Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία Ε. Ντεροπούλου
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Η εκμάθηση, η κατανόηση, η κατάκτηση της αναγνωστικής διαδικασίας και η πολυπλοκότητα του αναγνωστικού μηχανισμού απασχολεί ένα ευρύ σύνολο της επιστημονικής-εκπαιδευτικής κοινότητας. Η ανάγνωση προβάλει ως καίρια προβληματική της εκπαιδευτικής έρευνας που ασχολείται με την εκπαίδευση των αναπήρων.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Η ανάγνωση μία υψηλή, σύνθετη, περίπλοκη, ευέλικτη γνωστική δραστηριότητα, εμπεριέχει ένα σύνολο δεξιοτήτων: την αναγνώριση των γραμμάτων και των λέξεων και την πρόσβαση στην σημασιολογική και συντακτική πληροφορία. Αποτελεί το παράθυρο στη γνώση καθώς μέσω της αναγνωστικής διαδικασίας ένας μεγάλος αριθμός παιδιών πρωτοσχολικής ηλικίας εξοικειώνεται με την συμβολική γενικευμένη αναπαράσταση των αντικειμένων.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Οι θεωρητικές προσεγγίσεις της αναγνωστικής κατανόησης δύνανται να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις ευρείες ομάδες: α) του φωνολογικού μοντέλου (bottom-up ή text-based), β) του ψυχογλωσσολογικού μοντέλου (topdown ή reader-based) και γ) του αλληλεπιδραστικού μοντέλου (interactive ή parallel processing)
Το φωνολογικό μοντέλο Σύμφωνα με το φωνολογικό μοντέλο (bottom-up ή text-based) στην αναγνωστική διαδικασία προέχουσα θέση δίδεται στην αναγνώριση ή στην ταύτιση των λέξεων καθώς και στο διαχωρισμό των τμημάτων τους, σε φωνήματα και μορφήματα. Το φωνολογικό μοντέλο τόνισε τη σημασία της φωνολογικής και μορφολογικής διαδικασίας στον εγγραματισμό.
Το φωνολογικό μοντέλο Ο αγγλόφωνος όρος bottom-up περιγράφει παραστατικά την προσέγγιση της αναγνωστικής διαδικασίας. Με αφετηρία την ταύτιση γραφημάτων φωνημάτων, αρχίζοντας δηλαδή από τον πυθμένα (bottom), o αναγνώστης συνεχίζει προς στην κορυφή, με τον διαχωρισμό μορφημάτων, την αναγνώριση λέξεων και καταλήγει στην κατανόηση του νοήματος (up). Text-based συνώνυμο του όρου bottom-up. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη κειμενική προσέγγιση το νόημα βρίσκεται στο κείμενο και ο αναγνώστης καλείται να το αποκωδικοποιήσει για να το κατανοήσει.
Το φωνολογικό μοντέλο Το φωνολογικό μοντέλο χαρακτηρίζεται από γραμμικά και ιεραρχικά στοιχεία. Η αναγνωστική διαδικασία περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα ανάλυσης και ο αναγνώστης καλείται να τα προσεγγίσει ιεραρχικά, αρχίζοντας από τη μικρότερη μονάδα ανάλυσης (γράφημα) και συνεχίζοντας σε μεγαλύτερα επίπεδα ανάλυσης για να προβεί στην τελική σύνθεση όπου θα του αποφέρει το νόημα του αναγνώσματος.
Το φωνολογικό μοντέλο Από φιλοσοφική σκοπιά το φωνολογικό μοντέλο εντάσσεται στο πλαίσιο του εμπειρισμού. Σύμφωνα με την παραπάνω τοποθέτηση το κείμενο περιέχει πληροφορίες και κατευθύνει (ελέγχει) την αναγνωστική διαδικασία (control in reading). Το κείμενο, που αντιπροσωπεύει τη γνώση ή την πληροφορία, είναι ανεξάρτητο από τον αναγνώστη, που αντιπροσωπεύει τον γνώστη, και θα πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία του κείμενου για να το κατανοήσει.
Κριτική στο φωνολογικό μοντέλο Υποστηρίζεται πως ο αναγνώστης δε διαβάζει τις λέξεις γράμμα προς γράμμα, αριστερά-δεξιά, αλλά τις προσλαμβάνει κατά την αναγνωστική διαδικασία ως συνολικές γλωσσικές μονάδες. Επίσης, η αναγνώριση ορισμένων λέξεων (κυρίως ξενόγλωσσων ή λέξεων με υψηλή συχνότητα εμφάνισης στο γραπτό λόγο) δύναται να πραγματοποιηθεί διαμέσου της οπτικής πρόσληψης, παρά ταύτα απαραίτητη παραμένει η γνώση στρατηγικών φωνολογικής αποκωδικοποίησης για πολλές άλλες λέξεις.
Κριτική στο φωνολογικό μοντέλο Τέλος, η ικανότητα της αναγνώρισης των λέξεων είναι υψηλής σημασίας αλλά δεν επαρκεί για την κατανόηση του αναγνώσματος.
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Το δεύτερο μοντέλο προσέγγισης της ανάγνωσης είναι το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο και βασίζεται στην προϋπάρχουσα γνώση του αναγνώστη (top-down ή readerbased). Ο αναγνώστης με υποθέσεις (προβλέψεις) και συμπεράσματα προσεγγίζει το ανάγνωσμα για να επιβεβαιώσει τις προϋπάρχουσες υποθέσεις ή να δημιουργήσει νέες (Paul, 1998a).
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Ο όρος top-down περιγράφει παραστατικά την αναγνωστική διαδικασία. Ο αναγνώστης προσεγγίζει το κείμενο γνωστικά, από την κορυφή (top) και κατευθύνεται σταδιακά, προς τα κάτω (down), στην αποκωδικοποίηση και κατανόηση του κειμένου μέσω υποθέσεων. Χρησιμοποιείται και ο όρος reader-based για να τονίσει τη σημασία της γνώσης που φέρει ο αναγνώστης στη διαδικασία κατανόησης του κειμένου. Συχνή είναι η χρήση και άλλων συνώνυμων όρων όπως: prediction-based, schemadriven.
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Υιοθετούνται τέσσερα επιχειρήματα για να τονιστεί η σημασία της προϋπάρχουσας γνώσης του αναγνώστη, των συμφραζομένων και των προβλέψεων (prediction): 1) οι αυτόνομες λέξεις χαρακτηρίζονται από πολυσημία. Η αποσαφήνιση και η κατανόησή τους γίνεται εφικτή με την ανάλυση των συμφραζόμενων και της προϋπάρχουσας γνώσης, 2) οι φωνητικοί κανόνες είναι περίπλοκοι με αποτέλεσμα να δυσχεραίνουν την απομνημόνευση τους και την ορθή τους χρήση, 3) ο αριθμός της οπτικής πληροφορίας του γραπτού λόγου που προσλαμβάνει ο εγκέφαλος περιορίζεται σε ένα μικρό σύνολο γραφημάτων ή γλωσσικών μονάδων και 4) η λειτουργία της βραχύχρονης μνήμης είναι περιορισμένη καθώς μπορεί να απομνημονεύσει έναν μικρό αριθμό γλωσσικών μονάδων.
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Η αναγνωστική διαδικασία εντάσσεται στην ευρύτερη διαδικασία γλωσσικής εξέλιξης στην οποία ο αναγνώστης προσεγγίζει το κείμενο με στόχο τη δόμηση ενός μοντέλου κατανόησής του. Για αυτό το λόγο μπορεί να περιοριστεί ή να απαλειφθεί η διδασκαλία εκμάθησης ειδικών δεξιοτήτων (λ.χ. αναγνώριση λέξεων, γραφο-φωνημική ταύτιση), διαδικασία που δεν κρίνεται απαραίτητη για την εκμάθηση της πρώτης γλώσσας (μητρικής προφορικής γλώσσας). Η διδασκαλία εκμάθησης ειδικών αναγνωστικών δεξιοτήτων δύναται να διακυβεύσει τη διαδικασία κατανόησης του κειμένου και να απομακρύνει τον αναγνώστη από το γενικότερο πλαίσιο των συμφραζομένων (Lipson & Wixson, 1991).
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο προσέγγισης της αναγνωστικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται επίσης όπως και το προηγούμενο μοντέλο (φωνολογικό) από γραμμικότητα και ιεραρχία καθώς ο αναγνώστης προσεγγίζει την αναγνωστική διαδικασία σταδιακά και ιεραρχικά από τις μεγαλύτερες γλωσσικές μονάδες στις μικρότερες (Samuels & Kamil, 1984). Σύμφωνα με τον McCormick (1988), το ψυχογλωσσολογικό μοντέλο προσέγγισης της ανάγνωσης εντάσσεται από φιλοσοφικής άποψης στον ορθολογισμό.
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Ο αναγνώστης μεταφέρει τη γνώση και το νόημα στο κείμενο καθοδηγώντας και ελέγχοντας την αναγνωστική διαδικασία. Στο ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο δίδεται έμφαση στην a priori γνώση (Paul, 1998a). To ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο, σύμφωνα με τον κριτικό σχολιασμό των Samuels & Kamil (1984), δε λαμβάνει υπόψη του την αναγνωστική συμπεριφορά των νέων αναγνωστών κυρίως των παιδιών που εισάγονται στον κόσμο της ανάγνωσης. Οι αρχάριοι αναγνώστες δεν είναι εξοικειωμένοι με τη θεματολογία και τη παρουσίαση του κειμένου και είναι εξαρτώμενοι από το ίδιο το κείμενο. Μόνο ένας έμπειρος αναγνώστης μπορεί να προσεγγίσει ένα κείμενο με το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο.
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Επίσης, το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο δε δίνει λύσεις στις περιπτώσεις που διακόπτεται η κατανόηση του κειμένου (σε περιπτώσεις αντιμετώπισης δύσκολων λέξεων, δυσκολονόητων παραγράφων). Οι αναγνώστες θα πρέπει να καταφύγουν στο φωνολογικό μοντέλο και να αντιμετωπίσουν τις αναγνωστικές δυσκολίες με τις αναγνωστικές δεξιότητες αναγνώρισης λέξεων (Paul, 1998a). Σύμφωνα με το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο ο αναγνώστης αντλεί το νόημα των λέξεων από τα συμφραζόμενα του κειμένου. Γενικεύοντας, μπορεί να παραβλέψει ορισμένες λέξεις και να εμμείνει σε άλλες περισσότερο σημαντικές λέξεις για την κατανόηση του κειμένου.
Το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο Η χρήση, όμως, των συμφραζομένων κατά την Adams (1990) δεν επισπεύδει την αναγνώριση των λέξεων ούτε επιταχύνει τη διαδικασία κατανόησης των λέξεων. Οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στη χρήση των συμφραζόμενων κατά τη διαδικασία αναγνώρισης λέξεων δεν συνδέονται στενά με τα προβλήματα της αναγνωστικής κατανόησης.
Το αλληλεπιδραστικό μοντέλο Το τρίτο μοντέλο προσέγγισης της ανάγνωση της αλληλεπιδραστικής θεώρησης (interactive model) δίνει έμφαση: στη σημασία της προϋπάρχουσας γνώσης, παράγοντας καθοριστικός για την κατανόηση του κειμένου και στη σημασία δυναμικών στρατηγικών που οδηγούν τον αναγνώστη στην αποκωδικοποίηση του κειμένου και στην μεταγνωστική ενσυνείδητη διαχείριση της πληροφορίας. Χρησιμοποιείται επίσης ο όρος parallel processing καθώς το αλληλεπιδραστικό μοντέλο (interactive model) προσεγγίζει την αναγνωστική διαδικασία συνδυάζοντας το φωνολογικό (bottom-up ή textbased) και το ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο (topdown ή reader-based).
Το αλληλεπιδραστικό μοντέλο Το νόημα του κειμένου δύναται να αποκτηθεί από τις δύο προαναφερόμενες θεωρίες αναγνωστικής κατανόησης και από την φωνολογική αλλά και τη ψυχογλωσσολογική προσέγγιση (King & Quigley,1985). Το αλληλεπιδραστικό μοντέλο εμφανίζεται ως μια εξισορροπητική προσέγγιση της εκμάθησης και κατανόησης της αναγνωστικής διαδικασίας (Paul, 1998a).
Το αλληλεπιδραστικό μοντέλο Σύμφωνα με την αλληλεπιδραστική προσέγγιση η ανάγνωση προβάλει ως διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ του αναγνώστη και του κειμένου. Ο καλός αναγνώστης εντάσσει την πληροφορία που εκπορεύεται από το κείμενο στο γνωστικό του πεδίο και δομεί το νόημα του αναγνώσματος με βάση την προϋπάρχουσα γνωστική εμπειρία. Επικαλούμενος την αποκτηθείσα γνώση ο αναγνώστης είναι σε θέσει να υποθέσει και να ελέγξει τι γνωρίζει και τι δε γνωρίζει σε σχέση με το κείμενο (γνωστικές και μεταγνωστικές δεξιότητες) (Paul, 1998a).
Το αλληλεπιδραστικό μοντέλο Το γεγονός ότι το αλληλεπιδραστικό μοντέλο συνενώνει στην αναγνωστική διαδικασία το φωνολογικό και το ψυχογλωσσολογικό μοντέλο, οδηγεί τον McCormick (1988) να το χαρακτηρίσει φιλοσοφικά ως φαινομενολογικό. Από τη φιλοσοφική σκοπιά της φαινομενολογίας το αλληλεπιδραστικό μοντέλο λειτουργεί μόνο όταν ο αναγνώστης και το κείμενο βρίσκονται σε στενή λειτουργική σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλοαποδοχής.
Το αλληλεπιδραστικό μοντέλο Ο Paul (1998a), ασκώντας κριτική στις αλληλεπιδραστικές θεωρίες προσέγγισης της ανάγνωσης, ισχυρίζεται πως δεν συγκεκριμενοποιείται ο τρόπος αλληλεπίδρασης των σχημάτων (προϋπάρχουσες δομές γνώσης) που οδηγούν στην κατανόηση του κειμένου. Η ανάγνωση, συχνά, δεν προσεγγίζεται αλληλεπιδραστικά αλλά ως διαδικασία διεκπεραίωσης χωρίς να εξηγείται ο ρόλος και η επίδραση των συμφραζόμενων στην κατανόηση του κειμένου.
Φωνολογικό μοντέλο (bottom-up) Χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα και ιεραρχία. Φιλοσοφικά εντάσσεται στον εμπειρισμό. Η αναλυτική διαδικασία, (από την μικρότερη στην μεγαλύτερη γλωσσική μονάδα) φανερώνει το νόημα. Το κείμενο εμπεριέχει το νόημα και ελέγχει την αναγνωστική διαδικασία. Ψυχο-γλωσσολογικό μοντέλο (top-down) Χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα και ιεραρχία. Φιλοσοφικά εντάσσεται στον ορθολογισμό. Δέχεται επιρροές από τον κονστρουκτιβισμό και τις ερμηνευτικές θεωρίες. Η προϋπάρχουσα γνώση που φέρει ο αναγνώστης οδηγεί στην κατάκτηση του νοήματος Ο αναγνώστης ελέγχει την αναγνωστική διαδικασία. Αλληλεπιδραστικό μοντέλο (interactive) Χαρακτηρίζεται από παράλληλη διαδικασία. Φιλοσοφικά εντάσσεται στη φαινομενολογία. Προβάλει την αλληλεπίδραση μεταξύ του εμπειρισμού και του ορθολογισμού. Στη διαδικασία της ανάγνωσης συνδυάζεται το φωνολογικό και το ψυχογλωσσολογικό μοντέλο για την απόκτηση του νοήματος. Tην αναγνωστική διαδικασία ελέγχει η σχέση αλληλεπίδρασης αναγνώστη και κειμένου. Σύνοψη των σημαντικότερων σημείων των θεωρητικών μοντέλων προσέγγισης της ανάγνωσης