Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ι. 63/2008 και Α.Κ.Ι. 1/2009 Έκθεση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με καταγγελίες για διάκριση λόγω ηλικίας στις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου 1. Μου υποβλήθηκαν δύο καταγγελίες από δημόσιους υπαλλήλους με τις οποίες υποστηρίχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 των περί Συντάξεων Νόμων του 1997 έως 2005 εμπεριέχουν απαγορευμένη με νόμο διάκριση λόγω ηλικίας και συγκεκριμένα ότι παραβιάζουν τα άρθρα 4 και 6 του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004. 1.1. Η πρώτη καταγγελία υποβλήθηκε από την κ Ν. Χ., η οποία ανέφερε ότι σύμφωνα με το άρθρο 27(1)(α) του περί Συντάξεων Νόμου, όταν κρατικός υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας και ηλικία όχι μικρότερη των 45 ετών αφυπηρετήσει οικειοθελώς πρόωρα, καταβάλλεται αμέσως σ αυτόν το εφάπαξ ποσό που δικαιούται για την υπηρεσία του, ενώ η σύνταξη παγοποιείται και του καταβάλλεται όταν συμπληρώσει την ηλικία των 55 ετών. Σύμφωνα, όμως, με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του ίδιου άρθρου, όταν παραιτείται υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση χωρίς να ικανοποιεί τους όρους της παραγράφου (α), αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία τουλάχιστον τριών ετών, αυτός παίρνει αμέσως μετά την παραίτηση του μόνο εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά το χρόνο της παραίτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας και χάνει τα δικαιώματα του σε σύνταξη για τα χρόνια που υπηρέτησε, τα οποία σε περίπτωση που είχε συμπληρώσει την ηλικία των 45 ετών θα παγοποιούνταν και θα του καταβάλλονταν στην ηλικία των 55 ετών. Η κ Χ. διευκρίνισε ότι επειδή δεν συμπλήρωσε την ηλικία των 45 ετών, εάν παραιτηθεί τώρα, που είναι ένα ενδεχόμενο το οποίο εξετάζει, θα χάσει λόγω της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα για υπηρεσία 14 ετών. 1.2. Η δεύτερη καταγγελία μου υποβλήθηκε από τον κ Ν. Μ., ο οποίος υποστήριξε ότι οι διατάξεις του άρθρου 27(1)(α) και (β), πέραν του ότι παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξάρτητα από ηλικία, παραβιάζουν και τις κοινοτικές αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της επαγγελματικής κινητικότητας γενικότερα, με την έννοια ότι το ενδεχόμενο απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αποτελεί τροχοπέδη στην άσκηση αυτών των ελευθεριών από τους εργαζόμενους.
2 2. Το άρθρο 27(1)(α) και (β) των περί Συντάξεων Νόμων του 1997 έως 2005, που ρυθμίζει το θέμα της πρόωρης οικειοθελούς αφυπηρέτησης των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, προνοεί τα εξής: «27(1)(α) Όταν κρατικός υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσία και ηλικία όχι μικρότερη των σαράντα πέντε ετών ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, υποβάλει αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση από την υπηρεσία, η οποία εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο, καταβάλλεται αμέσως σ αυτόν το εφάπαξ ποσό που δικαιούται για την υπηρεσία του, ενώ η σύνταξη παγοποιείται και καταβάλλεται αμέσως μόλις αυτός συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την έναρξη της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005.. (β) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και δεν ικανοποιεί τους άλλους όρους της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού, αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, παραιτείται από τη θέση του με άδεια του αρμόδιου οργάνου, αυτός παίρνει αμέσως μετά την παραίτηση του εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων απολαβών του κατά την ημερομηνία της παραίτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.» 2.1. Όπως και στην παράγραφο 1.2. αναφέρω, με βάση την πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση εάν η κ Χ., η οποία δεν συμπλήρωσε την ηλικία των 45 ετών, παραιτηθεί οικειοθελώς, ενδεχόμενο το οποίο εξετάζει, με κριτήριο την ηλικία της κατά το χρόνο της παραίτησης της θα χάσει τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα, που απορρέουν από το επαγγελματικό σχέδιο συνταξιοδότησης των κρατικών υπαλλήλων, για υπηρεσία 14 ετών. Η κ Χ. άρχισε να εργάζεται το 1995, αρχικά ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στη συνέχεια σε έκτακτη βάση από το 1999 έως το 2002 ως Νομικός Λειτουργός και από το 2002 ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Ο κ Μ., ο οποίος επίσης δεν συμπλήρωσε την ηλικία των 45 ετών και πιέζεται να παραιτηθεί από τη θέση του στη Νομική Υπηρεσία λόγω του διορισμού του σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα
3 χάσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα για υπηρεσία δέκα περίπου ετών. Στο παρόν στάδιο, στον κ Μ. παραχωρήθηκε άδεια άνευ απολαβών, η οποία, όμως, με βάση τα όσα έθεσε υπόψη μου δεν μπορεί να ανανεωθεί. 3. Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ως το αρμόδιο για το χειρισμό της περί συντάξεων νομοθεσίας, έθεσε υπόψη μου 1 ότι οι διατάξεις που αφορούν την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση τέθηκαν σε ισχύ, μετά από σειρά διαβουλεύσεων με την ΠΑΣΥΔΥ 2, με την ψήφιση του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού)(Αρ. 2) Νόμου, Ν.39/81, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.7.1981. Σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτού του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Συντάξεων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990, Ν.61/90, για να διασφαλίσει κάποιος δικαίωμα σε σύνταξη και εφάπαξ ποσό, θα πρέπει να έχει συμπληρώσει την ηλικία των 45 χρόνων και τουλάχιστον 5 χρόνια υπηρεσία. Σε περίπτωση, δε, που ο υπάλληλος αφυπηρετήσει χωρίς να πληρούνται αυτές οι δύο προϋποθέσεις, έχοντας όμως συμπληρώσει 3, τουλάχιστον, χρόνια υπηρεσίας, δικαιούται στην καταβολή φιλοδωρήματος ίσου με το 1/12 των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας. 3.1. Από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τέθηκε υπόψη μου ότι οι λόγοι που είχαν ωθήσει (το 1981) στον καθορισμό της ηλικίας των 45 χρόνων και υπηρεσίας 5, τουλάχιστον, χρόνων, για τη διασφάλιση δικαιώματος σε σύνταξη, όπως προκύπτουν από τα Πρακτικά της Συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου της 28 ης Ιουνίου του 1973, ήταν οι εξής. Η ύπαρξη σοβαρού προβλήματος αναφορικά με την παραμονή στην υπηρεσία επιστημονικού προσωπικού (ο αριθμός των κατόχων πανεπιστημιακού διπλώματος ή άλλου ισότιμου προσόντος, που εγκατέλειπαν τη δημόσια υπηρεσία κατά την περίοδο που συζητείτο το όλο θέμα με τη συνδικαλιστική πλευρά είχε, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάσθηκαν, αυξητική τάση 3 ), η αποχώρηση υπαλλήλων με υπηρεσία 10 έως 20 έτη θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας λόγω της απώλειας των εμπειριών που αυτοί είχαν αποκτήσει, και, υπήρχε ανησυχία ότι η παραχώρηση παγοποιημένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα αύξανε το πρόβλημα αυτό, δηλαδή τον αριθμό του επιστημονικού προσωπικού που θα εγκατέλειπε τη δημόσια υπηρεσία πρόωρα, με όλες τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις. 1 Επιστολή ημερομηνίας 12 Δεκεμβρίου 2008. 2 Η θέση της ΠΑΣΥΔΥ ήταν όπως στις περιπτώσεις παραίτησης δημοσίων υπαλλήλων πριν να συμπληρώσουν την ηλικία πρόωρης αφυπηρέτησης διατηρούν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. 3 Το 1969 10 δημόσιοι υπάλληλοι με πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν εγκατέλειψαν τη δημόσια υπηρεσία. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε το 1970 σε 16 και το 1971 σε 18.
4 3.2. Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού παραδέχεται ότι δεν υπάρχει πλέον σήμερα πρόβλημα στελέχωσης της δημόσιας υπηρεσίας με επιστημονικό προσωπικό λόγω του μεγάλου αριθμού κατόχων πανεπιστημιακών διπλωμάτων. Υποστηρίζει, εντούτοις, ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι δύο άλλοι λόγοι για τους οποίους είχε θεσπισθεί το όριο των 45 ετών για τη διασφάλιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, δηλαδή, ότι η αποχώρηση υπαλλήλων με υπηρεσία 10 έως 20 χρόνια συνεπάγεται για τη δημόσια υπηρεσία την απώλεια των εμπειριών που απέκτησαν και ότι η τυχόν παραχώρηση παγοποιημένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα αύξανε το πρόβλημα της πρόωρης εγκατάλειψης της δημόσιας υπηρεσίας από το επιστημονικό προσωπικό. 3.3. Συνοψίζοντας τη θέση του το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού υποστήριξε ότι το άρθρο 27 της περί Συντάξεων Νομοθεσίας δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με την κοινοτική ούτε με την κυπριακή νομοθεσία, καθότι ο καθορισμός της ηλικίας των 45 ετών ως ελάχιστης ηλικίας για διασφάλιση δικαιώματος σε σύνταξη, αποσκοπεί στην επίτευξη ενός θεμιτού στόχου στον τομέα της απασχόλησης και συγκεκριμένα την παραμονή των υπαλλήλων στην υπηρεσία για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με στόχο, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση των εμπειριών και των γνώσεων που αυτοί αποκτούν, με κόστος το οποίο επωμίζεται σε πολλές περιπτώσεις το κράτος. Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού πρόβαλε τα εξής τρία επιχειρήματα: 1. η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση, όπως αυτή περιγράφεται στην Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12 ης Ιουλίου 2005, διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υιοθέτηση πολιτικών που ευνοούν την παραμονή στην εργασία, 2. η Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, το περιεχόμενο της οποίας έχει εισαχθεί στην κυπριακή νομοθεσία με τον περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμο του 2004, επιτρέπει στις εθνικές κυβερνήσεις τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων λόγω ηλικίας, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων και των όρων «αμοιβής», όπως αυτός ο όρος ερμηνεύεται από το άρθρο 141 της Συνθήκης της ΕΚ (κατ επέκταση και των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων), 3. το άρθρο 8 του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004, Ν.58(Ι)/2004, διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας δε συνιστά διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 6 του ίδιου νόμου, εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως αναφορικά με την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης. Αυτή, δε, η διαφορετική μεταχείριση, μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε
5 παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. 4. Ως προς το πρώτο επιχείρημα, ότι η Ευρωπαϊκή Στρατηγική διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υιοθέτηση πολιτικών που ευνοούν την παραμονή στην εργασία, έχω να παρατηρήσω ότι στα πλαίσια αυτής της Στρατηγικής ο στόχος της παραμονής στην εργασία δεν έχει την έννοια της παραμονής στην ίδια εργασία, αλλά της διατήρησης της απασχολησιμότητας. Αυτό συνάγεται από το όλο κείμενο της Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12 ης Ιουλίου 2005, με βάση το οποίο προκύπτει ότι στόχος της υπό αναφορά στρατηγικής είναι η πλήρης απασχόληση, το ψηλό επίπεδο απασχόλησης και οι περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Οι προτεραιότητες δε που θέτει είναι, μεταξύ άλλων, η διατήρηση περισσότερων ατόμων στην αγορά εργασίας (και όχι στην ίδια εργασία) και η αύξηση της προσφοράς εργασίας 4. 4.1. Άμεσα συνδεδεμένο με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση είναι και το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για την κινητικότητα στη εργασία. Στα πλαίσια δε της προσπάθειας μείωσης των εμποδίων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων μεταξύ κρατών μελών, καθώς και την κινητικότητα στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους, και τα οποία εμπόδια δημιουργούνται από διατάξεις των συστημάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης που αφορούν τους όρους απόκτησης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τους όρους διατήρησης των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και τη δυνατότητα μεταφοράς των θεμελιωμένων δικαιωμάτων, ετοιμάσθηκε πρόταση οδηγίας σχετικά με τη βελτίωση της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης 5. 4.2. Όπως από το τροποποιημένο κείμενο 6 της υπό αναφορά πρότασης οδηγίας προκύπτει, τα κράτη μέλη θα υποχρεωθούν, όταν τεθεί σε εφαρμογή, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αποχωρούντες εργαζόμενοι διατηρούν τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα στα συστήματα συμπληρωματικής σύνταξης 7 στα οποία αυτά αποκτήθηκαν 8. Όσον αφορά τους όρους θεμελίωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που αλλάζουν εργασία προτείνεται (1) όταν απαιτείται ελάχιστο όριο ηλικίας για την 4 Παράγραφος 5 της Απόφασης. 5 Πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατ εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος της Λισσαβόνας, ημερομηνίας 20.10.2005. 6 Τροποποιημένη πρόταση της οδηγίας του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων μέσω της βελτίωσης της απόκτησης και της διατήρησης δικαιωμάτων συμπληρωματικής σύνταξης, που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 9.10.2007. 7 Ο όρος «συμπληρωματική σύνταξη» δεν έχει την έννοια που του αποδίδεται για σκοπούς εφαρμογής του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Συμπληρωματική σύνταξη κατά την έννοια της τροποποιημένης πρότασης οδηγίας (βλ. υποσημείωση 5) αποτελεί κάθε επαγγελματικό σύστημα συνταξιοδότησης που συνδέεται με εργασιακή σχέση. 8 Παράγραφος 5.
6 απόκτηση θεμελιωμένων /συνταξιοδοτικών) δικαιωμάτων από ενεργό μέλος του συστήματος, η ηλικία αυτή να μην υπερβαίνει την ηλικία των 21 ετών, και (2) όταν ορίζεται περίοδος θεμελίωσης, η περίοδος αυτή να μην υπερβαίνει το ένα έτος για ενεργούς ασφαλισμένους άνω των 25 ετών. Για ενεργούς ασφαλισμένους κάτω από την ηλικία αυτή, οι περίοδοι θεμελίωσης να μην υπερβαίνουν τα πέντε έτη 9. 4.3. Είναι προφανές ότι η πιο πάνω προτεινόμενη οδηγία στοχεύει στην αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων μέσω της βελτίωσης της απόκτησης και της διατήρησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των διακινούμενων εργαζομένων, όπως και από τον ίδιο τον τίτλο της προκύπτει 10. Θα συμφωνήσω δε με τη θέση του κ Μ. ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 του περί Συντάξεων Νόμου αποτελούν τροχοπέδη στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και επαγγελματικής κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων, λόγω του ενδεχόμενου απώλειας συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. 5. Όσον αφορά τα άλλα δύο επιχειρήματα (βλ. παρ. 3.3.) που το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού πρόβαλε στηρίζοντας τη θέση του ότι το άρθρο 27 του περί Συντάξεων Νόμου δεν έρχεται σε αντίθεση με την κυπριακή νομοθεσία, έχω να παρατηρήσω τα εξής. 5.1. Σε εθνικό επίπεδο, το γενικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας έθεσε ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμος του 2004 11, σε εναρμόνιση με την οδηγία 2000/78/ΕΚ. Δυνάμει του άρθρου 4(γ) το πεδίο εφαρμογής του υπό αναφορά νόμου εκτίνεται στις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν τις απολύσεις και τις αμοιβές. Στην έννοια της αμοιβής περιλαμβάνεται και η σύνταξη ενός υπαλλήλου που παραχωρείται με βάση επαγγελματικό σχέδιο συνταξιοδότησης 12. 5.2. Δυνάμει του άρθρου 6 απαγορεύεται ρητά οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας στην απασχόληση. Στο άρθρο 8 καθορίζονται οι υπό προϋποθέσεις επιτρεπτές αποκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξάρτητα από ηλικία. Συγκεκριμένα, στο εδάφιο (1) του άρθρου 8 ορίζεται ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από ένα θεμιτό στόχο, ιδίως δε 9 Παράγραφος 4. 10 Βλέπε υποσημείωση 5. 11 Ν.58(Ι)/2004 ο οποίος τροποποιήθηκε με τον Ν.50(Ι)/2007. 12 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι συντάξεις των υπαλλήλων ιδιαίτερης κατηγορίας εργαζομένων συνιστούν σαφώς αμοιβές εφόσον συνδέονται άμεσα με την προγενέστερη θέση εργασίας. Βλ. υποθέσεις C-7/93, C-366/99, C-351/00.
7 από θεμιτούς στόχους που αφορούν την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης των στόχων αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία. Στο εδάφιο (2), του ίδιου άρθρου, συγκεκριμενοποιείται ότι αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: Την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, τον καθορισμό ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση. 5.3. Το εδάφιο (3) του άρθρου 8, το οποία το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού επικαλέστηκε, προνοεί τα εξής: «Δε συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας στα επαγγελματικά σχέδια κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.» 5.4. Έχω την άποψη ότι η προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) του άρθρου 8 απόκλιση από την αρχή της μη διάκρισης λόγω ηλικίας δεν σχετίζεται με το θέμα που εξετάζω. Με βάση το εδάφιο (3) δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας ο καθορισμός ηλικίας ενεργοποίησης των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, δηλαδή, ο καθορισμός της ηλικίας συνταξιοδότησης. Αυτό προκύπτει τόσο από το λεκτικό του εδαφίου (3) στο οποίο γίνεται λόγος για «καθορισμό ηλικίας ένταξης και αποδοχής σε παροχές συνταξιοδότησης», όσο και από το Προοίμιο της οδηγίας 2000/78/ΕΚ στο οποίο ορίζεται ότι «η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης» 13. Αντίθετα, το θέμα που εξετάζω αφορά την ηλικία που απαιτείται να έχει ένας δημόσιος υπάλληλος κατά το χρόνο παραίτησης του, δηλαδή την ηλικία των 45 ετών, 13 Παράγραφος 14 του προοιμίου της οδηγίας 2000/78/ΕΚ.
8 προκειμένου να διασφαλίσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, τα οποία θα ενεργοποιηθούν όταν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης. Κατά συνέπεια η δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας σε σχέση με τη διασφάλιση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων όσων παραιτούνται από τη δημόσια υπηρεσία πρέπει να γίνει δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 8 (βλ. παρ. 5.2.). 5.5. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξετάζοντας σχετικές υποθέσεις έδωσε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την απαιτούμενη επαλήθευση της αιτιολόγησης του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (κατ αντιστοιχία του άρθρου 8(1) του εθνικού νόμου). Στην υπόθεση Mangold 14 ένας γερμανικός νόμος επέτρεπε να προσλαμβάνονται οι εργαζόμενοι άνω των 52 ετών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με σκοπό την ενθάρρυνση των εργοδοτών να προβαίνουν σε προσλήψεις. Το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι ο στόχος της αύξησης της απασχολησιμότητας των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων ήταν θεμιτός, αλλά ότι το μέτρο δεν τηρούσε την αρχή της αναλογικότητας, αφού είχε πολύ ευρύ πεδίο και ο στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλον τρόπο που δεν θα δημιουργούσε διακρίσεις. Στην υπόθεση Palacios 15 το ΔΕΚ έκρινε ότι οι ρυθμίσεις για την ηλικία δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογούνται ρητά για να είναι έγκυρες, αλλά ότι το υπό εξέταση μέτρο έπρεπε να είναι αντικειμενικό και να δικαιολογείται εύλογα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, από θεμιτό στόχο που συνδέεται με την πολιτική απασχόλησης και την αγορά εργασίας. 6. Η αποχώρηση μελών του επιστημονικού προσωπικού και η δυσκολία αντικατάστασης τους, που ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο θεσπίσθηκε το 1981 το ηλικιακό όριο των 45 ετών για σκοπούς διασφάλισης των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των δημοσίων υπαλλήλων που παραιτούνται, έχει εκλείψει. Αναμφίβολα σήμερα υπάρχει πλεονάζουσα προσφορά εργασίας, με εξαίρεση, ίσως, τις περιπτώσεις προσωπικού υψηλής ειδίκευσης. Από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού υποστηρίχθηκε, εντούτοις, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι δύο άλλοι λόγοι που δικαιολογούν τη διατήρηση του ορίου ηλικίας των 45 ετών, και συγκεκριμένα, το ότι (1) η αποχώρηση υπαλλήλων με υπηρεσία 10 έως 20 χρόνια συνεπάγεται για τη δημόσια υπηρεσία την απώλεια εμπειριών και (2) η τυχόν παραχώρηση παγοποιημένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα αύξανε το πρόβλημα της πρόωρης εγκατάλειψης της δημόσιας υπηρεσίας από το επιστημονικό προσωπικό. 6.1. Θα μπορούσε καταρχήν να γίνει δεκτό ότι η ανάγκη διατήρησης στη δημόσια υπηρεσία του έμπειρου επιστημονικού προσωπικού είναι ένας θεμιτός στόχος που σχετίζεται με την πολιτική στον τομέα της απασχόλησης. Όμως, το άρθρο 27 του περί Συντάξεων Νόμου δεν ρυθμίζει τις προϋποθέσεις διασφάλισης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σε περίπτωση παραίτησης μόνο του 14 C-144/04, απόφαση ημερ. 22.11.2005. 15 C-411/05, απόφαση ημερ. 16.10.2007.
9 επιστημονικού προσωπικού, αλλά όλων ανεξαίρετα των κρατικών υπαλλήλων που κατέχουν συντάξιμη θέση. Η επίμαχη, δηλαδή, ρύθμιση συμπαρασύρει και το μη επιστημονικό προσωπικό σε σχέση με το οποίο το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν εξέφρασε ανησυχία για τάση πρόωρης εγκατάλειψης της δημόσιας υπηρεσίας και απώλειας της εμπειρίας του σε περίπτωση παραχώρησης παγοποιημένων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Ας σημειωθεί ότι από το σύνολο των κρατικών υπαλλήλων το 1/3 περίπου υπάγεται στο επιστημονικό προσωπικό 16. 6.2. Ακόμα όμως και αν γίνει δεκτό ότι υπάρχει ανάγκη παραμονής στην κρατική μηχανή όλου του προσωπικού, επιστημονικού και μη, ώστε η εμπειρία που αποκτούν να αξιοποιείται, θα πρέπει να απαντηθεί αν το μέτρο επίτευξης αυτού του στόχου είναι πρόσφορο και αναγκαίο και επομένως μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 8(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου. 6.3. Με το άρθρο 27 του περί Συντάξεων Νόμου έχουν τεθεί δύο προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για σκοπούς διασφάλισης των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Αφενός απαιτείται ορισμένης διάρκειας προϋπηρεσία και αφετέρου παραμονή στη δημόσια υπηρεσία μέχρι την ηλικία των 45 ετών. Η ρύθμιση αυτή, όσον αφορά το ηλικιακό κριτήριο, πέραν του ότι αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας και της κινητικότητας των εργαζομένων (βλ. παρ. 4.1. έως 4.3.), οδηγεί και σε άδικα και παράλογα αποτελέσματα. Αν για παράδειγμα παραιτηθεί σε ηλικία 40 ετών υπάλληλος, ο οποίος είχε προσληφθεί σε ηλικία 25 ετών, θα χάσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα που πηγάζουν από το επαγγελματικό σχέδιο συνταξιοδότησης για υπηρεσία 15 ετών. Αν, όμως, παραιτηθεί σε ηλικία 45 ετών υπάλληλος, ο οποίος είχε προσληφθεί σε ηλικία 40 ετών, θα διασφαλίσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα για πολύ μικρότερης διάρκειας υπηρεσία (υπηρεσία 5 χρόνων). Η δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω ηλικίας του πρώτου υπαλλήλου σε σχέση με τον δεύτερο, θα μπορούσε να αποφευχθεί αν για τη διασφάλιση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων τους απαιτούνταν να έχουν ορισμένης διάρκειας υπηρεσία ανεξάρτητα από την ηλικία τους κατά το χρόνο της παραίτησης. 6.4. Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι το όριο ηλικίας των 45 ετών δεν είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 8(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου. 16 Με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό του 2008 το σύνολο των οργανικών συντάξιμων θέσεων ανέρχεται σε 35.315. Με βάση δε στοιχεία του 2007 ο αριθμός των κρατικών υπαλλήλων που κατέχουν θέση επιστημονικού προσωπικού είναι 10.863 περίπου.
10 6.5. Επειδή η πιο πάνω απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας τίθεται με νόμο διαβιβάζω την Έκθεση μου στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 39(1) του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004 για τις δικές του ενέργειες ώστε η διάκριση να εξαλειφθεί με σχετική νομοθετική τροποποίηση. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 4 Ιουνίου 2009 ΕΣ/