Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης Νίκος Κουτσιαράς σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Mankiw, N.G. και M. Taylor,(2017) Οικονομική, 3η Έκδοση, 2ος Τόμος, Εκδόσεις Τζιόλα, Αθήνα Acemoglu, D., Laibson, D., List J.A., (2015) Μακροοικονομική, Κριτική, Αθήνα Burda, M. - Wyplosz, Ch., (2007) Ευρωπαϊκή Μακροοικονομική, Τόμος Α, Gutenberg, Αθήνα Krugman, P. - Wells, R., (2009) Μακροοικονομική, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη Samuelson, P. - Nordhaus, W. (2000) Οικονομική, Τόμος Β, Παπαζήσης, Αθήνα Stiglitz, J. E. - Walsh,C. E. (2009) Αρχές της Μακροοικονομικής, Παπαζήσης, Αθήνα
Σύμφωνα με την βασική μακροοικονομική ταυτότητα, σε μια κλειστή οικονομία το συνολικό προϊόν (Y) ισούται με την κατανάλωση (C), την επένδυση (I) και τις δημόσιες δαπάνες (G). Δηλαδή: Y = C + I+ G (1) Αφαιρώντας τα C και G από τα δύο σκέλη της εξίσωσης έχουμε: Y -C- G = (C-C) + (G-G) + I Y- C - G = I (2) Το αριστερό σκέλος της εξίσωσης είναι η εθνική αποταμίευση (S) και ορίζεται ως το εισόδημα που απομένει στην οικονομία, αν από το συνολικό εισόδημα αφαιρέσουμε την κατανάλωση και τις δημόσιες δαπάνες. Δηλαδή: S = I Σε μια κλειστή οικονομία, η αποταμίευση είναι πάντοτε με την επένδυση.
Ξαναγράφουμε την σχέση (2): Y- C - G = I (2) Προσθέτουμε και αφαιρούμε τους φόρους (Τ) στο αριστερό σκέλος της εξίσωσης: (Y C T ) + (T G ) = I (3) Η πρώτη παρένθεση είναι η ιδιωτική αποταμίευση και ισούται με το εισόδημα που απομένει στα νοικοκυριά μετά την κατανάλωση και την πληρωμή των φόρων. Η δεύτερη παρένθεση είναι η δημόσια αποταμίευση και ισούται με τα φορολογικά έσοδα που απομένουν στο κράτος αν αφαιρέσουμε από αυτά τις δημόσιες δαπάνες. Αν (T-G) > 0 Πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό Αν (T-G)> 0 Έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό Επομένως, η επένδυση σε μια κλειστή οικονομία ισούται με το άθροισμα της ιδιωτικής και της δημόσιας αποταμίευσης. (Y C T ) + (T G ) = I
Η συνάρτηση κατανάλωσης μπορεί να διατυπωθεί με την ακόλουθη μορφή: C=a + c (Y-Τ) Όπου C η κατανάλωση, a η αυτόνομη κατανάλωση, c η οριακή ροπή προς κατανάλωση, Υ το εισόδημα και Τ οι φόροι. Η αυτόνομη κατανάλωση δεν εξαρτάται από το εισόδημα. Τα άτομα καταναλώνουν αγαθά και υπηρεσίες αξίας a (αυτόνομη κατανάλωση), ακόμα και όταν το εισόδημά τους είναι μηδέν. Η οριακή ροπή προς κατανάλωση (c) είναι η αύξηση της κατανάλωσης που προκαλείται από μια πρόσθετη χρηματική μονάδα διαθέσιμου εισοδήματος. Η οριακή ροπή προς κατανάλωση μπορεί να λάβει τις ακόλουθες τιμές: 0<c<1 Όταν αυξάνεται το εισόδημα των ατόμων κατά μία χρηματική μονάδα, τότε η κατανάλωση αυξάνεται κατά c, ενώ το υπόλοιπο ποσό (1-c) αποταμιεύεται. Η κατανομή του διαθέσιμου εισοδήματος μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης εξαρτάται, κυρίως, από το επιτόκιο. Όσο υψηλότερο (χαμηλότερο) είναι το επιτόκιο τόσο μεγαλύτερο είναι ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που αποταμιεύεται (καταναλώνεται).
Διάγραμμα 4.1 Η συνάρτηση κατανάλωσης C (κατανάλωση) ΔC a: αυτόνομη κατανάλωση ΔY Οριακή ροπή προς κατανάλωση: c = ΔC/ΔY Y-T(διαθέσιμο εισόδημα)
Το διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο είναι το εισόδημα που απομένει στα νοικοκυριά μετά την αφαίρεση των φόρων. Το μόνιμο εισόδημα, το οποίο είναι το μέσο μακροχρόνιο εισόδημα που τα άτομα προσδοκούν να κερδίσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η κατανάλωση εξαρτάται, κυρίως, από το μόνιμο εισόδημα και όχι τόσο από το τρέχον (Milton Friedman). Τα άτομα, μέσω της αποταμίευσης και του δανεισμού, περιορίζουν τις διακυμάνσεις του εισοδήματός τους, συνεπώς και της κατανάλωσης, κατά τη διάρκεια της ζωής τους (υπόθεση του κύκλου ζωής-franco Modigliani και Albert Ando). Ο πλούτος των νοικοκυριών, ο οποίος μπορεί να έχει τη μορφή ρευστών χρηματικών διαθεσίμων, πάγιων περιουσιακών στοιχείων και χρηματοοικονομικών προϊόντων, επηρεάζει θετικά την κατανάλωση για κάθε δεδομένο επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος. Το επιτόκιο, επηρεάζει την κατανομή του διαθέσιμου εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης. Μια άνοδος (πτώση) του επιτοκίου μειώνει (αυξάνει) την κατανάλωση και αυξάνει (μειώνει) την αποταμίευση, για κάθε επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος. Η πρόσβαση στο δανεισμό. Όσο ευκολότερη είναι η πρόσβαση των ατόμων σε δανειακά κεφάλαια τόσο περισσότερο αυξάνεται η κατανάλωση για κάθε δεδομένο επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος. Η πρόσβαση στο δανεισμό, ιδίως στην καταναλωτική πίστη, εξαρτάται από το επιτόκιο και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι κυριότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της επένδυσης είναι οι ακόλουθοι: Το επιτόκιο: Αρκετά συχνά οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οπότε καταφεύγουν στον δανεισμό. Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος δανεισμού για την επιχείρηση και, κατ' επέκταση, τόσο λιγότερα είναι τα κερδοφόρα επενδυτικά προγράμματα. Ακόμη, όμως, κι αν η επιχείρηση διαθέτει το ποσό που απαιτείται για την επένδυση, έχει την επιλογή, αντί να πραγματοποιήσει την επένδυση, να τοποθετήσει το ποσό στην αγορά τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων. Και σε αυτήν την περίπτωση το ύψος του επιτοκίου παίζει ρόλο, καθώς όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο των τοκοφόρων περιουσιακών στοιχείων, τόσο λιγότερο ελκυστική καθίσταται η επένδυση. Το επιτόκιο, επομένως, εκφράζει το κόστος ευκαιρίας του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η επένδυση είναι αρνητική συνάρτηση του επιτοκίου. Η τεχνολογία παραγωγής: Για να επενδύσει η επιχείρηση μια πρόσθετη μονάδα κεφαλαίου θα πρέπει η αξία του επιπλέον προϊόντος που θα παραχθεί από την σχεδιαζόμενη επένδυση να είναι μεγαλύτερη από το κόστος της. Η αξία του επιπλέον προϊόντος είναι συνάρτηση της τεχνολογίας παραγωγής και της τιμής του προϊόντος, ενώ το κόστος της επένδυσης εξαρτάται από το επιτόκιο.
Οι κυριότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της επένδυσης είναι οι ακόλουθοι: Ο λόγος q του Tobin, ο οποίος ορίζεται ως εξής: q = Τιμή αγοράς εγκατεστημένου κεφαλαίου Κόστος αντικατάστασης του εγκατεστημένου κεφαλαίου Ο αριθμητής του q του Tobin είναι η αξία της επιχείρησης όπως τιμολογείται στο χρηματιστήριο, ενώ ο παρανομαστής είναι το σύνολο της δαπάνης που απαιτείται για την αντικατάσταση όλου του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της επιχείρησης. Όταν το q του Tobin είναι μεγαλύτερο της μονάδας, τότε το εγκατεστημένο κεφάλαιο στην υπάρχουσα επιχείρηση έχει μεγαλύτερη αξία από το κόστος αγοράς καινούργιου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και ίδρυσης μιας νέας επιχείρησης. Έτσι, οι επιχειρηματίες θα έχουν συμφέρον να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις, αγοράζοντας καινούριο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
Αποθέματα ονομάζονται τα προϊόντα που κρατούνται αποθηκευμένα, προκειμένου είτε να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή είτε να πωληθούν. Η επένδυση σε αποθέματα ισούται με τη μεταβολή των αποθεμάτων σε μια χρονική περίοδο. Οι επιχειρήσεις θεωρούν επικερδέστερο να παράγουν με έναν σχετικά σταθερό ρυθμό παρά να αυξομειώνουν την παραγωγή τους ανάλογα με τις πωλήσεις. Ως εκ τούτου, σε περιόδους μείωσης των πωλήσεων προσθέτουν στα αποθέματά τους το πλεονάζον προϊόν και αντίστοιχα σε περιόδους αύξησης των πωλήσεων ρευστοποιούν μέρος των αποθεμάτων τους. Όταν η οικονομία εισέρχεται σε φάση κάμψης ή απλώς επιβραδύνεται, τα αποθέματα συνήθως αυξάνονται, χωρίς να το επιδιώκουν οι επιχειρήσεις. Τα εμπορικά καταστήματα, για παράδειγμα, στηρίζουν τις παραγγελίες τους στις προσδοκώμενες πωλήσεις εάν αυτές δεν πραγματοποιηθούν, το απούλητο εμπόρευμα προστίθεται στα αποθέματά τους. Αυτή η μη- σκόπιμη αύξηση των αποθεμάτων μπορεί πολύ γρήγορα να επηρεάσει την παραγωγή, καθώς τα καταστήματα αντιδρούν μειώνοντας τις παραγγελίες τους στα εργοστάσια. Οι μικρότερες παραγγελίες, με τη σειρά τους, οδηγούν γρήγορα σε μείωση της παραγωγής. Η μείωση της παραγωγής που σημειώνεται όταν οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τα αποθέματά τους σε κανονικές διαστάσεις αναφέρεται ως διόρθωση των αποθεμάτων (inventory corrections), ενώ οι κυκλικές μεταβολές που προκαλούνται στα αποθέματα αποκαλούνται κύκλοι αποθεμάτων (inventory cycles). Stiglitz, J. E., Walsh,C. E. (2009) Αρχές της Μακροοικονομικής, Παπαζήσης, Αθήνα, σελ.482-483.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα: θεσμοί που μεσολαβούν μεταξύ της αποταμίευσης ενός ατόμου και της επένδυσης ενός άλλου. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της οικονομίας Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της οικονομίας μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες: τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Χρηματοπιστωτικές αγορές: Είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω των οποίων οι αποταμιευτές μπορούν να παρέχουν άμεσα τα κεφάλαιά τους στους δανειζόμενους. Αγορά ομολόγων: Το ομόλογο είναι ένα πιστοποιητικό οφειλής. Καθορίζει πότε πρέπει να αποπληρωθεί το δάνειο, δηλαδή την ημερομηνία λήξης, και τους τόκους που καταβάλλονται περιοδικά (κουπόνι ή τοκομερίδιο) μέχρι τη λήξη του δανείου. Ο αγοραστής του ομολόγου μπορεί να το κρατήσει έως τη λήξη του ή να το πωλήσει νωρίτερα στην αγορά ομολόγων. Μεταξύ της τιμής του ομολόγου και της απόδοσής του υφίσταται αρνητική σχέση. Αγορά μετοχών: Η μετοχή αντιπροσωπεύει ιδιοκτησία μέρους μιας επιχείρησης και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα στα μελλοντικά κέρδη της. Η τιμή κάθε μετοχής προσδιορίζεται από την προσφορά και τη ζήτησή της στο χρηματιστήριο. Είναι θετική συνάρτηση των προσδοκιών κερδοφορίας της επιχείρησης.
Διαφορές μεταξύ ομολόγου και μετοχής Ο κάτοχος μετοχών μίας επιχείρησης είναι ιδιοκτήτης ενός μέρους της επιχείρησης, ενώ ο κάτοχος ενός ομολόγου που έχει εκδώσει μία επιχείρηση θεωρείται πιστωτής αυτής. Αν η επιχείρηση είναι κερδοφόρα, ο κάτοχος μετοχών έχει όφελος που προκύπτει από την είσπραξη υψηλότερου μερίσματος, ενώ ο κάτοχος του ομολόγου λαμβάνει το ίδιο ποσό περιοδικά ανεξάρτητα από την κερδοφορία της επιχείρησης. Οι κάτοχοι των ομολόγων θα λάβουν το ποσό που αναγράφεται σε αυτά, ανεξάρτητα από το αν η επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Αντιθέτως, οι μέτοχοι υφίστανται απώλειες, όταν η τιμή της μετοχής μειώνεται. Οι μετοχές εμπεριέχουν υψηλότερο κίνδυνο σε σχέση με τα ομόλογα.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της οικονομίας Χρηματοοικονομικοί διαμεσολαβητές: Είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω των οποίων οι αποταμιευτές μπορούν έμμεσα να προσφέρουν κεφάλαια στους δανειζόμενους. Τράπεζες: Είναι οι πιο γνωστοί χρηματοοικονομικοί διαμεσολαβητές. Συγκεντρώνουν καταθέσεις από αυτούς που επιθυμούν να αποταμιεύσουν και τις χορηγούν ως δάνεια σε εκείνους που θέλουν να δανειστούν. Οι τράπεζες καταβάλλουν τόκο στους καταθέτες βάσει του επιτοκίου καταθέσεων που καθορίζουν και εισπράττουν τόκο από τους δανειζόμενους βάσει του επιτοκίου δανεισμού. Το κέρδος τους προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στον τόκο που εισπράττουν από τους δανειζόμενους και στον τόκο που καταβάλλουν στους καταθέτες. Επενδυτικά κεφάλαια: Τα επενδυτικό κεφάλαιο είναι θεσμοί που πωλούν μετοχές στους συναλλασσόμενους και χρησιμοποιούν τα ποσά που εισπράττουν για να συνθέσουν ένα χαρτοφυλάκιο, αγοράζοντας μετοχές ή/και ομόλογα διαφόρων κατηγοριών.
Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα Χρηματοπιστωτικές αγορές Χρηματοοικονομικοί διαμεσολαβητές Αγορά ομολόγων Αγορά μετοχών Τράπεζες Επενδυτικά κεφάλαια
Η αγορά δανειακών κεφαλαίων δίνει απαντήσεις στα εξής ερωτήματα: Πώς συντονίζει την αποταμίευση και την επένδυση της οικονομίας το χρηματοπιστωτικό σύστημα ; Ποιες είναι οι επιδράσεις στην αποταμίευση και την επένδυση από την άσκηση συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών; Η προσφορά και η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων Προσφορά δανειακών κεφαλαίων: Η προσφορά δανειακών κεφαλαίων προέρχεται από εκείνους που έχουν περίσσευμα εισοδήματος το οποίο, μέσω της αποταμίευσης, το διαθέτουν προς δανεισμό. Η αποταμίευση είναι η πηγή της προσφοράς δανειακών κεφαλαίων. Ζήτηση δανειακών κεφαλαίων: Η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων προέρχεται από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να δανειστούν προκειμένου να κάνουν επενδύσεις. Η επένδυση είναι η πηγή της ζήτησης για δανειακά κεφάλαια.
Η προσφορά και η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων Ο ρόλος του επιτοκίου (r): Το επιτόκιο είναι η τιμή ενός δανείου. Προσδιορίζει το ποσό (τόκο) που καταβάλλουν οι δανειζόμενοι και το ποσό που εισπράττουν οι δανειστές από τη δανειοδότηση των αποταμιεύσεών τους. Καμπύλη ζήτησης δανειακών κεφαλαίων: Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο τόσο αυξάνεται το κόστος του δανεισμού. Επομένως, υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ επιτοκίου και ζητούμενης ποσότητας δανειακών κεφαλαίων. Η καμπύλη ζήτησης δανειακών κεφαλαίων έχει αρνητική κλίση. Καμπύλη προσφοράς δανειακών κεφαλαίων: Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο υψηλότερος είναι ο τόκος που εισπράττουν οι αποταμιευτές. Επομένως, υπάρχει θετική σχέση μεταξύ επιτοκίου και προσφερόμενης ποσότητας δανειακών κεφαλαίων. Η καμπύλη προσφοράς δανειακών κεφαλαίων έχει θετική κλίση.
επιτόκιο Υπερβάλλουσα προσφορά δανειακών κεφαλαίων Προσφορά δανειακών κεφαλαίων (S) r* Α Επιτόκιο ισορροπίας Υπερβάλλουσα ζήτηση δανειακών κεφαλαίων Ζήτηση δανειακών κεφαλαίων (D) Κ* Ποσότητα δανειακών κεφαλαίων ισορροπίας Δανειακά κεφάλαια Το επιτόκιο προσαρμόζεται, έτσι ώστε η ζητούμενη ποσότητα δανειακών κεφαλαίων να ισούται με την προσφερόμενη ποσότητα δανειακών κεφαλαίων. Για r > r* έχουμε υπερβάλλουσα προσφορά δανειακών κεφαλαίων η οποία ασκεί πτωτική πίεση στο επιτόκιο. Για r < r* έχουμε υπερβάλλουσα ζήτηση δανειακών κεφαλαίων, η οποία ασκεί ανοδική πίεση στο επιτόκιο.
Περίπτωση πολιτικής τόνωσης της αποταμίευσης μέσω επιβολής ενός φόρου κατανάλωσης ή παροχής φορολογικών κινήτρων στους αποταμιευτές r Διάγραμμα 4.5: Φόροι και αποταμίευση S κ S κ 2. προκαλώντας μείωση του επιτοκίου ισορροπίας r* r* Α Β 1. Τα φορολογικά κίνητρα για αποταμίευση αυξάνουν την προσφερόμενη ποσότητα δανειακών κεφαλαίων σε κάθε ύψος επιτοκίου D κ Κ* Κ * 3. η οποία με την σειρά της αυξάνει την ποσότητα δανειακών κεφαλαίων ισορροπίας. Κ
Περίπτωση πολιτικής τόνωσης της επενδυτικών κινήτρων (π.χ. φορολογικά κίνητρα προσέλκυσης επενδύσεων) Διάγραμμα 4.6: Φόροι και αποταμίευση r S k 2. προκαλώντας αύξηση του επιτοκίου ισορροπίας r * r* Α B 1. Τα φορολογικά κίνητρα αυξάνουν την ζητούμενη ποσότητα δανειακών κεφαλαίων σε κάθε ύψος επιτοκίου D k D k Κ* Κ * 3. η οποία με την σειρά της αυξάνει τα δανειακά κεφάλαια ισορροπίας. K
Δημοσιονομικό έλλειμμα έχουμε όταν οι δημόσιες δαπάνες υπερβαίνουν τα φορολογικά έσοδα (G > T ) Το κράτος χρηματοδοτεί το δημόσιο έλλειμμα μέσω δανεισμού στην αγορά ομολόγων. Η συσσώρευση όλων των παλαιότερων δημοσιονομικών ελλειμμάτων μάς δίνει το δημόσιο χρέος. Όταν το κράτος δανείζεται για να χρηματοδοτήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, αντλεί πόρους από την συνολική προσφορά δανειακών κεφαλαίων μειώνοντας τα διαθέσιμα προς δανεισμό κεφάλαια για την ιδιωτική επένδυση. Σε κάθε ύψος επιτοκίου η προσφερόμενη ποσότητα δανειακών κεφαλαίων είναι τώρα μικρότερη. Η καμπύλη προσφοράς δανειακών κεφαλαίων μετατοπίζεται προς τα πάνω και αριστερά. Το επιτόκιο ισορροπίας αυξάνεται και η ποσότητα δανειακών κεφαλαίων ισορροπίας μειώνεται. Η αύξηση του δημόσιου δανεισμού προκαλεί εκτοπισμό της ιδιωτικής επένδυσης.
Περίπτωση που η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης οδηγεί σε δημοσιονομικό έλλειμμα Διάγραμμα 4.7: εκτοπισμός του ιδιωτικού τομέα S k r 2. αυξάνοντας το επιτόκιο ισορροπίας r 2 r 1 B A S k 1. Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώνει την προσφορά δανειακών κεφαλαίων D k K 2 K 1 3. και μειώνοντας την ποσότητα δανειακών κεφαλαίων ισορροπίας K
Η πολιτική που εφαρμόζει μια κυβέρνηση σχετικά με την παροχή κινήτρων για αποταμίευση ή κατανάλωση, πρέπει ναλαμβάνει υπόψη της την κατάσταση στην οποία ισορροπεί η οικονομία. Ειδικότερα: Όταν η οικονομία χαρακτηρίζεται από δυναμική αναποτελεσματικότητα, τότε είναι προτιμότερο για την κυβέρνηση να παρέχει κίνητρα για μείωση της αποταμίευσης, καθώς το απόθεμα κεφαλαίου είναι ήδη υψηλό και, λόγω του νόμου της φθίνουσας απόδοσης, το οριακό προϊόν του θα είναι μικρό. Η μείωση της αποταμίευσης στο παρόν θα αυξήσει τόσο την τρέχουσα όσο και την μελλοντική κατανάλωση, εφόσον η μείωση του ρυθμού συσσώρευσης κεφαλαίου θα αυξήσει μελλοντικά το οριακό του προϊόν. Όταν η οικονομία είναι δυναμικά αποτελεσματική, είναι προτιμότερο για την κυβέρνηση να παρέχει κίνητρα για αύξηση της αποταμίευσης. Το απόθεμα κεφαλαίου είναι μικρό, άρα το οριακό προϊόν είναι υψηλό. Η αύξηση της αποταμίευσης θα αυξήσει την επένδυση και το προϊόν και την μελλοντική κατανάλωση. Συμπερασματικά, η κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόζει πολιτικές που θα καθοδηγούν την οικονομία μακριά από τις δύο ακραίες καταστάσεις. Στην ανάλυση της ανοικτής οικονομίας, η παραπάνω συζήτηση αναδεικνύει ευκρινέστερα (και ρεαλιστικότερα) τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει μία κυβέρνηση.
Η Ρικαρντιανή ισοδυναμία Μια μείωση των φόρων αυξάνει πάντα την τρέχουσα κατανάλωση; Τι θα συμβεί αν μια μείωση των φόρων προκαλέσει έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό; Σύμφωνα με τις υποθέσεις του κύκλου ζωής του Franco Modigliani και του μόνιμου εισοδήματος του Milton Friedman, η τρέχουσα κατανάλωση εξαρτάται από τη μελλοντική εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι καταναλωτές, έχοντας στραμμένο το βλέμμα τους στο μέλλον, αντιλαμβάνονται ότι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος στο παρόν, εξαιτίας της μείωσης των φόρων, συνεπάγεται αύξηση των μελλοντικών φόρων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος. Δηλαδή, οι καταναλωτές δεν θα αυξήσουν την τρέχουσα κατανάλωση, αλλά θα αποταμιεύσουν μέρος του επιπλέον διαθέσιμου εισοδήματός τους προκειμένου να το διατηρήσουν διαχρονικά σταθερό. Συνεπώς, η μείωση της φορολογίας που χρηματοδοτείται με δανεισμό αφήνει ανεπηρέαστη την τρέχουσα κατανάλωση, καθώς η μείωση της φορολογίας στο παρόν ισοδυναμεί με αύξησή της στο μέλλον (Ρικαρντιανή ισοδυναμία).
2006 2007 2008 2009 2010 2011 2012 2013 Διάγραμμα 4.7: Η Ρικαρντιανή ισοδυναμία στην Ελλάδα 2006-2013 15 10 5 0-5 Κθαρός δανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών (% ΑΕΠ) Καθαρός δανεισμός γενικής κυβέρνησης (%ΑΕΠ) -10-15 -20 Πηγή: ΟΟΣΑ