1 www.24grammata.com



Σχετικά έγγραφα
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΕΙΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

6o ΚΥΝΗΓΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ Γρίφος Νο 1. Ακούγεται το τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη «ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ»

Ευχαριστούµε πολύ, το προσωπικό του Ειδικού σχολείου Αιγάλεω, για την πολύτιµη βοήθεια που µας πρόσφεραν.

Ανδρέας Καρκαβίτσας H θάλασσα

ΤΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΤΕΥΚΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΧΜΕΣ. (Αποµαγνητοφώνηση της συνοµιλίας µου µαζί του. Αποσπάσµατα) (Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 19 ΜΑΪΟΥ 2010 ΚΕΙΜΕΝΟ. Γιώργου Ιωάννου. Στου Κεµάλ το Σπίτι

ΕNOTHTA 18 AΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΑΞΗ Β

Iανουάριος - Φεβρουάριος 2011, Έτος 15ο - Τεύχος 83ο

ΕΛΤΙΟ. Κύριο άρθρο. γιο µ ία Ανοικτή Κοινωνία. Κύριo άρθρο. Μια κραυγή µες στα δάσος... Ποιο δάσος άραγε, Παιδεία για όλους ίου Ηλία Κατσούλη

Παύλος Νιρβάνας. Το αγριολούλουδο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗ ΠΑ. Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Μίχος Κάρης. Υστερόγραφα

1 Ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΦΙΛΙΠΠΙΑ ΑΣ ΘΕΜΑ: «ΙΑΤΡΟΦΗ»

ΕNOTHTA 20 ΕΙΡΗΝΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΔ. Πέµπτη 5 Δεκεµβρίου 2013

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΙΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΡΕΝΑ

Καχυποψία και πίστις

Ξύπνησα το πρωί και το κεφάλι μου έλεγε να σπάσει. Τέρμα πια, δεν ξαναπίνω

ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΟΥΡΟΥΚ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είκοσι χρόνια νωρίτερα, σε ένα νότιο χωριό της επαρχίας Πουντζάμπ.

Ἀντιφωνητὴς. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΠΑΝΘΡΑΚΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ ΓΝΩΜΗΣ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2007 ΕΤΟΣ 10ο / ΑΡ. Φ. 229 / ΤΙΜΗ 1. Σ-Υ-Ν-Τ-Ρ-Ι-Β-Η τοῦ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ!

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική. Το ποίημα στη σελίδα 5 είναι του Έκτορα Ιωάννου.

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΧΤΑΜΟΝ ΜΙΧΑΛΗΣ 1 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΡΕΝΤΗ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ : «ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ» Το πρωί στις πέντε, σε ένα φτωχό χωριό

Σελίδες του Γιώργου Ιωάννου

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΣΕΒ

Χ Ρ Υ Σ Α Δ Η Μ Ο Υ Λ ΙΔ Ο Υ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ Π.Ι.Κ. ( ) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

Κύρταμο, ή κρίταμο, ή κρίθαμνο. Το γνωρίζουμεν

για τη ριζική ανανέωση και αλλαγή της δηµοκρατικής παράταξης και του πολιτικού συστήµατος

ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΚ ΟΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ. Έντυπο πνευµατικής εσωτερικής καταγραφής. Τεύχος 19ο Οκτώβριος 2008

Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Σκηνή 1 η : Στο σπίτι της Ρήνης, πρωί Το λαθρεμπόριο της ζάχαρης

ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Τεύχος 1043 / Μαϊος Έλα Πνεύµα Άγιο. Στον καθένα δίνεται η φανέρωση του Πνεύµατος για κάποιο καλό.

«ο δρόµος είχε τη δική του ιστορία...»

Βάιος Φασούλας ΜΑΡΙΝΑ. Μυθιστόρημα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΥΠΡΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΕΛΙΣΣΙΩΝ

ÍÅÏ ÄÕÍÁÌÉÊÏ ÓÔÁÕÑÏÕÐÏËÇ

ΜΙΑ ΛΟΓΙΑ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ: ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ 1. Μαριέττα Ιωαννίδου University of Amsterdam

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΑΡ ΙΚΙΟΥ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ. «Μέλισσα, µέλισσα, µέλι γλυκύτατο»

ΓρΑφΩ αστυνομικές ιστορίες κι έτσι μου προέκυψε πάνω

1. Χαιρετισµός κτή V ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΡΗΤΩΝ Έµβληµα Μεραρχίας Ιστορία Σχηµατισµού Ιστορικά Στοιχεία Κρήτης...

Έρως - Θάνατος: Η ρήξη των φραγµών στον Παλαιό των Ηµερών του Παύλου Μάτεσι. Ευάγγελος Λ. Ντάβας


το σημείωμα του Προέδρου

ΠΡΈΠΕΙ ΑΡΧΊΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΩ ότι έχω έναν επιστήθιο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΩΤΗΡΧΟΥ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Οµάδα κατασκευών. του Συνδέσµου Νέων της Ι.Μ..

ΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Περιεχόμενα. Βερολινέζικο Ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930) Σάλι Μπόουλς Στη νήσο Ρούγκεν (Καλοκαίρι 1931) Οι Νόβακ...

Έκδοση Σωματείου Μηλιά Αμμοχώστου Σεπτέμβριος, Τεύχος 18

ο απογραφέας απόσπασμα από το επερχόμενο

Κεχαγιάς Στέργιο, /ντής Σχολείου 1

ΠΩΣ Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΝΕ ΕΙΞΕ ΤΟ 1936 ΤΟ ΦΑΣΙΣΤΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Από τον "Μύθο του Σίσυφου", μτφ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.

ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Σε σένα. Μούσα της Ευαισθησίας

Ο Δρόμος. Νάσος Κτωρίδης Μ α ρ α θ ω ν ο δ ρ ό μ ο ς. Αγαπητοί απόφοιτοι δεν μπορώ να προχωρήσω αν δεν σας δώσω πρώτα αυτό που σας οφείλω.

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: Καληµέρα σε όλους, καλή χρονιά, να είµαστε καλά, µε υγεία πάνω απ όλα, προσωπική για τον καθένα µας, συλλογική για τη χώρα µας και να

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗΣ 24 ης /2010

«Το δη µόσιο αίσθη µα είναι το παν. Με αυ τό, τί πο τα δεν µπο ρεί να αποτύχει. Χωρίς αυτό, τίποτα δεν µπο ρεί να πε τύ χει»,

Εκκλησία Παναγίας Χρυσοαιματούσης στη

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΗΜΟΥ ΡΟ ΟΥ

ΗΜ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΟΥΡΟΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚ ΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Πολιτική κατάθεση του Χριστόφορου Κορτέση στο ειδικό δικαστήριο του Κορυδαλλού, 06/02/13

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α

ΙΣΛΑΜ OΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ

Για τις απαρχές του ελευθεριακού ρεύµατος

ΒΙΒΛΙΟ ΔΑΣΚΑΛΟΥ «Νεοελληνική Γλώσσα Α-Γ Γυμνασίου»

Μ Ε Λ Ε Τ Η ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΥΠΟ ΟΧΗΣ ΚΑΙ. Προϋπολογισµού: ,09 σε ΕΥΡΩ

Κύριε Πρόεδρε, θα σας ρωτήσω ευθέως εάν πιστεύετε ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου.

ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΛΙΓΟ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΦΟΥ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ

ΜΙΚΡΟΣ Ο ΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΙΕΙΑ

ìþíåò áñãßá Παριανός Τύπος óôçí ðñüåäñï ôçò Êïéíüôçôáò ÁíôéðÜñïõ Èá êüíïõìå ðñùôïóýëéäç ôç äþëùóþ ôïõ Ç íåïëáßá ìáò øçößæåé óôéò 30 Ìáñôßïõ Σελ.

-The Thorn Birds. Колин Маккалоу Поющие в терновнике Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας Μετάφραση: Βικτώρια Τράπαλη

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

Ο διάλογος του Σωκράτη όταν συνάντησε τον Ιησού

Ενότητα 9 ΣΧΟΛΕΙΟ. Παρουσίαση της ενότητας. Περιεχόµενα της ενότητας

ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 24 - ΙΟΥΝΙΟΣ 1992 ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Λ ΓIΛ ΓΑΛΗΝΗ» ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

(Ε. Π. Παπανούτσου, «Τα νιάτα και ο δάσκαλος», Η παιδεία Το µεγάλο µας πρόβληµα, εκδ. ωδώνη, Αθήνα 1976, σ. 250)

Tηλεόραση. «Θα ξαναέκανα πρωινό» Γρηγόρης Αρναούτογλου. Τα νούµερα VS «ΙΑ ΤΑΥΤΑ» 34,8% 28,1% «ΤΑ ΚΑΡΝΤΑΣΙΑΝΣ»

της αστικής δηµοκρατίας και αργότερα η πάλη για το σοσιαλισµό.

Τ Ρ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Α Τ ΟΥ Σ ΥΛΛΟΓ ΟΥ Μ Α Κ Ι Σ ΤΑΙ Ω Ν ΟΛΥ Μ Π Ι Α Σ

Η Προσπάθεια του Ρόδερφορδ να Συμβιβαστεί με τον Χίτλερ

ισότητα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συστηµάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης», Βρυξέλλες, , COM (2006) 481 τελικό.

6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες

Α Ν Α Δ Ρ Ο Μ Ε Σ. ΤΕΥΧΟΣ Νο 15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2009 Σελίδα 1

ΙΟΔΙΚΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΙΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΚΥΘΗΡΑΪΚΟΥ ΛΑΟΥ

Κρούσματα ιογενούς μηνιγγίτιδας τις κατασκηνώσεις Ζιάκα

NΕΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Του Αντώνη Καρανίκα

Στοιχεία για τον υποσιτισµό στα σχολεία από το πρόγραµµα «ιατροφή»

Λίγα λόγια για τις ταινίες µυθοπλασίας

Ο ι κ α λ έ ς σ υ ν θ ή κ ε ς

ΑΛΕΞΑΝ ΡΕΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΟΚΟΜΙΑΣ

4.2. ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου

Transcript:

1

Στη Σία ΦΛΩΡΙΝΙΩΤΙΚΕΣ ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΑΡΙΣΤΕΙ ΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΗ 7 - ΦΛΩΡΙΝΑ ΤΗΛ. 2385023777 Καλ/κή επιµέλεια: Ι. Σεϊδάρη Επιµέλεια Εξωφύλλων: Μπλάζα Συµεόνοφσκι 2

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΝΤΕΜΟΣ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Φλώρινα, 2010 3

4

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ 5 Στις 23 Φεβρουαρίου 1996 υπογραφόταν στην Αθήνα η Συνθήκη µεταξύ της ρουµανικής και της ελληνικής κυβέρνησης που αφορούσε στην οριστικοποίηση του ύψους των κοινωνικών συνεισφορών τις οποίες η Ρουµανία δεσµευότανε να καταβάλει στην Ελλάδα για λογαριασµό των χιλιάδων επαναπατρισµένων πολιτικών προσφύγων. Ήταν η τελευταία πράξη της ελληνικής κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση για εκείνους τους έλληνες οι οποίοι εν µέσω σταλινικής κοµµουνιστικοποίησης της Ρουµανίας που διεξαγόταν παράλληλα µε τον εµφύλιο πόλεµο στην Ελλάδα, είχαν µετοικίσει στο έδαφος της Ρουµανίας. Εκτιµάται ότι ο αριθµός των ελλήνων πολιτικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ρουµανία ανήλθε στα περίπου 8000 άτοµα. Όταν διέσχιζαν τα ρουµανικά σύνορα οι περισσότεροι ήταν ακόµη µικρά παιδιά. Από αυτούς, µε το πέρασµα των χρόνων, υπολογίζεται ότι περίπου 7000 επαναπατρίστηκαν, παρόλο που ο πραγ- µατικός αριθµός δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Αυτό που γνωρίζουµε όµως µε ακρίβεια είναι ότι, για όλους αυτούς, η Ρουµανία µετατράπηκε, σε σύντοµο χρονικό διάστηµα σε δεύτερη πατρίδα όπου έχαιραν αγάπης και φιλοξενίας. Εγκατεστηµένοι σε διάφορες πόλεις όπως το Βουκουρέστι, το Πιτέστι, το Ιάσιον, το Κλούζ, η Κραγιόβα, το Σιµπίου, η Βραιλα κ.α. οι έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες απόλαυσαν άµεσα την απευθείας πρόσβαση στις οικο

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ νοµικές και κοινωνικο-πολιτιστικές αξίες της ρουµανικής κοινωνίας. Προσωπικά, έµαθα για πρώτη φορά για τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες πολλά χρόνια πριν, καθ όσον αρκετοί ζούσαν και στη γενέτειρά µου, την πόλη του Σιµπίου. Τους ήξερα ως ηµιθαγενείς και ως άτοµα άνευ ιθαγένειας. Ήταν απλά οι συµπολίτες µου µε τις κόκκινες ταυτότητες. Εκείνη την εποχή ούτε καταλάβαινα αλλά και ούτε έδινα σηµασία. Τώρα όµως, µετά από δεκαετίες, µαθαίνω ποιοι ήταν και κατανοώ την τραγωδία τους. Ήταν πολιτικοί πρόσφυγες οι οποίοι αφού βγήκαν ηττηµένοι» από τον εµφύλιο πόλεµο που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1946-1949, είχαν βρει καταφύγιο στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες. Αυτόπτης µάρτυρας και θύµα του εµφυλίου πολέµου ο Γεώργιος Ντέµος είναι ένα από τα χιλιάδες προσφυγόπουλα ο οποίος βρήκε στη Ρουµανία όχι µόνο καταφύγιο αλλά και ένα φιλόξενο µέρος, όπου είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί. Εκεί έδωσε τον προσωπικό του αγώνα για την κατάκτηση της µόρφωσης. Στη διαδροµή από το χωριό Πλαγιά (Ζέρµα) της Ηπείρου και µέχρι το χωριό Τρεστενίκ της Ρουµανίας όπου, µετά το πέρας των σπουδών του, ανέλαβε καθήκοντα γεωπόνου, ο µικρός Γιωργάκης είχε χάσει, για χρόνια, όλο το σύµπαν του: τη «µάνα Νικολάκινα» τη µητέρα του, τον «µάστρο Νικόλα» τον πατέρα του και τα έξι αδέλφια του, διασκορπισµένοι µεταξύ Ουγγαρίας, Ρουµανίας, Ανατολικής Γερµανίας και Σοβιετικής Ένωσης., δηλαδή ένας πραγµατικός ξεριζωµός. 6

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ 7 Τα 23 χρόνια ξενητιάς δεν έσβησαν όµως από τη µνήµη του τα «ανέµελα παιχνίδια» των παιδικών του χρόνων, παρέα µε τους γείτονές του Χρήστο και Θωµά, την εικόνα του πατρικού του σπιτιού, «κτισµένο από πέτρα, µε τα υποζήγια, τη φοράδα και τα λιγοστά πρόβατα», τον ήλιο «που ανέτειλε από την πλευρά του Κάντσικου, ρίχνοντας τις ζεστές και παιχνιδιάρικες αχτίδες του πάνω στο νωπό έδαφος», τις στιγµές που, ανεβασµένος πάνω στο «ψηλότερο πεζούλι της αυλής ξεπροβόδιζε µε τα παιδικά του µάτια τον πατέρα του που έφευγε για δουλειά στα ξένα» και δεν έπαψε να αναπολεί τις νόστιµες πίτες στη γάστρα που έφτιαχνε η µητέρα του και πάνω απ όλα τα χαρούµενα Χριστούγεννα όταν «το σπίτι γέµιζε µε όλα τα καλούδια». εν έσβησαν όµως ούτε οι αναµνήσεις του «Γαλατά», τα αεροπλάνα που σφυροκοπούσανε «γενναιόδωρα» το ανταρτοκρατούµενο χωριό του σκορπίζοντας το θάνατο και την καταστροφή. εν ξέχασε ποτέ τις περιπλανήσεις της φάλαγγας στα κακοτράχαλα ηπειρώτικα βουνά µέχρι να περάσει τα σύνορα στην Αλβανία «µε τα µατωµένα πόδια του που δεν ένιωθαν πλέον κανένα πόνο». Είναι όλες αναµνήσεις που σηµάδεψαν τον µικρό Γιωργάκη και γέµισαν την µνήµη του όπως γέµιζε κάποτε ο αχυρώνας του πατρικού σπιτιού του «από χόρτο και κλαρί» και το κατώγι «από τα στιβαγµένα σακιά µε άλευρα και φυράµατα». Για τον µικρό Γιωργάκη οι έννοιες πόλεµος, βοµβαρδισµοί, οπλισµός, καταφύγια, επιστράτευση, αντάρτες, στρατός ήταν τότε εντελώς άγνωστες. Το όνειρο της επιστροφής του στην πατρίδα χαρακτή

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ 8 ριζε όλη τη ζωή του. Παρόλο που µεγάλωσε, σπούδασε και σταδιοδρόµησε στη Ρουµανία, όπου ρίζωσε και δηµιούργησε προσωπικές σχέσεις, µέσα του η νοσταλγία και ο πόθος για την επιστροφή του στην πατρίδα παρέµεινε πάντα άσβεστος. Και όταν οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν να του χορηγήσουν βίζα εξόδου από τη Ρουµανία, δεν δίστασε να στείλει προσωπική επιστολή στον τότε πρόεδρο της χώρας Νικολάε Τσαουσέσκου. Τον Γεώργιο Ντέµο τον γνώρισα τις πρώτες µέρες µετά την εγκατάστασή µου στη Φλώρινα, όταν, ενθουσιασµένος µε πήρε από το χέρι και πήγε να µε συστήσει στο Νο- µάρχη. Εργαζόταν ως γεωπόνος στη ιεύθυνση γεωργίας και δεν έχανε ευκαιρία να χαιρετήσει, να αγκαλιάσει και να εξυπηρετήσει οποιονδήποτε προερχόµενο από τη Ρουµανία. Είχε αναλάβει, κάτα κάποιον τρόπο, τον ρόλο του διερµηνέα και ξεναγού όλων των διερχόµενων ρου- µάνων, σαν να προσπαθούσε, µε το δικό του τρόπο, να εκφράσει την αγάπη και την ευγνωµοσύνη του προς τη χώρα όπου ανδρώθηκε. εν τον άκουσα ποτέ να µιλά ή να παραπονιέται για τα χρόνια της προσφυγιάς, τα «πέτρινα χρόνια» όπως τα ονοµάζει και ούτε για τις περιπλανήσεις του στην Αλβανία, Ουγγαρία και Ρουµανία. Η αισιοδοξία του τον χαρακτήριζε πάντα και γι αυτό και περίµενε, φαίνεται, να τα διατυπώσει σε χαρτί, γεγονός που το καταφέρνει µε καταπληκτικό τρόπο. Όπως και πολλά άλλα προσφυγόπουλα ο µικρός Γιωργάκης αναζήτησε στη Ρουµανία ένα καταφύγιο και βρήκε µια πατρίδα. Γι αυτό και συνέχεια ψάχνει και βρίσκει διάφορες αφορµές για να επιστρέψει µόνος η µε συγ

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ γενείς και φίλους. Σήµερα, 40 χρόνια µετά τον επαναπατρισµό του µπορώ να πω µε βεβαιότητα ότι για τον ήρωα του παρόντος βιβλίου η Ρουµανία παραµένει η δεύτερη πατρίδα του. Η µαρτυρία του προστίθεται, σαν τεκµήριο ζωής, στα επίσηµα έγγραφα, ανεπίσηµα σηµειώµατα, υποµνήµατα, επιστολές προς συγγενείς στην πατρίδα, αυτοτελείς εκδόσεις, εφηµερίδες και περιοδικά που έχουν δει το φως της δηµοσιότητας. Κυπριανός Σούτσου Λέκτορας του Τµήµατος Βαλκανικών Σπουδών Του Πανεπιστηµίου υτικής Μακεδονίας 9

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ 10

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ 11 Ήταν Αύγουστος του 1997 όταν ανηφορίζαµε για το νησί του Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών µε τον Ρουµάνο υπουργό πολιτισµού κ. Μέσκα Σέβερ και το µορφωτικό ακόλουθο της ρουµανικής πρεσβείας στην Αθήνα, το όνοµα του οποίου, δυστυχώς, δεν το θυµάµαι. Πηγαίναµε σε αυτό το πανέµορφο νησάκι, προκειµένου να παρακολουθήσουµε µεγάλη λαϊκή συναυλία, που διδόταν στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων «Πρέσπεια» των οποίων εµπνευστής και πνευµατικός πατέρας είναι ο τοπικός βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Λιάνης. Θα αναρωτιέστε, τι δουλειά και τι σχέση µπορεί να είχα εγώ µε τους δύο ρουµάνους επισήµους. Εξηγούµαι, λοιπόν. Νωρίτερα, το πρωί, στο Πνευµατικό Κέντρο της Φλώρινας, παρουσία αντιπροσωπειών απ όλες τις βαλκανικές χώρες, σε επίπεδο υπουργών µάλιστα, είχε γίνει η τελετή έναρξης των σχετικών εκδηλώσεων. Στην κατά- µεστη, από κόσµο, αίθουσα, όλοι οι ξένοι επίσηµοι ανέβηκαν στο βήµα και απηύθυναν το σχετικό χαιρετισµό τους. Ο καθένας τους µίλησε στη γλώσσα του, έχοντας δίπλα και κάποιον διερµηνέα. Όλοι, εκτός από τον Ρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ µάνο υπουργό, ο οποίος µίλησε στα αγγλικά. Στο διάλειµµα που ακολούθησε πλησίασα το ρουµάνο υπουργό, τον κ. Μέσκα Σέβερ και του απευθύνθηκα στα ρουµάνικα: -Κύριε υπουργέ, επιτρέψτε µου να συστηθώ και να σας εκφράσω ένα παράπονο. Ο υπουργός, σαστισµένος αρχικά, ακούγοντας κάποιον να µιλάει τη γλώσσα του µέσα σε κείνο το πλήθος, σούφρωσε για λίγο τα φρύδια του και µε ρώτησε: -Συγνώµη, θέλετε να µου το επαναλάβετε; -Θα ήθελα να σας εκφράσω ένα παράπονο. -Ορίστε, σας ακούω, ποιο είναι το παράπονό σας; -Το παράπονό µου, κ. υπουργέ, είναι γιατί απευθυνθήκατε στο ακροατήριο στα αγγλικά και όχι στα ρουµάνικα. -Και πώς θα γινόµουνα κατανοητός στην αίθουσα αν µιλούσα ρουµάνικα; -Θα έκανα εγώ τον διερµηνέα, κ. υπουργέ. -Και από πού να ξέρω εγώ ότι υπήρχε άτοµο το οποίο οµιλεί ρουµάνικα; Και λύστε και µένα την απορία µου, πώς και µιλάτε τόσο ωραία τα ρουµάνικα; -Σπούδασα στη χώρα σας κ. υπουργέ, στην Κραγιόβα. -Α, ώστε έτσι! Τότε, για να ικανοποιήσω την επιθυµία σας, θα ζητήσω και πάλι το λόγο µετά το διάλειµµα. Έτσι κι έγινε. Σήκωσε το χέρι και ζήτησε να παρέµβει στη συζήτηση. Μπροστά ο υπουργός και πίσω του εγώ, προχωρήσαµε προς τα µικρόφωνα. Πίσω µου άκουγα κάτι ψιθύρους, όπως «που πάει αυτός, τι πάει να κάνει;» 12

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Στηθήκαµε κι οι δυο µπροστά στα µικρόφωνα κι άρχισε τη δευτερολογία του ο υπουργός και από δίπλα εγώ να κάνω τον διερµηνέα. Όλο αυτό κράτησε ένα δεκάλεπτο περίπου. Λίγος ο χρόνος, αλλά πολύ µεγάλη η ικανοποίηση που ένιωσα, κάνοντας τον µεταφραστή. Από κείνη τη στιγµή είχα αναλάβει, κατά κάποιο τρόπο, την ξενάγηση του υπουργού για το υπόλοιπο διή- µερο των εκδηλώσεων. Έτσι λοιπόν, διασχίζοντας το ωραίο τοπίο της διαδροµής προς τις Πρέσπες, παρέα µε τους δυο ρουµάνους επισήµους, πιάσαµε ψιλή κουβέντα, ώσπου, δεν ξέρω πώς µου ήρθε, άρχισα να απαγγέλλω διάφορα ποιήµατα του Μιχαήλ Εµινέσκου, του εθνικού ποιητή της Ρουµανίας. Απάγγειλα τέσσερα ποιήµατα, θυµάµαι, και προχωρούσα στο πέµπτο, όταν, κάποια στιγµή, ο υπουργός µε πιάνει από το µπράτσο και µου λέει: -Σε παρακαλώ, κάνε µια στάση. Τράβηξα δεξιά, έσβησα τη µηχανή, και περίµενα να βγει. Θα ζαλίστηκε, σκέφθηκα, µε τις τόσες στροφές. Τον κοίταξα, για λίγο, και τον ρώτησα: -Μήπως ζαλιστήκατε, δεν βγαίνετε να πάρετε λίγο αέρα; -Όχι, βρε παιδί µου, καλά είµαι, µου λέει, δε ζαλίστηκα, κάτι άλλο µου συµβαίνει. -Σαν τι, κ. υπουργέ; -Για κοίτα τα µπράτσα µου, έχει σηκωθεί η τρίχα τους. Ποιος θα µου έλεγε εµένα πως, διασχίζοντας αυτά τα βουνά και τα δάση της Φλώρινας, θα συναντούσα Έλληνα να µου απαγγέλλει Εµινέσκου. Με κατασυγκίνησες 13

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ 14 βρε Γιώργη! Μένω άφωνος! Μπράβο σου και τα θερµά µου συγχαρητήρια! Και απευθυνόµενος προς τον µορφωτικό ακόλουθο, που κάθονταν στο πίσω κάθισµα, τον ρώτησε: -Εσύ τι λες, κ. σύµβουλε; -Τι να πω, κ. υπουργέ; Έµεινα άναυδος, ποτέ δεν θα το φανταζόµουν. Μετά από λίγο, αφού συνήλθε από τη βαθιά συγκίνηση, µου λέει: -Άκου, Γιώργη, σε δυο εβδοµάδες διοργανώνω στη Σινάια µια συνάντηση όλων των διερµηνέων ρουµανικής γλώσσας από τις χώρες της υτικής Ευρώπης. Την Ελλάδα θα ήθελα να την εκπροσωπήσεις εσύ. Αναλαµβάνω όλα τα έξοδα παραµονής για σένα και τη σύζυγό σου. Τι λες, θα έρθεις; Για µια στιγµή, θα αστειεύεται, είπα µέσα µου και δεν το πολυπίστεψα, οπότε του είπα: -Σοβαρολογείτε, κ. υπουργέ; -Και βέβαια σοβαρολογώ. Επιµένω να έρθεις στη συνάντηση. -Εντάξει, κ. υπουργέ, µόλις που µπόρεσα να ψελλίσω, γεµάτος χαρά από αυτό το ανέλπιστο δώρο. Καθώς προχωρούσαµε για τον Άγιο Αχίλλειο, µου ζήτησε να του εξιστορήσω, σύντοµα, το πώς βρέθηκα στη Ρουµανία. Του είπα µέσες-άκρες για τον εµφύλιο, για το ξερίζωµα, για τα πέτρινα παιδικά µου χρόνια, για τις περιπλανήσεις µου σε Αλβανία, Ουγγαρία, Ρουµανία και για τον επαναπατρισµό µου στην Ελλάδα. Οι συνεπιβάτες µου άκουγαν µε προσοχή όσα τους διηγιόµουν και κά

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ποια στιγµή ο υπουργός µε ρώτησε: -Βρε Γιώργη, όλα αυτά που µας διηγείσαι τα έχεις γράψει κάπου; -Όχι, του απαντάω. -Και γιατί δεν κάθεσαι να τα γράψεις, έχεις ενδιαφέροντα πράµατα να πεις. Κάνε µια προσπάθεια. Και στην περίπτωση που αποφασίσεις, µετάφρασέ το και στα ρου- µάνικα και στείλε µου και µένα ένα αντίγραφο. Έτσι, για να σε θυµάµαι, για τη µεγάλη συγκίνηση και χαρά που µου έδωσες. Με τον ρουµάνο υπουργό, τον κ. Μέσκα Σέβερ, ξαναβρεθήκαµε, µετά από δυο εβδοµάδες, στη Σινάια, στο διεθνές συµπόσιο των διερµηνέων ρουµανικής γλώσσας και τα ξανάπαµε. Έκτοτε, εκείνα τα λόγια και οι παραινέσεις του Ρουµάνου υπουργού όλο και στριφογύριζαν στο µυαλό µου. Ώσπου, κάποια στιγµή, πήρα τη µεγάλη απόφαση και κάθισα να γράψω τις παρακάτω αράδες. 15

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ Έπαιζα αµέριµνα µε τα συνοµήλικα παιδιά της γειτονιάς, το Χρήστο και το Θωµά, όταν ακούστηκε µια φωνή -Γιωργάκ έλα γλήγορα σπίτ. Ήταν η διαπεραστική φωνή της µάνας µου, της µάνας Νικολάκινας καθώς τη φώναζε όλο το χωριό, γυναίκα του µάστρο Νικόλα, ντε. Επειδή γνώριζα πολύ καλά τη µάνα µου, το πόσο αυστηρή ήταν, έτρεξα αµέσως. Και πώς να µην ήταν αυστηρή όταν ήταν αναγκασµένη να κουµαντάρει µόνη της τη φαµίλια που δεν ήταν και µικρή. Είχε να θρέψει οκτώ στόµατα. Ο µπαµπάς µου, ο µάστρο-νικόλας, για να ζήσει την οικογένειά του, χρόνια τώρα, ξενιτευότανε. Με το µπουλούκι του, τους πετράδες, τους κτίστες, τους µαραγκούς και τους βοηθούς που θα κάνανε τη χαµάλικη δουλειά έφευγε στα ξένα. Και που δεν έφτασε. Γύρισε όλη την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Πάτρα, τη νότια Αλβανία. Εκεί όµως που έβαλε την σφραγίδα του ήταν το Άγιο Όρος όπου δούλεψε στην ανέγερση πολλών µοναστηριών. -Τι µε θέλεις, ρε µάνα; τη ρώτησα. -Να πάρς το λαγέν και να πας στ βρυσ να το γιοµιίσεις. Όπου ναν έχουµ επισκέπτες, έρχετ ου γαµπρός, ου Ηλίας. Ο γαµπρός ο Ηλίας ήταν ο άντρας της ετεροθαλούς αδελφής µου, της Τριανταφυλλιάς, της Φιλιώς καθώς τη φωνάζαµε. εν ξέρω γιατί, αλλά πάντα χαιρόµουν όταν ερχόταν ο γαµπρός µου ο Ηλίας. Είχα µια συνήθεια να τον ψάχνω στις τσέπες του σακακιού του και πάντα κάτι 16

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ µου έφερνε. Πριν προλάβω να φέρω το λαγένι µε το νερό απ τη σιούρκα - έτσι αποκαλούσανε τη µεγάλη βρύση στην πλατεία του χωριού- ο γαµπρός µε την αδελφή µου είχαν έρθει ήδη και καθόντουσαν στον οντά. Χωρίς να καθυστερήσω αφήνω χάµω το λαγένι και τρέχω στην αγκαλιά του και τσαφ βουτάω το χεράκι µου στην τσέπη του. Αυτός τραβήχτηκε λιγάκι και δεν πρόλαβα να δω τι είχε µέσα. -Σήµερα σου έφερα κάχτες, µου είπε και έβγαλε καµιά δεκαριά και µου τις έδωσε. Τις έβαλα στην τσέπη του παντελονιού µου και αφού του έδωσα ένα φιλί έγινα καπνός. Πήγα πάλι στο αλώνι να συναντήσω την παρέα µου και να συνεχίσω τα ανέµελα παιχνίδια µας. Η οικογένειά µας αποτελούνταν απ τους γονείς µου, τις τρεις αδελφές µου, Τριανταφυλλιά, Βεργινάδα και Αλεξάνδρα (οι οποίες ήταν παντρεµένες στο χωριό) και τους αδελφούς µου ηµήτρη, Παντελή, Βασίλη και από µένα, το σουγάρι της οικογένειας. Η διαφορά ηλικίας του ενός από τον άλλον ήταν 3 µε 4 χρόνια. Ο µεγαλύτερος αδελφός έφευγε συχνά µε τον πατέρα µας στα ξένα, οι άλλοι δύο είχαν τις παρέες τους και εγώ τη δικιά µου, το Χρήστο και το Θωµά. Το σπίτι µας, όπως και τα περισσότερα στο χωριό, ήταν κτισµένο από πέτρα και στον πάνω όροφο είχε δυο οντάδες, κουζίνα και αποθήκη και κάτω στο κατώγι, είχαµε τα υποζύγια, το µουλάρι µας και τα λιγοστά πρόβατα. Ανεξάρτητα από το σπίτι, στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου είχαµε την αποθήκη µε τον αχυρώνα όπου αποθηκεύαµε το γέννηµα για τα ζωντανά. Ανάµεσα στο 17

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ σπίτι και την αχυρώνα είχαµε το αλώνι, το οποίο χρησί- µευε στον αλωνισµό των σιτηρών. Η γενέτειρά µου. Το χωριό Πλαγιά (Ζέρµα) Επαρχίας Κόνιτσας Σιγά σιγά τα χιόνια άρχιζαν να λιώνουν, σχηµατίζοντας στην αρχή αυλάκια που λίγο-λίγο φούσκωναν καθώς ανταµώνανε µε άλλα και όλα µαζί οδηγούνταν στο Μεγάλο λάκκο απ τα δεξιά του χωριού και στο Μεγάλο ρέµα από τα αριστερά του. Και τα δυο µαζί φουσκωµένα και έτοιµα να ξεχειλίσουν κατευθύνονταν γοργά - γοργά προς την κοίτη του Σαραντάπορου, που δέχονταν στην αγκαλιά του όλα τα νερά που κατέβαιναν απ τις δυο πλευρές του. Κατάντι σχηµάτιζε µαιάνδρους µε διά- 18

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ σπαρτα, εδώ και κει, µικρά νησάκια στα οποία φύτρωναν πελώριες λεύκες. Ο ήλιος που ανέτειλε από την πλευρά του Κάντσικου έριχνε τις ζεστές και παιχνιδιάρικες αχτίδες του πάνω στο νωπό έδαφος το οποίο άχνιζε. Τα δένδρα άρχιζαν να βγάζουν τα πρώτα τους φύλλα και στον αέρα πηγαινοέρχονταν όλων των ειδών τα πουλιά τιτιβίζοντας όλο χαρά. Ολόκληρη η πλάση αναγεννιότανε. Σε λίγο οι χωρικοί θα άρχιζαν τις αγροτικές εργασίες στα λιγοστά και άγονα χωράφια τους. Λόγω του επικλινούς του εδάφους και της έντονης διάβρωσης, χρόνο µε το χρόνο αυτά ξεπλένονταν και σε πολλά µέρη ξεπρόβαλαν βράχοι. Λιγοστά ήταν τα χωράφια που είχαµε, 15 στρέµµατα όλα κι όλα και αυτά διάσπαρτα σε πολλές τοποθεσίες. Λόγω της µεγάλης κλίσης και του βραχώδoυς του εδάφους ήταν πολύ δύσκολη η κατεργασία τους και µάλιστα µε τα πρωτόγονα µέσα που διαθέταµε. Θυµάµαι πως είχαµε ένα ξύλινο αλέτρι στο οποίο ζεύαµε το ζευγάρι µε τα βόδια και οργώναµε όλα τα µικροκοµάτια χωραφιών του κλήρου µας. Μπροστά οδηγούσε το ζευγάρι ο αδελφός µου ο Βασίλης και πίσω κρατούσε το αλέτρι ο άλλος αδελφός µου ο Παντελής ο οποίος όλο βλαστηµούσε καθώς το υνί έβρισκε κάθε τόσο βράχο. Στη συνέχεια όλη η οικογένεια, µε τις τσάπες στο χέρι προσπαθούσε να σπάσει τους σβώλους. Στο θερισµό συµµετείχαν όλοι. Η µάνα µου µε το δρεπάνι, χωρίς να παίρνει ανάσα, λουσµένη στον ιδρώτα, θέριζε ενώ ο Βασίλης µε τον Παντελή βγάζανε τα δεµάτια στην άκρη του χωραφιού, τα φόρτωναν στα ζώα και ο πατέρας τα µετέφερε και τα ξεφόρτωνε στ 19

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ αλώνι. Εδώ, αφού τα αράδιαζε δεµάτι - δεµάτι σε όλο το αλώνι, περνούσε από πάνω µε τα ζώα αρκετές φορές και τα µεστωµένα στάχυα άνοιγαν κι έβγαινε ο καρπός τους. Τα καηµένα τα ζώα, καταϊδρωµένα από τους πολλούς γύρους µόλις που κρατιόντουσαν στα πόδια. Και σαν να µην έφτανε αυτό σµήνη από µύγες κολλούσαν πάνω τους και η ουρά τους πηγαινοερχότανε πότε απ τη µια και πότε από την άλλη πλευρά. Πράγµατι, ήταν να τα λυπάσαι τα άµοιρα τα ζώα, που µόνο τη νύχτα ησύχαζαν κάπως. Μήπως κι ο κοσµάκης ησύχαζε καθόλου; Η µια αγροτική δουλειά διαδέχονταν την άλλη. Έπρεπε να βοτανίσουν και να σκαλίσουν τα καλαµπόκια, να ποτίσουν τους κήπους, να µαζέψουν κλαρί για τα ζωντανά για το χειµώνα, ξύλα για το τζάκι και τόσες άλλες δουλειές. Οι µέρες περνούσαν και σιγά-σιγά ο καιρός έσφιγγε. Το πρωί έκανε τσουχτερό κρύο και τα λιµνάζοντα νερά πάγωναν. Στον ουρανό άρχισαν να στροβιλίζονται οι πρώτες νιφάδες χιονιού. Ήταν ο καιρός που οι καλφάδες, πρωτοµάστορες και τα σινάφια τους ετοιµάζονταν να πάνε για τα ξένα, προκειµένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην στις φαµίλιές τους. Ανέκαθεν φεύγανε µέσα Νοεµβρίου και επέστρεφαν πριν των Αγίων Αποστόλων (30 Ιουνίου), που γιόρταζε το χωριό. Ο µπαµπάς µου, ο µάστρο - Νικόλας, µόλις είχε ετοι- µάσει το µουλάρι µας, τον Μάρκο (τον είχε καθαρίσει, του είχε κόψει τα νύχια,) και άρχισε να τον φορτώνει µε την απαραίτητη πραµάτεια για το µακρινό ταξίδι για το Άγιο 20

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Όρος το οποίο θα κρατούσε καµιά δεκαριά µέρες. Μαζί του θα έπαιρνε και τον µεγαλύτερο αδελφό µου, τον η- µήτρη, ο οποίος θα έκανε τη χαµαλίδικη δουλειά, θα έφτιαχνε και θα κουβαλούσε τη λάσπη στα µαστόρια. Μαζί του, αυτή τη φορά θα πήγαινε κι ο θείος Ανδρέας, αρχιµάστορας κι αυτός, µικροκαµωµένος αλλά πολύ σβέλτος στη δουλειά. Τέλος το µπουλούκι θα το συµπλήρωναν ο ξάδελφος ο Νίκος κι ο νονός µου ο Τόλης, (από τους καλύτερους πετράδες του χωριού) ο Θωµάς κι ο Βασίλης. Αφού είχε ζέψει τ άλογο, ο µπαµπάς µας ασπάστηκε όλους έναν - έναν και µας παρήγγειλε να υπακούµε χωρίς αντίρρηση τη µητέρα µας και να τη βοηθάµε ο καθένας µας όσο µπορούσε γιατί τώρα όλο το βάρος κι η ευθύνη έπεφταν στους ώµους της. Χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά, δεν µπορούσα να εξηγήσω το γεγονός γιατί έπρεπε να φύγουν κι έβαλα τα κλάµατα και άρχισα να χτυπιέµαι χάµω. Ο πατέρας έσκυψε πάνω µου, µε σήκωσε απ τα χώµατα και αφού µε τίναξε απ τις σκόνες, µου είπε: «Μην κλαις, µικρό µου, δεν φεύγω γιατί το θέλω, η ανάγκη µε κάνει. εν έχουµε ποιος ξέρει τι βιος, ούτε πολλά χωράφια. Αν δεν πάµε στα ξένα δεν θα µπορέσουµε να βγάλουµε το χειµώνα. Θα πάω να βγάλω αρκετά χρήµατα ώστε να µπορέσω να σας ταΐσω και να σας ντύσω. Να µη σας βλέπω να γυρίζετε νηστικά και ξυπόλυτα και να ραγίζει η καρδιά µου». Καθώς µιλούσε διέκρινα ένα δάκρυ να κυλά στα µάτια του. εν ξέρω πως µου ρθε και τον αγκάλιασα σφιχτά µε τα δυο µου τα χεράκια γύρω απ το λαιµό του. 21

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ -Άιντε, τελειώντε µε τα κλάµατα, ο ήλιος σε λίγο θα ανέβει ψηλά, ακούστηκε η στεντόρεια φωνή της µάνας µου. Πράγµατι ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά και πολλά από τα µπουλούκια είχαν ξεκινήσει ήδη. Αφού ασπαστήκαµε για µια τελευταία φορά, το µπουλούκι του πατέρα µου ξεκίνησε για το µακρινό του ταξίδι. Μπροστά ο Μάρκος, φορτωµένος για τα καλά και πίσω του ο πατέρας µε τον αδελφό µου και τους υπολοίπους. Και ξωπίσω τους κι άλλα µπουλούκια µε τον ίδιο προορισµό, το Άγιον Όρος. Καθώς αποµακρύνονταν, πίσω τους σηκωνότανε ένα λεπτό σύννεφο σκόνης που δεν σου επέτρεπε να διακρίνεις τους δικούς σου. Θυµάµαι πως είχα ανέβει στο ψηλότερο πεζούλι της αυλής για να µπορώ να βλέπω τα µπουλούκια που όσο αποµακρύνονταν γίνονταν και πιο µικροσκοπικά. Με το που σκαπέτησαν πέρα απ το µοναστήρι, χάθηκαν απ τα µάτια µου. Τότε ένιωσα ένα σφίξιµο µέσα µου και έβαλα τα κλάµατα τρέχοντας στο σπίτι. Του κάκου προσπαθούσε η µάνα µου να µε παρηγορήσει, δε σταµατούσα µε τίποτα. Ώσπου, για µια στιγµή πήρε το γνωστό, και σοβαρό της ύφος και µου λέει: -Άιντε, πάψε τώρα, γιατί έχµε και δλειές. Άκσες τι είπε ο πατέρας σου. Γλήγορα τα λαγένια και σύρε να φέρ ς νερό. Ήταν η δουλειά που στον καταµερισµό της εργασίας ήταν χρεωµένη σε µένα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρα τα δυο λαγένια απ το διάδροµο και τράβηξα για τη βρύση του χωριού. Οι περισσότεροι άντρες εκτός από τους τσελιγκάδες και τους τσοµπάνηδες του χωριού, έλλειπαν στα ξένα. 22

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Πίσω τους άφηναν τα γυναικόπαιδα µε τους παππούδες τους. Έτσι το κουµάντο το είχε η γυναίκα κι όλο το βάρος έπεφτε πάνω της. Και από τον τρόπο που ανταποκρινότανε σ αυτό της το καθήκον εξαρτιότανε και η πορεία των οικονοµικών της οικογένειας. Έκανες καλή διαχείριση των οικονοµικών σου τότε έβγαζες τη χρονιά. Εάν ήσουν σπάταλη και χωρίς πρόγραµµα, τότε έχανες τον έλεγχο και τα οικονοµικά σου πήγαιναν στράφι. εν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου αρκετοί, πριν έρθουν καλά-καλά τ αλώνια, είχαν τελειώσει τις προµήθειές τους και αναγκάζονταν να δανείζονται αριστερά και δεξιά. Η µητέρα µου, αν και δεν είχε πάει σχολείο, ήταν άξιο απορίας το κοφτερό της µυαλό. Ήξερε ανά πάσα στιγµή τα αποθέµατα σε τρόφιµα που είχαµε τόσο για µας όσο και για τα λιγοστά ζωντανά µας. Μαγείρευε τόσο ώστε ποτέ δεν πετούσαµε τίποτα, χωρίς αυτό φυσικά να σηµαίνει ότι πάντοτε ήµασταν χορτάτοι. Πάντα έλεγε ότι καλύτερα να µην χορτάσεις σήµερα για να έχεις να φας και την εποµένη. Και πράγµατι δεν θυµάµαι να είχα νιώσει έντονα την αίσθηση της πείνας. 23

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ Οκαιρός περνούσε, ώσπου µια µέρα µαύρα µαντάτα φτάνουν στο χωριό. «Θα χουµε πόλεµο» έλεγαν οι γεροντότεροι, καθισµένοι στα πεζούλια της πλατείας. Μιλούσανε για αντάρτες, για εθνικό στρατό, για κατσαπλιάδες και φασίστες, έννοιες που για µας τα πιτσιρίκια ήταν εντελώς άγνωστες. Γυρνώντας σπίτι και ρωτώντας τα µεγαλύτερα αδέρφια µου τι σηµαίνουν όλα αυτά η απάντησή τους ήταν «εν είναι για σένα αυτά, είσαι µικρός, δεν µπορείς να καταλάβεις.» Ανάµεσα στο σπίτι και την αχυρώνα από την βόρεια πλευρά της αυλής είδα µια µέρα τον πατέρα µε τα µεγαλύτερα αδέλφια µου να παίρνουν κασµάδες και φτυάρια και να βάζουν µπρος το σκάψιµο. Πλησιάζοντάς τους, τους άκουσα να µιλάνε για καταφύγιο για ώρα ανάγκης. Το παιδικό µου µυαλό δεν µπορούσε να καταλάβει εκείνη τη στιγµή περί τίνος επρόκειτο. Και το σκάψιµο συνεχίζονταν για πολλές µέρες. Σταµατούσαν για λίγο να βάλουν κάτι στο στόµα και δώστου πάλι. Κάποια στιγµή το σκάψιµο ολοκληρώθηκε και όταν µπήκα βρέθηκα µέσα σ ένα δωµάτιο σκαµµένο στη γη. Ρωτώντας κάποια στιγµή τον πατέρα µου σε τι θα µας χρησίµευε αυτό το «καταφύγιο», όπως το αποκαλούσαν, µε πήρε στα γόνατά του και µου είπε µε µια φωνή που µέσα της διέκρινες κάποιο φόβο. «Άκου, γιόκα µου,» µου λέει, «περιµένουµε άσχηµες µέρες, τα πράγµατα όσο πάνε και χειροτερεύουν, υπάρχει διχόνοια και θα γίνει πόλεµος, που σηµαίνει ότι θα χουµε αλληλοσπαραγµό. Φυσικά όλα αυτά εσύ δεν είσαι σε θέση να τα καταλάβεις, 24

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ είσαι πολύ µικρός ακόµη κι εγώ φοβάµαι πολύ για το τι µας περιµένει. Φτιάξαµε αυτό το καταφύγιο για να µπορούµε να κρυβόµαστε σε περίπτωση βοµβαρδισµών, γιατί στον πόλεµο όλα µπορούν να συµβούν» και ξαφνικά ένιωσα τα χέρια του να µε σφίγγουν δυνατά στην αγκαλιά του. -Αφέντη, ο σοφράς είναι στρωµένος, ακούστηκε η φωνή της µητέρας απ το µπαλκόνι του σπιτιού κι αφού κοντοστάθηκε για λίγο, κοιτάζοντάς µας, µπήκε µέσα. -Πάµε, γιόκα µου, να τσιµπήσουµε κάτι, αρκετά είπαµε σήµερα. Στο σοφρά υπήρχε το ταψί µε την πρασόπιτα και το ξινόγαλο και πέσαµε όλοι µε τα µούτρα στο φαγητό. εν ξέρω για τις άλλες γυναίκες αλλά η µάνα µου έκανε πολύ νόστιµες πίτες στη γάστρα, πράγµα που της το αναγνώριζαν όλοι. Όταν ξεφούρνιζε ψωµί µια υπέροχη ευωδιά αναδυότανε στον αέρα, µέχρι τον απάνω µαχαλά. «Η Νικολάκινα ξεφουρνίζει ψωµί» λέγανε οι γείτονες. Οι φόβοι του πατέρα µου δεν άργησαν να επαληθευθούν. Ένα παράξενο βουητό ακούστηκε από την µεριά της Κόνιτσας το οποίο όλο και δυνάµωνε. Οι χωρικοί στα- µατούσαν τις ασχολίες τους και αγνάντευαν προς την πλευρά απ όπου ερχόταν ο θόρυβος. Ξάφνου, πέρα στο βάθος, στ ανοιχτά του Σαρανταπόρου πρόβαλε ένα πελώριο σιδερένιο «πουλί». Για πρώτη µου φορά έβλεπα κάτι τέτοιο. Τρέχω αµέσως στο σπίτι και λέω στ αδέλφια µου το τι συµβαίνει. Αυτοί πετάχτηκαν όρθιοι και, σύροντάς µε σχεδόν, µπήκαµε στο καταφύγιο. «Αυτό δεν είναι πουλί, χαζέ», µου λέει ο αδελφός µου ο Παντελής «αυτό 25

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ είναι αεροπλάνο που ρίχνει βόµβες. Και όπου πέσει βόµβα όλα γίνονται στάχτη». Ακούγοντάς τον ένιωσα έναν τέτοιο φόβο που δεν άντεξα και έβαλα τα κλάµατα. Στο µεταξύ το αεροπλάνο όλο και πλησίαζε κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Οι χωριανοί, τροµαγµένοι, τρέχανε αριστερά δεξιά να κρυφτούνε. Το αεροπλάνο, ο «Γαλατάς» καθώς το αποκαλούσανε, έκανε δυο γύρους πάνω από το χωριό και γύρισε πίσω από εκεί που ήρθε. Το βράδυ στην πλατεία του χωριού άκουσα τον πάππου - Λάµπρο να λέει στους συνδαιτυµόνες του: «Ήρθε για αναγνώριση και απ ό,τι διαισθάνοµαι θα µας επισκέπτεται συχνά». Ο Παππού Λάµπρος και η παρέα του, στην πλατεία του χωριού 26

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της περιοχής γύρω από το χωριό µας (πολλά ρέµατα, πολλές σπηλιές απέναντι απ το Μεγάλο λάκκο, πυκνό δάσος κλπ) συντέλεσαν στο γεγονός ώστε το χωριό µου να γίνει ένα από τα πλέον ανταρτοκρατούµενα µέρη. Έτσι λοιπόν, πριν τον ερχοµό του χειµώνα του 46-47 καταφθάνουν και τα πρώτα τµήµατα ανταρτών. Ντυµένοι όπως-όπως και µε τα ντουφέκια στους ώµους προχωρούσαν προς την πλατεία του χωριού. Σε λίγο όλη η πλατεία καταλήφθηκε απ τους αντάρτες. Οι χωριανοί που βγαίνανε απ τα σπίτια τους, άλλοι τους υποδέχονταν µε χειροκροτήµατα, άλλοι κατσούφιαζαν και µόλις συγκρατούσαν το θυµό τους, µουρµουρίζοντας κάτι µέσα τους. Αντίθετα, εµείς, τα πιτσιρίκια, περιεργαζόµασταν µε δέος τον οπλισµό τους. Και τι δεν είχαν, από τυφέκια, αυτό- µατα όπλα, µυδράλια µέχρι και όλµους και µπαζούκας. Στο σχολείο ο πρόεδρος του χωριού µε τους δηµογέροντες, τον επικεφαλής του αντάρτικου αποσπάσµατος και τον κοµµατικό επίτροπο, συζητούσαν για την φιλοξενία των ανταρτών. Ανάλογα µε τις δυνατότητές τους ο κάθε νοικοκύρης θα έπρεπε να παράσχει στέγη σε ένα αριθµό ανδρών του.σ.ε. ( ηµοκρατικός Στρατός Ελλάδας). Απ ό,τι θυµάµαι στο σπίτι µας είχαν εγκατασταθεί πέντε αντάρτες και τους είχαµε παραχωρήσει το δωµάτιο που έβλεπε προς το χωριό Κάντσικο, προσήλιο, ευρύχωρο και το µόνο που διέθετε σανιδένιο πάτωµα και το οποίο το είχαµε για επίσηµο δωµάτιο. Εµείς στριµωχτήκαµε στο απέναντι δωµάτιο µε το χωµάτινο πάτωµα, 27

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ πάνω στο οποίο στρώναµε βελέντζες, στρωσίδια και φλοκάτες. Οι αντάρτες που φιλοξενούσαµε, κάθε πρωί φεύγανε σε διάφορες επιχειρήσεις απ όπου επέστρεφαν αργά τη νύχτα και καµιά φορά αργούσαν δυο και τρεις µέρες να φανούν. Από τις µεταξύ τους συζητήσεις καταλάβαµε ότι οι τρεις ήταν Ηπειρώτες και οι δύο από την Καρδίτσα της Θεσσαλίας. Ανάµεσά τους ήταν και ένας λοχαγός από την Άρτα, ένα ψηλό παλικάρι µε µαύρα µαλλιά και µουστάκι. Στη ζώνη πάντα φορούσε το πιστόλι του. Απ ό,τι µε ενη- µέρωναν οι µεγαλύτεροι ήταν υπεύθυνος του τοµέα επι- µόρφωσης του αντάρτικου αποσπάσµατος και ήταν δάσκαλος στο επάγγελµα. Οι χωρικοί προσπαθούσαν να συµµαζέψουν το νοικοκυριό τους, να τακτοποιήσουν το βιός τους και να εφοδιαστούν µε τις απαραίτητες προµήθειες για το χειµώνα που ερχόταν. Θυµάµαι πολύ καλά πως η αποθήκη και ο αχυρώνας ήταν γεµάτα από χόρτο και κλαρί ενώ στο κατώγι ήταν στοιβαγµένα πολλά σακιά µε άλευρα και φυρά- µατα. Κόντευαν τα Χριστούγεννα όταν σφάξαµε το γουρούνι και το σπίτι είχε γεµίσει µε όλα τα καλούδια (καβουρµά, παστουρµά, λουκάνικα κ.α.). Με τον ερχοµό των ανταρτών και την εγκατάστασή τους στο χωριό, οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν ένα µέρος της παραγωγής τους να το παραδώσουν για τις ανάγκες επισιτισµού των ανδρών του.σ.ε (άλευρα, τυριά, πρόβατα). Άλλοι το δίνανε πρόθυµα κι άλλοι γκρινιάζανε, όχι άδικα φυσικά, αφού δεν τους έφτανε ούτε καν για τις 28

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ ανάγκες των οικογενειών τους. Στο µεταξύ το χιόνι έπεφτε µέρα νύχτα και δεν έλεγε να σταµατήσει. Το ύψος του έφτανε µέχρι τα παράθυρα και µε δυσκολία ανοίγαµε τα παντζούρια. Όλη τη µέρα ο κόσµος φτυάριζε ανοίγοντας κάποιο µονοπάτι, αλλά ώσπου ν ανοίξει λίγο δρόµο, από πίσω ξαναγέµιζε. Καταϊδρωµένοι όλοι βλαστηµούσαν τη µοίρα τους. εν ήταν λίγες οι φορές που, λόγω του επικλινούς του εδάφους και µε σκεπασµένα απ το χιόνι τα µονοπάτια, πολλοί γλιστρούσαν, έπεφταν και φτάνανε στον κάτω µαχαλά. Μια µέρα µάλιστα, κάποιο χωριατόπαιδο, καθώς πήγαινε στη βρύση να γεµίσει τις µπούκλες του, κάνει ένα τέτοιο πέσιµο που βρέθηκε 30 µέτρα πιο κάτω, χωµένο στην κυριολεξία µέσ το χιόνι. Ευτυχώς που κάποιος το αντιλήφθηκε και έβαλε τις φωνές. Τρέξανε αµέσως οι γείτονες µε τα φτυάρια και µόλις που κατάφεραν να τον ξεθάψουν απ το χιόνι. Και καθώς η κατάσταση πήγαινε απ το κακό στο χειρότερο, ήρθε διαταγή απ το αρχηγείο των ανταρτών για γενική επιστράτευση. Όσοι ήταν πάνω από 16 χρόνων ήταν υποχρεωµένοι να παρουσιαστούν στο σχολείο όπου και η έδρα του φρουραρχείου. Ο τελάλης του χωριού πήγαινε από µαχαλά σε µαχαλά και από γειτονιά σε γειτονιά καλώντας τους νέους να παρουσιαστούν στο σχολείο. Έτσι, δειλά δειλά, άρχισαν να βγαίνουν απ τα σπίτια τους όλοι όσοι είχαν την υποχρέωση να παρουσιαστούν. Ντυ- µένοι όσο πιο χοντρά γινότανε τραβούσαν όλοι τους για το φρουραρχείο. Μαζί τους και ο µεγάλος αδελφός µου ο 29

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ ηµήτρης. Στο σχολείο τους υποδέχονταν ο υπεύθυνος στρατολόγος µε τον κοµµατικό επίτροπο και τον πρόεδρο. Γίνονταν οι σχετικοί έλεγχοι απ τα δηµοτολόγια του χωριού και όσοι ήταν αρτιµελείς και ικανοί να κρατήσουν όπλο περνούσαν στην µεγάλη αίθουσα του σχολείου όπου σε λίγο θα τους µιλούσε ο κοµµατικός επίτροπος. Η αίθουσα στο µεταξύ είχε γεµίσει από τους συγγενείς των «νεοσύλλεκτων» κι άλλους χωριανούς, οι οποίοι αδηµονούσαν να µάθουν νέα για την γενικότερη κατάσταση του µετώπου. -Συναγωνιστές, άρχισε το λόγο του ο επίτροπος, απ ό,τι αντιλαµβάνεσθε ο εθνικός στρατός του µοναρχοφασιστικού καθεστώτος των Αθηνών θα προβεί σε γενική αντεπίθεση κατά των θέσεων των δυνάµεων του ηµοκρατικού Στρατού που ελέγχει την ελεύθερη Ελλάδα. Γι αυτό το Κ.Κ.Ε. κήρυξε γενική επιστράτευση στις ελεύθερες περιοχές προκειµένου ν αντιµετωπιστεί ο επερχόµενος κίνδυνος. Κανείς δεν πρέπει να λείψει απ αυτό το προσκλητήριο. Θα πρέπει, µε νύχια και µε δόντια, να υπερασπιστούµε την ελεύθερη Ελλάδα. Όσοι είναι σε θέση να κρατήσουν όπλο θα ενταχθούν άµεσα στις τάξεις του.σ.ε. Και οι υπόλοιποι φυσικά, δεν πρέπει να αδρανήσουν. Μόλις ανοίξει ο καιρός θα πάρουν µέρος στη διάνοιξη χαρακωµάτων, στην κατασκευή πολυβολείων και στον αναγκαίο ανεφοδιασµό των αντάρτικων αποσπασµάτων. Ο αγώνας θα είναι σκληρός, άνισος, αλλά είµαστε βέβαιοι πως τελικά θα νικήσουµε. Αυτός ο αγώνας µας είναι απελευθερωτικός αγώνας, δίκαιος αγώνας και θα τον κερδίσουµε οπωσδήποτε. Ζήτω το Κ.Κ.Ε., 30

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Ζήτω ο.σ.ε., Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα. Τον είχε συνεπάρει τόσο πολύ ο λόγος του που δεν έλεγε να σταµατήσει. Το ακροατήριο τον άκουγε µε ανοιχτό το στόµα. Ένιωθαν ένα νέο συναίσθηµα να τους κυριεύει. Η σκέψη και µόνο ότι θα συµµετείχαν κι αυτοί σ αυτόν τον αγώνα κατά των «φασιστικών ορδών» τους γέ- µιζε µε αίσθηµα έντονης ικανοποίησης. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και έβλεπες τα µάτια τους ν αστράφτουν. Όση ώρα µιλούσε ο κοµµατικός επίτροπος, µια οµάδα ανταρτών ετοίµαζε στη διπλανή ευρύχωρη αίθουσα του σχολείου µια πρόχειρη σκηνή όπου θα ανέβαζαν µια θεατρική παράσταση. Η αίθουσα είχε γεµίσει σχεδόν από κόσµο κι εµείς, τα πιτσιρίκια, είχαµε πιάσει θέση µπροστά-µπροστά, καθισµένοι σταυροπόδι. Μετά το τέλος της οµιλίας του κοµµατικού στελέχους, όλοι ήρθαν στην αίθουσα όπου θα παιζόταν το σχετικό έργο. Το θέµα της παράστασης ήταν µια υπόθεση κατασκοπείας. Είχαν συλληφθεί από τους αντάρτες δυο άτοµα τα οποία αφού ανακρίθηκαν, οµολόγησαν ότι συνέλεγαν πληροφορίες ή στοιχεία σχετικά µε τις κινήσεις και τις θέσεις των ανταρτών και τα µετέδιδαν στον αντίπαλο. Μετά την ακροαµατική διαδικασία το Λαϊκό δικαστήριο τους έκρινε ενόχους για το αδίκηµα της κατασκοπείας, και τους επέβαλε τη θανατική ποινή στέλνοντάς τους στο εκτελεστικό απόσπασµα. Στο άκουσµα των πυροβολισµών και στη θέα του «αίµατος», άθελά µου έβαλα τα κλάµατα. Μάταια προσπαθούσαν οι µεγαλύτεροι να µε καθησυχάσουν, συνέχιζα να κλαίω µε αναφιλητά. Κάποια στιγµή µε σήκωσε στην αγκαλιά του ένας αντάρτης και χαϊδεύοντάς µε µου 31

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ ψιθυρίζει στ αυτί «Μην κλαις, Γιωργάκη, θέατρο είναι, δε σκοτώθηκαν στ αλήθεια». Σαν ξεκαθάρισαν τα µάτια µου απ τα δάκρυα και κοιτάζοντάς τον καλύτερα, διέκρινα το λοχαγό από την Άρτα τον οποίο φιλοξενούσαµε σπίτι µας και ο οποίος ήταν µορφωτικός υπεύθυνος του αντάρτικου αποσπάσµατος που είχε στρατοπεδεύσει στο χωριό µας. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν µαζί µε τον αδελφό µου Βασίλη γυρίσαµε σπίτι όπου δεν αποφύγαµε την κατσάδα της µάνας µας. Από την εποµένη κιόλας µέρα άρχισε η εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων. Κάθε πρωί συντάσσονταν στην πλατεία του χωριού και, µετά την σχετική αναφορά, αναχωρούσαν για το πρόχειρο πεδίο βολής πίσω από το Μεγάλο ρέµα όπου εξασκούνταν στην σκοποβολή. Η εκπαίδευσή τους συµπεριλάµβανε µαθήµατα θεωρίας και γυµναστικής εξάσκησης. Μετά το πέρας της εκπαίδευσης οι νεοσύλλεκτοι εντάσσονταν στις δυνάµεις του ηµοκρατικού στρατού. Μετά την µάχη της Κόνιτσας και τη νίκη του Εθνικού στρατού, όλο το βάρος των επιχειρήσεων µεταφέρθηκε προς την ανταρτο-κρατούµενη περιοχή του Γράµµου. Ο στρατός, καλά οπλισµένος και έχοντας την βοήθεια των Αµερικανών, άρχισε να σφυροκοπά και να σηµειώνει µεγάλες νίκες κατά των δυνάµεων των ανταρτών, οι οποίοι υποχωρούσαν και ανηφόριζαν προς τα ψηλά όπου θα προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν και να εξαπολύσουν την αντεπίθεσή τους. Ήταν ο καιρός που το χωριό µου 32

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ είχε κατακλυσθεί στην κυριολεξία από τους αντάρτες. Εν όψει των µαχών που επρόκειτο να γίνουν, οι αντάρτες άρχισαν να κατασκευάζουν οχυρωµατικά έργα. Μέρα-νύχτα έσκαβαν χαρακώµατα, στήνανε πολυβολεία, µετέφεραν οπλισµό και πυροµαχικά και όλα τα απαιτούµενα εφόδια. Και σε όλο αυτό το έργο τους η βοήθεια και η συµβολή των κατοίκων του χωριού µου δεν ήταν αµελητέα. Ακόµη και παιδάκια 12-14 χρόνων προσφέρονταν να βοηθήσουν τους αντάρτες κάνοντας όλες τις αγγαρείες που τους ζητούσανε. Κάποια µέρα µπαίνει στο χωριό ένα έφιππο αντάρτικο απόσπασµα το οποίο τράβηξε ίσια για το σχολείο. Μπροστά στο σχολείο τους υποδέχτηκαν, χαιρετώντας στρατιωτικά, ο φρούραρχος µε τον κοµµατικό επίτροπο. Κατεβαίνοντας από τ άλογά τους, µπήκαν στο σχολείο, το οποίο είχε µετατραπεί σε φρουραρχείο. -Καθώς φαίνεται κι από τα γαλόνια που φέρουν, θα ναι από το Γενικό επιτελείο των ανταρτών είπε ο πάππου- Λάµπρος, ο οποίος ήταν ο καθηµερινός θαµώνας της πλατείας κι αποτελούσε ένα είδος πρακτορείου ειδήσεων για τους υπόλοιπους αργόσχολους. Πράγµατι, έτσι ήτανε, τους είχε στείλει ο στρατηγός Μάρκος µε εντολή να επιθεωρήσουν τα υπό κατασκευή οχυρωµατικά έργα και να διαπιστώσουν το βαθµό εκπαίδευσης και ετοιµότητας των νεοσύλλεκτων για τις µάχες που έµελλε να δώσουν. Και το κακό το οποίο όλοι φοβόντουσαν δεν άργησε να έρθει. Την εποµένη κιόλας µέρα φάνηκαν δυο αεροπλάνα, τα οποία, µε τον εκκωφαντικό τους θόρυβο προµηνύανε το κακό που θα επακολουθούσε. Κάτω, στο δηµόσιο 33

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ δρόµο, ο οποίος έγλειφε σχεδόν την κοίτη του Σαραντάπορου, φάνηκαν τα µηχανοκίνητα τµήµατα του εθνικού στρατού, ολόκληρη φάλαγγα από στρατιωτικά αυτοκίνητα που πίσω τους έσερναν κανόνια µεγάλου βεληνεκούς. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού τρέχανε από δω κι από κει προσπαθώντας να κρυφτούν. Από παντού ακούγονταν οι κραυγές των µανάδων να καλούν τα µικρά τους, τα οποία µέχρι εκείνη τη στιγµή έπαιζαν ανέµελα στις γειτονιές. Οι αντάρτες ήταν αγκυροβοληµένοι γύρω από τα πολυβολεία τους και παρατηρούσες µεγάλη κινητικότητα µέσα στα χαρακώµατα. Τα αιωνόβια δένδρα κάλυπταν τις θέσεις τους και καθιστούσαν δύσκολο τον εντοπισµό τους. Τα τηλέφωνα των διαβιβαστών και ο ασύρµατος είχαν πάρει φωτιά, όλοι τους δίνανε αναφορά στον διοικητή τους και εκείνος µε τη σειρά του ενηµέρωνε το Γενικό επιτελείο των ανταρτών. Τα αεροπλάνα, πλησιάζοντας στο χωριό, άρχισαν να ξερνούν το βαρύ φορτίο τους κι αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Ένα σύννεφο σκόνης απλώθηκε πάνω απ το χωριό και σκέπασε τα πάντα. Μόλις διαλύθηκε το σύννεφο φάνηκε το µέγεθος της καταστροφής. Πολλά σπίτια είχαν καταστραφεί και µέσα από τα χαλάσµατα ακούγονταν απεγνωσµένες φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. εν πρόλαβαν οι χωριανοί να συνειδητοποιήσουν καλά-καλά τι είχε συµβεί κι ένα δεύτερο κύµα βοµβαρδισµών ήρθε να αποτελειώσει ό,τι είχε µείνει όρθιο. Κάτω στο δηµόσιο δρόµο, το πυροβολικό και τα πεζοπόρα τµήµατα του Εθνικού στρατού παίρνανε θέσεις προκειµένου να εξαπολύσουν τη µεγάλη επίθεσή τους. 34

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Στρατοπέδευσαν σ ένα απόµερο µέρος, πίσω απ τον Μεγάλο λάκκο απ όπου την εποµένη θα εφορµούσαν κατά των θέσεων των ανταρτών. Λογάριαζαν όµως χωρίς τον ξενοδόχο. Η εµπροσθοφυλακή των ανταρτών που όλο αυτό το διάστηµα παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού, έδινε συνεχώς αναφορές στον διοικητή της, έναν 50χρονο συνταγµατάρχη από τα µέρη της Θεσσαλίας, ο οποίος, καθώς λέγανε, ήταν από τους πιο µπαρουτοκαπνισµένους του ηµοκρατικού στρατού. Σε συνεννόηση λοιπόν µε το Γενικό επιτελείο, είχε σχεδιάσει, σε όλες της τις λεπτοµέρειες, την αντεπίθεση των ανταρτών. Πριν καλά-καλά ξηµερώσει, έδωσε το σύνθηµα και οι αντάρτες άρχισαν να σφυροκοπούν µ έναν καταιγισµό οµοβροντιών από όλµους και µπαζούκας τις εχθρικές θέσεις. Οι φαντάροι που πιάστηκαν σχεδόν στον ύπνο, µη περιµένοντας αυτήν την ξαφνική επίθεση, έτρεχαν αλλόφρονες εδώ και κει προσπαθώντας να καλυφθούν. Πολλοί απ αυτούς, πάνω στον πανικό τους, είχαν περάσει από την άλλη πλευρά του Σαρανταπόρου, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους και τον βαρύ οπλισµό τους. Οι οµοβροντίες των ανταρτών συνεχίζονταν µε αµείωτη ένταση, καταφέρνοντας µεγάλες απώλειες στον αντίπαλο. Σε λίγο, απ τα γύρω χαρακώµατα, άρχισαν να κατηφορίζουν δεκάδες ανταρτών. Σε αυτή τη θέα, ό,τι είχε µείνει απ το εκστρατευτικό σώµα τράπηκε σε άτακτη φυγή, αφήνοντας πίσω του το βαρύ οπλισµό του. Χωρίς αµφιβολία οι αντάρτες είχαν σηµειώσει µια περίλαµπρη νίκη. Αυτό είχε ως άµεσο αποτέλεσµα να ανέβει το ηθικό όχι µόνο των ανταρτών αλλά και του άµαχου πληθυσµού. 35

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ 36 Μετά απ αυτή την πανωλεθρία που έπαθε ο εθνικός στρατός στη µάχη της Ζέρµας, αποφασίστηκε να σταλούν στην περιοχή οι πιο επίλεκτες µονάδες του προκειµένου ν αντιµετωπίσουν τους αντάρτες. Οι βοµβαρδισµοί συνεχίζονταν σε καθηµερινή βάση και οι ζηµιές που προκαλούσαν ήταν ανυπολόγιστες. Σ έναν απ αυτούς τους βοµβαρδισµούς µια βόµβα πέτυχε το σπίτι µας, µετατρέποντάς το σε συντρίµµια. Ένας µαύρος καπνός και µια περίεργη δυσοσµία αναδυότανε απ τα χαλάσµατα. Όλο µας το βιός που ήταν στο κατώγι (τα δύο βόδια, το µουλάρι και καµιά τριανταριά πρόβατα) κάηκαν ζωντανά. Εµείς, κρυµµένοι µέσα στο καταφύγιο, παρακολουθούσαµε το µακάβριο θέαµα ανήµποροι να προστρέξουµε σε οποιαδήποτε βοήθεια. Η δυστυχία µας ήταν απερίγραπτη. εν µας είχε µείνει τίποτα. Τα πάντα είχαν καταστραφεί. Η µητέρα µε τα µοιρολόγια της, σπάραζε τα σωθικά µας. Καταριότανε συνεχώς τα αεροπλάνα και τον πόλεµο. Ο πατέρας, αµίλητος και περίλυπος έβλεπε τους κόπους και το µόχθο µιας ζωής να έχουν γίνει στάχτη. Ήµασταν τελείως ξεκρέµαστοι. Το καταφύγιο είχε γίνει πλέον η µόνιµή µας κατοικία. Και φυσικά στη δική µας κατάσταση βρέθηκαν οι περισσότεροι από τους χωριανούς, µιας και το ανελέητο σφυροκόπηµα της αεροπορίας είχε µετατρέψει το µισό χωριό σε ερείπια. Ο κλοιός του στρατού γύρω απ την ευρύτερη περιοχή όλο και έσφιγγε. Είχε αποκοπεί κάθε είδους επικοινωνία µε τα γύρω κεφαλοχώρια και κυρίως µε την Κόνιτσα. Τα τρόφιµα και τα είδη πρώτης ανάγκης γίνονταν όλο και πιο δυσεύρετα. Η τροφοδοσία των αντάρτικων τµηµάτων γί

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ νονταν από µέρα σε µέρα όλο και πιο προβληµατική. Τα λιγοστά κοπάδια που είχαν αποµείνει στα χέρια των τσελιγκάδων είχαν επιταχθεί για τις ανάγκες των ανδρών του ηµοκρατικού στρατού. 37

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ 38 Μπροστά σ αυτήν την κατάσταση η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. και το Γενικό επιτελείο του.σ.ε. πήραν την απόφαση για την εκκένωση της περιοχής, δίνοντας προτεραιότητα στην συγκέντρωση των παιδιών και την προώθησή τους, προσωρινά, στην Αλβανία. Με την πρώτη αποστολή «παιδοµαζώµατος» αναχώρησαν για την Αλβανία και τ αδέλφια µου Παντελής και Βασίλης. Ο µεγαλύτερός µου αδελφός, ο ηµήτρης, είχε επιστρατευθεί από τους αντάρτες στην κατασκευή διαφόρων οχυρωµατικών έργων στη γύρω περιοχή απ όπου επέστρε ψε µετά από τέσσερις µήνες. Στο µεταξύ ο Εθνικός στρατός προχωρούσε ακάθεκτα από νίκη σε νίκη και ήταν θέµα ηµερών η εκδήλωση της µεγάλης κλίµακας στρατιωτικής επιχείρησης κατά των θέσεων των ανταρτών στο Γράµµο και το Βίτσι. Εν όψει αυτής της κατάστασης που συνεχώς επιδεινωνόταν και των σκληρών µαχών που θα επακολουθούσαν, αποφασίστηκε η πλήρης εκκένωση της περιοχής, µε σκοπό να προστατευθεί ο άµαχος πληθυσµός. Προσωρινός προορισµός θα ήταν η Αλβανία. Αυτή η απόφαση έφερε σε µεγάλη αµηχανία τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι ένιωθαν ότι ξεριζώνονταν απ τα σπίτια τους, απ τις πατρογονικές τους εστίες και αναγκάζονταν να πάρουν το δρόµο της προσφυγιάς Από την άλλη πλευρά όµως, µε τα συνεχή σφυροκοπήµατα του πυροβολικού και τους ανελέητους βοµβαρδισµούς, έβλεπαν την απόφαση αυτή σαν µια αχτίδα φωτός να σωθούν οι ίδιοι και κυρίως να σώσουν τα παιδιά τους. Άρχισαν λοιπόν οι εντατικές προετοιµασίες για την µε

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ γάλη φυγή. Φλοκάτες, είδη ρουχισµού, τρόφιµα και οτιδήποτε άλλο θεωρούσαν αναγκαίο για το ταξίδι, τα τσουβάλιαζαν όπως-όπως και τα φόρτωναν στα ζώα, όσων φυσικά δεν είχαν χαθεί στους βοµβαρδισµούς ή δεν είχαν ακόµη επιταχθεί. Εµείς, τα µόνα πράµατα που µας είχαν µείνει, ήταν αυτά που, σε ανύποπτο χρόνο, είχαµε κρύψει στο καταφύγιο, µερικές βελέντζες και κάτι κουζινικά. Φορτώθηκαν λοιπόν οι γονείς µου και ο αδελφός µου ο ηµήτρης µε ό,τι µπορούσε να µεταφέρει ο καθένας τους, και είµαστε έτοιµοι ν ακολουθήσουµε τη µεγάλη φάλαγγα µε τα γυναικόπαιδα. Εγώ, ο µικρότερος της οικογένειας (ήµουν δεν ήµουν τότε έξι χρόνων) θα κουβαλούσα στον ώµο µου την µπούκλα µε νερό. Κάποια στιγµή, µέσα στη νύχτα, δόθηκε το πρόσταγµα εκκίνησης. Ήταν η στιγµή που µου τυπώθηκε για πάντα στο παιδικό µου µυαλό. Ένα συνεχές µοιρολόι άρχισε ν ακούγεται από το σύνολο των γυναικών, που παρά τις προτροπές των συνοδών ανταρτών για ησυχία, δεν έλεγε να σταµατήσει. Όλες οι γυναίκες κλαίγανε και βλαστη- µούσανε τη µοίρα που τους βρήκε. Πολλές, µάλιστα, λιποθυµούσανε και µετά βίας τις συνεφέρνανε. Οι άντρες, µε σκυµµένο το κεφάλι και βαρυγκωµώντας κάθε τόσο, προσπαθούσαν να ηρεµήσουν τις γυναίκες τους. Μέχρι να περάσουν το λόφο απ όπου πλέον δεν φαινότανε το χωριό, οι γυναίκες δεν έλεγαν να σωπάσουν. Τρέχοντας, σχεδόν, για να είµαι κοντά στους δικούς µου, ένιωθα ένα συνεχές τσούξιµο στον ώµο µου από την 39

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ τριχιά της µπούκλας. Κάθε τόσο κοντοστεκόµουν για να ανασηκώσω λίγο την τριχιά αλλά αυτή έπεφτε πάλι στο πληγωµένο σηµείο. Στο µεταξύ, άκουγα συνεχώς την φωνή της µάνας µου να λέει «Γιωργάκ, τσακίς γλήγουρα κι πηρπάτα, µη σε χάσω µες τουν κόσµο.» Η φάλαγγα, µακρόσυρτη σαν ένα γιγάντιο φίδι, στριφογύριζε ολονυχτίς στα κακοτράχαλα βουνά και µόλις που γλυκοχάραζε µπήκε σ ένα πυκνό, από αιωνόβιες οξιές, δάσος. Μόλις ακούσαµε το πρόσταγµα για ξεκούραση, παρόλη τη δυστυχία µας, όλοι µας νιώσαµε µεγάλη ανακούφιση. Περπατούσαµε όλη την νύχτα, 7 ώρες περίπου κι είχαµε εξαντληθεί από την κούραση. Οι ώµοι µου ήταν όλο πληγές από το βάρος της µπούκλας και µόλις τις είδε η µάνα µου έβαλε τις φωνές, λες κι έφταιγα εγώ. Καθίσαµε και τσιµπήσαµε λίγο ψωµοτύρι και στη συνέχεια στρώσαµε τις φλοκάτες για ύπνο. Όµως άδικα! εν προλάβαµε καλά-καλά να πάρουµε έναν υπνάκο και ακούστηκε η γνωστή βουή των αεροπλάνων. Απ ό,τι λέγανε οι αντάρτες επρόκειτο για αναγνωριστικά και για καλή µας τύχη δε βοµβάρδισαν. Καθώς φάνηκε, οι πελώριες οξιές µε το πυκνό φύλλωµά τους, µας έκρυβαν καλά και δεν γίναµε αντιληπτοί από την αεροπορία. Με τη δύση του ήλιου αρχίσαµε και πάλι τις προετοι- µασίες για τη νυχτερινή πορεία. Μπροστά, πάντα, πήγαινε µια οµάδα ανιχνευτών, ακολουθούσε η κυρίως φάλαγγα και στο τέλος µια διµοιρία ανταρτών. Από καιρό σε καιρό δύο έφιπποι αντάρτες πηγαινοέρχονταν κατά µήκος της φάλαγγας µε σκοπό να ελέγχουν την όλη πορεία. Ήταν πυκνό σκοτάδι και, σαν να µην έφτανε αυτό, 40

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ είχε και µια τέτοια οµίχλη που νόµιζα ότι περπατούσα µέσα στα σύννεφα. Μετά βίας διέκρινε ο ένας τον άλλον. Κρατώντας σφιχτά την µπούκλα µε το νερό περισσότερο έτρεχα παρά περπατούσα για να µπορώ να είµαι κοντά στους δικούς µου. Η πορεία προς την Αλβανία Τα κακοτράχαλα µονοπάτια ήταν όλο πέτρα και κάθε τόσο σκοντάφταµε. Τα τσαρούχια µου, µετά από δυο µέρες-ή µάλλον νύχτες-πορείας, είχαν λιώσει και οι πατούσες µου έρχονταν σε άµεση επαφή µε το χώµα. Και δεν άργησε να µατώσουν. Καταπονηµένοι από την κούραση και νηστικοί συνεχίζαµε την πορεία µέσα στο µαύρο σκοτάδι ώσπου φτάσαµε σ ένα ξέφωτο. Από δω και 41

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ πέρα η πορεία συνεχίστηκε κάτω από οµαλότερες συνθήκες. Με το που άρχισε να χαράζει όµως και διαλύθηκε η οµίχλη, ακούσαµε και πάλι το γνώριµο σε µας θόρυβο. Ένα αεροπλάνο φάνηκε στον ορίζοντα και ο πανικός που επακολούθησε δεν περιγράφεται. Με µιας διαλύθηκε η φάλαγγα κι ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί όπωςόπως. Οι περισσότεροι πρόλαβαν και χώθηκαν στο κοντινό δάσος, άλλοι πάλι πέσανε µπρούµυτα. Εµείς, για καλή µας τύχη, µόλις που προλάβαµε και χωθήκαµε κάτω από µια προεξοχή ενός βράχου. Γονατισµένοι για αρκετή ώρα περιµέναµε το πότε θα τελειώσουν οι βοµβαρδισµοί. Το αεροπλάνο έκανε έναν τελευταίο γύρο αδειάζοντας το τελευταίο φορτίο του και επέστρεψε στη βάση του. Ευτυχώς που οι ζηµιές, αυτή τη φορά, αναφέρονταν µόνο σε λίγους τραυµατίες και τον αποδεκατισµό ενός κοπαδιού προβάτων το οποίο είχε εγκαταλειφθεί από τ αφεντικά του στην προσπάθειά τους να σωθούν. Στο µεταξύ άρχισε κι η γκρίνια και η µουρµούρα µεταξύ των χωριανών. -Τι το θελα κι έφευγα, δεν καθόµουνα καλύτερα στο χωριό, ακούγεται κάποια στιγµή ο πάππου - Λάµπρος. -Τι να κανες µόνος σου στο χωριό, ρε πάππου - Λάµπρο; τον ρωτά ο Παναγιώτης ο Τσάγκας. Με ποιόν θα τσακωνόσουνα όλη µέρα; -Ναι, βλέπω και την προκοπή µας εδώ, είµαστε στο δρόµο σχεδόν µια βδοµάδα, κατάκοποι, νηστικοί και δεν ξέρουµε πότε θα φτάσουµε, κι αν φτάσουµε. Όλο εκείνο το πρωινό η φάλαγγα παρέµεινε διασκορπισµένη µέσα στο πυκνό δάσος και δεν ξεµύτισε κανείς. 42

ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ Άδραξαν όλοι την ευκαιρία για λίγη ξεκούραση, να βάλουν κάτι στο στόµα και να δέσουν τις πληγές τους. Ο αντάρτης - νοσοκόµος πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όλους όσους είχαν τραυµατισθεί κατά τον τελευταίο βοµβαρδισµό. Τα τσαρούχια µου είχαν παντελώς αχρηστευθεί και τα πέταξα. Οι πατούσες όλο πληγές, τις απολυµάναµε µε λίγο ρακί που είχε µαζί του ο ξάδελφός µου ο Χρήστος από τον κάτω µαχαλά. Αργά το βράδυ, µε το που έδυε ο ήλιος και οι τελευταίες ηλιαχτίδες χάθηκαν πίσω από τις πελώριες οξιές, δόθηκε η εντολή για την ανασύνταξη της φάλαγγας. Οι έφιπποι αντάρτες, καλπάζοντας µε τ άλογά τους πηγαινοέρχονταν προσπαθώντας να συγκεντρώσουν τον κόσµο. Μόλις βράδιασε για τα καλά, να µαστε και πάλι στο δρόµο. Περπατούσαµε ασταµάτητα, οι δικοί µου καµπουριασµένοι απ το φορτίο που έφεραν κι εγώ να τρέχω ξωπίσω τους µε τη µπούκλα στον ώµο, µε τον φόβο µην τυχόν και τους χάσω. Αν και ξυπόλητος, µε πληγωµένα πόδια, δεν ένιωθα κανένα σχεδόν πόνο, λες και είχα συνηθίσει σ αυτήν την ταλαιπωρία. Ξαφνικά, στο βάθος, αρκετά µακριά, φάνηκαν κάτι µικρά φωτάκια. Μη ξέροντας περί τίνος πρόκειται επιτάχυνα το βηµατισµό µου κρατώντας καλά τη µπούκλα µου, ζύγωσα τον µπαµπά µου και τον ρώτησα: -Μπαµπά τι είναι κείνα που φέγγουν; -Φώτα. µου απάντησε. -Τι φώτα; τον ξαναρωτάω. -Φώτα που καίνε και κάνουν την νύχτα µέρα, µου 43

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΜΟΣ απάντησε απότοµα και κατάλαβα από τον τόνο της φωνής του πως δεν είχε καθόλου διάθεση για κουβέντα. Μέσα του στριφογύριζε η εικόνα της ολοκληρωτικής καταστροφής που πάθαµε και αγωνιούσε για το τι µας επιφύλασσε το µέλλον. Όσο για τη µητέρα, αυτή δεν σταµα τούσε τα µοιρολόγια της για το κακό που µας βρήκε. Συνεχίζοντας την πορεία µας µέσα στη νύχτα, κάποια στιγµή κάτι διαδόθηκε και σιγά-σιγά όλη η φάλαγγα έµαθε τα νέα. «Περάσαµε τα ελληνο-αλβανικά σύνορα», αναφώνησε ο αντάρτης που ξεπρόβαλε µπροστά µας και όλοι µας, ασυνείδητα, νιώσαµε ένα αίσθηµα ασφάλειας. «Από δω και µπρος δεν πρόκειται να µας βοµβαρδίσουν τα καταραµένα τ αεροπλάνα» άκουσα να λέει ο θείος Νικόλας που ακολουθούσε πίσω µας. Βαδίζοντας για κάµποση ώρα ακόµη και, χωρίς να έχουµε πλέον το φόβο των αεροπορικών επιδροµών, φτάσαµε σ ένα ίσιωµα όπου µας περίµεναν αρκετά φορτηγά αυτοκίνητα. Για πρώτη µου φορά έβλεπα αυτοκίνητο. Άκουγα γι αυτό στο σπίτι από τον πατέρα µου που ταξίδευε συχνά, αλλά ποτέ µου δεν είχα δει κάτι παρό- µοιο. Μου φάνηκαν πολύ περίεργα όντα. Ανεβήκαµε όλοι πάνω στα φορτηγά αυτοκίνητα µε προορισµό το Ελµπασάν, µια πόλη στην ενδοχώρα της Αλβανίας. Ο δρόµος ήταν χωµάτινος και καθώς τ αυτοκίνητα προχωρούσαν, πίσω τους σήκωναν ένα τέτοιο σύννεφο σκόνης, που δεν έβλεπες ούτε τα προπορευόµενα αλλά ούτε αυτά που ακολουθούσαν. Η διαδροµή ήταν αρκετά µεγάλη και χρειαστήκαµε κάµποσες ώρες για να φτάσουµε στον προορισµό µας. Στα περίχωρα της πόλης του Ελµπασάν 44