Επιμέλεια: Μαρία Καρ. Μάρκου Δικηγόρος Αθηνών 1 η Συνάντηση- Σημειώσεις Ποινή: κύρωση για το έγκλημα - αντίδραση της Πολιτείας, η οποία επέρχεται οσάκις τελείται κάποιο έγκλημα. Αντικανονική συμπεριφορά: παράβαση πρωτεύοντος κανόνος δικαίου. «White Collar Crime» (Κοινωνιολόγος Edwin Sutherland): εγκλήματα λευκού περιλαιμίου = εγκλήματα οικονομικά ανώτερων τάξεων. Οι αιτίες αυτών των εγκλημάτων είναι αποκλειστικά και μόνο κοινωνικές. Ιδιαίτερη αποδοκιμασία στίγμα ποινής εκφραστική λειτουργία ποινής Ποινή: η προβλεπόμενη από το νόμο σκληρή, δηλ. στιγματιστική και οδυνηρή μεταχείριση, επιβάλλεται από την Πολιτεία για να γίνει αισθητή ως αποκλειστική έκφραση ιδιαίτερης υπερβατικής στηριγμένης αποδοκιμασίας για αντικανονική συμπεριφορά. Προσωπικός χαρακτήρας ποινής -> πλήττεται ο τιμωρούμενος. - 1 -
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ α) Υπηρεσιακές ή πειθαρχικές: δεν πλήττεται κατά το γενικό, αλλά κατά το ειδικό status του ως δημοσίου υπαλλήλου με κακό (επίπληξη, πρόστιμο παρακρατούμενο από μισθό, προσωρινή παύση, οριστική παύση). Αποδοκιμάζεται από τη Πολιτεία με την ιδιότητά της ως κυρίας των κρατικών υπηρεσιών για χάρη της αναγκαίας σ αυτές πειθαρχίας ή ευρυθμίας. β) Μη Υπηρεσιακές: επιβολή κατά υπολοίπων διοικούμενων, είτε κατά πολιτών που κάνουν χρήση μίας δημόσιας υπηρεσίας, αθετώντας τις συναπτόμενες μ αυτήν ιδιαίτερες υποχρεώσεις (πρόστιμο από λιμενάρχη στους παραβάτες λιμενικών κανονισμών) ή ανεξάρτητα από τη χρήση μίας δημόσιας υπηρεσίας (αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας). Επιβολή διοικητικών ποινών με επιβολή εκτελεστής πράξης οργάνου διοικήσεως. (Μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ή υπαλληλική προσφυγή στο ΣτΕ κατά της εκτελεστής πράξης οργάνου διοικήσεως.) Οι διοικητικές αποφάσεις υπόκεινται σε τροποποίηση ή ανάκληση, ενώ οι ποινικές είναι αμετάκλητες. Επιβολή διοικητικής ποινής = προληπτικός ιεραρχικός έλεγχος προϊσταμένης αρχής. Μία διοικητική ποινή μπορεί να σωρευθεί με μία γνήσια εγκλημετική ποινή ενόψει ενός και αυτού παραπτώματος. Δύο γνήσιες ποινές για ένα και το αυτό έγκλημα είναι αδιανόητες, δεδομένου ότι ισχύει το αξίωμα ne bis in idem. Ποινές τάξεως: επιβάλλουν τα δικαστήρια και όχι τα όργανα διοικήσεως (λιπομάρτυρες, κατά πραγματογνωμόνων που αμελούν ή κατά προσώπων που διαταράσσουν την ησυχία και τη τάξη ενόσω διενεργείται ανάκριση, που - 2 -
θορυβούν). Υπόκεινται σε ανάκληση (άρθ. 230, 232 ΚΠΔ), μπορούν δε να σωρευθούν με μία γνήσια ποινή ενόψει ενός και αυτού παραπτώματος (λιπομαρτυρία). Οι κυρώσεις που προβλέπονται απ αυτές δεν επιβάλλονται ως κακό σε ένδειξη ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του δράστη από την έννομη τάξη. Εξαναγκάζουν απλώς σε εύτακτη διεξαγωγή ποινικής δίκης ή σε συμμετοχή και συνδρομή ορισμένων προσώπων στη διάγνωση της αλήθειας. Ποινή ανταπόδοση Κοινωνική χρησιμότητα ποινής προϋπόθεση αναγκαιότητας προληπτική λειτουργία ποινής Έγκλημα (άρθρο 14 Π.Κ.): πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη, η οποία τιμωρείται από το νόμο. Ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τη «παράλειψη». Το έγκλημα είναι λογικώς πρότερον σε σχέση με τη ποινή. Οντολογικό επίπεδο: πράξη ανθρώπινη συμπεριφορά, ενοχή, πρόβλεψη από νόμο, θετικότητα. Αξιολογικό επίπεδο: άδικο Ουδέποτε μπορεί να επιβληθεί ποινή εναντίον κάποιου, εφόσον αυτός δεν ενήργησε ορισμένη πράξη, εφόσον η πράξη αυτή δεν είναι άδικη και καταλογιστή στο δράστη, εφόσον δε προβλέπεται και δε τιμωρείται από το νόμο. (nullum crimen, nulla poena sine lege άρθ. 7 πργ. 1 & άρθ. 2 πργ. 1 Σ- σεβασμός και προστασία αξίας ανθρώπου.) Άρθ. 12 Π.Κ. : Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι μπορούν να ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή τους. Ποινική ευθύνη έχει αυτός που έπραξε και έχει ενοχή. - 3 -
Μέτρα ασφαλείας: προσανατολιζόμαστε στην επικινδυνότητα της προσωπικότητας του δράστη. Η ποινή στρέφεται κατά το έγκλημα, ενώ το μέτρο ασφαλείας στην αντιμετώπιση της επικίνδυνης προσωπικότητας του δράστη.δεν επιβάλλεται ως κακό και ένδειξη ιδιαίτερης αποδοκιμασίας. Φυσική προστασία κοινωνίας με τον περιορισμό αόριστης διάρκειας δράστη σε κατάλληλο κατάστημα, ήτοι σε περιορισμό που διαρκεί μέχρι την εξάλειψη του επικίνδυνου και την εμπέδωση της ασφάλειας. Λειτουργεί με τη ποινή (δυαδικό σύστημα), επιβαλλόμενο από το ποινικό δικαστή, είτε προς αναπλήρωση (ακατόγιστοι εγκληματίες) είτε προς συμπλήρωση (επικίνδυνοι ικανοί προς καταλογισμό εγκληματιών). Αρχή αναγκαιότητας Αρχή αναλογικότητας θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψιν. Τα μέτρα ασφαλείας των άρθρων 69,71, 72, 73, 74 και 76 Π.Κ. επιβάλλονται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά την εκδίκαση της πράξης και όχι τέλεση πράξης. Τα μέτρα ασφαλείας είναι είτε αναπληρωματικά (άρθρο 69, 126 Π.Κ.) της ποινής όταν ο δράστης είναι ακαταλόγιστος (παράφρων παιδί ανήλικος) είτε συμπληρωματικά αυτής. Εκείνα που ναι για στέρηση της ελευθερίας είναι ανεφάρμοστα. Μέτρα ασφαλείας: α) Άρθ. 69 Π.Κ. : φύλαξη ακατολίστων εγκληματιών β) Άρθ. 71 Π.Κ. : εισαγωγή αλκοολικών & τοξικομανών σε θεραπευτικό κατάστημα γ) Άρθ. 72 Π.Κ. : παραπομπή σε κατάστημα εργασίας δ) Άρθ. 73 Π.Κ. : απαγόρευση διαμονής ε) Άρθ. 74 Π.Κ. : απέλαση αλλοδαπού στ) Άρθ. 76 Π.Κ. : δήμευση - 4 -
Nullum crimen nulla poena sine lege Αρχή νομιμότητας εγκλήματος και ποινής άρθ. 7 πργ. 1 Σ Έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν τέλεση πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ουδέποτε επιβάλλεται πονή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη τέλεση της πράξης. Άρθ. 1 Π.Κ. : Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από τέλεσή τους. Απαγορεύσεις δικαστή: α) Αποκλείεται το έθιμο ως πηγή κανόνων δικαίου που θεμελιώνουν ή επαυξάνουν αξιόποινο (nullum crimen nulla poena sine lege scripta). β) Αποκλείεται η θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου κατ ανάλογη εφαρμογή ποινικού νόμου (nullum crimen nulla poena sine lege stricta). Απαγορεύσεις νομοθέτη: α) Απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς νόμου που θεμελιώνει ή επαυξάνει το αξιόποινο (nullum crimen nulla poena sine praevia lege). β) Απαγορεύονται οι εντελώς αόριστοι ποινικοί (nullum crimen nulla poena sine lege certa). Θεμελιώνουν οι απαγορεύσεις ή επαυξάνουν αξιόποινο (in malam partem). Δεν ισχύουν για κατάλυση ή μείωση αξιοποίνου (in bonam partem). Εμποδίζουν μόνο τη βλάβη του κατηγορουμένου, όχι και την ωφέλειά του. Λόγος των απαγορεύσεων αυτών - Αρχή Νομιμότητας - 5 -
Nullum crimen nulla poena sine lege scripta Δεν είναι γραπτός νόμος: κανόνες δε διατυπώνονται ούτε από κάποια συγκεκριμένη νομοθετούσα αρχή, ούτε σε κάποιο γραπτό κείμενο. Αοριστία περιεχομένου= πρόσφορη φενάκη για συγκάλυψη αυθαιρεσιών. Opinio necessitatis: υπάρχει στο λαό, άμεση λαϊκή αναγνώριση του αξιοποίνου. Απαγόρευση εθίμου: Λαϊκή opinion iuris seu necessitatis λαϊκή εφαρμογή (longus usus) Ουδεμία ποινή άνευ δίκης. Η μακρά εφαρμογή πρέπει να ναι απ αρχής μέχρι τέλους δικαστική και όχι λαϊκή. Μόνο έμμεσα μπορεί και συγχωρείται το έθιμο και μπορεί να οδηγήσει σε θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου, διαφορετικά υφίσταται παρατεινόμενη δικαστική παρανομία και αυθαιρεσία. Από το έθιμο μπορούμε να αντλήσουμε κανόνες που να καταλύουν αξιόποινο (Λόγος Άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού σε ενοχή ή λόγοι μείωσης). Εθιμικά μπορεί να επέλθει και η κατάργηση ενός γραπτού τυπικού νόμου με αχρησία (desuetudo). Η ποινή ενδέχεται να προβλέπεται όχι μόνο σε ισοδύναμα προς νόμους διατάγματα (νομοθ. διατάγματα) και σε υποδεέστερες διοικητικές κανονιστικές πράξεις (αστυνομικές διατάξεις ή υπουργικές αποφάσεις κανονιστική αρμοδιότητα οικείων οργάνων). Η εξουσιοδότηση πρέπει να παρέχεται από τυπικό νόμο. Όσο βαρύτερη η ποινή, τόσο περισσότερο συγκεκριμένη πρέπει να ναι η εξουσιοδότηση. Ορθό (de lege ferenda) είναι οι στερητικές ποινές ελευθερίας να προβλέπονται από τυπικούς νόμους. - 6 -
Ποινικοί νόμοι εν λευκώ: είδος νομοθετικής εξουσιοδότησης για έκδοση διατάξεων ποινικού περιεχομένου νόμοι, με τους οποίους καθορίζεται η επιβλητέα ποινή για την περίπτωση πραγμάτωσης εγκλήματος, που όμως περιγράφεται ολικά ή μερικά σ άλλο κανόνα δικαίου, στον οποίο και γίνεται παραπομπή. (π.χ. άρθ. 156 Π.Κ. προσβολή ουδετερότητας, άρθ. 291 πργ. 3 Π.Κ. διατάραξη ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων & αεροσκαφών, άρθ. 326 Π.Κ. κατακράτηση παρά το Σ, άρθ. 398 Π.Κ. χρεωκοπία, άρθ. 404 Π.Κ. τοκογλυφία άρθ. 459 Π.Κ. παράβαση αστυνομικών διατάξεων.) Στους ποινικούς εν λευκώ νόμους, οι εξουσιοδοτήσεις πρέπει να ναι ειδικές και περιορισμένες. Ο ποινικός νόμος εν λευκώ πρέπει να ναι έτσι διατυπωμένος, ώστε οι προϋπόθεσεις του αξιοποίνου και το είδος της ποινής να μπορούν να προβλεφθούν από το πολίτη. Nullum crimen nulla poena poena sine lege stricta Η ποινή πρέπει να έχει ορισθεί ρητά στο νόμο πριν από τη τέλεση πράξης. Ο νόμος δεν μπορεί να αποφαίνεται ρητά για την οποιαδήποτε υπό κρίση περίπτωση. Ανάμεσα στο αφηρημένο κείμενο του νόμου και στη συγκεκριμένη περίπτωση παρεμβάλλεται αναπόφευκτα ένας κενός χώρος που πρέπει να συμπληρωθεί με πνευματική νομική εργασία. Ο ποινικός δικαστής δεν είναι απλά και μόνο «στόμα», αλλά πρωτίστως «νούς». Η πνευματική εργασία από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (κανόνας δικαίου -> πραγματικό) & ερμηνεία (κανόνας δικαίου). Νομική υπαγωγή (συγκεκριμένο -> αφηρημένο): από πραγματικό στο κανόνα δικαίου. Κάθε νομική ερμηνεία είναι κατ ανάγκη τελολογική. Σκοπός μας είναι η συγκεκριμενοποίηση του δικαίου, το αληθινό δεοντολογικό νόημα. - 7 -
Κρατούσα άποψη: τελολογική ερμηνεία, σύμφωνα με το σκοπό του νόμου και όχι σύμφωνα με το σκοπό του νομοθέτη. Ιστορική ερμηνεία: σύλληψη διανοήματος συγκεκριμένου ιστορικού νομοθέτη. Συστηματική ερμηνεία: διευκρίνιση του ίδιου του ως άνω διανοήματος με βάση την θέση, την οποία κατέχει η ερμηνευόμενη διάταξη στο Π.Κ. Η αναλογία πρέπει να απαγορεύεται στο ποινικό δίκαιο, εφόσον οδηγεί σε θεμελίωση ή επαύξηση αξιοποίνου. Η υπέρβαση του γλωσσικού νοήματος προς θεμελίωση ή επαύξηση αξιοποίνου προκαλεί απαράδεκτη αυθαιρεσία. Η αναλογία προς μείωση ή κατάλυση αξιοποίνου επιτρέπεται (in bonam partem) π.χ. η συναίνεση του παθόντος στην απλή σωματική βλάβη αίρει το άδικο της πράξης. Η διασταλτική ερμηνεία στο ποινικό δίκαιο επιτρέπεται. Απαγορευμένη in malam partem ανάλογη εφαρμογή (η αναλογία υπερβαίνει το λεκτικό - γλωσσικό νόημα του νόμου). Επιτρεπόμενη διασταλτική ερμηνεία (αναλογία εντός του λεκτικού γλωσσικού νοήματος του νόμου). Επιτρεπόμενη συσταλτική ερμηνεία (δυσαναλογία περιπτώσεων που ανήκουν στο σημασιολογικό περίβολο σε σχέση με τις περιπτώσεις του σημασιολογικού πυρήνα). In dubio pro reo: αμφιβολίες σχετικά με την απόδειξη ενοχής, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται. In dubio pro mitiore: Οσάκις ευρισκόμεθα ενώπιον διατάξεως ως προς την έννοια της οποίας μπορούν να θεμελιωθούν δύο ερμηνευτικές αντιλήψεις, προτιμάται η ερμηνεία που είναι ευμενέστερη για υπαίτιο εγκλήματος, αυτή θα στηρίζεται στο νόμο, όχι η αυστηρότερη. - 8 -
Απαγορεύεται η αρχή της αναλογίας στα μέτρα ασφαλείας, μόνο στις ειδικές υποστάσεις εγκλημάτων και ποινής, όχι στο γενικό μέρος. Κάθε φορά που ο ποινικός νόμος χρησιμοποιεί έννοιες προερχόμενες από άλλα τμήματα δικαίου («ξένο πράγμα» - άρθ. 372 Π.Κ.) χωρεί ανάλογη εφαρμογή. Nullum crimen nulla poena sine praevia lege Νόμος που θεμελιώνει ή επαυξάνει αξιόποινο δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του και μάλιστα ακόμα και αν επιτάσσει ρητά την αναδρομική εφαρμογή του. Αναδρομική εφαρμογή στηρίζεται στην αρχή ισότητας. Δεν εμποδίζεται η αναδρομική εφαρμογή ευμενέστερου νόμου, που αποκλείει ή μειώνει το αξιόποινο. Ως ευμενέστερο νόμο θεωρούμε τον επιεικέστερο, ήτοι αυτόν που θεωρεί την υπό κρίση συμπεριφορά γενικά ατιμώρητη ή σε ηπιότερη τιμώρηση. (βλ. Άρθ. 2-3 Π.Κ.) Αν από τη τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Nullum crimen nulla poena sine lege certa Αποκλείεται η απειλή ποινής εντελώς αορίστως. Ο δικαστής πρέπει να στηρίζει τη κρίση του σε ρητή διάταξη νόμου -> έκδοση ρητών και σαφών διατάξεων. Ο νομοθέτης για την περιγραφή αξιόποινων πράξεων χρησιμοποιεί περιγραφικές έννοιες. Άρθ. 14 Π.Κ. -> Έγκλημα: πράξη άδικη και καταλογιστή που τιμωρείται από το νόμο. α) Ανθρώπινη συμπεριφορά β) άδικη (απαγορευμένη & αντικοινωνική συμπεριφορά) άδικο (πλήρωση αντικ. υπόστασης) γ) καταλογισμός άδικης πράξης σε ενοχή (πλήρωση υποκ. υπόστασης) Υπαιτιότητα: νοηματικός ψυχικός σύνδεσμος ανάμεσα στη πραγμάτωση της αντικ. υποστάσεως και του εσωτερικού κόσμου του δράστη. - 9 -
Η συμπεριφορά του δράστη ως εξωτερίκευση, ως έκφραση του ψυχικού κόσμου του δράστη, minimum πραγματικών προϋποθέσεων, χωρίς το οποίο είναι κυριολεκτικά αδύνατο να γίνει καν λόγος για έγκλημα και ποινή...συνεχίζεται - 10 -