Έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό «Σύγχρονοι Προσανατολισμοί στην Εκπαίδευση», Αρ.Φ. 1, ΔΕΚ.2004-ΦΕΒΡ.2005, σ. 7-10. Ολιστική προσέγγιση της επικοινωνίας. Παναγιώτης Ι. Σταμάτης Σε πρόσφατες παρατηρήσεις μας διαπιστώσαμε ότι φοιτητές και φοιτήτριες του Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. Πανεπιστημίου Αιγαίου που ερωτήθηκαν αν γνωρίζουν τη σημασία της λέξης «επικοινωνία» απάντησαν καταφατικά με ευκολία. Κάτι ανάλογο εκτιμάται πως θα συνέβαινε και με πολλούς άλλους ανθρώπους ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, κοινωνικό, οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο. Η σημασία της λέξης αυτής θεωρείται πασίγνωστη και κατανοητή καθώς η επικοινωνία αποτελεί μια συνήθη διαδικασία της καθημερινότητας. Όταν παροτρύναμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να δώσουν έναν ορισμό του όρου «επικοινωνία», παρατηρήσαμε ότι στον ορισμό τους συμπεριέλαβαν ποικίλες περιγραφικές έννοιες όπως π.χ. ανταλλαγή μηνυμάτων και πληροφοριών μεταξύ δυο ή περισσότερων ομιλητών, διεξαγωγή συζήτησης και συνεπώς ανάπτυξης ομιλητικής διαδικασίας, κατανόηση ενός λεκτικού ερεθίσματος και αντίδρασης σ αυτό κ.λπ. Όταν ζητήσαμε να περιγράψουν με περισσότερες λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την ανταλλαγή των μηνυμάτων τότε τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δύσκολα. Γιατί, άραγε, ενώ σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονται την έννοια της επικοινωνίας δυσκολεύονται να εμβαθύνουν στην κατανόηση ή ακόμη και στην περιγραφή της; Και γιατί συνήθως οι περισσότεροι κάνοντας λόγο για επικοινωνία εννοούν τη λεκτική επικοινωνία τη στιγμή μάλιστα που, όπως υποστηρίζουν σχετικές έρευνες (Argyle, 1988/ Anderson, 1995 κ.ά.), η μη λεκτική επικοινωνία καταλαμβάνει περισσότερο από τα 2/3 των στοιχείων κάθε επικοινωνιακής διαδικασίας; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά φιλοδοξεί να δώσει το παρόν άρθρο, το οποίο εστιάζει σε ένα από τα πλέον πολύπλοκα φαινόμενα ζωής, στην επικοινωνία. Μολονότι η έννοια της επικοινωνίας φαντάζει ως κοινοτυπία εντούτοις ο καθένας προσδίδει σ αυτήν διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, ο καθένας αντιλαμβάνεται την επικοινωνία με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια, γι αυτό, προφανώς, δεν μπορεί να υπάρξει ένας πλήρης ορισμός της επικοινωνίας. Η επικοινωνία αποτελεί ένα σύνθετο και πολύπλοκο κοινωνικό, ψυχολογικό και βιολογικό φαινόμενο που είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη υπόσταση γιατί, όπως θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, σε κάθε επικοινωνιακή διαδικασία οι επικοινωνιακοί σύντροφοι μετέχουν «ψυχή τε και σώματι» και φυσικά «πνεύματι» επειδή προϋποτίθεται πραγμάτωση διανοητικής λειτουργίας. Ωστόσο, το προφανές και το αυτονόητο για την κατανόηση της επικοινωνίας αποτέλεσε πεδίο επιστημονικών αναζητήσεων, προφανώς όχι βέβαια εξαιτίας ανοησίας ή επιστημονικής ανικανότητας αλλά κυρίως επειδή κάθε επιστημολογική προσέγγιση του φαινομένου βρισκόταν στην τροχιά ενός διαφορετικού επιστημολογικού πεδίου (Littlejohn, 2002). Τέτοια πεδία ήταν π.χ. η ψυχολογία (κοινωνική, γνωστική κ.ά.), η κυβερνητική, η τεχνολογία, η κοινωνιολογία, η νευροβιολογία, η εκπαίδευση κ.ά. Ας δούμε πως εξελίχθηκε επιστημολογικά η προσέγγιση του φαινομένου της επικοινωνίας, κάνοντας μια συνοπτική αναδρομή. Το φαινόμενο της επικοινωνίας αποτέλεσε, αντικείμενο παρατήρησης των ανθρωπολόγων αρχικά, οι οποίοι προσπάθησαν να μυηθούν στις ανθρώπινες συνήθειες και συμπεριφορές που καθορίζονταν κυρίως από κοινωνικο-πολιτισμικά ήθη (Mead, 1948). Παρατηρήσεις για τις συνήθειες ανατροφής των παιδιών ή άλλων
κοινωνικών συνηθειών ή τελετών σε «πρωτόγονες» κοινωνίες αποτελούσαν προσφιλή ενασχόληση των ανθρωπολόγων (Morris, 1971/Montagu, 1991), οι οποίοι παρουσίαζαν τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τους στο αριστοκρατικό κοινό που συχνά κόμπαζε για την ανωτερότητα του πολιτισμού, της φυλής και φυσικά της εθνικής καταγωγής του. Ανάλογη στάση είχε άλλωστε επιφέρει παλαιότερα τις γνωστές συνέπειες της αποικιοκρατίας στους ιθαγενείς της Αφρικής, της Αμερικής και της Ωκεανίας. Ανεξάρτητα από τέτοιες μελανές περιπτώσεις η επιστημονική παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σημείωσε εξαιρετική πρόοδο τροφοδοτώντας με υλικό τόσο την κοινωνική ψυχολογία όσο και την κοινωνιολογία, επιστήμες που εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην ερμηνεία πλέον των συμπεριφορών αυτών αναπτύσσοντας ποικίλες και ενδιαφέρουσες εκδοχές (Richmont & McCroskey, 2000/Shapiro, 2002 κ.ά.). Παράλληλα, η γλωσσολογία ήδη από τις αρχές του Κ αιώνα εστίασε το ενδιαφέρον της στη μελέτη της λεκτικής επικοινωνιακής συμπεριφοράς. Διερευνήθηκε αφενός ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η ομιλία και αφετέρου η σημασιολογική διάσταση του λόγου και διατυπώθηκαν αξιοσημείωτες θεωρίες που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σε ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα. Κορυφαίοι γλωσσολόγοι, όπως οι Bühler, Morris, Grice, Austin, Searle, Saussure, Luhmann, Habermas, κ.π.ά. (Bultinck, 1999/ Eriksson, 1999/ Leydesdorff, 1999/ Stemmer, 1999κ.ά.) κατέστησαν, κυριολεκτικά, την ομιλία στην πραγματολογική της διάσταση, εφιστώντας την προσοχή όχι μόνο σε ό,τι λέγεται αλλά και στον τρόπο με τον οποίο λέγεται, εστιάζοντας στα μη λεκτικά στοιχεία που πλαισιώνουν το λόγο. Από μια άλλη οπτική θέασης, η επικοινωνία έγινε αντιληπτή ως μια κοινωνική δεξιότητα η οποία διδάσκεται και καλλιεργείται από και μέσα στις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει, διαβιώνει ή δραστηριοποιείται το άτομο, όπως π.χ. η οικογένεια, το σχολείο, η τοπική κοινωνία, η εκκλησία, η εργασία, οι παρέες, οι σύλλογοι κ.λπ.. Η άποψη του επικοινωνιακά παθητικού ατόμου, συνέβαλε στον προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ψυχολογικής προσέγγισης για το βαθμό της ανθρώπινης, προσωπικής πλέον, συμβολής στη διαμόρφωση της επικοινωνιακής συμπεριφοράς, επειδή κανένα φυσιολογικό άτομο δεν είναι άβουλο αλλά αντίθετα, μάλιστα, επιδιώκει πάντα σθεναρά να επιδράσει κυριαρχικά και να επιβάλει την προσωπική του άποψη στον επικοινωνιακό σύντροφο (Ellis & Beattie, 1986/Wrightsman, n.d.). Ο άνθρωπος έχει βούληση, κρίση, συνείδηση, συναισθήματα, αρχές, αξίες, πεποιθήσεις και πολλά άλλα ψυχοπνευματικά χαρακτηριστικά τα οποία επιδρούν καταλυτικά στον καθορισμό, στην έκφραση και τελικά στην πραγμάτωση της επικοινωνιακής του συμπεριφοράς. Ενσυνείδητα δημιουργεί επικοινωνιακά πλαίσια μέσα στα οποία επιχειρεί την ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων και επιζητά την κατανόηση του επικοινωνιακού συντρόφου άλλοτε για λόγους επίδειξης και εντυπωσιασμού και άλλοτε για λόγους ζωτικής σημασίας, όπως είναι η τεχνολογική ή η εικαστική δημιουργία ή ακόμη και η ίδια του η επιβίωση καθώς η επικοινωνία συνταυτίζεται πλέον με την ίδια τη ζωή, τις απαιτήσεις και τις προοπτικές της (Κοντάκος & Σταμάτης, 2002). Η προσέγγιση της επικοινωνιακής διαδικασίας επιχειρείται τα τελευταία χρόνια και από μια άλλη οπτική θέασης, η οποία διαφεύγει, συνήθως, της προσοχής όσων ασχολούνται με την επικοινωνία δημιουργώντας έτσι ένα αναιτιολόγητο επιστημολογικό κενό. Πρόκειται για την προσέγγιση της επικοινωνίας από νευροβιολογικής σκοπιάς καθώς εκτιμάται πως καμιά επικοινωνιακή διαδικασία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς τη φυσιολογική λειτουργία του νευρομυϊκού συστήματος. Η προσέγγιση αυτή που αποκαθιστά τη σωματική διάσταση της επικοινωνίας επισημαίνει τη σπουδαιότητα της συμβολής του σώματος στην
πραγμάτωση της επικοινωνιακής διαδικασίας. Τα λεκτικά και τα μη λεκτικά σήματα προσλαμβάνονται και εκπέμπονται μέσω των αισθήσεων. Τα αισθητήρια όργανα, στα οποία απολήγει ένα εκτεταμένο σύστημα ποικίλων αισθητήρων προσλαμβάνουν και διαβιβάζουν μέσω του νευρικού συστήματος διάφορα ερεθίσματα που επεξεργάζονται στα εγκεφαλικά κέντρα. Οι αντιδράσεις που εγείρονται ως αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας εκφράζονται με λεκτικά και μη λεκτικά σήματα. Οι επικοινωνούντες αντιλαμβάνονται τα σήματα αυτά και προσαρμόζουν ανάλογα τον επικοινωνιακό τους σκοπό για λόγους αποτελεσματικότητας με γνώμονα την παράλληλη εξοικονόμηση δυνάμεων (Dittman, 1987/Burgoon & Guerrero, 1994/ Manusov & Tress, 2002 κ.π.ά.). Στην εναρκτήρια παράγραφο του παρόντος άρθρου τέθηκε το ερώτημα για την αδυναμία διατύπωσης ενός ορισμού της επικοινωνίας. Στο ερώτημα αυτό απαντά εμφανώς η προαναφερθείσα αναδρομή, η οποία επισημαίνει, κατά την άποψή μας, τον πολυκερματισμό της προσέγγισης της επικοινωνίας μέσα από επιμέρους επιστημολογικές θεωρήσεις. Αντίθετα, πιστεύουμε, η επικοινωνία πρέπει να προσεγγίζεται ως ένα σύνθετο φαινόμενο ζωής που, ως τέτοιο, χρειάζεται ολιστική θεώρηση. Για το λόγο αυτό, προβήκαμε στην κατασκευή του ολιστικού μοντέλου επικοινωνίας σύμφωνα με το οποίο η επικοινωνία εκλαμβάνεται ως πολύπλοκη, αμφίδρομα επαναλαμβανόμενη διαδικασία και θεωρείται ως η κοινή συνισταμένη επιμέρους διεργασιών. Το γενικό πλαίσιο της ολιστικής θεώρησης της επικοινωνίας προϋποθέτει την ύπαρξη δύο τουλάχιστον προσώπων (διαπροσωπική επικοινωνία), τα οποία προβαίνουν αμοιβαία σε κάθε συνειδητή επικοινωνιακή πράξη (communication act). Η επικοινωνιακή πράξη περιλαμβάνει σε πρώτη φάση τον νοητικό επικοινωνιακό σχεδιασμό, ο οποίος υλοποιείται κάθε φορά σε διαφορετικό χωροχρονικό πλαίσιο καθώς συναρτάται με την εκάστοτε επικοινωνιακή στόχευση και σε δεύτερη φάση με την εξωτερίκευση. Κατά την πρώτη φάση επιτελείται μια εσωτερικευμένη διαδικαστική λειτουργία (εσωτερικός διάλογος) στο πλαίσιο της οποίας το πρόσωπο που εκκινεί την επικοινωνιακή διαδικασία (αποστολέας-sender) ακολουθεί μια αλγοριθμική ακολουθία πέντε νοητικών διαδικασιών επεξεργασίας δεδομένων: την συναισθητική, την ενσυναισθητική ή διαδικασία αναγνώρισης, την αισθησιονοητική, τη διαδικασία αξιολόγησης και τη διαδικασία αναπροσαρμογής. Η συναισθητική διαδικασία αναφέρεται σε προσωπικά στοιχεία που σχετίζονται με την αυτοεικόνα, την αυτοπεποίθηση, την αυτοαντίληψη γενικότερα του αποστολέα ως πρωταρχικά δομημένη επικοινωνιακή αφετηρία (αυτογνωσία). Ο αποστολέας δηλαδή, έχει συνειδητοποιήσει με δυνητική πληρότητα τόσο το σύνολο των επικοινωνιακών του δυνατοτήτων όσο και τις επικοινωνιακές δυνατότητες της στιγμής, τις οποίες ελέγχει και αξιολογεί ή και το αντίθετο, ανάλογα με την ψυχοσυναισθηματική του φόρτιση τη δεδομένη στιγμή. Η ενσυναισθητική διαδικασία ή διαδικασία αναγνώρισης αναφέρεται στην προσπάθεια κατανόησης του παραλήπτη (receiver). Δηλαδή, ο αποστολέας διερευνά, ερμηνεύει και αξιολογεί τις προσληπτικές ικανότητες και δυνατότητες του παραλήπτη, την στιγμιαία επικοινωνιακή του ετοιμότητα, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες που τον διακατέχουν τη δεδομένη στιγμή και ανάλογα συμπεραίνει αν θα αναπτύξει μαζί του συμμετρική, συμπληρωματική ή καμία επικοινωνιακή σχέση. Τόσο η συναισθητική όσο και η ενσυναισθητική ή διαδικασία αναγνώρισης επηρεάζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επιρροές του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο διαμορφώνονται τα επικοινωνιακά πρότυπα του αποστολέα και του παραλήπτη. Η ολοκλήρωση της κωδικοποίησης του μηνύματος διέρχεται στη συνέχεια από την αισθησιονοητική διαδικασία κατά την οποία ο αποστολέας σταθμίζει και
συναρτά την κατά τη βούλησή του επιλογή κάποιου επικοινωνιακού αντικειμένου, που περιλαμβάνει πληροφοριακό και σχεσιακό περιεχόμενο, με την επικοινωνιακή του πρόθεση-σκοπό. Ακολούθως, καθορίζει το μέσο με το οποίο θα εξωτερικεύσει την επιλογή του αξιοποιώντας τη λεκτική και μη λεκτική δίοδο έκφρασης, μεμονωμένα ή συνήθως συνδυαστικά, ανάλογα με τη μορφή επικοινωνίας που θα κριθεί ως η καταλληλότερη. Η λεκτική δυνατότητα σημαίνει για τον αποστολέα πως οφείλει να επιλέξει τις πλέον κατάλληλες λέξεις από ένα σύνολο χιλιάδων λέξεων κάποιου γλωσσικού κώδικα, τις οποίες υποχρεούται να δομήσει γραμματολογικά και συντακτικά προκειμένου να τις μετασχηματίσει σε νοηματικές εκφράσεις που θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητές. Η μη λεκτική δυνατότητα σημαίνει την αξιοποίηση κατάλληλου διαύλου εξωτερίκευσης του πληροφοριακού περιεχομένου, με ταυτόχρονη συναισθηματική του επένδυση. Ο συνδυασμός και η παράλληλη χρήση λεκτικών και μη λεκτικών επιλογών δομούν τη διαδικασία πλαισίωσης του μηνύματος γεγονός που παραπέμπει στην πραγματολογική διάσταση της επικοινωνίας. Στη διαδικασία αυτή διαδραματίζουν ενεργό ρόλο οι μαθημένες ή αυθόρμητα επινοημένες τεχνικές, που συνθέτουν την εκφραστικότητα του αποστολέα, καθώς επίσης ο τόπος και ο χρόνος που θα επιλεγεί για την πραγμάτωση κάθε επικοινωνιακής διαδικασίας. Στη συνέχεια λαμβάνει χώρα η διαδικασία αξιολόγησης, η οποία περιλαμβάνει τα στάδια της αυτοαξιολόγησης και της ετεροαξιολόγησης και οδηγεί στη διαδικασία αναπροσαρμογής. Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης αποτιμάται συνολικά η εξελικτική πορεία της επικοινωνιακής διαδικασίας. Στο στάδιο της αυτοαξιολόγησης, ο αποστολέας εκτιμά την υλοποίηση της αλγοριθμικής ακολουθίας κωδικοποίησης του μηνύματός του σε σχέση με αυτό που εμφανίζεται στο στάδιο ετεροαξιολόγησης κατά το οποίο ο αποστολέας επιζητά να εκτιμήσει, από ό,τι δείχνει η αντίδραση του παραλήπτη, αν αυτός κατανόησε και αν αποδέχεται το μήνυμά του. Ο αποστολέας, δηλαδή, επιχειρεί διαρκώς και επιτυγχάνει ή πιστεύει ότι επιτυγχάνει, πολλαπλές στιγμιαίες επικοινωνιακές εκτιμήσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των εκτιμήσεών του οδηγούν τελικά στην ανάπτυξη της διαδικασίας αναπροσαρμογής, δηλαδή στην επανάληψη, στην τροποποίηση ή στην ακύρωση ολόκληρης ή μέρους της επικοινωνιακής του πράξης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας κωδικοποίησης, ο αποστολέας εξωτερικεύει -εκφράζει- επικοινωνεί το μήνυμα αναπτύσσοντας τη δεύτερη φάση πραγμάτωσης της επικοινωνιακής του πράξης, η οποία κορυφώνεται με την πρόσληψη του μηνύματος από τον παραλήπτη. Κατά τη φάση αυτή ο αποστολέας μεριμνά ώστε το μήνυμά του να φτάσει στον παραλήπτη απρόσκοπτα και όσο το δυνατόν περισσότερο απαλλαγμένο από θορύβους προκειμένου να γίνει πιο εύληπτο και καταληπτό, θέτοντας έτσι μια σημαντική προϋπόθεση για την κατανόησή του. Με ανάλογο τρόπο ο παραλήπτης αναπτύσσει κι αυτός με τη σειρά του τις αντίστοιχες φάσεις επικοινωνιακών πράξεων και διαδικασιών επικοινωνίας στα πλαίσια τόσο της αποκωδικοποίησης του μηνύματος όσο και της κωδικοποίησης νέου, ως απόρροια κατανόησης του προσλαμβανόμενου μηνύματος και της αποστολής-επιστροφής του στον αποστολέα, ο οποίος τώρα γίνεται παραλήπτης εφόσον οι ρόλοι αποστολέα και παραλήπτη συνεχώς εναλλάσσονται και αντιστρέφονται κατά τη διάρκεια κάθε επικοινωνιακής διαδικασίας με αντίθετη φορά από αυτήν που ακολουθεί η ανταλλαγή των λεκτικών και μη λεκτικών μηνυμάτων. Στην εναρκτήρια παράγραφο, τέθηκε, επίσης, το ερώτημα για τη σύνδεση της έννοιας της επικοινωνίας περισσότερο με τη λεκτική παρά με τη μη λεκτική της διάσταση, όπως θα ήταν περισσότερο αναμενόμενο. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να ξενίζει αν ληφθεί υπόψη ότι ο λόγος είχε ανέκαθεν μια αδιαμφισβήτητη ισχύ. Τόσο
στην αρχαιότητα, στο μεσαίωνα όσο και στη σύγχρονη εποχή η ρητορική δεινότητα εκτιμάται ως ένα ιδιαίτερο ανθρώπινο χάρισμα που υποδηλώνει κυρίως νοητικές ικανότητες. Η σύγχρονη κοινωνία καλλιεργεί συστηματικά τον προφορικό και γραπτό λόγο θέτοντάς τους σε δεσπόζουσα θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα γεγονός που δεν συμβαίνει με την καλλιέργεια του μη λεκτικού κώδικα επικοινωνίας, η ανάπτυξη και η χρήση του οποίου παραμελείται συστηματικά και αναδεικνύεται μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως π.χ. σε πολιτιστικές ή άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις. Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται και στην Ελλάδα η σπουδαιότητα της μη λεκτικής επικοινωνίας, η οποία έρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από τους επικοινωνιολόγους ή τους συμβούλους επικοινωνίας πολιτικών, ανθρώπων του θεάματος, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών και άλλων προσώπων που δραστηριοποιούνται σε επαγγέλματα στα οποία η πειστικότητα που προκύπτει από εναρμονισμένα λεκτικά και μη λεκτικά σήματα, αποτελεί κορυφαίο κριτήριο επιτυχίας. Με δειλά βήματα επίσης, η μη λεκτική επικοινωνία εισέρχεται στην κατάρτιση στελεχών ή εργαζομένων στους τομείς παροχής υπηρεσιών του ανθρώπου υπό την ευρεία έννοια, όπως π.χ. υγεία, εκπαίδευση, διοίκηση, σώματα ασφαλείας, επιχειρηματικότητα, τουριστική ανάπτυξη κ.π.ά. Μολονότι η ερμηνεία της επικοινωνίας φαντάζει αυτονόητη και προφανής είναι, όπως διαπιστώνεται στο άρθρο αυτό, μια πολύπλοκη υπόθεση. Η ολιστική προσέγγιση της επικοινωνίας, επιχειρεί να συνθέσει τις θεωρήσεις που έχουν διατυπωθεί για την περιγραφή και την ερμηνεία της μέχρι σήμερα, συχνά από ανθρώπους οι οποίοι περιστασιακά και μόνο ασχολήθηκαν με την επιστημολογική της προσέγγιση, από ανθρώπους που ενέταξαν την επικοινωνία και τη διαδικασία πραγμάτωσής της σε μια παρενθετική πτυχή του έργου τους. Γι αυτό, πιστεύουμε ότι, η ολιστική προσέγγιση της επικοινωνίας, όπως διατυπώνεται παραπάνω, αποτελεί πράξη αποκατάστασης του επικοινωνιακού φαινομένου στο κατάλληλο επιστημολογικό πλαίσιο, με πλείστες προοπτικές αξιοποίησης. Όπως τελικά διαπιστώνεται, η επικοινωνία είναι μια απλή, καθημερινή διαδικασία ανταλλαγής μηνυμάτων ή πληροφοριών ποικίλου περιεχομένου και ταυτόχρονα μια σύνθετη διαδικασία επιθυμητής μετάδοσης συναισθημάτων, σκέψεων, αντιλήψεων, πεποιθήσεων, στάσεων και ενδιαφερόντων με καθορισμένη δομή, συγκεκριμένο σκοπό και σαφές περιεχόμενο. Η επικοινωνία έχει δυναμικό και όχι στατικό χαρακτήρα. Υπακούει σε πολιτισμικά προκαθορισμένες συμπεριφορές τις οποίες, όμως, συχνά τροποποιεί με κριτήριο το βαθμό επιτυχίας της εκάστοτε επικοινωνιακής στόχευσης. Η επικοινωνία είναι κατά βάση μια ελεύθερη και αβίαστη πράξη αλληλεπίδρασης, η αποτελεσματικότητα της οποίας εξαρτάται από ποικίλους ανθρωπογενείς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Είναι σύμφυτη με την ποιότητα του βιοτικού επιπέδου. Αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της κοινωνικής συμβίωσης, της τεχνολογικής και πολιτισμικής ανάπτυξης, της συνεύρεσης και της δημιουργικότητας των ανθρώπων σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς. Είναι τόσο καθημερινή και τόσο επίσημη, είναι τόσο απλή και τόσο πολύπλοκη, είναι συναρπαστική, αναγκαία και αναπόφευκτη, είναι ταυτισμένη με τη ζωή. Βιβλιογραφία Anderson, J.R. (1995). Cognitive Psychology and its implications, 4 th ed., N.Y.: Freeman & Co. Argyle, M. (1988). Bodily communication, New York: Metheum & Co. Berger, C. R. (1996). Interpersonal Communication. In M.B.Salwen and D.W.Stacks (ed.) An Intetgrated Approach to Communication Theory and Research. Mahwah, NJ: Erlbaum, pp.277-296.
Bultinck, B. (1999). Review on Jurgen Habermas (1988) On the Pragmatics of Communication. Massachusetts: MIT Press, Cambridge. Burgoon, J. K.& Guerrero, L. K. (1994). Nonverbal Communication. In Human Communication, M. Burgoon, F.G.Hunsaker, E.J.Dawson (Ed.), 3d ed. SAGE Publication Inc./USA. Dittman, A. (1987). The role of the body movement in communication. In A.W.Siegman & S. Feldstein (Eds) Nonverbal Behavior and Communication (pp. 546-563). USA:Lawrence Erlbaum Associates, Inc. Publishers. Ellis, A. & Beattie, G. (1986). The Psychology of Language and Communication. London: Weidenfeld & Nicolson. Eriksson, O. (1999). A Generic Communication Model based on Habermas and Searle s Versions of Speech Act Theory. The Language Action Perspective, Sweden: University of Dalama. Hartley, P. (1999). Interpersonal Communication. London & New York: Routledge. Leydesdorff, L. (1999). Luhmann, Habermas, and the Theory of Communication. Amsterdam ND, Draft Version: Science & Technology Dynamics/Dpt of Communication Studies. Littlejohn, S.W. (2002). Theories of Human Communication (7 th ed.) Belmont, C.A.: Wadsworth Publishing Co. Manusov, V. & Tress, A.R. (2002). Are you kidding me?: The role of nonverbal cues in the verbal accounting process. Journal of Communication, v. 52, pp.640-656. Mead, M. (1948). Some Cultural Approaches to Communication Problems. In L. Bryson (ed.). The Communication of Ideas (pp. 93-108). New York: Institute for Religions and Social Studies. Montagu, A. (1971). Touching: The Human Significance of the Skin. London: Harper & Row. Morris, D. (1971). Intimate Behavior. Jonathan Cape Ltd. Richmont, V.P. & McCroskey, T.C. (2000). Nonverbal Behavior in International Relations (4 th ed.). USA: Allyn & Bacon. Shapiro, M. A. (2002). Generalizability in communication research. Human Communication Research, v.28, pp.491-500. Stemmer, B. (1999). Pragmatics: Theoretical and Clinical Issues. Brain and Language, v.68, n.3, pp. 389-391. Wrightsman, L. S. (n.d.). Social Psychology. Monterey, California: Brooks/ Cole Publishing Co-2nd Ed. Κοντάκος, Α. & Σταμάτης, Π. (2002). Αρχές μιας επικοινωνιακής «υγιεινής» στο νηπιαγωγείο. Στο Ν. Πολεμικός, Μ. Καϊλα και Φ. Καλαβάσης (επιμ.). Εκπαιδευτική, Οικογενειακή και Πολιτική Ψυχοπαθολογία, τ. Γ., Αποκλίσεις στο χώρο της Εκπαίδευσης, Αθήνα: Ατραπός.