14718/15 ΚΣ/μκ 1 DG D 2B

Σχετικά έγγραφα
12621/15 ΑΗΡ/σα 1 DG D 2B

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2018) 318 final.

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 11 Οκτωβρίου 2016 (OR. en) Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων / Συμβούλιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 22 Μαΐου 2017 (OR. en)

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

9666/19 ΣΠΚ/μκρ 1 JAI.2

16542/1/09 REV 1 ΛΜ/νικ 1 DG H 2B

6812/15 ΑΒ/γπ 1 DG D 2A

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 12 Ιουνίου 2015 (OR. en)

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

TREE.2 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0434 (COD) PE-CONS 17/19 AVIATION 13 PREP-BXT 28 CODEC 212

8535/09 GA/ag,dch DG H 2

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 246 final.

9664/19 ΘΚ/μκρ 1 JAI.2

9301/16 ΕΜ/μκρ/ΧΓ 1 DG D 2B

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

16350/12 ΑΓΚ/γπ 1 DG D 2A

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2018 (OR. en)

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 18 Νοεμβρίου 2011 (21.11) (OR. en) 17187/11 POLGEN 204 CATS 120

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

18475/11 ΔΠ/νκ 1 DG H 2A

5798/1/15 REV 1 ΘΚ/νικ 1 DG D 2B

9663/19 ΣΠΚ/μγ 1 JAI.2

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 691 final - ANNEX 1.

9332/15 ΔΑ/νικ 1 DG D 2A

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 31 Ιανουαρίου 2017 (OR. en)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/2155(INI) Σχέδιο γνωμοδότησης Monica Macovei (PE v01-00)

15378/16 ADD 1 1 GIP 1B

ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

9975/16 ΓΒ/ακι/ΕΚΜ 1 DRI

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en)

9834/1/14 REV 1 ΜΑΚ/μκρ 1 DG D 2B

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 1 Οκτωβρίου 2015 (OR. en)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 12 Ιουλίου 2016 (OR. en)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην. πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

9901/17 ΣΙΚ/γομ 1 DGD 2A

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

PUBLIC 13240/16 1 DG D LIMITE EL. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 28 Οκτωβρίου 2016 (OR. en) 13240/16 LIMITE PV/CONS 49 JAI 829 COMIX 666

9941/17 IKS+GA/ech DGD 2

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS))

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

XT 21004/18 ADD 1 REV 2 1 UKTF

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 605 final.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

12596/17 ΧΓ/ριτ/ΘΛ 1 DGD 2B

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2017 (OR. en)

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

2. Η προτεινόμενη οδηγία περί αφερεγγυότητας υπάγεται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2019) 5646 final.

7597/18 ΔΛ,ΔΛ/γομ/ΔΛ 1 DRI

(Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

14220/6/16 REV 6 ΕΜ/μκρ/ΔΛ 1 DG G 3 B

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Οκτωβρίου 2016 (OR. en)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2014) 595 final.

14166/16 ΧΜΑ/νικ 1 DG G 2B

10005/16 ΕΜ/ακι/ΘΛ 1 DGD 2C

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

GSC.TFUK. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Ιανουαρίου 2019 (OR. en) XT 21105/1/18 REV 1. Διοργανικός φάκελος: 2018/0427 (NLE) BXT 124

15272/18 ΜΙΠ/νκ 1 JAI.2

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4071, 24/2/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΝΟΜΟ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 29 Νοεμβρίου 2016 (OR. en)

10/01/2012 ΕΑΚΑΑ/2011/188

15730/14 ΕΚΜ/γπ 1 DG D 2C

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2017 (OR. en)

Κατευθυντήριες γραμμές για να αποφασιστεί ποια δικαιοδοσία θα πρέπει να ασκήσει δίωξη

14598/12 ΔΛ/γομ 1 DG D 2B

9436/16 ΚΚ,ΚΣ,ΜΙΠ/γπ,γομ/ΚΚ 1 DG D 2B

9236/18 ΧΜΑ/σα 1 DGD 2

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

10025/16 ΘΚ/μκ 1 DG D 2B

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΗΜΕΙΟΥ «I/A» Γενικής Γραμματείας την ΕΜΑ / το Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.:6110/11 FREMP 9 JAI 77 COHOM 34 JUSTCIV 16 JURINFO 4 Θέμα:

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 30 Νοεμβρίου 2015 (OR. en) Διοργανικός φάκελος: 2013/0255 (APP) 14718/15 ΣΗΜΕΙΩΜΑ Αποστολέας: Αποδέκτης: Προεδρία Συμβούλιο αριθ. προηγ. εγγρ.: 14280/15 Θέμα: EPPO 47 EUROJUST 199 CATS 129 FIN 858 COPEN 334 GAF 53 Πρόταση κανονισμού σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας - Μερική γενική προσέγγιση A. Ιστορικό Έπειτα από το Συμβούλιο του Οκτωβρίου η Προεδρία διοργάνωσε οκτώ εργάσιμες ημέρες στην Ομάδα «Συνεργασία επί Ποινικών Θεμάτων» (μεταξύ άλλων τρεις ημέρες με τη σύνθεση «Φίλοι της Προεδρίας»). Οι συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν σε πολύ εποικοδομητική ατμόσφαιρα. Οι συνεδριάσεις εστίασαν κυρίως στα άρθρα 17 έως 23, 28α (εν μέρει) και 36 1 του σχεδίου κανονισμού. Τα άρθρα παρουσιάζονται κατωτέρω εν όψει της προετοιμασίας μιας συμφωνίας στη σύνοδο του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2015. 1 Ως έχουν στο έγγραφο 13467/15 EPPO 41 EUROJUST 186 CATS 103 FIN 722 COPEN 288 GAF 46. 14718/15 ΚΣ/μκ 1 DG D 2B EL

B. Πορεία των εργασιών I. Άρθρα 17, 19, 20, 22a και 28a (2a, 2β και 2γ) Οι κανόνες αυτών των βασικών διατάξεων, που πραγματεύονται κυρίως θέματα αρμοδιότητας και άσκησης αρμοδιότητας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αποτέλεσαν αντικείμενο επανειλημμένων συζητήσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Παρότι υπάρχει κοινή αντίληψη ως προς το γενικό περιεχόμενο αυτών των διατάξεων, μια σειρά τεχνικών κυρίως θεμάτων απαίτησαν εντατικές εργασίες. Η Προεδρία σημειώνει ότι οι εν λόγω διατάξεις συνδέονται στενά μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, εκπόνησε στο πλαίσιο της αρμόδιας ομάδας συμβιβαστική δέσμη που καλύπτει τα πέντε άρθρα. Κύριος στόχος της Προεδρίας ήταν να επιτευχθεί μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των θέσεων των αντιπροσωπιών εξασφαλίζοντας συγχρόνως σαφείς και αποτελεσματικούς κανόνες στο πεδίο αυτό. Η συμβιβαστική δέσμη συγκέντρωσε σε γενικές γραμμές την ικανοποίηση των αντιπροσωπιών. Αναλύθηκε διεξοδικά σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων στην CATS και σε διμερείς συνεδριάσεις, όπου επιχειρήθηκαν ορισμένες προσαρμογές στο κείμενο για να ληφθούν υπόψη τα μελήματα των αντιπροσωπιών. Μετά από αυτές τις προσαρμογές, η Προεδρία θεωρεί ότι η συμβιβαστική πρόταση, με τη σημερινή της μορφή ως έχει στο παράρτημα Ι του παρόντος σημειώματος, μπορεί να γίνει αποδεκτή από τις αντιπροσωπίες. II. Άρθρα 18, 22 και 23 Τα άρθρα 18, 22 και 23 περιλαμβάνουν σημαντικές διατάξεις για την κατά τόπον και την έναντι προσώπων αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καθώς και για την έναρξη και διεξαγωγή ερευνών. Οι κανόνες έχουν αναλυθεί λεπτομερώς σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Στη συνέχεια των πολύ εποικοδομητικών συζητήσεων για τις εν λόγω διατάξεις κατά τους τελευταίους μήνες, η Προεδρία σημειώνει ότι οι αντιπροσωπίες κατέληξαν σε συμφωνία επί του περιεχομένου αυτών των διατάξεων. 14718/15 ΚΣ/μκ 2 DG D 2B EL

III. Άρθρο 36 Η διάταξη σχετικά με τη δικαστική επανεξέταση αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το άρθρο 36, συζητήθηκε κατ επανάληψη σε διάφορα επίπεδα, ιδίως από τους Υπουργούς κατά την άτυπη σύνοδο Υπουργών τον Ιούλιο 2015. Η Προεδρία εκτιμά ότι τα περισσότερα κράτη μέλη επιθυμούν να προβλεφθεί περιορισμένος ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για τη δικαστική επανεξέταση αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Οι συζητήσεις σχετικά με το ακριβές πεδίο εφαρμογής αυτής της δικαστικής επανεξέτασης είναι περίπλοκες και μπορούν να οριστικοποιηθούν μόνο μόλις περατωθεί η διαπραγμάτευση επί του πλήρους κειμένου του κανονισμού και μόλις ολοκληρωθεί μια σαφής εικόνα για το ποιές αποφάσεις θα πρέπει να υποβάλλονται στον δικαστικό έλεγχο του ΔΕΕ. Αυτές οι διατάξεις δεν υποβλήθηκαν επομένως στο Συμβούλιο προς έγκριση. Γ. Ζητήματα Όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, η Προεδρία εκτιμά ότι ο χρόνος είναι πλέον ώριμος για να καταλήξει το Συμβούλιο σε συμφωνία σχετικά με τα άρθρα που μνημονεύονται στα σημεία B.I και B.II ανωτέρω και περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 και 2 του παρόντος σημειώματος. Η μερική γενική προσέγγιση θα εγκριθεί, με την προϋπόθεση ότι το κείμενο θα επανεξεταστεί - ιδίως προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνοχή του - μόλις εγκριθούν όλα τα κεφάλαια του κανονισμού (κατ εφαρμογή της βασικής αρχής ότι «τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο έως ότου υπάρξει συμφωνία επί του συνόλου) και εφόσον η μερική γενική προσέγγιση δεν προδικάζει οιαδήποτε οριζόντια ζητήματα. Καλούνται επομένως οι Υπουργοί: να εγκρίνουν τη μερική γενική προσέγγιση για τη συμβιβαστική δέσμη των άρθρων 17, 19, 20, 22α και 28α (2α έως 2γ), ως έχουν στο παράρτημα 1 του παρόντος σημειώματος να εγκρίνουν τη μερική γενική προσέγγιση για τις διατάξεις που προβλέπονται στο παράρτημα 2 του παρόντος σημειώματος να σημειώσουν την πρόοδο των συζητήσεων για τη δικαστική επανεξέταση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (Παράρτημα 3 του παρόντος σημειώματος). 14718/15 ΚΣ/μκ 3 DG D 2B EL

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Άρθρο 17 Καθ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αρμοδιότητα για ποινικά αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, τα οποία [προβλέπονται στην οδηγία 2015/xx/ΕΕ, όπως εφαρμόζεται από το εθνικό δίκαιο] 2, ανεξαρτήτως του εάν η ίδια αξιόποινη συμπεριφορά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, βάσει του εθνικού δικαίου, ως διαφορετικό είδος αδικήματος. 1α. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι επίσης αρμόδια για αδικήματα που αφορούν τη συμμετοχή 3 σε εγκληματική οργάνωση όπως αυτή ορίζεται στην απόφαση πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ, όπως εφαρμόζεται στο εθνικό δίκαιο, εφόσον το επίκεντρο της εγκληματικής δραστηριότητας αυτής της εγκληματικής οργάνωσης είναι η τέλεση των αδικημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1. 2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι επίσης αρμόδια για οιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα που συνδέεται άρρηκτα 4 με αξιόποινη συμπεριφορά η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου1. Η αρμοδιότητα για τα εν λόγω ποινικά αδικήματα δύναται να ασκείται μόνον σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3). 2 3 4 Το τμήμα μεταξύ αγκυλών πρέπει να επανεξεταστεί, μόλις οι διαπραγματεύσεις για την οδηγία για την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του ποινικού δικαίου (οδηγία ΠΟΣ) οδηγήσουν σε συμφωνία. Παρεμβάλλεται η ακόλουθη αιτιολογική σκέψη: «Η έννοια των αδικημάτων που αφορούν τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση θα πρέπει να υπαχθεί στον ορισμό που προβλέπει το εθνικό δίκαιο κατ εφαρμογή της απόφασης πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ και δύναται να καλύπτει, λόγου χάρη, την ιδιότητα μέλους στην εγκληματική οργάνωση ή την οργανωτική διάρθρωση ή την καθοδήγησή της». Παρεμβάλλεται η ακόλουθη αιτιολογική σκέψη: «Η αποτελεσματική διερεύνηση εγκλημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ενδέχεται να απαιτεί σε ορισμένες περιπτώσεις την επέκταση της έρευνας σε άλλα αδικήματα βάσει του εθνικού δικαίου, εφόσον αυτά συνδέονται άρρηκτα με ένα αδίκημα που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης». Η έννοια του άρρηκτα συνδεδεμένου ποινικού αδικήματος πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό ισχύει, λόγου χάρη, για αδικήματα που τελέστηκαν με κύριο σκοπό τη δημιουργία των προϋποθέσεων τέλεσης του ποινικού αδικήματος ΠΟΣ, όπως είναι τα ποινικά αδικήματα που αποσκοπούν αυστηρά στην εξασφάλιση του υλικού ή των νομικών μέσων για την τέλεση του ποινικού αδικήματος ΠΟΣ ή για την εξασφάλιση του οφέλους ή του προϊόντος που προκύπτει από αυτό.» 14718/15 ΚΣ/μκ 4

3. [Εντός... τα κράτη μέλη κοινοποιούν στη Γενική Εισαγγελία εκτενή κατάλογο των διατάξεων του εθνικού ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόζονται για τα ποινικά αδικήματα που ορίζονται στην οδηγία 2015/ΧΧ/ΕΕ.] 5 [...] Άρθρο 19 Γνωστοποίηση, καταχώριση και επαλήθευση των πληροφοριών 1. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οι φορείς ή οργανισμοί της Ένωσης και οι αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο να γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κάθε αξιόποινη συμπεριφορά ως προς την οποία η Εισαγγελία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με το άρθρο 17 και το άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 6. 1α. Σε περίπτωση που δικαστική αρχή ή αρχή επιβολής του νόμου αρχίζει έρευνα για αξιόποινη πράξη για την οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 20 παράγραφοι 2) και 3), ή σε περίπτωση που ανά πάσα στιγμή από την έναρξη ερευνών, η αρμόδια δικαστική αρχή ή αρχή επιβολής του νόμου κράτους μέλους εκτιμά ότι μια έρευνα αφορά μια τέτοια αξιόποινη πράξη για την οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της σε συνάρτηση με αξιόποινη συμπεριφορά σύμφωνα με το άρθρο 17 και το άρθρο 20 παράγραφοι 2) και 3), αυτή η αρχή ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίσει εάν θα ασκήσει το δικαίωμα της να επιληφθεί της υποθέσεως το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 22α. 1β. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, τουλάχιστον, περιγραφή των γεγονότων καθώς και εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε ή ενδέχεται να προκληθεί, τον πιθανό νομικό χαρακτηρισμό και κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με δυνητικά θύματα, υπόπτους και τυχόν άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα. 5 6 Αυτή η παράγραφος πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω και να μεταφερθεί στις τελικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Θα μπορούσε να εξετασθεί η προσθήκη αιτιολογικής σκέψης με την ακόλουθη διατύπωση: «Τα κράτη μέλη δημιουργούν σύστημα που διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες γνωστοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία το συντομότερο δυνατόν. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα δημιουργήσουν άμεσο ή κεντρικοποιημένο σύστημα». 14718/15 ΚΣ/μκ 5

1γ. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνεται επίσης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 1α, στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 3 ή όπου πρέπει να εκτιμηθεί η λειτουργική φύση του άρρηκτα συνδεδεμένου ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3) στοιχείο αα). 2. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καταχωρούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας της. Η επαλήθευση έχει στόχο να εκτιμηθεί εάν, βάσει των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 1α, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να κινηθεί έρευνα ή να ασκηθεί το δικαίωμα ανάληψης. 3. Σε περίπτωση που, κατόπιν επαλήθευσης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει ότι δεν υφίσταται λόγος να κινηθεί έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 22 ή να ασκήσει το δικαίωμά της να επιληφθεί της υποθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 22α, η αιτιολογία σημειώνεται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει την αρχή που γνωστοποίησε την αξιόποινη πράξη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 1α, καθώς και τα θύματα του εγκλήματος και, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, άλλα πρόσωπα που γνωστοποίησαν την εγκληματική συμπεριφορά. 4. Σε περίπτωση που από τις πληροφορίες που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προκύπτει ότι ενδέχεται να έχει τελεστεί αξιόποινη πράξη που δεν εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αυτή ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις αρμόδιες εθνικές αρχές. 14718/15 ΚΣ/μκ 6

5. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ζητήσει περισσότερες σχετικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στα θεσμικά και λοιπά όργανα, στους φορείς ή οργανισμούς της Ένωσης και στις αρχές των κρατών μελών 7. Οι ζητούμενες πληροφορίες μπορούν εξάλλου να αφορούν παραβάσεις που επέφεραν ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, πέραν των παραβάσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2), σε περίπτωση που είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί διασύνδεση με εγκληματική συμπεριφορά για την οποία έχει ασκήσει την αρμοδιότητά της. Αυτές οι πληροφορίες μπορούν επίσης να ζητούνται για να επιτραπεί στο Συλλογικό όργανο δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 2) 8 να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία της υποχρέωσης ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σχετικά με υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20 παράγραφος 2). Άρθρο 20 Άσκηση της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 1. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί την αρμοδιότητά της είτε αρχίζοντας έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 22 είτε αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα ανάληψης σύμφωνα με το άρθρο 22α. Εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν ασκούν τη δική τους αρμοδιότητα για την ίδια εγκληματική συμπεριφορά. 2. Όταν μια αξιόποινη πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 επιφέρει ή ενδέχεται να επιφέρει ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ύψους κάτω των 10.000 ευρώ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της μόνον εάν: (α) (β) η υπόθεση έχει αντίκτυπο σε ενωσιακό επίπεδο, ώστε να επιβάλλεται η διεξαγωγή έρευνας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή υπάρχουν υποψίες ότι υπάλληλοι ή άλλο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μέλη των θεσμικών οργάνων έχουν διαπράξει την αξιόποινη πράξη. 7 8 Θα εξετασθεί η προσθήκη αιτιολογικής παραγράφου στην οποία θα διευκρινίζεται ότι οι κανόνες καταχώρισης και επαλήθευσης που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται κατ αναλογίαν όταν οι πληροφορίες που λαμβάνονται αφορούν οιαδήποτε συμπεριφορά ενδέχεται να αποτελεί αξιόποινη πράξη στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στην αιτιολογική παράγραφο αυτή θα διευκρινίζεται επίσης ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν οιαδήποτε πληροφορία στην Εισαγγελία. Η ΤΣ προτείνει να προστεθεί το ακόλουθο κείμενο σε αιτιολογική παράγραφο: «Η επαλήθευση αποσκοπεί στο να εκτιμηθεί εάν από τις πληροφορίες προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 17 και 18 ώστε να συντρέχει αρμοδιότητα της Εισαγγελίας». Είναι πιθανόν να χρειασθεί να εξετασθεί σε μεταγενέστερο στάδιο το ενδεχόμενο μικρής αναπροσαρμογής του άρθρου 8 με γνώμονα τα άρθρα 19 παράγραφος 5), 22α παράγραφος 7) και 28α παράγραφος 2α). 14718/15 ΚΣ/μκ 7

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαβουλεύεται, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες εθνικές αρχές ή τους φορείς της Ένωσης προκειμένου να διαπιστώσει εάν πληρούνται τα κριτήρια των στοιχείων α) και β). 3. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κηρύσσει εαυτήν αναρμόδια της για αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 και, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, παραπέμπει την υπόθεση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε αυτές σύμφωνα με το άρθρο 28α εάν: α) η μέγιστη ποινή που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο για αξιόποινη πράξη η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 παράγραφος 1) είναι λιγότερο αυστηρή από τη μέγιστη ποινή που επιβάλλεται για άρρηκτα συνδεδεμένη αξιόποινη πράξη όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2) ή αα) η μέγιστη ποινή που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο για αξιόποινη πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 παράγραφος 1) είναι ίση με τη μέγιστη ποινή που επιβάλλεται για άρρηκτα συνδεδεμένη αξιόποινη πράξη όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2) εκτός αν η τελευταία αξιόποινη πράξη υπήρξε λειτουργική για την τέλεση της αξιόποινης πράξης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 παράγραφος 1) ή β) υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι η ζημία που προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης από αξιόποινη πράξη προβλεπόμενη στο άρθρο 17 δεν υπερβαίνει τη ζημία που προκλήθηκε ή ενδέχεται να προκληθεί σε άλλο θύμα. 4. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σχετικά με κάθε απόφαση να ασκήσει ή μη την αρμοδιότητά της. 5. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών διωκτικών αρχών σχετικά με το αν η αξιόποινη συμπεριφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 17 παράγραφος 1α), του άρθρου 17 παράγραφος 2), του άρθρου 20 παράγραφος 2) ή του άρθρου 20 παράγραφος 3) οι εθνικές αρχές 9, οι οποίες είναι αρμόδιες να απονείμουν αρμοδιότητες για τη δίωξη σε εθνικό επίπεδο, αποφασίζουν ποιος είναι αρμόδιος για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Τα κράτη μέλη ορίζουν την εθνική αρχή που αποφασίζει για την απονομή της αρμοδιότητας. 9 Θα πρέπει να προστεθεί αιτιολογική παράγραφος που να επεξηγεί ότι η έννοια των «εθνικών αρχών» στην παρούσα διάταξη αναφέρεται στις δικαστικές ή άλλες ανεξάρτητες αρχές που έχουν αρμοδιότητα να αποφασίζουν σχετικά με την απονομή αρμοδιότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. 14718/15 ΚΣ/μκ 8

[...] Άρθρο 22α Δικαίωμα ανάληψης 1. Αφού λάβει όλες τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1α, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίζει το συντομότερο δυνατόν εάν θα ασκήσει το δικαίωμα ανάληψης, και σε κάθε περίπτωση εντός 5 ημερών αφού λάβει τις πληροφορίες από τις εθνικές αρχές, και ενημερώνει σχετικά τις εθνικές αρχές. Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας μπορεί σε συγκεκριμένη περίπτωση να λάβει αιτιολογημένη απόφαση να παρατείνει το χρονικό περιθώριο κατά 5 ημέρες κατ ανώτατο όριο στην περίπτωση αυτή ενημερώνει σχετικά τις εθνικές αρχές. 1α. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, οι εθνικές αρχές αποφεύγουν να λάβουν απόφαση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία από την άσκηση του δικαιώματός της να επιληφθεί της υποθέσεως. Οι εθνικές αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα επείγοντα μέτρα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική έρευνα και δίωξη. 2. Εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λάβει γνώση, με άλλα μέσα εκτός από την ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 19 παράγραφος 1α, ότι οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους διενεργούν ήδη έρευνα για αξιόποινη πράξη για την οποία η Εισαγγελία θα μπορούσε να είναι αρμόδια, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις εν λόγω αρχές. Αφού ενημερωθεί δεόντως, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1α, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λαμβάνει απόφαση εάν θα ασκήσει το δικαίωμα της να επιληφθεί της υποθέσεως. Η απόφαση λαμβάνεται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 3. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαβουλεύεται, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες αρχές του αφορώμενου κράτους μέλους πριν αποφασίσει εάν θα ασκήσει το δικαίωμα της να επιληφθεί της υποθέσεως. 4. Στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί το δικαίωμα ανάληψης, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν το φάκελο στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και αποφεύγουν να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες έρευνας για την ίδια αξιόποινη πράξη. 14718/15 ΚΣ/μκ 9

5. Το δικαίωμα ανάληψης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο μπορεί να ασκηθεί από Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα από οιοδήποτε κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του οποίου έχουν κινήσει έρευνα για αξιόποινη πράξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 17 και 18. Σε περίπτωση που ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας ο οποίος έχει ενημερωθεί σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1α), αποφασίσει να μην ασκήσει το δικαίωμα να επιληφθεί της υποθέσεως, ενημερώνει το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα μέσω του Ευρωπαίου Εισαγγελέα του κράτους μέλους του, προκειμένου το Μόνιμο Τμήμα να μπορέσει να λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3α). 6. Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κηρύξει εαυτήν αναρμόδια, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν καθ όλην την διάρκεια της διαδικασίας την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με τυχόν νέα στοιχεία που ενδέχεται να παράσχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λόγους για επανεξέταση της προηγούμενης απόφασής της. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα να επιληφθεί της υποθέσεως αφού λάβει αυτήν την ενημέρωση, εφόσον η εθνική έρευνα δεν έχει ήδη περατωθεί και δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία ενώπιον δικαστηρίου. Η απόφαση λαμβάνεται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 7. Σε περίπτωση που το Συλλογικό όργανο εκτιμά ότι, για αξιόποινες πράξεις που επέφεραν ή ενδέχεται να επιφέρουν ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ύψους κάτω των 100.000 ευρώ, λόγω του βαθμού της σοβαρότητας της αξιόποινης πράξης ή της πολυπλοκότητας της διαδικασίας στην μεμονωμένη υπόθεση, δεν απαιτείται να προβεί σε έρευνα ή δίωξη σε επίπεδο Ένωσης, εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, γενικές κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς να μπορέσουν να αποφασίσουν, ανεξάρτητα και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, να μην επιληφθούν της υποθέσεως. Οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν με κάθε αναγκαία ακρίβεια τις υποθέσεις στις οποίες εφαρμόζονται, θέτοντας σαφή κριτήρια, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τη φύση της αξιόποινης πράξης, τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και τη δέσμευση των αρμόδιων εθνικών αρχών να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αποκατασταθεί πλήρως η ζημία που υπέστησαν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. 14718/15 ΚΣ/μκ 10

8. Για να διασφαλισθεί η συνεκτική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας ενημερώνει το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα σχετικά με κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 7, και κάθε Μόνιμο Τμήμα υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Συλλογικό όργανο σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών. [...] Άρθρο 28α 10 Παραπομπή και διαβίβαση διαδικασιών στις εθνικές αρχές 1. Όταν από έρευνα που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προκύπτει ότι τα υπό έρευνα γεγονότα δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια ή ίδια σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18, το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα αποφασίζει 11 την παραπομπή 12 της υπόθεσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αρμόδιες εθνικές αρχές. 2. Όταν από έρευνα που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προκύπτει ότι δεν πληρούνται πλέον οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την άσκηση της αρμοδιότητάς της όπως ορίζεται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3, το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα αποφασίζει την παραπομπή της υπόθεσης στις αρμόδιες εθνικές αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και πριν κινηθεί δίωξη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. 10 11 12 Το Συμβούλιο ΔΕΥ εξέφρασε στις 9 Οκτωβρίου 2015 ευρύτατη υποστήριξη για τις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 5. Οι τροποποιήσεις που έγιναν αποτελούν απλή ευθυγράμμιση προς το υπόλοιπο κείμενο. Κατά την άποψη της Προεδρίας η εξουσία λήψεως αποφάσεων του Τμήματος η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να ενσωματωθεί στο άρθρο που πραγματεύεται τις εξουσίες λήψεως αποφάσεων του Τμήματος (επί του παρόντος το άρθρο 9 παράγραφος 3). Θα πρέπει να προστεθεί αιτιολογική σκέψη που θα εξηγεί ότι σε περίπτωση παραπομπής από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι εθνικές αρχές διατηρούν πλήρως τις εξουσίες τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο να κινήσουν, να συνεχίσουν ή να παύσουν την έρευνα. 14718/15 ΚΣ/μκ 11

2α. Σε περίπτωση που το Συλλογικό όργανο εκτιμά ότι, για αξιόποινες πράξεις που επέφεραν ή ενδέχεται να επιφέρουν ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ύψους κάτω των 100.000 ευρώ, λόγω του βαθμού της σοβαρότητας της αξιόποινης πράξης ή της πολυπλοκότητας της διαδικασίας στην μεμονωμένη υπόθεση, δεν απαιτείται να προβεί σε έρευνα ή δίωξη σε επίπεδο Ένωσης, και ότι η παραπομπή θα εξυπηρετούσε την αποτελεσματικότητα της έρευνας ή της δίωξης, εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2), γενικές κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να μπορέσουν τα Μόνιμα Τμήματα να παραπέμψουν την υπόθεση στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Για να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών κάθε Μόνιμο Τμήμα πρέπει να υποβάλλει σε ετήσια βάση έκθεση προς το Συλλογικό όργανο σχετικά με την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών. Η εν λόγω παραπομπή περιλαμβάνει επίσης τυχόν άρρηκτα συνδεδεμένες αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2). 2β. Το Μόνιμο Τμήμα κοινοποιεί στον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα όλες τις αποφάσεις περί παραπομπής υπόθεσης στις εθνικές αρχές βάσει της παραγράφου 2α. Μόλις παραλάβει την εν λόγω κοινοποίηση, ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας δύναται εντός τριών ημερών να ζητήσει από το Μόνιμο Τμήμα να επανεξετάσει την απόφασή του, αν αυτός κρίνει ότι αυτό απαιτείται για λόγους συνοχής της πολιτικής της Εισαγγελίας σχετικά με τις παραπομπές. Εάν ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας είναι μέλος του σχετικού Μόνιμου Τμήματος, ένας εκ των αναπληρωτών του ασκεί το δικαίωμα να ζητήσει την εν λόγω επανεξέταση. 2γ. Σε περίπτωση που οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν δέχονται να επιληφθούν της υποθέσεως σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α εντός προθεσμίας 30 ημερών, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παραμένει αρμόδια για να ασκήσει δίωξη ή να θέσει την υπόθεση στο αρχείο σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. 14718/15 ΚΣ/μκ 12

3. Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εξετάζει το ενδεχόμενο να θέσει την υπόθεση στο αρχείο σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3, και εφόσον το ζητεί η εθνική αρχή, το Μόνιμο Τμήμα παραπέμπει την υπόθεση χωρίς καθυστέρηση στην αρχή αυτήν. 4. Αν, μετά από την παραπομπή κατ εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 ή 2α και του άρθρου 20 παράγραφος 3, η εθνική αρχή αποφασίσει να κινήσει έρευνα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαβιβάζει τον φάκελο στην εν λόγω εθνική αρχή, δεν λαμβάνει περαιτέρω μέτρα έρευνας ή δίωξης και κλείνει την υπόθεση. 5. Αν διαβιβαστεί φάκελος κατ εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 ή 2α και του άρθρου 20 παράγραφος 3, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει τα σχετικά θεσμικά και λοιπά όργανα και τους φορείς και οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και, όπου αρμόζει και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους και τα θύματα του εγκλήματος. Οι υποθέσεις που τίθενται στο αρχείο μπορούν επίσης να παραπεμφθούν στην OLAF ή στις αρμόδιες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές για την ανάκτηση χρηματικών ποσών ή άλλη διοικητική συνέχεια. 14718/15 ΚΣ/μκ 13

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 Άρθρο 18 Κατά τόπον και έναντι προσώπων αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 17, εφόσον οι εν λόγω πράξεις: 13 α) τελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει στην επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή β) τελέστηκαν από υπήκοο κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι ένα κράτος μέλος έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εν λόγω αξιόποινη πράξη, όταν αυτή τελείται εκτός της επικράτειάς του, ή γ) τελέστηκαν εκτός της επικράτειας που προβλέπεται στο στοιχείο α) από πρόσωπο το οποίο υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ή στο καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, υπό τον όρο ότι ένα κράτος μέλος έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εν λόγω αξιόποινη πράξη όταν αυτή τελείται εκτός της επικράτειάς του. [...] Άρθρο 22 Έναρξη ερευνών και κατανομή αρμοδιοτήτων εντός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας 1. Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι τελείται ή έχει τελεστεί αξιόποινη πράξη που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τότε ένας Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας στο κράτος μέλος το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, έχει διεθνή δικαιοδοσία για την υπόθεση αυτή, με την επιφύλαξη των κανόνων του άρθρου 20 παράγραφοι 2 και 3, κινεί έρευνα και την γνωστοποιεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων 14. 13 14 Κατά το πέρας των εργασιών, η παρούσα διάταξη περί διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταστεί πανομοιότυπη κατ αρχήν προς την αντίστοιχη διάταξη περί διεθνούς δικαιοδοσίας στην οδηγία ΠΟΣ. Μπορεί να προστεθεί η ακόλουθη αιτιολογική παράγραφος: «Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει, κατά την κατάρτιση του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων, να εξασφαλίζει ότι καλύπτεται η απαιτούμενη πληροφόρηση από τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς προς την Κεντρική Εισαγγελία». 14718/15 ΚΣ/μκ 14 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 DG D 2B EL

2. Όταν, κατόπιν επαλήθευσης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2), η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει να κινήσει έρευνα, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρχή που ανέφερε την αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1) ή παράγραφος 1α). 3. Εάν δεν έχει κινηθεί έρευνα από Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα, το Μόνιμο Τμήμα στο οποίο έχει παραπεμφθεί η υπόθεση αναθέτει σε Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα, υπό τους όρους της παραγράφου 1, να κινήσει έρευνα. 4. Η υπόθεση πρέπει, κατά κανόνα, να κινείται και να διεκπεραιώνεται από Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το επίκεντρο της εγκληματικής δραστηριότητας ή, εάν έχουν τελεστεί διάφορες συνδεδεμένες αξιόποινες πράξεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το κράτος μέλος στο οποίο τελέστηκε ο κύριος όγκος των αξιοποίνων πράξεων. Ένας Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας ετέρου κράτους μέλους το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την υπόθεση μπορεί να κινήσει έρευνα ή να του ανατεθεί από το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα 15 να κινήσει έρευνα μόνον σε περίπτωση που είναι δεόντως αιτιολογημένη η απόκλιση από τις προαναφερόμενες βασικές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια, κατά σειρά προτεραιότητας: (α) (β) (γ) ο τόπος όπου έχει την συνήθη διαμονή του ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, η ιθαγένεια του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ο τόπος στον οποίο συνέβη η κύρια οικονομική ζημία. 15 Δέον να εξετασθεί η προσθήκη αιτιολογικής παραγράφου στο άρθρο 9 προκειμένου να διασφαλίζεται η διαρκής λειτουργία μεταξύ των Μονίμων Τμημάτων σε περιπτώσεις όπου δεν έχει ακόμη ορισθεί Μόνιμο Τμήμα. 14718/15 ΚΣ/μκ 15 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 DG D 2B EL

5. Μέχρι την λήψη απόφασης για άσκηση δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 30, το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα δύναται, σε υπόθεση αφορώσα τη διεθνή δικαιοδοσία περισσοτέρων του ενός κρατών μελών και κατόπιν διαβούλευσης με τους Ευρωπαίους Εισαγγελείς ή/και τους ενδιαφερόμενους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς, να αποφασίσει: (α) (β) να αναθέσει εκ νέου μια υπόθεση σε Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα άλλου κράτους μέλους, να συγχωνεύσει ή να διαχωρίσει 16 υποθέσεις και σε κάθε υπόθεση να επιλέγει τον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα που θα χειρίζεται την υπόθεση, εάν οι αποφάσεις αυτές είναι προς το γενικό συμφέρον της δικαιοσύνης και σύμφωνα με τα κριτήρια για την επιλογή του Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4. 6. Όταν το Μόνιμο Τμήμα λαμβάνει απόφαση για εκ νέου ανάθεση, συγχώνευση ή διαχωρισμό υπόθεσης, λαμβάνει δεόντως υπόψη την τρέχουσα κατάσταση των ερευνών. 7. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σχετικά με οποιαδήποτε απόφαση για την έναρξη έρευνας. 16 Ο όρος «διαχωρίσει» θα επεξηγείται σε αιτιολογική παράγραφο με, ενδεχομένως, την ακόλουθη διατύπωση: «Κατ αρχήν, κάθε ύποπτος πρέπει να υφίσταται μία μόνον έρευνα ή δίωξη από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για την βέλτιστη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ως εκ τούτου, το Μόνιμο Τμήμα πρέπει να επιδιώκει να συγχωνεύει/συνδυάζει διαδικασίες που αφορούν τον ίδιο ύποπτο, αλλά μπορεί να παραλείψει να το πράξει όταν αυτό αποβαίνει προς το συμφέρον της αποτελεσματικότητας των ερευνών ή των διώξεων. Σε περίπτωση που μια αξιόποινη πράξη έχει τελεστεί από πλείονα πρόσωπα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει κατ αρχήν να κινεί μία μόνον υπόθεση και να διεξάγει έρευνες για όλους τους υπόπτους από κοινού. Στις περιπτώσεις όπου περισσότεροι του ενός Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν κινήσει έρευνες για την ίδια αξιόποινη πράξη, το Μόνιμο Τμήμα πρέπει κατ αρχήν να συγχωνεύει/συνδυάζει τις έρευνες αυτές. Το Μόνιμο Τμήμα δύναται να αποφασίσει να μη συγχωνεύσει/συνδυάσει ή να αποφασίσει επακολούθως να διαχωρίσει αυτές τις διαδικασίες, εάν αυτό είναι προς το συμφέρον της αποτελεσματικότητας των ερευνών, π.χ. αν η διαδικασία κατά ενός υπόπτου είναι δυνατόν να τερματισθεί νωρίτερα ενώ η διαδικασία κατά άλλων υπόπτων πρέπει να συνεχιστεί περαιτέρω ή εάν ο διαχωρισμός της υπόθεσης θα μπορούσε να συντομεύσει την διάρκεια της προσωρινής κράτησης ενός εκ των υπόπτων κ.λπ. Σε περίπτωση που οι προς συγχώνευση υποθέσεις έχουν ανατεθεί σε διάφορα Μόνιμα Τμήματα, ο κανονισμός διαδικασίας πρέπει να καθορίζει την κατάλληλη αρμοδιότητα και διαδικασία. Σε περίπτωση που το Μόνιμο Τμήμα αποφασίσει να διαχωρίσει μια υπόθεση, η αρμοδιότητά του επί των υποθέσεων πρέπει να διατηρηθεί». 14718/15 ΚΣ/μκ 16 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 DG D 2B EL

Άρθρο 23 Διεξαγωγή της έρευνας 17 1. Ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας που χειρίζεται την υπόθεση δύναται, κατ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και του εθνικού δικαίου, είτε να προβεί ο ίδιος στην εκτέλεση των μέτρων έρευνας και άλλων μέτρων είτε να δώσει σχετικές οδηγίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους. Οι εν λόγω αρχές εξασφαλίζουν, κατ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, ότι ακολουθούνται όλες οι οδηγίες και ότι εκτελούν τα μέτρα που τους έχουν ανατεθεί. Ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας που χειρίζεται την υπόθεση αναφέρει μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων στον αρμόδιο Ευρωπαίο Εισαγγελέα και στο Μόνιμο Τμήμα οποιεσδήποτε σημαντικές εξελίξεις σχετικά με την υπόθεση, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό διαδικασίας 18. 2. Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι αρμόδιες εθνικές αρχές λαμβάνουν επείγοντα μέτρα κατ εφαρμογή του εθνικού δικαίου τα οποία είναι απαραίτητα προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των ερευνών ακόμη και σε περίπτωση που δεν ενεργούν ειδικότερα βάσει οδηγιών του Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση. Οι εθνικές αρχές ενημερώνουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον επιληφθέντα Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα για τα επείγοντα μέτρα που ελήφθησαν. 3. Το αρμόδιο Μόνιμο Τμήμα δύναται, κατόπιν προτάσεως του εποπτεύοντος Ευρωπαίου Εισαγγελέα, να αποφασίσει να αναθέσει εκ νέου την υπόθεση σε άλλον Ευρωπαίο Εντεταλμένο Εισαγγελέα του ίδιου κράτους μέλους, όταν ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας που χειρίζεται την υπόθεση α) αδυνατεί να διενεργήσει την έρευνα ή την δίωξη, ή β) δεν ακολουθήσει τις οδηγίες του αρμόδιου Μόνιμου Τμήματος ή του Ευρωπαίου Εισαγγελέα. 17 18 Θα προστεθεί η ακόλουθη αιτιολογική σκέψη: «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των εθνικών συστημάτων των κρατών μελών σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης της ποινικής έρευνας». Η έννοια «σημαντικές εξελίξεις» πρέπει να διευκρινισθεί σε αιτιολογική παράγραφο. 14718/15 ΚΣ/μκ 17 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 DG D 2B EL

4. Κατ εξαίρεσιν και αφού λάβει σχετική συγκατάθεση του αρμόδιου Μόνιμου Τμήματος, ο εποπτεύων Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να λάβει αιτιολογημένη απόφαση να αναλάβει ο ίδιος την διεξαγωγή της έρευνας, είτε προβαίνοντας ο ίδιος στην εκτέλεση των μέτρων έρευνας και άλλων μέτρων είτε δίδοντας σχετικές οδηγίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του, εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την αποτελεσματικότητα της έρευνας ή της δίωξης, με γνώμονα ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια: (α) τη σοβαρότητα του αδικήματος, ιδίως όσον αφορά τον πιθανό αντίκτυπό του σε επίπεδο Ένωσης, (β) όταν η έρευνα αφορά υπαλλήλους ή λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μέλη των θεσμικών οργάνων, (γ) σε περίπτωση αδυναμίας του μηχανισμού της εκ νέου ανάθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Σε αυτές τις κατ εξαίρεσιν περιπτώσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας έχει δικαίωμα να διατάξει ή να ζητήσει μέτρα έρευνας και άλλα μέτρα και ότι διαθέτει όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις του Εντεταλμένου Ευρωπαίου Εισαγγελέα κατ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και του εθνικού δικαίου. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές και οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς τους οποίους αφορά η υπόθεση ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου. [5. Οι έρευνες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπονται από τους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στην εφαρμοστέα νομοθεσία της Ένωσης. Κάθε πρόσωπο το οποίο συμμετέχει ή συνδράμει στην διεξαγωγή των ερευνών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας δεσμεύεται επίσης να σέβεται το επαγγελματικό απόρρητο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.] 19 19 Η παρούσα παράγραφος είναι σκόπιμο να μεταφερθεί στις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας στο άρθρο 64 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής. 14718/15 ΚΣ/μκ 18 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 DG D 2B EL

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 Άρθρο 36 Δικαστική επανεξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1. Μόνον δικονομικά μέτρα τα οποία λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία βάσει των άρθρων [ ] 20 υπόκεινται σε επανεξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 263 της Συνθήκης. 2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 267 της Συνθήκης, τα δικαστήρια των κρατών μελών είναι αρμόδια να επανεξετάζουν άλλες δικονομικές αποφάσεις που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. 20 Η Προεδρία είναι της γνώμης ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί τουλάχιστον το άρθρο 30 παράγραφος 2). 14718/15 ΚΣ/μκ 19 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 DG D 2B EL