ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ AoriFTnam, ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΑΙΛΜΕΣΟΛΛΒΗΤΗ ΣΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΣΠΟΥΛΑΣΤΡΙΑ ΤΣΙΠΡΑ ΜΑΡΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΒΑΛΑ 2003
'^}ψίνέ'ί'αΐ- 'Π fc^rocxo' 0 a^oubci5 f)zlo^io(tio ijp ja e c a i 0 t677j7?tw^ 5. I^ O
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ 1.1 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΔΕΑ... 6 1.2 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (Ε.Κ.Α.Χ.)...7 1.3 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ... 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΟΡΓΑΝΑ 2.1 ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΟΡΓΑΝΑ... 10 2.2 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ... 11 2.2.1. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ...12 2.2.2. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ... 13 2.3. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ...15 2.4. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ...16 2.5. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ... 17 2.6. ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ... 18 2.7. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ...19 2.8. Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ... 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ 3.1. ΕΝΑ ΝΕΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ...21 3.2. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ...23 3.3. Η ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ...25 3.4. Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ...26
3.5. Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΛΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ...27 3.6. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΛΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ...28 3.7. ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙ Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΚΒΑΣΗ ΤΟΥΣ...40 3.8. ΚΑΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ...42 3.8.1. ΟΡΙΣΜΟΣ... 42 3.8.2. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΦΟΡΟΥΣΕ ΠΙΘΑΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ...42 3.9. ΣΥΜΒΟΔΗ ΓΙΑ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ... 43 3.10. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΔΙΩΝ...44 3.11. ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ...45 3.11.1 Η ΑΚΡΟΑΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ...45 3.11.2. Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ...46 3.11.3. ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΡΕΥΝΩΝ... 48 3.12. ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ...49 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ... 54 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 65 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 66
ΠΡΟΛΟΓΟΣ To θέμα αυτής της Π τυχιακής Εργασίας Ο θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή στην υλοποίηση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι αρκετά γνωστό στο ευρύ κοινό. Η απόφαση επιλογής μου, αυτού του θέματος ήταν κατά κύριο λόγο η ενημέρωση μου, για το έργο που εκτελεί ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής και η ενημέρωση όλων αυτών που θα διαβάσουν αυτή την πτυχιακή εργασία. Ο Διαμεσολαβητής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εξετάσει τις καταγγελίες περιπτώσεων κακής διοικήσεως από πλευράς των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αναφερόμενη στην πτυχιακή εργασία θα ήθελα να ευχαριστήσω τον υπεύθυνο καθηγητή και εισηγητή της εργασίας αυτής κος Κρητικό Γεώργιο για τη βοήθεια, που μου πρόσφερε και τις πολύτιμες συμβουλές του πάνω στο θέμα αυτό. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου και τους φίλους μου για την απόλυτη κατανόηση και συμπαράσταση που μου έδειξαν κατά την πραγματοποίηση αυτής της πτυχιακής εργασίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Όπως είναι γνωστό η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου. Έτσι οι πολίτες πρέτιει να γνωρίζουν τα δικαιώματα τους για να μπορούν να αμύνονται, όταν ένα μέλος δεν τα σέβεται. Οι πολίτες έχουν ετήσης και κυρίως το δικαίωμα να υπεραστήζονται τα κεκτημένα από το κοινοτικό δίκαιο δικαιώματα τους. Μπορούν να το κάνουν απευθυνόμενοι στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία με την σειρά τους μπορούν να απευθυνθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ή καταθέτοντας καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής ή αναφορά ή καταγγελίες ενώτιιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αν η καταγγελία σχετίζεται με κακοδιοίκηση από κοινοτικούς θεσμούς ή όργανα, ο πολίτης μπορεί να απευθύνεται στον διαμεσολαβητή, τον οποίο ορίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είτε κατατίθενται ενώτηον της, είτε ενώπιον του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να εξετάζει της καταγγελίες των πολιτών. Συχνά είναι αδικαιολόγητες και η Ετητροπή οφείλει να εξηγήσει στον πολίτη το γιατί. Πολλές φορές όμως, είναι δικαιολογημένες και η Ετητροττή οφείλει να απευθύνεται στα ενεχόμενα κράτη - μέλη και να τους ζητά εξηγήσεις. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής εξετάζει μόνο τις καταγγελίες περιπτώσεων κακής διοικήσεως από πλευράς των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να επιληφθεί καταγγελιών που αφορούν τη δημόσια, περιφερειακή ή τοτηκή διοίκηση των κρατών - μελών. Καταγγελία στον Ευρωπαϊκό Διαμεσολαβητή μπορεί να υποβάλλει κάθε πολίτης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή όποιος ζει σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ετηχειρήσεις, συνεταιρισμοί ή άλλα σωματεία που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν επίσης τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας στον Διαμεσολαβητή. Περίπτωση κακής διοικήσεως σημαίνει πλημμελή ή κατωτέρας ποιότητας διοίκηση. Αυτό συμβαίνει όταν ένα θεσμικό όργανο δεν πράττει κάτι το οποίο έπρεπε να πράξει, εάν το πράττει εσφαλμένα ή εάν πράττει κατά το οποίο δεν έπρεπε να πράξει. Μερικά παραδείγματα είναι, διοικητικές παρατυπίες, αδικία, διακρίσεις.
κατάχρηση εξουσίας, έλλειψη ή άρνηση παροχής πληροφοριών και μη αναπόφευκτη καθυστέρηση. Τα κύρια θεσμικά όργανα και υπηρεσίες της Ευρωτιαϊκής Κοινότητας είναι, η Επιτροττή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Δικαστήριο των Ευρωτιαϊκών Κοινοτήτων, η Οικονομική και Κοινωνική Ετητροτιή, η Εττιτροτιή των Περιφερειών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Επενδύσεων. Η καταγγελία υποβάλλεται απευθύνοντας επιστολή στον Διαμεσολαβητή σε οποιαδήποτε από τις 11 επίσημες γλώσσες της Ενώσεως εκθέτοντας οπωσδήποτε ποιος την υποβάλλει, ποιο θεσμικό όργανο ή υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καταγγέλλει και ποιοι είναι οι λόγοι της καταγγελίας στην οποία προβαίνει. Μια καταγγελία πρέπει να γίνει εντός διετίας από την ημερομηνία κατά την οποία υπέπεσαν στην αντίληψη του καταγγέλοντα τα γεγονότα επί των οποίων βασίζετε η καταγγελία. Ο Διαμεσολαβητής δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων που ευρίσκονται ενώπιον της δικαιοσύνης ή επί των οποίων έχει ήδη αποφανθεί το δικαστήριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ 1.1. Η Ευρωπαϊκή Ιδέα^ Η Ευρωπαϊκή Ιδέα, προτού λάβει μια συγκεκριμένη μορφή και ένα ορισμένο πολιτικό σχέδιο, παρέμεινε μόνο στη σφαίρα των οραματιστών και των φιλοσόφων. Οι ιδέες του Βίκτορα Ουγκώ για την δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης συνετρίβησαν, μετά τις τραγικές συγκρούσεις των Ευρωπαϊκών Λαών στο πρώτο ήμισυ του 20 αιώνα. Την πιο σημαντική θέση για την ενοποίηση της Ευρώπης πήρε το Συνέδριο της Βιέννης το 1927, το οποίο διακήρυξε ότι "η Κοινότητα των συμφερόντων στρώνει τον δρόμο που οδηγεί στην Πολιτική Κοινότητα". Το 1929 ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών A ristid Beiand υπέβαλλε στην Κοινωνία των Εθνών σχέδιο για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λαίλαπα του Β Παγκόσμιου Πολέμου που ακολούθησε, ματαίωσε κάθε προσπάθεια για την ένωση των λαών της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ιδέα, όμως, δεν εγκαταλείφθηκε και έτσι, μετά το τέλος του Πολέμου δημιουργούνται δυο τάσεις προς την κατεύθυνση αυτή, η Ευρωπαϊκή Συνεργασία και η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Το 1946, ο W inston Churchill προτείνει τη δημιουργία ενός τύπου Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, χωρίς βέβαια να εννοεί και τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου. Σημαντική ώθηση για την ανασυγκρότηση και ανάκαμψη της Ευρώπης, μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσαν οι Η.Π.Α. με το σχέδιο M arshall, το οποίο αποτέλεσε ένα όχημα για την προώθηση της διακρατικής συνεργασίας στη Δυτική Ευρώπη.
Οι Λαοί της Ευρώπης και η πολιτική ηγεσία τους συνειδητοποίησαν, μετά τη λήξη του Β Παγκόσμιου Πολέμου, ότι αυτός ο Πόλεμος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ των αδερφών Ευρωπαϊκών Λαών και ότι η αρμονική συμβίωση τους, απειλείτο από την στρατιωτική γιγάντωση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και την οικονομική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερική. Χρειάστηκαν αρκετοί προβληματισμοί για να αναδυθεί η έννοια μιας οργανωμένης διακρατικά Ευρώπης, η οποία θα ξεπεράσει τους ανταγωνισμούς. Τελικά μόνο μετά την πλήρη κατάρρευση της Ευρώπης, από τα δεινά του Παγκόσμιου Πολέμου μπόρεσαν οι Λ αοί να προωθήσουν την ιδέα της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξης Πραγμάτων. 1.2. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ.) Τον θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έθεσε ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Robert Schuman, με τη συνεργασία στον τομέα του Ανθρακα και Χάλυβα. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας απευθυνόταν σε όλα τα Ευρωπαϊκά Κράτη, αλλά πέντε μόνο, η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία συμμετείχαν στη Συνθήκη. Επομένως, μόνο έξι κράτη υπέγραψαν στο Παρίσι, στις 18 Απριλίου 1951, τη ^Συνθήκη Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κ οινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ.). Έτσι, η μικρή αρχικά Ευρώπη των Έ ξι, άρχισε να οικοδομείται από τις 25 Ιουλίου 1952, ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή της Συνθήκης Ε.Κ.Α.Χ. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός της Συνθήκης ήταν η εξάλειψη των εμποδίων στις συναλλαγές και η δημιουργία μιας Κοινής Αγοράς, μέσα στην οποία τα προϊόντα των ανθρακωρυχείων και των σιδηρουργείων θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα για να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες όλων των κατοίκων της Κοινότητας, χωρίς διακρίσεις βασισμένες στην εθνικότητα. Για να επιτευχθούν αυτά, η Συνθήκη προέβλεπε ορισμένους κανόνες σε θέματα Επενδύσεων, Εθνικών Ενισχύσεων, Παραγωγής, Τιμών, Συμφωνιών και Συγχωνεύσεων Επιχειρήσεων, Μεταφορών και Εμπορικής Πολιτικής. Προέβλεπε, επίσης, τη δημιουργία Κοινοτικών Θεσμών και ειδικά μιας Ανώτατης Αρχής και ενός Ειδικού Συμβουλίου Υπουργών, των οποίων οι αποφάσεις θα επιβάλλονταν στα Κράτη - Μέλη. Επίσης, η Συνθήκη ίδρυε ήδη μια Συνέλευση και ένα Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. 1.3. Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση Η ομορφιά του Κοινοτικού Οικοδομήματος, το οποίο κτίζεται από τα μέσα του 20 ' αιώνα είναι η πρωτοτυπία και η απλότητά του. Η μέθοδος του κτισίματος που χρησιμοποιείται, η εθελοντική ολοκλήρωση διαφόρων λαών δεν είχε ποτέ επιχειρηθεί προηγουμένως στην Ανθρώπινη Ιστορία. Παρόλο που μοιάζει απλή στη σύλληψη, είναι πολύ δύσκολη στην εφαρμογή. Η απλότητα της μεθόδου της κατασκευής εγγυάται τη στερεότητα του Οικοδομήματος. Τα δεσμά τα οποία έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των Εθνών, τα οποία παίρνουν μέρος στην κατασκευή, είναι στερεά και δεν μπορούν πια να λυθούν. Μπορούν μόνο να σπάσουν, αλλά με τρομακτικό οικονομικό και πολιτικό κόστος για το έθνος, το οποίο θα βρισκόταν ξανά απομονωμένο. Το Οικοδόμημα δεν μπορεί παρά μόνο να μεγαλώνει στο μέλλον σε πλάτος, με την ένταξη άλλων Ευρωπαϊκών Κρατών, τα οποία θα δεχθούν τις υπάρχουσες προδιαγραφές και σε ύψος με την κατασκευή νέων ορόφων, που αποτελούν τα προχωρημένα στάδια ολοκλήρωσης. Η απλότητα και η πρωτοτυπία χαρακτηρίζουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία είναι οι Κοινοτικές Συνθήκες και τα υλικά κατασκευής, τα οποία είναι οι Πράξεις του Δικαίου που απορρέει από
τνς Συνθήκες. Βεβαίως, όπως κάθε ανθρώπινο έργο, έτσι και το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα έχει τα καθημερινά του προβλήματα, τα οποία οφείλονται στη δυσκολία λήψης αποφάσεων μέσα σε μια οικογένεια τόσο πολυάριθμη και τόσο πολυποίκιλη, όσο η Κοινότητα των Δεκαπέντε και στις δυσχέρειες χρηματοδότησης της επιχείρησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΕΥΤΕΡΟ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΟΡΓΑΝΑ 2.1 Τα Ευρωπαϊκά Όργανα Η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από ένα πρωτότυπο Θεσμικό Σύστημα το οποίο τη διακρίνει από τους άλλους κλασικούς Διεθνείς Οργανισμούς. Η ιδιαιτερότητά της έγκειται στο γεγονός ότι τα Κράτη - Μέλη, τα οποία έχουν υπογράψει τις σχετικές, με την ίδρυση τις Συνθήκες, συμφώνησαν να παραχωρήσουν αρμοδιότητες υπέρ ανεξαρτήτων Οργάνων, τα οποία εκπροσωπούν τόσο τα εθνικά συμφέροντα όσο και τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα Οργανα αυτά έχουν αρμοδιότητα σε θέματα και τομείς που παραδοσιακά άνηκαν στα Εθνικά Κ οινοβούλια και στις Κ υβερνήσεις των Κρατών - Μελών. Οι αποφάσεις τους δεν είναι δεσμευτικές μόνο για τα Κράτη - Μέλη, αλλά άμεσα και για τα φυσικά η νομικά πρόσωπα, τα οποία υφίστανται στα Κράτη - Μέλη. Έτσι, ο βαθμός ανάμιξης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη ρύθμιση εσωτερικών νομικών σχέσεων κάθε Κράτους - Μέλους είναι πράγματι μοναδικός και βλέπουμε ότι, με την πάροδο του χρόνου οι εξουσίες τους ολοένα και διευρύνονται, ενώ η παρουσία τους στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο γίνεται όλο και πιο αισθητή. Τα Ευρωπαϊκά Οργανα διακρίνονται σε Κύρια και σε Συμβουλευτικά ή Επικουρικά. Κύρια Οργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία έχουν περιβληθεί με νομοθετικές, εκτελεστικές, διοικητικές, πολιτικές και δικαστικές αρμοδιότητες, είναι το δημοκρατικά εκλεγμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο εκπροσωπούνται τα Κράτη - Μέλη σε επίπεδο Υπουργών ή Αρχηγών Κρατών και Κυβερνητών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία είναι θεματοφύλακας των Συνθηκών με νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο διασφαλίζει την εφαρμογή του Κοινοτικού
Δικαίου και τέλος, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο ελέγχει τη δημοσιονομική διαχείριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμβουλευτικά ή Επικουρικά Όργανα, τα οποία εκπροσωπούν οικονομικά, κοινωνικά και περιφερειακά συμφέροντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή Περιφερειών. Ακόμα, τα Κοινοτικά Όργανα θα πρέπει να διακριθούν από τους Ευρωπαϊκούς Χρηματοδοτικούς Ο ργανισμούς όπως είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (Ε.Τ.Ε) κ.τ.λ. τα οποία διαθέτουν δικά τους όργανα. 2.2 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο^ αποτελεί από το έτος 1958 το κοινό Κ οινοβουλευτικό Όργανο των τριών Κοινοτήτων; της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα Χάλυβα (Ε.Κ.Α.Χ.), της Ευρωπαϊκής Όικονομικής Κοινότητας (Ε.Ό.Κ.) και της Ευρωπαϊκής Κ οινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ε.Κ.Α.Ε.). Η δημιουργία ενός μόνο Κ οινοβουλίου και για τις τρεις Κοινότητες συνάντησε στην αρχή μεγάλη αντίδραση μεταξύ των Ιδρυτικών Κρατών - Μελών. Η αρχική σκέψη των περισσοτέρων Ιδρυτικών Μελών ήταν η δημιουργία ενός τετάρτου συντονιστικού Κ οινοβουλίου, το οποίο θα λειτουργούσε παράλληλα με τα άλλα τρία Κ οινοβούλια των τριών Κοινοτήτων. Η λύση αυτή είχε προταθεί από εκείνους, οι οποίοι φοβόταν την ισχύ ενός υπερεθνικού χαρακτήρα Κ οινοβουλίου, το οποίο θα δημιουργούταν με την κατάργηση των τριών Κοινοβουλίων των Κοινοτήτων και τη δημιουργία ενός μόνο Κοινοβουλίου. Τελικά, μετά από πίεση και σθεναρή στάση του Γερμανικού και Βελγικού Κ οινοβουλίου, επικράτησε η άποψη του ενός Κ οινοβουλίου, το οποίο τέθηκε σε ισχύ ταυτόχρονα με την ισχύ των Συνθηκών Ίδρυσης Ευρωπαϊκής Όικονομικής Κοινότητας (Ε.Ό.Κ.) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ε.Κ.Α.Ε.) και τη συμφωνία περί Κοινών Όργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία προέβλεπε τη συγχώνευση των
Κοινοβουλίων των τριών Κοινοτήτων (Ε.Κ.Α.Χ., Ε.Ο.Κ., Ε.Κ.Α.Ε.) σε ένα. 2.2.1. Σύνθεση και λειτουργία Το Ευρωπαϊκό Κ οινοβούλιο στα πρώτα έτη λειτουργίας του αποτελείτο από αντιπροσώπους των Ααών των Κρατών - Μελών οι οποίοι αναδεικνύονταν από τα αντίστοιχα Εθνικά Κοινοβούλια και με διαδικασίες, τις οποίες κάθε Κράτος - Μέλος είχε υιοθετήσει. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν ότι η κομματική σύνθεση των Εθνικών Κοινοβουλίων αντανακλούσε και στη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τον Μάιο του 1960, το Ευρωπαϊκό Κ οινοβούλιο υπέβαλε σχέδιο συμφωνίας των Κρατών - Μελών, για την ανάδειξη των μελών του με άμεσες και καθολικές εκλογές. Από τότε, είχαν περάσει είκοσι σχεδόν χρόνια, έως ότου τελικά, διενεργήθηκαν οι πρώτες Ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 1979. Σήμερα, η ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γίνεται κάθε πέντε χρόνια με άμεση και καθολική ψηφοφορία, η οποία διεξάγεται σε τακτή ημερομηνία σε όλα τα Κράτη - Μέλη. Πρόβλημα, πάντως εξακολουθεί να παραμένει ακόμα και σήμερα, το ενιαίο εκλογικό σύστημα, το οποίο τα Κράτη - Μέλη δεν μπόρεσαν να διευθετήσουν. Η Έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βρίσκεται στο Στρασβούργο, όπου και συνεδριάζει η Ολομέλεια. Οι δεκαεννέα Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, οι οποίες προετοιμάζουν τις εργασίες των Συνόδων της Ολομέλειας καθώς και οι Πολιτικές Ομάδες συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες. Για τη λήψη απόφασης απαιτείται η παρουσία του 1/3 των μελών του και πλειοψηφία των ψηφισάντων. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία για να ληφθεί απόφαση. Η Γενική Γραμματεία του Κ οινοβουλίου καθώς και οι 3500 περίπου υπάλληλοι και το προσωπικό των Πολιτικών Ομάδων είναι
εγκατεστημένοι στο Λουξεμβούργο. Η κάθε Κοινοβουλευτική Περίοδος διαρκεί πέντε χρόνια και κάθε χρόνο αρχίζει νέα Κ οινοβουλευτική Σύνοδος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέρχεται σε Ετήσια Τακτική Σύνοδο τη δεύτερη τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους. Μπορεί, όμως, να συνέλθει και σε Έκτακτη Σύνοδο αν το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών του, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή. Η Ολομέλεια πραγματοποιεί δώδεκα μηνιαίες συνεδριάσεις εκτός από τις Έκτακτες, όπως συμβαίνει τον Οκτώβριο με την έγκριση του Γενικού Π ροϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Κ οινοβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του Προεδρείου το οποίο αποτελείται από ένα Πρόεδρο και δεκατέσσερις Αντιπροέδρους και πέντε Κοσμήτορες. Το Προεδρείο επικουρείται από μια Γενική Γραμματεία και έχει την έδρα του στο Λουξεμβούργο. Η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κ οινοβουλίου συνεδριάζει κατά κανόνα δημόσια στο Στρασβούργο, ενώ οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές στις Βρυξέλλες μυστικά. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή έχουν το δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις Συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να ακούγονται όταν ζητήσουν το λόγο, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαντά προφορικά ή γραπτά στις ερωτήσεις, οι οποίες υποβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή τα μέλη του. 2.2.2. Αρμοδιότητες Οι Αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κ οινοβουλίου διακρίνονται Λ) Ελεγκτικές Αρμοδιότητες Οι ελεγκτικές αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου απευθύνονται συνήθως προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όχι προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είναι όργανο με μεγαλύτερες εξουσίες.
Β) Συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη Διαδικασία Λήψης Αποφάσεως. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία αυτή ήταν αρχικά συμβουλευτικός. Μετά, όμως, και την ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και την Συνθήκη του Μάαστριχ, το Ευρωπαϊκό Κ οινοβούλιο, αύξησε τις εξουσίες του αυτές. Έτσι, τα μέλη του έχουν το δικαίωμα και το δικαίωμα αυτό το ασκούν ευρύτατα, αν υποβάλλουν γραπτές ή προφορικές ερωτήσεις στην Επιτροπή και να ασκούν κατά κάποιο τρόπο Κοινοβουλευτικό Έλεγχο όπως και τα Εθνικά Κοινοβούλια. Στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι και ο διορισμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ένας νέος Θεσμός, ο οποίος θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχ. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έχει αρμοδιότητα να δέχεται καταγγελίες όλων των νομικών ή φυσικών προσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία κατοικούν ή έχουν την έδρα τους σε Κράτος - Μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι καταγγελίες αναφέρονται σε περιπτώσεις κακής διοίκησης των Κοινοτικών Οργάνων ή Οργανισμών, με εξαίρεση το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, διεξάγει έρευνες, για να διαπιστώνει αν υπάρχουν περιπτώσεις κακοδιοίκησης, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε ύστερα από καταγγελίες οι οποίες γίνονται απ ευθείας στο Γραφείο του ή μέσω μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Περιπτώσεις, όμως για τις οποίες έχει κινηθεί δικαστική διαδικασία δεν εμπείπταν στην αρμοδιότητα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Σε κάθε περίπτωση κακοδιοίκησης ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Όργανο, για το οποίο έγινε η καταγγελία και το οποίο είναι υποχρεωμένο να εκθέσει τη γνώμη του στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή μέσα σε προθεσμία τριών μηνών. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, αφού λάβει γνώμη των απόψεων του Οργάνου, στη συνέχεια, συντάσσει Έκθεση, την οποία διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ό ργανο, για το οποίο έχει γίνει η σχετική καταγγελία. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έχει υποχρέωση να συντάσσει κάθε χρόνο Έκθεση,
στην οποία να αναγράφονται τα αποτελέσματα όλων των ερευνών του. Την Έκθεση αυτή έχει υποχρέωση να την υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, καθορίζονται, από το Ευρωπαϊκό Κ οινοβούλιο, ύστερα από γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έγκριση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν δέχεται υποδείξεις, ούτε παρεμβάσεις από κανένα Ό ργανο ή Οργανισμό, αλλά ασκεί τα καθήκοντα του με πλήρη ανεξαρτησία. Η θητεία του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή διαρκεί όσο και η κοινοβουλευτική Περίοδος, δυνάμενη να ανανεωθεί. Αν, όμως, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του, διαπράξει βαρύ παράπτωμα ή παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες απαιτούνται για την άψογη εκτέλεση των καθηκόντων του, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να απαλλάξει τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντα του, ύστερα από αίτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 2.3. Το Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Το Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το κατεξοχήν Όργανο Λήψης των Αποφάσεων. Συνέρχεται στις Βρυξέλλες και σπανιότερα στο Λουξεμβούργο. Το Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να διακρίνεται από τη σύνοδο των Αντιπροσώπων των Κυβερνήσεων, των Κρατών - Μελών στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα αληθινό Κοινοτικό Όργανο και οι αποφάσεις παίρνονται με ομοφωνία, ενώ η Σύνοδος των αντιπροσώπων των Κυβερνήσεων των Κρατών είναι μια Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη παραδοσιακής μορφής, η οποία χρησιμοποιείται από τους υπουργούς όταν θέλουν να αποφύγουν τον έλεγχο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η Προεδρία του Συμβουλίου, περνάει κάθε έξι μήνες σε άλλο Κράτος - Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, το Συμβούλιο προεδρεύεται από τον Υπουργό της χώρας που έχει τη σειρά της στην προεδρία. Η συχνότητα των συνεδριάσεων του Συμβουλίου ποικίλει ανάλογα με τα θέματα. Ορισμένοι Υπουργοί, όπως Υπουργοί Εξωτερικών ή Γεωργίας, συνεδριάζουν κάθε μήνα. Αλλοι υπουργοί συνεδριάζουν τρεις ή τέσσερις φορές το χρόνο. Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπροσωπείται από τον αρμόδιο για το θέμα επίτροπο και συχνά από τον Πρόεδρο της. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής επιτροπής είναι η αναζήτηση του κοινού παρονομαστή και η τροποποίηση των προτάσεων της για να μπορέσει έτσι να επιτευχθεί ομοφωνία ή ειδική πλειοψηφία. Ο ρόλος της Προεδρίας είναι να συμβιβάσει τα διάφορα εθνικά συμφέροντα με το κοινό συμφέρον. 2.4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι Όργανο ανεξάρτητο από τα Κράτη - Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκφράζει το γενικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις απαιτήσεις της ανάπτυξης της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ο θεματοφύλακας των Συνθηκών και επαγρυπνεί για την ορθή εφαρμογή των κανόνων από τα Κ ράτη- Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, είναι όργανο ελέγχου της συμπεριφοράς των Κρατών - Μελών και διαθέτει όλα τα μέσα για το έργο αυτό. Οι αποφάσεις της παίρνονται με πλειοψηφία και έχουν καθαρά κοινοτικό χαρακτήρα. Η οργάνωση και η λειτουργία της Ευρωπαϊκής επιτροπής καθορίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως ^συλλογικό όργανο που είναι ενεργεί ως σώμα. Όλες οι αρμοδιότητες, τις οποίες της απονέμουν οι Συνθήκες, ανήκουν στο ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΜΙΧΑΛΗΣ Δ ΧΡΥΣΟΜΑΑΛΗΣ 1993
σύνολο των μελών της και εκφράζονται με την μορφή αποφάσεων, οι οποίες παίρνονται ύστερα από συζήτηση και υιοθετούνται σε συνεδρία του Σώματος. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να εξουσιοδοτεί ένα ή περισσότερα μέλη της, να παίρνουν υπό δική τους ευθύνη, ορισμένα μέτρα προπαρασκευαστικά ή εκτελεστικά των αποφασεών της. Η συνεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συγκαλείται από τον Πρόεδρο. Συνήθως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεδριάζει μία φορά την εβδομάδα, αλλά και όποτε άλλοτε κρίνεται απαραίτητο. Με το στάδιο της εκτέλεσης των αποφάσεων ασχολείται ο εκτελεστικός Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος βοηθάει τον Πρόεδρο για την καλή εκτέλεση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή διαθέτει αρμοδιότητες και εξουσίες, οι οποίες είτε απορρέουν άμεσα από τις Συνθήκες είτε της έχουν απονεμηθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εκπλήρωση του έργου της. Οι αρμοδιότητες της είναι αρμοδιότητες απόφασης, ελέγχου και εξουσίας, πρωτοβουλίας, διοίκησης και διαχείρισης.* 2.5. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Ο ρόλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι να εξασφαλίζει το σεβασμό του Δικαίου στην ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών. Με την ύπαρξη του Δικαστηρίου και τις αρμοδιότητες οι οποίες του έχουν απονεμηθεί, τα Κοινοτικά Όργανα αλλά και τα Κράτη - Μέλη και έμμεσα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υποχρεούνται να σέβονται τους Κανόνες του Κοινοτικού Δικαίου. Αυτή η υπαγωγή των Κρατών - Μελών και των πολιτών τους στο Κοινοτικό Δίκαιο, του οποίου η εφαρμογή διασφαλίζεται από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι βασικό στοιχείο της υπερεθνικότητας των
Κοινοτήτων. *Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καλείται να διαδραματίσει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Κοινοτικού Δικαίου και στη λειτουργία των Κοινοτήτων. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εδρεύει στο Λουξεμβούργο και αποτελείται από τόσους Δικαστές, όσα είναι και τα Κράτη - Μέλη συν έναν, εάν απαιτείται για να είναι ο αριθμός τους μονός και από εννέα Γενικούς Εισαγγελείς. Οι Εισαγγελείς μελετούν τους φακέλους και αναφέρουν στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημόσια και με κάθε αμεροληψία τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν. Και οι μεν και οι δε διορίζονται για έξι χρόνια με σύμφωνη γνώμη των Κρατών - Μελών. 2.6. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς του συνόλου των εσόδων και εξόδων της Κοινότητας. Επίσης, εξακριβώνει τη νομιμότητα και την κανονικότητα των εσόδων και των εξόδων και κάνει παρατηρήσεις ως προς τη χρηματοοικονομική διαχείριση του Προϋπολογισμού εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το ^Ελεγκτικό Συνέδριο μπορεί να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του σε ειδικά θέματα και να γνωμοδοτήσει κατ αίτηση ενός Κοινοτικού Οργάνου. Μπορεί να διενεργήσει έρευνες στα Κράτη - Μέλη για τις δραστηριότητες, τις οποίες αυτά αναλαμβάνουν για λογαριασμό της Κοινότητας. Ο αριθμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ίσος με εκείνων των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ - ΓΕΩΡΠΟΣ ΖΕΝΕΚΙΔΗΧ, ΑΙΚΑΤ ΖΕΝΕΚΙΔΟΥ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΑΟΥ ΣΕΛ. 53 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ - ΜΙΧΑΛΗΣ Δ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΗΣ 1993 ΣΕΛ. 53
2.7. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή είναι το επίσημο Οργανο το οποίο επιτρέπει στους κοινοτικούς θεσμούς, να εκτιμούν και να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των επαγγελματικών και άλλων ενδιαφερομένων κύκλων κατά την εκπόνηση των Κοινοτικών Αποφάσεων. Τα μέλη της, τα οποία προτείνονται από τα Κράτη - Μέλη και διορίζονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη γνωμάτευση της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίζουν μια ευρεία εκπροσώπηση των διάφορων κατηγοριών της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Τα μέλη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής συγκροτούνται σε τρεις ομάδες: την Ομάδα των Εργοδοτών η οποία περιλαμβάνει εκπροσώπους της Βιομηχανίας, των Τραπεζικών Οργανισμών, των Ομοσπονδιών, των Μ εταφορών, κ.λ.π. την Ομάδα των Εργαζομένων, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και την Ομάδα διαφόρων δραστηριοτήτων, η οποία περιλαμβάνει εκπροσώπους των Αγροτών, των Βιοτεχνών, των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, των Ελεύθερων Επαγγελματιών, των συλλόγων προστασίας των καταναλωτών και άλλων Οργανώσεων, οι οποίες που εκπροσωπούν διάφορα συμφέροντα, όπως των οικογενειών ή των οικολογικών κινημάτων. 2.8. Η Επιτροπή των Περιφερειών Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθιερώνει το ρόλο των Περιφερειών μέσα στην Κοινότητα, με την δημιουργία μιας συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους των Ο ργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Π εριφερειακής Διοίκησης. Μ ετά από προτάσεις των Κρατών - Μελών, το Συμβούλιο διορίζει ομόφωνα για τέσσερα έτη, τα μέλη της Επιτροπής των Περιφερειών καθώς και ισάριθμους αναπληρωτές.
To ^Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν υποχρεωτικά τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών στα θέματα της Απασχόλησης και των Κοινωνικών Υποθέσεων, του Π εριβάλλοντος, της Παιδείας, της Επαγγελματικής Κατάρτισης, του Πολιτισμού, της Δημόσιας Υγείας, των Διευρωπαϊκών Δικτύων και των Διαρθρωτικών Ταμείων και σε κάθε άλλη περίπτωση που το κρίνουν σκόπιμο, ειδικότερα όταν πρόκειται για διασυνοριακή συνεργασία. Η Επιτροπή των Περιφερειών προσεγγίζει τις περιοχές και τις τοπικές κοινότητες στην κοινοτική διαδικασία λήψης των αποφάσεων και τις εκπροσωπεί σε όλα τα θέματα που τις ενδιαφέρουν και όχι μόνο στις περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. * ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ - ΓΈΩΡΠΟΣ ΖΕΝΕΚΚΙΔΗΣ, ADCAT ΖΕΝΕΚΙΔΟΥ - ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ 3.1. ΈΝΑ ΝΕΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ Η Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Νίκαια, τον Δεκέμβριο 2000, αντιπροσωπεύει, υπό μια σημαντική έννοια ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Για πρώτη φορά, μια Διεθνής Συμφωνία περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο νέος Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, περιλαμβάνει το Δικαίωμα στην Καλή Διοίκηση για τους Πολίτες. Το ύπατο Όργανο στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πλέον περιγράφει λεπτομερώς τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και Αρχές, των οποίων, έως προσφάτως, απλώς γινόταν μνεία στις Συνθήκες. Τούτο φυσικά και θα έχει πρακτικό αντίκτυπο στις διοικητικού χαρακτήρα δραστηριότητες, οι οποίες εγγράφονται στην όλη Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα εφαρμόζεται από τα Κοινοτικά Δικαστήρια και τον Διαμεσολαβητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 41 του νέου Χάρτη φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα Χρηστής Διοίκησης». Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα Όργανα και τους Ό ργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβαίνει, περαιτέρω, σε μνεία μερικών βασικών απαιτήσεων, τις οποίες πρέπει να πληροί η καλή διοικητική συμπεριφορά, στις οποίες συγκαταλέγονται το δικαίωμα των πολιτών σε ακρόαση, το δικαίωμα εκάστου σε πρόσβαση στον φάκελό του και η υποχρέωση της Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. Όρίζει επίσης ότι η Διοίκηση υποχρεούται να αποκαθιστά πάσα ζημία, την οποία προξένησαν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πέρα τούτων, οι πολίτες έχουν τώρα το δικαίωμα να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε από
τις γλώσσες των Συνθηκών κατά την επικοινωνία τους με την Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Είναι σαφές ότι αυτές οι βασικές απαιτήσεις για καλή διοικητική συμπεριφορά δεν είναι οι μόνοι κανόνες και αρχές, που πρέπει να ακολουθούν τα Θεσμικά Όργανα και Οργανισμοί και οι υπάλληλοί τους για να εγγυώνται καλή διοίκηση. Χρειάζεται ένα σύνολο Κανόνων και Αρχών, ένας Νόμος ή ένας Κώδικας Καλής Διοικητικής Συμπεριφοράς για να μπορέσουν τα Θεσμικά Όργανα και Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι υπάλληλοί τους να υλοποιήσουν τη Χρηστή Διοίκηση, την οποία προβλέπει ο Χάρτης. Μ έχρι τώρα, δεν έχει εγκριθεί σύνολο κανόνων και αρχών για την όλη Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έ χει, συνεπώς, σημασία να εγκρίνουν έκαστο Θεσμικό Όργανο και Οργανισμός ένα σύνολο κανόνων και αρχών, ήτοι έναν κώδικα καλής Διοικητικής Συμπεριφοράς, όπου να καθορίζονται σαφώς τα Δικαιώματα των Ευρωπαίων Πολιτών. Μερικοί Κοινοτικοί Οργανισμοί το έχουν ήδη πράξει, όμως τα κύρια θεσμικά όργανα δεν έχουν μέχρι στιγμής εγκρίνει κώδικες, οι οποίοι να ανταποκρίνονται αληθώς στις φιλοδοξίες του Χάρτη της Νίκαιας. Η πρόοδος, η οποία σημειώθηκε στη Νίκαια στο συγκεκριμένο θέμα θα είναι σημαντικό βήμα προόδου στην από μακρού χρόνου προσπάθεια, την οποία καταβάλλει η Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς βελτίωση των σχέσεών της με τους πολίτες της, τους Ευρωπαίους Πολίτες. Έχει, συνεπώς, σημασία να τηρήσει κανείς και να μετατρέψει σε πράξη την πρόθεση της Ύπατης Αρχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Χάρτης της Νίκαιας είναι καλό έγγραφο για τον Πολίτη, ελπίζοντας ότι θα αποτελέσει τμήμα της ζωντανής πραγματικότητας, χάρις στη δράση, την οποία θα αναπτύξουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
To Διεθνές Συνέδριο Διαμεσολαβητών, το οποίο πραγματοποιείται ανά τετραετία, με αντιπροσωπείες άνω των 100 Επιτροπών Διοικήσεως και παρομοίων οργάνων από όλες τις Η πείρους, συνήλθε στο Νταρμπάν της Νοτίου Αφρικής στα τέλη του φθινοπώρου του 2000. Το σχέδιο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Έ νωσης και το σχέδιο Κώδικα Καλής Διοικητικής Συμπεριφοράς του Διαμεσολαβητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης διανεμήθηκαν σε όλους του συνέδρους. Το έργο του Διαμεσολαβητή προς προώθηση της Καλής Διοικήσεως παρουσιάσθηκε λεπτομερώς. Κύριο θέμα του Τελικού Ψ ηφίσματος αυτού του Διεθνούς Συνεδρίου ήταν να υπογραμμίσει ότι για όλους τους πολίτες στον σύγχρονο κόσμο μας υπάρχει Θεμελιώδες Δικαίωμα στην Καλή Διοίκηση. Οι Διαμεσολαβητές σε ολόκληρο τον Πλανήτη υπάρχουν για να προωθούν και να επιδιώκουν αυτό το Δικαίωμα. 3.2. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ Το σημαντικότερο καθήκον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή είναι να ασχολείται με τα κρούσματα κακής διοίκησης στις δραστηριότητες των Κοινοτικών Θεσμικών Οργάνων και Οργανισμών, με εξαίρεση το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους ρόλου. Τα πιθανά κρούσματα κακής διοίκησης τίθεται υπόψη του Διαμεσολαβητή κυρίως μέσω καταγγελιών, τις οποίες υποβάλουν οι Ευρωπαίοι Πολίτες. Ο Διαμεσολαβητής, έχει, επίσης, τη δυνατότητα να διεξάγει έρευνες ιδία πρωτοβουλία. Κάθε Ευρωπαίος πολίτης ή πολίτης τρίτου Κράτους, ο οποίος ζει σε Κράτος - Μέλος μπορεί να προσφύγει στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή. Στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή μπορούν, επίσης, να προσφύγουν και επιχειρήσεις, ενώσεις και άλλοι συλλογικοί φορείς οι οποίοι έχουν την έδρα τους την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι καταγγελίες httd://www.euro-ombudsman. ei
μπορούν να υποβληθούν στον Διαμεσολαβητή μέσω μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. είτε απευθείας είτε Οι καταγγελίες προς τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή αντιμετωπίζονται δημόσια, εκτός εάν ο καταγγέλλων ζητήσει εμπιστευτικότητα. Είναι σημαντικό να ενεργεί ο Διαμεσολαβητής όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και με διαφάνεια, ώστε, αφ ενός, οι Ευρωπαίοι Πολίτες να μπορούν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το έργο του και αφ ετέρου, να αποτελεί καλό παράδειγμα για άλλους. Το 2000, ο Ευρωπαίος ' Διαμεσολαβητής διεκπεραίωσε 2017 υποθέσεις. Από αυτές, 1732 ήταν νέες καταγγελίες, οι οποίες ελήφθησαν το 2000, 1539 είχαν αποσταλεί απ ευθείας από μεμονωμένους πολίτες, 114 προερχόταν από συλλόγους και 76 από εταιρείες, 2 καταγγελίες διαβιβάσθηκαν από μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και 284 υποθέσεις μεταφέρθηκαν από το 1999. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, άρχισε, επίσης, 1 εξέταση ιδία πρωτοβουλία. Όπως ανακοινώθηκε για πρώτη φορά στην Ετήσια Έκθεση του 1995 του Ευρωπαϊκού Διαμεσολαβητή, υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σχετικά με την αμοιβαία μεταβίβαση καταγγελιών και αναφορών, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Το 2000, μια αναφορά μεταβιβάσθηκε στο Διαμεσολαβητή με τη συγκατάθεση του αναφέροντος για να αντιμετωπισθεί ως καταγγελία, τρεις καταγγελίες μεταβιβάσθηκαν με τη συγκατάθεση του καταγγέλοντος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για να αντιμετωπισθούν ως αναφορές. Επιπλέον, υπήρξαν και 72 περιπτώσεις, στις οποίες ο Διαμεσολαβητής συνέστησε στον καταγγέλλοντα να υποβάλει αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. ο ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ - ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 2000 ΣΕΛ. 1 7-19
3.3. Η ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΈΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΑΑΒΗΤΗ Το έργο του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή δνενεργείται σύμφωνα με α) το άρθρο 195 της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας β)το Καθεστώς του Διαμεσολαβητή και γ)τις Εκτελεστικές Διατάξεις, τις οποίες εγκρίνει ο ίδιος Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής δυνάμει του άρθρου 14 του Καθεστώτος του. Οι Εκτελεστικές Διατάξεις έχουν ως αντικείμενο την εσωτερική λειτουργία της Υπηρεσίας του Διαμεσολαβητή. Ωστόσο, προκειμένου να αποτελόσουν έγγραφο, το οποίο θα είναι κατανοητό και χρήσιμο στους Πολίτες, περιλαμβάνουν και κάποιο "υλικό, το οποίο αφορά άλλα Θεσμικά Οργανα και Οργανισμούς και το οποίο περιλαμβάνεται ήδη στους Καταστατικούς Κανόνες του Διαμεσολαβητή. Στις 30 Νοεμβρίου 1999, ο Διαμεσολαβητής τροποποίησε τις Εκτελεστικές Διατάξεις, ώστε να καταστεί σαφές ότι, μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, οι καταγγελίες μπορούν να υποβάλλονται και στα ιρλανδικά. Η τροποποίηση ίσχυσε από Ι"^^ Ιανουαρίου 2000. Μια άλλη τροποποίηση επήλθε στις 11 Σεπτεμβρίου 2000, η οποία προβλέπει την αναγγελία για την δημοσίευση των Ετησίων και των Ειδικών Εκθέσεων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή από την Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αυτή η τροποποίηση τέθηκε σε ισχύ την Ρ Οκτωβρίου 2000. Τον Ιούνιο 1999, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τροποποίησε τις διατάξεις του Κανονισμού του, οι οποίες αφορούν τη σχέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τον Διαμεσολαβητή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οι οποίες έλαβαν νέα αρίθμηση ως άρθρα 177-179 του Κανονισμού. Οι τροποποιήσεις καθιστούν σαφές ότι τόσο η Ετήσια Έκθεση όσο και οι Ειδικές Εκθέσεις του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή εξετάζονται από την ίδια αρμόδια Επιτροπή (στην πράξη από την Επιτροπή Αναφορών) " Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ L 113 ΤΗΣ 4.5.1994
3.4. Η ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ Όλες οι καταγγελίες, οι οποίες αποστέλλονται στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή καταχωρίζονται και πιστοποιείται η παραλαβή τους. Η επιστολή πιστοποίησης της παραλαβής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με τη διαδικασία εξέτασης της καταγγελίας του (της) και αναγράφει το όνομα και τον αριθμό τηλεφώνου του νομικού υπαλλήλου, ο οποίος τη χειρίζεται. Το επόμενο βήμα είναι να εξετασθεί κατά πόσον η καταγγελία εμπίπτει στο πεδίο εντολής του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Η εντολή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ^τον καθιστά αρμόδιο να παραλαμβάνει καταγγελίες από κάθε Πολίτη της Ένωσης ή από κάθε Φυσικό ή Νομικό Πρόσωπο, το οποίο διανέμει ή έχει την καταστατική του έδρα σε Κράτος Μέλος, σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης κατά τις δραστηριότητες των Κοινοτικών Θεσμικών Οργάνων και Οργανισμών, με εξαίρεση το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων. Συνεπώς, μια καταγγελία ευρίσκεται εκτός πεδίου εντολής εάν : 1. ο καταγγέλων δεν δικαιούται να υποβάλει καταγγελία. 2. η καταγγελία δεν αφορά Κοινοτικό Θεσμικό Οργανο ή Οργανισμό. 3. αφορά το Δικαστήριο ή το Πρωτοδικείο, των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων ή 4. δεν αφορά πιθανή περίπτωση κακής διοίκησης. Το έτος 2000 διατυπώθηκε καταγγελία κατά του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου. Ο Διαμεσολαβητής θεώρησε ότι δεν Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ L 113 ΤΗΣ 4.5.1994
αποκλείεται να μπορεί το εν λόγω Ίδρυμα να θεωρηθεί Κοινοτικός Οργανισμός, υπό την έννοια της εντολής του Διαμεσολαβητή. 3.5. Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΛΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Το Νοέμβριο 1998, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής άρχισε να εξετάζει ιδία πρωτοβουλία, την δημιουργία ενός Κώδικα Καλής Διοικητικής Συμπεριφοράς για τους Υπαλλήλους στις σχέσεις τους με το κοινό στα διάφορα Κοινοτικά Θεσμικά Οργανα και Οργανισμούς και για την πρόσβαση του κοινού σε αυτόν. Στο πλαίσιο της έρευνας, ιδία πρωτοβουλία, ερωτήθηκαν δεκαεννέα Κοινοτικά Θεσμικά Οργανα και Οργανισμοί εάν είχαν ήδη εγκρίνει, ή θα συμφωνούσαν να εγκρίνουν, ανάλογο Κώδικα για τους υπαλλήλους τους στις σχέσεις τους με το Στις 28 Ιουλίου 1999, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής υπέβαλε πρόταση Κώδικα Καλής Διοικητικής Συμπεριφοράς υπό μορφή Σχεδίου Συστάσεως προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Παρόμοια Σχέδια Συστάσεων διατυπώθηκαν προς τα λοιπά Θεσμικά Όργανα και Οργανισμούς τον Σεπτέμβριο 1999. Οκτώ από τις δέκα αποκεντρωμένες '^Υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ενέκριναν τον Κώδικα, τον οποίο πρότεινε ο Ευρωπαϊκός Διαμεσολαβητής. Τον Απρίλιο του 2000, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής υπέβαλε Ειδική Έκθεση επί του θέματος στο Ευρωπαϊκό Κ οινοβούλιο, όπου διατύπωνε τη Σύσταση να κινήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την διαδικασία Σύνταξης Ευρωπαϊκού Διοικητικού Δικαίου. http://www.euro-ombudsman.eu.int/ibasi&/el/statute.him
3.6 TO ΚΕΙΜΕΝΟ TOY ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΘΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Ο Κώδικας που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο περιέχει τις εξής ουσιαστικές διατάξεις: ΆρθροΙ Γενική Διάταξη Στις σχέση τους με το κοινό, τα όργανα και οι υπάλληλοί τους τηρούν τις αρχές που ορίζονται στον παρόντα κώδικα ορθής διοικητικής συμπερκροράς, ο οποίος αναφέρεται στο εξής ως ο Κώδικας. Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογή όσον αφορά πρόσωπα Ο Κώδικας εφαρμόζεται σε όλους τους μόνιμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό στο οποίο εφαρμόζεται ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης και το καθεστώς απασχόλησης του λοιπού προσωπικού, όσον αφορά τις σχέσεις τους με το κοινό. Στο εξής ο όρος «υ π ά λ λ η λ ο ς» αναφέρεται τόσο στους μονίμους υπαλλήλους όσο και στο λοιπό προσωπικό. Τα όργανα και οι διοικήσεις τους θα λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι διατάξεις που εκτίθενται στον ανά χείρας κώδικα έχουν εττίσης εφαρμογή σε άλλα πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους, όπως απασχολούμενοι βάσει συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, εμπειρογνώμονες σε απόσπαση από τις εθνικές δημόσιες διοικήσεις και ασκούμενοι. Ως «κ ο ι ν ό» νοούνται φυσικά και νομικά πρόσωπα, είτα κατοικούν ή έχουν καταχωρημένη έδρα σε κράτος - μέλος είτε όχι. Δια τους σκοπούς του παρόντος κώδικα: (α) ο όρος Όργανο σημαίνει κοινοτικό όργανο ή οργανισμός
(β) ο όρος Υτιάλληλος σημαίνει μόνιμο ή μη υπάλληλο τιον Ευρωτιαϊκών Κοινοτήτων Άρθρο S Υλικό πεδίο εφαρμογής Ο κώδικας περιέχει τις γενικές αρχές ορθής διοικητικής συμπεριφοράς οι οποίες εφαρμόζονται σε όλες τις σχέσεις των θεσμικών οργάνων και των διοικήσεων τους με το κοινό, εκτός εάν αυτές διέπονται από ιδιαίτερες διατάξεις. Οι αρχές που εκτίθενται στον ανά χείρας κώδικα δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ του οργάνου και των υπαλλήλων του. Οι εν λόγω σχέσεις διέπονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης. Άρθρο 4 Νομιμότητα Ο υπάλληλος συμφωνεί σύμφωνα με το δίκαιο και εφαρμόζει τους κανόνες και διαδικασίες που εκτίθενται στην κοινοτική νομοθεσία. Ιδιαίτερα, ο υπάλληλος μεριμνά προκειμένου οι αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν δικαιώματα ή συμφέροντα ατόμων να έχουν τη νομική βάση και το περιεχόμενο τους, να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του νόμου. Άρθρο 5 Απουσία διακρίσεω ν Κατά τον χειρισμό αιτήσεων του κοινού και τη λήψη αποφάσεων, ο υπάλληλος εξασφαλίζει τη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Μέλη του κοινού που ευρίσκονται στην ίδια κατάσταση τυγχάνουν παρόμοιας μεταχείρισης.
Εάν υπάρξει διαφορά μεταχείρισης, ο υπάλληλος εξασφαλίζει ότι αυτή δικαιολογείται από τα αντικείμενα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο υπάλληλος ιδιαίτερα αποφεύγει οποιαδήποτε αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ μελών του κοινού, η οποία βασίζεται σε εθνικότητα, φύλο, φυλή, χρώμα δέρματος, εθνοτική ή κοινωνική καταγωγή, γενετικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία ή πεποίθηση, πολιτικά ή άλλα φρονήματα, ιδιότητα του μέλους εθνικής μειονότητας, ιδιοκτησία, καταγωγή, αναπηρία, ηλικία ή γενετήσιο προσανατολισμό. Άρθρο 6 Α ναλογικότητα Κατά την λήψη αποφάσεων, ο υπάλληλος εξασφαλίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Ιδιαίτερα ο υπάλληλος αποφεύγει την περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών ή την επιβολή επιβαρύνσεων στους πολίτες, όταν οι εν λόγω περιορισμοί ή επιβαρύνσεις δεν βρίσκονται σε εύλογη σχέση με τον σκοπό της επιδιωκόμενης δράσης. Κατά την λήψη αποφάσεων, ο υπάλληλος σέβεται την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των ιδιωτών και του γενικού δημοσίου συμφέροντος. Άρθρο 7 Απουσία κατάχρησης εξουσίας Οι εξουσίες ασκούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν μεταβιβασθεί βάσει των σχετικών διατάξεων. Ιδιαίτερα ο υπάλληλος αποφεύγει να χρησιμοποιεί τις εν λόγω εξουσίες για σκοπούς οι οποίοι δεν έχουν νομική βάση ή δεν υπαγορεύονται από δημόσιο συμφέρον.
Άρθρο 8 Αμεροληψία και ανεξαρτησία Ο υπάλληλος είναι αμερόληπτος και ανεξάρτητος. Ο υπάλληλος απέχει από αυθαίρετες ενέργειες που επηρεάζουν δυσμενώς μέλη του κοινού καθώς και από οποιαδήποτε προτιμησιακή μεταχείριση για οποιουσδήποτε λόγους. Τη συμπεριφορά του υπαλλήλου δεν υπαγορεύουν ποτέ προσωπικά, οικογενειακά ή εθνικά συμφέροντα, ούτε και πολιτικές πιέσεις. Ο υπάλληλος απέχει από την λήψη απόφασης για θέμα που αφορά το δικό του οικονομικό συμφέρον ή το συμφέρον στενού συγγενούς του. Άρθρο 9 Α ντικειμενικότητα Κατά την λήψη αποφάσεων, ο υπάλληλος λαμβάνει υπόψη τους ουσιαστικούς παράγοντες και τους σταθμίζει κατάλληλα στην απόφαση, αποκλείοντας από την εξέταση του οποιοδήποτε άσχετο στοιχείο. Άρθρο 10 Θ εμιτές προσδοκίες, συνέπεια και παροχή συμβουλών Ο υπάλληλος είναι συνεπής όσον αφορά την διοικητική του συμπεριφορά του καθώς και τη διοικητική του δράση του οργάνου. Ο υπάλληλος ακολουθεί τις συνήθεις διοικητικές πρακτικές του οργάνου, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι απομάκρυνσης από τις πρακτικές αυτές σε μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίοι και πρέπει να δηλώνονται γραπτώς.
ο υπάλληλος σέβεται τις θεμιτές και εύλογες προσδοκίες τις οποίες τρέφουν τα μέλη του με βάση το πώς έχει ενεργήσει το όργανο στο παρελθόν. Εφόσον παραστεί ανάγκη, ο υπάλληλος συμβουλεύει το κοινό πώς να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης ένα ζήτημα που εμπίπτει στο πεδίο δραστηριότητας του και πώς να παρακολουθήσει τον χειρισμό του ζητήματος. Άρθρο II Δικαιοσύνη Ο υπάλληλος ενεργεί αμερόληπτα, δίκαια και λογικά. Άρθρο 12 Ευγένεια Ο υπάλληλος είναι ευσυνείδητος, ευπρεπής, ευγενικός και προσιτός στις σχέσεις με το κοινό. Κατά την απάντηση σε αλληλογραφία, τηλεφωνικές κλήσεις και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο υπάλληλος προσπαθεί να είναι όσο το δυνατόν πιο εξυπηρετικός και να απαντά στις ερωτήσεις που του τίθενται με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα και ακρίβεια. Εάν ο υπάλληλος δεν είναι υπεύθυνος για το προκείμενο θέμα, παραπέμπει τον πολίτη στον αρμόδιο υπάλληλο. Εάν συμβεί σφάλμα το οποίο επηρεάζει αρνητικά το δικαίωμα ή συμφέροντα μέλους του κοινού, ο υπάλληλος ζητεί συγνώμη για αυτό και καταβάλει προσπάθεια να επανορθώσει τις αρνητικές συνέπειες που προέρχονται από το σφάλμα του κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο και
ενημερώνει τον ιδιώτη για κάθε δυνατότητα έφεσης που διαθέτει σύμφωνα με το άρθρο 19 του κώδικα. Άρθρο 13 Απάντηση σε επιστολές στη γλώσσα του πολίτη Ο υπάλληλος μεριμνά ώστε κάθε πολίτης της Ένωσης ή κάθε μέλος του κοινού που απευθύνεται γραπτώς στο όργανο σε μία από τις γλώσσες της Συνθήκης να λαμβάνει απάντηση στην ίδια γλώσσα. Το ίδιο ισχύει στο μέτρο του δυνατού για νομικά πρόσωπα, όπως είναι ενώσεις (μη κυβερνητικές οργανώσεις) και επιχειρήσεις. Άρθρο 14 Αναγνώριση παραλαβής και αναφορά του αρμόδιου υπαλλήλου Κάθε επιστολή ή παράπονο προς το όργανο τυγχάνει αναγνώρισης παραλαβής μέσα σε περίοδο δύο εβδομάδων, έκτος εάν είναι δυνατόν να αποσταλεί ουσιαστική απάντηση μέσα στην περίοδο αυτή. Η απάντηση ή η αναγνώριση παραλαβής αναφέρει το όνομα και τον αριθμό τηλεφώνου του υπαλλήλου ο οποίος ασχολείται με το θέμα, καθώς και την υπηρεσία στην οποία αυτός ανήκει. Δεν απαιτείται αναγνώριση παραλαβής ή απάντησης σε επιστολές ή παράπονα που κρίνονται καταχρηστικές λόγω του υπέρμετρου αριθμού τους ή εξαιτίας του επαναληπτικού ή άσκοπου χαρακτήρα τους.
Άρθρο 15 Υποχρέωση διαβίβασης στις αρμόδιες υπηρεσίες του οργάνου Εάν επιστολή ή παράπονο προς το όργανο αποστέλλεται ή διαβιβάζεται σε Γενική Διεύθυνση, Διεύθυνση ή Μονάδα η οποία δεν έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με το θέμα, οι υπηρεσίες της μεριμνούν προκειμένου ο φάκελος να διαβιβασθεί χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια υπηρεσία του οργάνου. Η υπηρεσία η οποία αρχικά έλαβε την επιστολή ή το παράπονο ειδοποιεί τον συντάκτη για αυτή τη διαβίβαση και μνημονεύει το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό τηλεφώνου του υπαλλήλου στον οποίο διαβιβάσθηκε ο φάκελος. Ο υπάλληλος επισημαίνει στον ιδιώτη ή τον συλλογικό φορέα σφάλματα και παραλήψεις που ενδεχομένως υπάρχουν στα έγγραφα και τους παρέχει τη δυνατότητα επανορθώσεως αυτών. Άρθρο 16 Δικαίωμα ακρόασης και έκφρασης άποψης Σε περιπτώσεις που αφορούν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα ατόμων, ο υπάλληλος μεριμνά ότι σε κάθε στάδιο της διαδικασίας λήψης απόφασης γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της υπεράσπισης. Κάθε μέλος του κοινού έχει το δικαίωμα, σε περιπτώσεις όπου πρόκειται να ληφθεί απόφαση που θίγει τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, να υποβάλλει γραπτά σχόλια και όπου είναι αναγκαίο, να παρουσιάζει προφορικές παρατηρήσεις προτού ληφθεί η απόφαση.
Άρθρο 17 Εύλογη προθεσμία για τη λήψη αποφάσεων Ο υπάλληλος εξασφαλίζει ότι σε κάθε αίτηση ή παράπονο προς το όργανο λαμβάνεται απόφαση μέσα σε Εύλογη προθεσμία, χωρίς καθυστέρηση, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από δυο μήνες μετά την ημερομηνία παραλαβής. Ο ίδιος κανόνας ισχύει για την απάντηση σε επιστολές μελών του κοινού και για απαντήσεις σε διοικητικά σημειώματα που ο υπάλληλος έχει απευθύνει στους ανωτέρους του ζητώντας οδηγίες σχετικά με αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Εάν αίτηση ή παράπονο προς το όργανο δεν είναι δυνατόν, εξαιτίας των πολύπλοκων θεμάτων που θέτει, να οδηγήσει σε λήψη απόφασης μέσα στην προαναφερθείσα προθεσμία, ο υπάλληλος ενημερώνει τον συντάκτη το ταχύτερο δυνατό. Στην περίπτωση αυτή, οριστική απόφαση πρέπει να γνωστοποιηθεί στον συντάκτη το ταχύτερο δυνατό. Άρθρο 18 Καθήκον μνείας της αιτιολόγησης των αποφάσεων Κάθε απόφαση του οργάνου η οποία ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα ή συμφέροντα ιδιώτη πρέπει να αναφέρει τους λόγους στους οποίους βασίζεται, μνημονεύοντας σαφώς τα σχετικά περαστικά και την νομική βάση της απόφασης. Ο υπάλληλος αποφεύγει να λαμβάνει αποφάσεις οι οποίες βασίζονται σε συνοπτικούς ή ασαφείς λόγους ή που δεν περιέχουν εξατομικευμένη συλλογιστική.
Εάν δεν είναι δυνατόν, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού προσώπων τα οποία αφορούν παρόμοιες αποφάσεις, να γνωστοποιηθούν λεπτομερώς οι αιτίες της απόφασης, και επομένως δίδονται τυποποιημένες απαντήσεις, ο υπάλληλος εξασφαλίζει ότι σε επόμενο στάδιο θα προσφέρει στους πολίτες που το ζητούν ρητά εξατομικευμένη συλλογιστική. Άρθρο 19 Αναφορά των δυνατοτήτων έφεσης Απόφαση του οργάνου οι οποία ενδέχεται να επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα ή συμφέροντα ιδιώτη περιέχει αναφορά των δυνατοτήτων έφεσης που είναι διαθέσιμες για την αμφισβήτηση της απόφασης. Ειδικότερα, αναφέρει το χαρακτήρα των επανορθωτικών μέτρων, τα σώματα ενώπιον των οποίων μπορεί να ασκηθούν, καθώς και τις προθεσμίες για άσκησή τους. Οι αποφάσεις ειδικότερα αναφέρουν τη δυνατότητα δικαστικών διαδικασιών και παραπόνων προς τον Διαμεσολαβητή υπό όρους οι οποίοι προσδιορίζονται, αντίστοιχα, στα άρθρα 230 και 195 της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Άρθρο 20 Γνωστοποίηση της απόφασης Ο υπάλληλος εξασφαλίζει ότι οι αποφάσεις που θίγουν τα δικαιώματα ή συμφέροντα μεμονωμένων προσώπων γνωστοποιούνται γραπτώς, αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης, στα εν λόγω πρόσωπα. Ο υπάλληλος δεν γνωστοποιεί την απόφαση σε άλλες πηγές μέχρις ότου ενημερωθούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.