ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ : ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ Α' Ι ΙΩΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2006-2007 ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Στρατηγούλας Αντωνίου Σακελλαρίου ΑΜ 762 ΠΜΣ ΤΙΤΛΟΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ & ΣΠΟΥ ΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ Επιβλέπoντες Α' επιβλέπων: Φίλιππος ωρής Β' επιβλέπων: Γεώργιος Μεντής Αθήνα 30 Ιουνίου 2008
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΡΟΣ Α Ι. Η έννοια της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. Ο κανόνας του ελεύθερα ανακλητού. ΙΙ. Προϋποθέσεις αµετάκλητης πληρεξουσιότητας 1. Το υπέρτερο ή ισοδύναµο συµφέρον του πληρεξουσίου. Η συσχέτιση µε την υποκείµενη σχέση αντιπροσωπευοµένου πληρεξουσίου. 2. Η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης της πληρεξουσιότητας 3. Ορισµένη και ειδική πληρεξουσιότητα 4. ΑΠ 392/2006 και ΕφΝαυπλ 486/2004 ΙΙΙ. Μορφές εµφανίσεως αµετάκλητης πληρεξουσιότητας στην ελληνική νοµολογία Τυπολογία περιπτώσεων 1. Ανέγερση οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής 1.1. Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα προς τον εργολάβο για τη µεταβίβαση ποσοστών του οικοπέδου 1.1.1. H τύχη της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας επί µη προσήκουσας εκπλήρωσης 1.2. Αµετάκλητη πληρεξουσιότητα για τη σύνταξη κανονισµού πολυκατοικίας 2. Προσύµφωνο 2.1. Η ρήτρα αυτοσύµβασης επί προσυµφώνου 3. ικαιοπραξίες µε ρήτρα αυτοσύµβασης 3.1. Πώληση µε παροχή δικαιώµατος αυτοσύµβασης στον αγοραστή 3.2. Η σχέση της ρήτρας αυτοσύµβασης και της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας 4. Είσπραξη απαίτησης αντιπροσωπευοµένου 4.1. Είσπραξη απαίτησης προς εξόφληση χρέους 5. Υπογραφή εγγράφων εν λευκώ. Ειδικά η υπογραφή λευκής επιταγής. 6. ιοίκηση Κοινού 7. Παροχή ασφάλειας 7.1. Η ανέκκλητη τραπεζική ενέγγυα πίστωση. Εξασφάλιση Τρίτου. 7.2. Αµετάκλητη πληρεξουσιότητα για παροχή ασφάλειας σε τρίτο. Παράλληλο συµφέρον τρίτου και πληρεξουσίου 2
ΜΕΡΟΣ Β I. Ανάκληση επί αµετάκλητης πληρεξουσιότητας 1. Ο αποκλεισµός του δικαιώµατος ανάκλησης 2. Πότε κατ εξαίρεση επιτρέπεται η ανάκληση II. Η ανάκληση λόγω έκλειψης του συµφέροντος του πληρεξουσίου III. Η ανάκληση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας για σπουδαίο λόγο 1. Η σχέση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας µε τις διαρκείς ενοχές. Η αναλογική εφαρµογή των ΑΚ 672, 752, 766 2. Η έννοια του σπουδαίου λόγου 3. Ο αναιρετικός έλεγχος επί σπουδαίου λόγου 4. Συµφωνία παραίτησης από το δικαίωµα επίκλησης σπουδαίου λόγου IV. Τυπολογία περιπτώσεων σπουδαίου λόγου για ανάκληση αµετάκλητης πληρεξουσιότητας 1. Κλονισµός της εµπιστοσύνης του αντιπροσωπευοµένου 1.1. Η αφερεγγυότητα του πληρεξουσίου ως λόγος κλονισµού της εµπιστοσύνης του αντιπροσωπευοµένου: ΑΠ 1108/1984 και ΕφΘεσ 1381/1979 2. Η βαριά αθέτηση καθηκόντων από τον πληρεξούσιο 2.1. Η βαριά παράβαση των καθηκόντων του εργολάβου σε οικοδοµή µε το σύστηµα ανέγερσης της αντιπαροχής 3. Η καταχρηστική άσκηση της πληρεξουσιότητας από τον πληρεξούσιο 3.1. ΑΠ 99/2001 3.2. Εφ ωδ 129/2005 4. Αδράνεια του πληρεξουσίου ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η πληρεξουσιότητα είναι ένας θεσµός που αναπτύχθηκε κυρίως το 19 ο αιώνα. Ιστορικά συµπίπτει µε την απεξάρτηση της άµεσης αντιπροσώπευσης από την εντολή και την αναγωγή της πρώτης σε αυθύπαρκτη έννοµη σχέση. Η αυτονόµηση της άµεσης αντιπροσώπευσης ως θεσµού ήταν αποτέλεσµα ενός ευρύτερου γερµανικού εννοιοκρατικού φιλοσοφικού ρεύµατος του 19 ου αιώνα το οποίο κατηγοριοποίησε έννοµες σχέσεις και καταστάσεις µε τη δηµιουργία ενός συστήµατος αφηρηµένων νοµικών εννοιών και υποεννοιών οι οποίες αντλούνταν από τους κανόνες της λογικής 1. Από αυτό το σύστηµα εννοιών προέκυψε και η κατηγοριοποίηση των δικαιοπραξιών σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις, διάκριση η οποία αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο στην εξέλιξη του θεσµού της πληρεξουσιότητας. Έτσι η πληρεξουσιότητα θεωρήθηκε δικαιοπραξία µε αφηρηµένο (αναιτιώδη) χαρακτήρα, αποκολληµένη από την εντολή ή από άλλη εσωτερική σχέση 2. Η απεξάρτηση αυτή της πληρεξουσιότητας από την εσωτερική σχέση 3 συνέπεσε χρονικά µε τη στιγµή που το διεθνές και διατοπικό εµπόριο απαιτούσε µεγαλύτερη ταχύτητα και περισσότερα πρόσωπα εµπλεκόµενα στις συναλλαγές. Σ αυτές τις νέες συνθήκες, και ειδικά κατά τον 20 ο αιώνα όπου η συναλλακτική δράση διενεργείτο κυρίως µέσω άλλων βοηθητικών προσώπων, εκπροσώπων κλπ., ο αφηρηµένος χαρακτήρας της αντιπροσώπευσης και της πληρεξουσιότητας λειτούργησε ως ασφαλιστική δικλείδα στις συναλλαγές και η πληρεξουσιότητα ανάχθηκε σε µέσο εξυπηρέτησης της ασφάλειας και ευελιξίας των συναλλαγών 4. Λόγω του αφηρηµένου χαρακτήρα της πληρεξουσιότητας ο κύριος της υπόθεσης δεσµευόταν από τη δράση του αντιπροσώπου ανεξαρτήτως του κύρους και του εύρους της εντολής και έτσι προστατεύονταν οι τρίτοι συναλλασσόµενοι οι οποίοι αρκούνταν στην απόδειξη του κύρους της πληρεξουσιότητας και µόνο σ αυτό. Παράλληλα µε την ανάπτυξη του όλου θεσµού της πληρεξουσιότητας στα µέσα του 19 ο αιώνα αναπτύχθηκε και η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, δηλαδή η πληρεξουσιότητα την οποία ο αντιπροσωπευόµενος δεν έχει δικαίωµα να ανακαλέσει. Οι βασικές αιτίες ανάπτυξης αυτής της 1 Μεντής, Σιωπηρή πληρεξουσιότητα, 2005, σελ. 7 2 Κατά το ρωµαϊκό δίκαιο το οποίο δεν αναγνώριζε το θεσµό της άµεσης αντιπροσώπευσης, η πληρεξουσιότητα ήταν άµεσα συνυφασµένη µε την εσωτερική σχέση η οποία τις περισσότερες φορές ήταν εντολή. Για την ιστορική εξέλιξη της πληρεξουσιότητας Βλ. αναλυτικότερα εληγιάννη, Η πληρεξουσιότης εις το παρ ηµιν ισχύον ιδιωτικό δίκαιο, 1991, σελ. 27 και Μεντής, ό.π., σελ.11 επ. 3 Αυτός που συνέβαλε περισσότερο στην αποσύνδεση του θεσµού της πληρεξουσιότητας από την εσωτερική της σχέση ήταν ο Laband, ο οποίος αποσαφήνισε ότι η πληρεξουσιότητα δεν είναι απλή εξωτερική µορφή της εντολής, µία νοµιµοποίηση προς τους τρίτους, αλλά µία έννοµη σχέση η οποία αναπτύσσεται αυτοδύναµα γεννώντας ξεχωριστές έννοµες συνέπειες. Ο Laband τόνιζε χαρακτηριστικά ότι τίποτα δεν έβλαψε περισσότερο την πληρεξουσιότητα από τη σύνδεση της µε την εντολή, επισηµαίνοντας ότι µπορεί να υπάρξει εντολή χωρίς πληρεξουσιότητα και πληρεξουσιότητα χωρίς εντολή, π.χ. η αντιπροσωπευτική εξουσία του εταίρου µιας Ο.Ε. Αναλυτικότερα Βλ. Παντελίδου, Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, σελ. 18επ. 4 Μεντής, ο.π., σελ. 10-11 4
ιδιάζουσας περίπτωσης πληρεξουσιότητας ήταν δύο 5 : Πρώτον, η απεξάρτηση της εσωτερικής σχέσης από την πληρεξουσιότητα µπορούσε εν µέρει να δικαιολογήσει την παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης της. Το γεγονός ότι η εσωτερική σχέση µπορεί να εµφάνιζε ελαττώµατα, ή να µην υφίστατο, δε σήµαινε αυτόµατα και την παύση της πληρεξουσιότητας, άρα η τελευταία µπορούσε κάλλιστα να δοθεί ή να συµφωνηθεί ως µη ανακλητή. εύτερον, άρχισε να γίνεται δεκτό ότι η πληρεξουσιότητα µπορεί να εξυπηρετεί, εκτός από το συµφέρον του αντιπροσωπευοµένου, και το συµφέρον του πληρεξουσίου ή τρίτου. Με βάση τη σκέψη αυτή η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα είναι δυνατή αλλά και χρήσιµη αφενός γιατί εξασφαλίζεται ο πληρεξούσιος ή ο τρίτος και αφετέρου γιατί δε δεσµεύεται υπέρµετρα ο πληρεξουσιοδότης. Στο ελληνικό δίκαιο η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα εξελίχθηκε σταδιακά µέσα από τη θεωρία και τη νοµολογία. Υπό το καθεστώς του ρωµαϊκού δικαίου που ίσχυε στην Ελλάδα δύσκολα αναγνωριζόταν αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, καθώς για να χορηγηθεί έπρεπε να εξυπηρετεί αποκλειστικά το συµφέρον του πληρεξουσίου και το συµφέρον αυτό να µη µπορεί να προστατευθεί µε άλλο τρόπο. Η νοµολογία µάλιστα δεν αναγνώριζε σχεδόν ποτέ αµετάκλητη πληρεξουσιότητα καθώς, συγχέοντας την µε την εντολή, θεωρούσε την πληρεξουσιότητα πάντα απεριόριστα ανακλητή 6. Το Προσχέδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Κώδικα στην αρχική του µορφή όριζε ότι η πληρεξουσιότητα είναι πάντοτε απεριόριστα ανακλητή και καθιέρωνε το δικαίωµα ανάκλησης ως αναπαλλοτρίωτο. Όµως κατά την τελική επεξεργασία ο ΑΚ περιόρισε το αναπαλλοτρίωτο του δικαιώµατος ανακλήσεως µόνο επί πληρεξουσιότητας που αφορά αποκλειστικά το συµφέρον του αντιπροσωπευοµένου. Έτσι εξ αντιδιαστολής ο ΑΚ θεσµοθέτησε στο άρθρο 218 εδ. β την αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, της οποίας την έννοια και τις προϋποθέσεις διαµόρφωσαν τον τελευταίο µισό αιώνα θεωρία και νοµολογία. Στην παρούσα µελέτη εξετάζεται η έννοια της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας κυρίως όπως αυτή έχει διαµορφωθεί µέσα από την ελληνική νοµολογία. Η µελέτη έχει χωριστεί σε δύο µέρη. Στο πρώτο µέρος αναλύονται οι προϋποθέσεις της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και επιχειρείται µέσα από δικαστικές αποφάσεις µια τυποποίηση περιπτώσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. Στο δεύτερο µέρος εξετάζεται το ζήτηµα της ανάκλησης αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και ειδικά η ανάκληση για σπουδαίο λόγο. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται µία προσπάθεια οριοθέτησης της αόριστης έννοιας του σπουδαίου λόγου µέσω της οµαδοποίηση των περιπτώσεων που κατά την ελληνική νοµολογία αποτελούν σπουδαίο λόγο ανάκλησης αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. 5 Παντελίδου, ο.π., σελ 16 6 Παντελίδου, ο.π., σελ.20 5
ΜΕΡΟΣ Α I. Η έννοια της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. Ο κανόνας του ελεύθερα ανακλητού. Το άρθρο 218 του ΑΚ ορίζει: «Η πληρεξουσιότητα παύει µε ανάκληση. Η παραίτηση από το δικαίωµα της ανάκλησης είναι άκυρη, εφόσον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συµφέρον του αντιπροσωπευοµένου.». Με το άρθρο αυτό ο νοµοθέτης καθιερώνει αρχικά την ανάκληση ως λόγος παύσεως της πληρεξουσιότητας. Στη συνέχεια αποκλείει µε ποινή ακυρότητας την παραίτηση από το δικαίωµα της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας όταν αυτή έχει δοθεί προς εξυπηρέτηση συµφέροντος του αντιπροσωπευοµένου. Καθιερώνεται έτσι το δικαίωµα ανάκλησης της πληρεξουσιότητας εκ µέρους του αντιπροσωπευοµένου ως δικαίωµα αναπαλλοτρίωτο, όταν η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συµφέρον του. Κατά συνέπεια και εξ αντιδιαστολής επιτρέπεται η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, όταν αυτή εξυπηρετεί άλλα ή και άλλα συµφέροντα εκτός από αυτά του αντιπροσωπευοµένου. Για να εξηγηθεί όµως καλύτερα το παραπάνω συµπέρασµα θα πρέπει πρώτα να εξετασθούν η λειτουργία και οι κανόνες που διέπουν το θεσµό της πληρεξουσιότητας. Η πληρεξουσιότητα αποτελεί ένα µέσο διευκόλυνσης του αντιπροσωπευοµένου, ένα µηχανισµό επέκτασης του δικαιοπρακτικού του δύνασθαι. Με την παροχή της πληρεξουσιότητας ο αντιπροσωπευόµενος παρέχει στον πληρεξούσιο την εξουσία να καταρτίζει στο όνοµα του και για λογαριασµό του δικαιοπραξίες, χωρίς βέβαια να στερείται ο ίδιος της δυνατότητας να τις καταρτίσει αυτοπροσώπως. Με τον τρόπο αυτό ο αντιπροσωπευόµενος ασκεί, στην έκταση βέβαια την οποία έχει καθορίσει αυτός, τη δικαιοπρακτική του ελευθερία και µέσω του πληρεξουσίου. ιευκολύνεται έτσι ο αντιπροσωπευόµενος σε πολλές περιπτώσεις απουσίας του, εξυπηρετούνται οικονοµικά του συµφέροντα και επιταχύνονται συναλλαγές του. Όµως η δράση του πληρεξουσίου εγκυµονεί παράλληλα και κινδύνους. Το γεγονός ότι η πληρεξουσιότητα αποτελεί ένα από τα δραστικότερα µέσα επεµβάσεως στη σφαίρα δραστηριότητας του αντιπροσωπευοµένου είναι αδιαµφισβήτητο. Ο πληρεξούσιος µε την εξουσία που του έχει παράσχει ο αντιπροσωπευόµενος, διαπλάθει έννοµες σχέσεις και δηµιουργεί καταστάσεις των οποίων οι έννοµες συνέπειες επέρχονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευοµένου. Είναι λοιπόν λογικό ο αντιπροσωπευόµενος είτε επειδή έχει κλονιστεί η εµπιστοσύνη του έναντι του πληρεξουσίου είτε επειδή κρίνει ότι δεν υπάρχει λόγος διατήρησης 6
της πληρεξουσιότητας είτε επειδή για οποιοδήποτε λόγο δεν επιθυµεί τη διατήρηση της, να µπορεί ανά πάσα στιγµή να θέσει τέρµα στην επέµβαση αυτή του πληρεξουσίου στη σφαίρα δραστηριότητας του 7. Υπό το πρίσµα αυτό και ο νόµος απαγορεύει στον αντιπροσωπευόµενο να παραιτηθεί από το δικαίωµα του να ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα που έχει παράσχει, γιατί αυτό θα αντιστοιχούσε µε υπέρµετρη δέσµευση της δικαιοπρακτικής του ελευθερίας 8 και προσβολή της αρχής της αυτονοµίας της ιδιωτικής του βούλησης 9. Η διασφάλιση λοιπόν της προσωπικής ελευθερίας του αντιπροσωπευοµένου είναι αυτή που επιβάλλει τον κανόνα του ελεύθερα ανακλητού της πληρεξουσιότητας, κανόνας ο οποίος είναι για το λόγο αυτό σύµφυτος µε τον ίδιο το θεσµό 10. Τα παραπάνω είναι απολύτως λογικά όταν η πληρεξουσιότητα εξυπηρετεί το συµφέρον του αντιπροσωπευοµένου. Ο αντιπροσωπευόµενος µπορεί να την ανακαλέσει οποτεδήποτε, χωρίς άλλωστε να προκληθεί καµία ζηµία στον πληρεξούσιο. Υπάρχουν όµως περιπτώσεις όπου η πληρεξουσιότητα εξυπηρετεί αποκλειστικά ή παράλληλα το συµφέρον του πληρεξουσίου ή τρίτου. Τέτοιες περιπτώσεις είναι π.χ. η παροχή πληρεξουσιότητας για είσπραξη απαίτησης που δίδεται προκειµένου να ικανοποιηθεί ο πληρεξούσιος δανειστής του αντιπροσωπευοµένου ή η πληρεξουσιότητα που δίδεται µε σκοπό να πραγµατοποιηθεί δωρεά χάριν του πληρεξούσιου. Στις περιπτώσεις αυτές, αν ο αντιπροσωπευόµενος ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα, δε θα θίξει τα δικά του συµφέροντα αλλά τα συµφέροντα του πληρεξουσίου ή του τρίτου για την εξυπηρέτηση των οποίων η πληρεξουσιότητα δόθηκε. Φαίνεται λοιπόν ότι εδώ εκλείπει ο δικαιολογητικός λόγος της απεριόριστα ελεύθερης ανάκλησης εκ µέρους του αντιπροσωπευοµένου και η πληρεξουσιότητα από µέσο επέκτασης του δικαιοπρακτικού δύνασθαι του αντιπροσωπευοµένου µετατρέπεται σε µέσο εξυπηρέτησης των συµφερόντων του πληρεξουσίου ή του τρίτου 11. Κατά συνέπεια γίνεται δεκτό ότι ο πληρεξουσιοδότης µπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωµα ανάκλησης, µετατρέποντας έτσι την πληρεξουσιότητα σε αµετάκλητη και εξασφαλίζοντας τα συµφέροντα του πληρεξουσίου ή του τρίτου για χάρη των οποίων αυτή δόθηκε. Με βάση το σκεπτικό αυτό το εδάφιο β του άρθρου 218 του ΑΚ 7 ωρής, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, αρθ. 218-221, αρ. 1 8 Ο εληγιάννης, ό.π., 96 σελ.241, επισηµαίνει ότι τέτοια παραίτηση θα σήµαινε υπέρµετρη και ανήθικη δέσµευση της προσωπικής ελευθερίας του αντιπροσωπευοµένου, κατά τρόπο που αντιβαίνει στην αρχή του ΑΚ 179 περ. α. 9 Για την αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας βλ. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού ικαίου, 1 αρ. 43, Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό, σελ. 243 επ, και Π.. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο Ατοµικά και Κοινωνικά δικαιώµατα Β, σελ. 995 επ. για την αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας ως θεµελιώδη εκδήλωση της συνταγµατικά κατοχυρωµένης οικονοµικής ελευθερίας του προσώπου. 10 Βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., 47 αρ. 14 όπου θεµελιώνει το κατ αρχήν ελεύθερα ανακλητό της πληρεξουσιότητας στην αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας και στη φύση του θεσµού που προϋποθέτει ιδιαίτερη εµπιστοσύνη. 11 Όπως ενδεικτικά αναφέρεται στην ΠρΑθ 5600/1985, ΝοΒ 1985, 1050 επ.: «εκφεύγει της συνήθους αποστολής της και µεταβάλλεται λειτουργικώς εις όργανον εξυπηρέτησης εν όλω ή εν µέρει των συµφερόντων του πληρεξουσίου ή τρίτου» 7
απαγορεύει την παραίτηση από το δικαίωµα ανακλήσεως µόνο εφόσον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συµφέρον του αντιπροσωπευοµένου 12. Σε όλες της άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή η πληρεξουσιότητα αφορά το αποκλειστικό ή παράλληλο συµφέρον του πληρεξουσίου ή τρίτου, συνάγεται εξ αντιδιαστολής από την ΑΚ 218 ότι µπορεί εγκύρως να παρασχεθεί, είτε µε µονοµερή δικαιοπραξία είτε µε σύµβαση, αµετάκλητη πληρεξουσιότητα. Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα είναι µία ιδιαίτερη µορφή πληρεξουσιότητας, µία εξαίρεση στον κανόνα του ελεύθερα ανακλητού της πληρεξουσιότητας. Ως εξαίρεση, εµφανίζει ορισµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και παρουσιάζει αποκλίσεις από τους γενικούς κανόνες, όπως είναι η µη δυνατότητα ανάκλησης ή η στενότερη σύνδεση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας µε την εσωτερική σχέση αντιπροσωπευόµενου και πληρεξουσίου 13. Αυτό βέβαια δε σηµαίνει ότι η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα είναι αιτιώδης δικαιοπραξία ή ότι δεν ακολουθεί τις γενικές αρχές της πληρεξουσιότητας. απλώς αποτελεί ένα ιδιαίτερο δικαιϊκό θεσµό στο πλαίσιο του γενικότερου θεσµού της εκούσιας αντιπροσώπευσης 14. Κατά συνέπεια ισχύουν οι γενικές αρχές της πληρεξουσιότητας όσον αφορά στη χορήγηση και τη λήξη της. Επίσης ισχύει ο γενικός κανόνας ότι η παροχή αµετάκλητης πληρεξουσιότητας δε στερεί από τον αντιπροσωπευόµενο την εξουσία διάθεσης του δικαιώµατός του 15. Ο αντιπροσωπευόµενος µπορεί αυτοπροσώπως ή µέσω αντιπροσώπου να διαθέσει το δικαίωµα το οποίο σχετίζεται µε την πληρεξουσιότητα καθώς η πληρεξουσιότητα θεµελιώνει συντρέχουσα και όχι αποκλειστική αρµοδιότητα του πληρεξουσίου 16. Ενδεχόµενες συνέπειες από τη διάθεση του δικαιώµατος από τον αντιπροσωπευόµενο συνίστανται µόνο σε ενοχική αξίωση του πληρεξουσίου σε αποζηµίωση και σε καµία περίπτωση δεν πλήττεται το κύρος της διάθεσης 17. Έτσι, παρόλη τη δέσµευση που δηµιουργεί στον αντιπροσωπευόµενο η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, δεν επάγεται κανενός είδους µεταβιβαστικό αποτέλεσµα 18. Συνεπώς, και επί αµετάκλητης πληρεξουσιότητας, κύριος του δικαιώµατος, το οποίο µπορεί να είναι και αντικείµενο αναγκαστικής εκτέλεσης, παραµένει ο αντιπροσωπευόµενος ο οποίος δύναται να το εκποιήσει, επιβαρύνει και διαχειρισθεί κατά βούληση. 12 εληγιάννης, ό.π. σελ. 241 13 Για τη σχέση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και της εσωτερικής σχέσης βλ. αµέσως παρακάτω υπό ΙΙ 1 και Μέρος Β ΙΙ. 14 Παντελίδου, ό.π., 4 σελ.34 η οποία περιγράφει µε επιτυχία την ιδιαιτερότητα του θεσµού: «θεσµός για τον οποίο η παραίτηση από το δικαίωµα ανακλήσεως είναι το ίδιο αυτονόητη, όπως για τη συνήθη πληρεξουσιότητα το αντίθετο», µε περαιτέρω παραποµπή στο Flume, AllgT II, σλ.876 877. 1515 ΕφΑθ 6640/1990 Ελλ νη 32, 1047. Βλ. σχετικά εληγιάννης, ό.π., 101 σελ.256επ., Μπόσδας, Αµετάκλητος Πληρεξιουσιότης, ΑρχΝοµ 1981, σελ. 452, Παντελίδου, ό.π., 7 σελ. 73, Γαζής, Γνωµοδοτήσεις 1954 1994.339 16 ωρής, ό.π. αρθ. 218-221 αρ.13 17 Πρβλ. και ΑΚ 177 18 Βλ. όµως και την ενδιαφέρουσα θέση της Παντελίδου, ό.π., σελ.35 και αναλυτικότερα σελ.73 επ., η οποία υποστηρίζει ότι η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, παρ ότι δεν έχει µεταβιβαστικό αποτέλεσµα, αποτελεί ένα ενδιάµεσο θεσµό µεταξύ απλής (απεριόριστα ανακλητής) πληρεξουσιότητας και διαθέσεως δικαιώµατος, µε συνέπεια να της προσδίδει ένα οιονεί µεταβιβαστικό αποτέλεσµα. 8
II. Προϋποθέσεις αµετάκλητης πληρεξουσιότητας Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, ως εξαίρεση από τον κανόνα του ελεύθερα ανακλητού της πληρεξουσιότητας, πρέπει, για να είναι έγκυρη, να πληροί ορισµένες προϋποθέσεις, δύο από τις οποίες προκύπτουν ευθέως από το γράµµα του δεύτερου εδαφίου της ΑΚ 218: α) η ύπαρξη αποκλειστικού ή παράλληλου συµφέροντος του πληρεξουσίου ή τρίτου το οποίο να δικαιολογεί την παροχή της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και β) η παραίτηση του αντιπροσωπευοµένου από το δικαίωµα ανάκλησης της παρασχεθείσας πληρεξουσιότητας. Εκτός όµως από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, η φύση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας επέβαλε τη θέσπιση ακόµα µίας προϋπόθεσης, την ειδικότητα της πληρεξουσιότητας. 1. Το υπέρτερο ή ισοδύναµο συµφέρον του πληρεξουσίου. Η συσχέτιση µε την υποκείµενη σχέση αντιπροσωπευοµένου πληρεξουσίου. Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα για να είναι έγκυρη πρέπει να έχει παρασχεθεί για να εξυπηρετήσει είτε αποκλειστικό συµφέρον του πληρεξουσίου είτε αποκλειστικό συµφέρον τρίτου είτε τουλάχιστον παράλληλο και ισοδύναµο συµφέρον των παραπάνω προσώπων µε αυτό του αντιπροσωπευοµένου. Το συµφέρον αυτό είναι ένα ιδιαίτερο συµφέρον το οποίο χρήζει ερµηνείας και εξειδίκευσης. εν αρκεί να αντλεί ο πληρεξούσιος ή ο τρίτος εµµέσως κάποιο οικονοµικό ή άλλο όφελος από τη διενέργεια της συναλλαγής που του ανατέθηκε. Το αντλούµενο από την πληρεξουσιότητα συµφέρον πρέπει να είναι άµεσο και δη είτε αποκλειστικό είτε τουλάχιστον ισοδύναµα άξιο προστασίας µε το συµφέρον του πληρεξουσιοδότη. Πώς όµως θα διακριβωθεί ποιού τα συµφέροντα αφορά η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα; Σύµφωνα µε την ελληνική νοµολογία το πραγµατικό γεγονός αν η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά ή συγχρόνως και συµφέρον του πληρεξουσίου µπορεί να προκύπτει και από την υποκείµενη σχέση του πληρεξουσίου και του αντιπροσωπευοµένου επί της οποίας στηρίχθηκε η παρασχεθείσα πληρεξουσιότητα 19. Συνεπώς για να διαπιστωθεί ποια συµφέροντα εξυπηρετεί η πληρεξουσιότητα πρέπει να αναζητηθεί ο σκοπός για τον οποίο χορηγήθηκε, σκοπός που 19 Βλ. ενδεικτικά αντί πολλών ΑΠ 392/2006, Νοβ 2006.1001, ΑΠ 1108/1984 ΝοΒ 1984.771, ΑΠ 197/1983 ΝοΒ 1983. 1550, ΕφΑθ 1236/1990 Αρµ 1990.214, ΕφΑθ 5839/1980 ΝοΒ 1980. 1777, 9
προκύπτει από την αιτία της πληρεξουσιότητας, δηλαδή την εσωτερική σχέση που υφίσταται µεταξύ του αντιπροσωπευοµένου και του πληρεξουσίου 20,21. Η σχέση µεταξύ αντιπροσωπευοµένου και πληρεξουσίου επί της οποίας στηρίζεται η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα, µπορεί να είναι είτε εντολή είτε οποιαδήποτε άλλη σχέση 22 αρκεί να προκύπτει από αυτή ότι εξυπηρετείται ένα άξιο προστασίας συµφέρον του πληρεξουσίου ή του τρίτου. Έχει υποστηριχθεί ότι η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα δεν παρέχεται επί των συνήθων εσωτερικών σχέσεων, όπως η εντολή ή η σύµβαση εργασίας, γιατί αυτές εξυπηρετούν ως επί το πλείστον το συµφέρον του κυρίου της υπόθεσης και µόνο 23, και ότι αντίθετα, παρέχεται µόνο για ασυνήθεις και εξαιρετικούς προς την πληρεξουσιότητα σκοπούς, όπως δάνειο, δωρεά, εξόφληση χρέους κλπ 24. Πράγµατι επί σχέσεων παροχής υπηρεσιών αµισθί (εντολή) ή επ αµοιβή (σύµβαση εργασίας, έργου, έµµισθη εντολή) ο πληρεξούσιος λειτουργεί ως επί το πλείστον για το συµφέρον του αντιπροσωπευοµένου και κατ εξαίρεση για την εξυπηρέτηση δικών του συµφερόντων. Επίσης το γεγονός ότι ο πληρεξούσιος λαµβάνει κάποιο αντάλλαγµα ή µισθό δεν αρκεί να θεµελιώσει ισοδύναµο συµφέρον του πληρεξουσίου µε αυτό του κυρίου της υπόθεσης, γιατί το αντάλλαγµα αυτό δίδεται για τη διενέργεια της συναλλαγής που ανατέθηκε, η οποία µπορεί να παραµένει αποκλειστικά υπόθεση του αντιπροσωπευοµένου 25. Παρόλα αυτά η άποψη αυτή είναι αρκετά γενικευµένη. Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα δεν εξυπηρετεί µόνο εξαιρετικούς σκοπούς, διαφορετικούς από αυτούς που εξυπηρετεί η απλή πληρεξουσιότητα. Πολλές φορές εξυπηρετεί έννοµες σχέσεις όπως η εντολή ή η σύµβαση έργου. Άλλωστε και ο ίδιος ο αστικός κώδικας αναγνωρίζει την αµετάκλητη εντολή (ΑΚ 724 εδ. β ) 26 η 20 Αυτό δε σηµαίνει ότι η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα παύει να είναι ανεξάρτητη από την αιτία της, τη σχέση δηλαδή επί της οποίας βασίζεται, αλλά σηµαίνει ότι η ανεξαρτησία αυτή δεν είναι τόσο απόλυτη όσο στην απλή πληρεξουσιότητα γιατί ακριβώς αυτή η αιτία είναι που δικαιολογεί το αµετάκλητο. Σε τελική ανάλυση θα µπορούσε να ειπωθεί ότι ενώ η πληρεξουσιότητα παραµένει αναιτιώδης, το αµετάκλητο, άλλως η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης, είναι αυτό που είναι αιτιώδες. Πάντως πρέπει να επισηµανθεί ότι και οι αφηρηµένες δικαιοπραξίες δε στερούνται αιτίας ή σκοπού, απλώς δεν εξαρτάται το κύρος τους από το κύρος της αιτίας ή του σκοπού. Σηµειώνεται ότι ακριβώς λόγω του αφηρηµένου της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας δεν απαιτείται στο συµβολαιογραφικό έγγραφο µε το οποίο αυτή παρέχεται να αναφέρεται ως στοιχείο του κύρους της η υποκείµενη σχέση από την οποία ενδεχοµένως συνάγεται το συµφέρον πληρεξουσίου ή τρίτου. Έτσι οι τελευταίοι µπορούν να αποδείξουν το άξιο προστασίας συµφέρον τους και µε στοιχεία εκτός του εγγράφου της πληρεξουσιότητας. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 197/1983, ό.π. 21 ωρής, ό.π., αρθ.218 221 αρ.11 22 Μπαλής, Γεν.Αρχ, 117, βλ. και αποφάσεις στην υπ αριθ.18 υποσηµείωση 23 εληγιάννης, ό.π., 97 σελ.248 24 εληγιάννης, Γνωµοδότηση, Αρµ. 1971.1067 25 Έτσι εληγιάννης, Η πληρεξουσιότης, 97 σελ. 248. 26 Βλ. Καράση σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, αρθ.724 725 αριθ. 2. Η αµετάκλητη εντολή αναγνωρίζεται όταν εξυπηρετεί παράλληλο συµφέρον του εντολοδόχου ή τρίτου. Ο νόµος δεν αναφέρει τη δυνατότητα χορήγησης αµετάκλητης εντολής που να εξυπηρετεί αποκλειστικά το συµφέρον του εντολοδόχου, όµως από τη στιγµή που για τη χορήγηση της αρκεί το παράλληλο συµφέρον του εντολοδόχου (επιχείρηµα εκ του µείζονος επί το έλλαττον), λογικά το ίδιο ισχύει πολλώ µάλλον και για το αποκλειστικό συµφέρον. Βλ αναλυτικότερα Παντελίδου, 5 σελ.42 10
οποία στην πράξη συνδυάζεται µε αµετάκλητη πληρεξουσιότητα 27. Επίσης η πληρεξουσιότητα που χορηγείται επί ανέγερσης οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής, σύµβασης που συνιστά ειδική µορφή σύµβασης έργου, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγµα αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. Είναι λοιπόν καλύτερο να κρίνεται in concreto το εξυπηρετούµενο µε την πληρεξουσιότητα συµφέρον, χωρίς να προδικάζεται a priori από το είδος της εκάστοτε εσωτερικής σχέσης αν είναι ισοδύναµο ή υπέρτερο του συµφέροντος του αντιπροσωπευοµένου. Πάντως από τη θεωρία και τη νοµολογία αναπτύσσεται µία τυπολογία περιπτώσεων αµετάκλητης πληρεξουσιότητας 28 και µε τον τρόπο αυτό εξειδικεύεται και το συµφέρον του πληρεξουσίου που τη δικαιολογεί. Έτσι γίνεται δεκτό ότι τέτοιο συµφέρον του πληρεξουσίου υπάρχει όταν 29 : α) ο πληρεξούσιος είναι δανειστής του αντιπροσωπευοµένου και η πληρεξουσιότητα χορηγείται προς εξόφληση υφιστάµενου χρέους (στην περίπτωση αυτή η πληρεξουσιότητα λαµβάνει τη µορφή πράξεως εκπληρώσεως 30 ), β) ο πληρεξουσιοδότης παρέχει την πληρεξουσιότητα για είσπραξη ποσού λόγω δανείου ή δωρεάς, γ) ο αντιπροσωπευόµενος αναλαµβάνει µε την πληρεξουσιότητα εγγύηση εις βάρος αυτού και υπέρ του πληρεξουσίου, δ) ο πληρεξούσιος είναι δικαιούχος από προσύµφωνο δικαιώµατος σύναψης οριστικής σύµβασης και παρέχεται πληρεξουσιότητα για τη σύναψη της αυτή σε περίπτωση µη εµφανίσεως του αντιπροσωπευοµένου, ε) ο πληρεξούσιος είναι εργολάβος που έχει αναλάβει ανέγερση της οικοδοµής µε το σύστηµα αντιπαροχής και παρέχεται πληρεξουσιότητα για τη µεταβίβαση µεριδίων σε περίπτωση άρνησης από τον οικοπεδούχο να συµπράξει στη µεταβίβαση. Περαιτέρω, χαρακτηριστικό παράδειγµα κοινού συµφέροντος πληρεξουσιοδότη και πληρεξουσίου είναι η χορήγηση αµετάκλητης πληρεξουσιότητας από τους συγκοινωνούς προς έναν από αυτούς για τη διαχείριση ή εκποίηση του κοινού πράγµατος. Τέλος, παράδειγµα εξυπηρέτησης συµφέροντος τρίτου προσώπου είναι η παροχή αµετάκλητης πληρεξουσιότητας για πώληση ακινήτου προς ορισµένο τρίτο πρόσωπο 31. Από τα παραπάνω παραδείγµατα µπορεί να συναχθεί ότι η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα συναντάται ως επί το πλείστον σε περιπτώσεις που υπάρχει µία ανειληµµένη υποχρέωση από τον αντιπροσωπευόµενο έναντι του πληρεξουσίου ή του τρίτου και αποσκοπεί σε µία περιουσιακή επίδοση 32 που θα καλύψει την υποχρέωση αυτή ή θα τη διασφαλίσει. Λειτουργεί δηλαδή η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα ως µηχανισµός που ικανοποιεί ή εξασφαλίζει ένα άξιο 27 Έτσι Παντελίδου, ό.π., 5 σελ.38επ. µε παραδείγµατα. Αντίθετος εληγιάννης, Η πληρεξουσιότης, σελ. 247 248, υποσηµ. 119 τελευταίο παράδειγµα. 28 Βλ. αναλυτικά τυπολογία περιπτώσεων αµετάκλητης πληρεξουσιότητας υπό ΙΙΙ. 29 ωρής, ό.π., αρθρ.218 221 αρ.11όπου και σχετική περιπτωσιολογία. 30 εληγιάννης, Η πληρεξουσιότης, σελ. 249, Παντελίδου, 5 ό.π.,σελ 45 31 εληγιάννης, Γνωµοδότηση, Αρµ. 1971. 1065, ΕφΑθ 10438/1990, ΝοΒ 1991.576. 32 Παντελίδου, ό.π., 5 σελ 47 11
προστασίας συµφέρον του πληρεξουσίου ή του τρίτου 33 και όχι τόσο ως µέσο επέκτασης της δικαιοπρακτικής δραστηριότητας του αντιπροσώπου. 2. Η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης της πληρεξουσιότητας Το γεγονός ότι πληρούται η παραπάνω προϋπόθεση του συµφέροντος του πληρεξουσίου ή του τρίτου δεν αρκεί για να παρασχεθεί εγκύρως αµετάκλητη πληρεξουσιότητα 34. Απαιτείται επιπλέον να παραιτηθεί ο αντιπροσωπευόµενος από το δικαίωµα του να ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα που έχει χορηγήσει. Η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης ως αναγκαία προϋπόθεση για το αµετάκλητο της πληρεξουσιότητας συνάγεται ευθέως από το γράµµα της 218 εδ. β. Ο κύριος της υπόθεσης µπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωµα ανάκλησης ρητώς ή σιωπηρώς 35. Έτσι ο αντιπροσωπευόµενος µπορεί να παραιτηθεί µε πανηγυρικό τρόπο συγχρόνως µε την παροχή της πληρεξουσιότητας µε σηµείωση στο πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο είναι και το συνηθέστερο, ή και µεταγενέστερα µε µονοµερή δήλωση προς τον πληρεξούσιο ή τον τρίτο ή τέλος και µε νέα συµφωνία µεταξύ των µερών 36. Τύπος δεν απαιτείται για την παραίτηση από το δικαίωµα ανακλήσεως, εκτός αν απαιτείται τύπος για την παροχή πληρεξουσιότητας οπότε και η παραίτηση υποβάλλεται σ αυτόν 37. Η σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωµα ανακλήσεως θα προκύπτει από το περιεχόµενο της εσωτερικής σχέσης 38 σε συνδυασµό µε την όλη συµπεριφορά του αντιπροσωπευοµένου από την οποία πρέπει να συνάγεται ότι ο τελευταίος επιδιώκει την επέλευση των εννόµων συνεπειών του αµετακλήτου 39. Πάντως µόνο η ύπαρξη συµφέροντος του πληρεξουσίου ή του τρίτου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη σιωπηρή παραίτηση του αντιπροσωπευόµενου από το 33 Για την αποτελεσµατικότητα της εξασφαλιστικής λειτουργίας της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας βλ. κατωτέρω στο συµπέρασµα. 34 Μπόσδας, ό.π.,σελ.450. 35 εληγιάννης, Η πληρεξουσιότης, σελ.252. 36 Συνήθως δεν απαιτείται σύµβαση για την παραίτηση από δικαίωµα. Παρόλα αυτά υποστηρίζεται ότι στις ενοχικές αξιώσεις απαιτείται συµβατική παραίτηση (Σούρλας, ΕρµΑΚ, αρθ.361αρ.5 6), ενώ στα διαπλαστικά δικαιώµατα αρκεί µονοµερής δικαιοπραξία για την παραίτηση. Σε κάθε περίπτωση, επί πληρεξουσιότητας, η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης, το οποίο είναι διαπλαστικό, µπορεί να δηλωθεί µονοµερώς από τη στιγµή που από την παραίτηση ο πληρεξούσιος ή ο τρίτος µόνο όφελος αντλούν. Μόνο ο αντιπροσωπευόµενος είναι αυτός που µπορεί να ζηµιωθεί από αυτή, ο οποίος όµως, µε βάση την αρχή της αυτονοµίας, δύναται να διαθέσει το δικαίωµα του κατά βούληση. 37 Βλ. ωρή, ό.π., αρθ.218 221 αρ.12. 38 Για τη σιωπηρή πληρεξουσιότητα στο ελληνικό δίκαιο και τη θεµελίωση της µέσω της ερµηνείας εσωτερικής σχέσης, βλ. Μεντή, ό.π., σελ. 171 επ.. 39 Κατά το εληγιάννη (ό.π., σελ.252) η σιωπηρή παραίτηση προκύπτει από την όλη διατύπωση της δηλώσεως της πληρεξουσιότητας.. 12
δικαίωµα ανάκλησης γιατί, όπως τονίστηκε και πιο πάνω, η ύπαρξη συµφέροντος αποτελεί ξεχωριστή προϋπόθεση της εγκυρότητας της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας 40. Για να οδηγηθεί λοιπόν ο ερµηνευτής στο συµπέρασµα ότι υφίσταται πραγµατική παραίτηση θα πρέπει να αξιολογήσει την έµπρακτη συµπεριφορά του αντιπροσωπευοµένου µε βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη 41. Στον ερµηνευτικό αυτό συλλογισµό µπορεί να τον βοηθήσουν διάφορες ενδείξεις 42 όπως για παράδειγµα το γεγονός ότι η πληρεξουσιότητα παρέχεται για αυστηρά ορισµένο χρονικό διάστηµα 43 ή ότι επιτρέπεται να καταστήσει αµετάκλητα µεταπληρεξούσιο ή τέλος ότι έχει το δικαίωµα να αυτοσυµβληθεί 44. Έχει υποστηριχθεί ότι η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης µπορεί να τελεί και υπό αίρεση ή προθεσµία 45. Με βάση τη σκέψη αυτή γίνεται δεκτό ότι η παραίτηση τελεί υπό δύο σιωπηρές διαλυτικές αιρέσεις: α) την ύπαρξη σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την ανάκληση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και β) την έκλειψη της εσωτερικής σχέσης που δικαιολογεί την αµετάκλητη πληρεξουσιότητα ως εξειδικεύουσα το συµφέρον του πληρεξουσίου. Αν πληρωθούν οι αιρέσεις αυτές τότε η παραίτηση θα είναι ανίσχυρη και η αρχικά δοθείσα ως αµετάκλητη πληρεξουσιότητα θα ισχύει περαιτέρω ως ελευθέρως ανακλητή. Η θεωρητική αυτή κατασκευή, εξάρτησης της παραίτησης του αντιπροσωπευοµένου από τις παραπάνω αιρέσεις, έχει κάποια βάση. Πράγµατι, αφού το δικαίωµα ανάκλησης είναι συνήθως αναπαλλοτρίωτο, πρέπει όταν κατ εξαίρεση επιτρέπεται η παραίτηση από αυτό, η παραίτηση αυτή να τελεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Τη στιγµή όµως που νοµολογία και θεωρία αναγνωρίζουν, όπως θα δούµε κατωτέρω 46, τη δυνατότητα ανάκλησης και αµετάκλητης πληρεξουσιότητας, πρώτον αν εκλείπει η εσωτερική σχέση και δεύτερον αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, η εξάρτηση της παραίτησης από τις αιρέσεις αυτές δε φαίνεται αναγκαία. Κατά τη γνώµη µου, η παραίτηση αποτελεί µία ξεχωριστή από την πληρεξουσιότητα δικαιοπραξία η οποία συσχετίζεται µε την εσωτερική της πληρεξουσιότητας σχέση, όχι επειδή η ύπαρξη της τελευταίας αποτελεί µία σιωπηρά συνοµολογηµένη αίρεση της πρώτης, αλλά επειδή η εσωτερική αυτή σχέση συνιστά αιτία της παραίτησης 47. Επίσης, η ύπαρξη σπουδαίου λόγου που συγχωρεί την ανάκληση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας δεν αποτελεί αίρεση της δοθείσας παραίτησης, αλλά νόµιµο 40 ωρής, ό.π., αρθ.218 221 αρ.12. 41 Βλ. Μεντή, ό.π., σελ. 173 για την ερµηνεία της σιωπηρής πληρεξουσιότητας λαµβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. 42 Παντελίδου, ό.π., σελ.55επ. 43 Βλ. εληγιάννη, ό.π., σελ 252 υποσηµ. 138 όπου παράδειγµα ενδείξεως παραιτήσεως: Επί πληρεξουσιότητας για την είσπραξη τόκων απαιτήσεως του αντιπροσωπευοµένου κατά τρίτου προσώπου, µέχρι πλήρους εξοφλήσεως χρέους του αντιπροσωπευοµένου προς τον πληρεξούσιο, σηµαίνει και παράλληλη παραίτηση από την ανάκληση της πληρεξουσιότητας ως το χρόνο εξόφλησης. 44 Για το δικαίωµα αυτοσύµβασης και το συσχετισµό µε την αµετάκλητη πληρεξουσιότητα βλ. παρακάτω υπό ΙΙΙ 3. 45 εληγιάννης, ό.π., σελ.253. 46 Βλ. αναλυτικά για τη µετατροπή της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας σε ανακλητή κατωτέρω στο Μέρος Β. 47 Για την ανάκληση για σπουδαίο λόγο βλ. κατωτέρω Μέρος Β ΙΙΙ 13
λόγο εξώδικής διάπλασης που µετατρέπει την αµετάκλητη πληρεξουσιότητα σε ανακλητή 48. Συνεπώς, µε βάση αυτές τις σκέψεις, δε φαίνεται αναγκαία η προσφυγή στη σιωπηρή συνοµολόγηση αιρέσεων στο δικαίωµα παραίτησης. 3. Ορισµένη και ειδική πληρεξουσιότητα Εκτός από τις παραπάνω δύο προϋποθέσεις για την έγκυρη χορήγηση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας απαιτείται και µία τρίτη: η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα πρέπει να είναι ειδική και ορισµένη 49. Αυτό σηµαίνει ότι δεν µπορεί να είναι γενική και να αφορά όλη γενικά την περιουσία του αντιπροσωπευόµενου ή να παρέχεται για απεριόριστο διάστηµα. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε υπέρµετρη δέσµευση του αντιπροσωπευοµένου και θα αντέκειτο στη διάταξη της ΑΚ 179, οποία άλλωστε βρίσκεται σε άµεση συνάρτηση µε τη δικαιολογητική βάση της ΑΚ 218 εδ. β 50. Σε αντίθεση λοιπόν µε την απλή πληρεξουσιότητα η οποία ακόµα και αν δεν είναι πλήρως ορισµένη δε δεσµεύει υπέρµετρα τον αντιπροσωπευόµενο, ακριβώς επειδή ο αυτός µπορεί να την ανακαλέσει οποτεδήποτε, στην αµετάκλητη πληρεξουσιότητα το αντικείµενο της πρέπει να ορίζεται ειδικά 51. Έτσι σύµφωνα µε τον κανόνα του ειδικού και ορισµένου, δεν επιτρέπεται να παρασχεθεί αµετάκλητη πληρεξουσιότητα για τη διάθεση όλης της περιουσίας του αντιπροσωπευοµένου, έστω και αν η πληρεξουσιότητα εµφανίζεται ειδική ως προς το είδος των πράξεων διαθέσεως στις οποίες εξουσιοδοτείται να προβαίνει ο πληρεξούσιος (π.χ. µόνο πώληση). Ακόµη δεν µπορεί να παρασχεθεί αµετάκλητη πληρεξουσιότητα για τη γενική διαχείριση της περιουσίας του αντιπροσωπευοµένου ακριβώς γιατί και µε αυτή προκαλείται υπέρµετρη δέσµευση της ελευθερίας του αντιπροσωπευοµένου αντικείµενη στα χρηστά ήθη. Στις περιπτώσεις αυτές η ρήτρα περί αµετακλήτου θεωρείται ως µη γεγραµµένη και η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα όπως και στις λοιπές περιπτώσεις έλλειψης κάποιας προϋπόθεσης του κύρους της θα θεωρηθεί απεριόριστα ανακλητή. 48 Για το αιτιώδες της παραίτησης βλ. κατωτέρω Μέρος Β ΙΙ. 49 Για τον κανόνα της ειδικότητας στην πληρεξουσιότητα βλ. εληγιάννη, Έκταση της πληρεξουσιότητας κατά την καλή πίστη προϋποθέσεις σιωπηρής εξαίρεσης, από τον αντιπροσωπευόµενο, των δικαιοπραξιών που καταρτίστηκαν στο όνοµα του καθ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας ρόλος της σιωπής, Γνωµοδότηση, Αρµ. 1994.1002 50 Βλ. εληγιάννη, Η πληρεξουσίοτης, σελ 249, Παντελίδου, ό.π., σελ.57, Μπόσδας, ό.π., σελ. 451(«περιεχόµενον επαρκώς εξειδικευµένο») 51 Επίσης, επειδή η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα πολλές φορές παρέχεται για να πραγµατοποιηθεί διάθεση αντικειµένου του αντιπροσωπευοµένου, η θέσπιση της προϋπόθεσης του ορισµένου και ειδικού ενισχύεται και από το επιχείρηµα ότι και σε άλλες περιπτώσεις µέλλουσας διάθεσης απαιτείται αυτή να είναι ειδική και ορισµένη, όπως π.χ. στην εκχώρηση µέλλουσας απαίτησης βλ. σχετικά Γ. Γεωργιάδης, Εκχώρηση µέλλουσας απαίτησης, σελ. 146 επ. 14
4. ΑΠ 392/2006 52 και ΕφΝαυπλ 486/2004 53 Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο για την καλύτερη κατανόηση της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και των προϋποθέσεων της να εξετασθεί ένα νοµολογιακό παράδειγµα: Οι ΑΠ 392/2006 και ΕφΝαυπλ 486/2004 αποφάσεις, εκ των οποίων η πρώτη αναίρεσε τη δεύτερη για παράβαση νόµου και εκ πλαγίου παράβαση λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, προσφέρουν ένα ενδιαφέρον παράδειγµα για την οριοθέτηση της έννοιας της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. Πρόκειται για παροχή αµετάκλητης πληρεξουσιότητας από τη µία αδελφή (εναγόµενη) προς την άλλη αδελφή (ενάγουσα) µε σκοπό την αποδοχή κληρονοµίας της πατρικής περιουσίας και τη διάθεση προς τη δεύτερη αδελφή (ενάγουσα) του κληρονοµικού µεριδίου της πρώτης (εναγοµένης) επί παντός ακινήτου της κληρονοµιαίας περιουσίας που βρίσκεται στο Βλαχιώτη Λακωνίας. Η διάθεση µπορούσε µε βάση το πληρεξούσιο να γίνει προς οποιοδήποτε µέλος της οικογένειας της ενάγουσας ή και προς την ίδια µε αυτοσύµβαση, είτε µε χαριστική δικαιοπραξία (δωρεά) είτε µε επαχθή (πώληση). Στο πληρεξούσιο αναγράφηκε ότι η πληρεξουσιότητα παρέχεται αποκλειστικά προς το συµφέρον της ενάγουσας και ότι η µεν δωρεά γινόταν από ιδιαίτερο καθήκον και από λόγους ευπρέπειας λόγω της ηθικής υποχρέωσης της εναγοµένης έναντι της ενάγουσας για τις υπηρεσίες που προσέφερε η τελευταία στη µητέρα τους, η δε πώληση θα γινόταν µε σκοπό να δηλωθεί ότι το τίµηµα το προσφέρει η αντιπροσωπευόµενη για την κάλυψη των ιατροφαρµακευτικών και λοιπών αναγκών της µητέρας τους. Στη συνέχεια η εναγοµένη ανακάλεσε την πληρεξουσιότητα ισχυριζόµενη ότι είναι άκυρη η παραίτηση της από το δικαίωµα ανάκλησης, γιατί δεσµεύει υπέρµετρα την οικονοµική της ελευθερία. Το Εφετείο έκρινε ότι πράγµατι η συµφωνία περί ανεκκλήτου για τη διάθεση όλης της πατρικής περιουσίας για οποιοδήποτε ακίνητο στο Βλαχιώτη Λακωνίας δεσµεύει υπερβολικά την οικονοµική δραστηριότητα της εναγοµένης, πράγµα που αντίκειται στα χρηστά ήθη και θεώρησε έτσι έγκυρη την ανάκληση της πληρεξουσιότητας. Την απόφαση αυτή αναίρεσε ο ΑΠ θεωρώντας την παροχή της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας έγκυρη και την ανάκληση αυτής ανίσχυρη. Ορθά το Ακυρωτικό έκρινε ότι η εν λόγω πληρεξουσιότητα εγκύρως δόθηκε ως αµετάκλητη - πράγµα άλλωστε που είχε δεχτεί και το Εφετείο (!) - καθώς πληρούσε και τις τρεις προϋποθέσεις της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας και συγκεκριµένα: α) Η πληρεξουσιότητα είχε δοθεί προς αποκλειστικό συµφέρον της ενάγουσας καθώς είχε σκοπό την υλοποίηση δωρεάς προς αυτή, επιβεβληµένη από λόγους ευπρέπειας και ηθικό καθήκον, η δε πώληση θα πραγµατοποιείτο για να προσφερθεί το τίµηµα από την εναγοµένη προς την 52 ΝοΒ 2006.1001 = ΧρΙδ 1006.594 53 ΧρΙ 2006. 218 µε σχ. Μ.Ν. Παπαϊωάννου 15
ενάγουσα για την κάλυψη πάσης φύσεως δαπανών της µητέρας τους. Κατά συνέπεια και από την εσωτερική σχέση της δωρεάς και από την εσωτερική σχέση της πώλησης προκύπτει το εξυπηρετούµενο µε την πληρεξουσιότητα αποκλειστικό συµφέρον της ενάγουσας, η οποία και γηροκοµούσε την άρρωστη µητέρα τους. β) Η παραίτηση από το δικαίωµα της ανάκλησης είναι ρητή και έγκυρη καθώς υφίσταται ο δικαιολογητικός του αµετακλήτου της πληρεξουσιότητας λόγος, όπως φαίνεται από την ύπαρξη του παραπάνω υπό (α) συµφέροντος και γ) η πληρεξουσιότητα είναι ορισµένη. Ως προς την τρίτη προϋπόθεση αξίζει να σηµειωθεί ότι, παρόλο που το προς διάθεση ακίνητο δεν είναι επ ακριβώς ορισµένο, αρκεί εν προκειµένω το γεγονός ότι είναι οριστό. Αντίθετα, το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, µε την αιτιολογία ότι η εναγόµενη στερείται άλλα ακίνητα στο Βλαχιώτη Λακωνίας, εξίσωσε την πληρεξουσιότητα για διάθεση του κληρονοµικού µεριδίου της εναγοµένης επί της πατρικής περιουσίας στα ακίνητα της συγκεκριµένης περιοχής, µε απεριόριστη διάθεση περιουσίας δεσµεύουσα υπέρµετρα την ελευθερία της εναγοµένης. Με το συλλογισµό αυτό το Εφετείο θεώρησε ότι η παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης αντίκειται στα χρηστά ήθη και είναι άρα άκυρη 54. Όµως το ικαστήριο δεν εξέτασε σε τι συνίσταται το κληρονοµικό µερίδιο της εναγοµένης επί της πατρικής περιουσίας, ούτε αν η εναγοµένη είχε άλλη περιουσία, ούτε τέλος αν το κληρονοµικό µερίδιο που θα διέθετε ήταν ανάλογο σε αξία µε τα έξοδα στα οποία θα υποβαλλόταν η εναγόµενη αν γηροκοµούσε και αυτή τη µητέρα της, όπως έκανε η αδελφή της. Χωρίς να συνυπολογιστούν και αυτοί οι παράγοντες δεν θα µπορούσε να κριθεί αν µε τη διάθεση του κληρονοµικού της µεριδίου επί της πατρικής περιουσίας δεσµευόταν υπέρµετρα η ελευθερία της εναγοµένης. Έτσι ο ΑΠ, ορθά έκρινε ότι η πληρεξουσιότητα για απεριόριστη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του κυρίου της υπόθεσης όπως και η απεριόριστη διαχείριση της περιουσίας του καθιστούν µεν άκυρη την παραίτηση από το δικαίωµα ανάκλησης ως δεσµεύουσα υπέρµετρα την οικονοµική ελευθερία του αντιπροσωπευοµένου, κάτι τέτοιο όµως δε συµβαίνει εδώ. Εν προκειµένω, µόνος ο λόγος ότι η εναγόµενη στερείται άλλα ακίνητα στο Βλαχιώτη Λακωνίας δεν αρκεί για να θεµελιώσει ακυρότητα της επίµαχης παραίτησης ως αντίθετης στα χρηστά ήθη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εν λόγω πληρεξουσιότητα εγκύρως δόθηκε ως αµετάκλητη, αφού πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και ότι η πληρεξουσιότητα προς διάθεση περιουσιακών στοιχείων σε συγκεκριµένη περιοχή, όταν εξυπηρετεί αποκλειστικό συµφέρον του πληρεξουσίου, δεν αντίκειται a priori στα χρηστά ήθη γιατί δε συνιστά από µόνη της πληρεξουσιότητα για απεριόριστη διάθεση περιουσίας. Έτσι, εν προκειµένω, η ανάκληση της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσµα. Σε διαφορετική κρίση 54 Έτσι και Παπαϊωάννου στο σχ. επί της ΕφΝαυπλ 482/2005. 16
θα κατέληγε κανείς αν συνέτρεχε σπουδαίος λόγος ανάκλησης 55, όπως αθέτηση των υποχρεώσεων της ενάγουσας, αν π.χ. αυτή παραµελούσε τη µητέρα τους. Τότε πράγµατι θα µπορούσε να ανακληθεί η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα. ε συνιστά πάντως σπουδαίο λόγο ανάκλησης η αντίθεση της παραίτησης στα χρηστά ήθη, όπως λανθασµένα υποστηρίζει το Εφετείο. Η αντίθεση αυτή θα καθιστούσε εξ αρχής άκυρο το αµετάκλητο της πληρεξουσιότητας, αφού θα έλειπε µία από τις προϋποθέσεις του, πράγµα που όµως εδώ δε συµβαίνει. ΙΙΙ. Μορφές εµφανίσεως αµετάκλητης πληρεξουσιότητας στην ελληνική νοµολογία Τυπολογία περιπτώσεων Ο θεσµός της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας είναι ένας θεσµός εξαιρετικός στο πλαίσιο του δικαίου της εκούσιας αντιπροσώπευσης. Ο αντιπροσωπευόµενος δεν έχει τη δυνατότητα ανάκλησης της εξουσίας αντιπροσώπευσης που χορήγησε στον πληρεξούσιο και έτσι περιορίζεται η δικαιοπρακτική του ελευθερία. Μπορεί µεν ο περιορισµός αυτός να είναι θεµιτός λόγω της εξυπηρέτησης του συµφέροντος του πληρεξουσίου ή του τρίτου για το οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα, αλλά δεν παύει να αποτελεί περιορισµό, και ως περιορισµός πρέπει να ερµηνεύεται στενά. Για το λόγο αυτό, όπως άλλωστε συµβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις εξαιρετικών ρυθµίσεων, η αναγνώριση της εγκυρότητας µιας αµετάκλητης πληρεξουσιότητας πρέπει να γίνεται µόνο µετά από προσεκτικό έλεγχο της ύπαρξης όλων των προϋποθέσεων που αναλύθηκαν ανωτέρω. Περαιτέρω, χρήσιµη είναι η κατηγοριοποίηση περιπτώσεων της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας στο ελληνικό δίκαιο έτσι όπως επιχειρείται από τη θεωρία και ιδιαίτερα όπως διαµορφώνεται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Με τον τρόπο αυτό µπορεί να επιτευχθεί µία τυποποίηση των περιπτώσεων η οποία µπορεί να αποτελέσει ένα αρκετά ασφαλές κριτήριο για την αναγνώριση της πληρεξουσιότητας ως αµετάκλητης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισµού που της δίνουν ο αντιπροσωπευόµενος ή πληρεξούσιος. Ο χαρακτηρισµός της πληρεξουσιότητας ως αµετάκλητης ή µη έχει µεγάλη πρακτική σηµασία για δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν από τον πληρεξούσιο αφού λάβει χώρα τυχόν ανάκληση από πλευράς του αντιπροσωπευοµένου. Γιατί σε περίπτωση αµετάκλητης πληρεξουσιότητας η ανάκληση δεν έχει καµία επενέργεια και άρα εγκύρως ο πληρεξούσιος µπορεί να προβεί στην κατάρτιση των δικαιοπραξιών για τις οποίες έχει εξουσία αντιπροσώπευσης. Αντίθετα, αν η πληρεξουσιότητα δεν είναι αµετάκλητη, η ανάκληση της σηµαίνει και παύση αυτής (ΑΚ218 εδ. α ), οπότε οποιεσδήποτε µεταγενέστερες της ανάκλησης πράξεις του πληρεξουσίου ενεργούνται εκτός των 55 Βλ. κατωτέρω Μέρος Β Κεφ. ΙΙΙ 17
ορίων της εξουσίας αντιπροσώπευσης µε όλα τα αποτελέσµατα που συνεπάγεται η έλλειψη αυτή 56. Η περιπτωσιολογία που θα ακολουθήσει δεν είναι αυστηρά τυποποιηµένη αποτελεί όµως ένα εργαλείο για την υπαγωγή των χαρακτηριστικών παραδειγµάτων αµετάκλητης πληρεξουσιότητας σε κατηγορίες. I. Ανέγερση οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής Χαρακτηριστική περίπτωση παροχής αµετάκλητης πληρεξουσιότητας είναι αυτή που χορηγείται από τον οικοπεδούχο στον εργολάβο που έχει αναλάβει την ανέγερση οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής. Η σύµβαση ανέγερσης οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής είναι µία ιδιότυπη σύµβαση µε την οποία ο οικοπεδούχος συµφωνεί µε τον εργολάβο να κατασκευάσει ο τελευταίος, στο οικόπεδο του πρώτου, οικοδοµή, διαιρεµένη συνήθως σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, µε αντάλλαγµα τη µεταβίβαση στον εργολάβο ή σε τρίτα πρόσωπα, υποδειχθησόµενα από αυτόν, ποσοστών από την κυριότητα επί του οικοπέδου και τις αντίστοιχες σε αυτά ανεγερθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες 57. Η ιδιότυπη 58 αυτή σύµβαση καταρτίζεται µε επιµέρους συµφωνίες που συνθέτουν τις έννοµες σχέσεις των µερών. Αρχικά συνάπτεται η εργολαβική συµφωνία η οποία καθορίζει το είδος του συµφωνηµένου έργου και τις µεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου σχέσεις. Παράλληλα καταρτίζεται προσύµφωνο µε σκοπό την υπόσχεση παροχής, µε οριστική σύµβαση, της εργολαβικής αµοιβής η οποία συνίσταται σε µεταβίβαση ποσοστών κυριότητας επί του οικοπέδου στον εργολάβο ή σε υποδεικνυόµενους από αυτόν τρίτους, το λεγόµενο εργολαβικό προσύµφωνο. Στη συνέχεια, προκειµένου να καταστεί δυνατή η µεταβίβαση στον εργολάβο και στους τρίτους των συµφωνηµένων µε το προσύµφωνο ποσοστών, καταρτίζονται συµβολαιογραφικά και µεταγράφονται η πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας και ο σχετικός κανονισµός πολυκατοικίας. 56 Για την έλλειψη πληρεξουσιότητας γενικά βλ. Κλαβανίδου, Έλλειψη Πληρεξουσιότητας Συµβολή στη µελέτη του δικαίου της αντιπροσώπευσης και της παθολογίας της, 2004. 57 Απ. Γεωργιάδης, Η σύµβαση ανέγερσης οικοδοµής µε αντιπαροχή, Ελλ νη 2000.586, Καρδαρά σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, αρθ. 681 702 αρ. 29, Τσουκαλάς, Η σύµβαση ανέγερσης οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής, ΕΕΝ 2004.682 58 Η σύµβαση είναι ιδιότυπη γιατί: α) η αµοιβή του εργολάβου συνίσταται σε είδος δηµιουργώντας προβλήµατα κυρίως επί ανώµαλης εξέλιξης της σύµβασης, β) εµπλέκονται στον όλο συµβατικό µηχανισµό καθ υπόδειξη του εργολάβου και τρίτα πρόσωπα τα οποία έχουν αξίωση προστασίας των συµφερόντων τους και γ) ο χρόνος που απαιτείται για τη αποπεράτωση του έργου είναι µεγάλος και παρότι δεν προσδίδει στη σύµβαση διαρκή χαρακτήρα εντούτοις επηρεάζει τις έννοµες σχέσεις των συµβαλλοµένων. Για τη νοµική φύση της σύµβασης ανέγερσης οικοδοµής µε αντιπαροχή ως µεικτοτυπική σύµβαση λόγω της ιδιαιτερότητας της αµοιβής µε στοιχεία σύµβασης έργου (παροχή εργολάβου: κατασκευή οικοδοµής µε δικά του υλικά στο οικόπεδο του εργοδότη) και πώλησης (παροχή οικοπεδούχου: υπόσχεση µεταβίβασης ποσοστών οικοπέδου µε τις αντίστοιχες ιδιοκτησίες) βλ. αναλυτικά Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ.587, ο ίδιος, Γενικό ενοχικό, παρ. 4 αρ. 42. Αντίθετος Καρδαράς, ό.π., αρθ. 681 702 αρ. 29 ο οποίος υποστηρίζει ότι είναι καθαρή σύµβαση έργου. 18
1.1. Η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα προς τον εργολάβο για τη µεταβίβαση ποσοστών του οικοπέδου Στην πράξη η σύµβαση ανέγερσης οικοδοµής µε το σύστηµα της αντιπαροχής συνδυάζεται µε τη χορήγησης αµετάκλητης πληρεξουσιότητας. Ο οικοπεδούχος εξουσιοδοτεί τον εργολάβο να µεταβιβάσει ο τελευταίος στον εαυτό του µε αυτοσύµβαση ή σε τρίτους που θα επιλέξει τα ποσοστά επί του οικοπέδου τα οποία του οφείλονται ως εργολαβική αµοιβή. Η πληρεξουσιότητα αυτή χορηγείται στον εργολάβο σε περίπτωση που ο οικοπεδούχος αρνηθεί αδικαιολόγητα να προβεί ο ίδιος στη µεταβίβαση των οφειλόµενων ποσοστών κυριότητας τη στιγµή που ο εργολάβος έχει αποπερατώσει προσηκόντως και εµπροθέσµως το έργο. Με τη χορήγηση της πληρεξουσιότητας εξυπηρετείται ένας βασικός σκοπός: ο εργολάβος εξασφαλίζεται, επί αδικαιολόγητης και αντισυµβατικής µη σύµπραξης του αντισυµβαλλοµένου του, να παραλάβει την αµοιβή του. Έτσι η πληρεξουσιότητα λειτουργεί ως εξασφαλιστικός µηχανισµός για τα συµφέροντα του εργολάβου. Ακριβώς επειδή η πληρεξουσιότητα παρέχεται για την εξασφάλιση των συµφερόντων του πληρεξουσίου εργολάβου, ο αντιπροσωπευόµενος οικοπεδούχος εγκύρως παραιτείται από το δικαίωµα του να την ανακαλέσει και έτσι αυτή καθίσταται αµετάκλητη 59. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πληρεξουσιότητα χορηγείται υπό την αναβλητική αίρεση της µη δικαιολογηµένης άρνησης του οικοπεδούχου να συµπράξει στη µεταβίβαση των ποσοστών επί του οικοπέδου στον πληρεξούσιο εργολάβο του. Συγχρόνως όµως η υποχρέωση του οικοπεδούχου να συµπράξει τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της µη προσήκουσας κι εµπρόθεσµης παράδοσης του συµφωνηµένου έργου από τον εργολάβο 60. Έτσι σε περίπτωση που δεν υπάρχει παράδοση και µάλιστα προσήκουσα, οι αιρέσεις δεν πληρούνται και η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα αργεί 61. Στην πράξη η πλήρωση της πρώτης αίρεσης εύκολα αποδεικνύεται. Αρκεί η επίδοση εξώδικης πρόσκλησης προς εµφάνιση του οικοπεδούχου και, βάσει αυτής, η συµβολαιογραφική 59 ΑΠ 1309/2006 Νοβ 2006.1465, ΑΠ 1528/2002 Νόµος, ΕφΘεσ 1236/1990 Αρµ. 1990.214, ΕφΑθ 6640/1990 Ελλ νη 1991.1047 60 Τσουκαλάς, ό.π., σελ. 685 61 Παντελίδου, ό.π., σελ. 146 όπου αναφέρεται ότι ακόµα και αν στη σύµβαση επισηµαίνεται ότι η υποχρέωση σύµπραξης γεννάται άµα τη εκτέλεση του έργου, είναι ορθότερο να θεωρηθεί ότι τα µέρη εννοούν άµα την παράδοση αυτού, αφού ο εργολάβος δεν έχει µόνο υποχρέωση προσήκουσας εκτελέσεως αλλά και προσήκουσας παραδόσεως, καθώς από της παραδόσεως γεννάται η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή της συµφωνηµένης αµοιβής, εδώ της µεταβίβασης ποσοστών (ΑΚ 694 1 εδ.α ). Το ζήτηµα πότε υπάρχει παράδοση είναι πραγµατικό και εκτός αν έχει συµφωνηθεί σύνταξη πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής, είναι δυνατόν, λόγω της φύσεως και διάρκειας του έργου, η αποπεράτωση κάθε τµήµατος του έργου να ισοδυναµεί µε του τµήµατος αυτού. 19
πράξη µη εµφάνισης 62. Αντίθετα, η απόδειξη της πλήρωσης της δεύτερης αίρεσης είναι δυσχερής καθώς η συµβολαιογραφική πράξη της µη εµφανίσεως δεν αποδεικνύει και ότι η µη εµφάνιση ήταν αδικαιολόγητη. Βεβαιώσεις των µηχανικών για την προσήκουσα ή µη εκτέλεση του έργου έχουν συνήθως το αντίθετο περιεχόµενο, εφόσον εξυπηρετούν τα συµφέροντα των δύο αντίπαλων µερών, και εκτός των άλλων ως εξώδικες γνωµοδοτήσεις εκτιµώνται ελεύθερα από το δικαστήριο 63. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για να µπορεί να ενεργήσει ο εργολάβος εγκύρως ως αµετάκλητος πληρεξούσιος θα πρέπει να αποδείξει και την πλήρωση της δεύτερης αιρέσεως, δηλαδή της προσήκουσας εκτέλεσης και παράδοσης του έργου. Στην αντίθετη περίπτωση δε θα υφίσταται αµετάκλητη πληρεξουσιότητα και σε περίπτωση µεταβίβασης των ποσοστών από τον εργολάβο αυτός θα λειτουργεί ως ψευδοαντιπρόσωπος του οποίου οι πράξεις θα υπόκεινται στην έγκριση του οικοπεδούχου η οποία µπορεί και να µην επακολουθήσει 64. Βλέπουµε λοιπόν ότι η αµετάκλητη πληρεξουσιότητα επί ανέγερσης οικοδοµής όπως λειτουργεί στη συναλλακτική πρακτική παρουσιάζει προβλήµατα αποδείξεως. Μία λύση στο ζήτηµα αυτό θα ήταν η µε κοινή συµφωνία των µερών ανάθεση της διαπίστωσης της πλήρωσης της αίρεσης της εµπρόθεσµης και προσήκουσας εκπλήρωσης και παράδοσης του έργου σε τρίτο πρόσωπο κατ εφαρµογή της ΑΚ 371. Ο τρίτος θα είναι ειδικός διαιτητής πραγµατογνώµονας ο οποίος θα κρίνει κατά δίκαιη κρίση περί της προσήκουσας ή µη εκπλήρωσης του έργου και η κρίση του αυτή θα είναι δεσµευτική για το δικαστήριο 65. Επειδή µάλιστα τα συµβαλλόµενα µέρη µπορεί να ερίζουν για τον προσδιορισµό του τρίτου προσώπου µπορεί να οριστούν ως διαιτητές πραγµατογνώµονες δύο πρόσωπα, τα οποία θα πρέπει να καταλήξουν σε οµόφωνη απόφαση για το ζήτηµα της εκπλήρωσης. Τέλος σηµειώνεται ότι η συµφωνία των µερών για τη διεξαγωγή διαιτητικής πραγµατογνωµοσύνης είναι δικονοµική αποδεικτική συµφωνία, που µπορεί να διατυπωθεί ως ρήτρα στην εργολαβική σύµβαση κατά τέτοιοι τρόπο ώστε να αποκλείει έτσι τη χρήση οποιοδήποτε άλλου αποδεικτικού µέσου για την απόδειξη του πραγµατικού αυτού ζητήµατος 66. 1.1.1. H τύχη της αµετάκλητης πληρεξουσιότητας επί µη προσήκουσας εκπλήρωσης 62 Παντελίδου, ό.π., 147. Το έγγραφο αυτό αποτελεί πλήρη απόδειξη και επιτρέπεται µόνο η προσβολή του ως πλαστού (αρθ. 438 ΚΠολ ) 63 Βλ. άρθ. 390 ΚΠολ 64 Παντελίδου, ό.π., σελ.148 65 Για τη δίκαιη κρίση του άρθ. 371 ΑΚ επί διαιτητικής πραγµατογνωµοσύνης βλ. ωρή σε ΑΚ Γεωργιάδη/ Σταθόπουλο, αριθ. 371 373 αρ. 11. 66 Σηµειώνεται ότι η διαιτητική αυτή πραγµατογνωµοσύνη διαφέρει από το την ανάθεση υποθέσεως σε διαιτησία, όπου οι διαιτητές αποφαίνονται και επί νοµικών ζητηµάτων και οι αποφάσεις του περιβάλλονται µε τη δύναµη του δεδικασµένου και είναι εκτελεστές. Για τις διαφορές βλ. αναλυτικότερα Λέκκα, Κριτήριον διαθέσεως µεταξύ αναθέσεως εις τρίτον κατά ΑΚ και αναθέσεως εις διαιτητάς, ΝοΒ 1975.1308, Βερβενιώτης, ιαιτητική πραγµατογνωµοσύνη, 1981, σελ. 127επ. 20