Κοινωνική Ψυχολογία Διδάσκουσα: Δέσποινα - Δήμητρα Ρήγα
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 η : Σκοπός της Κοινωνικής Ψυχολογίας Ορισμός: Η Κοινωνική Ψυχολογία έχει οριστεί ως «η επιστημονική διερεύνηση σχετικά με το πώς οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές των ατόμων επηρεάζονται από την πραγματική, φανταστική ή υπαινισσόμενη παρουσία άλλων» (G. W. Allport)
Μελετά τη συμπεριφορά των ανθρώπων γιατί η συμπεριφορά μπορεί να παρατηρηθεί και να μετρηθεί. Ωστόσο το νόημα που προσδίδεται στη συμπεριφορά είναι ζήτημα θεωρητικής προσέγγισης. Μελετά τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις, τις στάσεις, τις προθέσεις και τους στόχους. Αυτά δεν είναι παρατηρήσιμα, όμως μπορούν να εξαχθούν έμμεσα μέσω την παρατήρησης της συμπεριφοράς.
Αυτό που κάνει την Κοινωνική Ψυχολογία «κοινωνική» είναι ότι ασχολείται με το πώς τα άτομα επηρεάζονται από άλλα άτομα που είναι παρόντα σε φυσική παρουσία ή που είναι φανταστικά παρόντα ή η παρουσία τους υπονοείται. Η Κοινωνική Ψυχολογία είναι επιστήμη γιατί χρησιμοποιεί την επιστημονική μέθοδο για να κατασκευάσει και να ελέγξει θεωρίες.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας Η επιστήμη χρησιμοποιεί υποθέσεις προβλέψεις που βασίζονται σε προηγούμενη γνώση, προσωπική εμπειρία ή άτυπη παρατήρηση. Γίνεται εμπειρικός έλεγχος που διαψεύδει ή επιβεβαιώνει τις υποθέσεις και άρα είτε τροποποιείται/ καταρρίπτεται η θεωρία είτε επιβεβαιώνεται η θεωρία και έτσι αυξάνεται η εμπιστοσύνη μας για τη συγκεκριμένη θεωρία.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Ορισμός: Το πείραμα αποτελεί μια παρέμβαση με τη μορφή χειρισμού μιας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών και στη συνέχεια τη μέτρηση της επίδρασης αυτού του χειρισμού σε μια ή περισσότερες εξαρτημένες μεταβλητές. Οι ανεξάρτητες μεταβλητές είναι τα χαρακτηριστικά μιας κατάστασης που αλλάζουν από μόνα τους ή από τον ερευνητή. Οι εξαρτημένες μεταβλητές αλλάζουν ως συνέπεια αλλαγών στην ανεξάρτητη μεταβλητή.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Σύγχυση: Είναι η κατάσταση όπου δύο ή περισσότερες ανεξάρτητες μεταβλητές διακυμαίνονται μαζί με τέτοιον τρόπο που είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς ποια προκάλεσε το αποτέλεσμα. Γι αυτό τον λόγο, θα πρέπει οι συνθήκες να είναι ίδιες στις δύο ομάδες, την ομάδα ελέγχου και την πειραματική ομάδα.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Εργαστηριακό πείραμα: Διεξάγεται στο εργαστήριο ώστε να είναι εφικτό να ελεγχθούν όσο πιο πολλές παρεμβαλλόμενες μεταβλητές. Ο στόχος είναι να απομονωθεί και να γίνει χειρισμός σε μια μόνο όψη μιας μεταβλητής, που ίσως δε προκύπτει εκτός εργαστηρίου. Τα εργαστηριακά πειράματα είναι προορισμένα να δημιουργήσουν τεχνητές συνθήκες.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Τα εργαστηριακά πειράματα μας επιτρέπουν να εδραιώσουμε σχέσεις αιτίου-αιτιατού μεταξύ των μεταβλητών. Ωστόσο, επειδή οι συνθήκες είναι τεχνητές σε υψηλό βαθμό, τα εργαστηριακά ευρήματα δε μπορούν να γενικευτούν άμεσα στις λιγότερο καθαρές συνθήκες που υφίστανται στον «πραγματικό» κόσμο.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Επομένως, τα εργαστηριακά πειράματα έχουν χαμηλή εξωτερική εγκυρότητα εγκόσμιου ρεαλισμού (δηλαδή, στο κατά πόσο όμοιες είναι οι συνθήκες με αυτές του πραγματικού κόσμου) και υψηλή εσωτερική εγκυρότητα ή πειραματικό ρεαλισμό (δηλαδή, οι χειρισμοί είναι ακριβείς και έχουν νόημα για τους συμμετέχοντες)
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Τα εργαστηριακά πειράματα είναι επιρρεπή σε κάποια είδη σφαλμάτων. Την επίδραση υποκειμένων: Αυτό σημαίνει ότι μπορεί η συμπεριφορά των συμμετεχόντων να αποτελεί πιο πολύ τεχνητό προϊόν του πειράματος παρά φυσική ανταπόκριση. Επίδραση πειραματικών απαιτήσεων: Πολλές φορές οι συμμετέχοντες επειδή ξέρουν ότι αποτελούν μέρος ενός πειράματος (ενσυναίσθηση αξιολόγησης) δρουν με βάση την κοινωνική επιθυμητότητα, δηλαδή θέλουν να προβάλουν την καλύτερη δυνατή εικόνα του εαυτού τους.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Η επίδραση του πειραματιστή: Ο πειραματιστής συχνά γνωρίζει την υπόθεση και μπορεί να κάνει νύξεις άθελά του που θα προκαλέσουν τους συμμετέχοντες να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό μπορεί να λυθεί με μια διπλά τυφλή διαδικασία, κατά την οποία ο πειραματιστής δε γνωρίζει ποια πειραματική συνθήκη διεξάγεται.
Μέθοδοι Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Πείραμα Πείραμα πεδίου: Σε αντίθεση με το εργαστηριακό πείραμα, λαμβάνει χώρα σε πιο νατουραλιστικά περιβάλλοντα, εκτός εργαστηρίου. Τα πειράματα πεδίου έχουν υψηλή εξωτερική εγκυρότητα, δηλαδή γίνονται και πραγματικές συνθήκες και μπορούν να γενικευτούν πιο εύκολα, ενώ οι συμμετέχοντες είναι ανυποψίαστοι. Όμως, έχουν χαμηλή εσωτερική εγκυρότητα, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να γίνει έλεγχος πάνω σε εξωγενείς μεταβλητές ή να γίνουν ακριβείς μετρήσεις.
Μη πειραματικές μέθοδοι Το πείραμα είναι η προτιμώμενη μέθοδος έρευνας, όμως πολλές φορές για ηθικούς και πρακτικούς λόγους δεν είναι εφικτό να γίνει. Άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην Κοινωνική Ψυχολογία είναι: η αρχειακή έρευνα, η μελέτη περιπτώσεων, η δημοσκοπική έρευνα και οι μελέτες πεδίου
Μη πειραματικές μέθοδοι Αρχειακή έρευνα: Ο ερευνητής συγκεντρώνει δεδομένα που έχουν συλλεχθεί από άλλους. Συχνά χρησιμοποιούνται για να γίνουν συγκρίσεις σε διαφορετικά έθνη, αλλά μπορεί σαν μέθοδος να είναι αναξιόπιστη γιατί ο ερευνητής μπορεί να είναι μεροληπτικός ως προς τη συλλογή των στοιχείων. Μελέτη περίπτωσης: Επιτρέπει τη σε βάθος ανάλυση μιας μεμονωμένης περίπτωσης (ατόμου, ομάδας) ή ενός μεμονωμένου γεγονότος. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν συνεντεύξεις ή να δοθούν ερωτηματολόγια. Αν και χρήσιμη μέθοδος για ασυνήθιστα φαινόμενα, τα ευρήματα μπορεί να είναι προβληματικά λόγω σφαλμάτων μεροληψίας και προβλήματος γενίκευσης.
Μη πειραματικές μέθοδοι Δημοσκοπική έρευνα: Μπορεί να περιλαμβάνει συνεντεύξεις ή ερωτηματολόγια. Χρησιμοποιείται για να συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός δεδομένων από μεγάλο πληθυσμό, οπότε η γενίκευση δεν αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο μπορεί να υπάρχουν προβλήματα μεροληψίας από πλευράς ερευνητή και συμμετεχόντων και συναίσθηση αξιολόγησης. Τα ανώνυμα ερωτηματολόγια μπορεί να ελαχιστοποιήσουν το σφάλμα μεροληψίας.
Μη πειραματικές μέθοδοι Μελέτες πεδίου: Η μελέτη πεδίου είναι όπως το πείραμα πεδίου μόνο που δεν υπάρχει παρέμβαση ή χειρισμός. Περιλαμβάνει την παρατήρηση, καταγραφή και κωδικοποίηση της συμπεριφοράς καθώς συμβαίνει. Ο παρατηρητής είναι συνήθως μη παρεμβατικός και «αόρατος». Οι μελέτες πεδίου είναι ιδανικές για τη διερεύνηση της αυθόρμητης συμπεριφοράς στο φυσικό περιβάλλον, αλλά είναι επιρρεπείς σε σφάλματα μεροληψίας, έλλειψη αντικειμενικότητας, χαμηλή γενικευσιμότητα.
Ερευνητική Δεοντολογία Οι ερευνητές κοινωνικοί ψυχολόγοι, όπως όλοι οι ερευνητές αντιμετωπίζουν συχνά ηθικά ζητήματα. Γι αυτό έχει οριστεί από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία ένα σύνολο αρχών για την ηθική διεξαγωγή των ερευνών: Σωματική ακεραιότητα συμμετεχόντων: Είναι ανήθικο να εκτίθενται οι άνθρωποι σε σωματικό κίνδυνο.
Ερευνητική Δεοντολογία Σεβασμός στην ιδιωτικότητα: Ικανοποιείται διασφαλίζοντας ότι τα δεδομένα που λαμβάνονται από τα άτομα είναι απολύτως εμπιστευτικά. Δηλαδή μόνο ο ερευνητής γνωρίζει ποιος είπε ή έκανε τι. Η προσωπική ταυτοποίηση αφαιρείται από τα δεδομένα (ανωνυμία), η ανακοίνωση των ευρημάτων γίνεται με μέσους όρους και τα δεδομένα που δεν είναι πλέον χρήσιμα καταστρέφονται.
Ερευνητική Δεοντολογία Χρήση εξαπάτησης: Ένα μεγάλο μέρος των πειραμάτων απαιτεί εξαπάτηση των συμμετεχόντων, δηλαδή να είναι ανυποψίαστοι ώστε νε διερευνηθεί η αυθόρμητη συμπεριφοράς τους. Αν και έχει προταθεί να γίνεται χρήση υπόδυσης ρόλων ή προσομοιώσεων, αυτό δεν είναι εφικτό παρά σπάνια. Η εξαπάτηση των κοινωνικών πειραμάτων είναι επουσιώδης και κανείς δεν έχει δείξει ακόμα τις οποιεσδήποτε μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις από τη χρήση της εξαπάτησης. Είναι μια αναγκαία απόκρυψη πληροφοριών και ένα αναγκαίο τέχνασμα.
Ερευνητική Δεοντολογία Συγκατάθεση μετά από απλή ενημέρωση: Ένας τρόπος προστασίας των δικαιωμάτων των ατόμων στα πειράματα είναι να αποκτάται συγκατάθεση αφού έχει προηγηθεί η πλήρης ενημέρωσή τους. Ενημέρωση: Η πλήρης ενημέρωση μετά τη συμμετοχή στην έρευνα διασφαλίζει ότι τα άτομα φεύγουν με αυξημένο σεβασμό και κατανόηση για την κοινωνική ψυχολογία. Η λεπτομερής εξήγηση θα δικαιολογεί την όποια εξαπάτηση.
Πηγή: Κοινωνική Ψυχολογία (2010), Hogg Michael & Vaughan Graham, εκδόσεις: Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός