Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Αυτοβιογραφία»: ο απολογισμός ενός συγγραφέα Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος σε μια σύντομη εισήγηση για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Ο Ξενόπουλος υπήρξε φαινόμενο στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων τόσο γιατί το έργο του, πεζό και θεατρικό, αλλά και η πολυσχιδής φιλολογική του δράση καλύπτουν χρονικά μια περίοδο περίπου εξήντα χρόνων, από το 1885 μέχρι και το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και γιατί το έργο αυτό, πολύπλευρο και τεράστιο σε όγκο, απασχόλησε και απασχολεί ακόμη την φιλολογική έρευνα, ενώ, ταυτόχρονα, έχει προκαλέσει αντιφατικές κριτικές. Ο Ξενόπουλος, από τα εφηβικά του ακόμη χρόνια, καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη του πεζού λόγου, διήγημα, μυθιστόρημα, επιφυλλίδα, κριτικό δοκίμιο. Έγραφε συνέχεια, σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα. Και, ενώ θεωρείται ότι ως κριτικός υπήρξε πρωτοπόρος θεμελιωτής της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής, ως πεζογράφος κατηγορήθηκε από πολλούς ότι, εξαιτίας της πολυγραφίας του, «δεν εκράτησε την Τέχνη ψηλά». Τι είδους λογοτεχνία έγραψε τελικά ο Ξενόπουλος; Πρωτοποριακή, αφού δίκαια χαρακτηρίστηκε πατέρας του αστικού μυθιστορήματος, ή παραλογοτεχνία, επειδή ήταν επαγγελματίας λογοτέχνης, και που βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή, αν υπάρχει τέτοια; Ο ίδιος ο Ξενόπουλος, όπως μας λέει ο Παλαμάς, «φαίνεται κατευχαριστημένος από τη δουλειά του, την ώρα που τη δουλεύει ή την ώρα που την καμαρώνει καινούρια». 1 Επίσης την υπερασπίζεται, όσο κανένας άλλος συγγραφέας, όταν δέχεται επικρίσεις 2. Την υπερασπίζεται είτε στους προλόγους των έργων του είτε όταν αρθρογραφεί, είτε όταν αυτοβιογραφείται. Στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ένας συγγραφέας κρίνει, αναλύει ή εξηγεί το έργο του, γιατί, εξ ανάγκης, το συνδέει όχι μόνο με τα περιστατικά που σημάδεψαν τη ζωή του αλλά και με τη γενικότερη στάση του απέναντι στην εποχή του. Είναι, επομένως η αυτοβιογραφία, παρά τον υποκειμενικό της χαρακτήρα, μια πολύτιμη μαρτυρία που μας βοηθάει να ανακαλύψουμε την πρόθεση και τη δημιουργική έμπνευση ενός συγγραφέα. Είναι το κλειδί για να μπούμε στο εργαστήρι του. 1 Κ. Παλαμά, Άπαντα, τ. 6 ος, σ. 467 2 Γ. Ξενόπουλος, Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Θ, παρουσίαση ανθολόγηση Γ. Φαρίνου Μαλαματάρη, Σοκκόλης, Αθήνα 1997, σ. 290 1
Γενικά μιλώντας για τη βιογραφία ο Παναγιώτης Μουλλάς, επισημαίνει ότι αν έχει τόση σπουδαιότητα «δεν είναι μόνο γιατί εξηγεί το έργο, αλλά πολύ περισσότερο γιατί φωτίζει την ίδια τη νομοτέλεια η οποία παρήγαγε το έργο: στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα στην ιστορία, εν μέρει καμωμένος από τους άλλους, εν μέρει από τον εαυτό του, αλλά πάντοτε ενιαίος στις εκδηλώσεις του» 3. Η αυτοβιογραφία, ως αυτόνομο, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, γραμματειακό είδος, καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα ήδη από τις αρχές του 19 ου αιώνα με διάφορες μορφές απομνημονεύματα, αυτοβιογραφικά σημειώματα, κείμενα με χαρακτήρα μυθοπλαστικό, ημερολόγια. Οι αυτοβιογραφούμενοι συγγραφείς και λόγιοι, από την Επτανήσια Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου μέχρι τον Π. Νιρβάνα, τον Κ. Βάρναλη, τον Γ. Σεφέρη, για να αναφέρω ενδεικτικά μερικούς, επιχειρούν με βάση το βίωμα και το πραγματικό γεγονός να κάνουν απολογισμό της ζωής και του έργου τους. Ο Ξενόπουλος αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση αυτοβιογραφούμενου συγγραφέα, υπό την έννοια ότι μας έχουν παραδοθεί, όχι ένα, αλλά τρία αυτοβιογραφικά κείμενά του, με τα οποία ο συγγραφέας δεν επιδιώκει τόσο να εξιστορήσει την προσωπική του ζωή, αλλά να παρουσιάσει και να αξιολογήσει τη λογοτεχνική ζωή της εποχής του, κυρίως όμως να κάνει απολογισμό του δικού του έργου. Αυτό σημαίνει ότι ο κύριος στόχος του είναι να αποκαλύψει τις πηγές της έμπνευσής του και, με τον ερμηνευτικό σχολιασμό ορισμένων έργων του, να παρουσιάσει, αλλά και να δικαιολογήσει τις αισθητικές του απόψεις. Τα δύο πρώτα αυτοβιογραφικά του κείμενα δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Καθημερινή και Εσπέρα το 1919 και το 1925 αντίστοιχα, με τον τίτλο «Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής», ενώ το τρίτο, με τίτλο «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα», δημοσιεύτηκε στα Αθηναϊκά Νέα το 1938 1939. Αυτό το τελευταίο θα μας απασχολήσει σήμερα για δύο κυρίως λόγους: α) η δηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει για τη ζωή και το έργο του αλλά και η φροντισμένη λογοτεχνική μορφή του κειμένου, μας επιτρέπουν να το εντάξουμε στο γραμματειακό είδος της αυτοβιογραφίας και β) το μέρος που αφορά τον απολογισμό του πεζογραφικού του έργου, μας επιτρέπει να σχηματίσουμε μια σαφέστερη εικόνα για τη θέση και τη συμβολή του Ξενόπουλου στη νεοελληνική πεζογραφία. Εξάλλου νομίζω ότι έχει δίκιο ο Παλαμάς, όταν υποστηρίζει ότι: «οι συγγραφείς είνε, και κατά γενικόν κανόνα, μάλλον αυθεντικοί κριταί των ίδιων έργων, και οσάκις απλώς ομιλούν περί εκείνων, και 3 Παναγιώτης Μουλλάς, «Το διήγημα, αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη» στο Ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα 1981 2, σ. μ 2
οσάκις αμύνονται εναντίον χονδροειδών ή λεπτώς μαγειρευμένων επιθέσεων, και οσάκις ανασκευάζουν τας υπό το όνομα της κριτικής φαντασιοπληξίας των άλλων». 4 Στον πρόλογο της τρίτης αυτοβιογραφίας του, την οποία θεωρεί πληρέστερη από τις δύο προηγούμενες, ο Ξενόπουλος αποκαλύπτει ότι το πρότυπο του ήταν το ανάλογο βιβλίο του Αλφόνσου Ντωντέ. Αφού ομολογήσει ότι δεν έχει το θάρρος του Ρουσσώ και του Ζολά να μιλήσει με απόλυτη ειλικρίνεια για την προσωπική του ζωή, και μάλιστα τη σεξουαλική, δηλώνει: «Θα έχω μόνο όσο [θάρρος] επιτρέπεται να όσο είχε και ο Αλφόνσος Ντωντέ, όταν έγραφε την ιστορία των βιβλίων του [ ] μια αυτοβιογραφία που περιορίζεται σε όσα περιστατικά από τη ζωή του έδωσαν αφορμή να εμπνευστεί και να δημιουργήσει καθέν απ τ αθάνατα μυθιστορήματά του». 5 Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η αυτοβιογραφία του Ξενόπουλου είναι στη ουσία η «αυτοβιογραφία» του έργου του. Επειδή, όμως, το έργο αυτό και πολύπλευρο είναι και πολυσχιδές, θα περιοριστώ στη διερεύνηση των στοιχείων εκείνων του κειμένου που φανερώνουν τη συμβολή του Ξενόπουλου στην εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ένα πρώτο σημαντικό θέμα που θα πρέπει, νομίζω, να εξετάσουμε είναι το γεγονός ότι ο Ξενόπουλος χαρακτηρίστηκε από την κριτική «πατέρας του αστικού μυθιστορήματος», χαρακτηρισμό που και ο ίδιος αποδεχόταν. Η δράση των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων του μεταφέρεται σταδιακά από τη Ζάκυνθο στην Αθήνα. Η Αθήνα, στην οποία έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, με την έντονη πνευματική ζωή, την κοσμική κίνηση, τις πολιτικές συγκρούσεις, τη σύνθετη κοινωνική διαστρωμάτωση, αποτέλεσμα των κοινωνικών ανακατατάξεων που συμβαίνουν εκείνη την κρίσιμη ιστορική περίοδο της μετάβασης από τον 19 ο στον 20 ο αιώνα, τον γοητεύει. Τον γοητεύει, όπως ομολογεί, ακόμη και η σκόνη και η λειψυδρία το καλοκαίρι. 6 Πνεύμα ανήσυχο, συναισθάνεται τις ανάγκες της εποχής του και αντιλαμβάνεται ότι η πρωτεύουσα μπορεί να γίνει σημαντική πηγή έμπνευσης για το έργο του. Επηρεασμένος από τον Ζολά και τον Μπαλζάκ, μεταφέρει στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του παραστάσεις που αντλεί από τη ζωή της μεγαλούπολης. Παρόλο που δεν επιχειρεί να εξηγήσει τα αίτια της κοινωνικής αδικίας ούτε να αμφισβητήσει το κοινωνικό κατεστημένο, αναπαριστά, ωστόσο, πιστά την αστική και μικροαστική κοινωνία της εποχής του, τα ήθη της, τις 4 Κ. Παλαμάς, «Η φιλολογία των αυτοβιογραφιών», εφ. Εμπρός, 12 8-1919 5 Γρηγορίου Ξενόπουλου, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Αυτοβιογραφία, Αφοί Βλάσση, Αθήνα 1984, σ. 27 6 Ό. π., σ. 301 302 3
συμπεριφορές της, τον τρόπο της ζωής της. Είναι μια ευτυχής για τα ελληνικά γράμματα συγκυρία το γεγονός ότι ένας συγγραφέας με την ιδιοσυγκρασία του Ξενόπουλου βιώνει μια ενδιαφέρουσα μεταβατική ιστορική περίοδο, της οποίας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Γράφει στην αυτοβιογραφία του: «[ ] Ποτέ μου δεν ήμουν ρομαντικός, ποτέ δε μου άρεσε η ερημιά κι η απομόνωση. Η πόλη, ο κόσμος ήταν η ζωή μου. Στο γραφείο μου, για να εργαστώ, κλεινόμουν, βέβαια, μοναχός μου ώρες αλλά ήθελα ν ακούω απ έξω το θόρυβο της πόλης. Ένας περίπατος στην εξοχή μου έφτανε για να θαυμάζω τη φύση. [ ]. Γι αυτό κι όλα μου τα έργα είναι αστικά. Ελάχιστα αγροτικά, χωριάτικα, έγραψα στη ζωή μου. Κι όμως, αυτά ήταν της μόδας, όταν άρχισα το στάδιο μου. Είπα πως είμαι ο πρώτος που μετέφερα το ελληνικό διήγημα από την εξοχή στην πόλη. Αλλά κι αυτό πάλι το πρώτο, όπως και τ άλλα, δεν το κανα με σκοπό. Έτσι έτυχε να είναι η ζωή μου, η ιδιοσυγκρασία μου, ο χαρακτήρας μου». 7 Ο συγγραφέας, λοιπόν, με τα ιδιαίτερα υποκειμενικά του χαρακτηριστικά, συναντά την εποχή του, την αφουγκράζεται και πετυχαίνει να δώσει νέα προοπτική στην εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα του πεζογραφικού έργου του Ξενόπουλου, είναι η σχέση του με τον ρεαλισμό. Πρώτα απ όλα, όπως δηλώνει και ο ίδιος στον Πρόλογο, κύρια πηγή έμπνευσης για το έργο του είναι πραγματικά περιστατικά της ζωής του, ενώ πραγματικούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, που γνώρισε είτε στη Ζάκυνθο είτε στην Αθήνα, τους μεταπλάθει σε λογοτεχνικούς ήρωες. Ανταποκρίνεται, επομένως, στο κυρίαρχο αίτημα του ρεαλισμού για αληθοφάνεια, στηρίζοντας το περιεχόμενο των διηγημάτων και μυθιστορημάτων του σε πραγματολογικές αναφορές. Ταυτόχρονα, όμως ο ρεαλισμός του έχει και θεωρητικές αναφορές. Ο ίδιος παραδέχεται ότι μετά τη γνωριμία του με τον Γιωργάκη Χαιρέτη, μαθηματικό, φιλόσοφο και σοσιαλιστή, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στο έργο του, άρχισε να γράφει πιο ρεαλιστικά. Ο Χαιρέτης τον έφερε σε επαφή με τον κύκλο των πρώτων Ελλήνων σοσιαλιστών, οπαδών κυρίως του ουτοπικού σοσιαλισμού. Η σοσιαλιστική θεωρία, όμως, δεν τον τράβηξε, γιατί του φαινόταν «χιμαιρική». Αντίθετα, «αιχμαλωτίστηκε» από τη θετικιστική θεωρία του Κοντ και έμεινε, όπως γράφει, «θετικιστής για πάντα». Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο 7 Ξενόπουλος, ό. π., σ. 308 4
σοσιαλισμός, ο θετικισμός αλλά και η μαθηματική του παιδεία είναι οι βασικές συνιστώσες που διαμορφώνουν τον ρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου του. Εξάλλου, το καλύτερο μυθιστόρημα του, «Πλούσιοι και φτωχοί», το χρωστάει, όπως ομολογεί και ο ίδιος, σ αυτήν την παρέα των πρώτων σοσιαλιστών. Θα πρέπει, ωστόσο να επισημάνουμε ότι στο ρεαλισμό του Ξενόπουλου διακρίνουμε σαφή νατουραλιστικά χαρακτηριστικά. Πέρα από το δηλωμένο θαυμασμό του για το Ζολά, ομολογεί, και ταυτόχρονα δικαιολογεί, την επίδραση που άσκησε ο νατουραλισμός στο έργο του, όταν τον κατηγόρησαν ότι, για να προσελκύει τους αναγνώστες του, έβαζε στα μυθιστορήματά του «ανοιχτές, άσεμνες σκηνές». Γράφει 8 : «Όταν πρωτάρχισα να γράφω, ο νατουραλισμός επικρατούσε, διάβασα τις θεωρίες αυτής της Σχολής, και πείστηκα πως ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει ό, τι συμβαίνει στη ζωή κι ό, τι κι αν είναι. Αργότερα, όταν έφτασα μοναχός μου, πριν διαβάσω τον Φρόυντ [ ] σε μια θεωρία ανάλογη και σχημάτισα την πεποίθηση πως η σεξουαλική είναι η κυριότερη ζωή του ανθρώπου, αυτή προπάντων με απασχολούσε και στα ψυχικά μου μυθιστορήματα. Το ξύπνημα μάλιστα του ερωτικού ενστίκτου, νωρίτατα κάποτε, ήταν εν από τα πιο αγαπητά μου θέματα. [ ] Και κάτι άλλο ακόμα: Το ανοιχτό το εννοώ σοβαρό, αληθινό, επιστημονικό για να πω έτσι. Τότε μόνο είναι και καλλιτεχνικό». Αυτό που θαυμάζει κάποιος σ αυτήν την ομολογία είναι ότι ο Ξενόπουλος όχι μόνο υπερασπίζεται, με παρρησία, ζητήματα ταμπού για την αστική ηθική της εποχής του, αλλά κυρίως ότι μπορεί και θεμελιώνει θεωρητικά τις απόψεις του. Ανιχνεύοντας την αυτοβιογραφία του Ξενόπουλου, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμη για τις πηγές της έμπνευσής του, την τεχνική του και τον χαρακτήρα του πεζογραφικού του έργου. Επειδή, όμως, ο χρόνος είναι περιορισμένος, θα αναφερθώ στο σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, σημείο του απολογισμού του, ο οποίος, κατά μία έννοια, είναι και απολογία. Στις κατηγορίες των κριτικών ότι με την πολυγραφία του, αποτέλεσμα εύκολης και πρόχειρης γραφής, «κατέβασε την Τέχνη του για χρηματισμό», ο Ξενόπουλος απαντά 9 : «[ ] κηρύττομαι «λαϊκός» συγγραφέας και διαπιστώνω πως τα διηγήματά μου τα διαβάζει και τα χαίρεται ο κόσμος Γιατί με την απλή τους μορφή, είναι προσιτά σε όλους, αδιάφορο αν το βαθύτερο νόημα τους, όταν έχουν, το καταλαβαίνουν λιγοστοί. Ένα διήγημά μου το διαβάζει και 8 Ξενόπουλος, ό. π., σ. 439-440 9 Ό. π., σ. 396 397 5
μια μοδιστρούλα με την ίδια ευχαρίστηση που το διαβάζει κι ο Παλαμάς [ ]. Από ένα διήγημά μου και το πιο απρόσιτο, ως βάθος, άλλος θα καταλάβει λιγότερα, άλλος περισσότερα και κάποιος ο πιο εκλεκτός αναγνώστης όλα. Όλοι όμως θα το γουστάρουν και θα διασκεδάσουν. Κι επιλέγω: Αυτή είναι η τέχνη μου, η αισθητική μου, ή να πω καλύτερα η φύση μου, η ιδιοσυγκρασία μου, «και σ αυτήν οφείλω, ας πω έτσι την ισχύν μου την αγάπη του κοινού». Και παρακάτω: «Και γι αυτό μπορώ να καυχώμαι πως εγώ όπως πολλοί το χουν αναγνωρίσει συνήθισα το κοινό να διαβάζει και, το κυριότερο, ν αγοράζει ελληνικά βιβλία». Η ιστορική σημασία του έργου του Ξενόπουλου βρίσκεται στο γεγονός ότι, όπως γράφει ο Άγγελος Τερζάκης, «εγκαινίασε ωρισμένους δρόμους, έσπασε μια αρτιγέννητη κι όμως επικίνδυνα διεστραμμένη παράδοση, κι ανέβασε στο φως του προσκηνίου, με το θέατρο και με το μυθιστόρημα, τη νεόπλαστη κοινωνική μας ζωή». 10 Ένας απ αυτούς τους «ωρισμένους δρόμους» που εγκαινίασε, διαγράφεται καθαρά στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω. Ο Ξενόπουλος, πολύ πριν εμφανιστούν οι περίφημες θεωρίες της ανάγνωσης, με την κριτική του οξύνοια, αντιλαμβάνεται ότι συγγραφέας δεν υπάρχει χωρίς τον αναγνώστη, όπως και αναγνώστης δεν υπάρχει χωρίς τον συγγραφέα. Αυτή η διαλεκτική σχέση πρέπει να αποτυπώνεται στο λογοτεχνικό έργο, το οποίο θα πρέπει να ευχαριστεί τόσο «τη μοδιστρούλα» όσο κι έναν μεγάλο ποιητή όπως ο Παλαμάς. Χωρίς αναγνώστες λογοτεχνία δεν υπάρχει. Αυτό το ξέρει καλά ο Ξενόπουλος και με τον απολογισμό του δίνει ένα μάθημα φιλαναγνωσίας, το οποίο, ιδιαίτερα στην εποχή μας, έχει μεγάλη ιστορική σημασία. Μαρία Κ. Πεσκετζή, δ. φ. Συγγραφέας, μέλος του Δ. Σ. της Π. Ε. Φ. 10 Α. Τερζάκης, «Ο Ξενόπουλος και το έργο του», Ιόνιος Ανθολογία, τχ. 126, 1939, σ. 54 6