"Κυβερνητικές πράξεις" και αρχή νοµιµότητας της διοικητικής δράσης: Η εξέλιξη της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας



Σχετικά έγγραφα
# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47 / 2013

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1381/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2014

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Ο ΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αθήνα, 17 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ. 4409/ (σχετ. και υπ` αριθμ. πρωτ. 6343/2006 αναφορά) Πληροφορίες:

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

1405/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

3216/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3004/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 52/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2014

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2012

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1022/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 20/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7081/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 44/2013

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 37/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 37/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 38/2014

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 100/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/9065/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 70 /2018

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 43/2017

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 38/2007

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2017

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 150 / 2017

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/333-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 11 /2018

1329/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΣτΕ 1178/2010 [«Σφράγιση» αυθαίρετης χρήσης σε αδόμητο οικόπεδο στην Κηφισιά]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 46/2013

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 18 / 2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 138/2015

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 115/2011

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

Η Αστική Ευθύνη του ηµοσίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 89/2012

Aθήνα, 10 Απριλίου Αρ.πρωτ.: /08 ΠΟΡΙΣΜΑ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ Α 1-ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2679/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 8/2019

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2014

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Νομολογία 1202/2003 ΣτΕ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4470-1/ ΑΠΟΦΑΣΗ 100/2015

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

του Δήμου Μυκόνου Νομού Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Λάβδα (Α.Μ. 61 Δ.Σ. Σύρου), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2015

ΣτΕ 2701/2012 [Παράνομη η βάσει αντισυνταγματικών διατάξεων ανάκληση οικοδομικής άδειας για την κατασκευή πολυκαταστήματος παιχνιδιών]

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Περίληψη. Πρόεδρος: K. Μενουδάκος Εισηγητής: Ν. Ρόζος Δικηγόροι: Σπ. Φλογαΐτης, Αρ. Φρατζέσκου, Σπ. Βλαχόπουλος. Βασικές σκέψεις

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

Transcript:

Αναδηµοσίευση στο Civilitas.GR 2007* "Κυβερνητικές πράξεις" και αρχή νοµιµότητας της διοικητικής δράσης: Η εξέλιξη της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Κατά το άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 " εν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας". Η διάταξη αυτή αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη των αντίστοιχων παλαιότερων διατάξεων των νοµοθετικών κειµένων που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του ΣτΕ. Περιλήφθηκε δε η πρόβλεψη αυτή ήδη στον ιδρυτικό νόµο του ικαστηρίου (άρθρο 46 ν. 3713/1928). Η νοµοθετική αυτή επιλογή δεν αποτελούσε, ασφαλώς, καινοτοµία για την επιστήµη του διοικητικού δικαίου. Υιοθετήθηκε, απλά, η αντίστοιχη θεωρία του γαλλικού δικαίου για τις κυβερνητικές πράξεις (actes de gouvernement), οι οποίες εκφεύγουν του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου (από την εκτεταµένη γαλλική βιβλιογραφία πρβλ. ενδεικτικά R. Eisenberg, Les actes de gouvernement en droit Français, Paris 1957, P. Duez, Les actes de gouvernement, Paris 1935). Από τον ανωτέρω νοµοθετικό ορισµό της έννοιας των "κυβερνητικών πράξεων και διαταγών", που περιλαµβάνεται στο άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 µπορούν να συναχθούν δύο, κατ' αρχήν, συµπεράσµατα: Πρώτον, οι πράξεις αυτές είναι, κατά τα λοιπά, διοικητικές πράξεις, δηλαδή εκτελεστές πράξεις της ιοικήσεως, οι οποίες θα υπόκεινταν άλλως στον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο. Είναι προφανές ότι εάν οι πράξεις αυτές δεν ήταν "διοικητικές", τότε δεν θα είχε νόηµα η ύπαρξη της ανωτέρω νοµοθετικής προβλέψεως. εύτερον, οι εν λόγω "πράξεις" και "διαταγές" "ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας". Εισάγεται, έτσι, ένα λειτουργικό κριτήριο, µε βάση το οποίο κρίνεται η ιδιαίτερη φύση της "κυβερνητικής πράξης". Το ζήτηµα που αποµένει, βέβαια, να διευκρινισθεί εν προκειµένω είναι ποιές πράξεις διοικητικών οργάνων ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Σύµφωνα µε πάγια νοµολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, ο χαρακτηρισµός µιας πράξεως ως "κυβερνητικής" ανήκει στην αποκλειστική αρµοδιότητα του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 105/1981). Αντίθετα, έχει κριθεί ότι "δεν είναι έργον του νοµοθέτου να χαρακτηρίζει κατ' οικείαν κρίσιν ωρισµένας κατηγορίας πράξεων ως Κυβερνητικάς και να εξαιρεί ούτω αυτάς από τον έλεγχον του Συµβουλίου της Επικρατείας" (ΣτΕ 1947/1960. Πρβλ. επίσης ΣτΕ 2438/1966, 2528/1974 Ολ.). Η κρίση αυτή του ικαστηρίου υπαινίσσεται έναν πολύ συγκεκριµένο έλεγχο της συνταγµατικότητας των νοµοθετικών διατάξεων που προβαίνουν στον χαρακτηρισµό µιας πράξεως ως "κυβερνητικής". Η σχετική νοµοθετική ρύθµιση δεν είναι, βέβαια, αφεαυτής αντισυνταγµατική, παρά µόνον στην περίπτωση που η επίµαχη διοικητική πράξη δεν µπορεί να θεωρηθεί ως "κυβερνητική". Το ΣτΕ έχει κρίνει κατ' επανάληψη ως αντισυνταγµατικές παρόµοιες νοµοθετικές διατάξεις (πρβλ. ενδεικτικά ΣτΕ 97/1937, 455/1943, 1278/1949, 2438/1966 κ.ά.). Το κριτήριο µε βάση το οποίο είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί µια εκτελεστή διοικητική πράξη ως "κυβερνητική" και, συνακόλουθα, να εξαιρεθεί αυτή από τον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο δεν µπορεί παρά να ανάγεται στο Σύνταγµα. Κρίσιµο δε πεδίο εν προκειµένω είναι, πρωτίστως, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η ευρύτερη λογική που τη διαπνέει. Με βάση την τελευταία αυτή αρχή, η οποία οριοθετεί το εύρος αρµοδιότητας των κρατικών λειτουργιών, είναι δυνατόν να ευρεθούν ερµηνευτικά ερείσµατα που διευκολύνουν την κρίση περί του [1]

χαρακτήρα µιας διοικητικής πράξεως (για τις θεωρίες που έχουν προταθεί σχετικώς βλ. ιδίως Σπ. Βλαχόπουλου, Οι πράξεις κυβερνήσεως υπό το πρίσµα της νεώτερης νοµολογίας του Σ.τ.Ε., Ελλ ικ 1996, σ. 1478 επ., Γ. Τράντα, Οι κυβερνητικές πράξεις στο µεταίχµιο της προστασίας του δηµοσίου συµφέροντος και του ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, 1997, σ. 27 επ. Ειδικά για τη "θεωρία του λειτουργικού διχασµού των οργάνων" βλ.. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Το κριτήριο του "λειτουργικού διχασµού των οργάνων" (dédoublement fonctionnel) του διεθνούς δικαίου, ως κριτήριο του φαινοµένου της δικαστικής ασυλίας των "κυβερνητικών πράξεων" στο εσωτερικό δηµόσιο δίκαιο, ι ικ 1990, σ. 257 επ.). Είναι προφανές ότι ο χαρακτήρας µιας διοικητικής πράξης ως "κυβερνητικής" είναι δυσδιάκριτος, αφού στη σχετική αξιολόγηση πρέπει να ληφθούν υπόψη συνταγµατικές αρχές και κανόνες, που οδηγούν συχνά σε διαφορετικές κρίσεις, όπως είναι οι αρχές της νοµιµότητας της διοικητικής δράσης, της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου, της κατοχύρωσης της αιτήσεως ακυρώσεως, καθώς και το δικαίωµα παροχής δικαστικής προστασίας. Το ΣτΕ έχει κρίνει ότι στην κατηγορία των "κυβερνητικών πράξεων" ανήκουν, ιδίως, εκείνες που αναφέρονται στις σχέσεις ανάµεσα στα κρατικά όργανα, όπως είναι λ.χ. το διάταγµα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών (ΣτΕ 250/1930, 1596/1951, 1789/1951 318/1956, 1810/1961, 484/1978, 1299/1986, καθώς και η σχολιαζόµενη υπ' αριθµ. 1398/2000), προκήρυξης δηµοψηφίσµατος (ΣτΕ 2468/1968), αποδοχής παραιτήσεως υπουργού ή της Κυβέρνησης και η εντολή σχηµατισµού της Κυβέρνησης (ΣτΕ 1467/1967, 1631/1975), η άσκηση νοµοθετικής πρωτοβουλίας εκ µέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 102/1930, 347/1937). Έχει κριθεί, ακόµη, ότι στην ίδια κατηγορία των "κυβερνητικών πράξεων" ανήκουν και οι πράξεις που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας (λ.χ. ΣτΕ 2389/1953, 1317/1972), όπως για παράδειγµα είναι η σύναψη και εκτέλεση διεθνών συνθήκων (ΣτΕ 210/1933, 873/1934, 678/1939, 3235/1969) και γενικότερα εκείνες που άπτονται της ρυθµίσεως των διεθνών σχέσεων της χώρας και της διπλωµατικής προστασίας ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό (ΣτΕ 796/1931). Ως "κυβερνητικές πράξεις" θεωρήθηκαν ακόµη ορισµένες που αφορούν την εσωτερικής και εξωτερική ασφάλεια του κράτους, όπως είναι η κήρυξη πολέµου και επιστράτευσης (ΣτΕ 164/1940). Η απονοµή, ακόµη, χάρης ή η απόρριψη σχετικού αιτήµατος κρίθηκε ότι αποτελούν "κυβερνητικές πράξεις" (ΣτΕ 23-25/1945, 2161-2163/1946, µε το σκεπτικό ότι οι ανωτέρω πράξεις υπαγορεύονται "υπό ελατηρίων γενικωτέρας κρατικής σκοπιµότητος". Βλ. σχετικά Κ. Γεωργόπουλου, Το προσβλητό των πράξεων απονοµής ή µη χάριτος ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, ΕΕΑΝ 1945, σ. 167 επ.). εν χωρεί, ασφαλώς, αµφιβολία ότι ο χαρακτηρισµός µιας εκτελεστής διοικητικής πράξεως ως "κυβερνητικής" περιορίζει το δικαίωµα παροχής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣ Α, θίγοντας, µάλιστα, τον πυρήνα του. Παράλληλα, ο εν λόγω χαρακτηρισµός δοκιµάζει τα κανονιστικά όρια συνταγµατικών αρχών, όπως είναι η κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως (άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.), η αρχή της νοµιµότητας της διοικητικής δράσεως και, σε απώτερη αλλά ορατή αναγωγή, η αρχή του κράτους δικαίου. Για το λόγο αυτό, η θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" πρέπει να εφαρµόζεται κατά τρόπο φειδωλό και περιορισµένο. Το Σύνταγµα, άλλοτε κατά τρόπο ρητό (άρθρα 90 παρ. 6 και 91 παρ. 4) και άλλοτε υπαινικτικά εξαιρεί ορισµένες διοικητικές πράξεις από τον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο. Η πρόβλεψη αυτή, ωστόσο συνιστά όλως εξαιρετική περίπτωση και πρέπει να ερµηνεύεται και να εφαρµόζεται στενά. Σε περίπτωση δε αµφιβολίας (in dubio) πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η πράξη δεν είναι "κυβερνητική". Ιδιαίτερη σηµασία έχει εν προκειµένω η ερµηνεία των συνταγµατικών εκείνων κανόνων που δεν εξαιρούν ρητά ορισµένες πράξεις του ελέγχου αυτού αλλά τον υπαινίσσονται. [2]

Οι περιπτώσεις αυτές είναι κυρίως εκείνες που το Σύνταγµα παρέχει σε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας αρµοδιότητα που είναι απόλυτα συνυφασµένη µε πολιτικά (κυβερνητικά) κριτήρια, µε βάση τα οποία το όργανο αυτό εκδίδει την πράξη. Σε απώτερη αναγωγή, ο αποκλεισµός του δικαστικού αυτού ελέγχου αποσκοπεί στη διασφάλιση ορισµένων συνταγµατικών αγαθών (όπως είναι λ.χ. η ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας, η οµαλή λειτουργία του πολιτικού συστήµατος, η ανάπτυξη σχέσεων ειρήνης και συνεργασίας µε τρίτες χώρες και άλλα υποκείµενα του διεθνούς δικαίου κ.ο.κ.). Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, η προσφυγή στη θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" προκειµένου η απορριφθεί ως απαράδεκτη µια αίτηση ακυρώσεως είναι περιττή. Τούτο συµβαίνει γιατί µε τη συνεπή εφαρµογή των όρων του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, όπως είναι ιδίως η ύπαρξη εννόµου συµφέροντος και η φύση της προσβαλλόµενης πράξης ως εκτελεστής διοικητικής, είναι δυνατός ο περιορισµός της ανάγκης επίκλησης της ανωτέρω θεωρίας. εν πρέπει, εξάλλου, να παραβλέπεται ότι η θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" ενέχει σηµαντικούς κινδύνους για τη λειτουργία του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας. Είναι δυνατόν να αποτελέσει, έτσι, όχηµα για την παραβίαση δηµοκρατικών και δικαιοκρατικών θεσµών. Υπό το πρόσχηµα της θεωρίας αυτής, έτσι, έχουν παραβιασθεί ουσιαστικά δικαιώµατα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο δικτατορικών καθεστώτων. Επισηµαίνουµε, παραδειγµατικά, την ΣτΕ 2528/1974 µε την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της Αµαλίας Φλέµιγκ κατά της αποφάσεως της ικτατορίας για την απέλασή της. Το ικαστήριο υιοθέτησε στην περίπτωση αυτή τη θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" κρίνοντας ότι, ενόψει της "αντικυβερνητικής δράσεως της αιτούσης και της διεθνούς αυτής φήµης, η λήψη κατ' αυτής κατασταλτικών µέτρων υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως θα δηµιουργούσε προβλήµατα στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας". Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή και η ΣτΕ 448/1939 (Ολοµ.), µε την οποία κρίθηκε ότι αποτελεί κυβερνητική πράξη η διάλυση µε διάταγµα των δηµοτικών συµβουλίων και η αντικατάστασή τους από διοικούσες επιτροπές µε βάση σχετικούς αναγκαστικούς νόµους. Κατά τη σχετική αιτιολογία της αποφάσεως, η πράξη αυτή "αποσκοπούσε εις ευρυτάτην και ριζικήν εφαρµογήν του υπό της Κυβερνήσεως διαγραφέντος και εφαρµοζοµένου περί των οργανισµών της τοπικής αυτοδιοικήσεως συστήµατος, προσέλαβε χαρακτήρα προεχόντως Κυβερνητικής πράξεως, αποκλειούσης την επί προσφυγή εις το Συµβούλιον της Επικρατείας ακύρωσιν". Κατά την ΣτΕ 1537/1951, εξάλλου, οι περιορισµοί που επιβλήθηκαν στην ελευθερία του τύπου και στην ελευθερία της ανταποκρίσεως µε βάση διάταγµα το οποίο εκδόθηκε κατόπιν σχετικού Ψηφίσµατος, αποτελούν κυβερνητικές πράξεις και, ως εκ τούτου, εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του ικαστηρίου. Από τα τελευταία αυτά παραδείγµατα αναδεικνύονται οι κίνδυνοι που ελλογχεύει η εν λόγω θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" για το κράτος δικαίου. Την ίδια στιγµή, µάλιστα, που η επίκληση της θεωρίας αυτής από τη νοµολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου θα µπορούσε να περιορισθεί στο ελάχιστο, ενόψει και των προαναφερόµενων όρων του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως, αλλά και του χαρακτήρα του ακυρωτικού ελέγχου, που είναι έλεγχος νοµιµότητας και όχι σκοπιµότητας της πράξεως, γεγονός που περιορίζει τον έλεγχο αυτό στη διερεύνηση για την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του εκδόντος την προσβαλλόµενη πράξη διοικητικού οργάνου. Προς την κατεύθυνση αυτή, τον περιορισµό δηλαδή των περιπτώσεων εφαρµογής της θεωρίας αυτής, κινείται η νοµολογία του ΣτΕ την τελευταία εικοσαετία. Αναφέρονται χαρακτηριστικά οι αποφάσεις του ικαστηρίου που αρνούνται το χαρακτηρισµό ως "κυβερνητικών πράξεων" της άρνησης της Κυβέρνησης να χορηγήσει τηλεοπτικό χρόνο στα πολιτικά κόµµατα (ΣτΕ 1288/1992 Ολ.), της απαγόρευσης [3]

πρόσβασης των ενδιαφεροµένων στους ατοµικούς φακέλους πολιτικών φρονηµάτων (ΣτΕ 2139/1993 Ολ.), της απέλασης αλλοδαπού (ΣτΕ 2181/1987, 3149/1987). Σε κάθε περίπτωση, οι "κυβερνητικές πράξεις" δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο, γεγονός που θα τις τοποθετούσε εκτός και υπεράνω των περιορισµών που επιβάλλουν οι αρχές της νοµιµότητας και του κράτους δικαίου. Οι πράξεις αυτές µπορούν να ελεγχθού δικαστικά παρεµπιπτόντως, ιδιαίτερα στο πλαίσιο δίκης επί αγωγής αποζηµιώσεως κατά του ελληνικού ηµοσίου (βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, ό.π., σ. 1483, Λ. Θεοχαρόπουλου, Η αρχή της ισότητας στα δηµόσια βάρη και η αστική ευθύνη του Κράτους, σ. 218 επ., Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του δηµοσίου, τ. II, σ. 120 επ., Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο ιοικητικού ικαίου, τ. I, 1993, σ. 98). εν πρέπει, εξάλλου, να υποτιµώνται άλλες µορφές ελέγχου των πράξεων αυτών, όπως είναι ο πολιτικός και ιδιαίτερα ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, που αρµόζει ίσως περισσότερο στη φύση των "κυβερνητικών πράξεων". [Γενικότερα για τη θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" βλ. εκτός των ανωτέρω αναφεροµένων, Π. αγτόγλου, Γενικό ιοικητικό ίκαιο, 1992, αρ. 547, του ιδίου, ιοικητικό ικονοµικό ίκαιο, 1934, αρ. 530 επ., Εµ. αρζέντα, Κράτος δικαίου και αίτηση ακυρώσεως, 1995, σ. 227 επ., Κ. Κούφα, Η λειτουργία του φαινοµένου των πράξεων κυβερνήσεως στις διεθνείς σχέσεις, τ. I, 1983, σ. 101 επ., Ι. Σαρµά, Η συνταγµατική και διοικητική νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, 1994, σ. 194 επ., 372 επ., Μ. Στασινόπουλου, ίκαιον των διοικητικών πράξεων, ανατ. 1982, σ. 34-38, 112, του ιδίου, Αστική ευθύνη του Κράτους, 1950, σ. 162 επ., του ιδίου, ίκαιον των διοικητικών διαφορών, σ. 101 επ., Θ. Τσάτσου, Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, σ. 177 επ.]. ΒΟΥΛΗ ΣτΕ 1938/2000, Τµ. [ ιάταγµα προκήρυξης εκλογών] Πρόεδρος: Μ. Βροντάκης, αντιπρόεδρος Εισηγητής:. Γρατσίας, πάρεδρος ικηγόρος: Π. Μιχαηλίδης Κυβερνητικές πράξεις (άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989). Το προεδρικό διάταγµα που αφορά στη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη εκλογής βουλευτών και τη σύγκληση της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και συνιστά, ως εκ τούτου, κυβερνητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989. εν υπόκειται, εποµένως, στον ακυρωτικό έλεγχο του Συµβουλίου της Επικρατείας. Απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως. 2. Επειδή µε την υπό κρίση αίτηση, η οποία εισάγεται ενώπιον της επταµελούς συνθέσεως του Τµήµατος δυνάµει της από 3.4.2000 πράξεως του Προέδρου του Τµήµατος, ζητείται η ακύρωση του Π.. 97/2000, τιτλοφορουµένου " ιάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογής βουλευτών και σύγκληση της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής" (Α 80/14.3.2000). 3. Επειδή το δικόγραφο της αιτήσεως υπογράφεται από δικηγόρο, ως πληρεξούσιο των αιτούντων. Κατά τη συζήτηση όµως της υποθέσεως στο ακροατήριο, τα πολιτικά κόµµατα "ΚΙΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ - ΦΩΣ" και "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ" και ο Βασίλειος Πρωτοπαπάς (1ος, 3ος και 4ος εκ των αιτούντων) δεν παρέστησαν µε πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εµφανίσθηκαν για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση της κρινοµένης αιτήσεως, ενώ δεν έχει, εξ άλλου, προσκοµισθεί συµβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητος, από τους ανωτέρω αιτούντες, προς το δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο. Εν όψει των ανωτέρω και των [4]

οριζοµένων στο άρθρο 27 του Π.. 18/1989 "Κωδικοποίηση διατάξεων νόµων για το Συµβούλιο της Επικρατείας" (Α 8), όπως τροποποιήθηκε και συµπληρώθηκε µε το άρθρο 4 παράγραφος 2 του Ν. 2479/1997 (Α 67), η υπό κρίση αίτηση είναι, κατά το µέρος που αφορά στους ανωτέρω, 1ο, 3ο και 4ο των αιτούντων, απορριπτέα ως απαράδεκτη. 4. Επειδή το προσβαλλόµενο ιάταγµα, εκδοθέν βάσει του άρθρου 41 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγµατος µετά από πρόταση της Κυβερνήσεως και προσυπογραφόµενο από τα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου, αφορά στη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη εκλογής βουλευτών και τη σύγκληση της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής, δηλαδή στη συγκρότηση και λειτουργία του νοµοθετικού σώµατος, ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και συνιστά, ως εκ τούτου, κυβερνητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 45 παράγραφος 5 του Π.. 18/1989. Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία έχει επανειληµµένως εφαρµοσθεί από το ικαστήριο, δεν αντιβαίνει, όπως άλλωστε έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 484/1978), στο Σύνταγµα και τα περί του αντιθέτου προβαλλόµενα είναι αβάσιµα. Εποµένως, το προσβαλλόµενο ιάταγµα δεν υπόκειται, σύµφωνα µε την ανωτέρω διάταξη του Π.. 18/1989, στον ακυρωτικό έλεγχο του Συµβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1116/1997, 486/1997, 1199/1986 Ολοµελείας, 484/1978, 1601/1975, 1810/1961) και η υπό κρίση αίτηση πρέπει, για το λόγο αυτό, να απορριφθεί ως απαράδεκτη και κατά το µέρος που αφορά στο νοµιµοποιηθέντα εκ των αιτούντων. * Το Civilitas.GR και ο «ΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ» προτίθενται να αποµακρύνουν το κείµενο αυτό από την Ιστοσελίδα τους, εάν η αναδηµοσίευσή του προσβάλλει κεκτηµένα πνευµατικά ή εµπορικά δικαιώµατα (info@civilitas.gr) [5]