Ο όρος χρησιμοποιείται για τα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα πχ πιστοποιητικά, χρεόγραφα, συναλλαγματικές και άλλα οικονομικά μέσα της χρηματαγοράς.



Σχετικά έγγραφα
Συχνές Ερωτήσεις. Ομολογιακά Δάνεια & Ομόλογα. Έκδοση 2.0 Αύγουστος 2016

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΔΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 7: ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).

Μετοχές (Μετοχικοί Τίτλοι, βασικά χαρακτηριστικά, δικαιώματα και υποχρεώσεις)

Αγορά Εταιρικών Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ξέρετε ότι ;

Αγορές Συναλλάγματος (Foreign exchange markets) Συντάκτης :Σιώπη Ευαγγελία

Αγορά Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ξέρετε ότι ; Φεβρουάριος Athens Exchange

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

Αγορά Εταιρικών Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ξέρετε ότι ;

Πολιτική Οικονομία Ι: Μακροθεωρία και Πολιτική Νίκος Κουτσιαράς. Κυριάκος Φιλίνης

Χρηματοοικονομική ΙΙ

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΔΙΑΛΕΞΗ 11 η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ & ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

Κατάσταση Ταμειακών Ροών Cash Flow Statements ΔΛΠ

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΜΟΛΟΓΙΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Χρηματοοικονομική Ι. Ενότητα 7: Μετοχικοί τίτλοι. Ιωάννης Ταμπακούδης. Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Εισαγωγή στα Χρηματοοικονομικά Παράγωγα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 3/378/ τoυ ιοικητικού Συµβουλίου

Παραδείγματα υπολογισμού κόστους, προμήθειας χρεώσεων: Συναλλαγές Ομολόγων / Παραγώγων / Δικαιωμάτων Προαίρεσης

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Βασικές Χρηματοοικονομικές έννοιες

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Τελική ή μέλλουσα αξία (future value) ή τελικό κεφάλαιο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ. Της Δόκτορος ΔΕΛΗΘΕΟΥ Βασιλικής

Χρηματοοικονομικοί Κίνδυνοι Εισαγωγικά Στοιχεία των Παραγώγων. Χρηματοοικονομικών Προϊόντων Χρήση και Σημασία των Παραγώγων...

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ΙΟΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΘΗΝΑΙ

Διεθνείς Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου. Ομολογίες, Διάρκεια, Προθεσμιακά Επιτόκια, Ανταλλαγές Επιτοκίων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (Α1)

Θεωρία Προεξόφλησης Μερισματικών Ροών (DDM) ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ &ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (Ε.Ε.Χ.) Δρ. Β. Μπαμπαλός

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και αγορά συναλλάγματος

Έννοια της Παρούσας Αξίας και Εφαρμογές: Τιμές των Ομολόγων και Επενδυτικές Αποφάσεις των Επιχειρήσεων 1. Η Έννοια της Παρούσας Αξίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Αποτίμηση αξιογράφων σταθερού εισοδήματος

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΠΟ 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2011 ΜΕΧΡΙ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ σύμφωνα με την Απόφαση 4/507/ του Διοικητικού Συμβουλίου της

1 Ιανουαρίου 31 Μαρτίου Όμιλος Ανώνυμης Εταιρίας Τσιμέντων Τιτάν Συνοπτική Οικονομική Ενημέρωση

Χρηματοοικονομική Ι. Ενότητα 9: Αποτίμηση κοινών μετοχών. Ιωάννης Ταμπακούδης. Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Αποταμίευση, Επένδυση και το Χρηματοπιστωτικό σύστημα

Ε Κ Θ Ε Σ Η. του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανωνύμου Εταιρίας με την επωνυμία. «Unibios Ανώνυμος Εταιρία Συμμετοχών»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ 10 η εισήγηση

Εταιρικά Ομόλογα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. 19 Ιουλίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΓΟΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Απόδοση/ Κίνδυνος (Είδη κινδύνου, σχέση κινδύνου- απόδοσης)

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Διασπορά επενδύσεων. Μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο. Ομόλογο. Αμοιβαίο κεφάλαιο κλειστού τύπου. Λόγος χρέους προς ίδια κεφάλαια. Χρηματοοικονομικό λεξικό

Ομόλογα (Τίτλοι σταθερού εισοδήματος, δικαιώματα και υποχρεώσεις)

Στην ομάδα 3 παρακολουθούνται οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, τα αξιόγραφα και τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία της οικονομικής μονάδας.

Εισαγωγή. Σύντομη ιστορική αναδρομή

5. Περιγραφή Χρηματοοικονομικών Μέσων και Σχετικών Κινδύνων

ΕΝΤΥΠΟ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Σχέδιο λογαριασμών. Ομάδα 4: Καθαρή θέση

Αντιστάθμιση του Κινδύνου ενός Χαρτοφυλακίου μέσω των Χρηματοοικονομικών Παραγώγων

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑΜΕΙΑΚΩΝ ΡΟΩΝ

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...13

TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ. METLIFE EUROPE BOND MULTIFUND (πρώην METLIFE EUROPE BOND MULTIFUND I)

Ομόλογα (Τίτλοι σταθερού εισοδήματος, δικαιώματα και υποχρεώσεις) 1 δ Για τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου (zero coupon bonds) ισχύει ότι:

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «MARPRO ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» ΑΡ.Μ.Α.Ε /004/Β/09/0100 ΠΡΟΣ ΤΗΝ

μια νέα επενδυτική πρόταση από το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 1: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΑ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΙΟΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΘΗΝΑΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Liquidity Risk, Swaps, Interest Rate Caps and Stress Testing

Cytrustees Investment Public Company Limited. Συνοπτικές ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις για την εξαμηνία που έληξε στις 30 Ιουνίου 2009

ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΙΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ. Έκθεση και Ενοποιημένες Ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις Έξι μήνες μέχρι 30 Ιουνίου 2017

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα. MSc in Accounting & Finance ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ Μάθημα: ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Πρόλογος α' έκδοσης Πρόλογος β' έκδοσης Επενδύσεις Επένδυση Επενδυτικός Κίνδυνος... 24

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

ΕΝΤΥΠΟ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Μπορείτε να αγοράσετε και να πωλήσετε μερίδια σε καθημερινή βάση(εργάσιμες ημέρες του Λουξεμβούργου και Ελλάδας).

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ερωτήσεις

ΑΡΘΡΟ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ &

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Τρόποι χρήσης των ETFs

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ 6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2012

Transcript:

P Pac - Man degense Τακτική που χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η εξαγορά μιας εταιρειάς από άλλη και η οποία συνίσταται στην προσπάθεια ανάληψης του ελέγχου της επιτιθέμενης εταιρείας. Paper Ο όρος χρησιμοποιείται για τα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα πχ πιστοποιητικά, χρεόγραφα, συναλλαγματικές και άλλα οικονομικά μέσα της χρηματαγοράς. Paper gain (loss) Διαφυγόντα κέρδη (ή ζημιές) από χρεόγραφα τα οποία κρατούνται σε χαρτοφυλάκιο. Το ύψος διαπιστώνεται μετά από σύγκριση της τρέχουσας τιμής με το αρχικό τους κόστος. Par Τιμή στο άρτιο. H τιμή που αφορά το 100% της ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου. Η αξία κεφαλαίου, το οποίο ο εκδότης ενός χρεογράφου συμφωνεί να δώσει κατά την λήξη ενός ομολόγου, εκτός των τόκων. Par bond Ομολογία που πωλείται στο άρτιο. Η τιμή της αναφέρεται με βάση το εκατό πχ 98,3 ή 101,24 Pari passu Ο όρος χαρακτηρίζει τη διαδικασία ταξινόμησης των ομολογιών π.χ. χωρίς σειρά προτίμησης στην πληρωμή. Paris Interbank Offered Rate - PIBOR Το επιτόκιο δανεισμού της διατραπεζικής αγοράς του Παρισιού. Το Γαλλικό ισοδύναμο του LIBOR. Par value Ονομαστική αξία ή άρτιο.η αξία που αναγράφεται πάνω στο σώμα του τίτλου.το 100% της ονομαστικής του αξίας. Το βασικό ποσό στο οποίο ο εκδότης συμφωνεί να εξαργυρώσει τις ομολογίες του κατά τη λήξη τους. Parity (put - call) H σχέση που δείχνει την ισοδυναμία μεταξύ δικαιωμάτων αγοράς (call option) και δικαιώματος πώλησης (put option) για ένα συγγκεκριμένο τύπο χρηματοοικονομικού δικαιώματος. Participation Πρόσκληση προς άτομο ή οργανισμό να αναλάβει ως ανάδοχος μια νέα έκδοση χρεογράφων. Επίσης, το ύψος των αδιάθετων χρεογράφων που αναλαμβάνει να αγοράσει ο χρηματοδοτικός οργανισμός ή το άτομο. Partial payment Η μερική και περιοδική πληρωμή ενός χρέους είτε αυτό αφορά αποπληρωμή τραπεζικού δανείου είτε την σταδιακή εξόφληση ενός χρεογράφου από τον εκδότη του. Passive portfolio managment Παθητική διαχείριση χαρτοφυλακίου. Η διαχείριση χαρτοφυλακίου, η οποία χαρακτηρίζεται από αποφάσεις χαμηλού κινδύνου και σχετικά χαμηλότερης απόδοσης επενδυτικές επιλογές. Passive portfolio strategy Παθητική στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Ο όρος αναφέρεται στη στρατηγική διαχείρισης, σύμφωνα με την

οποία οι επιλογές απλώς διαφοροποιούνται ανάλογα με τις κυρίαρχες προβλέψεις της αγοράς χωρίς ανάληψη περεταίρω κινδύνων. H παθητική διαχείριση στηρίζεται στην υπόθεση ότι όλες οι πληροφορίες που αφορούν τις μετοχές αντανακλώνται στις τιμές που διαμορφώνονται. Στον αντίποδα αυτής της στρατηγικής βρίσκεται η ενεργητική στρατηγική διαχείρισης (Active portfolio strategy), η οποία χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και τεχνικές προβλέψεων αναζητώντας μία καλύτερη συνολική απόδοση για το διαχειριζόμενο χαρτοφυλάκιο. Pass througt Χρεόγραφο ενυπόθηκου δανείου όπου η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων γίνεται στον κάτοχο του χρεογράφου μέσω πράκτορα. Payback period Περίοδος επανείσπραξης. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επανείσπραξη του κόστους μιας επένδυσης από τις καθαρές εισπράξεις της. Paydown Οταν η εξαργύρωση κρατικών χρεογράφων( π.χ. εντόκων γραμματίων) πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την πώληση νέας έκδοσης, το ποσό κατά το οποίο η ονομαστική αξία των χρεογράφων που λήγουν υπερβαίνει την ονομαστική αξία των χρεογράφων που πουλήθηκαν. (Αντίθετα του New Money). Paying agent Ενα μέλος ομάδας τραπεζών που είναι υπεύθυνο για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων των χρεογράφων μιας έκδοσης. Payment Versus/Against Payment - PVP/PAP Παράδοση αξίας σε ένα νόμισμα, σε συγκεκριμένη ποσότητα, από ένα χρηματοπιστωτικό φορέα σε άλλο, με την προυπόθεση να υπάρξει ο αντίστροφος ταμιακός διακανονισμός σε άλλο νόμισμα και ποσότητα, μεταξύ των αντισυμβαλλομένων. Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται στα συστήματα διακανονισμού πωλήσεων συναλλάγματος, στους αντίστοιχους φορείς εκκαθάρισης και στα δίκτυα πληρωμών συναλλάγματος. Payout ratio Ποσοστό διανεμομένων κερδών. Το ποσοστό των κερδών που διανέμεται με τη μορφή μερισμάτων. Pay - Up 1. Η ζημία σε μετρητά που προκύπτει από την πώληση χρεογράφων και αγορά άλλων υψηλότερης τιμής. 2. Η υποχρέωση (ανάγκη) ή η πρόθεση μιας τράπεζας ή άλλου δανειολήπτη να πληρώση υψηλότερο επιτόκια για την εξεύρεση κεφαλαίων. Pegging Μια διαδικασία σταθεροποίησης της αγοράς που αναλαμβάνεται από το διαχειριστή ενός ομίλου αναδοχής (underwiters) κατά την προσφορά νέων χρεογράφων. Ο διαχειριστής εκτελεί τη διαδικασία αυτή τοποθετώντας συνεχώς παραγγελίες αγοράς σε μια καθορισμένη τιμή. Penny stocks Χαρακτηρισμός, ο οποίος αφορά τις μετοχές χαμηλής τιμής και ταυτόχρονα υψηλού ρίσκου. Pension fund Αμοιβαίο κεφάλαιο που έχει συσταθεί για συνταξιοδοτικούς σκοπούς και Pension plan Συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που προσφέρουν σαν προιόν συνήθως οι ασφαλιστικές εταιρίες ή οι εταιρίες διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων και στηρίζεται σε επενδύσεις μακράς ωρίμανσης.

Perfect hedge O όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνων, όπου η μία μεταβολή της τιμής ενός προθεσμιακού συμβολαίου αντιστοιχεί και καλύπτει πλήρως την μεταβολή της αγοραίας τιμής του υποκείμενου χρηματοοικονομικού μέσου στο προθεσμιακό συμβόλαιο. Perpetual bond Διηνεκής ομολογία. Μια ομολογία που πληρώνει ετήσιο τόκο στο διηνεκές. Συνώνυμο των Undated Bonds. Perpetual warrant Ένα τυποποιημένο δικαίωμα αγοράς μετοχών, τύπου warrant, το οποίο δεν έχει ημερομηνία λήξης (expiration date). Perpetuity Διηνεκής ή συνεχής ράντα. Μία σειρά μελλοντικών οικονομικών ή μαθηματικών ροών που αναμένεται να συνεχισθούν επ άπειρο. P/CF (Βλέπε Price over Earnings per share after Tax and before Depreciation) P/E (Βλέπε Price-Earnings Ratio) Physicals Τα φυσικά ή τοις μετρητοίς χρηματοδοτικά μέσα σε αντιδιαστολή προς τις προθεσμιακές συμβάσεις. Συνώνυμο του actuals. PIBOR (Βλέπε Paris Interbank Offered Rate) Pickup To κέρδος που προκύπτει όταν ένας αριθμός ομολογιών ανταλλαγεί με άλλον που έχει μεγαλύτερο τοκομερίδιο. Picture Η τιμή προσφοράς και ζήτησης που δίνεται από έναν χρηματιστή για ένα δεδομένο χρεόγραφο. Pip To 1/10 της μικρότερης μονάδας υπολογισμού (basis point), που χρησιμοποιείται στις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές, υποδιαίρεση που χρησιμεύει στην ακριβέστερη μέτρηση της απόδοσης ή της διακύμανσης των τιμών των χρεογράφων. To 1/1000 του 1% (0,001). Pits O χώρος όπου γίνεται η διαπραγμέτευση μέσα στα χρηματιστήρια παραγώγων, χωριστά κατά κατηγορία προϊόντος και είδος συμβολαίου. Place Η διαδικασία της πώλησης χρεογράφων στους επενδυτές, κατά την διάρκεια της πρωτογενούς διανομής τους στην αγορά, είτε με δημόσια προσφορά είτε με ιδιωτική τοποθέτηση. Placement (Placing) Η ιδιωτική τοποθέτηση μιάς νέας έκδοοσης χρεογράφων, η οποία δεν πωλείται μέσω δημόσιας εγγραφής στην πρωτογενή αγορά ούτε σε δημοπρασία αλλά δίδεται από τον εκδότη σε συγκεκριμένους επενδυτές. Placing agent

Χρηματοδοτικός οργανισμός που είτε αναλαμβάνει τη διάθεση χρεογράφων στην αγορά, είτε προσκαλείται να υποβάλει προσφορές για την αγορά χρεογράφων. Placing memorandum Ένα απόρρητο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται σε μία ιδιωτική τοποθέτηση χρεογράφων από τον όμιλο των φορέων (syndicate) προς τους επενδυτές πελάτες τους. Υπογράφεται από τον επι κεφαλής του ομίλου και περιέχει όλους τους σχετικούς όρους και πληροφορίες που αφορούν τον εκδότη και την διαδικασία της τοποθέτησης. Placing power Η ικανότητα μιάς τράπεζας ή ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού να πουλήσει ή να τοποθετήσει μία έκδοση χρεογράφων στην αγορά. Pledging of accounts receivable Ενεχυρίαση εισπρακτέων λογαριασμών. Βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπου το δάνειο εξασφαλίζεται με εισπρακτέους λογαριασμούς. Ο δανειοδότης μπορεί να αποκτήσει τη φυσική κατοχή των εισπρακτέων λογαριασμών, συνήθως όμως έχει δικαίωμα προσφυγής απέναντι στο δανειολήπτη. Η μέθοδος αυτή λέγεται επίσης και προεξόφληση των εισπρακτέων λογαριασμών (discounting of accounts receivable). Plus tick Έκφραση η οποία, αναφέρεται σε χρηματιστηριακή συναλλαγή, της οποίας η τιμή είναι υψηλότερη από την τελευταία χρονικά εκτελεσθείσα. Αυτού του είδους η συναλλαγή αναφέρεται επίσης και ως uptick transaction. PNS (Βλέπε Project Notes) Point 1. Μονάδα μέτρησης στην τιμολόγηση των χρηματοοικονομικών μέσων. 100 Basis points ισούνται με μια ποσοστιαία μονάδα. 2. 1% της ονομαστικής αξίας χρεογράφου ή ομολογίας. 3. Στο χρηματιστήριο, η σταθερή και ελάχιστη μονάδα στην οποία εκφράζονται αυξομειώσεις στις τιμές προθεσμιακών συμβολαίων. 4. Στις συναλλαγματικές αγορές η ελάχιστη τιμή συναλλαγής ενός νομίσματος. Poison pill Αμυντική τακτική προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια του ελέγχου εταιρείας σε περίπτωση πιθανής εξαγοράς της και η οποία συνίσταται στην έκδοση νέων και περισσοτέρων μετοχών στους παλιούς μετόχους (κυρίως προνομιούχων) με αποτέλεσμα η προοπτικής εξαγοράς να είναι δυσκολότερη ή ακριβότερη. Pooling of interest Ένωση συμφερόντων. Μια λογιστική μέθοδος συνδυασμού των ισολογισμών και των αποτελεσμάτων χρήσης επιχειρήσεων που συγχωνεύονται. Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, τα περιουσιακά στοιχεία των συγχωνευμένων επιχειρήσεων προστίθενται για να σχηματίσουν τον ισολογισμό της επιχείρησης που θα επιβιώσει. Portfolio Το χαρτοφυλάκιο. 1. Το σύνολο των ρευστών, τραπεζικών λογαριασμών, μετοχών, άλλων χρεογράφων και παραγώγων συμβολαίων που διαθέτει ένας επενδυτής, που μπορεί να εκφράζεται σε διαφορετικά νομίσματα. 2. Ο συνδυασμός περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη μείωση του κινδύνου μέσω της διαφοροποίησης των μέσων επένδυσης. Portfolio effect

Αποτέλεσμα χαρτοφυλακίου. Ο βαθμός μέχρι του οποίου η μεταβλητότητα των αποδόσεων ενός συνδυασμού περιουσιακών στοιχείων (ενός χαρτοφυλακίου) είναι μικρότερη από τον απλό αριθμητικό μέσο της μεταβλητότητας των επιμέρους στοιχείων. Portfolio management Διαχείριση χαρτοφυλακίου. Ο όρος αναφέρεται στο σύνολο των δραστηριοτήτων που γίνονται σε ένα χαρτοφυλάκιο, με σκοπό την αύξηση της απόδοσής του, την μείωση των κινδύνων και την εξασφάλιση της επιθυμητής ρευστότητας. Portfolio manager O επαγγελματίας διαχειριστής χαρτοφυλακίων, ο οποίος έχει στην ευθύνη του την ανάλυση των δεδομένων της αγοράς, την μελέτη των στοιχείων του χαρτοφυλακίου του και την λήψη ή εισήγηση για λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαχείιση των επιμέρους επενδυτικών επιλογών. Portfolio optimization H διαδικασία μεγιστοποίησης της απόδοσης ενός χαρτοφυλακίου, μέσα σε δεδομένα χρονικά πλαίσια και τους διάφορους περιορισμούς της αγοράς και με βάση στοιχεία (προβλέψεις, αναλύσεις) που ελέγχει ο διαχειριστής του. Portfolio scheduling H διαδικασία σχεδιασμού και κατάρτισης της σύνθεσης ενός χαρτοφυλακίου, κατά την οποία χαράσσονται οι στόχοι και αποφασίζονται οι επενδυτικές επιλογές. Position 1. Η θέση ενός επενδυτή σε χρηματοοικονομικά μέσα. Η αγορά ή κατοχή χρεογράφων ή συναλλάγματος ή παραγώγων συμβολαίων. 2. Ο αριθμός των χρεογράφων ή νομισμάτων που έχει ένα άτομο στην κατοχή του (LONG POSITION) ή που οφείλει (SHORT POSITION). Position risk Κίνδυνος θέσης. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ένας διαχειριστής χαρτοφυλακίου κατέχοντας (παίρνοντας θέση σε) χρηματοοικονομικά προϊόντα (νομίσματα, χρεόγραφα,παράγωγα κλπ), έναντι των αλλαγών των τιμών/επιτοκίων που διαμορφώνονται στην αγορά. Position trading Είδος συναλλαγής όπου τα χρεόγραφα παραμένουν στα χέρια του κατόχου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Positive carry Το καθαρό κέρδος όταν το κόστος χρηματοδότησης αγοράς χρεογράφων είναι μικρότερο από την απόδοσή τους. Pot Mία ποσότητα μετοχών, η οποία παρακρατείται κατά τη διαδικασία των εργασιών αναδοχής (underwriting) από τον επικεφαλής του γρουπ των αναδόχων (syndication group manager), διαφορετική από τις ποσότητες που είναι κατανεμημένες στα επιμέρους μέλη της ομάδας των αναδόχων, με σκοπό να διανεμηθεί σε θεσμικούς επενδυτές. Pot is clean Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν η προκαθορισμένη ποσότητα των μετοχών που δεσμεύονται εξαρχής από μία ομάδα αναδόχων για να διατεθούν σε θεσμικούς επενδυτές, με ευθύνη της ομάδας και του φορέα που συντονίζει, έχει πουληθεί στο σύνολό της. Praecipium Η προμήθεια ενός κοινοπρακτικού δανείου. Το μερίδιο της διαχειριστικής αμοιβής που αποδίδεται στην τράπεζα η οποία έχει αναλάβει ως πρώτος ανάδοχος τη διάθεση νέας έκδοσης χρεογράφων, πριν κατανεμηθεί η υπόλοιπη αμοιβή μεταξύ των υπολοίπων αναδόχων.

Precious metals Tα πολύτιμα μέταλλα. Ο χρυσός, το ασήμι, η πλατίνα και το παλλάδιο. Preemptive right Δικαίωμα προτίμησης. Μια διάταξη του καταστατικού και του κανονισμού λειτουργίας μιας ανώνυμης εταιρείας που δίνει στους κατόχους κοινών μετοχών το δικαίωμα αγοράς κατ αναλογία, νέων εκδόσεων μετοχών της εταιρείας τους (ή χρεογράφων που θα μετατραπούν σε κοινές μετοχές), πριν τη διάθεση τους στο κοινό, και επομένως να διατηρούν σταθερό το ποσοστό συμμετοχής τους. Συνήθως το περιθώριο άσκησης του δικαιώματος τοποθετείται χρονικά σε διάστημα μεταξύ 30-60 ημερών, μετά τη λήξη του οποίου το δικαίωμα δεν υφίσταται. Παρόμοιος όρος, subscription previlege. Preference stock Είδος προνομιούχας μετοχής (preferred stock), η οποία δίδει στον κάτοχό της το προβάδισμα έναντι των κατόχων άλλων εκδόσεων προνομιούχων μετοχών της ιδίας εταιρίας σε περίπτωση διάλυσης της εταιρίας και την πρωτεραιότητα στην απόληψη μερίσματος όταν εμφανιστούν κέρδη στα αποτελέσματα της εταιρίας σε σύγκριση με τις άλλες προνομιούχες μετοχές. Συνώνυμος όρος prior preferred stock. Preferred stock Προνομιούχα μετοχή. Είδος μετοχής η οποία ενσωματώνει για τον κάτοχό της ορισμένα δικαιώματα. Οι προνoμιούχες μετοχές δικαιούνται συνήθως το πρώτο μέρισμα πριν από τις κοινές. Ικανοποιούνται προνομιακά από το προιόν της εκκαθάρισης του ενεργητικού της εταιρίας σε περίπτωση διάλυσής της. Μπορεί να ορίζονται και άλλα προνόμια ενώ συνήθως δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Premium To πριμ. 1. Η θετική διαφορά μεταξύ τρέχουσας τιμής και ονομαστικής αξίας ενός χρεογράφου. Άν για παράδειγμα η ονομαστική αξία ενός ομολόγου είναι 1.000.000 και πωλείται 1.100.000, οι 100.000 θεωρούνται premium. 2. Το ποσό πέρα της ονομαστικής αξίας που πρέπι να πληρωθεί για την προεξόφληση χρεογράφων πριν τη λήξη τους, εφόσον ο εκδότης τους έχει ως όρο δικαίωμα εξαγοράς. 3. Χρησιμοποιείται όταν τα πιστοποιητικά καταθέσεων μιας συγκεκριμένης τράπεζας πωλούνται ή αγοράζονται με μεγαλύτερο επιτόκιο από άλλα της ίδιας τάξης, με τρόπο έτσι ώστε να απεικονίζονται οι διαφορές. 4. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την διαφορά επιτοκίου δανεισμού και μέσου επιτοκίου της αγοράς, όταν μια τράπεζα πρέπει να πληρώσει για να βρεί κεφάλαια. 5. Η διαφορά μεταξύ τοις τιμής της μετρητοίς (spot price) και της προθεσμιακής τιμής (forward price) στα χρηματιστήρια αξιών και παραγώγων. 6. Σε περίπτωση έκδοσης νέων μετοχών η διαφορά μεταξύ της τρέχουσας τιμής και της αρχικής τιμής πώλησης. 7. Χαρακτηρισμός μετοχής, της οποίας ο δείκτης P/E, τιμή/κέρδη, είναι υψηλότερος από το μέσο όρο παρόμοιων μετοχών του ιδίου κλάδου. 8. Το τίμημα (πριμ), που πληρώνει ο αγοραστής ενός χρηματοοικονομικού δικαιώματος (option), για την αγορά του. 9. Το ασφάλιστρο. Το ποσό που καταβάλλει ένας ασφαλισμένος σε αντάλλαγμα της παρεχόμενης σ αυτόν ασφάλισης. Preopening Η προσυνεδριακή περίοδος, στο χρηματιστήριο. Συνήθως είναι ένα χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη μιας χρηματιστηριακής συνεδρίασης, με σκοπό να προσδιορισθούν οι τιμές ανοίγματος των τίτλων. Prepayment Προπληρωμή. Πληρωμή ομολογίας ή δανείου που πραγματοποιείται πριν από την αρχικά καθορισμένη ημερομηνία.

Present Value - PV Η παρούσα αξία. Η σημερινή αξία μιας μελλοντικής καταβολής ή μιας σειράς πληρωμών προεξοφλημένη με το κατάλληλο επιτόκιο. 1. Το ποσό που πρέπει να επενδυθεί σήμερα προς το συγκεκριμένο επιτόκιο για να σχηματισθεί στο μέλλον ορισμένο κεφάλαιο. Η σημερινή αξία μιας δεδομένης και γνωστής μελλοντικής ροής εισοδήματος με βάση συγκεκριμένο επιτόκιο. 2. H αξία προεξόφλησης ενός χρεογράφου ανεξάρτητα από την ονομαστική του αξία που είναι μελλοντική. Σαν μέγεθος χρησιμοποιείται σε πολλούς χρηματοοικονομικούς αλγορίθμους. Present value profile Κατανομή παρούσας αξίας. Διαγραμματική απεικόνιση της συμμεταβολής της καθαρής παρούσης αξίας ενός επενδυτικού σχεδίου (οριζόντιος άξονας). Η κατανομή τέμνει τον κάθετο άξονα στο ύψος του επιτοκίου εσωτερικής απόδοσης. Presold issue Έκδοση χρεογράφου που έχει πληρωθεί πριν ανακοινωθεί η αξία του τοκομεριδίου του. Price/Book to value ratio (P/BV) O δείκτης τιμής προς λογιστική ή εσωτερική αξία μιας μετοχής. Ο δείκτης αυτός αφορά τον λόγο της χρηματιστηριακής τιμής μιάς μετοχής προς την λογιστική της αξία (book value). Υπολογίζεται ως εξής : Χρηματιστηριακή αξία μετοχής Τιμή προς εσωτερική αξία = Ιδια κεφάλαια ανά μετοχή H λογιστική αξία μιάς μετοχής (τα ίδια κεφάλαια ανά μετοχή), καθορίζεται από την αξία της συγκεκριμένης επιχείρησης και τον αριθμό των κυκλοφορούντων μετοχών. Έστω ότι η αξία μιάς επιχείρησης αποτιμάται σε 15 δις δρχ και ο αριθμός των κυκλοφορούντων μετοχών που αντιστοιχούν στο σύνολο της ιδιοκτησίας της επιχείρησης είναι 1 εκατομμύριο.η λογιστική αξία της μετοχής είναι : 15.000.000.000/1.000.000 = 15.000 δρχ. Εάν η τιμή της στο χρηματιστήριο έχει διαμορφωθεί στις 12.250 δρχ, ο δείκτης τιμής προς λογιστική αξία διαμορφώνεται σε 12.250/15.000 = 0,83 Όταν ο δείκτης είναι μικρότερος από την μονάδα η μετοχή θεωρείται υποτιμημένη, ενώ όταν είναι μεγαλύτερος από την μονάδα θεωρείται υπερτιμημένη.όσο πλησιέστερος προς την μονάδα είναι ο δείκτης τόσο ελκυστικότερη καθίσταται η αγορά της, διότι η τιμή της αντιστοιχεί στην πραγματική αξία της επιχείρησης και η διαμόρφωσή της φαίνεται ότι εξαρτάται από υγιείς παράγοντες. Από την σχέση του δείκτη αυτού με την μονάδα φαίνεται και το ποσοστό της τυχόν υποτίμησης ή υπερτίμησης της μετοχής.στην πραγματικότητα οι έννοιες υποτίμηση και υπερτίμηση αναφέρονται στην εσωτερική αξία της μετοχής, μιάς και το θέμα της τιμής είναι καθαρά θέμα προσφοράς και ζήτησης στο χρηματιστήριο. Price-Cashflow Ratio (P/CF) Δείκτης τιμής/ακαθάριστες ταμειακές ροές. Ένας από τους δείκτες παρακολούθησης των θεμελιωδών στοιχείων μιας επιχείρησης. Ο δείκτης αυτός αφορά τον λόγο της χρηματιστηριακής τιμής μιάς μετοχής προς την ακαθάριστη ταμειακή ροή (CV), η οποία είναι τα κέρδη της επιχείρισης που προκύπτουν μετά τις λογιστικές πράξεις που επηρεάζουν τις κινήσεις του ταμείου της. Υπολογίζεται ως εξής : Χρηματιστηριακή αξία μετοχής

Τιμή προς εσωτερική αξία = Ακαθάριστη ταμειακή ροή H ακαθάριστη ταμειακή ροή (CV), προκύπτει από τον τύπο : CV = ( Κέρδη προ φόρων φόρος εισοδήματος αμοιβές μελών Δ.Σ. + αποσβέσεις + προβλέψεις) / Αριθμός μετοχών Με τη χρήση του συγκεκριμένου δείκτη στην ουσία επιβραβεύεται η εταιρία, η οποία πραγματοποιεί σημαντικού ύψους επενδύσεις, πράγμα που δεν συμβαίνει τόσο με τους δείκτες P/E & P/BV. Επιπλέον, με το δείκτη αυτόν δεν «τιμωρούνται» οι εταιρίες που φορολογούνται με ευνοϊκότερους όρους ή επιβαρύνονται με χαμηλότερες αμοιβές μελών του Δ.Σ. ή έχουν προβεί σε αυξημένες προβλέψεις, ώστε να διαθέτουν αξιόπιστο ισολογισμό. Price-Earnings Ratio (P/E) Δείκτης τιμής/κέρδους. Ο πιο γνωστός χρηματιστηριακός δείκτης, ο Ρ/Ε, απεικονίζει τον λόγο της τιμής της μιάς μετοχής προς τα κέρδη της μετοχής σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Υπολογίζεται ως το πηλίκον της διαίρεσης της τρέχουσας τιμής της μετοχής μιας εταιρίας δια των κερδών του πιο πρόσφατου 12μηνου, ανά μετοχή. Σ αυτόν απεικονίζεται η σχέση της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής, με τα κέρδη του πιο πρόσφατου 12μηνου, ανά μετοχή. Ερμηνεύοντας από τον δείκτη αυτόν την χρηματιστηριακή αγορά αγορά, μπορούμε να πούμε πχ ότι μας δείχνει πόσες δραχμές/δολλάρια είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο επενδυτής στην αγορά για κάθε δραχμή/δολλάριο κερδών της εταιρείας. Για παράδειγμα έστω ότι η τιμή σήμερα μίας μετοχής είναι στο χρηματιστήριο 8.000 GRD/USD και τα κέρδη της μετοχής από την αρχή του έτους 2.000 GRD/USD. Ο δείκτης Ρ/Ε μετά το κλείσιμο του χρηματιστηρίου διαμορφώνεται 8.000/2.000 = 2. Όσο μικρότερος είναι ο δείκτης για μία μετοχή τόσο μεγαλύτερη κερδοφορία έχει αυτή. Ο ετήσιος δείκτης Ρ/Ε μιάς μετοχής δείχνει επίσης τα χρόνια που απαιτούνται προκειμένου τα κέρδη αυτής της μετοχής να καλύψουν την τιμή της μετοχής, εφόσον οι ρυθμοί της αγοράς παραμείνουν θεωρητικά οι ίδιοι. Οι επιχειρήσεις που αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό ή που έχουν μικρότερο κίνδυνο έχουν συνήθως και ψηλότερους δείκτες τιμής/κέρδους από αυτές που έχουν μικρότερο δείκτη αύξησης ή μεγαλύτερο κίνδυνο. Διακρίνεται σε Ρ/Ε προ φόρων και Ρ/Ε μετά φόρων. Υπολογίζεται ως εξής : P/E = (προ φόρων) Τρέχουσα τιμή μετοχής Κέρδη προ φόρων ανά μετοχή & P/E = (μετά φόρων) Τρέχουσα τιμή μετοχής Κέρδη μετά φόρων ανά μετοχή Price-level adjustment Προσαρμογή προς το επίπεδο των τιμών. Μια αναδιατύπωση των οικονομικών καταστάσεων με σκοπό την προσαρμογή τους στις εκπτώσεις των μεταβολών του γενικού (ή ενός συγκεκριμένου) επιπέδου τιμών, όπως ο πληθωρισμός. Price over Earnings per share after Tax and before Depreciation P/CF Χρηματιστηριακός δείκτης, ο οποίος δείχνει τον λόγο της τιμής μιας μετοχής προς τα κέρδη της του τελευταίου 12μηνου, μετά τον υπολογισμό των φόρων και πριν από τον υπολογισμό των αποσβέσεων. Price risk Ο κίνδυνος να μεταβληθεί η τιμή ενός χρεογράφου λόγω αύξησης ή μείωσης των επιτοκίων. Price of security Η αξία ενός χρεογράφου εκφρασμένη ως ποσοστό επί της ονομαστικής του αξίας. Price Value of a Basis Point - PVBP Όρος που αναφέρεται στην αλλαγή της τιμής ενός ομολόγου, εάν το επιτόκιο μέχρη τη λήξη του (yield) μεταβληθεί

κατά 1 basis point (0,01%). Pricing 1. Η τιμολόγηση των χρεογράφων. Ο καθορισμός τιμής αγοράς και πώλησης ενός χρεογράφου στη δευτερογενή αγορά. 2. Η διαδικασία καθορισμού τιμής σε μία νέα έκδοση χρεογράφου, λίγο πριν από την ημερομηνία της επίσημης διάθεσής του στην πρωτογενή αγορά. Primary dealers Oι επίσημοι διαπραγματευτές κρατικών χρεογράφων. Ο όρος αναφέρεται σε τράπεζες ή χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, οι οποίες αναλαμβάνουν για λογαριασμό των κρατικών φορέων να αγοράζουν στην χοντρική εκδόσεις κρατικών χρεογράφων, να τα μεταπωλούν στην λιανική αγορά δευτερογενώς και να παίζουν τον ρόλο του διαμορφωτή της (market makers). Συνήθως επιλέγονται με κριτήρια την κεφαλαιακή επάρκεια και την εκπλήρωση ποσοτικών και ποιοτικών προϋποθέσεων στην συγκεκριμένη αγορά. Primary EPS Πρωταρχικά κέρδη ανά μετοχή. Κέρδη που τίθενται στη διάθεση των κοινών μετοχών προς τον αριθμό των μετοχών που βρίσκονται σήμερα σε κυκλοφορία, δηλ. δεν λαμβάνονται υπόψη παραστατικά δικαιώματος κτήσης μετοχών που δεν έχουν ασκηθεί ή μετατρέψιμα χρεόγραφα που δεν έχουν ακόμη μετατραπεί. Primary markets Πρωτογενείς αγορές, όπου διατίθενται για πρώτη φορά οι νέες εκδόσεις χρεογράφων. Prime brokerage Η βασική ή κύρια χρηματιστηριακή διαμεσολάβηση. Ο όρος αναφέρεται στην επίσημη εξουσιοδότηση ανάληψης εργασιών διάθεσης, χρηματοδότησης, δανεισμού και άλλων εργασιών που αφορούν χρεόγραφα, η οποία δίδεται σε χρηματιστηριακούς οίκους από τους εκδότες χρεογράφων ή από τις αρχές που εποπτεύουν τις κεφαλαιαγορές αγορές. Prime rate 1. Προτιμησιακό επιτόκιο.το βασικό επιτόκιο με το οποίο δανείζουν οι τράπεζες τους αποδοτικότερους πελάτες τους. 2. Το προνομιακό επιτόκιο δανείων που παρέχεται από την κεντρική τράπεζα, σε φορείς που χαρακτηρίζονται από πλευράς φερεγγυότητας πρώτης τάξης. Principal 1. Η ονομαστική αξία ή αξία στο άρτιο ενός χρεογράφου. 2. Άτομο (DEALER) που διενεργεί χρηματιστηριακές πράξεις για δικό του λογαριασμό. 3. Ονομαστική αξία χρεογράφου στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται πρίμ ή τόκος. Η βάση για τον υπολογισμό της απόδοσης. 4. Το κεφάλαιο προς τοκισμό. 5. Το κύριο συμβαλλόμενο μέρος σε μία συναλλαγή, το οποίο δρά είτε ως αγοραστής είτε ως πωλητής (δανειζόμενος ή δανειστής). Ο όρος αναφέρεται στις συμβάσεις με χρηματιστές ή διαχειριστές, όπου ο κύριος συμβαλλόμενος δρά στον δικό του λογαριασμό και με δικό του ρίσκο. Principal amount Υποθετικό ή τεκμαρτό ποσό. Το πιθανό αλλά όχι επακριβώς γνωστό ποσό, το οποίο είναι η βάση υπολογισμού των μελλοντικών συναλλαγών στα παράγωγα χρηματοοικονομικά ποϊόντα. Prior preferred stock

Είδος προνομιούχας μετοχής (preferred stock), η οποία δίδει στον κάτοχό της το προβάδισμα έναντι των κατόχων άλλων εκδόσεων προνομιούχων μετοχών της ιδίας εταιρίας σε περίπτωση διάλυσης της εταιρίας και την πρωτεραιότητα στην απόληψη μερίσματος όταν εμφανιστούν κέρδη στα αποτελέσματα της εταιρίας σε σύγκριση με τις άλλες προνομιούχες μετοχές. Συνώνυμος όρος preference stock. Private banking H μορφή τραπεζικών εργασιών, που αφορά την παροχή εξειδικευμένων τραπεζικών και επενδυτικών προιόντων και υπηρεσιών σε ιδιώτες πελάτες των τραπεζών, που διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια. Private placement Ιδιωτική τοποθέτηση. 1. Αμεση χρηματοδότηση από την πηγή των κεφαλαίων χωρίς τη χρήση κάποιου μεσολαβητή όπως π.χ. μιας επενδυτικής τράπεζας. 2. Διάθεση νέων μετοχών ή ομολόγων απευθείας στους επενδυτές κατόπιν συμφωνίας τους με τον εκδότη, χωρίς να μεσολαβήσει η διαδικασία της δημόσιας εγγραφής. Σε αντίθεση με τα χρεόγραφα που διατείθενται σε δημόσια εγγραφή, η διάθεση αυτή μπορεί να μην γίνει μέσω του χρηματιστηρίου ή των αναδόχων τραπεζών. Privatisation H ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων. Η μεταφορά μετοχών μιας επιχείρησης, οι οποίες βρίσκονται σε κρατική ή δημόσια ιδιοκτησία, σε ιδιώτες επενδυτές μέσω των διαδικασιών της αγοράς. Profit and loss accounts Λογαριασμοί αποτελεσμάτων χρήσεως. Στους λογαριαμούς αυτούς μεταφέρονται στο τέλος του έτους τα υπόλοιπα όλων των αποτελεσματικών λογαρισμών (κέρδη και ζημίες). Profit center Κέντρο κέρδους. Η παραγωγική μονάδα μιας επιχείρησης που έχει ευπροσδιόριστες χρηματικές ροές και επενδύσεις από τις οποίες μπορεί να υπολογιστεί η σχετική απόδοση ή άλλα μέτρα επίδοσης. Profit margin Περιθώριο (Ποσοστό) κέρδους. Η σχέση καθαρών κερδών προς πωλήσεις. Profit planning Προγραμματισμός κερδών Pro forma Προϋπολογισμός. Μια προϋπολογιστική οικονομική κατάσταση δείχνει ποιά θα ήταν η κατάσταση αυτή κάτω από συγκεκριμένες υποθέσεις. Οι προϋπολογιστικές οικονομικές καταστάσεις μπορεί να αντικατοπτρίζουν ιστορικές σχέσεις ή μελλοντικές προβλέψεις. Project Notes - PNS Έντοκα γραμμάτια που εκδίδονται από το δημόσιο (κυβέρνηση,δημοτικές αρχές) συγκεκριμένων μεγάλων έργων (πχ στεγαστικών και πολεοδομικών προγραμμάτων). για την χρηματοδότηση Progressive tax Προοδευτικός φόρος. Ενας φόρος που απαιτεί ψηλότερες ποσοστιαίες καταβολές από τα μεγαλύτερα εισοδήματα. Promissory note Γραμμάτιο εις διαταγήν. H υποσχετική. Είναι διαπραγματεύσιμο χρεόγραφο, συντάσσεται από τον εκδότη και υπόσχεται πληρωμή στο όνομα του δανειστή σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Αξιόγραφο που μπορεί να διαμαρτυρηθεί σε περίπτωση μη πληρωμής του. Με τον ίδιο όρο περιγράφεται και η συναλλαγματική.

Proprietary O όρος χρησιμοποιείται για το ενεργητικό μιας χρηματιστηριακής εταιρίας και ιδιαίτερα για το τμήμα των τοποθετήσεων των ιδίων της κεφαλαίων. Proprietary account Ένας λογαριασμός ιδίου χαρτοφυλακίου που αφορά χρεόγραφα, παράγωγα συμβόλαια ή εμπορεύματα, σε αντίθεση με τους λογαριασμούς πελατών (customer accounts), ο οποίος χρησιμοποιείται από τους χρηματοοικονομικούς φορείς που δρούν τόσο ως διαμεσολαβητές, όσο και για ίδιο λογαριασμό (brokers/dealers). Prospectus Πληροφοριακό Δελτίο. Έγγραφο στο οποίο αναφέρονται λεπτομερείς πληροφορείες σχετικά με την έκδοση νέων χρεογράφων και απευθύνεται προς τον πιθανό αγοραστή. Οι πληροφορίες αυτές καλύπτουν την οικονομική θέση και τις προοπτικές του εκδότη. Proxy Πληρεξούσιο. Ενα έγγραφο με το οποίο δίνεται σε ένα άτομο η εξουσία να δράσει στο όνομα κάποιου άλλου. Κατά κανόνα η εξουσία αυτή είναι το δικαίωμα ψήψου των κοινών μετοχών. Proxy contest H κατάσταση, σύμφωνα με την οποία ένα άτομο ή μία ομάδα ανθρώπων διαφορετικών από αυτούς οι οποίοι έχουν την διοίκηση μιας εταιρίας, επιχειρούν να εξασφαλίσουν πληρεξουσιότητες από τους μετόχους προκειμένου ν αλλάξουν την παρούσα διοίκηση. Proxy services Οι θεσμοθετημένες υπηρεσίες πληρεξουσιότητας. Υπηρεσίες που συχνά ασκούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή εξειδικευμένοι οίκοι και περιλαμβάνουν την εκπροσώπηση των πελατών τους, στις διαδικασίες των γενικών συνελεύσεων των μετόχων των επιχειρήσεων. Prudent man investing H επενδυτική φιλοσοφία σύμφωνα με την οποία η διαχείριση ενός χαρτοφυλακίου γίνεται με συντηρητικό τρόπο, όπως θα έπρατε ένα συνετό πρόσωπο για να προστατεύει τα δικά του συμφέροντα. Η έκφραση συναντάται στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Χρησιμοποιείται για επενδυτικά χαρτοφυλάκια χαμηλού ρίσκου, όπως των ασφαλιστικών ταμείων και στη διαχείριση δημόσιας περιουσίας. Σε μερικές περιπτώσεις η διαχείριση τέτοιου είδους χαρτοφυλακίων, ανατίθεται σε εξουσιοδοτημένα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται σε λίστα εγκεκριμένη από τις εποπτικές αρχές της κεφαλαιαγοράς. Ρublic book Ένα βιβλίο εγγραφών, το οποίο περιέχει τις εντολές αγοράς και πώλησης που έχουν εισαχθεί με δημόσιο τρόπο στην αγορά (πχ στο χρηματιστήριο, σε διαδικασίες αναδοχής, σε δημοπρασίες χρεογράφων), το οποίο τηρείται από έναν επίσημο φορέα (πχ αποθετήριο, συντονιστή ή κύριο ανάδοχο, κεντρική τράπεζα). Στην πραγματικότητα με την καταχώρηση των πράξεων της αγοράς σε ηλεκτρονικά συστήματα το «βιβλίο» αναφέρεται σε επίσημα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία τηρούνται με εμπιστευτικότητα από τον αρμόδιο φορέα. Ρublic offering Δημόσια εγγραφή για την προσφορά χρεογράφων στην αγορά από τον εκδότη τους. Αναφέρεται κυρίως στην πρωτογενή αγορά τίτλων. Συνώνυμος όρος για την ίδια διαδικασία είναι το distribution. Purchase αccounting Μία λογιστική μέθοδος βάσει της οποίας η αξία της φήμης και πελατείας μιας επιχείρησης (το πριμ ή το προεξόφλημα πέραν της λογιστικής αξίας) μπορεί να θεωρηθεί ως περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης. Purchase fund Συμφωνία με την οποία μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, ο εκδότης ομολογιακού δανείου αναλαμβάνει είτε να αγοράσει ο ίδιος, είτε να εξαγοράσει τρίτος έναν αριθμό ομολογιών εφ όσον οι ομολογίες πωλούνται κάτω από μια

καθορισμένη τιμή, που είναι συνήθως η ονομαστική τους τιμή. Purchasing power To συνολικό ποσό της αξίας των χρεογράφων που βρίσκεται πάνω από το καθορισμένο όριο, σε ένα λογαριασμό περιθωρίου (margin account), ο οποίος χρησιμοποιείται ως μηχανισμός εγγύησης για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές για κάθε συμμετέχοντα. Το επιπλέον περιθώριο προσδίδει στον κάτοχο του λογαριασμού μεγαλύτερη δυνατότητα διεξαγωγής αγορών, ανάλογη με την διαφορά που έχει με την μίνιμουμ υποχρεωτική αξία του λογαριασμού (minimum reserves). Χρησιμοποιείται και το buying power. Pure hedge H τακτική αντιστάθμισης κινδύνου σε ένα χαρτοφυλάκιο, σύμφωνα με την οποία αγοράζονται παράγωγα συμβόλαια για να «κλειδωθούν» μελλοντικά επιτόκια έτσι ώστε να προστατευτεί το χαρτοφυλάκιο από μία πτώση των επιτοκίων. Purpose loan Ο όρος χρησιμοποιείται για ένα δάνειο, στο οποίο χρησιμοποιούνται ως ενέχυρα εταιρικά χρεόγραφα, με σκοπό να διατεθεί αυτό για την αγορά και μεταπώληση άλλων χρεογράφων. Push trade Συναλλαγή που αναμένεται να αποφέρει κέρδος, χωρίς αυτό να είναι εγγυημένο. Put Ενα προαιρετικό δικαίωμα πώλησης ενός συγκεκριμένου χρεογράφου σε μια συγκεκριμένη τιμή μέσα σε μια προκαθορισμένη χρονική περίοδο. Put Bond Ομολογία η οποία συνοδεύεται με το νομικό όρο ότι μπορεί να πουληθεί ξανά στον εκδότη της, σε προκαθορισμένη τιμή. Put - call parity H σχέση ισοδυναμίας μεταξύ ενός ιδίου προαιρετικού δικαιώματος πώλησης (put option) και ενός δικαιώματος αγοράς (call option). Put option Δικαίωμα που δίνει στον κάτοχο ενός χρηματοοικονομικού μέσου, την δυνατότητα (αλλά όχι την υποχρέωση) να πουλήσει μία συγκεκριμένη αξία σε καθορισμένη τιμή για ένα προκαθορισμένο διάστημα. PVBP (Βλέπε Price Value of a Basis Point) Pyramiding Η τακτική σύμφωνα με την οποία χρησιμοποιούνται τα κέρδη από μία «θέση» (position) σε ένα χρηματοοικονομικό μέσο, για να λογιστούν στη συνέχεια σωρευτικά στην ίδια «θέση» και να εκφραστούν στο ίδιο μέσο.