VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Μικρές καθημερινές (!) ιστορίες Συγγραφέας: Μαρία Σαμαρτζή-Παπαδοπούλου Επιμέλεια - Διορθώσεις: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν 2017 Εκδόσεις Βακχικόν & Μαρία Σαμαρτζή-Παπαδοπούλου Πίνακα Εξωφύλλου: Γιώργος-Άρης Παπαδόπουλος (Γλυκύς) ISBN: 978-618-5286-01-9 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Πεζογραφία Αριθμός Σειράς: 59 Πρώτη Έκδοση: Φεβρουάριος 2017 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867
[ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ] ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΟΥ ΜΕ ΓΕΝΝΗΣΕ Ο ταν ο Θεός έφτιαχνε τον κόσμο κι έβαζε τις τελικές του πινελιές, άνοιξε τα μάτια του πάνω απ τον κόλπο της Γέρας, την ώρα που ο ήλιος είχε μόλις χαθεί. Παράξενος και ξεχωριστός καθώς ήταν ο Δημιουργός, ξεχύθηκαν μέσα απ το πολύχρωμο βλέμμα του το βαθύ πράσινο του πρίνου, το ροζ της πικροδάφνης και το μωβ της πασχαλιάς κι έβαψε ο κόσμος όλος. Από τότε, τα χρώματα αυτά κι άλλα τόσα -ανάμεσά τους το πορφυρό και το μπλε, το ροδί και το κίτρινο του χρυσούπου έβγαλε μέσ απ τον κόρφο του και σκόρπισε απλόχερα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον τόπο τούτο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μάδησε κι ένα ασημένιο σύννεφο, σκόρπισε τα κλωστίδια του παντού και πήραν τα λιόδεντρα το χρώμα που από εκείνο τον καιρό έχουν. Αναπαμό δεν είχε πια η φύση η πλανεύτρα κι άλλη δουλειά καλύτερη από το να ανακατεύει τα υλικά που της έριξε στους κουβάδες της και να ξεπετιούνται καινούργιες αποχρώσεις σε κάθε παραλλαγή. Μερικοί υποψιασμένοι κατάλαβαν πως με όλον αυτό τον
4 ΜΑΡΙΑ ΣΑΜΑΡΤΖΗ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ αναβρασμό κάποιο μήνυμα στέλνει ο Μεγάλος από ψηλά κι άνοιξαν χώρο στις αισθήσεις τους για να το αναγνώσουν. Άγγιξαν τα χρώματα: το γκρίζο λίγο πιο τραχύ απ όλα, το ροζ το πιο αέρινο. Έχωσαν τα δάχτυλά τους σε μερικά, κυλίστηκαν σε άλλα και βγήκαν με καινούργια ζωή. Μύρισαν τα χρώματα: κυπαρίσσι, πεύκο, ελιά σε όλα τα πράσινα και της συκιάς το καταμεσήμερο. Γεύτηκαν τα χρώματα: γλυκόξινο το ροδί, μελένιο το κίτρινο. Με το στόμα γεμάτο, λίγο απ το ένα, περισσότερο απ τ άλλο, άκουσαν τους ήχους τους, που χάιδευαν απόκοσμα τ αυτιά τους: σαν καμπανάκι πασχαλιάτικο το κόκκινο, σαν κελάρυσμα νερού το γαλανό, μια-δυο αποχρώσεις του πράσινου θρόιζαν από μόνες τους και το χρυσαφί σαν το πιο χαρούμενο γέλιο. Άκουγαν, άγγιζαν, μύριζαν ξανά και ξανά. «Εδώ, εδώ», τους καλούσε μέσα απ τις νεφέλες ο Θεός κι άπλωνε τα γιγάντια, αλλά τρυφερά χέρια του ολούθε. Γύριζαν τα κεφάλια τους οι άνθρωποι παντού αλαφιασμένοι, μέχρι που άρχισαν από κάθε γωνιά του τόπου να ξεπηδούν μια-μια οι λέξεις, να σκαρφαλώνουν στις φυλλωσιές, να βουτάνε από βράχια και να ξαναβγαίνουν φτεροπεταχτές, να περνάνε μέσα απ τα ώριμα φρούτα και να βγαίνουν στάζοντας χυμούς και ζάχαρη. Έτρεχαν κι οι άνθρωποι να τις προλάβουν, μ αυτές -πιο γρήγορες- περνούσαν πίσω τους, τρύπωναν ανάμεσα στα πόδια τους και κάτω απ τις μασχάλες τους, κάθονταν στην κορυφή των κεφαλιών τους, άφαντες γίνονταν στο λεπτό. Κι άφηναν πίσω τους γραμμούλες σαν από χρωματιστούς καπνούς. Στο τέλος χτύπησε ο Θεός τα χέρια του κι εκείνες μαζεύτηκαν γρήγορα στον ουρανό, στη σειρά κατά πώς ήταν σωστό. Και το μήνυμα έγραφε: «Ο Παράδεισος είναι εδώ. Τι περιμένεις για να τον ζήσεις;» Αναγάλλιασαν τότε οι άνθρωποι, γιατί βεβαιώθηκαν πως όλα αυτά που ένιωθαν ήταν αληθινά, δέθηκαν με τη γη, με τις φωνές και τους αναστεναγμούς της, με το κλάμα, το γέλιο, το αχ της και το βαχ της, τα σκέρτσα και τα τερτίπια της, τις σι-
ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ (!) ΙΣΤΟΡΙΕΣ 5 ωπές της και την παρακάλεσαν να τους δεχτεί στην αγκαλιά της. Κι εκείνη άνοιξε διάπλατα τα χέρια κι απ τα στήθια της κύλησαν ποτάμι τα δώρα προς αυτούς, σαν παντοτινό καλωσόρισμα κι αποδοχή. Τα είδε όλα αυτά ο Θεός, άφησε το γέλιο του ν αστράψει και να βροντήξει κι άρχισε να πηδά από σύννεφο σε σύννεφο για να πάει σ άλλο σημείο του Σύμπαντος και να ξεκινήσει καινούργιο θαύμα.
ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ Ε να δέντρο ήταν όλο κι όλο. Αναντάν μπαμπαντάν στο ίδιο σημείο. Φορτωμένο με όλους τους αιώνες, απ τον καιρό της δημιουργίας μέχρι τη στιγμή του σήμερα. Και για ν αντέξει το βάρος τους έβγαλε ρίζες που μάκρυναν, τεντώθηκαν, απλώθηκαν, μέχρι που έφτασαν στον πυρήνα της γης. Φωτιά και μέταλλο, νερό κι αλάτι ρούφηξαν από κει, τα έσπρωξαν στα κλαριά του κι εκείνα έγραψαν απάνω τους την ιστορία για τη ζωή του κόσμου τούτου και του άλλου. Έμειναν τα σημάδια απ τη γραφή στη φλούδα που τα σκέπαζε. Κεντίδια. Κοινά στην επιφάνειά τους. Περίπλοκα κι αλληγορικά στον άξονα. Να πληθαίνουν μέρα τη μέρα. Κι αυτοί που μπορούσαν να διαβάσουν τις καταγραφές λιγοστοί κι αραιοί. Αυτοί που νοιάζονταν ακόμα λιγότεροι. Όλες οι ρίζες χαμένες στα σκοτάδια τα βαθιά, να κάνουν αδιάκοπα τη δουλειά τους. Και μόνο μια μικρούλα ρίζα αρνιόταν τα σκοτάδια κι έμενε πεισματικά στην επιφάνεια. Κάτι αναζητούσε. Κάτι περίμενε. Ένα κομμάτι της μόλις κάτω απ το χώμα, άλλο από πάνω, να κοιτά, να παρατηρεί και ν ακούει. Και κάθε μέρα ν αδερφώνεται μ άλλων φυτών τα μυστικά και τ άφανα τα μέρη και να πορεύεται. Περίεργη και μόνη.