ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ Οι έννοιες έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες της πολιτικής επιστήμης και των διεθνών σχέσεων. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η πολιτική αντιπαράθεση συχνά καταλήγει σε μια διαμάχη για τη θεμιτή σημασία των όρων. Οι εχθροί μπορεί να διαφωνούν, να τσακώνονται και ακόμα και να οδηγούνται σε πόλεμο, καθώς ο καθένας ισχυρίζεται ότι «υπερασπίζεται την ελευθερία», «υπεραμύνεται της δημοκρατίας» ή «υποστηρίζει τη δικαιοσύνη». Το πρόβλημα είναι ότι λέξεις όπως «ελευθερία», «δημοκρατία» και «δικαιοσύνη» έχουν διαφορετική σημασία για διαφορετικούς ανθρώπους, ώστε οι έννοιες οι ίδιες να φτάνουν να φαίνονται προβληματικές. Τουλάχιστον τρεις λόγους μπορούμε να προτείνουμε για να εξηγήσουμε την ασυνήθιστη σπουδαιότητα των εννοιών στην πολιτική ανάλυση, είτε εσωτερική είτε διεθνή. Ο πρώτος είναι ότι η πολιτική ανάλυση τυπικά ασχολείται με γενικεύσεις. Η σπουδαιότητα αυτού μπορεί να εξηγηθεί εξετάζοντας τις διαφορές μεταξύ πολιτικής και ιστορίας από αυτή την άποψη. Ενώ ένας ιστορικός είναι πιθανό να θέλει να κατανοήσει ένα συγκεκριμένο γεγονός (ας πούμε, τη Γαλλική Επανάσταση, τη Ρωσική Επανάσταση ή τις Επαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη την περίοδο 1989-91), ένας πολιτικός αναλυτής είναι πιθανότερο να μελετά τέτοια γεγονότα με σκοπό να κατανοήσει ένα μεγαλύτερο ή πιο γενικό φαινόμενο, σε αυτή την περίπτωση το φαινόμενο της επανάστασης. Για τους ιστορικούς μια ειδική μελέτη της έννοιας της «επανάστασης» έχει ελάχιστη αξία, επειδή αυτό που τους ενδιαφέρει κυρίως είναι το διαφορετικό, ακόμα και το μοναδικό, σχετικά με μια συγκεκριμένη σειρά γεγονότων. Για τους πολιτικούς αναλυτές, από την άλλη, η μελέτη της έννοιας της «επανάστασης» δεν είναι απλώς απαραίτητη, είναι η ίδια η διαδικασία μέσω της οποίας προοδεύει η πολιτική έρευνα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται από σπουδαστές και σπουδάστριες της πολιτικής επιστήμης είναι σε γενικές γραμμές η ίδια με αυτή που χρησιμοποιείται από αυτούς που ασκούν την πολιτική, και ιδιαίτερα από ε- παγγελματίες πολιτικούς. Καθώς οι δεύτεροι ενδιαφέρονται κυρίως για την πολιτική υπεράσπιση παρά για την πολιτική κατανόηση, έχουν σοβαρό κίνητρο να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να χειραγωγούν και μερικές φορές να προκαλούν 11
σύγχυση. Αυτό, με τη σειρά του, αναγκάζει τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες της πολιτικής επιστήμης να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και προσεκτικές στη χρήση της γλώσσας. Πρέπει να ορίζουν όρους με σαφήνεια και να επεξεργάζονται τις έννοιες με ακρίβεια, προκειμένου να τις διαφυλάσσουν από λανθασμένες ερμηνείες, συχνά διαδεδομένες στην καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση. Ο τελευταίος λόγος είναι ότι οι πολιτικές έννοιες συχνά συγχέονται με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις. Από τη στιγμή της ανάδυσης των σύγχρονων πολιτικών ιδεολογιών στα τέλη του 18 ου και στις αρχές του 19 ου αιώνα, όχι μόνο αναδύθηκε μια νέα γλώσσα πολιτικού λόγου, αλλά οι όροι και οι έννοιες της πολιτικής αντιπαράθεσης έχουν επίσης διαποτιστεί με σύνθετες και συχνά συγκρουόμενες σημασίες. Οι πολιτικές έννοιες είναι επομένως ιδιαίτερα προκλητικά δημιουργήματα: είναι συχνά αμφίσημες και όχι σπάνια αντικείμενο ανταγωνισμού και αντιπαράθεσης, και μπορεί να είναι «φορτισμένες» με κρίσεις αξιών και ιδεολογικές επιπτώσεις τις οποίες οι χρήστες τους μπορεί να μην τις γνωρίζουν. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ; Η έννοια είναι μια γενική ιδέα σχετικά με κάτι, που συνήθως εκφράζεται με μία μόνο λέξη ή μια μικρή φράση. Μια έννοια είναι κάτι περισσότερο από ένα κύριο όνομα ή το όνομα ενός πράγματος. Υπάρχει, για παράδειγμα, διαφορά μεταξύ του να μιλάμε για μια γάτα (μία συγκεκριμένη και μοναδική γάτα) και την έννοια της «γάτας» (η ιδέα της γάτας). Η έννοια μιας γάτας δεν είναι ένα «πράγμα», αλλά μια «ιδέα», μια ιδέα που αποτελείται από διάφορες ιδιότητες που δίνουν στη γάτα τον ξεχωριστό της χαρακτήρα: «ένα τριχωτό θηλαστικό», «μικρό», «κατοικίδιο», «πιάνει αρουραίους και ποντίκια» και λοιπά. Κατά τον ίδιο τρόπο, η έννοια της «προεδρίας» δεν αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο πρόεδρο, αλλά περισσότερο σε μια σειρά ιδεών σχετικά με την οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας. Οι έννοιες είναι επομένως «γενικές» καθώς μπορεί να αναφέρονται σε έναν αριθμό αντικειμένων, στην πραγματικότητα σε οποιοδήποτε αντικείμενο που συνάδει με την ίδια τη γενική ιδέα. Ποια είναι, επομένως, η αξία των εννοιών; Η δημιουργία εννοιών είναι ένα βασικό στάδιο στη διαδικασία του συλλογισμού. Οι έννοιες είναι τα «εργαλεία» με τα οποία σκεφτόμαστε, ασκούμε κριτική, διαφωνούμε, εξηγούμε και αναλύουμε. Η απλή αντίληψη του εξωτερικού κόσμου από μόνη της δεν μας προσφέρει γνώση αυτού του κόσμου. Προκειμένου να κατανοήσουμε τον κόσμο, πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να του δώσουμε μια σημασία, και αυτό το κάνουμε μέσω της κατασκευής εννοιών. Απλά, για να μεταχειριστούμε τη γάτα ως γάτα, πρέπει πρώτα να 12
διαθέτουμε μία έννοια σχετικά με το τι είναι. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία του πολιτικού συλλογισμού: αυξάνουμε τη γνώση μας για τον πολιτικό κόσμο όχι απλώς παρατηρώντας τον, αλλά μέσα από την ανάπτυξη και την επεξεργασία εννοιών που θα μας βοηθήσουν να τον κατανοήσουμε. Οι έννοιες, έτσι, αποτελούν τα δομικά στοιχεία της ανθρώπινης γνώσης. Ωστόσο, οι έννοιες μπορούν επίσης να αποδειχτούν αβέβαιες, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε σχέση με τις πολιτικές έννοιες. Μεταξύ των προβλημάτων που παρουσιάζουν οι πολιτικές έννοιες είναι ότι είναι συχνά φορτισμένες με αξίες, ότι η σημασία τους μπορεί να α- ποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας και αντιπαράθεσης, και ότι, μερικές φορές, τους αποδίδεται μεγαλύτερη αξία και σπουδαιότητα από αυτή που πραγματικά έχουν. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Οι κανονιστικές έννοιες συχνά περιγράφονται ως «αξίες» αναφέρονται σε ηθικές αρχές ή ιδανικά, αυτά τα οποία πρέπει, θα όφειλε ή είναι απαραίτητο να προκύψουν. Μια μεγάλη ποικιλία πολιτικών εννοιών είναι θετικά φορτισμένες υπό αυτή την έννοια «ελευθερία», «δικαιώματα», «δικαιοσύνη», «ισότητα», «ανοχή», και λοιπά. Οι αξίες ή οι κανονιστικές έννοιες επομένως προωθούν ή περιγράφουν ορισμένες μορφές συμπεριφοράς, παρά περιγράφουν καταστάσεις ή γεγονότα. Συνεπώς, είναι μερικές φορές δύσκολο να διαχωρίσουμε τις πολιτικές αξίες από τις ηθικές, φιλοσοφικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις αυτών που τις προωθούν. Αντίθετα, οι περιγραφικές ή απόλυτες έννοιες αναφέρονται σε «γεγονότα» τα οποία υποτίθεται ότι έχουν αντικειμενική και ευαπόδεικτη ύπαρξη: αναφέρονται στο τι είναι. Έννοιες όπως «ισχύς», «κύρος», «τάξη» και «νόμος» είναι υπό αυτή την έννοια περιγραφικές παρά κανονιστικές. Μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα αν υ- πάρχουν ή όχι. Η διάκριση μεταξύ γεγονότων και αξιών συχνά θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για ξεκάθαρη σκέψη. Ενώ οι αξίες μπορεί να θεωρούνται ζήτημα άποψης, τα γεγονότα μπορούν να αποδειχτούν είτε αληθινά είτε ψεύτικα. Ως αποτέλεσμα, οι περιγραφικές έννοιες θεωρούνται «ουδέτερες» ή αμερόληπτες: αντιστέκονται στη δοκιμασία της επιστημονικής εξέτασης. Πράγματι, υπό την επιρροή του θετικισμού, η πίεση να αναπτυχθεί μια επιστήμη της πολιτικής σήμαινε ότι στα μέσα του 20 ού αιώνα οι κανονιστικές έννοιες συχνά απορρίπτονταν ως «μεταφυσικές» και επομένως ανοησίες. Ωστόσο, το πρόβλημα με τις πολιτικές έννοιες είναι ότι τα γεγονότα και οι αξίες είναι πάντα αλληλένδετα, ακόμα και οι εμφανώς περιγραφικές έννοιες είναι «φορτισμένες» με μια σειρά από ηθικές και ιδεολογικές συνέπειες. Αυτό είναι φανερό, για παράδειγμα, στην περίπτωση της έννοιας της «αρχής». 13
Αν η αρχή οριστεί ως «το δικαίωμα να επηρεάζουμε τη συμπεριφορά των άλλων», είναι σίγουρα πιθανό να χρησιμοποιούμε την έννοια περιγραφικά για να πούμε ποιος διαθέτει την αρχή και ποιος όχι, και να εξετάσουμε τη βάση πάνω στην ο- ποία ασκείται. Ωστόσο, είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε εντελώς την έννοια από τις κρίσεις για την αξία σχετικά με το πότε, πώς και γιατί η αρχή πρέπει να ασκηθεί. Με λίγα λόγια, κανένας δεν είναι ουδέτερος σε σχέση με την αρχή. Για παράδειγμα, ενώ οι συντηρητικοί, οι οποίοι δίνουν έμφαση στην ανάγκη να επιβληθεί η τάξη από τους κυβερνώντες, τείνουν να θεωρούν την αρχή θεμιτή και υγιή, οι α- ναρχικοί, οι οποίοι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση και ο νόμος είναι ανήθικα, πάντα θεωρούν την αρχή ως απροκάλυπτα καταπιεστική. Όλες οι πολιτικές έννοιες, περιγραφικές και κανονιστικές, χρειάζεται επομένως να κατανοηθούν υπό το φως των ιδεολογικών απόψεων εκείνων που τις χρησιμοποιούν. Μία αντίδραση στον θετικά φορτισμένο χαρακτήρα των πολιτικών εννοιών που είχε ιδιαίτερη επιρροή από τα τέλη του 20 ού αιώνα, είναι το κίνημα για την επιμονή στην «πολιτική ορθότητα» στη χρήση της γλώσσας. Υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας, μερικές φορές απλώς PC (politically correct) είναι οι φεμινίστριες, οι ακτιβιστές και οι ακτιβίστριες των πολιτικών δικαιωμάτων και οι εκπρόσωποι των μειονοτικών ομάδων, γενικά, που επιθυμούν να εξαλείψουν τη γλώσσα που έχει ρατσιστικές, σεξιστικές και άλλες ταπεινωτικές ή υποτιμητικές συνέπειες. Βασίζεται στην πεποίθηση ότι η γλώσσα πάντα αντανακλά τη δομή ισχύος στην κοινωνία γενικά, και έτσι κάνει διακρίσεις υπέρ των κυρίαρχων ομάδων και κατά των υποδεέστερων. Προφανή παραδείγματα είναι η χρήση του αρσενικού γένους για να αναφερθούμε γενικά στο ανθρώπινο γένος, οι αναφορές σε εθνικές μειονότητες ως «νέγροι» ή «έγχρωμοι», και η περιγραφή των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου ως «τρίτου κόσμου» ή «υπανάπτυκτων» (αν και το «αναπτυσσόμενος κόσμος» επίσης δέχεται επιθέσεις γιατί υπονοεί ότι το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης είναι εφαρμόσιμο σε όλο τον κόσμο). Ο σκοπός της πολιτικής ορθότητας είναι να αναπτύξει μια ορολογία ελεύθερη από προκαταλήψεις που καθιστά το πολιτικό επιχείρημα ικανό να διατυπωθεί σε μια γλώσσα που δεν κάνει διακρίσεις. Η δυσκολία με αυτή τη θέση, ωστόσο, είναι ότι η ελπίδα για μια αμερόληπτη και αντικειμενική γλώσσα του πολιτικού λόγου αποτελεί αυταπάτη. Στην καλύτερη περίπτωση, οι «αρνητικοί» όροι μπορούν να αντικατασταθούν από «θετικούς». Για παράδειγμα, οι «ανάπηροι» μπορούν να αναφέρονται ως οι «με ειδικές ικανότητες», και οι «νέγροι» μπορούν να περιγράφονται ως «μαύροι». Οι επικριτές της πολιτικής ορθότητας υποστηρίζουν ότι, επιπλέον, επιβάλλει ένα ιδεολογικό ζουρλομανδύα στη γλώσσα, ο οποίος και μειώνει την περιγραφική της δύναμη και αρνείται την έκφραση «λανθασμένων» απόψεων. 14
ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικές έννοιες συχνά γίνονται αντικείμενο διανοητικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Δεν είναι ασύνηθες, όπως επισημάναμε παραπάνω, να υπάρχει πολιτική διαφωνία μεταξύ ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι υπεραμύνονται της ίδιας αρχής ή του ίδιου ιδανικού. Η εννοιολογική διαφωνία είναι επομένως ένα από τα πεδία μάχης της ίδιας της πολιτικής. Αυτό α- ντανακλάται σε προσπάθειες να καθιερωθεί μια συγκεκριμένη αντίληψη μιας έννοιας ως αντικειμενικά σωστή, όπως στην περίπτωση της «αληθινής» δημοκρατίας, της «αληθινής» ελευθερίας, της «αληθινής» δικαιοσύνης και λοιπά. Μια διέξοδο από αυτό το δίλημμα πρότεινε ο W. B. Gallie (1955-6), ο οποίος υποστήριξε ότι στην περίπτωση εννοιών όπως η «εξουσία», η «δικαιοσύνη» και η «ελευθερία», η διαφωνία είναι τόσο βαθιά που δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένας ουδέτερος ή πάγιος ορισμός. Αυτές οι έννοιες θα πρέπει να αναγνωριστεί, όπως υποστήριξε, ότι είναι «ουσιαστικά επίμαχες έννοιες». Στην ουσία, κάθε όρος περιλαμβάνει έναν αριθμό αντίπαλων εννοιών, καμία από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως η «αληθινή» της σημασία. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι μια έννοια είναι «ουσιαστικά επίμαχη» δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να την κατανοήσουμε, αλλά περισσότερο να αναγνωρίσουμε ότι οι αντίπαλες εκδοχές της έννοιας μπορεί να είναι εξίσου έγκυρες. Όμως, η ιδέα ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι έννοιες έχουν πολλές όψεις ή είναι «ουσιαστικά επίμαχες» υπήρξε αντικείμενο κριτικής, ιδιαίτερα από τον Terence Ball (1988). Δύο επιχειρηματολογίες προωθήθηκαν. Η πρώτη σημειώνει ότι πολλοί θεωρητικοί οι οποίοι επιχείρησαν να ακολουθήσουν τις απόψεις του Gallie (όπως, για παράδειγμα, ο Lukes (2004) σε σχέση με την «εξουσία») συνεχίζουν να υπερασπίζονται την ερμηνεία μιας έννοιας που προτιμούν, παρά τις αντίπαλές της. Αυτή η άρνηση να δεχτούν ότι όλες οι εκδοχές της έννοιας είναι εξίσου έγκυρες δημιουργεί συνεχή αντιπαράθεση και διαφωνία που θα μπορούσαν, σε κάποιο στάδιο στο μέλλον, να οδηγήσουν στην ανάδυση μιας ενιαίας έννοιας στην οποία συμφωνούν όλοι. Με άλλα λόγια, καμία έννοια δεν είναι «ουσιαστικά» επίμαχη από την άποψη ότι η αντιπαλότητα και η διαφωνία αποτελούν τα θεμέλια της φύσης της. Η δεύτερη επιχειρηματολογία επισημαίνει ότι η ανάλυση του Gallie δεν τεκμηριώνεται ιστορικά. Ορισμένες έννοιες που είναι τώρα επίμαχες, κάποτε έχαιραν ευρείας συμφωνίας. Είναι αξιοσημείωτο, για παράδειγμα, ότι η ευρεία και βαθιά διαφωνία που αυτή τη στιγμή αφορά στη «δημοκρατία» προέκυψε μόνο στα τέλη του 18 ου αιώνα και μετά, παράλληλα με τις νέες μορφές της ιδεολογικής σκέψης. Ως αποτέλεσμα, είναι ίσως καλύτερα να αντιμετωπίσουμε τις 15
επίμαχες έννοιες ως «επί του παρόντος» επίμαχες (Birch, 2007) ή ως «ενδεχομένως» επίμαχες (Ball, 1997). ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ Ένα τελευταίο πρόβλημα με τις έννοιες είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ο φετιχισμός των εννοιών. Αυτό συμβαίνει όταν οι έννοιες αντιμετωπίζονται σαν να έχουν μια συγκεκριμένη ύπαρξη ξεχωριστά από και, σε μερικές περιπτώσεις, εξουσιάζοντας, τους ανθρώπους που τις χρησιμοποιούν. Με λίγα λόγια, οι λέξεις αντιμετωπίζονται ως πράγματα, παρά ως μηχανισμοί για την κατανόηση πραγμάτων. Ο Max Weber (1864-1920) επιχείρησε να ασχοληθεί με αυτό το πρόβλημα, κατατάσσοντας συγκεκριμένες έννοιες στην κατηγορία «ιδανικοί τύποι». Ένας ιδανικός τύπος είναι ένα νοητικό κατασκεύασμα στο οποίο γίνεται μια προσπάθεια να βρεθεί η σημασία από μια κατά τα άλλα σχεδόν πολύ σύνθετη πραγματικότητα μέσα από την παρουσίαση μιας λογικής ακραίας κατάστασης. Οι ιδανικοί τύποι είναι επομένως εργαλεία επεξήγησης, όχι προσεγγίσεις της πραγματικότητας ούτε «εξαντλούν την πραγματικότητα» ούτε προσφέρουν ένα ηθικό ιδεώδες. Έννοιες όπως «δημοκρατία», «ανθρώπινα δικαιώματα» και «καπιταλισμός» είναι επομένως πιο στρογγυλεμένες και συνεκτικές από τις κακοφτιαγμένες πραγματικότητες που επιχειρούν να περιγράψουν. Ο Weber ο ίδιος αντιμετωπίζει την «αρχή» και τη «γραφειοκρατία» ως ιδανικούς τύπους. Η σημασία της αναγνώρισης συγκεκριμένων εννοιών ως ιδανικών τύπων είναι ότι υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι έννοιες είναι μόνο εργαλεία ανάλυσης. Γι αυτόν τον λόγο, είναι καλύτερα να θεωρούμε τις έννοιες ή τους ιδανικούς τύπους όχι ως «αληθινούς» ή «ψεύτικους», αλλά απλώς ως περισσότερο ή λιγότερο «χρήσιμους». Επιπλέον, έγιναν προσπάθειες από τους ονομαζόμενους μεταμοντέρνους θεωρητικούς να δοθεί έμφαση στην ασταθή φύση των πολιτικών εννοιών. Επιτέθηκαν στην «παραδοσιακή» αναζήτηση των οικουμενικών αξιών που θα ήταν αποδεκτές από όλους, με την αιτιολογία ότι προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα ηθικό και ορθολογικό υψηλό σημείο από το οποίο πρέπει να κρίνονται όλες οι αξίες και οι ισχυρισμοί γνώσης. Το γεγονός ότι η βασική διαφωνία για το πού βρίσκεται το υψηλό σημείο εξακολουθεί να υπάρχει, υποδηλώνει ότι υπάρχει πλήθος θεμιτών ηθικών και πολιτικών θέσεων, και ότι η γλώσσα μας και οι πολιτικές έννοιες είναι έγκυρες μόνο σε σχέση με το πλαίσιο στο οποίο δημιουργούνται και εφαρμόζονται. Ωστόσο, ίσως η πιο ριζοσπαστική κριτική των εννοιών αναπτύσσεται στη φιλοσοφία του Βουδισμού Mahayana, που κάνει διάκριση μεταξύ της «συμβατικής» αλήθειας, που δεν αποτελεί παρά μια φιλολογική σύμβαση ως προς το ότι βασίζεται στη 16
προθυμία των ανθρώπων να χρησιμοποιούν έννοιες με έναν συγκεκριμένο τρόπο, και την «απόλυτη» αλήθεια, η οποία αφορά στη διείσδυση της πραγματικότητας μέσα από την άμεση εμπειρία και επομένως υπερβαίνει τα όρια της εννοιολογικής αντίληψης. Από αυτή την άποψη, το να αναλογιστούμε όλα τα είδη ισοδυναμεί με μια προβολή που επιβάλλεται στην πραγματικότητα, και επομένως αποτελεί μια μορφή ψευδαίσθησης. Αν κάνουμε λάθος στις λέξεις για τα πράγματα κινδυνεύουμε, όπως το θέτει η ρήση του Zen, να θεωρήσουμε το δάκτυλο που δείχνει τη σελήνη ως την ίδια τη σελήνη. 17