ΟΣΤΡΑΚΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΑΚΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ



Σχετικά έγγραφα
Διαδικασίες Υψηλών Θερμοκρασιών

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. β. Το κολλάρισμα του χαρτιού στην Ανατολή γινόταν με αμυλόκολλα και στη Δύση με ζελατίνη. Σωστό

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΤΟΧΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΥ ΑΝΟΔΙΩΣΗ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Α ) ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Α ΚΑΙ Β ) ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018

Λίγα λόγια για την αρχαία κεραμική. Ευρυδίκη Κεφαλίδου

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Στοιχεία Θερµικών/Μηχανικών Επεξεργασιών και δοµής των Κεραµικών, Γυαλιών

ΧΗΜΕΙΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ: 1.2

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η:Ταξινόμηση των στοιχείων-στοιχεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον

2.3 ΜΕΡΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ. Επιμέλεια παρουσίασης Παναγιώτης Αθανασόπουλος Δρ - Χημικός

5. ΤΟ ΠΥΡΙΤΙΟ. Επιμέλεια παρουσίασης Παναγιώτης Αθανασόπουλος Δρ - Χημικός

Χημεία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος: vyridis.weebly.com

Ονοματεπώνυμο: Μάθημα: Υλη: Επιμέλεια διαγωνίσματος: Αξιολόγηση :

ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΓΕΤΟΥ

ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΛΊΘΟΙ- ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ μέρος Α

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΧΗΜΕΙΑ / Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ: Θεοδοσία Τσαβλίδου, Μαρίνος Ιωάννου ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΘΕΩΡΙΑ ο ΜΑΘΗΜΑ

ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΥΛΙΚΑ Ο ρ ι σ µ ο ί. Μέταλλα. Κράµατα. Χάλυβας. Ανοξείδωτος χάλυβας. Χάλυβες κατασκευών. Χάλυβας σκυροδέµατος. Χυτοσίδηρος. Ορείχαλκος.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΛΙΠΑΝΣΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ (ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Π.Ε. ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ)

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

Τοιχοποιία Ι Επισκευές

1.2. Ο ΣΙΔΗΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ.

µε βελτιωµένες ιδιότητες ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ρ. Αντώνιος Παπαδόπουλος

Λιθογραφία ιαλύµατα ύγρανσης

Χημεία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

1 ο Γυμνάσιο Αργυρούπολης. Χημεία Γ Γυμνασίου. 1. Γενικά να γνωρίζεις Α. τα σύμβολα των παρακάτω στοιχείων

Διαλύματα - Περιεκτικότητες διαλυμάτων Γενικά για διαλύματα

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΟΝΙΟΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑΣ

Κεραµικά &µέταλλα σε επαφή. Η κατάσταση στην Ελλάδα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΛ ΠΕΜΠΤΗ 20 ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΥΛΙΚΩΝ

Spectral KLAR 535 MAT

Διαχείριση λατομείων μαρμάρου και αδρανών υλικών Υπολείμματα Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

econteplusproject Organic.Edunet Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση econtentplus programme ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΜΑΤΑΣ 1

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ ΕΣ

6.2 Υπόστρωμα Συνεκτικότητα και πρόσφυση, αποσπάσεις Εικ.41, 42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.1 ΕΠΙΜΕΤΑΛΛΩΣΗ

Βασικά σωματίδια της ύλης

Ο ρόλος του συνδυασμού επιπέδων και ελικοειδούς πλυντηρίου στο οικονομικό αποτέλεσμα της τήξης του αργυρίτη

Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΛΛΩΝ

Συσκευασία Τροφίµων. Μεταλλική Συσκευασία. Εισαγωγή

Σο πυρίτιο Φημεία Γ Γυμνασίου

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

ΥΛΙΚΑ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ

Σχεδιασμός Ψηφιακών Εκπαιδευτικών Εφαρμογών ΙI

ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. Οι φυσικές καταστάσεις της ύλης είναι η στερεή, η υγρή και η αέρια.

ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

σημείο ζέσεως, σημείο τήξεως, σημείο πήξεως, εξάτμιση, εξάχνωση, συμπύκνωση, απόθεση

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Επαναληπτικές Ασκήσεις

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. Aτµόσφαιρα της Γης - Η σύνθεση της ατµόσφαιρας Προέλευση του Οξυγόνου - Προέλευση του Οξυγόνου

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΑΣ ΦΥΛΑΞΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΧΑΝΙΩΝ Δ.Ε.Υ.Α.Χ. ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΣΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ : Τ.Υ. Δ.Ε.Υ.Α. ΧΑΝΙΩΝ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΥΠΟΕΡΓΟ: ΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΡΜΑΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ (ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ)

Πτυχιακή εργασία Επίδραση Βλάστησης Σε Κεκλιµένο Αγωγό Με Παρουσία Θυρίδας

ΤΣΙΜΕΝΤΟ. 1. Θεωρητικό μέρος 2. Είδη τσιμέντου 3. Έλεγχος ποιότητας του τσιμέντου

Στην συγκεκριµένη εργαστηριακή δραστηριότητα θα µετρήσουµε 3 παραµέτρους για την ποιότητα του νερού που προέρχεται από το δίκτυο του σχολείου µας,

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΚΛΙΜΑ. ιαµόρφωση των κλιµατικών συνθηκών

Εργαστήριο Τεχνολογίας Υλικών

Πίνακας 1. Κατά βάρος σύσταση πρώτων υλών σκυροδέματος συναρτήσει του λόγου (W/C).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ

Αριθµόςοξείδωσηςενός ιόντος σε µια ιοντική (ετεροπολική) ένωση είναι το πραγµατικό ηλεκτρικό φορτίο του ιόντος.

Χημεία Α ΓΕΛ 15 / 04 / 2018

διατήρησης της μάζας.

Αρχαίοι μαγικοί πολύτιμοι λίθοι

ΘΕΡΜΙΚΕΣ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΕΣ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΥΠΟΕΡΓΟ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΡΜΑΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ (ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ)

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΠΠΜ 477 ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΗ

Χημεία Α ΓΕΛ 15 / 04 / 2018

ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΟΜΑ ΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΥΠΠΟ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΣΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Τσιμεντοειδές στεγανωτικό σύστημα πολλαπλών χρήσεων. Σύστημα ενός συστατικού. Συστήματα δύο συστατικών

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΒΑΛΑΣ. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει Γιάννης Ρίτσος

Ακουστική Χώρων & Δομικά Υλικά. Μάθημα Νο 1

Θερµότητα χρόνος θέρµανσης. Εξάρτηση από είδος (c) του σώµατος. Μονάδα: Joule. Του χρόνου στον οποίο το σώµα θερµαίνεται

Κροκίδωση - Συσσωµάτωση

ΕΝΩΣΗ ΚΥΠΡΙΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ

ΒΑΘΜΟΣ: ΥΠΟΓΡΑΦΗ: Σύνολο μονάδων : 20/ 100. Το εξεταστικό δοκίμιο της Χημείας αποτελείται από πέντε ( 05) σελίδες.

Βασίλειος Μαχαιράς Πολιτικός Μηχανικός Ph.D.

Έλλειψη διοξειδίου του άνθρακα co2 και ελλείψεις θρεπτικών micro macro στοιχείων.

6. ΘΕΡΜΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΜΕΡΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΑΤΟ ΒΑΘΙΕΣ ΛΑΚΕΣ

Συνεκτικότητα (Consistency) Εργάσιμο (Workability)

1.5 Ταξινόμηση της ύλης

Η ανάλυση στον 21 ο αιώνα. Αναλύσεις και σε άλλα είδη κεραμικής όπως ειδώλια, πλίνθοι, φούρνοι (εστίες).

Περιφερειακή Διεύθυνσης Π.Ε. & Δ.Ε. Αττικής. Εκτίμηση Διευθυντών Σχολικών Μονάδων ΕΑΕΠ Αττικής για την πορεία του ΕΑΕΠ το σχολικό έτος

SUPER THERM ΘΕΩΡΙΑ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Εργαστήριο Τεχνολογίας Υλικών

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΣΤΡΑΚΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΑΚΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Κύρια Μεταπτυχιακή εργασία Λιάµη Βασιλική ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Επιβλέπων Καθηγητής: Τιβέριος Μιχάλης Ηµεροµηνία Έγκρισης: 23 Νοεµβρίου 2009 Τριµελής Επιτροπή: Τιβέριος Μιχάλης Πινγιάτογλου Σεµέλη Τσιαφάκη έσποινα «Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τµήµα τις γνώµες του συγγραφέα»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 4 Α ΜΕΡΟΣ... 6 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 2. ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ...10 2.1. ΣΤΑ ΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ...10 2.2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ...12 2.2.1. ΠΗΛΟΣ...12 2.2.1.1. Προέλευση και σύσταση πηλού...13 2.2.1.2. Ιδιότητες και χαρακτηριστικά του πηλού...14 2.2.2. ΕΠΙΧΡΙΣΜΑ...21 2.2.3. ΥΑΛΩΜΑ...22 2.2.4. ΕΠΙΘΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ...23 3. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ...26 3.1. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ ΥΛΙΚΟΥ...26 3.1.1. Μελαµβαφής κεραµική...26 3.1.2. Ερυθρόµορφη κεραµική...31 3.2. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΥΛΙΚΟΥ...33 3.2.1. ΑΤΤΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ...33 3.2.1.1. Χαρακτηριστικά αττικών αγγείων...33 3.2.1.2. Μελανόµορφη κεραµική...36 I. ΚΥΛΙΚΕΣ...36 3.2.1.3. Μελαµβαφής κεραµική...36 I. ΚΥΛΙΚΕΣ...36 Ιi. ΚΥΛΙΚΕΣ ΜΕ ΠΟ Ι...36 A. Κύλικες τύπου C...36 Iii. ΑΠΟ ΕΣ ΚΥΛΙΚΕΣ...37 A. Κύλικες τύπου BOLSAL...37 B. Κύλικες τύπου Ρήνειας...38 II. ΣΚΥΦΟΙ...39 ΙIi. ΑΤΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ...39 III. ΚΥΛΙΚΕΣ ΣΚΥΦΟΙ...40 IV. ΣΚΥΦΙ ΙΑ...40 ΙVi. ΑΩΤΑ ΣΚΥΦΙ ΙΑ...41 V. ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΓΓΕΙΑ...41 VI. ΚΑΝΘΑΡΟΙ...43 VΙi. ΚΑΝΘΑΡΟΙ «ΤΥΠΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ»...43 VII. ΚΥΠΕΛΛΑ...44 1

VIΙi. ΚΥΠΕΛΛΑ ΤΥΠΟΥ ΦΕΙ ΙΑ...44 VIII. ΚΡΑΤΗΡΕΣ...45 VIIIi. ΚΙΟΝΩΤΟΙ...45 IX. ΑΣΚΟΙ...45 X. ΠΙΝΑΚΙΑ...46 XI. ΛΗΚΥΘΟΙ...46 XII. Υ ΡΙΣΚΕΣ...47 XIII. ΑΜΦΟΡΕΙΣ...48 3.2.1.4. Ερυθρόµορφη κεραµική...48 3.2.1.5. Όστρακα µε εγχαράξεις...55 3.2.1.6.Αδιάγνωστη αττική κεραµική...55 3.2.1.7. Σύσταση πηλού και υαλώµατος των αττικών οστράκων...56 3.2.2. ΜΗ ΑΤΤΙΚΑ...57 3.2.2.1. Χαρακτηριστικά κατηγορίας...57 3.2.2.2. Κορινθιακά...59 3.2.2.3. Εγχώρια κεραµική βορειοελλαδικού χώρου...61 I. ΚΥΛΙΚΕΣ - ΣΚΥΦΟΙ...64 II. ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΓΓΕΙΑ...65 3.2.2.4. Σύσταση πηλού και υαλώµατος µη αττικών οστράκων...66 3.2.2.5. Σχέση αττικής παραγωγής και µιµήσεών της...66 3.2.3. ΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΑ...68 3.2.3.1. Μελαµβαφή...68 I. ΚΥΛΙΚΕΣ...68 Ιi. ΚΥΛΙΚΕΣ ΜΕ ΠΟ Ι...68 II. ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΓΓΕΙΑ...69 III. ΟΛΠΕΣ...70 IV. ΛΗΚΥΘΟΙ...70 V. ΦΙΑΛΙ ΙΑ...70 3.2.3.2. Ερυθρόµορφα...71 3.2.3.3. Σύσταση πηλού και υαλώµατος µη αναγνωρίσιµων οστράκων71 3.3. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ...72 4. ΑΡΧΑΙΟΜΕΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ...74 4.1. Τρόποι µελέτης αρχαίας ελληνικής κεραµικής...74 4.2. Αρχαιοµετρία: Ορισµός και σηµασία της για την αρχαιολογική επιστήµη...76 4.2.1. Αρχαιοµετρία - Ιστορική αναδροµή...76 4.2.2. Αντικείµενα µελέτης της Αρχαιοµετρίας και σηµασία της για την Αρχαιολογία...77 4.2.3. Κριτήρια επιλογής δειγµάτων για ανάλυση και µελέτη µε αρχαιοµετρικές µεθόδους...79 4.3. Αρχαιοµετρικές µέθοδοι µελέτης των οστράκων της εργασίας...83 4.3.1. Οπτική παρατήρηση µε ψηφιακό στερεο-µικροσκόπιο...85 4.3.1.1. Οπτική µικροσκοπία...85 2

4.3.1.2. Η µέθοδος...86 4.3.1.3. Αποτελέσµατα...87 4.3.1.4. Ειδικές αναφορές - Παρατηρήσεις...91 4.3.1.5. Αξιολόγηση µεθόδου...98 4.3.2. Στοιχειακή ανάλυση: Μικρο-φθορισµοµετρία ακτίνων x (Micro X-Ray Fluoresence)...99 4.3.2.1. Περιγραφή µεθόδου...99 4.3.2.2.Πλεονεκτήµατα µεθόδου µ-xrf...102 4.3.2.3. Αξιολόγηση µεθόδου...103 4.3.2.4. Αποτελέσµατα ανάλυσης µ-xrf...104 4.3.3. Μελέτη χρώµατος των δειγµάτων µε Ψηφιακό Χρωµατόµετρο...120 4.3.3.1. Μελέτη χρώµατος χρωµατοµετρία...120 4.3.3.2. Το χρώµα και η σηµασία του στη µελέτη της αρχαίας κεραµικής...120 4.3.3.3. Μέτρηση χρώµατος υλικού εργασίας...121 4.3.3.4. Το όργανο...123 4.3.3.5.Αποτελέσµατα...124 4.3.3.6. Αξιολόγηση µεθόδου...127 5. ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ...129 6. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...135 Β ΜΕΡΟΣ...139 7. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...140 7.1. Οπτική Παρατήρηση Στερεο-µικροσκόπιο...140 7.2. Στοιχειακή ανάλυση: Μικρο-φθορισµοµετρία ακτίνων x (Micro X- Ray Fluoresence)...141 7.2.1. Η µέθοδος µ-xrf...142 7.2.2.Πειραµατικές συνθήκες µ-xrf...144 7.2.3.Λογισµικά προγράµµατα...145 7.3. Χρωµατόµετρο...149 7.3.1. Χρωµατοµετρία...149 7.3.2. Το όργανο...149 8. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ...154 9. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...206 10. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ...228 11. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ...234 12. ΠΙΝΑΚΕΣ...238 3

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα εργασία αφορά στη µελέτη κεραµικής από τον αρχαίο οικισµό στο Καραµπουρνάκι Θεσσαλονίκης, η συστηµατική ανασκαφή του οποίου ξεκίνησε το 1994 από το ΑΠΘ στην περιοχή της Τούµπας και από την ΙΣΤ ΕΠΚΑ στη γύρω περιοχή. Το υλικό της εργασίας, το οποίο αποτελείται κυρίως από µελαµβαφή και ερυθρόµορφα όστρακα και χρονολογείται στα κλασικά χρόνια (από τα τέλη του 6 ου ως τις αρχές του 4 ου αι.π.χ.), είναι τµήµα ενός ευρύτερου συνόλου που περισυνέλεξαν ο Κωνσταντίνος και ο Σταµάτης Τσάκος στην περιοχή, κατά τα φοιτητικά τους χρόνια, τη δεκαετία του 1960. Σε πρώτη φάση, σαν αντικείµενο µελέτης της εργασίας ορίστηκε η αρχαιολογική προσέγγιση του υλικού. Στο πλαίσιο ωστόσο της εργασίας µου στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας (ΙΠΕΤ) ως ερευνητικής υποτρόφου από τον Οκτώβρη του 2006, ήρθα σε επαφή µε το χώρο της αρχαιοµετρίας και έτσι γεννήθηκαν οι πρώτες σκέψεις για τη διεξαγωγή συµπληρωµατικής µελέτης του υλικού µε αρχαιοµετρικές µεθόδους. Σύντοµα έγινε αντιληπτή η σηµασία της εφαρµογής των µεθόδων αυτών για τη µελέτη της αρχαίας κεραµικής γενικά και του υλικού της παρούσας εργασίας ειδικότερα, καθώς και η δυνατότητα προσέγγισης πεδίων που οι παραδοσιακοί τρόποι µελέτης αδυνατούν να καλύψουν. Το αποτέλεσµα ήταν να τους δοθεί µεγαλύτερη βαρύτητα από ότι είχε αρχικά υπολογιστεί και να αποτελέσουν ξεχωριστό τµήµα της εργασίας. Στην απόφαση για τη διεξαγωγή της αρχαιοµετρικής µελέτης συνετέλεσε επιπλέον η κατάσταση διατήρησης του υλικού, αλλά και το γεγονός ότι προέρχεται από περισυλλογή, εξαιτίας των οποίων δεν ήταν εφικτό να προκύψουν πολλές νέες αρχαιολογικές πληροφορίες είτε για τις συγκεκριµένες κατηγορίες κεραµικής είτε για τον ανασκαπτόµενο χώρο. Η ενασχόληση µε ένα νέο επιστηµονικό χώρο, σε µεγάλο βαθµό άγνωστο στον αρχαιολογικό κόσµο, της χώρας µας τουλάχιστον, κατέστησε το όλο εγχείρηµα ιδιαίτερα ελκυστικό, έκρυβε ωστόσο και πολλές δυσκολίες. Η εκπόνηση της εργασίας στο σύνολό της αποδείχτηκε αρκετά χρονοβόρα, αφού έπρεπε αρχικά να διεξαχθεί η αρχαιολογική µελέτη του υλικού και έπειτα να ακολουθήσει η εφαρµογή των αρχαιοµετρικών µεθόδων. Η πραγµατοποίηση των τελευταίων προϋπέθετε καταρχήν την κατανόηση των βασικών αρχών της αρχαιοµετρίας και των δυνατοτήτων της, η οποία έπρεπε να προηγηθεί της επιλογής του υλικού και στη συνέχεια την υλοποίηση 4

των εργαστηριακών αναλύσεων, για τις οποίες απαιτήθηκε χρήση του εξοπλισµού του ΙΠΕΤ, κυρίως όµως ο πολύτιµος χρόνος των επιστηµόνων του. Παρά τις παραπάνω δυσκολίες, η εργασία αυτή αποτέλεσε µια πολύτιµη εµπειρία που µου προσέφερε σηµαντικές γνώσεις για την αρχαία ελληνική κεραµική και για τις δυνατότητες µελέτης της. Επιπλέον επέτρεψε την πιο ολοκληρωµένη προσέγγιση του υλικού µελέτης. Για το λόγο αυτό θεώρησα σηµαντικό να συµπεριλάβω βασικές πληροφορίες σχετικά µε την αρχαιοµετρία και τις µεθόδους που χρησιµοποιήθηκαν, τις οποίες προσπάθησα να περιγράψω µε απλή και κατανοητή γλώσσα. Στο σηµείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω καταρχήν τον καθηγητή και υπεύθυνο της πανεπιστηµιακής ανασκαφής στο Καραµπουρνάκι Μ. Τιβέριο, υπό την εποπτεία του οποίου εκπονήθηκε η παρούσα µεταπτυχιακή εργασία, για την παραχώρηση και άδεια µελέτης του συγκεκριµένου συνόλου, για την υποστήριξη και τις απαραίτητες υποδείξεις σε όλη τη διάρκεια υλοποίησής της. Επίσης να ευχαριστήσω το προσωπικό του ΙΠΕΤ για την υλικοτεχνική υποδοµή, το χρόνο και τη µεταβίβαση των γνώσεών τους. Ειδικότερα τους Κ. Σταυρόγλου για την υλοποίηση της ηλεκτρονικής βάσης καταγραφής του υλικού της εργασίας και Α. Σακαλή, χηµικό του εργαστηρίου Αρχαιοµετρίας για κάθε βοήθεια στην υλοποίηση των εργαστηριακών αναλύσεων. Ευχαριστώ επίσης την Ε. Μανακίδου για την πρόθυµη βοήθειά της και την παραχώρηση πληροφοριών σχετικά µε το υλικό, όποτε της ζητήθηκε, καθώς και την ΙΣΤ Εφορεία Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων για την χορήγηση άδειας για την πραγµατοποίηση εργαστηριακών αναλύσεων σε µέρος του υλικού της εργασίας. Ιδιαιτέρως θα ήθελα να ευχαριστήσω την. Τσιαφάκη, Υπεύθυνη του Τµήµατος Πολιτιστικής Κληρονοµιάς του ΙΠΕΤ, για την εµπιστοσύνη, την καθοδήγηση και την στήριξη που µου παρείχε σε επαγγελµατικό και προσωπικό επίπεδο. Επίσης τον Ν. Τσιρλιγκάνη για τον χρόνο που µου διέθεσε, την πολύτιµη βοήθεια και την άψογη συνεργασία. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι τµήµα της παρούσας εργασίας υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράµµατος: «Αριστεία σε ερυνητικά Ινστιτούτα της ΓΓΕΤ 2 ος Κύκλος Υποστήριξη ερευνητικών δραστηριοτήτων στο ΙΠΕΤ». Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αλέξη µου για όλα. Κυρίως όµως την οικογένειά µου, που στηρίζει πάντοτε και µε κάθε τρόπο όλες µου τις προσπάθειες. 5

Α ΜΕΡΟΣ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείµενο της παρούσας εργασίας αποτελεί η µελέτη µέρους της κεραµικής που περισυνέλεξαν στο Καραµπουρνάκι Θεσσαλονίκης ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Τσάκος και ο αδερφός του Σταµάτης Τσάκος. Στο Καραµπουρνάκι (Πίν.1α) έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα της αρχαίας Θέρµης, του σηµαντικότερου πολίσµατος της περιοχής πριν από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο, που ήταν χτισµένη κωµηδόν και έδωσε το όνοµά της στο Θερµαϊκό Κόλπο. 1 Ο αρχαίος οικισµός εκτεινόταν στην κορυφή του µικρού λόφου που υψώνεται στα νότια του ακρωτηρίου και ίσως στην τράπεζα, ένα πλατύ ύψωµα βόρεια του αρχαίου οικισµού που κατηφορίζει οµαλά προς το ακρωτήρι, ενώ στα ανατολικά του λόφου, σε απόσταση περίπου 150µ. βρισκόταν το νεκροταφείο. 2 Οι πρώτες ανασκαφές πραγµατοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσµίου πολέµου από τα αγγλικά, ρωσικά και κυρίως γαλλικά στρατεύµατα. Το 1930 ο Ι. Παπαδόπουλος πραγµατοποίησε επιφανειακές έρευνες και περισυλλογή ευρηµάτων, 3 ενώ λίγο αργότερα τµήµα της τούµπας ερεύνησε ο καθηγητής Κ. Ρωµαίος. Στο Β Παγκόσµιο πόλεµο εγκαταστάθηκε στην περιοχή µονάδα του ελληνικού ιππικού. Επιφανειακές έρευνες πραγµατοποιήθηκαν κατά διαστήµατα και από φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης µεταξύ των οποίων και από τον Κ. Τσάκο. 4 Το 1994 ξεκίνησε η συστηµατική ανασκαφή της Τούµπας (Πίν.1β) από το Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ υπό την επίβλεψη του καθηγητή Μ. Τιβέριου σε συνεργασία µε τις Τσιαφάκη. και Μανακίδου Ε. 5 και της γύρω περιοχής από την ΙΣΤ Εφορεία Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων υπό την επίβλεψη των Τρακοσοπούλου Ε. και Πουλάκη Παντερµαλή Ε. 6 1 Για την εποχή ίδρυσης της Θεσσαλονίκης και γενικά για την ιστορία της περιοχής, βλ. Τιβέριος 1997, 59-66. Για την ιστορία των ανασκαφών στην περιοχή, βλ. Τιβέριος 2001, 297-300, όπου βρίσκεται συγκεντρωµένη και παλιότερη βιβλιογραφία. Για πληρέστερη βιβλιογραφία βλ. στην ηλεκτρονική σελίδα της ανασκαφής: http://karabournaki.ipet.gr/. 2 Παντερµαλή-Τρακοσοπούλου 1994, 204-205, Παντερµαλή-Τρακοσοπούλου 1995, 285-287. 3 Ρωµαίος 1941, 359. 4 Πέτσας 1974, 318, Πέτσας 1969, 162, Τιβέριος 2001, 297-300. 5 Τιβέριος Μανακίδου - Τσιαφάκη 2002-2003, 327-351, Τιβέριος Μανακίδου - Τσιαφάκη 2007, 187-195, Τιβέριος Μανακίδου - Τσιαφάκη 2008, 263-270. 6 Παντερµαλή Τρακοσοπούλου 1994, 203-215 και Παντερµαλή Τρακοσοπούλου 1995, 283-292. 7

Η περισυλλογή των αδερφών Τσάκου, αποτελείται από έναν µεγάλο αριθµό κεραµικών κυρίως ευρηµάτων που συγκεντρώθηκαν από την περιοχή του αρχαίου οικισµού, πιθανόν και ευρύτερα. 7 Το υλικό αρχικά φυλάχτηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης όπου και καταγράφηκε µεγάλο τµήµα του. Ο πρώτος αριθµός καταγραφής αποτελείται από το γράµµα Τ (αρχικό γράµµα του ονόµατος Τσάκου) και τον αύξοντα αριθµό. Με την έναρξη της συστηµατικής ανασκαφής στην Τούµπα από το Α.Π.Θ., το υλικό µεταφέρθηκε στο κτίριο όπου στεγάζεται η πανεπιστηµιακή οµάδα που διεξάγει την ανασκαφή στο Καραµπουρνάκι. Εκεί ακολούθησε µία δεύτερη καταγραφή τον Ιούλιο του 1999, που περιέλαβε το µεγαλύτερο µέρος του υλικού. Σε αυτήν διατηρήθηκε ο παλιός αριθµός καταγραφής του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, µπροστά από τον οποίο προστέθηκε ο νέος αριθµός. Η παρούσα εργασία αφορά στη µελέτη των οστράκων της περισυλλογής που χρονολογούνται στα κλασικά χρόνια. Πρόκειται για 250 περίπου όστρακα, κυρίως µελαµβαφούς κεραµικής, µικρού ποσοστού ερυθρόµορφης και ενός µόνο παραδείγµατος µελανόµορφης κεραµικής. Η µελέτη τους είναι σηµαντική, καθώς αποτελούν µια από τις λίγες µαρτυρίες που έχουµε για την περιοχή από τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο, αφού, λόγω των µεταγενέστερων ανθρώπινων δραστηριοτήτων τα όψιµα στρώµατα του οικισµού, από την κλασική εποχή κι έπειτα, έχουν ουσιαστικά αφαιρεθεί. 8 Το γεγονός ότι το υλικό είναι αποτέλεσµα περισυλλογής συνεπάγεται την απουσία ανασκαφικών δεδοµένων και συνεπώς την αδυναµία εξαγωγής συµπερασµάτων άµεσα σχετιζόµενων µε τον ανασκαφικό χώρο. Μας βοηθά ωστόσο να αποκτήσουµε µια εικόνα για τη συγκεκριµένη εποχή στην περιοχή. Η εργασία διαρθρώνεται σε δυο µέρη, Α και Β. Το πρώτο µέρος (Α) αποτελείται από έξι κεφάλαια: 1. Εισαγωγή, 2. Τεχνική κατασκευής αρχαίων ελληνικών αγγείων, 3. Αρχαιολογική µελέτη, 4. Αρχαιοµετρική µελέτη, 5. Ηλεκτρονική βάση δεδοµένων για την καταγραφή του υλικού και 6. Συµπεράσµατα. Το δεύτερο µέρος (Β) αποτελείται επίσης από έξι κεφάλαια: 7. Παράρτηµα, 8. Κατάλογος, 9. Βιβλιογραφία, 10. Ευρετήριο εικόνων, 11. Ευρετήριο πινάκων και 12. Πίνακες. υο είναι ουσιαστικά τα βασικά µέρη της εργασίας, η αρχαιολογική και η 7 Τα κουτιά µε το υλικό έφεραν ως ηµεροµηνία παράδοσης την 10-6-1966. 8 Παράλληλα µε τις ποικίλες δραστηριότητες του στρατού, η περιοχή αργότερα χρησιµοποιήθηκε και από τον Ιππικό Όµιλο Θεσσαλονίκης για την ταφή αλόγων. Βλ. Τιβέριος 2001, 300-301. 8

αρχαιοµετρική µελέτη του υλικού. Στο πρώτο γίνεται η παρουσίαση του υλικού µε όλες τις αρχαιολογικές πληροφορίες που µπορούν να αντληθούν από αυτό. Παράλληλα σηµειώνονται τα αποτελέσµατα της οπτικής παρατήρησης σχετικά µε τη σύσταση του πηλού και του υαλώµατος όλων των οστράκων. Η αρχαιοµετρική µελέτη και ειδικότερα οι µέθοδοι που εφαρµόστηκαν για το συγκεκριµένο υλικό µπορούν να συµβάλουν σηµαντικά στην προσέγγιση προβληµατισµών που τέθηκαν σχετικά µε την προέλευση και την τεχνική κατασκευής των αγγείων, που δεν µπορούν να απαντηθούν µόνο µε την οπτική παρατήρηση. Η πραγµατοποίησή της κατέστη εφικτή µέσω της δυνατότητας που µας παρασχέθηκε από το ΙΠΕΤ 9 µε τη χρήση του απαιτούµενου εξοπλισµού και µε την παροχή της απαραίτητης τεχνογνωσίας. Έτσι, στους στόχους της εργασίας αυτής, προστέθηκε και η ανάδειξη της σηµασίας της εφαρµογής των νέων τεχνολογιών στην αρχαιολογική έρευνα. Παράλληλα µε τα παραπάνω, σε ξεχωριστό κεφάλαιο (δεύτερο) παρατίθενται βασικές πληροφορίες σχετικά µε την τεχνική και τα υλικά κατασκευής των αρχαίων αγγείων, προκειµένου να δοθεί µια ολοκληρωµένη εικόνα και να γίνουν κατανοητά όσα θα παρουσιαστούν στα επόµενα κεφάλαια. Τέλος, ο κατάλογος των οστράκων στη συγκεκριµένη εργασία δίδεται σε δυο µορφές, έντυπη, αλλά και ηλεκτρονική, µε µια βάση δεδοµένων που σχεδιάστηκε για τον σκοπό αυτό και παρουσιάζεται συνοπτικά στο πέµπτο κεφάλαιο. Η απόφαση δηµιουργίας µιας βάσης δεδοµένων βασίστηκε στις µεγαλύτερες δυνατότητες διαχείρισης, επεξεργασίας και µελέτης του υλικού που προσφέρει συγκριτικά µε τους παραδοσιακούς τρόπους. Για λόγους ευκολίας το υλικό θα περιγραφεί στο κείµενο µε νέο αριθµό καταγραφής, αποτελούµενο από το γράµµα Κ (κατάλογος) και τον αύξοντα αριθµό, ενώ αυτός (ή αυτοί) των προηγούµενων ετών, όταν υπάρχουν, παρατίθενται στον Κατάλογο. 9 Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας στην Ξάνθη (www.ipet.gr). 9

2. ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ Αντικείµενο του δευτέρου κεφαλαίου της εργασίας µας είναι η προσέγγιση της τεχνικής κατασκευής και διακόσµησης των αρχαίων κεραµικών αγγείων, κυρίως ως προς τα υλικά που χρησιµοποιούσαν οι αρχαίοι κεραµείς. Σκοπός του κεφαλαίου αυτού δεν είναι η συνολική επισκόπηση των τεχνικών κατασκευής της αρχαίας κεραµικής, αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο και έκταση και επιπλέον δεν αποτελεί αντικείµενο της παρούσας εργασίας. Έτσι, θα περιοριστούµε στην παρουσίαση των στοιχείων εκείνων που αφορούν στο συγκεκριµένο υλικό µελέτης αποβλέποντας στο να δοθεί µια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωµένη εικόνα σχετικά µε αυτό. Η παράθεση των συγκεκριµένων πληροφοριών θεωρήθηκε απαραίτητη προκειµένου να εξασφαλιστεί από τη µια η καλύτερη κατανόηση των οπτικών χαρακτηριστικών των αγγείων, όπως αυτά εκτίθενται στο αρχαιολογικό µέρος της εργασίας (βλ. Κεφ.3) και από την άλλη η ερµηνεία των αποτελεσµάτων των εργαστηριακών αναλύσεων, που παρουσιάζονται στο αρχαιοµετρικό µέρος της εργασίας (βλ. Κεφ.4). Αρχικά γίνεται µια συνοπτική παρουσίαση της διαδικασίας κατασκευής των αρχαίων αγγείων και στη συνέχεια περιγράφεται η σύσταση των υλικών που χρησιµοποιήθηκαν για την κατασκευή και διακόσµηση των οστράκων του υλικού µας. 2.1. ΣΤΑ ΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ Το πρώτο στάδιο της κατασκευής των αρχαίων αγγείων περιελάµβανε την εξόρυξη του πηλού, ο οποίος στη συνέχεια απαλλασσόταν από διάφορα ξένα στοιχεία που περιείχε µε µια διαδικασία διαδοχικών πλύσεων. Στη συνέχεια ο πηλός αποθηκευόταν σε υγρό µέρος για ένα χρονικό διάστηµα. Επρόκειτο για τη φάση της «ωρίµανσης» που βοηθούσε στη βελτίωση των πλαστικών του ιδιοτήτων. Ακολουθούσε η ζύµωση του πηλού του αγγείου, κατά την οποία ο κεραµέας µπορούσε να προσθέσει και άλλα υλικά προκειµένου να βελτιώσει τις ιδιότητες του πηλού και το πλάσιµο στον κεραµικό τροχό. Μετά την κατασκευή, τα αγγεία αφήνονταν να στεγνώσουν για να ακολουθήσει η τελική επεξεργασία τους, η λείανση της επιφάνειάς τους και η αφαίρεση τυχόν περιττού πηλού. Επόµενο στάδιο ήταν η συγκόλληση των διάφορων µερών µε τη χρήση µιας υγρής και κολλώδους µάζας 10

πηλού, αφού τα αρχαία αγγεία, ιδιαίτερα τα µεγάλου µεγέθους, κατασκευάζονταν συνήθως τµηµατικά (ειδικά οι λαβές, οι βάσεις κτλ.). Μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω σταδίων το αγγείο λειαινόταν µε ένα υγρό κοµµάτι δέρµατος και ήταν έτοιµο για διακόσµηση. Οι αρχαίοι κεραµείς είχαν αναπτύξει ένα πλήθος διακοσµητικών τεχνικών, για τις οποίες δεν θα γίνει λόγος εδώ, ανάµεσα στις οποίες τον µελανόµορφο και τον ερυθρόµορφο ρυθµό. Βασικά υλικά της διακόσµησης, τουλάχιστον στις δυο αυτές τεχνικές ήταν το επίχρισµα µε το οποίο κάλυπταν το αγγείο µετά τη λείανσή του, το µελανό υάλωµα, καθώς και επίθετα «χρώµατα» (κυρίως λευκό και ιώδες). Για τη σύσταση των υλικών αυτών θα γίνει λόγος στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου. Ακολουθούσε η διαδικασία της όπτησης των αγγείων, η οποία έκρυβε και τις περισσότερες δυσκολίες. Το ψήσιµο γινόταν µέσα σε κεραµικούς κλιβάνους, που συνήθως ήταν διώροφες θολωτές κατασκευές και περιελάµβανε τρεις φάσεις. 10 Στην πρώτη, οξειδωτική φάση της όπτησης, όπου η θερµοκρασία στον κλίβανο έφτανε τους 800 C, όλες οι επιφάνειες του αγγείου διατηρούσαν τον φυσικό ερυθρό χρωµατισµό τους. Ακολουθούσε η δεύτερη αναγωγική φάση, κατά την οποία αφαιρούνταν το οξυγόνο από τον κλίβανο, µε τη θερµοκρασία να φτάνει αρχικά στους 945 C και στη συνέχεια να πέφτει στους 900 C, όπου όλες οι επιφάνειες γίνονταν µελανές. Στη φάση αυτή το αλκάλιο του «χρώµατος» που είχε προς στιγµή λιώσει, όταν η θερµοκρασία έφτασε στους 945 C και στη συνέχεια είχε πήξει, όταν η θερµοκρασία είχε κατέβει στους 900 C, είχε δηµιουργήσει µια υαλώδη επίστρωση. Η όπτηση ολοκληρωνόταν µε την τρίτη, οξειδωτική φάση, κατά την οποία ο κεραµέας επέτρεπε και πάλι να περάσει οξυγόνο στον κλίβανο, µε τη θερµοκρασία να µειώνεται σταδιακά από τους 900 C. Η επίστρωση που είχε δηµιουργηθεί από το υάλωµα εµπόδιζε τις επιφάνειες του αγγείου που βρίσκονταν από κάτω να επηρεαστούν από την αντίδραση που είχε προκύψει κατά την τρίτη φάση, οπότε οι επιφάνειες αυτές διατηρούσαν το µελανό χρώµα, ενώ το υπόλοιπο αγγείο επανακτούσε το αρχικό του χρώµα. 11 10 Η διαδικασία της όπτησης που περιγράφεται στο σηµείο αυτό αφορά κυρίως στην κατασκευή των αττικών αγγείων, για τα οποία η έρευνα διαθέτει τις περισσότερες πληροφορίες αφού αποτελούν την καλύτερα µελετηµένη κατηγορία αρχαίας ελληνικής κεραµικής. 11 Τιβέριος 1996, 15-16, Scheibler 1992, 90 κ.ε. 11

2.2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΙΑΚΟΣΜΗΣΗΣ Το βασικό υλικό κατασκευής των αρχαίων κεραµικών αγγείων ήταν ουσιαστικά ο πηλός, η σύσταση του οποίου έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην τελική µορφή που θα αποκτούσε το αγγείο. Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούν επιπλέον τα υλικά που έχουν χρησιµοποιηθεί για τη διακόσµηση των οστράκων της παρούσας εργασίας, τα οποία υλικά προσεγγίζονται ως προς τη σύστασή τους. Ειδικότερα θα γίνει λόγος για τα ακόλουθα: υάλωµα, επίχρισµα και επίθετα χρώµατα (λευκό και ιώδες). 2.2.1. ΠΗΛΟΣ Ανάµεσα στην αρχική µορφή του πηλού, όταν τον εξόρυσσαν από το έδαφος και στον κεραµικό πηλό, στην τελική δηλαδή µορφή του, τον οποίο και χρησιµοποιούσαν για την κατασκευή των αγγείων, µεσολαβούσαν τα στάδια της επεξεργασίας του, τα οποία όπως αναφέρθηκε, περιελάµβαναν τον καθαρισµό, το στέγνωµα, την ωρίµανση και τέλος την προσθήκη κατάλληλων υλικών προκειµένου να αποκτήσει τις επιθυµητές ιδιότητες και να χρησιµοποιηθεί από τον κεραµέα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, µπορούσε να τροποποιηθεί η χηµική, κυρίως όµως η γεωφυσική του σύσταση. 12 Στην παρούσα ενότητα παρατίθενται καταρχήν κάποιες πληροφορίες σχετικά µε την προέλευση και τη σύσταση του πηλού των αρχαίων αγγείων 13 και στη συνέχεια περιγράφεται συνοπτικά καθεµιά από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του. Πρόκειται για στοιχεία που οφείλονταν άλλοτε στη φυσική σύσταση του ίδιου του πηλού και άλλοτε στην επεξεργασία στην οποία υπόκειντο από τους αρχαίους κεραµείς, προκειµένου να είναι κατάλληλος για την κατασκευή των αγγείων. 14 Η µελέτη της σύστασης του πηλού µπορεί να οδηγήσει στην εξαγωγή πολύτιµων πληροφοριών σχετικά µε τη χρήση και την προέλευσή τους, καθώς και τις τεχνικές που χρησιµοποιήθηκαν για την κατασκευή τους. 15 12 Orton Tyers - Vince 1993, 113 κ.ε., Scheibler 1992, 90-102, Rice 1987, 226-227. 13 Τα στοιχεία που παρατίθενται αφορούν και πάλι κυρίως στην αττική κεραµική, αφού πρόκειται για την καλύτερα µελετηµένη κατηγορία αρχαίας κεραµικής, για την οποία η έρευνα διαθέτει τα περισσότερα δεδοµένα. 14 Rice 1987, 226-227, Scheibler 1992, 91-94. 15 Schreiber 1999, 3. 12

2.2.1.1. Προέλευση και σύσταση πηλού Μια ολοκληρωµένη προσέγγιση της σύστασης ενός πηλού θα πρέπει να περιλαµβάνει καταρχήν την ορυκτολογική και κατά δεύτερον τη χηµική, δηλαδή στοιχειακή του ανάλυση. 16 Ο συνδυασµός των δυο µπορεί να δώσει πολύτιµες πληροφορίες σχετικά µε διάφορους τοµείς µελέτης των αρχαίων αγγείων, όπως είναι η προέλευση, η τεχνολογία κατασκευής, γνώσεις σχετικά µε τη γεωµορφολογία του εδάφους κτλ. Τα ορυκτά από τα οποία συνήθως αποτελείται ο πηλός των κεραµικών αγγείων ανήκουν στην πλειονότητά τους στα λεγόµενα πυριτικά, τα οποία αποτελούν το µεγαλύτερο ποσοστό (95%) του φλοιού της γης. Τα σηµαντικότερα ορυκτά αυτής της κατηγορίας είναι: ο Χαλαζίας (quartz), η Μίκα (micas), τα Αµφίβολα (amphiboles), τα Πυροξένια (pyroxenes) 17 και κυρίως οι Άστριοι (feldspars). 18 Με την αποσάθρωση του εδάφους, λόγω των φυσικών φαινοµένων (βροχές, βλάστηση κτλ.), τα αλκαλικά υλικά διαβρώνονται και παρασύρονται από τα νερά, ενώ στο έδαφος παραµένουν η αλουµίνα και ο χαλαζίας, που ενώνονται µε το νερό και από την ένωση αυτή προκύπτει η καθαρή µορφή της αργίλου, που χηµικά δηλώνεται µε τον τύπο: Al 2 O 3-2SiO 2-2H 2 O. 19 Τα πυριτικά ορυκτά εντοπίζονται κυρίως σε ιζηµατογενή πετρώµατα, χαρακτηριστικές ιδιότητες των οποίων είναι η µεγάλη πλαστικότητα όταν αναµιγνύονται µε νερό και η σκλήρυνση κατά την όπτηση. Όταν συναντώνται στον πηλό ενός αγγείου φέρουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχουν και στην αρχική τους µορφή πριν από την εξόρυξη, µε αποτέλεσµα να µπορούν να λειτουργήσουν ως ένδειξη του τόπου προέλευσής του. 20 Η στοιχειακή ανάλυση του πηλού των αρχαίων αγγείων, όπως θα φανεί και στη συγκεκριµένη εργασία, µπορεί να συµβάλει σηµαντικά στη µελέτη της προέλευσης των αγγείων καθώς και σε άλλα πεδία µελέτης της αρχαίας κεραµικής. 21 Ο πηλός που χρησιµοποιείτο για την κατασκευή των αγγείων είχε κατά βάση την 16 Ένα ορυκτό µπορεί να περιέχει πολλά στοιχεία και ένα στοιχείο µπορεί να βρίσκεται σε πολλά ορυκτά. Σχετικά µε την ορυκτολογική και χηµική σύσταση των αρχαίων κεραµικών αγγείων, βλ. Rice 1987, 31 κ.ε. Σχετικά µε τη µελέτη της προέλευσης των αγγείων µέσα από την ορυκτολογική και χηµική ανάλυση του πηλού, βλ. Mommsen 2004, 267-271. 17 Τα πιο κοινά στοιχεία που περιέχονται στα ορυκτά αυτά είναι το Ασβέστιο (Ca), ο Σίδηρος (Fe), το Πυρίτιο (Si), το Αργίλιο (Al) και το Μαγνήσιο (Mg). 18 Περιέχουν τα στοιχεία Κάλιο (K), Νάτριο (Na) και Ασβέστιο (Ca) σε διάφορα ποσοστά και αποτελούν πάνω από το µισό της συνολικής ποσότητας του φλοιού της γης. Βλ. Παπαδοπούλου 2005, 98-99. 19 Noble 1966, 1. 20 Lahanier Freuser Zelst 1986, 3-4. 21 Mommsen 2001, 657-662. 13

ακόλουθη χηµική σύσταση σε κύρια και δευτερεύοντα στοιχεία: Πυρίτιο (Si), Αργίλιο (Al), Ασβέστιο (Ca), Σίδηρο (Fe), Κάλιο (K), Μαγνήσιο (Mg), Νάτριο (Na) και Τιτάνιο (Ti). Εκτός από τα παραπάνω υπήρχε σε µικρότερη αναλογία και µεγάλος αριθµός ιχνοστοιχείων. 22 Από τα ιχνοστοιχεία αυτά, στα όστρακα της παρούσας µελέτης συναντώνται τα: Χλώριο (Cl), Χρώµιο (Cr), Χαλκός (Cu), Μαγγάνιο (Mn) και Ψευδάργυρος (Zn). Πρέπει να σηµειωθεί ότι στη σύσταση των διαφόρων πηλών και στις µεταξύ τους διαφοροποιήσεις, σηµασία δεν έχει µόνο το είδος και ο αριθµός των στοιχείων από τα οποία αποτελούνται (π.χ. Νάτριο, Αργίλιο κτλ.), αλλά και οι µεταξύ τους συνδυασµοί, καθώς και οι αναλογίες στις οποίες συναντώνται σε κάθε περίπτωση. 23 Οι πηλοί που εξορύσσονται από το µέρος στο οποίο δηµιουργήθηκαν ονοµάζονται πρωτογενείς. Συνήθως έχουν λευκό χρώµα, εντοπίζονται σε σβόλους και είναι εξαιρετικά δύσκολο να επεξεργαστούν χωρίς την προσθήκη διάφορων υλικών, λόγω της µειωµένης τους πλαστικότητας. Πολλές φορές οι πηλοί µεταφέρονται από τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα σε µεγάλες αποστάσεις. Κατά την πορεία αυτή παίρνουν από τη γη διάφορα στοιχεία, που συντελούν µεταξύ άλλων στο χρωµατισµό του πρωτογενούς υλικού. Με τον τρόπο αυτό δηµιουργούνται οι δευτερογενείς ή δευτερεύοντες πηλοί, οι οποίοι παρουσιάζουν ποικιλία χρωµάτων και διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα µε τη σύστασή τους. 24 2.2.1.2. Ιδιότητες και χαρακτηριστικά του πηλού Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του πηλού των αρχαίων κεραµικών αγγείων αφορούν στα ορατά και µη ορατά στοιχεία που συνιστούν τη µορφή του και καθορίζουν την καταλληλότητά του για την κατασκευή των αγγείων. Η ύπαρξή τους οφείλεται τόσο στη σύσταση του φυσικού πηλού όσο και στην επεξεργασία που αυτός δέχεται από τη στιγµή της εξόρυξής του µέχρι τη χρήση του από τους κεραµείς. Μεταξύ τους υπάρχει µια σχέση εξάρτησης, αφού, όπως θα φανεί και παρακάτω, η ύπαρξη συγκεκριµένων χαρακτηριστικών των πηλών οφείλεται σε συγκεκριµένες ιδιότητές τους. 22 Για τις κατηγορίες των χηµικών στοιχείων σε κύρια, δευτερεύοντα και ιχνοστοιχεία και για τη σηµασία τους στη µελέτη των κεραµικών, βλ. Παπαδοπούλου 2005, 92-94, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 23 Lahanier Freuser Zelst 1986, 3-4. 24 Schreiber 1999, 3-4. 14

Α. Ιδιότητες του πηλού των αρχαίων κεραµικών Οι ιδιότητες του πηλού είναι τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν τη «συµπεριφορά» του σε διάφορες συνθήκες και που µε τη σειρά τους ορίζουν τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του αγγείου αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή του. Οι περισσότερες από αυτές δεν µπορούν να γίνουν αντιληπτές στον πηλό των αγγείων µακροσκοπικά. Με τη συµβολή των θετικών επιστηµών έχουν αναπτυχθεί διάφορες µέθοδοι που επιτρέπουν τη «µέτρησή» τους, συµβάλλοντας σηµαντικά στη γνώση της τεχνολογίας κάθε εποχής ή περιοχής. Πιο συγκεκριµένα, πρόκειται για τα παρακάτω στοιχεία: την πλαστικότητα, την αντοχή, τη «συµπεριφορά» του πηλού κατά το στέγνωµα και την όπτηση και το βαθµό συρρίκνωσής του κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες. Από τις σηµαντικότερες ιδιότητες ενός µίγµατος πηλού είναι η πλαστικότητα, η ιδιότητα δηλαδή του ωµού πηλού να παραµορφώνεται κάτω από πίεση και να διατηρεί τη νέα µορφή όταν η πίεση σταµατήσει να ασκείται. Η ιδιότητα αυτή χάνεται όταν το µίγµα στεγνώσει, αλλά η µορφή που έχει αποκτήσει ο πηλός, παραµένει. 25 Το µέγεθος και το σχήµα των σωµατιδίων του φυσικού πηλού, 26 ο τόπος εξόρυξής του, 27 τα πετρώµατα και τα οργανικά υλικά που τυχόν υπάρχουν, η κατάλληλη ποσότητα νερού 28 και η θερµοκρασία όπτησης, είναι παράγοντες που επηρεάζουν το βαθµό πλαστικότητας ενός πηλού. Σχετική µε την πλαστικότητα των αγγείων είναι και η φάση της σήψης του πηλού κατά την ωρίµανσή του, η οποία κατά την αρχαιότητα εφαρµοζόταν ειδικά στην κατασκευή αγγείων πολυτελείας. Όσο περισσότερο διαρκεί η ωρίµανση ενός πηλού, τόσο µεγαλύτερη είναι και η πλαστικότητα που αποκτά. 29 Η ιδιότητα της αντοχής του πηλού των αγγείων σχετίζεται µε τη δύναµη και την ανθεκτικότητά του απέναντι σε παραµορφώσεις και ραγίσµατα, τόσο κατά τη 25 Rice 1987, 54-79. 26 Τα σωµατίδια του πηλού έχουν επίπεδη επιφάνεια και σχήµα εξαγωνικό. Καλής ποιότητας είναι τα σωµατίδια που µπορούν να δέσουν καλύτερα µεταξύ τους. Αυτά είναι συνήθως µικρού µεγέθους, µε σχετικά γωνιώδεις πλευρές. 27 Οι δευτερεύοντες πηλοί µε την αλλοίωση και τις αλλαγές στις οποίες υπόκεινται κατά τις µετακινήσεις τους, αποκτούν πιο λεπτά σωµατίδια συγκριτικά µε τους πρωτογενείς και επιπλέον ενισχύονται µε διάφορες προσµίξεις που αυξάνουν την πλαστικότητά τους. Αλλά και µεταξύ τους οι δευτερεύοντες πηλοί παρουσιάζουν ποικιλία ανάλογα µε τις αλλαγές που έχει δεχθεί καθένας από αυτούς κατά τη µετακίνησή του. Βλ. Rice 1987, 58-79. 28 Το νερό που απαιτείται ώστε να επιτευχθεί ο ιδανικός βαθµός πλαστικότητας είναι τόσο, ώστε να περιβάλλει τα σωµατίδια του πηλού και να τους επιτρέπει να γλιστράνε µεταξύ τους, αυξάνοντας τόσο την πλαστικότητα, όσο και την αντοχή του αγγείου. Η προσθήκη µικρότερης ή µεγαλύτερης ποσότητας νερού από την απαιτούµενη, προκαλεί αντίθετα αποτελέσµατα. 29 Scheibler 1992, 93. 15

διάρκεια της επεξεργασίας του, όσο και µετά την ολοκλήρωσή της, κατά το στέγνωµα και την όπτηση. Πρόκειται για στοιχείο ιδιαίτερα σηµαντικό για τη διατήρηση των κεραµικών στο χρόνο, που σχετίζεται άµεσα µε τη σύσταση και την πυκνότητα του πηλού, καθώς και µε τον τρόπο επεξεργασίας και όπτησης των αγγείων. Πιο συγκεκριµένα: α. Όσον αφορά στη σύσταση του πηλού, η µορφή των σωµατιδίων του, σε συνδυασµό µε την κατάλληλη ποσότητα νερού στο µίγµα, είναι παράγοντες που εξασφαλίζουν µεγάλη ευελιξία όταν το αγγείο δέχεται µηχανικές πιέσεις, κυρίως πριν από την όπτηση, π.χ. κατά το πλάσιµο ή την τελική επεξεργασία του. Σε γενικές γραµµές, η αντοχή µειώνεται όσο αυξάνεται το µέγεθος των σωµατιδίων του πηλού. Οι πηλοί µε µικρού µεγέθους σωµατίδια αντίθετα, είναι πιο κατάλληλοι, αφού εξασφαλίζουν καλύτερο δέσιµο του µίγµατος και µεγαλύτερη αντίσταση σε κάθε είδους πιέσεις. β. Εξίσου σηµαντικό ρόλο για την ιδιότητα της αντοχής ενός πηλού παίζει και ο βαθµός της πυκνότητάς του. Η ύπαρξη λίγων και καλοσχηµατισµένων πόρων µπορεί να εµποδίσει την επέκταση ραγισµάτων, ενώ η υπερβολική παρουσία τους λειτουργεί αντιθετικά, µειώνοντας την αντοχή των αγγείων. γ. Όσον αφορά στην επεξεργασία της επιφάνειας των αγγείων, η στίλβωση ή η κάλυψή της µε κάποιο επίχρισµα αυξάνει την αντοχή των αγγείων σε διάφορες πιέσεις. δ. Τέλος, σχετικά µε τη φάση της όπτησης, τα αγγεία που ψήνονται σε ψηλές θερµοκρασίες έχουν συνήθως µεγαλύτερη αντοχή. 30 Επικίνδυνο στάδιο λόγω της πιθανότητας δηµιουργίας ραγισµάτων, είναι και το στέγνωµα ενός αγγείου που αφορά στην αντοχή του πηλού ενώ βρίσκεται σε στεγνή σχεδόν κατάσταση, αλλά πριν από την όπτηση. Η εξάτµιση του νερού κατά το στέγνωµα του αγγείου προκαλεί διάφορες αλλαγές στο εσωτερικό του πηλού, οι οποίες µπορούν να αποδειχθούν επιβλαβείς, αλλά µπορούν να αποφευχθούν αν ο πηλός είναι καλής ποιότητας. Οι περισσότεροι κίνδυνοι για την πρόκληση ρωγµών προέρχονται από την ίδια τη σύσταση του πηλού και συγκεκριµένα από την παρουσία των προσµίξεων, 31 από τον προσανατολισµό των σωµατιδίων του και την άνιση κατανοµή του νερού, 32 (Εικ.1) αλλά και από το άνισο πλάσιµο του πηλού. Για τη 30 Rice 1987, 347-370. 31 Όταν οι προσµίξεις σε έναν πηλό είναι πολλές, κατά το στέγνωµα βγαίνουν στην επιφάνεια δηµιουργώντας κενά, αλλάζοντας την υφή, το χρώµα και τη σύσταση της επιφάνειας του πηλού. 32 Τα σωµατίδια πρέπει κανονικά να έχουν µια κατεύθυνση, κάτι που εξαρτάται από τις φυσικές ιδιότητες του πηλού. Ακόµα και όταν αυτό δεν συµβαίνει σε έναν πηλό, µπορούν να αποκτήσουν µια 16

βελτίωση της σύστασης των πηλών και την αντιµετώπιση πιθανών προβληµάτων γινόταν προσθήκη ειδικών διαλυµάτων, που µείωναν το βαθµό συρρίκνωσης και καθιστούσαν περισσότερο ελεγχόµενη την όλη διαδικασία. 33 Επιπλέον, η ίδια η διαδικασία του στεγνώµατος έπρεπε να γίνεται σε σκιερούς, υγρούς και δροσερούς χώρους και µε αργούς ρυθµούς, µε κατάλληλη ρύθµιση της θερµοκρασίας, αφού το νερό έχει την τάση να εξατµίζεται γρήγορα από την επιφάνεια, προκαλώντας συρρίκνωση στο εξωτερικό αλλά όχι και στο εσωτερικό, µε µεγάλο κίνδυνο να δηµιουργηθούν ρωγµές. Πρόσθετη προσοχή χρειαζόταν το στέγνωµα σε ανοιχτούς χώρους, γιατί τότε τα αγγεία επηρεάζονταν από τις καιρικές συνθήκες, τη θερµότητα, τον αέρα και παράλληλα έπρεπε να προφυλάσσονται από τη βροχή. Τα µεγαλύτερα αγγεία τοποθετούνταν συνήθως όρθια, έτσι ώστε να απορροφάται εύκολα η υγρασία από τους παχύτερους πυθµένες. 34 Εικ.1: Απεικόνιση της µορφής του νερού και των σωµατιδίων του πηλού στις διάφορες φάσεις στεγνώµατος. α) Πλαστικός πηλός µε κατάλληλη ποσότητα νερού, το οποίο περιβάλλει τα σωµατίδια και τους επιτρέπει να γλιστράνε µεταξύ τους, εξασφαλίζοντας πλαστικότητα. β) Φάση όπου το αγγείο έχει υφή δέρµατος. Το νερό έχει αρχίσει να εξατµίζεται αρκετά στο εξωτερικό και λιγότερο στο εσωτερικό προκαλώντας συρρίκνωση των σωµατιδίων. γ) Το νερό έχει εξατµιστεί τελείως στο εξωτερικό, όχι όµως και στο εσωτερικό. δ) Στεγνός πηλός. εν υπάρχει καθόλου νερό και τα σωµατίδια έχουν συρρικνωθεί αρκετά οµοιόµορφα. κατεύθυνση µε το πλάσιµο ή τη στίλβωση του αγγείου. Κίνδυνος για ραγίσµατα υπάρχει όταν τα σωµατίδια ενός µίγµατος δεν ακολουθούν µια κατεύθυνση ή όταν δεν υπάρχουν παντού ίδιες αναλογίες νερού και πηλού. Στις περιπτώσεις αυτές κάποια σηµεία θα συρρικνωθούν περισσότερο από κάποια άλλα, ελαττώνοντας την ανθεκτικότητα των αγγείων. 33 Rice 1987, 54-79. 34 Scheibler 1992, 100. 17

Τέλος, ιδιαίτερα σηµαντική για το τελικό αποτέλεσµα, είναι η συµπεριφορά του πηλού των κεραµικών αγγείων κατά την όπτηση. Πρόκειται για τη φάση κατά την οποία το υλικό των αγγείων µετατρέπεται δοµικά από πηλό σε κεραµικό. Αποτέλεσµα της µετατροπής αυτής είναι η διαφοροποίηση των φυσικών ιδιοτήτων του πηλού, η αύξηση της σκληρότητας και της µηχανικής αντοχής, καθώς και η στεγανότητα στο νερό και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη συµπεριφορά του πηλού κατά την όπτηση είναι: α) η περιεκτικότητα του πηλού σε οργανικές ουσίες, β) η περιεκτικότητα του πηλού σε δευτερεύουσες ανόργανες ουσίες, κυρίως σε ασβεστίτη, γ) η πυκνότητα του πηλού, δ) η θερµοκρασία όπτησης και ε) η ατµόσφαιρα όπτησης (αναγωγική, οξειδωτική). 35 Σε θερµοκρασίες πάνω από 100 C εξατµίζεται το φυσικά δεσµευµένο νερό, ενώ µέχρι τους 500 C γίνεται η καύση των οργανικών προσµίξεων. Σε θερµοκρασίες πάνω από τους 500 C αποδεσµεύεται το χηµικά δεσµευµένο νερό και ακολουθεί µια σειρά χηµικών µετασχηµατισµών, ανάλογα µε τη θερµοκρασία. Με την απότοµη µεταβολή της θερµοκρασίας αναπτύσσονται πιέσεις στο εσωτερικό των αγγείων που µπορεί να προκαλέσουν παραµόρφωση και φθορά. Ο βασικότερος τρόπος για την αντιµετώπιση µιας τέτοιας πιθανότητας είναι η σύσταση του πηλού και ειδικότερα η παρουσία προσµίξεων µε κατάλληλο συντελεστή αγωγιµότητας (θερµικής). Τα υλικά που ενδείκνυνται για τη συγκεκριµένη χρήση πρέπει να έχουν συντελεστή αγωγιµότητας ίδιο ή χαµηλότερο από αυτόν του ωµού πηλού. Ως τέτοιες προσµίξεις χρησιµοποιούνταν συνήθως ο ασβεστίτης, θρυµµατισµένα κελύφη κτλ. Ένας άλλος τρόπος για την αύξηση της αντοχής των κεραµικών στις αλλαγές της θερµοκρασίας είναι η ρύθµιση της πυκνότητας, αφού οι πόροι δίνουν στο αγγείο ελαστικότητα, επιτρέποντας ξαφνική διαστολή του υλικού. 36 Β. Χαρακτηριστικά του πηλού Ως βασικά χαρακτηριστικά του πηλού ενός αγγείου περιγράφονται τα ορατά στοιχεία που συνιστούν τη µορφή του. Πιο συγκεκριµένα, πρόκειται για τις προσµίξεις, την πυκνότητα, το χρώµα, το πάχος και την υφή. Ανάλογα µε τον τόπο εύρεσής του, ο φρεσκοκοµµένος πηλός µπορούσε να περιέχει διάφορα ξένα στοιχεία, από τα οποία ήταν απαραίτητο να απαλλαγεί πριν 35 Rice 1987, 227-232 και 347-370. 36 Βλ. και παραπάνω σελ.16. 18

χρησιµοποιηθεί από τους κεραµείς. 37 Οι προσµίξεις που παρατηρούνται στον πηλό των αγγείων µπορεί να βρίσκονται στον πηλό ως αποτέλεσµα της φυσικής διαδικασίας που περιγράφηκε παραπάνω, αλλά και να έχουν σκόπιµα προστεθεί από τον κεραµέα προκειµένου να εξασφαλιστούν συγκεκριµένες ιδιότητες. Τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να διακριθεί ποια από τις παραπάνω περιπτώσεις ισχύει. Οι προσµίξεις αυτές προέρχονται είτε από ανόργανα είτε από οργανικά υλικά. Τα πιο συνήθη ορυκτά υλικά ενίσχυσης διακρίνονται σε δυο βασικές κατηγορίες: υλικά µε βάση το ασβέστιο, που κατά την όπτηση αντιδρούν χηµικά µε τις µεταλλικές ενώσεις του πηλού και τα υλικά που είναι ουσιαστικά αδρανή στις συνήθεις θερµοκρασίες όπτησης, όπως για παράδειγµα ο χαλαζίας. Κάποια παραδείγµατα υλικών προσµίξεων που χρησιµοποιούσαν οι αρχαίοι κεραµείς ήταν η άµµος, η στάχτη κτλ. 38 Η παρουσία των προσµίξεων αυτών στο µίγµα του πηλού ήταν πολύ σηµαντική και ως ένα βαθµό υποχρεωτική, καθώς ήταν υπεύθυνες για βασικές ιδιότητες του πηλού και κυρίως για την πλαστικότητά του. Ταυτόχρονα, συνέβαλαν στη µείωση του απαιτούµενου χρόνου για το στέγνωµα ενός αγγείου, στη µείωση του βαθµού συρρίκνωσης κυρίως κατά το ψήσιµο, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα δηµιουργίας ραγισµάτων και τέλος, στη δηµιουργία επιθυµητού βαθµού πυκνότητας του πηλού ώστε να εξασφαλίζεται η ιδιότητα της διαπερατότητας, σηµαντικής για την αντοχή ενός αγγείου. 39 Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του πηλού των αγγείων είναι η πυκνότητα, η οποία αφορά στην παρουσία πόρων στα τοιχώµατα των αγγείων, που επιτρέπουν τη διείσδυση του νερού στο εσωτερικό τους. 40 Η παρουσία ή µη πόρων σε ένα αγγείο εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και κυρίως από το µέγεθος, το σχήµα και τη διάταξη των σωµατιδίων του πηλού, από την ποσότητα, το µέγεθος και το είδος των προσµίξεων που περιέχει, από τον τρόπο επεξεργασίας του πηλού, αλλά και από τις συνθήκες όπτησης των αγγείων. Η πυκνότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που επηρεάζει διάφορες ιδιότητες των κεραµικών, όπως την αγωγιµότητα, την αντοχή, την αποφυγή διάβρωσης και τη µόνωση σε υψηλές θερµοκρασίες. 41 Ανάλογα µε τη θέση τους στο κεραµικό υλικό, ανάλογα δηλαδή µε το αν είναι ορατοί στην επιφάνεια του αγγείου, οι πόροι χαρακτηρίζονται ως «κλειστοί» ή «ανοιχτοί» (Εικ.2). Ο πιο 37 Scheibler 1992, 92-93. 38 Tite 2008, 217. 39 Rice 1987, 58-60, 67-79. 40 Rice 1987, 227 228. 41 Rice 1987, 347 370. 19

εύκολος τρόπος παρατήρησης των πόρων είναι περισσότερο σε κάποιο σπάσιµο των αγγείων, όπου φαίνεται το εσωτερικό των τοιχωµάτων, παρά στην επιφάνειά τους και ανάλογα µε το µέγεθός τους µπορεί να είναι ορατοί και µε γυµνό µάτι. Εικ.2: Απεικόνιση διαφόρων µορφών και µεγεθών κλειστών και ανοιχτών πόρων στον πηλό ενός αγγείου Βασικό χαρακτηριστικό του πηλού των αρχαίων αγγείων αποτελεί επίσης το χρώµα, το οποίο συχνά λειτουργεί και ως ένδειξη της προέλευσής τους. Το φυσικό χρώµα του πηλού ως πρώτη ύλη προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από τα διάφορα ξένα στοιχεία, κυρίως οργανικά υλικά, που προστίθενται κατά τη φυσική µεταφορά του, πριν την τελική του εναπόθεση. 42 Το τελικό χρώµα που αποκτά ένα αγγείο εξαρτάται από την περιεκτικότητα του πηλού σε σίδηρο, από τον τρόπο µε τον οποίο κατανέµεται ο σίδηρος στο σώµα του πηλού, αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την όπτηση του αγγείου. 43 Τέλος, µε τα χαρακτηριστικά του πηλού που περιγράφηκαν παραπάνω σχετίζονται άµεσα και κάποια χαρακτηριστικά που αποκτούν τα αγγεία µετά από την τελική διαµόρφωση και όπτησή τους. Πρόκειται για το πάχος, αλλά και την υφή της επιφάνειάς τους, τα οποία είναι αποτελέσµατα τόσο της τελικής επεξεργασίας που δέχεται η επιφάνειά τους από τον κεραµέα, όσο και της επίδρασης άλλων παραγόντων, όπως η µορφή και το µέγεθος των σωµατιδίων του φυσικού πηλού, το είδος των προσµίξεων που περιέχονται στον πηλό και οι συνθήκες όπτησης των αγγείων. 44 42 Scheibler 1992, 90. 43 Rice 1987, 331-345. 44 Για την υφή της επιφάνειας των αγγείων, βλ. Rice 1987, 232. Για το πάχος των αγγείων, βλ. Rice 1987, 227-228. 20

2.2.2. ΕΠΙΧΡΙΣΜΑ Μετά την τελική επεξεργασία και τη λείανση του αγγείου οι επιφάνειές του καλύπτονταν συνήθως µε ένα πολύ λεπτό επίχρισµα από αραιό διάλυµα καθαρού λεπτόκοκκου πηλού, 45 το οποίο απλωνόταν µε ένα παχύ πινέλο στο αγγείο. Η διαδικασία αυτή πολλές φορές γινόταν ενώ το αγγείο βρισκόταν ακόµη επάνω στον κεραµικό τροχό. 46 Το επίχρισµα βοηθούσε στη µόνωση των τοιχωµάτων των αγγείων και στην αύξηση της αντοχής τους απέναντι σε µηχανικές και θερµικές πιέσεις, εµποδίζοντας ταυτόχρονα την εισροή υγρών στο εσωτερικό. Επιπλέον, µε τη χρήση του υλικού αυτού ενίσχυαν το χρώµα του πηλού και του προσέδιδαν λάµψη, πετυχαίνοντας πιο έντονη αντίθεση µεταξύ φόντου και παράστασης στα αγγεία µε γραπτή διακόσµηση. Κάποια εργαστήρια χρησιµοποιούσαν το επίχρισµα µε σκοπό να µιµηθούν, µε την προσθήκη κατάλληλων υλικών, το χρώµα του πηλού άλλων εργαστηρίων, κυρίως του αττικού, ώστε να καταφέρουν να συναγωνιστούν τα προϊόντα του. 47 Προκειµένου να αποκτήσει το επίχρισµα απαλή υφή πολλές φορές γινόταν σε αυτό προσθήκη ενός γαλακτωµατοποιητή. 48 Ένα διάλυµα αποτελούµενο από νερό και στάχτες ξύλου θα µπορούσε να εξυπηρετήσει τον σκοπό αυτό. Στα αττικά εργαστήρια του 5 ου αι.π.χ. το επίχρισµα εµπλουτιζόταν µε µια λαµπερή, ερυθρωπή ουσία, η οποία µπορεί να προερχόταν από διάφορα διαλύµατα ώχρας και ίσως να αποτελούσε την αρχαία «µίλτον». 49 Η παρουσία επιχρίσµατος στην επιφάνεια ενός αγγείου είναι συχνά ορατή και µε γυµνό µάτι, µε τη µορφή γυαλάδας ή λόγω της διαφοροποίησης του χρώµατος από τον πηλό, όταν έχουν προστεθεί σε αυτό επιπλέον ουσίες. 45 Τιβέριος 1996, 16. 46 Noble 1966, 60. 47 Ό.π. 105. 48 Γαλακτωµατοποιητής: συστατικό µέσω του οποίου δυο µη αναµίξιµα µεταξύ τους υγρά, σχηµατίζουν ένα γαλάκτωµα όπου το ένα αιωρείται µέσα στο άλλο. 49 Η αρχαία µίλτος ήταν ένα κόκκινο, πολύ σπάνιο γαιόχρωµα. Στα κλασικά χρόνια η Αθήνα είχε το µονοπώλιο της διακίνησής της. Scheibler 1992, 106, Schreiber 1999, 48-52. Βλ. και παρακάτω, σελ.32. 21

2.2.3. ΥΑΛΩΜΑ Το υάλωµα 50 µε το οποίο καλύπτονταν τα αρχαία ελληνικά αγγεία 51 ήταν ουσιαστικά ένας πολύ καθαρός παχύρρευστος και πλούσιος σε σίδηρο πηλός, αποτελούµενος από πολύ µικρά µόρια, στα οποία αναµίγνυαν ποσότητα αλκαλίου ή ποτάσας. Αυτό σηµαίνει ότι το υάλωµα ουσιαστικά προέκυπτε από τον ίδιο πηλό µετά από περισσότερη επεξεργασία, χωρίς να γίνεται προσθήκη άλλου υλικού και ότι το χρώµα και τα διάφορα χαρακτηριστικά του οφείλονταν κυρίως στις συνθήκες όπτησης των αγγείων. 52 Το υάλωµα απλωνόταν πάνω στην επιφάνεια του αγγείου αφού ο πηλός είχε στεγνώσει. 53 Ήδη και πριν από το ψήσιµο, το «διάλυµα» αυτό φαινόταν να γυαλίζει αρκετά, εξαιτίας της ισοδύναµης κατανοµής των µικροσκοπικών µορίων του πηλού από τον οποίο αποτελούνταν. Κατά την όπτηση, το υλικό του υαλώµατος έλιωνε και σχηµάτιζε µια λαµπερή στρώση που προστάτευε το αγγείο. 54 Αποκτούσε µελανό χρώµα περίπου στη θερµοκρασία των 825 C το οποίο παρέµενε σταθερό περίπου µέχρι τη θερµοκρασία των 1050 C, όπου και µετατρεπόταν και πάλι σε ερυθρό. Η καλή ποιότητα του υαλώµατος ήταν σχετική µε τον πηλό από τον οποίο προερχόταν. Έπρεπε να είναι καλά καθαρισµένος και επιπλέον να αποτελείται από πολύ λεπτά και καλής ποιότητας σωµατίδια. Καλύτερα αποτελέσµατα εξασφαλίζονταν όταν το υάλωµα προερχόταν από τον ίδιο πηλό από τον οποίο είχε κατασκευαστεί και το αγγείο. Αν το υάλωµα προερχόταν από άλλο πηλό ήταν πολύ πιθανό ο συντελεστής διαστολής τους να είναι τελείως διαφορετικός και συνεπώς να συµπεριφερθούν µε διαφορετικό τρόπο κατά τα διάφορα στάδια της επεξεργασίας 50 Σχετικά µε τη χρήση του όρου έχει αναπτυχθεί µια συζήτηση µεταξύ των µελετητών, η οποία µέχρι στιγµής δεν έχει καταλήξει σε ένα κοινό συµπέρασµα και στην οποία δεν κρίνεται σκόπιµο να γίνει εκτενής αναφορά στην παρούσα εργασία. Θα αναφερθεί απλώς ότι για την περιγραφή του υλικού µε το οποίο κυρίως διακοσµούνταν τα αρχαία αγγεία έχουν κατά καιρούς χρησιµοποιηθεί οι όροι «βαφή», «χρώµα», «βερνίκι», «υάλωµα», µε επικρατέστερο τον όρο «γάνωµα». Για τη συζήτηση σχετικά µε την καταλληλότητα των παραπάνω όρων, βλ, Παπαναστασίου 2002, 33, Noble 1984, 31-41, Noble 1966, 84 κ.ε. Στην παρούσα εργασία, µετά από πρόταση του επιβλέποντος της εργασίας Μ. Τιβέριου, αποφασίστηκε να χρησιµοποιηθεί ο όρος «υάλωµα». Η προτίµηση στον συγκεκριµένο όρο οφείλεται στο ότι επρόκειτο για υλικό µε την ίδια χηµική σύσταση µε το σώµα του αγγείου, το χρώµα και η υφή του οποίου ήταν κυρίως αποτέλεσµα των συνθηκών που επικρατούσαν κατά την όπτηση. 51 Οι πληροφορίες που παρατίθενται αφορούν και πάλι κυρίως στην αττική κεραµική για την οποία η έρευνα διαθέτει τις περισσότερες πληροφορίες, αφού αποτελεί την καλύτερα µελετηµένη κατηγορία αρχαίας ελληνικής κεραµικής. 52 Noble 1966, 37, Rice 1987, 98-102, Binns Fraser 1929, 1-9. Για τον τρόπο παρασκευής ερυθρού υαλώµατος, καθώς και για τα κριτήρια καταλληλότητας ενός πηλού για την παρασκευή καλής ποιότητας υαλώµατος, βλ. Farnsworth 1958, 165-173. 53 Ιακωβίδης 1969, 270. Το υάλωµα απλωνόταν πάνω από το επίχρισµα εφόσον γινόταν χρήση επιχρίσµατος από τον κεραµέα. ιαφορετικά απλωνόταν απευθείας πάνω στον πηλό. 54 Scheibler 1992, 106. 22

(συρρίκνωση, όπτηση κτλ.), προκαλώντας πιθανώς φθορές στην επιφάνεια του αγγείου και στο ίδιο το υάλωµα. Σχετικές µελέτες αποδεικνύουν ότι συνήθως ο πηλός και το υάλωµα των αρχαίων αγγείων είχαν την ίδια βασικά σύσταση µε µια µεγαλύτερη συγκέντρωση των κύριων στοιχείων στο τελευταίο (τουλάχιστον στα καλής ποιότητας αγγεία). Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι η ποιότητα της υαλοποίησης του πηλού σε θερµοκρασίες από 850 έως 1050 C σχετίζεται άµεσα µε την παρουσία του ασβεστίου και συγκεκριµένα µε την περιεκτικότητα του πηλού σε ασβέστιο, µε τη µορφή µε την οποία το ασβέστιο βρίσκεται στον πηλό (π.χ. µορφή εγκλεισµάτων, κόκκων κτλ.), καθώς και τη διασπορά του (οµοιογενή ή ανοµοιογενή). 55 Όσο µεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα του πηλού σε ασβέστιο, τόσο χαµηλότερης ποιότητας είναι η υαλοποίηση που προκύπτει στις παραπάνω θερµοκρασίες. 56 Εκτός από τη σύσταση του ίδιου του υαλώµατος, βασικός παράγοντας για την ποιότητά του, ήταν η οµαλή επιφάνεια του αγγείου στο οποίο απλωνόταν και η παράλληλη διάταξη των σωµατιδίων του πηλού. Τα στοιχεία αυτά εξαρτιόνταν τόσο από τη σύσταση του ίδιου του πηλού, όσο και από την καλή επεξεργασία του αγγείου από τον κεραµέα. Σηµαντικό ρόλο τέλος για το τελικό αποτέλεσµα έπαιζαν και οι συνθήκες που επικρατούσαν µέσα στον κλίβανο, καθώς και ο τρόπος µε τον οποίο ήταν τοποθετηµένα τα αγγεία, προκειµένου η θερµοκρασία να φτάνει οµοιογενής σε όλα τα σηµεία των αγγείων. 57 2.2.4. ΕΠΙΘΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ Παράλληλα µε τα παραπάνω, οι αρχαίοι κεραµείς χρησιµοποιούσαν συχνά για τη διακόσµηση των αγγείων τους επίθετα χρώµατα. 58 Επρόκειτο για οπτά χρώµατα, τα οποία έµπαιναν πάνω από το υάλωµα αφού αυτό είχε στεγνώσει, πριν από το στάδιο της όπτησης. Λόγω της σύστασής τους, τα χρώµατα αυτά χρειάζονταν υψηλότερη θερµοκρασία για να συµπυκνωθούν συγκριτικά µε το υάλωµα, κάτι που 55 Ιωνάς 2008, 59-61. Η ποιότητα της υαλοποίησης µειώνεται αν η περιεκτικότητα του ασβεστίου υπερβαίνει σε ποσοστό το 30%. Το ίδιο αποτέλεσµα προκύπτει αν η περιεκτικότητα είναι µικρότερη από 30%, αλλά η διασπορά του στον πηλό είναι ανοµοιογενής. 56 Ό.π. Η µελέτη που περιγράφεται στη συγκεκριµένη εργασία (Ιωνάς 2008) έχει γίνει σε κεραµικά Εποχής Χαλκού και αναφέρεται στην υαλοποίηση που προκύπτει από τον ίδιο τον πηλό κατά την όπτηση και όχι στο υάλωµα, σε πρόσθετο δηλαδή υλικό, όπως το συναντούµε στα υλικό της εργασίας µας. Τα συµπεράσµατα της µελέτης ωστόσο ισχύουν και στην περίπτωση του υαλώµατος των οστράκων της εργασίας µας, δεδοµένου ότι το υάλωµα, όπως ειπώθηκε, είναι ουσιαστικά αραιωµένος πηλός. 57 Noble 1966, 89, Ιακωβίδης 1969, 271-272. 58 Για τη χρήση πρόσθετου πηλού και επίθετων χρωµάτων και για τη σηµασία τους στις παραστάσεις, βλ. και Cohen 2006, 110-112. 23

δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί στον κλίβανο, τουλάχιστον στις θερµοκρασίες στις οποίες ψήνονταν τα αρχαία αγγεία. Αυτός είναι και ο λόγος που τα περισσότερα από αυτά παρέµεναν και µετά το ψήσιµο θαµπά και µε πορώδη σύσταση. εν ήταν εφικτή η απαιτούµενη ένωση µε το υάλωµα που βρισκόταν από κάτω, αν και υπόκειντο στις ίδιες συνθήκες ψησίµατος. Το επίθετο λευκό χρώµα προερχόταν από έναν πολύ καλής ποιότητας πρωτογενή πηλό µε λευκό χρώµα και µια µικρή µόνο ποσότητα σιδήρου, µε αποτέλεσµα µετά την όπτηση να διατηρεί το χρώµα του, µε µια ελαφριά κιτρινωπή απόχρωση λόγω της παρουσίας του σιδήρου. Συνήθως απλωνόταν πάνω στο µελανό υάλωµα και πιο σπάνια πάνω στον πηλό. Απολεπιζόταν πολύ εύκολα και αυτό που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει αποµείνει σήµερα στα αγγεία είναι ένα θαµπό λευκό αποτύπωµα πάνω στο υάλωµα. 59 Η χρήση του γενικά δεν είναι πολύ εκτεταµένη. Από τις πιο χαρακτηριστικές κατηγορίες αγγείων στα οποία συναντάµε το επίθετο λευκό χρώµα, είναι τα αγγεία που διακοσµούνταν µε τη λεγόµενη τεχνική του Αγίου Βαλεντίνου, 60 οι λευκές λήκυθοι, 61 οι χιώτικοι κάλυκες 62 κτλ. Το επίθετο ερυθρό χρώµα αποτελούνταν ουσιαστικά από ερυθρά οξείδια µιας χρωστικής ουσίας, ανακατεµένης µε νερό και µελανό υάλωµα σε ποσότητα περίπου 10%. Συνήθως τοποθετούνταν επάνω στο µελανό υάλωµα. Σπάνια το συναντάµε απευθείας πάνω στον πηλό ή πάνω σε λευκό χρώµα, ενώ δεν έχει εντοπιστεί κάποια περίπτωση όπου το λευκό να έµπαινε πάνω από αυτό. 63 Συγκριτικά µε το λευκό ήταν πιο δύσκολο να ψηθεί σωστά και είχε µια τάση να απολεπίζεται εύκολα. Η παρουσία του είναι αρκετά συχνή στον 6 ο αι.π.χ., χρησιµοποιείται ολοένα και λιγότερο όσο κυλάει ο 5 ος αι.π.χ. και εξαφανίζεται περίπου στο τελευταίο τέταρτο του 5 ου αι.π.χ. 64 Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η κεραµική τέχνη δεν αποτελούσε µια απλή διαδικασία. Η δουλειά των αρχαίων κεραµέων βασιζόταν κυρίως στην εµπειρία, είναι όµως βέβαιο ότι γνώριζαν τις ιδιότητες και τη συµπεριφορά των υλικών, αν και πιθανότατα όχι µε τον τρόπο που τις γνωρίζουµε εµείς σήµερα. Η δηµιουργία ενός αγγείου καλής ποιότητας ήταν αποτέλεσµα πολλών παραγόντων, 59 Noble 1966, 62. 60 Agora XII, 18-19. 61 Για λευκές ληκύθους ενδεικτικά βλ. Beazley 1938 και Kurtz 1975. 62 Cook-Dupont 2001, 46-51, Lemos 1986, 233 κ.ε. 63 Noble 1966, 63. 64 Μήττα 1998, 60. 24