ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ Ι. Λεύκη στα παιδιά: διάγνωση και αντιμετώπιση Τ. ΤΣΙΒΙΤΑΝΙΔΟΥ-ΚΑΚΟΥΡΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων

Φλεγμονή. Α. Χατζηγεωργίου Επίκουρος Καθηγητής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ

Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα

ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ/ΝΕΦΡΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ

είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα

Ανεπαρκεια Της Μεβαλονικης Κινασης (MKD) (Ή Υπερ-Igd Σύνδρομο)

ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Λ. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

Το συχνότερο χρόνιο νόσημα της παιδικής ηλικίας.

Με ποια συμπτώματα μπορεί να εκδηλώνεται η κοιλιοκάκη;

ΑΝΟΣΟΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Ανεπαρκεια Του Ανταγωνιστη Του Υποδοχεα Τησ L-1 (DIRA )

Καρκίνος. Note: Σήμερα όμως πάνω από το 50% των διαφόρων καρκινικών τύπων είναι θεραπεύσιμοι

Πέννυ Εμμανουήλ. Δερματολόγος Αφροδισιολόγος. Διευθύντρια ΕΣΥ Γ.Ν.Παίδων Πεντέλης. (Δημοσίευση στο περιοδικό Υγεία και Παιδί.)

Μήπως έχω Σκληρόδερµα;

Οικογενησ Μεσογειακοσ Πυρετοσ

-Αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου που προσλαμβάνεται από το θυρεοειδή αδένα -Ανοσοκατασταλτική δράση με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής

Φλεγμονωδης πολυσυστηματικη αυτόάνοση νοσος που αφορα συχνοτερα νεες γυναικες αναπαραγωγικης ηλικιας.

ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ

Ηλίας Κουρής - Ρευματολόγος.

Νεανική Δερματομυοσίτιδα

Αυτοάνοσα νοσήματα. Χ.Μ. Μουτσόπουλος

Γράφει: Ελένη Αναστασίου, Υπεύθυνη Διαβητολογικού Κέντρου Κύησης του Α' Ενδοκρινολογικού Τμήματος» του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα»

Γράφει: Μιλτιάδης Μαρκάτος, Πνευμονολόγος

ΟΔΗΓΙΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΗΣ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ

ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ)

Σχετιζομενος Με Το NLRP-12 Υποτροπιαζων Πυρετος

ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Απόσπασμα από το βιβλίο «Πως να ζήσετε 150 χρόνια» του Dr. Δημήτρη Τσουκαλά

Aποµυελινωτικά νοσήµατα Γεώργιος Καρκαβέλας Καθηγητής Παθολογικής

Η ζωη µου. µε την ψωριαση. Eνημερωτικό φυλλάδιο για τη νόσο της ψωρίασης

Συνδρομο Περιοδικου Πυρετου Με Τραχηλικη Λεμφαδενιτιδα, Φαρυγγοαμυγδαλιτιδα Και Αφθωδη Στοματιτιδα (PFAPA)

Κανένα για αυτήν την παρουσίαση. Εκπαιδευτικές-ερευνητικές-συμβουλευτικές επιχορηγήσεις την τελευταία διετία: Abbvie,Novartis, MSD, Angelini,

ΑΛΛΕΡΓΙΑ: Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΕΡΓΙΚΟΣ;


Νεανική σπονδυλοαρθρίτιδα/αρθρίτιδα που σχετίζεται με ενθεσίτιδα (jspa/era)

ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ. Νικολούδη Μαρία. Ειδικ. Παθολόγος, Γ.Ν.Θ.Π. «Η Παμμακάριστος»

Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας


ΚΝΙΔΩΣΗ ΕΞΑΝΘΗΜΑΤΑ ΟΙΔΗΜΑ ΒΛΕΦΑΡΩΝ ΟΙΔΗΜΑ ΓΛΩΣΣΑΣ ΟΙΔΗΜΑ ΧΕΙΛΕΩΝ ΚΝΗΣΜΟΣ

ΚΥΤΟΚΙΝΕΣ, ΜΥΟΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ Χαρά Κ. Δελή, PhD

Dr ΣΑΡΡΗΣ Ι. - αµ. επ. καθηγ. ΑΒΡΑΜΙ ΗΣ Α. ενδοκρινολόγοι. gr

Ρευματολογία. Ψωριασική Αρθρίτιδα. Στέφανος Πατεράκης Φυσικοθεραπευτής, καθηγητής φυσ/πείας

Αρχική εμπειρία από την χορήγηση anakinra σε δέκα ενήλικες ασθενείς με ανθεκτική ιδιοπαθή υποτροπιάζουσα περικαρδίτιδα

Στην περισσότερο επιτυχημένη αντιμετώπιση του καρκίνου έχει συμβάλλει σημαντικά η ανακά-λυψη και εφαρμογή των καρκινι-κών δεικτών.

Διαβάστε περισσότερα στο διαδικτυακό τόπο

Τελικό κείμενο της Μελέτης. Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών: Διατροφή και Υγεία

ΚΟΝΤΟ ΠΑΙΔΙ. Σαββίδου Αβρόρα

ΛΙΠΩΔΗΣ ΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ. Κ. ΜΑΚΕΔΟΥ, Ιατρός Βιοπαθολόγος

Tοξικότητα. Αρτεμις Ντονά Επίκουρη Καθηγήτρια Εργ. Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας. 6/3/2008 Αρτεμις Αγησ. Ντονά

Μικροοργανισμοί. Οι μικροοργανισμοί διακρίνονται σε: Μύκητες Πρωτόζωα Βακτήρια Ιούς

Εφαρμοσμένη Διατροφική Ιατρική

2 Ο ΜΑΘΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Τοπική θεραπεία : Ποια & πότε

Γεώργιος Λεβαντής 1, Ελένη Κυρίου 1,Ελευθέριος Βογιατζόγλου 2, Ανδριάνα Δώνου 2, Ελευθέριος Κουτσαντωνίου 1, Σοφία Λαφογιάννη 1, Χαρίκλεια Λούπα 2.

Φαρμακοκινητική. Χρυσάνθη Σαρδέλη

Εντοπίζεται συνήθως τυχαία διότι δεν εκδηλώνεται με πόνο. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες πολύ σπάνιες προχωρημένες περιπτώσεις.

Γράφει: Χρίστος Κουνούδης, Χειρουργός

Φυσιολογική Αύξηση Παιδιού & Εφήβου & Διαταραχές

Cold Lazer LLLT η πράσινη θεραπεία του 21ου αιώνα

Σακχαρώδης Διαβήτης. Ένας σύγχρονος ύπουλος εχθρός

Παράρτημα IV. Επιστημονικά πορίσματα

Περιορισμοί στη χρήση του Xeljanz ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) εξετάζει τον κίνδυνο εμφάνισης θρόμβων αίματος στους πνεύμονες

ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΕΜΒΟΛΙΑ. Εργαστήριο Γενετικής, ΓΠΑ

ΛΕΥΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ. Θεοδώρα Καράγιωργα Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

Παράρτημα IV. Επιστημονικά πορίσματα

Γενικά. Πειράματα έδειξαν ότι εκείνα τα νεογέννητα που είχαν περισσότερα χάδια, αναπτύσσονταν και μάθαιναν γρηγορότερα.

Οστεοπόρωση. Διάγνωση, πρόληψη και θεραπεία. Δρ. Χρήστος Κ. Γιαννακόπουλος Ορθοπαιδικός Χειρουργός

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΙΑΓΝΩΣΗ & ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΩΝ ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΚΖΕΜΑ (ΑΤΟΠΙΚΗ ΔΕΡΜΑΤΙΤΙΔΑ)

Είναι σχεδόν βέβαιο, είτε να γνωρίζετε κάποιον που πάσχει από μια τέτοια ασθένεια είτε να έχετε μια εσείς οι ίδιοι.

Σπανια Νεανικη Πρωτοπαθης Συστηματικη Αγγειιτιδα

Κεφάλαιο 15 (Ιατρική Γενετική) Προγεννητική διάγνωση


ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

AΣΘΜΑ ΚΑΙ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΑΣΘΜΑΤΟΣ & ΚΥΗΣΗΣ

Διάγνωση λανθάνουσας φυματίωσης. Χαράλαμπος Μόσχος Επιμελητής Α Πνευμονολόγος-Φυματιολογος ΝΝΘΑ Η ΣΩΤΗΡΙΑ

ΘΕΩΡΙΑ 3 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ Dr ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

Ρευματικός Πυρετός και Μεταστρεπτοκοκκική Αντιδραστική Αρθρίτιδα

που φιλοξενεί τα όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Ένα υγειές σύστημα με ισχυρά οστά είναι απαραίτητο για την γενική υγεία και ποιότητα ζωής.

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ Ο ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΑΝΤΙ-ΙΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΓΡΙΠΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΙΟ Α/Η1Ν1 ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ ΕΠΑΦΩΝ ΤΟΥΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟ FALK SYMPOSIUM & 7 MARCH, 2015 FRANKFURT, GERMANY

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ

Κεφάλαιο 4 ο ΑΙΜΑ ΜΑΡΙΑ ΣΗΦΑΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΙ 1

Επιστημονικά Δεδομένα για τη βιοχημική δράση της αντιοξειδωτικής Βιταμίνης C.

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία. Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης

Σοφία Παυλίδου. 13 ο Μετεκπαιδευτικό Σεμινάριο Έδεσσα, Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου 2012

Υποστηρίζοντας τα παιδιά με γενετικά νοσήματα - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Πέμπτη, 16 Ιούνιος :58

Παθητικό κάπνισμα Θεοτοκά Σοφία Α1 6/5/2014

Μια ενημέρωση για ασθενείς και παρόχους φροντίδας

ΟΞΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Transcript:

376 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ Ι ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΡΙΑ: Δ. ΚΛΩΝΤΖΑ-ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Λεύκη στα παιδιά: διάγνωση και αντιμετώπιση Τ. ΤΣΙΒΙΤΑΝΙΔΟΥ-ΚΑΚΟΥΡΟΥ Αναστολείς καλσινευρίνης σε δερματικές παθήσεις Θ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Πρωτεΐνες οξείας φάσεως. Κλινική αξιολόγηση Ε. ΛYΚΟΠΟΥΛΟΥ Ενδοκρινικοί διαταράκτες και υγεία Π. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΤΑΜΑΤΗ ΛΕΥΚΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ: ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕ ΤΩΠΙΣΗ Τ. Τσιβιτανίδου-Κάκουρου: Η λεύκη είναι επίκτητη δερματοπάθεια, που αφορά περίπου στο 1% του γενικού πληθυσμού. Σε 50% των περιπτώσεων έχει την έναρξή της πριν την ηλικία των 20 ετών και σε 25% των περιπτώσεων πριν την ηλικία των 14 ετών. Είναι, επομένως, νόσημα που αφορά και στον παιδίατρο. Η λεύκη χαρακτηρίζεται από επιλεκτική καταστροφή μελανοκυττάρων, που εντοπίζονται στη βασική στιβάδα της επιδερμίδας ή/και στον τριχικό θύλακο, με αποτέλεσμα κατά τόπους λεύκανση του δέρματος, των βλεννογόνων ή/και των τριχών. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες όσον αφορά στην παθογένεια της λεύκης (πίνακας 1). Σύμφωνα με τη συνδυαστική θεωρία, που είναι σήμερα ευρέως αποδεκτή, η λεύκη είναι πολυπαραγοντική νόσος, όπου γενετικοί παράγοντες, διάφοροι τύποι στρες (το συναισθηματικό στρες, το οξειδωτικό στρες και η συσσώρευση ελευθέρων ριζών), η συσσώρευση πρόδρομων ουσιών της μελανίνης, τοξικών για το μελανοκύτταρο μέσα στο μελανοκύτταρο (dopa, dopachrome, 5,6 dihydroxyindole), η διαταραχή της ομοιοστασίας του μελανοκυττάρου (π.χ. διαταραχή του ασβεστίου) και η αυτοανοσία συμβάλλουν στην εκδήλωση της νόσου. Η λεύκη συνδυάζεται με ποικίλα αυτοάνοσα νοσήματα (θυρεοειδίτιδα Hashimoto, νόσος Addison, κακοήθης αναιμία, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου). Στα παιδιά συνδυάζεται κυρίως με θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Κλινική εικόνα Η λεύκη χαρακτηρίζεται από σαφώς αφοριζόμενες άχροες κηλίδες, που εντοπίζονται οπουδήποτε στο δέρμα κυρίως, όμως, γύρω από τα στόμια του σώματος και στις οστικές προεξοχές. Ανάλογα με την εντόπιση και έκταση των βλαβών η λεύκη διακρίνεται σε: Γενικευμένη Eίναι ο συνηθέστερος τύπος λεύκης σε παιδιά και ενήλικες. Οι βλάβες εντοπίζονται διάσπαρτα στο κορμί και τα άκρα, συχνά σε συμμετρική κατανομή. Ακροπροσωπική Oι βλάβες περιορίζονται γύρω απο το στόμα, τα μάτια και την άπω ραχιαία επιφάνεια των δακτύλων. Δερμοτομιακή Eντοπίζεται κατά μηκος δερμοτομίου. Είναι συ-

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 377 νηθέστερη στα παιδιά απ ότι στους ενήλικες. Επεκτείνεται και σταθεροποιείται γρήγορα στην προσβεβλημένη περιοχή. Η εκδήλωση λεύκης σε άλλα μέρη του σώματος είναι ασυνήθης. Εντοπισμένη 1-2 άχροες κηλίδες στην ίδια περιοχή του σώματος, αλλά όχι σε δερμοτομιακή κατανομή. Καθολική Σχεδόν πλήρης αποχρωματισμός του δέρματος (>80%). Διαφορική διάγνωση Η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό του ασθενούς και την κλινική εικόνα. Έχοντας υπ όψη μας ότι η λεύκη χαρακτηρίζεται από επίκτητες άχροες κηλίδες με σαφώς αφοριζόμενα όρια, μερικές φορές υπέρχροα και φυσιολογική υφή δέρματος, εύκολα μπορεί να γίνει διαφορική διάγνωση από τον αχρωμικό σπίλο (συγγενής βλάβη με δαντελωτή περιφέρεια και ασαφή όρια), τον αλφισμό ή μερικό αλφισμό (είναι από τη γέννηση και στο μερικό αλφισμό οι βλάβες εντοπίζονται συνήθως στο κεφάλι και το θώρακα), την εντοπισμένη σκληροδερμία (παθολογική η υφή του δέρματος), το μεταλοιμώδη/μεταφλεγμονώδη υποχρωματισμό (π.χ. ποικιλόχρους πιτυρίαση, ανεμευλογιά, λευκή επιδερμιδίτιδα), όπου οι βλάβες είναι υπόχροες και όχι άχροες. Τονίζεται ότι η εξέταση με τη λυχνία του Wood αποκαλύπτει το βαθμό αποχρωματισμού (πλήρης ή μερικός), δηλαδή αν πρόκειται για άχροη ή υπόχροη κηλίδα. Αντιμετώπιση παιδιών με λεύκη Αφού τεθεί η διάγνωση, η ενημέρωση του παιδιού και των γονιών όσον αφορά στη φύση και παθογένεια της νόσου, τις θεραπευτικές επιλογές, τον τρόπο δράσης των φαρμάκων, τις στατιστικές πιθανότητες θετικού αποτελέσματος και η διαβεβαίωση ότι πρόκειται για καλόηθες νόσημα, έχει ως αποτέλεσμα αποδοχή της κατάστασης και μεγαλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία. Το συναισθηματικό στρες μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει τη λεύκη, αλλά και το αντίθετο. Τα παιδιά παραπέμπονται σε παιδοψυχολόγο αν κριθεί απαραίτητο. Το ιστορικό που συμπληρώνεται περιλαμβάνει την ηλικία, το φύλο, το ατομικό και κληρονομικό ιστορικό για αυτοάνοσο νόσημα, την ηλικία έναρξης, διάρκεια, εντόπιση, τύπο, έκταση και ενεργότητα ΠΙΝΑΚΑΣ 1. ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΕΥΚΗΣ Γενετική Νευροχημική - εμφάνιση λεύκης μετά απο συναισθηματικό stress - νορεπινεφρίνη στο αίμα - νευροχημικοί διαβιβαστές, τοξικοί για το μελανοκύτταρο στο πάσχον δέρμα Αυτοκυτταροτοξική/μεταβολική - πρόδρομες ουσίες μελανίνης τοξικών για το μελανοκύτταρο, μέσα στο μελανοκύτταρο διαταραχή ομοιόστασης μελανοκυττάρου, π.χ. διαταραχή Ca ++ - thioreduxin reductase, καταλάση Η 2 Ο 2 Θεωρία ανεπάρκειας αυξητικών παραγόντων - ικανότητα μετανάστευσης/πολ/σμού μελανοκυττάρων Θεωρία αυτοανοσίας - ειδικά αντισώματα και Τ-λεμφοκύτταρα κατά μελανοκυττάρου Συνδυαστική της λεύκης. Τα ανωτέρω έχουν σημασία για επιλογή κατάλληλης θεραπείας. Η αναλογία επί τοις εκατό του πάσχοντος δέρματος σε σχέση με την ολική επιφάνεια του δέρματος προσδιορίζεται έχοντας υπ όψη ότι η επιφάνεια της παλάμης του παιδιού ισοδυναμεί με 1% της επιφάνειας του συνολικού δέρματος. Με τη χρήση του δείκτη ενεργότητας της λεύκης (VIDA) τα παιδιά μετέχουν ενεργά στην εκτίμηση και αντιμετώπιση της νόσου (πίνακας 2). Επίσης λαμβάνονται φωτογραφίες από όλες ή από αντιπροσωπευτικές βλάβες, που θα αποτελέσουν κριτήριο αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Εργαστηριακός έλεγχος Τα παιδιά με λεύκη πρέπει να ελέγχονται ανά έτος για θυρεοειδική δυσλειτουργία. Ο έλεγχος περιλαμβάνει προσδιορισμό των T3, T4, ΤSΗ, anti TPO και anti Tg αντισωμάτων. Σε παρουσία θετικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία γίνεται υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και αν τα ευρήματα είναι συμβατά με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, τότε το παιδί παραπέμπεται σε ενδοκρινολόγο για παρακολούθηση και πιθανά έναρξη θεραπείας. Εάν

378 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΔΕΙΚΤΗΣ ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ (VITILIGO DISEASE ACTIVITY SCORE, VIDA) Score +4: ενεργός* νόσος τις τελευταίες 6 εβδομάδες Score +3: ενεργός νόσος τους τελευταίους 3 μήνες Score +2: ενεργός νόσος τους τελευταίους 6 μήνες Score +1: ενεργός νόσος τον τελευταίο χρόνο Score 0: σταθερή η νόσος για τουλάχιστον ένα χρόνο Score -1: αυτόματος επαναχρωματισμός *Ενεργός λεύκη: εμφάνιση νέων βλαβών ή επέκταση ήδη υπαρχόντων βλαβών. τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα είναι θετικά και η TSH επιβεβαιωμένα υψηλή με δύο μετρήσεις σε μεσοδιάστημα ενός μηνός, τότε το παιδί παραπέμπεται σε ενδοκρινολόγο για έναρξη θεραπείας. Τα παιδιά αυτά έχουν ύψιστη πιθανότητα εκδήλωσης κλινικού υποθυρεοειδισμού και πρέπει έγκαιρα να αρχίσουν θεραπεία υποκατάστασης. Θεραπεία Στόχος της θεραπείας είναι η διακοπή του μηχανισμού αποχρωματισμού και έναρξη επαναχρωματισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με καταστολή της φλεγμονής (π.χ. τοπικά κορτικοστεροειδή, τοπικοί ανασταλτές της καλσινευρίνης) ή υπεροξείδωσης (π.χ. τοπικά ανάλογα της βιταμίνης D3, ψευδοκαταλάση) σε ενεργές βλάβες ή/και διέγερση του πολλαπλασιασμού και μετανάστευσης μελανοκυττάρων, [π.χ. έκθεση σε τεχνητή υπεριώδη ακτινοβολία (PUVA, NB- UVB, 308nm excimer laser), έκθεση σε φυσικό φως (ηλιοθεραπεία) ή χρήση αναλόγων βιταμίνης D3]. Σημειώνεται ότι η καταλάση είναι αντιοξειδωτικό ένζυμο που βρίσκεται ελαττωμένο στο δέρμα με λεύκη. Τελευταία χορηγείται υπό μορφή τοπικού σκευάσματος που φέρει την ονομασία ψευδοκαταλάση. Το χρώμα του δέρματος οφείλεται στα μελανοκύτταρα που εντοπίζονται στη βασική στιβάδα της επιδερμίδας. Για επαναχρωματισμό μια άχροης κηλίδας, μελανοκύτταρα μεταναστεύουν στη βασική στιβάδα από το παρακείμενο υγιές δέρμα (η ικανότητα εισχώρησης είναι 2-3χιλ.) και από τους τριχικούς θυλάκους της βλάβης. Επομένως, η ανταπόκριση στη θεραπεία είναι μεγαλύτερη α) σε μικρού μεγέθους πρόσφατες βλάβες σε σύγκριση με μεγάλου μεγέθους παλιές βλάβες και β) σε βλάβες που εντοπίζονται κατά σειρά ανταπόκρισης στο πρόσωπο, το λαιμό και το κορμί σε σύγκριση με τα άκρα χέρια/πόδια και οστικές προεξοχές (αγκώνες, γόνατα), όπου δεν υπάρχουν ή είναι πολύ λίγοι οι τριχικοί θύλακοι. Η επιλογή του είδους θεραπείας εξαρτάται, επομένως, από την ηλικία του ασθενούς, την εντόπιση, διάρκεια, έκταση και τύπο των βλαβών, το βαθμό επιθυμίας του παιδιού και των γονιών για θεραπεία, την επίδραση που ασκεί ψυχολογικά στο παιδί η νόσος και βεβαίως από τη σχέση κόστος/όφελος των διαφόρων θεραπευτικών σχημάτων. Η λεύκη ανταποκρίνεται αργά στη θεραπεία και επομένως τα τοπικά σκευάσματα πρέπει να εφαρμόζονται για τουλάχιστον 4 μήνες και η υπεριώδης ακτινοβολία για έξι μήνες και αν δεν υπάρξει ανταπόκριση τότε μόνο να γίνεται διακοπή. Έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι μόνο 16% με 36% των γιατρών πιστεύουν ότι η λεύκη αντιμετωπίζεται και θα δώσουν σχετική θεραπεία και ελπίδες στο άτομο που πάσχει. Αυτό είναι λάθος, γι αυτό παρατίθενται κατωτέρω στατιστικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητα διαφόρων θεραπευτικών σχημάτων από μελέτες που έχουν δημοσιευθεί σχετικά πρόσφατα και αφορούν αποκλειστικά σε παιδιά. Τοπικά κορτικοειδή Το περισσότερο ευρέως συνταγογραφούμενο φάρμακο για αντιμετώπιση της λεύκης στα παιδιά είναι τα τοπικά κορτικοστεροειδή. Σχετική μελέτη έδειξε ότι α) 13 (57%) από 23 παιδιά με λεύκη (μέση ηλικία 7.9 χρόνια, μέση διάρκεια λεύκης 1.3 χρόνια) που αντιμετωπίσθηκαν με μέσης ισχύος τοπικό κορτικοστεροειδές, δύο φορές την ημέρα για 4 μήνες, παρουσίασαν τουλάχιστον 50% επαναχρωματισμό σε όλες τις βλάβες και β) τα παιδιά με μη δερμοτομιακή λεύκη είχαν καλύτερη ανταπόκριση σε σχέση με τα παιδιά με δερμοτομιακή λεύκη (71.4% έναντι 33.3%). Η τοπική χρήση κορτικοστεροειδών έχει παρενέργειες τοπικές, όπως είναι η ατροφία, η τηλαγγειεκτασία, ή το γλαύκωμα όταν τα κορτικοστεροειδή εφαρμόζονται στα βλέφαρα και συστηματικές. Επομένως, πρέπει να χορηγούνται ήπιας ισχύος κορτικοστεροειδή για το πρόσωπο και μέτριας ισχύος για το σώμα. Σε αναδρομική μελέτη όπου είχαν χορηγηθεί σε παιδιά με λεύκη τοπικά ισχυρά κορτικοστεροειδή, μετά από περίπου 3 μήνες θεραπείας, 25% των παιδιών παρουσίασαν τοπικές επιπλοκές και 29%

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 379 παθολογικά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα. Η απορρόφηση κορτιζόλης ήταν 8.36 φορές μεγαλύτερη όταν η επίθειξη γινόταν στο πρόσωπο και το λαιμό σε σύγκριση με άλλα μέρη του σώματος. Γι αυτό ακριβώς το λόγο η χρήση τοπικών ανασταλτών της καλσινευρίνης έτυχε ευρείας αποδοχής. Ανασταλτές της καλσινευρίνης Μελέτες έχουν δείξει ότι η τοπική χρήση ανασταλτών καλσινευρίνης στη λεύκη έχει συγκρίσιμα ή σχεδόν συγκρίσιμα αποτελέσματα με την τοπική χρήση κορτικοστεροειδών. Οι Silverberg και συνεργάτες σε αναδρομική μελέτη που αφορούσε σε 57 παιδιά με λεύκη (μέση ηλικία 9.2 χρόνια, μέση διάρκεια λεύκης 2.9 χρόνια) που αντιμετωπίσθηκαν με tacrolimous 0.03% ή 0.1% αλοιφή 1-2 φορές ημερησίως για τουλάχιστον 3 μήνες, παρατήρησαν 50% επαναχρωματισμό σε 67% από τα παιδιά με βλάβες στο πρόσωπο και λαιμό, συμπεριλαμβανομένης και δερμοτομιακής λεύκης και 41% από τα παιδιά με βλάβες στον κορμό και τα άκρα. Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι α) ο βαθμός ανταπόκρισης δεν σχετίζετο με την πυκνότητα της αλοιφής και β) η ανταπόκριση ήταν καλύτερη όταν η επίθειξη ήταν δύο φορές ημερησίως αντί μία φορά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το tacrolimous θα πρέπει να είναι φάρμακο εκλογής για αντιμετώπιση της λεύκης στο πρόσωπο και το λαιμό και εναλλακτικό της χορήγησης κορτικοστεροειδών για βλάβες στο κορμί και τα άκρα. Ανάλογα βιταμίνης D3 Ανάλογα βιταμίνης D3 έχουν χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της λεύκης ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με έκθεση σε στενού φάσματος υπεριώδη ακτινοβολία (NB-UVB), φυσικό φως (ηλιοθεραπεία) ή με ταυτόχρονη χορήγηση τοπικών κορτικοστεροειδών με πολύ καλά αποτελέσματα. Οι Travis και Silverberg σε σχετική μελέτη που αφορούσε σε 12 παιδιά με λεύκη (μέση ηλικία 13.1 χρόνια) έδειξαν ότι 10 παιδιά παρουσίασαν κατά μέσο όρο 93% επαναχρωματισμό μετά απο συνδυσμένη αγωγή τοπικού κορτικοστεροειδούς το πρωί και καλσιποτριένης το βράδυ για 2 έως 7 μήνες (μέσος όρος 4.5 μήνες). Σε 4 απο τα 10 παιδιά είχε προηγουμένως χορηγηθεί τοπικό κορτικοστεροειδές για τουλάχιστον 3μήνες χωρίς θεραπευτικό αποτέλεσμα. Οι συγγραφείς συνιστούν η καλσιποτριένη να προστίθεται συνδυαστικά με τα κορτικοστεροειδή, όταν τα κορτικοστεροειδή ως μονοθεραπεία αποτύχουν. ΠΙΝΑΚΑΣ 3. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΛΕΥΚΗΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Τοπικά κορτικοστεροειδή Τοπικοί ανασταλτές καλσινευρίνης Ανάλογα βιταμίνης D3 ΝΒ- UVB 308nm excimer laser Ηλιοθεραπεία Φωτοθεραπεία Η φωτοθεραπεία με υπεριώδη ακτινοβολία στενού φάσματος (NB-UVB, 311mm) θεωρείται ασφαλής και αποτελεσματική θεραπευτική προσέγγιση στα παιδιά με λεύκη. Μελέτες δείχνουν ότι έκθεση στη συγκεκριμένη υπεριώδη ακτινοβολία τρεις φορές την εβδομάδα σε παρήμερο σχήμα για 6-12 μήνες έχει ως αποτέλεσμα επαναχρωματισμό >75% σε τουλάχιστον 50%-75% των παιδιών. Η ανταπόκριση στη θεραπεία εξαρτάται από την εντόπιση και διάρκεια της λεύκης και τη διάρκεια θεραπείας. Η ανταπόκριση είναι καλύτερη σε πρόσφατες βλάβες που εντοπίζονται στο πρόσωπο και το λαιμό. Σε αντίθεση με την υπεριώδη ακτινοβολία στενού φάσματος, όπου το παιδί σε ειδικό θάλαμο εκτίθεται ολόκληρο στην ακτινοβολία, η συσκευή laser (308nm excimer laser) στοχεύει σε συγκεκριμένες βλάβες. Επομένως, ενδείκνυται όταν η λεύκη είναι εντοπισμένη. Τονίζεται ότι η διαδικασία θεραπείας με τεχνητή υπεριώδη ακτινοβολία είναι χρονοβόρα για τα παιδιά και παρεμβαίνει στις σχολικές και εξωσχολικές τους δραστηριότητες. Η ηλιοθεραπεία (έκθεση στη φυσική υπεριώδη ακτινοβολία) αποτελεί εναλλακτική μέθοδο αντιμετώπισης αν και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για αποφυγή των ηλιακών εγκαυμάτων. Η γνώση ότι το δέρμα που στερείται μελανοκυττάρων είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στην ανάπτυξη κακοήθειας μετά απο έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία σε σύγκριση με το υγιές, δεν τεκμηριώνεται επιδημιολογικά. Η υπεριώδης ακτινοβολία έχει ανοσοτροποποιητική δράση και ταυτόχρονα διεγείρει τη μίτωση και μετανάστευση των μελανοκυττάρων. Έτσι, το παιδί εκτίθεται στον ήλιο συγκεκριμένη ώρα την ημέρα και προοδευτικά ο χρόνος αυξάνεται μέχρι να επιτευχθεί η ελάχιστη ερυθηματική δόση.

380 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 Ταυτόχρονα λαμβάνονται μέτρα ηλιοπροστασίας για το υγιές δέρμα, για να αποφευχθεί η χρωματική αντίθεση υγιούς-πάσχοντος δέρματος. Επικαλυπτικές κρέμες/αλοιφές Εάν όλες οι θεραπείες αποτύχουν ή βρισκόμαστε στη διαδικασία θεραπείας, το παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει, εάν το επιθυμεί, στα ακάλυπτα μέρη του σώματος επικαλυπτικές κρέμες στο χρώμα του δέρματος. Αν εξαιρέσουμε μικρό αριθμό εφήβων κοριτσιών, τα παιδιά όχι μόνο δεν επιζητούν, αλλά και απορρίπτουν τέτοιου είδους αντιμετώπιση. Σημειώνεται ότι οι βλάβες λεύκης συχνά εμφανίζονται σε θέσεις μικροτραυματισμών του δέρματος (φαινόμενο Koebner). Γι αυτό, παράλληλα με τη θεραπεία που ακολουθεί το παιδί (πίνακας 3), έχει μεγάλη σημασία η σωστή περιποίηση του δέρματος (κατάλληλο σαπούνι, σωστή ενυδάτωση) και η αποφυγή μικροτραυματισμών. Συμπέρασμα Η λεύκη δεν είναι ασυνήθης στα παιδιά και μπορεί να αντιμετωπισθεί. Η σωστή ενημέρωση και ψυχολογική υποστήριξη του παιδιού και των γονιών του έχει ως αποτέλεσμα αποδοχή της κατάστασης και μεγαλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία. ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΚΑΛΣΙΝΕΥΡΙΝΗΣ ΣΕ ΔΕΡΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Θ. Πετροπούλου: Στους αναστολείς καλσινευρίνης ανήκουν η κυκλοσπορίνη, το tacrolimus και το pimecrolimus. Πρόκειται για ανοσορρυθμιστικές ουσίες με αντιφλεγμονώδη δράση. Για τοπική εφαρμογή σε δερματικά νοσήματα χρησιμοποιούνται το tacrolimus και το pimecrolimus, ενώ και η κυκλοσπορίνη είχε δοκιμαστεί αρχικά τοπικά, χωρίς, όμως, καλά αποτελέσματα. Συστηματικά από του στόματος μπορούν να χορηγηθούν και τα τρία, ενώ ενδοφλέβια χορηγούνται η κυκλοσπορίνη και το tacrolimus. Μηχανισμός δράσης Οι δραστικές ουσίες συνδέονται ενδοκυτταρίως με μία πρωτεΐνη [το tacrolimus (FK506) με την πρωτεΐνη FKBP-12 (FK506 binding protein), το pimecrolimus με τη macrophilin-12] σχηματίζοντας ένα σύμπλοκο, το οποίο παρεμποδίζει την ενεργοποίηση της καλσινευρίνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της σύνθεσης της ιντερλευκίνης-2, αλλά και άλλων κυτταροκινών, καθώς και την αναστολή της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων. Εκτός αυτών, οι αναστολείς καλσινευρίνης παρεμποδίζουν την απελευθέρωση κυτταροκινών και μεσολαβητών φλεγμονής από τα μαστοκύτταρα του δέρματος. Ενδείξεις χορήγησης Οι τοπικοί αναστολείς καλσινευρίνης έχουν ως εγκεκριμένη ένδειξη χορήγησης την ατοπική δερματίτιδα για ηλικίες άνω των 2 ετών. Μπορούν, όμως, να χορηγηθούν και σε κάθε δερματική βλάβη, όπου απαιτείται έλεγχος της φλεγμονής, όπως η λεύκη, η σμηγματορροϊκή δερματίτιδα, ο σκληρός ατροφικός λειχήνας, η ψωρίαση. Σε κλινικές μελέτες οι τοπικοί αναστολείς καλσινευρίνης έχουν χορηγηθεί σε ηλικίες μικρότερες των 2 ετών, συμπεριλαμβανομένων και βρεφών από 3 μηνών και άνω παρότι, όπως αναφέραμε, προς το παρόν δεν έχουν έγκριση χορήγησης στις ηλικιακές αυτές ομάδες. Σκευάσματα εμπορίου Για τοπική εφαρμογή στο δέρμα, στη χώρα μας διατίθενται τα εξής σκευάσματα: το tacrolimus σε μορφή αλοιφής 0,03 και 0,1% (στα παιδιά χορηγείται η αλοιφή 0,03%) με το εμπορικό όνομα Protopic. το pimecrolimus σε μορφή κρέμας 1% με το εμπορικό όνομα Elidel και Aregen. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στους τοπικούς αναστολείς καλσινευρίνης στα παιδιά με ατοπική δερματίτιδα, που αποτελεί την εγκεκριμένη ένδειξη χορήγησής τους. Η ατοπική δερματίτιδα στα παιδιά Η ατοπική δερματίτιδα αποτελεί συχνή αιτία επίσκεψης στον παιδίατρο, ενώ απασχολεί και ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως δερματολόγους και αλλεργιολόγους. Η επίπτωση της νόσου στα παιδιά στην Ευρώπη είναι περίπου 15%. Η συχνότητα ιατρικών επισκέψεων για ατοπική δερματίτιδα σε παιδοδερματολογικό ιατρείο κατά τους χειμερινούς μήνες ανέρχεται σε ποσοστό 24-29%. Η αντιμετώπιση της νόσου στηρίζεται στην ενημέρωση και την εκπαίδευση των γονέων και των ασθενών όσον αφορά στη φύση και στην πορεία της, στη σωστή περιποίηση/ενυδάτωση του δέρματος, στην αποφυγή εκλυτικών παραγόντων και στην ειδική θεραπεία. Τα τοπικά κορτικοστεροειδή αποτελούν τη θεραπεία πρώτης γραμμής. Είναι αποτελασματικά και εφόσον χρησιμοποιούνται

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 381 σωστά είναι ασφαλή, ενώ η χρόνια χρήση τους, ειδικά σε παιδιά με ευαίσθητο δέρμα, συνδέεται με ανεπιθύμητες ενέργειες. Αυτές μπορεί να είναι τοπικές, όπως ατροφία του δέρματος, περιστοματική δερματίτιδα, γλαύκωμα (όταν εφαρμόζονται στα βλέφαρα) ή συστηματικές από την απορρόφησή τους, η οποία να σημειωθεί ότι είναι μεγαλύτερη στο πάσχον δέρμα. Η εισαγωγή των τοπικών αναστολέων καλσινευρίνης tacrolimus και pimecrolimus μετά το 2000 διεύρυναν τις θεραπευτικές δυνατότητες του ατοπικού εκζέματος στα παιδιά. Πρόκειται για σκευάσματα, τα οποία μπορούν να χορηγηθούν, εφόσον κριθεί απαραίτητο, περιορίζοντας τις παρενέργειες των κορτικοστεροειδών. Έτσι, στα πλαίσια των διεθνών ομοφωνιών για την αντιμετώπιση της ατοπικής δερματίτιδας από ομάδα ειδικών International Consensus Conference on Atopic Dermatitis II (ICCAD II) συμπεριελήφθη το 2003, για πρώτη φορά, η χρήση των αναστολέων της καλσινευρίνης στον αλγόριθμο αντιμετώπισης της νόσου, τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά. Pimecrolimus Πρόκειται γιά παράγωγο της ασκομυκίνης (προϊόντος του μικροοργανισμού Streptomyces hygroscopicus var. ascomyceticus). Στο εμπόριο διατίθεται σε μορφή δερματικής κρέμας 1%. Άδεια κυκλοφορίας δόθηκε το 2000 στις ΗΠΑ και το 2002 στην Ευρώπη για την ήπια έως μέτρια ατοπική δερματίτιδα για ηλικίες άνω των 2 ετών. Μπορεί να χορηγηθεί είτε σε βραχύχρονο θεραπευτικό σχήμα σε έξαρση ατοπικής δερματίτιδας, είτε σε σχήμα διαλείπουσας αγωγής συντήρησης για την πρόληψη υποτροπής. Βραχύχρονο θεραπευτικό σχήμα με pimecrolimus σε έξαρση ατοπικής δερματίτιδας Η θεραπεία με κρέμα pimecrolimus είναι αποτελεσματική στην έξαρση της ήπιας έως μέτριας ατοπικής δερματίτιδας. Αποτελέσματα κλινικών μελετών σε παιδιά άνω των 3 μηνών για χρονικό διάστημα αγωγής έως 6 εβδομάδες έδειξαν σημαντική υποχώρηση των συμπτωμάτων σε εφαρμογή του σκευάσματος δύο φορές την ημέρα. Δεν παρατηρήθηκαν παρενέργειες από το pimecrolimus πλην της παροδικής ερυθρότητας στο σημείο εφαρμογής στην αρχή της θεραπείας. Ανάλογα αποτελέσματα έδειξαν αντίστοιχες μελέτες σε ενήλικες. Μακρόχρονο σχήμα διαλείπουσας αγωγής συντήρησης με pimecrolimus για πρόληψη υποτροπής Τοπική αγωγή με κρέμα pimecrolimus μπορεί να εφαρμοστεί σε μακρόχρονο σχήμα αγωγής συντήρησης με σκοπό την πρόληψη υποτροπής. Η θεραπεία εφαρμόζεται κατά προτίμηση σε διαλείπον σχήμα στα πρώτα σημάδια υποτροπής (ερύθημα, κνησμός). Κλινικές μελέτες σε παιδιά άνω των 3 μηνών για χρονικό διάστημα αγωγής έως 12 μήνες σε διαλείπον σχήμα συντήρησης έδειξαν στατιστικά σημαντική μείωση των επεισοδίων εξάρσεως της νόσου. Οι ασθενείς που έκαναν χρήση pimecrolimus έκαναν πολύ λιγότερη χρήση τοπικών κορτικοστεροειδών (μόνο στην περίπτωση σοβαρής έξαρσης μη ελεγχόμενης με pimecrolimus). Η θεραπευτική αποτελεσματικότητα της κρέμας pimecrolimus παρέμεινε σταθερή καθ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης. Σε βρέφη κατέστη δυνατό να αποτραπεί έξαρση της νόσου μέχρι και για 12 μήνες. Ανάλογα αποτελέσματα έδειξαν αντίστοιχες μελέτες σε ενήλικες. Tacrolimus To tacrolimus (FK506) είναι μία μακρολίδη, η οποία παράγεται από το μικροοργανισμό Streptomyces tsucubaensis. Ανακαλύφθηκε το 1987 από ομάδα Ιαπώνων ως πρώτη μακρολίδη με ανοσοκατασταλτική δράση. Για παιδιά διατίθεται η αλοιφή Protopic 0,03%. Άδεια κυκλοφορίας δόθηκε το 2000 στις ΗΠΑ και το 2002 στην Ευρώπη για τη μέτρια έως βαριά ατοπική δερματίτιδα για ηλικίες άνω των 2 ετών. Το tacrolimus μπορεί να χορηγηθεί είτε σε βραχύχρονο θεραπευτικό σχήμα σε έξαρση ατοπικής δερματίτιδας, είτε σε σχήμα διαλείπουσας αγωγής συντήρησης για την πρόληψη υποτροπής. Βραχύχρονο θεραπευτικό σχήμα με tacrolimus σε έξαρση ατοπικής δερματίτιδας Η θεραπεία με αλoιφή tacrolimus 0,03% είναι αποτελεσματική στην έξαρση της μέτριας έως βαριάς ατοπικής δερματίτιδας στα παιδιά. Αποτελέσματα κλινικών μελετών σε παιδιά άνω των 2 ετών για χρονικό διάστημα αγωγής έως 3 εβδομάδες έδειξαν σημαντική υποχώρηση των συμπτωμάτων σε εφαρμογή του σκευάσματος δύο φορές την ημέρα. Δεν παρατηρήθηκαν παρενέργειες από το tacrolimus πλην της παροδικής ερυθρότητας στο σημείο εφαρμογής στην αρχή της θεραπείας. Ανάλογα αποτελέσματα έδειξαν μελέτες σε ενήλικες.

382 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 Μακρόχρονο σχήμα διαλείπουσας αγωγής συντήρησης με tacrolimus για πρόληψη υποτροπής Τοπική αγωγή με αλoιφή tacrolimus 0,03% μπορεί να εφαρμοστεί σε μακρόχρονο σχήμα αγωγής συντήρησης με σκοπό την πρόληψη υποτροπής. Η θεραπεία εφαρμόζεται κατά προτίμηση σε διαλείπον σχήμα στα πρώτα σημάδια υποτροπής (ερύθημα, κνησμός). Κλινικές μελέτες σε παιδιά άνω των 2 ετών που έλαβαν αγωγή σε διαλείπον θεραπευτικό σχήμα ή συνεχώς για χρονικό διάστημα παρακολούθησης έως και 4 έτη έδειξαν ότι στην πλειοψηφία των ασθενών (80%) η νόσος ελεγχόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα με tacrolimus, χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση κορτικοστεροειδών. Η θεραπευτική αποτελεσματικότητα του tacrolimus παρέμεινε σταθερή καθ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης. Ανάλογα αποτελέσματα έδειξαν μελέτες σε ενήλικες. Ανεπιθύμητες ενέργειες Συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες Μελέτες σε υγιείς εθελοντές έδειξαν πολύ χαμηλή διαδερμική απορρόφηση του tacrolimus. Σε ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα τα επίπεδα στο αίμα εξαρτώνται από τη βαρύτητα και την έκταση των δερματικών βλαβών. Σε ποσοστό άνω του 80% των ασθενών με ατοπική δερματίτιδα διαφόρων ηλικιών που λάμβαναν διάφορα θεραπευτικά σχήματα, τα επίπεδα στο αίμα ήταν μη ανιχνεύσιμα (ανιχνευτικό όριο 0,5ng/ml), ενώ το 93% των ανιχνεύσιμων τιμών ήταν χαμηλές και άνευ κλινικής σημασίας (<1 ng/ml). Τα επίπεδα του pimecrolimus στο αίμα κατόπιν διαδερμικής απορρόφησης είναι γενικά χαμηλά και ανεξάρτητα της διάρκειας εφαρμογής, της ηλικίας και της επιφάνειας εφαρμογής. Στο 99% των μετρήσεων τα επίπεδα κυμαίνονταν κάτω του 1ng/ml. Δεν παρατηρείται άθροιση της φαρμακευτικής ουσίας σε μακρόχρονη εφαρμογή των τοπικών αναστολέων καλσινευρίνης. Σε κλινικές μελέτες τόσο για το tacrolimus, όσο και για το pimecrolimus δεν παρατηρήθηκαν συστηματικές παρενέργειες μετά από τοπική εφαρμογή. Μελέτες με pimecrolimus σε πειραματόζωα έδειξαν υψηλή συγκέντρωση στο δέρμα, ακόμα και σε συστηματική χορήγηση και ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, ενώ η συστηματική ανοσοκαταστολή ήταν πολύ περιορισμένη. Τοπικές ανεπιθύμητες ενέργειες Σε αντίθεση με τα τοπικά κορτικοστεροειδή δεν έχει παρατηρηθεί ατροφία δέρματος, ακόμη και σε μακρόχρονη εφαρμογή των αναστολέων καλσινευρίνης στο δέρμα. Επίσης, δεν έχει παρατηρηθεί αυξημένος κίνδυνος λοίμωξης, ούτε ταχυφυλαξία και υποτροπή μετά τη διακοπή της αγωγής. Ως σοβαρότερη ανεπιθύμητη ενέργεια αναφέρεται η ερυθρότητα του δέρματος στο σημείο εφαρμογής της θεραπείας. Παρατηρείται στο 10-14% των παιδιών. Τα συμπτώματα είναι ήπια και μικρής διάρκειας και υποχωρούν εντός 1 εβδομάδας συνεχούς εφαρμογής. Αλλεργία - Φωτοευαισθησία Και οι δύο ουσίες δεν συνδέονται με αλλεργία ή φωτοευαισθησία μετά την εφαρμογή τους στο δέρμα. Καρκινογένεση Σε πειραματόζωα έχει παρατηρηθεί αυξημένος κίνδυνος καρκινογένεσης μετά από εφαρμογή τοπικών αναστολέων καλσινευρίνης στο δέρμα και έκθεση σε UV-ακτινοβολία, αλλά σε συγκεντρώσεις πολλαπλάσιες αυτών που χρησιμοποιούνται θεραπευτικά. Καρκινογένεση μετά από έκθεση σε ηλιακή ακτινοβολία του δέρματος, στο οποίο εφαρμόζεται tacrolimus ή pimecrolimus δεν έχει επιβεβαιωθεί σε ανθρώπους. Παρακολούθηση 10.000 ασθενών στις ΗΠΑ για χρονικό διάστημα έως και 3 έτη μετά την εφαρμογή αναστολέων καλσινευρίνης δεν έδειξε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος. Ωστόσο συνιστάται προφύλαξη από την ηλιακή ακτινοβολία κατά τη διάρκεια θεραπείας με αναστολείς καλσινευρίνης. Μετά την άδεια κυκλοφορίας των προϊόντων έως το Δεκέμβριο του 2004 είχαν αναφερθεί σύμφωνα με το FDA 19 περιπτώσεις καρκίνου (9 λεμφώματα και 10 δερματικά καρκινώματα) εκ των οποίων 3 σε παιδιά κάτω των 6 ετών. Παρότι δεν μπορεί να διευκρινισθεί η συσχέτιση των περιπτώσεων αυτών με τους αναστολείς καλσινευρίνης FDA και EMEA, συνιστούν την προσοχή στη χρήση αναστολέων καλσινευρίνης στα παιδιά για τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης λεμφώματος, χωρίς, όμως, να αλλάξουν τις κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας, οι οποίες ίσχυαν προ της οδηγίας αυτής. Συνιστάται να τηρούνται τα εξής: Χρήση των αναστολέων καλσινευρίνης ως 2 ης γραμμής θεραπεία. Προφύλαξη του δέρματος από την ηλιακή ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 383 Χρήση της μικρότερης απαιτούμενης ποσότητας και τήρηση του μικρότερου δυνατού χρόνου θεραπείας. Τήρηση διαλείποντος σχήματος σε θεραπεία συντήρησης. Χορήγηση σε ηλικίες άνω των 2 ετών. Να μην χορηγούνται σε ανοσοκατεσταλμένους. Επίδραση στους εμβολιασμούς Μελέτες σε παιδιά έδειξαν ότι η τοπική εφαρμογή τόσο του tacrolimus, όσο και του pimecrolimus δεν επηρεάζουν την απάντηση σε πρωτεϊνικά και πολυσακχαριδικά αντιγόνα κατόπιν εμβολιασμού. Κριτήρια θεραπείας στα παιδιά και τρόπος εφαρμογής Σήμερα τα τοπικά κορτικοστεροειδή εξακολουθούν να αποτελούν την πρώτης γραμμής αντιφλεγμονώδη αγωγή στο ατοπικό έκζεμα στα παιδιά. Οι αναστολείς καλσινευρίνης εφαρμόζονται ως δεύτερης γραμμής τοπικά αντιφλεγμονώδη σε περίπτωση συχνών υποτροπών ή εκτεταμένων και επίμονων εκζεματικών βλαβών, που πρακτικά εκφράζεται με εφαρμογή τοπικών κορτικοστεροειδών >10 ημέρες το μήνα στο πρόσωπο και >15 ημέρες το μήνα στο σώμα ή/και χρήση κορτικοστεροειδούς >15γραμμαρίων/μήνα σε βρέφος ή >30 γραμμαρίων/μήνα σε μεγαλύτερο παιδί. Εάν ένα παιδί πληροί τα κριτήρια χρήσης τοπικού αναστολέα καλσινευρίνης, τότε στη φάση που το τοπικό κορτικοστεροειδές χορηγείται μόνο το πρωί, ο αναστολέας καλσινευρίνης εφαρμόζεται το βράδυ και όταν γίνει διακοπή του κορτικοστεροειδούς, τότε εφαρμόζεται πρωί-βράδυ μέχρι πλήρους υποχώρησης των συμπτωμάτων. Σε έναρξη υποτροπής (ήπιο ερύθημα-κνησμός) εφαρμόζεται τοπικός αναστολέας καλσινευρίνης δύο φορές ημερησίως και γίνεται απότομη διακοπή όταν υποχωρήσουν τα συμπτώματα. Η συστηματική χορήγηση αναστολέα καλσινευρίνης (κυκλοσπορίνης) περιορίζεται σε επίμονες, σοβαρές και ανθεκτικές στην τοπική αγωγή περιπτώσεις ατοπικού εκζέματος. Στη χώρα μας, τα περισσότερα παιδιά έχουν ήπια ή μέτριας βαρύτητας νόσο, κάτι το οποίο πιθανώς να σχετίζεται με το γενετικό υπόστρωμα, τις κλιματολογικές συνθήκες, τον τρόπο διαβίωσης και τη διατροφή (μεσογειακή δίαιτα). Οι τοπικοί αναστολείς καλσινευρίνης αποτελούν νεότερα σκευάσματα για την αντιμετώπιση της ατοπικής δερματίτιδας στα παιδιά, διευρύνοντας σημαντικά τις θεραπευτικές δυνατότητες. Αποτελούν δεύτερης γραμμής θεραπεία μετά τα τοπικά κορτικοστεροειδή, μειώνοντας τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών των κορτικοστεροειδών, τα οποία περιορίζονται μόνο στις φάσεις έντονης έξαρσης του εκζέματος. Όταν χρησιμοποιούνται έγκαιρα μειώνουν τη βαρύτητα, επιμηκύνουν το χρόνο μεταξύ των εξάρσεων και συμβάλλουν σημαντικά στον έλεγχο της νόσου. ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΟΞΕΙΑΣ ΦΑΣΕΩΣ, ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟ ΛΟΓΗΣΗ Ε. Λυκοπούλου: Η αντίδραση οξείας φάσεως είναι ένα σημαντικό παθοφυσιολογικό φαινόμενο που συνοδεύει τη φλεγμονή. Με αυτή την αντίδραση οι φυσιολογικοί ομοιοστατικοί μηχανισμοί αντικαθίστανται από νέους που συντελούν στη μη ειδική άμυνα και προσαρμογή. Το ενδιαφέρον σε αυτό το φαινόμενο εστιάστηκε το 1930 με την ανακάλυψη της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) στο πλάσμα ασθενών στην οξεία φάση της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας και ονομάστηκε έτσι γιατί αντιδρά με τον πνευμονιοκοκκικό C-πολυσακχαρίτη. Παρά το όνομά της η αντίδραση οξείας φάσεως συνοδεύει τόσο την οξεία, όσο και τη χρόνια φλεγμονή. Καταστάσεις που συχνά συνοδεύονται από μεταβολές των πρωτεϊνών οξείας φάσεως είναι λοιμώξεις, τραύματα, έμφρακτα, χειρουργικές επεμβάσεις, αρθρίτιδες και νεοπλάσματα. Η αντίδραση οξείας φάσεως περιλαμβάνει μεταβολές στη συγκέντρωση πολλών πρωτεϊνών του πλάσματος, που είναι γνωστές ως πρωτεΐνες οξείας φάσεως (πίνακας 1), καθώς και μεταβολές συμπεριφοράς, φυσιολογικές, βιοχημικές και διατροφικές (πίνακας 2). Πρωτεΐνη οξείας φάσεως είναι η πρωτεΐνη που η συγκέντρωσή της στο πλάσμα αυξάνεται (θετική πρωτεΐνη οξείας φάσεως) ή μειώνεται (αρνητική πρωτεΐνη οξείας φάσεως) τουλάχιστον 25% κατά τη διάρκεια της φλεγμονώδους αντίδρασης. Κύριο όργανο σύνθεσης των πρωτεϊνών οξείας φάσεως είναι το ήπαρ. Το εύρος της αύξησης ποικίλει από 50% για τη σερουλοπλασμίνη και το συμπλήρωμα και μέχρι 1.000 φορές για τη CRP, το SAA (σχήμα 1) ή την προκαλσιτονίνη. Η κινητική των πρωτεϊνών οξείας φάσεως μετά από φλεγμονώδη ενεργοποίηση ποικίλει από μερικές ώρες για τη C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και το αμυλοειδές Α του ορού μέχρι μερικές μέρες για την απτοσφαιρίνη. Οι μεταβολές στις πρωτεΐνες οξείας φάσεως είναι αποτέλεσμα της παραγωγής των κυτταροκινών,

384 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 Change in Plasma Concentration (%) 30,100 30,000 700 600 500 400 300 200 100 0 C-reactive protein Serum amyloid A Haptoglobin C3 Fibrinogen Albumin Transferrin 0 7 14 21 Time after Inflammatory Stimulus (days) ΣΧΗΜΑ 1. Χαρακτηριστικά μοντέλα μεταβολών στο πλάσμα πρωτεϊνών οξείας φάσεως μετά από μέτρια φλεγμονώδη αντίδραση. που είναι ενδοκυττάρια πολυπεπτίδια, παράγονται από ενεργοποιημένα κύτταρα, προέρχονται από πολλές πηγές και έχουν πολλαπλούς στόχους και λειτουργίες. Κατά τη διάρκεια της φλεγμονώδους αντίδρασης οι κυτταροκίνες παράγονται εξωηπατικά από μακροφάγα και μονοκύτταρα στην καρδιά, στο τοίχωμα των αγγείων και στο λιπώδη ιστό. Περιλαμβάνουν την ιντερλευκίνη-6 (IL-6) και ιντερλευκίνη-1β (IL-1β), τον παράγοντα νέκρωσης όγκων α (TNF-a), την ιντερφερόνη-γ και τον αναπτυξιακό παράγοντα μετατροπής β (TGF-beta). Αυτές οι πρωτεΐνες, με κυρίαρχη την IL-6, ενεργοποιούν την παραγωγή των πρωτεϊνών οξείας φάσεως από το ήπαρ (σχήμα 2). Παρά την αύξηση των συντελεστών οξείας φάσεως, συνήθως κατά τον ίδιο τρόπο, το φαινόμενο δεν είναι ενιαίο σε όλους τους ασθενείς με την ίδια νόσο. Έτσι, ένας ασθενής με εμπύρετο μπορεί να έχει φυσιολογική τιμή CRP αλλά αύξηση άλλων πρωτεϊνών οξείας φάσεως, όπως το ινωδογόνο. Η ένταση της παραγωγής πρωτεϊνών οξείας φάσεως ποικίλει, από τη φύση του λοιμογόνου παράγοντα, τη θέση της φλεγμονής, καθώς και γενετικούς πολυμορφισμούς που διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Η αντίδραση οξείας φάσεως φαίνεται να έχει αρχικά ευεργετική δράση. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη των λειτουργιών των πρωτεϊνών οξεί- ΠΙΝΑΚΑΣ 1. ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΟΞΕΙΑΣ ΦΑΣΕΩΣ Πρωτεΐνες που η συγκέντρωσή τους στο πλάσμα αυξάνεται - Σύστημα συμπληρώματος C3 C4 C9 Παράγοντας Β C4b- συνδεμένη πρωτεΐνη Λεκτίνη συνδεμένη με μαννόζη - Σύστημα πήξης Ινωδογόνο Πλασμινογόνο Ενεργοποιητής πλασμινογόνου ιστών Ουροκινάση Πρωτεΐνη C Βιτρονεκτίνη Αναστολέας ενεργοποίησης πλασμινογόνου 1 - Αναστολείς πρωτεϊνασών Αναστολέας α1-πρωτεάσης Α1-αντιχυμοθρυψίνη Αναστολέας παγκρεατικής εκκριτικής θρυψίνης Αναστολείς α-θρυψίνης - Πρωτεΐνες μεταφοράς Σερουλοπλασμίνη Απτοσφαιρίνη Αιμοπεξίνη - Με συμμετοχή στη φλεγμονώδη απάντηση Φωσφολιπάση Α2 Πρωτεΐνη συνδεμένη με πολυσακχαρίτες Ανταγωνιστής του υποδοχέα της ιντερλευκίνης-1 Αυξητικός παράγοντας πολυμορφοπυρήνων - Άλλες C- αντιδρώσα πρωτεΐνη Αμυλοειδές Α του ορού α 1 - οξυγλυκοπρωτεΐνη Φιμπρονεκτίνη Φερριτίνη Αγγειοτενσινογόνο Πρωτεΐνες που η συγκέντρωσή τους στο πλάσμα μειώνεται Αλβουμίνη Τρανσφερίνη α 2 - HS γλυκοπρωτεΐνη Αλφα-φετοπρωτεΐνη Σφαιρίνη συνδεμένη με θυροξίνη Αυξητικός παράγοντας ινσουλίνης I Παράγοντας XII

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 385 ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΑΛΛΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΟΞΕΙΑΣ ΦΑΣΕΩΣ Νευροενδοκρινικές μεταβολές - Πυρετός, καταβολή, ανορεξία - Αύξηση έκκρισης κορτικοτροεκλυτικής ορμόνης (CRH), αδρεκορτικοτρόπου (ACTH) και κορτιζόλης - Αύξηση έκκρισης αργινίνης βαζοπρεσίνης - Μείωση παραγωγής αυξητικού παράγοντα ινσουλίνης I - Αύξηση έκκρισης κατεχολαμινών Αιμοποιητικές μεταβολές - Αναιμία χρονίας νόσου - Λευκοκυττάρωση - Θρομβοκυττάρωση Μεταβολικές μεταβολές - Απώλεια μυϊκής μάζας, αρνητικό ισοζύγιο αζώτου - Μειωμένη γλυκονεογένεση - Οστεοπόρωση - Αυξημένη ηπατική λιπογένεση - Αυξημένη λιπόλυση στο λιπώδη ιστό - Αυξημένη δραστικότητα λιποπρωτεϊνικής λιπάσης στους μύες και το λιπώδη ιστό - Καχεξία Ηπατικές μεταβολές - Αύξηση μεταλλοθειονίνης, οξυγενάσης της αίμης και ιστικού αναστολέα μεταλλοπρωτεϊνάσης 1 - Μείωση δραστικότητας καρβοξυκινάσης του φωσφοενολπυρουβικού Μεταβολές συγκεντρώσεων μη πρωτεϊνικών στοιχείων - Μείωση ψευδαργύρου και σιδήρου, αύξηση χαλκού - Αύξηση ρετινόλης και γλουταθειόνης πλάσματος ας φάσεως, που συμμετέχουν στην αναγνώριση και απομάκρυνση παθογόνων μικροοργανισμών, στον περιορισμό της βλάβης των ιστών και την επούλωσή τους, καθώς και στην προσαρμογή στο βλαπτικό παράγοντα. Πολλές από τις πρωτεΐνες οξείας φάσεως έχουν το δυναμικό να επιδρούν σε περισσότερα του ενός στάδια της φλεγμονής, καθώς η ίδια η φλεγμονή είναι μία σύνθετη, υψηλής «ενορχήστρωσης» διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν πολλά είδη κυττάρων και μορίων που επάγουν, ενισχύουν, εξασθενούν ή λύουν τη φλεγμονή. Ο ρόλος της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) Κύρια λειτουργία της CRP είναι η σύνδεση με τη φωσφοχολίνη και άλλα φωσφολιπίδια των κυτταρικών μεμβρανών στις θέσεις φλεγμονής. Έχει προ-φλεγμονώδη δράση, καθώς προάγει την παραγωγή κυτταροκινών από τα μονοπύρηνα και κυρίως αντι-φλεγμονώδη δράση με μείωση της προσκόλλησης των ουδετεροφίλων στο ενδοθήλιο και ενίσχυση της κάθαρσης των αποπτωτικών κυττάρων. Ενεργοποιεί το σύστημα του συμπληρώματος μετά από σύνδεση με τους πολυσακχαρίτες των μικροβίων. Τα επίπεδά της στον ορό μπορούν να ανιχνευθούν μετά από 12 ώρες, κορυφώνονται σε 20-48 ώρες και μειώνονται στις φυσιολογικές τιμές σε 3-7 ημέρες. O ρόλος του αμυλοειδούς Α του ορού (SAA) To αμυλοειδές Α του ορού αποτελείται από μια οικογένεια απολιποπρωτεϊνών που συνδέεται με την HDL και έχει την ικανότητα να επιδρά στο μεταβολισμό της χοληστερόλης κατά τη διάρκεια της φλεγμονής. Προκαλεί προσκόλληση και χημειοταξία των φαγοκυττάρων και λεμφοκυττάρων, μείωση παραγωγής προσταγλανδίνης Ε2, μειωμένη ενεργοποίηση αιμοπεταλίων και ο κύριος ρόλος του είναι ανοσορρυθμιστικός. Σε μερικούς ασθενείς με χρόνιες λοιμώξεις το αποτέλεσμα της αυξημένης παραγωγής του έχει ως αποτέλεσμα την εναπόθεση τμημάτων SAA στους ιστούς και την ανάπτυξη δευτεροπαθούς αμυλοείδωσης. Ο ρόλος της προκαλσιτονίνης (PCT) H PCT είναι πεπτίδιο από 116 αμινοξέα και πρόδρομος ορμόνη της καλσιτονίνης. Η PCT συντίθεται από πολλούς ιστούς του οργανισμού σε απάντηση σε φλεγμονώδη ερεθίσματα και φυσιολογικά δεν απελευθερώνεται στην κυκλοφορία. Σε φυσιολογικά άτομα τα επίπεδά της είναι πολύ χαμηλά έως μη ανιχνεύσιμα (0.01-0.1ng/ml). Το κύριο ερέθισμα για την παραγωγή της αποτελούν οι μικροβιακές ενδοτοξίνες (LPS). Μικρότερο ερέθισμα αποτελούν οι κυτταροκίνες (IL-6, TNF-α). Η συγκέντρωση της PCT στο πλάσμα αυξάνεται 6-8 ώρες μετά το μικροβιακό ερέθισμα, κορυφώνεται σε 12 ώρες και ελαττώνεται στις φυσιολογικές τιμές σε 2-3 ημέρες μετά την αγωγή. Ο προσδιορισμός των επιπέδων της γίνεται ποσοτικά με ανοσοχημειοφωταύγεια και υπάρχει και ταχεία ημιποσοτική

386 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 Heart ΣΧΗΜΑ 2. Πηγή των δεικτών φλεγμονής και των κυτταροκινών. Vessel wall Macrophages Adipose tissue IL-6 PCT CRP ΣΧΗΜΑ 3. Κινητική δεικτών στη βακτηριακή λοίμωξη. Plasma Concentration IL-10 TNF 0 1 2 6 12 24 48 72 Time (hours) μέθοδος (0.5ng/ml-10ng/ml) που μπορεί να γίνει δίπλα στον ασθενή σε 30min. Ρόλος άλλων πρωτεϊνών Το συμπλήρωμα έχει προ-φλεγμονώδη δράση, συμπεριλαμβανομένης της χημειοταξίας και της οψωνοποίησης λοιμωδών παραγόντων και κατακερματισμένων κυττάρων. Tα αντιοξειδωτικά απτοσφαιρίνη και αιμοπηξίνη προστατεύουν από ελεύθερες ρίζες Ο 2 με τη γρήγορη απομάκρυνση κυττάρων που περιέχουν Fe. Δύο πρωτεΐνες οξείας φάσεως επιδρούν στην επούλωση των πληγών: το ινωδογόνο και η απτοσφαιρίνη. Η hepcidin (Hepatic bacteriocidal protein), μια πρωτεΐνη που παράγεται στο ήπαρ, συντελεί στη μείωση του Fe του ορού, με τη μείωση της απορρόφησής του από το έντερο και τη μείωση της απελευθέρωσής του από τα μακροφάγα. Η αντίδραση οξείας φάσης δεν είναι πάντα ευεργετική. Αποτέλεσμά της μπορεί να είναι η αναιμία της χρονίας νόσου, η καχεξία, η επηρεασμένη ανάπτυξη στα παιδιά, η δευτεροπαθής αμυλοείδωση και η υπερπαραγωγή κυτταροκινών που μπορεί να είναι μοιραία, όπως στο σηπτικό shock. Κλινική σημασία Παρά την έλλειψη διαγνωστικής ειδικότητας η μέτρηση των πρωτεϊνών οξείας φάσεως είναι χρήσιμη, γιατί δείχνει την παρουσία και την ένταση της φλεγμονώδους διαδικασίας. Χρησιμοποιούνται

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 387 στην πράξη, γιατί η κλινική εξέταση μπορεί να υποθέσει μια σοβαρή λοίμωξη παρά να την επιβεβαιώσει. Έτσι, όταν τα κλινικά σημεία δεν είναι αρκετά ώστε να προβλέψουν σοβαρή λοίμωξη, χρησιμοποιούνται ως δείκτες φλεγμονής τόσο για τη διαφορική διάγνωση, όσο και για τον έλεγχο της θεραπευτικής ανταπόκρισης. Η ΤΚΕ είναι ο παλαιότερος δείκτης φλεγμονής και ταυτόχρονα έμμεσος δείκτης της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών οξείας φάσεως. Επηρεάζεται από το σχήμα, το μέγεθος και τον αριθμό των ερυθρών και από τη συγκέντρωση των ανοσοσφαιρινών και του ινωδογόνου. Η διακριτική της ικανότητα γενικά στην αιτιολογία των λοιμώξεων είναι φτωχή, αλλά έχει και σήμερα διαγνωστική αξία στην ανίχνευση και θεραπευτική παρακολούθηση της σηπτικής αρθρίτιδας και οστεομυελίτιδας στα παιδιά. Η CRP αποτελεί ευαίσθητο δείκτη φλεγμονής, κυρίως εντοπισμένων λοιμώξεων. Η τιμή της δεν αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της αντίδρασης οξείας φάσεως και είναι φτωχός προγνωστικός δείκτης της διάγνωσης της σηψαιμίας. Το όριο πρόβλεψης σοβαρής βακτηριακής λοίμωξης στα παιδιά είναι για τη CRP από 4mg/dl (40mg/L) μέχρι 9mg/dl (90mg/L). Σε ιογενείς λοιμώξεις, οι τιμές της είναι συνήθως κάτω από 20-40mg/L, αλλά δυστυχώς αυξάνεται περισσότερο από 100mg/L, σε ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις (αδενοϊοί, Εpstrein-Βarr, Echo, CMV), χωρίς συνυπάρχουσα βακτηριακή λοίμωξη. Επίσης αυξάνεται σε αυτοάνοσα και ρευματικά νοσήματα, καρδιαγγειακά σύνδρομα, όγκους και χειρουργικές επεμβάσεις. Γίνεται εύκολα και φθηνά, ελέγχει ικανοποιητικά την ανταπόκριση της αντιβιοτικής θεραπείας στις εντοπισμένες λοιμώξεις και έχει μελετηθεί εδώ και 50 χρόνια. Είναι σχετικά αργή η ανταπόκρισή της στο χρόνο στη βακτηριακή λοίμωξη. Οι μετρήσεις της στις πρώτες 12 ώρες του εμπυρέτου δεν έχουν κλινική σημασία. Τόσο η ΤΚΕ, όσο και η CRP αυξάνονται στην παχυσαρκία (IL-6). Tα περισσότερα φυσιολογικά άτομα έχουν CRP <3 mg/l, ενώ τιμές 3-10mg/L αντιπροσωπεύουν χαμηλού βαθμού συστηματική φλεγμονή (παχυσαρκία, διαβήτης, ουραιμία, υπέρταση κ.λπ.). Το αμυλοειδές Α του ορού αυξάνεται σε λοιμώξεις, ρευματικά (ΡΑ, ΝΡΑ), αυτοάνοσα (Crohn s), καρδιαγγειακά και νεοπλασματικά νοσήματα. Αποτελεί τον κύριο βιοχημικό δείκτη διάγνωσης της δευτεροπαθούς συστηματικής αμυλοείδωσης, καλό δείκτη υποκλινικής φλεγμονής και δείκτη θεραπευτικής ανταπόκρισης στον οικογενή μεσογειακό πυρετό, καθώς και καλό δείκτη απόρριψης μοσχεύματος SAA, CRP (mg/l) IL-6 (ng/ml) ESR (mm/h) 700 600 500 400 300 200 100 0 100 50 IL-6 CRP Days after onset ESR SAA 0.25 0.5 1 2 3 4 8 ΣΧΗΜΑ 4. Το SAA έχει ευρύτερη διακύμανση από τη CRP, αλλά παρόμοια κινητική. Παθολογικές τιμές του SAA μπορεί ν ανιχνεύονται με φυσιολογική CRP. (νεφρού, ήπατος, GVHD). Είναι πιο ευαίσθητος δείκτης φλεγμονής από τη CRP και με μεγαλύτερο εύρος διακύμανσης (σχήμα 4), οι μετρήσεις του, όμως, δεν είναι ευρέως διαθέσιμες προς το παρόν. Τιμές > 6mg/L θεωρούνται παθολογικές. Η προκαλσιτονίνη χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη ως έγκαιρος δείκτης βακτηριακής λοίμωξης, με ιδιότητες δείκτη βαρύτητας, πρόγνωσης και παρακολούθησης της κλινικής ανταπόκρισης στην αγωγή. Διαθέτει υψηλή ειδικότητα για την ανάδειξη σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων (σηψαιμία, βακτηριαιμία, μηνιγγίτιδα, πυελονεφρίτιδα) και η ειδικότητά της για λοίμωξη αυξάνεται όσο αυξάνουν οι τιμές της. Έχει εξαιρετική διακριτική ικανότητα στις σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις (median: 17,5ng/ml), στις εστιακές βακτηριακές λοιμώξεις (median: 2ng/ml) και στις ιογενείς λοιμώξεις (median: 0.2ng/ml). Στα νεογνά έχει χρησιμότητα αν συνυπολογιστεί η κλινική κατάσταση (περιγεννητική ασφυξία, ενδοκράνια αιμορραγία, πνευμοθώρακας) και η περιγεννητική χορήγηση αντιβιοτικών. Στις εστιακές λοιμώξεις, υπάρχει ασυμφωνία στη βιβλιογραφία για τη χρησιμότητά της στη διαφοροδιάγνωση μεταξύ βακτηριακών και ιογενών λοιμώξεων. Είναι εξαίρετος δείκτης σοβαρής βακτηριακής λοίμωξης, με πολύ αυξημένες τιμές, ιδίως στη σηψαιμία από gram- μικρόβια και στο σηπτικό shock. Αποτυχία μείωσης των επιπέδων PCT υπό αγωγή

388 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 ΠΙΝΑΚΑΣ 3. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ Ειδικότητα Ευαισθησία Κλινική χρήση στη λοίμωξη στη φλεγμονή Πλεονεκτήματα Μειονέκτηματα PCT ++++ +/-? Γρήγορη (2h) ευαισθησία σε Χρόνος ημιζωής 25h εστιακές λοιμώξεις Ακριβή CRP ++ ++ Φθηνή ευαισθησία, Peak > 24h Κυτταροκίνες + ++++ Ευαισθησία Ημιζωή min Γρήγορη (min) βιοσταθερότητα Ακριβή Λευκά + +++ Απλή, ευαισθησία ειδικότητα αποτελεί κακό προγνωστικό δείκτη. Η προκαλσιτονίνη είναι ένας εξαιρετικός δείκτης στις σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις στα παιδιά, αλλά δεν πρέπει να θεωρείται το gold standard. H αρνητική προγνωστική αξία της δεν είναι πάντα 100% κι έτσι μπορεί να εφησυχάσει τον κλινικό παρά την παρουσία δυνητικά θανατηφόρας νόσου. Παιδιά με σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις είναι πιθανότερο να έχουν αυξημένη CRP και αυξημένη PCT σε σύγκριση με αυτά με ήπιες ή ιογενείς λοιμώξεις. Μία και μοναδική τιμή ενός test δίνει μία πιθανότητα μα ποτέ μία βεβαιότητα της παρουσίας ή απουσίας σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων. Η χρήση ενός ή περισσοτέρων δεικτών φλεγμονής μπορεί να βοηθήσει, όμως, τον κλινικό ιατρό στην αναγνώριση σοβαρής βακτηριακής λοίμωξης που δεν ανιχνεύεται κλινικά και να του επιτρέψει μια πιο επιλεκτική στρατηγική, ώστε να καθορίσει τα παιδιά που χρειάζονται επιπλέον εργαστηριακές εξετάσεις και αντιβιοτική θεραπεία. Στον πίνακα 3 συγκρίνονται οι δείκτες φλεγμονής στην καθημερινή πράξη. Ασυμφωνία είναι συχνή μεταξύ των διαφορετικών πρωτεϊνών οξείας φάσεως. Μερικές μπορεί να αυξάνονται, ενώ άλλες όχι, λόγω διαφορών στην παραγωγή κυτταροκινών στα διάφορα νοσήματα. Διαφορές μεταξύ της ΤΚΕ και της CRP είναι συχνές. Αυξημένη ΤΚΕ με ταυτόχρονα φυσιολογική CRP στη λοίμωξη είναι συχνά ψευδώς θετική τιμή για την ΤΚΕ. Η ΤΚΕ είναι σημαντικά αυξημένη στον ενεργό ΣΕΛ, ενώ η CRP είναι φυσιολογική. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ένα ιδανικό test που να αντικατοπτρίζει τη φλεγμονή. Σήμερα η ορθή χρήση των μετρήσεων των πρωτεϊνών οξείας φάσεως είναι η μέτρηση πολλών αντί μιας, τα αποτελέσματα των οποίων ερμηνεύονται με βάση την κλινική εικόνα και τις υπάρχουσες μελέτες. Στις λοιμώξεις ο συνδυασμός των δεικτών και οι επαναληπτικές μετρήσεις επιτυγχάνουν καλύτερη διαγνωστική ακρίβεια. Ειδικές εφαρμογές των πρωτεϊνών οξείας φάσεως Ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) Βοηθούν στην παρακολούθηση της ενεργότητας της νόσου στην ΡΑ. Αν και η ΤΚΕ έχει ευρεία χρήση γι αυτό το σκοπό, η CRP και το SAA συσχετίζονται καλύτερα με την ενεργότητα και έχουν αξία στην εκτίμηση της επιδείνωσης και πρόγνωσης των ασθενών με ΡA. Aυξημένες τιμές ΤΚΕ, CRP και SAA συνδέονται σημαντικά με ακτινολογικά ευρήματα επιβάρυνσης της νόσου 6-12 μήνες μετά και παθολογικά ευρήματα στην MRI και στην ιστολογική εικόνα. Έτσι, για τους κλινικούς η ομαλοποίηση των πρωτεϊνών οξείας φάσεως είναι σημαντικός στόχος στη θεραπεία της ΡΑ αν και προοδευτική αρθρική βλάβη συμβαίνει παρά τη βελτίωσή τους. Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) Η ΤΚΕ είναι χρήσιμος δείκτης της ενεργότητας της νόσου και προβλέπει τη βλάβη των οργάνων. Ο ΣΕΛ είναι η εξαίρεση στη γενίκευση ότι η CRP συσχετίζεται με τη σοβαρότητα της φλεγμονής στα ρευματολογικά νοσήματα. Πολλοί ασθενείς με ΣΕΛ δεν έχουν αυξημένη CRP και μελέτες δείχνουν ότι η CRP δεν είναι χρήσιμη ούτε στη διαφορική

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 389 διάγνωση των ασθενών με ΣΕΛ και πυρετό. Το SAA φαίνεται να είναι χαμηλότερο στο ΣΕΛ συγκριτικά με άλλους ασθενείς με χρόνιες φλεγμονές, γιατί η δευτεροπαθής αμυλοείδωση δεν είναι συχνή στη νόσο. Άλλα νοσήματα Οι πρωτεΐνες οξείας φάσεως, επιπλέον, βοηθούν στην εκτίμηση και πρόγνωση ασθενών με κακοήθεια. Στις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου μπορούν να εκτιμήσουν την ύπαρξη και το βαθμό φλεγμονώδους διεργασίας, καθώς και το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Μεγάλη βιβλιογραφία υπάρχει για τον προγνωστικό ρόλο τους στα καρδιαγγειακά νοσήματα (hscrp). Η παχυσαρκία της παιδικής ηλικίας συνοδεύεται με χαμηλού βαθμού χρόνια φλεγμονή που συσχετίζεται με την BMI και την αύξηση κυτταροκινών (TNF-a, IL-6) και πρωτεϊνών οξείας φάσεως (CRP, ινωδογόνο). Η αντίδραση οξείας φάσεως αντανακλά την παρουσία και το βαθμό της φλεγμονής και ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης των πρωτεϊνών οξείας φάσεως αποτελεί χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο στη διάγνωση και παρακολούθηση του ασθενούς. Οι πρωτεΐνες οξείας φάσεως, μετά το λεπτομερές ιστορικό και την προσεκτική κλινική εξέταση, μπορούν να βοηθήσουν τον κλινικό γιατρό στην όσο το δυνατό πιο έγκαιρη διάγνωση μιας βακτηριακής λοίμωξης. Η σωστή αξιολόγησή τους μπορεί να ελαττώσει τις εισαγωγές στο νοσοκομείο, να μειώσει τις ημέρες νοσηλείας, να περιορίσει τη χρήση την αντιβιοτικών και την ανάπτυξη ανθεκτικών μικροβίων. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟΙ ΔΙΑΤΑΡΑΚΤΕΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ: ΤΑ ΑΠΟ ΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΣΕ ΧΗΜΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛ ΛΟΝΤΟΣ Π. Νικολοπούλου-Σταμάτη: Τοξική έκθεση Οι περίοδοι της εμβρυϊκής, βρεφικής και παιδικής ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα ευπαθείς σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Η τοξική έκθεση σε χημικές ουσίες κατά τη διάρκεια αυτών των ευαίσθητων φάσεων μπορεί να προκαλέσει ασθένειες και δυσλειτουργίες στα έμβρυα, στα βρέφη και στα παιδιά και κατ επέκταση οι βλάβες να παραμείνουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Μεταξύ των αποτελεσμάτων της τοξικής έκθεσης που αναγνωρίστηκαν σε αναφορά με το παρελθόν είναι οι αποβολές, οι συγγενείς ανωμαλίες και το χαμηλό βάρος γέννησης. Αυτά τα αποτελέσματα είναι προφανώς φανερά, αλλά ακόμα και λεπτές αλλαγές που προκλήθηκαν από τη χημική έκθεση κατά τη διάρκεια της αρχικής ανάπτυξης ίσως οδηγήσουν σε σημαντικές λειτουργικές βλάβες και ανεπτυγμένο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών στο μέλλον. Η χρονική στιγμή της έκθεσης κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της ανάπτυξης αποτελεί ως εκ τούτου ένα καίριο παράγοντα στις τοξικολογικές εκτιμήσεις των επιπτώσεων. Ενδομήτρια και περιγενετική έκθεση Το αναπτυσσόμενο έμβρυο είναι ιδιαίτερα ευπαθές στη διατάραξη του ενδομήτριου περιβάλλοντος.

390 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 Η χημική έκθεση κατά τη διάρκεια της προγεννητικής και πρώιμης περιγενετικής ζωής μπορεί να επιφέρει σημαντικές μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων, τα οποία πιθανόν να προδιαθέσουν κατόπιν σε ασθένειες τα συγκεκριμένα άτομα κατά την εφηβεία, αλλά και κατά την ενηλικίωση. Μερικές περιβαλλοντικές χημικές ουσίες μπορούν να αλλάξουν την έκφραση των γονιδίων με τη μεθυλίωση του DNA και την ανακατάταξη της χρωματίνης. Αυτές οι επιγενετικές αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν διαρκείς λειτουργικές διαφοροποιήσεις σε συγκεκριμένα όργανα και ιστούς και αυξανόμενη προδιάθεση σε ασθένειες που μπορούν να επιδρούν ακόμα και στις επόμενες γενεές. Νέες έρευνες σε τρωκτικά πειραματόζωα δείχνουν ότι οι συσωρευτικές εκθέσεις σε περιβαλλοντικά χημικά, όπως χημικές ουσίες που μιμούνται ορμονική δράση, οι ονομαζόμενες ενδοκρινικοί διαταράκτες, μπορούν να προκαλέσουν μεταβολικές διαταραχές, όπως ο διαβήτης και ο καρκίνος δια μέσου επιγενετικών μηχανισμών που δεν εμπεριέχουν μεταβολές των ακολουθιών του DNA, αλλά που μπορούν παρόλα ταύτα να είναι κληρονομικές. Η προγεννητική έκθεση στη δι-αιθυλοστιλβεστρόλη, ένα οιστρογονικό φάρμακο που δεν χρησιμοποιείται πλέον κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έδειξε ότι μπορεί να προκαλέσει αυξανόμενο κίνδυνο

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 391 καρκίνου του στήθους, του κόλπου και του ουροποιητικού συστήματος σε ανθρώπους και ζώα. Σε πειραματόζωα η χαμηλού επιπέδου συσσωρευτική έκθεση σε μία ουσία που βρίσκεται στα πλαστικά, η δι-φαινόλη Α, μπορεί να προκαλέσει προδιάθεση σε καρκίνο του στήθους ή του προστάτη και η προγεννητική έκθεση στη βινκλοζολίνη, ένα συνηθισμένο μυκητοκτόνο, μπορεί να συμβάλλει αργότερα στην εμφάνιση καρκίνου. Αυτές οι ουσίες είναι μόνο ασθενικά καρκινογόνες ή και καθόλου για τον οργανισμό των ενηλίκων, αλλά επικίνδυνες για το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Το ανθρώπινο αναπαραγωγικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στις αλλαγές του ενδομήτριου ορμονικού περιβάλλοντος. Στους άνδρες αυξήθηκε ο καρκίνος των όρχεων, μειώθηκε η ποσότητα του σπέρματος και αυξήθηκε η συχνότητα του κρυπτοορχισμού, η οποία συνδέεται καθοριστικά με το δυσγενετικό σύνδρομο των όρχεων. Συσχετισμός μεταξύ περιβαλλοντικών χημικών και του ορχικού δυσγενετικού συνδρόμου στον άνθρωπο δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος, παρόλο που συσχετισμοί έχουν βρεθεί με το κάπνισμα της μητέρας, τη μητρική ορμονοθεραπεία για υπογονιμότητα, τη φθαλική έκθεση και επαγγελματική έκθεση σε φυτοφάρμακα με ύποπτη οιστρογονική και αντιανδρογονική δραστηριότητα. Η έκθεση γονέων - εμβρύου σε χημικούς ενδοκρινικούς διαταράκτες, όπως τα πολυχλωριούχα ή πολυβρωμιούχα δι-φαινύλια ή σε συνθέσεις DDT μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη της εφηβείας και τη σεξουαλική ωρίμανση. Πολλές άλλες περιβαλλοντικές χημικές ενώσεις μπορούν να προκαλέσουν πειραματικά συγκεκριμένες βλάβες. Στην έκφραση μερικών από αυτές τις επιπτώσεις ίσως να συμβάλλει η προδιάθεση γενετικών χαρακτηριστικών. Ο εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις τοξικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, στην οποία μία σύνθετη σειρά βημάτων πρέπει να ολοκληρωθεί με την κατάλληλη ακολουθία και στην

392 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 κατάλληλη στιγμή. Ελαφρές μειώσεις της εγκεφαλικής λειτουργίας μπορεί να επιφέρουν σοβαρές επιπλοκές στη μελλοντική κοινωνική συμπεριφορά και τις οικονομικές δραστηριότητες, ακόμα και σε περιπτώσεις απουσίας πνευματικής καθυστέρησης ή κάποιας εμφανούς ασθένειας. Κάθε νευροτοξικό δηλητήριο μπορεί να προκαλέσει μόνο ένα ασήμαντο αποτέλεσμα, αλλά ο συνδυασμός διαφόρων τοξικών χημικών παράλληλα με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως ελλιπής διατροφή, μπορεί να πυροδοτήσει ουσιαστικές μειώσεις της εγκεφαλικής λειτουργίας. Η διαδικασία ανάπτυξης του ανοσοποιητικού συστήματος μέχρι την ολοκλήρωσή του είναι επίσης κρίσιμη πριν, αλλά και μετά τη γέννηση. Νέες μαρτυρίες δείχνουν ότι ένας αριθμός επίμονων και μη-επίμονων ρυπαντών μπορεί να αλλάξει την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος. Μελέτες πάνω σε μια ποικιλία δειγμάτων πειραματοζώων ενοχοποιούν ως ιδιαίτερα ανοσοποιητικοτοξικά τα πολυχλωριούχα δι-φαινύλια. Ενώ η έκθεση των ενηλίκων σε χημικές ουσίες δεν φαίνεται να έχει, εμφανή τουλάχιστον, αποτελέσματα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης, εμφανίζεται να προκαλεί επιπτώσεις στα παιδιά. Το άσθμα, η αλλεργική ευαισθητοποίηση ή η μεγαλύτερη προδιάθεση σε μολύνσεις μπορεί να συνδέονται με προγεννητική ή πρώιμη περιγενετική έκθεση σε χημικά. Επιπλέον, εξαιτίας της πολλαπλής διάδρασης μεταξύ του ανοσοποιητικού και του νευρικού συστήματος, η ανώμαλη ωρίμανση της ανοσοποιητικής ανταπόκρισης περιπλέκεται σε μερικές νευροαναπτυξιακές ανωμαλίες. Ενώ η έρευνα πάνω στα αποτελέσματα της επίδρασης των τοξικών ουσιών στην ανάπτυξη έχει δώσει έμφαση στη μητρική έκθεση και το βρεφικό περιβάλλον, υπάρχει η πιθανότητα και η πατρική έκθεση να επηρεάζει την ανάπτυξη των παιδιών. Πειραματικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η ιονίζουσα ακτινοβολία, το κάπνισμα και ορισμένα

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 393 περιβαλλοντικά χημικά είναι μάλλον σημαντικά και μερικές εκθέσεις μπορούν να επηρεάσουν την υγεία, την ανάπτυξη των παιδιών, καθώς και τη σεξουαλικότητά τους. Συμπερασματικά Τρεις τομείς της παιδικής υγείας σχετίζονται σημαντικά με τους τοξικούς κινδύνους που επηρεάζουν την ανάπτυξη. Πρώτον, ο όγκος των χημικών στο σώμα της μητέρας μοιράζεται με το έμβρυο ή το νεογνό και σε μερικές περιπτώσεις εκτίθεται σε μεγαλύτερες δόσεις σχετικές με το βάρος του σώματός του. Δεύτερον, η προδιάθεση σε ένα ευρύ φάσμα αντιθέτων επιπτώσεων αυξάνεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, ξεκινώντας πριν τη σύλληψη μέχρι την εφηβεία,. Τρίτον, η έκθεση κατά την ανάπτυξη σε περιβαλλοντικά χημικά μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνιες λειτουργικές βλάβες και αρρώστιες. Η έρευνα της περιβαλλοντικής επίδρασης πάνω στο σχήμα υγεία και ασθένεια στο αναπτυσσόμενο παιδί οδήγησε σε ένα καινούριο τρόπο κατανόησης της τοξικολογίας. Ο παλιός τρόπος που ανέπτυξε ο Παράκελσος, πάνω από 4 αιώνες πριν, συνοψίζεται στο «η δοσολογία φτιάχνει το δηλητήριο», όμως, για την έκθεση στα πρώτα στάδια ανάπτυξης και ένα άλλο κρίσιμο αλλά παραγνωρισμένο θέμα είναι το «η χρονική στιγμή φτιάχνει το δηλητήριο». Η δεδομένη χρονική στιγμή που είναι καθοριστική για την επίδραση μιας χημικής ουσίας ή οποιουδήποτε άλλου στρεσογόνου παράγοντα του περιβάλλοντος ονομάζεται και ανοιχτό παράθυρο έκθεσης. Τα ανοιχτά παράθυρα έκθεσης αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής από το γιατρό για να προστατευθούν τα έμβρυα και τα νεογνά από προβλέψιμους κινδύνους. Αυτές οι απόψεις που προέκυψαν εν μέρει από μεγάλο αριθμό μελετών πάνω σε ζώα δείχνουν

394 ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 ότι γεγονότα κατά την εμβρυϊκή και την πρώιμη μεταγεννητική περίοδο ευθύνονται για αναπαραγωγικές, ανοσοποιητικές, νευροαναπτυξιακές, καρδιοαγγειακές και ενδοκρινικές ανωμαλίες και ασθένειες, συμπεριλαμβάνοντας καρκίνο και παχυσαρκία. Μεταξύ των εμπλεκόμενων μηχανισμών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν οι αλλαγές στην έκφραση των γονιδίων, που οφείλονται στη διαφοροποιημένη επιγενετική αποτύπωση, που οδηγεί όχι μόνο σε αυξημένη προδιάθεση σε αρρώστιες μελλοντικά, αλλά μπορεί και σε μερικές περιπτώσεις να επιδράσει πάνω στις επόμενες γενεές. Οι εκτεταμένες έρευνες που έχουν γίνει στον τομέα της ενδοκρινικής διατάραξης επισημαίνουν ότι είναι απαραίτητη η προφύλαξη του εμβρύου και του νεογνού από τους χημικούς περιβαλλοντικούς ρύπους. Δεδομένου δε ότι η έκθεση δεν είναι μόνο σε μια χημική ουσία, αλλά σε πλήθος ουσιών που δεν αποκλείεται να συνεργούν, είναι απαραίτητη η πληροφόρηση των παιδιάτρων, έτσι ώστε να ενημερώνουν και να ευαισθητοποιούν τους γονείς, ώστε να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατόν μικρότερη έκθεση των εμβρύων και των νεογνών. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τ. ΤΣΙΒΙΤΑΝΙΔΟΥ-ΚΑΚΟΥΡΟΥ Adlin V. Subclinical Hypothyroidism: Deciding When to Treat Subclinical hypothyroidism: Am Fam Physician 1998; 57:776-80. Ameen M, Exarchou V, Chu AC. Topical calcipotriol as monotherapy and in combination with psoralen plus ultraviolet A in the treatment of vitiligo. Br J Dermatol 2001; 145:476-9. Brazzelli V, Prestinari F, Castello M, Bellani E, Roveda E, Barbagallo T, et al. Useful Treatment of Vitiligo in 10 Children with UV-B Narrowband (311 nm). Pediatr Dermatol 2005; 22:257 61. Cho S, Kang HC, Hahm J. Characteristics of vitiligo in Korean Children. Pediatr Dermatol 2000; 17:189-93. Dell Anna ML, Picardo M. A review and a new hypothesis for non immunological pathogenetic mechanisms in vitiligo. Pigment Cell Res 2006; 19:406-11. Esposito M, Soda R, Constanzo A, Chimenti S. Treatment of vitiligo with the 308 nm excimer laser. Clin Exp Dermatol 2004; 29:133-7. Grimes PE, Soriano T, Dytoc MT. Topical tacrolimus for repigmentation of vitiligo. J Am Acad Dermatol 2002 ;47:789-91. Handa S, Dogra S. Epidemiology of childhood vitiligo: a study of 625 patients from North India. Pediatr Dermatol 2003; 20:207-10. Hofer A, Hassan AS, Legat FJ, Kerl H, Wolf P. Optimal weekly frequency of 308-nm excimer laser treatment in vitiligo patients. Br J Dermatol 2005; 152:981-5. Kakourou T, Kanaka-Gantenbein C, Papadopoulou A, Kaloumenou E, Chrousos G. Increased prevalence of chronic autoimmune (Hashimoto s) thyroiditis in children and adolescents with vitiligo. J Am Acad Dermatol 2005; 53:220-3. Kanwar AJ, Dogra S. Narrow- band UVB for the treatment of generalized vitiligo in children. Clin Exp Dermatol 2005; 30:332-6. Kovacs SO. Vitiligo. J Am Acad Dermatol 1998; 38:647-66. Kwinter J, Pelletier J, Khambalia A, Pope E. High-potency steroid use in children with vitiligo: a retrospective study. J Am Acad Dermatol 2007; 56:236-41. Leone G, Pacifico A, Iacovelli P, Paro Vidolin A, Picardo M. Tacalcitol and narrow-band phototherapy in patients with vitiligo. Clin Exp Dermatol 2006; 31:200 5. Lepe V, Moncada B, Castanedo-Cazares JP, Torres-Alvarez MB, Ortiz C, Torres-Rubalcava A. A Double-blind Randomized Trial of 0.1% Tacrolimus vs 0.05% Clobetasol for the Treatment of Childhood Vitiligo. Arch Dermatol 2003; 139:581-5. Njoo MD, Westerhof W. Vitiligo. Pathogenesis and treatment. Am J Clin Dermatol 2001; 2:167-81. Njoo D, Bossuyt P, Westerhof W. Management of vitiligo. Results of a questionnaire among dermatologists in The Netherlands. Int J Dermatolol 1999; 38:866-72. Njoo MD, Bos JD, Westerhof W. Treatment of generalized vitiligo in children with narrow- band (TL-01) UVB radiation therapy. J Am Acad Dermatol 2000; 42:245-53. Njoo MD, Das PK, Bos JD, Westerhof WW. Association of the Koebner phenomenon with disease activity and therapeutic responsiveness in vitiligo vulgaris. Arch Dermatol 1999; 135:407-13. Ongenae K, Van Geel N, De Schepper S, Vander Haeghen Y, Naeyaert JM. Management of vitiligo patients and attitude of dermatologists towards vitiligo. Eur J Dermatol 2004; 14:177-81. Parsad D, Saini R, Nagpal R. Calcipotriol in vitiligo: a preliminary study. Pediatr Dermatol 1999; 16:317-20. Passeron T, Ortonne JP. Physiopathology and genetics of vitiligo. J Autoimmun 2005; 25suppl: 63-8. Silvan M. The psychological aspects of vitiligo. Cutis 2004; 73:163-7. Silverberg N, Lin P, Travis L, Farley-Li J, Mancini A, Wagner A, et al. Tacrolimus ointment promotes repigmenta-

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 2007 395 tion of vitiligo in children: A review of 57 cases. J Am Acad Dermatol 2004; 51:760-6. Travis L, Silverberg N. Calcipotriene and Corticosteroid Combination Therapy for Vitiligo. Pediatr Dermatol 2004; 21:495-8. Θ. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Allen BR, Lakhanpaul M, Morris A, Lateo S, Davies T, Scott G, Cardno M, Ebelin ME, Burtin P, Stephenson TJ. Systemic exposure, tolerability, and efficacy of pimecrolimus cream 1% in atopic dermatitis patients. Arch Dis Child 2003; 88(11):969-73. Barbarot S, Beauchet A, Ζaid S, Lacour JP. The management of atopic dermatitis in children by dermatologists, paediatricians, general practitioners and allergologists: a national survey on practice patterns. Ann Dermatol Venereol 2005; 132:1S283-95 [Article in French]. Billich A, Aschauer H, Aszodi A, Stuetz A. Percutaneous absorption of drugs used in atopic eczema: pimecrolimus permeates less through skin than corticosteroids and tacrolimus. Int J Pharm 2004; 269(1):29-35. Eichenfield LF, Lucky AW, Boguniewicz M, Langley RG, Cherill R, Marshall K, Bush C, Graeber M. Safety and efficacy of pimecrolimus (ASM 981) cream 1% in the treatment of mild and moderate atopic dermatitis in children and adolescents. J Am Acad Dermatol 2002; 46(4):495-504. Ellis C, Luger T, Abeck D, Allen R, Graham-Brown RA, De Prost Y, Eichenfield LF, Ferrandiz C, Giannetti A, Hanifin J, Koo JY, Leung D, Lynde C, Ring J, Ruiz-Maldonado R, Saurat JH. ICCAD II Faculty. International Consensus Conference on Atopic Dermatitis II (ICCAD II): clinical update and current treatment strategies. Br J Dermatol 2003; 148 Suppl 63:3-10. Fleischer AB Jr, Ling M, Eichenfield L, Satoi Y, Jaracz E, Rico MJ, Maher RM. Tacrolimus Ointment Study Group. Tacrolimus ointment for the treatment of atopic dermatitis is not associated with an increase in cutaneous infections. J Am Acad Dermatol 2002; 47(4):562-70. Grassberger M, Baumruker T, Enz A, Hiestand P, Hultsch T, Kalthoff F, Schuler W, Schulz M, Werner FJ, Winiski A, Wolff B, Zenke G. A novel anti-inflammatory drug, SDZ ASM 981, for the treatment of skin diseases: in vitro pharmacology. Br J Dermatol 1999; 141(2):264-73. Hanifin JM, Paller AS, Eichenfield L, Clark RA, Korman N, Weinstein G, Caro I, Jaracz E, Rico MJ. US Tacrolimus Ointment Study Group. Efficacy and safety of tacrolimus ointment treatment for up to 4 years in patients with atopic dermatitis. J Am Acad Dermatol 2005; 53(2 Suppl 2):S186-94. Ho VC, Gupta A, Kaufmann R, Todd G, Vanaclocha F, Takaoka R, Fölster-Holst R, Potter P, Marshall K, Thurston M, Bush C, Cherill R. Safety and efficacy of nonsteroid pimecrolimus cream 1% in the treatment of atopic dermatitis in infants. J Pediatr 2003; 142(2):155-62. Hofman T, Cranswick N, Kuna P, Boznanski A, Latos T, Gold M, Murrell DF, Gebauer K, Behre U, Machura E, Olafsson J, Szalai Z. International Tacrolimus Ointment Study Group. Tacrolimus ointment does not affect the immediate response to vaccination, the generation of immune memory, or humoral and cell-mediated immunity in children. Arch Dis Child 2006; 91(11):905-10. Kang S, Lucky AW, Pariser D, Lawrence I, Hanifin JM. Longterm safety and efficacy of tacrolimus ointment for the treatment of atopic dermatitis in children. J Am Acad Dermatol 2001; 44(1 Suppl):S58-64. Kapp A, Papp K, Bingham A, Fölster-Holst R, Ortonne JP, Potter PC, Gulliver W, Paul C, Molloy S, Barbier N, Thurston M, de Prost Y. Flare Reduction in Eczema with Elidel (infants) multicenter investigator study group. Long-term management of atopic dermatitis in infants with topical pimecrolimus, a nonsteroid anti-inflammatory drug. J Allergy Clin Immunol 2002; 110(2):277-84. Kaufmann R, Fölster-Holst R, Höger P, Thaçi D, Löffler H, Staab D, Bräutigam M. CASM981CDE04-Study Group. Onset of action of pimecrolimus cream 1% in the treatment of atopic eczema in infants. J Allergy Clin Immunol 2004; 114(5):1183-8. Koo JY, Fleischer AB Jr, Abramovits W, Pariser DM, McCall CO, Horn TD, Gottlieb AB, Jaracz E, Rico MJ. Tacrolimus ointment is safe and effective in the treatment of atopic dermatitis: results in 8.000 patients. J Am Acad Dermatol 2005; 53(2 Suppl 2):S195-205. Kyllönen H, Remitz A, Mandelin JM, Elg P, Reitamo S. Effects of 1-year intermittent treatment with topical tacrolimus monotherapy on skin collagen synthesis in patients with atopic dermatitis. Br J Dermatol 2004; 150(6):1174-81. Luger T, Van Leent EJ, Graeber M, Hedgecock S, Thurston M, Kandra A, Berth-Jones J, Bjerke J, Christophers E, Knop J, Knulst AC, Morren M, Morris A, Reitamo S, Roed-Petersen J, Schoepf E, Thestrup-Pedersen K, Van der Valk PG, Bos JD. SDZ ASM 981: an emerging safe and effective treatment for atopic dermatitis. Br J Dermatol 2001; 144(4):788-94. Luger TA, Lahfa M, Fölster-Holst R, Gulliver WP, Allen R,