Βοσκές και Βοσκότοποι Vasilios P. Papanastasis Σειρα Φυλλαδιων: Γ Aριθμος: 5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ; 1 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΤΟΠΙΑ; 2 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΙΑΚΗ ΛΕΚΑΝΗ 3 ΒΟΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΣΗ 4 Αριθμός ζώων 5 Είδη ζώων 6 Σύστημα βόσκησης 7 Αλληλεπίδραση με τις πυρκαγιές 8 Πολιτικές 9 Παραδείγματα ερημοποίησης 9 ΜΕΤΡΑ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΥ 11 Ρύθμιση βόσκησης 11 Βελτιώσεις βλάστησης 12 Ολοκληρωμένη διαχείριση 13 Κοινωνικοπολιτικά μέτρα 14 Επιτυχημένες περιπτώσεις 15 ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 16 Εικόνα 1. Βόσκηση προβάτων σε τυπικό Μεσογειακό ποολίβαδο (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Χώρα Φυσικά λιβάδια Έκταση (1000 Ha) Ποσοστό του συνόλου της χώρας Ελλάδα 4.600 35 Ιταλία 4.377 15 Πορτογαλία 1.437 16 Ισπανία 11.470 25 Πηγή: FAOSTAT 2007 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ; Βοσκότοποι είναι φυτοκοινότητες που αποτελούνται από ποώδη ή ξυλώδη ή από αμφότερες τις δύο ομάδες ειδών και παράγουν βοσκήσιμη ύλη, η οποία χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο ως τροφή από τα αγροτικά ζώα. Μπορούν να είναι καλλιεργούμενοι, γνωστοί ως λειμώνες, ή ακαλλιέργητοι, γνωστοί ως φυσικά λιβάδια ή απλά λιβάδια. Οι λειμώνες παρουσιάζουν μερικά προβλήματα υποβάθμισης, ειδικά στις περιοχές όπου καλλιεργούνται ετήσια λειμώνια φυτά. Αυτό το βιβλιάριο, όμως, θα επικεντρωθεί κυρίως τα φυσικά λιβάδια, όπου εμφανίζονται σοβαρά φαινόμενα υποβάθμισης. Τα φυσικά λιβάδια καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της Ελλάδaς, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας (δείτε τον πίνακα). Αντιπροσωπεύουν οριακά εδάφη, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως βοσκότοποι από τα πρόβατα, τις αίγες και τα βοοειδή. Η πλειονότητά τους βρίσκεται σε ξηρές, ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές. Υποδιαιρούνται σε ποολίβαδα, θαμνολίβαδα και ανοικτά δάση, γνωστά επίσης ως δασολιβαδικά συστήματα. 1
Τα ποολίβαδα κυριαρχούνται από ποώδη φυτά, ιδιαίτερα ετήσια αγρωστώδη και ψυχανθή, ενώ περιλαμβάνουν και μια μεγάλη ποικιλία άλλων ειδών. Απαντούν σε ξηρές (ξηρολίβαδα) ή υγρές περιοχές (φυσικοί λειμώνες). Είναι οι κύριοι βοσκότοποι για πρόβατα και βοοειδή, ενώ μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και από αίγε ς. Τα θαμνολίβαδα περιλαμβάνουν τα φρυγανολίβαδα, που κυριαρχούνται από αγκαθωτούς ή αρωματικούς ημίθαμνους, τα ανοικτά θαμνολίβαδα, γνωστά ως ψευδομακί, τα οποία απαντούν συνήθως σε ασβεστούχα εδάφη και καλύπτονται από αειθαλείς ή φυλλοβόλου ς θάμνους, κα ι τα πυκνά θαμνολίβαδα, γνωστά επίσης ως μακί, που απαντούν συνήθως σε πυριτικά εδάφη και καλύπτονται από αειθαλείς θάμνους. Τα θαμνολίβαδα είναι τυπικοί βοσκότοποι για τις αίγες, αλλά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν από πρόβατα και βοοειδή. Τα ανοικτά δάση ή δασολίβαδα κυριαρχούνται από δέντρα, κωνοφόρα ή πλατύφυλλα (αειθαλή ή φυλλοβόλα), με μια κάλυψη ανώροφου μικρότερη του 40%. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ανοικτών δασών με βάση τα κυρίαρχα είδη. Εκείνα που κυριαρχούνται από τα αείφυλλα είδη δρυός Quercus rotundifolia και Q. suber απαντούν στην Ιβηρική Χερσόνησο και είναι γνωστά ως dehesas στην Ισπανία και montados στην Πορτογαλία. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΤΟΠΙΑ; Εικόνα 2. Λιβαδικό τοπίο ελεύθερης περιπλάνησης σε κοινόχρηστα λιβάδια της Κρήτης (φωτο: Β. Παπαναστάσης) 2 Οι βοσκότοποι στη νότια Ευρώπη: καλύπτουν το ένα τέταρτο περίπου της συνολικής της έκτασης αποτελούν την πλέον υποβαθμισμένη χρήση γης Εικόνα 3.Κοπάδι προβάτων σε cañada της Ισπανίας δημιουργώντας λιβαδικό τοπίο (φωτο: A. Gomez Sal) Τα λιβαδικά τοπία είναι ανομοιγενείς εκτάσεις που καλύπτονται από μια ποικιλία φυτοκοινοτήτων, όλες ή οι περισσότερες από τις οποίες βόσκονται από τα αγροτικά ζώα. Με άλλα λόγια, τα λιβαδικά τοπία περιλαμβάνουν περισσότερους από ένα τύπο λιβαδικής βλάστησης διάσπαρτους σε μια συγκεκριμένη περιοχή που χρησιμοποιούνται από ένα ή περισσότερα είδη αγροτικών ζώων. Εκτός από τα ζώα, τα λιβαδικά τοπία περιλαμβάνουν επίσης την υποδομή που συνδέεται με τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες, όπως είναι οι ποτίστρες, οι στάβλοι, οι περιφράξεις, τα υπόστεγα, τα μαντριά, οι δρόμοι προσπέλασης και τα μονοπάτια.. Μπορούν να είναι ελεύθερης περιπλάνησης, ποιμενικά ή νομαδικά. Η επίπτωση της βόσκησης των ζώων είναι διαφορετική σε καθένα από αυτούς τους τρεις τύπους τοπίων. Στα ελεύθερης περιπλάνησης λιβαδικά τοπία, τα βόσκοντα ζώα κινούνται ελεύθερα, χωρίς την ύπαρξη ποιμένα. Απαντούν σε οριοθετημένους βοσκοτόπους
και δημιουργούν τα περιφραγμένα τοπία, τα οποία είναι κοινά στις περιοχές με ιδιόκτητα λιβάδια. Ελεύθερης περιπλάνησης λιβαδικά τοπία δημιουργούνται επίσης από μη ποιμενόμενα κοπάδια σε κοινόχρηστες εκτάσεις. Στα ποιμενικά λιβαδικά τοπία, τα ζώα βόσκουν με την παρουσία ποιμένα, ο οποίος τα καθοδηγεί σε ορισμένες αλλά διαφορετικές διαδρομές κάθε μέρα μέσα στο τοπίο. Απαντούν σε λιβαδικές εκτάσεις που δεν έχουν περιφράξεις, συμπεριλαμβανομένων και των κοινόχρηστων βοσκοτόπων. Τα νομαδικά ποιμενικά τοπία δημιουργούνται από τη μετακίνηση του ζωικού κεφαλαίου από τις πεδινές στις ορεινές περιοχές και αντίστροφα. Πρόκειται για μακρείς διαδρόμους βόσκησης που έχουν πλάτος μέχρι 70 μ. και δημιουργούνται κατά μήκος των δρόμων που ακολουθούν τα κοπάδια των ζώων, καθώς μετακινούνται από τα χειμερινά προς τα θερινά λιβάδια στο τέλος της άνοιξης και αντίστροφα το φθινόπωρο. Αυτοί οι διάδρομοι είναι γνωστοί στην Ισπανία ως cañadas. Τα λιβαδικά τοπία σε κοινόχρηστες εκτάσεις είναι τα πλέον υποβαθμισμένα. Γενικά, η υποβάθμιση είναι μεγαλύτερη κοντά ή γύρω από τα σημεία, όπου παραμένουν τα ζώα, δηλ. σε περιφράξεις, μαντριά, και ιδιαίτερα ποτίστρες, που είναι γνωστές επίσης ως πιοσφαίρια, παρά μακριά από αυτά. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΛΕΚΑΝΗ Εικόνα 4. Μωσαϊκό από το Μουσείο Κορίνθου που δείχνει ένα βοσκό με αγελάδες στην αρχαία Ελλάδα (1 ος αιώνας μ.χ.) (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Αγροτικά ζώα άρχισαν να εκτρέφονται στην ανατολική Μεσόγειο στο πρώιμο Ολόκαινο, μεταξύ 10.000 και 6.000 ετών π.χ., πρώτα πρόβατα και αίγες και αργότερα βοοειδή. Αυτό σημαίνει, ότι η ιστορία της βόσκησης των αγροτικών ζώων στην περιοχή της Μεσογείου δεν είναι μεγαλύτερη από 8.000 έτη. Όταν όμως τα αγροτικά ζώα έφθασαν στη Μεσόγειο, δε βρήκαν ένα περιβάλλον χωρίς βόσκηση. Υπήρχαν ήδη εκεί άγρια χορτοφάγα ζώα (π.χ. ελάφια, ιπποπόταμοι, μικρόσωμοι ελέφαντες). Σε μεγάλο βαθμό, τα αγροτικά ζώα αντικατέστησαν τα άγρια, τα οποία εξαφανίστηκαν για διάφορους λόγους, όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές (π.χ. παγετώνες), το κυνήγι από τους πρώτους ανθρώπους ή ακόμα και ο ανταγωνισμός με τα εισαχθέντα αγροτικά ζώα. Από την εισαγωγή τους στην περιοχή της Μεσογείου, όμως, τα αγροτικά ζώα αποτέλεσαν μέρος του περιβάλλοντος με το οποίο εξελίχθηκαν μαζί κατά τη διάρκεια των χιλιετιών. Επηρέασαν μεμονωμένα φυτά, φυτοκοινότητες, οικοσυστήματα και τοπία για να επηρεαστούν αντίστοιχα από το περιβάλλον, το οποίο ευνόησε τη δημιουργία ειδικών φυλών. Σήμερα, η κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική οικονομική δραστηριότητα και στις τέσσερις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία) με τους αριθμούς προβάτων να υπερβαίνουν εκείνους των βοοειδών και των αιγών (δείτε τον πίνακα). Μεταξύ αυτών των ζώων, ένα μεγάλο ποσοστό των προβάτων και των αιγών και ένα μικρότερο από τα βοοειδή (π.χ. ελεύθερης βοσκής) εξαρτώνται από τα φυσικά 3
λιβάδια για διατροφή. Αποτελούν εκτατικά συστήματα παραγωγής που κατά κύριο λόγο επηρεάζουν τα Μεσογειακά οικοσυστήματα και τοπία. Τα πρόβατα και οι αίγες εκτρέφονται σε αμιγή ή, παραδοσιακά, σε μικτά κοπάδια, ενώ τα βοοειδή σε αμιγή κοπάδια. 4 Ζωικό κεφάλαιο το 2005 (,000) Χώρα Βοοειδή Αίγες Πρόβατα Ελλάδα 600 5.400 9.000 Ιταλία 6.255 945 7.954 Πορτογαλία 1.443 547 5.500 Ισπανία 6.464 2.905 22.750 Πηγή: FAOSTAT 2007 Η βόσκηση των αγροτικών ζώων αποτελεί οικολογικό παράγοντα του Μεσογειακού περιβάλλοντος. Η κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για τους λαούς της Μεσογείου από αρχαιοτάτων χρόνων. ΒΟΣΚΗΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ Εικόνα 5. Υποβάθμιση της βλάστησης σε υπερβοσκημένο ποολίβαδο που οδήγησε στην επικράτηση ζιζανίων (ασφοδέλων) (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Ε ικόνα 6. Ερημοποιημένη κατάσταση σε υπερβοσκημένα νησιά του Αιγαίου (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Η ερημοποίηση των βοσκοτόπων και τοπίων που προκαλείται από τη βόσκηση των αγροτικών ζώων είναι μια μακροχρόνια και σύνθετη διαδικασία, που εξελίσσεται σε διαφορετικά στάδια και περιλαμβάνει τη βλάστηση και το έδαφος. Καθώς τα ζώα βόσκουν, αφαιρούν τμήματα ή ολόκληρα φυτά από ένα συγκεκριμένο βοσκότοπο. Αυτή η αφαίρεση είναι επιλεκτική, γιατί πρώτα τρώγονται τα πιο εύγευστα είδη σε βάρος των λιγότερο εύγευστων, τα οποία επικρατούν τελικά στο βοσκότοπο. Αυτό είναι το τελευταίο στάδιο της υποβάθμισης της βλάστησης. Στο μεταξύ, καθώς τα ζώα μετακινούνται ποδοπατούν το έδαφος με τις οπλές τους και ασκούν υψηλή πίεση. Αυτή η πίεση οδηγεί στην συμπίεση του εδάφους και, στη συνέχεια, στη μείωση της διηθητικής ικανότητας. Συνεπώς, το νερό της βροχής απορρέει στην επιφάνεια του εδάφους αντί να διηθείται μέσα σ αυτό. Σε επικλινείς περιοχές, που είναι κοινές στα Μεσογειακά λιβαδικά τοπία, η απορροή του νερού οδηγεί στην επιφανειακή διάβρωση του εδάφους αρχικά, αλλά αργότερα στην αυλακωτή και στη χαραδρωτική διάβρωση. Τελικά, το μητρικό πέτρωμα εκτίθεται και δημιουργούνται συνθήκες ερημοποίησης. Η υποβάθμιση των βοσκοτόπων μπορεί να αξιολογηθεί ποιοτικά με την εκτίμηση της λιβαδικής κατάστασης. Ως λιβαδική κατάσταση ορίζεται η παρούσα παραγωγικότητα του βοσκοτόπου σε σχέση με το δυναμικό του. Αυτό το δυναμικό προσεγγίζεται, όταν το λιβάδι βόσκεται κανονικά. Συνεπώς, αν ένα λιβάδι παράγει περισσότερο από 70% του δυναμικού του, τότε η λιβαδική κατάσταση θεωρείται ως καλή, αν παράγει λιγότερο από 30% τότε η κατάστασή του είναι κακή, ενώ η κατάστασή του είναι μέτρια, αν η παρούσα παραγωγικότητά του είναι ενδιάμεση. Κατάλληλο
κριτήριο για την αξιολόγηση της λιβαδικής κατάστασης είναι η κάλυψη της βλάστησης. Το αν η βόσκηση των αγροτικών ζώων θα προκαλέσει ή όχι ερημοποίηση εξαρτάται από διάφορους διαχειριστικούς παράγοντες καθώς επίσης και από τις πολιτικές που είναι σχετικές με τη κτηνοτροφία. Το φυτοκάλυμμα στους βοσκοτόπους πρέπει να είναι περισσότερο από 70% για να εξασφαλιστεί αειφορική παραγωγή. Αν το φυτοκάλυμμα είναι μικρότερο από 30%, τότε θα υπάρξει διάβρωση του εδάφους και υποβάθμιση. Αριθμός ζώων Εικόνα 7. Υπερβοσκημένο θαμνολίβαδο πουρναριού από αίγες (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Ο αριθμός ζώων είναι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει τους βοσκοτόπους. Ένας καθιερωμένος τρόπος έκφρασης της επίπτωσης αυτής είναι ο υπολογισμός της βοσκοφόρτωσης, δηλαδή του αριθμού ζωικών μονάδων στη μονάδα επιφάνειας κατά την περίοδο της βόσκησης. Ως ζωική μονάδα θεωρείται μια ώριμη προβατίνα και ονομάζεται Ισοδύναμο Προβάτου (ΙΠ). Όλα τα άλλα είδη ζώων μετατρέπονται σε ΙΠ με έναν συντελεστή (δείτε το πλαίσιο). Αάν η βοσκοφόρτωση σε ένα λιβάδι είναι μεγαλύτερη από την βοσκοϊκανότητα (δείτε το πλαίσιο), τότε υπάρχει υπερβόσκηση. Αντίθετα, όταν η βοσκοφόρτωση είναι μικρότερη από την βοσκοϊκανότητα, τότε υπάρχει υποβόσκηση. Τέλος, όταν η βοσκοφόρτωση είναι ίση με την βοσκοϊκανότητα τότε η βόσκηση που ασκείται είναι κανονική. Η υπερβόσκηση απομακρύνει το φυτοκάλυμμα και εκθέτει το έδαφος στη διάβρωση, αλλά για να προκαλέσει ερημοποίηση πρέπει να συνυπάρξουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α. Αυξημένη βοσκοφόρτωση πρέπει να εφαρμόζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, και β. Να είναι οριακό το έδαφος (αβαθές, επικλινές) και το κλίμα (ξηρές με ημίξηρες συνθήκες) Αν δεν υπάρχουν αυτές οι δυο προϋποθέσεις, η υπερβόσκηση μπορεί να μην προκαλέσει ερημοποίηση, επειδή τα περισσότερα λιβαδικά φυτά είναι προσαρμοσμένα στην έντονη πίεση βόσκησης και μπορούν να επανακάμψουν, αν αυτή η πίεση ελαττωθεί ή ανασταλεί σύντομα. Πέρα από την υπερβόσκηση, ερημοποίηση μπορεί να προκαλέσει επίσης και η υποβόσκηση, επειδή η βιομάζα που δεν απομακρύνεται από τα ζώα αποτελεί πολύ εύφλεκτο καύσιμο για πιθανές πυρκαγιές, που συχνά οδηγούν στην διάβρωση του εδάφους. Αν δεν καούν, τα υποβοσκημένα λιβάδια θα καλυφθούν από ξυλώδη είδη με αποτέλεσμα να μειωθεί η βιοποικιλότητα, η οποία επίσης αποτελεί μια μορφή ερημοποίησης. 5 Συντελεστές μετατροπής Είδος Μονάδα Αγελάδα 1.00 Πρόβατο 0.20 Αίγα 0.17 Εικόνα 8. P7b: Υποβοσκημένο θαμνολίβαδο, πολύ ευάλωτο στις πυρκαγιές (φωτο: Β. Παπαναστάσης)
6 Η υπερβόσκηση θεωρείται ως η κύρια αιτία ερημοποίησης στους βοσκοτόπους. Η υποβόσκηση μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές πυρκαγιές. Βοσκοϊκανότητα είναι η μέγιστη βοσκοφόρτωση που μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα βοσκότοπο χωρίς να μειωθεί η παραγωγικότητά του. Είδη ζώων Εικόνα 9. Πυκνό δίκτυο μονοπατιών προβάτων και αιγών σε πλαγιά (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Το είδος του ζώου είναι ένας άλλος σημαντικός διαχειριστικός παράγοντας που έχει επιπτώσεις στους βοσκοτόπους. Κι αυτό επειδή τα διάφορα είδη αγροτικών ζώων έχουν διαφορετικές προτιμήσεις για τα φυτικά είδη ή ομάδες φυτικών ειδών. Τα βοοειδή θεωρούνται ως χορτοφάγα ζώα υπό την έννοια ότι προτιμούν τα ποώδη από τα ξυλώδη είδη. Τα πρόβατα είναι ενδιάμεσοι καταναλωτές, επειδή τρώγουν ποώδη και ξυλώδη είδη, αν και προτιμούν πολύ περισσότερο τα πρώτα από τα δεύτερα. Οι αίγες, αντίθετα, θεωρούνται ως κλαδοφάγα ζώα, επειδή προτιμούν τα ξυλώδη από τα ποώδη είδη (δείτε τον πίνακα). Κατά συνέπεια, η επίπτωσή τους στους βοσκοτόπους είναι διαφορετική. Η υπερβόσκηση από πρόβατα μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς γυμνά ποολίβαδα. Επιπλέον, τα πρόβατα μπορούν να κινηθούν σε πιο απότομα εδάφη και σε μεγαλύτερες αποστάσεις από τα βοοειδή με συνέπεια τη δημιουργία ενός πυκνού δικτύου μονοπατιών στα επικλινή λιβάδια. Οι αίγες έχουν προτίμηση στα φύλλα και στους κλαδίσκους των θάμνων και των δέντρων και θεωρούνται ως υπεύθυνα ζώα για την καταστροφή των μεσογειακών δασών. Για αυτό τον λόγο, είχαν ληφθεί ειδικά μέτρα στο παρελθόν για να απομακρυνθούν οι αίγες από τα δάση, ακόμα και να εξαφανιστούν από ορισμένες Μεσογειακές χώρες. Σήμερα, όμως, οι αίγες θεωρούνται χρήσιμα ζώα όχι μόνο για την αξιοποίηση της βλάστησης κακής ποιότητας, αλλά και για τον έλεγχο της ξυλώδους υποβλάστησης των μεσογειακών δασών, επειδή μειώνουν έτσι τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Η υποβάθμιση των βοσκοτόπων εξαρτάται κατά πολύ από το είδος του βόσκοντος ζώου. Οι αίγες είναι ευεργετικές στα δάση αν εφαρμοστεί ορθολογική βόσκηση. Εικόνα 10. Υπερβολικός αριθμός αιγών μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή δασών δρυός (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Προτιμήσεις σε τροφή ειδών ζωικού κεφαλαίου (%) Είδος Αγρωστώδη Πλατύφυλλες Θάμνοι πόες Βοοειδή 70 18 12 Πρόβατα 57 23 20 Αίγα 39 10 51
Σύστημα βόσκησης Εικόνα 11. Συνεχής βόσκηση σε κοινόχρηστους βοσκοτόπους οδηγεί σε υποβάθμιση (φωτο: Β. Παπαναστάση ς) Εικόνα 12. Περιτροπή βόσκηση με περιφράξεις βελτιώνει το λιβάδι (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Η βόσκηση υπερβολικού αριθμού ζώων ακατάλληλου είδους σε συγκεκριμένο βοσκότοπο μπορεί να μην είναι καταστρεπτική στη βλάστηση και το έδαφος, εκτός αν γίνει σε ακατάλληλη εποχή και για μια μεγάλη περίοδο μέσα στο έτος. Αυτό σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της βόσκησης των αγροτικών ζώων εξαρτώνται κατά πολύ από το σύστημα βόσκησης που εφαρμόζεται. Η εισαγωγή πάρα πολλών ζώων σε ένα λιβάδι νωρίς την άνοιξη, όταν το έδαφος είναι ακόμα υγρό και τα σποριόφυτα δεν έχουν μεγαλώσει, θα οδηγήσει στο ξερίζωμά τους. Από την άλλη μεριά, η χρήση υπερβολικού αριθμού ζώων ολόκληρη την περίοδο βόσκησης θα οδηγήσει στην εξαφάνιση διάφορων ετήσιων ειδών, επειδή δε θα τους δοθεί καμία ευκαιρία για να μεγαλώσουν και να παραγάγουν σπόρους, έτσι ώστε να επανέλθουν πάλι το επόμενο έτος. Επίσης, η συνεχής αποκοπή των πολυετών φυτών από τα ζώα καθ όλη την εποχή βόσκησης δεν θα τους δώσει την ευκαιρία να αποθηκεύσουν ενέργεια για την αναβλάστησή τους το επόμενο έτος. Τα συστήματα βόσκησης μπορούν να είναι συνεχή ή περιτροπικά. Το συνεχές σύστημα βόσκησης περιλαμβάνει τη βόσκηση των ζώων σε όλο το βοσκότοπο καθ όλη τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου ή του έτους. Ένα τέτοιο σύστημα είναι ευεργετικό για τα ζώα, επειδή αυτά έχουν την ελευθερία να επιλέξουν τα καλύτερα φυτά ή μέρη φυτών που είναι διαθέσιμα στο λιβάδι. Για το ίδιο το λιβάδι, όμως, το σύστημα αυτό είναι καταστρεπτικό, επειδή δεν δίνεται η δυνατότητα στα φυτά να επανακάμψουν. Τέτοιο σύστημα εφαρμόζεται στα κοινόχρηστα λιβάδια, όπου περισσότεροι από ένας κτηνοτρόφοι έχουν το δικαίωμα να βόσκουν τα ζώα τους στην ίδια περιοχή, αλλά χωρίς έλεγχο του αριθμού ζώων καθώς επίσης και της εποχής και της διάρκειας βόσκησης. Τα κοινόχρηστα λιβάδια συχνά αποτελούν μια "τραγωδία". Το περιτροπικό σύστημα βόσκησης, αντίθετα, περιλαμβάνει τη διαίρεση του βοσκοτόπου σε τμήματα και τη χρήση τους από τα ζώα διαδοχικά κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου. Τέτοιο σύστημα εφαρμόζεται στα ιδιόκτητα λιβάδια, όπου μπορούν να κατασκευαστούν περιφράξεις. Με την αναστολή της βόσκησης στους βοσκοτόπους για κάποιο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου, τα βοσκημένα φυτά έχουν την δυνατότητα να επανακάμψουν και να αποφευχθεί 7 έτσι η υποβάθμιση της βλάστησης. Η ερημοποίηση στους βοσκοτόπους επηρεάζεται από το σύστημα βόσκησης που εφαρμόζεται. Η κοινόχρηστη βόσκηση αποτελεί συχνά την κύρια αιτία υποβάθμισης στους βοσκοτόπους.
Αλληλεπίδραση με τις πυρκαγιές Εικόνα 13. Ερημοποιημένοι βοσκότοποι στην Κρήτη εξαιτίας του συνδυασμού πυρκαγιών και υπερβόσκησης (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Σ αυτούς του βοσκοτόπους, οι κυρίαρχοι ημίθαμνοι δεν είναι επιθυμητοί στα ζώα, ιδιαίτερα στα πρόβατα. Έτσι, οι προβατοτρόφοι συχνά τους καίνε για να ευνοήσουν τα ποώδη είδη που αυξάνονται γρήγορα μετά την πυρκαγιά. Τα φρύγανα όμως αναπαράγονται με φύτρωση των σπόρων ή παραβλάστηση και επιστρέφουν ξανά σε 3 5 έτη, όταν προκαλείται μια νέα πυρκαγιά και ούτω καθ εξής (δείτε το διάγραμμα). Οι πυρκαγιές χρησιμοποιούνται επίσης στους πρινώνες και τα μακί προκειμένου να ανοιχτούν για βόσκηση από τα αγροτικά ζώα, ιδιαίτερα τα πρόβατα και τα βοοειδή. Σε αυτά τα οικοσυστήματα, ο κύκλος πυρκαγιάς μπορεί να είναι πιο μακρύς, δηλ. 5 10 έτη. 8 Η φωτιά είναι ένα ισχυρό μέσο ελέγχου της βλάστησης που είναι ανεπιθύμητη για τα ζώα και οι κτηνοτρόφοι της Μεσογείου το γνωρίζουν αυτό από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι πυρκαγιές των βοσκοτόπων είναι επομένως μια παραδοσιακή τεχνική σε διάφορα μέρη της Μεσογείου (π.χ. Κρήτη, Σαρδηνία και Κορσική). Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, ένα μεγάλο ποσοστό (25%) των πυρκαγιών κάθε έτος προκαλείται από τους κτηνοτρόφους. Οι πυρκαγιές μπαίνουν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές και η βλάστηση ξηρή. Με την εμφάνιση των πρώτων φθινοπωρινών βροχών, αναγεννάται η βλάστηση στις καμένες εκτάσεις με παραβλαστήματα ή αθρόα φύτρωση των σπόρων. Για να χρησιμοποιήσουν αυτήν τη νέα βλάστηση, οι βοσκοί εισάγουν μεγάλους αριθμούς ζώων στις πρόσφατα καμένες εκτάσεις, με αποτέλεσμα να υπερβόσκονται τα επιθυμητά προς όφελος των μη επιθυμητών φυτικών ειδών. Τα τελευταία μεγαλώνουν γρήγορα εξαιτίας του μειωμένου ανταγωνισμού από τα επιθυμητά ποώδη είδη και επικρατούν στις καμένες εκτάσεις αναγκάζοντας του ς βοσκούς να βάλουν νέα πυρκαγιά για να τα ελέγξουν. Αυτός ο φαύλος κύκλος οδηγεί σε απογυμνωμένα τοπία. Τόσο οι πυρκαγιές όσο και η υπερβόσκηση δεν προκαλούν πάντα ερημοποίηση, αν εφαρμοστούν ανεξάρτητα. Αν συνδυαστούν όμως, το αποτέλεσμά τους είναι πάντα καταστρεπτικό για τη βλάστηση με αποτέλεσμα την υποβάθμιση και την ερημοποίηση του βοσκοτόπου. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν τα φρυγανικά οικοσυστήματα. Μοντέλο που παρουσιάζει την αλληλεπίδραση της διαδοχής βλάστησης μετά από πυρκαγιά με τη διαχείριση βόσκησης σε φρυγανολίβαδα. Οι πυρκαγιές και η υπερβόσκηση δεν προκαλούν πάντα ερημοποίηση, αν εφαρμόζονται ανεξάρτητα. Εάν οι πυρκαγιές συνδυαστούν με την υπερβόσκηση, το αποτέλεσμα είναι καταστρεπτικό και οδηγεί στην ερημοποίηση.
Πολιτικές Εικόνα 14. Η αγροτική πολιτική της Ε.Ε. ευνόησε την μετατροπή των θαμνώνων μακί σε ελαιώνες στην Κρήτη με αποτέλεσμα τη σοβαρή διάβρωση του εδάφους (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Εικόνα 15. Οι επιδοτήσεις της Ε.Ε. για τη κατασκευή ποτιστρών οδήγησε σε σοβαρή υποβάθμιση των βοσκοτόπων της Κρήτης (φωτο: Β. Παπαναστάσης Η ερημοποίηση εξαιτίας της βόσκησης αγροτικών ζώων συχνά οφείλεται στις πολιτικές που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την κτηνοτροφία. Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χορήγηση επιδοτήσεων κατά κεφαλή ζώου στη 10ετία του 1980 και στις αρχές της 10ετίας του 1990 είχε άμεση επίπτωση στην κτηνοτροφία και τους βοσκοτόπους. Στις Μεσογειακές χώρες, αυτή η πολιτική οδήγησε στην αύξηση του αριθμού του ζωικού κεφαλαίου από τους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα την υπερβόσκηση και την ερημοποίηση σε διάφορες περιο χές, ειδικά της ξηρής και ημίξηρης ζώνης. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις της παραγωγής ώθησαν τους κτηνοτρόφους να αντικαταστήσουν πολλές τοπικές φυλές ζώων που ήταν ικανές να χρησιμοποιούν τη φυσική βλάστηση με παραγωγικότερες φυλές, αλλά λιγότερο ικανές να χρησιμοποιούν τους βοσκοτόπους με αποτέλεσμα την υποβάθμισή τους εξ αιτίας της υποβόσκησης. Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις επηρέασαν επίσης τους βοσκοτόπους έμμεσα. Για παράδειγμα, τα οικονομικά κίνητρα που δόθηκαν στους αγρότες να καλλιεργήσουν φυτά μεγάλης καλλιέργειας, σε όλο και περι σσότερα χωράφια, σε βάρος των σανοδοτικών φυτών είχαν ως συνέπεια τη μείωση της διαθέσιμης τροφή ς για τα ζώα. Για να αντισταθμίσουν τη μείωση αυτή, οι κτηνοτρόφοι αναγκάστηκα ν να υπερβοσκήσουν τα φυσικά λιβάδια. Σε ορισμένες περιοχές, οι αγρότες επιχορηγήθηκαν για να εκχερσώσουν θαμνολίβαδα, όπως είναι τ α μακί με μηχανήματα και να τα μετατρέψουν σε μονοκαλλιέργειες ελαιώνων, στερώντας τα από την κτηνοτροφία, μια πρακτική που οδήγησε επίσης σε σοβαρή διάβρωση των εδαφών σε λοφώδεις εκτάσεις. Τέλος, οι επιχορηγήσεις για τη βελτίωση των λιβαδιών οδήγησαν στην κατασκευή υπεράριθμων δρόμων προσπέλασης και ποτιστρών, τα οποία επίσης οδήγησαν σε σοβαρή διάβρωση του εδάφους. Παρόμοια ήτα ν και τα αποτελέσματα της πολιτικής δάσωσης των αγρών, με την οποία οριακά γεωργικά είδη μετατράπηκαν σε δάση στερώντας έτσι βοσκοτόπους από την κτηνοτροφία. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν οι κτηνοτρόφοι να υπερβοσκήσουν περισσότερο τα εναπομείναντα λιβάδια κι έτσι να αυξηθεί η πίεση βόσκησης. Οι επιδοτήσεις της Ε.Ε. ενθαρρύνουν τους κτηνοτρόφους να εντατικοποιήσουν την ζωική παραγωγή σε βάρος των βοσκοτόπων. Οι επιδοτήσεις ανά κεφαλή ζώου, ιδιαίτερα, οδήγησαν σε αύξηση του ζωικού κεφαλαίου και στην υπερβόσκηση των φυσικών λιβαδιών. Παραδείγματα ερημοποίησης Κρήτη. Η Κρήτη έχει μια μακροχρόνια παράδοση υπερβόσκησης, αλλά σε μερικές περιοχές του νησιού αυτή η υπερβόσκηση οδήγησε σε ερημοποιημένα λιβάδια. Το όρος Ψηλορείτης είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ερημοποιημένης 9
περιοχής. Από το 1980, τ α πρόβατα και οι αίγες έχουν αυξηθεί 3 φορές, εξαιτίας των επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, τα αραιά θαμνολίβαδα, που είναι το τελευταίο στάδιο υποβάθμισης του βουνού, αυξήθηκαν κατά 85% μεταξύ 1961 και 1989 σε βάρος των πυκνότερων θαμνώνων και δασών. Εικόνα 17. Η μετατροπή των βοσκοτόπων μακί σε ποολίβαδα με βαθειά άροση κατά μήκος της κλίσης της πλαγιάς οδήγησε σε σοβαρή διάβρωση του εδάφους στη Σαρδηνία (φωτο: C. Zucca) 10 Εικόνα 16. Αλλαγές στη χρήση/κάλυψη γης το 1960 (Α) και το 1989 (Β) στο όρος Ψηλορείτης της Κρήτης, που δείχνουν αύξηση των υποβαθμισμένων θαμνολίβαδων (κίτρινο χρώμα) εξαιτίας της υπερβόσκησης (Πηγή: Bankov, 1998) Σαρδηνία. Αλόγιστες λιβαδικές πρακτικές, όπως η εκχέρσωση και η συλλογή λίθων, το βαθύ όργωμα και η σπορά ετήσιων λιβαδικών ειδών, εφαρμόστηκαν στη Σαρδηνία από την δεκαετία του 70 προκειμένου ν α βελτιωθούν τα λιβάδ ια ή να δημιουργηθούν νέα με αυξημένη λιβαδική παραγωγή. Για τη μετατροπή των μακί στα βελτιωμένα λιβάδια, χρησιμοποιήθηκαν πυρκαγιές και βαριά μηχανήματα σε απότομες πλαγιές με συνέπεια την εκτεταμένη διάβρωση του εδάφους στις λοφώδεις περιοχές. Αυτές οι πρακτικές είιχαν συχνά πολύ μεγάλο κόστος και δεν οδηγούν πάντα στην αυξημένη λιβαδική παραγωγή. Εφαρμόστηκαν όμως επειδή υποστηρίχθηκαν οικονομικά από τις περιφερειακές υπηρεσίες. Ισπανία και Πορτογαλία. Στην νοτιοδυτική Ισπανία και τη νότια Πορτογαλία τα αγροδασολιβαδικά συστήματα που κυριαρχούνται από είδη δρυός (Quercus rotundifolia και Q. suber) απειλούνται τόσο από την εκτατικοποίηση όσο και την εντατικοποίηση των διαχειριστικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένης και της κτηνοτροφίας. Η μείωση της βοσκοφόρτωσης οδηγεί στην εισβολή των θάμνων στον υπόροφο, που ανταγωνίζεται τα δέντρα για νερό και δημιουργεί μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς. Αντίθετα, η αύξηση της βοσκοφόρτωσης οδηγεί στη καταστροφή των νεοφύτων των δέντρων, στο ποδοπάτημα και, τελικά, στην διάβρωση του εδάφους. Ένα μεγάλο πρόβλημα για αυτά τα οικοσυστήματα είναι η έλλειψη φυσικής αναγέννησης που προκαλείται από την αλόγιστη κτηνοτροφική δραστηριότητα. Εικόνα 18. Εισβολή θαμνώνων σε δασολιβαδικά συστήματα εξαιτίας της εκτατικοποίησης των διαχειριστικών πρακτικών περιλαμβανόμενης και της κτηνοτροφίας (φωτο: Β. Παπαναστάσης
ΜΕΤΡΑ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΥ Εικόνα 19. Έργα υποδομής, όπως είναι οι δρόμοι και οι ποτίστρες, μπορούν να βελτιώσουν την κατανομή των ζώων στους βοσκοτόπους αν χωροθετηθούν σωστά (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Η ερημοποίηση στους βοσκοτόπους και τα λιβαδικά τοπία μπορεί να μετριαστεί αν η διαδικασία υποβάθμισης είναι αναστρέψιμη. Αυτό συμβαίνει όταν δεν απομακρυνθεί πλήρως η βλάστηση και η διάβρωση του εδάφους δεν είναι επιταχυνόμενη. Ευτυχώς, η υποβάθμιση στην πλειονότητα των βοσκοτόπων της νότιας Ευρώπης είναι αναστρέψιμη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα Μεσογειακά οικοσυστήματα είναι πολύ καλά προσαρμοσμένα στις δραστηριότητες της κτηνοτροφίας. Ακόμα κι αν η υπέργεια βλάστηση απομακρυνθεί, υπάρχουν πάντα υπόγεια όργανα (π.χ. ριζώματα, στόλονες και βολβοί) ή πλούσιες τράπεζες σπερμάτων στο έδαφος, από τις οποίες τα περισσότερα είδη μπορούν να επανέλθουν, αν η πίεση βόσκησης απομακρυνθεί. Μερικά είδη μπορούν να καταπιεστούν από τη βόσκηση για χρόνια, αλλά επανέρχεται αν η βόσκηση ανασταλεί. Επίσης, τα εδάφη των λιβαδιών μπορούν να ανακουφιστούν από τα ποδοπατήματα, αν τα ζώα απομακρυνθούν για κάποιο χρόνο. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κατώτατα όρια στην αντίσταση των Μεσογειακών οικοσυστημάτων στις δραστηριότητες της βόσκησης. Αν αυτά τα όρια ξεπεραστούν, τότε η υποβάθμιση είναι μη αναστρέψιμη. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις μη αναστρέψιμης υποβάθμισης μπορούν να βρεθούν στις ημίξηρες περιοχές, όπου η βλάστηση και το έδαφος έχουν απομακρυνθεί πλήρως και οι γυμνοί βράχοι έχουν αποκαλυφθεί. Αν η ερημοποίηση είναι τοπικού χαρακτήρα, πρέπει να γίνει η κατάλληλη υποδομή προκειμένου να βελτιωθεί η κατανομή των ζώων σε όλο το τοπίο και να προσεγγιστεί εύκολα η διαθέσιμη βλάστηση από τα αγροτικά ζώα. Μια τέτοια υποδομή περιλαμβάνει δρόμους προσπέλασης και μονοπάτια για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των ζώων και των κτηνοτρόφων, ποτίστρες, σημεία αλατίσματος και υπόστεγα για να στεγάζονται τα ζώα τη νύχτα ή την ημέρα, κατά τη διάρκεια δυσμενών καιρικών συνθηκών. Τα μέτρα μετριασμού σε αναστρέψιμες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι απλά, π.χ. αναστολή της βόσκησης για κάποιο χρόνο, ή πιο πολύπλοκα. Στην τελευταία περίπτωση, χρειάζεται ρύθμιση της βόσκησης και η εφαρμογή των απαραίτητων βελτιώσεων βλάστησης και εδάφους προκειμένου να αποκατασταθεί η παραγωγικότητα. Για την επιτυχία τέτοιων μέτρων, είναι επίσης απαραίτητο να προσαρμοστούν ανάλογα οι τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές πολιτικές καθώς επίσης να λυθούν οποιαδήποτε προβλήματα ιδιοκτησιακά, τα οποία εμποδίζουν την εφαρμογή κανονικής βόσκησης. Τέλος, θα πρέπει να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι. Αν η υποβάθμιση των βοσκοτόπων είναι αναστρέψιμη, τότε η ρύθμιση της βόσκησης και η βελτίωση της βλάστησης μπορούν να αποκαταστήσουν την παραγωγικότητα. Αν είναι μη αναστρέψιμη, η αποκατάσταση είναι πολύ δύσκολη και δαπανηρή ή ακόμα και αδύνατη. Οι δράσεις μετριασμού είναι ευκολότερες και περισσότερο αποτελεσματικές στις υγρές απ' ό, τι στις ξηρές περιοχές. Ρύθμιση βόσκησης Το πρώτο βήμα για τον μετριασμό της υποβάθμισης στους βοσκοτόπους και τα τοπία είναι να ρυθμιστεί η διαχείριση της βόσκησης. Μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να επιτευχθεί με τη σύνταξη ενός διαχειριστικού σχεδίου για την βόσκηση, το οποίο θα περιγράφει τον υπάρχοντα αριθμό και τα είδη ζώων που βόσκουν, το σύστημα βόσκησης που χρησιμοποιείται και την 11
12 πιθανή διαχείριση που πρέπει να εφαρμοστεί ώστε η παραγωγικότητα να αποκατασταθεί. Η παρούσα διαχείριση ενός βοσκοτόπου μπορεί να εκφραστεί με τον υπολογισμό της βοσκοφόρτωσης, που εκφράζεται σε ισοδύναμα προβάτου (ΙΠ) ανά εκτάριο και έτος. Ο τύπος που χρησιμοποιείται είναι ο ακόλουθος: Βοσκοφόρτω ση = Αριθμός ζωικών μονάδων ( σε ΙΠ) Έκταση που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου βόσκησης (σε εκτάρια) Η κανονική διαχείριση ενός βοσκοτόπου μπορεί να εκφραστεί με τον υπολογισμό της βοσκοϊκανότητας. Για τον υπολογισμό της θα πρέπει να μετρηθεί η ετήσια παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ανά μονάδα επιφάνειας στο τέλος της αυξητικής περιόδου (μέγιστο) κάτω από συνθήκες προστασίας (μηδενική βόσκηση). Αυτή η παραγωγή πολλαπλασιάζεται στη συνέχεια με τον συντελεστή βοσκησιμότητας (δείτε το πλαίσιο) και διαιρείται με τις μηνιαίες απαιτήσεις σε τροφή της ζωικής μονάδας (δείτε τον πίνακα) για την κανονική περίοδο βόσκησης, δηλαδή για την περίοδο που το λιβάδι πρέπει να βοηθηθεί. Αν είναι δύσκολο να μετρηθεί η ετήσια παραγωγή βοσκήσιμης ύλης, η εναλλακτική λύση είναι να αναζητηθούν στη βιβλιογραφία στοιχεία που συλλέχτηκαν σε ίδιους ή παρόμοιους βοσκοτόπους. Αν αυτό είναι επίσης αδύνατο, τότε μπορεί να ερωτηθεί ένας ειδικός για μια εκτίμηση. Ο τύπος για τον υπολογισμό της βοσκοϊκανότητας εκφράζεται επίσης σε ΙΠ/εκτάριο/έτος και είναι ο ακόλουθος: Έκταση (σε εκτάρια) Ετήσια παραγωγήβοσκήσιμης ύλης (χλγ./εκτάριο) Συντελεστής βοσκησιμότητας (%) Βοσκοϊκανότητα = Μηνιαίες απαιτήσεις ενός ισοδύναμου προβάτου (χλγ./ιπ αριθμός μηνώνβόσκησης Μόλις υπολογιστούν, οι δύο παράμετροι συγκρίνονται. Σε περίπτωση που η βοσκοφόρτωση υπερβαίνει την βοσκοϊκανότητα, όπως συμβαίνει στα ερημοποιημένα λιβάδια, τα επιπλέον ζώα θα πρέπει να ικανοποιηθούν με επιπλέον τροφή προκειμένου να σταματήσει η υπερβόσκηση. Οι πιθανοί τρόποι επίτευξης αυτής της ικανοποίησης είναι οι ακόλουθοι: 1. Να αυξηθεί η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στα υπάρχοντα λιβάδια με τη βελτίωση της βλάστησης (δείτε το κεφάλαιο σχετικό με τις βελτιώσεις βλάστησης). 2. Να αναζητηθούν εναλλακτικές πηγές τροφής (δείτε το κεφάλαιο σχετικό με την ολοκληρωμένη διαχείριση). 3. Να μετακινηθούν τα επιπλέον ζώα σε ένα άλλο βοσκότοπο όπου δεν υπάρχει υπερβόσκηση. Συντελεστής βοσκησιμότητας είναι το ποσοστό της ετήσιας παραγωγής βοσκήσιμης ύλης που πρέπει να βοσκηθεί από τα ζώα προκειμένου να εξασφαλιστεί αειφορική χρήση των βοσκοτόπων. Η τιμή αυτού του συντελεστή ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο του βοσκοτόπου και την υπάρχουσα βλάστηση. Μια λογική προσέγγιση είναι η τιμή του 50%, που σημαίνει " βόσκησε το μισό, άφησε το άλλο μισό". Είδος ζώου Τροφικές απαιτήσεις Ζωντανό Ημερήσια απαίτηση βάρος (χλγ.) τροφής (χλγ. ΞΟ/ημέρα) Αγελάδα 450 10,0 Πρόβατο 55 2,0 Αίγα 45 1,7 Βελτιώσεις βλάστησης Οι ερημοποιημένοι βοσκότοποι και τα τοπία μπορούν να αποκατασταθούν με διάφορες βελτιώσεις βλάστησης στοχεύοντας στην αύξηση του φυτοκαλύμματος και της βιομάζας για τα ζώα. Περιλαμβάνουν τη λίπανση, την εισαγωγή επιθυμητών φυτικών ειδών με σπορά ή φύτευση και τον έλεγχο των ανεπιθύμητων ειδών. Λίπανση. Αν η βλάστηση σε ένα βοσκότοπο δεν έχει πλήρως καταστραφεί, τότε η εφαρμογή ανόργανων λιπασμάτων αζώτου και φωσφόρου μπορεί να την αποκαταστήσει μέσα στην ίδια αυξητική περίοδο και να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης. Επειδή όμως η βλάστηση που έχει λιπανθεί είναι πολύ θρεπτική και ελκυστική στα ζώα, η βοσκοφόρτωση θα πρέπει να ελεγχθεί προκειμένου να αποφευχθεί πάλι η υπερβόσκηση.
Αν υπάρχει αυτοφυής βλάστηση που είναι καταπιεσμένη λόγω υπερβόσκησης, η ανόργανη λίπανση μπορεί να βελτιώσει αποτελεσματικά τους υποβιβασμένους βοσκοτόπους. Εικόνα 20 Λιπασμένο (δεξιά) σε σχέση με αλίπαντο (αριστερά) ποολίβαδο που δείχνει τις υψηλές δυνατότητες της λίπανσης για μετρίαση της υποβάθμισης των λιβαδιών (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Επανασπορά. Αν η βλάστηση έχει πλήρως καταστραφεί, τότε χρειάζεται αποκατάστασή της με σπορά ποωδών ειδών. Τα είδη που θα σπαρθούν θα πρέπει να είναι αυτόχθονα ή να μπορούν να προσαρμοστούν τοπικά και να είναι επιθυμητά στα ζώα. Οι σπόροι θα μπορούσαν να σπαρθούν στα πεταχτά ή να ενσωματωθούν στο έδαφος με ειδικά σπαρτικά μηχανήματα μετά από μια ελάχιστη προετοιμασία του εδάφους. Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για την επιτυχία: το βάθος του εδάφους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 30 εκατ. και η βόσκηση δεν πρέπει να επιτραπεί μέχρις ότου τα νέα φυτά εγκατασταθούν πλήρως. Φυτεία θάμνων. Στις ξηρές και ημίξηρες περιοχές, οι θάμνοι πρέπει να προτιμηθούν από τα ποώδη είδη, επειδή μπορούν να παρέχουν τροφή στα ζώα κατά τη διάρκεια της ξηρής και θερμής θερινής περιόδου. Μπορούν να εισαχθούν με τη φυτεία φυταρίων που έχουν ετοιμαστεί σε ειδικά φυτώρια. Μόλις φυτευτούν, πρέπει να προστατευθούν από τη βόσκηση έως ότου εγκατασταθούν, ενώ η χρήση τους πρέπει να γίνει ορθολογικά, δηλαδή αποφεύγοντας την υπερβόσκηση. Έλεγχος ζιζανίων. Τα ανεπιθύμητα ποώδη ή ξυλώδη είδη μπορούν να απομακρυνθούν από το βοσκότοπο με διαφορετικές μεθόδους. Η πιο οικονομική λύση είναι η χρήση της ελεγχόμενης καύσης από ειδικούς. Η χρήση χειρωνακτικών ή μηχανικών μέσων είναι ακριβότερη λύση, ενώ τα ζιζανιοκτόνα μπορούν να είναι αποτελεσματικά αλλά πιθανόν να δημιουργήσουν περιβαλλοντικά προβλήματα. Μερικές φορές, τα ζιζάνια μπορούν να ελεγχθούν με την αλλαγή του είδους του ζώου, π.χ. αίγες αντί των προβάτων, για το έλεγχο ξυλωδών ζιζανίων ξύλου. Αν η αυτοφυής βλάστηση είναι ανεπιθύμητη ή έχει εξαφανιστεί, τότε απαιτούνται δραστικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση της παραγωγικότητας, όπως είναι οι σπορές, οι φυτείες θάμνων και ο έλεγχος των ζιζανίων. Ολοκληρωμένη διαχείριση Εικόνα 21. Η εποχιακή αύξηση των ποολίβαδων οδηγεί σε ελλείψεις τροφής το χειμώνα και το καλοκαίρι. Αυτές οι ελλείψεις μπορούν να αμβλυνθούν αν χρησιμοποιηθούν λειμώνες και σανός το χ ειμώνα, δάση, φυτείες θάμνων και καλαμιές το καλοκαίρι (φωτο: C. Dupraz, Β. Παπαναστάσης) Ο επιτυχής μετριασμός της ερημοποίησης στους βοσκοτόπους και τα τοπία μπορεί να επιτευχθεί αν εφαρμοστεί ολοκληρωμένη διαχείριση της βόσκησης. Μια τέτοια διαχείριση περιλαμβάνει τη χρήση υπαρχόντων και εναλλακτικών πηγών τροφών, ούτως ώστε να μετριαστεί η μεγάλη πίεση βόσκησης. Δάση: Δάση που βρίσκονται κοντά σε βοσκοτόπους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βόσκηση των ζώων κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, όταν η αύξηση στα λιβάδια περιοριστεί η ξηραθεί. Τέτοια δάση μπορούν να διαχειριστούν κατάλληλα ούτως 13
14 ώστε να χρησιμοποιηθούν από τα ζώα χωρίς ζημιά της δασικής παραγωγής. Παραδείγματα διαχειριστικών μέτρων είναι η αραίωση ή η διάνοιξη αντιπυρικών ζων ών, όπου τα ζ ώα μπορούν να βόσκουν και να ελέγχουν την αναβλάστηση, αυξάνοντας έτσι την αποδοτικότητα αυτών των αντιπυρικών ζων ών ενάντια στις πυρκαγιές. Λειμώνες: Τα σπαρμένα λιβάδια με αυτοσπειρομένα ετήσια ψυχανθή (π.χ. Τrifolium subterraneum), ετήσια αγρωστώδη (π.χ. Lolium rigidum) ή μίγμα πολυετών αγρωστωδών και ψυχανθών (π.χ. Lolium perenne και Τrifolium repens) μπορούν να εγκατασταθούν σε καλλιεργούμενες εκτάσεις για να βοσκηθούν από τα ζώα κατ ά τη διάρκεια της άνοιξης ή του φθινοπώρου. Εναλλακτικά, οι λιβαδικοί θάμνοι (π.χ. Medicago arborea, Atriplex halimus, κ.λπ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης για την εγκατάσταση τεχνητών φυτειών για τη διατροφή των ζώων στους κρίσιμους θερινούς μήνες. Όλοι αυτοί οι λειμώνες μπορούν να ανακουφίσουν τους βοσκοτόπους από την πίεση της βόσκησης. Καλαμιές: Οι καλλιέργειες δημητριακών βόσκονται παραδοσιακά μετά από τη συγκομιδή τους το καλοκαίρι. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικές πηγές τροφής για να ανακουφίσουν τους βοσκοτόπους από την υπερβόσκηση. Σανοδοτικά φυτά: Η καλλιέργεια σανοδοτικών φυτών στα χωράφια μπορεί να συμβάλει στην παραγωγή σανού για τη διατροφή των ζώων κατά τους μήνες του χειμώνα ή του καλοκαιριού, και να αποτελέσει ένα άλλο τρόπο ανακούφισης των βοσκοτόπων από την υπερβόσκηση. Στις ορεινές περιοχές, σανός μπορεί να συλλεχθεί επίσης από τα λιβάδια, κατά την εποχή της μέγιστης αύξησης της βλάστησης. Βασικό μήνυμα: Διάφορες πηγές τροφών, μόνοι ή συνδυασμένοι, μπορούν να συνδυαστούν στρατηγικά μέσα στο έτος έτσι ώστε οι ανάγκες των ζώων για τροφή να ικανοποιηθεί και να μειωθεί η πίεση βόσκησης στους βοσκοτόπους (δείτε το διάγραμμα). Κοινωνικοπολιτικά μέτρα Εκπαίδευση κτηνοτρόφων: Καμιά από τις στρατηγικές μετριασμού δεν θα πετύχει ολοκληρωτικά αν οι κτηνοτρόφοι δεν ενημερωθούν κατάλληλα και δεν πεισθούν για την ανάγκη καταπολέμηση ς της ερημοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκπαιδευτούν αποτελεσματικά για τις αρνητικές επιδράσεις της ερημοποίησης. Μια τέτοια εκπαίδευση μπορεί να γίνει με την οργάνωση ημερίδων σε κάθε μια από τις ερημοποιημένες περιοχές και την επίδειξη σ αυτούς των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση, χωρίς να διακινδυνευτεί το εισόδημά τους. Ιδιοκτησιακά προβλήματα: Μερικές φορές, η ερημοποίηση στους βοσκοτόπους και τα τοπία οφείλεται σε προβλήματα ιδιοκτησίας. Τέτοια προβλήματα μπορούν να ανα φέρονται στη σχέση μεταξύ ιδιοκτησίας και χρήσης (κοινόχρηστα λιβάδια). Παρόμοια προβλήματα πρέπει να επιλυθούν πριν ληφθούν οποιαδήποτε άλλα μέτρα για τον μετριασμό της ερημοποίησης. Διαχειριστικές συγκρούσεις: Διάφορες υπηρεσίες και φορείς εμπλέκονται συνήθως στην κτηνοτροφία, ειδικά στην περίπτωση όπου οι βοσκότοποι δεν ανήκουν στους κτηνοτρόφους αλλά στο κράτος ή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σε αυτήν την περίπτωση, οι συγκρούσεις που προκύπτουν μεταξύ αυτών των διαφόρων φορέων σχετίζονται με το πώς θα δοθεί προτεραιότητα στη χρήση αυτών των εκτάσεων και σε ποια ομάδα, δηλαδή για την προστασία και αναδάσωση ή τη βόσκηση ή, εναλλακτικά, για τους κτηνοτρόφους ή αγρότες. Εκπαιδευμένοι τεχνικοί: Η αντιμετώπιση των ερημοποιημένων βοσκότοπων και τοπίων απαιτούν ειδικές γνώσεις, οι οποίες πρέπει να μεταδοθούν στους τεχνικούς και τους συμβούλους των κτηνοτρόφων σε ειδικά σεμινάρια. Ορισμένα συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά μέτρα είναι τα ακόλουθα: 1. Επίλυση των διαχειριστικών προβλημάτων στα κοινόχρηστα λιβάδια. Αυτό μπορεί να γίνει με τη σύνταξη διαχειριστικών μελετών και την ενθάρρυνση των κτηνοτρόφων να τις εφαρμόσουν ώστε να αποφευχθεί η υποβάθμιση. 2. Θεσμοθέτηση της χρήσης των αγροτικών ζώω ν ως διαχειριστικών εργαλείων στις προστατευμένες ζώνες. Η βόσκηση αγροτικών ζώων σε αυτές τις περιοχές μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση υψηλής βιοποικιλότητας. Σήμερ, α δεν ασκείται βόσκηση στις ζώνες αυτές λόγω διάφορων εμποδίων συμπεριλαμβανομένης και της αρνητικής τοποθέτησης στην κτηνοτροφία εκείνων που
ασχολούνται μ ε την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. 3. Υποστήριξη της χρήσης τοπικών φυλών. Αυτές οι φυλές χρησιμοποιούν την αυτοφυή βλάστηση περισσότερο αποτελεσματικά από τις βελτιωμένες. Η υποστήριξη θα μπορούσε να είναι οικονομική (π.χ. επιδοτήσεις, τιμές των προϊόντων, κ.λπ.) ή θεσμική (π.χ. μόνο τοπικές φυλές σε ορισμένες περιοχές). 4. Προώθηση της παραγωγής ποιοτικών ζωικών προϊόντων. Τέτοια προϊόντα θα ενθαρρύνουν τους κτηνοτρόφους να μειώσουν τον υψηλό αριθμό ζώων που προκαλεί ερημοποίηση και να επικεντρωθούν σε λιγότερα αλλά πιο παραγωγικά ζώα. 5. Διαφοροποίησ η εισοδήματος των κτηνοτρόφων. Οι κτηνοτρόφοι μπορούν να διαφοροποιήσουν το εισόδημά τους από τη βόσκηση λιβαδιών με την ενασχόληση τους και με άλλες δραστηριότητες, όπως η παραγωγή μελιού, η συλλογή άγριων χόρτων και ο αγροτουρισμός. 6. Θεσμοθέτηση της χρήσης της ελεγχόμενης φωτιάς για τη βελτίωση των βοσκοτόπων. Στα λιβάδια όπου οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούν την πυρκαγιά για να τα βελτιώσουν, η νόμιμη χρήση της ελεγχόμενης φωτιάς μπορεί να αμβλύνει τα προβλήματα, επειδή θα χρησιμοποιηθεί ορθολογικά και χωρίς να προκαλέσει ερημοποίηση. 7. Οικονομική στήριξη των κτηνοτρόφων. Τέτοια στήριξη απαιτείται, όταν πρέπει οι κτηνοτρόφοι να συμμορφωθούν με ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την καταπολέμηση της ερημοποίησης στους βοσκοτόπους (π.χ. μείωση του αριθμού ζώων). Θα μπορούσε να είναι άμεση (επιχορηγήσεις) ή έμμεση (τιμές προϊόντων). Εικόνα 22.(φωτο: Ι. Ισπικούδης) Σαρδηνία: Σπορά καμένων θαμνώνων αειφύλλων πλατυφύλλων με επιθυμητά λιβαδικά φυτά. Στη Σαρδηνία έγινε σπορά πάνω στην τέφρα μετά από πυρκαγιά σε καμένους θαμνώνες αειφύλλων πλατυφύλλων (μακί) με επιθυμητά ετήσια λιβαδικά φυτά, όπως είναι τα ψυχανθή και τα αγρωστώδη. Η τέφρα βοήθησε τα είδη να εγκατασταθούν και να αυξηθούν γρήγορα εξασφαλίζοντας μια κάλυψη βλάστησης που προστάτευσε το έδαφος από τη διάβρωση και εξασφάλισε υψηλής ποιότητας τροφή για τα ζώα. 15 Επιτυχημένες περιπτώσεις Ελλάδα: Φυτεία λιβαδικών δέντρων για τη βελτίωση υποβαθμισμένων λιβαδιών. Στη Βόρεια Ελλάδα, ένα ιδιαίτερα υποβαθμισμένο κοινόχρηστο λιβάδι αποκαταστάθηκε με τη φύτευση ψευδακακίας (Robinia pseudoacacia), ενός ψυχανθούς δέντρου, πολύ εύγευστου στα ζώα για το φύλλωμα και τους καρπούς του. Για να προστατευθούν τα δενδρύλλια από τη βόσκηση των ζώων, τοποθετήθηκαν στα πρώτα έτη γύρω από αυτά ειδικοί πλαστικοί σωλήνες (εσωτερική εικόνα). Εικόνα 23. (φωτο: Β. Παπαναστάσης) Ισπανία: Εισαγωγή λιβαδικών θάμνων σε αγρούς σιτηρών Στη Murcia της Ισπανίας, είδη ατρίπλεξ (Atriplex sρρ.) εγκαταστάθηκαν σε αγρούς σιτηρών για να χρησιμοποιηθούν από τα πρόβατα συμπληρωματικά, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν βόσκονται οι καλαμιές. Μια τέτοια φυτεία θάμνων προσέλκυσε τα ζώα μακριά από τα γειτονικά υποβαθμισμένα φυσικά
16 λιβάδια και παρείχε σε αυτά μια ισορροπημένη τροφή σε ενέργεια (καλαμιές), πρωτεΐνες και μεταλλικά στοιχεία (θάμνοι). Εικόνα 24. (φωτο: E. Correal Castellanos) Πορτογαλία: Βελτίωση δασολίβαδων με ψυχανθή Χαμηλής ποιότητας ποολίβαδο στον υπόροφο δασολιβαδικού συστήματος montado της νότιας Πορτογαλίας βελτιώθηκε αυξάνοντας την παραγωγή του κατά 2 έως 3 φορές με την σπορά ετήσιων ψυχανθών, ιδιαίτερα του υπόγειου τριφυλλιού (Τrifolium subterraneum). Αυτά τα ψυχανθή βελτίωσαν επίσης την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης και εμπλούτισαν το έδαφος με βιολογικό άζωτο, το οποίο στη συνέχεια βοήθησε να αυξηθούν και τα αγρωστώδη. Εικόνα 25. (φωτο: Β. Παπαναστάσης) ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bankov, N. (1998). Dynamics of land use/cover changes in relation to socio economic conditions in the Psilorites mountain of Crete, Greece. M.Sc. Thesis. Mediterranean Agronomic Institute Chania, Crete. Campos Palacìn P. (2004). Towards a sustainable global economics approach for Mediterranean agroforestry systems. In: Sustainability of Agrosilvopastoral Systems (Schnabel, S. and A. Ferreira, eds). A dvances in GeoEco logy, 37: 13 28. Crespo, D.G., A.M.C. Barradas, P.V. Santos and J.P.G. Carneiro. (2004). Sustainable improvement of Mediterranean pastures. Grassland Science in Europe, 9: 840 842. Enne, G., C. Zucc a, A. Montoldi and L. Noé. (2004) The role of grazing in agropastoral systems in the Mediterranean region and their environmental sustainability. In: Sustainability of Agrosilvopastoral Systems (Schnabel, S. an d A. Fe rreira, eds). Advances in GeoEcology, 37: 29 46. Heady, H.E. and R. Dennis Child. (1994) Rangeland Ecology & Management. Westview Press, Boulder, USA. Le Houérou H.N. (1981) Impact of man and his animals on Mediterranean vegetation. In: Mediterranean type Shrublands (di Castri, F., D.W. Goodall, R.L. Specht, eds). Ecosystems of the World 11, Elsevier, N.Y., p. 479 521. Holechek, J.L., R.D. Pieper, and C.H. Herbel. (2004) Range Management, Principles and Practices, 5th Edition. Pearson Pentice Hall, New Jersey, USA. Olea, L., R.J. López Bellido and M.J. Poblaciones. (2005) European types of silvopastoral systems in the Mediterranean area: dehesa. In: Silvopastoralism and Sustainable Land Management (Mosquera Losada M.R., J. McAdam and A. Rigueiro Rodrìgez, eds). CABI Publishing, Oxfordshire, UK, p. 30 35. Papanastasis, V.P. and D. Peter. (1998). Ecological Basis of Livestock Grazing in Mediterranean Ecosystems. Proc. Inter. Workshop, Thessaloniki October 23 25, 1997. Europea n Commission, EUR 18308, Luxembourg. Papanastasis, V.P. (2000) Land degradation caused by overgrazing and wildfires and management strategies to prevent and mitigate their effects In: Desertification in Europe: mitigation strategies, landuse planning ( Enne, G., Ch. Zanolla and D. Peter, eds).
European Commission, EUR 19390, Luxembourg, p. 187 198 Papanastasis, V.P. (2004) Overgrazing: An issue associated with desertification. On line: http: // www.kcl.au.uk/kis/schools/hums/geog/desertlinks/in dicator/system/issues/issue overgrazing.htm Papanastasis, V.P. (2004) Vegetation degradation and land use changes in agrosilvopastoral systems. In: Sustainability of Agrosilvopastoral Systems Dehesas, Montados (Schnabel, S. and A. Ferreira, eds). Advances in GeoEcology, 37: 1 12. Papanastasis, V. P. and P. Mansat (1996) Grasslands and related forage resources in Mediterranean areas. In: Grasslands and Land Use Systems (Parente, G., J. Frame and S. Orsi, eds). Grassland Science in Europe. Vol. 1: 47 57. Pulina, G., A. Zanda and G. Enne (1995) The impact of animal husbandry on the degradation of the soil. In: Land Use and Soil Degradation MEDALUS in Sardinia (Enne G., G. Pulina and A. Aru, eds). Proceedings of the Conference, held in Sassari, Italy 25 May 1994, p. 231 238. Zucca, C. and C. Zanolla (2007) Agropastoral activities and land degradation in northern Mediterranean areas: The case study of Sardinia. Mimeographed re 17