Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ Στις Βαλκανικές χώρες, και στην Ελλάδα, καθοριστικό ανασταλτικό παράγοντα για τη μουσική εξέλιξη αποτελεί ως γνωστόν, η μακραίωνη Οθωμανική κατοχή που δεν δημιουργεί συνθήκες κατάλληλες για την πολιτιστική ανάπτυξη, και, ακόμα περισσότερο, κρατά αυτές τις χώρες σχεδόν ολοκληρωτικά αποκομμένες από τη Δυτική Ευρώπη και τις μουσικές ε- ξελίξεις. Στις Βαλκανικές χώρες δεν υπάρχει έντεχνη μουσική παράδοση, εκτός από αυτή της εκκλησιαστικής μουσικής. Αυτή τη μοίρα ως προς τη δημιουργία έντεχνης μουσικής και την ύπαρξη έντεχνης μουσικής παράδοσης αντιμετώπιζε μετά την απελευθέρωση της και η Ελλάδα, που είχε μάλιστα να επιδείξει και ένα αξιολογότατο έντεχνο μουσικό πολιτισμό, που είχε περάσει στην παράδοση και είχε ταυτισθεί με την εθνικοθρησκευτική πολιτιστική προσωπικότητα του έθνους. Εκτός αυτού, υπήρχε η ισχυρότατη παράδοση του δημοτικού τραγουδιού που έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με τη δυτικοευρωπαϊκή μουσική, και η προσπάθεια σύνδεσης τους συναντά δυσκολίες. Η Ελλάς είχε ήδη τον δικό της προσωπικό μουσικό πλούτο - οι αντιθέσεις και τα προβλήματα καλής γειτονίας και συγκερασμού της μουσικής αυτής με τη δυτική αντίληψη και τεχνική ήταν (και είναι) οξύτατα. Οι μουσικοσυνθέτες βρίσκουν διάφορους τρόπους, που συνήθως καταλήγουν στην προσπάθεια σύζευξης των διαφορετικών παραδόσεων (που αποβαίνει σε βλάβη της γνησιότητας και των δύο) σε ένα εντελώς νέο ύφος. Η ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ Η μοναδική αξιομνημόνευτη μουσική κίνηση και συνθετική παραγωγή που ξεφεύγει από την παραπάνω παράδοση εμφανίζεται στα νησιά της Επτανήσου, που στο πρώτο μισό του αιώνα είναι υπό Αγγλική κατοχή, αλλά κάτω από την εντονότατη πολιτιστική επίδραση της Ιταλίας. Οι επτανήσιοι συνθέτες είναι σπουδασμένοι και άμεσα επηρεασμένοι από την μεγάλη Ιταλική μουσική της αποχής τους, και κυρίως από την όπερα. Γεννιόνται και μεγαλώνουν σ' ένα περιβάλλον απ' όπου λείπει η παράδοση ελληνικής μουσικής. Κυριαρχεί η Ιταλική μελωδία. Το δημοτικό τραγούδι είναι σχετικά παραμερισμένο από τις πόλεις και περιορισμένο στην ύπαιθρο. Η εποχή αυτή, του 19ου αιώνα, είναι σε όλη τη διάρκεια της, η σπουδαιότερη περίοδος ακμής της Ιταλικής όπερας. Στο πρώτο μισό του αιώνα έχουμε την αποκορύφωση της τεχνικής (και της νοοτροπίας) του Ιταλικού bel canto, δηλ. της πανέμορφης μελωδικής γραμμής και των εύπλαστων και ευνόητων αρμονικών σχημάτων, που όμως δεν στερού- 1
νται υψηλής μουσικής ποιότητας. Συνθέτες είναι ο Rossini, Bellini, Donizzetti. Στο δεύτερο μισό του αιώνα έχουμε την κυρίαρχη μορφή του Verdi, που δημιουργεί μια πανευρωπαϊκή μουσική σχολή όπερας. Με τέτοιου είδους και ποιότητος πρότυπα, ήταν αδύνατον για τον περιορισμένο χώρο της Επτανήσου να δημιουργήσει κάτι καινούργιο. Ήταν καταδικασμένος να απομιμηθεί, και μάλιστα με χαμηλότερου επιπέδου δημιουργίες, τα ιταλικά έργα. Τις βάσεις της άνθησης της επτανησιακής μουσικής κατά τον 19ο αιώνα τις έθεσαν οι ορχήστρες πνευστών, οι περίφημες φιλαρμονικές, κυρίως μετά την ίδρυση της Φιλ. ε- ταιρίας Κέρκυρας το 1841 (από το 1837 η Βασίλισσα Βίκτωρία σταμάτησε να στέλνει στρατιωτικές μουσικές στις τελετές των ορθοδόξων, ωθώντας έτσι άθελά της τους Επτανήσιους να δημιουργήσουν τις δικές τους μπάντες). Σημαντικό ρόλο επίσης έπαιξαν οι συχνές επισκέψεις μελοδραματικών θιάσων στην Κέρκυρα και άλλου. ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΤΑΝΗΣΙΟΥΣ Ωστόσο, σε πολλά από τα έργα τους οι Επτανήσιοι συνθέτες χρησιμοποιούν ελληνότροπες μελωδίες ή μεμονωμένα στοιχεία (όσο μπορούν να τα κατανοήσουν) από την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Τέτοια ψήγματα υπάρχουν σε πολλά έργα συνθετών και έχουν γραφτεί συνειδητά για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή. Όμως τα αποσπάσματα είναι μικρά, και η υπόλοιπη μουσική είναι έντονα δυτικότροπη. Υπάρχουν επίσης και πολλά τραγούδια σε πατριωτικούς στίχους. Υπάρχουν από τους επτανήσιους και ολόκληρα έργα (όπερες) με θέματα εθνικά, κυρίως βέβαια παρμένα από τον εθνικοαπελευθερωτικόν αγώνα του 1821, που ενέπνευσε πολύ τους μόλις το 1862 συνδεδεμένους με το Ελλ. κράτος επτανήσιους συνθέτες. Τέτοια έργα έχουν θέμα π.χ. τον Μάρκο Μπότσαρη (4 συνθέτες), την Δέσπω (2), την Κυρά Φροσύνη, τον Κανάρη κλπ. Μια άλλη ασχολία των επτανησίων είναι η εναρμόνιση βυζαντινής μουσικής. Για τους συνθέτες με παρόμοια ακούσματα, η ακουστική γοητεία της αρμονίας, που περιβάλλει το βυζαντινό μέλος, είναι κάτι πιο ισχυρό από τη διαφύλαξη της γνησιότητας και του χαρακτήρα της βυζαντινής μουσικής. Η πρακτική θα διαδοθεί και σε άλλους, εκτός της επτανήσου, χώρους. Μεγάλη ώθηση στη συνήθεια αυτή, έδωσαν οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες του εξωτερικού, και κυρίως αυτή της Βιέννης, Παρισίων και Λονδίνου. Αυτό βέβαια δεν είναι τίποτε άλλο, από μια προσπάθεια ένταξης της παραδοσιακής ελληνικής μο- 2
υσικής στη δυτική τεχνική, και παντρέματος του ανατολίτικου μουσικού ιδιώματος με τα "επιτεύγματα" της δύσης. Θα αναφερθούμε εδώ μόνο σε ορισμένους από τους σημαντικότερους επτανήσιους συνθέτες. Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (1795-1872) Ο γενάρχης της Επτανησιακής σχολής είναι ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου. Ήταν γιος του Ιππότη Ιακώβου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου. Άρχισε πιάνο 8 ετών και βιολί στα 14. Αργότερα μελέτησε στην Κέρκυρα θεωρητικά με τον Ιταλό Barbatti. Τις σπουδές του θα τελειοποιήσει στην Ιταλία (Νάπολι), αλλά θα επιστρέψει, παρόλο που του προτάθηκε να κάνει σταδιοδρομία εκεί. Ακολούθησε σταδιοδρομία συνθέτη και δάσκαλου στην Κέρκυρα, όπου δίδαξε μέχρι το θάνατο του, πάντοτε αμισθί. Πολλοί μεγάλιοι επτανήσιοι συνθέτες είναι μαθητές του. (Λαμπίρης, Δομενεγίνης Καίσαρης, Ξύνδας κλπ.) Το 1815 γράφει την πρώτη σωζόμενη ελληνική όπερα, τον Don Crepuscolo, στα Ιταλικά. Στο 1830 ανήκουν οι 16 ελληνικοί σκοποί, με λόγια ελληνικά γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες. Από τα πιο σημαντικά έργα του και οι "Συμφωνίες" του σε ένα μέρος, μια των οποίων λέγεται "Ανατολική". Επίσης η εναρμόνιση της Ορθόδοξης λειτουργίας, σε 4 φωνές, που ψάλλεται ακόμη στον Αγ. Σπυρίδωνα της Κέρκυρας (Υπάρχουν και άλλες προσπάθειες επτανησίων συνθετών είναι για την εναρμόνιση των βυζαντινών μελωδιών, στην προσπάθεια τους να τις εμπλουτίσουν με την δυτικήν αρμονία, π.χ. του Π. Καρρέρ, του Σπ. Σπάθη και του Ναπολέοντα Λαμπελέτ). Η πρώτη μελοποίηση του Ύμνου στην Ελευθερία του Σολωμού (απ' όπου προέρχεται και η μελωδία του ελληνικού εθνικού Ύμνου) έγινε το 1829-30. Κατά τον Πολυλά, είναι το πρώτο ελληνικό μουσικό καλλιτέχνημα, που δημιουργήθηκε εμπνεόμενο από την ιδέα της Ανατολής. Είναι έργο που δεν μπορεί με κανένα κριτήριο να καταταγεί στην εθνική σχολή, παρά μόνο με το κριτήριο του πατριωτισμού. Είναι ένα έργο πατριωτικό, και γι' αυτό ένα από τα (με την ευρεία έννοια) πρωιμότερα εθνικά έργα στην Ευρώπης. Βεβαίως οι δυτικές επιδράσεις είναι εμφανέστατες. Το έργο σαν όλο θυμίζει περισσότερο ιταλική όπερα (αλλά δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά σ' αυτή την πρώιμη για την ανάπτυξη των εθνικών σχολών εποχή). Το έργο του Μάντζαρου είναι καρπός μιας καρδιάς που φλογίζεται από εθνικό ενθουσιασμό, αλλά που ρύθμισε τη μουσική του γραφή σύμφωνα με τις επιδράσεις 3
που δέχτηκε από τη Δύση. Μετά απ' αυτή την πρώτη μελοποίηση ακολούθησαν και αρκετές άλλες, πάντοτε για διαφορετικά σύνολα, οι περισσότερες όμως για αποσπάσματα μόνο του ποιήματος. (1837, 1839, 1840, 1841-42, 1861). Εκτός από τον Ύμνο, ο Μάντζαρος μελοποίησε και άλλα ποιήματα του Σολωμού (Φαρμακωμένη, Εις Μοναχήν, Λάμπρος, Στην Κορυφή της θάλασσας, η Ξανθούλα κλπ.). Η μελοποίηση του 1841-32 ήταν επίσης χορωδιακή, τετράφων, με κανόνες και φούγκες, και απεστάλη το 1844 στον Όθωνα. Παύλος Καρρέρης ή Καρρέρ (1829-1896) Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Τα πρώτα μαθήματα πιάνου τα πήρε στο Λίβερπουλ, όπου κατέληξε μετά από πολλά ταξίδια στην Ευρώπη. Το 1846 επιστρέφει στη Ζάκυνθο και παρακολουθεί τη μουσική κίνηση της πόλης και τις παραστάσεις των ιταλικών θιάσων όπερας. Παίρνει μαθήματα θεωρητικών από τους ιταλούς μουσικοδιδάσκαλους και αρχίζει να συνθέτει. Το 1850 ταξιδεύει στο Μιλάνο για ανώτερες μουσικές σπουδές. Εκεί θα συνθέσει μικρές όπερες, που παίζονται με επιτυχία στο Μιλάνο. Το 1857 επιστρέφει στη Ζάκυνθο. Καλείται στην Αθήνα από τον Όθωνα για να ανεβάσει την όπερα του "Μάρκος Μπότσαρης", αλλά το ανέβασμα ματαιώνεται από ραδιουργίες απογόνων άλλων αγωνιστών, που δεν επιθυμούσαν την προβολή ενός μόνον ήρωα. Στη Ζάκυνθο εξακολουθεί να συνθέτει πολλά τραγούδια, που έγιναν αμέσως γνωστά και αγαπητά στο κοινό. Ο Καρρέρ είναι ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που εμπνεύσθηκε άμεσα από την ελληνική δημοτική μούσα, αλλά και ο παραγωγικότερος συνθέτης όπερας πριν τον Σαμάρα. Είναι ακόμα ο γνωστότερος και σημαντικότερος από όσους Επτανήσιους έγραψαν όπερες εμπνευσμένες από την Ελληνική επανάσταση. Έργα του παίζονται ακόμα καμμιά φορά σε εθνικές επετείους από την Λυρική Σκηνή. Έγραψε όπερες με ελληνικά θέματα, άλλες στην ελληνική καί άλλες στην ιταλική γλώσσα. Μάρκος Μπότσαρης (1861), Κυρά Φροσύνη (1869), Δέσπω, ηρωίς του Σουλίου (1882), Μαραθών-Σαλαμίς. Ο Κόντε Σπουργίτης (κωμικό). Ο "Μάρκος Μπότσαρης", μαζί με την κωμική όπερα "Ο Υποψήφιος Βουλευτής" του Σπυρίδωνος Ξύνδα γνώρισε ως το 1950 μοναδική δημοτικότητα ανάμεσα στις ελληνικές όπερες. Το έργο Μάρκος ενέπνευσε μάλιστα και βοήθησε στη στρατολόγηση εθελοντών αγωνιστών της Κρητικής επανάστασης του 1866, όταν παίχθηκε στη Σύρο. Από όλους τους επτανήσιους είναι αυτός που περισσότερο πρέπει να θεωρηθεί 4
πρόδρομος της εθνικής σχολής. Πολλά από τα έργα του έχουν το χρώμα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Δεν υπάρχει βεβαίως ακόμη ενσυνείδητος προσανατολισμός για τη δημιουργία εθνικών σχοών. Οι δημοτικοφανείς μελωδίες έχουν ακόμη το χαρακτήρα επεισοδίου. Τίθεται όμως ο σπόρος που θα ευδοκιμήσει αργότερα. Σπύρος Σαμάρας (1861-1917) Υπήρξε ο σημαντικότερος Έλληνας συνθέτης της εποχής του και ο πρώτος που πράγματι δοξάστηκε στο εξωτερικό. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και υπήρξε μαθητής του γνωστού συνθέτη Σπ. Ξύνδα. Τις σπουδές του συνέχισε στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γράφει και τα πρώτα έργα του, τα περισσότερα για πιάνο, ή θεατρική μουσική. Το 1882 φεύγει για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι, όπου αποκτά ισχυρές γνωριμίες στην ανώτατη αριστοκρατία και παίρνει μαθήματα από τους σημαντικούς συνθέτες Ντελίμπ και Μασσνέ. Εκτελούνται έργα του στο Παρίσι. Σε λίγο ο Σαμάρας μεταφέρει τη δραστηριότητα του στην σημαντικότερη χώρα της όπερας, την Ιταλία, και συνθέτει τα σημαντικά έργα του, την Φλόρα μιράμπιλις και την Μετζέ (ινδική υπόθεση). Η πρώτη ανεβάστηκε το 1887 στη Σκάλα του Μιλάνου, πράγμα που αποτελούσε ίσως τη μεγαλύτερη αναγνώριση και καταξίωση για ένα καλλιτέχνη. Η όπερα αυτή παίχτηκε αργότερα (1893) στην Κολωνία και τη Βιέννη. Αυτή η διεθνής καταξίωση ήταν τότε πρωτόγνωρη για Έλληνα συνθέτη. Μεγάλη επίσης επιτυχία είχε και η Μετζέ. Οι επιτυχίες στην Ιταλία συνεχίζονται για αρκετά χρόνια ακόμη. Τελευταία του όπερα είναι η Ρέα (1908). Ενδιάμεσα, το 1896 ο Σαμαράς θα κληθεί από την Ελλάδα να μελοποιήσει τον Ολυμπιακό Ύμνο του Παλαμά. Τα τελευταία χρόνια του ο Σαμάρας τα περνά ξεχασμένος στην Αθήνα, έχοντας να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα των ανερχομένων συνθετών της Εθνικής Σχολής. Για βιοπορισμό αναγκάζεται να ασχοληθεί με τη σύνθεση οπερέτας, με πιο γνωστό έργο σ' αυτό το είδος την Κρητικοπούλα (1916). Η ιστορία της μουσικής ωστόσο τον κατέταξε στους πρωτοπόρους του νέου κινήματος της όπερας της καμπής του αιώνα, του βερισμού (Πουτσίνι, Μασκάνι, Λεονκαβάλλο). Άλλοι συνθέτες της επτανησιακή σχολής: Φρ. Δομενεγίνης, Αντ. Καπνίσης, Αντ. Λιβεράλης, Σπ. Ξύνδας, Δομ. Παδοβάνης, Ιω. Λιβεράλης. Εδ. Λαμπελέτ, Ν. Μεταξάς, Διονύσιος Λαυράγκας κλπ. 5