της εποχής των παγετώνων, όπως και οι ξηρόλιμνες και οι εποχιακοί υγρότοποι. Δύο τέτοιοι εκτεταμένοι εποχιακοί υγρότοποι περίπου 20 και 50 εκταρίων βρίσκονται αντίστοιχα στα δύο μεγαλύτερα οροπέδια της περιοχής μελέτης που καλύπτονται από μια ποικιλομορφία υγρών λιβαδιών, ρυακιών και λιμνών. Πλημμυρίζουν συχνά από τις αρχές του χειμώνα έως και το τέλος της άνοιξης και τα νερά τους παροχετεύονται από μικρά ρέματα και αποστραγγιστικές τάφρους σε δύο «καταβόθρες» που βρίσκονται στις άκρες των δύο οροπεδίων. 55

56 Φυτικές διαπλάσεις και επικρατούσες χρήσεις γης Η περιοχή μελέτης κυριαρχείται από τη μικτή μεσογειακή βλάστηση αείφυλλων και πλατύφυλλων ειδών της υπο-ζώνης Ostryo Carpinion (Amanatidou, 2005). Το μεγαλύτερο μέρος του λοφώδους τμήματος της περιοχής μελέτης, που εδράζεται σε ασβεστολιθικό υπόβαθρο, καλύπτεται σήμερα από πρινώνες (πουρναρότοπους) που εμφανίζονται σε θάμνο-λιβαδική μορφή (ομαδο λογχμοπαγείς ή συνερεφείς, βλέπε για ορισμούς στο: Παπαναστάσης & Νοϊτσάκης, 1992), όπως έχουν διαμορφωθεί από την μακρόχρονη βόσκηση των αιγοπροβάτων. Ο πρίνος (δηλαδή το πουρνάρι Quercus coccifera) αποτέλεσε την πρωταρχική πηγή ενέργειας της περιοχής ως καυσόξυλο για θέρμανση και μαγείρεμα, ενώ στην απόληψη βιομάζας, σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η αιγοβοσκή. Εικόνα 2.4: Εκτεταμένοι κλειστοί πρινώνες κυριαρχούν πλέον στην περιφέρεια των λοφοσειρών γύρω από τα οροπέδια, λόγω της εγκατάλειψης της αιγοπροβατοτροφίας που ασκούνταν παραδοσιακά κυρίως εδώ. Picture 2.4: Shrublands with Prickly oak (Quercus coccifera) dominate now the areas in the periphery of the plateaus because of abandonment of goat and ship grazing, which was main former land use of this area. 56

57 Το καλοκαίρι, όταν έχει ξεραθεί η παρεδαφιαία βλάστηση τα γίδια εκμεταλλεύονται άριστα τα φύλλα και τους τρυφερούς νεαρούς βλαστούς του πουρναριού και του γαύρου (Carpinus betulus), ενώ την άνοιξη περιζήτητο για τη διατροφή τους είναι το τρυφερό φύλλωμα του πουρναριού. Η αντοχή του πουρναριού στη βόσκηση και στις πυρκαγιές, καθώς και η μεγάλη ριζοβλαστική και πρεμνοβλαστική ικανότητά του, εξηγούν τη κυριαρχία και την μεγάλη εξάπλωση που παρουσιάζει η ζώνη αυτή. Πάντως στην περιοχή απαντούν πλέον πολλοί πυκνοί και αδιαπέραστοι «υπό ανόρθωση» πρινώνες, όπου η βόσκηση και η καυσοξύλευση έχουν εγκαταλειφθεί ή έχουν γλυτώσει από τις πυρκαγιές, που είναι συχνές αυτής της ζώνης (Petrakis et al. 2005). Έτσι κλειστές μικτές συστάδες πρίνου και γαύρου κυριαρχούν στις υγρές βορεινές κλιτείες, ενώ συστάδες γαύρου σε μίξη με άλλα πλατύφυλλα, όπως φράξο (Fraxinus ornus) και σφενδάμια (Acer spp.), βρίσκονται κατά κηλίδες ή στοές στις βορεινές εκθέσεις και στις μισγάγγειες (Ντάφης κ.α., 1992). Στα οικοσυστήματα αυτά ίσως συμμετείχαν και κατά τόπους μικτά δάση χνοώδους δρυός (Quercus pubescens) και σφενδάμου (Acer monspessulanum) όπως φαίνεται από τα προστατευτικά αιωνόβια δάση των γύρω οικισμών (Στάρα, 2009α). Στο νότιο τμήμα των οροπεδίων, ιδιαίτερα πάνω στο φλύσχη, κυριαρχούν οι βοσκότοποι «τύπου σαβάνας». Το μωσαϊκό των ψευδοστεπικών ξηρών λιβαδιών (σύμφωνα με τους ορισμούς του Suarez et al., 1997) σε μίξη με δασολίβαδα, χαρακτηρίζεται από τις διεσπαρμένες ομάδες ή τα μεμονωμένα άτομα δρυός. Στα βοσκοδάση αυτά κυρίαρχη είναι η απόδισκη δρυς (Quercus dalechampii) σε μίξη την πλατύφυλλη (Quercus fraineto), οι οποίες κατά τόπους συναντούν και την ευθύφλοια δρυ (Quercus cerris). Tο τελευταίο είδος έχει υποστεί τη μικρότερη υποβάθμιση, καθώς το ξύλο και το φύλλωμά της δεν προτιμούνταν ως καυσόξυλο ή τροφή για τα ζώα, όπως τα δύο προηγούμενα, τα οποία φέρουν ακόμη σήμερα χαρακτηριστικά τα σημάδια της κλαδονομής (Γρίσπος, 1972). Κατά μήκος των ρεμάτων και στην περιφέρεια των υγρολίβαδων συναντώνται επίσης στοές από ιτιές (Salix spp.), ενώ κατά τόπους κυριαρχούν πυκνοί θαμνότοποι τσαπουρνιάς (Prunus spinosa) συχνά σε μίξη με άλλους αγκαθωτούς θάμνους (Rubus spp., Rosa spp.) και πολλά μεμονωμένα άτομα γκορτσιάς (Pyrus amygdaliformis) που δεσπόζουν στις αγροτικές εκτάσεις. 57

58 Εικόνα 2.5: Μικτά δασολίβαδα δρυός (Quercus fraineto/dalechampii/cerris) αποτελούν κυρίως τα βοσκοδάση σε νότιο τμήμα της περιοχή μελέτης (οροπέδιο Βίτσας). Picture 2.5: Wood pasture of mixed oak species (Quercus fraineto/dalechampii/cerris) in the south part of the biggest Ano Pedina Vitsas plateau. Τα παραγωγικότερα πεδινά βαθιά και γόνιμα εδάφη, που βρίσκονται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα των οροπεδίων, είναι πλούσια σε άργιλο και οργανική ουσία και έχουν σχετικά μικρή κλίση. Εκεί κυριαρχούν οι καλλιέργειες δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι και βρίζα), σε αμειψισπορά με ψυχανθή (κυρίως τριφύλλι και μηδική). Κάποια εγκαταλειμμένα χωράφια, τα οποία έχουν φυσικά αναχλοαστεί και σήμερα έχουν την μορφή φυσικών ή ημι-φυσικών λιβαδιών, χρησιμοποιούνται και ως κοφτολίβαδα για χορτονομή του σανού τους. Παλαιότερα παράγονταν επίσης ξερικό καλαμπόκι, φακές και ρεβίθια, ενώ σε κάποιες από τις γύρω πλαγιές υπήρχαν εκτεταμένοι αμπελώνες. Δεν υπάρχουν αρδευόμενες καλλιέργειες στην περιοχή, παρά μόνο μερικοί πολύ μικροί μπαχτσέδες με κηπευτικά και πατάτες οι οποίοι ποτίζονται μόνο περιστασιακά από παρακείμενα πηγάδια και ελάχιστοι οπωρώνες με κερασιές, μηλιές, μουριές και κάποιες καρυδιές. 58

59 2.2. Βιοποικιλότητα της περιοχής μελέτης Η ευρύτερη περιοχή του Ε.Π.Β.Πίνδου χαρακτηρίζεται από μεγάλη βιοποικιλότητα. Έχουν καταγραφεί περισσότερα από είδη και υποείδη φυτών, εκ των οποίων 19 είναι τοπικά ενδημικά και άλλα με πολύ περιορισμένη εξάπλωση στην Ελλάδα ή τα Βαλκάνια. Αξιόλογη είναι και η πανίδα που θεωρείται από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη, αφού μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί συνολικά 106 είδη σπονδυλοζώων πλην πτηνών, εκ των οποίων τα 20 είναι ψάρια, τα 12 αμφίβια, τα 28 ερπετά και τα 46 θηλαστικά (Τσιτούρα κ.α., 2008). Τα τρία οροπέδια της περιοχής μελέτης δεν εντάσσονται εξ ολοκλήρου στο Ε.Π.Β.Πίνδου και δεν έχει γίνει ακόμη επισταμένη έρευνες καταγραφής της βιοποικιλότητας της. Το μωσαϊκό των αγροτικών βιοτόπων και η ήπια εκμετάλλευση θεωρείται ότι συντέλεσαν στη διατήρηση των σπάνιων ειδών χλωρίδας και πανίδας της ευρύτερης περιοχής και κατ επέκταση και του οροπεδίου (Amanatidou, 2005). Αν και ήταν πέρα των σκοπών της παρούσας εργασίας, κατά την διάρκεια της έρευνας πεδίου καταγράφηκαν τα περισσότερα είδη αμφιβίων και ερπετών που υπάρχουν και στους γειτονικούς ορεινούς όγκους. Επιπλέον στην περιοχή έχει καταγραφεί μία πολύ αξιόλογη ποικιλία ειδών νυχτοπεταλούδων (Banks, 2007). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι εδώ, όπως και στο υπόλοιπο Εθνικό Πάρκο απαντούν όλα τα μεγάλα σαρκοφάγα της Ευρώπης, όπως η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) και ο λύκος (Canis lupus), τα οποία προκαλούν μάλιστα συχνά ζημιές στα κτηνοτροφικό κεφάλαιο, ενώ υπάρχουν παλαιότερες επιβεβαιωμένες παρατηρήσεις του λύγκα (Lynx lynx). Επίσης άλλα μεγαλόσωμα θηλαστικά όπως το αγριογούρουνο (Sus scrofa) και το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) που αναπαράγονται γύρω από τα οροπέδια και στις περιφερειακές λοφώδεις εκτάσεις, εισέρχονται συχνά εντός των οροπεδίων για αναζήτηση τροφής. 59

60 2.3. Καθεστώς Προστασίας: από τον Εθνικό Δρυμό Βίκου Αώου στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου Η μοναδική γεωλογία και η ιδιαίτερη βιοποικιλότητα της ευρύτερης περιοχής οδήγησε από νωρίς την Πολιτεία σε προσπάθειες νομικής, τουλάχιστον, διατήρησης της. Έτσι από το 1973 θεσμοθετήθηκε ο Εθνικός Δρυμός Βίκου-Αώου, με πρωτοβουλία της Διεύθυνσης Δασών του υπουργείου Γεωργίας (ΠΔ 213/ ). Η ευρύτερη περιοχή εντάσσεται το 1989 στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ευρώπης (ΣΠΠΕ Νο. 042) με ονομασία «Όρος Τύμφη ή Γκαμήλα και Όρος Σμόλικας» (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 1994). Αργότερα μεγάλες εκτάσεις των γειτονικών ορεινών όγκων εντάσσονται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο NATURA 2000 (Κοινοτική Οδηγία 92/43). Τέλος το 2003 θεσμοθετείται το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου, που αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο χερσαίο Εθνικό Πάρκο της χώρας, με έκτασης τετραγωνικά χιλιόμετρα (Παπαϊωάννου, 2001). Η νέα αυτή προστατευόμενη περιοχή θεσμοθετήθηκε με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ 23069/ 639/14 Ιουνίου 2005) και περιλαμβάνει 25 τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, έξι από τους οποίους χαρακτηρίζονται από την Οδηγία 92/43 ως «Οικότοποι Προτεραιότητας» για διατήρηση (Τσιτούρα κ.α., 2008). Εντός του Ε.Π.Β.Πίνδου περιλαμβάνονται πλέον ως πυρήνες του, οι δύο παλαιότεροι Εθνικοί Δρυμοί, «Βίκου-Αώου» και «Πίνδου», συμπεριλαμβανομένων και 9 περιοχών του Ευρωπαϊκού Δικτύου NATURA 2000, εκ των οποίων οι 4 περιοχές έχουν χαρακτηριστεί ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας, σύμφωνα με την εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 "για την προστασία των πουλιών και των βιοτόπων τους". 60

61 Πίνακας 2.1: Οι περιοχές του Εθνικού Βόρειας Πίνδου (Ε.Π.Β.Πίνδου) που έχουν χαρακτηριστεί ως Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ/SPA) βάση της Κ.Ο.79/409 «για την προστασία των πουλιών και των βιοτόπων τους» (Δημόπουλος κ.α., 2005). Table 2.1: The areas of Northern Pindos National Park that have been characterized as Special Protection Areas (SPA s), with the application of 79/409 Bird Directive "for the protection of birds and their biotopes". Κωδικός περιοχής ΖΕΠ (SPA) Έκταση περιοχής Ονομασία περιοχής GR Εθνικός Δρυμός Πίνδου GR Όρος Τύμφη (Γκαμήλα) GR Κορυφές όρους Σμόλικα GR Όρος Μιτσικέλι Η περιοχή μελέτης συμπεριλαμβάνεται στην περιφερειακή ζώνη του νεοϊδρυθέντος Ε.Π.Β.Πίνδου (Π1). Στο Χάρτη 2 διακρίνεται επακριβώς η ζώνωση του Εθνικού Πάρκου εντός και περιφερειακά της περιοχή μελέτης, ενώ φαίνεται και ο κωδικός της περιοχής σύμφωνα με τον κατάλογο του δικτύου NATURA Έτσι ο πυρήνας Ε.Π.Β.Πίνδου (Ια) ταυτίζεται εδώ ουσιαστικά με την παλαιότερη ζώνη Α του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου, που είναι το φαράγγι του Βίκου, ενώ η ζώνη «Διατήρησης Οικοτόπων και Ειδών» (ΙΙα) περιλαμβάνει τον ορεινό όγκο του Στούρου και κάποιες από τις χαμηλότερες απολήξεις του στα νότια. Η οριοθέτηση της περιφερειακή ζώνης (που φαίνεται με σκούρα μαύρη γραμμή φαίνεται στον Χάρτη 2.2) δυστυχώς δεν έχει γίνει με οικολογικά κριτήρια, αλλά πιθανά για λόγους ευκολίας λαμβάνεται ως εξωτερικό όριο, σε μεγάλο μήκος της περιφερειακής ζώνης Π1, ο δημόσιος δρόμος Άνω-Κάτω Πεδινών. Η οριοθέτηση αυτή διαχωρίζει όμως αδικαιολόγητα το οροπέδιο των χωριού Κάτω Πεδινά από τον ομώνυμο παρακείμενο οικισμό, ο οποίος μένει τελικά εκτός της περιφερειακής ζώνης του Πάρκου, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στο γειτονικό μεγαλύτερο και σημαντικότερο, από οικολογικής πλευράς, οροπέδιο Άνω Πεδινών Βίτσας, το οποίο βρίσκεται μόνο κατά το ήμισυ μόνο εντός Εθνικού Πάρκου, ενώ οι αντίστοιχοι οικισμοί περιλαμβάνονται εντός του. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε λόγο παρέμβασης τοπικών συλλόγων, ώστε να συμπεριληφθούν ολόκληρες οι περιοχές τους εντός της περιφερειακής ζώνης, που όμως τελικά δεν ευοδώθηκαν. Επιπροσθέτως, η έκταση γύρω από το ξωκλήσι του Αγίου Ταξιάρχη στα Κάτω Πεδινά, έχει προταθεί ως «Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους» (Κωδικός AT ). 61

62 Χάρτης 2.2: Τα όρια της περιοχής μελέτης (εντός της κίτρινη γραμμής) και η οριοθέτηση των ζωνών του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου (Ε.Π.Β.Πίνδου) Ια, ΙΙα και Π1, καθώς και ο κωδικός της περικλειόμενης περιοχής NATURA Map 2.2: The study area (within the yellow line) and the protected zones of Northern Pindos National Park (Ια, ΙΙα και Π1), as also the site code of the included NATURE 2000 area. Εικόνα 2.6: Η εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη Άγιος στα Κάτω Πεδινά που έχει προταθεί ως «Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους» (Κωδικός: AT ). Picture 2.6: The church of Saint Taxiarchis in Kato Pedina village that has been proposed as "Landscape of Particular Natural Beauty"(Site Code: AT ). 62

63 2.4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Συνοπτική ανασκόπηση της ορνιθοπανίδας των οροπεδίων Ζαγορίου Η ορνιθοπανίδα της Πίνδου έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας αρκετών Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, αλλά και αντικείμενο καταγραφής πολλών ερασιτεχνών παρατηρητών πουλιών, κυρίως μετά την ίδρυση των δύο παλαιότερων Εθνικών Δρυμών Βίκου Αώου και Πίνδου. Η παλαιότερη δημοσιευμένη επιστημονική εργασία για τα πουλιά της περιοχή της Πίνδου (Παπαϊωάννου, 1968), αφορά σε δύο σπάνια είδη πουλιών τα οποία έχουν πλέον εξαφανιστεί από την περιοχή, το Λυροπετεινό (Tetrao tetrix) και τη Δασόκοτα (Bonasa bonasia). Οι περισσότερες επιτόπιες ορνιθολογικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν την δεκαετία και ήταν σχετικές με την απογραφή της ορνιθοπανίδας των Εθνικών Δρυμών Πίνδου (Τσούνης κ.α., 1985) και Βίκου-Αώου (Επιστημονική Ομάδα Ερευνών, 1982, Κατσαδωράκης, 1985). Την ίδια περίοδο δημοσιεύεται και η εργασία των Schmid & Reichenecker (1988) που αφορά την περιοχή του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου και είναι η μόνη με αδρές πληθυσμιακές εκτιμήσεις αποτελώντας μέχρι και σήμερα βάση σύγκρισης για την πληθυσμιακή κατάσταση των πουλιών της περιοχής (Stara & Tsiakiris, 2005). Ακολουθούν πτυχιακές εργασίες για τα πουλιά των φαραγγιών του Βίκου (Παναγιωτοπούλου, 1994) και του Αώου (Παυλίδης & Τσιακίρης 1994), ενώ την ίδια περίοδο ( ) δημοσιεύονται κάποιες ακόμη σημαντικές ορνιθολογικές εργασίες για τα νέα είδη που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή (Holzinger, 1988, Holzinger, 1992, Holzinger, 1993). Την επόμενη πενταετία ολοκληρώνονται δύο Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες, (Παναγιωτοπούλου κ.α., 1996, Μερτζάνης, 1999), όπου μόνο για την περιοχή του Ζαγορίου αναφέρεται ένας συνολικός αριθμός 166 ειδών πουλιών (Τσιακίρης, 1998). Μετά το 2000 πραγματοποιούνται επιπλέον δύο μεταπτυχιακές εργασίες (Tsiakiris, 2000, Kominos, 2004) και μία πτυχιακή εργασία (Γκάσιος κ.α., 2004), ενώ ολοκληρώνονται και δύο έρευνες (Kati et al., 2009) εκ των οποίων η μία αφορά την ορνιθοπανίδα στα γεωργοκτηνοτροφικά οροπέδια του Κεντρικού Ζαγορίου (Τσιακίρης & Στάρα, 2006). Τέλος στα πλαίσια της πραγματοποίησης του έργου «Σχέδιο Επιστημονικής Παρακολούθησης και Διαχείρισης» του νεοϊδρυθέντος 63

64 Ε.Π.Β.Πίνδου, πραγματοποιήθηκε το 2008 ειδική έρευνα για τα σημαντικότερα είδη της περιοχής από την άποψη προστασίας και διατήρησής τους (Τσιακίρης κ.α., 2008, Tsiakiris et al., 2009). Από τη επεξεργασία των παραπάνω βιβλιογραφικών αναφορών, αλλά και πλήθους αδημοσίευτων στοιχείων που έχουν μέχρι σήμερα συλλεχθεί, συμπεραίνεται ότι στην περιοχή του Ε.Π.Β.Πίνδου, ο συγκεντρωτικός κατάλογος των ειδών περιλαμβάνει τελικά 187 είδη και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς ειδών για ορεινή περιοχή στη χώρα μας, παρόλο που εντοπίστηκαν πολλές παραλήψεις, πιθανά λάθη, που μάλιστα επαναλαμβάνονται από ερευνητή σε ερευνητή, καθώς και πολλές ασάφειες. Λαμβάνοντας υπόψη τη γενική ευρωπαϊκή κατηγοριοποίηση των βιότοπων για τα πουλιά που ακολουθείται από το BirdLife International (Tucker & Evans, 1997), περίπου το 90% όλων των ειδών πουλιών των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης απαντά εντός του Ε.Π.Β.Πίνδου, στους παραδοσιακούς οπωρώνες, στους ανοικτούς θαμνότοπους και στα αλπικά και υπο-αλπικά λιβάδια, κάνοντας το μια από τις πλουσιότερες και πιο αντιπροσωπευτικές περιοχές των πουλιών των ορεινών αγροτικών περιοχών εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας (Tsiakiris, 2000). Όλοι οι προαναφερόμενοι βιότοποι είναι ανθρωπογενείς και ιδιαίτερα τρωτοί κυρίως στην εγκατάλειψη, η οποία είναι εμφανής στις περισσότερες ορεινές περιοχές του Ε.Π.Β.Πίνδου λόγω της πληθυσμιακής κατάρρευσης μετά από Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πρόσφατες γενικότερες αλλαγές στην άσκηση των γεωργικών δραστηριοτήτων (Zomeni et al. 2008) Αναλυτική παρουσίαση της ορνιθοπανίδας των τριών οροπεδίων Ζαγορίου Η μελέτη και καταγραφή της ορνιθοπανίδας των τριών οροπεδίων ξεκίνησε από το 1991 και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα. Η συστηματική καταγραφή ξεκινάει μετά το 2002, με συχνή παρουσία στο πεδίο και επαφή με ντόπιους και επισκέπτες που κοινοποιούν συχνά επιπλέον παρατηρήσεις και πληροφορίες για τα πουλιά της περιοχής. 64

65 Η πρώτη ετήσια καθολική απογραφή της βιοκοινότητας των πουλιών των τριών οροπεδίων πραγματοποιήθηκε το 2003 σε διάστημα 53 ημερήσιων επισκέψεων που κάλυψαν όλο το έτος. Ο πλήρης κατάλογος των ειδών που έχουν συνολικά καταγραφεί έως σήμερα και η εκτίμηση του πληθυσμιακού τους μεγέθους παρουσιάζεται αναλυτικά στον Πίνακα Ι στο Παράρτημα. Συνολικά στα τρία οροπέδια καταγράφηκαν το 76% του συνόλου των ειδών (143 είδη, από τα 187 είδη) που έχουν καταγραφεί ιστορικά σε ολόκληρη την περιοχή του Ε.Π.Β.Πίνδου. Πάνω από τα μισά είδη αναπαράγονται στην περιοχή ή σε κάποια πολύ κοντινή της, και είναι συνολικά 82 είδη, όπου σε αυτά περιλαμβάνονται τα μόνιμα και οι καλοκαιρινοί επισκέπτες. Τα 23 εξ αυτών επισκέπτονται την περιοχή μόνο για να αναζητήσουν εκεί τροφή, ενώ φωλιάζουν πολύ κοντά σε αυτή. Το γεγονός αυτό ισχύει για τα περισσότερα μεγαλόσωμα πουλιά, όπως το Φιδαετό (Circaetus gallicus) και τον Πελαργό (Ciconia ciconia), καθώς και για κάποια από τα σπανιότερα είδη του Ε.Π.Β.Πίνδου, όπως είναι ο Ασπροπάρης (Neophron percnopterus) που εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά στο οροπέδιο. Ωστόσο τα περισσότερα είδη εμφανίζονται εδώ κατά την εαρινή μετανάστευση, αριθμώντας σχεδόν τα μισά από το σύνολο των ειδών που έχει καταγραφεί στην περιοχή (69 από 143 είδη). Ο αριθμός αυτών των ειδών είναι σχεδόν τριπλάσιος από αυτόν που καταγράφηκαν την εποχή της φθινοπωρινής μετανάστευσης (βλέπε Διάγραμμα 2.2). Την άνοιξη οι εποχιακές υγροτοπικές εκτάσεις χρησιμοποιούνται από πολλά είδη που εμφανίζονται μόνο τότε στην περιοχή μελέτης, μερικά εκ των οποίων είναι σπάνια. Οι λιβαδικές εκτάσεις επίσης αποτελούν τις κυριότερες περιοχές τροφοληψίας για παγκοσμίως απειλούμενα είδη όπως τα Μαυροκιρκίνεζα (Falco vespertinus), ο Στεπόκιρκος (Circus macrourus) και τα Κιρκινέζια (Falco naumanii). Στη φθινοπωρινή περίοδο η μετανάστευση είναι λιγότερο αισθητή, όχι μόνο διότι τα διερχόμενα είδη είναι λιγότερα αλλά και διότι οι πληθυσμοί τους είναι πολύ μειωμένοι. Πάντως και την εποχή αυτή κάποια είδη, απειλούμενα με εξαφάνιση στην Ευρώπη, όπως ο Κοκκινούρης (Phoenicurus phoenicurus) συγκεντρώνονται δίπλα στους, φυσικού τύπου, ομβροσυλλέκτες (λούτσες), ενώ οι σπάνιοι Δρυομυγοχάφτες (Ficedula semitorquata) παρατηρούνται τότε συχνά σε γέρικα δέντρα και δάση γύρω από εκκλησίες ή τα ξωκλήσια. 65

66 Αριθµός ειδών ανά µήνα Χειµώνας Άνοιξη Καλοκαίρι Φθινόπωρο Αριθµός ειδών εκέµβριος Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος Διάγραμμα 2.2: Ο αριθμός των ειδών που καταγράφηκε στην περιοχή μελέτης ανά μήνα. Figure 2.2: The number of species that have been recorded in the study area per month.. Προς τα τέλη του φθινοπώρου εμφανίζεται ένα κύμα μετακίνησης πουλιών προς διαχείμανση όπως των αρπακτικών, με τυπικό παράδειγμα την Γερακίνα (Buteo buteo). Κατά την χειμερινή περίοδο τα τρία οροπέδια αποτελούν χώρο τροφοληψίας για σπάνια είδη που το υπόλοιπο διάστημα απαντούν μόνο σε υψηλότερα υψόμετρα, όπως η Κοκκινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax pyrrhocorax). Την εποχή αυτή παρουσιάζονται επίσης πολλά είδη και μεγάλοι πληθυσμοί από διαχειμάζοντα πουλιά που προέρχονται από βορειότερες χώρες ή περιοχές. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε το 2007, όταν σκοτώθηκε στην περιοχή μελέτης ένας δαχτυλιωμένος κότσυφας (Turdus merula) από την Ρουμανία. Σποραδικά τον χειμώνα εμφανίζονται και κάποια υγροτοπικά είδη όπως η Καλημάνα (Vanellus vanellus), ενώ παλαιότερα αναφέρεται ότι συχνά διάφορα είδη από πάπιες (Anas spp.) αλλά και χήνες (Anser spp.), που στάθμευαν στους πλημμυρισμένους υγρότοπους της περιοχής ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, αποτελούσαν συχνά στόχο για τους ντόπιους κυνηγούς. Η εποχή με τα λιγότερα είδη είναι ο Σεπτέμβριος, όταν τα περισσότερα είδη που είναι καλοκαιρινοί επισκέπτες έχουν μεταναστεύσει και δεν έχουν ακόμη καταφτάσει αυτά που διαχειμάζουν στην περιοχή μελέτης. 66

67 Αξιολόγηση της ορνιθοπανίδας των οροπεδίων: Σπανιότητα, Καθεστώς Απειλής και Νομικό Καθεστώς Διατήρησης Η σπανιότητα και το καθεστώς απειλής των ειδών της ορνιθοπανίδας των οροπεδίων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο αναφέρονται αναλυτικά ανά είδος στον Πίνακα Ι στο Παράρτημα και παρουσιάζονται συγκριτικά με αυτά του Ε.Π.Β.Πίνδου στα Διαγράμματα 2.3 και 2.4. Καθεστώς απειλής στην Ευρώπη Άμεσα απειλούμενο Τρωτό Σπάνιο Μειούμενο ΕΠΒΠ Οροπέδια Κεντρ. Ζαγορίου Διάγραμμα 2.3: Συγκριτική αξιολόγηση του αριθμού των απειλούμενων ειδών πουλιών σχετικά με το καθεστώς απειλής τους στην Ευρώπη στην περιοχή των τριών οροπεδίων. Παρά την μικρή της έκταση (0,38% της έκτασης του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου) η περιοχή μελέτης συγκεντρώνει τα 2/3 των απειλούμενων ειδών του. Figure 2.3: The European Threat Status of all species of birds found within the study area and in the Northern Pindos National Park. It is impressive that despite the small extent of the three plateaus (0.38% extent of the National Park) the region assembles the 2/3 of its threatened species. Συνολικά στο χώρο των τριών οροπεδίων, που καλύπτει μόλις το 0.38% της έκτασης του Ε.Π.Β.Πίνδου, παρουσιάζονται περίπου τα 2/3 από τα σημαντικότερα είδη της ορνιθοπανίδας του (άμεσα απειλούμενα, τρωτά και σπάνια, βλέπε Διάγραμμα 2.3). Επιπλέον περίπου ένα στα 10 είδη πουλιών που απαντούν στα οροπέδια Ζαγορίου (συνολικά 13 είδη) είναι σήμερα υπό καθεστώς απειλής στην Ευρώπη, ενώ το 37% του συνόλου των ειδών (53 είδη) χρήζουν άμεσης προστασίας και είναι «προτεραιότητας για διατήρηση» (SPEC 1, 2 & 3 βλέπε Διάγραμμα 2.4). 67

68 Είδη προτεραιότητας για διατήρηση στην Ευρώπη SPEC 1 SPEC 2 SPEC 3 ΕΠΒΠ Οροπέδια Κεντρ. Ζαγορίου Διάγραμμα 2.4: Συγκριτική αξιολόγηση του αριθμού των ειδών «Προτεραιότητας για Διατήρηση» στην περιοχή των τριών οροπεδίων σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή του Ε. Π. Βόρειας Πίνδου. Επεξηγήσεις των κατηγοριών στο Παράρτημα (Πίνακες Ι & ΙΙ). Figure 2.4: Number of Species of European Conservation Concern (SPEC s) in the study area and in Northern Pindos National Park. Categories explanations in Appendix (Tables I & II). Το νομικό καθεστώς διατήρησης των ειδών παρουσιάζεται αναλυτικά ανά είδος στον Πίνακα Ι στο Παράρτημα. Συγκριτικά με τα δεδομένα της ευρύτερης περιοχής του Ε.Π.Β.Πίνδου (βλέπε Διάγραμμα 2.5), φαίνεται ότι μεγάλο ποσοστό των προστατευόμενων ειδών παρουσιάζεται εντός των τριών οροπεδίων και μάλιστα πάνω από τα 3/4 εκείνων του Παραρτήματος ΙΙ της συνθήκης της Βόννης που αφορά τα μεταναστευτικά είδη. Νομικό καθεστώς προστασίας και διατήρησης Κ. Ο. 79/409 (Παρ.Ι) Σύμβαση Βέρνης (ΙΙ) Σύμβαση Βέρνης (ΙΙΙ) Σύμβαση Βόννης ΕΠΒΠ Οροπέδια Κεντρ. Ζαγορίου Διάγραμμα 2.5: Συγκριτική αξιολόγηση του αριθμού των προστατευόμενων ειδών πουλιών στην περιοχή των τριών οροπεδίων και του Ε. Π. Βόρειας Πίνδου. Παρά την μικρή της έκταση η περιοχή συγκεντρώνει πολλά προστατευόμενα είδη. Figure 2.5: The number of protected species of birds in the study area of the three plateaux concerning the wider region Northern Pindos National Park. It is characteristic that despite their small extent the region assembles a lot of protected species. 68

69 2.5. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Ο αριθμός των ειδών πουλιών που έχει καταγραφεί στα τρία οροπέδια του Ζαγορίου είναι από τους μεγαλύτερους στη χώρα για τέτοιου είδους οικοσυστήματα και αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη καταγραφή της ορνιθοπανίδας σε οροπέδια στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, εάν λάβουμε υπόψη ότι γενικότερα στα Βαλκάνια δεκάδες παρόμοια οροπέδια εμφανίζονται σε ολόκληρη την ασβεστολιθική χερσόνησο, από την Κρήτη μέχρι την Δαλματία (Pollunin, 1987) τα οποία αποτελούν κάποιες από τις αρχαιότερες περιοχές του πλανήτη όπου εφαρμόζεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα η αγροτική παραγωγή. Η έρευνα πεδίου έδειξε ότι οι περιοχή μελέτης αποτελεί εποχιακά καταρχήν πολύτιμη «ρεζέρβα» για την μετανάστευση και την διαχείμανση σημαντικών πληθυσμών δεκάδων ειδών, πολλά εκ των οποίων είναι σπάνια ή απειλούμενα στην Ελλάδα ή την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό ίσως εξηγείται και από το ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής και την θέση των οροπεδίων. Η παράλληλη τοποθέτηση των οροσειρών σε κατεύθυνση βορρά-νότου, σε όμοια διεύθυνση με αυτήν της μετανάστευσης και η συνέχεια των κοιλάδων και οροπεδίων ανάμεσα τους, ίσως είναι ο κύριος λόγος για την εμφάνιση μεγάλου αριθμού ειδών και πληθυσμών, ιδιαίτερα την εποχή της άνοιξης, όπου οι συνεχείς στάσεις είναι απαραίτητες για την ενδυνάμωση των εξαντλημένων πουλιών που κινούνται βόρεια. Αντίστοιχα ίσως συμβαίνει και με την μετακίνηση των αρπακτικών. Οι Γερακίνες (Buteo buteo) για παράδειγμα φαίνεται ότι χρησιμοποιούν το ομαλό ανάγλυφο των πλαγιών και τα ανοδικά ρεύματα που δημιουργούνται γύρω από τα οροπέδια για να περάσουν από την κοιλάδα της Κόνιτσας, στις πεδινές περιοχές Παρακάλαμου και Ιωαννίνων, που βρίσκονται εκατέρωθέν, για να ταξιδέψουν βόρεια ή νότια αναλόγως την εποχή. Μια σύγκριση της περιοχής μελέτης με άλλες παρόμοιες περιοχές, που βρίσκονται όμως εκτός των μεταναστευτικών διαδρόμων, θα δώσει πολύτιμες πληροφορίες για την σημασία της θέσης των οροπεδίων σε σχέση με την εποχιακή παρουσία των μεταναστευτικών ειδών. Είναι άραγε η θέση ή η ποιότητα των ενδιαιτημάτων της περιοχής που αποτελεί τον κύριο λόγο για την εποχιακή αυτή αφθονία; 69

70 Σημαντική είναι και η σημασία της περιοχής για την τροφοληψία των ειδών που φωλιάζουν στην περιφέρειά της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εντυπωσιακοί αριθμοί άνω των 40 πελαργών, που είναι συχνοί εδώ το καλοκαίρι. Τα πουλιά έρχονται για να τραφούν ομαδικά με γρύλους και ακρίδες, αλλά και με σκοτωμένα ζώα μετά το θερισμό των χωραφιών, φτάνοντας παλαιότερα σε πάνω από 100 άτομα πριν την μετανάστευση. Από την απογραφή του είδους το 2005 στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, διαπιστώθηκε ότι ο πληθυσμός αυτός αφορούσε τον σύνολο του αναπαραγωγικού πληθυσμού της γειτονικής κοιλάδας του Παρακάλαμου όπου το είδος φωλιάζει. Ένα ανάλογο γεγονός αφορά το παγκοσμίως απειλούμενο Κιρκινέζι (Falco naumanii) όπου ανήλικα άτομα του είδους παραμένουν στην περιοχή για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, σε ομάδες των 5-15 ατόμων, μακριά από τις αναπαραγωγικές τους αποικίες που βρίσκονται στα Ιωάννινα. Μάλιστα ομάδες άνω των 100 ατόμων εμφανίζονταν ως πριν από μια δεκαετία, το φθινόπωρο, στο οροπέδιο των Ασπραγγέλων, γεγονός όμως που έχει πλέον πάψει να υφίσταται πιθανότατα λόγω της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας εκεί. Τα παραπάνω δείχνουν τη μεγάλη σημασία των οροπεδίων για τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας της ευρύτερης περιοχής, καθώς και την αναπόσπαστη σχέση τους με τις υπόλοιπες εκτάσεις του Ε.Π.Β.Πίνδου. Η σημασία όμως της περιοχής μελέτης για τα φωλιάζοντα είδη είναι επίσης σημαντική. Περισσότερα από τα μισά είδη (14 από 24) που έχουν χαρακτηριστεί ως "Κοινά Είδη των Αγροτικών Περιοχών" της Ευρώπης (Gregory et al., 2005) αναπαράγονται στα τρία οροπέδια. Τα τελευταία χρησιμοποιούνται πλέον στην Ε.Ε. ως «δείκτες αειφορίας» και για το λόγο αυτό η περιοχή έχει περιληφθεί μετά το 2007 ως περιοχή παρακολούθησης από το Ελληνικό Σχήμα Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών της Ευρώπης που αποτελεί τμήμα του Πανευρωπαϊκού Προγράμματος Παρακολούθησης των πληθυσμών των Κοινών Ειδών Πουλιών (Vořišek et al., 2007). Το πρόγραμμα συντονίζει στην Ελλάδα η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία και σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα, στην περιοχή μελέτης συναντάται η μεγαλύτερη αφθονία και ποικιλότητα ειδών από κάθε άλλη αγροτική περιοχή του προγράμματος που περιλαμβάνει 28 περιοχές της χώρας (Κομηνός, 2008). Η ευρύτερη περιοχή εντάσσεται δικαιολογημένα σε δύο 70

71 Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ευρώπης (ΣΠΠΕ Νο. 043 και 067). Στη δεύτερη προτείνεται να συμπεριληφθεί ολόκληρη η περιοχή μελέτης, αφού εδώ έχουν εντοπιστεί είδη που πληρούν τα διεθνή κριτήρια χαρακτηρισμού, όπως είναι ο Φιδαετός που παρουσιάζει εδώ μεγάλη πυκνότητα αναπαραγωγικών ζευγαριών και ο Ασπροπάρης για τον οποίο μεγάλο μέρος της περιοχής μελέτης αποτελεί βασικό χώρο τροφοληψίας του τελευταίου ζευγαριού του Βίκου. Ταυτόχρονα κάποια σημαντικά είδη σε εθνικό επίπεδο όπως ο Μαυροπελαργός (Ciconia nigra), ο Σφηκιάρης (Pernis apivorus) και ο Πετρίτης (Falco peregrinus), φωλιάζουν ή τρέφονται καθημερινά εδώ, ενώ άλλα όπως το Ορτύκι (Coturnix coturnix) και ο Αετομάχος (Lanius collurio) αποτέλεσαν κριτήριο ως τα σημαντικότερα είδη οριοθέτησης, δεδομένου ότι οι πληθυσμοί τους εντός της ΣΠΠΕ, συγκεντρώνονται κυρίως στα οροπέδια και είναι σημαντικοί (>1%) σε εθνικό επίπεδο (Στάρα & Τσιακίρης, 2009) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα κυριότερα συμπεράσματα σχετικά με την σημασία της περιοχής μελέτης για τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου σε σχέση και με τις χρήσεις γης που επικρατούν στα οροπέδια Ζαγορίου, μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω: 1. Παρά την πολύ μικρή τους έκταση, στα τρία οροπέδια συγκεντρώνεται πολύ μεγάλη ποικιλία ειδών ορνιθοπανίδας, καθώς και τα περισσότερα απειλούμενα είδη ανά μονάδα χώρου της ευρύτερης περιοχής του Ε.Π.Β.Πίνδου και έτσι η περιοχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιοχή «εξαιρετικής τοπικής ορνιθολογικής ποικιλότητας» (Local Bird Biodiversity Hotspot). Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να εξεταστεί εάν το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες ομάδες οργανισμών, καθώς και εάν το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα οροπέδια της Ελλάδας και των Βαλκανίων, ή εάν η περιοχή μελέτης αποτελεί μία εξαίρεση. 71

72 2. Η ποικιλία των ενδιαιτημάτων, το έντονο μωσαϊκό του αγροτικού τοπίου των διαφόρων τύπων λιβαδιών των γεωργικών εκτάσεων με τα διάσπαρτα μεμονωμένα δέντρα και θάμνους, τις ακαλλιέργητες λωρίδες και τους φυτοφράχτες, οι αγραναπαύσεις, καθώς και οι μικροί κλήροι που εναλλάσσονται με βοσκότοπους και η εκτατική καλλιέργεια σιτηρών σε εναλλαγή με ψυχανθή, παράγει ένα πολυποίκιλο τοπίο που επιδρά θετικά στο συνολικό αριθμό και τη σύνθεση των ειδών της ορνιθοπανίδας αντανακλώντας τον πλούτο της σε όλες τις εποχιακές εναλλαγές της. 3. Η άσκηση της εκτατικού τύπου κτηνοτροφίας, η οποία καθορίζει όλες τις άλλες χρήσεις του χώρου, φαίνεται να παίζει έμμεσα τον ουσιαστικότερο παράγοντα για τη διατήρηση του συγκεκριμένου τοπίου, καθώς και για την παρουσία πολλών ειδών πουλιών που οι πληθυσμοί τους μειώνονται στην Ευρώπη και συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με την δραστηριότητα. 4. Οι εποχιακοί υγρότοποι διαφόρων τύπων προσελκύουν αρκετά πολύ σημαντικά μεταναστευτικά είδη πουλιών. Ιδιαίτερα τα εποχιακά υγρά λιβάδια συγκεντρώνουν αρκετά απειλούμενα είδη. 5. Η κυριότερη και πλέον άμεση απειλή για την ορνιθοπανίδα των οροπεδίων είναι η οικοπεδοποίηση. Η κατασκευή νέων κτιρίων και υποδομών και η μεταστροφή των παραδοσιακών αγροτικών ασχολιών σε δραστηριότητες εντατικής αναψυχής λόγω της αύξησης της τουριστικής κίνησης του Ε.Π.Β.Πίνδου αποδεικνύεται ήδη ότι έχει οδηγήσει στην μείωση των πληθυσμών και της ποικιλίας των ειδών, ιδιαίτερα αυτών που απειλούνται και αλλού με εξαφάνιση. 6. Σύμφωνα με αντίστοιχες παρεμβάσεις που έχουν συμβεί σε γειτονικές περιοχές, άλλες απειλές μπορεί στο μέλλον να αφορούν και επιπλέον αλλαγές στις υφιστάμενες ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως μετατροπή της εκτατικής κτηνοτροφίας σε σταβλισμένη, καταστροφή των φυτοφραχτών με περαιτέρω 72

73 αναδασμούς, εντατικοποίηση των καλλιεργειών με χρήση λιπασμάτων και αγροχημικών, αλλαγή του είδους των καλλιεργειών με τη δημιουργία τεχνητών λιμνών και αλλαγή των ξερικών καλλιεργειών σε ποτιστικές ή περαιτέρω αποξήρανση των υγροτόπων κτλ. Τέλος διαπιστώνουμε ότι σε αντίστοιχες καταγραφές που έχουν γίνει σε διάφορες προστατευόμενες περιοχές της χώρα μας, η μεγαλύτερη ποικιλία και η μεγαλύτερη αφθονία ειδών και πληθυσμών πουλιών (και μάλιστα των σημαντικότερων από πλευράς διατήρησης), συναντάται όπως και εδώ στα αγροοικοσυστήματα. Αυτά συνήθως γειτονεύουν ή περιλαμβάνονται μόνο μερικώς στις προστατευόμενες περιοχές. Πάραυτα δεν έχει δοθεί ακόμη στη χώρα μας η πρέπουσα σημασία στις γεωργοκτηνοτροφικές περιοχές ούτε από πλευράς έρευνας της ορνιθοπανίδας τους (Kazantzidis, 2007), αλλά ούτε από πλευράς εφαρμογής μέτρων διατήρησης και προστασίας τους, ενώ σχεδόν καμία χρηματοδότηση (π.χ. αγροπεριβαλλοντικών μέτρων) δεν έχει ακόμη προωθηθεί στην Ελλάδα για την εφαρμογή φιλικότερων προς τα πουλιά χρήσεων γης, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα στην χώρα μας προωθούνται ακόμη και σήμερα νέοι μεγάλοι αναδασμοί, εντατικοποίηση των καλλιεργειών, και μάλιστα σε κάποιες από τις εναπομένουσες πολύ σημαντικές για την πανίδα τους καλλιεργούμενες αγροτικές περιοχές της χώρας (Μαρκοπούλου, 2009). Μάλιστα η αναγνώριση της αξίας των αγροτικών περιοχών για τη διατήρηση της απειλούμενης βιοποικιλότητας της Ευρώπης έχει μόλις τα τελευταία χρόνια ξεκινήσει να απασχολεί τους επιστήμονες σε εθνικό επίπεδο σε σχέση με τις προστατευόμενες φυσικές περιοχές (Kallimanis et. al. 2008), όταν ήδη μεγάλο μέρος τους έχει ήδη χαθεί ή αλλοιωθεί ανεπιστρεπτεί. Τα παραπάνω αποτελέσματα οδηγούν σε εύλογα ερωτήματα: Ποιοι παράγοντες καθορίζουν την εμφάνιση, παρουσία και ιδιαίτερα την αναπαραγωγή των σημαντικότερων ειδών στις αγροτικές περιοχές και ειδικότερα στην πολύ μικρή περιοχή μελέτης μας; 73

74 Πώς διαμορφώνονται τα ενδιαιτήματα αυτά ώστε να είναι «ελκυστικά» για τα πουλιά; Είναι για παράδειγμα γενικότερα το είδος της χρήσης γης ή σημαντικότερη βαρύτητα παίζουν οι ακαλλιέργητες περιοχές; Μήπως κυρίαρχο ρόλο έχουν στην επιλογή των πουλιών τα μικρο-ενδιαιτήματα ή επηρεάζει την παρουσία τους το συνολικό τοπίο και σε ποια χωρική κλίμακα; Τέλος ποια δομικά στοιχεία είναι σημαντικότερα, παίζει π.χ. ρόλο ο αριθμός ή το μέγεθος των αγροτεμαχίων, είναι σημαντική η εναλλαγή ή ο πολυσχιδής χαρακτήρας τους ή αντίθετα είναι καθοριστική η ομοιογένειά τους; Παίξουν ρόλο οι φυτοφράχτες και ποιάς μορφής είναι οι καταλληλότεροι, οι μεμονωμένοι ή εκείνοι που είναι εκτεταμένοι κτλ. Υπάρχουν περιοχές εντός των οροπεδίων που δεν είναι σημαντικές για τα πουλιά, και εάν ναι, τι κάνει αυτές τις περιοχές ακατάλληλες και αφιλόξενες; Έχει σημασία για την παρουσία τους η ιστορία της χρήσης τους; Υπάρχουν σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν και εάν ναι, είναι αυτές θετικές ή αρνητικές σχετικά με την δυνατότητά του σημερινού αγροτικού χώρου να είναι ελκυστικό ή όχι στα πουλιά; Βάση των παραπάνω ερωτημάτων δημιουργήθηκαν οι υποθέσεις εργασίας που εξετάζονται στα επόμενα τρία κεφάλαια της παρούσας διατριβής τα οποία θα εξεταστούν διαδοχικά από το επίπεδο του μικρο-ενδιαιτήματος σε εκείνο του τοπίου και των ιστορικών αλλαγών του. 74

75 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 3. Επιλογή µικροενδιαιτηµάτων αναπαραγωγής των κοινών ειδών αγροτικών πουλιών στα οροπέδια Κεντρικού Ζαγορίου Περίληψη Τα κοινά πουλιά των αγροτικών περιοχών μειώνονται ταχύτατα σε όλη την Ευρώπη, εντούτοις τα οριακά καλλιεργήσιμα εδάφη που γλίτωσαν από την εντατικοποίηση ή την εγκατάλειψη των παραδοσιακών χρήσεων γης, παραμένουν ένας παράδεισος για τα είδη αυτά στα βουνά της Μεσογείου. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να προσδιοριστούν τα σημαντικότερα ανθρωπογενή χαρακτηριστικά των μικρο-ενδιαιτημάτων για τον Αετομάχο (Lanius collurio), τον Τσιφτά (Miliaria calandra) και τον κοινό Θαμνοτσιροβάκο (Sylvia communis) σε τρεις τέτοιες περιοχές μέσα στο πρόσφατα θεσμοθετημένο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Συγκρίθηκαν έτσι τα δομικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά χρήσης του βιότοπου μέσα σε 133 επιφάνειες, ακτίνας 25 μέτρων γύρω από τις θέσεις εντοπισμού των πουλιών εντός της αναπαραγωγικής περιόδου, με εκείνα σε τυχαία επιλεγμένες επιφάνειες χωρίς πουλιά. Χρησιμοποιώντας μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης και δέντρα ταξινόμησης προσδιορίστηκαν οι συγκεκριμένες απαιτήσεις των ενδιαιτημάτων για κάθε ένα από αυτά. Τα τρία είδη παρουσιάζουν μια προτίμηση για τα αγροτικά μωσαϊκά που κυριαρχούνται από βοσκότοπους με διάσπαρτους θάμνους ή μικρά δέντρα, καθώς και αντίστοιχες περιοχές που αναμιγνύονται με καλλιεργήσιμη γη. Οι αποστραγγιστικές τάφροι και οι χωματόδρομοι προτιμώνται και από τα τρία είδη, ενώ η παρουσία φρακτών και οι περιοδικά καμένοι θάμνοι και φυτοφράχτες είναι ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία του χώρου παρουσίας του Αετομάχου. Ανάλογα τη δομή και την διαδοχή της βλάστησης, ο Τσιφτάς προτιμά συνήθως τα εκτεταμένα και παραγωγικά λιβάδια με τους λίγους διάσπαρτους μικρούς θάμνους και τα κοντά δέντρα, ενώ ο Θαμνοτσιροβάκος τις περιοχές με την πυκνότερη και πιο ψηλή βλάστηση θάμνων, δέντρων και φυτοφραχτών. Ο Αετομάχος που είναι ένα χαρακτηριστικό πουλί των οικοτόνων, που εμφανίζονται και στους δύο βιότοπους και στις ενδιάμεσες καταστάσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι απαιτήσεις των τριών ειδών συνδέονται με το βιότοπο που διατηρείται είτε άμεσα είτε έμμεσα από τις παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα από την εκτατική κτηνοτροφία που ασκείται στην περιοχή εδώ και εκατοντάδες χρόνια και αναστέλλει την επέκταση των πυκνών θαμνώνων και του δάσους. Μέρος των δεδομένων του παρακάτω κεφαλαίου έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό: Environmental Management: Tsiakiris R, Stara K, Pantis J, Sgardelis St, Microhabitat selection by three common bird species of montane farmlands in northern Greece. Journal of Environmental Management, υπό δημοσίευση ( DOI /s ). 75

76 3.1. Επιλογή ενδιαιτήματος των πουλιών και δομή της βλάστησης στα πουλιά Πολλές έρευνες σε διάφορες περιοχές του κόσμου έχουν δείξει ότι τόσο η οριζόντια κάλυψη, όσο και η κάθετη δομή της βλάστησης των διαφόρων βιότοπων, καθώς και το στάδιο της διαδοχής της, έχουν καθοριστικές επιπτώσεις στη σύνθεση των βιοκοινοτήτων και στην επιλογή ενδιαιτήματος των πουλιών, τόσο στα λιβαδικά οικοσυστήματα, όσο, και μάλιστα πολύ περισσότερο, στους μικτούς θαμνότοπους (Karr & Roth, 1971, Wiens, 1973, Willson, 1974, Roth, 1976, Rotenberry & Wiens, 1980, Prodon & Lebreton, 1981, Wiens & Rotenberry, 1985, Blondel & Farré, 1988). Κατά συνέπεια, καθώς στη χώρα μας και ειδικότερα οι ορεινές περιοχές, κυριαρχούνται από διάφορους τύπους θαμνο-δασολίβαδων, είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας να καταλάβει κανείς πώς οι αγροτικές δραστηριότητες που κατά κύριο λόγο ασκούνται εκεί, επιδρούν στη δομή του βιοτόπου των πουλιών. Ειδικότερα θα πρέπει να γίνει σαφές πως αυτές οι δραστηριότητες επιδρούν ιεραρχικά στις διάφορες χωρικές κλίμακες, από το επίπεδο του τοπίου, έως τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του χώρου εντός μίας μεμονωμένης επικράτειας ή ακόμη και στο χώρο τροφοληψίας ενός είδους (Blondel & Vigne, 1993, Ormerod & Watkinson, 2000). Η εξέταση του παρόντος προβλήματος έχει γίνει μέχρι σήμερα από πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις. Οι περισσότερο «παραδοσιακές» είναι βασισμένες στη θεωρία των οικοθώκων (niche theory), σύμφωνα με την οποία θεωρούμε ότι η παρουσία ενός είδους και η επιλογή ενδιαιτήματος αφορά στενά και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του βιότοπου όπου αυτό ζει, αναπαράγεται και πεθαίνει. Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν ιδιαίτερα γνωρίσματα του είδους της βλάστησης ή του οικοτόπου όπου το είδος απαντά, όπως είναι οι τύποι κάλυψης και η κάθετη χωροδιάταξη της βλάστησης (MacArthur et al., 1962, Karr & Roth, 1971, Wiens, 1973, Willson, 1974, Roth, 1976, Rotenberry & Wiens, 1980, Wiens & Rotenberry, 1985). Η προσέγγιση αυτή είναι βασισμένη στην υπόθεση ότι τα πουλιά είναι πιο ευαίσθητα στη δομή της βλάστησης απ' ότι στη χλωριδική της σύνθεση [βλέπε την ανασκόπηση που γίνεται σε αυτό το θέμα από τον Cody (1981, και το 76

77 1985), αν και ορισμένοι εκφράζουν διαφωνίες όπως ο Rotenberry (1985)]. Οι περισσότερες τέτοιες μελέτες αφορούν τόσο λιβάδια και θαμνότοπους, όσο και δάση (Helle & Järvinen, 1986, Fuller et al, 1989, Petty, 1989) καθώς και μεσογειακούς θαμνότοπους (Prodon & Lebreton, 1981, Blondel & Chessel, 1988) ακόμη και για τη μελέτη της επίδρασης της εγκατάλειψης των χρήσεων γης στα πουλιά (Preiss et al., 1997). Πάντως οι πιο σύγχρονες τεχνικές, που βοηθηθήκαν τελευταία από τη ραγδαία ανάπτυξη των υπολογιστών και της τηλεπισκόπησης, περιλαμβάνουν ευρύτερες μετρήσεις των χαρακτηριστικών των βιότοπων, που αφορούν στο επίπεδο των πληθυσμών και σχετίζονται με ένα σύνολο χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος σε ευρύτερα όρια από αυτά π.χ. των επικρατειών των πουλιών. Η προσέγγιση αυτή τόσο στο επίπεδο του είδους των μετρήσεων, όσο και της ανάλυσης, αποτελούν πλέον αντικείμενο της Οικολογία Τοπίου. Οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται συχνά όταν αντικείμενο της έρευνας αποτελούν ταυτόχρονα και οι αλλαγές που έχουν συμβεί στα τοπία (Aspinall, 1993, Green et al., 1993, Farina, 1995, Farina, 1997, Gunilla et al., 2000, Fedrigo et al., 1989, Ferrer & Harte, 1997, Gregory & Baillie, 1998, Sánchez- Zapata & Calvo, 1999 Pärt & Söderström, 1999) ή όταν σκοπός της έρευνας αποτελεί η συσχέτιση αυτών, καθώς και η πρόβλεψη των χωρικών κατανομών των πουλιών. Επιπλέον, αν και μέχρι σήμερα η επιστήμη της Ορνιθολογίας προσπαθούσε κυρίως να περιγράψει με ακρίβεια το βιότοπο κάθε είδους ή ομάδας ειδών και να ορίσει τις σημαντικότερες παραμέτρους που καθορίζουν την παρουσία ή την απουσία τους, σήμερα η έρευνα έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, με τη κατασκευή μοντέλων πρόβλεψης του καταλληλότερου ενδιαιτήματος. Τα μοντέλα αυτά είναι βασισμένα σε στοιχεία του περιβάλλοντος, που είναι γνωστό ότι καθορίζουν την παρουσία ενός οργανισμού στις περιοχές κατανομής του. Αυτό που επιδιώκουν λοιπόν είναι να κατασκευαστούν πρότυπα και να οριστούν κανόνες, οι οποίοι να μπορούν, ακόμη και εάν εφαρμοστούν σε άγνωστες περιοχές (όπου δεν γνωρίζουμε από πριν εάν το είδος υπάρχει εκεί ή όχι), να προβλέψουν την παρουσία του, είτε στο επίπεδο του μικρο-ενδιαιτήματος, είτε του ευρύτερου 77

78 τοπίου (Brambilla et al., 2009). Η σωστή πρόβλεψη της παρουσίας των πουλιών από τα χαρακτηριστικά των ενδιαιτημάτων τους γίνεται πλέον ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα προβλήματα, αλλά και από τα ισχυρότερα επιστημονικά εργαλεία διαχείρισης του χώρου, αφού έτσι μπορούμε να διατυπώσουμε προτάσεις και να εφαρμόσουμε άμεσα και με επιτυχία διαχειριστικά μέτρα, ώστε π.χ. να αποκαταστήσουμε ή ακόμη και να δημιουργήσουμε εκ νέου έναν κατάλληλο βιότοπο, ώστε να μπορεί να εποικιστεί από ένα είδος ή ακόμη και να προβλέψουμε την εξάπλωση ενός νέου είδους εισβολέα (Hinzel et al, 2002). Στην παρούσα διατριβή κρίθηκε απαραίτητο να εξεταστεί η επιλογή του βιοτόπου των αγροτικών πουλιών από όλες τις οπτικές γωνίες που περιγράψαμε παραπάνω. Χρησιμοποιήθηκαν λοιπόν τόσο τα κλασικά περιγραφικά εργαλεία της δομής και των ποιοτικών χαρακτηριστικών των βιοτόπων τους, όσο και εκείνα των μοντέλων πρόβλεψης, καθώς και της Οικολογίας Tοπίου. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να γίνει σαφές, ποιά προσέγγιση προσδιορίζει καλύτερα τους παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την προστασία των πουλιών των αγροτικών εκτάσεων. Ακόμη η πολυεπίπεδη αυτή προσέγγιση πιστεύουμε ότι ρίχνει φως και στο ερώτημα με ποιο τρόπο και σε ποιο επίπεδο οι ανθρώπινες δραστηριότητες καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των ενδιαιτημάτων που επιλέγονται ή αποφεύγονται από τα κοινά είδη πουλιών των αγροτικών περιοχών που μειώνονται στην Ευρώπη. Η γνώση αυτή μπορεί να βοηθήσει περαιτέρω και στην αξιολόγηση της αποδοτικότητας των αποζημιώσεων ή των επιδοτήσεων του γεωργικού τομέα και στην εφαρμογή των αγροπεριβαλλοντικών κανονισμών σε τοπική κλίμακα. Κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να διαδραματίσει βασικό ρόλο στη «συμφιλίωση» της γεωργικής παραγωγής και της διατήρησης της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο των νέων κανονισμών της ΚΑΠ σε όλη την Ευρώπη (Vickery et al., 2004, Santos et al., 2008). 78

79 3.2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Καταγραφή των πουλιών Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου των πουλιών, σε 18 επισκέψεις, από τις 10/5/2003 ως τις 13/7/2003, όταν τα πουλιά είναι ευκολότερα ανιχνεύσιμα λόγω των έντονων δραστηριοτήτων επίδειξης και υπεράσπισης των επικρατειών τους, καθώς και των γαμήλιων επιδείξεων. Χρησιμοποιήθηκαν ορθοφωτοχάρτες υψηλής ευκρίνειας (1:5000) της περιοχής μελέτης του Αμπελουργικού Μητρώου του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που έχουν δημιουργηθεί από δορυφορικές φωτογραφίες Quickbird (ημερομηνίας λήψης 5/8/2000). Στους χάρτες αυτούς υπερθέσαμε κάναβο ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου ορίζοντας 22 υπομονάδες 1Χ1 χιλιομέτρου που περιλαμβάνουν ολόκληρη την περιοχή των 3 οροπεδίων (Χάρτης 3.1). Χάρτης 3.1: Oι 22 υπομονάδες ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου στις οποίες χωρίσαμε την περιοχή έρευνας, καθώς και οι τρεις κοντινότεροι οικισμοί. Ένα παράδειγμα των διαδρομών καταγραφής φαίνεται στα τμήματα 18 και 21. Map 3.1: The three plateaus of the study area and the three villages within the 22 1 km² sub-units. An example of the predefined line transects is shown in sub-units 18 and

80 Σε κάθε επίσκεψη επιλέγονταν μια τυχαία τέτοια υπομονάδα για έρευνα από εκείνες που δεν είχαν ήδη απογραφεί. Κάθε επιλεγμένη υπομονάδα διασχίστηκε τουλάχιστον δύο φορές παράλληλα, κρατώντας μια σταθερή κατεύθυνση από νότο προς βορά και περπατώντας αργά, σε προκαθορισμένες γραμμές (line transects) χρησιμοποιώντας παράλληλες διαδρομές, οι οποίες είχαν απόσταση περίπου 500 μέτρα (Χάρτης 3.1). Η απόσταση αυτή μεταξύ των γραμμών καταγραφής των πουλιών αποτελεί και την πλέον κατάλληλη απόσταση για ανοιχτές λιβαδικές εκτάσεις, ώστε το σύνολο της περιοχής να καλυφθεί ομοιόμορφα και τα πουλιά που εντοπίζονται (εντός της ζώνης των 250 μέτρων εκατέρωθεν) να μην διπλο-μετριούνται (Bibby et al., 1992, Gibbons et al 1996). Σε κάθε επίσκεψη ήταν δυνατόν να καλυφθούν μία έως δύο τέτοιες υπομονάδες, ανάλογα και με το βαθμό προσβασιμότητας της περιοχής, καθώς οι εκτάσεις με πυκνούς και αδιάβατους θαμνώνες έπρεπε να αποκλειστούν ή να παρακαμφτούν. Τα είδη των πουλιών εντοπίστηκαν από απόσταση χρησιμοποιώντας κιάλια 10x42 και τηλεσκόπιο (80mm με προσοφθάλμιο φακό 20-60Xzoom), καθώς και τη φωνή, από τις 7:00 π.μ. έως τις 13:00 και από τις 17:30 έως τις 20:30 κάθε ημέρα. Μόνο επικρατειακά αρσενικά άτομα καταγράφηκαν στην αρχή της αναπαραγωγικής περιόδου, ενώ μετά από την περίοδο κατασκευής των φωλιών καταγράφηκαν και τα θηλυκά ή οι οικογενειακές τους ομάδες εντός των πρώτων 5 ημερών αφότου οι νεοσσοί έχουν πτερωθεί, την περίοδο δηλαδή ανατροφής τους που ακόμη είναι δίπλα στη φωλιά. Οι ημέρες με έντονο άνεμο, καθώς και βροχή αποκλείστηκαν. Ειδική προσοχή δόθηκε ώστε να εντοπιστούν όλα τα στρουθιόμορφα είδη των αγροτικών περιοχών, που χαρακτηρίζονται ως είδη «Προτεραιότητας για Διατήρηση», μία αξιολόγηση που είναι βασισμένη στα διεθνή πληθυσμιακά κριτήρια μεγέθους και τάσης των πληθυσμών των πουλιών των καταλόγων της IUCN σε παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό επίπεδο [SPEC 1,2,3 σύμφωνα με τις κατηγορίες των Tucker & Heath (1994) και BirdLife International (2004), βλέπε και επεξηγήσεις στο υπόμνημα του Πίνακα I στο Παράρτημα]. 80

81 Επιλογή «επιφανειών πουλιών» και «τυχαίων» επιφανειών Όταν ένα πουλί εντοπίζονταν η θέση παρουσίας του καταγράφονταν με το Σύστημα Γεωγραφικών Συντεταγμένων (GPS) και καταχωρούνταν το στίγμα του. Παίρνοντας τη θέση του πουλιού ως κέντρο, καθορίζαμε μια κυκλική «επιφάνεια παρουσίας» του πουλιού με περίμετρο 50 μέτρων (επιφάνειας 0,19 εκτάρια) που καθορίζονταν στο πεδίο με τη βοήθεια μιας μετροταινίας, ενώ για την ακρίβεια της οριοθέτησης της κυκλικής επιφάνειας σημαδεύαμε περιμετρικά θάμνους ή δέντρα σε 25 μέτρα απόσταση από το κέντρο της. Το μέγεθος μιας τέτοιας επιφάνειας κρίθηκε ικανοποιητικό για τη μέτρηση πολλών περιβαλλοντικών παραμέτρων που βρίσκονται σε άμεση γειτονία με το πουλί, εντός της περιοχής όπου αυτό κυρίως δραστηριοποιείται (Bibby & Robins, 1985), ενώ είναι αρκετά μεγαλύτερο από εκείνο που προτείνεται στα δάση (Bibby et αl., 1992), όπου υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλότητα ανά μονάδα έκτασης τουλάχιστον σχετικά με τη δομή της ξυλώδους βλάστησης. Ταυτόχρονα οι επιφάνειες ακτίνας 25 μέτρων έχουν καθιερωθεί διεθνώς και χρησιμοποιούνται επίσης για την καταγραφή της ποικιλότητας των πουλιών από δεκάδες σχήματα παρακολούθησης των πληθυσμών των πουλιών σε όλη την Ευρώπη (Vořišek, 2007) και έτσι τα αποτελέσματά μας μπορούν να είναι συγκρίσιμα με εκείνα άλλων περιοχών. Για κάθε «επιφάνεια παρουσίας» ενός πουλιού, επιλέγονταν μια ίδια αντίστοιχη «τυχαία» επιφάνεια (Bibby et αl. 1992). Για να εντοπίσουμε την «τυχαία» επιφάνεια στο χώρο, δύο τυχαίοι αριθμοί επιλέγονταν εκ των προτέρων: ο πρώτος αντιπροσώπευε την απόσταση από την περιφέρεια της αρχικής «επιφάνειας παρουσίας» (από τα 25 μέχρι τα 150 μέτρα) και ο δεύτερος σχετίζονταν με τις μοίρες σε σχέση με τον μαγνητικό βορά (από 1 μέχρι 360 μοίρες, βλέπε επίσης και Εικόνα 3.1). Η τεχνική περιέλαβε μόνο στρουθιόμορφα είδη, καθώς ένα μεγάλο μέρος ή ακόμα και ολόκληρη η επικράτεια αναπαραγωγής τους συμπεριλαμβάνεται σε τέτοιες επιφάνειες. Μόνο τα είδη που παρατηρήθηκαν σε περισσότερες από 30 θέσεις περιλήφθηκαν σε περαιτέρω στατιστική ανάλυση. Ένα από τα τρία οροπέδια μαζί με τις επιλεγμένες «επιφάνειες πουλιών» και τις αντίστοιχες «τυχαίες επιφάνειες» παρουσιάζεται στο Χάρτη

82 Χάρτης 3.2: Τμήμα ψηφιακού ορθοφωτοχάρτη 1:5.000 που αφορά στο ένα από τα τρία οροπέδια (Κάτω Πεδινών Ελαφότοπου). Αποτυπώνονται τα ακριβή σημεία στα οποία καταγράφηκαν τα τρία είδη πουλιών και οι αντίστοιχες τυχαίες επιφάνειες το καλοκαίρι του Τα περισσότερα πουλιά καταγράφηκαν σε περιοχές όπου συνεχίζονται οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες (περιοχή Α) ή όπου εφαρμόζεται η εκτατική βόσκηση (περιοχή Β). Στις περιοχές εντός αναδασμού δεν βρέθηκαν πουλιά (Περιοχή Γ). Η περιοχή Δ είναι ακόμη υγρότοπος αν και παραμένει περισσότερο καιρό στεγνή λόγω αποστραγγιστικών έργων. Map 3.2: One of the tree plateaus of the study area (Kato Pedina Elafotopos plateau). Each species bird plot and all random plots are shown; most birds have not been found in areas transformed by field regroupings before 30 years (Location C), but in those where traditional agricultural activities (Location A) or extensive grazing are still practiced (Location B). Location D is still a seasonal wetland, but because of drainage works it is dry for bigger time period. 82

83 Καταγραφή της κατηγορίας ενδιαιτήματος και χρήσης γης Μετά από αρκετές πιλοτικές επισκέψεις, καθορίστηκαν και αργότερα ομαδοποιήθηκαν οι γενικές και οι ειδικές κατηγορίες ενδιαιτημάτων (π.χ. υγρολίβαδο, πυκνός θαμνώνας, χωράφια με κριθάρι κ.τ.λ.), οι κατηγορίες των χρήσεων γης (βοσκότοποι, κοφτολίβαδα κ.τ.λ.), καθώς και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία θεωρήθηκε ότι μπορεί να συνδέονται με την παρουσία συγκεκριμένων ειδών (π.χ. εγκαταλειμμένοι ψηλοί φυτοφράχτες, μεμονωμένα οπωροφόρα δέντρα κ.τ.λ.) όπως αυτά φαίνονται αναλυτικά στους Πίνακες IV, V, VI στο Παράρτημα. Επειδή οι πρώτες πιλοτικές επισκέψεις έδειξαν ότι οι δειγματοληπτικές επιφάνειες συχνά δεν ήταν αμιγείς, αλλά αποτελούνταν από πολύ μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων, που συμμετείχαν με διαφορετικό κάθε φορά ποσοστό στην κυκλική επιφάνεια, αποφασίστηκε η ποσοστιαία συμμετοχή τους να εκτιμάται κάθε φορά απευθείας στο πεδίο με οπτικό τρόπο. Ο συνδυασμός των μεταβλητών που εκτιμήθηκαν προσεγγιστικά εντός των κυκλικών επιφανειών αφορούσαν αρχικά, στο στάδιο της πιλοτικής έρευνας, γενικές κατηγορίες των ενδιαιτημάτων ή γενικές κατηγορίες κάλυψης με βλάστηση. Όμως φάνηκε γρήγορα ότι οι γενικές κατηγορίες δεν ήταν κατάλληλες για την πλήρη περιγραφή της ποικιλίας και της μίξης στην αλληλοδιαδοχή των καταστάσεων που χαρακτηρίζει τα μικρά αυτά οροπέδια όπου κυριαρχούν χαρακτηριστικά των οικοσυστημάτων της σαβάνας (Gibson, 2009). Έτσι ήταν υποχρεωτική η επιλογή συγκεκριμένων επιπλέον μεταβλητών, η οποία βασίστηκε στην αναγκαιότητα της ακριβούς περιγραφής των μικρο-ενδιαιτημάτων και της ποικιλίας του χώρου, καθώς και στην ευκολία και την ταχύτητα της μεθοδολογίας, αφού όλες οι μετρήσεις θα έπρεπε να τελειώνουν εντός 20 λεπτών σε κάθε επιφάνεια, για να ελαχιστοποιηθεί η ενόχληση. Έτσι οι κατηγορίες των Πινάκων IV και V του Παραρτήματος τελικά ομαδοποιήθηκαν σε τρία ευδιάκριτα ιεραρχικά επίπεδα όπως φαίνεται παρακάτω: 83

84 I) Ευρύτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των βιότοπων α) Οι τύποι βιοτόπων ορίστηκαν ως ομοιογενή τμήματα, βασισμένα στην φυσιογνωμία της βλάστησης (Πίνακας 3.1) που εκτιμήθηκαν οπτικά ως ποσοστό της οριζόντιας κάλυψης μέσα σε κάθε επιφάνεια στην κλίμακα του 5% (που πάντα αθροίζουν στο 100%). Αν και γενικά θεωρείται ότι το 5% είναι ένα πολύ μικρό κλάσμα που είναι δύσκολο στην εκτίμηση, βρέθηκε κατά την διάρκεια της προέρευνας ότι αυτό μπορεί να είναι σταθερό και ακριβές εάν ο παρατηρητής έχει αποκτήσει προηγουμένως κάποια εμπειρία με την ταυτόχρονη μέτρηση των παραμέτρων στις πειραματικές επιφάνειες, τόσο στο πεδίο, όσο και στους ορθοφωτοχάρτες β) Η σημερινή χρήση της γης υπολογίστηκε παρομοίως εξετάζοντας το στάδιο και την κατάσταση των αγροτικών δραστηριοτήτων απευθείας στο πεδίο, τη στιγμή της καταγραφής του είδους. II) Παρουσία-απουσία των τριών πιο σημαντικών συγκεκριμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μικροενδιαιτημάτων, όπως καθορίζεται στον Πίνακα 3.1 που προέκυψαν από ομαδοποιήσεις του Πίνακα VI του Παραρτήματος. III) Η δομή της βλάστησης, μετρήθηκε σε δύο επίπεδα: πρώτον σε οριζόντια ποσοστιαία κάλυψη των δέντρων, θάμνων, χόρτου, χώματος και βράχων στην κλίμακα του 5% και δεύτερον στην κάθετη δομή βλάστησης, η οποία μετρήθηκε με μία σημαδεμένη ράβδο, χρησιμοποιώντας κατηγορίες μισού μέτρου για το ύψος. Ο διαχωρισμός δάσους/δέντρων ή θάμνων ήταν ορισμένος ως η ξυλώδης βλάστηση που ήταν ψηλότερη ή χαμηλότερη από 4 μέτρα αντίστοιχα. Το μέσο ύψος τους αντιπροσώπευε το μέσο ύψος από μία μικρή ομάδα δέντρων ή θάμνων αντίστοιχα, που εκτιμούνταν ότι ήταν η αντιπροσωπευτικότερη της επιφάνειας. Αντίστοιχα το ύψος του χόρτου και των βράχων, μετρήθηκε χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο, αλλά με την κλίμακα διαστήματος 0,05 εκατοστών του μέτρου, δηλαδή πάλι με την μέθοδο της ράβδου, που ήταν σημαδεμένη με μετροταινία στη βάση της. Για το μέσο ύψος χόρτου χρησιμοποιήθηκε μια ταχεία εκτίμηση της μέση τιμής του, από 20 μετρήσεις ύψους του επικρατούντος λιβαδικού τύπου, εντός κάθε επιφάνειας. 84

85 Πίνακας 3.1: Ορισμοί και ταξινόμηση των τύπων βιοτόπων βάση της φυσιογνωμίας της βλάστησης, των χρήσεων γης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μικροενδιαιτημάτων (οι τύποι βοσκοτόπων ορίζονται σύμφωνα με τους Παπαναστάσης & Νοϊτσάκης, 1992, Gibson, 2009). Table 3.1: Definitions of habitat variables based on vegetation physiognomy, land use and particular microhabitat characteristics (pastureland types are based on Papanastasis & Noitsakis, 1992, Gibson, 2009). Ι. Ταξινόμηση βάσει ευρύτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των βιότοπων Ια Τύποι βιότοπων Μεταβλητές: κάλυψη (%) Βοσκότοποι Καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή ποολίβαδα Γεωργικές υποδομές Ιb. Χρήσεις γης Βοσκότοποι Καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή ποολίβαδα Πυκνός θαμνότοπος ή νεαρό δάσος (>80% κάλυψη με ξυλώδη βλάστησης) Συνερεφές θάμνο-δασολίβαδο (40-80% κάλυψη θάμνων ή άλλης ξυλώδους βλάστησης) Ανοικτός θαμνότοπος / δασολίβαδο (20-40% θάμνοι ή άλλη ξυλώδης βλάστηση) Ποολίβαδο με διάσπαρτα θάμνους / δέντρα (<20% θάμνοι ή άλλη ξυλώδης βλάστηση) Ποολίβαδο χωρίς ξυλώδη βλάστηση Υγρολίβαδο Δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη) Λαχανόκηποι, μπαχτσέδες Χωράφια με ψυχανθή (σπαρμένα με τριφύλλι ή βίκο για παραγωγή σανού) Φυσικά ποολίβαδα που χρησιμοποιούνται ως κοφτολίβαδα (με γηγενή βλάστηση) Αγραναπαύσεις Άκοπες λωρίδες χόρτου μεταξύ χωραφιών Μεμονωμένοι φυτοφράχτες Ομάδες φυτοφραχτών (σαν μεμονωμένα τμήματα θαμνώνων ή λωρίδες δάσους) Αποστραγγιστικές τάφροι Αγροτικοί χωματόδρομοι Ασφαλτόδρομοι Άλλες υποδομές (φράχτες, αποθήκες, στέγαστρα, στάβλοι κ.α.) Βοσκημένοι Αβόσκητοι Εγκαταλειμμένοι (για περισσότερο από 2 έτη, εμφανείς από το είδος της βλάστησης) Θερισμένες Αθέριστες Αγραναπαύσεις Εγκαταλειμμένες εκτάσεις Γεωργικές υποδομές 85

86 II. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων Κατηγορία Πυκνή βλάστηση Ποικίλα λιβάδια Υγρολίβαδα Μοναχικά θάμνοι/δέντρα Νεκροί/καμένοι θάμνοι/δέντρα Ομάδα φυτοφραχτών Εγκαταλειμμένοι φράχτες Παρουσία φραχτών Οδική παρουσία Παρουσία Πυλώνων (ΔΕΗ/ΟΤΕ) Κτίρια Παρουσία / Απουσία Αδιαπέραστος θαμνώνας, νεαρά δάση, λόχμες ή και ομάδες δέντρων Όλοι οι τύποι φυσικών και ημιφυσικών λιβαδιών, αγραναπαύσεις, χορταριασμένα περιθώρια μεταξύ χωραφιών, μη καλλιεργημένες και εγκαταλειμμένες αγροτικές εκτάσεις Εποχιακά πλημμυρισμένες περιοχές, καθώς και λίμνες, ρυάκια, αποστραγγιστικές τάφροι, κανάλια κ.λπ. Μεμονωμένη ξυλώδης βλάστηση (θάμνοι ή μικρά δέντρα) μέσα σε ποολίβαδα ή σε καλλιεργημένο έδαφος Οποιοδήποτε είδος θάμνου/ξυλώδους βλάστησης που έχει καεί πρόσφατα ή έχει καταστραφεί μερικώς (κλαδευτεί, κοπεί κ.λπ.) Μεμονωμένες ομάδες ή σύνολα θάμνων ή δέντρων που βρίσκονται υπό καθεστώς διαχείρισης (κλαδεμένοι, που βοσκούνται κ.λπ.) Φυτοφράχτες ψηλότεροι από 4 μέτρα, που μοιάζουν με λόχμες ή στοές δάσους Φράχτες στα ιδιοκτησιακά όρια των χωραφιών ή των βοσκοτόπων οποιουδήποτε είδους (με ξύλινους ή σιδερένιους πασσάλους, με αγκαθωτό σύρμα, σύγχρονα πλέγματα κ.λπ.) Δρόμοι κάθε είδους μέσα σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις Πυλώνες και γραμμές μετάδοσης ρεύματος ΔΕΗ, ΟΤΕ (θέσεις επόπτευσης αρπακτικών πτηνών ή κορακοειδών) Όλα τα είδη κτιρίων εντός καλλιεργήσιμου εδάφους (αποθήκες, στάβλοι, στέγαστρα, υπόστεγα, κ.λπ.) 86

87 Τρόπος επιλογής «επιφανειών παρουσίας» και «επιφανειών απουσίας» Το σύνολο των δεδομένων για περαιτέρω ανάλυση αποτέλεσαν οι μετρήσεις και οι εκτιμήσεις της κάλυψης βιοτόπων, χρήσεων γης και μικροενδιαιτημάτων σε 67 επιφάνειες για τον Αετομάχο (Lanius collurio), 32 επιφάνειες για τον Τσιφτά (Μ. calandra), 34 επιφάνειες για τον Θαμνοτσιροβάκο (Sylvia communis), καθώς και 68 επιφάνειες άλλων στρουθιόμορφων ειδών πουλιών των αγροτικών εκτάσεων που δεν ήταν όμως τόσο κοινά όπως ο Σταχτοκεφαλάς (Lanius minor), ο Κοκκινοκεφαλάς (L. senator), το Φανέτο (Carduelis cannabina), η Δεντροσταρήθρα (Lullula arborea), ο Μαυρολαίμης (Saxicola torquata), ο Κλειδωνάς (Parus lugubris) και το Σιρλοτσίχλονο (Emberiza cirlus). Ταυτόχρονα μετρήθηκαν αντίστοιχα οι ίδιες παράμετροι και σε 201 συνολικά τυχαίες «ζευγαρωτές» επιφάνειες για σύγκριση. Η στατιστική ανάλυση με τη μέθοδο της παρουσίας-απουσίας εμπεριέχει βέβαια πολλά προβλήματα (Hirzel, 2002), τα οποία έχουν ήδη από νωρίς εντοπιστεί σε πολλές μελέτες και επηρεάζουν τα αποτελέσματα. Ένα συχνό πρόβλημα είναι ότι τα δεδομένα αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία «ψευδο-απουσίας», δεδομένου ότι είναι σχεδόν αδύνατο να γνωρίζουμε εκ των προτέρων εάν πράγματι ένα είδος δεν παρουσιάζεται ποτέ στις τυχαία επιλεγμένες περιοχές. Πράγματι όταν μετά την εργασία πεδίου τοποθετήθηκαν όλες οι επιφάνειες στο Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (βλέπε επίσης και Χάρτη 3.2) φάνηκε ότι κάποιες τυχαίες επιφάνειες κάλυπταν μέρος από τις επιφάνειες παρουσίας των πουλιών (Εικόνα 3.1). Ακόμη, από τη πυκνότητα των πληθυσμών κάθε είδους, φάνηκε ότι τα όρια των επικρατειών τους ήταν μεγαλύτερα των 25 μέτρων ακτίνας από τη θέση εντοπισμού τους και ότι οι «επιφάνειες απουσίας» θα έπρεπε να απέχουν τουλάχιστον 70 μέτρα ώστε να είναι πραγματικά αντιπροσωπευτικές της «απουσίας», σε σχέση με τα χαρακτηριστικά που συναντάμε εντός των επικρατειών. Οι «επιφάνειες παρουσίας» και οι συγκριτικές «επιφάνειες απουσίας» καθορίστηκαν έτσι με τους κανόνες που παραθέτονται στην Εικόνα 3.3, θέτοντας μία «ζώνη αποκλεισμού» από τη θέση εντοπισμού κάθε είδους, που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία συμφωνεί με το μέσο εύρος της επικράτειας των Αετομάχων (Titeaux et al., 2007). 87

88 Εικόνα 3.1: Ένα παράδειγμα για τον καθορισμό των «επιφανειών παρουσίας» των πουλιών και τον τρόπο επιλογής των τυχαίων «επιφανειών απουσίας» βασισμένο σε μια «ζώνη αποκλεισμού» εκείνων των επιφανειών που βρίσκονται εντός των αναπαραγωγικών επικρατειών. Έτσι για τον Αετομάχο οι «επιφάνειες απουσίας» είναι οι R2 & R3, ενώ αντίστοιχα για τον Τσιφτά είναι οι R1, R2 & R3. Picture 3.1: An example of the location and the selection of bird and random plots based on breeding buffer zone exclusion: in this case non-bird plots for Lanius collurio are R2 and R3, while non-bird plots for Miliaria calandra are R1, R2 and R3. 88

89 3.3. Στατιστική ανάλυση των δεδομένων πεδίου Η σύγκριση των διαφορών των μέσων όρων των μετρήσεων και των εκτιμήσεων της ποσοστιαίας κάλυψης των τύπων βιοτόπων και των χρήσεων γης για τα τρία κοινότερα είδη των αγροτικών περιοχών που προαναφέρθηκαν, έγινε χρησιμοποιώντας την μη παραμετρική στατιστική δοκιμασία Mann-Whitney U-test, αφού τα δείγματα δεν ακολουθούσαν την κανονική κατανομή. Κατόπιν χρησιμοποιήθηκε η λογιστική παλινδρόμηση και τα ιεραρχικά δέντρα ταξινόμησης για να προβλέψουν την παρουσία ή την απουσία των πουλιών, μέσω των συγκεκριμένων μεταβλητών της αναλυτικής περιγραφής της δομής της βλάστησης, καθώς και της παρουσίας ή απουσίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μικροενδιαιτημάτων. Και οι δύο μεθοδολογίες είναι κατάλληλες για την ανάλυση αυτή της σχέσης ειδών και ενδιαιτημάτων, εντούτοις παρουσιάζουν βασικές διαφορές τόσο σχετικά με τη στρατηγική δημιουργίας των μοντέλων, όσο και σχετικά με την τελική δομή τους. Η λογιστική παλινδρόμηση είναι ένα στατιστικό εργαλείο για την ανάλυση δυαδικών στοιχείων, όπως τα στοιχεία παρουσίας και απουσίας και αφορά σε έναν γραμμικό συνδυασμό των περιβαλλοντικών μεταβλητών με την προβλεφθείσα μεταβλητή, που με τη βοήθεια μιας λογαριθμικής εξίσωσης περιορίζει την προβλεφθείσα δίτιμη μεταβλητή, ώστε να παίρνει τιμές με μια πιθανότητα από 0 έως 1 (Guisan & Zimmerman, 2000). Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία παρουσίας/απουσίας, η λογιστική παλινδρόμηση έχει χρησιμοποιηθεί για να προβλέψει την πιθανότητα παρουσίας ενός πλήθους διαφορετικών ειδών οργανισμών και πολλών ειδών πουλιών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να διαχωρίζονται από το σύνολο των μεταβλητών εκείνες οι οποίες παίζουν τον πλέον στατιστικά σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη της παρουσίας ενός είδους. Αντίστοιχα, η μέθοδος των «δέντρων ταξινόμησης» (Breiman et al., 1984) διαχωρίζει τα στοιχεία σε διάφορα ομοιογενή υποσύνολα και συνεχίζει την υποδιαίρεση τους έως ότου να επιτευχθεί ένας προκαθορισμένος κανόνας. Έτσι δημιουργείται ένα «δέντρο» με διαχωριστικούς κανόνες, όπου ο διαχωρισμός γίνεται σε κόμβους που καθορίζονται από τις κρίσιμες τιμές που επιλέγονται από ένα σύνολο μεταβλητών, έτσι ώστε τα δύο υποσύνολα που παράγονται σε κάθε 89

90 βήμα να είναι όσο πιο δυνατόν «ομοιογενή». Στο τελικό διχοτομικό δέντρο, προχωράμε από πάνω προς τα κάτω, αξιολογώντας κάθε φορά την τιμή που έχει μια μεταβλητή στον κάθε κόμβο ως αληθή ή ψευδή (ναι ή όχι) και κινούμαστε αντίστοιχα προς τον αριστερό ή δεξιό κλάδο του δέντρου, όπου κατόπιν βρίσκουμε είτε έναν άλλο κόμβο, είτε ένα τελικό «φύλλο» που περιέχει την τελική πρόβλεψη. Με τη μέθοδο των δέντρων ταξινόμησης το αποτέλεσμα είναι εύκολο και ξεκάθαρο στην κατανόησή του. Μεταξύ των άλλων πλεονεκτημάτων αυτής της μεθοδολογίας είναι η δυνατότητα να αντιμετωπίζει τις συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών, καθώς και η δυνατότητα να διαχωρίζει τα περιττά στοιχεία σε απομονωμένους κλάδους νωρίς στη διαδικασία (Dalaka et al., 2000). Η δομή των δέντρων - προτύπων μάλιστα φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα σε περιπτώσεις όπου εξετάζονται ταυτόχρονα ευρύτερες κατηγορίες μεταβλητών (π.χ. είδος χρήσης), μαζί με άλλες περισσότερο εξειδικευμένες, τοπικού χαρακτήρα (Kallimanis et al., 2007), όπως είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να είναι υπεύθυνα για την τελική επιλογή στις περιοχών φωλιάσματος των πουλιών. Εντούτοις, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στα λάθη γενίκευσης που συνδέονται με αυτό το είδος της προσέγγισης. Οι προσπάθειες να αυξηθεί η ακρίβεια πρόβλεψης μπορούν να παράγουν ένα μοντέλο με τόσο πολλά τελικά φύλλα, όσες και οι περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται για να χτίσουν ένα μοντέλο, το οποίο δηλαδή απλά αναπαράγει και επαναλαμβάνει τα δεδομένα μας. Το σημαντικό είναι να καταφέρουμε να χτίσουμε ένα γενικό μοντέλο που να είναι ικανό να προβλέπει σωστά την κατάσταση και σε άλλες περιοχές όπου δεν υπάρχουν καθόλου δεδομένα. Ένας τρόπος για να δοκιμάσουμε τη «δύναμη» ενός προτύπου είναι να χρησιμοποιηθεί ένα υποσύνολο των στοιχείων του για να χτίσει το μοντέλο και ένα διαφορετικό σύνολο για να δοκιμάσει τις προβλέψεις του (π.χ. εφαρμόζοντας τα δεδομένα που θα χτίσουν ένα μοντέλο του ενός οροπεδίου για να δοκιμαστούν στο άλλο). Αυτό είναι μια καλή στρατηγική εάν το σύνολο δεδομένων είναι μεγάλο, αλλά ακόμη και με τα μικρά σύνολα δεδομένων, όπως στην περίπτωσή μας, υπάρχουν ακόμα διάφοροι τρόποι να αντιμετωπιστούν αυτά τα λάθη γενίκευσης. Η «επικυρωτική διασταύρωση» και η περικοπή (ή «κλάδεμα») των 90

91 δέντρων μπορούν και οι δύο να υιοθετηθούν γι αυτό το λόγο. Το δέντρο μπορεί να «κλαδευτεί», είτε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του, είτε μετά από το δημιουργία του, ώστε να παράγει στο τέλος έναν συγκεκριμένο αριθμό περιπτώσεων. Στην δική μας περίπτωση χρησιμοποιήθηκε η πρώτη τακτική με την επιβολή ενός κανόνα, ώστε να σταματά η δημιουργία του μοντέλου όταν υπάρχουν 4 ή λιγότερες περιπτώσεις σε έναν κόμβο. Η ανάλυση των στοιχείων παρουσίας-απουσίας με τα λογιστικά δέντρα ταξινόμησης και παλινδρόμησης θα μπορούσε να καταλήξει εύκολα και σε ένα μη αποδεκτό αποτέλεσμα, ιδιαίτερα όταν οι «απουσίες» ξεπερνούν αριθμητικά τις «παρουσίες», όπως είναι η δικιά μας περίπτωση. Για να αποφύγουμε αυτό το πρόβλημα χρησιμοποιήσαμε όλα τα δεδομένα των «επιφανειών παρουσίας» των πουλιών με δεδομένα από ένα ισάριθμο υποσύνολο - δείγμα τυχαία επιλεγμένων «επιφανειών απουσίας». Δεδομένου ότι τα μοντέλα μπορούν να επηρεαστούν πολύ από την ιδιαιτερότητα του κάθε υποσυνόλου «επιφανειών απουσίας» κάναμε «ανάλυση ευαισθησίας» των μοντέλων. Έτσι υπολογίσαμε 50 μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης με σταδιακή επιλογή μεταβλητών και δημιουργήσαμε 50 δέντρα ταξινόμησης για την πρόβλεψη των στατιστικά σημαντικότερων παραγόντων πρόβλεψης της παρουσίας/απουσίας κάθε είδους πουλιού, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων και της δομής της βλάστησης της επικράτειας κάθε είδους και επιλέγοντας κάθε φορά ένα διαφορετικό υποσύνολο «επιφανειών απουσίας» που επιλέγονταν με τυχαίο τρόπο. Αυτό μας επέτρεψε να έχουμε μία ευρωστία πρόβλεψης και πιο συγκεκριμένα να αξιολογήσουμε τη συμβολή κάθε μεταβλητής με το να φανεί πόσο συχνά συμπεριλαμβάνεται αυτή σε οποιοδήποτε από τα 50 πρότυπα. Για τα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης υπολογίσαμε επίσης τους συντελεστές ευρωστίας. Τα κριτήρια για την επιλογή του τελικού «καλύτερου» μοντέλου μεταξύ των 50 ήταν: τα χαμηλά λάθη ταξινόμησης, η καλύτερη πρόβλεψη της παρουσίας, ο μικρός αριθμός μεταβλητών ή το μικρό μέγεθος των δέντρων στην περίπτωση των δέντρων ταξινόμησης και ο συνυπολογισμός της συχνότητας της εμφάνισης κάθε μεταβλητής στο σύνολο των 50 μοντέλων. Αυτό το σύνολο κριτηρίων κρίθηκε 91

92 απαραίτητο επειδή συνέβη το λάθος ταξινόμησης μερικών διαφορετικών μοντέλων να είναι πολύ παρόμοιο. Χρησιμοποιήσαμε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 15.0 για Windows (2007) για τον υπολογισμό των στατιστικών δοκιμών σύγκρισης των μεταβλητών για το Mann-Whitney U -test και για τη δημιουργία των μοντέλων της λογιστικής παλινδρόμησης και το WEKA (Witten & Eibe, 2005) για τη δημιουργία των δέντρων ταξινόμησης ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Είδη με δυσμενές καθεστώς διατήρησης στην Ευρώπη (SPEC) Όλα τα είδη πουλιών Προτεραιότητας Διατήρησης στην Ευρώπη (SPEC) που καταγράφηκαν, βρίσκονταν εντός των οροπεδίων και ήταν απόντα από τους πυκνούς θαμνότοπους που κυριαρχούν στις γύρω βουνοπλαγιές της περιοχής μελέτης (Βλέπε επίσης Χάρτη, στο Σχήμα 3.2). Τρία είδη κεφαλάδων βρέθηκαν να αναπαράγονται στα δύο πιο εκτεταμένα οροπέδια. Ο Σταχτοκεφαλάς (Lanius minor) με λιγότερα από 5 ζευγάρια βρέθηκε να συγκεντρώνεται τόσο σε λιβαδικές όσο και γεωργικές εκτάσεις με χαρακτηριστικά μεμονωμένα ψηλά δέντρα (άνω των 4 μέτρων). Εκεί βρέθηκε να τοποθετεί την φωλιά του επίσης και ο Κοκκινοκεφαλάς (L. senator) που φωλιάζει σε περιοχές όπου κυριαρχούν περισσότερο οι βοσκότοποι, με περίπου αντίστοιχο αριθμό ζευγαριών (όχι όμως κάθε χρονιά). Ο Αετομάχος (L. collurio) είναι και το πιο πολυάριθμο είδος SPEC της περιοχής, καταλαμβάνοντας μεγάλη ποικιλία βιοτόπων. Το δεύτερο κοινότερο είδος SPEC στην περιοχή μελέτης ήταν ο Σπουργίτι (Passer domesticus), που βρέθηκε όμως να συγκεντρώνεται κυρίως κοντά σε υποδομές και στο δομημένο περιβάλλον (όπως σε χωριά, στάνες και ξωκλήσια), όμως επειδή έχει αποικιακή συμπεριφορά δεν συμπεριλήφθηκε στην ανάλυση. Ένα ακόμη είδος SPEC ήταν ο Τσιφτάς (M. calandra), που είχε ικανοποιητικό πληθυσμό (άνω των 30 ζευγαριών) για να συμπεριληφθεί στην περαιτέρω στατιστική ανάλυση του βιοτόπου, των χρήσεων γης και των μικροενδιαιτημάτων. Τελικά αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε στην ανάλυση μας και τον Θαμνοτσιροβάκο (S. communis), επειδή είναι το μόνο άλλο πολύ κοινό εξειδικευμένο είδος των αγροτικών περιοχών (Gregory et al., 2005) στην περιοχή 92

93 μελέτης, παρόλο που κατατάσσεται σήμερα στα Non-SPEC Ε διότι έχει πλέον σταθερό πληθυσμό στην Ευρώπη (BirdLife International, 2004), όπου συγκεντρώνεται πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού του. Ωστόσο το ένα πέμπτο του πληθυσμού αυτού υπέστη δραματική πληθυσμιακή μείωση κατά τη διάρκεια του και για τον λόγο αυτό είχε τότε χαρακτηριστεί ως SPEC4 (Tucker & Heath, 1994). Τα υπόλοιπα στρουθιόμορφα είδη SPEC, δηλαδή το Φανέτο (Carduelis cannabina) και η Δεντρογαλιάντρα (Lullula arborea) βρέθηκαν σε λιγότερο από 5 περιπτώσεις μέσα στην περιοχή μελέτης και έτσι τα θεωρούμε ως τοπικά σπάνια Γενικές κατηγορίες βιοτόπων Στο επίπεδο του τοπίου το μεγαλύτερο ποσοστό της περιοχής μελέτης καλύπτουν οι πυκνοί θαμνότοποι και το νεαρό δάσος (βλέπε Διάγραμμα 3.1), Ωστόσο οι «επιφάνειες παρουσίας» των τριών κοινότερων ειδών πουλιών των αγροτικών εκτάσεων βρέθηκαν να απαντούν κυρίως στους «ανοικτούς» βιότοπους εντός των οροπεδίων, τα οποία είχαν αντίθετα πολύ χαμηλό ποσοστό θαμνότοπων (9,1%). Διάφοροι λιβαδικοί τύποι κυριαρχούν την περιοχή όπου βρέθηκαν τα πουλιά (66,6%), ενώ οι τυχαίες επιφάνειες συνολικά περιέλαβαν περισσότερα κοφτολίβαδα συγκριτικά με τους άλλους λιβαδικούς τύπους. Οι περισσότερες «επιφάνειες παρουσίας» των πουλιών βρέθηκαν μέσα σε αγροτικές περιοχές που είχαν μικτό χαρακτήρα (60,1%), με τις λιβαδικές εκτάσεις να είναι όμως πάλι κυρίαρχες, καλύπτοντας περισσότερο από το μισό κάθε επιφάνειας στο 34,5% όλων των περιπτώσεων. Αυτές είτε κυριαρχούνταν από διάφορους τύπους φυσικών και ημιφυσικών λιβαδιών που χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι, είτε αποτελούνταν από μικρά αγροτεμάχια με φυτοφράχτες (Χάρτης 3.1, περιοχή Α και Β). Οι αμιγείς βοσκότοποι βρέθηκε να καλύπτουν τις 49 από τις 133 «επιφάνειας παρουσίας» των πουλιών, ενώ αντίθετα αμιγής αγροτική γη που να καλύπτει το σύνολο (το 100%) της επιφάνειας απουσίαζε από τις «επιφάνειες παρουσίας» των πουλιών εάν δεν συμπεριελάμβανε εντός της και κάποιο άλλο τύπο ενδιαιτήματος. Τα πουλιά βρέθηκαν να αποφεύγουν περιοχές που έχουν προέλθει από αναδασμό, καθώς και εγκαταλειμμένους βοσκότοπους που μετατράπηκαν πρόσφατα σε 93

94 πυκνούς θαμνώνες σκληρόφυλλων αειφύλλων πλατυφύλλων (κυρίως κλειστοί πουρναρότοποι). Τέλος, οι επιφάνειες των πουλιών δεν περιελάμβαναν χωριά, κτίρια, αποθήκες ή άλλες υποδομές (που καλύπτουν 4,5% του συνόλου της περιοχής μελέτης). 100% 80% Θαµνότοποι 60% Λιβαδικές εκτάσεις Κοφτολίβαδα 40% Καλλιέργειες Υποδοµές 20% 0% Lanius collurio Miliaria calandra Sylvia communis Τυχαίες επιφάνειες Σύνολο περιοχής Διάγραμμα 3.1: Ποσοστό κάλυψης των 5 κύριων γενικών τύπων βιοτόπων για τα τρία κοινότερα είδη στις επιφάνειες παρουσίας, απουσίας και στο σύνολο της περιοχής. Figure 3.1: Percentage coverage of the 5 main broad habitat categories within all 3 species bird plots, random plots and the total research area. Συγκρίνοντας τις κατηγορίες τύπων βιοτόπου εντός των «επιφανειών παρουσίας» των πουλιών με τις «επιφάνειες απουσίας» τους (κατηγορίες του Πίνακα 3.1. Ια), τα λιβάδια με τα διάσπαρτα δέντρα ή/και θάμνους καθώς και οι χωματόδρομοι βρέθηκαν να βρίσκονται στατιστικά σημαντικά συχνότερα στις επιφάνειες και των τριών ειδών πουλιών (ο Πίνακας 3.2 δείχνει τις τιμές για όλα τα U-tests για τα 3 είδη που είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές με p<0.05). Επίσης βρέθηκαν και άλλες ομοιότητες μεταξύ των ειδών. Για παράδειγμα οι επιφάνειες του Αετομάχου (L. collurio) και του Τσιφτά (Μ. calandra) είχαν συχνότερα χωματόδρομους και αποστραγγιστικές τάφρους συγκρινόμενες με τις «επιφάνειες απουσίας», ενώ οι επιφάνειες του Αετομάχου και του Θαμνοτσιροβάκου (S. communis) περιελάμβαναν στατιστικά σημαντικά περισσότερα λιβάδια με φράκτες και λιγότερα κοφτολίβαδα. Κάθε είδος όμως παρουσιάζει μερικές επιπλέον 94

95 ιδιαίτερες προτιμήσεις: οι επιφάνειες του Αετομάχου (L. collurio) βρέθηκε να έχουν συχνότερα καλλιεργήσιμο έδαφος με ψυχανθή που χρησιμοποιούνται για χορτονομή, όπως είναι το τριφύλλι και ο βίκος, εκείνες του Τσιφτά (Μ. calandra) περιλαμβάνουν περισσότερο αγραναπαύσεις και χερσότοπους, ενώ αυτές του Θαμνοτσιροβάκου (S. communis) περιέλαμβαναν περισσότερα θαμνο-δασολίβαδα, καθώς επίσης και λιβάδια με μεγάλες ομάδες φυτοφραχτών και ασφαλτόδρομων. Εξετάζοντας τις χρήσεις γης, όλες οι επιλεγμένες επιφάνειες όπου βρέθηκαν τα 3 είδη πουλιών περιελάμβαναν και γεωργικές υποδομές, οι οποίες ήταν κυρίως τεχνητοί φράκτες και χωματόδρομοι μεταξύ χωραφιών (βλέπε και στον Πίνακα 3.2). Αφ' ετέρου, κάθε είδος παρουσιάζει μερικές διαφοροποιήσεις στις προτιμήσεις του στις χρήσεις γης: οι επιφάνειες του Αετομάχου (L. collurio) συμπεριελάμβαναν περισσότερους αγρούς με σιτηρά που δεν είχαν ακόμη θεριστεί, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικά συχνότερα σε θερισμένα κοφτολίβαδα και δεν βρέθηκαν καθόλου σε εγκαταλειμμένους βοσκότοπους. Αντίθετα, οι επιφάνειες του Τσιφτά (Μ. calandra) βρέθηκαν στατιστικά συχνότερα σε αθέριστα κοφτολίβαδα, ενώ οι επιφάνειες του Θαμνοτσιροβάκου (S. communis) βρέθηκαν συχνότερα σε εγκαταλειμμένα κοφτολίβαδα, αλλά και σε βοσκημένους βοσκότοπους. 95

96 Πίνακας 3.2: Στατιστικά αποτελέσματα της δοκιμασίας Mann-Whitney U-test για την σύγκριση των παραμέτρων του βιοτόπου, οι οποίες σχετίζονται με τα τρία κοινά αγροτικά είδη πουλιών της περιοχής μελέτης [n.s.: μη στατιστικά σημαντική διαφορά (non significant)]. Table 3.2: Mann-Whitney U-test for comparison of habitat variables associated with the 3 studied common farmland bird species (n.s. non significant). Παράμετροι του βιοτόπου Επιφάνειες παρουσίας n=67 Αετομάχος (Lanius collurio) Τσιφτάς (Miliaria calandra) Θαμνοτσιροβάκος (Sylvia communis) Mann-Whitney U- Mann-Whitney U- Mann-Whitney U- Μέσες τιμές Μέσες τιμές Μέσες τιμές test test test Επιφάνειες Απουσίας n=91 U values P values Επιφάνειες Παρουσίας n=32 Επιφάνειες απουσίας n=119 U values P values Επιφάνειες Παρουσίας n=34 Επιφάνειες απουσίας n=135 Ποσοστό κάλυψης τύπου οικοτόπου Ποολίβαδα με μεμονωμένους θάμνους/δέντρα Χωματόδρομοι < < Αποστραγγ. τάφροι & κανάλια < < n.s Λιβάδια με μεμονωμένους φυτοφράχτες < n.s Φυσικά κοφτολίβαδα < n.s <0.01 Καλλιεργημένα κοφτολίβαδα < n.s n.s Αγραναπαύσεις και χερσότοποι n.s n.s Θαμνολίβαδα n.s n.s Λιβάδια με φυτοφράχτες σε ομάδες n.s n.s <0.01 Ασφαλτόδρομοι n.s n.s Ποσοστό κάλυψης χρήσης γης Γεωργικές-Αγροτικές υποδομές < <0.01 Όχι οργωμένο χωράφι < n.s n.s Εγκαταλειμμένος βοσκότοπος n.s n.s Θερισμένο κοφτολίβαδο < n.s n.s Αθέριστο κοφτολίβαδο n.s < n.s Εγκαταλειμμένα λιβάδια n.s n.s <0.05 Βοσκημένοι βοσκότοποι n.s n.s U values 96 P values

97 Λογιστική παλινδρόμηση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων και τη δομή της βλάστησης Η παρουσία νεκρών ή καμένων θάμνων ή δέντρων ήταν η συχνότερη εμφανιζόμενη παράμετρος των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μικροενδιαιτημάτων που προβλέπει την παρουσία του Αετομάχου (L. collurio) και εμφανίζονταν μάλιστα πολύ συχνότερα σε όλα τα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης (παρουσιάστηκε σε 49 από τα 50 πρότυπα, βλέπε τον Πίνακα 3). Η παρουσία όλων των ειδών τεχνητών φρακτών (με ξύλινα ή σπανιότερα με σιδερένια παλούκια), όπως επίσης το μέγιστο ύψος χόρτου, είναι παράμετροι που εμφανίζονται πολύ συχνά όχι μόνο στα μοντέλα του Αετομάχου (L. collurio), αλλά και στα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης του Τσιφτά (Μ. calandra), όπως επίσης και το μέγιστο ύψος χόρτου. Επιπλέον στα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης του Αετομάχου (L. collurio) η παρουσία δρόμων, το μέσο ύψος θάμνων και η παρουσία μεμονωμένων θάμνων ή δέντρων βρέθηκε να είναι επίσης στατιστικά σημαντικά θετική, ενώ αρνητική ήταν η ύπαρξη γυμνού εδάφους. Αφ' ετέρου, στα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης του Θαμνοτσιροβάκου (S. communis) το μέγιστο ύψος θάμνων (που εμφανίστηκε σε 39 από τα 50 μοντέλα), η κάλυψη με δέντρα και οι ομάδες φυτοφραχτών βρέθηκαν να είναι οι συχνότερες στατιστικά σημαντικές μεταβλητές για την πρόβλεψη της παρουσίας του είδους. Τέλος, το μέγιστο ύψος δέντρων είχε στατιστικά σημαντική αρνητική επίπτωση στην πρόβλεψη της παρουσίας του Θαμνοτσιροβάκου (S. communis) και του Τσιφτά (Μ. calandra), ενώ η παρουσία υγρολίβαδων ήταν η μεταβλητή που εμφανίζεται μόνο στα μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης του Τσιφτά (Μ. calandra). 97

98 Πίνακας 3.3: Παράμετροι της δομής της βλάστησης και χαρακτηριστικά του μικροενδιατήματος του καλύτερου μοντέλου λογιστικής παλινδρόμησης για κάθε ένα από τα 3 κοινά είδη των αγροτικών εκτάσεων της περιοχής μελέτης. Table 3.3: Structural variables and specific microhabitat characteristics of the best logistic regression model for each common farmland bird species. In addition we present minimum and maximum values as well as frequency of each variable appearing in the 50 regression models. Συντελεστές (b), τυπικό σφάλμα (se), τιμή Wald, επίπεδο σημαντικότητας Μέγιστες και ελάχιστες τιμές και Πρόβλεψη (p) για τις παραμέτρους πρόβλεψης συχνότητα εμφάνισης κάθε στο καλύτερο μοντέλο μεταβλητής στα 50 μοντέλα παλινδρόμησης παλινδρόμησης b St. error Wald p Minimum Maximum N Αετομάχος (Lanius collurio) Νεκρός καμένος θάμνος/δέντρο Παρουσία φυτοφράχτη Παρουσία δρόμου Μέσο ύψος θάμνου Μέγιστο ύψος χόρτου Κάλυψη με χώμα (%) Μεμονωμένοι θάμνοι/δέντρα Μέσο ύψος χόρτου Σταθερά Τσιφτάς (Miliaria calandra) Παρουσία φυτοφράχτη Μέγιστο ύψος χόρτου Μέγιστο ύψος δέντρου Παρουσία υγρολίβαδου Σταθερά Θαμνοτσιροβάκος (Sylvia communis) Μέγιστο ύψος θάμνου Μέσο ύψος χόρτου Δεντροκάλυψη (%) Ομάδες φυτοφραχτών Μέγιστο ύψος δέντρου Σταθερά Στατιστική πρόβλεψη για τα καλύτερα μοντέλα Καλύτερο μοντέλο % Correct Model Summaries -2 Log likelihood Cox & Snell R 2 Nagelkerke R 2 Lanius collurio Miliaria calandra Sylvia communis

99 Δέντρα παλινδρόμησης Τα καλύτερα πρότυπα δέντρων ταξινόμησης (ένα ανά είδος) απεικονίζονται στα Διαγράμματα 3.2, 3.3 και 3.4. Οι αντίστοιχοι πίνακες πρόβλεψης απεικονίζονται στους σχετικούς πίνακες στα ίδια διαγράμματα. Για τον Αετομάχο (L. collurio) η παρουσία προβλέπεται στις επιφάνειες όπου η κάλυψη λιβαδιών είναι λιγότερη από 92,5% και είτε υπάρχουν φράκτες μέσα στην επιφάνεια και το μέσο ύψος χόρτου είναι λιγότερο από 0,62 μ. ή (σε περιπτώσεις έλλειψης φρακτών), το μέγιστο ύψος θάμνων είναι μεγαλύτερο από 1,65 μ. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα υπάρχουν Αετομάχοι εάν έχουμε παρουσία δρόμων, ή ελλείψει των δρόμων, εάν η κάλυψη των λιβαδιών είναι μεταξύ 62,5% και 92,5% και υπάρχουν καμένοι θάμνοι ή δέντρα, αρκεί τα δέντρα να καλύπτουν κάτω από το 17.5% της επιφάνειας (βλέπε Διάγραμμα 3.2). Για τον Τσιφτά (Μ. calandra) η παρουσία προβλέπεται από πολύ συγκεκριμένους συνδυασμούς χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των μικροενδιαιτημάτων. Φαίνεται ότι το είδος συνδέεται περισσότερο με κάποιους ιδιαίτερους τύπους λιβαδιών και είναι απίθανο να βρεθεί όταν το μέγιστο ύψος δέντρων είναι πάνω από 6,25 μ. Το είδος απαντά συχνά στα παραγωγικά φυσικά λιβάδια (όπως στα υγρά λιβάδια ή άλλα όπου το μέγιστο ύψος χόρτου φτάνει πάνω από 1,45 μ.), ενώ η απουσία του προβλέπεται όταν η κάλυψη του χόρτου είναι λιγότερη από το μισό της επιφάνειας ή εάν το λιβάδι δεν είναι παραγωγικό ή είναι υπερβοσκημένο (και το μέγιστο ύψος χόρτου είναι λιγότερο από 0,67 μ.). Το είδος είναι επίσης απόν όταν το ποολίβαδο καλύπτει πάνω από τα 4/5 της επιφάνειας περίπου (ποσοστό άνω του 87.5%, βλέπε Διάγραμμα 3.3). Τέλος για το Θαμνοτσιροβάκο (S. communis), η απουσία του προβλέπεται από κοντούς θάμνους (μέσο ύψος θάμνων μικρότερο από 1,9 μ.) και κοντό χόρτο (μέσο ύψος χόρτου μικρότερο από 0,55 μ.). Αντίθετα το είδος φαίνεται ότι είναι συνδεδεμένο με τους ψηλούς θάμνους και τα ψηλά δέντρα (βλέπε Διάγραμμα 3.4). 99

100 Διάγραμμα 3.2: Μοντέλο δέντρου ταξινόμησης για την πρόβλεψη της παρουσίας του Αετομάχου (Lanius collurio) και ο αντίστοιχος πίνακας πρόβλεψης (όπου p=παρουσία, a=απουσία). Figure 3.2: Classification Tree Model for the prediction of Lanius collurio occurrence and the corresponding classification matrix (p=presence, a=absence). 100

101 Διάγραμμα 3.3: Μοντέλο δέντρου ταξινόμησης για την πρόβλεψη της παρουσίας του Τσιφτά (Miliaria calandra) και ο αντίστοιχος πίνακας πρόβλεψης (όπου p=παρουσία, a=απουσία). Figure 3.3: Classification Tree Model for Miliaria calandra (p=presence, a=absence). 101

102 Διάγραμμα 3.4: Μοντέλο δέντρου ταξινόμησης για την πρόβλεψη της παρουσίας του Θαμνοτσιροβάκου (Sylvia communis) και ο αντίστοιχος πίνακας πρόβλεψης (όπου p=παρουσία, a=απουσία). Figure 3.4: Classification Tree Model for Sylvia communis (p=presence, a=absence). 102

103 3.5. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Γενικός σχολιασμός Τα τρία κοινότερα είδη πουλιών των αγροτικών εκτάσεων της περιοχής βρέθηκαν να απαντούν κυρίως εντός των οροπεδίων εκεί όπου κυριαρχεί ένα μωσαϊκό διάφορων τύπων βιότοπων και χρήσεων γης, το οποίο καταλαμβάνει το μέγιστο ποσοστό της μικροκλίμακας των «επιφανειών παρουσίας» τους. Χαρακτηριστικό των περιοχών αυτών είναι οι εκτεταμένοι βοσκότοποι που κυριαρχούν στις «επιφάνειες παρουσίας», φτάνοντας πολλές φορές στο 100% και αποτελούνται κυρίως από θαμνο-δασολίβαδα, αγραναπαύσεις ή εγκαταλειμμένα χωράφια που βόσκονται, ή εναλλάσσονται με καλλιεργήσιμα εδάφη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα είδη που μελετήθηκαν δεν προτιμούν τις γεωργικές εκτάσεις (καλλιέργειες διαφόρων τύπων και κυρίως σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, τριφύλλι και βίκος), όταν αυτές δεν συνυπάρχουν σε άμεση γειτνίαση με βοσκοτόπους, όπως συμβαίνει κυρίως στις περιοχές όπου δεν έχουν γίνει αναδασμοί ή στην περιφέρειά τους. Τα μικτά αυτά αγροτικά τοπία όπου τα λιβάδια εναλλάσσονται με τις καλλιέργειες είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας για πολλά είδη πουλιών των αγροτικών περιοχών και το αντίστροφο (Söderström & Pärt, 2000, Robinson et al, 2001). Η μεγάλη ποικιλότητα των ενδιαιτημάτων στη μικροκλίμακα, καθώς και η ποικιλομορφία των χρήσεων γης, όπως συμβαίνει στις εκτάσεις εκτός αναδασμού, αυξάνει τη χωρική ετερογένεια και έτσι και την ποικιλότητα των ειδών πουλιών των αγροτικών περιοχών, δίνοντάς τους πολλές νέες ευκαιρίες για να εκμεταλλευτούν αποτελεσματικότερα τους εποχιακούς πόρους, όπως για παράδειγμα με τη χρήση μιας έκτασης πριν τον θερισμό της, όταν η γειτονική της έχει ήδη θεριστεί και το αντίστροφο. Στο μωσαϊκό αυτό των ενδιαιτημάτων, τα πουλιά μπορούν να αυξήσουν τις δυνατότητες εντοπισμού αλλά και σύλληψης της λείας τους, όπως και να βρουν ευκολότερα καταφύγιο για να ξεφύγουν από τους θηρευτές τους (Roos, 2002, Buttler & Gillings, 2004, Whittingham & Evans, 2004), σε αντίθεση με τις εντατικοποιημένες γεωργικές περιοχές, όπου εύκολα γίνονται θύματα κυρίως κορακοειδών (Söderström, 2001). 103

104 Βοσκότοποι, αγραναπαύσεις, ημι-φυσικά λιβάδια και αναδασμοί Από την εξέταση των γενικών τύπων βιότοπων που επιλέχτηκαν από τα 3 είδη που μελετήσαμε, βρέθηκε ότι η πλειοψηφία των «επιφανειών παρουσίας» των πουλιών περιλαμβάνει κάποιο τύπο βοσκότοπου, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι όλα αυτά τα είδη εξαρτώνται έντονα από τα ανοικτά φυσικά ή ημι-φυσικά λιβάδια που διατηρούνται με τη βοσκή. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι ο πρωταρχικός βιότοπος των περισσότερων πουλιών των αγροτικών περιοχών στην Ευρώπη ήταν αρχικά φυσικά λιβάδια που διατηρούνταν από το συνδυασμό της βόσκησης μεγάλων κοπαδιών από άγρια οπληφόρα ζώα, καθώς και από τα εξαφανισμένα στην εποχή μας μεγα-οπληφόρα (Pykälä, 2000). Σήμερα τέτοιες περιοχές διατηρούνται «ανοικτές» και συνεπώς κατάλληλες για τα είδη των αγροτικών περιοχών, μόνο εάν η εκτατική βόσκηση εξημερωμένων ή άγριων ζώων αναστείλει την εισβολή δέντρων και θάμνων (Tucker & Evans, 1997, Moskat & Fuisz, 2002, Laiolo et al., 2004). Πειράματα αποκατάστασης της φυσικής αυτής ποικιλότητας των λιβαδικών οικοσυστημάτων μέσω της βόσκηση μικτών κοπαδιών άγριων και ήμερων οπληφόρων γίνονται σε διάφορες χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις αμμοθίνες της Ολλανδίας (Vera, 2009). Αντίθετα, η εγκατάλειψη των «παραδοσιακών» αυτών «πολιτισμικών τοπίων», τα οποία έχουν προκύψει εδώ και αιώνες από την ελεγχόμενη εκτατική άσκηση της βόσκησης, έχει αναγνωριστεί ως μια σημαντική απειλή για διάφορα είδη πουλιών προτεραιότητας διατήρησης (SPEC), ειδικά στις κεντρικές και δυτικές μεσογειακές χώρες (Scozzafava & De Sanctis, 2006, Sirami et al., 2008), αλλά τέτοια στοιχεία λείπουν από το ανατολικό τμήμα της Μεσογειακής λεκάνης, καθώς και από τα νότια Βαλκάνια γενικότερα, όπου σε πολλές περιπτώσεις η εκτατική βόσκηση απαγορεύτηκε στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Αναλύοντας τα αποτελέσματα που έδωσε η «ανάλυση ευαισθησίας» των μοντέλων λογιστικής παλινδρόμησης, βλέπουμε επιπλέον ότι ακόμη και σε μικρότερη κλίμακα, εντός των βοσκότοπων, στα φυσικά ατομοπαγή ποολίβαδα, στις αγραναπαύσεις και στα κοφτολίβαδα, ο ιδιαίτερος συνδυασμός των λιβαδικών 104

105 τύπων και του ύψους του χόρτου δημιουργεί επίσης μια μεγάλη χωρική ετερογένεια, η οποία ευνοεί τις συγκεκριμένες απαιτήσεις κάθε είδους στο επίπεδο των μικροενδιαιτημάτων του. Αυτός ο τύπος χωρικής μικρο-ετερογένειας έχει βρεθεί επίσης να είναι σημαντικός για διάφορα είδη πουλιών των αγροτικών περιοχών και σε άλλες χώρες (Moreira, 1999, McCraken & Tallowin, 2004, Atkinson et al., 2005, Wilson et al., 2005). Ιδιαίτερα τα εποχιακά υγρολίβαδα, καθώς και οι αποστραγγιστικοί τάφροι που έχουν δημιουργηθεί στα όρια των χωραφιών και των βοσκοτόπων για να στραγγίξουν το έδαφος από τις ανοιξιάτικες βροχές, είναι ευνοϊκά και επιλέγονται από τον Τσιφτά (Μ. calandra), καθώς και από τον Αετομάχο (L. collurio) γεγονός που επιβεβαιώνεται επίσης σε άλλες περιοχές της Ευρώπης (Mason & MacDonald, 2000a, Herzon & O Hara, 2007). Τα τελευταία, έχοντας παρόμοια χαρακτηριστικά με τα υγρολίβαδα, λειτουργούν μάλλον ως υποκατάστατα τους, αφού κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής των πουλιών διατηρούν υψηλή υγρασία και φρέσκια ψηλή υγρόφιλη βλάστηση που προσελκύει τα έντομα για διατροφή και κατ επέκταση τα πουλιά που τρέφονται με αυτά (Brickle et al., 2000). Επιπλέον, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι, σε συμφωνία με άλλες μελέτες, ο Τσιφτάς (Μ. calandra), δεν προτιμά τα θερισμένα κοφτολίβαδα αλλά τα ανοικτά παραγωγικά λιβάδια με ψηλό χόρτο, ακριβώς όπως συμβαίνει στα χέρσα χωράφια και στις αγραναπαύσεις, επειδή το είδος αυτό φωλιάζει στο έδαφος και χρειάζεται το ψηλό χόρτο για διατροφή, κάλυψη από τους θηρευτές του και αναπαραγωγή (Stoate et al., 2000). Το αντίθετο φαίνεται ότι είναι καλό για τον Αετομάχο (L. collurio) που εμφανίζεται συχνά στα θερισμένα κοφτολίβαδα και σε περιοχές με χαμηλό μέσο ύψος χόρτου, το οποίο είναι ένα σημαντικό και χαρακτηριστικό γνώρισμα των βιότοπων που το είδος προτιμά, αφού ο εντοπισμός της λείας γίνεται από σταθερή και εποπτική θέση θέας, στρατηγική που χρησιμοποιούν όλα τα είδη κεφαλάδων για να εντοπίσουν και να πιάσουν την λείας τους (Cramp & Perrins, 1993). Γενικότερα, η υψηλή διαθεσιμότητα της λείας στα λιβάδια και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν, που βελτιώνεται όταν το χόρτο είναι κοντό, φαίνεται ότι είναι ένας πρόσθετος μάλλον λόγος για τη στενή σχέση του Αετομάχου (L. collurio) με τη βόσκηση (Moskat & Fuisz, 2002, Vanhinsbergh & Evans, 2002, Laiolo et al., 2004, 105

106 Golawski & Meissner, 2008), γεγονός που δικαιολογεί γιατί το είδος αποφεύγει στην περιοχή μας τα εγκαταλειμμένα βοσκοτόπια. Εντούτοις ο Αετομάχος εμφανίζεται σε χωράφια που δεν έχουν ακόμη θεριστεί και προτιμά εκείνα με τα ψυχανθή, δηλαδή αυτά που συντηρούν ψηλό χόρτο. Πως εξηγείται λοιπόν αυτή η αντίφαση; Εάν λάβουμε υπόψη ότι οι καλλιεργημένες εκτάσεις αποτελούν πάντοτε μόνο ένα μέρος της «επιφάνειας παρουσίας» των πουλιών, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέτουμε ότι τελικά το ετερογενές μωσαϊκό των διαφόρων υψών χόρτου, η δομή των ποολίβαδων και η μίξη των διαφόρων σταδίων των χρήσεων γης είναι το σημαντικότερο και κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των ενδιαιτημάτων που επιλέγει ο Αετομάχος (L. collurio) και το ίδιο μάλλον ισχύει επίσης και για τον Τσιφτά (Μ. calandra) (Holzkämper et al., 2006, Titeux et al., 2007, Fox & Heldbjerg, 2008). Το φαινόμενο αυτό εξηγεί επίσης με πολύ ξεκάθαρο τρόπο γιατί τα πουλιά προτιμούν τις περιοχές εκτός αναδασμού, αφού εκεί η ετερογένεια διατηρείται αναγκαστικά λόγω των μικρών κλήρων, που με την διαρκή και διαδοχική εναλλαγή χρήσης και είδους καλλιέργειας, την περιοδική βόσκηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων (που γίνεται και για λόγους λίπανσης) την αμειψισπορά, καθώς και με την περιοδική μετατροπή του καλλιεργήσιμου εδάφους σε χέρσα χωράφια, ημιφυσικά λιβάδια και βοσκότοπους, διατηρεί ένα πολύ ευνοϊκό μωσαϊκό σε μικροκλίμακα. Αντίστοιχη ετερογένεια δημιουργείται στα βοσκοτόπια λόγω της μετακινούμενης «ελαφριάς» εκτατικής βόσκησης των ζώων. Τα ζώα αυτά, που βόσκουν σε μικρά κοπάδια, είναι συνεχώς σε κίνηση και υπό την συνεχή παρουσία και την επαγρύπνηση των κτηνοτρόφων, λόγω της μόνιμης παρουσίας λύκων. Οι αγελάδες βόσκουν εδώ ελεύθερα σε χωριστά κοπάδια και δεν είναι εσώκλειστες σε περιφραγμένα λιβάδια, όπως γίνεται σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η επίδραση της βόσκησης μικτών κοπαδιών κτηνοτροφικών ζώων στα πουλιά, σχετικά με τη χωρική εναλλαγή των χρήσεων γης και την αλλαγή της δομής της βλάστησης και της ποικιλομορφίας του χόρτου σε αυτό το μικροεπίπεδο δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί αναλυτικά στη Μεσόγειο και πρέπει να αποτελέσουν ένα σημαντικό θέμα για έρευνα στο μέλλον (Atkinson et al., 2004). 106

107 Σύγχρονα γεωργικά τοπία και αγροτικές υποδομές Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό της περιοχής μελέτης καλύπτεται από γεωργική γη, αυτή δεν επιλέγεται από τα τρία κοινά αγροτικά είδη πουλιών, ούτε καν από τον Τσιφτά (Μ. calandra) ο οποίος φαίνεται σε άλλες περιοχές της Ευρώπης να προτιμά συγκριτικά περισσότερο τα χωράφια με δημητριακά σε σχέση με τα χέρσα χωράφια (Delgado & Moreira, 2000), γεγονός που έχει παρατηρηθεί και από τον γράφοντα σε άλλες περιοχές της χώρας μας. Τα πουλιά αποφεύγουν τις θέσεις όπου κυριαρχούν τα μεγάλα ομοιογενή χωράφια δημητριακών και όπου το καλλιεργήσιμο έδαφος αποτελεί το 100% της εξεταζόμενης επιφάνειας, ειδικά εάν κανένας άλλος τύπος βιότοπου ή κάποιο άλλο ευνοϊκό χαρακτηριστικό γνώρισμα του μικρο-ενδιαιτήματος δεν υπάρχει εντός της, συμπέρασμα παρόμοιο με αυτό στο οποίο έχουν καταλήξει ερευνητές και από άλλες περιοχές της Ευρώπης (Brickle et al., 2000, Vanhinsbergh & Evans, 2002). Έχει διαπιστωθεί όμως ότι σε τέτοια «σύγχρονα» αγροτικά τοπία, διάφορες γεωργικές υποδομές επιλέγονται γενικότερα από τα πουλιά. Τέτοιες υποδομές αποτελούν για παράδειγμα οι χωματόδρομοι, πιθανώς επειδή τα πρανή τους συνοδεύονται με πολλές θέσεις επόπτευσης της λείας (π.χ. φράκτες, παλούκια, μεμονωμένοι θάμνοι και δέντρα, φυτοφράχτες) και άκοπες χορταριασμένες λωρίδες βλάστησης που προσελκύουν μεγάλες πυκνότητες ασπονδύλων, προσφέροντας στα πουλιά επιπλέον ευκαιρίες διατροφής (Lefranc, 1997). Όπως είδαμε παραπάνω μόνο ο Αετομάχος (L. collurio) φαίνεται να επιλέγει αθέριστα χωράφια, ειδικά με ψυχανθή, γεγονός που σύμφωνα με παρατηρήσεις του γράφοντα στο πεδίο συνδέεται με τη «εκρηκτική» αλλά περιοδική αφθονία ορθόπτερων στα χωράφια με τριφύλλια, όμως η διαθεσιμότητα αυτής της λεία καθορίζεται από το εάν υπάρχουν εντός τους και κατάλληλα πόστα επόπτευσης και κυνηγιού (Titeux et al., 2007). Αντίθετα η οικοπεδοποίηση μέρους της περιοχής έρευνας φαίνεται να έχει ισχυρά αρνητικές συνέπειες για τα πουλιά που εξετάσαμε, αφού κανένα από αυτά τα είδη δεν έχει βρεθεί να φωλιάζει στο μικρότερο οροπέδιο των Ασπραγγέλων, αν και τόσο ο Αετομάχος (L. collurio), όσο και ο Θαμνοτσιροβάκος (S. communis) έχουν παρατηρηθεί επανειλημμένα εκεί, το πρώτο είδος μάλιστα εμφανίζεται πάντα εκεί 107

108 νωρίτερα από κάθε άλλο σημείο της περιοχής μελέτης στην ανοιξιάτικη μετανάστευση. Το οροπέδιο των Ασπραγγέλων, βρίσκεται στην είσοδο του Ζαγορίου από τη δυτική του πλευρά και είναι το κοντινότερο στην πόλη των Ιωαννίνων απέχοντας οδικώς μόλις 20 λεπτά. Αποτελεί δε μια από τις ελάχιστες επίπεδες εκτάσεις στο σύνολο της ορεινής περιοχής, όπου υπάρχει άμεση πρόσβαση όλων των αγροτικών εκτάσεων σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η μικρή απόδοση των αγροτικών δραστηριοτήτων λόγω των μη εντατικών χρήσεων γης και η αδυναμία οργάνωσης της παραγωγής στην κατεύθυνση της αξιοποίησης των ιδιαίτερων τοπικών αγροτικών προϊόντων, αναδεικνύει την οικιστική δόμηση σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ως τον πιο προσοδοφόρο και ανταγωνιστικό τρόπο γρήγορης «αξιοποίησης» των οροπεδίων. Έτσι πολλά καινούργια κτήρια (ξενοδοχεία, εστιατόρια, αποθήκες, καταστήματα, βενζινάδικα, μάντρες οικοδομικών υλικών, αγροικίες ακόμη και Κέντρο Ενημέρωσης), έχουν κυρίως την τελευταία δεκαετία, κατασκευαστεί στον «κάμπο των Ασπραγγέλων», λόγω της προσδοκώμενης ανάπτυξης του τουρισμού στο Ε.Π.Β.Πίνδου, δημιουργώντας προστριβές με τους κτηνοτρόφους της περιοχής και οδηγώντας σε μια ακραία αντίθεση μεταξύ τουριστικών υποδομών και καταλυμάτων με τα παραδοσιακά αγροτικά τοπία και τις μακραίωνες χρήσεις γης στην υπόλοιπη περιοχή (Εικόνα 2.2). Ανάλογο φαινόμενο παρουσιάζεται και στα αντίστοιχα οροπέδια των Εθνικών Δρυμών Παρνασσού («Λιβαδάκια») και Σαμαριάς (οροπέδιο «Ομαλού»), όσο και σε πολλές άλλες περιοχές στην Ευρώπη (Eetvelde & Antrop, 2004). Σε αντιστοιχία με τα δικά μας αποτελέσματα, όπως έχει βρεθεί και αλλού, ο Τσιφτάς (Μ. calandra) προτιμά περισσότερο τα «ανοικτά» αγροτικά τοπία και αποφεύγει τα κτίρια (Scozzafava & De Sanctis, 2006) όπως επίσης συμβαίνει και με τον Αετομάχο (L. collurio), αν και δεν είναι σαφές εάν αυτό συμβαίνει λόγω της άμεσης ανθρώπινης ενόχλησης ή λόγω κάποιας πιθανής αύξησης αρπακτικών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε αντίστοιχες περιοχές με τα κορακοειδή και τις γάτες (Titeux et al., 2007). Η αστικοποίηση αναγνωρίζεται ευρέως ως μια σοβαρή απειλή για διάφορα είδη των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης (Tucker & Evans, 1997) και έχει ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση σε πολλά είδη «προτεραιότητας διατήρησης» που απειλούνται εκεί με εξαφάνιση. 108

109 Εικόνα 3.2: Νέες χρήσεις γης εισβάλουν στο αρχαίο αγροκτηνοτροφικό τοπίο των οροπεδίων όταν η οικοπεδοποίηση διαφαίνεται ως η μοναδική ελπιδοφόρα οικονομική δραστηριότητα. Picture 3.2: New land uses invade the agro-pastoral landscape of the plateaux when the urbanization becomes more profitable economic activity. Η μείωση των ειδών και των πληθυσμών της ορνιθοπανίδας που παρατηρείται ήδη και στην περιοχή μελέτης μας και σε άλλα σημαντικά είδη π.χ. με την σοβαρή μείωση των προ-μεταναστευτικών συγκεντρώσεων του παγκοσμίως απειλούμενου Κιρκινεζιού (Falco naumanii) στο οροπέδιο Ασπραγγέλων, δείχνει σαφέστατα ότι η περαιτέρω οικοδομική δραστηριότητα και η αλλαγή χρήσης των αγροτικών εκτάσεων πρέπει να αποτραπεί. Εντούτοις τόσο ο Αετομάχος (L. collurio) όσο και ο Θαμνοτσιροβάκος (S. communis), έχουν βρεθεί να αναπαράγονται μέσα στον συνεκτικό (πολεοδομικό) ιστό μερικών μικρών χωριών στην περιφέρεια της περιοχής μελέτης, ειδικότερα μέσα στους μικρούς λαχανόκηπους ή τους μικρούς οπωρώνες που συνοδεύονται με πέτρινα αγροτικά κτήρια του προηγούμενου αιώνα. Ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πυκνός θαμνώνας ή νεαρή δασική βλάστηση έχει καλύψει πρόσφατα σχεδόν το σύνολο των περιχώρων των χωριών αυτών (προσωπικές αδημοσίευτες παρατηρήσεις). 109

110 Χαρακτηριστικά των μικρο-ενδιαιτημάτων και η δομή της ξυλώδους βλάστησης Τα αποτελέσματά της ανάλυσης μας δείχνουν ότι μερικά ιδιαίτερα μικροχαρακτηριστικά καθώς και κάποια δομικά χαρακτηριστικά της βλάστησης είναι απαραίτητα για να είναι μια επιφάνεια ελκυστική στα πουλιά. Ειδικότερα, τα φυσικά λιβάδια με διεσπαρμένους μεμονωμένους θάμνους ή/και μικρά δέντρα, είναι απαραίτητα για όλα τα είδη, ειδικά στον Τσιφτά (M. calandra) και τον Αετομάχο (L.collurio) παρέχοντας τους άφθονες θέσεις επόπτευσης, ένα τοπίο δηλαδή που ομοιάζει με ανοικτό τύπο σαβάνας, ή τα «ανοιχτά» θαμνο-δασολίβαδα της Mεσογείου. Η παράμετρος αυτή επηρεάζει αποφασιστικά την επιλογή του ενδιαιτήματος στα δύο είδη, αφού τέτοιες θέσεις είναι σημαντικές για τον εντοπισμό και την σύλληψη της λείας τους, την επίδειξη και την υπεράσπιση της επικράτειας αλλά και για τον έγκαιρο εντοπισμό πιθανών απειλών από τα αρπακτικά (Cramp & Perrins, 1993, Pärt & Söderström, 1999, Olinkiewicz & Osiejuk, 2003, Verhulst et al., 2004, Müller et al., 2005). Και τα δύο είδη έχουν παρατηρηθεί να ανταγωνίζονται για την κατάληψη της κορυφής του ίδιου θάμνου, ο Αετομάχος (L. collurio) μάλιστα συχνά τοποθετεί εκεί μέσα την φωλιά του. Οι περισσότεροι από αυτούς τους μεμονωμένους θάμνους είναι νάνοι, πυκνοί και ακανθώδεις με τη χαρακτηριστική πυραμιδοειδή μορφή που παίρνουν λόγο της βόσκησης των γιδιών, η οποία και θα διατηρηθεί για πολλά έτη εάν η βόσκηση συνεχιστεί. Από την άλλη πλευρά οι θάμνοι αυτοί θα καταστούν εντελώς ακατάλληλοι (τουλάχιστον ως θέσεις φωλιάσματος) εάν η υπερβόσκηση τους συμπιέσει σε ύψος που φθάνει κάτω από 1,65 μέτρα, ή εάν γίνουν πολύ ψηλοί όταν η βόσκηση εγκαταλειφτεί. Το μέσο ύψος των θάμνων φαίνεται ότι είναι επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας για τον Θαμνοτσιροβάκο (S. communis) και είναι η σημαντικότερη παράμετρος διαχωρισμού που καθορίζει την παρουσία του στα δέντρα παλινδρόμησης (Σχήμα 3.2c). Διάφορες μελέτες θεωρούν τον Θαμνοτσιροβάκο (S. communis), ως κοινό, τυπικό και εξειδικευμένο είδος των φυτοφραχτών (Fuller et al., 2001, Elle, 2003), ειδικά όταν οι φυτοφράχτες είναι χαμηλοί και αραιοί (Green et al., 1994), αλλά δεδομένου ότι οι φυτοφράχτες είναι πολιτιστικά στοιχεία των 110

111 αγροτικών τοπίων που αντανακλούν τις ανθρώπινες ανάγκες και δραστηριότητες (Baudry et al., 2000, Schmitz et al., 2007), μπορούν να εκληφθούν μόνο όπως ένα συμπληρωματικό ή αναπληρωματικό ενδιαίτημα, ελλείψει του πρωταρχικού. Πράγματι η μελέτη μας αποκαλύπτει ότι ο Θαμνοτσιροβάκος (S. communis), εμφανίζεται συγχρόνως στα θαμνο-δασολίβαδα (με διάσπαρτα δέντρα και θάμνους), στα λιβάδια με τις μικρές ή μεγάλες ομάδες φυτοφραχτών (βλέπε Πίνακα 2), σε ενδιαίτημα δηλαδή παρόμοιο με την σαβάνα της ζώνης του Σουδάν, όπου είναι γνωστό ότι ο δυτικός πληθυσμός του είδους ξεχειμωνιάζει (Jayalaxshmi, 2000, Stoate et al., 2001b). Επιπλέον βρήκαμε ότι οι χορταριασμένες λουρίδες που βρίσκονται εκατέρωθεν δρόμων και στα όρια των χωραφιών επιλέγονται ισχυρά από το Θαμνοτσιροβάκο, γεγονός που ισχύει και αλλού (Mason & MacDonald, 2000b, Stoate & Szczur, 2001) και που εξηγεί πιθανώς γιατί το είδος εμφανίζεται στα εγκαταλειμμένα λιβάδια και σε παρόμοιους βιότοπους σε άλλες χώρες (Berg & Pärt, 1994). Ακόμη, περισσότερο ενδιαφέρον έχει η διαπίστωση ότι τα 2 μέτρα αποτελούν περίπου το βέλτιστο ύψος φυτοφραχτών που προτιμά ο Θαμνοτσιροβάκος (Stoate et al., 2001b), αλλά ποιος ελέγχει εκείνο το συγκεκριμένο ύψος εάν όχι οι άνθρωποι άμεσα με την κοπή των θάμνων στο βέλτιστο ύψος εργασίας των χεριών τους; Η σημασία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που διαμορφώνουν τόσο τους χώρους αναπαραγωγής το καλοκαίρι όσο και εκείνους όπου το είδος διαχειμάζει, έχει ήδη επισημανθεί και από άλλους ερευνητές, δηλαδή ότι η πλήρης εγκατάλειψη ή αντίθετα η υπερεκμετάλλευση των δέντρων και των θάμνων έχουν και τα δύο καταστρεπτικά αποτελέσματα για το είδος (Stoate et al., 2001a, Stoate et al., 2001b). Αντίθετα πάντως με ότι υποστηρίζεται στη σχετική ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, στην περιοχή μελέτης το είδος βρέθηκε συχνότερα σε φυτοφράχτες ψηλότερους από δύο μέτρα, ενώ το δέντρο ταξινόμησης προβλέπει την παρουσία του ακόμη και σε σημεία με αρκετά ψηλό μέγιστο ύψος δέντρων (κάτω από 10 μέτρα). Το μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης για το είδος δίνει πάντως αρνητικό πρόσημο για το μέγιστο ύψος των δέντρων, δηλαδή φαίνεται ότι ο Θαμνοτσιροβάκος προτιμά περισσότερο πυκνές και ψηλές ξυλώδεις διαπλάσεις, κοντά μάλιστα στο σύνηθες ύψος των οπωροφόρων δέντρων. Επιβεβαιώνεται 111

112 λοιπόν έτσι ο γενικότερος κανόνας ότι και τα τρία είδη αποφεύγουν τους φυτοφράχτες που είναι εγκαταλειμμένοι και μοιάζουν με δασικές «στοές» ή «λουρίδες» (Hinsley & Bellamy, 2000, Fuller et al., 2001), επειδή τέτοιες θέσεις χρησιμοποιούνται συχνά από τα αρπακτικά πουλιά και τα κορακοειδή που είναι οι συχνότεροι θηρευτές τους, αλλά και από διάφορα άλλα δασικά είδη πουλιών (Stoate et al., 2000, Roos & Pärt, 2004). Συνοψίζοντας τα παραπάνω, φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει μια σαφής διαφορά μεταξύ των προτιμήσεων των ενδιαιτημάτων των τριών ειδών, αλλά και μια ζώνη αλληλοεπικάλυψης. Φαίνεται μάλιστα να υπάρχει επίσης μια διαδοχική «ακολουθία» από τα ανοικτά λιβάδια με τους πολύ λίγους νανόμορφους θάμνους και τα μεμονωμένα δέντρα που προτιμώνται ιδιαίτερα από τον Τσιφτά (Μ. calandra) στα μικτά πολύμορφα αγροτικά τοπία με πυκνότερη και πιο ψηλή βλάστηση θάμνων και οπωροφόρων δέντρων που ευνοούν τον Θαμνοτσιροβάκο (S. communis). Σύμφωνα και με πολλές παρατηρήσεις που έχουν γίνει στο πεδίο ο Αετομάχος (L. collurio), είναι ένα χαρακτηριστικό πουλί των «οικοτόνων», που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «είδος γέφυρα», εμφανιζόμενος και στους δύο βιότοπους όπως επίσης στις ενδιάμεσες καταστάσεις, ενώ και έχει συχνά παρατηρηθεί να συνυπάρχει και με τα δύο παραπάνω τα είδη. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει επίσης η συχνή παρατήρηση Αετομάχου (L. collurio) και Θαμνοτσιροβάκου (S. communis) δίπλα-δίπλα: τα δύο είδη έχουν παρατηρηθεί πολύ συχνά να κάθονται σε κοντινή απόσταση στον ίδιο θάμνο ή να κινούνται πολύ κοντά. Ειδικές μελέτες συμπεριφοράς πρέπει να ερευνήσουν εάν υπάρχει οποιαδήποτε αμοιβαία σχέση, όπως για παράδειγμα έχει προταθεί για τον Αετομάχο (L. collurio) και τον Κηποτσιροβάκο (Sylvia nisoria) στην Ανατολική Ευρώπη (Goławski, 2007 αν και αμφισβητείται από τον Kuźniak et al., 2001), όπως και για τον Κοκκινοκεφαλά (Lanius senator) και τον Κηποτσιροβάκο (S. hortensis) στην Γαλλία (Isenmann & Fradet, 1995). 112

113 Άμεσες ανθρωπογενείς επιδράσεις στον βιότοπο των πουλιών Σε αντιστοιχία με άλλες μελέτες, όλοι οι τύποι τεχνητών φρακτών, επιλέγονται ισχυρά από τον Αετομάχο (L. collurio) και το Θαμνοτσιροβάκο (S. communis) για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τα μεμονωμένα δέντρα και τους θάμνους (Vanhinsbergh & Evans, 2002). Οι φράχτες αυτοί είναι στην περιοχή μας κυρίως χειροποίητοι και αποτελούνται από μικρούς ξύλινους πασσάλους κέδρων και αγκαθωτό σύρμα και χρησιμοποιούνται για να αποκλειστούν τα ζώα που βόσκουν ελεύθερα ή κοπάδια από τα καλλιεργημένα χωράφια. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές με τον Αετομάχο (L. collurio) παρόλο που το είδος δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ να σκοτώνει και να καρφώνει τη λεία του στο αγκαθωτό σύρμα, μια χαρακτηριστική συμπεριφορά που παρατηρείται πολύ συχνά στις περισσότερες βόρειες χώρες, αλλά όχι στην περιοχή μελέτης. Αυτό συμβαίνει πιθανώς επειδή δεν υπάρχει εδώ ανάγκη για αποθήκευση τροφής υπό τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή, λόγω των ιδιαίτερα θερμών και ξηρών καλοκαιριών (Carlson, 1985, Lefranc & Worfolk, 1997). Επιπλέον τα νεκρά ή τα καμένα δέντρα, οι θάμνοι ή οι φυτοφράχτες, βρέθηκε να προτιμώνται έντονα από το Αετομάχο (L. collurio). Η πρακτική του καψίματος μεμονωμένων θάμνων ή δέντρων, μικρών φυτοφραχτών ή ακόμη και αδιαπέραστων ομάδων θάμνων, αν και παράνομη, παραμένει ακόμη σήμερα μια διαδεδομένη πρακτική για τους κτηνοτρόφους και τους αγρότες. Η ελεγχόμενη καύση εφαρμόζεται σε όλα τα βουνά της Ελλάδας εδώ και αιώνες και φαίνεται τελικά να ωφελεί τουλάχιστον τον Αετομάχο. Οι αγρότες χρησιμοποιούν παραδοσιακά τη φωτιά για να αποτρέψουν την επέκταση των φυτοφραχτών και την εξάπλωση των θάμνων μέσα σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ οι κτηνοτρόφοι τη χρησιμοποιούν για να διατηρούν τους βοσκότοπους ανοικτούς, να παρεμποδίσουν την εισβολή των θάμνων και των νεαρών δέντρων και για να παρέχουν φρέσκια τροφή για τη βοσκή των ζώων τους την επόμενη αυξητική περίοδο. Τις προηγούμενες δεκαετίες τέτοιες ενέργειες είχαν χαρακτηριστεί επιφανειακά ως «δραστηριότητες υποβάθμισης» του περιβάλλοντος στη Μεσόγειο, επειδή οι περισσότεροι επιστήμονες δεν μπορούσαν ακόμη να ξεχωρίσουν τις διαφορές 113

114 μεταξύ των μεγάλων καταστρεπτικών πυρκαγιών (που συμβαίνουν πλέον σήμερα όλο και εντονότερα λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου και πιθανά και των κλιματικών αλλαγών), από τις μικρής κλίμακας προκαθορισμένες και ελεγχόμενες φωτιές που έβαζαν παραδοσιακά οι κτηνοτρόφοι για να ελέγξουν τη βλάστηση. Σήμερα όμως τέτοιες ενέργειες αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο ως βιώσιμες και αειφορικές, ιδιαίτερα για τον μεσογειακό τύπο βλάστησης των σκληρόφυλλων αειφύλλων πλατυφύλλων, όπως για παράδειγμα τους πρινώνες (Grove & Rackham, 2001) και τα λιβάδια με διάσπαρτα κέδρα (Juniperus spp.). Η ιδιαίτερη σχέση του Αετομάχου (L. collurio) με την καμένη βλάστηση θα μπορούσε να συνδεθεί πιθανώς και με τον αρχέγονο βιότοπο αυτού του είδους, που υποτίθεται ότι ήταν οι φυσικοί και εκτεταμένοι οικοτόνοι των αρχέγονων δασών με τα λιβάδια που δημιουργήθηκαν από τις φυσικές πυρκαγιές, άλλες φυσικές καταστροφές (ανεμο-χιονοθύελλες, πληθυσμιακές εκρήξεις εντόμων κ.λπ.) σε συνδυασμό με τη βόσκηση από άγρια οπληφόρα και ιδιαίτερα το ελάφι που δεν βόσκει τους αγκαθωτούς θάμνους (Lefranc & Worfolk, 1997). Κατά συνέπεια, μερικές ανθρώπινες ενέργειες που έχουν παρόμοιες επιπτώσεις με τις φυσικές δυναμικές διεργασίες μεταβολής των βιότοπων θα μπορούσαν να ευνοήσουν συγκεκριμένα είδη πουλιών των αγροτικών περιοχών. Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για το θέμα αυτό, ειδικότερα στα μεσογειακά ορεινά οικοσυστήματα (Pons et al., 2003) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Γενική κριτική στη μεθοδολογία Η μελέτη των γενικών φυσιογνωμικών και δομικών χαρακτηριστικών των βιότοπων ταυτόχρονα με την εξέταση των ιδιαίτερων μικρο-χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των ενδιαιτημάτων των πουλιών μέσα σε μικρές κυκλικές επιφάνειες φαίνεται ότι είναι μια πολύ γρήγορη και ακριβής μεθοδολογία που αποκαλύπτει με ορθό τρόπο τις συγκεκριμένες απαιτήσεις των ειδών. Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι, παρόλο που πάντοτε τα πολυάριθμα δεδομένα πεδίου είναι επιθυμητά, αυτό αποτελεί συχνά την εξαίρεση, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με 114

115 σπάνια είδη, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μπορούμε να αξιοποιήσουμε ακόμη και λιγοστά δεδομένα πεδίου. Η παρούσα ανάλυση έδειξε ότι αυτό είναι δυνατόν με το σωστό συνδυασμό και τη χρήση των κατάλληλων στατιστικών εργαλείων, κάτι που αποτέλεσε και βασικό σκοπό αυτού του κεφαλαίου. Τα είδη που μελετήθηκαν θα μπορούσαν βέβαια να βρεθούν και να καταγραφούν ίσως πολύ ευκολότερα και σε άλλες περιοχές όπου είναι κοινότερα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι και εκεί θα είχαν τις ίδιες απαιτήσεις στο βιότοπό τους, ενώ πάντα υπάρχει η μελλοντική δυνατότητα να ελέγξουμε εάν τα μοντέλα που προτείνουμε και που βασίζονται σε λίγα δεδομένα, είναι πράγματι αντιπροσωπευτικά για πιο εκτεταμένη χρήση. Επιπλέον θα πρέπει να τονιστεί πόσο σημαντικό είναι να γίνεται η κατάλληλη επιλογή και ο διαχωρισμός των επιφανειών «παρουσίας» και «απουσίας», καθώς και η συνεχής αξιολόγηση των μοντέλων με επαναληπτικές στατιστικές δοκιμασίες και τυχαίες ανακατανομές των δεδομένων, δηλαδή με την ανάλυση της ευαισθησίας τους, ιδιαίτερα όταν συγκρίνουμε τα δεδομένα μας με «τυχαία». Αυτό συμβαίνει διότι ένα πάρα πολύ συχνό φαινόμενο είναι τα «τυχαία» να μην συμπίπτουν τελικά με εκείνα που πραγματικά υπάρχει απουσία (Hirzel et al., 2002), ενώ ακόμη συχνότερα υπάρχει αλληλο-συσχέτιση των δεδομένων (Legendre, 1993). Ακόμη σημαντικό είναι να έχει κανείς βαθειά γνώση της οικολογίας του κάθε είδους που εξετάζει, ώστε να αντιλαμβάνεται τα «λάθη» που προκύπτουν από τα μοντέλα και να αξιολογεί κάθε φορά την πιστότητά τους, αφού οι παράμετροι που «επιλέγονται» πολλές φορές δεν έχουν κανένα βιολογικό νόημα. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το προτέρημα των στατιστικών δοκιμασιών που εφαρμόσαμε και ιδιαίτερα του συνδυασμού της συχνότητας εμφάνισης μίας μεταβλητής στα μοντέλα της λογιστικής παλινδρόμησης με εκείνα των δέντρων ταξινόμησης βρίσκεται στο γεγονός ότι όχι μόνο προσδιορίζουν με ακρίβεια ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαφέρουν από είδος σε είδος με τη διασταύρωση των πληροφοριών που παρέχουν, αλλά το κυριότερο, ότι είναι δυνατόν να βρούμε, να αξιολογήσουμε και να ιεραρχήσουμε τη σημαντικότητά τους, έτσι ώστε να αποφασίσουμε την προτεραιότητα των διαχειριστικών μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοστούν. 115

116 Προτεραιότητες για έρευνα και διαχείριση Έρευνες με αντικείμενο το μικροενδιαίτημα των πουλιών θα μπορούσαν να δώσουν νέο φως στην σημασία που έχουν για τα πουλιά διάφορες «παραδοσιακές» τοπικές πρακτικές που διατηρούνται σε πολλά ευρωπαϊκά και μεσογειακά πολιτιστικά τοπία. Η γνώση της επιλογής του ενδιαιτήματος σε μικροκλίμακα είναι ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την ευρύτερη εφαρμογή τοπικά προσαρμοσμένων μέτρων διατήρησης της φύσης, ειδικότερα με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, επειδή η ραγδαία μείωση των κοινών στρουθιόμορφων ειδών πουλιών των αγροτικών περιοχών είναι πιθανώς, σύμφωνα με κάποιους, μόνο η κορυφή του παγόβουνου μίας δεύτερης «Σιωπηλής Άνοιξης» (Tucker & Evans, 1997, Krebs et al., 1999). Ο Αετομάχος (L. collurio) ο Τσιφτάς (M. calandra) και ο Θαμνοτσιροβάκος (S. communis) είναι τρία τέτοια κατάλληλα παραδείγματα, δεδομένου ότι είναι πολύ διαδεδομένα είδη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας περισσότερο από 50% του παγκόσμιου πληθυσμού τους ή της εξάπλωσής τους στην Ευρωπαϊκή ήπειρο (Tucker & Heath, 1994). Αποτελούν επίσης είδη πολύ κοινά (αν και μειώνονται τοπικά) και έχουν προταθεί ως καλοί δείκτες σε μια ευρύτερη ποικιλία αγροτικών οικοσυστημάτων στην Ευρώπη (Siriwardena et al., 1998, Hoffmann et al., 2003, Báldi et al., 2005, Gregory et al., 2005, Vořišek et al., 2007) και στην Ελλάδα (Catsadorakis, 1997, Kati & Sekercioglu, 2006). Επιπλέον η καλή γνώση των επιδράσεων των γεωργικών δραστηριοτήτων στη βιοποικιλότητα των μεσογειακών ανθρωπογενών οικοσυστήματα είναι σημαντική και από οικονομική άποψη, ώστε να «συμφιλιώσει» και να προωθήσει την παραγωγική γεωργία που θα βοηθάει και στη διατήρηση της βιοποικιλότητας (Bignal 1998, Mitchley et al., 2006, Henle et al., 2008). Δυστυχώς οι παραδοσιακές γεωργικές δραστηριότητες, που βρήκαμε ότι προτιμούνται από τα πουλιά των ορεινών αγροτικών οικοσυστημάτων της περιοχής, δεν είναι πλέον ιδιαίτερα ελκυστικές για τους νέους, που φεύγουν από τα βουνά λόγω της έλλειψης κοινωνικοοικονομικών ευκαιριών (Boyazoglu, 2002, Bernués et al., 2005, de Rancourt et al., 2006, Scozzafava & De Sanctis 2006, Soliva et al., 2008). Συνεπώς, είναι πλέον επείγον να γίνουν κατανοητές οι κινητήριες δυνάμεις και οι λειτουργίες 116

117 των αρχαίων μεσογειακών τοπίων, προτού αυτά εξαφανιστούν λόγω της εγκατάλειψης ή από την αλλαγή της χρήσης τους σε πιο κερδοφόρες δραστηριότητες όπως είναι η αστικοποίηση ή η υπέρμετρη ανάπτυξη δραστηριοτήτων τουρισμού και αναψυχής (Στάρα, 2009β). Τα αγρο-λιβαδο-δασικά πολιτισμικά τοπία των μεσογειακών βουνών έχουν διαμορφωθεί κάτω από τη συνεχή πίεση διαταράξεων μικρής κλίμακας, όπως είναι οι ελεγχόμενες φωτιές και η βόσκηση των κοπαδιών, οι οποίες ταυτόχρονα με την εναλλαγή της καλλιέργειας των δημητριακών και των αγραναπαύσεων χρονολογούνται τουλάχιστον από την εποχή του Ομήρου (Blondel & Aronson 1999). Εντούτοις σήμερα στην Ελλάδα η χρήση της φωτιάς για τον έλεγχο της βλάστησης παραμένει απαγορευμένη, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Moreira et al., 2001, Herrando et al., 2003, Pons et al., 2003). Η γενικότερη αυτή απαγόρευση έχει τις ρίζες της στα αρνητικά αποτελέσματα της υπερβόσκησης, που συμβαίνει σήμερα κυρίως στα νησιά (Giourga et al., 1998) και επίσης από τον κίνδυνο πρόκλησης δασικών πυρκαγιών, που έχουν μονοπωλήσει τις απόψεις τόσο των υπηρεσιών και των φορέων χάραξης περιβαλλοντικής πολιτικής (Grove & Rackham 2001, Tzanopoulos et al., 2007). Εντούτοις, η βόσκηση, η οποία χρησιμοποιείται επίσης σήμερα ως εργαλείο για τη διατήρηση της φύσης είναι ένα αναδυόμενο διεπιστημονικό θέμα και απαιτείται πολύ περισσότερη έρευνα για να διαλευκανθεί η ιστορική συν-εξελικτική σχέση της με τη βιοποικιλότητα των βουνών (Bignal & McCracken, 1996). Η μελέτη μας εστιάζει ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο η βόσκηση και άλλες παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες επιδρούν στα ιδιαίτερα μικροενδιαιτήματα που επιλέγουν είδη πουλιών των αγροτικών περιοχών. Χρειάζεται όμως επιπλέον και πειραματική έρευνα για την εξέταση της κατάλληλης «έντασης χρήσης» των λιβαδικών εκτάσεων, π.χ. με πειραματική τοποθέτηση κλωβών για τη μέτρηση της λιβαδικής παραγωγής και της επίδρασης της βόσκησης, το επίπεδο της βοσκοφόρτωσης, την εποχή βόσκησης, τη μίξη των ζώων κτλ, ώστε να γίνει ξεκάθαρο πως μπορούν να διατηρηθούν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ενδιαιτημάτων που προτιμούνται από τα απειλούμενα είδη πουλιών. 117

118 Στο παραπάνω πλαίσιο θα μπορούσαμε να προτείνουμε την πειραματική χρήση της ελεγχόμενης φωτιάς σε μικρή κλίμακα και την επακόλουθη βόσκηση μικτών κοπαδιών από κτηνοτροφικά ζώα, ως ένα εξειδικευμένο διαχειριστικό εργαλείο, ώστε να ελέγξουμε τη φυσική επέκταση των θαμνώνων και των ξυλωδών ειδών ή και για την επιβράδυνση της φυσικής διαδοχής της βλάστησης σε περιοχές όπου θέλουμε να διατηρήσουμε τις «ανοιχτές εκτάσεις» που έχουν εγκαταλειφθεί. Αυτές οι πρακτικές θα πρέπει να αποτελέσουν μελλοντικά ένα σημαντικό ερευνητικό αντικείμενο (Laiolo et al., 2004) τόσο στη Μεσόγειο (Lasseur, 2005), όσο στις περιοχές διαχείμανσης αυτών των πουλιών στην Αφρική και ιδανικά και στις δύο περιοχές, μέσα και από την οπτική του οικολογικού ρόλου της επίδρασης της «πυρόφιλης βόσκησης» ( pyric herbivory ) όπως αυτή περιγράφηκε τελευταία, στην ευρύτερη διάσταση της δυναμικής των οικοσυστημάτων στο χώρο και το χρόνο (Fuhlendorf et al., 2009). Μια τέτοια προοπτική αποκατάστασης βιότοπων (Papanastasis, 2004, Sirami et al., 2008) πρέπει να εστιάσει καταρχήν στις προστατευμένες ορεινές περιοχές, όπου η βόσκηση και η χρήση της πυρκαγιάς είναι συχνά στερεοτυπικά απαγορευμένες, όπως στην περίπτωση του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου, που έχει ως συνέπεια τα τελευταία 20 χρόνια την ραγδαία ανάπτυξη μιας πολύ πιο εύφλεκτης βλάστησης αειφύλλων πλατυφύλλων, που απειλούνται από μελλοντικές καταστρεπτικές πυρκαγιές, οι οποίες μπορεί να συμπαρασύρουν και να καταστρέψουν εντελώς τα αρχαία μεσογειακά πολιτιστικά τοπία της περιοχής (Petrakis et al., 2005, Stara & Tsiakiris, 2005, Tsiakiris et al., 2004). 118

119 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 4. Πληθυσμιακά και χωρικά πρότυπα και η αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε σχέση με τις σύγχρονες χρήσεις γης Περίληψη Σκοπός της παρόντος κεφαλαίου είναι να εξετάσουμε εάν τα στοιχεία του τοπίου σε διάφορες χωρικές κλίμακες, μπορούν να εξηγήσουν την αναπαραγωγική δραστηριότητα του Αετομάχου στα τρία οροπέδια του Ζαγορίου. Με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, χαρτογραφήθηκε η χωρική κατανομή του πληθυσμού του και καταγράφηκε αναλυτικά η αναπαραγωγική του επιτυχία. Η περιοχή χωρίστηκε σε ομοειδείς κυψελίδες 125 Χ 125 μέτρων και με τη βοήθεια δορυφορικής εικόνας ορίστηκαν και ψηφιοποιήθηκαν 23 παράμετροι με βάση τους τύπους βλάστησης, τις χρήσεις γης και τις υφιστάμενες υποδομές. Συσχετίστηκε η παρουσία νεοσσών, φωλιάς ή ατόμων Αετομάχου με τις μέσες τιμές των 23 παραμέτρων σε πέντε χωρικές κλίμακες. Τα 2/3 του συνόλου των 68 ζευγαριών που κατασκεύασαν φωλιές απέτυχαν να αναθρέψουν νεοσσούς. Η παραγωγικότητα των υπόλοιπων ανήλθε στους 2,35 νεοσσούς ανά ζευγάρι. Οι περισσότερες φωλιές ήταν τοποθετημένες σε βοσκότοπους με πουρνάρια και αγκαθωτούς θάμνους. Προτιμήθηκαν θέσεις όπου το 50% τουλάχιστον της έκτασης καλύπτεται από ανοιχτούς βοσκοτόπους με μεμονωμένους θάμνους σε όλες τις χωρικές κλίμακες. Το ποσοστό «ανοιχτής έκτασης» στις περιοχές όπου το είδος αναπαράγεται με επιτυχία αυξάνει με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο με το μέγεθος των κυψελίδων. Τα πουλιά βρέθηκε να αποφεύγουν τις κυψελίδες με τους ασφαλτόδρομους, όπου συχνά πέφτουν θύματα τροχαίων ατυχημάτων και προτιμούν να βρίσκονται κοντά σε στάνες. Κυψελίδες με επιτυχημένες φωλιές έχουν λιγότερα δέντρα, γεγονός που σχετίζεται πιθανά με μικρότερη θηρευτική πίεση. Φαίνεται έτσι ότι ο Αετομάχος συνδέεται ισχυρά με τη βόσκηση σε επίπεδο τοπίου και με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες χωρικές κλίμακες. Η βόσκηση επηρεάζει θετικά την δομή και την ετερογένεια του τοπίου διατηρώντας τους βοσκότοπους «ανοιχτούς» κατάλληλους για τον εντοπισμό και την σύλληψη της λείας. Έμμεσα τροποποιεί όμως και θετικά τη μορφή και το είδος του θάμνων όπου ο Αετομάχος τοποθετεί την φωλιά του. 119

120 4.1. Εισαγωγή Στο προηγούμενο κεφάλαιο εξετάσαμε μικρο-χαρακτηριστικά του ενδιαιτήματος εντός μικρών επιλεγμένων επιφανειών (έκτασης 0,19 εκταρίων) γύρω από τα σημεία εντοπισμού των κοινότερων στρουθιόμορφων πουλιών. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστούν αναλυτικά η βιολογία και τα πληθυσμιακά πρότυπα του κοινότερου είδους της περιοχής, του Αετομάχου, εντός του ευρύτερου χώρου αναπαραγωγής του. Θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε τις θέσεις και τις περιοχές που χρησιμοποιεί για να αναπαραχθεί με επιτυχία, ώστε να κατανοήσουμε τους λόγους που ορισμένες περιοχές είναι καταλληλότερες για την αναπαραγωγή από ορισμένες άλλες. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται με τη βοήθεια των μεθοδολογικών εργαλείων της «οικολογίας τοπίου» και της «ανάλυσης κλίμακας» Χωρικά πρότυπα ειδών και το πρόβλημα της κλίμακας Το θέμα επιλογής βιοτόπου στα πουλιά έχει αποτελέσει ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης στο χώρο της οικολογίας τις τελευταίες δεκαετίες. Ανάλογα με το είδος, η έρευνα για το συγκεκριμένο θέμα γίνεται σε διαφορετικές, χωρικές κλίμακες από την ευρύτερη κλίμακα του τοπίου, έως την κλίμακα της επικράτειας, ή ακόμη και των ιδιαίτερων μικρο-χαρακτηριστικών εντός της. Έτσι εάν θέλει κανείς να εξετάσει το θέμα της παρακολούθησης των χρήσεων γης με την βοήθεια ενός είδους «βιοδείκτη» θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του, εκτός από την καταλληλότητα του «δείκτη» ως τέτοιου, τη χωρική κλίμακα όπου πρέπει να παρακολουθήσει κανείς οποιαδήποτε από αυτές τις παραμέτρους. Με αυτό τον τρόπο το μέγεθος και η χωρική κλίμακα του τοπίου αποκτούν κεντρική θέση σε αυτή την προβληματική, διότι είναι πιθανόν ένα είδος να ανταποκρίνεται άριστα σε μία χωρική κλίμακα, αλλά όχι σε μία άλλη. Το θέμα της «κλίμακας» είναι ταυτόχρονα ένα από τα πλέον θεμελιώδη της «Οικολογίας Τοπίου». Από τη στιγμή που τα βιολογικά φαινόμενα και ειδικότερα η ενδελεχής εξέταση της οικολογίας των ειδών έχει ως βασική συνιστώσα το χώρο, αμέσως προκύπτει το ερώτημα της κλίμακας: σε ποια κλίμακα θα μετρήσουμε κάθε παράμετρο και κυρίως, πως επηρεάζεται η κάθε παράμετρος από τη χωρική 120

121 κλίμακα και πως αυτή επηρεάζει τελικά τα άτομα ή τον πληθυσμό του κάθε είδους; Για το θέμα αυτό υπάρχει μεγάλη επιστημονική έρευνα και συζήτηση και αποτελεί σήμερα ένα από τα κυριότερα σύγχρονα προβλήματα της οικολογίας, δεδομένης και της ραγδαίας ανάπτυξης των εργαλείων της τηλεπισκόπησης. Το θέμα της επιλογής της κλίμακας παρουσιάστηκε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο από τους Thompson & McGarigal (2002). O τελευταίος είναι και άλλωστε ο δημιουργός του πολύ δημοφιλούς προγράμματος μέτρησης χωρικών παραμέτρων (Fragstats). Στην εργασία τους για τους αμερικάνικους θαλασσαετούς (Haliaetus leycocephalus) έδειξαν ότι η επιλογή βιοτόπου για αυτό το είδος πραγματοποιείται σε διαφορετικές κλίμακες: από το μικρότερο χωρικό επίπεδο της επιλογής του κατάλληλου δέντρου για πόστο κυνηγιού, έως το επίπεδο του ευρύτερου χώρου για την τοποθέτηση της φωλιάς. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, εξετάσαμε τις επιδράσεις των χρήσεων γης στη χωρική κλίμακα των ιδιαίτερων μικροενδιαιτημάτων μικρών επιλεγμένων επιφανειών γύρω από στις θέσεις επόπτευσης του Αετομάχου. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε την επιλογή του ενδιαιτήματος αναπαραγωγής σε σχέση με όλες τις δυνατές χωρικές κλίμακες ιεραρχικά, θέτοντας ως ελάχιστο όριο το μέσο εμβαδόν της επικράτειας των ζευγαριών και μέγιστο όριο το χώρο εξάπλωσης του πληθυσμού στα τρία οροπέδια. Κριτήριο καταλληλότητας του ενδιαιτήματος θα θεωρήσουμε την αναπαραγωγική επιτυχία. Τα στοιχεία της αναπαραγωγικής επιτυχίας και ιδιαίτερα της «παραγωγικότητας» των επιτυχημένων ζευγαριών είναι το ασφαλέστερο μέτρο της όλης αναπαραγωγικής διαδικασίας και λειτουργεί ως «βαρόμετρο» της καταλληλότητας του περιβάλλοντος εντός κάθε επικράτειας. Έτσι από την κλίμακα επιλογής πόστων κυνηγιού σε σχέση με τη δομή της βλάστησης που ήδη εξετάσαμε, θα περάσουμε στην διερεύνηση της χωροθέτησης της φωλιάς και της επικράτειας, χρησιμοποιώντας τα «κλασικά» εργαλεία της χαρτογράφησης των επικρατειών, ενώ στο επίπεδο τοπίου θα χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία της Οικολογίας Τοπίου. Θέματα ενδοειδικού και αλλοειδικού ανταγωνισμού, αρπακτικότητας και θήρευσης, καθώς και θέματα σχετικά με τη διαθεσιμότητα της λείας είναι επίσης ενδιαφέροντα, αλλά θεωρούμε ότι επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό επίσης από το τοπίο και έτσι δεν θα τα εξετάσουμε στην παρούσα φάση. 121

122 4.2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Απογραφή της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του Αετομάχου Βιβλιογραφική ανασκόπηση μεθόδων απογραφής του Αετομάχου Όλες οι μέθοδοι απογραφής που έχουν μέχρι τώρα χρησιμοποιηθεί (σημειακών παρατηρήσεων - point counts ή διαδρομών - line transects) υποεκτιμούν σοβαρά τους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς του Αετομάχου, λόγω της ιδιαίτερη βιολογίας του είδους που είναι σιωπηλό και πολύ κρυπτικό κατά τη διάρκεια κατασκευής της φωλιάς και της επώασης των αυγών. Έτσι, μόνο η επισταμένη έρευνα με τον εντοπισμό των φωλιών μπορεί να δώσει ακριβή αποτελέσματα. Σε περιοχές με πυκνότητες 4,5 αναπαραγωγικών ζευγαριών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, μια περιοχή 5-10 χλμ² μπορεί να καλυφθεί ικανοποιητικά από έναν ερευνητή (Tryjanowski et al., 2003). Από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, χρησιμοποιούνται για την χαρτογράφηση των επικρατειών δορυφορικές εικόνες (Jobin et al., 2005), αεροφωτογραφίες και χάρτες (Kuźniak & Tryjanowski, 1999) και γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (Carlson, 1995). Επιπλέον ένα αυτόματο σύστημα βασισμένο στην ψηφιακή τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε στο Βέλγιο για την καταγραφή και την ανάλυση της χρήσης και της δραστηριότητας του Αετομάχου εντός δύο επικρατειών (Van Nieuwenhuyse et al., 1995). Τέτοιου τύπου ο μεθοδολογίες συλλογής και ανάλυσης δεδομένων έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για την μελέτη μεγάλων θηλαστικών και υπάρχει συσσωρευμένη εμπειρία που επιτρέπει την εφαρμογή τους και σε μικρόσωμα είδη. 122

123 Χαρτογράφηση επικρατειών Έως πρόσφατα θεωρούσαμε το είδος ως αυστηρά επικρατειακό. Πρόσφατα όμως έχει βρεθεί ότι η επικάλυψη των αναπαραγωγικών επικρατειών των αρσενικών ατόμων μπορεί να κυμαίνεται από 34,4-65,2% ανάλογα την χρονική περίοδο (Massa et al., 1995). Η θεώρηση του είδους ως επικρατειακού οφείλεται στην παρατηρούμενη μαχητική υπεράσπιση του χώρου αναπαραγωγής από τα αρσενικά, ακόμη και ενάντια σε πολύ μεγαλύτερα πουλιά (Cocker & Mabey, 2005). Για παράδειγμα έχει κινηματογραφηθεί να επιτίθεται σε αετό στο δάσος της Δαδιάς, μάλιστα το ελληνικό όνομα (Αετομάχος) δηλώνει ακριβώς αυτή την συμπεριφορά. Στην ορεινή βόρεια Ιταλία η παρακολούθηση ατόμων στα οποία είχαν τοποθετηθεί έγχρωμα δαχτυλίδια, βαφές φτερών ή ραδιοπομποί οδήγησε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει «αποκλεισμός των γειτόνων» από την αναπαραγωγή, παρόλο που καταγράφεται ένα ποσοστό συνουσιών εκτός ζευγών (extra pair copulation) που όμως οδηγεί σε πολύ μικρό ποσοστό «εξωσυζυγικής πατρότητας» (extra-pair paternity) (Fornasari & Massa, 1999b). Στην ευρωπαϊκή Ρωσία και στην Ιταλία έχει παρατηρηθεί μάλιστα ότι το είδος παρουσιάζεται σε «ομάδες εγκατάστασης» (clusters), οι οποίες εγκαθίστανται εντελώς τυχαία με την άφιξη του πληθυσμού κάθε άνοιξη (Butiev & Lebedeva, 1995). Για τους παραπάνω λόγους επιλέχθηκε να γίνει μια αδρή χαρτογράφηση των επικρατειών, με σκοπό όχι να οριοθετηθούν επακριβώς τα όρια όπου κινούνται τα ζευγάρια αλλά ως επί το πλείστων για να υπολογιστεί περίπου η μέση έκταση που χρησιμοποιούν γύρω από την φωλιά τους που χρειάζονται για να καλύψουν τόσο τις διατροφικές τους ανάγκες, όσο και τις ανατροφής των νεοσσών τους. Η γνώση αυτή μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της χωρικής διάστασης των οικολογικών αναγκών του είδους. Επίσης θα βοηθήσει στην δημιουργία μίας σαφέστερης εικόνας του χώρου χρήσης και της δομής του τοπίου που είναι απαραίτητα στον χώρο αναπαραγωγής του Αετομάχου, επηρεάζοντας ανάλογα και την επιλογή των διαστάσεων των χωρικών κλιμάκων που θα χρησιμοποιηθούν για την περαιτέρω μελέτη της οικολογίας του είδους. 123

124 Μεθοδολογία απογραφής της αναπαραγωγής του Αετομάχου με την χρήση φορητού Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών Η περίοδος έρευνας πεδίου διήρκησε περίπου έξι μήνες και συγκεκριμένα από τον Μάιο έως και τον Ιούλιο του 2005 και από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούλιο του 2006 (Παράρτημα VII) που είναι οι κύριες περίοδοι αναπαραγωγής. Για την εξοικείωση με την περιοχή μελέτης, τον εντοπισμό των κατάλληλων διαδρομών, θέσεων θέας και κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, τη γνωριμία με τους ντόπιους κτηνοτρόφους - χρήστες της περιοχής και την ενημέρωσή τους για την έρευνα που θα διεξάγονταν, πραγματοποιήθηκαν αρκετές επιπλέον επισκέψεις στην περιοχή στις αρχές της άνοιξης. Στη διάρκεια αυτών των επισκέψεων και απόντος του Αετομάχου από την περιοχή, έγινε πιλοτική εφαρμογή των μεθόδων καταγραφής των δεδομένων πεδίου στο φορητό Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (φ.γ.σ.π.) με στόχο την εξοικείωση στην διαδικασία εισαγωγής, αποθήκευσης και επανάκτησης των δεδομένων, την δημιουργία των κατάλληλων χωρικών βάσεων δεδομένων και πρωτοκόλλων καταγραφής, την εκτενή φωτογράφηση της περιοχής από θέσεις θέας, την καταγραφή του είδους και της κατάστασης των διαφόρων τύπων καλλιεργειών και την εποχιακή χαρτογράφησή τους. Ο εντοπισμός νέο-αφιχθέντων ατόμων Αετομάχου ξεκίνησε από την ημερομηνία της εμφάνισης των πρώτων πουλιών στην περιοχή μελέτης, στα τέλη της άνοιξης. Ο εντοπισμός των ατόμων του είδους αυτήν την περίοδο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολος, αφού συνηθίζουν να κάθονται στην κορυφή θάμνων, σε πασσάλους και γενικότερα σε θέσεις επόπτευσης (πόστα) από όπου ελέγχουν τη γύρω περιοχή για ύπαρξη πιθανής λείας αλλά και θηρευτών. Για τον εντοπισμό των ατόμων και την καθολική απογραφή του πληθυσμού χρησιμοποιήθηκαν ως υποβοηθητικά υπόβαθρα τα στίγματα με τα σημεία παρουσίας του είδους κατά την αναπαραγωγική περίοδο των παρελθόντων ετών, δηλαδή του 2000 (n= 42) και του 2003 (n=67) (Tsiakiris et al., 2009). 124

125 Ο ενδελεχής έλεγχος της περιοχή μελέτης για να εντοπιστούν τα πρώτα νεοαφιχθέντα άτομα ξεκίνησε από τα τέλη Απριλίου και τα δύο έτη και επαναλαμβάνονταν με συστηματικό τρόπο και σε τακτά χρονικά διαστήματα 4-5 ημερών. Η σάρωση πραγματοποιήθηκε με αυτοκίνητο, αλλά και με ποδήλατο καθώς και με τα πόδια, διασχίζοντας τα δύο οροπέδια κατά μήκος και αναζητώντας τα πουλιά με κιάλια, ή από θέσεις θέας με τηλεσκόπιο όπου ήταν δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς μεγάλες εκτάσεις χωρίς να έχει την ανάγκη της μετακίνησης Εντοπισμός, παρακολούθηση και χαρτογράφηση επικρατειών Κατόπιν του εντοπισμού των πρώτων ατόμων, έγιναν συχνές επισκέψεις στις θέσεις εντοπισμού για την επιβεβαίωση της εγκατάστασης των πουλιών στις περιοχές όπου πρωτοπαρατηρήθηκαν. Ταυτόχρονα εντατικοποιήθηκε η έρευνα για τον εντοπισμό περισσότερων ατόμων τόσο στην περιφέρεια των αρχικών περιοχών, όσο και στην ευρύτερη περιοχή μελέτης. Για την κατά το δυνατόν ακριβέστερη καταγραφή των επικρατειών των ζευγαριών χρειάστηκε συστηματική, επίπονη και χρονοβόρα εργασία πεδίου, η οποία απαιτούσε τόσο την καλή εξοικείωση με το είδος και την περιοχή μελέτης, όσο και τη γνώση της συμπεριφοράς του. Ως αποτέλεσμα, με την εμπειρία που αποκτήθηκε το 2005, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία το 2006 ο ακριβής εντοπισμός και η πιστοποίηση όλων των πιθανών ζευγαριών, η οριοθέτηση των γειτονικών επικρατειών και η ακριβής χαρτογράφηση του συνόλου των επικρατειών. Η ιδιαίτερη οικολογία του είδους, με την κρυπτική συμπεριφορά του θηλυκού, αλλά και τη συνεχή παρουσία των αρσενικών ατόμων, που συνηθίζουν να κουβαλούν τροφή και να ταΐζουν τα θηλυκά επιτρέπουν τον ασφαλή εντοπισμό των ζευγαριών σε κάποιες μόνο συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, καθώς και τη διάκριση των μη αναπαραγόμενων και περιφερόμενων ατόμων στο σύνολο της περιοχής. 125

126 Κατά την αναπαραγωγική περίοδο του 2005 που στόχος ήταν η εξοικείωση του ερευνητή με το είδος καταγράφηκε και κωδικοποιήθηκε συστηματικά η συμπεριφορά των πουλιών σε επιλεγμένα ενδιαιτήματα της περιοχής μελέτης. Αυτό έγινε με πολύωρη παρακολούθηση συγκεκριμένων ατόμων. Την ίδια περίοδο ελέγχθηκε όλη η περιοχή με τα πόδια, ώστε να εντοπιστούν όλες οι θέσεις όπου το είδος αναπαράγεται. Η εμπειρία αυτή και η καλή γνώση της εποχής, της συμπεριφοράς, των περιοχών παρουσίας και των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής μελέτης εξασφάλισε την επιτυχημένη και καθολική κάλυψη της επόμενης αναπαραγωγικής περιόδου σύμφωνα με το τελικό στόχο της παρούσας μελέτης. Η κωδικοποίηση της συμπεριφοράς έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χαρτογράφησης των επικρατειών (territory mapping, Bibby et αl., 1992). Με αυτήν κωδικοποιούνται συγκεκριμένοι τύποι συμπεριφοράς στο πεδίο και σημειώνονται σε χάρτη. Σύμφωνα με την ιδιαίτερη συμπεριφορά του είδους και για τις ανάγκες της έρευνας πεδίου κωδικοποιήθηκαν 16 τύποι συμπεριφοράς (Εικόνες Ι και ΙΙ στο Παράρτημα, όπου δίνεται και ένα ενδεικτικό σκαρίφημα από το αποτέλεσμα της παρακολούθησης κάποιων ατόμων στα Κάτω Πεδινά το 2005). Η χαρτογράφηση των επικρατειών το 2005 απευθείας στο πεδίο με σχεδίαση στο χαρτί, αποδείχθηκε πολύ χρονοβόρα διαδικασία. Υπήρξε δυσκολία παρακολούθησης των πτήσεων των διαφορετικών ατόμων σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα του πληθυσμού αφού τα πουλιά δε διαφέρουν σε ατομικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Έτσι χαρτογραφήθηκαν αδρά οι πτήσεις και ο χώρος κατανομής 40 περίπου ζευγαριών, καθώς και πλήθος συμπεριφορών. Αυτά τα δεδομένα δύσκολα θα μπορούσαν να οδηγήσουν όμως στον ασφαλή καθορισμό των ορίων των επικρατειών, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι βρέθηκε να υπάρχει και μικρή αλληλοεπικάλυψη, όπως αναφέρεται και στην βιβλιογραφία (Massa et al., 1995). Αντίθετα η απευθείας καταγραφή θέσεων, πτήσεων και συμπεριφορών σε φορητό μικροϋπολογιστή χειρός (Palmtop) αποδείχθηκε πολύ ευκολότερη, γρήγορη και ιδιαίτερα αξιόπιστη. Η εργασία πεδίου με την απευθείας παρακολούθηση των ατόμων Αετομάχου έγινε από κατάλληλα επιλεγμένα σημεία θέας, τα οποία επιλέχθηκαν με επιμέλεια ώστε να είναι σχετικά απομακρυσμένα από τις αναπαραγωγικές επικράτειες, για να μην παρενοχλούνται τα πουλιά από την 126

127 παρουσία του ερευνητή. Επιλέχθηκαν συνολικά πάνω από 100 σημεία θέας όπου υπήρχε οπτική επαφή με περισσότερες από 2 επικράτειες αναπαραγωγικών ατόμων. Δόθηκαν κωδικές ονομασίες σε κάθε ζευγάρι και όπως η κίνηση των ατόμων χαρτογραφήθηκε απευθείας στο πεδίο (σε σκαριφήματα το 2005) έτσι έγινε και με το φορητό Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (φ.γ.σ.π.), απευθείας στο Palmtop, το Ο εντοπισμός των πουλιών έγινε με κυάλια και η παρακολούθηση με τηλεσκόπιο. Όμως δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν με ασφάλεια τα διαφορετικά άτομα από τα χαρακτηριστικά του φτερώματος. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με σύλληψή και δακτυλίωση των ατόμων με έγχρωμα δαχτυλίδια, όμως κρίθηκε ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα επηρέαζε την αναπαραγωγική δραστηριότητα και έτσι θεωρήθηκε ασύμβατη με τους σκοπούς της παρούσας έρευνας. Συνολικά το 2006 καταγράφηκαν έτσι με μεγάλη ακρίβεια και αρκετά εύκολα κάποιες εκατοντάδες από τις μακρύτερες πτήσεις αρσενικών ατόμων (n=258), που κρίθηκαν απαραίτητες για τον προσδιορισμό του χώρου τροφοληψίας (εντός ή εκτός επικρατειών σε περίπτωση μοναχικών ατόμων). Χαρτογραφήθηκαν παράλληλα με επιμέλεια όλες οι επικράτειες των επιτυχόντων ζευγαριών των Άνω Πεδινών (20 επικράτειες) και 14 ακόμη επικράτειες που τελικά εγκαταλείφτηκαν. Συνολικά καταγράφηκαν 465 θέσεις που φάνηκε ότι ήταν οι σημαντικότερες (π.χ. θέσεις φωλιών, πόστα επόπτευσης αρσενικών στα όρια επικρατειών, θηλυκών ή νεοσσών κοντά στις φωλιές) και επιπλέον 260 θέσεις πόστα κυνηγιού σε τέσσερεις περιοχές εντατικής παρακολούθησης 250Χ250 μέτρων (μία σε αμιγώς αγροτική περιοχή, μία σε αμιγή βοσκότοπο και δύο σε μικτές). Επιπλέον δημιουργήθηκε φωτογραφικό αρχείο με πάνω από 1000 φωτογραφίες. Χαρτογραφήθηκαν 430 μικρές ή μεγαλύτερες διαδρομές που διανύθηκαν με τα πόδια, το ποδήλατο ή αυτοκίνητο, ενώ τα σημεία παρακολούθησης (θέας), όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ξεπέρασαν τα 100. Για τον ίδιο σκοπό δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, από σειρές διαδοχικών φωτογραφιών, οχτώ πανοραμικές φωτογραφίες την περίοδο της εργασίας πεδίου, ενώ σε πολλές από τις φωτογραφίες, με τη βοήθεια των στοιχείων που είχαν καταχωρηθεί ήδη στα 127

128 φ.γ.σ.π. δημιουργήθηκαν την ίδια ημέρα, μετά το πέρας της εργασίας πεδίου, φωτογραφικά αρχεία πτήσεων και ορίων των επικρατειών στον ηλεκτρονικό υπολογιστή για μελλοντική χρήση. Με τις παραπάνω μεθόδους δεν καθορίστηκαν με ακρίβεια μόνο οι επικράτειες, αλλά και ο χώρος κατανομής και απουσίας του είδους τόσο το 2005 όσο και το Συνολικά το 2005 καταγράφηκαν πάνω από 40 ζευγάρια με τις επικράτειές τους, ενώ το 2006 άνω των 70. Τα όρια των επικρατειών ορίστηκαν από ένα πολύγονο των εξωτερικών σημείων όπου το κάθε μέλος ενός ζευγαριού μπορεί να κινηθεί με άνεση χωρίς την παρενόχληση από άτομα γειτονικών ζευγαριών (15-20 σημεία για κάθε ζεύγος). Στο Χάρτη 4.1 παραθέτουμε ορισμένα παραδείγματα. 128

129 ΧΑΡΤΗΣ 4.1: Παραδείγματα των επικρατειακών κινήσεων, των συχνότερα χρησιμοποιούμενων σημείων εντός των επικρατειών και των πιθανών ορίων τους, όπως χαρτογραφήθηκαν με την βοήθεια φορητού Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών (pocked PC-Palmtop με χρήση του προγράμματος Arcpad 6.0.3). Map 4.1: Examples of territorial movements and most frequently used sites of Red-Backed Shrikes and possible territory borders between pairs as they have been mapped with a pocked PC- Palmtop using mobile G.I.S. (Arcpad6.0.3) directly in the field. 129

130 Εντοπισμός φωλιών και εκτίμηση αναπαραγωγικής επιτυχίας Η επισταμένη παρατήρηση της συμπεριφοράς των ζευγαριών οδήγησε τις περισσότερες φορές στη γρήγορη αναγνώριση της περιοχής όπου ήταν τοποθετημένη η φωλιά και στη συνέχεια στον εντοπισμό της θέσης της. Στην έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου η συνήθεια των αρσενικών Αετομάχων να προσφέρουν τροφή τα θηλυκά επιτρέπει τον εντοπισμό και την χωροθέτηση των ενεργών ζευγαριών. Στη συνέχεια, η απουσία των θηλυκών από τις συγκεκριμένες περιοχές, οδηγoύσε στο συμπέρασμα ότι τα θηλυκά άτομα ήταν είτε σε φάση ωοαπόθεσης, είτε κλωσούσαν, δεδομένου ότι αυτές τις δραστηριότητες τις αναλαμβάνει αποκλειστικά το θηλυκό. Καθ όλη αυτή την περίοδο το αρσενικό φροντίζει αποκλειστικά για την εύρεση, μεταφορά και χορήγηση της τροφής στο θηλυκό. Αυτή η συμπεριφορά του αρσενικού μάλιστα εντείνεται τις πρώτες ημέρες μετά την εκκόλαψη, όπου αναλαμβάνει και την διατροφή των νεοσσών. Το θηλυκό επανεμφανίζεται πολύ κοντά στην φωλιά, συνήθως λίγες μέρες μετά την εκκόλαψη, και αρχίζει να φροντίζει αποκλειστικά για τη δική του διατροφή και την χορήγηση τροφής στους νεοσσούς. Η περίοδος των λίγων ημερών που και οι δύο γονείς φροντίζουν για την διατροφή των νεοσσών είναι η καταλληλότερη για τον εντοπισμό της θέσης της φωλιάς στο πεδίο. Είναι επίσης η καταλληλότερη περίοδος για ολιγόλεπτη επίσκεψη του ερευνητή στη φωλιά, χωρίς να δημιουργηθεί έντονο πρόβλημα ενόχλησης που θα μπορούσε να έχει αρνητικό αποτέλεσμα στην αναπαραγωγική επιτυχία και ίσως στην εγκατάλειψη της φωλιάς από το ζευγάρι. Η επίσκεψη στη φωλιά διαρκούσε λιγότερο από 3 λεπτά και πραγματοποιήθηκε μόνο για να επιβεβαιωθεί η επιτυχής αναπαραγωγική προσπάθεια των ζευγαριού υπό παρακολούθηση και να φωτογραφηθούν, εφόσον αυτό ήταν δυνατό, οι νεοσσοί ή τα αυγά, ώστε να πιστοποιηθεί αλλά και να εκτιμηθεί ταχύτερα ο αριθμός τους. Η φωτογράφηση, με μικρή ψηφιακή μηχανή τσέπης, αποδείχθηκε καταλληλότερη από την απευθείας καταμέτρηση των νεοσσών, δεδομένου ότι ενοχλεί λιγότερο τα πουλιά, αφού συχνά η απευθείας οπτική επαφή με όλους τους νεοσσούς είναι αδύνατη, ενώ οι νεοσσοί είναι πολύ στριμωγμένοι στην φωλιά και έτσι πολλές 130

131 φορές είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς τα μικροσκοπικά κεφάλια μεταξύ τους. Γενικά η όλη προσπάθεια για την εκτίμηση της αναπαραγωγικής επιτυχίας αποσκοπούσε στην ελαχιστοποίηση της ενόχλησης, στο μέγιστο ανθρωπίνως δυνατό βαθμό. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν επιλέξαμε τη χρονοβόρα προσπάθεια εντοπισμού των πιθανών φωλιών την περίοδο της κατασκευής τους που είναι γνωστό από πολλές άλλες έρευνες ότι επηρεάζει τη συμπεριφορά του δείγματος, λόγω της παρουσίας του ερευνητή εντός της επικράτειας Ανάλυση κλίμακας και χαρτογραφικά δεδομένα Χαρτογραφικά δεδομένα και υπόβαθρα Για τη δημιουργία χαρτογραφικού υποβάθρου χρησιμοποιήθηκαν αρχικά τρεις ορθοφωτοχάρτες κλίμακας 1: του Δήμου Κεντρικού Ζαγορίου (προερχόμενες από το Αμπελουργικό Μητρώο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων) που ήταν σε ψηφιακή μορφή γεωδαιτημένης εικόνας με ανάλυση 1 μέτρο/pixel. Οι χάρτες αυτοί καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής μελέτης και έχουν δημιουργηθεί από υπόβαθρο δορυφορικής φωτογραφίας Quickbird της 5/8/2000. Ένα τμήμα του οροπεδίου των Κάτω Πεδινών δεν περιλαμβάνονταν όμως στους ψηφιακούς ορθοφωτοχάρτες και έτσι χρησιμοποιήσαμε ορθοφωτοχάρτη στην έντυπη του μορφή του από την αντίστοιχη Διεύθυνση της Νομαρχίας Ιωαννίνων. Ο χάρτης αυτός σαρώθηκε σε υψηλή ανάλυση (0,63μέτρα/pixel) και γεωδετήθηκε. Δυστυχώς το νοτιοδυτικό τμήμα του χάρτη που περιλαμβάνει σημαντικό τμήμα των οροπεδίων καλύπτεται από σύννεφο. Για να δημιουργήσουμε χαρτογραφικό υπόβαθρο για το τμήμα αυτό χρησιμοποιήσαμε αεροφωτογραφίες του 1995 δεδομένου ότι η χρονική διαφορά μεταξύ 1995 και 2000 δεν είναι μεγάλη και τόσο η βλάστηση όσο και οι χρήσεις γης δεν άλλαξαν ιδιαίτερα εκεί στο συγκεκριμένο μεσοδιάστημα. Οι αεροφωτογραφίες γεωδετήθηκαν απευθείας πάνω στο τμήμα του ορθοφωτοχάρτη που ήταν καλυμμένο με σύννεφα. 131

132 Για την εισαγωγή, επεξεργασία και ανάλυση των χαρτογραφικών δεδομένων πεδίου χρησιμοποιήσαμε φορητό υπολογιστή χειρός (Palmtop) με ενσωματωμένο Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (ArcPad 6.0.3). Με τη μέτρηση, απευθείας στο πεδίο του γεωγραφικού στίγματος άνω των 30 γνωστών σταθερών σημείων (κτίρια, διασταυρώσεις δρόμων, πηγάδια κτλ) πιστοποιήθηκε ότι οι ορθοφωτοχάρτες έχουν ακρίβεια γεωδαίτησης κοντά στο ένα μέτρο, όσο δηλαδή και το pixel της εικόνας τους. Επιβεβαιώθηκε επίσης στο πεδίο η ορθή φωτοερμηνεία των στοιχείων του περιβάλλοντος (π.χ. είδος χρήσεων γης, τύπος βλάστησης και καλλιέργειας, διαχωρισμός δύσκολων κατηγοριών π.χ. σιτηρών από κοφτολίβαδα, πραγματικό μέγεθος δέντρων και εύρος λάθους λόγω συνεισφοράς επιπλέον όγκου από την σκίαση κ.α.). Έτσι το μωσαϊκό των ορθοφωτοχαρτών επιλέχθηκε ως βάση για την εισαγωγή των δεδομένων πεδίου απευθείας στο ύπαιθρο στο φ.γ.σ.π., αφότου εξακριβώθηκε η δυνατότητα ταχείας και απευθείας χρησιμοποίησης τους στη μέθοδο territory mapping για την απευθείας ακριβή χαρτογράφηση της χρήσης του χώρου αναπαραγωγής του Αετομάχου. Εκτός των βιολογικών δεδομένων χρειάστηκε να δημιουργηθεί και αντίστοιχο ψηφιακό χαρτογραφικό υπόβαθρο με όλες τις σχετικές χρήσεις γης. Έτσι προμηθευτήκαμε από την αντίστοιχη Διεύθυνση της Νομαρχίας Ιωαννίνων τα σχέδια των τμημάτων της περιοχής μελέτης όπου είχαν γίνει αναδασμοί. Μετά από σάρωση και την γεωδαίτηση τους ψηφιοποιήθηκαν και όλες οι οριογραμμές των αναδασμών. Με τη βοήθεια του φ.γ.σ.π. καταγράφηκαν απευθείας στο πεδίο οι ημερομηνίες κατά τις οποίες γίνονταν όλες οι αγροτικές εργασίες, διορθώθηκαν τα όρια των αγροκτημάτων και συμπληρώθηκαν όποια στοιχεία που έλειπαν στις περιοχές εκτός αναδασμού. Η εργασία αυτή έγινε ταυτόχρονα με την απευθείας φωτογράφηση των χρήσεων γης και της κατάστασης των ενδιαιτημάτων κατά την διάρκεια της έρευνας πεδίου για την δημιουργία πανοραμικών εικόνων της περιοχής σε διάφορες χρονικές φάσεις και από διάφορα οπτικά σημεία θέας με σκοπό την χρήση τους στη μετέπειτα ορθή φωτοερμηνεία των χαρακτηριστικών του τοπίου, δεδομένου ότι στους ασπρόμαυρους ορθοφωτοχάρτες δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν π.χ. τα ξυλώδη είδη της βλάστησης μεταξύ τους, οι τύποι 132

133 καλλιεργειών (που είχαν εντωμεταξύ αλλάξει από το 2000 έως το έτος 2006, δεδομένης της εναλλαγής των καλλιεργειών και της αμειψισποράς). Πάνω στο χαρτογραφικό υπόβαθρο που είχε δημιουργηθεί γεωδετήθηκε η δορυφορική εικόνα (Quickbird) η οποία είχε ληφθεί την ίδια ακριβώς ημερομηνία αυτή της εργασίας πεδίου και αγοράστηκε από την εταιρεία AVmaps. Δυστυχώς, παρόλο που το ανάγλυφο της περιοχής είναι ομαλό, η αρχική γεωδαίτηση της δορυφορικής εικόνας είχε μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον ορθοφωτοχάρτη όπου είχαν ληφθεί τα δεδομένα πεδίου, φτάνοντας συχνά κατά τόπους σε λάθος που ήταν και πάνω από τα 15 μέτρα. Το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε με την πύκνωση των φωτοσταθερών σημείων που οδήγησε τελικά στην ορθότερη γεωδαίτησή της έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να χρησιμοποιηθεί και αυτή τελικά για την περαιτέρω ανάλυση του περιβάλλοντος αναπαραγωγής του Αετομάχου Ανάλυση κλίμακας Στο οροπέδιο των Ασπραγγέλων που είναι το μικρότερο από τα τρία, παρότι καταγράφηκε επανειλημμένα η παρουσία Αετομάχων, δεν εντοπίστηκαν τελικά φωλιές καμία χρονιά. Έτσι η έρευνα πραγματοποιήθηκε μόνο στα άλλα δύο οροπέδια. Με επίθεση πλέγματος πλευράς 125 μέτρων στον ορθοφωτοχάρτη ορίσαμε 1024 κυψελίδες. Με ομαδοποίηση των τεσσάρων γειτονικών κυψελίδων του πλέγματος κάθε φορά ορίσαμε 5 χωρικές κλίμακες. Η λεπτομερέστερη κλίμακα ήταν αυτή των 1024 κυψελίδων διάστασης 125Χ125 μέτρων και η αδρότερη εκείνη των 8 κυψελίδων διάστασης 2Χ2 χιλιομέτρων. Από την αδρότερη προς την λεπτομερέστερη κλίμακα ο αριθμός και το μέγεθος των κυψελίδων έχει ως εξής: 8 κυψελίδες των 2Χ2 χιλιομέτρων, 16 κυψελίδες του 1Χ1 χιλιόμετρου, 64 κυψελίδες των 500Χ500 μέτρων, 256 κυψελίδες των 250Χ250 μέτρων και 1024 κυψελίδες των 125Χ125 μέτρων. 133

134 Βάση των δεδομένων της αναπαραγωγής του 2006 αποδώσαμε σε κάθε κυψελίδα κάθε χωρικής κλίμακας μία τιμή ανάλογα με: την παρουσία ή απουσία του είδους τον συνολικό αριθμό φωλιών (ανεξαρτήτως επιτυχίας) για το έτος 2006 τον συνολικό αριθμό πτερωμένων νεοσσών (ανεξαρτήτως φωλιάς) για το έτος 2006 Για την κάθε κυψελίδα και σε κάθε κλίμακα εκτιμήθηκαν οι τιμές των μεταβλητών υποβάθρου που αφορούσαν την βλάστηση, τις χρήσεις γης κλπ. όπως αυτές αναφέρονται στο παρακάτω υποκεφάλαιο (βλέπε Πίνακα 4.1) Δεδομένα υποβάθρου Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ιδιαίτερο τοπίο της περιοχής με την μεγάλη ποικιλία και την εναλλαγή βοσκοτόπων, δασο-θαμνολίβαδων και θαμνοτόπων, τα εποχιακά πλημμυρισμένα υγρολίβαδα και τις λεπτές διαφοροποιήσεις μεταξύ των καλλιεργειών, φυσικών λιβαδιών και κοφτολίβαδων δεν επέτρεψε την αυτόματη κατηγοριοποίηση του τοπίου με τη χρήση αυτόματων φίλτρων προσδιορισμού βάσει των φασματικών υπογραφών βλάστησης και της αντιστοίχησής τους με τις συγκεκριμένες κατηγορίες χρήσεων γης. Το ίδιο ισχύει και για την ξυλώδη βλάστηση (μεμονωμένοι θάμνοι, δέντρα, φυτοφράχτες κ.α.) και έτσι προτιμήθηκε η ασφαλέστερη, αν και χρονοβόρα, μέθοδος της απευθείας ψηφιοποίησής τους πάνω στη δορυφορική φωτογραφία. Για κάθε κυψελίδα και σε κάθε χωρικό επίπεδο μετρήθηκαν 24 χωρικές μεταβλητές των περιβαλλοντικών παραμέτρων καθώς και το εμβαδόν, το μήκος της περιφέρειας και ο αριθμός ανά κλάση των «τοπιοψηφίδων» (ο όρος θα χρησιμοποιηθεί εδώ ως η ελληνική απόδοση του διεθνή όρου της Οικολογίας Τοπίου patch ο οποίος μεταφράζεται και χρησιμοποιείται από άλλους ως «στοιχειώδη τμήματα»), τα οποία χωρίστηκαν σε 3 γενικές κατηγορίες (Υποδομές, Φυσική Βλάστηση και Αγροτική Χρήση). Συνολικά ψηφιοποιήθηκαν τέτοιες τοπιοψηφίδες και μετρήθηκε η απόσταση του κέντρου κάθε κυψελίδας από 5 συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του τοπίου (δρόμων και υποδομών), καθώς και η 134

135 παρουσία ή απουσία των 5 αυτών παραμέτρων από κάθε κυψελίδα. Το πώς οι 24 περιβαλλοντικές παράμετροι και οι αντίστοιχες χωρικές μεταβλητές του περιβάλλοντος, σχετίζονται με την επιλογή ενδιαιτήματος από τον Αετομάχο παραθέτονται στον Πίνακα 4.1. Πίνακας 4.1: Οι 24 χωρικές μεταβλητές και η σημασία τους για τον Αετομάχο: Με αστερίσκο (*) σημειώνονται οι παράμετροι για τους οποίους μετρήθηκε επιπλέον η απόσταση τους από το κέντρο κάθε κυψελίδας, καθώς και η παρουσία ή η απουσία τους. Για τις στάνες (που βρίσκονται σε παρένθεση) μετρήθηκαν μόνο τα δύο τελευταίες παράμετροι. Table 4.1: The 24 landscape variables and their importance for Red-backed Shrike. With asterisk (*) are shown the parameters that their distance from the centre of each cell was measured, as also their presence or absence. Only the last two variables were measured for the folds (shown in parenthesis). Κατηγορία Κωδικός Αναλυτική Περιγραφή Σημασία Νερά Δρόμοι Υποδομές Βλάστηση Γεωργική χρήση Λιβαδική χρήση Κανάλια Τεχνικά έργα αποστράγγισης ή διευθέτησης υδάτων Χώρος τροφοληψίας *Λούτσες Μόνιμα επιφανειακά νερά (φυσικές ή τεχνητές λίμνες, υδρομαστεύσεις, δεξαμενές) Μη χρήσιμος χώρος *Χωματόδρομος 1 Μόνιμος χωματόδρομος με χαλικοκάλυψη Χώρος τροφοληψίας *Χωματόδρομος 2 *Άσφαλτος *Χωριά *Υποδομές (*Στάνες) Εποχιακός χωματόδρομος σε χρήση μόνο από αγροτικά μηχανήματα Ασφαλτοστρωμένη οδός Συνεκτικό όριο οικισμού (περιλαμβάνει την οριογραμμή των εξωτερικών κτιρίων) Αγροτικές καλύβες, αποθήκες, πηγάδια, τσιμεντοστρώσεις υδρομαστεύσεις, ποτίστρες, μπάζα κτλ Χώροι σταβλισμού ζώων, μόνιμοι και εποχιακοί, με ή χωρίς δομικά υλικά (στάβλοι, στάνες, στάλοι) Χώρος τροφοληψίας Πιθανότητα άμεσης θανάτωσης Πιθανή ενόχληση Πιθανή ενόχληση Χώρος τροφοληψίας / Πιθανή ενόχληση Ιτιές Δάση με υδροχαρή είδη, κυρίως ιτιές Παρουσία θηρευτών Βελανιδιές Πουρνάρια Τσαπουρνιές Μεμονωμένοι θάμνοι Άλλη ξυλώδης βλάστηση Φτέρες Κοφτολίβαδο Δάση με φυλλοβόλα πλατύφυλλα με κυρίαρχα είδη τις βελανιδιές Θαμνότοποι και δάση από σκληρόφυλλους θάμνους, κυρίως πρίνου Συστάδες αγκαθωτών θάμνων κυρίως με τσαπουρνιές, βάτα, αγριοτριανταφυλλιές Μεμονωμένα δέντρα ή θάμνοι διαμέτρου μικρότερης των 3 μέτρων Άλλα ξυλώδη είδη μεμονωμένα, σε ομάδες ή λόχμες Συστάδες με φτέρες Φυσικό χορτολίβαδο που δε βόσκεται και χρησιμοποιείται μόνο για χορτονομή Παρουσία θηρευτών Παρουσία θηρευτών Φώλιασμα-θέσεις επόπτευσης/κυνηγιού Φώλιασμα-θέσεις επόπτευσης/κυνηγιού Φώλιασμα-θέσεις επόπτευσης/κυνηγιού Φώλιασμα-θέσεις επόπτευσης/κυνηγιού Χώρος τροφοληψίας Ψυχανθή Γεωργική γη σπαρμένη με βίκο ή τριφύλλι Χώρος τροφοληψίας Σιτηρά Γεωργική γη σπαρμένη με σιτάρι, σίκαλη ή κριθάρι Χώρος τροφοληψίας Οπωρώνας Γεωργική γη με καρυδιές ή κερασιές Χώρος τροφοληψίας Αμπέλι Αμπελώνας Χώρος τροφοληψίας Κήπος Γεωργική γη που χρησιμοποιείται ως λαχανόκηπος (μπαχτσές) Χώρος τροφοληψίας Αγρανάπαυση Γεωργική γη εκτός παραγωγικής διαδικασίας Χώρος τροφοληψίας Λιβάδι Χορτολίβαδα (ποολίβαδα) Χώρος τροφοληψίας Υγρολίβαδο Χορτολίβαδα που είναι εποχιακά πλημμυρισμένα Χώρος τροφοληψίας Χέρσο Χορτολίβαδα όπου κυριαρχεί το γυμνό έδαφος Χώρος τροφοληψίας 135

136 Χάρτης 4.2: Ένα παράδειγμα με το αποτέλεσμα της ψηφιοποίησης των χωρικών μεταβλητών απευθείας στο πεδίο και πάνω στα χαρτογραφικά υπόβαθρα, στο χωριό των Κάτω Πεδινών για τις τρεις μικρότερες χωρικές κλίμακες όπως φαίνεται στο υπόμνημα. Map 4.2: An example of the area of Kato Pedina village. This is the result of digitising all landscape variables in the field and then on existing maps for 3 landscape scales (125x125, 250x250 and 500x500 metres). 136

137 4.4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Αναπαραγωγικά δεδομένα του Αετομάχου στα οροπέδια Ζαγορίου Στον πίνακα 4.2 παραθέτουμε συγκεντρωτικά δεδομένα που αφορούν στην αναπαραγωγή του Αετομάχου στην περιοχή το 2005 και το 2006, όπως προέκυψαν από την εργασία πεδίου. Στον πίνακα βλέπουμε τις διαφορές στην ένταση της δειγματοληψίας από τις διαφορές στις ημέρες εργασίας πεδίου μεταξύ των δύο ετών (από 21 σε 56 ημέρες). Οι διαφορές στους αριθμούς ζευγαριών και των ανευρεθέντων φωλιών τους που είχαν αυγά ή νεοσσούς οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι η εργασία πεδίου το 2005 ήταν εστιασμένη στην χαρτογράφηση των επικρατειών και στην εξοικείωση με την συμπεριφορά του είδους και όχι στην διερεύνηση της αναπαραγωγικής του δραστηριότητας και της αναπαραγωγικής επιτυχίας. Επίσης από τον Πίνακα φαίνονται και οι διαφορές στην πληθυσμιακή εκτίμηση που έγινε ανάμεσα στις δύο χρονιές (από 45+ σε 70+ ζευγάρια), αφού την δεύτερη χρονιά δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην πλήρη απογραφή του αναπαραγωγικού πληθυσμού. Παρακάτω αναφέρονται αναλυτικά και παρουσιάζονται σε πίνακες και διαγράμματα τα ευρήματα ανά αντικείμενο έρευνας. Τα πρώτα πουλιά εμφανίζονται την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου, πάντα στην ίδια ακριβώς περιοχή, στο οροπέδιο Ασπραγγέλων, όπου όμως δε βρέθηκαν ποτέ να φωλιάζουν. Αν και είναι εύλογη η υπόθεση ότι τα ζευγάρια που εγκαταστάθηκαν πρώτα στην περιοχή θα έπρεπε να είχαν μεγαλύτερη επιτυχία αναπαραγωγής, δεν διαθέτουμε επαρκή δεδομένα για να την ελέγξουμε, αφού δεν ήταν δυνατή η ταυτόχρονη και ομοιογενής κάλυψη όλης της περιοχής μελέτης ταυτόχρονα. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι το 2005 ο πρώτος φτερωμένος νεοσσός παρατηρήθηκε τουλάχιστον 5 ημέρες νωρίτερα από το 2006, παρά το γεγονός ότι το 2006 η παρουσία του ερευνητή στο πεδίο ήταν συνεχής. 137

138 Πίνακας 4.2: Συνοπτική παρουσίαση δεδομένων για την αναπαραγωγική περίοδο των ετών 2005 και 2006 για τον Αετομάχο. Οι αναλυτικές ημέρες πεδίου κάθε έτους φαίνονται στο Παράρτημα VII. Να σημειωθεί ότι μόνο το 2006 έγινε πλήρης απογραφή, οπότε τα στοιχεία του 2005 είναι ενδεικτικά. Table 4.2: Reproductive data from the years 2005 and 2006 for Red-backed Shrike. The exact dates of fieldwork of each year are shown in the Appendix VII. Complete inventory has been done only in year 2006; therefore the data for the year 2005 are indicative. Συνοπτικά στοιχεία έρευνας πεδίου: πληθυσμιακά και αναπαραγωγικά δεδομένα του Αετομάχου Πλήρης απογραφή έτους 2006 στα τρία οροπέδια Ζαγορίου Έρευνα αναπαραγωγής Περίοδος εργασίας πεδίου 26/4-10/7 3/5-22/6 Αριθμός ημερών πεδίου 56 μέρες 21 μέρες Ημερομηνία παρατήρησης του πρώτου αφιχθέντα Αετομάχου 25 Απριλίου 03 Μαΐου Ημερολόγιο έρευνας Αριθμός ζευγαριών Αριθμός φωλιών Περίοδος πιλοτικής έρευνας έτους 2005 Χαρτογράφηση Ημερομηνία εντοπισμού του πρώτου φτερωμένου νεοσσού 28 Ιουνίου 20 Ιουνίου Ελάχιστος εκτιμούμενος αριθμός ζευγαριών Αριθμός ζευγαριών που βρέθηκαν ότι έχτισαν φωλιά Ελάχιστος αριθμός ζευγαριών που βρέθηκε να έχει αναθρέψει επιτυχώς νεοσσό ή νεοσσούς 23 1 Αριθμός ζευγαριών που διαπιστώθηκε ότι δεν ανέθρεψαν νεοσσό ή νεοσσούς 45 3 Αριθμός ζευγαριών που έχτισε δεύτερη φωλιά 8 - Αριθμός θηρευμένων ή εγκαταλειμμένων φωλιών 34 3 Αριθμός φωλιών που δεν προσεγγίστηκαν 11 1 Αριθμός φωλιών όπου βρέθηκαν αυγά 17 - Αριθμός φωλιών όπου βρέθηκαν νεοσσοί 13 4 Στοιχεία αναπαραγωγής Δείκτες επιτυχίας Σύνολο αυγών 96 - Σύνολο νεοσσών Σύνολο φτερωμένων νεοσσών 54 1 Μέγεθος ωοαπόθεσης (Clutch size = Αυγά / φωλιές) Επιτυχία εκκόλαψης (νεοσσοί / φωλιά) Παραγωγικότητα (Φτερωμένοι νεοσσοί/επιτυχημένη φωλιά) Θέση των φωλιών Το σύνολο των φωλιών που εντοπίστηκαν (n=68 αρχικά + 6 που ξαναφτιάχτηκαν μετά από εγκατάλειψη της αρχικής) βρέθηκαν τοποθετημένες σε διάφορα είδη θάμνων, συχνά αναμεμιγμένων μεταξύ τους, με σαφή προτίμηση όμως σε είδη που φέρουν αγκάθια στα φύλλα ή στα κλαδιά (n=71 φωλιές, δηλαδή 96%). 138

139 Θέση φωλιάς και είδος βλάστησης Πουρνάρι (Quercus coccifera) Βατοµουριά (Rubus sp.) Κράταιγος (Crataegus sp.) Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa sp.) Μικτός φυτοφράχτης Τσαπουρνιά (Prunus spinosa) Αγριοκρανιά (Cornus saguinea) Γκορτσιά (Pyrus amigdaliformis) Φτέρη (Pteridium sp.) Αριθµός φωλιών Διάγραμμα 4.1: Είδος φυτού στο οποίο ήταν τοποθετημένες οι φωλιές (n=74) Figure 4.1: Plant species in which the nests of Red-backed Shrikes were located (n=74) Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το πουρνάρι αποτελεί την πρώτη επιλογή για θέση φωλιάς, κάτι που δεν αναφέρεται στην διεθνή βιβλιογραφία, αφού σε άλλες περιοχές (όπου πιθανά δεν υπάρχουν πουρνάρια) έχει βρεθεί ότι ο Αετομάχος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την τσαπουρνιά (Prunus spinosa) (Söderström, 2001). Παρόλο που η τσαπουρνιά αποτελεί κοινότατο είδος στην περιοχή μελέτης, αποτελεί μόλις την έκτη επιλογή για τοποθέτηση φωλιάς. Το ασυνήθιστο αυτό γεγονός συνδέεται τόσο με την εξάπλωση του φυτού αυτού στην Ευρώπη όσο και με τη μορφή των πουρναριών στην περιοχή, τα οποία ήταν κοντά, πυκνά και συμπιεσμένα λόγω της βόσκησης, έχοντας πάρει χαρακτηριστική πυραμιδική μορφή (βλέπε Εικόνα 4.1). Επίσης εντύπωση προκάλεσε η ανεύρεση μιας φωλιάς πάνω σε φτέρες (Εικόνα 4.2 και 4.3), που αναφέρεται μόνο σε μία περίπτωση στη βιβλιογραφία. Το ύψος αυτής της φωλιάς πάνω από το έδαφος ήταν το χαμηλότερο στην περιοχή (ύψος ~80 εκατοστά). Οι περισσότερες φωλιές ήταν τοποθετημένες, όπως και σε άλλες περιοχές, σε ύψος λίγο πάνω από το ένα μέτρο και μόνο σε τρεις περιπτώσεις το ύψος από το έδαφος ήταν στα δύο μέτρα (μέγιστο ύψος φωλιάς 2.10 εκ.). 139

140 Εικόνα 4.1: Πυραμιδόμορφοι θάμνοι, κυρίως πουρναριών, φιλοξενούν πολλά αναπαραγωγικά ζευγάρια όπως το συγκεκριμένο στο οροπέδιο Βίτσας-Άνω Πεδινών. Στη κορυφή του θάμνου διακρίνεται το αρσενικό και λίγο πιο κάτω αριστερά στη εξωτερική πλευρά του θάμνου το θηλυκό του ζευγαριού. Η λήψη της φωτογραφίας έχει γίνει από τηλεσκόπιο. Picture 4.1: Red-backed Shrikes nest frequently in shrubs depressed by grazing, such as this Prickly Oak (Quercus coccifera) with the characteristic pyramid shape. The male is located here in the top of the shrub, while the female is located in the left side lower down. The photograph is taken through telescope. Εικόνα 4.2 και 4.3: Μία σπάνια περίπτωση όπου βρέθηκε ζευγάρι να έχει κατασκευάσει φωλιά μέσα σε φτέρες Εικόνα 4.2 and 4.3: An unusual case where a pair s nest was found located within ferns. 140

141 Το υλικό κατασκευής ήταν τυπικό για το είδος: διάφορα είδη ποωδών φυτών κυρίως αγρωστωδών, πλεγμένα με βρύα, και σε κάποιες περιπτώσεις με μαλλί προβάτων που τα πουλιά βρίσκεται πιασμένο σε χαμηλά κλαδιά θάμνων (Εικόνα 4.9). Την πρώτη περίοδο της εκκόλαψης οι φωλιές ήταν καλά προφυλαγμένες ανάμεσα στα φυλλώματα (βλέπε Εικόνα 4.4), αλλά μετά το τέλος Ιουνίου, όταν πολλοί φυλλοβόλοι θάμνοι απόρριψαν ένα ποσοστό των φύλλων τους, οι φωλιές αποκαλύφθηκαν μερικώς (Εικόνα 4.5). Λόγω ασυνήθιστης για την εποχή κακοκαιρίας (συνεχείς βροχοπτώσεις και χαμηλές θερμοκρασίες στα τέλη Μαΐου του 2006) πολλά ζευγάρια εγκατέλειψαν την πρώτη φωλιά τους και έχτισαν μια δεύτερη σε κοντινό σημείο, μετά από δύο βδομάδες. Σε δύο περιπτώσεις το 2006 η νέα φωλιά κατασκευάστηκε στον ίδιο θάμνο αλλά σε ψηλότερο ή χαμηλότερο σημείο (ο αριθμός των ελάχιστων τέτοιων ζευγαριών αναφέρονται στον Πίνακα 4.2). Ενδέχεται όμως την ίδια περίοδο να εγκαταλείφτηκαν πολύ περισσότερες φωλιές (ίσως άνω των 20) δεδομένου ότι για αρκετές φωλιές που βρέθηκαν εγκαταλειμμένες δεν μπορούσε να διαπιστωθεί εάν οι κοντινές ενεργές φωλιές ανήκαν στο ίδιο ζευγάρι. Το φαινόμενο της εγκατάλειψης της αρχικής φωλιάς και της αντικατάστασής της από μια νέα αναφέρεται πάντως και σε άλλες χώρες όπου έχει μελετηθεί η επισταμένα η αναπαραγωγή του είδους (για ανασκόπηση βλέπε στους Cramp & Perrins, 1993). Εντύπωση προκαλεί όμως ότι εδώ το ποσοστό ζευγαριών που απέτυχαν να παράγουν απογόνους αγγίζει το 2006 τα 2/3 του πληθυσμού. Σε τρεις περιπτώσεις παρατηρήθηκε άμεση θήρευση. Η πρώτη αφορούσε αυγά, τα οποία θηρεύτηκαν από πράσινη σαύρα (Lacerta viridis, Εικόνα 4.6), η άλλη φτερωμένο νεοσσό δίπλα σε φωλιά από νυφίτσα (Mustella nivalis) και η τρίτη οικογενειακή ομάδα στη οποία επιτέθηκε Κουρούνα (Corvus corone) από αέρος. Όλα τα άλλα είδη που αναφέρονται στην βιβλιογραφία ως θηρευτές όπως οι κίσσες (Garullus glandarius), οι καρακάξες (Pica pica) και τα ξεφτέρια (Accipiter nisus), παρατηρήθηκαν στην περιοχή μελέτης και έχουν ακμαίο πληθυσμό. Θεωρείται ότι και τα φίδια του γένους Columber spp. και Elaphe spp. που υπάρχουν στην περιοχή και είναι εν δυνάμει θηρευτές. 141

142 Εικόνα 4.4 και 4.5: Το καμουφλάζ των θηλυκών στη φωλιά είναι εντυπωσιακό, όπως αυτού που κλωσά στη σκιά της βατομουριάς. Μετά τα μέσα του Ιουνίου πολλοί θάμνοι χάνουν όμως τα φύλλα τους και οι φωλιές εντοπίζονται ευκολότερα από τους θηρευτές. Στην δεξιά εικόνα μια τέτοια φωλιά στην αριστερή άκρη της αγριοτριανταφυλλιάς. Picture 4.5 and 4.5: The camouflaz of the incubating female in the nest is impressive (see left picture in the centre of photograph in the shade of a blackberry bush). After the middle of June a lot of bushes lose their leaves and the nests are located more easily by predators. In the right photo such a nest is located the left end wild rose. Εικόνα 4.6, 4.7, 4.8 και 4.9: Συχνά οι φωλιές θηρεύονται από άλλα πουλιά, θηλαστικά και ερπετά. Στην αριστερή εικόνα μία πράσινη σαύρα (Lacerta viridis) παραμονεύει με φόντο μία θηρευμένη φωλιά μπροστά αριστερά. Στην μεσαία πάνω εικόνα διακρίνεται ένα θηρευμένο αυγό και τα υπόλοιπα εγκαταλειμμένα, όπως είναι και τα δύο αυγά δίπλα στον νεοσσό στην πάνω δεξιά εικόνα. Κάτω δεξιά διακρίνεται το τυπικό υλικό κατασκευής από μικρά κλαδιά, ξερά χόρτα, βρύα και κάποιες φορές και μαλλί προβάτου για συνδετικό υλικό. Οι δεύτερες φωλιές έχουν κατά κανόνα λιγότερα αυγά, η συγκεκριμένη βρέθηκε στις 6/7/2006 όταν οι νεοσσοί άλλων ζευγαριών ήδη πετούσαν. Picture 4.6, 4.7, 4.8 and 4.9: Often nests are predated by other birds, mammals or reptiles. A green lizard (Lacerta viridis) in the background of a predated nest is shown in the left picture. A predated egg in an abandoned nest is shown in upper middle picture. Two infertile eggs are laying near the nestling in the upper right picture. Nesting material consists of woody pieces, dry grasses, moss and sometimes sheep wool as conjunctive material (left picture). Second replacement nests have less eggs, this in particular was found at 6/7/2006, when nestlings from other pairs flew already from their nests. 142

143 Αριθµός φωλιών Αριθµός φωλιών Αριθµός ζευγαριών Αριθµός αυγών Αριθµός εκκολαφθέντων νεοσσών Αριθµός φτερωµένων νεοσσών Διαγράμματα 4.2α-γ: Κατανομή των αυγών, των εκκολαφθέντων νεοσσών και των φτερωμένων νεοσσών ανά φωλιά το 2006 στα δύο οροπέδια Ζαγορίου, όπου πραγματοποιήθηκε η επισταμένη έρευνα της αναπαραγωγικής επιτυχίας όλου του πληθυσμού των Αετομάχων. Figure 4.2a-c: Frequency distribution of eggs, nestlings and fledglings per nest in 2006, within the two plateaux in Central Zagori, where the intensive research for the breeding success of the whole population of Red-backed Shrikes was done. Ο αριθμός των αυγών της κάθε φωλιάς, καθώς και ο αριθμός των εκκολαφθέντων νεοσσών είναι τυπικός για το είδος (Διάγραμμα 4.2). Η επικρατούσα τιμή είναι στα 5 αυγά (μέγεθος μέσης ωοαπόθεσης 5.64, βλέπε Πίνακα 4.2) και είναι συνήθεις οι περιπτώσεις φωλιών με 4, 6 ή ακόμα και 7 αυγά. Στις περιπτώσεις που εγκαταλείφθηκαν οι αρχικές φωλιές και αντικαταστάθηκαν με δεύτερες, αυτές είχαν κατά κανόνα λιγότερα αυγά (τέσσερα ή λιγότερα). Σε αυτές τις περιπτώσεις η ωοαπόθεση καθυστέρησε χρονικά, με ακραίο το παράδειγμα φωλιάς που βρέθηκε με 4 αυγά στις 6/7 (Εικόνα 4.9), όταν ο πρώτος νεοσσός άλλου ζευγαριού είχε ήδη πετάξει μία εβδομάδα νωρίτερα. Σε δύο περιπτώσεις βρέθηκαν άγονα αυγά (βλέπε π.χ. εικόνα 4.8) και σε μία περίπτωση ένα θηρευμένο σε εγκαταλειμμένη φωλιά (Εικόνα 4.7). Η επιτυχία εκκόλαψης φαίνεται να είναι 4,75 το 2005 και να μειώνεται σε 3,92 το 2006, γεγονός που μάλλον εξηγείται από την αύξηση του αριθμού φωλιών που εντοπίστηκαν την δεύτερη χρονιά (μόνο 4 φωλιές βρέθηκαν με αυγά το 2005). Η παραγωγικότητα ήταν 2,35 των επιτυχημένων ζευγαριών το 2006 (δεν μπορεί να υπολογιστεί με μία μόνο φωλιά το 2005) που είναι κοντά στα τυπικά μεγέθη που δίνουν αντίστοιχες έρευνες από άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπως είδαμε και στην Εισαγωγή. 141

144 Μέσο µήκος επικρατειών και πτήσεων καθώς και αποστάσεις των φωλιών Μήκος (µέτρα) Μ.Μ.Ε.Επικράτεια Μεγ.Μήκος Πτήσης Μ.Μ.Α.Επικράτεια 1η Κοντ.Φωλιά 3η Κοντ.Φωλιά 2η Κοντ.Φωλιά Mean Mean±SD Mean±1.96*SD Διάγραμμα 4.3: Το μέγιστο μήκος της επιτυχημένης επικράτειας (ΜΜΕΕ, n=20) και της αποτυχημένης επικράτειας (ΜΜΑΑ n=14), το μέγιστο μήκος πτήσης (n=259), καθώς και οι αποστάσεις μεταξύ των φωλιών (1 ης, 2 ης και 3 ης κοντινότερης φωλιάς). Figure 4.3: Maximum length of successful territory (ΜLST n=20) and failed territory (MMFT n=14), biggest length of flight (n = 259), as well as distances between nests (1st, 2nd and 3rd nearest nest). Το μέσον εμβαδόν των 20 επικρατειών που είχαν επιτυχή αναπαραγωγή στα Άνω Πεδινά, ήταν 3700 τετραγωνικά μέτρα (μέση ακτίνα επικράτειας 31,7 μόλις μέτρα), ενώ το μήκος τους (αφού ήταν ακανόνιστου σχήματος) κυμαίνονταν από τα 100 έως τα 250 μέτρα (μέσος όρος 171,5 μέτρα, Διάγραμμα 4.3). Οι επικράτειες όπου η αναπαραγωγή απέτυχε ήταν κατά μέσο όρο μεγαλύτερες. Οι τρεις μικρότερες επιτυχημένες επικράτειες μόλις ξεπερνούσαν τα 1000 τετραγωνικά μέτρα. Το μέσο μήκος μέγιστης πτήσης ήταν 138 μέτρα και η μέγιστη πτήση που καταγράφηκε δεν ξεπέρασε τα μέτρα. Η μικρότερες αποστάσεις μεταξύ φωλιών καταγράφηκαν στην περιοχή των βοσκοτόπων, όπου υπήρχε τοπικά μεγάλη πυκνότητα ζευγαριών, σε ελάχιστη απόσταση μεταξύ τους (μόλις 26 μέτρα), η οποία και αποτελεί μία από τις μικρότερες καταγραμμένες στην βιβλιογραφία. 142

145 Σχέση αναπαραγωγικής επιτυχίας με έκταση επικράτειας Μέση έκταση επικρατειών και αριθµός φτερωµένων νεοσσών Έκταση επικράτειας Αριθµός επικρατειών Έκταση επικρατειών (m²) Αριθµός επικρατειών Αριθµός νεοσσών 0 Διάγραμμα 4.4: Το μέσο εμβαδόν της επικράτειας στις περιοχές εντατικής παρακολούθησης στα Άνω Πεδινά (n=34) σε σχέση με τον αριθμό των νεοσσών που φτερώθηκαν. Figure 4.4: The medium size of territories in the regions of intensive monitoring in Ano Pedina (n=34) in relation to fledglings per nest. Το εμβαδόν της αναπαραγωγικής επικράτειας δε φαίνεται να συσχετίζεται ισχυρά με τον αριθμό των νεοσσών που τελικά φτερώθηκαν (y = 0.001x + 0,8123, R² = 0,3264). Πράγματι, όπως βλέπουμε και στο Διάγραμμα 4.4 από τις 34 επικράτειες που χαρτογραφήθηκαν στα Άνω Πεδινά τα ζευγάρια που κατείχαν τις μεγαλύτερες επικράτειες δεν κατάφεραν τελικά να αναθρέψουν νεοσσούς, ενώ υπάρχουν αρκετές μικρές που ανέθρεψαν από 1 νεοσσό. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η επικράτεια που είχε τη μεγαλύτερη αναπαραγωγική επιτυχία ήταν από τις μικρότερες σε έκταση (~1300 m²) και ήταν η μοναδική που βρίσκονταν σε αμιγώς αγροτική περιοχή. Εκεί δύο γειτονικά ζευγάρια εγκατέλειψαν την αναπαραγωγική διαδικασία και ίσως δεν κατασκεύασαν νέες φωλιές, αφού παρόλη την επισταμένη και πολύ εντατική αναζήτηση αυτές δεν βρέθηκαν. 143

146 Χωρικές μεταβλητές και ανάλυση κλίμακας Οι περιοχές όπου φωλιάζουν οι Αετομάχοι έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τις γειτονικές τους περιοχές όπου δεν υπάρχουν φωλιές. Στατιστικά σημαντικές διαφορές εντοπίζονται κυρίως στο ποσοστό και το είδος κάλυψης της βλάστησης, την παρουσία υποδομών και την απόστασή τους από το κέντρο των κυψελίδων. Επίσης στατιστικά σημαντικές διαφορές υπήρχαν επίσης και στους δείκτες ποικιλότητας και κυριαρχίας βάση του αριθμού και του είδους των τοπιοψηφίδων στις κυψελίδες των 125Χ125 μέτρων τόσο σε σύγκριση με άλλες κυψελίδες στην ίδια κλίμακα, όσο και στις κλίμακες των 250Χ250 και 500Χ500 μέτρων (βλέπε συνοπτικά αποτελέσματα στον Πίνακα 4.3 και αναλυτικά στον Πίνακα VIII στο Παράρτημα). Διαφορές παρατηρούνται επίσης και μεταξύ περιοχών που χρησιμοποιούνται για φώλιασμα, για τροφοληψία (περιοχές παρουσίας) και εκεί όπου το είδος απουσιάζει (εκτός κατανομής του αλλά εντός των οροπεδίων). O συνολικός αριθμός των τοπιοψηφίδων είναι στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερος στις περιοχές με φωλιές, όπως και ο δείκτης ποικιλότητας Shannon, αντίθετα από το δείκτη κυριαρχίας Simpson που είναι μεγαλύτερος στις περιοχές όπου ο Αετομάχος δε φωλιάζει. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι στις περιοχές με φωλιές, τόσο ο αριθμός των τοπιοψηφίδων με άσφαλτο, όσο κι η έκταση και η περιφέρεια τους είναι στατιστικά σημαντικά μικρότερη σε όλες τις κλίμακες. Επίσης η απόσταση του κέντρου των κυψελίδων με φωλιές (στις κυψελίδες των 125 και 500 μέτρων) είναι πολύ μεγαλύτερη από την άσφαλτο, σε σχέση αυτές όπου το είδος είναι παρόν. Η παρουσία δηλαδή και μόνο της ασφάλτου είναι αποτρεπτική για το φώλιασμα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από καταγραφέντα ατυχήματα: περίπου 5-10 άτομα (δηλαδή το 3% του συνολικού πληθυσμού υπολογίζοντας και τα νεαρά κάθε έτους), υπολογίζεται ότι σκοτώνονται από διερχόμενα αυτοκίνητα στην περιοχή μελέτης κάθε έτος. 144

147 Πίνακας 4.3: Συνοπτική παρουσίαση των στατιστικά σημαντικών αποτελεσμάτων της στατιστικής δοκιμασίας Mann-Whitney U-test με σύγκριση των παραμέτρων του βιοτόπου (συνολικός αριθμός τμημάτων, άσφαλτος, μεμονωμένοι θάμνοι και βοσκότοπος) στις τρεις κύριες χωρικές κλίμακες, σε κυψελίδες με φωλιές και σε αυτές όπου υπάρχει μόνο παρουσία του Αετομάχου. Table 4.3: Mann-Whitney U-test for comparison of areas with nests and areas with presence of Red-backed Shrike for those variables that remain statistically significantly different (total number of patches, paved roads, scattered bushes and pastureland) in the three main landscapes scales. Τύπος ή κατηγορία τοπιοψηφίδων (ΤΨ) Κυψελίδες 125Χ125 μέτρων Κυψελίδες 250Χ250 μέτρων Κυψελίδες 500Χ500 μέτρων Διαφορά μέσων όρων: κυψελίδες με φωλιές & κυψελίδες παρουσίας Mann - Whitney U-test Asymp. Sig. (2- tailed) Διαφορά μέσων όρων: κυψελίδες με φωλιές & κυψελίδες παρουσίας Mann - Whitney U-test Asymp. Sig. (2- tailed) Διαφορά μέσων όρων: κυψελίδες με φωλιές & κυψελίδες παρουσίας Mann - Whitney U-test Συνολικός αριθμός όλων των ΤΨ a Αριθμός ΤΨ ασφάλτου a Αριθμός ΤΨ μεμονωμένων θάμνων a SIMPSON_index a SHANNON_index a Έκταση ΤΨ με άσφαλτο a Έκταση ΤΨ μεμονωμένων θάμνων a Έκταση ΤΨ ποολίβαδων a Περιφέρεια ΤΨ ασφάλτου a Περιφέρεια ΤΨ μεμονωμένων θάμνων a Περιφέρεια ΤΨ ποολίβαδων a Απόσταση κέντρου κυψελίδας και ΤΨ ασφάλτου a Απόσταση κέντρου κυψελίδας και στάνης a Παρουσία /απουσία ασφάλτου a Παρουσία /απουσία στάνης a Exact Sig. [ a *(1- tailed Sig.)] 145

148 Βρέθηκε έτσι ότι οι περιοχές τροφοληψίας είναι κυρίως λιβαδικές εκτάσεις (ποολίβαδα και υγρολίβαδα) στις οποίες το ποσοστό δασοκάλυψης ή θαμνοκάλυψης είναι μικρότερο από 10%. Αυτό παρατηρείται σε όλες τις τρεις κύριες χωρικές κλίμακες. Πιο συγκεκριμένα, στην κλίμακα των 500Χ500 μέτρων τα πουλιά επιλέγουν περιοχές όπου η κάλυψη δρυοδασών και πουρναρότοπων δεν ξεπερνά το 40%. Εντός των κυψελίδων των 500Χ500 μέτρων που επιλέχθηκαν από τα πουλιά, αυτά φωλιάζουν μόνο σε εκείνες όπου στην κλίμακα των 250Χ250 μέτρων το αντίστοιχο ποσοστό είναι μικρότερο από το 20%, όπως συμβαίνει και στην κλίμακα των 125Χ125 μέτρων όπου το παραπάνω ποσοστό δεν ξεπερνά το 10 % της έκτασης. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι στο σύνολο της περιοχής μελέτης (όπου σε μεγάλο ποσοστό της το είδος απουσιάζει) το ποσοστό των δρυών και των κλειστών θαμνότοπων αειφύλλων πλατυφύλλων κυριαρχεί, ξεπερνώντας το 60 % σε όλες τις κλίμακες (Διάγραμμα 4.5). Φωλίες στα 125 µ. Παρουσία στα 125 µ. Απουσία στα 125 µ. Φωλίες στα 250 µ. Παρουσία στα 250 µ. Απουσία στα 250 µ. ρυς Πουρνάρια Φυτοφράχτες Ψυχανθή Κοφτολίβαδα Ποολίβαδα Υγρολίβαδα Φωλίες στα 500 µ. Παρουσία στα 500 µ. Απουσία στα 500 µ Ποσοστό % Διάγραμμα 4.5: Ποσοστά κάλυψης των κυριότερων κατηγοριών της βλάστησης των τοπιοψηφίδων στις τρεις βασικές χωρικές κλίμακες (125Χ125, 250Χ250 και 500Χ500 μέτρων), στις κυψελίδες φωλιάσματος, παρουσίας και απουσίας του Αετομάχου. Figure 4.5: Percentage coverage of main vegetation categories of landscape patches, in three landscape scales (cells of 125Χ125, 250Χ250 and 500Χ500 metres), within areas with nests, presence or absence. 146

149 Η συνολική έκταση με ποολίβαδα είναι στατιστικά μεγαλύτερη στις περιοχές φωλιάσματος (Πίνακας 4.3) αποτελώντας το 35-40% της έκτασης της κάθε κυψελίδας και στις τρεις χωρικές κλίμακες (για τους μέσους όρους βλέπε αναλυτικά στον Πίνακα VIII στο Παράρτημα). Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι τόσο ο αριθμός όσο και η περιφέρεια των τοπιοψηφίδων με βοσκοτόπους δεν έχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις διάφορες κλίμακες, αλλά οι δύο παράμετροι αυτοί διαφέρουν μόνο στο ποσοστό κάλυψης. Η έκταση των βοσκοτόπων συνολικά (συμπεριλαμβανομένων των υγρολίβαδων, ποολίβαδων και χερσότοπων) παραμένει πάνω από το 50% σε όλες τις χωρικές κλίμακες όπου υπάρχουν φωλιές, ενώ αντίθετα κάτω από το 1/3 της έκτασής τους καλύπτεται συνολικά από «κλειστού τύπου» βλάστηση (δηλαδή δάση φυλλοβόλων με δρύες ή λόχμες με ιτιές, θαμνώνες αειφύλλων με πρίνους ή μεμονωμένα δέντρα κτλ). Μάλιστα ο Αετομάχος δεν δείχνει ανοχή σε αυτού του τύπου την βλάστηση, ούτε καν στο χώρο παρουσίας και κυνηγότοπου, ακόμη και σε εκτεταμένες περιοχές με κυψελίδες 500Χ500 μέτρων και απουσιάζει εντελώς εάν οι ανοιχτοί βοσκότοποι καλύπτουν κάτω του 30% της έκτασης (βλέπε Διάγραμμα 4.6α). Αντίθετα με την κλειστή και ψηλή ξυλώδη βλάστηση, ο αριθμός, η έκταση και η περιφέρεια των μεμονωμένων θάμνων και των μικρών δέντρων (με <3 μέτρα κόμη) παίζει κρίσιμο ρόλο στην επιλογή βιοτόπου. Η κατηγορία αυτή των τοπιοψηφίδων παρουσιάζεται σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς και με στατιστικά ιδιαίτερα σημαντική διαφορά και στα 3 χωρικά επίπεδα εντός της περιοχής κατανομής και στις περιοχές με φωλιές του είδους (βλέπε Διαγράμματα 4.6α-β). 147

150 Ποσοστό % Ποσοστό κάλυψης "ανοιχτών" εκτάσεων στις τρεις µικρότερες κλίµακες Βοσκότοποι στα 125 µ. Βοσκότοποι στα 250 µ. Βοσκότοποι στα 500 µ. 0 Φωλίες Παρουσία Απουσία Ποσοστό % Ποσοστό κάλυψης "κλειστών" εκτάσεων στις τρεις µικρότερες κλίµακες άσος/θαµνότοπος στα 125 µ. άσος/θαµνότοπος στα 250 µ. άσος/θαµνότοπος στα 500 µ. Φωλίες Παρουσία Απουσία Διαγράμματα 4.6α-β: Το ποσοστό κάλυψης των βοσκοτόπων (ποολίβαδων, υγρολίβαδων και χερσότοπων) καθώς και των δασών / κλειστών θαμνότοπων (φυλλοβόλα δάση δρυός, αείφυλλα πλατύφυλλα με κυρίαρχο το πουρνάρι, υδροχαρείς λόχμες με ιτιές, μεμονωμένη δενδρώδης βλάστηση και φυτοφράχτες) στις τρεις κύριες χωρικές κλίμακες. Figure 4.6a-b: Percentage coverage of pasturelands (grasslands, wet grasslands and xeric grasslands) and forests / closed shrub lands [deciduous oak forests, evergreen broadleaves with dominant species the prickly oak (Quercus coccifera), riparian forests with willows, thickets and hedgerows] in the three main landscape scales. 148

151 30 * * 25 Αριθµός µεµονωµένων θάµνων * * * * 0 Μέγεθος κυψελίδων: Με φωλιές Χωρίς φωλιές 125x125 µέτρα Με φωλιές Χωρίς φωλιές 250x250 µέτρα Με φωλιές Χωρίς φωλιές 500x500 µέτρα Διάγραμμα 4.7: Συγκρίσεις μέσων όρων του αριθμού μεμονωμένων θάμνων ανά εκτάριο στις κυψελίδες με φωλιές και παρουσία του Αετομάχου σε κυψελίδες μεγέθους 125, 250 και 500 μέτρων (p<0.000 σε όλες τις στατιστικές συγκρίσεις). Figure 4.7: Comparisons of mean number of scattered shrubs and small trees in areas with nests and without nests of Red-backed Shrike, within 125, 250 and 500 metres cells (p<0.000). Πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ κυψελίδων που περιέχουν φωλιές και εκείνων που δεν περιέχουν εμφανίζει ο μέσος αριθμός μεμονωμένων θάμνων σε όλες τις κλίμακες (διάγραμμα 4.7), γεγονός αναμενόμενο αφού εκεί το είδος τοποθετεί την φωλιά του και τους χρησιμοποιεί ως θέσεις επόπτευσης και κυνηγιού. Πρέπει όμως να τονιστεί επιπλέον ότι, όπως φαίνεται στον Πίνακα 4.3, οι μεμονωμένοι θάμνοι έχουν μικρή συνολική συμμετοχή σε έκταση ως τύποι κάλυψης στις κυψελίδες. Πάραυτα αποτελούν το κύριο διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό μεταξύ όλων των κυψελίδων σε όλα τα επίπεδα, τουλάχιστον σε επίπεδο αριθμού τοπιοψηφίδων (Διάγραμμα 4.8). 149

152 40 Αριθµός τοπιοψηφίδων Συνολικός αριθµός τοπιοψηφίδων Αριθµός µεµονωµένων θάµνων Αριθµός µεµονωµένων δέντρων Αριθµός τοπιοψηφίδων µε βελανιδιές 0 Κυψελίδες µε νεοσσούς Κυψελίδες µε αποτυχηµένες φωλιές Κυψελίδες µόνο µε παρουσία Κυψελίδες απουσίας Διάγραμμα 4.8: Μέσος όρος αριθμού τοπιοψηφίδων στις 4 κυριότερες κατηγορίες κυψελίδων στη μικρότερη κλίμακα των 125Χ125 μέτρων. Οι μεμονωμένοι θάμνοι κυριαρχούν μόνο στις περιοχές όπου ο Αετομάχος φωλιάζει και τρέφεται. Figure 4.8: Total patch numbers for the 4 main cell categories (total patch number, number of scattered scrubs, number of scattered trees and number of pathes with oak tree thickets) in the smaller cell scale of 125X125 meters, in areas with successful nests, with abandoned nests, with bird presence and bird absence. Scattered shrubs are dominating in areas where Red-backed Shrike is breeding and hunting. Επίσης η έκταση των μεμονωμένων θάμνων και μικρών δέντρων έχει ισχυρή συσχέτιση με την έκταση των βοσκοτόπων που αυξάνει με το μέγεθος της κυψελίδας, δημιουργώντας έτσι την τελική εικόνα για τον ιδανικό βιότοπο αναπαραγωγής: μεγάλη έκταση βοσκοτόπων με πολλούς και διάσπαρτους μεμονωμένους θάμνους και μικρά δέντρα με κόμη μικρότερη των 3 μέτρων (βλέπε Διάγραμμα 4.9). 150

153 Έκταση βοσκοτόπων ανά εκτάριο y = x R 2 = (125x125 µ.) y = 29.24x R 2 = (250x250 µ.) 2000 y = x R 2 = (500x500µ.) Έκταση µεµονωµένων θάµνων ανά εκτάριο Διάγραμμα 4.9: Συσχέτιση έκτασης βοσκοτόπων και μεμονωμένων θάμνων στις 3 χωρικές κλίμακες (125, 250 & 500 μέτρων). Οι εκτεταμένοι βοσκότοποι με πολλούς και διάσπαρτους μεμονωμένους θάμνους και μικρά δέντρα αποτελούν τον ιδανικό βιότοπο αναπαραγωγής για τον Αετομάχο και συσχετίζονται ισχυρότερα όσο η χωρική κλίμακα μεγαλώνει. Figure 4.9: Correlation of scattered scrubs and pasturelands in three scales (125, 250 & 500 metres). Extensive pasturelands with a lot of scattered bushes and small trees constitute the ideal biotope of reproduction for the Red-backed Shrike. The correlation of both variables (open pasturelands and scattered scrubs) is increasing with cell size. Αντίστροφα η απόσταση από τις στάνες είναι στατιστικά σημαντικά μικρότερη σε όλες τις κλίμακες, παρόλο που η παρουσία τους εντός των κυψελίδων φωλιάσματος φαίνεται να αποφεύγεται. Τέλος η μοναδική στατιστικά σημαντική διαφορά που βρέθηκε μεταξύ των κυψελίδων των επιτυχημένων φωλιών με νεοσσούς και των ζευγαριών που δεν αναπαράχθηκαν με επιτυχία, ήταν ο μικρότερος αριθμός των τοπιοψηφίδων με δενδρώδη βλάστηση στα πρώτα (δηλαδή των μεγάλων μεμονωμένα δέντρων ή λοχμών με διάμετρο κόμης μεγαλύτερη των 3 μέτρων). Μάλιστα αυτή η διαφορά δεν ήταν στατιστικά 151

154 σημαντική ούτε στην έκτασή τους, ούτε στο μήκος της περιφέρειας τους και ούτε στον δείκτη του σχήματος, παρά μόνο στον αριθμό τους (βλέπε Πίνακα 4.4). Πίνακας 4.4: Συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της στατιστικής δοκιμασίας Mann-Whitney U-test στην σύγκριση των μέσων όρων του αριθμού, της επιφάνειας και του «Δείκτη Σχήματος» των τοπιοψηφίδων (pathes) [«Δείκτη Σχήματος»=Pi/2 (π*αi), όπου Pi: μήκος περιμέτρου και Αi: εμβαδόν τοπιοψηφίδας με δέντρα], σε κυψελίδες με επιτυχημένες και μη επιτυχημένες φωλιές. Table 4.4: Mann-Whitney U-test for comparison of the number, surface area and "Shape Index" [Pi/2 (π*αi), with Pi: patch periphery length and Αi: patch area] of tree patches within cells with successful and not successful nests of Red-backed Shrike. Τοπιοψηφίδες (ΤΨ.) στα 125 Χ 125 μέτρα Αριθμός ΤΨ. δενδρώδους βλάστησης ανά εκτάριο Επιφάνεια ΤΨ. δενδρώδους βλάστησης ανά εκτάριο Περιφέρεια ΤΨ. δενδρώδους βλάστησης ανά εκτάριο Δείκτης σχήματος ΤΨ. δενδρώδους βλάστησης ανά εκτάριο Κυψελίδες με νεοσσούς Μέσος όρος Τυπική Απόκλιση Κυψελίδες με μη επιτυχημένες φωλιές Μέσος όρος Τυπική Απόκλιση Mann- Whitney U-test Asymp. Sig. (2-tailed)

155 4.5. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η αξιολόγηση των χωρικών μεταβλητών σε διάφορες κλίμακες, από τις γενικές κατηγορίες κάλυψης της βλάστησης ή του τοπίου, μέχρι τα μικροενδιαιτήματα και τη δομή του χώρου εντός των επικρατειών, είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε σε ποια κλίμακα στο χώρο γίνεται η επιλογή του ενδιαιτήματος, καθώς και ποιες μεταβλητές είναι οι πιο καθοριστικές για την επιλογή της επικράτειας. Η προσέγγιση αυτή, έδωσε ενδιαφέροντα αποτελέσματα σχετικά με την επιλογή του χώρου φωλιάσματος του Αετομάχου. Εκτεταμένοι βοσκότοποι με μεμονωμένους θάμνους και μικρά δέντρα είναι οι τυπικές και σημαντικότερες θέσεις αναπαραγωγής του Αετομάχου στην περιοχή μελέτης. Οι εκτάσεις αυτές, αν και παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τις περιοχές παρουσίας αλλά δεν είναι ίδιες με τις περιοχές αναπαραγωγής (ιδιαίτερα σε επίπεδο μικρο-ενδιαιτημάτων) έχοντας σημαντικές διαφορές εάν εξεταστούν σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες. Σχηματίζεται κατά αυτόν τον τρόπο μια διαφορετική εικόνα των ιδιαίτερων απαιτήσεων του είδους για το χώρο φωλιάσματος. Το πρώτο και σημαντικότερο συμπέρασμα είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τα ζευγάρια των Αετομάχων που καταγράφηκαν να φωλιάζουν στο ευρύτερο χώρο των οροπεδίων δεν κατάφεραν τελικά να αναθρέψουν νεοσσούς. Αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά στην περιοχή μελέτης, αλλά έχει επισημανθεί εκτενώς στην διεθνή βιβλιογραφία. Πολλοί ερευνητές αποδίδουν το φαινόμενο αυτό της αποτυχίας της αναπαραγωγής στην θήρευση των αυγών και των νεοσσών ή στις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες της κάθε αναπαραγωγικής χρονιάς. Για το λόγο αυτό ο Titeux (2006) επισημαίνει ότι τα μοντέλα πρόβλεψης, για να δώσουν ασφαλή αποτελέσματα, θα πρέπει να λαμβάνουν οπωσδήποτε υπόψη την αναπαραγωγική επιτυχία και όχι απλά την παρουσία του είδους στο χώρο. Φαίνεται ότι κάποια άτομα παρατηρούνται στην περιφέρεια ή και εκτός του κατάλληλου ενδιαιτήματος αναπαραγωγής που πληρεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση της ανατροφής των νεοσσών. Το γεγονός αυτό φάνηκε να 153

156 συμβαίνει και στην δικιά μας περιοχή μελέτης. Στην περιοχή των οροπεδίων Ζαγορίου η αναπαραγωγική επιτυχία ολόκληρου του πληθυσμού το 2006 κρίθηκε από ένα μικρό μόνο ποσοστό «επιτυχημένων» ζευγαριών, το οποίο προφανώς καταλαμβάνει τις καταλληλότερες και «παραγωγικότερες» επικράτειες. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επικρατειών αυτών είναι ότι, στην κλίμακα των 125Χ125 μέτρων, οι φωλιές βρέθηκαν σε κυψελίδες χωροθετημένες σε «ανοιχτά» ποολίβαδα, με πολύ μικρό ποσοστό ξυλώδους δασικής ή θαμνώδους βλάστησης, ήταν μακριά από άσφαλτο, αλλά βρισκόταν κοντά σε στάνες. Επιπλέον ιδιαίτερα σημαντικό και μοναδικό χαρακτηριστικό τους ήταν ο πολύ μικρός αριθμός τμημάτων με δενδρώδη βλάστηση (δέντρα ή λόχμες όπου η διάμετρος της κόμης τους ξεπερνάει κατά κανόνα τα 10 μέτρα). Η παρούσα της δενδρώδους βλάστησης θεωρείται ότι συνδέεται με την παρουσία θηρευτών (Κίσσες, Καρακάξες, Κουρούνες, Ξεφτέρια, Βραχοκιρκίνεζα, Δεντρογέρακες), οι περισσότεροι από τους οποίους παρατηρήθηκαν συχνά στην περιοχή μελέτης να παραμονεύουν από κορυφές δέντρων. Αντίθετα οι Αετομάχοι παρατηρήθηκαν σπανιότατα να χρησιμοποιούν δέντρα ψηλότερα των 7 μέτρων και αυτά μόνο κατ εξαίρεση για να υποστηρίξουν την επικράτειά τους φωνάζοντας ή εκδιώκοντας άλλα αρσενικά, ενώ δεν παρατηρήθηκαν ποτέ να χρησιμοποιούν ψηλά δέντρα ως πόστα επόπτευσης ή κυνηγιού. Έτσι, δεδομένου ότι η φωλιά του Αετομάχου είναι ιδιαίτερα εύκολο να εντοπιστεί (Jackober & Strauber, 2002), είναι πολύ λογικό να αναμένουμε το είδος να αναπαράγεται με επιτυχία μόνο σε περιοχές όπου ο αριθμός των τμημάτων δενδρώδους βλάστησης είναι πολύ περιορισμένος. Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι μπορεί μόνο κάποια τοπιακά χαρακτηριστικά να είναι σημαντικά στην αξιολόγηση του ενδιαιτήματος από τα πουλιά, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην μελέτη και ανάλυση της καταλληλότητας του βιοτόπου για το είδος. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε για παράδειγμα ότι, όχι μόνο ο αριθμός, αλλά και η απόσταση των τμημάτων με δενδρώδη/ξυλώδη βλάστηση από τη φωλιά, ίσως να παίζει ρόλο στην αναπαραγωγική επιτυχία, γεγονός που χρήζει περαιτέρω έρευνας και μπορεί να μετρηθεί απευθείας είτε στο πεδίο, είτε στα χαρτογραφικά υπόβαθρα. 154

157 Η μεγάλη συμμετοχή των μεμονωμένων θάμνων και των μικρών δέντρων φαίνεται ότι είναι όχι απλά επιθυμητή, αλλά αναδεικνύεται και ως η σημαντικότερη παράμετρος για τη χωροθέτηση της φωλιάς σε κάθε χωρική κλίμακα. Η παρουσία μεμονωμένων θάμνων αυξάνει την ετερογένεια του τοπίου και τις δυνατότητες για επόπτευση και σύλληψη της λείας, αποτελώντας ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα του λιβαδικού τύπου που προτιμά το είδος. Μεταξύ άλλων τα μεμονωμένα πουρνάρια επιλέγονται κατά προτεραιότητα για την τοποθέτηση της φωλιάς. Απουσία βόσκησης, τα πουρνάρια αναπτύσσονται εύκολα σε ύψος και πλάτος ξεπερνώντας μέσα σε λίγα χρόνια το ύψος των 2 μέτρων που είναι κατάλληλο για την τοποθέτηση της φωλιάς. Η διττή μορφή τους, ως μικρού βοσκημένου αγκαθωτού θάμνου ή μεγάλου δέντρου αντανακλά με τον καλύτερο τρόπο τη μορφή της χρήσης του χώρου μέσω της ελεγχόμενης βόσκησης και περιοδικής κοπής των ξυλωδών φυτών. Έτσι βλέπουμε ότι η δυναμική του τοπίου και η καταλληλότητά του για τους Αετομάχους διατηρείται στην συγκεκριμένη περιοχή μέσω της χρήσης του. Είναι γνωστό ότι οι αγκαθωτοί θάμνοι διατηρούνται ή και κυριαρχούν στα βοσκοτόπια έναντι άλλων ειδών και κυρίως των φυλλοβόλων δέντρων, απλά διότι δε μπορούν να καταναλωθούν από τα ζώα. Διατηρούν τη μορφή και το σχήμα τους ανάλογα με την ένταση της βόσκησης από κατσίκες, που καταναλώνουν μόνο τους τρυφερούς βλαστούς κατά την αυξητική περίοδο. Αντίστοιχα, το ύψος του χόρτου των ποολίβαδων, το οποίο όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο είναι σημαντικό για τον εντοπισμό της λείας, ελέγχεται από τη βοσκοφόρτωση κυρίως προβάτων και αγελάδων. Έτσι η διατήρηση των μεμονωμένων αγκαθωτών θάμνων, που καθορίζει το χώρο φωλιάσματος του Αετομάχου και το ύψος τους χόρτου που καθορίζει την καταλληλότητα του κυνηγότοπού του, εξαρτάται άμεσα από το είδος και τον τρόπο άσκησης της κτηνοτροφίας. Στην περιοχή τα περισσότερα ζώα, εκτός λίγων αγελάδων, καθοδηγούνται καθημερινά από τους κτηνοτρόφους και δεν βόσκουν ελεύθερα, όπως σε άλλες περιοχές της νότιας Ελλάδας και των νησιών, δεδομένου ότι υπάρχει καθημερινά ο κίνδυνος επιθέσεων από λύκο ή αρκούδα. Οι κτηνοτρόφοι έχουν έτσι άμεση εποπτεία της κίνησης των ζώων, της δομής του λιβαδιού όπου αυτά βόσκουν, καθώς και της βοσκοϊκανότητάς του, της κατάστασης 155

158 και της καταλληλότητάς του ανάλογα την εποχή, το ιδιαίτερο κλίμα της κάθε χρονιάς και πολλούς άλλους παράγοντες. Επιπλέον είναι αυτοί που καθορίζουν με τη δράση τους την εξέλιξη του λιβαδιού μέσα στο χωροχρόνο, με την περιοδική κοπή των θάμνων και την επιλογή των μεμονωμένων δέντρων που θα υλοτομήσουν ή θα διατηρήσουν. Αυτού του τύπου η κτηνοτροφική δραστηριότητα όταν ασκείται με μικτά κοπάδια αιγοπροβάτων και αγελάδων, καθορίζει ουσιαστικά όχι μόνο το μικρο-ενδιαίτημα παρουσίας, αλλά και συνολικά το χώρο αναπαραγωγής του Αετομάχου σε διάφορα χωρικά επίπεδα, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου δεν ασκείται η γεωργία, η οποία απαιτεί μία σαφή και αυστηρή οριοθέτηση του χώρου. Η ελεγχόμενη εκτατική βόσκηση που κυριαρχεί στα θαμνο-δασολίβαδα του νοτίου τμήματος της περιοχής μελέτης (βοσκότοποι Άνω Πεδινών και Βίτσας) αποτελεί ακόμη και σήμερα το βασικότερο μοχλό άσκησης των αγροτικών δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή και γενικότερα στον θύλακα των δύο μεγαλύτερων οροπεδίων. Το σύνολο των ζώων που βόσκει και στα δύο οροπέδια δεν ξεπερνούσε κατά την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας πεδίου τα 3000 ζώα. Τρία έως πέντε κοπάδια αποτελούμενα από αιγοπρόβατα βοσκούσαν στον χώρο όπου ο Αετομάχος παρουσίαζε κατά τόπους τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν και δύο μικρότερα κοπάδια αγελάδων (~60 ζώα) τα οποία βόσκουν ελεύθερα με την συνοδεία ελάχιστων αλόγων. Εδώ υπάρχουν και τα τρία τελευταία κοπάδια με γίδια, ενώ δυστυχώς, ήδη από την εποχή διεξαγωγής της έρευνας πεδίου μέχρι σήμερα, τέσσερεις κτηνοτρόφοι εγκατέλειψαν οριστικά το επάγγελμά τους και πούλησαν τα ζώα τους. Η απουσία γιδιών από το οροπέδιο των Κάτω Πεδινών και η κυριαρχία των προβάτων τα τελευταία χρόνια είναι ενδεχομένως ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο Αετομάχος αναπαράγεται εκεί σε πολύ μικρό αριθμό (μόνο 3-5 ζευγάρια). Τα πρόβατα δεν μπορούν να «ελέγξουν» το ύψος και τη μορφή των φυτοφραχτών και των μεμονωμένων δέντρων, καθώς και τη χλωριδική σύνθεση της ξυλώδους βλάστησης των βοσκοτόπων. Έτσι οι μεμονωμένοι αγκαθωτοί θάμνοι δεν κυριαρχούν πλέον στο τοπίο και έχουν αντικατασταθεί από εκτεταμένους φυτοφράχτες και αντίστοιχα τα μεμονωμένα δέντρα από λόχμες, συδενδρίες ή στοές από φυλλοβόλα δέντρα. 156

159 Ο Αετομάχος, ως τυπικό πουλί των «οικοτόνων», είναι πολύ ευαίσθητο στην επιλογή του ενδιαιτήματος αναπαραγωγής. Αν και κοινός ακόμη στην χώρα μας, απαιτεί να πληρούνται ειδικές συνθήκες στη δομή του τοπίου και ιδιαίτερα της μορφής και της κατανομής της ξυλώδους βλάστησης, για να αναπαραχθεί με επιτυχία. Κατά αυτή την έννοια είναι κατάλληλο είδος «βιοδείκτη» της μεταβατικής ζώνης των ανοιχτών ποολίβαδων με τα θάμνο-δασολίβαδα, δηλαδή ως «βαρόμετρο» της πλειονότητας των δυναμικών οικοσυστημάτων που χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι στη βόρεια και ηπειρωτική Ελλάδα, όπου το είδος απαντά και όπου η ποικιλία δομής και σύνθεσης της βλάστησης, δημιουργεί προβλήματα στην κατάλληλη επιλογή ειδών παρακολούθησης. Ο Αετομάχος παρουσιάζεται επιπλέον σε μεγάλες πληθυσμιακές πυκνότητες και εκτός της ζώνης των αειφύλλων και φυλλοβόλων πλατυφύλλων στα περισσότερα υποαλπικά και ψευδαλπικά λιβάδια της χώρας, εκεί όπου κυριαρχούν τα ποολίβαδα με τους διάσπαρτους αγκαθωτούς θάμνους (π.χ. Juniperus spp., Rosa spp. κ.α.). Το γεγονός αυτό καθιστά τον Αετομάχο ιδιαίτερα πολύτιμο είδος για περαιτέρω έρευνα και πληθυσμιακή παρακολούθηση σε ευρύτερες ορεινές περιοχές, εκ των οποίων, τουλάχιστον στην περιοχή της Ηπείρου, μεγάλο ποσοστό αποτελεί μέρος του δικτύου Natura 2000 και εντάσσεται στα νεοϊδρυθέντα ή σχεδιαζόμενα μελλοντικά Εθνικά Πάρκα. Εφόσον λοιπόν η βοσκοφόρτωση, η ενεργός διαχείριση εκ μέρους των κτηνοτρόφων, αλλά και η σύνθεση των κοπαδιών των κτηνοτροφικών ζώων καθορίζει τόσο άμεσα την κάθετη δομή της βλάστησης στο μικροενδιαίτημα αναπαραγωγής και παρουσίας του Αετομάχου, επηρεάζοντας δραστικά τη χωρική δυναμική της βλάστησης στο ευρύτερο επίπεδο του τοπίου και αντανακλώντας με τόσο ξεκάθαρο τρόπο το χώρο φωλιάσματος του Αετομάχου, καθιστά, κατά την γνώμη του γράφοντα, το είδος ως είδος «προτεραιότητας» για βιοπαρακολούθηση, αφού μάλιστα είναι τόσο στενά συνδεόμενο με μια από τις αρχαιότερες και πλέον σημαντικές δραστηριότητες των ορεινών κοινοτήτων. Η βιοπαρακολούθηση ενός είδους απαιτεί ωστόσο συχνά εξειδικευμένες γνώσεις και απασχόληση ειδικών επιστημόνων, κάνοντας την απαραίτητη παρακολούθηση της κατάστασης των οικοσυστημάτων συχνά πολυέξοδη και 157

160 δύσκολη στην εφαρμογή της. Ιδιαίτερα συχνά αυτό συμβαίνει όταν η βιοπαρακολούθηση αφορά ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών οικοτόνων ή ανθρώπινων δραστηριοτήτων που μεταβάλλονται χωρικά και χρονικά, όπως για παράδειγμα είναι η επίδραση της βόσκησης στη διαδοχή και την κατάσταση της βλάστησης σε διαφορετικούς οικότοπους (Scozzafava & De Sanctis, 2006). Αντίθετα όμως με άλλα στρουθιόμορφα είδη, που είναι συχνά κρυπτικά και συναντώνται σε πυκνή βλάστηση, ο Αετομάχος αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα «εύκολου» βιοδείκτη, αφού είναι ένα από τα ευκολότερα είδη στην αναγνώριση και ένα από τα ελάχιστα στρουθιόμορφα που εποπτεύουν για ώρα την λεία τους από σταθερά σημεία και μπορούν έτσι να εντοπιστούν αμέσως και από μεγάλη απόσταση (πάνω από 100 μέτρα) ακόμη και από ανθρώπους που δεν έχουν καμία προηγούμενη εμπειρία στον εντοπισμό και την αναγνώριση των πουλιών. Συνεπώς τα στοιχεία πεδίου μπορούν να ληφθούν εύκολα, γρήγορα, με ασφάλεια και ακρίβεια και άρα με πολύ μικρό κόστος, αρκεί να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Η έρευνα πεδίου και η πειραματική συμμετοχή κάποιων εθελοντών σε αυτήν έδειξε ότι η ταχεία απογραφή του πληθυσμού του Αετομάχου, όταν πραγματοποιείται από κάποιους που δεν είναι καλοί γνώστες του είδους ή της περιοχής μελέτης (όπως φυσικά και ο γράφοντας τα πρώτα έτη της έρευνας, από το 2000 έως το 2005), δίνει παρόμοιες πληθυσμιακές εκτιμήσεις που απέχουν όμως αρκετά από την πραγματικότητα (βλέπε π.χ. διαφορά του έτους 2005 με το 2006 όπου βρέθηκε τελικά σχεδόν διπλάσιος αριθμός ζευγαριών). Αντίθετα, μία ταχεία και ακριβής εκτίμηση της αναπαραγωγικής επιτυχίας του Αετομάχου μπορεί να γίνει εύκολα και σε ελάχιστο, αναλογικά, χρόνο και με μεγάλη επιτυχία από κάποιον χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις της βιολογίας και της συμπεριφοράς του είδους, αρκεί να γίνει την κατάλληλη εποχή. Για να μπορέσει λοιπόν η απογραφή να είναι αξιόπιστη θα πρέπει να πραγματοποιείται την τελευταία περίοδο της αναπαραγωγής, όταν οι πρώτοι νεοσσοί εγκαταλείπουν τη φωλιά και είναι πολύ εύκολο να εντοπιστούν μαζί με τους γονείς τους, που συνεχίζουν να τους ταΐζουν ακόμη κοντά στους θάμνους όπου είναι τοποθετημένη η φωλιά. Την εποχή αυτή έχουν μείνει στην περιοχή μόνο τα επιτυχημένα ζευγάρια και ίσως κάποια επιπλέον που φωλιάζουν αργότερα ή και δεύτερη φορά τα οποία μπορούν εύκολα να 158

161 εντοπιστούν από τη συχνή μεταφορά τροφής στην φωλιά. Αυτό συμβαίνει στην περιοχή μελέτης τη δεύτερη και τρίτη εβδομάδα του Ιουλίου και σύμφωνα με στοιχεία του γράφοντα από άλλες περιοχές της Ελλάδας, ίσως ελάχιστα αργότερα, ιδιαίτερα σε κάποια πιο ορεινά μέρη. Έτσι, αν και ο χωρικός εντοπισμός των επιτυχόντων ζευγαριών είναι πολύ εύκολος με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας των φορητών υπολογιστών τσέπης, η ακριβής εκτίμηση της κατανομής, όπως και η χαρτογράφηση των επικρατειών είναι πολύ πιο δύσκολη υπόθεση και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις από ερευνητές με πολύ καλή γνώση τόσο της βιολογίας του είδους όσο και εξοικείωση με τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι τέτοιου είδους ακρίβεια δεν είναι προαπαιτούμενη για τη χρήση του Αετομάχου ως βιοδείκτη, αφού και μόνη η αναπαραγωγική επιτυχία είναι ένα σπουδαίο μέτρο της καταλληλότητας του ενδιαιτήματος. Επιπλέον η συνεχής πρόοδος της τεχνολογίας και ιδιαίτερα της τηλεπισκόπησης, των δορυφορικών φωτογραφιών και των προγραμμάτων που διατίθενται πλέον ελεύθερα στο διαδίκτυο, καθώς και του ποσοστού των νέων επιστημόνων που έχουν γνώσεις χειρισμού τέτοιου είδους πληροφοριών, μας κάνει αισιόδοξους για την ευκολία και την χρησιμότητα του βιολογικού αυτού δείκτη στην άμεση μελλοντική χρήση του. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι ο Αετομάχος μπορεί με ασφάλεια να προταθεί ως είδος «βιοπαρακολούθησης» της επίδρασης των χρήσεων γης στα αγροοικοσυστήματα και όπως αναφέρεται στην διεθνή βιβλιογραφία, ενδείκνυται επίσης για την παρακολούθηση της εξέλιξης της βλάστησης, ίσως ακόμη και των επιδράσεων των κλιματικών αλλαγών, εάν τα στοιχεία της κατανομής συλλεχθούν στο άμεσο μέλλον συστηματικά, δεδομένου ότι οι οικοτόνοι και τα συνωδά τους είδη θεωρούνται τα πλέον ευμετάβλητα στοιχεία του περιβάλλοντος των ορεινών περιοχών που θα επηρεαστούν άμεσα από την μελλοντική αλλαγή του κλίματος. 159

162 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 5. Η αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε σχέση με τις ιστορικές αλλαγές του αγροτικού τοπίου Περίληψη Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξετάσουμε κατά πόσο ιστορικά δεδομένα των αλλαγών του τοπίου και των χρήσεων γης τα τελευταία 60 χρόνια μπορούν να επηρεάζουν την σημερινή αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου σε μια αγροτική περιοχή. Με βάση την έκταση των επικρατειών αναπαραγωγής, του μήκους πτήσης εντός τους και της απόστασης των κοντινότερων φωλιών, υπολογίστηκε η μέση «επιφάνεια εντατικής χρήσης». Αυτή ορίστηκε ως μία υποθετική κυκλική επιφάνεια ακτίνας 75 μέτρων γύρω από την φωλιά, εντός της οποίας πραγματοποιείται το μέγιστο των δραστηριοτήτων των ζευγαριών. Εντός των επιλεγμένων επιφανειών υπολογίστηκαν χωρικές μεταβλητές του τοπίου, που ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν και να μετρηθούν με ακρίβεια στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1969 και Οι τιμές τους συγκρίθηκαν με τυχαίες επιφάνειες που επιλέχθηκαν από ολόκληρη την αγροτική έκταση εκτός του χώρου κατανομής του είδους. Για κάθε επιφάνεια δημιουργήθηκαν πρότυπα διαγράμματα μεταβολών ιστορικής αλλαγής του αγροτικού τοπίου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και «δείκτες ιστορικής αλλαγής» που συγκρίθηκαν μεταξύ τους. Βρέθηκε ότι οι λιβαδικές περιοχές όπου το είδος συνεχίζει να αναπαράγεται με επιτυχία το 2006 είναι αυτές που διατηρήθηκαν σχετικά αναλλοίωτες από το 1945 έως και σήμερα. Ο σημερινός πληθυσμός αναπαράγεται με επιτυχία σε «νησίδες» όπου οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες παραμένουν ίδιες. Οι γύρω περιοχές που έχουν αλλάξει κυρίως λόγω της εγκατάλειψης της καυσοξύλευσης και της βόσκησης, έχουν κυριαρχηθεί από πυκνούς θαμνότοπους ή νεαρά δάση, ενώ άλλες έχουν ενταχθεί μετά από αναδασμό, σε εντατικό καθεστώς γεωργικής παραγωγής. Οι υπόλοιπες αγροτικές περιοχές όπου το είδος προσπαθεί να φωλιάσει, αποτελούν μάλλον «οικολογικές παγίδες», δεδομένου ότι ενώ προσελκύουν πολλά ζευγάρια που κατασκευάζουν φωλιές η υψηλή θήρευση τα ωθεί σε εγκατάλειψη, με αποτέλεσμα άνω του 60% του συνολικού πληθυσμού να οδηγείται σε αναπαραγωγική αποτυχία. 160

163 5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ιστορικότητα του τοπίου και βιοποικιλότητα Οι αλλαγές των χρήσεων γης στον αγροτικό χώρο επηρεάζουν άμεσα τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας που διαβιούν στα αγροοικοσυστήματα. Ιδιαίτερα για τα πουλιά το γεγονός αυτό έχει αποδειχθεί σε πλήθος περιπτώσεων, όπως μετά από αποστραγγίσεις υγροτοπικών περιοχών που ήταν αρχικά λιβαδικές και αποδόθηκαν αργότερα στη γεωργία, μετά από εκτεταμένους αναδασμούς, μετά την άροση, λίπανση και σπορά νέων λιβαδικών φυτών σε φυσικές λιβαδικές εκτάσεις και μετά από την αλλαγή του είδους της καλλιέργειας. Ακόμη και ηπιότερες αλλαγές όπως η βραχύχρονη εγκατάλειψη της βόσκησης, η παύση της χρήσης των κοφτολίβαδων, η αλλαγή της εποχής της σποράς, η αλλαγή του ύψους θερισμού κτλ. μπορεί να επηρεάσουν άμεσα την ορνιθοπανίδα των αγροτικών εκτάσεων (Newton, 2004). Δεν είναι όμως ξεκάθαρο πως και σε πιο βαθμό η ιστορικότητα της χρήσης έχει επηρεάσει τη βιοποικιλότητα που παρατηρούμε σήμερα στα αγροοικοσυστήματα. Κατά πόσο μπορούν για παράδειγμα οι ιστορικές αλλαγές των χρήσεων γης να ανιχνευτούν από τη σημερινή κατανομή των ειδών; Είναι δυνατόν η ιστορία του τοπίου να ερμηνεύσει την σημερινή δραστηριότητα και την αναπαραγωγική επιτυχία των πουλιών που ζουν εκεί; Υπάρχει σχέση της ιστορικότητας της χρήσης με τη σημερινή κατάσταση της βιοποικιλότητας; Μπορούμε, αναλύοντας μόνο ιστορικά δεδομένα, να προβλέψουμε με ορθότητα τη σημερινή κατάσταση της πανίδας και της χλωρίδας ενός αγροτικού τοπίου, παρά την απουσία χρονοσειρών και άλλων βιολογικών δεδομένων του παρελθόντος; Το θέμα αυτό αποτελεί το αντικείμενο της «Ιστορικής Οικολογίας», που ξεπερνώντας τα όρια του «σήμερα», εξετάζει την κατάσταση του περιβάλλοντος και των οργανισμών δια μέσου του χρόνου. Ειδικότερα για τα αγροτικά οικοσυστήματα, μία από τις πλέον ολοκληρωμένες προσεγγίσεις παρουσιάζεται στη εργασία των (Cramer et al., 2008), όπου γίνεται ανασκόπηση της κατάστασης και της δυναμικής των αγροοικοσυστημάτων που εγκαταλείφτηκαν πρόσφατα σε όλο τον πλανήτη. Το θέμα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, τόσο από την άποψη της διατήρησης της βιοποικιλότητας που προϋπήρχε εκεί, όσο και της δυνατότητας αποκατάστασης της 161

164 σε πρόσφατα διαταραγμένα οικοσυστήματα που αποδόθηκαν βραχύχρονα στην γεωργία. Επιπλέον η προσέγγιση αυτή εστιάζει και στην αξία διατήρησης των αρχαίων πολιτισμικών τοπίων, που ιδιαίτερα στην Μεσόγειο, έχουν καθοριστεί από την μακραίωνη δράση των ανθρώπων. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι ήδη από τις πρώτες έρευνες που πραγματοποιούνται σχετικά με την επίδραση των παλαιότερων χρήσεων γης στη σύγχρονη βιοποικιλότητα, φαίνεται ότι αυτές έχουν επιδράσει τόσο στην χλωρίδα (Willis, 1992b) όσο και αντίστοιχα στην πανίδα. Δεδομένου ότι ο Αετομάχος επηρεάζεται από τις αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ίσως κατάλληλος και για τη διερεύνηση της ιστορικότητας των ανθρωπογενών επιδράσεων στο αγροτικό τοπίο. Έτσι θέτοντας ως μέτρο τη σημερινή αναπαραγωγική του επιτυχία και βασιζόμενοι σε μετρήσεις των χωρικών μεταβλητών κάθε ιστορικής στιγμής, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε κατά πόσο οι αλλαγές στο τοπίο μπορούν να εξηγήσουν τα σημερινά πληθυσμιακά, χωρικά και αναπαραγωγικά δεδομένα του είδους στα οροπέδια του Ζαγορίου Οικολογική ιστορία του Ζαγορίου Σκοπός μας εδώ δεν αποτελεί η λεπτομερής περιγραφή των ιστορικών γεγονότων, αλλά ο εντοπισμός των κινητήριων δυνάμεων που επέδρασαν στο τοπίο που βλέπουμε σήμερα. Η μικρή μας αναφορά εστιάζεται σε εκείνες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που καθόρισαν τα οικοσυστήματα και τα είδη που παρατηρούμε σήμερα στην περιοχή μελέτης. Σκοπός της προσέγγισης αυτής είναι να εντοπίσουμε εκείνα τα χαρακτηριστικά της οικο-ιστορικής ή καλύτερα βιο-πολιτισμικής κληρονομίας (Gustavsson et al., 2007) που καθορίζουν τη σημερινή κατάσταση των οικοσυστημάτων μιας αγροτικής περιοχής της Ηπείρου. Η γνώση αυτή είναι σημαντική τόσο στην ορθή ερμηνεία των λειτουργιών των σημερινών αγροοικοσυστημάτων, όσο και στην πρόβλεψη μελλοντικών αλλαγών που ίσως να συμβούν στην περιοχή τις επόμενες δεκαετίες. 162

165 Αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη και πλέον καθοριστική θέση στο σημερινό χαρακτήρα του τοπίου της Ηπείρου από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελεί η άσκηση της εκτατικής κτηνοτροφίας. Αυτή πιστοποιείται μάλιστα από αλλαγές στην φυσική βλάστηση που επιβεβαιώθηκαν με την βοήθεια της επιστήμης της Παλυνολογίας πολύ κοντά στην περιοχή μελέτης. Παλαιο-οικολογικά ευρήματα σε δύο θέσεις, η μία στα ορεινά λιβάδια του βάλτου της Ριζίνας στην Τύμφη (σε μ. υψόμετρο και απόσταση 15 χιλιόμετρα βόρεια της περιοχής μελέτης) και η άλλη στη γειτονική πεδινή περιοχή των Δολιανών (σε υψόμετρο 285 μ., στα 7 χιλιόμετρα δυτικά της περιοχής μελέτης), αποκαλύπτουν ότι οι άνθρωποι της Εποχής του Χαλκού ( π.χ.) με την μετακινούμενη κτηνοτροφία, έδωσαν στα ορεινά λιβάδια τη σημερινή τους μορφή, χρησιμοποιώντας τα από τότε, ως θερινές βοσκές (Willis, 1992a, Willis, 1992b). Η κτηνοτροφία έπαιξε επίσης καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία και την διατήρησή των εκτεταμένων ορεινών δασολίβαδων της Πίνδου με τα χαρακτηριστικά διάσπαρτα αιωνόβια ρόμπολα (Grove & Rackham, 2001). Αντίστοιχα διαμόρφωσε και τα τοπία στα χαμηλότερα υψόμετρα, με τα εκτεταμένα βοσκοδάση των αιωνόβιων βελανιδιών που καλύπτουν ακόμη σήμερα μεγάλο τμήμα της Δυτικής Ελλάδας και της Αλβανίας (Βλάμη κ.α., 2003, Papanastasis et al., 2009). Έτσι η εκτατική μετακινούμενη κτηνοτροφία καθόρισε συνολικά το τοπίο στα βουνά της Πίνδου παραμένοντας μέχρι σήμερα η μόνη χρήση γης που ασκείται σε τόσο μεγάλο ποσοστό σχεδόν απαράλλακτα εδώ και αιώνες και η οποία αποτέλεσε τη σημαντικότερη ανθρώπινη δραστηριότητα του πρωτογενούς τομέα σε όλη την ορεινή Ελλάδα εδώ και χιλιετίες. Η άσκηση της εκτατικής κτηνοτροφίας στην περιοχή μελέτης και ευρύτερα του Ζαγορίου, αφορά τόσο στη χωρική και οικόσιτη κτηνοτροφία που ασκείται κοντά στους οικισμούς, όσο και στην μετακινούμενη και παλαιότερα, την αμιγώς νομαδική κτηνοτροφία. Εκτός από τους ντόπιους Ζαγορίσιους, με την κτηνοτροφία ασχολούνταν οι Βλάχοι στο ανατολικό Ζαγόρι, καθώς και οι Σαρακατσάνοι, για τους οποίους μάλιστα η νομαδική κτηνοτροφία αποτελούσε σχεδόν αποκλειστική απασχόληση ως τα μέσα του 19 ου αιώνα. Στην περιοχή της Βόρειας Πίνδου η νομαδική κτηνοτροφία έσβησε ουσιαστικά πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για διάφορους κοινωνικοοικονομικούς και ιστορικούς λόγους. Η χάραξη των εθνικών 163

166 συνόρων διχοτόμησαν το χώρο άσκησης της και η αγροτική μεταρρύθμιση του (που με την διά νόμου παραχώρηση δικαιωμάτων ενοικιοστασίου επέτρεψε στους νομάδες να νοικιάζουν με χρονική διαδοχή τα ίδια βοσκοτόπια), συνέβαλε στην μετατροπή των νομάδων σε μετακινούμενους και οδήγησε σταδιακά τη νομαδική κτηνοτροφία σε συρρίκνωση και παρακμή (Δαλκαβούκης, 2001). Η Ήπειρος θεωρείται από αρχαιοτάτων χρόνων ως η καλύτερη περιοχή της χώρας για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Αναφέρεται ότι λίγο πριν την εποχή του Μεταξά (που «περιέστειλε την φύλαξη των γιδιών»), υπήρχαν στην Ήπειρο σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόβατα, μισό εκατομμύριο γίδια και 60 χιλιάδες βόδια, δηλαδή περίπου το 1/3 των κτηνοτροφικών ζώων της τότε ηπειρωτικής Ελλάδας (Hammond, 1971). Αν και μειώνονται πλέον με γρήγορο ρυθμό, τα κοπάδια συνεχίζουν να βόσκουν ακόμη στα απότομα ορεινά βοσκοτόπια της ενδοχώρας οδηγούμενα από μετακινούμενους κτηνοτρόφους ή εκτρέφονται κοντά στα χωριά, συχνά στις οριακές γεωργικές περιοχές που έχουν πρόσφατα εγκαταλειφθεί. Το ζωικό κεφάλαιο της Ηπείρου σήμερα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, ενώ στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου μόνο, βόσκουν πάνω από 130 χιλιάδες αιγοπρόβατα (Τσιτούρα κ.α., 2008). Η βόσκηση διαμορφώνει έτσι ακόμα και τώρα σε κάποιο βαθμό τη φυσιογνωμία του τοπίου και της βλάστησης στα βουνά της Πίνδου, αφού τα ζώα ελέγχουν το ύψος και την ποικιλία του χόρτου, των θάμνων και των δέντρων, καθώς και το στάδιο διαδοχής της βλάστησης και έτσι το τοπίο συνολικότερα. Ορισμένοι κτηνοτρόφοι, αν και παράνομα, χρησιμοποιούν επιπλέον τη φωτιά για να βελτιώσουν ή για να δημιουργήσουν νέους βοσκότοπους, ενώ μερικοί συνεχίζουν την κλαδονομή θάμνων και δέντρων ή συχνότερα χρησιμοποιούν την χορτονομή των κοφτολίβαδων για να ταΐσουν τα κοπάδια τους το χειμώνα (Halstead, 1998). Αντίθετα, είναι χαρακτηριστικό, τόσο της Ηπείρου όσο και του Ζαγορίου ειδικότερα, ότι η γεωργία και ιδιαίτερα η καλλιέργεια των σιτηρών, ήταν πολύ υποβαθμισμένη. Μάλιστα βάση των στατιστικών της εποχής ο Hammond (1971) χαρακτηρίζει την Ήπειρο ως την περιοχή με την μικρότερη αναλογία σε καλλιέργεια δημητριακών σε όλη την Ελλάδα. Αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι η «εσοδεία είναι χαμηλή», ενώ «τα μόνα εφόδια τροφίμων που εισάγονται (στην Ήπειρο) είναι άλευρος και αραβόσιτος που η ποσότητα ποικίλοι με την συγκομιδή», αφού κάποτε 164

167 «θερινές ξηρασίες προξενούν μια αποτυχία της συγκομιδής του αραβόσιτου», όπως το έτος 1942, όταν οι γυναίκες αναγκάστηκαν «να μεταφέρουν από πολύ μακριά λάδι και αραβόσιτο για να αντιμετωπίσουν την λιμοκτονία». Είναι δε γνωστό ότι τουλάχιστον οι πληθυσμοί του Ανατολικού Ζαγορίου αντάλλασαν κτηνοτροφικά προϊόντα με σιτηρά από την περιοχή των Γρεβενών. Ακόμη θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι την εποχή εκείνη και το οροπέδιο των Ιωαννίνων, αλλά και η περιοχή του Πωγωνίου ήταν γεμάτα βαλτώδεις εκτάσεις και εκτεταμένους υγρότοπους, οι οποίοι μόλις πρόσφατα αποξηράνθηκαν και αποδόθηκαν στη γεωργία, όπως για παράδειγμα η λίμνη της Λαψίστας, 20 χιλιόμετρα νότια από την περιοχή μελέτης και οι βαλτότοποι του Παρακαλάμου, που βρίσκονταν 10 χιλιόμετρα στα δυτικά της Συνοπτική ιστορία των αλλαγών των χρήσεων γης στα οροπέδια Ζαγορίου πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο Μαρτυρίες για την κατοίκηση και χρήση της περιοχής μελέτης από τους ανθρώπους υπάρχουν ήδη από πολύ παλαιά. Αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής του Χαλκού από τον Ελαφότοπο και το οροπέδιο των Κάτω Πεδινών (~1.200 π. Χ.) και της Εποχής του Σιδήρου (1.120/ /700 π.χ.) από την κοντινή περιοχή της Αρίστης (11ος - 10ος αι. π.χ.), επιβεβαιώνουν την κατοίκηση της περιοχής μελέτης από νομάδες ποιμένες (Βλαχοπούλου-Οικονόμου, 2001). Τα σημαντικότητα ευρήματα της μολοσσικής κώμης της Βίτσας (από μέσα του 9ου μέχρι το τέλος του 4ου αι. π.χ), μαρτυρούν την κατοίκιση της από συγγενικές οικογένειες, που μετακινούνταν μαζί με τα ζώα τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα χειμαδιά των ηπειρωτικών ακτών (Βοκοτοπούλου, 1986). Στον Ελαφότοπο υπάρχουν ακόμη λείψανα φρουριακού χαρακτήρα σε οχυρωμένη θέση, έως και τις αρχές των ελληνιστικών χρόνων (330 π. Χ.). Μετά την ερήμωση της Ηπείρου από τους Ρωμαίους, τα τοπωνύμια πιστοποιούν τη σταδιακή εγκατάσταση των Σλάβων. Στις αρχές του 6 ου αι. μ.χ. εμφανίζεται και το όνομα «Ζαγόρι» σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β Παλαιολόγου του Την ίδια περίοδο σε άλλα έγγραφα παρουσιάζονται τα σλαβικά ονόματα των σημερινών οικισμών της περιοχής μελέτης, Άνω και Κάτω Πεδινών (Σουδενών), που μαρτυρούν ότι οι οικισμοί αυτοί είναι από τους παλαιότερους του Ζαγορίου (Χουλιαράς, 2006). 165

168 Ταυτόχρονα έχει επίσης πιστοποιηθεί η συνεχής δημιουργία και η εξαφάνιση διάσπαρτων μικρών οικισμών, που πραγματοποιούνταν μάλλον μέχρι τον 16 ο και 17 ο αιώνα,. Τότε οι μικρές συνοικήσεις διαλύθηκαν και συσσωματώθηκαν τελικά σε μεγαλύτερους οικισμούς (Παπαγεωργίου, 1995). Στην περιοχή μελέτης για παράδειγμα, στο οροπέδιο των Κάτω Πεδινών, αναφέρονται από τους κατοίκους τουλάχιστον 3-5 μικροί οικισμοί γύρω από το οροπέδιο, όπως το «Πάνω χωριό», η «Αγία Βαρβάρα», ο «Τσερβαρόλακος» και άλλα, που παραμένουν πλέον μόνο ως τοπωνύμια των συγκεκριμένων θέσεων. Πάντως θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν έχει γίνει αναλυτική αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή, πόσο μάλλον αρχαιο-οικολογική, για να διαπιστωθεί, κατά πόσο υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στις χρήσεις γης των οροπεδίων, αλλά και πως οι άνθρωποι της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν τη γη. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κάποια από τα αρχαιότερα αγροτικά τοπία της Μεσογείου που παραμένουν σήμερα ακόμη ανέπαφα και απαράλλακτα, βρίσκονται κυρίως στις ορεινές περιοχές και ιδιαίτερα τα οροπέδια, που αποτελούν ίσως τους χώρους από όπου πρωτοξεκίνησε η γεωργία. Στην σπηλιά ενός τέτοιου οροπεδίου γεννήθηκε άλλωστε και ο Δίας, ενώ αρχαίοι οικισμοί ήταν από την αρχαιότητα χωροθετημένοι κατά κανόνα στις πλαγιές παρόμοιων οροπεδίων των Βαλκανίων (Grove & Rackham, 2001). Έτσι συμβαίνει και με τους τρεις οικισμοί που βρίσκονται εγγύτερα των οροπεδίων Ζαγορίου (Άνω και Κάτω Πεδινά και Ασπράγγελοι) που είναι χωροθετημένοι στις άκρες των ομώνυμων οροπεδίων. Βέβαια μόνιμες εγκαταστάσεις ποιμένων, όπως τα Καλύβια Τσερβαρίου, υπάρχουν και σε θέσεις παλαιότερων εγκαταλειμμένων οικισμών, μόλις 5-6 χιλιόμετρα δυτικότερα σε χαμηλότερη υψομετρικά περιοχή. Η πρόσφατη οικολογική ιστορία της περιοχής αντανακλάται εύκολα και με τον καλύτερο τρόπο στο επίπεδο του τοπικού αγροτικού πολιτισμού, στα είδη των κτισμάτων και στις κατασκευές της κάθε περιοχής που εξυπηρετούσαν τότε τις τοπικές ανάγκες. Βέβαια χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην εξαγωγή απευθείας συμπερασμάτων και συσχετίσεων, αφού η περίοδος της οικονομικής άνθισης του Ζαγορίου, συνέβη μετά την συνθηκολόγηση των χωριών που εξασφάλισε καθεστώς 166

169 αυτονομίας και αυτοδιοίκησης (Συνθήκη του Βοϊνίκου, 1479). Την εποχή αυτή κυρίως δημιουργήθηκαν τα πολυτελή πέτρινα σπίτια με τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, τα λιθόστρωτα καλντερίμια, τα επιβλητικά κοινοτικά κτίρια όπως τα σχολεία, οι εκκλησίες και τα αριστοτεχνικά γεφύρια, τα οποία μαρτυρούν μια πλούσια οικονομική, πνευματική και κοινωνική ζωή. Πάραυτα, μεγάλο μέρος αυτής της οικονομικής δύναμης θεωρείται ότι δεν στηρίζονταν στην πρωτογενή παραγωγή. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο πλούτος αυτός προήλθε κυρίως από τα εμβάσματα και τα κληροδοτήματα που έρχονταν από το εξωτερικό, αφού μεγάλο μέρος των Ζαγορισίων ζούσε τότε στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, όπου συχνά διατηρούσαν υψηλά αξιώματα (Πιτούλη- Κίτσου, 2003). Εικόνα 5.1: Αλώνισμα με φόντο το χωριό Κάτω Πεδινά το Παρατηρούμε την ελάχιστη δενδρώδη βλάστηση που υπάρχει μόνο στις κορυφαίες λοφοπλαγιές του χωριού. Επίσης διακρίνονται πολύ περισσότερα σπίτια σε σχέση με σήμερα καθώς και οι μεγάλες θημωνιές στο αλώνι που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, γεγονός που δείχνει την μεγάλη παραγωγή σιτηρών την εποχή εκείνη. Picture 5.1.: Threshing in the village of Kato Pedina in Many more houses existed in that period, while woody vegetation is very scarce. Big quantities of hay, shown here in front part of the picture in the threshing floor indicate a big production of cereals this time period. Δεν στάθηκε δυνατόν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής να βρεθούν ιστορικά δεδομένα της αγροτικής παραγωγής της περιοχής μελέτης (π.χ. πίνακες παραγωγής σε χειρόγραφα ή χάρτες είδους εκμεταλλεύσεων), όπως υπάρχουν σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπου η οικολογική ιστορία μπορεί εύκολα να 167

170 ανατρέξει με ασφάλεια σε αρχεία ως και 300 ετών παλαιότερα (Cousins, 2001). Η σημασία αυτού του υλικού, εάν υπάρχει, είναι πολύ σημαντικό να αναζητηθεί και να καταγραφεί με λεπτομέρεια, αφού έχει αποδειχθεί ότι τέτοια στοιχεία μπορούν να μας εξηγήσουν με ασφάλεια διάφορα χαρακτηριστικά της βιοποικιλότητας του σημερινού χώρου. Σκοπός της παρούσας εργασίας δεν ήταν βέβαια να συλλέξει και να αξιολογήσει με ενδελέχεια τέτοιου είδους πληροφορίες. Έτσι η κύρια πηγή των πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν κείμενο προέρχεται από άτυπες συνεντεύξεις και προσωπικές ιστορίες κατοίκων της περιοχής μελέτης, που αφορούν στα τέλη του 19 ου και στις αρχές του 20 ου αιώνα, καθώς και κάποιο φωτογραφικό υλικό (βλέπε Εικόνα 5.1.). Είναι πάντως απαραίτητο, στα πλαίσια του νέου Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, να γίνει συστηματική έρευνα στον τομέα αυτό στο άμεσο μέλλον, διότι θα δώσει πολύτιμες πληροφορίες και χρήσιμα συμπεράσματα για την κατάσταση των σημερινών οικοσυστημάτων και των ειδών της ευρύτερης περιοχής. Εξετάζοντας λοιπόν προσεκτικότερα τα υπολείμματα του παρελθόντος, το ερώτημα παραμένει: για ποιο λόγο να ήταν αναγκαίο να χτιστούν πάνω από 100 αλώνια στην περίμετρο του χωριού των Κάτω Πεδινών (πολλά από τα οποία μάλιστα ήταν «μισιακά», δηλαδή μοιράζονταν σε πάνω από δύο ιδιοκτήτες), εάν η περιοχή δεν παρήγαγε ανάλογη ποσότητα σιτηρών, που χρειάζονταν να αλωνιστούν σε σύντομο χρόνο; Και για ποιο λόγο να υπήρχαν δεκάδες «καλύβες» για την φύλαξη του σανού, εάν η παραγωγή του ήταν περιορισμένη; Οι παλυνολογικές μελέτες της ιστορίας της βλάστησης της Ηπείρου, βεβαιώνουν αντίθετα ότι η ευρύτερη περιοχή δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ αποκλειστικά ως καλλιεργούμενη αγροτική γη, καθώς το έντονο ανάγλυφο και το πετρώδες του εδάφους της ποτέ δεν ευνόησαν την καλλιέργεια σιτηρών σε μεγάλη κλίμακα (Willis, 1992b). Φαίνεται λοιπόν ότι τα μεμονωμένα οροπέδια των Άνω και Κάτω Πεδινών και της Βίτσας, που είχαν μάλιστα ονομαστεί και ψωμοτόπια του Ζαγορίου, θα πρέπει να αποτελούσαν την εξαίρεση παρά τον κανόνα στα Ζαγορίσια βουνά (Λαμπρίδης 1889). Σύμφωνα ακόμη με τη μελέτη της ιδιοκτησίας, αλλά και από τις μαρτυρίες των κατοίκων, οι καιρικές συνθήκες αλλά και ο άνυδρος χαρακτήρας των οροπεδίων ανάγκαζε στη δημιουργία ενός δεύτερου στοιχειώδη οικισμού με καλύβια κι 168

171 αποθήκες δίπλα στις ποτιστικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις χαμηλότερου υψομέτρου. Έτσι μακριά από τον κύριο οικισμό των Άνω και Κάτω Πεδινών καθώς του Ελαφοτόπου υπήρχε και ο οικισμός του Καλπακίου κοντά στα πλούσια νερά του Καλαμά, που λειτούργησε με τον τρόπο αυτό συμπληρωματικά για τους κατοίκους των γειτονικών οροπεδίων (Νιτσιάκος, 2003). Οι ενδιαφέρουσες αυτές πληροφορίες απέχουν πάντως πολύ από την ενδελεχή μελέτη της αγροτικής ιστορίας της περιοχής, η οποία δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, ούτε καν σε επίπεδο της απλής καταγραφής, ούτε πολύ περισσότερο στο επίπεδο της οικολογικής ιστορίας. Η παρούσα προσέγγιση είναι μια πρώτη προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση που πιστεύεται ότι θα αποτελέσει στο μέλλον έναν πολλά υποσχόμενο κλάδο της επιστήμης της οικολογίας, ειδικότερα εντός των ορεινών Εθνικών Πάρκων της χώρας όπου χρειάζεται απαραίτητα να γνωρίζουμε καλά τα θέματα της διαχείρισης του χώρου και κατά την διάρκεια των παρελθόντων χρόνων. Τα ερωτήματα που θέτονται για έρευνα στο κεφάλαιο αυτό λοιπόν είναι: Ποιες είναι οι βασικότερες αλλαγές στο αγροτικό τοπίο των οροπεδίων του Ζαγορίου που έχουν συμβεί στις περιοχές όπου φωλιάζει ο Αετομάχος; Τί επιδράσεις μπορεί να έχουν οι αλλαγές αυτές στη σημερινή πληθυσμιακή κατάσταση και στην αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου; Υπάρχει ένα είδος «μνήμης» σχετικά με τις καταλληλότερες περιοχές με την μέγιστη αναπαραγωγική επιτυχία ή αυτή σχετίζεται με άλλους παράγοντες; Υπάρχουν περιοχές κατάλληλες, σύμφωνα με τα χωρικά πρότυπα του είδους, όπου ωστόσο ο Αετομάχος δεν είναι παρόν ή δεν αναπαράγεται με επιτυχία και αυτό δεν εξηγείται αλλιώς, παρά μόνο με την ιστορία των θέσεων αυτών; 169

172 5.2 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Δημιουργία χαρτογραφικών υποβάθρων για την μελέτη της ιστορίας του τοπίου Οι μόνες πηγές για τη δημιουργία χαρτογραφικών υποβάθρων ανάλυσης της ιστορίας του τοπίου για την περιοχή μελέτης είναι παλιές αεροφωτογραφίες, καθώς και το φόντο από κάποιες προσωπικές φωτογραφίες που κάποιοι διατηρούν ως οικογενειακά κειμήλια. Οι τελευταίες δεν μπορούν βέβαια να χρησιμοποιηθούν ως χαρτογραφικά υπόβαθρα, αλλά ήταν χρήσιμες για να εξαχθούν «ποιοτικές πληροφορίες» (βλέπε π.χ. Εικόνα 5.1). Έτσι αγοράστηκαν από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού ζευγάρια ή και σειρά αεροφωτογραφιών της περιοχής μελέτης των ετών 1945, 1969 και 1995, δηλαδή χρονικής διαφοράς από χρόνια, ενώ για την τελευταία δεκαετία χρησιμοποιήθηκαν οι ορθοφωτοχάρτες του 2000 και η δορυφορική εικόνα του Για να δημιουργηθεί το παρελθόν φωτο-μωσαϊκό της περιοχής μελέτης οι αεροφωτογραφίες σαρώθηκαν στην μέγιστη δυνατή ανάλυση των 1200 dpi, με αποτέλεσμα να έχουν σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, ευκρίνεια κάτω του ενός μέτρου/pixel. Έτσι η αεροφωτογραφίες του 1945 είχαν ανάλυση 0,76μέτρα/pixel, του 1969 είχαν 0,87μέτρα/pixel όπως και οι αεροφωτογραφίες του 1995 ενώ οι ορθοφωτοχάρτες του 2000 και η δορυφορική του 2006 είχαν ανάλυση 1 μέτρο/pixel. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο οι απευθείας μετρήσεις φωτοσταθερών σημείων στο πεδίο με την βοήθεια των φ.γ.σ.π. έδειξαν ότι οι ορθοφωτοχάρτες του 2000 είχαν πολύ μεγάλη ακρίβεια γεωδαίτησης (κοντά στο ένα μέτρο που ήταν και το pixel της εικόνας τους). Έτσι επιλέχθηκαν αυτοί ως βάση για τη γεωδαίτηση του μωσαϊκού των αεροφωτογραφιών όλων των παρελθόντων ετών. Η εργασία αυτή έχει πολλές φορές αμφίβολα αποτελέσματα, δεδομένης της παράλλαξης που δημιουργείται στα άκρα των αεροφωτογραφιών, ενώ υπάρχει συχνά και πρόβλημα στην ευκρίνεια των εικόνων, ιδιαίτερα των παλαιότερων ετών. Τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν α) με την κατάτμηση των αρχικών αεροφωτογραφιών σε μικρότερα τμήματα (2-3 σε κάθε οροπέδιο) και β) την ανεξάρτητη γεωδαίτησή τους με την επιλογή πολλών (άνω των 20) φωτοσταθερών 170

173 σημείων που ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένα στο χώρο, αναγνωρίστηκαν απευθείας στο πεδίο και χωροθετήθηκαν με μεγάλη ακρίβεια στον ορθοφωτοχάρτη. Να σημειωθεί ότι η μικρή έκταση της περιοχής (950 εκτάρια), αλλά και το ομαλό ανάγλυφο (ιδιαίτερα στα μεγάλα και σχεδόν επίπεδα κεντρικά τμήματα των οροπεδίων), βοήθησε ώστε η γεωδαίτηση των αεροφωτογραφιών να είχε ως αποτέλεσμα το τελικό φωτομωσαϊκό κάθε έτους να έχει πολύ μικρό μέσο λάθος (RMS < 3 μέτρων). Έτσι στην μεγαλύτερη έκταση της εικόνας των αεροφωτογραφιών, το λάθος χωροθέτησης ενός σημείου μεταξύ των τριών χρονικών περιόδων ήταν λιγότερο του ενός μέτρου (π.χ. ιδιαίτερα στα κεντρικά τμήματα των οροπεδίων) και πάντως όχι πάνω από 8 μέτρα εντός των ορίων της περιοχής μελέτης. Αυτό είναι ένα απόλυτα αποδεκτό όριο λάθους, δεδομένου ότι κάποια χαρακτηριστικά του εδάφους στις αεροφωτογραφίες του 1945, λόγω του μεγάλου ύψους της πτήσης, της κλίσης του φωτός και της ποιότητάς του, δεν ήταν ούτως ή άλλως αρκετά ευδιάκριτα. Όλες οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο περιβάλλον ArcMap-ArcInfo Από την αναλυτική φωτοερμηνεία βρέθηκε ότι η δορυφορική εικόνα του 2006 παρουσίαζε ελάχιστες διαφορές σε σχέση με την κατάσταση του χώρου που απεικονίζονταν στους ορθοφωτοχάρτες του Έτσι επιλέχθηκαν οι τελευταίοι για τις ιστορικές συγκρίσεις με τις ελάχιστες μικρο-διαφοροποιήσεις που χρειάστηκαν να γίνουν όπου ήταν απαραίτητο, από τη νεότερη δορυφορική εικόνα. Ένα πλεονέκτημα σε αυτήν την επιλογή ήταν ότι τα προβλήματα γεωδαίτησης της νεότερης δορυφορικής εικόνας μεγιστοποιούνταν προστιθέμενα στις μικρές αποκλίσεις γεωδαίτησης των αεροφωτογραφιών και έτσι θα μεγάλωναν συνολικά οι αποκλίσεις στις συγκρίσεις μεταξύ των τριών χρονικών περιόδων. Επιπλέον, η νεότερη δορυφορική εικόνα του 2006 μπορούσε να χρησιμοποιηθεί βέβαια για την ακριβέστερη φωτοερμηνεία των στοιχείων του περιβάλλοντος, όμως το ασπρόμαυρο υπόβαθρο του ορθοφωτοχάρτη και το μικρό μέγεθος του αρχείου βοηθούσε περισσότερο στην πιστότερη και γρηγορότερη σύγκριση των 3 χρονικών περιόδων. 171

174 5.2.2 Επιλογή κλίμακας μέτρησης των χαρακτηριστικών του τοπίου Το θέμα της κλίμακας στη μέτρηση των χαρακτηριστικών του χώρου για την μελέτη της ιστορικής αλλαγής του τοπίου, αποτελεί και εδώ ένα σοβαρό πρόβλημα που θα έπρεπε να επιλυθεί με αντικειμενικό τρόπο. Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε αναλυτικά στον σημαντικό ρόλο που παίζει η κλίμακα σχετικά με το επίπεδο της χωρικής επιλογής του κυνηγότοπου, του χώρου τοποθέτησης της φωλιάς κτλ. Σκοπός σε αυτό το κεφάλαιο είναι να μετρηθούν οι αλλαγές στα στοιχεία του τοπίου που γνωρίζουμε ήδη ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη βιολογία του είδους, τα οποία να μπορούμε εύκολα και με ακρίβεια να τα αναγνωρίσουμε και να ταυτοποιήσουμε σε παλαιότερες αεροφωτογραφίες. Σκοπός εδώ είναι δηλαδή να βρεθούν ποιες μεταβολές των χαρακτηριστικών του τοπίου, που οφείλονται σε αλλαγές των χρήσεων γης εντός των τελευταίων 60 χρόνων, μπορεί να επηρεάζουν την αναπαραγωγική επιτυχία του Αετομάχου. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η επικράτεια του Αετομάχου κυμαίνεται από 0,5 έως 1,5 ha και άρα η ακτίνα της είναι από 40 έως 70 μέτρα (Cramp & Perrins 1993, Söderström 2001, Goławski & Meissner 2007, Lefranc & Worfolk 1997, Olsson1995). Επίσης θεωρείται ότι ένα περίπου εκτάριο γύρω από τη φωλιά είναι η περιοχή όπου λαμβάνει χώρα η μέγιστη δραστηριότητα του ζευγαριού, δηλαδή εκεί όπου συλλαμβάνεται η περισσότερη λεία για τη θρέψη των θηλυκών που κλωσούν ή των νεοσσών που μεγαλώνουν στη φωλιά (Carlson 1985). Η επιφάνεια αυτή διαφέρει από ζευγάρι σε ζευγάρι και από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρου, την δομή του τοπίου, την «ποιότητα» του βιοτόπου, την ποσότητα τροφής, του ανταγωνισμού των γειτονικών ζευγαριών και πολλών άλλων παραγόντων. Έτσι διάφοροι ερευνητές χρησιμοποιούν διαφορετική επιφάνεια σε κάθε μελέτη, π.χ. ο Söderstrom (2001) χρησιμοποιεί ένα εκτάριο, οι Goławski & Meissner (2008) 1,5 εκτάρια και ο Titeux (2006) τετράγωνα των 150 μέτρων. Επιπλέον τα ενδιαιτήματα όπου φωλιάζει ο Αετομάχος στην Ευρώπη διαφέρουν πολύ από τα αυτά της χώρας μας, ενώ δε βρέθηκαν αντίστοιχες μελέτες στα Βαλκάνια για απευθείας σύγκριση. Συνεπώς, μόνο η εξέταση των τοπικών συνθηκών κρίθηκε ότι θα ανταποκρίνονταν καλύτερα στην έκταση όπου θα 172

175 γίνονταν οι ιστορικές μετρήσεις των τοπικών χαρακτηριστικών του αγροτικού χώρου. Για τον λόγο αυτό κρίθηκε απαραίτητο να εξεταστεί η βέλτιστη επιφάνεια χρήσης των πουλιών στην περιοχή μελέτης μας. Από την εργασία πεδίου διαπιστώθηκε ότι οι επικράτειες είχαν μεγάλες διαφοροποιήσεις στο εμβαδόν τους και δεν είχαν καθορισμένα σχήματα, αλλά ήταν πολύ «εύπλαστες», προσαρμοσμένες κάθε φορά στο χώρο και τη βλάστηση γύρω από την φωλιά (βλέπε και Χάρτη 4.1 στο προηγούμενο κεφάλαιο). Ακόμη η απόσταση μεταξύ των γειτονικών φωλιών ήταν πολύ διαφορετική από περιοχή σε περιοχή. Χρησιμοποιήσαμε έτσι τρεις «δείκτες» για να ορίσουμε την αντιπροσωπευτικότερη «μέση έκταση επικράτειας». Ο πρώτος ορίστηκε ως η «μέση απόσταση των κοντινότερων γειτονικών φωλιών», ο δεύτερος ως η «μέση διάμετρος των χαρτογραφημένων επικρατειών» και ο τρίτος ως ο «μέσος όρος των μακρινότερων πτήσεων εντός των επικρατειών» (Πίνακας 5.1). Πίνακας 5.1: Τιμές δεικτών για τον υπολογισμό της «μέσης έκτασης επικράτειας» του Αετομάχου όπως χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη για τον ορισμό των επιφανειών μέτρησης των ιστορικών αλλαγών. Table 5.1: Data for three indicators of the "mean territory size" of Red-backed Shrike in the study area, used to define the plot size for the landscape measurements of historical changes. Δείκτες «μέσης έκτασης επικράτειας» Απόσταση κοντινότερης φωλιάς Μέση διάμετρος επικράτειας Μέσο μήκος μακρινότερων πτήσεων n Ελάχιστο Μέγιστο Μέσος Όρος Γεωμετρικός Μέσος Όρος Αρμονικός Μέσος Όρος Διάμεσος Μέση Απόκλιση Από τον Πίνακα 5.1 βλέπουμε ότι οι μικρότερες τιμές των διαφορετικών μέσων όρων αφορούν τη μέση διάμετρο επικράτειας και κυμαίνονται από τα 61.8 έως και τα 78.6 μέτρα. Έτσι αποφασίστηκε να εξεταστούν τα χαρακτηριστικά του τοπίου εντός επιφανειών ακτίνας 75 μέτρων που μάλιστα αποτελούν μέγεθος 173

176 συγκρίσιμο με την τελευταία εργασία του Titeux et al. (2007) που χρησιμοποιεί τετράγωνα 150 μέτρων μήκους αντί για επιφάνειες κύκλου. Ακολούθως οι επιφάνειες μέτρησης των χαρακτηριστικών του τοπίου στις τρεις ιστορικές περιόδους ( ) χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: 1) Επιφάνειες με κέντρο το σημείο θέσης της επιτυχημένης φωλιάς ζευγαριού, όταν δηλαδή έστω ένας νεοσσός ανατράφηκε με επιτυχία (n1=24). 2) Επιφάνειες με κέντρο το σημείο θέσης εγκαταλειμμένης φωλιάς ζευγαριού, όταν δηλαδή η φωλιά βρέθηκε άδεια λόγω θήρευσης, εγκατάλειψης κτλ. Δεν λήφθηκαν υπόψη οι πρώτες εγκαταλειμμένες φωλιές ενός ζευγαριού, όταν αυτό ξανάχτισε δεύτερη φωλιά που ανήκε στη πρώτη κατηγορία, για να υπάρχει ανεξαρτησία των δειγμάτων. Εάν και η δεύτερη προσπάθεια οδηγήθηκε σε αποτυχία, λαμβάνονταν η θέση της πρώτης φωλιάς ως κέντρο του κύκλου (n2=58). 3) Τυχαίες επιφάνειες (n3=81) με κέντρο τυχαία επιλεγμένα σημεία, από δίκτυο σημείων εκτός της έκτασης κατανομής του είδους, που ορίστηκε ως η τομή των εκτάσεων που περιλαμβάνεται εκτός της ζώνης των 75 μέτρων από τις οριακές περιφερειακές περιοχές παρουσίας ή πτήσης του είδους στη περιοχή μελέτης, παίρνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα κατανομής του είδους όλων των χρονιών (2000, 2003, 2005, 2006), τα οποία μάλιστα δεν διέφεραν ιδιαίτερα σε σχέση με τα εξωτερικά τους όρια. 174

177 Χάρτης 5.1: Παράδειγμα της ίδιας έκτασης στις τρεiς ιστορικές χρονικές περιόδους που περιβάλλεται από ίδια κυκλική επιφάνεια ακτίνας 75 μέτρων όπου έγιναν οι μετρήσεις των χαρακτηριστικών της ιστορίας του τοπίου. Map 5.1: An example of the same area in the three time period. A 75 metres radius plot is shown within which all historical landscape measurements were taken. 175

178 Μέθοδος µέτρησης των χαρακτηριστικών του τοπίου Σε διάφορες έρευνες σχετικές με την ιστορική αλλαγή των ενδιαιτημάτων των πουλιών, έχουν μετρηθεί διαφορετικοί δείκτες, ανάλογα με τα ερωτήματα και τις υποθέσεις της κάθε εργασίας. Οι μετρήσεις στην παρούσα έρευνα επιλέχθηκαν με γνώμονα την απλότητα, την ταχύτητα και την ευκρίνεια των μετρήσεων, ώστε να μπορούν να γίνουν με ευκολία ακόμη και από μη ειδικούς, όπως προτείνεται άλλωστε και από τους Scozzafava & de Sanctis (2006). Οι ερευνητές αυτοί σύγκριναν τον βιότοπο του Αετομάχου και δύο άλλων στρουθιόμορφων πουλιών από το σε επιφάνειες ακτίνας 100 μέτρων στο ορεινό Εθνικό Πάρκο Abruzzo της Ιταλίας, όπου συνέβησαν παρόμοιες αλλαγές στο τοπίο με αυτές της περιοχής μελέτης. Εικόνα 5.2: Ένα παράδειγμα μετρήσεων των χωρικών μεταβλητών της ιστορίας του τοπίου με την «μέθοδο των σημείων». Picture 5.2: An example of landscape history measurement using the point method. 176

179 Βρέθηκε λοιπόν ότι απλές μετρήσεις μπορούν πράγματι να αποτυπώσουν τις ιστορικές αλλαγές και έτσι με βάση τα παραπάνω επιλέχθηκε να μετρηθούν απευθείας στις αεροφωτογραφίες οι εξής παρακάτω χωρικές μεταβλητές της ιστορίας του τοπίου: Α. Εκτίμηση ποσοστού κάλυψης με την «μέθοδο των σημείων»: Η απλή, γρήγορη και αξιόπιστη αυτή μέθοδος μέτρησης των ποσοστών κάλυψης χρήσεων γης χρησιμοποιήθηκε με την επιλογή 16 σταθερών σημείων, απόστασης 30 μέτρων που τοποθετήθηκαν σε ισοδιάταξη 4Χ4 εντός μιας κυκλικής επιφάνειες 75 μέτρων, μετρώντας κάθε φορά τον αριθμό των σημείων που έπεφταν πάνω σε κάθε τύπο βιοτόπου και που το σύνολό τους αθροίζονταν πάντα σε 16. Ένα παράδειγμα για το πώς έγιναν οι μετρήσεις απευθείας στις αεροφωτογραφίες δίνεται στην Εικόνα 5.2. Β. Μέτρηση μήκους χωρικών μεταβλητών: Μετρήθηκε το μήκος των φυτοφραχτών με τη χρήση του χάρακα από τα εργαλεία του περιβάλλοντος του GIS ArcMap- ArcInfo Γ. Ε. Ζ. Μέτρηση του αριθμού: των μεγαλύτερων ευδιάκριτων δέντρων (άνω των 9 pixel διαμέτρου), των διαφορετικών αγροτεμαχίων και του συνολικού αριθμού των τοπιοψηφίδων (pathes). Ως «διαφορετικές τοπιοψηφίδες» ορίστηκαν τα διαφορετικού χρώματος ξεχωριστά τμήματα. Η. Παρουσία Απουσία κάποιων χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν απευθείας στις αεροφωτογραφίες (υποδομές, δρόμοι, αποστραγγιστικές τάφροι, περιοχές εντός/εκτός αναδασμού, διάσπαρτοι μεμονωμένοι θάμνοι). Θ. Ιστορικό είδος χρήσης: Για τις ανάγκες της έρευνας ομαδοποιήθηκαν σε γενικές και ειδικές κατηγορίες οι κατηγορίες χρήσης γης όπως φαίνεται αναλυτικά στον πίνακα που ακολουθεί (βλέπε Πίνακα 5.2). 177

180 Πίνακας 5.2: Γενικές κατηγορίες κάλυψης των εκτάσεων όπως αναγνωρίστηκαν από την φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών Table 5.2: General land cover categories as they were recognized in the aerial photographs in Γενική κατηγορία Γεωργικές εκτάσεις Κτηνοτροφικές εκτάσεις Θαμνότοπος ή δάσος Τύπος έκτασης Γεωργική παλαιού τύπου (Προβιομηχανική) Νέου τύπου αγροτική (Αναδασμός) Μικτό γεωργοκτηνοτροφικό (Παλαιού τύπου γεωργική γη μικτή με βοσκότοπο) Παλαιού τύπου βοσκότοπος με θάμνους δέντρα (με ποικιλία χαρακτηριστικών) Ποολίβαδο χωρίς δέντρα ή θάμνους Πυκνός θαμνώνας (περιοχή με αδιαπέρατους θάμνους συχνά εγκαταλειμμένη έκταση) Δάσος ή δασικές διαπλάσεις ανεξαρτήτου ηλικίας Κωδικοί PA NA AK PK MK CE CF Στατιστική ανάλυση και επεξεργασία των χωρικών μεταβλητών Για τη σύγκριση των χωρικών μεταβλητών, πολλές από τις οποίες ήταν ταξινομημένες σε κατηγορίες, χρησιμοποιήσαμε μη παραμετρικά στατιστικά τεστ για ανεξάρτητα δείγματα. Χρησιμοποιήσαμε την στατιστική δοκιμασία Kruskal Wallis για τη σύγκριση των μέσων όρων των τριών τιμών (επιτυχημένων, μη επιτυχημένων φωλιών και τυχαίων τετραγώνων) στη συγχρονία, ενώ συγκρίναμε τα ζευγάρια με Mann-Witney U-test (φωλιές και τυχαία τετράγωνα, επιτυχημένες με μη επιτυχημένες φωλιές κτλ). Για τη σύγκριση των τιμών μεταξύ των τριών ιστορικών στιγμών στις ίδιες επιφάνειες χρησιμοποιήσαμε μη παραμετρικά τεστ για εξαρτημένα δείγματα. Συγκρίναμε τις τιμές μεταξύ των τριών στιγμών με Freidmann ( και 2006) και μεταξύ των δύο ( και ) με Wilcoxon τεστ. Αναφερόμενοι στη συνολική εικόνα της κάθε επιφάνειας της κάθε ιστορικής στιγμής σχετικά τόσο με τη φυσιογνωμία της, όσο και με τον τύπο της χρήσης της, χωρίσαμε την περιοχή σε επτά (7) «αγροτικούς τύπους χρήσης της γης» (βλέπε Πίνακα 5.2). Χαρακτηρίζοντας κάθε έκταση από την κυρίαρχη μορφή «αγροτικού τύπου» παρακολουθήσαμε τα πρότυπα της μεταβολής της φυσιογνωμίας της που φαίνονται συνοπτικά στον Πίνακα 5.3 που ακολουθεί. 178

181 Πίνακας 5.3: Κύριες αλλαγές κατηγορίας «αγροτικών τύπων» του συνόλου των επιφανειών όπως αναγνωρίστηκαν από την φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των τριών ιστορικών στιγμών. Table 5.3: Main changes of "rural types" categories for all sampling plots, as they were recognized directly from the aerial photographs of the three time periods. Γενική κατηγορία Γεωργικές εκτάσεις Κτηνοτροφικές εκτάσεις Τύπος έκτασης 1945 Παλαιού τύπου αγροτική Παλαιού τύπου κτηνοτροφική Τύπος έκτασης 1969 Τύπος έκτασης 2006 Παλαιού τύπου αγροτική Εγκατάλειψη μετατροπή σε παλαιού τύπου κτηνοτροφική Παλαιού τύπου κτηνοτροφική Εγκατάλειψη Παλαιού τύπου αγροτική Αναδασμός, μετατροπή σε νέου τύπου γεωργική Παλαιού τύπου κτηνοτροφική Πλήρης εγκατάλειψη Παλαιού τύπου κτηνοτροφική Πλήρης εγκατάλειψη Αναδασμός, μετατροπή σε νέου τύπου γεωργική Για τη σύγκριση των μεταβλητών μεταξύ των ιστορικών στιγμών δημιουργήσαμε νέες ανεξάρτητες μεταβλητές που ονομάσαμε «μέγεθος αλλαγής» και προέκυψαν από την αφαίρεση της τιμής της κάθε μεταβλητής σε κάθε ιστορική στιγμή (π.χ. διαφορά μήκους φυτοφράχτη μεταξύ 2000 και 1969, διαφορά μεταξύ αριθμού σημείων / ποσοστών κάλυψης, διαφορά του αριθμού δέντρων κ.τ.λ.). Επίσης δημιουργήσαμε μία νέα ανεξάρτητη μεταβλητής ως δείκτη της συνολικής ιστορικής μεταβολής όλων των χωρικών μετρητικών μαζί και για κάθε επιφάνειας που να συμπεριλαμβάνει και την συνμεταβλητότητά τους. Αυτή η μεταβλητή προέκυψε από την αφαίρεση των «ιστορικών τιμών θέσης» κάθε επιφάνειας, που προέκυψαν από την τιμή του πρώτου και δεύτερου άξονα της ανάλυσης κυρίων παραγόντων κάθε ιστορικής στιγμής. Η τιμή του νέου «δείκτη ιστορικής αλλαγής» αποτελεί ουσιαστικά την «απόσταση» που έχουν μεταξύ τους οι «ιστορικές τιμές θέσης» κάθε επιφάνειας κάθε ιστορική στιγμή (1945 το 1969 και το 2006). Αναμένει λοιπόν κανείς ότι για μία επιφάνεια όπου οι μετρητικές του τοπίου της δεν έχουν αλλάξει πολύ μεταξύ των τριών περιόδων, οι τρεις «ιστορικές τιμές θέσης» θα τοποθετούνται πολύ κοντά στους άξονες της ανάλυσης κυρίων παραγόντων και αντίστοιχα η απόστασή τους, δηλαδή ο «δείκτης ιστορικής αλλαγής» να είναι μικρός. 179

182 5.3 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Οι περισσότερες αλλαγές που συνέβησαν στο τοπίο στο σύνολο των επιφανειών στο πέρασμα του χρόνου βρέθηκαν να είναι στατιστικά σημαντικές (Πίνακα 5.5). Το μόνο στοιχείο που δε φάνηκε να αλλάζει είναι το ποσοστό του ανοιχτού θαμνότοπου και των υγρολίβαδων αν και τα τελευταία είναι λιγότερο καιρό πλημμυρισμένα μετά τις εργασίες μερικής αποστράγγισης των οροπεδίων. Αντίθετα, βλέπουμε την εισβολή του δάσους και του κλειστού θαμνότοπου (ραγδαία αύξηση από %), τόσο των ανοιχτών δασών από το 1945 μέχρι σήμερα, όσο και του κλειστού δάσους τη δεύτερη περίοδο (μετά το 1969), μαζί με την αύξηση και των μεμονωμένων μεγάλων δέντρων. Η αγροτική γη φαίνεται συνολικά να έχει μειωθεί από το 1945 μέχρι σήμερα, αφού τότε πάνω από το ¼ της περιοχή (26%) καλλιεργούνταν (17% σήμερα). Πάραυτα παρουσιάζεται μία αύξηση των καλλιεργημένων εκτάσεων και των κοφτολίβαδων από το 1969 μέχρι σήμερα, αποτέλεσμα του αναδασμού. Αυτό πιστοποιείται αφού την ίδια περίοδο παρατηρούμε μια αντίστοιχη μείωση των φυτοφραχτών και του αριθμού των αγροτεμαχίων που λιγοστεύουν, ενώ ο αριθμός των τοπιοψηφίδων αυξάνει ως αποτέλεσμα της εισβολής δέντρων και θάμνων στο σύνολο του τοπίου. 180

183 Πίνακας 5.5: Αλλαγές στις χωρικές μεταβλητές της ιστορικότητας του τοπίου για το σύνολο της περιοχής (στο σύνολο των επιφανειών με φωλιές ή τυχαίες εκτός κατανομής) και σύγκριση τους από το 1945 έως το 2006 και από το Οι συγκρίσεις στις τρεις διαφορετικές ιστορικές στιγμές έγιναν με Wilcoxon test για εξαρτημένα δείγματα. Table 5.5: Changes in the historical landscape variables for all the area (sum of plots with nest and randomly selected ones in areas without birds) and their comparison from 1945 until 2006 and from The comparisons of the various historical moments have been done with Wilcoxon test for dependent samples. Αλλαγές στο τοπίο για το σύνολο της περιοχής από το 1945 έως το 2006 Wilcoxon test Wilcoxon test Α. Αριθμός σημείων (Α.Σ.) για κάθε τύπο βιοτόπου Μέσος όρος ± Τυπική Απόκλιση για το έτος 1945 Μέσος όρος ± Τυπική Απόκλιση για το έτος 1969 Μέσος όρος ± Τυπική Απόκλιση για το έτος 2006 Αλλαγή (%) Z p Αλλαγή (%) Z p Α.Σ. Αγροτική γη / κοφτολίβαδο 4.22 ± ± ± a a.006 Α.Σ. Ποολίβαδο 5.18 ± ± ± b b.000 Α.Σ. Ανοιχτoύ δάσους <50% κάλυψη με δέντρα.08 ± ± ± b a.000 Α.Σ. Κλειστού δάσους >50% κάλυψη με δέντρα.00 ± ± ± b a.000 Α.Σ. Ανοιχτού θαμνότοπου <50% κάλυψη με θάμνους 3.71 ± ± ± b b.859 Α.Σ. Κλειστού θαμνότοπου >50% κάλυψη με θάμνους.15 ± ± ± b a.001 Α.Σ. Φυτοφράχτες 2.07 ± ± ± a b.191 Α.Σ. Υγρολίβαδο.58 ± ± ± a b.072 Γ. Μήκος φυτοφραχτών (σε μέτρα) ± ± ± a b.078 Δ. Αριθμός μεγάλων δέντρων >4μ. διάμετρος κόμης 4.01 ± ± ± b a.000 Ε. Αριθμός διαφορετικών αγροτεμαχίων 3.96 ± ± ± a b.032 Ζ. Αριθμός τοπιοψηφίδων (patches) ± ± ± b a

184 Οι περιοχές που είχαν φωλιές το 2006 βρίσκονται σε τυπικό βιότοπο για τον Αετομάχο και καλύπτονται στατιστικά σημαντικά πολύ περισσότερο από ποολίβαδα που συνδυάζονται με ανοιχτό θαμνότοπο, μεγαλύτερο μήκος φυτοφραχτών και μεγαλύτερο αριθμό μεμονωμένων δέντρων και τοπιοψηφίδων, σε σύγκριση με τις τυχαίες οι οποίες έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ανοιχτού και κλειστού δάσους και κλειστού θαμνότοπου, οι οποίοι όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια είναι και εντελώς ακατάλληλοι βιότοποι για το είδος (βλέπε Πίνακα 5.6). Πίνακας 5.6: Αποτελέσματα της στατιστικής δοκιμασίας Mann-Whitney U-test στις συγκρίσεις μεταξύ των μέσων όρων των χωρικών μεταβλητών της ιστορίας του τοπίου για το 2006, μεταξύ επιφανειών με φωλιές και τυχαίων επιφανειών εκτός της κατανομής του είδους. Table 5.6: Mann Witney U-test for means comparisons of all historical landscape variables for 2006 between the plots with nests and randomly selected ones in areas without birds. Μετρητικές ιστορικότητας του τοπίου για το 2006 Μέσοι όροι & τυπ. απόκλιση επιφανειών με φωλιές Μέσοι όροι & τυπ. απόκλιση επιφανειών χωρίς φωλιές Mann- Whitney U Α.Ρ. Αγροτική γη / κοφτολίβαδο 2.32 ± ± Α.Ρ. Ποολίβαδο 7.88 ± ± Α.Ρ. Ανοιχτό δάσος <50% κάλυψη με δέντρα 0.01 ± ± Α.Ρ. Κλειστό δάσος >50% κάλυψη με δέντρα 0.01 ± ± Α.Ρ. Ανοιχτός θαμνότοπος <50% κάλυψη με θάμνους 4.28 ± ± Α.Ρ. Κλειστό θαμνότοπος >50% κάλυψη με θάμνους 0.32 ± ± Α.Ρ. Φυτοφράχτες 0.84 ± ± Α.Ρ. Υγρολίβαδο 0.32 ± ± Γ. Μήκος φυτοφραχτών (σε μέτρα) ± ± Δ. Αριθμός μεγάλων δέντρων >4μ. διάμετρος κόμης ± ± Ε. Αριθμός διαφορετικών αγροτεμαχίων 1.29 ± ± Ζ. Αριθμός τοπιοψηφίδων (patches) ± ± Z p Συγκρίνοντας τις επιφάνειες που έχουν επιτυχημένες και μη επιτυχημένες φωλιές βρέθηκε ότι σε αυτές δεν υπάρχει αντίστοιχα καμία στατιστική διαφορά μεταξύ τους (βλέπε Πίνακα 5.7). Η μόνη μεταβλητή η οποία παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές ήταν το ποσοστό των υγρολίβαδων που είναι όμως ακατάλληλος βιότοπος για τον Αετομάχο εάν δεν έχει μεμονωμένα μικρά δέντρα ή θάμνους. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι μετρητικές του τοπίου που εξετάζουμε δεν μπορούν από μόνες τους να εξηγήσουν για ποιο λόγο κάποιες περιοχές όπου τα πουλιά προσπαθούν να φωλιάσουν, τελικά αποτυγχάνουν να μεγαλώσουν νεοσσούς. 182

185 Πίνακας 5.7: Αποτελέσματα της στατιστικής δοκιμασίας Mann-Whitney U-test και Wilcoxon test στις συγκρίσεις μεταξύ των μέσων όρων χωρικών μεταβλητών της ιστορίας του τοπίου για το 2006 μεταξύ των επιφανειών με επιτυχημένες και μη επιτυχημένες φωλιές. Table 5.7: Mann Witney U-test and Wilcoxon test for means comparisons of historical landscape variables for 2006 between plots with successful and failed nests. Μετρητικές ιστορικότητας του τοπίου για το 2006 Mann-Whitney U-test Wilcoxon W Α.Ρ. Αγροτική γη / κοφτολίβαδο Α.Ρ. Ποολίβαδο Α.Ρ. Ανοιχτό δάσος <50% κάλυψη με δέντρα Α.Ρ. Κλειστό δάσος >50% κάλυψη με δέντρα Α.Ρ. Ανοιχτός θαμνότοπος <50% κάλυψη με θάμνους Α.Ρ. Κλειστό θαμνότοπος >50% κάλυψη με θάμνους Α.Ρ. Φυτοφράχτες Α.Ρ. Υγρολίβαδο Γ. Μήκος φυτοφραχτών (σε μέτρα) Δ. Αριθμός μεγάλων δέντρων >4μ. διάμετρος κόμης Ε. Αριθμός διαφορετικών αγροτεμαχίων Ζ. Αριθμός τοπιοψηφίδων (patches) Z p Ακολουθώντας τα διαγράμματα για τις αλλαγές των χρήσεων γης στο σύνολο της περιοχής μελέτης, παρατηρούμε στα παρακάτω Διαγράμματα (5.1 α, β, γ) ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των αλλαγών που συνέβησαν στις διάφορες ομάδες επιφανειών. Έτσι στις τυχαίες επιφάνειες (που βρίσκονται εκτός της κατανομής του Αετομάχου) οι κτηνοτροφικές εκτάσεις έχουν μικρή αύξηση από το 1945, αλλά τα ποολίβαδα, αν και αυξάνουν το 1969, μετά επανέρχονται στην αρχική τους συμμετοχή στο σύνολο της περιοχής. Αντίθετα στην υπόλοιπη περιοχή παρατηρούμε πως οδηγούμαστε σταδιακά στις ακραίες αντιθέσεις του σημερινού «σύγχρονου» αγροτικού τοπίου. Αυτό συμβαίνει λόγω του αναδασμού όπου έχουμε ουσιαστικά την εξαφάνιση αγροτικών περιοχών παλαιού τύπου, αλλά και των μικτών γεωργο-κτηνοτροφικών εκτάσεων με ταυτόχρονη αύξηση των πυκνών θαμνώνων και των δασών, που εισβάλουν στην περιοχή λόγω της εγκατάλειψης (βλέπε Διάγραμμα 5.1γ). 183

186 Αντίθετα στις περιοχές με τις μη επιτυχημένες φωλιές οι γεωργο-κτηνοτροφικές δραστηριότητες παραμένουν ίδιες από το 1969 μέχρι σήμερα, αν και χωρικά καταλάμβαναν τη διπλάσια έκταση το Ταυτόχρονα τα ποολίβαδα παραμένουν στο σύνολο της περιοχής στο ίδιο ποσοστό κάλυψης με το 1945 αν και ενδιάμεσα (το 1969) είχαν αύξηση. Αυτό δείχνει ότι οι γεωργικές εκτάσεις που εγκαταλείφτηκαν άρχισαν αμέσως να χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Σήμερα τα ζευγάρια που δεν αναπαράχθηκαν με επιτυχία φαίνεται να φωλιάζουν κυρίως στις εναπομένουσες γεωργο-κτηνοτροφικές περιοχές και τα βοσκοτόπια που προήλθαν από γεωργο-κτηνοτροφικές περιοχές του 1945 και λιβαδικές του 1969 (βλέπε Διάγραμμα 5.1 β). Επιπλέον τα επιτυχημένα ζευγάρια βρέθηκαν να βρίσκονται σε περιοχές όπου: οι γεωργοκτηνοτροφικές εκτάσεις παρέμειναν ίδιες σε ποσοστό από το 1945, υπάρχουν βοσκότοποι που προήλθαν από γεωργοκτηνοτροφικές εκτάσεις και όπου υπάρχουν γεωργοκτηνοτροφικές εκτάσεις που, αν και ίδιες στον αριθμό, οι μισές έχουν προέλθει από παλαιού τύπου αγροτικές (βλέπε Διάγραμμα 5.1 α) 184

187 0.5 Επιφάνειες επιτυχηµένων φωλιών (n=24) Ποσοστό κάλυψης (%) Χρονικές περίοδοι: Επιφάνειες µη επιτυχηµένων φωλιών (n=58) 0.7 Ποσοστό κάλυψης (%) E Χρονικές περίοδοι : Τυχαίες επιφάνειες (n=81) Ποσοστό κάλυψης % Χρονικές περίοδοι : Τύποι χρήσης γης Μικτό γεωργο-κτηνοτροφικό Αγροτικό παλαιού τύπου (πριν τον αναδασµό) Αγροτικό νέου τύπου (µετά τον αναδασµό) Ποολίβαδο (χωρίς θάµνους, δέντρα) Παλαιού τύπου βοσκότοπος (µε θάµνους,δέντρα) άσος Πυκνός θαµνώνας Διάγραμμα 5.1: Αλλαγή του συνολικού ποσοστού κάλυψης (%) κάθε «αγροτικού τύπου χρήσης της γης» εντός του συνόλου των επιφανειών α) με επιτυχημένες, και β) με μη επιτυχημένες φωλιές, καθώς και γ) σε τυχαίες επιφάνειες σε εκτάσεις εκτός κατανομής του Αετομάχου στις τρείς χρονικές περιόδους ( ). Figure 5.3: Percentage changes of "rural type land uses" in plots with a) successful and b) failed nests and in c) randomly selected plots in areas without Red-backed Shrikes in three time periods ( ). 185

188 Κάθε επιφάνεια όμως ακολούθησε τη δική της ιστορία σε σχέση με τον κυρίαρχο «αγροτικό τύπο χρήσης της γης» του παρελθόντος (Διάγραμμα 5.2). Οι τυχαίες επιφάνειες φαίνεται να ακολουθούν πολύπλοκα πρότυπα με μεγάλες διαφοροποιήσεις και με συνεχή αλλαγή κατηγοριών. Φαίνεται εδώ ότι το τοπίο από 1945 οδηγείται κυρίως είτε σε εγκαταλειμμένους θαμνώνες και νεαρά δάση, είτε σε αμιγώς γεωργικές περιοχές (για εκείνες που εντάχθηκαν στον αναδασμό), αν και η προέλευσή τους μπορεί να ποικίλει. Κύρια κατεύθυνση αλλαγής των γεωργικών εκτάσεων «παλαιού τύπου» είναι ότι κυριαρχούνται από την κτηνοτροφία το 1969 και μετατρέπονται τελικά είτε σε γεωργοκτηνοτροφικές εκτάσεις ή σε αμιγή ποολίβαδα, τα οποία ανάλογα θα μετατραπούν αργότερα σε μόνιμους ή όχι βοσκοτόπους. Μεγάλο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι σήμερα οι παλαιού τύπου βοσκότοποι (θαμνο-δασολίβαδα) που φαίνεται να κυριαρχούν ή να επαυξάνουν σε αριθμό σε σχέση με το 1945, προέρχονται από πολλές και διαφορετικές καταστάσεις και μόνο τα ¾ εξ αυτών ( οι 24 από τις 33 επιφάνειες, δηλαδή το 72%) έφτασε στις μέρες μας αμετάβλητο, δηλαδή όπως ήταν το Διάγραμμα 5.2: Κατευθύνσεις ιστορικών αλλαγών των «αγροτικών τύπων χρήσης της γης» ως διάγραμμα ροής για κάθε μία από τις τυχαίες επιφάνειες στις τρεις χρονικές περιόδους (n=81). Figure 5.2: Directions of historical "rural type land use" changes for each plot, as flow chart for each randomly selected plot in areas without Red-backed Shrikes, in three time periods, 1945, 1969 and 2006 (n=81). 186

189 Σε αντίθεση με τις τυχαίες επιφάνειες, η ιστορία των περιοχών όπου φωλιάζει ο Αετομάχος φαίνεται να έχουν διαφοροποιηθεί λιγότερο στις τρεις ιστορικές στιγμές χωρίς οι επιφάνειες να έχουν αλλάξει σε μεγάλο ποσοστό κατηγορίες κάλυψης (βλέπε Διάγραμμα 5.3). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιστορίες των επιφανειών που το 2006 φιλοξένησαν ζευγάρια που δεν αναπαράχθηκαν με επιτυχία, οι οποίες αποτελούν κυρίως βοσκότοπους παλαιού τύπου. Παρόλο που αυτές οι επιφάνειες φαίνεται να έχουν σήμερα χαρακτηριστικά κατάλληλα για τα πουλιά σε επίπεδο τοπίου, το διάγραμμα δείχνει ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουν διατηρηθεί έτσι από το παρελθόν, αλλά αποτελούν μάλλον ένα νέο κατάλληλο χώρο φωλιάσματος, προερχόμενες κυρίως από εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις (αμιγείς ή μικτές με βοσκότοπους) του Διάγραμμα 5.3: Κατευθύνσεις ιστορικών αλλαγών των «αγροτικών τύπων χρήσης της γης» ως διάγραμμα ροής για κάθε μία από τις επιφάνειες με μη επιτυχημένες φωλιές στις τρεις χρονικές περιόδους (n=58). Figure 5.3: Directions of historical "rural type land use" changes for each plot, as flow chart for each plot with failed nest of Red-backed Shrike, in three time periods, 1945, 1969 and 2006 (n=58). 187

190 Αντίθετα οι επιφάνειες όπου έχουμε επιτυχημένα ζευγάρια δείχνουν μία μεγάλη σταθερότητα στο χρόνο. Όσες επιφάνειες αλλάζουν κατηγορία διατηρούν το μικτό γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα τους ή επανέρχονται σε αυτόν που, μαζί με τους παλαιού τύπου βοσκότοπους (θαμνο-δασολίβαδα), είναι μάλλον οι περιοχές που έφτασαν ως σήμερα σχεδόν αναλλοίωτες (βλέπε Διάγραμμα 5.4). Διάγραμμα 5.4: Κατευθύνσεις ιστορικών αλλαγών των «αγροτικών τύπων χρήσης της γης» ως διάγραμμα ροής για κάθε μία από τις επιφάνειες με επιτυχημένες φωλιές στις τρεις χρονικές περιόδους (n=24). Figure 5.4: Directions of historical "rural type land use" changes for each plot, as flow chart for each plot with successful nest of Red-backed Shrike, in three time periods 1945, 1969 and 2006 (n=24). Συγκρίνοντας όλες τις επιφάνειες μαζί και για όλες τις μεταβλητές μαζί στις δύο χρονικές στιγμές ( και ) βλέπουμε ότι οι θέσεις των επιτυχημένων φωλιών στους δύο πρώτους άξονες της ανάλυσης κυρίων παραγόντων είναι περισσότερο συγκεντρωμένες, τόσο από τις μη επιτυχημένες, όσο και από τις τυχαίες. Ακόμη οι επιτυχημένες φωλιές φαίνονται να έχουν αλλάξει λιγότερο θέση τόσο μεταξύ τους όσο και σε σύγκριση με το παρελθόν (βλέπε Διαγράμματα 5.5 και 5.6 που ακολουθούν). 188

191 M -4.0 Tυχαίες επιφάνειες το 1945 Επιφάνειες µη επιτυχηµένων φωλιών το Επιφάνειες επ ιτυχηµένων φωλιών το 1945 Τυχαίες επιφάνειες το 2006 Επιφάνειες µη επιτυχηµένων φωλιών το 2006 Επιφάνειες επ ιτυχηµένων φωλιών 2006 Διάγραμμα 5.5: Ταξιθέτηση των επιφανειών με φωλιές που παρήγαγαν νεοσσούς και των μη επιτυχημένων φωλιών, καθώς και των τυχαίων επιφανειών εκτός της κατανομής του Αετομάχου, όπως τοποθετούνται στους δύο άξονες ανάλυσης κυρίων παραγόντων (F1 & F2) για όλες τις χωρικές μετρητικές του τοπίου, για το έτος 2006 και το Figure 5.5: The placement of plots with successful and failed nests, as well as in randomly selected plots in areas without Red-backed Shrikes presence in the two axes of Principal Component Analysis (F1 and F2) for all landscape metrix together in year 2006 and in same plots in

192 M Τυχαίες επ ιφάνειες το 1969 Επιφάνειες µη επ ιτυχηµένων φωλιών το 1969 Επιφάνειες επ ιτυχηµένων φωλιών το 1969 Τυχαίες επ ιφάνειες το 2006 Επιφάνειες µη επ ιτυχηµένων φωλιών το 2006 Επιφάνειες επ ιτυχηµένων φωλιών το 2006 Διάγραμμα 5.6 :: Ταξιθέτηση των επιφανειών με φωλιές που παρήγαγαν νεοσσούς και των μη επιτυχημένων φωλιών, καθώς και των τυχαίων επιφανειών εκτός της κατανομής του Αετομάχου, όπως τοποθετούνται στους δύο άξονες ανάλυσης κυρίων παραγόντων (F1 & F2) για όλες τις χωρικές μετρητικές του τοπίου, για το έτος 2006 και το Από τα Διαγράμματα 5.5 και 5.6 υπολογίστηκε ο «δείκτης ιστορικής αλλαγής» ως η απόσταση μεταξύ των στιγμάτων θέσης των επιφανειών στις διάφορες ιστορικές στιγμές (αποστάσεις από 1945 έως 2006 και ). Figure 5.6: The placement of plots with successful and failed nests, as well as in randomly selected plots in areas without Red-backed Shrikes presence in the two axes of Principal Component Analysis (F1 and F2) for all landscape metrix together in year 2006 and in same plots in The distance of each plot placement in Figures 5.7 and 5.9 was named as indicator of historical change and is incorporated in further analysis as an independent variable. 190

193 Τέλος βρέθηκε ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο ποσοστό κάλυψης των φυτοφραχτών μεταξύ των επιφανειών με μη επιτυχημένες και πετυχημένες φωλιές. Η κάλυψη λοιπόν σε φυτοφράχτες αυξάνεται λίγο στις «επιτυχημένες επιφάνειες» από το 1969 έως το 2006, αλλά μειώνεται στις μη επιτυχημένες. Το ίδιο συμβαίνει και με τον αριθμό των αγροτεμαχίων την ίδια περίοδο. Για την περίοδο οι δύο τιμές μειώνονται και στις επιφάνειες με επιτυχημένες και με τις μη επιτυχημένες φωλιές αλλά σε μικρότερο βαθμό στις πρώτες. Τέλος για το σύνολο της ιστορικής αλλαγής που αντικατοπτρίζει και ο «δείκτης ιστορικής αλλαγής» βρέθηκε ότι οι επιφάνειες με την στατιστικά μεγαλύτερη σταθερότητα (δηλαδή σε απόλυτο νούμερο με μικρότερη μέση τιμή) είναι αυτές που περιέχουν τις επιτυχημένες φωλιές και μάλιστα στην τελευταία περίοδο, δηλαδή (Πίνακας 5.9). Πίνακας 5.9: Αποτελέσματα της στατιστικής δοκιμασίας Mann-Whitney U-test στις συγκρίσεις μέσων όρων για όλους τους «δείκτες αλλαγών» των τριών ιστορικών στιγμών μεταξύ τους για τις περιοχές με επιτυχημένες και μη επιτυχημένες φωλιές καθώς και τις περιοχές των τυχαίων επιφανειών. Table 5.9: Mann Witney U-test for means comparisons of all indicators of historical change between all years, in plots with successful, failed nest and randomly selected plots in areas of bird s absence. Ζευγάρια Αετομάχων Επιτυχημένα Μέσοι όροι διαφοράς Τυπική απόκλιση Μη επιτυχημένα Μέσοι όροι διαφοράς Τυπική απόκλιση Mann- Whitney U Asymp. Sig. (2- tailed) Διαφορά αριθμού σημείων με φυτοφράχτες ( ) Διαφορά αριθμού σημείων με φυτοφράχτες ( ) Διαφορά αριθμού σημείων με αγροτεμάχια ( ) Διαφορά αριθμού σημείων με αγροτεμάχια ( ) «Δείκτηs ιστορικής αλλαγής » (Απόσταση σημείων της PCA ) «Δείκτηs ιστορικής αλλαγής » (Απόσταση σημείων της PCA )

194 5.4 ΣΥΖΗΤΗΣΗ Οι αλλαγές των χρήσεων γης θεωρούνται από τους μεγαλύτερους συντελεστές των παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Ιδιαίτερα στο χώρο της γεωργίας και κτηνοτροφίας αυτές εστιάζονται στην αποδάσωση των τροπικών και υποτροπικών δασών, στην εντατικοποίηση των παλαιότερων αγροτικών τοπίων της Ευρασίας, καθώς και στην κατάρρευση των μοναδικών πολιτισμικών τοπίων των ορεινών και νησιωτικών αγροοικοσυστημάτων. Από τα ιστορικά δεδομένα που υπάρχουν για την ορνιθοπανίδα των αγροτικών περιοχών, προκύπτει ότι τα πουλιά αυτών των ενδιαιτημάτων απειλούνται, ιδιαίτερα μάλιστα στις μεσογειακές χώρες όπου, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενα κεφάλια, μειώνονται είτε από την εγκατάλειψη, είτε από την εντατικοποίηση των χρήσεων γης. Η μείωση όμως αυτή δεν είναι παντού ίδια, ούτε έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά, ενώ σε κάποιες περιοχές, κάποια είδη όπως ο Αετομάχος έχουν σταθερούς πληθυσμούς ή και αυξάνουν (BirdLife International, 2004). Πάντως στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες όπου η Ορνιθολογία δεν είναι ακόμη ιδιαίτερα δημοφιλής, δεν υπάρχουν συγκρίσιμα πληθυσμιακά ιστορικά στοιχεία για τα πουλιά. Ιδιαίτερα για τα ορεινά οικοσυστήματα, όπου το πολυσχιδές τοπίο, η πολυτάραχη ιστορία τους και οι ραγδαίες πρόσφατες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές δεν προσφέρουν σταθερές συνθήκες στο χρόνο, δεν υπάρχει μία σαφής βάση σύγκρισης τους με τα σύγχρονα αγροτικά τοπία. Επιπλέον, αφού τα περισσότερα πουλιά των αγροτικών περιοχών θεωρούνται από πολλούς στη χώρα μας ακόμη «κοινά» και ο πληθυσμός τους μάλλον «σταθερός», δεν υπάρχει ενδιαφέρον για συλλογή μακροχρόνιων ερευνητικών δεδομένων παρακολούθησης και δημιουργία χρονοσειρών της τάσης των πληθυσμών τους, όπως σε κάποιες άλλες χώρες της Ευρώπης. Μάλιστα τα εθελοντικά σχήματα παρακολούθησης των κοινών πουλιών των αγροτικών περιοχών, που έχουν συλλέξει δεδομένα δεκαετιών σε άλλες Ευρωπαϊκές περιοχές (CBC) ξεκινούν μόλις τα τελευταία χρόνια στις περισσότερες βαλκανικές χώρες (Vořišek et. al., 2007). Έτσι τα στοιχεία του παρελθόντος αφορούν εδώ κυρίως ποιοτικά δεδομένα και αναφέρονται σε κορυφαία είδη των αγροοικοσυστημάτων, που είτε έχουν ήδη εξαφανιστεί (π.χ. Αγριόγαλος, Χαμωτίδα, Βασιλαετός), είτε έχουν μειωθεί δραματικά. 192

195 Τέτοια παραδείγματα αφορούν όμως σε κάποιες εκτεταμένες πεδινές αγροτικές περιοχές της χώρας, όπως στη Θεσσαλία, όπου για παράδειγμα έχουν μειωθεί σε μεγάλο ποσοστό οι πληθυσμοί των Κιρκινεζιών και του Ασπροπάρη. Πέρα λοιπόν από τις όποιες οφθαλμοφανείς επιδράσεις που είχαν οι εκτεταμένες και ριζικές αλλαγές στο αγροτικό τοπίο της χώρας (αποξηράνσεις υγροτόπων, εκτεταμένες εκχερσώσεις λιβαδικών εκτάσεων για απόδοση στη γεωργία, αναδασμοί) μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν σήμερα για οποιεσδήποτε άλλες επιδράσεις των ιστορικών αλλαγών του αγροτικού τομέα στην ορνιθοπανίδα και ιδιαίτερα στα μικρόσωμα στρουθιόμορφα πουλιά των ορεινών αγροτικών περιοχών. Είναι λοιπόν δυνατόν, χωρίς ιστορικά πληθυσμιακά δεδομένα να θέσουμε ξεκάθαρα επιστημονικά ερωτήματα και να διερευνήσουμε την επίδραση των αγροτικών μεταρρυθμίσεων και των επιδράσεων των αλλαγών των χρήσεων γης, στο τοπίο, στα ζωικά είδη και στην βιοποικιλότητα εν γένει; Μπορούμε βάσει μόνο χωρικών και τοπιακών δεδομένων σε συνδυασμό με ιστορικές πληροφορίες να βρούμε ποιά είναι τα σημαντικότερα στοιχεία του τοπίου για την βιοποικιλότητα των αγροοικοσυστημάτων; Τέλος είναι δυνατόν να αποφασίσουμε ποια από αυτά πρέπει να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν όπου αυτά έχουν υποβαθμιστεί ή αλλάξει; Σύγχρονες μελέτες υποστηρίζουν πως αυτό είναι πράγματι δυνατόν και αρχίζουν να διερευνούν με ιδιαίτερη προσοχή και ενδιαφέρον την «ιστορική οικολογία» των οικοσυστημάτων. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης είναι πολύ ενθαρρυντικά. Όπως φαίνεται λοιπόν κάποιες δραστηριότητες έχουν πολύ μακροχρόνιες επιδράσεις, οι οποίες μπορούν τελικά να ανιχνευθούν ακόμη και από τη σημερινή κατανομή, εξάπλωση ή παρουσία κάποιων ειδών. Το τοπίο και η βιο-ιστορική ποικιλότητα των οροπεδίων του Ζαγορίου, που χαρακτηριστικά τα αναφέρει ο Λαμπρίδης (1889), ως «ψωμοτόπια» του Ζαγορίου, άλλαξαν άρδην μορφή και χρήση αφότου οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα γύρω χωριά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι ήταν φυσικό και η ευρύτατη μέχρι τότε καλλιέργειά τους να εγκαταλειφθεί. Πέρα από τις αεροφωτογραφίες που δείχνουν ξεκάθαρα την μεγάλη έκταση της σιτοκαλλιέργειας το 1945, σήμερα πάνω από 100 μισογκρεμισμένα αλώνια σε κάθε χωριό, μαρτυρούν ότι ακόμη παλαιότερα, η 193

196 αγροτική παραγωγή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στα τρία οροπέδια. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις συχνότατες αναφορές για ανταλλαγή σιτηρών με άλλα προϊόντα στην ευρύτερη περιοχή του Ζαγορίου, που είχε στενότητα παραγωγής τους λόγω του ορεινού χαρακτήρα, του έντονου ανάγλυφου και της έλλειψης γόνιμων εδαφών. Υπήρχε λοιπόν τότε, προπολεμικά, την εποχή της μεγάλης παραγωγής σιτηρών, χώρος για τους Αετομάχους και για τα άλλα αγροτικά είδη πουλιών; Ή μήπως οι πρόσφατες αλλαγές και η εγκατάλειψη της παραγωγής σιτηρών για διατροφή, βοήθησαν με κάποιο τρόπο τα πουλιά και το «περιβάλλον» να «αναλάβει», όπως αναφέρεται ότι συνέβη πρόσφατα σε άλλες περιοχές της Ευρώπης (Orłowski, 2005). Η αναλυτική παρακολούθηση της ιστορικής αλλαγής κάθε επιφάνειας στη διαδρομή των τριών ιστορικών στιγμών και η πλήρης κατανόηση των αιτιών κάθε μεταβολής είναι πολύ μεγάλης σημασίας για να μπορέσει κανείς να προχωρήσει σε συμπεράσματα. Έτσι αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά τις τέσσερεις κύριες κατηγορίες μεταβολών που ανιχνεύθηκαν στην περιοχή μελέτης, με τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις τους: α) πλήρης εγκατάλειψη που οδηγεί σταδιακά στην πύκνωση θαμνώνων και δάσωση, β) αναδασμός και αποξηράνσεις αποστραγγίσεις εδαφών γ) σταδιακή μετατροπή από μια μορφή χρήσης γης σε μία άλλη και τέλος δ) διατήρηση της προϋπάρχουσας κατάστασης. Η διερεύνηση της αναπαραγωγικής επιτυχίας του Αετομάχου υπό το πρίσμα των ιστορικών αλλαγών που συνέβησαν στο βιότοπό του, παρουσιάζει έτσι εξαιρετικό ενδιαφέρον. Από την ιστορική διαδρομή των επιφανειών που το 2006 καταλήφθηκαν από επιτυχημένα ζευγάρια, είναι φανερό ότι οι Αετομάχοι επιλέγουν ένα σταθερό και σχετικά αμετάβλητο αγροτικό περιβάλλον «οικοτόνων», όπου κυριαρχεί η βόσκηση. Η δραστηριότητα αυτή σε μίξη κάποιες φορές με συσχετιζόμενες γεωργικές δραστηριότητες, διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη δυναμική εξέλιξη των αγροοικοσυστημάτων και στην διατήρηση της δομής, της ποικιλότητας και της ετερογένειας του τοπίου μέσα στο χωροχρόνο. Ένα ακόμη 194

197 πολύ σημαντικό εύρημα, το οποίο ίσως να έχει διαφύγει της προσοχής άλλων ερευνητών που δεν εξετάζουν την «ιστορικότητα» το χώρου, είναι ότι πολλές μη επιτυχημένες φωλιές βρέθηκαν σε περιοχές που ομοιάζουν με τις «παραδοσιακές» επιτυχημένες θέσεις αναπαραγωγής, αλλά έχουν προέλθει ουσιαστικά πρόσφατα από διάφορες άλλες κατηγορίες χρήσεων γης. Τέλος είναι ξεκάθαρο, όπως και σε πολλές άλλες έρευνες (Pain & Pienkowski, 1997), ότι τα πουλιά δεν επωφελούνται από ραγδαίες αλλαγές στο αγροτικό τοπίο, όπως είναι οι αναδασμοί, η μείωση των φυτοφραχτών, η αλλαγή της έκτασης και του αριθμού των αγροτεμαχίων, αλλά ούτε και από τη μακροχρόνια εγκατάλειψη που έχει ως αποτέλεσμα στην πύκνωση δέντρων και θάμνων και την εγκατάσταση κλειστών θαμνώνων ή δάσους. Βρέθηκε λοιπόν οι επιφάνειες των πετυχημένων ζευγαριών βρίσκονται σε περιοχές που έχουν υποστεί τις λιγότερες αλλαγές, τόσο στους τύπους των μεταβολών, όσο και στο μέγεθός τους. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται από πληροφορίες ντόπιων κατοίκων που αναφέρουν ότι το είδος ήταν πολύ κοινότερο παλαιότερα, όταν μάλιστα μέχρι πριν 30 χρόνια αποτελούσε και δημοφιλές θήραμα. Οι παραπάνω αναφορές δεν συνάδουν με κάποια παράλληλη μείωση του πληθυσμού του ούτε στην υπόλοιπη χώρα, ούτε στα γειτονικά ορεινά θαμνολίβαδα στα δασοόρια, όπου ο Αετομάχος παραμένει ακόμη πολύ κοινό είδος. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η αναφερόμενη τοπική μείωση δεν οφείλεται σε κάποιες εξωτερικές αιτίες. Οι κάτοικοι της περιοχής τονίζουν ότι η μείωση του είδους σχετίζεται με τον αναδασμό και την απομάκρυνση των φυτοφραχτών και πιστεύουν ότι ο Αετομάχος δεν ανέλαβε ποτέ από τότε πληθυσμιακά (πληροφορίες Κ. Πεδινών). Επιπλέον σημειώνουν ότι η χρήση βαρέων μηχανημάτων αλλοίωσε τη χλωριδική σύνθεση των οροπεδίων και τη βιοποικιλότητά τους, επηρεάζοντας αρνητικά πλήθος οργανισμών που κατονομάζουν (μανιτάρια, έντομα, ερπετά, θηλαστικά κτλ), όπως και τα αγροτικά είδη πουλιών, τα οποία απαντούσαν εδώ σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς και αφθονία. Ακόμη αναφέρεται ότι είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς ακόμη σήμερα τα όρια των χωραφιών πριν τον αναδασμό, εάν βρεθεί σε θέση θέας την κατάλληλη εποχή, παρόλο που η βλάστηση των οριογραμμών και όλοι οι μικροί αναβαθμοί που υπήρχαν εκεί 30 και πλέον χρόνια παλαιότερα, έχουν πλήρως ισοπεδωθεί. 195

198 Επιπλέον, παρόλο που θεωρείται γενικά ότι ο αναδασμός είναι πάντοτε «καταστροφικός» για τη φύση των αγροτικών περιοχών, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αντίθετα αυτό δεν συμβαίνει πάντα και για όλα τα είδη. Έτσι οι περιοχές που δεν συμπεριλήφθηκαν στον αναδασμό (διότι π.χ. ανήκουν σε άλλες κοινότητες) ακολούθησαν διαφορετική ιστορική πορεία έχουν σήμερα εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία μεταξύ τους. Αναφορικά με τον Αετομάχο, βρέθηκε ότι σε περιοχές εκτός αναδασμού το είδος είτε απουσίαζε εντελώς, είτε βρέθηκε να απαντά σποραδικά, ενώ σε κάποιες μόνο οι Αετομάχοι αναπαράγονται, αλλά και εκεί όχι πάντα με επιτυχία. Το γεγονός συσχετίζεται με την ιστορία των περιοχών αυτών και την σημερινή μορφή και χρήση τους, διότι και οι περιοχές εκτός αναδασμού έχουν αλλάξει επίσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών. Έτσι κάποιες από αυτές έχουν μερικώς δασωθεί ώστε οι «ανοιχτές περιοχές» να ομοιάζουν πλέον με ξέφωτα δάσους, είτε μεταμορφώθηκαν σταδιακά σε βοσκότοπους ή κοφτολίβαδα, γεγονός που επηρεάζει την αναπαραγωγική επιτυχία των Αετομάχων. Η αποφυγή ενός αναδασμού λοιπόν είναι ένα θετικό πρώτο βήμα στην προσπάθεια διατήρησης της αρχέγονης δομής ενός αγροτικού τοπίου και δημιουργεί θετικές συνθήκες για τη διατήρηση κάποιων ειδών που υπάρχουν εκεί, όμως δεν είναι πανάκεια για τη μακροημέρευση των Αετομάχων. Η αποφυγή του αναδασμού θα πρέπει να συνοδεύεται και από την διατήρηση συγκεκριμένων χρήσεων που καθιστούν κατάλληλη τη περιοχή για επιτυχή αναπαραγωγή. Όπως σημειώθηκε και σε προηγούμενα κεφάλαια, η μοναδική χρήση γης, που ασκείται ακόμα σε μεγάλο βαθμό με τον ίδιο τρόπο στην περιοχή μελέτης είναι η εκτατική κτηνοτροφία, έχοντας μάλιστα εδώ μια ιστορία σαράντα αιώνων (Willis, 1992b). Ο τρόπος άσκησης, ο χώρος, ο αριθμός και η σύνθεση των ζώων παίζει όμως, όπως είδαμε, σημαντικότατο ρόλο στην διαμόρφωση του ενδιαιτήματος του Αετομάχου, που φωλιάζει σε βοσκημένους θάμνους, κυνηγάει από πόστα που διατηρούνται με τη βοσκή και τρέφεται με είδη που κυριαρχούν σε βοσκολίβαδα και ανοιχτούς θαμνώνες. Έτσι χρειάζεται να εμβαθύνουμε στην ιστορία της δραστηριότητα αυτής στην περιοχή μελέτης, ώστε τελικά να αποκαλύψουμε τη σχέση Αετομάχου και κτηνοτροφίας δημιουργώντας τελικά μια πιο σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα. 196

199 Μια γρήγορη ματιά σε όλες τις παλιές αεροφωτογραφίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στην περιοχή μελέτης όσο και των γειτονικών εκτάσεων, αποκαλύπτει ξεκάθαρα αυτό που βρήκαμε μετρώντας με την «μέθοδο των σημείων». Υπάρχει δηλαδή ένας κανόνας για την εξέλιξη του τοπίου γενικότερα: στο παρελθόν εκτεταμένα ποολίβαδα και ανοικτοί θαμνότοποι, όπου κυρίως έβοσκαν αιγοπρόβατα, κυριαρχούν, αλλά απαντούσαν κυρίως στις βουνοπλαγιές γύρω από τα χωριά και στην περιφέρεια των οροπεδίων στην προκειμένη περίπτωση (Στάρα, 2009α) ενώ στα οροπέδια ασκούνταν κυρίως η γεωργία που συνοδεύονταν δευτερογενώς από την κτηνοτροφία. Παρόμοια τοπία και χρήσεις γης συντηρούνται ακόμη σε πολλά παρόμοια ασβεστολιθικά οροπέδια στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, καθώς και στη γειτονική νότια Αλβανία (Grove & Rackham, 2001). Έτσι αναφορικά με το χώρο άσκησης της κτηνοτροφίας, ειδικές ρυθμίσεις όριζαν παλαιότερα τον χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο και την μορφή της. Τα ζώα επιτρέπονταν να βοσκήσουν μόνο περιοδικά μέσα στο καλλιεργήσιμο οροπέδιο τόσο κατά μήκων των φυτοφραχτών και των διαχωριστικών λωρίδων μεταξύ των χωραφιών (που ήταν πιο εκτεταμένα πριν από τις εργασίες του αναδασμού), όσο και μέσα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις μετά από τη σπορά και την εγκατάσταση των σιτηρών το χειμώνα, καθώς επίσης και μετά τον θερισμό, όπως και στις αγραναπαύσεις και στα χέρσα χωράφια (Γιακουλάκη & Παπαναστάσης, 2006). Επίσης σύμφωνα με τις αναφορές των κατοίκων, τα υγρά λιβάδια διατηρούνταν επίσης αβόσκητα για μεγάλη χρονική περίοδο, ενώ η βοσκή τους επιτρέπονταν κάτω από ένα ειδικό καθεστώς και μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αποκλειστικά για τα ζώα φόρτου, δηλαδή τις αγελάδες, τους όνους και ημίονους που χρησιμοποιούνταν ως υποζύγια ή ως ζώα φόρτου, πριν την εκτεταμένη χρήση των αγροτικών μηχανημάτων. Μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά από τους κατοίκους ότι «παλιά το βαρκό (σ.σ. υγρολίβαδα), κιτρίνιζε από τα λουλούδια» πιθανώς από κάποιο είδος Ranunculus spp. που αφθονεί ακόμη εκεί κατά τόπους και λόγο της προφύλαξης από την βοσκή άνθιζε τότε σε πολύ πιο εκτεταμένες περιοχές. 197

200 Ο αριθμός των ζώων που βόσκει σήμερα στην περιοχή των δύο μεγαλύτερων οροπεδίων είναι επίσης πολύ περιορισμένος σε σχέση με το παρελθόν, αφού λιγότερα από πρόβατα καθώς και λίγες εκατοντάδες γίδια εγκαθίστανται εποχιακά κυρίως στα Άνω Πεδινά και την Βίτσα, ενώ υπάρχουν αναφορές για χιλιάδες ζώα πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Επιπλέον δύο κοπάδια από αγελάδες που βόσκουν και στις γύρω λοφοσειρές αποτελούν σήμερα το συνολικό ζωικό κεφάλαιο της περιοχής μελέτης. Οι αριθμοί αυτοί είναι μάλιστα εποχιακοί, διότι τα μισά περίπου από τα πρόβατα μετακινούνται σε χαμηλότερες θέσεις τον χειμώνα, ενώ περαστικά μετακινούμενα κοπάδια, από και προς την Τύμφη και το Στούρο, σταθμεύουν εδώ επίσης για μικρές και συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Ο σημερινός αριθμός είναι σαφέστατα υποπολλαπλάσιος από τα ζώα που αναφέρουν οι ντόπιοι ότι έβοσκαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην περιοχή που περικλείεται από τις οριογραμμές των λοφοσειρών των τεσσάρων δημοτικών διαμερισμάτων. Τα ζώα φόρτου σταδιακά εξαφανίσθηκαν ολοσχερώς, καθώς αντικαταστάθηκαν από τις μηχανές που χρησιμοποιούνται πλέον για το όργωμα, τη μεταφορά και την επεξεργασία του αγροτικού προϊόντος. Τέλος μερικοί κάτοικοι έχουν επιλέξει πριν τρεις δεκαετίες την σταβλισμένη εκτροφή πουλερικών, ενώ για μια μικρή περίοδο πριν μία δεκαετία, κάποιοι προσπάθησαν να εισάγουν την εκτροφή στρουθοκαμήλων, που αργότερα εγκαταλείφτηκε. Έτσι το καθεστώς βοσκής, αλλά και το τοπίο έχει συνολικά διαφοροποιηθεί τα τελευταία 60 χρόνια. Πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο κυριαρχούσαν οι γίδες ως το κοινότερο είδος κτηνοτροφικού ζώου της περιοχής, αντίθετα σήμερα έχουν κυριαρχήσει παντού τα πρόβατα. Τότε στα περισσότερα σπίτια διατηρούνταν πάνω από δέκα γίδες, κάποτε ίσως μαζί και με λίγα πρόβατα, αφού οι πρώτες είναι τα μόνα ζώα που μπορούν να βοσκήσουν όλο τον χρόνο στους συνερεφείς πουρναρότοπους και στα άλλα θαμνοτόπια αείφυλλων πλατυφύλλων που κυριαρχούσαν τότε στις γύρω λοφοσειρές. Η μορφή αυτής της βλάστησης αποτελεί άλλωστε το καταλληλότερο βοσκότοπο για το είδος, διατηρώντας ταυτόχρονα την περιοχή ανοιχτή και για την ταυτόχρονη βόσκηση των προβάτων. Αντίθετα μετά την εγκατάλειψη της βόσκησης των περιφερειακών λόφων που καταλήφθηκαν από κλειστούς θαμνότοπους, η προβατοτροφία μεταφέρθηκε σήμερα σχεδόν 198

201 αποκλειστικά στα οροπέδια διότι, όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, τα ζώα αυτά επιλέγονται για τον ήρεμο χαρακτήρα τους και την ευκολία καθοδήγησής τους. Επιπλέον, αντίθετα με τα γίδια, τα πρόβατα δεν χρειάζονται να οδηγηθούν σε μεγαλύτερες και πιο δύσβατες εκτάσεις, ενώ είναι σαφές ότι καθώς μέρος των οροπεδίων που δεν καλλιεργείται πλέον έχει αποδοθεί πλήρως στην κτηνοτροφία, αυτά αναλαμβάνουν απευθείας τις νέες διαθέσιμες περιοχές. Έτσι τα βρίσκουμε να βόσκουν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους στα υγρολίβαδα, τα οποία πλέον αποστραγγίζονται για πολύ πιο μεγάλες χρονικές περιόδους, όπως και στα περισσότερα εγκαταλελειμμένα χωράφια και είναι πλέον όλο και σπανιότερο να παρατηρήσει κανείς αυτά τα ζώα να βόσκουν στις γύρω λοφοπλαγιές. Το φαινόμενο αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και μέσα από την ανάλυση του τοπίου στην περίοδο Μεγάλο ποσοστό των γεωργικών εκτάσεων φαίνεται να μετατρέπεται απότομα σε ποολίβαδα εκ των οποίων, όποια δεν εντάχθηκαν στον μετέπειτα αναδασμό για να καλλιεργούνται στο εξής αποκλειστικά με μηχανήματα ή να χρησιμοποιούνται ως κοφτολίβαδα, μετατράπηκαν σε μόνιμα χέρσα χωράφια ή βοσκότοπους. Η μικρή αύξηση διάσπαρτων θάμνων εκεί, λόγω μείωσης της έντασης της βόσκησης ενός ποολίβαδου ή λόγω της εγκατάλειψης ενός χωραφιού και της απόδοσής του σταδιακά στην κτηνοτροφία, έχει μάλλον θετικό συνολικά αποτέλεσμα, βελτιώνοντας τόσο το χώρο τροφοληφίας μέσω της παροχής περισσότερων θέσεων κυνηγιού και επόπτευσης, όσο και πιθανών θέσεων φωλιάσματος για τον Αετομάχο. Αυτό βέβαια για όσο διάστημα ο βιότοπος διατηρείται αρκετά ανοιχτός και μακριά από πυκνούς θαμνώνες, δάση και εγκαταλειμμένους φυτοφράχτες, όπου τα αρπακτικά καραδοκούν. Είναι άλλωστε γνωστό ότι τα είδος εγκαταλείπει τις νεαρές φυτείες μόλις τα νεαρά δενδρύλλια καλύψουν το χώρο. Η σταδιακή εγκατάλειψη της βόσκησης των περιφερειακών στα οροπέδια, θαμνοτόπων, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων, οικονομικών, νομικών αλλά και πρακτικών. Αφότου τα χωριά εγκαταλείφτηκαν και ο πληθυσμός τους, που έκτρεφε τα οικόσιτα ζώα, δεν ήταν πια εκεί για να τα φροντίσει καθημερινά, αντίστοιχες αλλαγές θα συμβούν και στη βλάστηση των βοσκοτόπων που άλλαξε, πύκνωσε και «λόγγωσε», ώστε πλέον δεν έχει κατάλληλη 199

202 δομή για να βοσκήσουν εκεί ζώα. Στα οικοσυστήματα αυτά όμως η επάνοδος στην προηγούμενη μορφή βλάστησης, μπορεί να γίνει εύκολα με τη χρήση της φωτιάς, όμως το κράτος απαγορεύει τη βόσκηση γιδιών εντός καμένων εκτάσεων, δυσκολεύοντας νομικά ακόμη και την εφαρμογή της ελεγχόμενης καύσης. Βέβαια σε όλη τη ηπειρωτική Ελλάδα οι κτηνοτρόφοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τη φωτιά (παράνομα βέβαια και σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν ελεγχόμενα), καθώς και την χειρονακτική αραίωση των θαμνώνων με το συνεχές τους κόψιμο και κλάδεμα, ώστε να διατηρήσουν ιδανικές συνθήκες βόσκησης για τα αιγοπρόβατα. Η δραστηριότητα αυτή καταστέλλει τη γρήγορη αύξηση και επέκταση των ξυλωδών φυτών στους ανθρωπογενείς ανοικτούς βοσκότοπους, ιδιαίτερα δε των θαμνώνων των αείφυλλων σκληρόφυλλων πλατυφύλλων, όπως για παράδειγμα του πουρναριού (Papachristou, 1997), καθώς και την εισβολή θάμνων στις πρόσφατα εγκαταλειμμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Η βόσκηση με αιγοπρόβατα είναι πολύ αποτελεσματική στη διακοπή της φυσικής διαδοχής και αναγέννησης των δέντρων και των θάμνων στις εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις και στους βοσκότοπους (Aich & Waterhouse, 1999), ενώ και οι αγελάδες μαζί με άλογα θεωρούνται πολύ αποτελεσματικά για την αποτροπή της εγκατάστασής ξυλωδών φυτών εντός των λιβαδιών (Uytvanck et al., 2008). Η εισβολή δέντρων και θάμνων, καθώς και εν γένει η φυσική επανεγκατάσταση της ξυλώδους βλάστησης με αναγέννηση στα εγκαταλειμμένα, πρώην καλλιεργήσιμα εδάφη, οδηγεί στη δημιουργία νεαρών θαμνώνων και αργότερα δασών που είναι ένα πολύ διαδεδομένο φαινόμενο σε πολλές ακόμη άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα στις μεσογειακές και έχει ως αιτία την πρόσφατη εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής λόγω της αστικοποίησης στις οριακά παραγωγικές περιοχές των νησιών και των ορεινών περιοχών (Tzanopoulos et al., 2007). Ιδιαίτερα στις μεσογειακές χώρες η τάση αυτή έχει συχνά ως αποτέλεσμα τη μαζική εγκατάσταση εύφλεκτων πρόσκοπων ειδών στα παλαιότερα «ανοιχτά» διαχειριζόμενα οικοσυστήματα, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση φαινομένων όπως οι καταστροφικές πυρκαγιές, γεγονός που επιβεβαιώνεται και στην ευρύτερη περιοχή από τα στοιχεία των τοπικών Δασαρχείων. Τέτοιες μεγάλες και εκτεταμένες καταστροφικές πυρκαγιές είχαν ως αποτέλεσμα να δράσουν 200

203 ανεξέλεγκτα εντός των κλειστών πυκνών και εύφλεκτων θαμνώνων στις λοφοπλαγιές των οροπεδίων τα τελευταία χρόνια, οι οποίες κατέκαψαν (στην περίπτωση των Άνω Πεδινών) ακόμη και μία από τις πλέον σπάνιες δασικές συστάδες του Ζαγορίου και της χώρας που αποτελούνταν από αιωνόβια σφενδάμια (Acer monspessulanum) που διατηρούνταν ως προστατευτικό δάσος δίπλα στο εγκαταλειμμένο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Συνοψίζοντας τα παραπάνω βλέπουμε ξεκάθαρα ότι μόνο κάποιοι βοσκότοποι έμειναν τελικά αναλλοίωτοι στο βάθος του χρόνου. Η αναλυτική σπουδή των αεροφωτογραφιών δείχνει ότι μόνο κάποια προβιομηχανικά γεωργικά τοπία της περιοχής διατηρούνται μέχρι σήμερα σχεδόν άθικτα και μόνο σε εκείνα τα μέρη των οροπεδίων όπου η παραγωγική δραστηριότητα παρέμεινε ως ήταν και έτσι δεν μετασχηματίστηκαν ούτε από εργασίες αναδασμού ούτε από την πρόσφατη εισβολή δέντρων και θάμνων και την επέκταση των φυτοφραχτών λόγω της εγκατάλειψης των αγροτικών δραστηριοτήτων. Οι αλλαγές που συνέβησαν στον κοινωνικό ιστό με την εγκατάλειψη των χωριών από το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων τους, είχαν άμεσες συνέπειες στη χωρική άσκηση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας με επιπτώσεις σε σχέση με το είδος, τον αριθμό, τη μίξη των ζώων, καθώς και τις περιοχές όπου αυτά βόσκουν, αλλά και σε σχέση με το είδος, την έκταση και την εναλλαγή των καλλιεργειών και του τρόπου καλλιέργειας. Τελικά φαίνεται ότι το τοπίο των αγροτικών περιοχών του Ζαγορίου δεν αποτελεί λοιπόν μία εξαίρεση, αλλά μάλλον μία μικρογραφία της Ελλάδας, αντανακλώντας τις εκτεταμένες ιστορικές αλλαγές που συνέβησαν σε όλη τη χώρα αλλά σε ένα μικρότερο επίπεδο. Η περιοχή μελέτης αποτελεί τελικά μάλλον ένα χαρακτηριστικό και τυπικό παράδειγμα ασβεστολιθικού οροπεδίου των νότιων βαλκανικών βουνών, όπου οι παραδοσιακές γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες διατηρούνται εν μέρει παράλληλα με πιο σύγχρονες πρακτικές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται (Zomeni et al., 2008) η εντατικοποίηση και η εγκατάλειψη της γεωργίας μπορεί να συνυπάρξει στα ελληνικά αγροτικά τοπία και στην περίπτωσή μας, ακόμα και δίπλαδίπλα στο ίδιο οροπέδιο. 201

204 Τα αποτελέσματα της ιστορικής ανάλυσης της αναπαραγωγικής δραστηριότητας του Αετομάχου δείχνουν ότι οι περιοχές με τις μικρότερες τοπιακές αλλαγές αφορούν μάλλον την «καρδιά» και τον «παραδοσιακό χώρο» όπου το είδος αναπαράγεται με επιτυχία, ενώ όλες οι άλλες θέσεις φωλιάσματος ίσως αποτελούν δυνητικές θέσεις επιτυχίας εάν κάποιοι μεταβλητοί παράγοντες συνεπικουρήσουν (π.χ. βροχοπτώσεις, περίοδος θερισμού κτλ.). Ίσως όμως αυτές οι περιοχές να αποτελούν εν τέλει μια «οικολογική παγίδα» (Battin, 2004), εάν το είδος προσελκύεται εκεί για να φωλιάσει και τελικά πέφτει θύμα θήρευσης. Δεδομένου μάλιστα ότι σε κοντινή απόσταση από την περιοχή μελέτης, αλλά σε λίγο μεγαλύτερο υψόμετρο, υπάρχει μεγάλη έκταση από κατάλληλο βιότοπο, με εκτεταμένα ποολίβαδα με διάσπαρτους θάμνους στη ζώνη των δασοορίων, όπου έχουν παρατηρηθεί μεγάλες πυκνότητες Αετομάχων, ίσως τελικά οι χώροι στα τρία οροπέδια όπου εγκαθίστανται τα ζευγάρια που δεν αναπαράχθηκαν με επιτυχία, να αποτελούν οριακές περιοχές που χρησιμοποιούνται κυρίως από νεαρά και άπειρα άτομα και έτσι να εξηγείται το μεγάλο ποσοστό αποτυχίας τους, καθώς και η «λανθασμένη» επιλογή βιοτόπου. Ακόμη είναι πιθανόν τελικά αυτή η επιλογή χώρου φωλιάσματος να είναι επιτυχής μόνο κάποιες εξαιρετικές χρονιές, εάν υποθέσουμε ότι κάποιες συνθήκες είναι ευνοϊκότερες κάποτε αλλά όχι πάντα. Αυτά τα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν σε μελλοντικές έρευνες με μαρκαρισμένα άτομα (π.χ. με έγχρωμα δαχτυλίδια), ώστε να πιστοποιηθεί κατά πόσον και εάν υπάρχει φιλοπατρία (δηλαδή σχετικά με το εάν τα ίδια άτομα ή συγγενικά τους αναπαράγονται κάθε χρόνο στις ίδιες περιοχές), δεδομένου ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στο θέμα αυτό (Passinelli et al., 2007, Tryjanowski et al., 2007), αλλά και διότι υπάρχει η πιθανότητα το είδος να έχει διαφορετική συμπεριφορά σε κάθε περιοχή. Επιπλέον ενδιαφέρον παρουσιάζει και το θέμα της ηλικίας και της εμπειρίας κάθε επιτυχημένου ζευγαριού, παρόλο το μικρό χρονικό διάστημα που το είδος ζει, όπως και το εάν οι «καλύτερες» θέσεις καταλαμβάνονται πρώτες ή εάν αντίστροφα όλες οι υπόλοιπες θέσεις που τελικά αποτυγχάνουν καταλαμβάνονται με κάποια μικρή διαφορά χρόνου ή είναι αυτές όπου τα πουλιά προσπαθούν να φωλιάσουν για δεύτερη φορά. 202

205 Τα σημαντικότερα όμως επιστημονικά ερωτήματα προκύπτουν από την ανάλυση των χωρικών δεδομένων μέσα από την οπτική της «Οικολογικής Ιστορίας» και της δυναμικής των οικοσυστημάτων. Προκύπτουν λοιπόν διάφορα θέματα και ερωτήματα που θέτονται στην συνέχεια: Είναι δυνατόν ένα είδος μικρού στρουθιόμορφου, που είναι χαρακτηριστικό είδος των «οικοτόνων» και άρα αναμένουμε να έχει μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στα δυναμικά αυτά οικοσυστήματα, να εξαρτάται τόσο πολύ από τον ιστορικό χώρο αναπαραγωγής του και να έχει τόσο μικρή ικανότητα προσαρμογής στις νέες καταστάσεις; Μήπως τελικά οι οικοτόνοι είναι σταθερότεροι από όσο νομίζουμε, ιδιαίτερα εάν το είδος χρήσης που τους καθορίζει διατηρείται για χρόνια; Μήπως η εγγενής αστάθεια των οικοσυστημάτων τελικά σταθεροποιείται μέσω της συνεχούς λελογισμένης χρήσης τους, όπως συμβαίνει με την ελεγχόμενη βόσκηση ή την καύση, που είναι αναγκαστικά προσαρμοσμένη στις τοπικές ιδιαιτερότητες και στις χαμηλές εισροές που επικρατούσαν στην περιοχή εδώ και αιώνες και επηρεάζονταν από έναν αγροτικό πολιτισμό που στηρίζονταν κυρίως στις περιορισμένες βιολογικές δυνάμεις ανθρώπων και ζώων για αιώνες; Πόσα χρόνια ο ίδιος αυτός «οικοτονικός» χώρος διατηρείται σε αυτή την τοπιακή μορφή; Εάν αλλάζει διατηρεί κάποια από τα χαρακτηριστικά του και ποια είναι αυτά; Για παράδειγμα οι χαρακτηριστικοί καταπιεσμένοι πυραμοειδείς θάμνοι, πόσο παλιοί μπορεί να είναι, πόσα χρόνια μπορούν να διατηρηθούν σε αυτή τη μορφή και ποιος είναι ο τρόπος διασποράς και χωρικής τους εξάπλωσης; Μήπως τελικά μαζί με όλα τα παραπάνω θα έπρεπε να εξεταστεί και το θέμα της διατροφής του είδους; Εάν δηλαδή το τοπίο επηρεάζει και την αφθονία, ποικιλότητα, διασπορά, χρονική διακύμανση και διαθεσιμότητα ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό της λείας του, δεδομένου ότι ο Αετομάχος είναι κορυφαίο είδος στα αγροοικοσυστήματα; Και πως είναι δυνατόν να καθορίζει η λεία τόσο πολύ αυτή τη συμπεριφορά όταν η ποικιλία των ειδών της είναι σύμφωνα με την βιβλιογραφία τόσο μεγάλη; Πως επηρεάζεται η λεία του είδους από τις αλλαγές των χρήσεων γης και πόσο σύντομα αποκαθίσταται όταν ένα αγροοικοσύστημα επανέρχεται σε μία πιο ήπια χρήση; Μήπως κάποια είδη της λείας δεν αποικίζουν και αυτά με μεγάλη ταχύτητα στις νέες περιοχές; Ποια είδη είναι αυτά και πως επηρεάζεται η οικολογία 203

206 τους στο χώρο και στο χρόνο; Έχει σχέση η εξαφάνιση του Αετομάχου από διάφορες περιοχές της Ευρώπης και με τη μεγάλη ευαισθησία του στις αλλαγές των χρήσεων γης στο βάθος του παρελθόντος; Πόσο σύντομα μπορεί να επανέλθει το είδος σε μία περιοχή όπου ο βιότοπός του επαναδημιουργείται; Πώς επηρεάζεται από την εγγενή αστάθεια των κλιματικών δεδομένων κάθε έτους και ακόμη πως θα επηρεαστεί από μελλοντικές μεγάλες πιθανά κλιματικές αλλαγές, που προβλέπεται ότι θα επηρεάσουν ποικιλοτρόπως τα ενδιαιτήματα αναπαραγωγής του; Πως μπορούμε να αποκαταστήσουμε τον πληθυσμό του και ποια είναι τα καταλληλότερα και αποτελεσματικότερα μέτρα; Έχουν όλα τα παραπάνω να κάνουν μόνο με το χώρο, το τοπίο και τις χρήσεις γης ή υπάρχουν και άλλα κρυμμένα ερωτηματικά; Συμπερασματικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι το τοπίο των αγροοικοσυστημάτων είναι σμιλεμένο από τον τοπικό προβιομηχανικό αγροτικό πολιτισμό που παρέμεινε ίσως σε μεγάλο ποσοστό αναλλοίωτος για αιώνες διατηρούμενος από τις περιορισμένες δυνατότητες των χειρωνακτών αγροτών και της ζωικής δύναμης, καθώς και των περιορισμένων εμπορικών δικτύων διανομής και διάθεσης του αγροτικού προϊόντος. Tοπιακά στοιχεία του παρελθόντος, συνδυασμένα με ιστορικά δεδομένα παραγωγής και χρήσης, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να εξετάζονται ταυτόχρονα με τα βιολογικά δεδομένα, ώστε να διαφωτίζονται καλύτερα οι σχέσεις της σύγχρονης δομής του τοπίου με τα είδη, αλλά και η σχέση της ιστορικότητάς του με τη σύγχρονη παρουσία των ειδών. Η γνώση αυτή είναι πολύτιμη και απαραίτητη από την πλευρά της διατήρησης των ειδών και εν γένει της βιοποικιλότητας των αγροοικοσυστημάτων, διότι έτσι μπορούν ευκολότερα και γρηγορότερα να εντοπιστούν τα σημαντικότερα σημεία και οι κυριότερες χρήσεις γης για διατήρηση, να αξιολογηθούν οι ακριβείς επιπτώσεις των σύγχρονων αλλαγών στα πολιτισμικά τοπία του παρελθόντος και να ληφθούν τα πλέον κατάλληλα και τοπικά προσαρμοσμένα διαχειριστικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την αποκατάστασή τους. 204

207 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 6. ΣΥΝΟΨΗ 6.1. Ενδιαιτήματα των κοινών αγροτικών πουλιών και οι χρήσεις γης Το αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτέλεσε η έρευνα της ορνιθοπανίδας ενός ιδιαίτερου πολιτισμικού αγροτικού τοπίου της Ηπείρου, των τριών οροπεδίων του Ζαγορίου, τα οποία αντανακλούν σε μικρογραφία την ιστορία και την σύγχρονη κατάσταση των αγροοικοσυστημάτων των ορεινών περιοχών της ηπειρωτικής μας χώρας. Η περιοχή μελέτης συγκεντρώνει ένα ιδιαίτερα αξιόλογο αριθμό ειδών της ορνιθοπανίδας, εξαιρετικής σημασίας από την άποψη της σπανιότητας και προτεραιότητας διατήρησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Μάλιστα, παρόλη τη πολύ μικρή της έκταση, προσελκύει τα περισσότερα και σημαντικότερα είδη του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας δείχνουν ότι η περιοχή μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για την εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, αρκεί οι διαχειριστές να γνωρίζουν ποιες είναι οι καταλληλότερες χρήσεις γης σε τοπικό επίπεδο και οι ανάγκες των ειδών προτεραιότητας διατήρησης, καθώς και ποια η ακριβής αλληλεξάρτησή τους. Εξετάζοντας το χώρο παρουσίας των τριών κοινότερων αγροτικών πουλιών των οροπεδίων σε μικρές επιφάνειες ακτίνας 25 μέτρων βρέθηκε ότι, αν και υπάρχουν σαφώς διακριτές διαφορές μεταξύ τους στην επιλογή βιοτόπου, η άσκηση της κτηνοτροφίας παίζει θεμελιώδη ρόλο στη διατήρηση της ποικιλίας και της ετερογένειας των ενδιαιτημάτων τους σε μικρο-επίπεδο. Η βόσκηση επηρεάζει άμεσα και θετικά το ύψος, τη δομή και τη σύνθεση της βλάστησης του μικροενδιαιτήματος παρουσίας τους, ενώ όλα τα είδη προτιμούν τα αγροτικά μωσαϊκά που κυριαρχούνται από βοσκότοπους με διάσπαρτους θάμνους ή κοντά δέντρα και μία ποικιλία στο ύψος του χόρτου σε περιοχές που αναμιγνύονται με καλλιεργήσιμο έδαφος, φυτοφράχτες και οπωροφόρα δέντρα. Ανάλογα με τη δομή και τη διαδοχή της βλάστησης ο Τσιφτάς (Miliaria calandra) προτιμά συνήθως εκτεταμένα παραγωγικά λιβάδια με λίγους διάσπαρτους νανόμορφους θάμνους και κοντά 205

208 δέντρα, ο Θαμνοτσιροβάκος (Sylvia communis) τις περιοχές με την πυκνότερη και πιο ψηλή βλάστηση θάμνων, οπωροφόρων δέντρων και φυτοφραχτών, ενώ ο Αετομάχος (Lanius collurio), ως τυπικό είδος των οικοτόνων, βρίσκεται και στις δύο καταστάσεις. Εντός των σύγχρονων αγροτικών τοπίων, τα πουλιά επιλέγουν περιοχές με αποστραγγιστικές τάφρους και χωματόδρομους, ενώ η παρουσία περιφράξεων και περιοδικά καμένων θάμνων και φυτοφραχτών είναι ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία του χώρου παρουσίας του Αετομάχου. Αντίθετα η οικοδόμηση των αγροτικών εκτάσεων έχει ισχυρά αρνητική επίδραση σε όλα τα είδη που εξετάστηκαν. Γενικότερα αναμένουμε ότι τα είδη των αγροτικών περιοχών θα συνδέονται με διάφορους ανθρωπογενείς βιότοπους και επομένως με ποικίλες τοπικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Πράγματι σήμερα έχουμε συνεχώς και περισσότερες ενδείξεις από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ότι, σε αντίθεση με τα σύγχρονα «βιομηχανοποιημένα» αγροτικά τοπία, η ποικιλομορφία των «παραδοσιακών» γεωργικών χώρων, που συντηρούνται τοπικά από συγκεκριμένες διαχειριστικές πρακτικές, αποτελούν κιβωτούς βιοποικιλότητας. Τα τοπία αυτά χαρακτηρίζονται πλέον ως περιοχές «Υψηλής Φυσικής Αξίας» ("High Nature Value Farmlands" European Environmental Agency, 2004), αφού πολλές ανθρώπινες ενέργειες προσομοιάζουν με τις επιδράσεις των φυσικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτά εδώ και αιώνες, δηλαδή και πριν την παρουσία του ανθρώπου. Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται π.χ. η επίδραση της βόσκησης από μετακινούμενα μικτά κοπάδια κτηνοτροφικών ζώων και αντίστοιχα η βόσκηση από διάφορα άγρια ζώα. Επομένως είναι σημαντικό όχι μόνο να βρεθούν και να οριστούν κατάλληλα τα αγροτικά τοπία «Υψηλής Φυσικής Αξίας», αλλά και να αποκαλυφθούν οι κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις και οι συγκεκριμένες διαχειριστικές πρακτικές των χρήσεων γης και της συνολικής διαχείρισης του χώρου, που διατηρούσαν τέτοιες περιοχές «Υψηλής Φυσικής Αξίας». Πράγματι η παρούσα έρευνα μας αποκαλύπτει ότι μπορούμε να εντοπίσουμε τις κινητήριες δυνάμεις που παράγουν αυτό το συγκεκριμένο τοπίο αρκετά εύκολα σε μικροκλίμακα, όταν εξετάζονται οι προτιμήσεις των ενδιαιτημάτων των κοινών ειδών πουλιών προτεραιότητας διαχείρισης στην Ευρώπη εντός των κυκλικών επιφανειών ακτίνας 25 μέτρων. 206

209 Ποια είναι όμως η χωρική κλίμακα που είναι η καταλληλότερη για την προστασία της βιοποικιλότητας των αγροτικών τοπίων; Εάν δηλαδή έχουμε εντοπίσει σωστά τις κινητήριες δυνάμεις που τα διαμορφώνουν στην κλίμακα των μικρο-ενδιαιτημάτων, τι επιδράσεις έχουν οι ίδιες δραστηριότητες σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες; Το ερώτημα αυτό προσεγγίστηκε μέσω της χωρικής ανάλυσης του ενδιαιτήματος του πιο κοινού και χαρακτηριστικού είδος πουλιού του αγροτικού χώρου της περιοχής, του Αετομάχου, μέσω του λεπτομερούς εντοπισμού του χώρου τοποθέτησης της φωλιάς του, τη χαρτογράφηση των επικρατειών του και την καταγραφή της αναπαραγωγικής του επιτυχίας. Η ανάλυση των χωρικών παραμέτρων του τοπίου έγινε σε πέντε κλίμακες, από κυψελίδες 125x125 μέτρων έως 2x2 χιλιομέτρων. Βρέθηκε έτσι, ότι ο ευρύτερος χώρος της περιοχής μελέτης κυριαρχείται από κλειστούς θαμνότοπους αειφύλλων πλατυφύλλων και νεαρά πυκνά δάση, όμως οι Αετομάχοι απουσιάζουν από περιοχές όπου η ξυλώδης βλάστηση καλύπτει άνω του 40% της κυψελίδας, σε όλες τις χωρικές κλίμακες. Μάλιστα, σε κυψελίδες με Αετομάχους, το ποσοστό της «κλειστής» ξυλώδους βλάστησης μειώνονταν με την έκταση της κυψελίδας και έφτανε κάτω του 20% στα 250 μέτρα και κάτω από 10% σε κυψελίδες 125 μέτρων, στο επίπεδο δηλαδή που κυμαίνεται η αναπαραγωγική επικράτεια. Βρέθηκε ότι οι φωλιές ήταν τοποθετημένες σε ανοιχτούς βοσκότοπους και ποολίβαδα τα οποία κάλυπταν πάνω από το 50% της έκτασης της κυψελίδας ακόμη και στον ευρύτερο χώρο των 500Χ500 μέτρων, ενώ όσο η κλίμακα της κυψελίδας μίκραινε, τόσο ισχυρότερα συσχετίζονταν τα ποολίβαδα με τον αριθμό των μεμονωμένων θάμνων. Οι περισσότερες φωλιές εντοπίστηκαν να είναι τοποθετημένες σε βοσκημένα πουρνάρια και αγκαθωτούς θάμνους, απέχοντας στο ελάχιστο 26 μέτρα μεταξύ τους και ότι τα 2/3 των ζευγαριών που απέτυχαν να αναθρέψουν νεοσσούς, βρίσκονταν σε θέσεις με περισσότερα δέντρα, θύματα ίσως της θήρευσης από κορακοειδή ή αρπακτικά πουλιά. Τέλος, βρέθηκε ότι οι Αετομάχοι αποφεύγουν να φωλιάσουν σε περιοχές όπου υπάρχουν δρόμοι με άσφαλτο, είτε σε μικρό, είτε στο μεγαλύτερο χωρικό επίπεδο των 500x500 μέτρων, γεγονός λογικό αφού τα πουλιά 207

210 πέφτουν συχνά θύματα τροχαίων ατυχημάτων. Το γεγονός αυτό ίσως εξηγεί γιατί δε φωλιάζουν στο μικρότερο και στενότερο οροπέδιο των Ασπραγγέλων που έχει μέγιστο πλάτος ελάχιστα μεγαλύτερο των 500 μέτρων, το οποίο τέμνεται στο κέντρο του από επιμήκη άσφαλτο, έχει πολλά νεόκτιστα κτίρια και στο οποίο έχουν εντοπιστεί αρκετές φορές νεκρά πουλιά, σκοτωμένα από διερχόμενα αυτοκίνητα. Αντίθετα οι Αετομάχοι προτιμούν να βρίσκονται κοντά σε στάνες, οι οποίες δε βρίσκονται όμως σε άμεση γειτνίαση με τις φωλιές τους στις μικρότερες κυψελίδες των 125x125 μέτρων, αλλά βρίσκονται στην ευρύτερη περιφέρεια του κυνηγότοπού τους. Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η κλίμακα μέτρησης είναι ένα σημαντικό εργαλείο ερμηνείας της επίδρασης των περιβαλλοντικών παραμέτρων στην αναπαραγωγική δραστηριότητα του είδους, η οποία καθορίζει τα αποτελέσματα μας σχετικά με την επιλογή βιοτόπου στο επίπεδο της θέση της φωλιάς, του κατάλληλου κυνηγότοπου και γενικότερα του χώρου παρουσίας του είδους. Τα εργαλεία ανάλυσης της Οικολογία Τοπίου με τη χρήση σύγχρονων δορυφορικών φωτογραφιών μπορούν να μας βοηθήσουν σε αυτό, αφού είναι πολύ χρήσιμα για τον εντοπισμό των καταλληλότερων περιοχών για διαχείριση και διατήρηση σε διάφορα χωρικά επίπεδα πέρα από την συνήθη κλίμακα μέτρησης των χαρακτηριστικών των ενδιαιτημάτων απευθείας στο πεδίο. Οι κατάλληλες περιοχές αφορούν, τουλάχιστον στην περίπτωση του Αετομάχου, εκτάσεις κάτω των 25 εκταρίων, όπου ασκείται παραδοσιακή η εκτατική κτηνοτροφία και υπάρχουν στάνες οι οποίες φιλοξενούν κτηνοτροφικά ζώα που διαμορφώνουν τη γύρω βλάστηση και κυρίως διατηρούν τα ποολίβαδα ανοιχτά, με πολλούς μεμονωμένους θάμνους, συγκρατώντας την εξάπλωση των δέντρων και των πυκνών θαμνότοπων που καθιστούν το ενδιαίτημα ακατάλληλο για αναπαραγωγή. Έτσι σε κάθε σχεδιασμό είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο στενά ο χώρος εντός της αναπαραγωγικής επικράτειας, αλλά και ευρύτερα ο χώρος παρουσίας του είδους, που μας δίνει χρήσιμα στοιχεία για την καταλληλότητα του ενδιαιτήματος σε ευρύτερα πλαίσια, αλλά και της δυναμικής της βλάστησης σε συνάρτηση με τις ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται εκεί. 208

211 Εάν όμως οι ανθρώπινες δραστηριότητες, και κυρίως η κτηνοτροφία, παίζουν σήμερα τόσο σημαντικό ρόλο στην κατανομή και την επιτυχή αναπαραγωγή του Αετομάχου, πως έχουν αυτές επιδράσει στο τοπίο διαμέσου της ιστορίας; Αντίστροφα, πως έχουν επιδράσει οι ιστορικές αλλαγές στην άσκηση των γεωργοκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων στο βιότοπο του είδους; Είναι γνωστό άλλωστε ότι στα μεσογειακά βουνά η ελεγχόμενη βόσκηση ήταν η βασική οικονομική δραστηριότητα που διαμόρφωσε και διατήρησε μια ποικιλομορφία διάφορων τύπων τοπικών γεωργοκτηνοτροφικών πολιτιστικών τοπίων, τα οποία με τη συνδυασμένη εναλλαγή της καλλιέργειας και της αγρανάπαυσης δημητριακών και ψυχανθών, χρονολογείται τουλάχιστον από στις ημέρες του Ομήρου (Blondel & Aronson, 1999). Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι το σημερινό αγροτικό τοπίο της περιοχής παραμένει μόνο κατά ένα μικρό ποσοστό αμετάβλητο, αφού η εγκατάλειψη των χωριών μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και οι εκτεταμένες εργασίες αναδασμού και αποστράγγισης των οροπεδίων, μετέβαλαν άρδην τον χώρο, τι επίδραση μπορεί να είχαν οι αλλαγές αυτές στον πληθυσμό του Αετομάχου; Το ερώτημα αυτό προσεγγίστηκε δια μέσου της εξέτασης της ιστορικής διαδρομής κυκλικών επιφανειών 75 μέτρων γύρω από τη φωλιά (που είναι περίπου η έκταση της μέγιστης δραστηριότητας του Αετομάχου εντός της επικράτειάς του), δια μέσου των αλλαγών που συνέβησαν εδώ τα τελευταία 60 χρόνια. Δημιουργήθηκαν έτσι πρότυπα αλλαγών, συγκρίθηκαν αυτά με τυχαίες περιοχές και βρέθηκε ότι οι επιτυχημένες φωλιές ήταν τοποθετημένες σε περιοχές που έχουν παραμείνει σχετικά αμετάβλητες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και εκεί όπου οι φυτοφράχτες και ο αριθμός των αγροτεμαχίων διατηρήθηκαν ή αυξήθηκαν ελαφρά και διατηρήθηκε κυρίως η «παραδοσιακού» τύπου εκτατική κτηνοτροφία. Επιβεβαιώθηκε έτσι η ισχυρή ιστορική σχέση του Αετομάχου με τη βόσκηση, η οποία διατηρεί σταθερό στο πέρασμα του χρόνου, το δυναμικό «τοπίο των οικοτόνων» που προτιμά το είδος. Έτσι το τοπίο παραμένει σταθερά «ανοιχτό» και κατάλληλα διαμορφωμένο, έμμεσα, καθώς η βόσκηση καθορίζει τη μορφή και το είδος των θάμνων όπου ο Αετομάχος τοποθετεί την φωλιά του και άμεσα με την 209

212 διατήρηση της καταλληλότητας του κυνηγότοπου, σε επίπεδο δομής και ετερογένειας του τοπίου. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε επίσης η ανακάλυψη ότι οι μη επιτυχημένες φωλιές ήταν τοποθετημένες σε χαρακτηριστικές περιοχές αναπαραγωγής του είδους, οι οποίες όμως είχαν μόλις πρόσφατα περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, προερχόμενες κυρίως από διάφορους άλλους τύπους χρήσεων γης. Υποθέτουμε έτσι ότι αυτές οι περιοχές μπορεί να αποτελούν τελικά «οικολογική παγίδα» για το είδος, δεδομένης της υψηλής θηρευτικής πίεσης που αυτό δέχεται εκεί. Επιπλέον φάνηκε ότι η αποτροπή ενός αναδασμού δεν είναι το μόνο εργαλείο για τη διατήρηση του κατάλληλου ενδιαιτήματος του Αετομάχου, αλλά η διατήρηση των χρήσεων γης που κάνουν το τοπίο κατάλληλο για επιτυχή αναπαραγωγή. Έτσι είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιες περιοχές που παρέμειναν εκτός αναδασμού είναι σήμερα εντελώς ακατάλληλες για το είδος, αφού για παράδειγμα σε κάποιες από αυτές οι φυτοφράχτες μεγάλωσαν και πύκνωσαν τόσο, που τα παλιά χωράφια, περικυκλωμένα από την πυκνή νεαρή ξυλώδη βλάστηση, θυμίζουν πια τώρα περισσότερο ξέφωτα δάσους. Η μελέτη λοιπόν των ενδιαιτημάτων του είδους στη μικρή κλίμακα των κυνηγότοπων του Αετομάχου, όσο και στις επικράτειες αναπαραγωγής του, αλλά και στον ευρύτερο χώρο παρουσίας του, στις διάφορες χωρικές κλίμακες και δια μέσου της εξέτασης της ιστορικότητας και της δυναμικής των ενδιαιτημάτων που χρησιμοποιεί, φαίνονται ότι δίνουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τις ανθρώπινες δραστηριότητες και μάλιστα για τις ποιοτικές επιδράσεις τους στο βιότοπο μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται αβίαστα ότι ο Αετομάχος μπορεί να προταθεί ως ένα κατάλληλο είδος «βιοδείκτη» των ορεινών αγροοικοσυστημάτων και πιστεύεται ότι θα αποτελέσει σύντομα ένα πολύ εύχρηστο «εργαλείο» για την ορθολογική διαχείριση των περιοχών αυτών, με την κατάλληλη επιλογή, την ορθή εφαρμογή και την τοπική αξιολόγηση των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων αρχικά σε αγροτικές περιοχές Υψηλής Φυσικής Αξίας και σε άλλες προστατευόμενες περιοχές όπως στα ορεινά Εθνικά Πάρκα. Η χρησιμότητα του Αετομάχου μπορεί να αποδειχθεί επίσης πολύτιμη για την παρακολούθηση της διαδοχής και της εξέλιξης 210

213 της βλάστησης, των χρήσεων γης, ακόμη και της επίδρασης των κλιματικών αλλαγών σε τοπική κλίμακα, αφού είναι δυνατόν να γίνει σε μία ποικιλία ενδιαιτημάτων, από τα ημιορεινά βοσκοτόπια και τις σιτοκαλλιέργειες, μέχρι τα υπαλπικά ανθρωπογενή λιβάδια, όπου το είδος φωλιάζει στη χώρα μας. Αποδεικνύεται έτσι ότι η παρακολούθηση του πληθυσμού του μπορεί να δώσει πολύ χρήσιμα στοιχεία για την κατάσταση των λιβαδικών οικοσυστημάτων και την ένταση χρήσης τους. Το σημαντικότερο όμως συμπέρασμα από την εργασία πεδίου, είναι ότι η απογραφή του αναπαραγωγικού πληθυσμού του και ιδιαίτερα της αναπαραγωγικής του επιτυχίας είναι πάρα πολύ εύκολη, γρήγορη και οικονομική εάν γίνει την κατάλληλη εποχή, όταν δηλαδή πετάνε οι νεοσσοί από τις φωλιές. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα της ταχείας συλλογής αξιόπιστων στοιχείων πεδίου, που συνδυαζόμενα με την όλο και αυξανόμενη χρήση σύγχρονων εργαλείων της τεχνολογίας ακόμη και από μη ειδικούς (όπως των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, των βάσεων δεδομένων και των μικροϋπολογιστών τσέπης), μπορούν να δώσουν σημαντικά και χρήσιμα στοιχεία για την κατάσταση και την ιστορία μεγάλης ποικιλίας λιβαδικών οικοσυστημάτων της χώρας και μάλιστα σε βάθος χρόνου ιδιαίτερα σχετικά με τη μορφή και την ένταση χρήσης τους. 211

214 6.2. Εφαρμογές στην ενεργό διαχείριση Η ανάγκη να προστατευθούν τα παραδοσιακά πολιτιστικά τοπία και η «βιοπολιτισμική κληρονομιά» (Gustavsson et al, 2007) των βουνών της Μεσογείου, με δράσεις παρόμοιες με αυτές που τα διατήρησαν για αιώνες, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ εμφανής, αφού ραγδαίες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές τον τελευταίο αιώνα οδήγησαν τις ορεινές κοινότητες και τα τοπία αυτά, στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε κατάρρευση. Η απειλή του παντελούς αφανισμού τους κάτω από πιθανά νέες κλιματικές συνθήκες, ιδιαίτερα εκεί όπου η βλάστηση είναι πολύ ευαίσθητη με άμεσο κίνδυνο πυρκαγιάς, επιβάλλει την ανάληψη δράσης, με την επαναφορά του καθεστώτος μέτριας και επαναλαμβανόμενης ελεγχόμενης διαταραχής. Αυτό μπορεί να γίνει δια μέσου της βόσκησης αιγοπροβάτων ή επανεγκατάστασης αγρίων οπληφόρων για τον έλεγχο της σύνθεσης και της φυσικής εξάπλωσης των ξυλωδών ειδών φυτών, με προτεραιότητα στα αρχαιότερα ορεινά λιβαδικά οικοσυστήματα. Παρομοίως η χρήση της φωτιάς σε μικρή και ελεγχόμενη κλίμακα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, για την επιβράδυνση της φυσικής διαδοχής της πυρόφιλης βλάστησης, στα πλαίσια της χωρικής και χρονικής δυναμικής της «πυρόφιλης βόσκησης» (Fuhlendorf et al., 2009). Οι πρακτικές αυτές δεν είναι ακόμη ευρύτερα αποδεκτές ως πρακτικές διαχείρισης της φύσης στην Ελλάδα, όπως είναι σε μερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Moreira et al., 2001; Herrando et al., 2003, Pons et al., 2003, Brotons et al., 2008). Αυτό μάλλον οφείλεται στη παλαιότερη αλλά και την σύγχρονη αρνητική επίδραση της υπερβόσκησης σε εγκαταλειμμένα χωράφια ιδιαίτερα στις πεζούλες των νησιών (Tzanopoulos et al., 2007) που στην νότια Ελλάδα ήταν καταστροφική (Giourga et al., 1998), όπως άλλωστε και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου (Troubis, 2001). Τα γεγονότα αυτά έχουν όμως μονοπωλήσει τις απόψεις των φορέων χάραξης της περιβαλλοντικής πολιτικής και διαχείρισης καθώς και των γραφειοκρατών στις διάφορες εμπλεκόμενες υπηρεσίες (Grove & Rackham, 2001). 212

215 Αντίθετα η γρήγορη εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών θεωρήθηκε μέχρι σήμερα ως "φιλική προς το περιβάλλον" ακόμη και από τους επιστήμονες «βιολόγους της διατήρησης», που παραμελούν, παραβλέπουν ή δεν γνωρίζουν καν την αρνητική επίπτωση που έχει η εγκατάλειψη των παραδοσιακών χρήσεων γης στα μεσογειακά είδη των αγροτικών περιοχών από την υποβάθμιση των αρχαίων πολιτισμικών τοπίων (Farina, 1997, Sirami et al., 2007). Ευτυχώς, η παραδοσιακή διαχείριση των βοσκότοπων είναι ακόμα εν μέρει ενεργή σε πολλές οριακά παραγωγικές αγροτικές περιοχές στην Ελλάδα και θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη μελλοντική διαχείριση σε όφελος και της διατήρησης της φύσης, ιδιαίτερα στην ηπειρωτική χώρα (Zervas, 1998). Οι πρακτικές αυτές θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, τόσο στο μακροεπίπεδο του κεντρικού χωροταξικού σχεδιασμού της υπαίθρου, όσο και στα προγράμματα διατήρησης απειλούμενων ειδών της χώρας μας που χρησιμοποιούν ως ενδιαίτημα παρόμοιες περιοχές (Vallecillo et al., 2008). Αυτές αποτελούν για παράδειγμα αγροτικές περιοχές εντός, αλλά και στην περιφέρεια, των περιοχών που ανήκουν στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας της φύσης NATURA 2000, σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως «Υψηλής Φυσικής Αξίας» (Ostermann, 1998, Pino et al., 2000, Muller, 2002) ή εντάσσονται στις ορεινές προστατευμένες περιοχές και τα Εθνικά Πάρκα της χώρας όπως αυτό της Βόρειας Πίνδου όπου, για παράδειγμα, η βόσκηση είχε απαγορευτεί αναίτια στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου, κάνοντάς τον, εκτός των άλλων και πιο ευάλωτο σε ανεξέλεγκτες πυρκαγιές (Trakolis, 2001, Petrakis et al., 2005) Προτεραιότητες στην έρευνα και εφαρμογή ειδικών διαχειριστικών πρακτικών Η βόσκηση ως εργαλείο για τη διατήρηση της φύσης στα αγροοικοσυστήματα χαμηλών εισροών και μέτριας έντασης παραγωγής είναι ένα αναδυόμενο πολύ-επιστημονικό θέμα και απαιτείται περισσότερη έρευνα που να εξιχνιάσει την ιστορική συν-εξελικτική σχέση μεταξύ της κτηνοτροφίας και της βιοποικιλότητας των ορεινών περιοχών γενικότερα (Bignal & McCracken, 1996, Aich &Waterhouse, 1999, Chamberlain, 2004, Hadjigeorgiou et al., 2005, Lasseur, 2005). 213

216 Ο αντίκτυπος της βόσκησης στη δομή της βλάστησης και συνεπώς στα πουλιά, δεν έχει μελετηθεί ακόμα σε βάθος ειδικά στην ανατολική Μεσόγειο και θα πρέπει να αποτελέσει ένα σημαντικό θέμα για μελλοντική έρευνα (Vickery et al., 2001, Laiolo et al., 2004). Απαιτούνται τώρα επιπλέον σωστά σχεδιασμένα πειράματα που να στοιχειοθετούν ακριβώς την επίδραση της ενεργής διαχείρισης για τη διατήρηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του «ανθρωπογενούς περιβάλλοντος», όπως αυτό καθορίζεται εδώ και αιώνες δια μέσου της βόσκησης, τόσο για την αποκατάσταση βοσκοτόπων, όσο και για το χειρισμό της δομής της βλάστησης σε όφελος των βόσκοντων ζώων και σε σχέση με τη βιοποικιλότητα (Platis & Papanastasis, 2003, Buckingham et al., 2004, Sirami et al., 2008). Κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι πλέον ιδιαίτερα επείγον ειδικά μέσα στις περιοχές αναπαραγωγής ειδών πουλιών με προτεραιότητα διατήρησης στην Ευρώπη (SPEC), όταν αυτά παραμένουν ακόμα πολύ κοινά. Αυτό συμβαίνει στα ελληνικά ορεινά οριακά καλλιεργήσιμα εδάφη, στα ορεινά λιβάδια και τα «σαβανικού τύπου» τοπία με τα ανοικτά θαμνολίβαδα της ζώνης των αειφύλλων πλατυφύλλων, τα δασολίβαδα πεύκων στα ανθρωπογενή δασοόρια της Πίνδου και τα βοσκοδάση δρυών στα χειμαδιά της Δυτικής Ελλάδας, καθώς και στα πεδινά καλλιεργήσιμα εδάφη, όπου τέτοιες σημαντικές ορνιθολογικές πληροφορίες παραμένουν περιορισμένες (Sgardelis & Margaris, 1992, BirdLife International, 2004, Kazantzidis, 2007). Η γνώση της επίδρασης της εκτατικής βόσκησης καθώς και άλλων πολύ διαδεδομένων και «καθιερωμένων» δια μέσου των αιώνων, παραδοσιακών αγροτικών δραστηριοτήτων στα μεσογειακά ανθρωπογενή οικοσυστήματα είναι ιδιαίτερα σημαντική επίσης και από την οικονομική πλευρά: της αειφορικής και βιώσιμης γεωργίας με την ταυτόχρονη διασύνδεσή της με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας (Bignal, 1998, Mitchley et al., 2006, Henle et al., 2008). Ενισχύοντας και υποστηρίζοντας τους ανθρώπους της υπαίθρου, ώστε να συνεχίσουν τα παραδοσιακά τους επαγγέλματά, με τη βοήθεια των τοπικά προσαρμοσμένων και στοχοθετημένων μέτρων διατήρησης της φύσης κάτω από τις νέες αποζημιώσεις και επιδοτήσεις του γεωργικού τομέα μέσω της νέας ΚΑΠ, είναι ένα βασικό βήμα ώστε να μπορέσουν να επανασυνδέσουν τα προϊόντα τους με την τοπική και διεθνή 214

217 οικονομία. Είναι ανάγκη επίσης να συνδυαστεί η παραγωγή των προϊόντων αυτών τόσο με την παραδοσιακή γνώση σχετικά με τις τεχνικές «ενεργής» διαχείρισης, όσο και με τα νέα επιστημονικά δεδομένα και τις τεχνικές διατήρησης απειλούμενων ειδών πουλιών. Συνδυασμένα μέτρα ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής μέσω της διατήρησης της βιοποικιλότητας πρέπει να αποτελέσουν πλέον την άμεση προτεραιότητα στη διατήρηση της βιοποικιλότητας των μεσογειακών χωρών, ιδιαίτερα στις «προστατευόμενες περιοχές», προτού οι παραδοσιακές δραστηριότητες εγκαταλειφθούν παντελώς λόγω των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, δεδομένου ότι πολλές τέτοιες εργασίες δεν είναι πλέον ελκυστικές σε μεγάλο ποσοστό της νεολαίας, που φεύγει από τα βουνά και εγκαταλείπει οριστικά την ύπαιθρο (Boyazogloy, 2002, Bernués et al., 2005, de Rancourt et al., 2006, Scozzafava & De Sanctis, 2006, Soliva, et al., 2008). Υπάρχει επίσης μια επείγουσα ανάγκη να οριστούν κατάλληλα οι περιοχές «Υψηλής Φυσικής Αξίας», τόσο στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου όσο και γενικότερα και να αναγνωριστεί και να προωθηθεί η βιώσιμη αειφορική γεωργία ως βασικό στοιχείο της διατήρησης της φύσης. Αυτό θα πρέπει να προωθηθεί τόσο από την νομοθετική όσο και από την πολιτική και πολιτισμική πλευρά, πριν αυτά τα αρχαία μεσογειακά πολιτισμικά τοπία και οι σχετικές με αυτά, παραδοσιακές δραστηριότητές και ο αρχαίος πολιτισμός που αυτά διατηρούν εξαφανιστούν λόγω της εγκατάλειψης ή αντικατασταθούν τελικά από πιο προσοδοφόρες σύγχρονες οικονομικές δραστηριότητες, όπως είναι η αστικοποίηση, η αναψυχή ή και η τουριστική ανάπτυξη (Naveh & Dan, 1973, Grove & Rackham, 2001, Harrop, 2007). 215

218 7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Βλάμη Β, Ζόγκαρης Στ, Δημόπουλος ΠΔ, Βελανιδόδασος Ξηρόμερου Αιτωλοκαρνανία. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Σύλλογος Φίλων της Βελανιδιάς & Περιβάλλοντος «Αμαδρυάδα» - Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Ιωάννινα. 2. Βλαχοπούλου-Οικονόμου Α, 2003 Επισκόπηση της τοπογραφίας της Αρχαίας Ηπείρου : νομοί Ιωαννίνων - Θεσπρωτίας και Νότια Αλβανία. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα. 3. Βοκοτοπούλου Ι, Βίτσα. Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης. Τόμος Α Κείμενο. Έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα. 4. Γαλανάκη Α, Κοινή Αγροτική Πολιτική, Εφαρμογή της και επιπτώσεις στα πουλιά. Περιλήψεις Πρακτικών του Πανελλήνιου Συνεδρίου με θέμα: «Βιοποικιλότητα και Πλανητική Αλλαγή». Ένωση Ελλήνων Οικολόγων και Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Μυτιλήνη, Νοεμβρίου Γαλανάκη Α, Γεωργία και πουλιά-σελίδες για την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Ημερομηνία πρόσβασης: 06/09/ Γεράκης ΠΑ, Φύση και αγροπεριβαλλοντικά μέτρα. Αμφίβιο, 60: Γιακουλάκη ΜΔ, Παπαναστάσης ΒΠ, Βόσκηση αιγών και προβάτων σε εποχιακά υπολείμματα σιτηρών μετά τον θερισμό. Στο: Πλατής ΠΔ, Σφουγγάρης ΑΙ, Παπαχρήστου ΘΓ, Τσιόντης ΑΙ, επιμέλεια. Πρακτικά 4 ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου, Λιβάδια των πεδινών και ημιορεινών περιοχών: μοχλός ανάπτυξης της υπαίθρου. Βόλος, Νοεμβρίου 2004,. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος και Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία, Αθήνα: Γκάσιος Α., Γκουλιαμτζής Π, Καζάζου Α, Συστηματική καταγραφή της ορνιθοπανίδας σε σχέση με τις χρήσεις γης στον Εθνικό Δρυμό Βίου-Αώου. Πτυχιακή διατριβή, Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. 9. Γρίβας Κ, Οδηγός Ορθής Γεωργικής Πρακτικής. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο. 10. Γρίσπος Π, Δασική λαογραφία. Ηπειρωτική Εστία, 21: Δημόπουλος Π, Bergmeier E, Θεοδωρόπουλος Κ, Fischer P, Τσιαφούλη Μ, Οδηγός Παρακολούθησης Τύπων Οικοτόπων και Φυτικών Ειδών στις Περιοχές του Δικτύου Natura 2000 με Φορείς Διαχείρισης στην Ελλάδα. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας & Δημοσίων Έργων, Αγρίνιο. 12. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας, Μια Γνωριμία με τους Σημαντικούς Βιότοπους της Ελλάδας. Ειδική Έκδοση, Αθήνα. 13. Επιστημονική Ομάδα Ερευνών, Έκθεση για την αξιολόγηση και τη διαχείριση της χαράδρας του Αώου. Γραμματεία Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, Αθήνα. 14. Κάππας Ξ, Κομηνός Θ, Κοινά πουλιά της Ελλάδας υπό παρακολούθηση Οιωνός, 23: Κατή Β, Pierre D, Marc D, Λεγάκης Α, Βώκου Δ, Philippe L, Δείκτες βιοποικιλότητας. Περιλήψεις Πρακτικών του Πανελλήνιου Συνεδρίου με θέμα: «Βιοποικιλότητα και Πλανητική Αλλαγή». Ένωση Ελλήνων Οικολόγων και Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Μυτιλήνη, Νοεμβρίου Κατή Β, Παπαϊωάννου, Χ, Τζόβας Κ, Χρήστου Β, Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Πίνδος Περιβαλλοντική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων -Νομαρχιακή Επιτροπή Τουριστικής Προβολής, Ιωάννινα. 216

219 17. Κατσαδωράκης Γ, Προκαταρκτική μελέτη για την πανίδα των σπονδυλοζώων του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου. Αδημοσίευτη έκθεση, Διεύθυνση Δασών Ιωαννίνων. 18. Κατσακιώρη Μ, Μπόλη Κ, Επιστημονική τεκμηρίωση εκθεμάτων του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Βίτσας. Δήμος Κεντρικού Ζαγορίου και Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων- Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), Θέρμη. 19. Κομηνός Θ, Κοινά είδη πουλιών της Ελλάδας. Οιωνός, 32: Λαμπρίδης Ι, Ηπειρωτικά Μελετήματα. Β. Τεύχη 1-10, Εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Β έκδοση 1993, Ιωάννινα. 21. Μαρκοπούλου ΔΜΦ, Οι Αναδασμοί στην Ελληνική ύπαιθρο. Εργασία στο μάθημα: Ανάπτυξη & Αναδιάρθρωση της Ευρωπαϊκής Υπαίθρου. Τμήμα Γεωγραφίας, ΠΜΣ «Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και Διαχείριση του Χώρου», Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα. 22. Μερτζάνης Γ, 1999, επιμέλεια. Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Περιοχής Πίνδου Ζαγορίου. Life96NAT/GR/3222. Τόμος Α. Πρόγραμμα ΑΡΚΤΟΣ: Διατήρηση της καφέ αρκούδας (Ursus arctos) και των βιοτόπων της στην Ελλάδα. 23. Μπεόπουλος Ν, Σταυρακάκης Μ, Οι εξελίξεις στην ελληνική γεωργία. Γεωτεχνική Ενημέρωση, Μάρτιος-Απρίλιος 2002: Μπούσμπουρας Δ, Απειλούμενο είδος: Κιρκινέζι, το γεράκι που φωλιάζει δίπλα στα περιστέρια. Οιωνός, 9: Νιτσιάκος Β, Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο. Οδυσσέας, Αθήνα. 26. Ντάφης Σ, Δασική Οικολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη. 27. Ντάφης Σ, Σμύρης Π, Ζάγκας Θ, Οικοσυστήματα της περιοχής. Στο: Γιαννίτσης Τ, επιμέλεια. Μελέτη Οικολογική-Χωροταξική χαρακτηριστικών οικοσυστημάτων ορεινών όγκων Πίνδου. Σύνοψη Ανάλυσης (Προκαταρκτικό Κείμενο), Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Αθήνα: Οικονόμου ΚΕ, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής «Δωδώνη»: Παράρτημα αρ. 45, Ιωάννινα. 29. Παναγιωτοπούλου Α, Γεωργάς Δ, Νιανιός Η, Καράτζος Κ, Λώλος Γ, Μαραγκού Π, Ζόγκαρης Σ, Χατζηβαρσάνης Β, Ζώρα Κ, Μιχαηλίδου Μ, Σιδηρόπουλος Κ, Διγενής Δ, Πρόγραμμα αντιμετώπισης ειδικών περιβαλλοντικών προβλημάτων και συστήματος λειτουργίας και διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής των ορεινών όγκων της Πίνδου, Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.- Διεύθυνση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού, Αθήνα: Παναγιωτοπούλου Μ, Η ορνιθοπανίδα του Βοϊδομάτη. Αδημοσίευτη πτυχιακή εργασία. Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη. 31. Παπαγεωργίου Γ, Οικονομικοί και Κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Ζαγόρι (μέσα 18 ου αρχές 20 ου αι.). Εκδόσεις Ριζαρείου Σχολής, Ιωάννινα. 32. Παπαϊωάννου Χ, Προστατευόμενη Περιοχή Βόρειας Πίνδου. Α Έκδοση, ΗΠΕΙΡΟΣ Α.Ε., Ιωάννινα. 33. Παπαϊωάννου, Ι. Κ. (1968). Οι Τετραονίδαι εν Ελλάδι. Το Δάσος, 40-41: Παπαναστάσης ΒΠ, Νοϊτσάκης ΒΙ, Λιβαδική Οικολογία. Εκδόσεις Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη. 35. Παυλίδης Π, Τσιακίρης Ρ, Η ορνιθοπανίδα του ποταμού Αώου. Αδημοσίευτη πτυχιακή εργασία. Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη. 36. Πιτούλη-Κίτσου Χ, Εισαγωγή. Στο: Δήμου, Γ. (επιμέλεια) Ζαγορισίων Βίος Ριζάρειον ίδρυμα/ Ίδρυμα Σταύρου Σ. Νιάρχου, Αθήνα: Στάρα Κ, 2009α. Μελέτη και καταγραφή ιερών δασών και δασυλλίων στον Εθνικό Δρυμό Βίκου-Αώου. Παραδοσιακές μορφές διαχείρισης, αντιλήψεις και αξίες των τοπικών κοινωνιών για τη διατήρηση του φυσικού τους περιβάλλοντος. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας 217

220 και Αρχαιολογίας, Π.Μ.Σ: «Νεώτερη και Σύγχρονη Κοινωνία: Ιστορία Λαϊκός Πολιτισμός». 38. Στάρα Κ, 2009β. Η παρατήρηση πουλιών ως εναλλακτική μορφή τουρισμού σε προστατευόμενες περιοχές: η περίπτωση του Ζαγορίου Στο: Χατζημανουήλ Δ, Τσιακίρης Ρ, επιμέλ. Πρακτικά Διημερίδας: Αναψυχή Τουρισμός Περιβάλλον. Ασπράγγελοι, Μαΐου 2008, Ιωάννινα: Στάρα Κ, Τσιακίρης Ρ, Έκθεση ορνιθολογικής αξιολόγησης της περιοχής «GR 67 Κεντρικό Ζαγόρι και Ανατολικό Όρος Μιτσικέλι», για το χαρακτηρισμό της ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας. ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα. 40. Τσιακίρης Ρ, Η ορνιθοπανίδα του Ζαγορίου. Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Περιοχής Πίνδου-Ζαγορίου, Τεχνική αναφορά, Πρόγραμμα Life «Άρκτος Φάση ΙΙ», Θεσσαλονίκη. 41. Τσιακίρης Ρ, Σιδηρόπουλος Λ, Απειλούμενο είδος: Ο αινιγματικός Ασπροπάρης (Neophron percnopterus). Οιωνός, 35: Τσιακίρης Ρ, Σιδηρόπουλος Λ, Κομηνός Θ, Μπούνας Τ, Σύστημα Επιστημονικής Παρακολούθησης για τα «Είδη Προτεραιότητας Διατήρησης» της Ορνιθοπανίδας του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, Ιωάννινα. 43. Τσιακίρης Ρ, Στάρα Κ, Η σημασία του μωσαϊκού των ενδιαιτημάτων των αγροκτηνοτροφικών οροπεδίων του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου για την ορνιθοπανίδα. Στο: Πλατής ΠΔ, Σφουγγάρης ΑΙ, Παπαχρήστου ΘΓ, Τσιόντης ΑΙ, επιμέλεια. Πρακτικά 4 ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου, Βόλος, Νοεμβρίου 2004, Λιβάδια των πεδινών και ημιορεινών περιοχών: μοχλός ανάπτυξης της υπαίθρου. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος και Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία, Αθήνα: Τσιακίρης Ρ, Στάρα Κ, Μπουρδάκης Σ, Πετροπούλου Α, Ζευγάρι Βασιλαετών στη Δυτική Μακεδονία. Οιωνός, 13: Τσίπης Κ, Ωτίδες: Ένα σπάνιο είδος στην Θεσσαλία. Οιωνός, 21: Τσιτούρα Π, Κουρμαντζής Ι, Καϊμάκης Π, NERCO- N.Χλύκας & Συν/τες Α.Ε.Μ ΑΕ, Σχέδιο Διαχείρισης Προστατευόμενης Περιοχής Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Ιωάννινα. 47. Τσούνης Γ, Μαλακού Μ, Ravasini Μ, Μελέτη της πανίδας του Εθνικού Δρυμού Πίνδου. Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, Αθήνα. 48. Χανδρινός Γ, Το Κόκκινο Βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. 49. Χουλιαράς ΙΠ, Η εντοίχια θρησκευτική ζωγραφική του 16 ου και 17 ου αιώνα στο δυτικό Ζαγόρι. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Ιωάννινα. 50. Χριστόπουλος Α, Γαλανάκη Α, Κομηνός Θ, Συνύπαρξη τεσσάρων ειδών κεφαλάδων (Lanius sp.) σε ένα αγροτικό οικοσύστημα στην κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού. Περιλήψεις Πρακτικών του Πανελλήνιου Συνεδρίου με θέμα: «Βιοποικιλότητα και Πλανητική Αλλαγή». Ένωση Ελλήνων Οικολόγων και Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Μυτιλήνη, Νοεμβρίου Aich AE, Waterhouse A, Small ruminants in environmental conservation. Small Ruminant Research, 34: Amanatidou D, Analysis and evaluation of a traditional cultural landscape as a basis for its conservation management. A case study in Vikos - Aoos National Park, Greece. PhD dissertation: University of Freiburg. 53. Antrop M, Why landscapes of the past are important for the future. Landscape and Urban Planning, 70:

221 54. Araújo M, Whittaker RJ, Ladle R J, Erhard M, Reducing uncertainty in projections of extinction risk from climate change. Global Ecology and Biogeography, 14: Aschmann H, Man s impact on the Several Regions with Mediterranean Climates. In: Di Castri F, Mooney HA., eds. Mediterranean Type Ecosystems. Origin and structure. Ecological Studies Analysis and Synthesis, Volume 7, Chapman and Hall Limited, XXX: Aspinall R, Use of geographical information system for interpreting land use policy and modelling effects of land-use change. In: Haines-Young R, Green RD, Cousins S, eds. Landscape ecology and geographic information systems. Taylor & Francis, London: Atkinson PW, Buckingham D, Morris AJ, What factors determine where invertebrate-feeding birds forage in dry agricultural grasslands? Ibis, 146 (Suppl.2) Atkinson PW, Fuller RJ, Vickery JA, Conway GJ, Tallowin JRB, Smith REN, Haysom KA, Ings TC, Asteraki EJ, Brown VK, Influence of agricultural management, sward structure and food resources on grassland field use by birds in lowland England. Journal of Applied Ecology, 42: Attenborough D, The first Eden. The Mediterranean world and man. Collins/BBC Books, London. 60. Báldi A, Batáry P, Erdős S, Effects of grazing intensity on bird assemblages and populations of Hungarian grasslands. Agriculture, Ecosystems and Environment, 108: Banks T, Beta diversity of macro moths: effects of farmland abandonment. Unpublished MSc thesis, University of Wales, Bangor, U.K. 62. Battin J, When Good Animals Love Bad Habitats: Ecological Traps and the Conservation of Animal Populations. Conservation Biology, 18 (6): Berg Å, Pärt T, Abundance of breeding farmland birds on arable and set-aside fields at forest edges. Ecography, 17: Bernués A, Riedel JL, Asensio MA, Blanco M, Sanz A, Revilla R, Casasús I, An integrated approach to studying the role of grazing livestock systems in the conservation of rangelands in a protected natural park (Sierra de Guara, Spain). Livestock Production Science, 96: Bibby CJ, Burgess ND, Hill DA, Bird Census Techniques. British Trust of Ornithology and Royal Society for the Protection of Birds, Academic Press, Harcourt Brace & Company, London. 66. Bibby CJ, Robins M, An exploratory analysis of species and community relationships with habitat in western oak woods. In: Taylor K, Fuller RJ, Lack PC, eds. Bird Census and Atlas Studies. Proceedings of the VIII International Conference on Bird Census and Atlas Work. BTO, Tring, Herts: Bignal EM, Using an ecological understanding of farmland to reconcile nature conservation requirements, EU agriculture policy and world trade agreements. Journal of Applied Ecology, 35: Bignal EM, McCracken DI, Low-intensity farming systems in the conservation of the countryside. Journal of Applied Ecology, 33: BirdLife International (χχ). CAP REFORM PROPOSALS. Produced on behalf of BirdLife International by The RSPB (BirdLife Partner in the UK). 70. BirdLife International, Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. Cambridge, UK: BirdLife International. (BirdLife Conservation Series No. 12). 219

222 71. BirdLife International, Egyptian Vulture - BirdLife Species Factsheet Ημερομηνία πρόσβασης: 30/7/ Blodel J, Chessel B, Bird species impoverishment, nich expansion, and density inflation in Mediterranean island habitats. Ecology, 69: Blondel J, Aronson J, Biology of Wildlife of the Mediterranean Region. Oxford University Press, Oxford. 74. Blondel J, Farré H, The convergent trajectories of bird communities along ecological succession in European forests. Oecologia, 75: Blondel J, Vigne, JD, Space, Time, and Man as Determinants of Diversity of Birds and Mammals in the Mediterranean Region. In: Ricklefs ER, Schluter D, eds. Species Diversity in Ecological Communities. Historical and Geographical Perspectives. The University of Chicago Press, Chicago and London: Boris N, Nesting biology of the Red-backed Shrike (Lanius collurio) in Bulgaria. In: Van Nieuwenhuyse D, Fornasari L, Reuven Y, rd International Shrike Symposium September 1999, Gdansk Poland. Ημερομηνία πρόσβασης: 20/5/ Boyazoglu J, Livestock research and environmental sustainability with special reference to the Mediterranean basin. Small Ruminant Research, 45: Brambilla M, Casale F, Bergero V, Grovetto GM, Falco R, Negri I, Siccardi P, Bogliani G, GIS-models work well but not enough: Habitat preferences of Lanius collurio at multiple levels and conservation implications. Biological Conservation, 142: Breiman L, Friedman JH, Olshen RA, Stone CJ, Classification and regression trees. Wadsworth, Belmont, CA. 80. Brennan LA, Kuvlesky, WP, North American grassland birds: an unfolding conservation crisis? Journal of Wildlife Management 69(1): Brickle NW, Harper DGC, Aebischer NJ, Cockayne SH, Effects of agricultural intensification on the breeding success of corn buntings Miliaria calandra. Journal of Applied Ecology, 37: Brotons L, Herrando S, Pons P, Wildfires and the expansion of threatened farmland birds: the ortolan bunting Emberiza hortulana in Mediterranean landscapes. Journal of Applied Ecology, 45: Buckingham DL, Atkinson PW, Rook AJ, Testing solutions in grass-dominated landscapes: a review of current research. Ibis, 146: Butiev V, Lebedeva E, Shrikes in Vologda region, Northern European Russia. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Buttler SJ, Gillings S, Quantifying the effects of habitat structure on prey detectability and accessibility to farmland birds. Ibis, 146: Campos F, Lizarraga A, The Red-backed Shrike (Lanius collurio L.)-an indicator of climate and vegetation type? The Ring, 22(1): Carlson A, Persistence of the Red-backed Shrike (Lanius collurio) population in a patchy landscape. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Catsadorakis G, Breeding birds from reedbeds to alpine meadows. Hydrobiologia, 351: Chamberlain DE, Lowland Farmland Birds: The road to recovery. A report on the BOU s Annual Conference held at the University of Leicester, March Ibis, 146: Cocker M, Mabey R, Birds Britannica. Chatto & Windus, London. 91. Cody ML, Habitat Selection in Birds: The roles of Vegetation Structure, Competitors, and Productivity. BioScience, 31(2):

223 92. Cody ML, Habitat selection in birds. Academic Press, INC, London. 93. Cousins SAO, Analysis of land-cover transitions based on 17th and 18th century cadastral maps and aerial photographs. Landscape Ecology 16: 41 54, 94. Cramer VA, Hobbs RJ, Standish RJ, What s new about old fields? Land abandonment and ecosystem assembly. Trends in Ecology and Evolution, 23 (2): Cramp, S., Perrins, C.M., The Birds of Western Palearctic, Vol VII, Oxford University Press, Oxford. 96. Dalaka A, Kompare B, Robnik-Šikomja M, Sgardelis SP, Modelling the effects of environmental conditions on apparent photosynthesis of Stipa bromoides by machine learning tools. Ecological Modelling, 129: de Rancourt M, Fois N, Lavín MP, Tchakérian E, Vallerand F, Mediterranean sheep and goats production: An uncertain future. Small Ruminant Research, 62: Delbaere B, Βiodiversity indicators and monitoring: Moving towards implementation. Proceedings of a side event held at CBD/POP6. (ECNC Technical report series). ECNC, Tilburg, the Netherlands/Budapest, Hungary. 99. Delgado A, Moreira F, Bird assemblages of the Iberian cereal steppe. Agriculture, Ecosystems and Environment, 78: Diehl B, A long-term population study of Lanius collurio in a heterogeneous and changing habitat. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Donald FD, Green RE, Heath MF, Agriculture intensification and the collapse of Europe s farmland bird populations. Pros. Royal Society London, 268: Donald PF, Sanderson FJ, Burfield IJ, van Bommel FPJ (2006). Further evidence of continent-wide impacts of agricultural intensification on European farmland birds, Agriculture, Ecosystems and Environment 116: Donázar JA, Naveso M, Tella JL, Campion D, Extensive grazing and raptors in Spain. In: Pain DJ, Pienkowski MW, eds. Farming and Birds in Europe: The Common Agricultural Policy and its implications for Bird Conservation. Academic Press, London: Elle O, Quantifizierung der integrativen Wirkung von Ökotonen am Beispiel der Habitatwahl der Mönchsgrasmücke und der Dorngrasmücke (Sylvia atricapilla und S. communis, Sylviidae). Journal für Ornithologie, 144: Esselink H, Geertsma M, Kuper J, Hustings F, Van Berkel H, Can peat-moor regeneration rescue the Red-backed Shrike in the Netherlands? Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: European Birds Census Council, A biodiversity indicator for Europe: Wild Bird Indicator update Ημερομηνία πρόσβασης: 8/9/ European Environmental Agency, High nature value farmland: Characteristics, trends and policy challenges. Luxemburg: Office for Official Publications of the European Communities Evans A, The importance of mixed farming for seed-eating birds in the UK. In: Pain DJ, Pienkowski MW, eds. Farming and Birds in Europe: The Common Agricultural Policy and its implications for Bird Conservation. Academic Press, London: Farina A, Bird communities facing land abandonment in a mountainous Mediterranean landscape. In: Thanos CA, ed. Proceedings of the 6th International Conference on Mediterranean Climate Ecosystems Plant Animal Interaction in Mediterranean-type Ecosystems. September / 9 / 1991, University of Athens, Greece: Farina A, Landscape structure and breeding bird distribution in a sub- Mediterranean agro-ecosystem. Landscape Ecology, 12:

224 111. Farina A, Principles and Methods in Landscape Ecology. Chapman & Chall, London Farina A, Distribution and dynamics of birds in a rural sub-mediterranean landscape. Landscape and Urban Planning, 31: Fedrigo A, Fornasari L, Bonaventura O, Vitorita V, Massa R, The winter bird species and their abundance in Lombardy, Northern Italy. Ann. Zool. Fennici, 26: Ferrer M, Harte M, Habitat selection by immature Spanish imperial eagles during the dispersal period. Journal of Applied Ecology, 34: Fornasari L, Massa R, 1999a. Habitat or climate? Influences of environmental factors on the breeding success of the Red-backed Shrike. 3rd International Shrike Symposium, September 1999, Gdansk Poland Fornasari L, Massa R, 1999b. Extra-pair copulation in a cluster of Red-backed Shrikes. 3rd International Shrike Symposium, September 1999, Gdansk Poland Fox TAD, Heldbjerg H, Which regional features of Danish agriculture favour the corn bunting in the contemporary farming landscape? Agriculture, Ecosystems and Environment, 126: Fuhlendorf SD, Engle DM, Kerby J, Hamilton R, Pyric Herbivory: Rewilding Landscapes through the Recoupling of Fire and Grazing. Conservation Biology, 23: Fuller RJ, Chamberlain DE, Burton NHK, Gough SJ Distributions of birds in lowland agricultural landscapes of England and Wales: How distinctive are bird communities of hedgerows and woodland? Agriculture, Ecosystems and Environment, 84: Fuller RJ, Stuttard P, Ray CM, The distribution of breeding songbirds within mixed coppiced woodland in Kent, England, in relation to vegetation age and structure. Ann. Zool. Fennici, 26: Gawlik D, Bildstein K, Differential habitat use by sympatric loggerhead Shrikes and American Kestrel in South Carolina. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Gibbons DW, Hill D, Sutherland WJ, Birds. In: Sutherland WJ, ed. Ecological Census Techniques. A Handbook. University of East Anglia, Cambridge University Press: Gibson DJ, Grasses and grassland ecology. Oxford University Press, New York Giourga H, Margaris NS, Vokoy D, Effects of grazing pressure on succession process and productivity of old fields on Mediterranean islands. Environmental Management, 22: Goławski A, Meissner W, The influence of territory characteristics and food supply on the breeding performance of the Red-backed Shrike (Lanius collurio) in an extensively farmed region of eastern Poland. Ecological Research, 23: Golawski A, Does the Red-backed shrike (Lanius collurio L.) benefit from nesting in the association with the Barred Warbler (Sylvia nisoria Bechst.) Polish Journal of Ecology, 55: Green DR, Cummins R, Wright R, Miles J, A methodology for acquiring information on vegetation succession for remotely sensed imagery. In: Haines-Young R, Green RD, Cousins S, eds. Landscape ecology and geographic information systems. Taylor and Francis, London: Green RE, Osborne PE, Sears EJ, The distribution of passerine birds in hedgerows during the breeding season in relation to characteristics of the hedgerow and adjacent farmland. Journal of Applied Ecology, 31:

225 129. Gregory RD, Baillie SR, Large scale habitat use of some declining British birds. Journal of Applied Ecology, 35: Gregory RD, Noble DG, Custance J, The state of play of farmland birds: population trends and conservation status of lowland farmland birds in United Kindom. Ibis, 146 (Surppl.2): Gregory RD, van Strien A, Vorisek P, Meyling AWG, Noble DG, Foppen RPB, Gibbons DW, Developing indicators for European birds. Philosophical Transactions of the Royal Society B: Biological Sciences, 360: Grove AT, Rackham O, The Nature of Mediterranean Europe. An ecological History. Yale University Press, New Haven and London Guerrieri G, Pietrelli L, Biondi M, Status and reproductive selection of the three species of Shrikes Lanius collurio L. senator and L. minor, in a Mediterranean area. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Guisan A, Zimmerman NE, Predictive habitat distribution models in ecology. Ecological Modelling, 135: Gunilla E, Olsson A, Austrheim G, Grenne SN, Landscape change patterns in mountains, land use and environmental diversity, Mid-Norway Landscape Ecology, 15: Gustavsson E, Lennartsson T, Emanuelsson M, Land use more than 200 years ago explains current grassland plant diversity in a Swedish agricultural landscape. Biological Conservation 138: Hadjigeorgiou I, Osoro K, Fragoso de Almeida JP, Molle G, Southern European grazing lands: Production, environmental and landscape management aspects. Livestock Production Science, 96: Halstead P, Ask the Fellows who lop the hay: Leaf-fodder in the mountains of northwest Greece. Rural History, 9 (2): Hammond ΝGL, Ήπειρος: η γεωγραφία, τ' αρχαία ερείπια, η ιστορία, και η τοπογραφία της Ηπείρου και των παρακειμένων χωρών. Εκδόσεις Ηπειρωτικής Βιβλιοθήκης, Αθήνα Handrinos G, Akriotis T, The Birds of Greece. Christopher Helm, A & C Black, London Hanlidou E, Kokkini S, On the flora of the Vikos-Aoos National Park (NW Greece). Willdenowia, 27: Harrop S, Traditional agricultural landscapes as protected areas in international law and policy. Agriculture, Ecosystems and Environment, 121: Helle P, Järvinen O, Population trends of North Finnish land birds in relation to their habitat and changes in forest structure. Oikos, 46: Henle K, Alard D, Clitherow J, Cobb P, Firbank L, Kull T, McCracken D, Moritz RFA, Niemelä J, Rebane M, Wascher D, Watt A, Young J, Indentifying and managing the conflicts between agriculture and biodiversity conservation in Europe-A review. Agriculture, Ecosystems and Environment, 124: Herrando S, Brotons L, Llacuna S, Does fire increase the spatial heterogeneity of bird communities in Mediterranean landscapes? Ibis, 145: Herzon I, O Hara RB, Effects of landscape complexity on farmland birds in the Baltic States. Agriculture, Ecosystems and Environment, 118: Hinsley SA, Bellamy PE, The influence of hedge structure management and landscape context on the value of hedgerows to birds: A review. Journal of Environmental Management, 60: Hirzel AH, Hausser J, Chessel D, Perrin N, Ecological-niche factor analysis: how to compute habitat-suitability maps without absence data? Ecology, 83(7):

226 149. Holzinger J, Verbreitung der Ringdrossel (Turdus torquatus alpestris) in Griechenland. Kartierung mediterraner Brutvogel, 1: Holzinger J, Brutvorkommen des Wendehalses (Jynx torquilla) an seiner sudlichen Arealgrenze in Griechenland. Beih. Veroff. Naturschutz Landsch. Bad. Wutt. 66: Holzinger J, Brutvorkommen des Zwergschnappers (Ficedula parva) an seiner sudlichen Arealgrenze in Griechenland. Die Vogelwelt 114, Jahrgang, Heft, 6: Holzkämper A, Lausch A, Seppelt R, Optimizing landscape configuration to enhance habitat suitability for species with contrasting habitat requirements. Ecological Modelling, 198: Isenmann P, Fradet G, Is the nesting association between the Orphean Wabler (Sylvia hortensis) and the Woodchat Shrike (Lanius senator) an anti-predator oriented mutualism? Journal fur Ornithology, 136: Jackober H, Strauber W, Warum verstecken Neuntöter (Lanius collurio) ihre Nester nicht besser? Journal für Ornithologie, 143: Jobin B, Grenier M, Laporte P, Using satellite imagery to assess breeding habitat availability of the endangered loggerhead shrike in Quebec. Biodiversity and Conservation, 14: Kallimanis AS, Ragia V, Sgardelis SP, Pantis JD, Using regression trees to predict alpha diversity based upon geographical and habitat characteristics. Biodiversity Conservation, 16: Κallimanis AS, Tsiafouli MA, Pantis JD, Mazaris AD, Matsinos Y, Sgardelis SP, Arable land and habitat diversity in Natura 2000 sites in Greece. Journal of Biological Research, 9: Karr JR, Roth RR, Vegetation structure and avian diversity in several New World areas. The American Naturalist, Vol 105, No 945: Kati V, Dimopoulos P, Papaioannou H, Poirazidis K, Ecological management of a Mediterranean mountainous reserve (Pindos National Park, Greece) using the bird community as an indicator. Journal for Nature Conservation, 17: Kati V, Sekercioglu CH, Diversity, ecological structure, and conservation of the land bird community of Dadia reserve, Greece. Diversity and Distributions, 12: Kazantzidis S, Trends in current ornithology in Greece. Journal of Biological Research 8: Kleijn D, Sutherland WJ, How effective are European agri-environment schemes in conserving and promoting biodiversity. Journal of Applied Ecology 40, Kominos Th, The relationship between forest structure and woodpeckers in a managed Black Pine (Pinus nigra) forest in N. Pindos Mt Range, NW Greece. MSc thesis, Faculty of Science and Engineering, Department of Biological Sciences, Manchester Metropolitan University Krebs JR, Wilso JD, Bradbury RB, Siriwardena GM, The second Silent Spring? Nature, 400: Kuźniak S, Tryjanowski P, Distribution and breeding habitat of the Red-backed Shrike (Lanius collurio) in an intensively used farmland. 3rd International Shrike Symposium, September 1999, Gdansk Poland. Ημερομηνία πρόσβασης: 20/5/ Laiolo P, Dondero F, Ciliento E, Rolando A, Consequences of pastoral abandonment for the structure and diversity of the alpine avifauna. Journal of Applied Ecology, 41: Lasseur J, Sheep farming systems and nature management of rangeland in French Mediterranean mountain areas. Livestock Production Science, 96:

227 168. Lefranc N, Shrikes and the farmed landscape in France. In: Pain JD, Pienkowski MW, eds. Farming and Birds in Europe. The Common Agricultural Policy and its Implications for Birds Conservation Academic Press, London: Lefranc N, Worfolk T, Shrikes. A guide to the Shrikes of the World. Yale University Press, New Haven and London Legendre P, Spatial autocorrelation: trouble or new paradigm? Ecology, 74 (6): Loman J, Von Schantz T, Birds in a Farmland More species in small than in large habitat islands. Conservation Biology, 5 (2): MacArthur R, MacArthur W, Peer J, On bird species diversity. II. Prediction of Bird Census from Habitat Measurements. The American Naturalist, Vol. XCVI, No 888: Makatsch W, Συμβολή στη γνώση της ορνιθοπανίδας της Μακεδονίας. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Σχολή Βιολογικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Malik J, Land use changes and distribution of Red-backed Shrikes in Slovakia. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Mason CF, MacDonald SM, 2000 b. Influence of landscape and land-use on the distribution of breeding birds in farmland in eastern England. Journal of the Zoological Society of London, 251: Mason CF, MacDonald SM, 2000a. Corn Bunting Miliaria calandra populations, landscape and land-use in an arable district of eastern England. Bird Conservation International, 10: Massa R, Bottoni L, Fornasari L, Sacchi N, Study on the socio-sexual and territorial system of Red-backed Shrike. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Matyjasiak P, Breeding ecology of the Red-Backed Shrike (Lanius collurio) in Poland. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: McNeil JR, 1992.The Mountains of the Mediterranean World. An environmental history. Cambridge University Press, Cambridge Mitchley J, Price MF, Tzanopoulos J, Integrated Futures for Europe s Mountain Regions: Reconciling Biodiversity Conservation and Human Livelihoods. Journal of Mountain Science, 3: Moreira F, Relationships between vegetation structure and breeding bird densities in fallow cereal steppes in Castro Verde, Portugal. Bird Study, 46: Moreira F, Ferreira PG, Rego FC, Bunting S, Landscape changes and breeding bird assemblages in northwestern Portugal: the role of fire. Landscape Ecology, 16: Moskát C, Fuisz TI, Habitat segregation among the woodchat shrike, Lanius senator, the red-backed shrike, Lanius collurio, and the masked shrike, Lanius nubicus, in NE Greece. Folia Zoologica, 51: Müller M, Pasinelli G, Schiegg K, Spaar R, Jenni L, Ecological and social effects on reproduction and local recruitment in the red-backed shrike. Oecologia, 143 (1): Müller S, Appropriate agricultural management practices required to ensure conservation and biodiversity of environmentally sensitive grassland sites designated under Natura Agriculture, Ecosystems and Environment, 89: Myers N, Mittermeier RA, Mittermeier CG, da Fonseca GAB, Kent J, Biodiversity hotspots for conservation priorities. Nature, 403: Naveh Z, Dan J, The Human Degradation of Mediterranean Landscapes in Israel. In: Di Castri F, Mooney HA, eds. Mediterranean Type Ecosystems. Origin and structure. 225

228 Ecological Studies Analysis and Synthesis. Volume 7, Chapman and Hall Limited: Naveh Z, Lieberman AS, Dynamic Conservation Management of Mediterranean Landscapes. Landscape Ecology. Theory and application. Springer-Verlag, New York Newton I, Population Limitation in Birds. Academic Press, London Newton I, The recent declines of farmland bird populations in Britain an appraisal of causal factors and conservation actions. Ibis, 146: Nieuwenhuyse DV, International Shrike Working Group. Afro-European Section. Spring 1997, Newsletter Number Olsson V, The effects of habitat changes on the distribution and population trends of the Great Grey Shrike and the red-backed Shrike in Sweden. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Orłowski G, Endangered and declining bird species of abandoned farmland in south-western Poland. Agriculture, Ecosystems and Environment, 111: Ormerod S, Watkinson AR, Editors Introduction. Birds and Agriculture. Journal of Applied Ecology, 37: Ormerod SJ, Marshall EJP, Kerby G, Meeting the ecological challenges of agricultural change: editors introduction. Journal of Applied Ecology, 40: Ostermann OP, The need for management of nature conservation sites designated under Natura Journal of Applied Ecology, 35: Pain DJ, Hill D, McCracken DI, Impact of agricultural intensification of pastoral systems on bird distributions in Britain Agriculture, Ecosystems and Environment, 64: Pain DJ, Pienkowski MW, eds Farming and Birds in Europe. The Common Agricultural Policy and its Implications for Birds Conservation. Academic Press, London Papachristou TG, Foraging behaviour of goats and sheep on Mediterranean oak shrublands. Small Ruminant Research, 24: Papanastasis V, Traditional vs contemporary management of Mediterranean vegetation: the case of the island of Crete. Journal of Biological Research, 1: Papanastasis V, Mantzanas K, Dini-Papanastasi O, Ispikoudis I, Traditional Agroforestry Systems and Their Evolution in Greece. In: Rigueiro-Rodríguez et al. (eds.), Agroforestry in Europe: Current Status and Future Prospects. p Pärt T, Söderström B, The effects of management regimes and location in landscape on the conservation of farmland birds breeding in semi-natural pastures. Biological Conservation, 90: Passinelli G, Müller M, Schaub M, Possible causes and consequences of phillopatry and breeding dispersal in red-backed shrikes Lanius collurio. Behavioural Ecology and Sociobiology 61: Peakall D, The decline and fall of the Red-backed Shrikes in Britain. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Petrakis M, Psiloglou B, Lianou M, Keramitsoglou I, Cartalis C, 2005 Evaluation of forest fire risk and fire extinction difficulty at the mountainous park of Vikos-Aoos, Northern Greece: use of remote sensing and GIS techniques. International Journal of Risk Assessment and Management, 5: Petty SJ, Productivity and density of Tawny owls Stix aluco in relation to the structure of a spruce forest in Britain. Ann. Zool. Fennici, 26: Pino J, Rodà F, Ribas J, Pons X, Landscape structure and bird species richness: implications for conservation in rural areas between natural parks. Landscape and Urban Planning, 49: Platis PD, Papanastasis VP, Relationship between shrub cover and available forage in Mediterranean scrublands. Agroforestry Systems, 57:

229 209. Polunin Ο, Flowers of Greece and the Balkans. A field guide. First published 1980, Oxford University Press, New York Pons P, Lambert B, Rigolot E, Prodon R, The effects of grassland management using fire on habitat occupancy and conservation of birds in a mosaic landscape. Biodiversity and Conservation, 12: Preiss E, Martin J-L, Debussche M, 1997). Rural depopulation and recent landscape changes in a Mediterranean region: Consequences to the breeding avifauna. Landscape Ecology, 12: Prodon R, Lebreton JD, Breeding avifauna of the Mediterranean succession: the holm oak and cork oak series in the eastern Pyrenees, 1. Analysis and modeling of the structure gradient. Oikos, 37: Pykälä J, Mitigating Human Effects on European Biodiversity through Traditional Animal Husbandry. Conservation Biology, 14 (3): Reuven Y, Lohrer FE, eds, Shrikes (Laniidae) of the World: Biology and Conservation. 1st International Shrike Symposium. Proceedings of the Western Foundation of Vertebrate Zoology Reuven Y, Lohrer FE, eds, Shrikes (Laniidae) of the World II: Conservation and Implementation. Proceedings of the Second International Symposium, March, Eilat, Israel Robinson RA, Wilson JD, Crick HQP, The importance of arable habitat for farmland birds in grassland landscapes. Journal of Applied Ecology, 38: Romero-Calcerrada R, Perry GLW, The role of land abandonment in landscape dynamics in the SPA Encinares del rio Alberche y Cofio, Central Spain, Landscape and urban planning, 66 (4): Roos S, Functional response, seasonal decline and landscape differences in nest predation risk. Oecologia, 133: Roos S, Pärt T, 2004 Nest predators affect spatial dynamics of breeding red-backed shrikes (Lanius collurio). Journal of Animal Ecology, 73: Rotenberry JT, The role of habitat in avian community composition: physiognomy or floristics. Oecologia, 67: Rotenberry JT, Wiens JA, Habitat structure, patchiness, and avian communities in North American steppe vegetation: a multivariate analysis. Ecology, 61: Roth RR, Spatial heterogenety and bird species diversity. Ecology, 57: Sánchez-Zapata JA, Calvo JF, Raptor distribution in relation to landscape composition in semi-arid Mediterranean habitats. Journal of Applied Ecology, 36: Santos KC, Pino J, Rodà F, Guirado M, Ribas J, Beyond the reserves: The role of non-protected rural areas for avifauna conservation in the area of Barcelona (NE of Spain). Landscape and Urban Planning, 84: Schmid W, Reichenecker H, Die brutvogel des Vikos-und Voidomatis Tal und dem Gebirgstock Astraka and Gamila im Pindusgebirge, Bezirk Ioannina, Zentralgriechenland. Katierung Mediterraner Brutvögel. Vol 1: (Στα γερμανικά) Scozzafava S, De Sanctis A, Exploring the effects of land abandonment on habitat structures and on habitat suitability for three passerine species in a highland area of Central Italy. Landscape and urban planning, 75 (1-2): Sgardelis SP, Margaris NS, Effect of fire on birds and rodents of phryganic (East Mediterranean) ecosystem. Israel Journal of Zoology, 38: Shafriel U, What special about shrikes? Conclusions and recommendations. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6:

230 229. Sirami C, Brotons L, Burfield I, Fonderflick J, Martin JL, Is land abandonment having an impact on biodiversity? A meta-analytical approach to bird distribution changes in the north-western Mediterranean. Biological Conservation, 141: Sirami C, Brotons L, Martin JL, Vegetation and songbird response to land abandonment: from landscape to census plot. Diversity and Distributions, 13: Siriwardena GM, Baille SR, Buckland ST, Fewster RM, Marchant JH, Wilson JD Trends in the abundance of farmland birds: a quantitative comparison of smoothed Common Birds Census indices. Journal of Applied Ecology, 35: Söderström B, Seasonal change in Red-backed Shrike Lanius collurio territory quality - the role of nest predation. Ibis, 143: Söderström B, Pärt T, Influence of landscape scale on farmland birds breeding in semi-natural pastures. Conservation Biology, 14: Soliva R, Rønningen K, Bella I, Bezak P, Cooper T, Flø BE, Marty P, Potter C, Envisioning upland futures: Stakeholder responses to scenarios for Europe s mountain landscapes. Journal of Rural Studies, 24: SPSS for Windows Release 15.0, Standard version, SPSS Ins, Chicago, IL Stara K, The impact of perceived land-use values on biodiversity conservation in the Vikos- Aoos national park, Papigo, Greece. Unpublished MSc Thesis, University of Wales, Bangor Stara K, Tsiakiris R, Landscape change perceptions in a mountain village in Vikos- Aoos National Park. Oral Presentation. Conference Biodiversity Conservation and sustainable development in mountain areas of Europe: the challenge of interdisciplinary research, Bioscene project, 20-24/ 9/ 2005, Ioannina Stoate C, Borralho R, Araújo M, Factors affecting corn bunting Miliaria calandra abundance in a Portuguese agricultural landscape. Agriculture, Ecosystems and Environment, 77: Stoate C, Morris RM, Wilson JD, 2001a. Cultural ecology of Whitethroat (Sylvia communis) habitat management by farmers: Field-boundary vegetation in lowland England. Journal of Environmental Management, 62: Stoate C, Morris RM, Wilson JD, 2001b. Cultural ecology of Whitethroat (Sylvia communis) habitat management by farmers: winter in farmland trees and shrubs in Senegambia. Journal of Environmental Management, 62: Stoate C, Szczur J, Whitethroat Sylvia communis and Yellowhammer Emberiza citrinella nesting success and breeding distribution in relation to field boundary vegetation. Bird Study, 48: Suarez F, Naveso AM, de Juana E, Farming in the drylands of Spain: birds of the pseudosteppes. In: Pain DJ, Pienkowski MW, eds. Farming and Birds in Europe. The Common Agricultural Policy and its Implications for Birds Conservation. Academic Press, London: Suárez-Seoane S, Osborne P, Baudry J, Responses of birds of different biogeographic origins and habitat requirements to agricultural land abandonment in northern Spain. Biological Conservation, 105: Temple S, Priorities for Shrike research and conservation. Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Thompson, CM, McGarigal, K The influence of research scale on bald eagle habitat selection along the lower Hudson River, New York (USA). Landscape Ecology, 17: Titeux Ν, Modelling species distribution when habitat occupancy departs from suitability. Application to birds in a landscape context. PHD Thesis. Université catholique de Louvain. 228

231 247. Titeux N, Dufrene M, Radoux J, Hirzel AH, Defourny P, Fitness-related parameters improve presence-only distribution modelling for conservation practice: The case of the red-backed shrike. Biological Conservation, 138: Trakolis D, Perceptions, preferences and reactions of local inhabitants in Vikos- Aoos National Park, Greece. Environmental Management, 28: Troubis A, Cattle, sheep and goats. Ecological Role of Encyclopedia of Biodiversity, 1: Tryjanowski P, Hromada M, Antczak M, Grzybek J, Kuźniak S, Lorek G, Which method is most suitable for censuring breeding populations of red-backed shrike (Lanius collurio) and great grey (L. excubitor) shrikes? Ornis Hungarica, 12-13: Tryjanowski P, Golawski A, Kuźniak S, Mokwa T, Antczak M, Disperse of stay? Exceptionally high breeding site fidelity in the red-backed shrike (Lanius collurio) Ardea 95(2): Tsiakiris R, Habitat selection of bird species of European Conservation Concern (SPEC) in Zagori, Epirus, Greece. Unpublished MSc thesis, University of Wales, Bangor, U.K Tsiakiris R, Mpetsis A, Kassioumis K, Detection of vegetation changes in Vikos Aoos National Park through remote sensing. 13th International European Vegetation Survey Workshop. (15-20/4/2004), Ioannina, Greece. University of Ioannina (Department of Environmental and Natural Resources Management), Hellenic Ministry of Agricultural Development and Food, Prefecture of Ioannina, Greece Tsiakiris R, Stara K, Pantis J, Sgardelis St Microhabitat selection by three common bird species of montane farmlands in northern Greece. Journal of Environmental Management 44: Tucker GM, Evans MI, Habitats for Birds in Europe: a conservation strategy for the Wider Environment. Cambridge, United Kingdom: BirdLife International (BirdLife Conservation Series no.6) Tucker GM, Heath MF Birds in Europe: their conservation status. Cambridge, United Kingdom: BirdLife International (BirdLife Conservation Series no.3) Tzanopoulos J, Mitchley J, Pantis DJ, Vegetation dynamics in abandoned crop fields on a Mediterranean island: Development of succession model and estimation of disturbance thresholds. Agriculture, Ecosystems and Environment, 120: Vallecillo S, Brotons L, Herrando S, Assessing the response of open-habitat bird species to landscape changes in Mediterranean mosaics. Biodiversity and Conservation, 17: Van Nieuwenhuyse D, Distribution patterns of a Red-backed Shrike (Lanius collurio) population in Gaume (Belgium). 3rd International Shrike Symposium, September 1999, Gdansk Poland. Ημερομηνία πρόσβασης: 20/5/ Van Nieuwenhuyse D, Coussens P, Nollet F, Digital method for recording and analyzing the territory use and activity budget of the Red-backed Shrike (Lanius collurio). Proceedings Western Foundation Vertebrate Zoology 6: Van Nieuwenhuyse D, Fornasari L, Reuven Y, rd International Shrike Symposium, September 1999, Gdansk Poland, Ημερομηνία πρόσβασης: 20/5/ Vanhinsbergh D, Evans A, Habitat associations of the Red-Backed Shrike (Lanius collurio) in Carinthia, Austria. Journal für Ornithologie, 143: Vera F, If they can do it Enlarging the Dutch restoration: Oostvaardersplassen and Beyond. Wilderness and Large Natural Habitat Areas in Europe, EU Presidency and European Commission Conference. Crowne Plaza Hotel, Prague May

232 264. Verhulst J, Báldi A, Kleijn D (2004) Relationship between land-use intensity and species richness and abundance of birds in Hungary. Agriculture, Ecosystems and Environment, 64: Vickery JA, Tallowin JR, Feber RE, Asteraki EJ, Atkinson PW, Fuller RJ, Brown VK, The management of lowland neutral grasslands in Britain: effects of agricultural practices on birds and their food resources. Journal of Applied Ecology, 38: Vickery, JA, Bradbury RB, Henderson IG, Eaton MA, Grice PV, The role of agrienvironment schemes and farm management practices in reversing the decline of farmland birds in England. Biological Conservation, 119: Vořišek P, Klvaňová A, Gregory R, Auninš A, Chylarecki P, Crowe O, de Carli E, del Moral JC, Escandell V, Foppen RPB, Fornasari L, Heldbjerg H, Hilton G, Husby M, Jawinska D, Jiguet F, Joys A, Kuresoo A, Lindström Å, Martins R, Noble DG, Reif J, Schmid H, Schwarz J, Szép T, Teufelbauer N, Väisänen RA, Vansteenwegen Ch, Weiserbs A, State of Europe s Common Birds. CSO/RSPB, Prague, Czech Republic Whittingham MJ, Evans KL, The effect of habitat structure on predation risk of birds in agricultural landscapes. Ibis: 146: Wiens JA, Pattern and process in grassland bird communities. Ecological Monographs, 43: Wiens JA, Rotenberry JT, Response of breeding passerine birds to rangeland alteration in North American scrubsteppe locality. Journal of Applied Ecology, 22: Willis KJ, 1992a. The late Quaternary vegetational history of northwest Greece. I. Lake Gramousti. New Phytologist, 121: Willis KJ, 1992b. The late Quaternary vegetational history of northwest Greece. II. Rezina marsh. New Phytologist, 121: Willson MF, Avian community organization and habitat structure. Ecology, 55: Wilson JD, Whittingham MJ, Bradbury RB, The management of crop structure: a general approach to reversing the impacts of agricultural intensification on birds? Ibis, 147: Witten IH, Eibe F, Data Mining: Practical machine learning tools and techniques. 2nd Edition, Morgan Kaufmann, San Francisco Zervas G, Quantifying and optimizing grazing regimes in Greek mountain systems. Journal of Applied Ecology, 35: Zomeni M, Tzanopoulos J, Pantis JD, Historical analysis of landscape change using remote sensing techniques: An explanatory tool for agricultural transformation in Greek rural areas. Landscape and Urban Planning, 86:

233 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 231

234 Πίνακας Ι: Το σύνολο των ειδών πού έχουν καταγραφεί στην περιοχή έρευνας. Στον πίνακα φαίνονται στις αντίστοιχες στήλες το καθεστώς παρουσίας, το μέγεθος του πληθυσμού, τα είδη που παρατηρήθηκαν κατά την διάρκεια της έρευνας πεδίου από το 2003 έως σήμερα, αυτά που αναφέρονται ιστορικά, τα είδη προτεραιότητας για διατήρηση στην Ευρώπη (SPEC), η κατάσταση διατήρησης τους στην Ευρώπη (E.T.S.) και στην Ελλάδα (ΚΒ) και τέλος το νομικό καθεστώς προστασίας τους. AA Επιστημονικό όνομα Ελληνική ονομασία Καθεστώς παρουσίας Πληθυσμός Απογραφή Αναφορές BiE2 SPEC category BiE2 European Threat Status Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο Birds Directive 79/409 Bern Convention 1 Accipiter brevipes Σαΐνι Μ Α (ν) 2 (VU) I II II 2 Accipiter gentilis Διπλοσάϊνο (Φ) ΣΠ ν S I* II II 3 Accipiter nisus Τσιχλογέρακο Ε Σ v S I* II II 4 Actitis hypoleucos Ποταμότρυγγας Μ Π v 3 (D) II II 5 Aegithalos caudatus Αιγίθαλος (φ), Χ ΣΠ v S III 6 Alauda arvensis Σταρήθρα Μ ΑΣ v 3 (H) II/2 III 7 Alectoris graeca Πετροπέρδικα (φ) Σ v 2 (D) I*; II/1** III 8 Anas clypeata Χουλιαρόπαπια Χ Α (ν) 3 (D) II/1; III/2 III II 9 Anas penelope Σφυριχτάρι Χ Α (ν) EW S II/1; III/2 III II 10 Anas platyrhynchos Πρασινοκέφαλη Χ Α (ν) (S) K II/1; III/1 III II 11 Anthus campestris Χαμοκελάδα Ε Α (ν) 3 (D) I II 12 Anthus pratensis Λιβαδοκελάδα Χ ΑΣ v E (S) II 13 Anthus spinoletta Νεροκελάδα (Φ) Σ v (S) II 14 Anthus trivialis Δενδροκελάδα Χ ΑΣ ν S II 15 Apus apus Σταχτάρα (φ) Σ v (S) III 16 Apus melba Σκεπαρνάς (φ) Κ v S II 17 Aquila chrysaetos Χρυσαετός (φ) ΣΠ v 3 R V I II II 18 Aquila heliaca Βασιλαετός Α Α (ν) 1 R E1 I II I; II 19 Ardea cinerea Σταχτοτσικνιάς Μ Σ v S III 20 Ardea purpurea Πορφυροτσικνιάς Μ ΣΠ v 3 (D) V I II II* Bonn Convention 232

235 AA Επιστημονικό όνομα Ελληνική ονομασία Καθεστώς παρουσίας Πληθυσμός Απογραφή Αναφορές BiE2 SPEC category BiE2 European Threat Status Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο Birds Directive 79/ Asio otus Νανόμπουφος Α Α? (S) II 22 Athena noctua Κουκουβάγια Ε Κ v 3 (D) II 23 Bubo bubo Μπούφος (φ) ΑΣ v 3 (H) I II Bern Convention 24 Buteo buteo Γερακίνα Ε ΠΚ v S II II 25 Caprimulgus europaeus Γιδοβύζι Κ Σ v 2 (H) I II 26 Carduelis cannabina Φανέτο Ε Κ v 2 D II 27 Carduelis carduelis Καρδερίνα Ε Κ v S II 28 Carduelis chloris Φλώρος Ε Σ v E S II 29 Carduelis spinus Λούγαρο (Φ) Α (ν) E S II 30 Certhia brachydactyla Καμποδενδροβάτης Ε ΣΠ 31 Cettia cetti Ψευταηδόνι Μ ΑΣ v E (S) I* II 32 Charadrius dubius Ποταμοσφυριχτής Μ Π v S II II 33 Ciconia ciconia Πελαργός (φ) Σ v (S) II II 34 Ciconia nigra Μαυροπελαργός (φ) ΣΠ v 2 H I II II 35 Circaetus gallicus Φιδαετός Κ Κ v 2 R E2 I II II 36 Circus aeruginosus Καλαμόκιρκος Μ ΣΠ v 3 (R) I II II 37 Circus cyaneus Βαλτόκιρκος Μ ΑΣ v S V I II II 38 Circus macrourus Στεπόκιρκος Μ Π ν 3 H I II II 39 Circus pygargus Λιβαδόκιρκος Μ Π ν 1 (EN) I II II 40 Coccothr. coccothraustes Χονδρομύτης Ε ΣΠ v E S E1 I II II 41 Columba livia Αγριοπερίστερο (φ) ΣΠ v S II 42 Columba palumbus Φάσσα Μ ΣΠ ν (S) II/1 III 43 Coracias garrulus Χαλκοκουρούνα Μ Π (ν) E S I*; II/I**; III/I 44 Corvus corax Κόρακας (φ) Σ v 2 VU V I II II 45 Corvus corone Κουρούνα Ε ΠΚ v S III Bonn Convention 233

236 AA Επιστημονικό όνομα Ελληνική ονομασία Καθεστώς παρουσίας Πληθυσμός Απογραφή Αναφορές BiE2 SPEC category BiE2 European Threat Status Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο 46 Corvus monedula Κάργια (φ) ΠΚ v S II/2 47 Coturnix coturnix Ορτύκι Κ Σ v E (S) II/2 Birds Directive 79/409 Bern Convention 48 Cuculus canorus Κούκος Κ Κ v 3 (H) K II/2 III II* 49 Delichon urbica Σπιτοχελίδονο Κ Κ v S III 50 Dendrocopus medius Μεσοτσικλητάρα Ε Π v 3 (D) II 51 Dendrocopus minor Νανοδρυοκολάπτης E ΣΠ (S) II 52 Emberiza cia Βουνοτσίχλονο (φ), Χ ΑΣ v E (S) I II 53 Emberiza cirlus Σιρλοτσίχλονο Ε Κ v 3 (H) II 54 Emberiza hortulana Βλάχος (φ) Α (ν) E S II 55 Eremophila alpestris Χιονάδα Χ Α (ν) 2 (H) I III 56 Erithacus rubecula Κοκκινολαίμης Ε Κ v (S) II 57 Falco columbarius Νανογέρακο Χ ΑΣ ν E S II II 58 Falco naumanni Κιρκινέζι Μ ΣΠ v (S) I II II 59 Falco peregrinus Πετρίτης Ε Σ v 1 H V I II I; II 60 Falco subbuteo Δενδρογέρακο K ΣΠ (S) II II 61 Falco tinnunculus Βραχοκιρκινέζι Ε ΠΚ v S K I II II 62 Falco vespertinus Μαυροκιρκινέζι Μ ΑΣ v 3 D II II 63 Ficedula albicollis Κρικομυγοχάφτης Μ Π v 3 (VU) I II II 64 Ficedula hypoleuca Μαυρομυγοχάφτης Μ Σ v E S I II II 65 Ficedula parva Νανομυγοχάφτης Μ Π v E S II II 66 Ficedula semitorquata Δρυομυγοχάφτης Μ Π v (S) I II II 67 Fringilla coelebs Σπίνος Ε ΠΚ v v 2 D R I II II 68 Fringilla montifringilla Χειμωνόσπινος Χ ΑΣ v E S I* III 69 Gallinago gallinago Μπεκατσίνι Μ ΑΣ ν S III 70 Gallinula cloropus Νερόκοτα Χ Α (ν) S II/2 III 71 Garrulus glandarius Κίσσα Ε ΠΚ v S II/2 Bonn Convention 234

237 AA Επιστημονικό όνομα Ελληνική ονομασία Καθεστώς παρουσίας Πληθυσμός Απογραφή Αναφορές BiE2 SPEC category BiE2 European Threat Status Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο Birds Directive 79/409 Bern Convention 72 Gyps fulvus Όρνιο Α Α ν S V I II II 73 Hieraaetus pennatus Σταυραετός Μ Π ν 3 H II 74 Hippolais icterina Κιτρινοστριτσίδα Μ Π v 3 (H) I II 75 Hirundo daurica Δενδροχελίδονο Κ Κ v 3 (H) II 76 Hirundo rustica Χελιδόνι Κ Κ v 2 (D) K I II 77 Jynx torquilla Στραβολαίμης Α Α (ν) 2 (D) II 78 Lanius collurio Αετομάχος Κ Κ v 2 H I III 79 Lanius excubitor Διπλοκεφαλάς Χ ΣΠ v E (S) II II 80 Lanius minor Γαϊδουροκεφαλάς Κ Σ v 3 (D) I II 81 Lanius senator Κοκκινοκεφαλάς Κ ΣΠ v 3 (H) II II 82 Lullula arborea Δενδροσταρήθρα Ε Σ v 2 (D) III 83 Luscinia megarhynchos Αηδόνι Κ Κ v S II 84 Melanocorypha calandra Γαλιάντρα Α Π v S II 85 Merops apiaster Μελισσοφάγος Μ Π v (S) II 86 Miliaria calandra Τσιφτάς Κ ΠΚ v 3 H II II 87 Milvus migrans Τσίφτης (φ) Α (ν) 3 EN V I II II 88 Motacilla alba Λευκοσουσουράδα Μ Π v 2 (H) II II 89 Motacilla cinerea Σταχτοσουσουράδα Ε ΑΣ v 3 (D) II II 90 Motacilla flava Κιτρινοσουσουράδα Μ Σ ν S II 91 Muscicapa striata Μυγοχάφτης Μ Σ v 2 (H) II 92 Neophron percnopterus Ασπροπάρης (φ) Σ v E S II 93 Oenanthe hispanica Ασπροκώλα Μ Α (ν) E (S) II 94 Oenanthe oenanthe Σταχτοπετροκλής (φ) ΑΣ v S II 95 Oriolus oriolus Συκοφάγος Κ ΣΠ v 3 D 96 Otus scops Γκιώνης Κ Κ v (S) III 97 Parus caeruleus Γαλαζοπαπαδίτσα Ε ΠΚ v 3 (D) III Bonn Convention 235

238 AA Επιστημονικό όνομα Ελληνική ονομασία Καθεστώς παρουσίας Πληθυσμός Απογραφή Αναφορές BiE2 SPEC category BiE2 European Threat Status Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο Birds Directive 79/409 Bern Convention 98 Parus lugubris Κλειδωνάς Ε Σ v E (S) E1 I II II 99 Parus major Καλόγερος Ε ΠΚ v S II II 100 Passer domesticus Σπουργίτης Ε Κ v 2 (H) II II 101 Passer hispaniolensis Χωραφοσπουργίτης Μ Α (ν) S II II 102 Passer montanus Δενδροσπουργίτης Χ Α (ν) S II/2 103 Pernis apivorus Σφηκιάρης Κ Σ v 2 (H) II 104 Phoenicurus ochruros Καρβουνιάρης Χ ΑΣ v E S II 105 Phoenicurus phoenicurus Κοκκινούρης Μ ΑΣ v S II 106 Phylloscopus collybita Δενδροφυλλοσκόπος Ε Π v 3 D K I II 107 Pica pica Καρακάξα Ε ΠΚ v E (S) II II 108 Picus viridis Δρυοκολάπτης Ε Π v E S II II 109 Prunella modularis Θαμνοψάλτης Χ Π (ν) E (S) II II 110 Ptyonoprogne rupestris Βραχοχελίδονο (φ) ΑΣ v (S) II II 111 Pyrrhocorax pyrrhocorax Κοκκινοκαλιακούδα Χ ΣΠ v 3 (D) II/1; III/2 III II 112 Regulus ignicapillus Βασιλίσκος Χ Α (ν) E S II 113 Regulus regulus Χρυσοβασιλίσκος Χ Α (ν) S II 114 Saxicola rubetra Καστανολαίμης Μ ΠΚ v E (S) II 115 Saxicola torquata Μαυρολαίμης Ε Κ v S I II II 116 Scolopax rusticola Μπεκάτσα Χ ΣΠ ν S II/2 III 117 Serinus serinus Σκαρθάκι (φ), Χ ΑΣ v 3 D II/2 III II* 118 Sitta europaea Δενδροτσοπανάκος (φ), Χ ΣΠ v E S II 119 Sitta neumayer Βραχοτσομπανάκος (φ) Π v S II 120 Sterna hirundo Ποταμογλάρονο Μ Π v 3 D II/2 121 Streptopelia decaocto Δεκαοχτούρα Α Π E S II II 122 Streptopelia turtur Τρυγόνι Κ Σ v E S II II 123 Strix aluco Χουχουριστής (φ) Α v E (S) II II Bonn Convention 236

239 AA Επιστημονικό όνομα Ελληνική ονομασία Καθεστώς παρουσίας Πληθυσμός Απογραφή Αναφορές BiE2 SPEC category BiE2 European Threat Status Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο Birds Directive 79/409 Bern Convention 124 Sturnus roseus Αγιοπούλι M Π E S II II 125 Sturnus vulgaris Ψαρόνι (φ) ΣΠ v S II II 126 Sylvia atricapilla Μαυροσκούφης Ε Σ v E (S) II II 127 Sylvia borin Κηποτσιροβάκος Μ Π ν 3 H I II II 128 Sylvia cantillans Κοκκινοτσιροβάκος Κ Α (ν) S II II 129 Sylvia communis Θαμνοτσιροβάκος Κ Κ v S I* II 130 Sylvia curruca Λαλοτσιροβάκος (Φ) Π v EW (S) II/2 III II 131 Sylvia melanocephala Μαυροτσιροβάκος Α Π ν E S II/2 III II 132 Tringa glareola Λασπότρυγγας Μ Π ν E S II/2 III II 133 Tringa ohcropus Δασότρυγγας Μ Π ν EW (S) II/2 III II 134 Troglodytes troglodytes Τρυποφράκτης Ε Σ v E S II/2 III II 135 Turdus iliacus Κοκκινότσιχλα Χ ΣΠ v 3 (D) II 136 Turdus merula Κότσυφας Ε ΠΚ v 3 (D) II 137 Turdus philomelos Τσίχλα Χ Κ v 2 VU II/2 III II 138 Turdus pilaris Κεδρότσιχλα Χ ΣΠ v 139 Turdus viscivorus Τσαρτσάρα (φ) ΠΚ v 140 Turtus iliacus Κοκκινότσιχλα X Σ EW (S) II/2 III II 141 Tyto alba Πεπλόγλαυκα Α Α (ν) 142 Upupa epops Τσαλαπετεινός Κ Σ ν 143 Vanellus vanellus Καλημάνα Χ Π ν Bonn Convention 237

240 Επεξήγηση συμβόλων Στους παραπάνω πίνακες ειδών παρουσιάζονται όλα τα είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί στην περιοχή μελέτης τα τελευταία 10 χρόνια, το καθεστώς παρουσίας τους στην περιοχή, πληθυσμιακά στοιχεία καθώς και αναφορές των ειδών που δεν παρατηρήθηκαν την περίοδο της έρευνας. Στήλες 1-3 : Αύξων αριθμός, Επιστημονική και Ελληνική ονομασία των ειδών με ταξινομική σειρά. Οι Ελληνικές ονομασίες είναι αυτές που χρησιμοποιεί ο Χανδρινός (1992). Στήλες 4: Καθεστώς παρουσίας. Περιγράφεται το καθεστώς παρουσίας των ειδών στην περιοχή μελέτης με τους παρακάτω συμβολισμούς : Μ: Αναπαραγόμενο επιδημητικό είδος στην περιοχή, μόνιμο όλο το έτος (resident). Φ: Αναπαραγόμενος επισκέπτης. Φωλιάζει στην περιοχή αλλά δεν βρίσκεται σε αυτήν μεγάλο χρονικό διάστημα. Κυρίως καλοκαιρινοί επισκέπτες (summer breeding). ΦΠ: Φώλιαζε παλαιότερα στην περιοχή αλλά σήμερα έχει σταματήσει να εμφανίζεται σε αυτή Π: Περαστικός επισκέπτης, δεν φωλιάζει στην περιοχή, συναντάται όμως για μικρό χρονικό διάστημα, κυρίως την περίοδο μετανάστευσης (passenger in migration). Χ: Χειμερινός επισκέπτης. Συναντάται στην περιοχή κατά τους χειμερινούς μήνες (winter visitor). Σ: Σποραδική παρουσία του είδους, καταγράφεται σπάνια και όχι κάθε χρόνο. Α: Άγνωστο καθεστώς παρουσίας. ( ): Συμβολίζει γειτονικό πληθυσμό του είδους, π.χ. (Φ) το είδος φωλιάζει πολύ κοντά στην περιοχή και την επισκέπτεται μόνο για διατροφή. Στήλη 5: Πληθυσμός. Παρουσιάζονται εκτιμήσεις του πληθυσμού του κάθε είδους με τους παρακάτω συμβολισμούς: ΠΚ: Πολύ κοινό. Απαντούν πάντα σε μεγάλους αριθμούς σε ενδιαιτήματα που προτιμούν (άφθονα). Κ: Κοινά. Απαντούν πάντα μεμονωμένα ή σε μικρούς αριθμούς σε ενδιαιτήματα που προτιμούν. Σ: Συχνά. Απαντούν συχνά αλλά όχι πάντα, μέσα σε ενδιαιτήματα που προτιμούν. ΣΠ: Σπάνια. Απαντούν σποραδικά σε ενδιαιτήματα που προτιμούν. ΑΣ: Ασυνήθιστα. Παρατηρούνται πολύ σπάνια. Π: Παρουσία. Δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί η αφθονία τους με τις υπάρχουσες πληροφορίες, μόνο καταγράφηκε η παρουσία του είδους. Α: Δεν είναι γνωστό το καθεστώς παρουσίας τους. Στήλη 6-7: Απογραφή & αναφορές. Στην πρώτη στήλη παρουσιάζονται τα είδη που καταγράφηκαν στην περιοχή έρευνας κατά την περίοδο της έρευνας πεδίου, από τον Απρίλιο του 2003 μέχρι σήμερα. Στην επόμενη στήλη παρουσιάζονται τα είδη που έχουν παρατηρηθεί παλαιότερα, ενώ σε παρένθεση ( ) αναφέρονται τα είδη που έχουν παρατηρηθεί παλαιότερα και αναφέρονται από τους κατοίκους της περιοχή ή επισκέπτες της. Στήλες 8-10: Καθεστώς Απειλής. Σημειώνονται τα είδη που απειλούνται στην χώρα μας είτε στην Ευρώπη με κάποιες από τις παρακάτω κατηγορίες απειλής. Ειδικότερα: 238

241 Στήλη 8: SPEC. Αναγράφεται η κατηγορία στην οποία κατατάσσονται τα είδη σύμφωνα με την έκδοση του BirdLife International (2004). Στην έκδοση αυτή παρουσιάζονται τα είδη των οποίων η διατήρηση αφορά σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο και ονομάζονται SPEC (Species of European Conservation Concern δηλαδή Είδη Χρήζοντα Προστασίας) και κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: SPEC 1-3: Είδη με δυσμενές καθεστώς διατήρησης στην Ευρώπη SPEC 1: Είδη παγκοσμίως απειλούμενα. SPEC 2: Είδη συγκεντρωμένα στην Ευρώπη. SPEC 3: Είδη συγκεντρωμένα στην Ευρώπη αλλά επίσης με δυσμενές καθεστώς διατήρησης. Στήλη 9: Ευρωπαϊκό Καθεστώς Απειλής (European Threat Status). Αναγράφεται η κατηγορία στην οποία κατατάσσονται τα είδη σύμφωνα με την παραπάνω έκδοση του BirdLife International (1994). Ε: Κινδυνεύοντα, V:Τρωτά, R:Σπάνια, D:Μειώνονται, S:Ασφαλή, ( ):Προσωρινή κατάσταση. Στήλη 10: Ελληνικό Κόκκινο Βιβλίο. Αναγράφεται η κατηγορία στην οποία κατατάσσονται τα είδη στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας (Χανδρινός 1992). Ε1: Κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση, Ε2: Κινδυνεύουν με εξαφάνιση, όχι όμως άμεσα V: Τρωτά, R: Σπάνια, I: Απροσδιόριστα, K: Ανεπαρκώς γνωστά. Στήλες 11-13: Νομικό Καθεστώς Προστασίας: αναφέρονται οι οδηγίες & οι συνθήκες που έχει συνυπογράψει η χώρα μας για την διατήρηση των πουλιών και των βιοτόπων τους. Στήλη 11: Παράρτημα Ι Κ.Ο. 79/409. Με Ι συμβολίζονται τα είδη που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ «περί της διατήρησης των άγριων πτηνών». Για τα είδη αυτά η οδηγία προβλέπει ειδικά μέτρα διατήρησης τους καθώς και δημιουργία περιοχών ειδικής προστασίας (Mas). Στήλη 12: Σύμβαση Βέρνης. Με ΙΙ συμβολίζονται τα είδη που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ (είδη πανίδας υπό αυστηρή προστασία) της Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (Σύμβαση Βέρνης) όπως αυτή κυρώθηκε με τον Ν. 1335/83. Για τα είδη αυτά η σύμβαση απαγορεύει την καταστροφή των ενδιαιτημάτων τους δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα για την προστασία σημαντικών περιοχών για τα μεταναστευτικά είδη, ενώ απαγορεύεται η σύλληψη ή η θανάτωση όλων αυτών και επιπλέον εκείνων που συμβολίζονται με ΙΙΙ. Στήλη 13: Σύμβαση Βόννης. Με Ι, ΙΙ συμβολίζονται τα είδη που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, ΙΙ της διεθνούς Σύμβαση της Βόννης για την προστασία και αποτελεσματική διαχείριση των χερσαίων, υδρόβιων οργανισμών και των πουλιών σε όλο το εύρος της μεταναστευτικής διαδρομής τους. Με Ι συμβολίζονται τα είδη που κινδυνεύουν με εξαφάνιση σε ολόκληρη την κατανομή τους και με ΙΙ εκείνα που θα επωφεληθούν από την διεθνή συνεργασία για την διατήρηση και προστασία τους. 239

242 Πίνακας ΙΙ: Με µαύρη σκίαση σηµειώνονται οι µήνες της εποχιακής παρουσίας του συνόλου των ειδών που έχουν καταγραφεί στην περιοχή έρευνας τα τελευταία πέντε χρόνια. AA Επιστημονική ονομασία Ελληνική ονομασία Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 1 Accipiter brevipes Σαϊνι 2 Accipiter gentilis Διπλοσάϊνο 3 Accipiter nisus Τσιχλογέρακο 4 Actitis hypoleucos Ποταμότρυγγας 5 Aegithalos caudatus Αιγίθαλος 6 Alauda arvensis Σταρήθρα 7 Alectoris graeca Πετροπέρδικα 8 Anas clypeata Χουλιαρόπαπια 9 Anas penelope Σφυριχτάρι 10 Anas platyrhynchos Πρασινοκέφαλη Πάπια 11 Anthus campestris Ωχροκελάδα 12 Anthus pratensis Λιβαδοκελάδα 13 Anthus spinoletta Νεροκελάδα 14 Anthus trivialis Δενδροκελάδα 15 Apus apus Σταχτάρα 16 Apus melba Σκεπαρνάς 17 Aquila chrysaetos Χρυσαετός 18 Aquila heliaca Βασιλαετός 19 Ardea cinerea Σταχτοτσικνιάς 20 Ardea purpurea Πορφυροτσικνιάς 21 Asio otus Νανόμπουφος 22 Athena noctua Κουκουβάγια 23 Bubo bubo Μπούφος 24 Buteo buteo Γερακίνα 25 Caprimulgus europaeus Γιδοβύζι 26 Carduelis cannabina Φανέτο 27 Carduelis carduelis Καρδερίνα 28 Carduelis chloris Φλώρος 29 Carduelis spinus Λούγαρο 240

243 AA Επιστημονική ονομασία Ελληνική ονομασία Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 30 Certhia brachydactyla Καμποδενδροβάτης 31 Cettia cetti Ψευταηδόνι 32 Charadrius dubius Ποταμοσφυριχτής 33 Ciconia ciconia Πελαργός 34 Ciconia nigra Μαυροπελαργός 35 Circaetus gallicus Φιδαετός 36 Circus aeruginosus Καλαμόκιρκος 37 Circus cyaneus Βαλτόκιρκος 38 Circus macrourus Στεπόκιρκος 39 Circus pygargus Λιβαδόκιρκος 40 Coccothraustes coccothraustes Χονδρομύτης 41 Columba livia Αγριοπερίστερο 42 Columba palumbus Φάσσα 43 Coracias garrulus Χαλκοκουρούνα 44 Corvus corax Κόρακας 45 Corvus corone Κουρούνα 46 Corvus monedula Κάργια 47 Coturnix coturnix Ορτύκι 48 Cuculus canorus Κούκος 49 Delichon urbica Σπιτοχελίδονο 50 Dendrocopus medius Μεσοτσικλητάρα 51 Dendrocopus minor Νανοδρυοκολάπτης 52 Emberiza cia Βουνοτσίχλονο 53 Emberiza cirlus Σιρλοτσίχλονο 54 Emberiza hortulana Βλαχοτσίχλονο 55 Eremophila alpestris Χιονάδα 56 Erithacus rubecula Κοκκινολαίμης 57 Falco columbarius Νανογέρακο 58 Falco naumanni Κιρκινέζι 59 Falco peregrinus Πετρίτης 60 Falco subbuteo Δενδρογέρακο 61 Falco tinnunculus Βραχοκιρκινέζι 241

244 AA Επιστημονική ονομασία Ελληνική ονομασία Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 62 Falco vespertinus Μαυροκιρκινέζι 63 Ficedula albicollis Κρικομυγοχάφτης 64 Ficedula hypoleuca Μαυρομυγοχάφτης 65 Ficedula parva Νανομυγοχάφτης 66 Ficedula semitorquata Δρυομυγοχάφτης 67 Fringilla coelebs Σπίνος 68 Fringilla montifringilla Χειμωνόσπινος 69 Gallinago gallinago Μπεκατσίνι 70 Gallinula cloropus Νερόκοτα 71 Garrulus glandarius Κίσσα 72 Gyps fulvus Όρνιο 73 Hieraaetus pennatus Γερακαετός 74 Hippolais icterina Κιτρινοστριτσίδα 75 Hirundo daurica Δενδροχελίδονο 76 Hirundo rustica Χελιδόνι 77 Jynx torquilla Στραβολαίμης 78 Lanius collurio Αετομάχος 79 Lanius excubitor Διπλοκεφαλάς 80 Lanius minor Γαϊδουροκεφαλάς 81 Lanius senator Κοκκινοκεφαλάς 82 Lullula arborea Δενδροσταρήθρα 83 Luscinia megarhynchos Αηδόνι 84 Melanocorypha calandra Γαλιάντρα 85 Merops apiaster Μελισσοφάγος 86 Miliaria calandra Τσιφτάς 87 Milvus migrans Τσίφτης 88 Motacilla alba Λευκοσουσουράδα 89 Motacilla cinerea Σταχτοσουσουράδα 90 Motacilla flava Κιτρινοσουσουράδα 91 Muscicapa striata Μυγοχάφτης 92 Neophron percnopterus Ασπροπάρης 93 Oenanthe hispanica Ασπροκωλίνα 94 Oenanthe oenanthe Σταχτοπετροκλής 242

245 AA Επιστημονική ονομασία Ελληνική ονομασία Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 95 Oriolus oriolus Συκοφάγος 96 Otus scops Γκιώνης 97 Parus caeruleus Γαλαζοπαπαδίτσα 98 Parus lugubris Κλειδωνάς 99 Parus major Καλόγερος 100 Passer domesticus Σπουργίτης 101 Passer hispaniolensis Χωραφοσπουργίτης 102 Passer montanus Δενδροσπουργίτης 103 Pernis apivorus Σφηκιάρης 104 Phoenicurus ochruros Καρβουνιάρης 105 Phoenicurus phoenicurus Κοκκινούρης 106 Phylloscopus collybita Δενδροφυλλοσκόπος 107 Pica pica Καρακάξα 108 Picus viridis Δρυοκολάπτης 109 Prunella modularis Θαμνοψάλτης 110 Ptyonoprogne rupestris Βραχοχελίδονο 111 Pyrrhocorax pyrrhocorax Κοκκινοκαλιακούδα 112 Regulus ignicapillus Πυροβασιλίσκος 113 Regulus regulus Χρυσοβασιλίσκος 114 Saxicola rubetra Καστανολαίμης 115 Saxicola torquata Μαυρολαίμης 116 Scolopax rusticola Μπεκάτσα 117 Serinus serinus Σκαρθάκι 118 Sitta europaea Δενδροτσοπανάκος 119 Sitta neumayer Βραχοτσομπανάκος 120 Sterna hirundo Ποταμογλάρονο 121 Streptopelia decaocto Δεκαοχτούρα 122 Streptopelia turtur Τρυγόνι 123 Strix aluco Χουχουριστής 124 Sturnus roseus Αγιοπούλι 125 Sturnus vulgaris Ψαρόνι 126 Sylvia atricapilla Μαυροσκούφης 127 Sylvia borin Κηποτσιροβάκος 243

246 AA Επιστημονική ονομασία Ελληνική ονομασία Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 128 Sylvia cantillans Κοκκινοτσιροβάκος 129 Sylvia communis Θαμνοτσιροβάκος 130 Sylvia curruca Βουνοτσιροβάκος 131 Sylvia melanocephala Μαυροτσιροβάκος 132 Tringa glareola Λασπότρυγγας 133 Tringa ohcropus Δασότρυγγας 134 Troglodytes troglodytes Τρυποφράκτης 135 Turdus iliacus Κοκκινότσιχλα 136 Turdus merula Κότσυφας 137 Turdus philomelos Τσίχλα 138 Turdus pilaris Κεδρότσιχλα 139 Turdus viscivorus Τσαρτσάρα 140 Turtus iliacus Κοκκινότσιχλα 141 Tyto alba Τυτώ 142 Upupa epops Τσαλαπετεινός 143 Vanellus vanellus Καλημάνα 244

247 Πίνακας ΙΙΙ: Εδώ παρουσιάζονται τα είδη της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 που έχουν ιστορικά καταγραφεί εντός και περιφερειακά της περιοχής έρευνας καθώς και αυτά που έχουν καταγραφεί κατά την διάρκεια της παρούσας διατριβής. Τα είδη που δεν φωλιάζουν εντός ή κοντά στην περιοχή χρησιμοποιούν τον χώρο μόνο για τροφοληψία ή κατά την μετανάστευση. Με ερωτηματικό (;) επισημαίνονται τα είδη για τα οποία υπάρχει αμφιβολία για το φώλιασμά τους. Παρατηρήθηκαν Φωλιάζουν Φωλιάζουν Ελληνική ονομασία Επιστημονικό όνομα το εντός περιφερειακά 1 Πορφυροτσικνιάς Ardea purpurea ν 2 Μαυροπελαργός Ciconia nigra ν * 3 Πελαργός Ciconia ciconia ν * 4 Σφηκιάρης Pernis apivorus ν * 5 Τσίφτης Milvus migrans * 6 Ασπροπάρης Neophron percnopterus ν * 7 Όρνιο Gyps fulvus 8 Φιδαετός Circaetus gallicus ν * 9 Καλαμόκιρκος Circus aeruginosus ν 10 Βαλτόκιρκος Circus cyaneus ν 11 Στεπόκιρκος Circus macrourus ν 12 Λιβαδόκιρκος Circus pygargus 13 Σαϊνι Accipiter brevipes 14 Βασιλαετός Aquila heliaca 15 Χρυσαετός Aquila chrysaetos ν * 16 Σταυραετός Hieraaetus pennatus ; 17 Κιρκινέζι Falco naumanni ν * 18 Νανογέρακο Falco columbarius ν 19 Πετρίτης Falco peregrinus ν * 20 Λασπότρυγγας Tringa glareola 21 Μπούφος Bubo bubo * 22 Γιδοβύζι Caprimulgus europaeus ν * 23 Χαλκοκουρούνα Coracias garrulus 24 Μεσοτσικλητάρα Dendrocopus medius ν * 25 Γαλιάντρα Melanocorypha calandra ; 26 Δενδροσταρήθρα Lullula arborea ν * 27 Χαμοκελάδα Anthus campestris ν * 28 Νανομυγοχάφτης Ficedula parva ν ; 29 Δρυομυγοχάφτης Ficedula semitorquata ν ; 30 Κρικομυγοχάφτης Ficedula albicollis 31 Αετομάχος Lanius collurio ν * 32 Γαϊδουροκεφαλάς Lanius minor ν * 33 Κοκκινοκαλιακούδα Pyrrhocorax pyrrhocorax ν * 34 Βλάχος Emberiza hortulana * 245

248 ΑΡΧΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΒΙΟΤΟΠΩΝ, ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ 3.1 Πίνακας ΙV: Γενικά είδη και κατηγορίες βιοτόπων. Είδος βιοτόπου Κατηγορία βιοτόπου Ώριμο Δάσος Μέσης ηλικίας Νεαρό Ανοιχτό Δασολίβαδο Μέτρια ανοιχτό Πολύ ανοιχτό Λόγγος Θαμνότοπος Νεαρός Μέσης ηλικίας Ανοιχτό Θαμνολίβαδο Μέτρια ανοιχτό Πολύ ανοιχτό Με μεμονωμένο/α δέντρο/α ή/& θάμνο/ους Με μεμονωμένο/ους θάμνο/ους Με όχθο Λιβάδι Με φυτοφράχτη/ες Χερσολίβαδο > 50% χώμα Χορτολίβαδο Σιτάρι / Κριθάρι /Καλαμπόκι Μπαχτσές Με όχθο Με μεμονωμένο/α δέντρο/α ή/& θάμνο/ους Αγροτική γη Αμπέλι Δεντροκαλλιέργεια Με φυτοφράχτη/ες Τριφύλλι / Βίκος Τριφύλλι παλιό Εποχιακό υγρολίβαδο Υδροχαρές δάσος Λούτσα Υγρότοπος Ρυάκι Μόνιμο υγρολίβαδο Κανάλι Βράχια Βράχια >50% Άσφαλτος Χωματόδρομος Υποδομές Φάρμες & κατασκευές Οικισμός 246

249 Πίνακας V: Γενικές κατηγορίες των χρήσεων γης.. Χρήση γης Αγροτική γη Βοσκότοπος Κοφτολίβαδο Υποδομές Κατάσταση Αθέριστη Εγκαταλειμμένη Θερισμένη Μόλις φύτρωσε Αραιή Αβόσκητος Βόσκεται Εγκαταλειμμένος Αθέριστο Εγκαταλειμμένο Θερισμένο Σε χρήση Εγκαταλειμμένες Πίνακας VΙ: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ενδιαιτημάτων. Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά Αγρανάπαυση Αναβαθμίδα Αραιό κριθάρι Αραιό τριφύλλι / βίκος Βούρλα Γιδόστρατες Δέντρο/α μεμονωμένο/α δασικά Δέντρο/α μεμονωμένο/α οπωροφόρο/α Αγροτική γη ή / λιβάδια με Διάβρωση Ξέφωτο Όχθος εκτεταμένος Όχθος χωραφιών / δρόμου Πεταμένη κοπριά Πρώην στάλος Στύλος ΔΕΗ / καλώδια Χορταριασμένο κανάλι Ανομοιογενές, ποικιλία χόρτου Λιβάδια Με αγκάθια / Γαϊδουράγκαθα Με φλώμους Θάμνοι κοντοί υπερβοσκημένοι Θάμνοι μεμονωμένοι αραιοί Τύποι θάμνων Θάμνοι νεαροί πυκνοί Θάμνοι σε ομάδα/ες Θάμνος μεμονωμένος 247

250 Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά Φράχτης με ξύλινα παλούκια / κλαδιά Φράχτης με συρματόπλεγμα Φυτοφράχτες εγκαταλειμμένοι Φυτοφράχτες εκτεταμένοι σαν τοίχος Τύποι φραχτών Φυτοφράχτες με μεμονωμένα δέντρα Φυτοφράχτες με ομάδα/ες θάμνων Φυτοφράχτες με παλούκια Φυτοφράχτες σε μεμονωμένες ομάδες Φυτοφράχτες χαμηλοί Καμένα δέντρα Καμένη καλαμιά Καμένος/οι θάμνος/οι Ξερά και καμένα Καμένος/οι φυτοφράχτης/ες Ξερά κλαδιά Ξερό/ά δέντρο/α Ξεροί θάμνοι Εικόνα I και ΙI: Παράδειγμα από τα σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν για την χαρτογράφηση των επικρατειών και παράδειγμα χαρτογράφησης διαφόρων ατόμων Αετομάχων το 2005 πριν την χρήση της φορητής μονάδας Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. 248

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ Μακρή Μαρία, Βιολόγος, Υπ. Διδάκτορας Βλαχόπουλος Κωνσταντίνος, Περιβαλλοντολόγος,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΕΔΑΦΟΥΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΕΔΑΦΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή εργασία ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΕΔΑΦΟΥΣ [Μαρία Μαρκουλλή] Λεμεσός 2015 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Η σημασία του μωσαϊκού των ενδιαιτημάτων των αγροκτηνοτροφικών οροπεδίων του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου για την ορνιθοπανίδα

Η σημασία του μωσαϊκού των ενδιαιτημάτων των αγροκτηνοτροφικών οροπεδίων του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου για την ορνιθοπανίδα Η σημασία του μωσαϊκού των ενδιαιτημάτων των αγροκτηνοτροφικών οροπεδίων του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου για την ορνιθοπανίδα Η σημασία του μωσαϊκού των ενδιαιτημάτων των αγροκτηνοτροφικών οροπεδίων του

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή διατριβή. Ανδρέας Παπαευσταθίου

Μεταπτυχιακή διατριβή. Ανδρέας Παπαευσταθίου Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Μεταπτυχιακή διατριβή Κτίρια σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης :Αξιολόγηση συστημάτων θέρμανσης -ψύξης και ΑΠΕ σε οικιστικά κτίρια στην

Διαβάστε περισσότερα

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές ΗΜΕΡΙΔΑ ΦΟΡΕΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΕΛΤΑ ΝΕΣΤΟΥ-ΒΙΣΤΩΝΙΔΑΣ-ΙΣΜΑΡΙΔΑΣ «Η κτηνοτροφία στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης» 20 Νοεμβρίου 2015, Κομοτηνή Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες

Διαβάστε περισσότερα

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

3/20/2011 ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Ι. Οι εργασίες θα ακολουθούν τη διδασκόμενη ύλη. ΙΙ. Θα γίνεται εκτενής χρήση του Διαδικτύου & άλλων ελληνικών και διεθνών ββλ βιβλιογραφικών πηγών. ΙΙΙ. Η παράδοση

Διαβάστε περισσότερα

Διαχειριστικές δράσεις για τη διευκόλυνση της προσαρμογής του είδους Falco eleonorae* στην κλιματική αλλαγή - LIFE13 NAT/GR/000909

Διαχειριστικές δράσεις για τη διευκόλυνση της προσαρμογής του είδους Falco eleonorae* στην κλιματική αλλαγή - LIFE13 NAT/GR/000909 Διαχειριστικές δράσεις για τη διευκόλυνση της προσαρμογής του είδους Falco eleonorae* στην κλιματική αλλαγή - G.Katsadorakis/ HOS Στοιχεία προγράμματος Τίτλος: «Διαχειριστικές δράσεις για τη διευκόλυνση

Διαβάστε περισσότερα

«ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ»

«ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ» I ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων

Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων Σχολή Μηχανικής και Τεχνολογίας Μεταπτυχιακή διατριβή Διερεύνηση χαρτογράφησης Ποσειδωνίας με χρήση επιβλεπόμενης ταξινόμησης οπτικών δορυφορικών εικόνων Αναστασία Υφαντίδου Λεμεσός, Νοέμβριος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος. Πτυχιακή εργασία ΑΡΩΜΑΤΙΚA ΕΛΑΙΟΛΑΔA. Θάλεια Πισσίδου

Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος. Πτυχιακή εργασία ΑΡΩΜΑΤΙΚA ΕΛΑΙΟΛΑΔA. Θάλεια Πισσίδου Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Πτυχιακή εργασία ΑΡΩΜΑΤΙΚA ΕΛΑΙΟΛΑΔA Θάλεια Πισσίδου Λεμεσός, Μάιος 2017 2 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Επιβλέπων Καθηγητής: Δρ. Νίκος Μίτλεττον Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2 ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Ονοματεπώνυμο: Ιωσηφίνα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Μεταπτυχιακή διατριβή ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ Παρασκευή Νταϊλιάνη Λεμεσός, Μάιος, 2017 TΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Μελέτη των μεταβολών των χρήσεων γης στο Ζαγόρι Ιωαννίνων 0

Μελέτη των μεταβολών των χρήσεων γης στο Ζαγόρι Ιωαννίνων 0 Μελέτη των μεταβολών των χρήσεων γης στο Ζαγόρι Ιωαννίνων 0 ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ - ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.) "ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ" 2 η ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ Χειμερινό εξάμηνο 2009 2010 Κ. Ποϊραζίδης Ανάλυση ψηφίδων ΕΙΣΗΓΗΣΗ 4 Οικολογία Τοπίου 22 Νοεμβρίου 2009 Ανάλυση ψηφίδων Το μέγεθος τους (Patch size / perimeter / edges ) Έκταση Περίμετρος

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Χριστοδούλου Αντρέας Λεμεσός 2014 2 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων Achieving the delivery of multiple Ecosystem Services: the significance of Agro-ecosystems Δρ. Μαρία

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ Παναγιώτου Νεοφύτα 2008969752 Επιβλέπων καθηγητής Δρ. Νίκος Μίτλεττον,

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ Λεμεσός, 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ

Διαβάστε περισσότερα

Μετρήσεις ηλιοφάνειας στην Κύπρο

Μετρήσεις ηλιοφάνειας στην Κύπρο Πτυχιακή εργασία Μετρήσεις ηλιοφάνειας στην Κύπρο Ιωσήφ Μικαίος Λεμεσός, Μάιος 2018 1 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΠΟΥ ΒΙΩΝΕΙ ΤΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΤΙΣ ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Άντρη Αγαθαγγέλου Λεμεσός 2012 i ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Αλεξάνδρα Παπιγκιώτη Υπεύθυνη Τμήματος Πληροφόρησης, Δημοσιότητας & Εκπαίδευσης

Αλεξάνδρα Παπιγκιώτη Υπεύθυνη Τμήματος Πληροφόρησης, Δημοσιότητας & Εκπαίδευσης Δράσεις Ενημέρωσης - Ευαισθητοποίησης για την προστατευόμενη περιοχή του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου - Ο ρόλος του Φορέα Διαχείρισης στην ανάδειξη και προβολή της περιοχής Αλεξάνδρα Παπιγκιώτη Υπεύθυνη

Διαβάστε περισσότερα

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ονοματεπώνυμο Κεντούλλα Πέτρου Αριθμός Φοιτητικής Ταυτότητας 2008761539 Κύπρος

Διαβάστε περισσότερα

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ) Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ) εμφανίζεται ως έννοια για πρώτη φορά το 1993 (Baldock et al., 1993). επιβεβαιώνει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ ορισμένων τύπων γεωργικών δραστηριοτήτων και των "φυσικών

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΕ Α.Π.Ε

ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΕ Α.Π.Ε Τμήμα Ηλεκτρονικών Μηχανικών Τ.Ε. ΟΙΚΟΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΜΕ Α.Π.Ε Πτυχιακή Εργασία Φοιτητής: Γεμενής Κωνσταντίνος ΑΜ: 30931 Επιβλέπων Καθηγητής Κοκκόσης Απόστολος Λέκτορας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κεφάλαιο 1: Κεφάλαιο 2: Κεφάλαιο 3:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κεφάλαιο 1: Κεφάλαιο 2: Κεφάλαιο 3: 4 Πρόλογος Η παρούσα διπλωµατική εργασία µε τίτλο «ιερεύνηση χωρικής κατανοµής µετεωρολογικών µεταβλητών. Εφαρµογή στον ελληνικό χώρο», ανατέθηκε από το ιεπιστηµονικό ιατµηµατικό Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Εσείς Γιατί επιλέξατε το μάθημα Τι περιμένετε από τις ώρες που θα περάσετε διδασκόμενοι μαζί μας; Προτάσεις ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ Ι. Οι εργασίες θα ακολουθούν

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή διατριβή

Μεταπτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μεταπτυχιακή διατριβή ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή Εργασία. Παραδοσιακά Προϊόντα Διατροφική Αξία και η Πιστοποίηση τους

Πτυχιακή Εργασία. Παραδοσιακά Προϊόντα Διατροφική Αξία και η Πιστοποίηση τους ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία Παραδοσιακά Προϊόντα Διατροφική Αξία και η Πιστοποίηση τους Εκπόνηση:

Διαβάστε περισσότερα

Η δράση μας μέσα από το Πρόγραμμα LIFE: Καλές πρακτικές & επιτυχημένα παραδείγματα Γιώργος Σγούρος Διευθυντής

Η δράση μας μέσα από το Πρόγραμμα LIFE: Καλές πρακτικές & επιτυχημένα παραδείγματα Γιώργος Σγούρος Διευθυντής Μέρος 1 Η δράση μας μέσα από το Πρόγραμμα LIFE: Καλές πρακτικές & επιτυχημένα παραδείγματα Γιώργος Σγούρος Διευθυντής Ποιοι είμαστε Η Ορνιθολογική ιδρύθηκε το 1982. Είναι από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές

Διαβάστε περισσότερα

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα Περιγραφή Η εκβολή του όρμου Λεύκα βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Αρνάς (ή Άρνη) στην Άνδρο. Πρόκειται για εκβολή ρύακα σχεδόν μόνιμης ροής, που τροφοδοτεί

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΣΧΟΛΕΙΟ: Δημοτικό Σχολείο Παλώδιας ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2011-2012 Αρ. Μαθητών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα: 38 Αρ. Εκπαιδευτικών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα: 7 Εκπαιδευτικοί:

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή εργασία Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ HACCP ΣΕ ΜΙΚΡΕΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ Αθανάσιος Νταραβάνογλου Διπλωματική

Διαβάστε περισσότερα

Επιστημονική παρακολούθηση βιοτόπων

Επιστημονική παρακολούθηση βιοτόπων Επιστημονική παρακολούθηση βιοτόπων Επιστημονική παρακολούθηση βιοτόπων Τύποι προγραμμάτων περιβαλλοντικής παρακολούθησης 1) Μακρόχρονες έρευνες 2) Παρακολούθηση προσαρμοζόμενης διαχείρισης 3) Προγράμματα

Διαβάστε περισσότερα

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος Πώς μπορεί να καλυφθεί η απουσία του κράτους; Κρίνα Μπελεάν Δικηγόρος ΔΣ Χανίων Περιβαλλοντολόγος, MSc Στην Ελλάδα, οι κατ εξοχήν αγροτικές περιοχές καταλαμβάνουν

Διαβάστε περισσότερα

Μπορεί η βιοποικιλότητα να παράξει εισόδημα ;

Μπορεί η βιοποικιλότητα να παράξει εισόδημα ; Μπορεί η βιοποικιλότητα να παράξει εισόδημα ; Καθηγητής Θανάσης Σφουγγάρης Διευθυντής Εργαστηρίου Διαχείρισης Οικοσυστημάτων και Βιοποικιλότητας Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος

Διαβάστε περισσότερα

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΟΗΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΨΗΛΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΟΡΘΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΟΗΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΨΗΛΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΟΡΘΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ Σχολή Μηχανικής & Τεχνολογίας Τμήμα Πολιτικών & Μηχανικών Γεωπληροφορικής Μεταπτυχιακή διατριβή ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΟΗΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΥΨΗΛΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΟΡΘΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

«Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής»

«Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής» Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Αποκατάστασης ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής» Χρυσάνθη Μοδέστου Λεμεσός, Μάιος,

Διαβάστε περισσότερα

Ελληνικοί Βιότοποι. Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία

Ελληνικοί Βιότοποι. Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία Τάξη Οδηγίες Μάθημα Ε Δημοτικού Πώς συμπληρώνουμε τα φύλλα εργασίας Γεωγραφία Στόχος της δραστηριότητας αυτής είναι να γνωρίσουμε και να καταγράψουμε τους ελληνικούς βιότοπους και να εντοπίσουμε τα ζώα

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή Διατριβή

Μεταπτυχιακή Διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Μεταπτυχιακή Διατριβή Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΑΦΑΛΑΤΩΣΗΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ Κατερίνα

Διαβάστε περισσότερα

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού Ορισμός: Μια χερσαία και/ή θαλάσσια έκταση με ιδιαίτερα οικολογικά και τοπικά χαρακτηριστικά, αφιερωμένη στην

Διαβάστε περισσότερα

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία 2 η Άσκηση Μέτρηση της βιοποικιλότητας με τη χρήση δεικτών Εισηγητής: Δρ Γιώργος Καρρής

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Παρουσίαση των Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που λειτουργούν στον Βοτανικό Κήπο «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους» Πρόγραμμα 1 ο Βλάβες και Αποκατάσταση Φυσικού περιβάλλοντος Στόχοι του προγράμματος:

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Κωνσταντίνος Λιαρίκος, Κατανοώντας το ζήτημα των αλλαγών χρήσεων γης

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Κωνσταντίνος Λιαρίκος, Κατανοώντας το ζήτημα των αλλαγών χρήσεων γης ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ Κωνσταντίνος Λιαρίκος Δείκτης ζωντανού πλανήτη Οικολογική αστοχία Δείκτης ζωντανού πλανήτη Αειφορία Πλανητικά όρια Το αποτύπωμα στις χρήσεις γης Αλλαγές στις

Διαβάστε περισσότερα

«ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. ΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΟΥΣ»

«ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. ΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΟΥΣ» ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Μεταπτυχιακή Διατριβή «ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. ΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΟΥΣ» Η πτυχιακή υποβλήθηκε στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο

Διαβάστε περισσότερα

«ΧΩΡΙΚΗ ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΔΙΚΑΣ (ALECTORIS GRAECA) ΣΤΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ»

«ΧΩΡΙΚΗ ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΔΙΚΑΣ (ALECTORIS GRAECA) ΣΤΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ» ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ & ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ: ΕΔΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ «ΧΩΡΙΚΗ ΜΟΝΤΕΛΟΠΟΙΗΣΗ

Διαβάστε περισσότερα

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000 Αρβανίτης Παντελής Δασολόγος, PhD Δ/νση Δασών Ηρακλείου τηλ 2810264962. email: p.arvanitis@apdkritis.gov.gr NATURA 2000

Διαβάστε περισσότερα

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΘΟΔΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΕΙΦΟΡΑ ΑΓΡΟ- ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ Χρονική Διάρκεια: Οκτώβριος 2010 Ιούνιος 2014 Προϋπολογισμός:

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή εργασία ΜΟΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΤΥΠΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΚΛΗΡΟΥ ΣΙΤΑΡΙΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΚΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Ωλενός, Ακράτα

ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Ωλενός, Ακράτα ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Ωλενός, Ακράτα Από τα αρχαία χρόνια, η γεωργία συνεχώς «απαλλοτριώνει» περιοχές από την άγρια φύση. τέως λίμνη Αγουλινίτσα Η Γεωργία κατακερματίζει το βιότοπο των ειδών που χρειάζονται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ/ΑΝΟΔΙΩΣΗ Al

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ/ΑΝΟΔΙΩΣΗ Al Σχολή Μηχανικής και Τεχνολογίας Πτυχιακή εργασία ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ/ΑΝΟΔΙΩΣΗ Al Ανδρέας Παπαχριστοδούλου Λεμεσός, Μάιος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ

Διαβάστε περισσότερα

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Χρυσάνθη Στυλιανού Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Πτυχιακή διατριβή ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΕ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ Φίλιππος Λουκά Λεμεσός 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΣ 2014 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΝΩΠΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Λούκας Νεοφύτου Λεμεσός

Διαβάστε περισσότερα

Αναπαραστάσεις και ιστορίες για τη φύση, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της Κόνιτσας σε μια ψηφιακή Βιβλιοθήκη

Αναπαραστάσεις και ιστορίες για τη φύση, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της Κόνιτσας σε μια ψηφιακή Βιβλιοθήκη Αναπαραστάσεις και ιστορίες για τη φύση, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της Κόνιτσας σε μια ψηφιακή Βιβλιοθήκη Δρ Καλλιόπη Στάρα "Ανάδειξη και Αξιοποίηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Κόνιτσα, 22 Αυγούστου

Διαβάστε περισσότερα

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΜΕΤΑΛΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΜΕΤΑΛΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Σχολή Mηχανικής και Τεχνολογίας Πτυχιακή εργασία ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΜΕΤΑΛΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ Στέλιος Καράσαββας Λεμεσός, Μάιος 2017

Διαβάστε περισσότερα

Η ελληνική βιοποικιλότητα Ενας κρυμμένος θησαυρός. Μανώλης Μιτάκης Φαρμακοποιός Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνοφαρμακολογίας

Η ελληνική βιοποικιλότητα Ενας κρυμμένος θησαυρός. Μανώλης Μιτάκης Φαρμακοποιός Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνοφαρμακολογίας Η ελληνική βιοποικιλότητα Ενας κρυμμένος θησαυρός Μανώλης Μιτάκης Φαρμακοποιός Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνοφαρμακολογίας Ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλομορφία των σύγχρονων μορφών ζωής στη Γη

Διαβάστε περισσότερα

Κτίρια nζεβ και προσομοίωση με την χρήση του energy+

Κτίρια nζεβ και προσομοίωση με την χρήση του energy+ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ Πτυχιακή εργασία Κτίρια nζεβ και προσομοίωση με την χρήση του energy+ Μυροφόρα Ιωάννου Λεμεσός, Μάιος 2017 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος. Πτυχιακή εργασία

Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος. Πτυχιακή εργασία Σχολή Γεωπονικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Πτυχιακή εργασία ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΖΕΥΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΕΥΔΕΜΙΔΑΣ ΚΑΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΩΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΗ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή εργασία ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΑ ΑΝΤΛΙΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ Γεωργίου

Διαβάστε περισσότερα

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι μεσογειακές περιοχές βρίσκονται μεταξύ 30 0 και

Διαβάστε περισσότερα

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο Κ. Ποϊραζίδης

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο Κ. Ποϊραζίδης ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ Χειμερινό εξάμηνο 2009 2010 Κ. Ποϊραζίδης ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Τοπίο συνήθως αποκαλείται ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος που έχει ιδιαίτερη ομορφιά και προκαλεί ευχαρίστηση στον κάθε

Διαβάστε περισσότερα

Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας. Μεταπτυχιακή διατριβή

Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας. Μεταπτυχιακή διατριβή Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας Μεταπτυχιακή διατριβή Samsung και Apple: Αναλύοντας τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση των ηγετών της τεχνολογίας και η επίδραση των εξωτερικών και ενδοεπιχειρησιακών παραγόντων

Διαβάστε περισσότερα

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα. Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα. Γεωργιάδης Χρήστος Λεγάκις Αναστάσιος Τομέας Ζωολογίας Θαλάσσιας Βιολογίας Τμήμα Βιολογίας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΔΠΗΣΖΜΗΟ ΠΑΣΡΩΝ ΣΜΖΜΑ ΖΛΔΚΣΡΟΛΟΓΩΝ ΜΖΥΑΝΗΚΩΝ ΚΑΗ ΣΔΥΝΟΛΟΓΗΑ ΤΠΟΛΟΓΗΣΩΝ ΣΟΜΔΑ ΤΣΖΜΑΣΩΝ ΖΛΔΚΣΡΗΚΖ ΔΝΔΡΓΔΗΑ

ΠΑΝΔΠΗΣΖΜΗΟ ΠΑΣΡΩΝ ΣΜΖΜΑ ΖΛΔΚΣΡΟΛΟΓΩΝ ΜΖΥΑΝΗΚΩΝ ΚΑΗ ΣΔΥΝΟΛΟΓΗΑ ΤΠΟΛΟΓΗΣΩΝ ΣΟΜΔΑ ΤΣΖΜΑΣΩΝ ΖΛΔΚΣΡΗΚΖ ΔΝΔΡΓΔΗΑ ΠΑΝΔΠΗΣΖΜΗΟ ΠΑΣΡΩΝ ΣΜΖΜΑ ΖΛΔΚΣΡΟΛΟΓΩΝ ΜΖΥΑΝΗΚΩΝ ΚΑΗ ΣΔΥΝΟΛΟΓΗΑ ΤΠΟΛΟΓΗΣΩΝ ΣΟΜΔΑ ΤΣΖΜΑΣΩΝ ΖΛΔΚΣΡΗΚΖ ΔΝΔΡΓΔΗΑ Γηπισκαηηθή Δξγαζία ηνπ Φνηηεηή ηνπ ηκήκαηνο Ζιεθηξνιόγσλ Μεραληθώλ θαη Σερλνινγίαο Ζιεθηξνληθώλ

Διαβάστε περισσότερα

Παρακολούθηση και αξιολόγηση της κατάστασης. του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού Μ. Τζάλη, Ν. Προμπονάς, Τ. Δημαλέξης, J. Fric

Παρακολούθηση και αξιολόγηση της κατάστασης. του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού Μ. Τζάλη, Ν. Προμπονάς, Τ. Δημαλέξης, J. Fric Παρακολούθηση και αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης της ορνιθοπανίδας του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού Μ. Τζάλη, Ν. Προμπονάς, Τ. Δημαλέξης, J. Fric Εθνικό Πάρκο Χελμού Βουραϊκού, «Βιοποικιλότητα

Διαβάστε περισσότερα

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΒΡΕΦΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΒΡΕΦΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΒΡΕΦΙΚΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Ονοματεπώνυμο: Λοϊζιά Ελένη Λεμεσός 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή Επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και την άγρια ζωή Η παγκόσµια κλιµατική αλλαγή θεωρείται ως η σηµαντικότερη τρέχουσα απειλή για τη βιοποικιλότητα του πλανήτη. Παραδείγµατα από την Κυπριακή Φύση Μερικές από

Διαβάστε περισσότερα

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ ΗΓΕΩΡΓΙΚΗΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΑ Α 2 H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων.

Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων. Η πολιτική της χαρτογράφησης vs η χαρτογράφηση της πολιτικής Η εκτίμηση της σπουδαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχεδίων κα προγραμμάτων. Μάνια Ε. Λάμπρου manialambr@gmail.com Ναύπλιο, Δεκέμβριος

Διαβάστε περισσότερα

Ένας Γυπαετός στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000

Ένας Γυπαετός στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000 Ένας Γυπαετός στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών NATURA 2000 Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία 2018 Κάποτε Στις αρχές της δεκαετίας του 90, η βιοποικιλότητα στην Ευρώπη βρισκόταν σε κρίσιμο

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση του Προγράμματος LIFE Nature (ElClimA) για την προστασία του Μαυροπετρίτη από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής

Παρουσίαση του Προγράμματος LIFE Nature (ElClimA) για την προστασία του Μαυροπετρίτη από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής Newsletter No1 Ιούνιος 2015 Παρουσίαση του Προγράμματος LIFE Nature (ElClimA) για την προστασία του Μαυροπετρίτη από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής Γενική περιγραφή Το πρόγραμμα «Διαχειριστικές

Διαβάστε περισσότερα

Τάσεις και Προοπτικές για τον Παγκόσμιο Αγροτικό Τομέα και την Ανάπτυξη Γεώργιος Ραψομανίκης Επικεφαλής Οικονομολόγος Διεύθυνση Εμπορίου και Διεθνών

Τάσεις και Προοπτικές για τον Παγκόσμιο Αγροτικό Τομέα και την Ανάπτυξη Γεώργιος Ραψομανίκης Επικεφαλής Οικονομολόγος Διεύθυνση Εμπορίου και Διεθνών Τάσεις και Προοπτικές για τον Παγκόσμιο Αγροτικό Τομέα και την Ανάπτυξη Γεώργιος Ραψομανίκης Επικεφαλής Οικονομολόγος Διεύθυνση Εμπορίου και Διεθνών Αγορών 1908-2016 Τιμές σιταριού, $/τόννο Απόκλιση Πραγματική

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV Στυλιανού Στυλιανή Λευκωσία 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Διαβάστε περισσότερα

Βιολόγος- Μεταδιδάκτορας, Τομέας Οικολογίας & Ταξινομικής, Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ. 2

Βιολόγος- Μεταδιδάκτορας, Τομέας Οικολογίας & Ταξινομικής, Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ. 2 ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ & ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ: ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ, ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ, ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Χριστοπούλου Α 1, Φύλλας ΝΜ 2, Αριανούτσου Μ 3 1 Βιολόγος- Μεταδιδάκτορας, Τομέας Οικολογίας & Ταξινομικής,

Διαβάστε περισσότερα

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης. LIFE07 NAT/GR/000286 PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR2520006) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης www.parnonaslife.gr Δρ. Πέτρος Κακούρος petros@ekby.gr Η πυρκαγιά Η θέση της πυρκαγιάς

Διαβάστε περισσότερα

ΣΚΟΠΟΣ της ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ του ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΣΚΟΠΟΣ της ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ του ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ της ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ του ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Η Διαχείριση είναι το σύνολο των οικονομικών, τεχνολογικών, θεσμικών, κοινωνικών, εμπειρικών μέτρωνμέσων που είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου, δηλαδή

Διαβάστε περισσότερα

ηλεκτρικής ενέργειας στην

ηλεκτρικής ενέργειας στην Εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην άγρια φύση Δάσος Δαδιάς: προσέξτε την εικόνα και βρείτε γιατί φιλοξενεί τόσα πολλά αρπακτικά πουλιά Φ. Κατσιγιάννης «από το λεύκωμα Εικόνες από τη Δαδιά»

Διαβάστε περισσότερα

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

Κωνσταντίνος Στεφανίδης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Οικολογική

Διαβάστε περισσότερα

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04 ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Μαρία Κιτριλάκη Διαχείριση φυσικών περιοχών Η σύγχρονη αντίληψη για τη διαχείριση των φυσικών περιοχών δεν κυριαρχείται από την παλαιότερη τακτική της εξάντλησης αλλά από

Διαβάστε περισσότερα

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΠΙΛΕΞΑΜΕ: Η χλωρίδα και η πανίδα στην χώρα μας είναι ένα πολύ σημαντικό

Διαβάστε περισσότερα

Πτυχιακή διατριβή. Η επίδραση της τασιενεργής ουσίας Ακεταλδεΰδης στη δημιουργία πυρήνων συμπύκνωσης νεφών (CCN) στην ατμόσφαιρα

Πτυχιακή διατριβή. Η επίδραση της τασιενεργής ουσίας Ακεταλδεΰδης στη δημιουργία πυρήνων συμπύκνωσης νεφών (CCN) στην ατμόσφαιρα ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή Η επίδραση της τασιενεργής ουσίας Ακεταλδεΰδης στη δημιουργία πυρήνων συμπύκνωσης νεφών (CCN)

Διαβάστε περισσότερα

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος

Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Ο νοσηλευτικός ρόλος στην πρόληψη του μελανώματος Ονοματεπώνυμο: Αρτέμης Παναγιώτου Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΠΛΟΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ που υποβλήθηκε στο

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Πτυχιακή διατριβή Ανθεκτικότητα του κοινού τετράνυχου Tetranychus urticae Koch (Acari : Tetranychidae) στα εντοµοκτόνα/ακαρεοκτόνα

Διαβάστε περισσότερα

Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΟ ΠΛΟΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΟ ΠΛΟΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Πτυχιακή εργασία Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΟ ΠΛΟΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ Ελένη Άσπρου Λεμεσός, Μάιος

Διαβάστε περισσότερα

LIFE PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα μέσω μιας δομημένης προσέγγισης

LIFE PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα μέσω μιας δομημένης προσέγγισης LIFE PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα μέσω μιας δομημένης προσέγγισης Εταίροι, διάρκεια και προϋπολογισμός Έναρξη έργου 1/1/2009 Oλοκλήρωση 30/6/2013 To έργο έχει προϋπολισμό 3,035,791.00

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ. (μέρος 2 ο )

ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ. (μέρος 2 ο ) ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΙΟΥ (μέρος 2 ο ) ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΟΠΙΟΥ Δρ. Κώστας Ποϊραζίδης, Δασολόγος ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2009 2010 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2009 Ποσοτικοποιώντας τα χαρακτηριστικά:

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020)

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ (2014-2020) ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΔΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) Το 2015 θεωρείται μια πολύ σημαντική χρονιά για τα δάση σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τουλάχιστον τέσσερις

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή εργασία Η ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Μαρία Χρίστου Λεμεσός 2012 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Μεταπτυχιακή Διατριβή

Μεταπτυχιακή Διατριβή Μεταπτυχιακή Διατριβή ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΒΙΟΦΙΛΜ ΣΤΙΣ ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΣ ΩΣΜΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΦΑΛΑΤΩΣΗ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΥΠΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Λεμεσός, Μάιος 2017 1 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΘΕΜΑ»

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΘΕΜΑ» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Π.Μ.Σ. «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΘΕΜΑ» «Εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α. Λεγάκις* & Π.Β. Πετράκης** * Ζωολογικό Μουσείο Πανεπιστημίου Αθηνών ** ΕΘΙΑΓΕ, Ινστιτούτο Μεσογειακών Οικοσυστημάτων 11 ο Πανελλήνιο

Διαβάστε περισσότερα

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρήσιμη θα ήταν, πριν ασχοληθούμε με την αγροπεριβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε., μια συνοπτική αναφορά στις πιέσεις

Διαβάστε περισσότερα

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή. Ονοματεπώνυμο: Αργυρώ Ιωάννου. Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Αντρέας Χαραλάμπους ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ Πτυχιακή διατριβή Διερεύνηση της αποτελεσματικότητας εναλλακτικών και συμπληρωματικών τεχνικών στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε άτομα με καρκίνο

Διαβάστε περισσότερα

Αστικές παρεμβάσεις ανάπλασης αδιαμόρφωτων χώρων. Δημιουργία βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος και σύνδεση τριών κομβικών σημείων στην πόλη της Δράμας

Αστικές παρεμβάσεις ανάπλασης αδιαμόρφωτων χώρων. Δημιουργία βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος και σύνδεση τριών κομβικών σημείων στην πόλη της Δράμας ΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΔΡΑΜΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΤΟΠΙΟΥ Αστικές παρεμβάσεις ανάπλασης αδιαμόρφωτων χώρων. Δημιουργία βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος και σύνδεση τριών κομβικών σημείων στην πόλη της Δράμας

Διαβάστε περισσότερα

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών Άγιοι Δέκα, 10-05-2017 Ελισάβετ Γεωργοπούλου Βιολόγος Πανεπιστήμιο Κρήτης Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης LIFE13 INF/GR/000188

Διαβάστε περισσότερα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Μαστρογιάννη Μαρία Διπλωματική Εργασία υποβληθείσα

Διαβάστε περισσότερα