ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ



Σχετικά έγγραφα
Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Κορίτσι ή Αγόρι: Η Ανάπτυξη της Ταυτότητας Φύλου. Ίλια Χατζή Ψυχολόγος MSc

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

Φύλο, σεξουαλικότητα και σεξουαλικός προσανατολισµός. -Ιδιωτική ζωή, δηµόσιο νόηµα

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

18 \ 01\ 2015 Κείμενο : Σχέσεις γονέων εφήβων

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία

Σχεσιακές παραβάσεις στην υπερνεωτερικότητα: Ο διυποκειμενικός εαυτός στη μυστική πλευρά των σχέσεων: Βιωμένες. εμπειρίες εξωδυαδικών σχέσεων

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

«Το νόημα της σεξουαλικής ζωής στον άνθρωπο σήμερα»

Διαγώνισµα 81. Νέοι και Οικογένεια ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. ΚΕΙΜΕΝΟ Σχέσεις γονέων εφήβων

Συνέδριο για την Ισότητα. Γλωσσάριο

Εξελικτική Ψυχολογία

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Ε.Π.Α.Λ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

( 2) 4, 4.1, 4.1.1,

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Ο ρόλος της οικογένειας στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των μαθητών

Έρευνα: Γνώσεις και στάσεις των μαθητών/τριών του Λυκείου Αγίου Γεωργίου Λακατάμειας σχετικά με την σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία.

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ. Συντάκτριες - ηµιουργοί: Αγγέλου ήµητρα Ζορµπά Βασιλική

ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΔΙΑΦΥΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Τίτλος Αντιλήψεις για το γάμο, οικογενειακές αξίες και ικανοποίηση από την οικογένεια: Μια εμπειρική μελέτη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Γ: ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ-ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΦΟΒΟΙ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Παρουσίαση των σκοπών και των στόχων Ημερήσια πλάνα...53

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Εισαγωγή Συμπεριφορικοί παράγοντες στα προβλήματα της σχέσης του ζευγαριού Συμπεριφορικές παρεμβάσεις Συμπεράσματα

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

«ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ»

Κείμενο Σχέσεις γονέων-εφήβων (1956)

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Μέθοδοι και αποτελέσματα συμβουλευτικής γυναικών

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Κεφάλαιο 1: Γάμος Οικογένεια. Οικογενειακή Αγωγή I Καζέλα Αργυρώ

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

TO ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

φροντιστήρια Απαντήσεις Νεοελληνικής Γλώσσας Γ λυκείου Γενικής Παιδείας

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Γιώργος Βλειώρας

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

Γηγενείς Ψυχολογίες.

Διήμερο εκπαιδευτικού επιμόρφωση Μέθοδος project στο νηπιαγωγείο. Έλενα Τζιαμπάζη Νίκη Χ γαβριήλ-σιέκκερη

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

«Μύθοι» και αλήθειες(;) του γάμου: κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση

Ηαναζήτηση οικουµενικών διαστάσεων. Ορισµένες διαφορές των κοινωνικών φύλων.

ενίσχυση δεσμών ομάδας, ομαδικό κινητικό παιχνίδι με διαλογική συζήτηση, δραστηριότητες δημιουργικής έκφρασης και βιωματικής μάθησης

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

ΜΑΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Mediterranean College Θεσσαλονικης

Ελληνικό Ερωτηματολόγιο Στάσεων προς τη Σεξουαλικότητα

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Σεξουαλικά προβλήματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 6: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: IV

Η έννοια του πολιτισµού στην κοινωνική ψυχολογία

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Το Κοινωνικό Πλαίσιο του Εκφοβισμού Αναστασία Ψάλτη

Από τη μεγάλη γκάμα των δεξιοτήτων ζωής που μπορεί κανείς να αναπτύξει παρακάτω παρουσιάζονται τρεις βασικοί άξονες.

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

Εισηγητής: ΝΙΚΟΛΑΪ Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ, 108/Β. Επιβλέπουσα: ΜΑΓ ΑΛΗΝΗ-ΒΙΟΛΕΤΤΑ ΖΕΡΒΑ

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Οι γνώμες είναι πολλές

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

«Μαζί για την γυναίκα» Κακοποίηση: Ισότητα και Ενεργή Κοινωνία

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Μάθημα 6 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

«Η Διατήρηση της Σεξουαλικότητας μετά τον Γυναικολογικό Καρκίνο»

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Στόχοι ομάδας. Σωστή οργάνωση Καλή συνεργασία Επιμέλεια Συγκέντρωση υλικού Επιτυχία της εργασίας Καλύτερη γνωριμία με τους συμμαθητές μας

Αφορά γονείς-παιδιά Εκµάθηση χρήσης του Η/Υ από την προσχολική ηλικία Συµβολή γονέων στην χρήση του Η/Υ από τα παιδιά

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Η γονεϊκή αντιµετώπιση της σεξουαλικότητας των αγοριών και των κοριτσιών στην εφηβική ηλικία : οι απόψεις των γονέων και των εφήβων ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ ΜΑΣΤΡΑΧΑ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ Επόπτρια: Καθηγήτρια εληγιάννη Β. Θεσσαλονίκη, 2011

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόµενα...2 Ευχαριστίες 6 Εισαγωγή 7 ΜΕΡΟΣ Ι : ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ...13 Κεφάλαιο 1: Σεξουαλικότητα και φύλο 13 1.1 Η έννοια της σεξουαλικότητας και τα ερευνητικά δεδοµένα για τις διαφυλικές διαφορές στο πεδίο της σεξουαλικότητας.13 1.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλικότητα...15 1.2.1 Βιολογικές προσεγγίσεις.15 1.2.2 Ψυχαναλυτική προσέγγιση..16 1.2.3 Θεωρία της κοινωνικής µάθησης 18 1.2.4 Θεωρία των κοινωνικών ρόλων..19 1.2.5 Προσέγγιση των σεξουαλικών σεναρίων 19 1.2.6 Φεµινιστική προσέγγιση..21 1.2.7 Κοινωνικός κονστρουκτιβισµός..23 1.3 Ο ρόλος της οικογένειας στις θεωρίες για τη σεξουαλικότητα 25 1.4 Η έρευνα γύρω από τις διαφυλικές διακρίσεις στο πεδίο της σεξουαλικότητας.29 1.4.1 Στερεότυπα φύλου και σεξισµός.30 1.4.2 Οι κοινωνικές αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα των δύο φύλων, το διπλό κριτήριο και ο έλεγχος της γυναικείας σεξουαλικότητας 32 Κεφάλαιο 2: Σεξουαλικότητα και εφηβεία.41 2.1 Η εφηβεία ως αναπτυξιακό στάδιο και περίοδος αλλαγών του ατόµου..41 2.2 Κοινωνικοί προβληµατισµοί σχετικά µε την εφηβική σεξουαλικότητα..42 2.3 Η έλευση της ήβης και οι εµπειρίες των εφήβων µε το σώµα και την αναπτυσσόµενη σεξουαλικότητα τους....46 2.4 Οι εµπειρίες των αγοριών και των κοριτσιών στο τοµέα των ερωτικών σχέσεων..48 Κεφάλαιο 3: Σεξουαλικότητα, εφηβεία, φύλο και οικογένεια...62 3.1 Οι πεποιθήσεις και οι πρακτικές των γονέων σε σχέση µε την εφηβική σεξουαλικότητα: οι απόψεις των γονέων και των εφήβων..62 2

ΜΕΡΟΣ ΙΙ : Η ΕΡΕΥΝΑ...77 ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ.77 Οι στόχοι και ερευνητικά ερωτήµατα της µελέτης..77 Περιγραφή του δείγµατος της έρευνας.78 ιαδικασία συλλογής δεδοµένων.81 Ανάλυση εδοµένων 82 ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ.85 Ι. ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΦΗΒΙΚΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ 89 1. Πεποιθήσεις των γονιών για τις ερωτικές σχέσεις των εφήβων...89 1.1. Η Σκεπτικιστική στάση...89 (α) Οι εφηβικές σχέσεις µόνο ως φιλικές σχέσεις 89 (β) Η αποδοχή των ροµαντικών εφηβικών σχέσεων (πλατωνικές σχέσεις ή φλερτ).90 (γ) Η αποδοχή της σεξουαλικότητας στην εφηβεία υπό προϋποθέσεις.92 1.2. Οι ερµηνείες της σκεπτικιστικής στάσης. 95 (α) Λόγω ηλικίας: η εφηβεία ως ανωριµότητα 96 (β) Η εφηβεία ως φάση µετάβασης µε άλλες προτεραιότητες..97 (γ) Λόγω αρνητικών επιπτώσεων: η εφηβική σεξουαλικότητα ως πηγή κινδύνων για τους εφήβους..98 Σωµατικές επιπτώσεις.98 Ψυχολογικές επιπτώσεις 100 Κοινωνικές επιπτώσεις..101 (δ) Λόγω προσωπικών δυσκολιών των ίδιων των γονιών 102 2. Γονείς, εφηβική σεξουαλικότητα και το φύλο των εφήβων 104 2.1.Υποστηρίζοντας την κοινή αντιµετώπιση των δύο φύλων 104 (α) Γενικά 104 (β) Με έµφαση στις κοινωνικές αλλαγές από γενιά σε γενιά 105 (γ) Η κοινή αντιµετώπιση ως απόρροια των εµπειριών των ίδιων των γονιών...106 (δ) Με έµφαση στην ισότητα και τα ίσα δικαιώµατα των δύο φύλων..108 2.2.Υποστηρίζοντας την ανάγκη διαφοροποίησης των φύλων...110 (α) Γενικά 110 (β) Η αποδοχή της σεξουαλικής δραστηριότητας των αγοριών: η σεξουαλική δραστηριότητα ως ένδειξη ανδρισµού..113 3

(γ) Η ανάγκη ελέγχου της γυναικείας σεξουαλικότητας: η σεξουαλικότητα των κοριτσιών ως πηγή κινδύνων...115 (δ) Οι ερµηνείες της διάκρισης..119 Η ερµηνεία της κοινωνικοποίησης: ο τρόπος ανατροφής των γονέων ως αιτία των διαφυλικών διακρίσεων 119 Η κοινωνιολογική ερµηνεία: η προσαρµογή στο κοινωνικό κατεστηµένο ως αιτία των διακρίσεων...121 Η ψυχολογική ερµηνεία: η ιδιαιτερότητα της σχέσης πατέρα-κόρης ως αιτιολογικός παράγοντας της διαφοροποιηµένης αντιµετώπισης των δύο φύλων...125 2.3.Οι πρακτικές των γονιών...126 (α )Οι πρακτικές της ισότιµης αντιµετώπισης...127 Ίδιες αντιδράσεις των γονέων στη γνωστοποίηση µιας σχέσης από τα δύο φύλα..127 Παροχή ίδιων µηνυµάτων στα δύο φύλα για την έκφραση της σεξουαλικότητας τους 127 Κοινές ελευθερίες και απαγορεύσεις στα αγόρια και στα κορίτσια σε εξόδους και εκδροµές. 129 (β) Οι πρακτικές της διάκρισης.....130 ιαφορετικές αντιδράσεις των γονέων στη γνωστοποίηση µιας σχέσης του γιου και της κόρης.130 Περιορισµοί στα κορίτσια και ελευθερίες στα αγόρια στις εξόδους και στις κοινωνικές συναναστροφές.131 ΙΙ. ΟΙ ΕΦΗΒΟΙ, Η ΕΦΗΒΙΚΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ..135 3. Η στάση των γονιών...136 3.1.Η αντιλαµβανόµενη επιτρεπτική στάση...136 3.2.Η αντίδραση των γονιών ως έλλειψη κατανόησης. 137 4. Η στάση των γονιών και το φύλο των εφήβων...140 4.1. Η εµπειρία της κοινής αντιµετώπισης των φύλων 140 (α) Η έµφαση στον εκσυγχρονισµό και την αλλαγή αντιλήψεων από γενιά σε γενιά..140 4.2. Η εµπειρία της διάκρισης των φύλων 142 4

(α) Η εµπειρία της θετικής αντιµετώπισης των αγοριών: η σεξουαλική δραστηριότητα των εφήβων αγοριών ως ένδειξη ανδρισµού 142 (β) Η εµπειρία του ελέγχου της γυναικείας σεξουαλικότητας: η σεξουαλικότητα των εφήβων κοριτσιών ως πηγή κινδύνων...143 Ο κίνδυνος της κακής φήµης. 143 Ο κίνδυνος των κοριτσιών να πληγωθούν και να παρασυρθούν από τα αγόρια συντρόφους.. 146 Ο κίνδυνος της εγκυµοσύνης 149 (γ) Οι ερµηνείες της διάκρισης.. 151 Η κοινωνιολογική ερµηνεία: η ανισότητα των δύο φύλων ως παράγοντας των διαφυλικών διακρίσεων..151 Η ερµηνεία της κοινωνικοποίησης των γονέων ως αιτία των διακρίσεων..152 Η ψυχολογική ερµηνεία: η ιδιαιτερότητα της σχέσης πατέρα-κόρης ως αιτιολογικός παράγοντας της διαφοροποιηµένης αντιµετώπισης 153 (δ) Οι πρακτικές της διάκρισης 154 Ενθάρρυνση της σεξουαλικότητας των αγοριών, αποθάρρυνση της σεξουαλικότητας των κοριτσιών.. 154 ιαφορετικές συναισθηµατικές αντιδράσεις των γονέων απέναντι στις ερωτικές σχέσεις των δύο φύλων. 155 Συναναστροφή και έξοδοι µε το άλλο φύλο : περισσότεροι περιορισµοί στα κορίτσια, παροχή µεγαλύτερης ελευθερίας στα αγόρια 156 ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ 162 Βιβλιογραφία. 182 Παράρτηµα 199 Οδηγός συνέντευξης.200 Περίληψη..202 5

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η εργασία αυτή έγινε στο πλαίσιο του µεταπτυχιακού προγράµµατος της Σχολικής- Εξελικτικής Ψυχολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Πριν την παρουσίαση της ερευνητικής αυτής µελέτης θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες µου στους ανθρώπους που µου προσέφεραν την συµπαράσταση και βοήθεια τους για την υλοποίηση της. Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά την καθηγήτρια του Τµήµατος Ψυχολογίας, Βασιλική εληγιάννη-κουϊµτζή που ανέλαβε την εποπτεία της µεταπτυχιακής µου εργασίας και µε καθοδήγησε σε κάθε βήµα της συγγραφικής και ερευνητικής µου δουλειάς. Η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε χάρη στις υποδείξεις και τις γνώσεις που µου µετάδωσε. Την ευχαριστώ επιπλέον για την κατανόηση που µου έδειξε και τη στήριξη της σε δυσκολίες που προέκυπταν κατά το διάστηµα εκπόνησης της εργασίας µου. Ακόµα, ευχαριστώ ιδιαίτερα την Μαζηρίδου Ευδοξία για την πολύτιµη βοήθεια που µου προσέφερε σε όλα τα στάδια της µελέτης, τις διαφωτιστικές παρατηρήσεις της που συνέβαλαν στη βελτίωση της έρευνας µου, αλλά και την ενθάρρυνση και εµπιστοσύνη που µου έδειξε. Οφείλω επίσης ένα µεγάλο ευχαριστώ στους γονείς και στους εφήβους που έλαβαν µέρος στην έρευνα και που συνέβαλαν, µέσω της προθυµίας τους να συµµετάσχουν στη µελέτη, στην υλοποίηση της. Τέλος, ευχαριστώ τους γονείς και τους/τις φίλους/ες µου για την ανοχή, κατανόηση και αµέριστη συµπαράστασή τους καθ όλη τη διάρκεια συγγραφής της εργασίας µου. 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αρκετές έρευνες στο διεθνή χώρο έχουν ασχοληθεί µε το θέµα της σεξουαλικότητας στην εφηβεία και έχουν µελετήσει ποικίλες διαστάσεις της (Allen, 2007; Caron & Moskey, 2002; Martin, 1996; Rosenthal & Feldman, 1999; Somers & Paulson, 2000; Stein & Reiser, 1994; Ward, 2003). Έναυσµα για το ενδιαφέρον και τη µελέτη του συγκεκριµένου ζητήµατος και στη δική µου έρευνα αποτέλεσαν οι συζητήσεις που είχα µε εφήβους στο Γυµνάσιο στο οποίο διεκπεραίωσα την πρακτική µου άσκηση στα πλαίσια της µεταπτυχιακής µου εκπαίδευσης. Μεταξύ των βασικότερων θεµάτων που απασχολούσαν τα παιδιά της ηλικίας αυτής ήταν το άλλο φύλο, τα φλερτ και οι ροµαντικές σχέσεις, οι σεξουαλικές ανησυχίες, οι απορίες πάνω στο σεξ και στη χρήση προφύλαξης, καθώς και ο σεξουαλικός προσανατολισµός. Η συζήτηση για τέτοια θέµατα ήταν πιο συχνή µε τα κορίτσια, παρότι κάποιες φορές και τα αγόρια δε δίσταζαν να µοιραστούν τέτοιου είδους ζητήµατα µαζί µου. Αν και οι συζητήσεις για το άλλο φύλο και τις ερωτικές σχέσεις φαίνεται να είναι συχνές µεταξύ των συνοµηλίκων, διαπίστωσα ότι κάποιοι έφηβοι και ιδιαιτέρα τα κορίτσια δίσταζαν να αναφέρουν ζητήµατα που τους απασχολούσαν ή δε µιλούσαν καθόλου για τέτοιου είδους θέµατα µε τους γονείς τους, είτε γιατί δεν ένιωθαν άνεση να µοιραστούν τις εµπειρίες τους µαζί τους, είτε από φόβο µήπως υπάρξουν συγκρούσεις και τεθούν περιορισµοί. Συζητώντας µε τους εφήβους για τη σεξουαλικότητα και τις ετεροφυλικές σχέσεις, και ακούγοντας τις απόψεις, τις αγωνίες και τις ανησυχίες τους, θεώρησα ότι θα ήταν ενδιαφέρουσα µια µελέτη µε θέµα τη σεξουαλικότητα στην εφηβεία µέσα από το πρίσµα των αντιλήψεων και των απόψεων τόσο των εφήβων όσο και των γονέων τους. Με ενδιέφερε να εξετάσω πως οι γονείς βλέπουν τις σχέσεις των παιδιών τους µε το άλλο φύλο, αν αποδέχονται τις ερωτικές σχέσεις στην ηλικιακή αυτή φάση και αν διαφοροποιούν ή όχι τη στάση τους απέναντι στα δύο φύλα. Επιπλέον, ήθελα να διερευνήσω πως οι ίδιοι οι έφηβοι αντιλαµβάνονται τη στάση των γονέων απέναντι τις ερωτικές τους σχέσεις, καθώς και πως βλέπουν την σεξουαλικότητα των αγοριών και των κοριτσιών στη σύγχρονη εποχή. Ανατρέχοντας στη διεθνή βιβλιογραφία, διαπίστωσα ότι η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί ένα πρόσφατο αντικείµενο προς µελέτη και διερεύνηση. Πολλοί ερευνητές και θεωρητικοί διαφορετικών κατευθύνσεων έχουν καταπιαστεί µε το συγκεκριµένο ζήτηµα. Στο διεθνή χώρο της βιβλιογραφίας, φαίνεται να υπάρχουν διάφορες θεωρίες που 7

προσεγγίζουν µε διαφορετικό τρόπο τη σεξουαλικότητα των δύο φύλων. Μεταξύ αυτών σηµαντική θέση κατέχουν οι βιολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες ερµηνεύουν τη σεξουαλικότητα και τις διαφυλικές διαφορές ως βιολογικά καθορισµένα φαινόµενα (Kimmel, 2004; Morokoff, 2000; Schwartz & Rutter, 1998). Στο άλλο άκρο, βρίσκονται οι προσεγγίσεις που δίνουν ιδιαίτερη έµφαση στην επίδραση των κοινωνικών παραγόντων και της κοινωνικοποίησης στις στάσεις, αντιλήψεις και σεξουαλικές συµπεριφορές των δύο φύλων (Hyde & Oliver, 2000; Oliver & Hyde, 1993). Οι προαναφερθείσες ωστόσο θεωρίες επικεντρώνονται στις διαφορές φύλου, χωρίς να κάνουν ιδιαίτερο λόγο σε θέµατα ανισότητας των δυο φύλων στο πεδίο της σεξουαλικότητας. Άλλες προσεγγίσεις, όπως η φεµινιστική προσέγγιση και ο κοινωνικός κονστρουκτιβισµός, βλέπουν τη σεξουαλικότητα ως ένα φαινόµενο το οποίο κατασκευάζεται κοινωνικά και συνεπώς ρυθµίζεται από µια κουλτούρα κατασκευασµένη από τον άντρα (Bryson, 2004). Ο ριζοσπαστικός φεµινισµός ιδιαίτερα βλέπει την ίδια τη σεξουαλικότητα ως πηγή της αντρικής υπεροχής και της γυναικείας υποτέλειας στους διάφορους τοµείς της ζωής (Tong, 1995). Πράγµατι, η ανισότητα των δύο φύλων υφίσταται και είναι ακόµα εµφανής στο τοµέα της σεξουαλικότητας (Crawford & Popp, 2003; Kimmel, 2004). Τα δύο φύλα ωθούνται να υιοθετήσουν διαφορετικές σεξουαλικές συµπεριφορές και ρόλους και οι γυναίκες κρίνονται και ελέγχονται πιο αυστηρά σε ότι αφορά τη σεξουαλική τους επιθυµία και έκφραση. Ο έλεγχος της γυναικείας σεξουαλικότητας παίρνει διάφορες µορφές ανά εποχή και πολιτισµικό πλαίσιο. Ιστορικά, η σεξουαλικότητα αποτέλεσε ένα µέσο για τον κοινωνικό έλεγχο των γυναικών και τη διατήρηση της αντρικής κυριαρχίας. Στο πλαίσιο του κοινωνικού αυτού ελέγχου εντάσσεται και ο θεσµός της οικογένειας που από τα παλαιά χρόνια συνέβαλε στο περιορισµό της σεξουαλικότητας των γυναικών (Kimmel, 2004; Morokoff, 2000; Schwartz & Rutter, 1998). Σύµφωνα µε τον Engels, επειδή η πατρότητα δεν είναι το ίδιο σίγουρη µε τη µητρότητα, επιβλήθηκε στις γυναίκες η µονογαµία ως µέσο ελέγχου της σεξουαλικότητας τους µέσα από το θεσµό του γάµου και της οικογένειας (Kimmel, 2004; Sayers, 1982 στο Αθανασιάδου, 2002). Παρόλο που στη σύγχρονη εποχή, σε σύγκριση µε το παρελθόν, η στάση της κοινωνίας είναι αρκετά πιο επιτρεπτική απέναντι στη σεξουαλικότητα του γυναικείου φύλου και οι γυναίκες έχουν περισσότερες ελευθερίες, τα διπλά κριτήρια για τη σεξουαλικότητα που ίσχυαν παλαιότερα, φαίνεται να συνεχίζουν να υφίστανται µε διαφορετική όµως µορφή (Crawford & Popp, 2003; Schwartz & Rutter, 1998). Η σεξουαλικότητα στην εφηβεία είναι ένα ζήτηµα που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια (Coleman & Hendry, 1990; Morokoff, 8

2000). Βάσει ερευνών έχουν παρατηρηθεί αλλαγές στις στάσεις απέναντι στο σεξ και αύξηση της σεξουαλικής δραστηριότητας και του αριθµού των συντρόφων στην εφηβική ηλικία σε σύγκριση µε το παρελθόν (Caron & Moskey, 2002). Ωστόσο, οι έφηβοι δεν φαίνεται να είναι υπερδραστήριοι σεξουαλικά, όπως µπορεί κάποιες φορές να παρουσιάζονται ή να θεωρούνται από τους ενήλικες (Conger & Galambos, 1997). Η σεξουαλικότητα στην εφηβεία και η σύναψη σχέσεων µε το άλλο φύλο εγείρουν συχνά ανησυχίες και προβληµατισµούς από την πλευρά των γονέων (Bakopanos & Gilfford, 2001; Jaccard & Dittus, 1991), οι οποίοι όµως δεν καταφέρνουν στις περισσότερες περιπτώσεις να έχουν µια συχνή και ποιοτική επικοινωνία µε τα παιδιά τους για τέτοιου είδους ζητήµατα (Brock & Jennings, 1993; Jaccard et al., 2000; Jordan et al., 2000). Είναι γεγονός ότι κατά την ηλικιακή αυτή περίοδο ασκείται µεγαλύτερη πίεση στους νέους να ανταποκριθούν στους παραδοσιακούς ρόλους και νόρµες του φύλου τους (Raffaelli & Ontai, 2004) και η ύπαρξη του διπλού κριτηρίου είναι πιο εµφανής στη περίπτωση της σεξουαλικής συµπεριφοράς των εφήβων (Μαζηρίδου, 2007; Oliver & Hyde, 1993; Sprecher et al., 1987). Οι γονείς, στο σύνολο τους, φαίνεται να µην έχουν απαλλαχθεί από τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τα φύλα και τη σεξουαλικότητα, µε αποτέλεσµα η αντιµετώπιση των εφήβων στο τοµέα αυτό να καθορίζεται ως ένα βαθµό µε βάση το φύλο των παιδιών τους, γεγονός που βρίσκεται σε αντιστοιχία µε ότι συµβαίνει στη κοινωνία γενικά (Bakopanos & Gifford, 2001; Rafaelli & Ontai, 2001; Schwartz & Rutter, 1998; Tolman & Brown, 2001). Έτσι, οι έφηβες δέχονται περισσότερες πιέσεις και περιορισµούς σε σχέση µε τη σεξουαλικότητα τους από ότι τα αγόρια, στα οποία οι γονείς δείχνουν µεγαλύτερη επιείκεια και παρέχουν περισσότερες ελευθερίες (De Gaston, Weed & Jensen, 1996; Mel Hovel et al.,1994; Moore & Rosenthal, 1991; Raffaelli & Ontai, 2004). Συνεπώς, δεδοµένου ότι οι γονείς διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στη σεξουαλική κοινωνικοποίηση των παιδιών τους αλλά και δεδοµένων των ποικίλων µηνυµάτων που δέχονται οι έφηβοι στα διάφορα πλαίσια, τα δύο φύλα στην εφηβεία αναγνωρίζουν την ύπαρξη των διπλών κριτηρίων για τη σεξουαλικότητα, ενσωµατώνουν τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και βιώνουν διαφορετικά τη σεξουαλικότητα τους (Martin, 1996). Πιο συγκεκριµένα, εµφανίζουν διαφορές στις αντιλήψεις που αφορούν στο σεξ, στη σεξουαλική συµπεριφορά, στα κίνητρα και στα συναισθήµατα που συνοδεύουν συχνά τη σεξουαλική επαφή. Η σεξουαλικότητα φαίνεται λοιπόν να αποκτά διαφορετικό νόηµα για τα αγόρια και τα κορίτσια. Κάποιες έρευνες µάλιστα χρησιµοποιώντας ποιοτική µεθοδολογία έχουν µελετήσει εις βάθος τις εµπειρίες των εφήβων στο τοµέα τις 9

σεξουαλικότητας και ιδιαίτερα αυτές των κοριτσιών (Martin, 1996; Tolman & Brown, 2001). Αν και όπως προαναφέρθηκε, η διεθνής βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί µε το θέµα της εφηβικής σεξουαλικότητας και τη γονεϊκή στάση απέναντι στις ετεροφυλικές σχέσεις των αγοριών και των κοριτσιών, φαίνεται να υπάρχουν ορισµένες ελλείψεις στο ερευνητικό πεδίο για το θέµα αυτό. Οι έρευνες σχετικά µε την αντιµετώπιση της σεξουαλικότητας των εφήβων από τους γονείς βασίζονται περισσότερο στις µαρτυρίες των νέων και όχι των ίδιων των γονέων, ενώ οι µελέτες που έχουν δείγµα τους γονείς αφορούν κατά κύριο λόγο τις µητέρες. Επιπροσθέτως, σπανίζουν οι µελέτες που διερευνούν συνδυαστικά τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τόσο των γονέων όσο και των εφήβων σχετικά µε τη σεξουαλικότητα. Επίσης, οι περισσότερες έρευνες χρησιµοποιούν ποσοτική µεθοδολογία, ενώ οι ποιοτικές µελέτες οι οποίες παρέχουν πιο πλούσιο υλικό για τις υποκειµενικές αντιλήψεις και τα βιώµατα των γονέων και των εφήβων στο πεδίο της σεξουαλικότητας είναι πιο περιορισµένες. Τέλος, στην Ελλάδα η έρευνα για την εφηβική σεξουαλικότητα βρίσκεται ακόµα σε πρώιµο στάδιο. Συνεπώς, η αξία της µελέτης αυτής έγκειται σε µια προσπάθεια να καλυφθούν ως ένα βαθµό τα ερευνητικά κενά που επισηµάνθηκαν. Η παρούσα εργασία έχοντας ως δείγµα της ολόκληρες οικογένειες και χρησιµοποιώντας ποιοτική µεθοδολογία, στοχεύει στη διερεύνηση των προσδοκιών των γονέων για το είδος της σχέσης που επιθυµούν να έχουν οι έφηβοι µε το άλλο φύλο στην ηλικία αυτή, καθώς και των πεποιθήσεων τους και των πρακτικών που ακολουθούν απέναντι στη σεξουαλικότητα των δύο φύλων στην εφηβεία. Επιπλέον, στοχεύει να µελετήσει τις απόψεις των εφήβων για τη στάση των γονέων αναφορικά µε τις ερωτικές σχέσεις των νέων, καθώς και τις αντιλήψεις τους σχετικά µε το αν διαφοροποιείται ή όχι η γονεϊκή αντιµετώπιση της σεξουαλικότητας των δύο φύλων. Το κείµενο της παρούσας µεταπτυχιακής εργασίας χωρίζεται σε δύο µέρη. Το πρώτο µέρος αποτελείται από τρία κεφάλαια και αφορά το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο στηρίχθηκε η παρούσα έρευνα και η ερµηνεία των αποτελεσµάτων που προέκυψαν. Περιλαµβάνει σε γενικές γραµµές τις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλικότητα και πληθώρα ερευνητικών δεδοµένων σχετικά µε το θέµα της σεξουαλικότητας γενικότερα και της εφηβικής σεξουαλικότητας ειδικότερα, σε συνδυασµό µε το φύλο. Επιπλέον, περιέχει µελέτες για τη στάση των γονέων απέναντι στις ετεροφυλικές σχέσεις των αγοριών και των κοριτσιών. Πιο συγκεκριµένα, το πρώτο κεφάλαιο του θεωρητικού µέρους πραγµατεύεται ζητήµατα που αφορούν στη σεξουαλικότητα σε σχέση µε το φύλο. Αρχικά, εισάγει την 10

πολύπλευρη έννοια της σεξουαλικότητας και παρουσιάζει ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε τις διαφορές των δύο φύλων στον ερωτικό τοµέα. Ακολουθεί ένας σύντοµος σχολιασµός για το µέγεθος των διαφορών αυτών και την παρατηρούµενη σύγκλιση των δύο φύλων στο σεξουαλικό τοµέα στη σύγχρονη εποχή. Στη συνέχεια, γίνεται η παρουσίαση των βασικότερων θεωρητικών προσεγγίσεων για τη σεξουαλικότητα και τα δύο φύλα. Κάθε µια από αυτές εστιάζει εν µέρει σε διαφορετικά σηµεία και µηχανισµούς για την εξήγηση του φαινόµενου της σεξουαλικότητας των δύο φύλων και θίγονται θέµατα διαφυλικών διαφορών και ερµηνείας αυτών, καθώς και θέµατα ανισότητας και εµπειριών των δύο φύλων στον ερωτικό τοµέα. Μεταξύ των θεωρητικών προσεγγίσεων για τη σεξουαλικότητα περιλαµβάνονται οι σηµαντικότερες βιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, καθώς επίσης και η φεµινιστική προσέγγιση και η προσέγγιση του κοινωνικού κονστρουκτιβισµού. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά µέσα από κάποιες από τις προαναφερθείσες θεωρίες στο καίριο ρόλο της οικογένειας στη διαµόρφωση της ταυτότητας του φύλου και της σεξουαλικότητας των δύο φύλων, καθώς και στο πως το οικογενειακό πλαίσιο συνδέεται µε τις διαφορετικές σεξουαλικές εµπειρίες που βιώνουν οι άντρες και οι γυναίκες. Επίσης, γίνεται µια επιγραµµατική αναφορά στο ερευνητικό πλαίσιο για τα στερεότυπα φύλου και το σεξισµό, ενώ πιο αναλυτικά παρουσιάζονται οι έρευνες σχετικά µε τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα των δύο φύλων που εδρεύουν στην κοινωνία, το φαινόµενο του διπλού κριτηρίου, καθώς και το ζήτηµα του κοινωνικού ελέγχου της γυναικείας σεξουαλικότητας. Το δεύτερο κεφάλαιο του θεωρητικού µέρους εστιάζεται στη σεξουαλικότητα κατά την περίοδο της εφηβείας. Αρχικά, γίνεται µια µικρή αναφορά στη περίοδο της εφηβείας και στα κύρια αναπτυξιακά επιτεύγµατα των εφήβων. Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για τη σύνδεση της εφηβικής σεξουαλικότητας µε ηθικές και πολιτικές ανησυχίες και δίνεται µια σύντοµη εικόνα για πως η εφηβική σεξουαλικότητα παρουσιάζεται και αντιµετωπίζεται από το κοινωνικό πλαίσιο. Σε επόµενη ενότητα του κεφαλαίου αυτού, παρουσιάζονται ερευνητικά δεδοµένα σχετικά µε τις εµπειρίες των αγοριών και των κοριτσιών µε το σώµα, την αναπτυσσόµενη σεξουαλικότητα τους και τις ερωτικές σχέσεις, καθώς και µε το πως αυτές φαίνεται να διαφέρουν για τα δύο φύλα. Το τρίτο κεφάλαιο περιλαµβάνει δεδοµένα ερευνών από το διεθνή και ελληνικό χώρο σχετικά µε το ρόλο των γονέων στη σεξουαλική ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση των εφήβων, µε τις γονεϊκές αντιλήψεις και πεποιθήσεις για τη σεξουαλικότητα και τις ερωτικές σχέσεις των αγοριών και των κοριτσιών, µε τους φόβους τους για τα ζητήµατα αυτά, καθώς και µε τη στάση που τηρούν και τις πρακτικές που εφαρµόζουν σε σχέση µε τη 11

σεξουαλικότητα των δύο φύλων. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται µε την επισήµανση των ελλείψεων των υπαρχουσών µελετών και της αξίας της παρούσας µελέτης. Στο δεύτερο µέρος της έρευνας, το οποίο αποτελείται από τρία ακόµα κεφάλαια, παρουσιάζονται η έρευνα και η συζήτηση των αποτελεσµάτων που προέκυψαν. Συγκεκριµένα, στο τέταρτο κεφάλαιο περιλαµβάνονται οι στόχοι και τα ερωτήµατα της µελέτης, τα δηµογραφικά στοιχεία του δείγµατος και η µεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τη συλλογή και την ανάλυση των δεδοµένων. Στο πέµπτο κεφάλαιο γίνεται η ανάλυση των αποτελεσµάτων της έρευνας. Πιο συγκεκριµένα, παρουσιάζονται αναλυτικά τα θέµατα µε τα οποία καταπιάστηκαν οι γονείς και οι έφηβοι και τα οποία αποτελούν το αντικείµενο της έρευνας, παρατίθενται τα λόγια των συµµετεχόντων και ακολουθεί σχολιασµός τους βάσει και του θεωρητικού πλαισίου. Παρουσιάζονται και αναλύονται οι απόψεις και προσδοκίες των γονέων για το είδος της σχέσης που επιθυµούν να έχουν τα παιδιά τους µε το άλλο φύλο, οι πεποιθήσεις τους και οι πρακτικές που ακολουθούν απέναντι στη σεξουαλικότητα των εφήβων βάσει του φύλου τους, καθώς και οι ερµηνείες που δίνουν για την αναφερόµενη στάση τους. Επιπλέον, γίνεται η παρουσίαση των απόψεων και των αντιλήψεων των εφήβων για την γονεϊκή αντιµετώπιση της εφηβικής σεξουαλικότητας αρχικά, καθώς και των ετεροφυλικών σχέσεων των νέων, ανάλογα µε το φύλο τους στη συνέχεια. Επίσης, αναλύονται οι ερµηνείες που δίνουν οι έφηβοι για τη στάση που κρατούν οι γονείς απέναντι στα δύο φύλα. Τέλος, το έκτο κεφάλαιο περιλαµβάνει τη συζήτηση των αποτελεσµάτων της έρευνας και τα γενικά συµπεράσµατα που προέκυψαν. Επίσης αναφέρονται οι περιορισµοί της έρευνας και ακολουθούν προτάσεις για περαιτέρω διερεύνηση των θεµάτων που συζητήθηκαν. 12

ΜΕΡΟΣ Ι :ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ 1.1 Η έννοια της σεξουαλικότητας και τα ερευνητικά δεδοµένα για τις διαφυλικές διαφορές στο πεδίο της σεξουαλικότητας Η σεξουαλικότητα αποτελούσε και αποτελεί ένα βασικό κοµµάτι στη ζωή των ανθρώπων σε όλες τις ιστορικές περιόδους και πολιτισµούς. Είναι ένα φαινόµενο που έχει απασχολήσει εδώ και πολλές δεκαετίες επιστήµονες, ερευνητές και θεωρητικούς διαφόρων κατευθύνσεων. Σύγχυση φαίνεται όµως να υπάρχει γύρω από τη σηµασία της σεξουαλικότητας και συχνά ο τρόπος αντίληψης της δείχνει να περιορίζεται στη σεξουαλική συνουσία και στις φυσιολογικές και γενετήσιες πλευρές της σεξουαλικής συµπεριφοράς (DeLamater & Hyde, 2004). Ωστόσο, ο όρος «σεξουαλικότητα» είναι πολύ πιο σύνθετος και περίπλοκος και αναφέρεται στις σκέψεις, στις πεποιθήσεις, στα συναισθήµατα, στις σεξουαλικές επιθυµίες, προτιµήσεις και συµπεριφορές, στις σχέσεις, στην επικοινωνία, στην ευχαρίστηση που αντλεί το άτοµο από το σώµα του, καθώς και στην αίσθηση που έχει για τον εαυτό του ως σεξουαλικό υποκείµενο. Επιπλέον, οι σεξουαλικές συµπεριφορές δεν σχετίζονται µόνο µε τη σεξουαλική πράξη, αλλά αφορούν και το φλερτ, το ερωτικό πλησίασµα και τη σωµατική επαφή, όπως η αγκαλιά και ο χορός (DeLamater & Hyde, 2004; Schwartz & Rutter, 1998; Welsh, Rostosky & Kawaguchi, 2000). Η σεξουαλικότητα λοιπόν αποτελεί µια βασική πλευρά της έννοιας του εαυτού (Martin, 1996). Η σεξουαλικότητα δε µπορεί, ωστόσο, να γίνει αντιληπτή χωρίς να ληφθεί υπόψη ο ρόλος των ψυχολογικών παραγόντων, όπως ο αυτοέλεγχος, η σεξουαλική αναστολή, η αυτοεκτίµηση, καθώς και ο ρόλος των κοινωνικοπολιτισµικών παραγόντων, όπως οι κοινωνικές νόρµες και αξίες, η επίδραση της οικογένειας κ.α. (DeLamater & Hyde, 2004). Ορισµένοι µάλιστα υποστηρίζουν ότι η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί µια σταθερή και αµετάβλητη ιδιότητα και ότι είναι πιο δόκιµο να µιλάµε για «σεξουαλικότητες», οι οποίες αποτελούν προϊόντα µιας πολύπλοκής και δυναµικής αλληλεπιδραστικής διαδικασίας ανάµεσα στην ικανότητα µας για επιθυµία, ευχαρίστηση, φαντασία και επικοινωνία και στα ήθη της κοινωνίας στην οποία ζούµε (McKay Armstrong & Gordon, 1992 στο Few, 1997). Η σεξουαλικότητα πρέπει εποµένως να ιδωθεί ως ένα βιοψυχοκοινωνικό φαινόµενο (DeLamater & Hyde, 2004). 13

Μια από τις πιο σηµαντικές διαστάσεις της σεξουαλικότητας είναι το φύλο (gender). Το πεδίο της σεξουαλικότητας αποτελεί έναν από τους κυριότερους τοµείς στον οποίο εκφράζονται µε έντονο και σταθερό τρόπο η ανισότητα και οι διαφορές µεταξύ των δύο φύλων (Hyde & Oliver, 2000; Kimmel, 2004). Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν µελετήσει τη σεξουαλικότητα σε συνάρτηση µε το φύλο και έχουν εντοπίσει διαφυλικές διαφορές σχετικά µε τις σεξουαλικές αντιλήψεις, επιθυµίες και συµπεριφορές. Μετααναλύσεις αλλά και επισκοπήσεις ερευνών καταδεικνύουν ότι οι άντρες αποδέχονται σε µεγαλύτερο βαθµό το περιστασιακό σεξ, την εξωσυζυγική σεξουαλική επαφή και γενικότερα έχουν πιο επιτρεπτικές στάσεις αναφορικά µε τη σεξουαλικότητα σε σύγκριση µε τις γυναίκες. Αντίθετα, οι γυναίκες αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα άγχους, ενοχών και φόβου σε σχέση µε τη σεξουαλικότητα τους, λιγότερες και διαφορετικές ερωτικές φαντασιώσεις και θεωρούν πιο συχνά από τους άντρες την αγάπη και την αφοσίωση στο σύντροφο ως κίνητρο για τη σεξουαλική επαφή. Οι άντρες αναφέρουν ότι σκέφτονται και επιθυµούν το σεξ πιο συχνά από τις γυναίκες και φαίνεται να επιδίδονται σε περισσότερες σεξουαλικές συµπεριφορές και να αναφέρουν µεγαλύτερη σεξουαλική εµπειρία, όπως καταδεικνύεται από µια σειρά µεταβλητών, συµπεριλαµβανοµένου του αυνανισµού, του αριθµού των σεξουαλικών συντρόφων, της ηλικίας έναρξης και της συχνότητας της σεξουαλικής επαφής. Ακόµα, οι άντρες παίρνουν συχνότερα την πρωτοβουλία για έναρξη σεξουαλικής επαφής, δηλώνουν λιγότερο µονογαµικοί και εµπλέκονται σε πολύ υψηλότερα ποσοστά από ότι οι γυναίκες σε διάφορες µορφές σεξουαλικής βίας (Lips, 2001; Kimmel, 2004; Oliver & Hyde, 1993; Schwartz & Rutter, 1998; Vohs, Catanese & Baumeister, 2004). Επιπλέον, αν και κάποιες έρευνες, όπως αυτή των Laumann και συν. (1994, στο Schwartz & Rutter, 1998), βρήκαν ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να έχουν οργασµό κατά τη σεξουαλική επαφή, σύµφωνα µε µια µεταανάλυση που έκαναν οι Oliver & Hyde (1993), δε παρατηρήθηκε διαφορά µεταξύ των δύο φύλων στην αυτοαναφερόµενη σεξουαλική ικανοποίηση, καθώς και σε άλλους τοµείς, όπως η εµπειρία του στοµατικού σεξ. Αναφορικά µε την οµοφυλοφιλία και ιδιαίτερα την αντρική, οι άντρες φαίνεται να διατηρούν πιο αρνητικές στάσεις σε σύγκριση µε τις γυναίκες, ενώ παράλληλα αναφέρουν πιο συχνά σεξουαλικές εµπειρίες µε το ίδιο φύλο (Hyde & Oliver, 2000; Lips, 2001). Στο σηµείο αυτό είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι σε αρκετές έρευνες, οι διαφυλικές διαφορές που εντοπίστηκαν ήταν µικρού ή µετρίου µεγέθους εκτός από τις στάσεις για το περιστασιακό σεξ και τη συµπεριφορά του αυνανισµού, όπου οι άντρες σκόραραν πολύ πιο υψηλά σε σχέση µε τις γυναίκες (Oliver & Hyde, 1993). Επιπλέον, καθώς η µέτρηση των διαφυλικών διαφορών γίνεται µέσω αυτοαναφορών και όχι 14

παρατήρησης, είναι πιθανό σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό οι διαφορές αυτές να έχουν αµβλυνθεί ή να είναι πλαστές, καθώς οι άντρες στο τοµέα αυτό έχουν την τάση να µεγαλοποιούν τις σεξουαλικές τους εµπειρίες, ενώ οι γυναίκες να τις υποαναφέρουν (Oliver & Hyde, 1993; Schwartz & Rutter, 1998). Μια τέτοια ερµηνεία βρίσκεται σε συνάρτηση µε το γεγονός ότι οι νόρµες για τη σεξουαλικότητα επιβραβεύουν τους άντρες και όχι τις γυναίκες για την ποικιλία των σεξουαλικών τους εµπειριών (Schwartz & Rutter, 1998). Ακόµα, όπως παρατηρείται αρκετές από τις διαφορές στη σεξουαλικότητα φαίνεται να µειώνονται µε τη πάροδο του χρόνου, καθώς οι πιο σύγχρονες έρευνες αναφέρουν µεγαλύτερη σύγκλιση στις στάσεις και στις συµπεριφορές των δύο φύλων (Kimmel, 2004; Hyde & Oliver, 2000). Όπως βέβαια παρατηρεί ο Kimmel (2004), αυτό το οποίο άλλαξε είναι κυρίως οι σεξουαλικές αντιλήψεις και συµπεριφορές των γυναικών, οι οποίες προσεγγίζουν πλέον αυτές των αντρών. Οι Schwartz & Rutter (1998), συµπεραίνουν ότι οι άντρες και οι γυναίκες φαίνεται να έχουν περισσότερες οµοιότητες παρά διαφορές στο πεδίο της σεξουαλικότητας, καθώς και περισσότερες οµοιότητες από αυτές που έχουν οι γυναίκες της σύγχρονης και παλιότερης εποχής µεταξύ τους και οι άντρες αντίστοιχα µεταξύ τους στο τοµέα αυτό. Η παρατηρούµενη σύγκλιση των δύο φύλων στο σεξουαλικό τοµέα δε σηµαίνει ωστόσο ότι άντρες και οι γυναίκες δε διαφοροποιούνται στο τρόπο βιώνουν και να εκφράζουν τη σεξουαλικότητα τους (Kimmel, 2004). Στη συνέχεια ακολουθεί η παρουσίαση των βασικότερων θεωρητικών προσεγγίσεων για τη σεξουαλικότητα και τα δύο φύλα. Κάθε µια από αυτές εστιάζει εν µέρει σε διαφορετικά σηµεία και µηχανισµούς για την εξήγηση του φαινόµενου της σεξουαλικότητας των δύο φύλων και θίγονται θέµατα διαφυλικών διαφορών και ερµηνείας αυτών, καθώς και θέµατα ανισότητας και εµπειριών των δύο φύλων στον ερωτικό τοµέα. 1.2 Θεωρητικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλικότητα 1.2.1 Βιολογικές προσεγγίσεις Σύµφωνα µε τη βασική θέση των βιολογικών προσεγγίσεων για τη σεξουαλικότητα, οι σεξουαλικές επιθυµίες και συµπεριφορές, καθώς και ο σεξουαλικός προσανατολισµός είναι έµφυτα στο άτοµο και έχουν βιολογική βάση. Οι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής θεωρούν τις διαφορετικές σεξουαλικές εµπειρίες των δύο φύλων και γενικότερα τις διαφορές που εµφανίζουν στο τοµέα της σεξουαλικότητας ως αποτέλεσµα των µεταξύ τους εγγενών και ανατοµικών διαφορών (Kimmel, 2004; Morokoff, 2000; Schwartz & Rutter, 1998). Για την ερµηνεία της σεξουαλικής επιθυµίας και συµπεριφοράς η βιολογική 15

προσέγγιση δίνει ιδιαίτερη έµφαση στο ρόλο των ορµονών. Για παράδειγµα, η τεστοστερόνη, που ορισµένες φορές αναφέρεται ως η ανδρική «σεξουαλική» ορµόνη, έχει υποστηριχθεί ότι είναι η πιο σηµαντική ορµόνη για τη σεξουαλική λειτουργία και διέγερση. Η ύπαρξη τεστοστερόνης έχει βρεθεί και στις γυναίκες, αλλά σε πολύ χαµηλότερα επίπεδα σε σύγκριση µε τους άντρες. Η διαφορά λοιπόν αυτή στην αναλογία της ορµόνης στα δύο φύλα έχει χρησιµοποιηθεί ως επιχείρηµα για τις «φυσικές» διαφυλικές διαφορές στις σεξουαλικές επιθυµίες και παρορµήσεις, µε αποτέλεσµα οι άντρες να θεωρούνται ότι έχουν εντονότερη σεξουαλική επιθυµία από τις γυναίκες (Schwartz & Rutter, 1998; Tolman & Diamond, 2001). Ανάµεσα στις βιολογικές προσεγγίσεις για τη σεξουαλικότητα σηµαντική θέση φαίνεται να κατέχουν οι θεωρίες της κοινωνιοβιολογίας και της ψυχολογίας της εξέλιξης. Σύµφωνα µε αυτές, σχεδόν όλες οι συµπεριφορές των ανδρών και των γυναικών, και ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται µε τη σεξουαλικότητα, διαµορφώνονται βάσει της συµβολής τους στην αναπαραγωγική επιτυχία που αφορά στην αναπαραγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων υγειών απογόνων. Οι κοινωνιοβιολόγοι θεωρούν ότι οι διαφυλικές διαφορές στη σεξουαλική συµπεριφορά πηγάζουν από τις διαφορετικές συνθήκες που ευνοούν την αναπαραγωγική επιτυχία για τα δύο φύλα. Επειδή οι άντρες παράγουν πλήθος σπερµατοζωαρίων καθηµερινώς, ο καλύτερος τρόπος για εκείνους να διασφαλίσουν την διαιώνιση των γονιδίων τους είναι να γονιµοποιήσουν όσο το δυνατόν µεγαλύτερο αριθµό γυναικών, γεγονός που εξηγεί την τάση τους για περιστασιακό σεξ και ποικιλία συντρόφων. Από την άλλη, οι γυναίκες έχουν ένα µόνο ωάριο το µήνα και για αυτό είναι πολύτιµο, µε αποτέλεσµα η καλύτερη στρατηγική αναπαραγωγής τους είναι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στην επιλογή ενός υγιούς συντρόφου που επιπλέον θα είναι ικανός να παρέχει ασφάλεια και προστασία στα τέκνα τους. Συνεπώς, έχουν µια «βιολογικά» καθοριζόµενη τάση προς τη µονογαµία, συνδέουν τη σεξουαλική συµπεριφορά µε τη συναισθηµατική δέσµευση και χρησιµοποιούν πιο µακροπρόθεσµες στρατηγικές, όπως ο γάµος. Κατά συνέπεια, σύµφωνα µε τους κοινωνιοβιολόγους, οι αναπαραγωγικές διαφορές των δύο φύλων ουσιαστικά διαµορφώνουν και τη σεξουαλικότητα τους (Hyde & Oliver, 2000; Lips, 2001). Εν κατακλείδι, είναι σηµαντικό να αναφερθεί ότι σύµφωνα µε τη βιολογική προσέγγιση, οι «φυσικές» διαφυλικές διαφορές ευθύνονται για τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές διευθετήσεις και κατ επέκταση για την ανισότητα µεταξύ των δύο φύλων. Συνεπώς, η ανδρική υπεροχή στους διάφορους τοµείς, όπως και στο τοµέα της σεξουαλικότητας, φαίνεται να καθορίζεται από τη φύση (Kimmel, 2004). Παρά την ευρεία 16

απήχηση που σηµειώνουν οι βιολογικές ερµηνείες της σεξουαλικότητας, η βιολογική προσέγγιση στο σύνολο της έχει δεχθεί σηµαντική κριτική. Για παράδειγµα, έχει υποστηριχθεί ότι δε λαµβάνει υπόψη το σηµαντικό ρόλο που παίζουν οι ιστορικοί, κοινωνικοί, πολιτισµικοί και διαπροσωπικοί παράγοντες στη διαµόρφωση της σεξουαλικότητας (Tiefer, 1988 στο White et al., 2000; Tolman & Diamond, 2001). 1.2.2 Ψυχαναλυτική προσέγγιση Η ψυχαναλυτική θεώρηση του Freud φαίνεται να είναι η πρώτη θεωρία προσωπικότητας που προσδίδει κεντρικό ρόλο στη σεξουαλικότητα (Lips, 2001). Οι βασικές θέσεις του για τη σεξουαλικότητα και τη νεύρωση (1905-1915) είναι γνωστές ως «θεωρία της libido». Ο Freud υποστήριξε ότι η libido αποτελεί τη δύναµη µέσω της οποίας το σεξουαλικό ένστικτο αναπαρίσταται στο νου και τη θεωρούσε ισοδύναµη του σεξουαλικού πόθου. Μια από τις πιο πρωτοποριακές θέσεις του αφορούσε στην άποψη ότι η σεξουαλικότητα δεν έχει την απαρχή της στην εφηβεία ως φυσική συνέπεια της ωρίµανσης των γεννητικών οργάνων, αλλά έχει αφετηρία ήδη από τη βρεφική ηλικία. Υποστήριξε µάλιστα ότι η σεξουαλική ανάπτυξη στη βρεφική και παιδική ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο στην µετέπειτα δοµή της προσωπικότητας και στην ενήλικη ερωτική ζωή (Person, 1987). Είναι σηµαντικό στο σηµείο αυτό να αναφερθεί ότι η θεωρία της libido δεν αποτελεί µόνο µια θεωρία σεξουαλικής ανάπτυξης, αλλά καταπιάνεται µε τις διαφορές των δύο φύλων στη σεξουαλική ανάπτυξη και ερµηνεύει την ανάπτυξη του ανδρισµού και της θηλυκότητας ως προερχόµενη από τη σεξουαλική. Ο Freud πίστευε ότι η ανάπτυξη των παιδιών των δύο φύλων ήταν κοινή µέχρι την έναρξη του φαλλικού σταδίου, κατά το οποίο η απόκλιση στην αναπτυξιακή πορεία εµφανιζόταν µε την διαπίστωση των ανατοµικών διαφορών στα γεννητικά όργανα των δύο φύλων (Kehily, 2002; Person, 1987). Για τον Freud οι ξεχωριστές οδοί που τελικά ακολουθούν τα αγόρια και τα κορίτσια κατά τη διαµόρφωση και την επίλυση του Οιδιπόδειου συµπλέγµατος και του συµπλέγµατος της Ηλέκτρας αντίστοιχα, έχουν σαν αποτέλεσµα τη δηµιουργία σηµαντικών διαφορών µεταξύ τους στην ανάπτυξη της ταυτότητας και της σεξουαλικότητας τους (Lips, 2001). Στη θεωρία του Freud, η γυναικεία σεξουαλικότητα παρουσιάζεται αδύναµη και υποβαθµισµένη (Kimmel, 2004; Person, 1987). Το κορίτσι ή η γυναίκα εµφανίζεται ως σεξουαλικά παθητική περιµένοντας έναν άνδρα να προσελκυσθεί από αυτή και να την τεκνοποιήσει, καθώς η θηλυκότητα σηµαίνει ολοκλήρωση σα µητέρα και όχι σαν ερωµένη. Ο φθόνος του πέους αποτελούσε για τον Freud τον πυρήνα της γυναικείας σεξουαλικής 17

ανάπτυξης, της ανάπτυξης της θηλυκότητας και των νευρωτικών συγκρούσεων. Τον θεωρούσε υπεύθυνο για την αποµάκρυνση του κοριτσιού από τη µητέρα (απαρνούµενη την κλειτορίδα) και τη στροφή προς τον πατέρα (για την απόκτηση του πέους), µε αποτέλεσµα αυτή η µεταστροφή σε ότι αφορά στο αντικείµενο και στο όργανο να έχει σαν αναπόφευκτη συνέπεια µια µειωµένη libido στο γυναικείο φύλο (Person, 1987). Αν και οι θέσεις του Freud σηµείωσαν ευρεία απήχηση στο επιστηµονικό πεδίο και στη κοινή γνώµη, δέχθηκε έντονες επικρίσεις για τη µεθοδολογία στην οποία στηρίχθηκε η θεωρία του (Kimmel, 2004). Επίσης, οι προαναφερθείσες θέσεις του Freud για τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τη διαµόρφωση της γυναικείας ταυτότητας έχουν συχνά υποστεί κριτική, ιδιαίτερα από το φεµινιστικό κίνηµα, και η θεωρία του έχει χαρακτηριστεί ως φαλλοκεντρική (Lips, 2001; Person, 1987). 1.2.3 Θεωρία της κοινωνικής µάθησης Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης δίνει έµφαση στη συµβολή του κοινωνικού περιβάλλοντος στη διαµόρφωση της σεξουαλικότητας και υποστηρίζει ότι τα άτοµα κοινωνικοποιούνται και µαθαίνουν τις κατάλληλες για το φύλο τους συµπεριφορές µέσω της παρατήρησης, της µίµησης και της ενίσχυσης (Oliver & Hyde, 1993). Όπως σε άλλους τοµείς, έτσι και στο τοµέα της σεξουαλικότητας, µεγαλύτερη επιρροή στη διαµόρφωση των στάσεων και συµπεριφορών του ατόµου έχουν τα µοντέλα που είναι του ίδιου φύλου, είναι σηµαντικά για εκείνο, έχουν θέση ισχύος ή υψηλότερο κύρος και οι συµπεριφορές τους έχουν θετικές συνέπειες για τα ίδια (Fabes & Strouse, 1987). Βάσει της θεωρίας της κοινωνικής µάθησης, αναµένεται η ύπαρξη διαφυλικών διαφορών στις στάσεις και τις συµπεριφορές που αφορούν στη σεξουαλικότητα. Μέσω της θετικής, της αρνητικής ενίσχυσης και της τιµωρίας εγκαθίστανται οι σεξουαλικά αποδεκτές συµπεριφορές για τα δύο φύλα. Οι γυναίκες µπορεί να τιµωρούνται για κάποιες σεξουαλικές δραστηριότητες που δε θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτές για το φύλο τους, όπως το να έχουν πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους ή να κάνουν περιστασιακό σεξ. Αντίθετα, οι άντρες είναι λιγότερο πιθανό να τιµωρούνται για τέτοιου είδους συµπεριφορές και συχνά µπορεί να ενισχύονται θετικά, για παράδειγµα µέσω του θαυµασµού ή της αύξησης του κοινωνικού τους κύρους. Συνεπώς, τέτοιου είδους κοινωνικές ενισχύσεις και τιµωρίες φαίνεται να επηρεάζουν τις στάσεις, συµπεριφορές και πρακτικές που ακολουθούν τα δύο φύλα στον τοµέα της σεξουαλικότητας (Oliver & Hyde, 1993). Η θεωρία της κοινωνικής µάθησης επικεντρώνεται στο «πώς», στις διαδικασίες δηλαδή που κατευθύνουν τους άντρες και τις γυναίκες να υιοθετούν όµοιες ή διαφορετικές µορφές συµπεριφοράς, 18

χωρίς όµως να ασχολείται µε τις βαθύτερες αιτίες που συµβάλλουν στην ανάπτυξη των διαφορών που σηµειώνουν τα δύο φύλα στο σεξουαλικό τοµέα (Lips, 2001). 1.2.4 Θεωρία των κοινωνικών ρόλων Η θεωρία των κοινωνικών ρόλων έχει επίσης εφαρµοστεί στη µελέτη της σεξουαλικότητας των δύο φύλων και όπως η θεωρία της κοινωνικής µάθησης εστιάζεται στη συµβολή των κοινωνικών παραγόντων στη διαµόρφωση της σεξουαλικότητας. Σύµφωνα µε τη προσέγγιση αυτή, ένα µεγάλο µέρος της κοινωνικής συµπεριφοράς αφορά στην επιτέλεση ρόλων. Συνεπώς, οι σεξουαλικές συµπεριφορές των δύο φύλων διέπονται από ρόλους και µπορούν να κατανοηθούν µε βάση αυτούς, αλλά και η σεξουαλικότητα αποτελεί βασικό κοµµάτι των ρόλων του φύλου (Hyde & Oliver, 2000). Οι ρόλοι ωστόσο που υιοθετεί το άτοµο δεν καθορίζουν µόνο τη συµπεριφορά του αλλά και τις στάσεις, τις αντιλήψεις και την αυτοεικόνα του (DeLamater & Hyde, 2004). Συνεπώς, οι διαφορές φύλου που εµφανίζονται στις σεξουαλικές πεποιθήσεις, στάσεις και πρακτικές είναι αποτέλεσµα των διαφορετικών σεξουαλικών ρόλων που αναλαµβάνουν οι άντρες και οι γυναίκες στο κοινωνικό πλαίσιο. Αρκετοί ρόλοι στο πεδίο της σεξουαλικότητας παρέχουν περισσότερες ελευθερίες στους άντρες από ότι στις γυναίκες. Για παράδειγµα, το σεξ πριν το γάµο είναι κοινωνικά αποδεκτό για τις γυναίκες, όντας µόνο στο πλαίσιο µιας σοβαρής σχέσης. Η θεωρία αυτή ερµηνεύει τις αλλαγές στη σεξουαλικότητα των δύο φύλων ως αποτέλεσµα της αλλαγής των ρόλων των φύλων µε την πάροδο του χρόνου (Hyde & Oliver, 2000; Oliver & Hyde, 1993). εν εξηγεί, ωστόσο, γιατί τα δύο φύλα οδηγούνται να αναλάβουν διαφορετικούς σεξουαλικούς ρόλους, πως δηµιουργήθηκαν εξαρχής οι προσδοκίες για τους διαφορετικούς αυτούς ρόλους και σε τι εξυπηρετεί αυτό το γεγονός (DeLamater & Hyde, 2004). 1.2.5 Προσέγγιση των σεξουαλικών σεναρίων Η προσέγγιση των σεξουαλικών σεναρίων των Simon και Gagnon δίνει έµφαση στο ρόλο του κοινωνικού και πολιτισµικού πλαισίου για τη διαµόρφωση της σεξουαλικότητας. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί µια εγγενώς σηµαντική διάσταση της ανθρώπινης συµπεριφοράς σε παγκόσµιο επίπεδο, αλλά καθίσταται σηµαντική µόνο όταν ορίζεται ως τέτοια από τη συλλογική ζωή ή όταν οι ατοµικές εµπειρίες της προσδίδουν ιδιαίτερη σηµασία (Simon & Gagnon, 1987). Οι Gagnon και Simon υποστήριξαν ότι η σεξουαλική συµπεριφορά δεν απορρέει απλά από την κοινωνικοποίηση σε σεξουαλικούς ρόλους στο πλαίσιο της οικογένειας, αλλά είναι προϊόν 19

µιας πολύ πιο σύνθετης αλληλεπιδραστικής διαδικασίας ενσωµατωµένης στην ιδέα των σεξουαλικών σεναρίων (Gagnon & Simon, 1973 στο Stein, 1989). Τα σεξουαλικά σενάρια διακρίνονται σε τρία επίπεδα : τα πολιτισµικά σενάρια (κοινωνικές νόρµες για τη σεξουαλικότητα), τα διαπροσωπικά σενάρια (αποτελούν το σηµείο που οι κοινωνικές συµβάσεις και η ατοµική επιθυµία συναντιούνται και αφορούν στην πραγµατική σεξουαλική δράση σε διαπροσωπικό επίπεδο) και τα ενδοψυχικά σενάρια (προσωπικές επιθυµίες και επιδιώξεις). Ορισµένες φορές στο πεδίο της σεξουαλικότητας φαίνεται να υπάρχει ασυµφωνία µεταξύ των ατοµικών κινήτρων και επιθυµιών και των κοινωνικών επιταγών. Το πρόβληµα συµβιβασµού µεταξύ του ιδιωτικού και του δηµόσιου απαιτεί διαπραγµάτευση στο ενδοψυχικό επίπεδο. Ωστόσο, πέρα από την πίεση για συµβιβασµό στο ενδοψυχικό επίπεδο, ασκείται συχνά πίεση για αλλαγή στα ίδια τα πολιτισµικά σενάρια. Τα πολιτισµικά αυτά σενάρια πιθανώς να τροποποιηθούν σε περίπτωση εµφάνισης στρες ή ενόχλησης σε διαπροσωπικό ή ενδοψυχικό επίπεδο (Gagnon & Simon, 1987). Οι Gagnon και Simon ασχολήθηκαν στο πλαίσιο της θεωρίας τους και µε το ζήτηµα των διαφυλικών διαφορών στη σεξουαλικότητα. Τα πολιτισµικά και διαπροσωπικά σενάρια διαµορφώνουν διαφορετικές προσδοκίες για τη σεξουαλική συµπεριφορά των δύο φύλων και καθορίζουν διαφορετικούς σεξουαλικούς ρόλους. Επιπλέον, θεώρησαν ότι οι διαφορές αυτές φύλου έχουν σε µεγάλο βαθµό την προέλευση τους στις αρχές της εφηβικής ηλικίας. Κατά την περίοδο αυτή, η σεξουαλικότητα των αγοριών βασίζεται κατά κύριο λόγο στον αυνανισµό, µια δραστηριότητα που είναι ατοµική, γίνεται κρυφά και επικεντρώνει τη σεξουαλική επιθυµία στα γεννητικά όργανα. Αντίθετα, τα κορίτσια είναι λιγότερο πιθανό να εµπλακούν σε µια τέτοια δραστηριότητα στη περίοδο αυτή και προσανατολίζονται στη προετοιµασία για τον ενήλικο γυναικείο ρόλο ή στη προσέλκυση του αντρικού ενδιαφέροντος. Τα κορίτσια αποκτούν τις πρώτες τους ερωτικές εµπειρίες συνήθως αργότερα από τα αγόρια και µέσα στο πλαίσιο µιας σχέσης. Αρκετά µάλιστα κορίτσια θεωρούν την ύπαρξη µιας σοβαρής σχέσης ως προϋπόθεση για τη σεξουαλική έκφραση. Όταν οι νέοι συνενώνονται προς τα τέλη της εφηβείας, τα αγόρια είναι ήδη δεσµευµένα στη σεξουαλικότητα, αλλά σχετικά άπειρα στη ρητορική της ροµαντικής αγάπης, ενώ το αντίθετο συµβαίνει για τα κορίτσια. Συνεπώς, καθώς η προσέγγιση των σεξουαλικών σεναρίων δίνει έµφαση στο συµβολικό νόηµα της συµπεριφοράς, οι Gagnon και Simon συµπεραίνουν ότι η έννοια της σεξουαλικότητας είναι πιο στενά συνδεµένη µε τη προσωπική ευχαρίστηση για τους άντρες και µε την ποιότητα της σχέσης για τις γυναίκες (Gagnon & Simon, 1973 στο Cole & Cole, 2002 και στο Oliver & Hyde, 1993). 20

1.2.6 Φεµινιστική προσέγγιση Η φεµινιστική θεώρηση έχει ασχοληθεί µε ποικίλες διαστάσεις της ζωής των γυναικών, µια από τις οποίες είναι και η σεξουαλικότητα. Κεντρική θέση στη φεµινιστική θεωρία κατέχουν οι έννοιες της πατριαρχικής εξουσίας και της αντρικής κυριαρχίας, καθώς και της ανισότητας των δύο φύλων, οι οποίες έχουν εφαρµογή και στο τοµέα αυτό. Σύµφωνα µε τη προσέγγιση αυτή και ειδικότερα τις θέσεις του φιλελεύθερου και του µαρξιστικού φεµινισµού, η αντρική κυριαρχία στο πολιτικό, νοµικό, οικονοµικό και επαγγελµατικό πλαίσιο έχει ως επακόλουθο την εξάρτηση των γυναικών, αλλά και επιπλέον την ανισότητα στις σεξουαλικές σχέσεις των δύο φύλων. Κατά συνέπεια, η σεξουαλικότητα είναι ένα ακόµα πεδίο που, λόγω της γενικότερης ανισότητας των δύο φύλων, χαρακτηρίζεται στο σύνολο του από την αντρική υπεροχή και τη γυναικεία καταπίεση (Hyde & Oliver, 2000; Tong, 1995). Ο ριζοσπαστικός φεµινισµός, ωστόσο, βλέπει την ίδια τη σεξουαλικότητα ως πηγή της αντρικής υπεροχής και της γυναικείας υποτέλειας (Tong, 1995). Οι οπαδοί της ριζοσπαστικής προσέγγισης υποστήριξαν ότι οι σχέσεις µεταξύ των δύο φύλων, ακόµα και οι πιο προσωπικές, έχουν πολιτική φύση. Το σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό» µεταξύ άλλων αναφέρεται και στις σεξουαλικές σχέσεις ανδρών-γυναικών οι οποίες, παρότι λαµβάνουν χώρα σε προσωπικό επίπεδο, έχουν και πολιτικές προεκτάσεις (Eisenstein, 1987 στο Αθανασιάδου, 2002). Για πολλές ριζοσπάστριες φεµινίστριες, η σεξουαλικότητα αποτελεί το καίριο ζήτηµα στο φεµινισµό, καθώς η επιθετικότητα και η ανάγκη για κυριαρχία αποτελούν αναπόσπαστο κοµµάτι της αποδεκτής ως φυσιολογικής αντρικής σεξουαλικότητας. Η βία του αντρικού φύλου πάνω στο γυναικείο καθίσταται φυσιολογική και νοµιµοποιείται στο πλαίσιο των σεξουαλικών πρακτικών, µέσω της υπόθεσης ότι στο σεξουαλικό τοµέα, οι άντρες είναι από τη φύση τους επιθετικοί και κυρίαρχοι, ενώ οι γυναίκες παθητικές και υποτακτικές Καθώς, λοιπόν, η αντρική κυριαρχία και η γυναικεία υποταγή αποτελούν το κανόνα σε ένα τοµέα τόσο θεµελιώδη όσο η σεξουαλικότητα, γίνονται η νόρµα και σε άλλα πλαίσια και τοµείς (Tong, 1995). Η MacKinnon (1987) υποστηρίζει ότι µια θεωρία για τη σεξουαλικότητα για να θεωρηθεί φεµινιστική θα πρέπει να αντιλαµβάνεται τη σεξουαλικότητα ως µια κατασκευή της αντρικής εξουσίας, που ορίζεται από τους άντρες και επιβάλλεται στις γυναίκες. Συνεπώς, τα συµφέροντα της αντρικής σεξουαλικότητας κατασκευάζουν το νόηµα της σεξουαλικότητας και καθορίζουν τον τρόπο µε τον οποίο επιτρέπεται και αναµένεται να γίνεται αισθητή, να εκφράζεται και να βιώνεται από το γυναικείο φύλο (MacKinnon, 1987). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι λογικό οι κοινωνικά κατασκευασµένοι σεξουαλικοί 21

ρόλοι να καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη για τις γυναίκες την αναγνώριση και έκφραση των σεξουαλικών τους επιθυµιών και αναγκών (Tong, 1995). Σύµφωνα µε τη MacKinnon (1987), η σεξουαλικότητα ισούται µε την ετεροσεξουαλικότητα, η οποία ισούται µε την σεξουαλικότητα στο πλαίσιο της αντρικής κυριαρχίας και της γυναικείας υποταγής. Αρκετά από τα χαρακτηριστικά που συνδέονται µε την κατώτερη θέση της γυναίκας, όπως η επιβεβληµένη παθητικότητα, η δουλοπρέπεια, ο περιορισµός, η αυτοσυγκράτηση και η απαιτούµενη παρουσίαση του εαυτού ως σεξουαλικού αντικειµένου, διαµορφώνονται στο πλαίσιο του ετερόφυλου σεξ. Έτσι, η σεξουαλικότητα δεν αναπτύσσεται και µορφοποιείται µόνο µέσα σε συνθήκες ανισότητας των δύο φύλων, αλλά αποτελεί και η ίδια δυναµικό παράγοντα της διαφυλικής ανισότητας (MacKinnon, 1987). Η Pateman (1988) κάνει λόγο στο βιβλίο της για το γνωστό κοινωνικό συµβόλαιο, το οποίο παρουσιάζεται ότι πρεσβεύει την ελευθερία των πολιτών στις αστικές κοινωνίες. Ωστόσο, η Pateman αναφέρει ότι µέρος του αρχικού-αυθεντικού συµβολαίου, εκτός από το κοινωνικό συµβόλαιο, αποτελεί και το συµβόλαιο των φύλων, το οποίο όµως αποσιωπάται. Το συµβόλαιο των φύλων αφορά στην εξουσία που οι άντρες στο σύνολο τους ασκούν στις γυναίκες και επικαλείται το δικαίωµα των ανδρών για ίση σεξουαλική πρόσβαση στα σώµατα των γυναικών. Αναφέρεται στις ετεροσεξουαλικές σχέσεις και στις γυναίκες ως σεξουαλικά όντα. Οι ετεροσεξουαλικές σχέσεις όµως δε περιορίζονται στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Μια από τις επικρατέστερες µορφές έκφρασης του συµβολαίου των φύλων στη δηµόσια σφαίρα είναι η χρήση του γυναικείου σώµατος ως εµπόρευµα προς πώληση στη καπιταλιστική αγορά. Ένα τέτοιο παράδειγµα αποτελεί η πορνεία. Βάσει των παραπάνω, το αρχικό συµβόλαιο είναι ένα συµβόλαιο που αναφέρεται στην πολιτική ελευθερία του ανδρικού φύλου και στην υποταγή του γυναικείου. Συνεπώς, κατά την Pateman, µέσω του συµβολαίου αυτού, το οποίο έχει διαµορφωθεί µόνο από τους άντρες, εγκαθιδρύεται η σύγχρονη πατριαρχία. Στη πλειοψηφία τους, οι ριζοσπάστριες φεµινίστριες θεωρούν ότι οι γυναίκες θα επιτύχουν την πλήρη πολιτική, οικονοµική και κοινωνική ισότητα, µόνο εφόσον οι ετεροσεξουαλικές σχέσεις των δύο φύλων γίνουν ισότιµες- µια κατάσταση που δεν είναι πιθανό να επιτευχθεί όσο η γυναικεία σεξουαλικότητα ορίζεται και ερµηνεύεται µε βάση την αντρική. Έτσι, σε αντίθεση µε τις θέσεις του φιλελεύθερου και του µαρξιστικού φεµινισµού, βάσει των οποίων η επίτευξη της πολιτικής, νοµικής και οικονοµικής ισότητας θα επιφέρει και τη σεξουαλική, ο ριζοσπαστικός φεµινισµός πρεσβεύει ότι το γυναικείο φύλο θα παραµείνει υποδεέστερο του αντρικού, εκτός και αν η σεξουαλικότητα αναθεωρηθεί και ανακατασκευαστεί (Tong, 1995). 22

Κάποια από τα βασικά σηµεία της κριτικής του ριζοσπαστικού φεµινισµού αφορούν στη διχοτοµική θεώρηση των δύο φύλων, στην εσσενσιαλιστική άποψη ότι οι άντρες στο σύνολο τους είναι εχθροί και καταπιεστές των γυναικών, στη τάση καθολικισµού που δεν υπολογίζει ιστορικές αλλαγές και δε λαµβάνει υπόψη τις διαφορές των γυναικών διαφορετικής εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και ηλικίας, στην ιδέα ότι η σεξουαλικότητα αποτελεί το κύριο πρόβληµα, καθώς και στην έντονη προτροπή για αποµάκρυνση των γυναικών από τους άντρες και απάρνηση της ετεροσεξουαλικότητας (Αθανασιάδου, 2002; Bryson, 2004; Tong, 1995). 1.2.7 Κοινωνικός κονστρουκτιβισµός O κοινωνικός κονστρουκτιβισµός απορρίπτει τη θεώρηση που υποστηρίζει τη φυσική τάξη των πραγµάτων και την ύπαρξη αντικειµενικής αλήθειας. Βασική θέση του αποτελεί η άποψη ότι η γνώση και η πραγµατικότητα δεν ανακαλύπτονται από τους ανθρώπους, συµπεριλαµβανοµένων και των επιστηµόνων, αλλά κατασκευάζονται ή εφευρίσκονται. Αρκετές είναι οι φεµινίστριες που έχουν ασπαστεί πολλές από τις θέσεις του κοινωνικού κονστρουκτιβισµού (Hyde & Oliver, 2000; White, Bondurant & Travis, 2000). Οι οπαδοί της θεωρητικής αυτής προσέγγισης υποστηρίζουν, µεταξύ άλλων, ότι το φύλο δεν είναι ένα έµφυτο χαρακτηριστικό των ανθρώπων και δεν αποτελεί µια φυσική κατηγορία, αλλά µια κοινωνική κατασκευή, η οποία καθορίζει ποιες αλληλεπιδράσεις θεωρούνται κατάλληλες για το κάθε φύλο (Bohan, 1993 στο Αθανασιάδου, 2002). Έτσι, σύµφωνα µε τις φεµινίστριες του κοινωνικού κονστρουκτιβισµού, είναι σηµαντική η διερεύνηση των διαδικασιών βάσει των οποίων οι άντρες και οι γυναίκες έχουν κατασκευαστεί ως διαφορετικοί, αλλά και των συνεπειών αυτής της κατασκευής και όχι η διερεύνηση των «πραγµατικών» τους διαφορών. Οι διαφορές αυτές έχουν κατασκευαστεί κοινωνικά και ψυχολογικά µέσω των επανειληµµένων ισχυρισµών για τη φύση των δύο φύλων, οι οποίοι αποτελούν τους κυρίαρχους λόγους για τον ανδρισµό και τη θηλυκότητα. Οι λόγοι αυτοί διαµορφώνουν τις αντιλήψεις µας για τον κόσµο, τις ταυτότητες µας και τα δύο φύλα (Wilkinson, 2001). Οµοίως και η σεξουαλικότητα θεωρείται από τους κοινωνικούς κονστρουκτιβιστές ένα κοινωνικά κατασκευασµένο φαινόµενο που δε συνδέεται µε τη βιολογία και την ανατοµία (White et al., 2000). Παρότι η σεξουαλικότητα µπορεί να βιώνεται ως προσωπική και ιδιωτική πλευρά του εαυτού, οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις είναι αυτές που διαµορφώνουν και καθορίζουν τις υποκειµενικές µας εµπειρίες για τη σεξουαλικότητα και τους τρόπους µε τους οποίους σκεφτόµαστε για αυτή (Tolman & Diamond, 2001). Η 23