16 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ



Σχετικά έγγραφα
Η αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα,

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

16 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Προλεγόμενα Η 5 η δεκαετία του 20 ού αιώνα, η δεκαετία του 1940, ασφαλώς και έχει μείνει στο συλλογικό ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως η δεκαετία τ

ΦΥΛΟ, ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

Τηλ: Ανδρέου Δημητρίου 81 & Ακριτών 26 ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ [1]

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

12 Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Συνεργασία για την Ανοικτή Διακυβέρνηση. Σχέδιο Δράσης

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Περιεχόμενα ΚΥΡΙΕΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 19 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

η πορεία προς την πτώση της πρώτης δηµοκρατίας και η δικτατορία της 4 ης Αυγούστου

ΣΥΝΕΔΡΙΟ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Συντάγματος του Άστρους (Νόμος της Επιδαύρου ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος)

Εισαγωγή στο θεσμό των Δημοψηφισμάτων! Δαγρές Χρίστος

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

«Οι Δημόσιες Πολιτικές Εναρμόνισης Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής: Μια κριτική αξιολόγηση»

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Η παρακάτω ομάδα κεφαλαίων εξετάζει τους μηχανισμούς της κυβέρνησης και τις διαδικασίες μέσω των οποίων διαμορφώνεται και εφαρμόζεται η δημόσια

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ «ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ»

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣY.ΡΙΖ.Α.

ΤΡΙΕΤΕΣ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 29 Φεβρουαρίου 2012 (06.03) (OR. en) 7091/12 ENER 77 ENV 161 DELACT 14

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Σταδιοδροµία

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΦΡΑΓΚΟΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΠΕ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΟΡΙΣΜΟΣ

Γ Λυκείου Αρχαία θεωρητικής κατεύθυνσης. Αριστοτέλης

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

«Μια Απόπειρα προσέγγισης του δικαιώματος ίδρυσης. και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα (άρθρο 29 παρ. 1,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΜΑΘΗΜΑ 5 ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΦΑΚΕΛΟΣ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΕΩΓΡΑΦΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η Γαλλική επανάσταση ( )

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.

Α1. Να δώσετε το περιεχόμενο των όρων που ακολουθούν: γ. Εκλεκτικοί Μονάδες 15

Transcript:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα έρευνα είναι µία ενσυνείδητα ατελής προσπάθεια να διερευνηθεί η λειτουργία της αντιπολίτευσης κατά τη µετεµφυλιακή περίοδο στην Ελλάδα. Η έρευνα για τη χρονική αυτή περίοδο έχει αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια, έχουν γραφεί ήδη και γράφονται διατριβές, έχουν εκδοθεί και εκδίδονται βιβλία, έχουν γίνει και γίνονται συνέδρια, επιστηµονικές συναντήσεις και δηµοσιεύσεις µε ά- µεση ή έµµεση αναφορά στη µετεµφυλιακή περίοδο. Εντούτοις, είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι τα µέχρι τώρα δηµοσιευµένα ή δη- µοσιοποιούµενα στοιχεία µπορούν να δώσουν πλήρη ερµηνεία στην περίοδο αυτή από θεσµική και πολιτική σκοπιά. Και αυτό διότι η πολυπλοκότητα και οι σύνθετες συνθήκες της περιόδου αυτής θέτουν δύσκολα ερωτήµατα και έχουν µερικές φορές δυσδιάκριτες πλευρές και όψεις, που δεν επιδέχονται µονοσήµαντες ή τελεσίδικες ερµηνείες ή απαντήσεις. Η παρούσα έρευνα αποπειράται να ερµηνεύσει το πλαίσιο µέσα στο οποίο ήταν υποχρεωµένη να λειτουργήσει η αντιπολίτευση κατά τη συγκεκριµένη ιστορική περίοδο (1949-1963), δεν φιλοδοξεί να δώσει ένα ευρύτερο ερµηνευτικό σχήµα για τη λειτουργία τόσο του κοινοβουλευτισµού όσο και της αντιπολίτευσης, πιστεύοντας ότι παρόµοια φιλοδοξία µπορεί να εξυπηρετηθεί µε περισσότερο σύνθετη θεωρητική έρευνα. Αποτελεί µία πρώτη προσπάθεια σύζευξης και σύνθεσης δύο διακριτών παραδειγµάτων: ενός θεωρητικού παραδείγµατος, του θεσµού της αντιπολίτευσης (η οποία κατά την πραγµάτωσή της στο πολιτικό πεδίο λειτουργεί και ως πολιτικό παράδειγµα) και ενός ιστορικού παραδείγµατος, της άσκησης αντιπολίτευσης κατά τη χρονική περίοδο 1949-1963 στην Ελλάδα. Λαµβάνοντας υπόψη το κλασικό κοινοβουλευτικό σχήµα όπως αυτό έλαβε την κύρια συστατική µορφή του στην ευρωπαϊκή ιστορική εµπειρία κατά τους 19ο και 20ο αιώνες, υπάρχουν τουλάχιστον δύο εν δυνάµει παράγοντες για τη διεκδίκηση και εναλλαγή στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, αφενός, η πλειοψηφία/κυβέρνηση

16 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ και, αφετέρου, η µειοψηφία/αντιπολίτευση 1. Η ύπαρξή τους και η δράση τους βασίζεται, ή οφείλει να βασίζεται, σ ένα επεξεργασµένο σύνολο πολιτικών κανόνων και πρακτικών/εθιµικών πολιτικών λειτουργιών (σε ανώτατο νοµικό επίπεδο αποκρυσταλλώνονται στο Σύνταγµα κάθε χώρας), που εγγυώνται, ή οφείλουν να εγγυώνται, την ισότητα των µέσων και των δυνατοτήτων πρόσβασης στην άσκηση και στον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας 2 και για τους δύο. Κατά την S. Giulj 3, «στο βαθµό που αναπτύσσονται τα πλειοψηφικά φαινόµενα, το ενδιαφέρον εστιάζεται, a contrario, στο ρόλο της αντιπολίτευσης, η οποία καθίσταται λυδία λίθος του θεσµικού συστήµατος, εφόσον µόνο αυτή εξασφαλίζει την έκφραση των ενδογενών αντιθέσεων σε κάθε κοινωνία». Στη βάση αυτού του σχήµατος και για την επαλήθευσή του, ή όχι, θα αναλυθεί η έννοια της αντιπολίτευσης και η εφαρµογή της κατά τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο (1949-1963), καθώς και όλες οι θεσµικές, δοµικές και πολιτικές παράµετροι που καθορίζουν ή επηρεάζουν άµεσα ή έµµεσα το ρόλο της στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή. Η σηµασία του ρόλου της αντιπολίτευσης έγκειται, λοιπόν, αφενός, στον τρόπο µε τον οποίο ασκεί τα δικαιώµατά της, και, αφετέρου, στα περιθώρια άσκησης αυτών των δικαιωµάτων που της παρέχει το πολιτικό σύστηµα στο οποίο ανήκει. Γι αυτό και η σηµασία της ως εργαλειακής έννοιας στην πολιτική ανάλυση είναι µοναδική. Η αντιπολίτευση, εποµένως: α) αποτελεί, µαζί µε την πλειοψηφία, τις δύο κύριες συνιστώσες του κοινοβουλευτικού συστήµατος 4, 1 «Η ανάγκη ύπαρξής της απορρέει από τη φύση της δηµοκρατικής πολιτείας ως εγγυήτριας της συνύπαρξης και ανοχής ποικίλλων και αντικρουοµένων απόψεων και συµπεριφορών», Κ. Μποτόπουλος, «Αντιπολίτευση», λήµµα στο Νοµικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, διεύθυνση έκδοσης Κ. Μ. Ιωάννου, Εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998, σ. 97-98. 2 Robert Etien, L Institutionnalisation de l Opposition dans les Démocraties Occidentales, αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή, Université de Paris I, 1980, 20 επ. 3 Sylvie Giulj, Le Statut de l Opposition en Europe, Notes et Etudes Documentaires, La Documentation Française, Paris, 1980, 11 (µτφρ. δική µας). 4 Από την τεράστια βιβλιογραφία για τους δυτικούς πολιτικούς θεσµούς και το κοινοβουλευτικό σύστηµα, παραθέτουµε επιλεκτικά: Α. Ι. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγµατος, τ. Ι&ΙΙ, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1991, M. Duverger, Institutions politiques et Droit constitutionnel, t. 1&2, Presses

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 17 β) κύριο έργο της είναι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της πλειοψηφίας µέσα από τα δικαιώµατα που της παρέχονται από τον Κανονισµό του Κοινοβουλίου (άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, συµµετοχή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, πρόταση µοµφής, δικαίωµα ανατροπής της κυβέρνησης), γ) αποτελεί την εναλλακτική λύση εξουσίας βάσει κυβερνητικού προγράµµατος στην περίπτωση αποτυχίας της εκάστοτε παρούσας πλειοψηφίας, δ) τέλος, είναι το κύριο στοιχείο ολοκλήρωσης και νοµιµοποίησης του πολιτικού συστήµατος, εφόσον επιτρέπει την πλήρη έκφραση σε θεσµικό-πολιτικό επίπεδο των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι η θεσµοθέτηση της αντιπολίτευσης σηµαίνει την αφαίρεση των σχέσεων άµεσης βίας 5 από την πολιτική διαδικασία και την ένταξη των πολιτικών διαφοροποιήσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων σ ένα αποδεκτό, από όλα τα µέρη, θεσµικό/πολιτικό πλαίσιο. Επιπλέον, η αντιπολίτευση είναι εξαρτώµενη έννοια και πολιτική οντότητα, αφού υφίσταται στα κοινοβουλευτικά συστήµατα πάντοτε σε συνάρτηση και αντιπαράθεση προς την πλειοψηφία, η µία είναι όρος για την ύπαρξη της άλλης στον κοινοβουλευτισµό, διαφορετικά δεν µπορούµε να αναφερθούµε στη µία µόνο από τις δύο, αλλά ούτε και στο κοινοβουλευτικό σύστηµα χωρίς τη συνύπαρξη και των δύο. Εποµένως, καίριες έννοιες ως προς το ρόλο της αντιπολίτευσης είναι αυτές της ενσωµάτωσης ή περιθωριοποίησης στο πολιτικό σύ- Universitaires de France, Paris, 1975, J.-C. Colliard, Les Régimes Parlementaires Contemporains, Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques, Paris, 1978, P. Lalumière - A. Demichel, Les Régimes Parlementaires Européens, Presses Universitaires de France, Paris, 1978, R. A. Dahl, Democracy, Liberty and Equality, Norwegian University Press, 1985, Ε. Β. Βενιζέλος, Μαθήµατα Συνταγµατικού ικαίου Ι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991, A. Mathiot, Le Régime Politique Britannique, Librairie Armand Colin, 1955, Paris, J.-L. Quermonne, Les régimes politiques occidentaux, Editions du Seuil, Paris, 2000. 5 Για µία ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική ανάλυση της λειτουργίας και επίδρασης της συµβολικής βίας στο πολιτικό σύστηµα και την αφοµοίωσή της στην πολιτική πρακτική, J. P. Cot - J. P. Mounier, Pour une sociologie politique, t. 1&2, Seuil, Paris, 1974, 83-92.

18 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ στηµα, καθώς και της νοµιµοποίησης ή απαξίωσής της σε συµβολικό επίπεδο. Μέσα από αυτές τις έννοιες, η λειτουργία της αντιπολίτευσης στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού συστήµατος προβάλλει ως παράγοντας συν-διαµόρφωσης του πολιτικού τοπίου, είτε θετικά είτε αρνητικά. Η θετική συµβολή της αντιπολίτευσης ταυτίζεται µε την οργανική ένταξή της στο πολιτικό σύστηµα, µε την ενσωµάτωση της κοινωνικής βάσης που αντιπροσωπεύει στις πολιτικές διαδικασίες (συµµετοχή στις εκλογές, στα πολιτικά κόµµατα, ανάδειξη σε πολιτικούς ρόλους κτλ). Αντίθετα, η περιθωριοποίηση και η απαξίωση της αντιπολίτευσης την καθιστά εξωγενή παράγοντα στο πολιτικό σύστηµα, συρρικνώνοντας τόσο τον πολιτικό ρόλο της όσο και την αντιπροσωπευτικότητα της εκλογικής βάσης της, αλλά και τη δηµοκρατική εµβέλεια του ιδίου του πολιτικού συστήµατος. Επαναφέρεται έτσι η βία, στη συµβολική ή άµεση µορφή της, στο πολιτικό σύστηµα. Αυτό όµως δεν σηµαίνει απαραίτητα ότι συρρικνώνεται και η κοινωνική βάση της αντιπολίτευσης. Εποµένως, η µη αναγνώρισή της και η µη αποδοχή της διαχωρίζει ένα τµήµα της κοινωνίας από το πολιτικό σύστηµα, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το τµήµα αυτό δεν συνεχίζει να υπάρχει ή ότι αφοµοιώνεται σε άλλο πολιτικό οργανισµό ή ότι εξαφανίζεται. Αντίθετα, όσο σηµαντικότερο ποσοστό κοινωνικής βάσης εκπροσωπεί η αντιπολίτευση, τόσο οι δυσλειτουργίες που µπορεί να προκύψουν από την απαξίωση του ρόλου της από το πολιτικό σύστηµα, µπορούν να προκαλέσουν αντίστοιχα µεγαλύτερη διαφοροποίηση ή/και στρέβλωση των βασικών αρχών λειτουργίας και αντιπροσωπευτικότητας αυτού του ιδίου συστήµατος. Έτσι ακριβώς αυτή η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, στην οποία, κατά κύριο λόγο, βασίζεται ο κοινοβουλευτισµός, µετατοπίζεται προς µία αρχή ηµι-αντιπροσωπευτικότητας, και ο ίδιος ο κοινοβουλευτισµός προς µία µορφή ηµι-κοινοβουλευτισµού, εφόσον ένα µέρος, µικρότερο ή µεγαλύτερο, της κοινωνίας δεν συµµετέχει και δεν εκπροσωπείται πλήρως στο πολιτικό σύστηµα. Εποµένως, ο ρόλος της αντιπολίτευσης εξαρτάται από το θεσµικό και πολιτικό χαρακτήρα της, δηλαδή από το κατά πόσο η λει-

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 19 τουργία της έχει τα εξής χαρακτηριστικά: α) αποδέχεται το πολιτικό σύστηµα την ύπαρξη αντιπολίτευσης, δηλαδή εναλλακτικές πολιτικές δυνάµεις στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας που θα µπορούν να αναδεικνύονται σε πλειοψηφία σε περίπτωση αποτυχίας της παρούσας, β) αποδέχεται η ίδια η αντιπολίτευση το πολιτικό σύστηµα στα πλαίσια του οποίου λειτουργεί, γ) ο νοµικός/θεσµικός χαρακτήρας της προκύπτει είτε από το Σύνταγµα, είτε από, ή και, τον Κανονισµό Λειτουργίας του Κοινοβουλίου, όπου κατοχυρώνονται, εξίσου, τα δικαιώµατα και οι υποχρεώσεις της πλειοψηφίας και της µειοψηφίας, δ) η εφαρµογή της αρχής της δεδηλωµένης (αρχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την οποία προκύπτει η κυβέρνηση) είναι δεσµευτική για τους φορείς της εκτελεστικής και της νοµοθετικής εξουσίας, καθώς και για την αντιπολίτευση. Στην παρούσα έρευνα, η αντιπολίτευση τοποθετείται στο πλαίσιο του πολιτικού συστήµατος κατά το µέρος που της αναλογεί, δηλαδή ως µέρος του διδύµου πλειοψηφία/µειοψηφία µε συγκεκριµένα χαρακτηριστικά και ρόλο, που παράγει συγκεκριµένα αποτελέσµατα στο πολιτικό πεδίο, είτε ως εσωτερική συντεταγµένη συµµετοχής, άρα και ως εναλλακτική συνιστώσα σε µεταρρυθµιστικό ρόλο, είτε ως εσωτερικός ή εξωτερικός µηχανισµός ανατροπής του συνολικού θεσµικού/πολιτικού πλαισίου. Ο ρόλος της αντιπολίτευσης αποδεικνύεται ως αυτονόητη παράµετρος του πολιτικού συστήµατος και, παρά τον εξαρτηµένο χαρακτήρα της ως προς την πλειοψηφία (ή αντιθέτως λόγω αυτού), δεν µπορεί πλέον να νοηθεί πολιτικό σύστηµα χωρίς την πολιτική έκφραση µίας ή περισσοτέρων αντιπολιτεύσεων. Η επιλογή του ιστορικού παραδείγµατος της παρούσας έρευνας, δηλαδή της χρονικής περιόδου 1949-1963, προέκυψε, πρώτον, διότι το 1949 ήταν έτος-ορόσηµο, έτος κατά το οποίο έληξε ο Εµφύλιος Πόλεµος 6 στην Ελλάδα και άρχισε (µε καθυστέρηση πέντε ετών σε σύγκριση µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) η µεταπολεµική περίοδος για τη χώρα. εύτερον, διότι η περίοδος µετά το 1949 δεν ήταν µόνο 6 Η. Νικολακόπουλος, Α. Ρήγος, Γρ. Ψαλλίδας (επιµ.), Ο Εµφύλιος Πόλεµος, Από τη Βάρκιζα στο Γράµµο, Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949, Θεµέλιο, 2002.

20 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ µεταπολεµική για την Ελλάδα, αλλά κυρίως ήταν µετεµφυλιακή µε όλες τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά που εµπεριείχε και, κυρίως, τις συνέπειες που συνεπαγόταν. ηλαδή, το διαχωρισµό των Ελλήνων σε νικητές και ηττηµένους του Εµφύλιου Πολέµου µε νο- µικά, διοικητικά και πολιτικά αποτελέσµατα για την κάθε πλευρά. Τρίτον, αποτελεί µία χρονική περίοδο που στιγµατίστηκε τόσο πριν (µε τη γερµανική κατοχή 1940-1944 και τον Εµφύλιο Πόλεµο 1944-1949) 7 όσο και µετά (µε τα γεγονότα του 1965 και µε τη στρατιωτική δικτατορία 1967-1974) από συµβάντα που διαφοροποίησαν και αναδιαµόρφωσαν, κάθε φορά, το µέχρι τότε πολιτικό σκηνικό και ανέδειξαν το ρευστό και ιδιόµορφο χαρακτήρα του ελληνικού κοινοβουλευτισµού. Τέταρτον, διότι η συγκριτική εµπειρία µε άλλες χώρες την ίδια εποχή, τόσο στη δυτική Ευρώπη, όσο και στις τότε ανατολικές χώρες ή χώρες άλλων ηπείρων, δεν προσφέρει ανάλογα παραδείγµατα, δηλαδή επιβίωσης του κοινοβουλευτισµού µετά από έναν Εµφύλιο Πόλεµο. Τα µείζονα ιστορικά παραδείγµατα είναι δύο. Στις ευρωπαϊκές χώρες του τότε ανατολικού στρατοπέδου, η ήττα των φιλελεύθερων ή αυταρχικών ή βασιλικών καθεστώτων κατά το Β Παγκόσµιο πόλεµο και/ή η προέλαση του Στρατού της Σοβιετικής Ένωσης είχαν ως αποτέλεσµα την εγκαθίδρυση κοµµουνιστικών καθεστώτων. Στην Ισπανία, αντίθετα, η ήττα της ισπανικής Αριστεράς στον Εµφύλιο του 1936 οδήγησε στην επιβολή δικτατορίας για σαράντα χρόνια σχεδόν. Επιβίωση του κοινοβουλευτισµού µετά από Εµφύλιο Πόλεµο δεν συναντήθηκε αλλού εκτός από την Ελλάδα, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες, συνεπαγόταν η επιβίωση αυτή και τις ειδικές συνθήκες που δηµιουργήθηκαν σ ό,τι αφορά την άσκηση των αντιπολιτευτικών δικαιωµάτων από την πλευρά εκείνη του πολιτικού πεδίου που ηττήθηκε. Τούτο µπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλεται στο ότι ο µόλις προηγηθείς Εµφύλιος έγινε υπό την πολιτική συν-διαχείριση της κυβέρνησης συνασ- 7 Για µία ενδιαφέρουσα σύνοψη της ιστορικής περιόδου από το µεσοπόλεµο µέχρι το 1949, M. Mazower (επιµ.), Μετά τον Πόλεµο, Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, Αλεξάνδρεια, 2003, 11-16.

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 21 πισµού του δεξιού Λαϊκού Κόµµατος και του κεντρώου Κόµµατος Φιλελευθέρων 8, αλλά πρέπει επίσης να έπαιξε ρόλο και το µακροχρόνιο κοινοβουλευτικό παρελθόν της Ελλάδας (1843-1936). Επιπρόσθετα, ήταν σηµαντικό και το γεγονός ότι δεν υπήρχε στη χώρα εκείνη η κοινωνική δοµή, µε µία µεγάλη βιοµηχανική ή γαιοκτησιακή τάξη, που θα µπορούσε να λειτουργήσει ως υποστηρικτικό υπόβαθρο προς αυταρχικές, µακράς διάρκειας, µορφές στρατιωτικού καθεστώτος. Αντίθετα, η µικρο-ιδιοκτησιακή µορφή της ελληνικής κοινωνίας εξέθρεψε τη στρατιωτική παρεµβατικότητα την οποία προκάλεσε ο αυξηµένος ρόλος του Στρατού κατά τη διεξαγωγή του Εµφυλίου Πολέµου, αλλά δεν συνέβαλε στην εγκαθίδρυση ενός άµεσου και µακροχρόνιου αυταρχικού καθεστώτος από τη λήξη του Εµφυλίου και µετά. Σ ό,τι αφορά την επιλογή του έτους λήξης της υπό εξέταση χρονικής περιόδου, του 1963, εκ πρώτης όψεως φαίνεται αυθαίρετη. Η εντύπωση αυτή ενδυναµώνεται αν συνδυαστεί µε το δεδοµένο ότι η κοινοβουλευτική µεταπολεµική/µετεµφυλιακή περίοδος έληξε το 1967 µε την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου και όχι το 1963. εν είναι, όµως. Κατ αρχήν, το 1963 ήταν και αυτό έτος καµπής, αφού από τις εκλογές αυτού του έτους µεταβλήθηκε σηµαντικά το πολιτικό σκηνικό στη χώρα, µε την άνοδο στη κυβερνητική εξουσία της Ένωσης Κέντρου µετά από ένδεκα χρόνια (1952-1963) δεξιάς διακυβέρνησης (Ελληνικός Συναγερµός-Ε.Ρ.Ε.), οπότε, γι αυτό το λόγο, το έ- τος αυτό µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως χρονικό όριο. εύτερο και κυριότερο, η µετέπειτα περίοδος από το 1963 έως το 1967 είναι γεµάτη µε τόσα ιδιόµορφα πολιτικά γεγονότα και καθοριστικές εξελίξεις ώστε απαιτείται µία ειδική ξεχωριστή έρευνα και µελέτη. Ως σηµαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο µπορεί να α- ναφερθεί το γεγονός ότι από το 1949 µέχρι το 1963 η κύρια διαιρετική τοµή, στο εσωτερικό του πολιτικού συστήµατος, ήταν ανάµεσα 8 Βλ. τη σύνθεση των κυβερνήσεων συνασπισµού δεξιών και κεντρώων από το 1946 έως το 1950, στο Jean Meynaud - Π. Μερλόπουλος - Γ. Νοταράς, Οι Πολιτικές υνά- µεις στην Ελλάδα, 1946-1965, εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 2002, τ. Α&Β, Α/113.

22 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ στις δύο ιδεολογικά µετωπικές παρατάξεις, τη εξιά και την Αριστερά. Από το 1963 έως το 1965 δηµιουργήθηκε µία νέα ταυτόχρονη διαιρετική τοµή, στο εσωτερικό του πλειοψηφικού κόµµατος, της Ένωσης Κέντρου, που ασκούσε την πολιτική διακυβέρνηση, η οποία το καλοκαίρι του 1965 κορυφώθηκε και κατέστη κυρίαρχη µε τη διάσπαση του κυβερνώντος κόµµατος και το σχηµατισµό των διαδοχικών κυβερνήσεων «αποστατών». Η παράλληλη συνύπαρξη αυτών των δύο πολιτικών διαιρετικών τοµών απαιτεί προφανώς µία διαφορετική ανάλυση του ρόλου, τόσο της πλειοψηφίας όσο και της αντιπολίτευσης, για την περίοδο µετά το 1963 µέχρι το 1967 9. Τρίτο, η µεθοδολογία της παρούσας έρευνας, µε την εκτεταµένη χρήση των πρακτικών της Βουλής ως τεκµηριωτικού υλικού και µε δεδοµένο τον ισχυρό πολιτικό ρόλο της Βουλής κατά την περίοδο 1963-1967, θα γινόταν αρνητικός παράγοντας για την έρευνα και της περιόδου αυτής, διότι το ποσοτικό στοιχείο της έρευνας θα βάρυνε ασύµµετρα έναντι του ποιοτικού. Το 1963 ήταν έτος καµπής, επίσης, διότι κατά τη διάρκειά του έλαβαν χώρα τέσσερα σηµαντικά γεγονότα, εκ των οποίων τα τρία απεκάλυπταν τάσεις ανατροπής των µέχρι τότε πολιτικών ισορροπιών, ενώ το τέταρτο προκάλεσε τελικά την ανατροπή αυτή. Το πρώτο ήταν η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγµατος από την Ε.Ρ.Ε. 10, στις 21 Φεβρουαρίου 1963, η οποία, στην ουσία της στόχευε, αφενός, στην αναδιάταξη της ισορροπίας στο εσωτερικό της εκτελεστικής ε- ξουσίας, δηλαδή στην ενδυνάµωση της κυβέρνησης έναντι του Στέµ- 9 Στις απόψεις αυτές θα µπορούσε να προστεθούν και οι µείζονες αλλαγές που επήλθαν από το τέλος του 1963, τόσο στο κυπριακό θέµα, όσο και σε περιφερειακό και διεθνές πεδίο, οι οποίες προκάλεσαν διαδοχικές ανασφάλειες στην Ελλάδα και ωθούσαν σε ριζική διαφοροποίηση πολλές από τις µέχρι τότε συντεταγµενες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, Σ. Ριζάς, Η Ελλάδα, οι Ηνωµένες Πολιτείες και η Ευρώπη, 1961-1964, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2001, 185-186 & passim. 10 Γ. Ο. Αναστασιάδη, Πολίτευµα και Κοµµατικοί Σχηµατισµοί στην Ελλάδα, 1952-1967, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991, 133-142 & 283-291 και N. C. Alivizatos, Les Institutions Politiques de la Grèce à travers les Crises, 1922-1974, L.G.D.J., Paris, 1979, 171-179 & 429-439 (Ελληνική έκδοση: Οι πολιτικοί θεσµοί σε κρίση, 1922-1974, όψεις της ελληνικής εµπειρίας, Θεµέλιο, ιστορική βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1986). Στην παρούσα έρευνα χρησιµοποιείται το γαλλικό πρωτότυπο.

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 23 µατος, άρα στην ενίσχυση του ρόλου του πρωθυπουργού έναντι του Βασιλέα, και, αφετέρου, στην αναπροσαρµογή των ιδεολογικών διατάξεων του Συντάγµατος προς τις ψυχροπολεµικές εξελίξεις της εποχής, χωρίς να αναιρείται ο ουσιαστικός περιοριστικός χαρακτήρας τους, ο οποίος, αντιθέτως, αναβαθµιζόταν σε συνταγµατικό επίπεδο. εύτερο γεγονός ήταν η δολοφονία, το Μάιο του 1963, του συνεργαζόµενου µε την Αριστερά βουλευτή Γρηγόρη Λαµπράκη, η οποία α- πεκάλυψε τη βίαιη, ανεξέλεγκτη σε σηµαντικό βαθµό από την κυβέρνηση, πλευρά των κρατικών και παρακρατικών µηχανισµών καταστολής και πολιτικού ελέγχου 11. Τρίτο, η παραίτηση του πρωθυπουργού Κ. Καραµανλή 12 µετά τη δολοφονία αυτή, τον Ιούνιο του 1963, η αναχώρησή του για το εξωτερικό, γεγονός που συνοδεύτηκε και από τη συνεπαγόµενη ακύρωση της προαναφερθείσας αναθεωρητικής α- πόπειρας. Τέταρτο, τέλος, οι εκλογές του Νοεµβρίου του 1963 13, οι οποίες ανέδειξαν στην κυβερνητική εξουσία την Ένωση Κέντρου και επικύρωσαν την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού µετά από ένδεκα χρόνια απόλυτης δεξιάς πλειοψηφίας. Οι εκλογές αυτές, χωρίς να καταφέρουν να ανατρέψουν το συνολικό µετεµφυλιακό πολιτικό καθεστώς, έτσι όπως αυτό ορίζεται παρακάτω, υπήρξαν η πρώτη σηµαντική ρωγµή του. Η µελέτη του ρόλου της αντιπολίτευσης στη συγκεκριµένη χρονική περίοδο στην Ελλάδα, επιβάλλει, ευθύς εξαρχής, την ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήµατος στο πλαίσιο του οποίου η αντιπολίτευση κλήθηκε να παίξει το ρόλο της. Το πολιτικό σύστηµα αναλύεται στα κύρια δοµικά, λειτουργικά και ιδεολογικά του στοιχεία, τις πολιτικές παρατάξεις και τα πολιτικά κόµµατα, τις εκλογικές αναµετρήσεις και τη λειτουργία της Βουλής. 11 Σ. Λιναρδάτου, Από τον εµφύλιο στη χούντα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1986, τ. Α-Ε, '/252-274, 303-305, 313-314. 12 Σ. Λιναρδάτου, ό.π., '/274-285. Ίδρυµα Κ. Καραµανλή, Αρχείο Κ. Καραµανλή, τ. 1-12, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1997, 6/19-25 (εφεξής Αρχείο Κ.Κ.). 13 Σ. Λιναρδάτου, ό.π., '/317-326, Αρχείο Κ.Κ., 6/92-93.

24 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ Ενδεικτικά θα µπορούσε να αναφερθεί η ορλεανικού 14 /µοναρχικού τύπου ερµηνεία από το Βασιλέα, της άσκησης των συνταγµατικών αρµοδιοτήτων του, τις οποίες περιείχε τόσο το Σύνταγµα του 1864/1911, που ίσχυσε την περίοδο 1944-1952, όσο και αυτό του 1952, το οποίο ίσχυσε εφεξής. Επίσης, η υψηλού συνταγµατικού 15 ε- πιπέδου θεσµοποίηση των ιδεολογικών οριοθετήσεων που προέκυψαν 14 Το φαινόµενο του ορλεανισµού, διαµορφώθηκε στη Γαλλία των ετών 1830-1848, κατά τη βασιλεία του οίκου των Ορλεανιδών, και αποτέλεσε το ιστορικό ενδιάµεσο στάδιο ανάµεσα στη συνταγµατική µοναρχία «ελέω Θεού» (απόλυτη κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας-του Βασιλέα έναντι της νοµοθετικής, δηλαδή έναντι των αντιπροσωπευτικών σωµάτων, χωρίς συνταγµατικό πλαίσιο) και τον κοινοβουλευτισµό (επικράτηση του κοινοβουλίου, δηλαδή της νοµοθετικής εξουσίας, έναντι της Βασιλείας µέσα σε σαφές συνταγµατικό πλαίσιο). Χωρίς να έχει αποποιηθεί το καθεστώς που µόλις εγκατέλειψε (µοναρχία) προσπάθησε να διαµορφώσει το επερχόµενο (κοινοβουλευτισµό) χωρίς να έχει καταφέρει ακόµη να του αποδώσει τα πλήρη χαρακτηριστικά του. Κατ επέκταση, θα δώσει το όνοµά του σε κάθε ενδιάµεσο, µεταξύ µοναρχίας και κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, πολιτικό σύστηµα, στο συνταγµατικό πλαίσιο του οποίου η εκτελεστική και η νοµοθετική εξουσία συνδιαχειρίζονται τις κρατικές υποθέσεις. Ταυτόχρονα, ο Βασιλέας διατηρεί το προνόµιο της αποκλειστικής αρµοδιότητας σε δύο σηµαντικές πολιτικές διαδικασίες, στο διορισµό και την ανάκληση/παύση της κυβέρνησης και στη διάλυση της Βουλής. René Rémond, Les Droites en France, Aubier - collection historique, Paris, 1982, 84-98 και 444-446. Επίσης, P. Lalumière - A. Demichel, 37-40 & 53-58, καθώς και M. Duverger, 1/44-54. 15 Υπήρξε, άλλωστε, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της δηµιουργίας του ελληνικού κράτους η πρόταξη της υιοθέτησης του συνταγµατικού πλαισίου, κατά τα συνταγµατικά πρότυπα που ήταν υπό διαµόρφωση στα δυτικο-ευρωπαϊκά Κράτη, από το 19ο αιώνα και εντεύθεν. Η προσπάθεια αυτή είναι σαφής κατά τα χρόνια του πολέµου της Ανεξαρτησίας µε την υιοθέτηση, διαρκούντος του απελευθερωτικού πολέµου, των τριών πρώτων ελληνικών Συνταγµάτων, της Επιδαύρου ( εκέµβριος 1821/Ιανουάριος 1822), του Άστρους (Μάρτιος 1823) και της Τροιζήνος (Μάϊος 1827), τα οποία βασίζονταν στη µέχρι τότε αναπτυχθείσα ευρωπαϊκή αντίληψη διάκρισης και οργάνωσης των εξουσιών (νοµοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία). Καθώς ε- πίσης και στα µετέπειτα ελληνικά Συντάγµατα, τα οποία υιοθετήθηκαν µετά από λαϊκές κινητοποιήσεις µε την ενεργή ανάµειξη του Στρατού (1844, 1864) ή τροποποιήθηκαν (1911). Αντίθετα, η υιοθέτηση των Συνταγµάτων του 20ού αιώνα προέκυψε από περισσότερο σύνθετες καταστάσεις. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 είχε ως αποτέλεσµα το Σύνταγµα της Αβασίλευτης ηµοκρατίας του 1927. Αυτό καταργήθηκε το 1935 µε δηµοψήφισµα υπέρ της Βασιλευοµένης και µε αποτέλεσµα την επαναφορά του Συντάγµατος του 1864/1911, που ίσχυσε έως το 1952, όταν καταρτίστηκε και υιοθετήθηκε το πρώτο µετεµφυλιακό Σύνταγµα. Α. Σβώλου, Τα Ελληνικά Συντάγµατα, 1822-1952, Στοχαστής, Αθήνα, 1972, passim.

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 25 λόγω του Εµφυλίου Πολέµου, άρα και περιορισµών και απαγορεύσεων, καθώς και ο λεπτοµερής, σε επίπεδο νόµων και εκτελεστικών διοικητικών κειµένων, καθορισµός της καθηµερινής εφαρµογής των συνταγµατικών δεδοµένων του µετεµφυλιακού πολιτικού πεδίου. Τα δεδοµένα αυτά προσέδωσαν ένα σαφές προβάδισµα στην, κατ αρχήν, θεσµική ανάγνωση του θέµατος. Επέβαλαν την αναλυτική µελέτη του συνταγµατικού πλαισίου και της εξ αυτού παρεπόµενης νο- µοθεσίας, κυρίως δε την επίδρασή της στην αντιπολιτευτική παρουσία των πολιτικών κοµµάτων και πρακτική. Ο νοµικο-θεσµικός καθορισµός κατά τη χρονική αυτή περίοδο, σε συνδυασµό µε τις συνέπειες του Εµφυλίου Πολέµου και µε τους όρους του ισχύοντος Ψυχρού Πολέµου, ήταν τόσο ισχυρός και κάθετος, ώστε απ αυτόν ξεκινούσαν και σ αυτόν προσέκρουαν όλες οι ιδεολογικές αναφορές για τις δυνατότητες και το εύρος άσκησης των πολιτικών δικαιωµάτων της αντιπολίτευσης. Απ αυτόν πήραν την τελική απόχρωση και το χαρακτηρισµό τους («εθνικές»/»αντεθνικές», «εθνικόφρονες»/»προδοτικές» ή «συνοδοιποριακές») όλες οι καθηµερινές πολιτικές πρακτικές, είτε ευρύτερων παρατάξεων, είτε κοµµάτων, είτε προσώπων και στιγµατίστηκαν, µε σαφή και έµπρακτο τρόπο, οι προσωπικές ζωές των Ελλήνων πολιτών σε κάθε βήµα και κάθε πράξη τους ανάλογα προς την πολιτική παράταξη, πλειοψηφούσα ή µειοψηφούσα/αντιπολιτευτική, προς την οποία προσέκειντο. Η, πίσω από αυτές τις γραµµές, ανάγνωση έχει να δώσει σηµαντικό υλικό ως προς διάφορες πολιτικές παραµέτρους: α) Ως προς το σύστηµα των πολιτικών κοµµάτων που προέκυψε µέσα από τις συνταγµατικές και νοµικο-θεσµικές οριοθετήσεις και απαγορεύσεις, καθώς και από τις προσπάθειες των πολιτικών παρατάξεων ή κοµ- µάτων να εκφραστούν και να εφαρµόσουν ή να «προσαρµόσουν» την κοινοβουλευτική και πολιτική στρατηγική και πρακτική τους µέσα στα όρια που επέτρεπε η περιοριστική εφαρµογή του κοινοβουλευτικού συστήµατος, β) ως προς την επιλογή, από τους φορείς εξουσίας, των εκάστοτε εκλογικών συστηµάτων και την επίδραση που αυτά είχαν στη διαµόρφωση του πολιτικού σκηνικού. γ) ως προς τη διάταξη των πολιτικών δυνάµεων, πλειοψηφίας και αντιπο-

26 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ λίτευσης, καθώς και τις εσωτερικές, σε κάθε πλευρά, ισορροπίες, αντιθέσεις και αναδιατάξεις που προέκυπταν µετά από τις εκλογικές αναµετρήσεις και από τη συσχέτιση όλων των προηγουµένων παραγόντων και διαµορφώσεων, δ) ως προς την επιρροή των εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων στις πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις, είτε επρόκειτο για θεσµικούς φορείς που υπερέβαιναν τα συνταγµατικά όρια των αρµοδιοτήτων τους (Βασιλέας), είτε για µορφές άσκησης εξωκοινοβουλευτικής εκτελεστικής εξουσίας (Ένοπλες υνάµεις, Σώµατα Ασφαλείας) είτε για καθεαυτό εξωγενείς παράγοντες µε πολιτικό ρόλο, όπως οι Σύµµαχοι της χώρας 16. 16 Ο J. Meynaud..., Α'/383-525 αφιέρωσε το µεγαλύτερο µέρος του συγγράµµατός του στην παρουσίαση και ανάλυση των εξωκοινοβουλευτικών δυνάµεων (Μοναρχία, Στρατός, Εκκλησία), των ιθυνουσών οµάδων (επιχειρηµατικοί όµιλοι) και των ξένων δυνάµεων που έπαιξαν ένα σηµαντικό ρόλο κατά τη µετεµφυλιακή περίοδο. Στα συ- µπεράσµατά του, εντόπισε τον ειδικό θεσµικό/πολιτικό ρόλο των τριών παραγόντων, τους οποίους η παρούσα έρευνα τοποθετεί στο επίπεδο του πολιτικού καθεστώτος (Μοναρχία, Στρατός, Σύµµαχοι), δεν προέβη, όµως, στην αντιδιαστολή ανάµεσα στο πολιτικό καθεστώς και το πολιτικό σύστηµα, στην οποία προβαίνει η παρούσα έρευνα. Πάντως, η παρούσα έρευνα άντλησε από την ανάλυση του J. Meynaud ση- µαντικά µεθοδολογικά και πραγµατολογικά στοιχεία. Συγκριτικά, η ανάλυση του J. Meynaud εντάσσεται σ ένα ευρύτερο κοινωνιολογικό πλαίσιο για την ανάλυση της µετεµφυλιακής περιόδου που περιλαµβάνει όχι µόνο τις θεσµικές/πολιτικές αλλά και τις κοινωνικο-οικονοµικές παραµέτρους της περιόδου, ενδογενείς και διεθνείς (τις τελευταίες µέσα από την οπτική της εξάρτησης της περιφέρειας από το καπιταλιστικό κέντρο), µε σχεδόν ελάχιστη έµφαση στα πολιτικά δεδοµένα του Ψυχρού Πολέµου. Την παρούσα έρευνα, αντίθετα, απασχολούν κυρίως οι θεσµικο-πολιτικές παράµετροι που καθορίζουν το πολιτειακό και πολιτικό πλαίσιο, το πολιτικό περιεχόµενο και τις πολιτικές εξελίξεις της µετεµφυλιακής περιόδου µέχρι το 1963, µε βαρύνουσα τη συνισταµένη του Ψυχρού Πολέµου. Ανάλογα σχόλια µπορούν να γίνουν και για το βιβλίο του Σωτήρη Ριζά, Η ελληνική πολιτική µετά τον εµφύλιο πόλεµο, κοινοβουλευτισµός και δικτατορία, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2008, το οποίο εστιάζει την ανάλυσή του σε τρεις άξονες: στη λειτουργία των δηµοκρατικών θεσµών, στον Ψυχρό Πόλεµο και στη διαδικασία της οικονοµικής ανάπτυξης. Στην περίπτωσή του, οι διεθνείς παράµετροι έχουν αυξηµένη σηµασία και συναρτώνται στενά µε τα εσωτερικά γεγονότα, ενώ οι όροι και η διαδικασία της οικονοµικής ανάπτυξης αναδεικνύονται σε σηµαντικά διαδοχικά κοµβικά σηµεία για τη διαµόρφωση του πολιτικού τοπίου. Σηµαντικό ρόλο παίζουν οι διπλωµατικές και διεθνείς βιβλιογραφικές πηγές, οι οποίες φωτίζουν µε ιδιαίτερη ε- νάργεια πολλά γεγονότα και συµπεριφορές. Ειδικότερα, αναδεικνύουν τις βρετανικές σκέψεις, εκτιµήσεις, αντιδράσεις και δραστηριότητες στο κυπριακό θέµα µέσα από τα βρετανικά διπλωµατικά αρχεία.

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 27 Η πρόοδος της έρευνας, όµως, ανέδειξε ένα ακόµη µείζον χαρακτηριστικό για την περίοδο 1949-1963. Τη de facto λειτουργία ενός υπερθεσµικού επιπέδου, το οποίο πέρα και πάνω από το πολιτικό σύστηµα, έτσι όπως αυτό ορίζεται από την κοινοβουλευτική θεωρία, καθόρισε, καθ όλη την υπό εξέταση ιστορική περίοδο, τα όρια και το περιεχόµενο του πολιτικού συστήµατος. Υπερθεσµικό επίπεδο, το οποίο διαµορφώθηκε κατά τις ιδιαίτερες συνθήκες της εµφυλιακής περιόδου (1946-1949) και η σύνθεσή του προέκυψε από την ε- ξέλιξη των εµφυλιακών συγκρούσεων και τη διαµόρφωση των συσχετισµών ανάµεσα στους παράγοντες που διεξήγαγαν τον Εµφύλιο Πόλεµο από την πλευρά του επίσηµου κράτους (Βασιλέας, Στρατός, κυβέρνηση), καθώς και τον αµερικανικό παράγοντα που χρηµατοδότησε και συν-κατηύθυνε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο πρωταρχικός ρόλος του Στρατού κατά την εµφυλιακή σύγκρουση, η α- ποτελεσµατική χρηµατοδοτική και συµβουλευτική συµβολή των Αµερικανών Συµµάχων µε την εφαρµογή του όγµατος Τρούµαν κατά την εµφυλιακή περίοδο (1947-1948) και του Σχεδίου Μάρσαλ (1948-1951) κατά την πρώτη µετεµφυλιακή φάση 17, η ταυτόχρονη ένταξη της χώρας στο δυτικό στρατόπεδο, καθώς και η στενή συνέργεια του Στέµµατος και µε τους δύο για την εξουδετέρωση της αριστερής ανταρσίας, δηµιούργησαν ένα υπερθεσµικό επίπεδο παραγόντων που µετεξελίχθηκε κατά τη µετεµφυλιακή περίοδο σ ένα πραγµατικό καθεστώς, από το οποίο εκπορεύτο η πραγµατική πολιτική εξουσία. Επρόκειτο για ένα πραγµατικό πολιτικό καθεστώς, το οποίο άσκησε σαφή πολιτική κηδεµονία κατά τη διάρκεια του Εµφυλίου Πολέµου, και συνέχισε να την ασκεί και µετά το 1949, βασιζόµενο στο νοµικό πλαίσιο της έκτακτης νοµιµότητας που συνέχισε να ισχύει. Ετσι ώστε οι αναδιατάξεις του πολιτικού συστήµατος, δηλαδή η διαδοχή ή η αλλαγή των κυβερνήσεων να είναι µεν τυπικά ελεύθερη, σύµφωνα µε την ισχύουσα θεσµική µορφή κοινοβουλευ- 17 Για µία ενδιαφέρουσα οικονοµική και πολιτική ανάλυση, Γ. Σταθάκης, Το όγµα Τρούµαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, Η ιστορία της αµερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, Βιβλιόραµα, Αθήνα, 2004.

28 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ τικού συστήµατος, αλλά να µην ξεπερνά τα ιδεολογικά περιοριστικά όρια που είχε προδιαγράψει και επέβαλε το παραπάνω πολιτικό καθεστώς µέσω της νοµικο-συνταγµατικής κατοχύρωσής τους. Έτσι, η έρευνα ναι µεν επικεντρώνεται στην κοινοβουλευτική εφαρµογή του θεσµού της αντιπολίτευσης, αλλά η εφαρµογή αυτή δεν µπορεί να αναλυθεί στις επιµέρους παραµέτρους της, αν δεν συνεκτιµηθούν τα ακριβή χαρακτηριστικά και στοιχεία του συνολικού πολιτικού µετεµφυλιακού οικοδοµήµατος, το οποίο περιελάµβανε τη σύζευξη πολιτικού καθεστώτος και πολιτικού συστήµατος, έτσι όπως την κληροδότησε στη χώρα ο Εµφύλιος Πόλεµος και την ενίσχυσε και σταθεροποίησε ο Ψυχρός Πόλεµος. Σηµαντικά ερωτήµατα, εποµένως, που τίθενται είναι, τι είδους κοινοβουλευτισµός ίσχυσε στην Ελλάδα µετά τη λήξη του Εµφυλίου Πολέµου 18 και ποια αδιέξοδα, πολιτικά και ιδεολογικά, προκαλούσε ο τύπος του κοινοβουλευτισµού που επικράτησε, ποιες διέξοδοι πολιτικής λειτουργίας συντηρήθηκαν και ποιες διαµορφώθηκαν ή έτειναν να διαµορφωθούν κατά τη ροή των ιστορικών παραµέτρων της περιόδου αυτής. Τέλος, ποια ήταν τα µείζονα αδιέξοδα στα οποία το τότε πολιτικό σύστηµα, ο τότε ισχύων κοινοβουλευτισµός, δεν µπόρεσε να απαντήσει έτσι ώστε να απαλλαγεί από την κηδεµονία του πολιτικού καθεστώτος, αλλά και να ωθήσει στο µετασχηµατισµό του αρχικού µετεµφυλιακού οικοδοµήµατος προς την εφαρ- µογή και εµπέδωση του πλήρους και άνευ ορίων και όρων κοινοβουλευτικού συστήµατος. Ως προς το ρόλο της αντιπολίτευσης, το κύριο ζητούµενο στην παρούσα έρευνα είναι γιατί στο πλαίσιο του µετεµφυλιακού πολιτικού συστήµατος ήταν περιορισµένες (και, για την ηττηµένη Αριστερά, αδιαπραγµάτευτες) οι δυνατότητες «νοµιµοποιηµένης» και αποδεκτής από το πολιτικό καθεστώς εναλλαγής στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, παρόλο που η αντιπολίτευση ως συστατικό στοιχείο του συστήµατος αυ- 18 «το κοινοβουλευτικό σύστηµα λειτουργεί σε ασταθές πλαίσιο, οι κανόνες του παιχνιδιού δεν είναι οριοθετηµένοι και σαφείς, η εναλλαγή στην εξουσία, αντί για αυτονόητο φαινόµενο, αποτελεί πάντοτε κρίσιµο ερωτηµατικό», Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική, 11.

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 29 τού ήταν παρούσα στο κλασικό κοινοβουλευτικό και ιδεολογικό σχή- µα εξιά-κέντρο-αριστερά, και λειτουργούσε στη Βουλή και στην κοινωνία µε όλα τα τυπικά/θεσµικά δικαιώµατα που κατοχύρωνε και κατοχυρώνει ο κλασικός κοινοβουλευτισµός στο ρόλο της. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναπτύχθηκαν δύο µείζονες τάσεις για την ανάλυση των κοινοβουλευτικών θεσµών, µεταξύ αυτών και του θεσµού της αντιπολίτευσης: αφενός, η συνταγµατικής οπτικής ευρωπαϊκή ανάλυση που εστιάζει στην ανάλυση του θεσµικού και πολιτικού πλαισίου (κυρίως, η γαλλική 19 ), το οποίο, κατά την άποψη αυτή, επηρεάζει και διαµορφώνει άµεσα τα επιµέρους στοιχεία και, αφετέρου, η εµπειρικής/πραγµατολογικής οπτικής αγγλοσαξονική ανάλυση 20, της οποίας η µέθοδος είναι αντίστροφη, δηλαδή ξεκινά από την ανάλυση των επιµέρους πραγµατολογικών στοιχείων, τα οποία προδιαγράφουν την ειδική υφή του συνόλου. Και οι δύο, όπως συµβαίνει πάντα, έχουν θετικές και αρνητικές πλευρές. Η πρώτη τείνει περισσότερο προς τη συνολική εποπτεία του πολιτικού πεδίου και προς την ανάλυση των τυπικών και ιδεολογικών παραµέτρων του πολιτικού συστήµατος µε στόχο την ανάδειξη των µείζονων χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήµατος και την ανάλυση των επιµέρους. Η δεύτερη έχει ως προσανατολισµό την ανάλυση των πραγµατολογικών στοιχείων και τον εντοπισµό των τεκµηρίων που προσδίδουν στο αναλυόµενο θέµα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και καταλήγει στη συνολική κατόπτευση του πολιτικού πεδίου. Πάντως, σ ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο, η στροφή της προς τις αγγλοσαξονικές µεθόδους έρευνας τα τελευταία χρόνια είναι προφανής και έχει εµπεδωθεί. Η ανάγκη για την κατά το δυνατόν αρτιότερη τεκµηρίωση των θεωρητικών πλαισίων οδηγεί υποχρεωτικά στην αναζήτηση και διασταύρωση των πραγµατολογικών πηγών και στοιχείων και στην ισχυρή διαδραστική σχέση θεωρίας/τεκµηρίωσης. 19 POUVOIRS, L' alternance, Presses Universitaires de France, 1984. 20 R. A. Dahl (επιµ.), Political Oppositions in Western Democracies, New Haven and London, Yale University Press, 1965. Επίσης, του ιδίου, Democracy, Liberty..., ιδίως το κεφ. 7: «The American Oppositions: Affirmation and Denial».

30 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ Στην παρούσα εργασία, η ίδια η φύση του µετεµφυλιακού πολιτικού οικοδοµήµατος απαίτησε την, κατ αρχήν, ανάλυση του συνολικού πλαισίου µε συνταγµατικούς/νοµοθετικούς και δοµικούς όρους, ώστε να διαφανούν και να αναδειχθούν οι όροι και τα όρια άσκησης των κοινοβουλευτικών θεσµών. Από την άλλη πλευρά, η επιλογή µίας ιστορικής περιόδου ως παραδείγµατος, στη βάση του ο- ποίου αναπτύχθηκε το συγκεκριµένο θεωρητικό σχήµα, ιστορική περίοδος επιβαρυµένη, αφενός, µε τη διχαστική έκβαση ενός Εµφυλίου Πολέµου και, αφετέρου, µε την ανάδυση και αναπόδραστη ε- πιρροή ενός διεθνούς Ψυχρού Πολέµου, επέβαλε τη συστηµατική αναφορά στα ιστορικά γεγονότα που συνδιαµόρφωναν το πολιτικό τοπίο. Έτσι, η πραγµατολογική πολιτική ανάλυση συµβαδίζει υποχρεωτικά µε τις νοµικο-θεσµικές δεσµεύσεις και τους ιστορικούς επικαθορισµούς. Μέσα σ αυτά τα όρια, ο ρόλος της αντιπολίτευσης προέκυψε από την κοινοβουλευτική άσκησή της, από την πρακτική εφαρµογή των κοινοβουλευτικών θεσµών στο κατεξοχήν πεδίο άσκησής τους, στη Βουλή, καθώς και από τους ιδεολογικούς συσχετισµούς ανάµεσα σ όλους τους παράγοντες που συνδιαµόρφωσαν το πολιτικό πλαίσιο, καθώς και το περιεχόµενο του πολιτικού συστήµατος και του ρόλου της ιδίας. Όµως, το ερµηνευτικό σχήµα θα ήταν έωλο εάν δεν συνοδευόταν από µία ισχυρή τεκµηρίωση που θα µπορούσε να το επιβεβαιώσει. Για την παρούσα µελέτη, η ιδιαίτερη τεκµηριωτική αξία των πρακτικών της Βουλής λειτούργησε ως µοχλός ερµηνείας στο σύνολο του κειµένου. Η διάρθρωση του βιβλίου είναι η εξής: Α) Το Πρώτο Κεφάλαιο αποτελείται από τρεις µείζονες ενότητες: Στην πρώτη, παρουσιάζονται τα ερµηνευτικά σχήµατα και οι θεωρητικές προσεγγίσεις για την αντιπολίτευση, όπως διατυπώθηκαν από διεθνείς θεωρητικούς επιστήµονες. Αναλύεται η έννοιά της και εντοπίζονται τα ερµηνευτικά εργαλεία και σχήµατα που αναπτύχθηκαν µε βάση την εµπειρία άλλων χωρών, ενώ διερευνάται κατά πόσο

H αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα, 1949-1963 31 προσιδιάζουν στην ελληνική περίπτωση των ετών 1949-1963 και εάν προσφέρουν δυνητικές εναλλακτικές ερµηνευτικές δυνατότητες. Στη δεύτερη ενότητα, εκτίθεται το ιστορικό, θεσµικό και διεθνές υπόβαθρο της περιόδου 1949-1963 και εντοπίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Όλα αυτά οδηγούν στην επόµενη τρίτη ενότητα του Πρώτου Κεφαλαίου, δηλαδή στην ανάλυση των κύριων ερµηνευτικών εργαλείων της παρούσας διατριβής. Αφενός, του δίπολου πολιτικό καθεστώς (µη εκλεγόµενοι φορείς πολιτικής εξουσίας) και πολιτικό σύστηµα (εκλεγόµενοι φορείς κοινοβουλευτικής λειτουργίας), το οποίο προδιέγραψε το νοµικό/θεσµικό/πολιτικό πλαίσιο µέσα στο οποίο έδρασαν οι παράγοντες του πολιτικού καθεστώτος (Στέµµα, Στρατός, Σύµµαχοι), οι πολιτικοί φορείς (πολιτικά κόµµατα) και αναπτύχθηκαν οι πολιτικοί θεσµοί (εκτελεστική και νοµοθετική εξουσία). Αφετέρου, της έννοιας του περιορισµένου κοινοβουλευτισµού, η οποία απέδωσε όχι µόνο το πλαίσιο αλλά και το περιεχόµενο του υφιστάµενου πολιτικού συστή- µατος. Η διάκριση των δύο επιπέδων (πολιτικό καθεστώς και πολιτικό σύστηµα) επέτρεψε την αντίστοιχη αντιδιαστολή ανάµεσα στους υπερθεσµικούς και θεσµικούς φορείς της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή ανάµεσα στους ανεξέλεγκτους από το εκλογικό σώµα φορείς πολιτικής εξουσίας (Στέµµα, Στρατός, Σύµµαχοι) και στους κοινοβουλευτικά ελεγχόµενους πολιτικούς φορείς (πολιτικά κόµµατα, κυβέρνηση). Στα κεφάλαια που ακολουθούν, συνοψίζονται τα εξής: Β) Στο εύτερο προσεγγίζεται η έννοια του πολιτικού καθεστώτος, µελετώνται οι επιµέρους συνιστώσες και τα ειδοποιά στοιχεία του, γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί λεπτοµερέστερα το υπόβαθρο (ιστορικό και νοµικό-θεσµικό) που προκάλεσαν την εµφάνιση και την πολιτική παγίωσή του, καθώς και το πολιτικό προφίλ και η πολιτική πρακτική των παραγόντων (Στέµµα, Στρατός, Σύµ- µαχοι) που το αποτέλεσαν. Γ) Στο Τρίτο Κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί νοητή προέκταση του δεύτερου, δίδεται ιδιαίτερη έµφαση στις διεθνείς παραµέτρους και επιρροές, που έµµεσα και καταλυτικά ενίσχυαν τις εσωτερικές

32 ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΜΕΣΘΑΝΕΩΣ πολιτικές συνθήκες και εδραίωναν περαιτέρω τον πρωτεύντα ρόλο του πολιτικού καθεστώτος. ) Στο Τέταρτο Κεφάλαιο αναλύεται το πολιτικό σύστηµα. Ειδικότερα, µελετώνται ο ρόλος της κυβέρνησης, παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη, η πολιτική ιδεολογία και τα πρωταγωνιστικά στελέχη των τριών παρατάξεων: εξιάς, Κέντρου και Αριστεράς. Επίσης, αναλύονται οι εκλογικές αναµετρήσεις της περιόδου 1949-1963 και τα εκλογικά συστήµατα που εφαρµόστηκαν µε τις πολιτικές συνέπειες που προκάλεσαν και τις αναδιατάξεις των πολιτικών δυνάµεων και του πολιτικού σκηνικού. Ε) Στο Πέµπτο Κεφάλαιο αναλύονται οι παράµετροι του περιορισµένου κοινοβουλευτισµού µέσα από το ρόλο της αντιπολίτευσης. Η ανάλυση εστιάζεται στη σχέση πολιτικού καθεστώτος/αντιπολίτευσης και πολιτικού συστήµατος/αντιπολίτευσης, καθώς και στα δοµικά και λειτουργικά στοιχεία του ρόλου της αντιπολίτευσης µέσα από την αποδοχή, ή µη, των επιµέρους εκπροσώπων της (δεξιών και αριστερών στο διάστηµα 1949-1952 και κεντρώων και αριστερών στο διάστηµα 1952-1963), από το πολιτικό καθεστώς και το πολιτικό σύστηµα. ΣΤ) Στο Έκτο Κεφάλαιο, µέσα από την ιστορική παρουσίαση του ρόλου της αντιπολίτευσης («εθνικής»-«αντεθνικής») της περιόδου 1949-1963, γίνεται µία προσπάθεια να διερευνηθούν το µέτρο και τα όρια της άσκησης αντιπολίτευσης µέσα από τα γεγονότα, τις εξελίξεις και τις συγκυρίες της συγκεκριµένης αυτής περιόδου. Τέλος, στα Συµπεράσµατα, η συρρίκνωση της πολιτικής λειτουργίας της αντιπολίτευσης, η ανισότητα των όρων και µέσων δράσης µεταξύ πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης και η µη ολοκλήρωση του ελληνικού πολιτικού συστήµατος, εστιάζονται και αναδεικνύονται ως το κεντρικό θέµα, ως η υπόθεση εργασίας, αλλά και ως η κατάληξη της παρούσας έρευνας.