ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡO Η ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ Στο κεφάλαιο αυτό αρχικά θα εξεταστεί η ιστορική διαδρομή του Ιερού της Ολυμπίας, των ελληνικών αθλητικών αγώνων, ιδιαίτερα των Ολυμπιακών αγώνων, μέσα στο πλαίσια του ελληνιστικού πολιτισμού και της νέας δυναμικής που πρεσβεύει. Θα επιχειρηθεί να προσεγγιθεί ιστορικά και να ερμηνευθεί πώς το αρχαίο κλασσικό ελληνικό αγωνιστικό ιδεώδες, που αναλύσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, διαμορφώνεται στα χρόνια αυτά, δηλαδή την ελληνιστική εποχή, τα αυτοκρατορικά χρόνια και τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι την αρχή της ανασυστάσεως και της αναβιώσεως των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα το 1896. 1. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ Μετά το τέλος του 5 ου αι. π.χ. τελειώνει η πολιτική επιρροή των Αθηνών στις ελληνικές πόλεις-κράτη, αφού κατά τον 4 ο αι. π.χ. τον ηγετικό ρόλο διαδραματίζουν η Σπάρτη, η Θήβα και μετά το 350 π.χ. η Μακεδονία. Ο Μ. Αλέξανδρος, αφού ολοκλήρωσε την ένωση όλων των ελληνικών πόλεων σ ένα εννιαίο κράτος, 1 σύμφωνα με το σχέδιο και του πατέρα του Φίλιππου, βάδισε πανίσχυρος εναντίον των Περσών. 2 Τη συνένωση των ελληνικών πόλεων και τη στροφή των ενωμένων Ελλήνων κατά των Περσών είχαν κηρύξει ήδη πριν στην Ολυμπία, κατά τη διάρκεια Ολυμπιακών αγώνων, και ο Γοργίας το 408 π.χ., ο Λυσίας το 388 π.χ. και ο Ισοκράτης 3 το 380 π.χ. 4 Η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου κράτησε από το έτος 334 π.χ. ως το θάνατό του (323 π.χ.). 1 Βλ. περισσότερα σχετικά Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σσελ. 87-97. 2 Σπ. Σίτου, Ιστορία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σελ. 323. 3 Ο Πανηγυρικός του Ισοκράτη προοριζόταν να αποδείξει στους Αθηναίους με ιστορικά παραδείγματα πόσο καταστροφικές ήτανε οι εμφύλιες διαμάχες και ποσο απαραίτητη η ενότητα για την έναρξη της ανατολικής εκστρατείας. Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 75. 4 Σπ. Σίτου, Ιστορία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σελ. 324. 65
Το έτος 326 π.χ., αφού έφθασε ο Μ. Αλέξανδρος 5 μέχρι τον Ύφασι ποταμό επέστρεψε στα Σούσα, όπου αναγνωρίστηκε βασιλεύς των Μακεδόνων, της Ασίας, της Αιγύπτου και της Περσίας. 6 Κατά τον Πλούταρχο, στα διάφορα σημεία της αχανούς αυτοκρατορίας ο Μ. Αλέξανδρος, που ίδρυσε πολλές πόλεις, περίπου 70, και έριξε στην Ανατολή το σπόρο των ελληνικών θεσμών, εκπολίτισε τους λαούς αυτούς γιατί πέρασε από την Ασία όχι γιατί επιδίωκε να λαφυρωγωγήσει, αλλά γιατί ήθελε όλοι οι άνθρωποι της γης να αρχίσουν «να υπακούουν σ ένα νου και σ ένα πολίτευμα, έτσι διαμόρφωσε και τον εαυτό του σύμφωνα με τις αρχές αυτές». 7 Στους κατακτημένους λαούς ο Αλέξανδρος για να αποφύγει τα επαναστατικά κινήματα, έδωσε τα ίδια δικαιώματα μ αυτά που είχαν οι Μακεδόνες. 8 Στις πόλεις που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος εγκατέστησε και τους παλαίμαχους στρατιώτες του και άλλους μετανάστες από την Ελλάδα. «Έλληνες στρατιώτες, έμποροι, υπάλληλοι, γεωργοί και επιστήμονες εγκαταστάθηκαν στα νέα αυτά κέντρα του ελληνισμού» 9 και για να διατηρηθεί το απέραντο αυτό κράτος, ιδρύθηκαν πολλά κέντρα διοικητικά, στρατιωτικά και οικονομικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, εποχή του Μ. Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του, 10 έχουμε επέκταση και εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στη Μ. Ασία και τη Μ. Ανατολή. 11 Ο ελληνικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε την εποχή αυτή στον ευρύ χώρο των κλασικών ελληνικών περιοχών, της μητροπολιτικής και μείζονας Ελλάδας, της 5 «Στην εκστρατεία του στην Ασία ο Αλέξανδρος κουβαλούσε μαζί του ένα αναθεωρημένο κείμενο της Ιλιάδας, που του είχε ετοιμάσει ο δάσκαλός του Αριστοτέλης, και το φύλαγε μαζί με το μαχαίρι του κάτω από το μαξιλάρι του τη νύχτα. Ο Αριστοτέλης είχε ενσταλάξει στον Αλέξανδρο την αγάπη για τον ήρωα της Ιλιάδας τον Αχιλλέα, τον υποθετικό του πρόγονο, αν και ο στίχος που προτιμούσε ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος που ο ποιητής λέει στον Αγαμέμνωνα: «Είναι και τα δυο: και καλοκάγαθος βασιλιάς και πολεμιστής δυνατός». Στα άλλα διαβάσματα του Αλέξανδρου βρίσκονται και οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Botsford και Robinson, Αρχαία Ελληνική ιστορία, Αθήνα 1979, σελ. 357. 6 «Ύστερα από τη μάχη της Ιψού με κοινή συμφωνία αναγνωρίστηκαν 4 μεγάλα κράτη και 2 μικρά, ήτοι: 1) Το κράτος της Μακεδονίας και της Ελλάδος 2) της Θράκης και της δυτικής Ανατολής 3) Της Συρίας και της Μεσοποταμίας 4) Της Αιγύπτου και της Λιβύης 5) Της Κύπρου και 6) Της Καρίας και της Κιλικίας». Βλ. περισσότερα Σπ. Σίτου, Ιστορία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σελ. 326. 7 Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 112. 8 «Τους χρησιμοποίησε στο στρατό, στη διοίκηση, τους επέτρεψε την ανεξιθρησκεία και τους μεικτούς γάμους». Σπ. Σίτου, Ιστορία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σελ. 323. 9 Όπ. παρ. 10 Το πολιτικό ζήτημα που κρατούσε στον καιρό των Διαδόχων αν και πως θα ήταν δυνατό να κρατηθεί η επικράτεια του Μεγαλέξανδρου και η ενότητά της -έσβησε αφότου κάθε δυνατή λύση, κάθε δυνατός τύπος, κάθε υποκατάστατο, δοκιμάστηκαν μάταια και δείχθηκε αδύνατο να ενωθούν πολιτικά, σε μια παγκόσμια μοναρχία, οι λαοί Ανατολής και Δύσης. Όσον αφορά το θέμα τι θέλησε και τι προσπάθησε ο Μ. Αλέξανδρος υποστατό μένει μόνο «ότι με ορμητικό ιδεαλισμό, τολμώντας και πλάθοντας, θέλησε αυτός σα μοχλό και στήριγμα του έργου του: τη σύγκραση του ελληνικού με το ασιατικό, τη δημιουργία ενός νέου, δυτικοανατολικού πολιτισμού την ενότητα του ιστορικού κόσμου μέσα στο πνεύμα του Ελληνισμού». Johann Gustav Droysen, P. - H. Σ. Αποστολίδης, Ιστορία των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σελ. 690. 11 Α. Αντωνακόπουλος, Εισαγωγή στην πορεία των πολιτικών ιδεών, σελ. 138. 66
Αιγύπτου και από την Ασία τα εδάφη που απλώνονταν από τα μεσογειακά παράλια μέχρι περίπου τη βόρεια Ινδία, ονομάζεται ελληνιστικός πολιτισμός. 12 Όπως αναφέρει ο Σ. Σίτου, ο ελληνικός πολιτισμός, περιωρισμένος ως τότε κατ ουσίαν στους Έλληνες, ξαπλώθηκε στον κόσμο χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα, τη γνωστή «κοινή». 13 Εκτός από το ηπειρωτικό τμήμα της κυρίως Ελλάδας, τέσσερα προπάντων κράτη υπήρξαν οι κεντρικοί φορείς του ελληνιστικού πολιτισμού: των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, των Σελευκιδών στον χώρο περίπου της παλιάς περσικής αυτοκρατορίας, των Αντιγονιδών στη Μακεδονία και των Ατταλιδών στην Πέργαμο. 14 Ακόμα και σήμερα πολλοί λαοί, στις περιοχές αυτές, εξακολουθούν να διατηρούν ακόμα στη μνήμη τους το μεγάλο «Ισκεντέρ» ενώ ευρήματα όπως ναοί, αγάλματα, νομίσματα και συνήθειες, θρύλοι και παραδόσεις, τοπωνύμια κ.ά θυμίζουν την παλιά δόξα. 15 Στην ελληνιστική εποχή ο άνθρωπος όλο και περισσότερο θεωρούσε τον εαυτό του μέλος μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ήταν διαφορετικός σε πολλά από εκείνον του 5 ου αι. π.χ., «γιατί επηρεάστηκε και από τη γοργή άνοδο του κοινού ανθρώπου και από τη στενή επαφή με τον κόσμο της Ανατολής». 16 Σύμφωνα με τον Δ. Τσιμπουκίδη η ελληνιστική εποχή αποτέλεσε και μια ιδιόμορφη γέφυρα προς τη Ρωμαϊκή εποχή, «που δοκίμασε όλη την πληρότητα της ελληνιστικής επιρροής σε όλες τις σφαίρες της ιδεολογικής και πολιτιστικής ζωής». 17 Η σταδιακή κατάκτηση του Ελληνικού και του Ελληνιστικού κόσμου από τους Ρωμαίους, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Π. Νέαρχος, κράτησε πάνω από δυο αιώνες και δεν έγινε μόνο με στρατιωτικά αλλά και με διπλωματικά μέσα. Γνωστό είναι ότι οι Ρωμαίοι παρενέβαιναν στα Ελληνικά πράγματα με συνθήματα υπέρ της ελευθερίας των πόλεων, που δεν έχασαν καθόλου την επικαιρότητά τους και στην περίοδο μετά τον Αλέξανδρο. 18 Όταν η Ελλάδα υποτάχθηκε στη Ρώμη το 146 π.χ., η Ρώμη έπρεπε να βρει και να αποφασίσει τι είδους σχέσεις θα ανέπτυσσε με τη νέα αυτή δυναμική που ανακάλυπτε. Η κληρονομιά των Ελλήνων δασκάλων και το πνεύμα των άξιων Ρωμαίων 12 Ως ελληνιστικός πολιτισμός ορίζεται «ο ελληνικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε με κύρια εστία την Αλεξάνδρεια στο διάστημα 323-31 π. Χ. από τον θάνατο δηλαδή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι την κατάλυση της πτολεμαϊκής δυναστείας στην Αίγυπτο από την ολοκληρωτική κατάκτηση της Μεσογείου από τους Ρωμαίους». Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 23, σελ. 34. 13 Σπ. Σίτου, Ιστορία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σελ. 412. 14 Όπ. παρ. 15 Β. Ασημομύτης, κ.ά., Η πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού, σελ. 176. 16 Botsford και Robinson, Αρχαία Ελληνική ιστορία, σελ. 439. 17 Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 296. 18 Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 593. 67
μαθητών τους δημιουργικά συγκερασμένα έφθασαν σε κάθε σχεδόν γωνιά της αχανούς αυτοκρατορίας της Ρώμης. Έτσι γεννήθηκε ένας νέος κόσμος, ο ελληνορωμαϊκός. Ο καινούριος αυτός πολιτισμός, ο ελληνιστικός πολιτισμός, που εξελλήνισε τη Ρώμη στάθηκε και χρήσιμος φορέας για τη διάδοση του χριστιανισμού, 19 με τον οικουμενικό χαρακτήρα του. Το Βυζάντο, που η ύπαρξη του σημάδεψε την τύχη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, 20 γίνεται Κωνσταντινούπολη 21 εγκαινιάζει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τη νέα δηλαδή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μπαίνει κάτω από το έμβλημα της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού. 22 Η βασιλεία του Κωνσταντίνου του Α (306/324-337), όπως αναφέρει ο Β. Hendrickx, θα αποτελέσει «ένα σταυροδρόμι για την ιστορία του Ελληνισμού: η αναγνώριση του Χριστιανισμού απ αυτόν ως μια νόμιμη θρησκεία στα πλαίσια του νέου του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους πρόσθεσε μια νέα διάσταση στην κληρονομιά της ελληνικής κουλτούρας και της ρωμαϊκής νομικής παράδοσης». 23 Η αυτοκρατορία αυτή, το Βυζάντιο, αποκτά σύμπνοια και λαμπρή απομόνωση που τη χαρακτηρίζουν σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. 24 1.1. Η αναζήτηση της θρησκευτικής ενότητας και η επικράτηση του Χριστιανισμού Μπορεί η ελληνιστική εποχή να μη δημιούργησε ενιαία θρησκεία, γιατί δεν υπήρχαν αντικειμενικά οι ανάλογες προϋποθέσεις, χάραξε όμως τους δρόμους για την εμφάνιση νέων θρησκευτικών δοξασιών. Ο θρησκευτικός αυτός συγκρητισμός, η συνένωση δηλαδή των θρησκευτικών αντιλήψεων της Δύσης και της Ανατολής, αποτελούν σημαντική συνεισφορά στην εμφάνιση του Χριστιανισμού. 25 Ο 2 ος αι. μ.χ. είναι μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδος για την εξέλιξη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τη διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού. Αν και ο Αδριανός προώθησε με πάθος την Ελληνική παιδεία, στην οποία έβλεπε τον κοινό παρονομαστή μιας ενωμένης συμφιλιωμένης και πολιτισμένης οικουμένης, αθόρυβα μέχρι το τέλος του αιώνα ένας βαθύς φιλοσοφικός και θρησκευτικός συγκρητισμός τροποποίησε 19 Σπ. Σίτου, Ιστορία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σελ. 412. 20 Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 12. 21 H μετάθεση αυτή της πρωτεύουσας σε καίριο σημείο του άξονα των δύο ηπείρων «έσχε μεγίστης σημασίας επακολουθήματα δια τας τύχας του Ελληνορρωμαϊκού και του Ευρωπαϊκού κόσμου. Προσφυώς η κτίσις της Κωνσταντινουπόλεως παραβάλλεται προς την ίδρυσιν της Αλεξανδρείας υπό του Αλεξάνδρου». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία 324-1071, σελ. 35. 22 Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 12. 23 Α. Σαββίδης Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), σελ. 83. 24 P. Brown, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ.χ., σελ. 183. 25 Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 317. 68
αμετάκλητα τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά δεδομένα της αυτοκρατορίας. 26 Ο Χριστιανισμός εμφανίζεται τη στιγμή που αρχίζει με τον Αύγουστο να παγιώνεται η αυτοκρατορική αρχή, η οποία ανάμεσα από τα πολλά στοιχεία και τις δομές από τα προηγούμενα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής, δανείζεται και την αυτοκρατορική λατρεία, η οποία αρχίζει να προωθείται ως ενοποιητικό στοιχείο. Αποτελεί, κοινό παρονομαστή νομιμοφροσύνης και κατά κάποιο τρόπο έχει χαρακτήρα αποδοχής της άρχουσας Ρώμης. 27 Με τη μετάθεση της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο βάρους της παγκόσμιας κυριαρχίας μετακινήθηκε ανατολικά μαζί με μεγάλα αποθέματα δυνάμεων, άνθρωποι, οικονομικά μέσα, ιδέες και πνευματικές ροπές που πλαισίωναν τη ρωμαϊκή μοναρχία. Με την πάροδο μάλιστα του χρόνου, αυτή «απερρωμανίσθη, εξεχριστιανίσθη και εξηλληνίσθη». 28 Ωστόσο η αυτοκρατορική 29 ιδέα 30 επέζησε και κάτω από την επίδραση των νέων πνευματικών προσανατολισμών, στις παλιές αντιλήψεις περί της οικουμενικής μοναρχίας 31 και περί της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana) προστέθηκε τώρα, ως συνεκτική και κινητήρια δύναμη, το ιδεώδες της μιας θρησκείας. 32 Ενώ ο κόσμος της ανατολικής Μεσογείου προετοιμαζόταν να δεχθεί νέα ιδεολογικά σχήματα, η μεγάλη ηθική κρίσις 33 του 3ου αιώνα, βαθιά κρίσις της ελληνορωμαϊκής συνειδήσεως, παρασκεύασε το έδαφος για τις 26 «Ο αιώνας άρχισε, π.χ. με κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα τον Στωϊκισμό και τελείωσε μέσα στη σύγχυση της φιλοσοφίας με τη θρησκεία» Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 613. 27 Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 622. 28 Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 36. 29 Η ευσέβεια, η δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, η φιληκοϊα, η φιλοτιμία, η φιλοσοφία έπρεπε να είναι οι κύριες αρετές ενός ηγεμόνα και ύψιστη αποστολή του η ευδαιμονία των υπηκόων του, σύμφωνα με το ρήτορα Θεμίστιο. Μάλιστα στο Παρά Θεμιστίω εν τω Λόγω Επί τη φιλανθρωπία του αυτοκράτορος Θεοδοσίου, διατυπώνονται οι γνώμες περί της θείας προελεύσεως της βασιλείας και περί του αυτοκράτορος ως εμψύχου νόμου. Βλ. περισσότερα Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σσελ. 36-47. 30 Ο Andre Piganiol τελειώνοντας το έργο του περί της χριστιανικής Αυτοκρατορίας έγραψε ότι αυτή απετέλεσε «θρίαμβον του Πλάτωνος», ότι δηλαδή «πάντα όσα ο Πλάτων ωνειρεύθη δια την πόλιν, επραγματοποιήθησαν εν τοις κόλποις του αχανούς Κράτους». Αναφέρεται από το Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 47. 31 «Ο Βυζαντινός μονάρχης θεωρείτο ο αντιπρόσωπος και ο τηρητής όλων των θεϊκών επιθυμιών και κανόνων πάνω στη γη και γι αυτό οι δυνάμεις του, τα προνόμια και οι παρεμβάσεις του ήταν κατ ουσίαν χωρίς όριο, όχι μόνο στη λαϊκή σφαίρα, αλλά και στην εκκλησιαστική» Α. Σαββίδης - Β.Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), σελ. 79. 32 Ο πληθυσμός του Βυζαντίου που περιελάμβανε εκτός των Ελλήνων και άλλες εθνικότητες μπορούσε να συγκρατηθεί και να κυβερνηθεί «μόνο με ένα σύστημα συγκεντρωτικής μοναρχίας ή απολυταρχισμού, δηλαδή, με το σύστημα ένα κράτος-μια θρησκεία και εκκλησία-μια εννιαία διοίκηση». Α. Σαββίδης - Β.Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), σελ. 42. 33 «Εις την θέσιν των απλοϊκών θεοτήτων του Ρωμαϊκού Πανθέου, εις την θέσιν των χαριεσσών μορφών του Ελληνικού Ολύμπου, είχον ενθρονισθή ξόανα της Ανατολής, θεοί των Αιγυπτίων και των Σύρων, θεότητες και πνεύματα Ιρανικά. Ούτως ολόκληρος ο Ελληνορρωμαϊκός κόσμος συνεταράσσετο εκ της ελλείψεως πίστεως και κανόνων ηθικής βιώσεως». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 46. 69
σπουδαιότατες πνευματικές μεταβολές, 34 οι οποίες έμελλε να ανακαινίσουν τη μορφή του κόσμου. 35 Έτσι ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός βαθμιαία έχασε το σφρίγος του, το κενό που άφησε η παρακμή των μύθων και των αξιών του, ήλθε να καλύψει μια πλημμυρίδα θρησκειών της Ανατολής, που κήρυσσαν δόγματα προσωπικής σωτηρίας. Από τα διάφορα θρησκευτικά ρεύματα που κυλούσαν πια μέσα στον κορμό της αυτοκρατορίας το προβάδισμα κέρδισε ο Χριστιανισμός, 36 ο οποίος πριν από τα τέλη του 4 ου αι. έγινε η επίσημη θρησκεία της. 37 Ο Χριστιανισμός, στα πρώτα του βήματα, κινήθηκε στον μεσογειακό χώρο όπου κυριαρχούσε η ελληνική αντίληψη του κόσμου. «Τα μηνύματα της αρχαίας φιλοσοφίας για μια εννιαία αρχή του κόσμου, η πρόνοια των Στωικών και η εσωτερικότητα της πλατωνικής φιλοσοφίας, το πνεύμα της αυτοπειθαρχίας και της ανεκτικότητας, η φιλάνθρωπη μεταχείρηση των συνανθρώπων, η πραότητα και η ευγένεια των αισθημάτων, που κήρυσσε η ελληνική φιλοσοφία, υπήρξαν η καλύτερη παρασκευή εις Χριστόν». 38 Ο Χριστιανισμός, τον 3 ο αιώνα μ.χ., απαλλαγμένος από κάθε ιουδαϊκή επίδραση, αναπτύσσεται ραγδαία στην πολιτιστική ατμόσφαιρα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Ο Χριστιανισμός πήγαζε όμως από ένα περιβάλλον εντελώς ξένο προς εκείνο των Ελλήνων και των Ρωμαίων και οι σκοποί του ήταν τόσο αντίθετοι προς τους δικούς τους. 39 Στην αναμέτρηση του Χριστιανισμού με τις παλαιές θρησκείες, που Έλληνες και Ρωμαίοι ως τότε πρέσβευαν, οι δεύτερες άρχισαν να χάνουν έδαφος και να καταρρέουν. 34 «Ο Ελληνορρωμαϊκός κόσμος...απομακρυνόμενος της ταπεινής ή της αισιοδόξου αντιλήψεως του θείου, εφέρετο προς ανωτέραν πνευματικήν στάθμην, ήτις εκαλλιέργει μεν τη θρησκευτικότητά του, αλλά δεν παρείχεν εις αυτόν την θρησκείαν και την θρησκευτικήν ενότητα». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 41. 35 Όπ. παρ. 36 «Από του έτους 311 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθιέρωσε πολιτικήν ανοχής και ανεξιθρησκείας έναντι του Χριστιανισμού. Δια της Συνόδου της Νικαίας, της πρώτης Οικουμενικής συνόδου (20 Μαϊου 325), δι ης επεδιώχθη η δογματική κατοχύρωσις της νέας θρησκείας, και δια των εν συνέχεια ληφθέντων μέτρων ο Κωνσταντίνος παρεσκεύασε τας προϋποθέσεις δια την ανάδειξιν του Χριστιανισμού ως θρησκείας κρατικής.... Μετά την αποστασίαν του Ιουλιανού η πολιτική του Γραιτιανού και του Θεοδοσίου του Α αποκατέστησε το δόγμα και την ειρήνην εν τη Εκκλησία. Δια του διατάγματος της 28 ης Οκτωβρίου του 380, δια της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (Μάϊος του 381) εκυρώθη το σύμβολον της Νικαίας». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 43. 37 Αικατερίνη Κουμαριανού, «Διαφωτισμός», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα,τόμ. 20, σσελ. 408-417. 38 Β. Ασημομύτης, κ.ά., Η πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού, σελ. 211. 39 Το χριστιανικό σχήμα ήταν εξ ορισμού εχθρικά διακείμενο προς οτιδήποτε θεωρούνταν προσκολλημένο στην ύλη και την επίγεια ζωή. Κατερίνα Κορρέ, «Αρχαία Ολυμπία: το πεδίο του καλού αγώνα», Πολιτιστικό περιοδικό ποικίλης ύλης άωτον, τχ. 1, σελ. 27. 70
Οι παλαιές θρησκείες 40 που ήταν συνυφασμένες με τον υλικό, τον πνευματικό και το συναισθηματικό βίο ευρύτερων λαϊκών 41 ομάδων υποχωρούσαν σταδιακά κάτω από τα πλήγματα του Κράτους. 42 Τα μεγάλα ιερά της Ανατολής 43 έκλειναν ή μεταβάλλονταν σε χριστιανικούς ναούς, τα αγάλματα των αρχαίων θεοτήτων καταστρέφονταν από το θρησκόληπτο πλήθος ενώ οι κινήσεις του πλήθους που έμμεναν στις παλαιές θρησκείες κατεπνίγονταν με την επέμβαση του στρατού. Κάποια στιγμή μάλιστα ο φανατισμός 44 πολλών χριστιανών απαίτησε να αποκηρυχθούν εντελώς όλα τα ειδωλολατρικά συγγράμματα, ωστόσο η συντριπτική πλειονότητα των προσήλυτων που ήταν Έλληνες και Ρωμαίοι έβρισκαν αδιανόητη μια ριζική ρήξη με το παρελθόν τους. 45 Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (306/324-337) οι χριστιανοί αντιπροσώπευαν περίπου το 1/5 του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και ήταν η πιο καλά οργανωμένη θρησκευτική ομάδα με ακλόνητη πίστη, δοκιμασμένη από τους πιο άγριους διωγμούς. Με την αναγνώριση του Χριστιανισμού, από το Μ. Κωνσταντίνο, ως νόμιμη θρησκεία οι χριστιανοί «έπαψαν να είναι οι καταδιωκόμενοι εχθροί της αυτοκρατορίας και, πράγματι, σύντομα κατέλαβαν όλες τις ανώτερες θέσεις της αυτοκρατορίας μερικές φορές γενόμενοι και οι ίδιοι με τη σειρά τους- διώκτες». 46 40 Σχολιάζοντας σχετικά ο Ν. Παπαχατζής αναφέρει ότι ο τέταρτος προχριστιανικός αιώνας υπήρξε ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της ελληνικής θρησκείας, αν ως πρώτο θεωρήσουμε τους υπομυκηναϊκούς και πρωτογεωμετρικούς χρόνους, οπότε άρχισε η διαμόρφωση της ολυμπιακής θρησκείας. Τρίτος και τελευταίος σταθμός είναι ο τέταρτος μεταχριστιανικός αιώνας με την επικράτηση του Χριστιανισμού που συμβατικά συμπίπτει με τη μεταστροφή του Μ. Κωνσταντίνου. Ν. Παπαχατζής, «θρησκεία και μυθολογία», Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τόμ. Ε, σελ. 402. 41 «Εις την ύπαιθρον το άτεχνον ομοίωμα του θεού ήτο ο φύλαξ της οικογενείας, ο προστάτης των κτηνών και των γεννημάτων. Εις τα αστικά κέντρα και τα λατρευτικά σωματεία, αι μυστικαί εταιρείαι συνεκράτουν ηνωμένους τους μύστας της κοινής πίστεως. Μέχρι και αυτών των χρόνων του Ιουστινιανού οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες διεξήγαγον τραχείς αγώνας κατά των λειψάνων της ειδωλολατρίας. Υπό τα πλήγματα του Κράτους ο αρχαίος βίος εξέπνεον». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 44. 42 «Δια του διατάγματος της 24 ης Φεβρουαρίου του 391 ο Θεοδόσιος ανέλαβε μέτρα περιοριστικά και την 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσεν εκτός νόμου τας αρχαίας λατρείας». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 43. 43 «Τω 391 κατερρίφθη το παμμέγεθες ξόανον του Σαράπιδος εν Αλεξανδρεία, τω 402 κατεστράφη το εν Γάζη Μαρνείον. Ούτω την 14 Νοεμβρίου του 435 ο Θεοδόσιος ο Β και ο Ουαλεντινιανός ο Γ επέτρεψαν την χρησιμοποίησιν των ειδωλολατρικών ναών δια την χριστιανικήν λατρείαν». Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ 44. 44 Ειδική σχετική μελέτη είναι και η: Διαμαντής Κουτούλας, Το Βυζάντιο έναντι των Ελλήνων εθνικών, Θεσσαλονίκη 2002. 45 Εξάλλου η ειδολωλατρική βιβλιογραφία ήταν η μόνη διαθέσιμη πηγή φιλοσοφικής δικαίωσης και μορφωτικού υλικού. Αικατερίνη Κουμαριανού, «Διαφωτισμός», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 20, σσελ. 408-417. 46 Α. Σαββίδης - Β.Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), σελ. 83. 71
Η σύνθεση των δογμάτων του Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία και τα Ελληνικά γράμματα, του είχαν επιτρέψει να προσελκύσει σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, γεγονός που του προσέδωσε γόητρο και κοινωνική προβολή και αποδοχή. Στο έργο αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 2 ο αιώνα. Η θέση που η νέα θρησκεία έδινε στη γυναίκα στους κόλπους της Εκκλησίας, συνέβαλε επίσης σημαντικά. 47 Ο κόσμος της Ανατολής, στην οποία είχε μετατοπισθεί το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας, είχε σιγά σιγά αλλάξει. Η ελληνική φιλοσοφία που εκπορευόταν από πάνω, δηλαδή από τις μορφωμένες κυρίαρχες τάξεις, απευθυνόταν σε λίγους ενώ ο Χριστιανισμός εκπορευόταν από τα κάτω, από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα και απευθυνόταν στο μεγάλο αριθμό των ταπεινών που αναζητούσαν ελπίδα και στήριγμα μέσα σε ένα κόσμο που γινόταν ολοένα πιο αβέβαιος και ήταν γεμάτος από φόβο. 48 Ο Χριστιανισμός απέφυγε τότε τη σύγκρουση υποχρεώθηκε όμως σε ένα πολιτιστικό συμβιβασμό, ενώ παράλληλα προσπάθησε «να εξαλείψει τις πιο ανήθικες πλευρές της ειδωλολατρίας και να προσαρμόσει τις υπόλοιπες στους ειδικούς σκοπούς της πίστης». 49 Όταν αρχίζει ο 4 ος αιώνας, ο οποίος θα επιφέρει τον θρίαμβο του Χριστιανισμού, ο Ελληνισμός, γλωσσικά και εννοιολογικά έχει ενσωματωθεί κατά ένα μεγάλο μέρος, στη νέα θρησκεία. 50 Ο όρος Ορθοδοξία, ο οποίος αρχίζει να χρησιμοποιείται, αποτελεί την έκφραση αυτής της ιστορικής ένωσης. 51 Γεγονός αποδεκτό είναι ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε τελικά μέσα από τη συμφιλίωση 52 και τη σύνθεσή του με τον Ελληνισμό, 53 ο οποίος άσκησε στο 47 «Η λατρεία του Μίθρα, π.χ., που ήταν σε ένα βαθμό ανταγωνιστική προς το Χριστιανισμό, ήταν μια θρησκεία για στρατιώτες κατά πρώτο λόγο και δεν έδινε καμιά θέση στις γυναίκες». Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 639. 48 Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 657. 49 Αικατερίνη Κουμαριανού, «Διαφωτισμός», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 20, σελ. 408. 50 Στο χριστιανισμό της Δύσης, η Ελληνική γλώσσα που είχε μπει στην Ιταλία με όχημα την κλασική ελληνική παιδεία, αποκομμένη από τον παραδοσιακό κόσμο και παραλλήλως με τις άλλες εξελίξεις που τροποποίησαν το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό της αυτοκρατορίας, ωθήθηκε σιγά-σιγά στο περιθώριο και στη λήθη. Αντίθετα στην Ανατολή, τα Ελληνικά παγίωσαν τη θέση τους και μέσα στο Χριστιανισμό. Η προσπάθεια του Διοκλητιανού να προωθήσει τα Λατινικά στην Ανατολή έπεσε στο κενό. Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 613. 51 Β. Ασημομύτης, κ.ά., Η πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού, σελ. 216. 52 «Πολλά στοιχεία των ελληνιστικών λατρειών διείσδυσαν κατά ιδιόμορφο τρόπο στη χριστιανική θρησκεία. Βέβαια, τώρα, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποια από τα στοιχεία των ελληνιστικών θρησκευτικών δοξασιών ενσωματώθηκαν στη νέα θρησκεία με ανοιχτή μορφή και ποια με διάφορες παραλλαγές. Το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο, πράγμα που επισήμανε ο Φρ. Ένγελς στην εργασία του Σημειώσεις για τη Γερμανία: Μια τέτοια θρησκεία, όπως ο χριστιανισμός, δεν μπορείς να την αντιμετωπίσεις μόνο με χλευασμούς και με επιθέσεις. Πρέπει επίσης να κατανικηθεί επιστημονικά, δηλαδή 72
Χριστιανισμό αποφασιστική επίδραση σε ότι αφορά την τελική διαμόρφωσή του. 54 Κατά παράδοξο τρόπο, ενώ ο Χριστιανισμός είχε εμφανισθεί αρχικά ως αντίπαλος και ανταγωνιστής του Ελληνισμού κατάφερε τελικά να προάγει την ενότητα της Ρωμαϊκής κοινωνίας αλλά παράλληλα η συμφιλίωση του δόγματος με τις αξίες της Αρχαιότητας επέτρεψε και την επιβίωση της αρχαίας παιδείας και του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. 55 Η νέα παγκόσμια θρησκεία, ο Χριστιανισμός, που δημιουργήθηκε «σιγά-σιγά από ένα μείγμα γενικευμένης ανατολίτικης, κυρίως ιουδαϊκής θεολογίας και εκχυδαϊσμένης ελληνικής κυρίως στωικής φιλοσοφίας», 56 πρόσφερε στον Ελληνισμό μια μετουσιωμένη ταυτότητα 57 που του επέτρεψε να επιβιώσει μέσα από το Βυζάντιο για άλλα χίλια περίπου χρόνια και έγινε η κιβωτός της εθνικής σωτηρίας του κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με τη συνταύτηση της εθνικής ταυτότητας και Ορθοδοξίας. 58 Παράλληλα βέβαια με το Βυζάντιο, όπως αναφέρει η Ελένη Αρβελέρ, που στην πρώιμη περίοδο του είναι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής 59 και κατά τη διάρκεια των αιώνων θα αποκτήσει χαρακτηριστικά που θα το καταστήσουν ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής, 60 αποτελώντας έτσι την κιβωτό σωτηρίας του ελληνικού γένους, αξιοσημείωτη είναι επίσης και η συμβολή των Αράβων στη μετάδοση σημαντικών έργων της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Οι Άραβες μέσα από τις μεταφράσεις που πραγματοποίησαν και γενικά τη συνύπαρξη, την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους κατακτημένους από τον 7 ο αι. ελληνικούς πληθυσμούς και μέσα από από τη σχέση τους με το Βυζάντιο, άντλησαν πάρα πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική κληρονομιά, όπως και από τη βυζαντινή. Μεταξύ άλλων οι Άραβες άντλησαν και την ιδέα του οικουμενικού πνεύματος των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων η να εξηγηθεί ιστορικά, και μ αυτό το καθήκον δεν είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα ούτε η φυσιογνωσία». Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 317. 53 Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 639. 54 «Ανεξάρτητα πάντως από τη μαχητική σύγκρουση του με τον Χριστιανισμό, στην ύστερη ιδίως φάση του, ο Νεοπλατωνισμός, με τη μεσολάβηση των Πατέρων της Εκκλησίας, έδωσε πολλά στοιχεία στον Χριστιανισμό που επέτρεψαν τη σύνθεσή του με την Ελληνική σκέψη και συνέβαλαν αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση και επικράτησή του σε μια εξελληνισμένη οικουμενική μορφή». Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 636. 55 Δ. Ζακηθυνού, Βυζαντινή ιστορία, σελ. 32. 56 Δ. Τσιμπουκίδης, Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, σελ. 318. 57 Βλ. περισσότερα Σ. Σαββίδης, «Οι τρεις Ιεράρχες ως πνευματικοί ηγέτες και παιδαγωγοί», 5+1 το περιοδικό του οικουμενικού ελληνισμού, τχ. 15, σσελ. 19-30. 58 Βλ. περισσότερα Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σσελ. 609-660. 59 Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 14. 60 Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 16. 73
οποία μετακενώθηκε και στη Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη όταν από το 12 ο αι. αρχίζουν πολλά σημαντικά ελληνικά έργα να μεταφράζονται από τα αραβικά στα λατινικά. 61 2. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΩΝ Η ελληνιστική περίοδος είναι η εποχή της μεγάλης διαδόσεως των αθλητικών ιδρυμάτων στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τόσο στην κυρίως Ελλάδα όσο και στην Ανατολή. Τον 3 ο αι. μας είναι γνωστά τριπλάσια γυμνάσια απ ότι στον 4 ο αι. και στον 2 ο αι. διπλάσια από τον 3 ο αι. και τον 1 ο αι. π.χ. υπάρχει καθολική αύξηση των αθλητικών ιδρυμάτων σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ιδιαίτερα στον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας και στην Ανατολή. 62 Τον πολλαπλασιασμό των αθλητικών χώρων ακολούθησε και η αύξηση των αθλητικών εορτών και το γεγονός έως τα βάθη της Ασίας να διοργανώνονταν αγώνες εξηγείται από τις νέες ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν στον ελληνικό κόσμο. Οι αγώνες μάλιστα αυτοί συναγωνίστηκαν τους αντίστοιχους στην κυρίως Ελλάδα. 63 Την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, έως τα βάθη της Ασίας διοργανώνονταν αγώνες με την προσωνυμία «Ισολύμπια» και «Ισοπύθια». Εκτός από τους τέσσερις μεγάλους πανελλήνιους 64 αγώνες, Ολύμπια, Νέμεα, Πύθια, Ίσθμια, στα τέσσερα χρόνια που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο Ολυμπιάδων τελούνταν και άλλοι 19 αγώνες με πανελλήνιο χαρακτήρα. Στους αγώνες αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται τα Πτολεμαία στην Αλεξάνδρεια, τα Λευκοφρύνια στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, τα Νικηφόρια στην Πέργαμο, τα Ευμένεια στις Σάρδεις, τα Ασκληπιεία στην Κω, τα Ερωτίδεια στις Θεσπιές, τα Ηράκλεια στη Χαλκίδα, τα Ελευσίνια στην Αθήνα και πλήθος μικρότερες αθλητικές τοπικές γιορτές 65 σε μεγάλες και μικρές πόλεις, που είχαν και το 61 Π. Νέαρχος, Το μήνυμα του Απόλλωνα, σελ. 690. 62 Γ. Παπαθανασόπουλος, «Ο αθλητισμός κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή», Ιστορία του ελληνικού έθνος, τόμ. ΣΤ, σελ. 483. 63 «Οικουμενικοί αγώνες», Η Εγκυκλοπαίδεια των Ολυμπιακών αγώνων, cd-rom. 64 Για τα Πύθια οι πληροφορίες σταματούν στον 2 ο αιώνα μ.χ., όταν ο Αδριανός αναστήλωσε ερειπωμένα κτίρια, έκτισε νέα και αναζωογόνησε τους αγώνες και το μαντείο. Ασφαλώς και κατά τον 3 ο αι. μ.χ. εξακολούθησαν να τελούνται οι αγώνες. Γ. Παπαθανασόπουλος, «Ο Αθλητισμός κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΣΤ, σελ. 491. 65 «Σχεδόν όλες αυτές οι τοπικές αθλητικές πανηγύρεις είχαν στο πρόγραμμά τους και μουσικούς αγώνες, συνέχιζαν δηλαδή την παράδοση των μεγάλων πανελλήνιων εορτών». Γ. Παπαθανασόπουλος, «Ο αθλητισμός κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή» Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΣΤ, σελ. 484. 74
ανάλογο κύρος. 66 Στους μεγαλύτερους αγώνες της εποχής (2 ος αι. π.χ.) κατανέμονται και τα Ελευθέρια στη Λάρισα με είκοσι έξι αγωνίσματα, από τα οποία πέντε ήταν αφιερωμένα στις Μούσες, δηλαδή στα γράμματα και στις τέχνες. 67 Το πρόγραμμα των αγωνισμάτων, εκτός από τα κλασικά, περιλάμβανε και νέα αγωνίσματα, όπως αρματοδρομίες με πώλους, το πένταθλο νέων και το παγκράτιο παίδων καθώς και λαμπαδηδρομίες, που ήταν τοπικό αγώνισμα των Παναθηναίων. 68 Οι Μακεδόνες βασιλιάδες έδωσαν μεγάλη ώθηση στους αγώνες. Ο Φίλιππος, ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου, πήρε μέρος και νίκησε τρεις φορές στα ιπποδρομικά αγωνίσματα της Ολυμπίας. 69 Η μεγάλη αγάπη του Μ. Αλεξάνδρου για τους Ολυμπιακούς αγώνες είναι γνωστή, όπως και ο σεβασμός του για τους νικητές. 70 Πριν αναχωρήσει μάλιστα για την εκστρατεία του στην Ασία, ο Μ. Αλέξανδρος γιόρτασε τους Ολυμπιακούς αγώνες της Μακεδονίας προς τιμήν των Μουσών στην Πέλλα. Ο Μ. Αλέξανδρος θεωρούσε την Ολυμπία πνευματική πρωτεύουσα της Ελλάδας και αυτή επέλεξε για να ανακοινώσει στις ελληνικές πόλεις την απόφασή του να επιστραφούν οι πολιτικοί εξόριστοι και σύμφωνα με το Διόδωρο η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό, αφού την εποχή εκείνη οι πολιτικοί εξόριστοι στην Ελλάδα ήταν πάνω από είκοσι χιλιάδες. 71 Οι στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου συνέχισαν το έργο του και μερικοί μάλιστα συμμετείχαν σε πανελλήνιες γιορτές και διακρίθηκαν. 72 Η εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου 73 και των Επιγόνων οδήγησε στην κονίστρα της Ολυμπίας 74 τον ελληνικό κόσμο 75 της Ανατολής. Στους καταλόγους των νικητών των 66 Ειδικά τα Λευκοφρύνια, που οργανώνονταν πάνω στο πρότυπο των Πυθίων (γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί αγώνες) είχαν τη μεγαλύτερη λαμπρότητα. Αναγνωρίστηκαν μάλιστα ως ισοπύθια και έφθαναν για να τα παρακολουθήσουν θεατές απ όλο τον ελληνιστικό κόσμο. Β. Κύρκος, «Η πορεία του αθλητισμού στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια» Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, σελ. 290. 67 Γ. Παπαθανασόπουλος, «Ο αθλητισμός κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή» Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΣΤ, σελ. 484. 68 Λ. Κολωνάς, «Αγώνες», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμ. 2, σελ. 254. 69 Μία από τις τρεις νίκες του Φιλίππου συνέβη την ημέρα που γεννήθηκε ο Μ. Αλέξανδρος. Ι. Μουρατίδης, «Αρχαίοι Ολυμπιακοί αγώνες», Ολυμπιακοί Αγώνες,, Αναφορές Προσεγγίσεις, σελ. 42. 70 «Όταν κάποτε ο Θηβαίος Διονυσόδωρος, νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες, αιχμαλωτίστηκε από τον Παρμενίωνα, στρατηγό του Μ. Αλεξάνδρου, γιατί βοήθησε το βασιλιά της Περσίας Δαρείο στα σχέδιά του, πριν από τη μάχη στην Ισσό, ο τελευταίος αμέσως τον ελευθέρωσε, ενώ τους άλλους αιχμαλώτους τους έστειλε δέσμιους στην Ελλάδα». Όπ. παρ. 71 Όπ. παρ. 72 Όπ. παρ. 73 «Όταν ο κόσμος ρωτούσε τον Αλέξανδρο αν θα αγωνιζόταν στον αγώνα δρόμου στην Ολυμπία, έτσι που ήταν γρήγορος στο τρέξιμο, Ναι, απαντούσε, αν μπορούσα να έχω βασιλιάδες για ανταγωνιστές μου. Γενικά αποστρεφόταν ολόκληρο το συνάφι των αθλητών, αλλά παρ όλα αυτά καταλάβαινε την αξία των αγώνων σαν μέσο ευχαρίστησης και ανάπαυλας για τους άντρες του και στην Ασία ίδρυσε πολλούς γυμναστικούς, λογοτεχνικούς και μουσικούς αγώνες. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε, ωστόσο, να προσφέρει έπαθλα για πυγμαχία». Botsford και Robinson, Αρχαία Ελληνική ιστορία, σελ. 355. 75