7^ σή μας ή X ^, ΝΟΙΚΙΑ,υ, ^ήματι,^ με τη μηχ^ - ;,,g; νν,χχημική βιομη> ο. ' g ^'ΐα βιομηχανίες ncj----- ----------- - ^ποίες θα πληνογ φαρμά» Ιτσυγχρονισμί Ιραχυπρόθεσμα ιγίκεοση, Λ ενδέχεται νι θέσεων. 4λτϊσης». Η αι S 5 o Ηε ρ,<: o-p vil W b ε < m < -UJ ^ σ -ρ p.n I 8 8 8 8iCS0,1,s.'
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ.,ο,:. Η Ελληνική Οικονομία ' ιγ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Δημόσιες Δαπάνες α. Οικονομική ταξινόμηση β. Λειτουργική ταξινόμηση γ. Διοικητηκή ταξινόμηση ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Τρόποι χρηματοδότησης των Δημοσίων Δαπανών ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ α. Χρηματοδότηση Δημοσίων Δαπανών με δημόσιο δανεισμό από τους ιδιωτικούς φορείς β. Χρηματοδότηση των Δημοσίων Δαπανών με την έκδοση νέου χρήματος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Φορολογία ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Φόροι (Γενικές έννοιες) Διακρίσεις Φόρων Α. Διάκριση φόρων με κριτήριο τη φορολογική βάση Β. Διάκριση φόρων με κριτήριο τον χαρακτήρα του φορολογικό συντελεστή
Γ. Διάκριση (ρόρων σε άμεσους και έμμεσους Δ. Διάκριση <ρόρων με κριτήριο τη (ρύση του δημοσίου τομέα Λοιπές πηγές εσωτερικής χρηματοδότησης των Δημοσίων Δαπανών ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ 1. Χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών με δανεισμό από το εξωτερικό 2. Χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών από ξένες επενδύσεις 3. Χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών από ξένη βοήθεια ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Επιλογή μεθόδου χρηματοδότησης των Δημοσίων Δαπανώ'
-1- Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Η οικονομική ιτ6\ιτικη ασκείται από κάποιο φορέα που έχοντας στα χέρια του εξουσία και γνωρίζοντας την αλληλεξάρτηση των οικονομικών μεταβλητών μπορεί να επιλέξει ορισμένες μορφές παρέμβασης στην οικονομία (ανάλογα με την κοσμοθεωρία του), να χρησιμοποιήσει δηλαδή ορισμένα μέσα πολιτικής, για να επιτύχει τους οικονομικούς στόχους που έχει θέσει. Ασκείται από τους δημόσιους φορείς ή δημοσιονομικές αρχές. Οι δημόσιοι φορείς είναι συλλογικά όργανα που για να επιτύχουν τους οικονομικούς τους στόχους, έχουν τη δυνατότητα είτε να παρεμβαίνουν με διάφορα μέσα στη δράση των ιδιωτικών φορέων κατευθύνοντας ή απλώς συντονίζοντας την, είτε να αναπτύξουν οι ίδιοι οικονομική δράση, πάντα όμως κατευθυνόμενοι από την πολιτική εξουσία (η οποία στις δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες έχει εκλεγεί μέσα από τον μηχανισμό της ψηφοφορίας) ώστε η δράση τους να εκφράεει την θέληση της πλειοψηφίας. Οι δημόσιοι φορείς είναι: το κράτος (κεντρική διοίκηση) Δήμοι και Κοινότητες (τοπική αυτοδιοίκηση), Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Οι δημόσιοι φορείς έχουν στην διάθεσή τους μέσα δημοσιονομικής πολιτικής, τα οποία εί\οι: οι δημόσιες δαπάνες, οι φόροι, ο δημόσιος δανεισμός, οι δημόσιες επιχειρήσεις. Επομένως έχουν τη δυνατότητα χρησιμοποιώντας αυτά τα μέσα να ασκήσουν οικονομική πολιτική ώστε να πραγματοποιήσουν τους στόχους δημοσιονομικής πολιτικής που έχουν θέσει. Ανάλογα μ'αυτούς τους στόχους η πολιτική που θα ασκηθεί μπορεί να είναι :
1) 6nuooiovouiicn πολίτικη σταθεροττοΐησης της οκονομίας με σκοπό να αντιμετωπιστούν μέσα από την επιλογή εναλλακτικών μέσων πολίτικης, οι οικονομικές διαταραχές που εμφανίίτονται στην οικονομία δηλαδη η υποαπασχόληση η ο πληθωρισμός. 2) δημοσιονομικό πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος, που στόχο έχει να καταπολεμηθούν οι σοβαρές ανισότητες που μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διανομή του εισοδήματος σε μια οικονομία. 3) δημοσιονομική πολιτική οικονομικής ανάπτυξης η οποία μέσα από την αξιολόγηση και επιλογή μέσων πολιτικής, στόχο έχει να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη. Οι αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας για το ποιούς στόχους θα θέσει και με ποιά μέσα θα τους πραγματοποιήσει πέρνουν συγκεκριμένη μορφή μέσα από τον δημόσιο προίϊπολογισμό. 0 δημόσιος προϋπολογισμός αποτελεί μια πρόβλεψη για τις δαπάνες που πρόκειται να πραγματοποιήσει το κράτος σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο μέλλον, σε ένα έτος {έχει ισχύ περιορισμένη), καθώς και για τα έσοδα που θα εισπράξει στη διάρκεια αυτής της περιόδου για την κάλυψη δαπανών. Αποτελεί δηλαδή ένα πρόγραμμα των δραστηριοτήτων του κράτους που βοηθάει στην ορθολογική διαχείρηση των οικονομικών του. Αναφέρεται στο μέλλον σε αντίθεση με τον απολογισμό, στον οποίο εμφανίζονται τα αποτελέσματα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού των εσόδων και εξόδων του κράτους ορισμένου (παρελθόντος) οικονομικού έτους, και τον ισολογισμό του κράτους, ο οποίος περιλαμβάνει την κατάσταση του
Δημόσιου Ταμείου, Δημόσιου χρέους <αι των κρατκώυ εγγυήσεων. Με την ψήφισή του προϋπολογισμού δίνεται η συναίνεση της Νομοθετικής εξουσίας προς την εκτελεστική, για να πραγματοποιήση τις δαπάνες και την είσπραξη των εσόδων. Η εκτελεστική εξουσία με τη σειρά της δεσμεύεται όσον αφορά την εφαρμογή του σε ςωτιδιαστολή με το δημοσιονομικό πρόγραμμα, το οποίο είναι σχέδιο της οικονομικής δραστηχότητας του Κράτους, σιρ οποίο το προτείνον κόμμα υπόσχεται να εφαρμόσει αν κληθεί απο τους πολίτες να αναλάβει το σχηματισμό της κυθερνήσεως. Λεν μπορεί να υπερβεί τις αναφερόμενες πιστώσεις, μπορεί όμως να δαπανήσει μικρότερα ποσά απ'όσα προβλέπονται. 0 προϋπολογισμός αντανακλά την κυβερνητική πολιτική και ειδικότερα όσον αφορά τον τρόπο κατανομής των παραγωγικών συντελεστών στην παραγωγή ορισμένων αγαθών, την ανακατανομή του εισοδήματος και τέλος την σταθεροποιητική πολιτική.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η ελληνική οικονομία 3γήκε από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε εντελώς κατεστραμένη. Απ'τη μια μεριά δεν υπήρχε ούτε η στοιχειώδης, υποδομή, ούτε παραγωγή. Τα τρόφιμα ήταν ανεπαρκή ενώ η εξάρτηση από ξένη βοήθεια ήταν μεγάλη. Έ ν α 25% του εθνικού εισοδήματος το 194-9 αποτελούνταν από ξένη βοήθεια. Απ'την άλλη μεριά η ενεργός εήτηση ήταν υπερβάλλουσα και εκφραεόταν σαν εήτηση καταναλωτικών αγαθών από τα νοινοκυριά, και χρηματικών κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις για ανανέωση των εγκαταστάσεων τους, και από τους δημόσιους φορείς για κάλυψη κοινωνικών αναγκών. Την περίοδο 1948-1956 η εθνική δαπάνη ξεπέρασε την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών κατά 32 δισ. δραχμές. Το κράτος ξόδευε περισσότερα απ'όσα εισέπρατε και χρηματοδοτούσε το έλλειμα του τυπώνοντας περισσότερα χαρτονομίσματα. Η χρηματοδότησις της ελληνικής οικονομίας από το εκδοτικό προνόμιο αποτελούσε το 77% της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας το 1947, το 6θ% το 1950 και το 42% το 1955. Ό λ η αυτή η κατάσταση οδήγησε σε ιψηλό πληθωρισμό. Η επίσημη αξία της δραχμής έπεσε από 140 δολλάρια το Νοέμβριο του 1944 σε 500 δολλάρια του Ιούνιο του 1945 και σε 5-000 δολλάρια τον Ιανουάριο του 1946. Για να μειωθεί ο πληθωρισμός εφαρμόσθηκαν μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αυξήθηκαν οι φόροι και συγκρατήθηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου.
ενώ εφαρμόσθηκαν ποσοτικοί πιστωτικοί περιορισμοί. Μέχρι το 1965 ήταν για την ελληνική οικονομία μια περίοδο ανασυγκρότησης και ανάπιυξης. Συνέχισε να εφαρμόζεται αντιπληθωριστική πολιτική. Κατα3λήθηκετροσπάθεια για περιορισμό της κατανάλωσης ώστε να αυξηθούν οι αποταμιευτικοί πόροι και να χρηματοδοτηθούν οι μεγάλες επενδύσεις, ενώ οι αποδοχές των εργαζομένων παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα. 'Αρχισε να δημιουργείται η απαραίτητη υποδομή και παράλληλα έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί βιομηχανική βάση. Δώθηκε προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία σαν προϋπόθεση ανάπτυξης ενώ έπρεπε να είχε δωθεί και η κατάλληλη προσοχή στην ελαφριά βιομηχανία, δηλαδή στα καταναλωτικά αγαθά. Όμως η βιομηχανική παραγωγή και η επενδυτική δραστηριότητα δε βρήκαν πρόσφορο έδαφος γιατί η ελληνική αστική τάξη δεν είχε παράδοση ή επιθυμία να ακολουθήσει διαδικασίες εντατικής συσσώρευσης κεφαλαίου, ενώ αυτή η τάση ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, από τον έντονο κρατικό προστατευτισμό. 0 επιχειρηματίας καινοτήτις, ο επιχειρηματίας επενδυτής που αναλαμβάνουν κινδύνους εγκατέλειψαν τον ρόλο τους σιο κράτος από το οποίο ζητούσαν προστασία απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό, ανάληψη κινδύνων με την παροχή κινήτρων αλλά κεα μεφθηνή χρηματοδότηση, ενεργό οικονομική δράση, παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Έτσι δεν πραγματοποιήθηκε η εντατική συσσώρευση κεφαλαίο' που χρειαζόταν η χώρα. Η ελληνική οικονομία δεν έγινε
ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο και ο κρατικός παριυβατισμός ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο. Σε γενικές γραμμές η ανάπτυξη, που συντελέστηκε αυτή την περίοδο ήταν περισσότερο ποσοτική και χωρίς στόχους παρά ποιοτική, και κληροδότησε διαρθρωτικά προβλήματα στη σύγχρονη ελληνική οικονομία. Παράλληλα εμφανίζονται τα προβλήματα της άνισης κατανομής του προϊόντος της ανάπτυξης και άρχισε να συντελείται η καταστροφή του περιβάλλοντος. Την επόμενη περίοδο από το 1967 ως το 1974 συνεχίστηκαν οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης λόγω της ευημερίας που επικρατούσε τότε σε όλες τις δυτικές χώρες, και της αυξημένης εήτησης των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων μας επειδή προσφέρονταν σε σχετικά χαμηλές τιμές στο εξωτερικό λόγω του χαμηλού κόστους οφειλόμενου στα τότε, χαμηλά ημερομίσθια. Η ευημερία οφειλόταν και στην αφθονία των άδηλων πόρων μας (τουρισμός- μεταναστευτικά εμβάσματα), στην εισροή ξένων κεφαλαίων, και στο κλίμα αισιοδοξίας που ενθάρυνε τους ιδιώτες για επενδυτικές δραστηριότητες. Όμως η ανάπτυξη συνέχισε να είναι άναρχη. Στην περίοδο μέχρι το 1965 η τάση της επιχειρηματικής τάξης να περάσει στο κράτος ένα σημαντικό μέρος των ευθυνών της είχε και μία ακόμα συνέπεια: δεν δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία του κοινωνικού κράτους. Μέχρι εκείνη την περίοδο δεν δημιουργήθηκαν προβλήματα λόγω της διεξόδου που βρέθηκε στη μετανάστευση. Όταν τα ήδη σαθρά θεμέλια της ελληνικής οικονομίας αρχίσουν να κλονίερνται με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, όταν άρχισε να φθίνει η ανάπτυξη και η μετανάστευση
σταμάτησε υα αποτελεί δικλείδα ασφάλισης για την κοινωνία και την οικονομία, εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα. Η οικονομική κρίση με την πολιτική καταπίεση οδήγησαν στην έκρηξη του 197Λ Μετά το 197Λ έχουμε τις μεταδιδακτορικές κυβερνήσεις, που με τη σειρά τους έκαναν λαθεμένες επιλογές. Βλέποντας την αδυναμία της αστικής τάξης να διαδραματίσει τον ρόλο της στην οικονομία και τις έντονες λαϊκές αντιδράσεις από την πολιτική καταπίεση της δικτατορίας και θέλοντας να εκτονώσουν την πολιτική πίεση δημιούργησαν ένα επεκτατικό και έντονα παρεμβατικό κράτος, αλλά για άλλη μια φορά δεν έγινε καμιά ουσιαστική προσπάθεια να δημιουργηθεί κοινωνικό κράτος. Παράλληλα δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να διορθωθούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Επιπλέον η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση (1979) αποτέλεσε το αποφασιστικό κατά της εύθραυστης ελληνικής οικονομίας. Στη δεκαετία του 80 η υποδομή της ελληνικής οικονομίας τόσο στη βιομηχανία και τη γεωργία όαο και στη δημόσια διοίκηση ήταν πια ξεπερασμένη αλλά για άλλη μια φορά δεν έγιναν διαρθρωτικές αλλαγές. Το κράτος γιγαντώθηκε ο ρόλος του σαν επιχειρηματία ενισχύθηκε περισσότερο. Στη δεκαετία το'70 η δημόσια δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες, επενδύσεις και μεταβιβάσεις εισοδήματος κάλυπταν το 28% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Στη δεκαετία του '80 το ποσοστό αυτό έφτασε το 4-9%. Η δομή των δαπανών άλλαξε, και δώθηκε έμφαση περισσότερο στις επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις και
άμεσες μεταριβάσεις εισοδήματος. Δημιουργηθη<ε κοινωνικό κράτος για πρώτη φορά χωρίς όμως να στηρίεεται σε γερές βάσεις. Τα έσοδα δεν ακολουθούσαν την ανοδική πορεία των δημοσίων δαπανών. Στη δεκαετία του '60 τα κρατικά έσοδα κάλυπταν το 80%, σχεδόν των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Στην δεκαετία του '70 μειώθηκαν στο 70% και στο τέλος της δεκαετίας του'80 μόλις που κάλυπταν,το 6θ% των δαπανών?* Το 1985 ακολουθήθηκε ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα για την οικονομία αφού την ίδια χρονιά το έλλειμα του ισοευγίου τρεχουσών συναλλαγών άγγιξε το επίπεδο του 3,3 δισ. δολλάρια, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 25%, οι δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα έφτασαν στο 2,5% του ΑΕΠ. Οι στόχοι που είχαν τεθεί με τη βοήθεια των τότε ευνοϊκών συγκυριών προσεγγίσθηκαν σημαντικά, όμως το πρόγραμμα εγκαταλήφθηκε"'^'*^ Σήμερα στην δεκαετία του '90 η ελληνική οικονομία αποκλίνει σταθερά από τα κοινοτικά δεδομένα, και αντιμετωπίεει σοβαρά προβλήματα. Από την ετήσια οικονομική έκθεση του 1988-1989 ττου προετοίμασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποκαλύπτεται ότι το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας ως ποσοστό του μέσου κοινοτικού μειώνεται συνεχώς από το 1985 και μετά. Συνεπώς ο ρυθμός ανάπτυξης της θα είναι χαμηλότερος από τον μέσο κοινοτικό. Η Ελλάδα εμφανίεεται να περιφερειοποιείται, και αν δεν μπορέσει να ξεπεράσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα δεν θα μπορέσει *,** Οικ μ. ταχυδρ. 29/11/90 σελ. 15 ΑΝΤ. ΚΕΦΑΛΑ **ΐΙι- " " 27/12/90 σελ. 76 ΣΤ. ΞΕΝΑΚΗ
νοορυμμετάσχει ουσιαστικά και αποτελεσματικά ούτε στη διαδιίφΐσία της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, ούτε 3ε3αίως στη διαδικασία της οικοοομικής και νομισματικής ενοποίησης γενικότερα*. Το πρό3λημα της ελληνικής οικονομίας είναι διαρθρωτικό και έχει σαν συνέπεια να οδηγήται σε κρίση με ελλείματα, υψηλό πληθωρισμό, μεγάλο δημόσιο χρέος. Πρώτα απ'όλα υπάρχει ένας υπερδιογκωμένος δημόσιος τομέας ο οποίος καθορίεει την κατανομή των χρηματοδοτικών πόρων μέσα στην οικονσμία και απορρροφάει το μεγαλύτερο μέρος τους, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται η οικονομική δραστηριότητα τσυ ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα και δεν είναι ικανός να απορροφήσει και να συγκρατήσει ικανά στελέχη. Η οικονσμία δηλαδή διέπεται από έναν έντονσ παρεμβατισμό, σε συνδυασμό με του προστατευτισμό που χαρακτηρίζει κάθε οικονομική δραστηριότητα. Το δεύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ο δυαδικός της χαρακτήρας. Συνυπάρχουν, απ'τη μια μεριά, αναπτυγμένα τμήματα μαζί με τμήματα που με δυσκολία καταφέρνουν να επιβιώσουν, Απ'τηυ άλλη μεριά, συνυπάρχουν η επίσημη οικονομία με την παραοικονομία η οποία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και είναι δύσκολο να ελεγχθεί. 'Ενα άλλο διαρθρωτικό πρόβλημα είναι η δυσλειτουργία ^ Οικον. ταχυδρ. 12/1/1989 σέλ. 19 J
των αγορών. Η σχέση μεταξύ ιτροσφοράς και τελικής εητησης δεν λειτουργεί σωστά. 0 κρατικός προστατευτισμός έχει ένα σημαντικό μέρος της ευθύνης. "Ουσιαστικά δεν λειτουργεί το σύστημα εντολών από τον καταναλωτή στον παραγωγό και γι'αυτό δεν αλλάεει, η δομή της παραγωγής να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εήτησης. Οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να "Εούν" και να μην υπακούουν στις εντολές του καταναλωτή επειδή ^ υ ν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, επίσημη και ανεπίσημη, που δεν θα είχαν κανονικά" Μέσα απ'τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας μας εκδηλώνονται μια σειρά από έντονα προβλήματα. Τα ελλείματα όπως το έλλειμα του ισοζυγίου πληρωμών είναι ένα απ'αυτά. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία για την περίοδο Ιανουαρίου- Αυγούστου 1990, το έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών έφτασε τα 2.526 εκατομμύρια δολλάρια. Η αυτόνομη εισροή κεφαλαίων κάλυψε το 67% περίπου του ελλείματος αυτού και το υπόλοιπο αντιμετωπίστηκε με δάνεια που έχει ήδη συνάψει η κεντρική τράπεεα, καθώς και ο δημόσιος τομέας γενικά *'* Το τέλος του Νοεμβρίου έφτασε στα 3.305 εκατ. δολλάρια. Τα υψηλά επίπεδα του ελλείματος ισοευγίου πληρωμών αποτελούν ένα λόγο σοβαρής ανησυχίας αφού το 1991 άρχισε με του πόλεμο στον περσικό κόλπο, δηλαδή με ανοικτό ακόμα το πρόβλημα της τιμής του πετρελαίου. Εκτός απ'το έλλειμα στο ισοεύγιο πληρωμών πρόβλημα αποτελεί * Οικον. ταχυδρ. 27/12/1990 σελ. 18 ΑΝΤ. ΚΕΦΑΛΑ ΟΙΚ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 8/11/90 ΑΝΤ. ΚΕΦΑΛΑ.
και το έλλειαα στονικρατνκό π^οοπολογτρρρ^ηστα ασφαλιστικά ταμεία καθώς και στις προβληματικές επιχειρήσεις. Τα προβλήματα που απορρέουν ατό τα ελλείματα είναι πρώτον η επιτό^νση των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς αυτά δημιουργούν εισόδημα, δηλ. εητηση, που με τη σειρά της δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την εγχώρια παραγωγή και σε συνδυασμό με τον εισαγώμενο πληθωρισμό οδηγούν σε μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα δημιουργεί και πίεση και στο ισοεύγιο πληρωμών αφού η εητηση αυτή στρέφεται στις ειααγωγές Δεύτερον ιε το να χρηματοδοτούνται ελλείματα με υψηλότοκους δανεισμούς η ελληνική οικονομία έχει αποκτήσει το υψηλό δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δωθεί από την κυβέρνηση, αυτό ξεπερνά τα 15 τρισ. δραχμές για το 1990. Εκτός από το δημόσιο χρέος της κεντρικής διοίκησης, τσ οποίο ξεπέρασε τα 15 τρισ. δραχμές για το 1990. Εκτός από το δημόσιο χρέος της κεντρικής διοίκησης, το οποίο ξεπέρασε τα 8,5 τρισ. δρχ., υπάρχσυν και τα χρέη του ωρύτερου δημόσιου τομέα όπως των ΔΕΚΟ και των ΟΤΑ που μαεί ξεπερνούν τα 3 δισ. δρχ., των αγροτικών συνεταιρισμών που ατολσγίεεται ότι πλησιάεει τα 0,7 τρισ. δρχ., των προβληματικών επιχειρήσεων και το χρέος εγγυημένο από το δημόσιο.
Δ Η Μ Ο Σ Ι Ε Σ Δ Α Π Α Ν Ε Σ Κάθε κράτος εφαρρόεει υια συγκεκριμένη δημοσιονομική πολίτικη για να επιτύχει τους εξής στόχους: α) Η διόρθωση των αποκλίσεων από την άριστη κατανομή των παραγωγικών μέσων και κυρίως η κινητοποίηση παραγωγικών μέσων για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. β) η εζουδετέρωση των περιοδικών οικονομικών διαταραχών δηλαδη αντιμετώπιση της υποαπασχόλησης των παραγωγικών μέσων και η καταπολέμηση του πληθωρισμού. γ) η υποβοήθηση της οικονομικής ανάπτυξης κυρίως των καθυστερημένων χωρών. δ) η άμβλιση των σοβαρών ανισοτήτων στη διανομή του εισοδήματος. Για την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών χρησιμοποιεί διάφορα μέσα στα οποία περιλαμβάνονται και οι Δημόσιες Δαπάνες. Ως Δημόσιες Δαπάνες ορίζονται οι δαπάνες που πραγματοποιούν οι δημόσιοι φορείς για να εξυπηρετήσουν την δημόσια κατανάλωση και επένδυση, να κάνουν μεταβιβάσεις στα νοικοκυριά και για να δίνουν επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις. Για να μπορέσουμε να μελετήσουμε τις Δημόσιες Δαπάνες τις ταξινομούμε σε διάφορες κατηγορίες με βάση ορισμένα κριτήρια, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι τα εξής: τα οικονομικά, τα λειτουργικά και το διοικητικό και αντίστοιχα ταξινομούνται σε οικονομική, λειτουργική και διοικητική.
Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Η Τ Α Ξ Ι Ν Ο Μ 1 Η οκονομίκη ταξινόμηση στηρίεεται στον τρόπο με τον οποίο η κάθε δημόσια δαπάνη επενεργεί πάνω στην παραγωγή των αγαθών και στα εισοδήματα και το πώς τα επηρεάζει. Με τ) κριτήριο αυτό οι Δημόσιες Δαπάνες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες και δαπάνες για μετα3ιβοστικές πληρωμές. α) Δημόσιες Δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες. Αυτές είναι αποτέλεσμα των δυμερών συναλλαγών που κά\ει το κράτος με τους ιδιωτικούς φορείς, κατά τις οποίες αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες α'αυτούς. Αυτές οι δαπάνες δηλαδή αποτελούν ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών από την πλευρά του δημοσίου και συγχρόνως συντελούν στη δημιουργία εισοδημάτων μέσω του παραγωγικού μηχανισμού καθώς και στην απασχόληση μέσων παραγωγής. Τα αγαθά και οι υτηρεσίες που εξασφαλίζουν αυτές τις συναλλαγές στο δημόσιο είναι δυνατόν να εξυπηρειούν είτε καταναλωτικές ανάγκες είτε επενδυτικές, επομένως οι δαπάνες σ'αυτές τις κατηγορίες μπορούν να διακριθούν σε δαπάνες για δημόσια κατανάλωση ή τρέχουσες δαπάνες και σε δαπάνες επενδύσεων. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι δαπάνες δημοσίων φορέων για την αγορά αγαθών τα οποία προορίζονται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του παρόντος (π.χ. οι μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, ενοίκια κ.λ.π.) Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι δαπάνες που προορίζονται για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών δηλαδή αγαθών τα οποία παρέχουν υπηρεσίες και επομένως ικανοποιούν ανάγκες για μια σειρά ετών (π.χ.
δαπάνες για τη διάνοιξη δρόμων την κατασκευή έργων ύδρευσης κ.λ. π.). Β) Δημόσιες Δαπάνες για μεταβχβαστχκές πληρωμές. Οι μονομερείς χρηματικές παροχές του δημοσίου προς τους ιδιωτικούς φορείς αποτελούν τις δημόσιες δαπάνες για μεταβιβαστικές πληρωμές. Μ'αυτές το κράτος μεταθέτει σε ορισμένες ομάδες ιδιωτικών φορέων εισόδημα που έχει ηδη δημιουργηθεί αφού -D αποσπάσει από άλλες ομάδες ιδιωτικών φορέων με διάφορους τρόπους όπως φορολογία. Δεν αποτελούν δηλαδη αμοιβές συντελεστών για τη συμβολή τους στην παραγωγική διαδικασία γι'αυτό και δεν αποτελούν μέρος του εθνικού εισοδήματος. Οι δαπάνες για μεταβιβαστικές πληρωμές καλύπτουν τρέχουσες μεταβιβάσεις ή μεταβιβάσεις εισοδήματος και μεταβιβάσεις κεφαλαίου. Οι πρώτες έχουν σκοπό την ενίσχυση του εισοδήματος των ιδιωτικών φορέων και μπορεί να είναι μεταβιβάσεις προς τα νοικοκυριά όπως οι συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας ή μεταβιβάσεις προς τις επιχειρήσεις με τη μορφή επιδοτήσεων για την μείωση του κόστους παραγωγής τους, και την αύξηση της εήτησης των προϊόντων τους.. Οι δεύτερες έχουν σκοπό την κάλυψη ενός μέρους των δαπανών των ιδιωτικών φορέων για την απόκτηση αγαθών παγίου κεφαλαίου. Μπορεί επίσης να είναι μεταβιβάσεις προς τα νοικοκυριά όπως η επιδότηση κατασκευής κατοικίας ή προς τις επιχειρήσεις όπως η επιδότηση αγοράς κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Το δημόσιο είναι δυνατόν να κάνει ακόμα μεταβιβαστικές πληρωμές
-15- προς το εξωτερικό.. Αυτές ρπορεί να γίνουν με τη μορφή πληρωμής χρεολυσίων η με τις συνδρομές του κράτους σε διεθνείς οργανισμούς. Ι Τ Ο Υ Ρ Γ Ι Κ ] τ A : ο Μ 1 Κριτήριο για την λειτουργική ταξινόμηση των δημοσίων δαπανών απστελεί η κοινωνική ανάγκη που προορίεεται να καλύψει η κάθε δημόσια δαπάνη. Ενώ η λειτουργική ταξινόμηση βοηθάει στη μελέτη και αξιολόγηση των Δημοσίων Δαπανών ώστε να μπορέσει η πολίτικη εξουσία ιεραρχώντας τις να επιτύχει τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, παρ'όλα αυτά η κατάταξη του είναι δύσκολη, γιατί μερικές από αυτές ικανοποιούν περισσότερες από μια ανάγκες. Όμως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις Δημόσιες δαπάνες σε: α) τις δαπάνες για υπηρεσίες γενικής φύσεως. Τέτοιες είναι οι δαπάνες της γενικής διοίκησης όπως η αμοιβή του αρχηγού του κράτους, δαπάνες εθνικής άμυνας, δημόσιας τάξης, απονομής δικαιοσύνης, β) δαπάνες για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, δηλαδη δαπάνες για την κατασκευή και συντήρηση δρόμων, για ύδρευση και αποχέτευση κ.λ.π.,. γ) δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες. Σ'αυτές συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση.
δ) δαπάνες για οικονομικές υπηρεσίες. Τέτοιες είναι οι δαπάνες που στόχο έχουν να αυξησουν την παραγωγικότητα της οικονομίας όπως δαπάνες για την προστασία και την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, δαπάνες για την εκμετάλλευση του υπόγειου πλούτου, ε) λοιπές δημόσιες δαπάνες, οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε καμμιά από τις πιο πάνω κατηγορίες δαπανών και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι του δημόσιου χρέους, οι γενικές επιδοτήσεις και ορισμένες μεταβιβαστικές πληρωμές στο εξωτερικό.
Δ Ι Ο Ι Κ Η Τ Ι Κ ] A I A Κ Ρ I Σ i Δ Α Π Α Ν Ω Ν Τ Ω Ν Δ Η Μ Ο Σ Ι Ω Ν Η διάκριση αυτή τωυ δημοσίων δαπανών γίνεται ανάλογα με τ φορέα που αναλαμβάνει και πραγματοποιεί τη δαπάνη. 'Ετσι οι δαπάνες μπορεί να είναι; 1) δαπάνες της κεντρικής διοίκησης. 2) δαπάνες των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης 3) δαπάνες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
ΤΡΟΠΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ
Τ Ρ Ο Π Ο Ι Χ Ρ Η Μ Α Τ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η Σ Δ Α Π Α Ν Ω Ν Τ Ω Ν Δ Η Μ Ο Σ Ι Ω Ν Μέθοδοι χρηματοδότησης των Δαπανών του δημοσίου είναι όλες οι πηγές απ'όπου μπορεί αυτό να αντλήσει έσοδα για την κάλυψη τους. Η σημασία των εσόδων διαφέρει από' χώρα σε χώρα και από περίοδο σε περίοδο στην ίδια χώρα π.χ. τα "έσοδα στην Ελλάδα από το κρατικό μονοπώλιο του φωτιστικού πετρελαίου η του αλατιού ήταν κάποτε υπολοίίσιμα. Τα τελευταία όμως χρόνια η δαπάνη για τα αγαθά αυτά και κατά συνέπεια και τα σχετικά έσοδα, σχεδόν εκμηδενίστηκαν". Η φορολογία αποτελεί την κυρία μέθοδο χρηματοδότησης "περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των δαπανών του κράτους καλύπτεται στο πρόσφατο παρελθόν από α) φόρους και Δασμούς, β) Δάνεια και γ) Εισφορές σε Ασφαλιστικά Ταμεία, πώληση αγαθών κ.λ.π. Το υπόλοιπο 10% περίπου των συνολικών δαπανών καλύπτεται κατά το 3% από τη στράτευση των νέων, 3% από αύξηση της προσφοράς τραπεεογραμματίων και από εισπράξεις από την ΕΟΚ. Στο σύνολο των δαπανών του Γενικού Προϋπολογισμού του κράτους το 50% περίπου καλύπτεται από φόρους και δασμούς. Το κράτος ακόμα κι αν καταφύγει στο δανεισμό δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή φόρων. Όταν τα δάνεια θα έχουν γίνει ληξιπρόθεσμα και το δημόσιο θα έχει άμεση ανάγκη εξεύρεσης χρηματικών πόρων για την αποπληρωμή τους θα αναγκαστεί να επιβάλει φόρους. Επομένως με το δημόσιο δανεισμό απλώς αναβάλλεται η επιβολή φόρων για τον μεταγενέστερο χρόνο. %- Γ. Ε. ΔΡΑΚΟΥ "Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική"
1) η φορολογία 2) δημόσιος δανεισμός από τσυς ιδιωτικούς φορείς (η από τις εμπορικές τράπεεες 3) ο δανεισμός τσυ κράτους από την εκδοτική τράπεεα, δηλαδή, η έκδοση νέου χρήματος, 4.) αιιό λοιπές πηγές όπως ασφαλιστικές εισφορές, δασμοί, έσοδα από πώληση αγαθών. Οι εξωτερικές πηγές είναι: 1)εξωτερικός δανεισμός 2) οι ξένες επενδύσεις, 3) η ξένη βοήθεια. Για να επιλέξει το κράτος με ποιά μέθοδο θα χρηματοδοτήσει τις δημόσιες δαπάνες του, θα πρέπει να λάβει υπ'όψιν του πολλούς παράγοντες και πάνω απ'όλα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί η οικονομία δηλαδή κατά πόσο λειτουργεί στο επίπεδο πλήρους απασχόλησης ή σε συνθήκες υποαπασχόλησης των παραγωγικών μέσων. Οι πηγές χρηματσδότησης θα μπορούσαν να χωριστούν σε εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης, ανάλογα αν αυτές προέρχονται από το εξωτερικό ή μέσα από το ίδιο το κράτος. Εσωτερικές πηγές είναι:
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ
Ε Σ Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ε Σ Π Η Γ Ε Σ Σ Ρ Η Μ Α Τ Ο Δ Ο ΤΗΣΗΣ Ιΐηιποδότηοι Arux7(twAoaguIv υε δαήηο 6aveiotP από τους ιδιω τκούς φορείς Αυτή η υορφη χρηματοδότησης συνίσταται στη μεταβίβαση αγοραστικής δύναμης από τους ιδιωτικούς φορείς προς το δημόσιο. Οι ιδωτικοί φορείς διαθέτουν συνήθως ένα μέρος από τις αποταμιεύσεις τους (υπάρχει όμως περίπτωση να μειώσουν την κατανάλωση τους) για την σύναψη του δανείου. Το δημόσιο από την μεριά του δεσμεύεται να επιστρέφει το δανειεόμενο κεφάλαιο μαεί με τους τόκους σε ορισμένες μελλοντικές,χρονικές στιγμές. Επομένως μέσα απ'αυτό το μηχανισμό περιορίεεται η αποταμίευση. Αυτό έχει σαν συνέπεια να περιορίζεται η δυνατότητα χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγή κεφαλαιουχικών, αγαθών. Όμως η παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών θα αύξανε τη μελλοντική ιδιωτική κατανάλωση πράγμα που θα αποτελούσε κίνητρο για την επέκταση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Αφού δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα μειώνονται οι δραστηριότητές τους κι έτσι αποδεσμεύονται μέσα παραγωγής από τον ιδιοτικό τομέα τα οποία περνούν στο δημόσιο-βομέα. Μπορούμε δηλαδή να πούμε πως ο δημόσιος δανεισμός από τους ιδιωτικούς φορείς έχει δύο λειτουργίες. Από μεριά μεταβιβάεει αγοραστική δύναμη και από την άλλη μέσα παραγωγής στο δημόσιο. Είναι δυνατόν να εντοπίσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της μορφής χρηματοδότησης.
Αυτά είναι: α) αποτελεί εκούσια παροχή των ιδιωτικών φορέων αγοραστικής δύναμης προς το κράτος. Τπάρχει όμως περίπτωση το κράτος να χρησιμοποιήσει την εξουσία πσυ διαθέτει και να συνάψει αναγκαστικό δάνειο. Τέτοια δάνεια συνάπτονται σε ανώμαλες περιστάσεις (π.χ. περίοδο πολέμου), αλλά και σε ομαλές συνθήκες. "Οι υποχρεωτικές δεσμεύσεις επί των καταθέσεων των εμπορικών τραπεεών, που επιβάλλονται από την τράπεεα της Ελλάδος, για να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα του δημόσιου τομέα (έντοκα γραμμάτια δημοσίου), αποτελούν μια τέτοια μορφή, (συνηθισμένη στην Ελλάδα), αναγκαστικού στην ουσία Δημόσιου Δανεισμού β) Επειδή μειώνει τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω, το κόστος για την κάλυψη ή την αύξηση των Δημόσιων Δαπανών βαρύνει κύρια τη μελλοντική κοινωνία αφού αυτή θα έχει μικρή ιδιωτική κατανάλωση. γ) Αφσύ η αγοραστική δύναμη που μεταβιβάζεται θα επιστραφεί στους ιδιωτικούς φορείς με την εξόφληση του δανείου, το κόστος των Δημοσίων Δαπανών δεν βαρύνει τους ίδιους. Κατά την μελλοντική περίοδο εξόφλησης ιηυ δανείου επιμερίεεται το κόστος μεταξύ των πολιτών αφού το κράτος επιβάλλει φόρους σε όλους για να μπορέσει να ολοκληρώσει το αρχικό κεφάλαιο μαεί με τους τόκους. δ) Επειδή το κόστος επιμερίεεται μεταξύ των πολιτών της ΓΕ. ΔΡΑΚΟΥ "Εισαγωγή στη Δημόσια Οικονομική"
υελλοντικης κοινωνίας η πολίτικη εξουσία έχει τη δυνατότητα να ρυθμίσει έτσι του επιμερισμό ώστε να αυταποκρίυεται στις γενικά αποδεκτές αντιλήψεις για την κοινωνική δικαιοσύνη. ε) Εφόσον ο δημόσιος δανεισμός από τους ιδιωτικούς φορείς περιορίγει την ιδιωτική δαπάνη για επενδύσεις αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης δεν αυξάνει την συνολική ζήτηση πέρα από τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας δεν προκαλεί συνεπώς πληθωρισμό. Ιρηματοδότηση των Δημοσίων Δαπανών με την έκδοση νέου χρήματος Το κράτος έχει τον άμεσο έλεγχο του το εκδοτικό προνόμιο. Μπορεί δηλαδή να εκδίδει νέο χρήμα ώστε να αυξάνει την αγοραστική του δύναμη και μ'αυτό του τρόπο να αυτοχρηματοδοτείται. Με 1D να αυξάνει την αγοραστική του δύναμη μπορεί προσφέροντας υψηλότερες αμοιβές να ανταγωνίζεται τους ιδιωτικούς φορείς στην αγορά και να τους αποσπά μέσα παραγωγής. 'Ομως επειδή υπάρχει στενότητα των μέσων παραγωγής κάποιοι ιδιωτικοί φορείς θα αντιδράσουυ σ'αυτή την τακτική του κράτους και θα πληρώσουν υψηλότερες αμοιβές με σκοπό να συγκρατήσουν τα μέσα παραγωγής. Το κράτος με τη σειρά του θα αυξήσει κι άλλο τις αμοιβές αφού μπορεί να αυξήσει την αγοραστική του δύναμη χωρίς
<οστος πράγμα που το <άυει πιο ανταγωνιστικό. Σαν αποτέλεσμα αυτού του κλίματος που θα δημιουργηθεί στην αγορά θα είναι η άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών των αγαθών και των αμοιβών των μέσων παραγωγής, θα δημιουργηθεί δηλαδή πληθωρισμός. Με την εμφάνιση όμως του πληθωρισμού ορισμένες κατηγορίες πολιτών είναι αναγκασμένες να μειώσουν την πραγματική τους εητηση κυρίως για καταναλωτικά αγαθά. Αυτές είναι οι κατηγορίες για παράδειγμα των συνταξιούχων και των μισθωτών των οποίων οι αμοιβές καθορίζονται με σύμβαση μεγάλης διάρκεια και παρουσιάζουν μικρή ή μεγάλη ελαστικότητα προσαρμογής στην ανοδική τάση του γενικού επιπέδου των τιμών. Συνέπεια της πτώσης της ζήτησης, θα είναι η μείωση της παραγωγής αγαθών από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Θα ελευθερωθούν επομένως μέσα παραγωγής από τον ιδιωτικό τομέα τα οποία περνάνε στο δημόσιο τομέα. Αυτή η μέθοδος χρηματοδότησης των Δημοσίων Δαπανών έχει επικριθεί γιατί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης το κράτος προκαλεί σκόπιμα πληθωρισμό με αποτέλεσμα να μειώνονται τα πραγματικά εισοδήματα των ιδιωτικών φορείων και ιδιαίτερα των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων. Αυτό σημαίνει πως το κόστος για την κάλυψη των Δημοσίων Δαπανών βαρύνει κυρίως την σημερινή κοινωνία και μάλιστα ο επιμερισμός του κόστους μεταξύ των ατόμων γίνεται με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις γενικά αποδεκτές αντιλήψεις για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Π Ε Μ Π Τ Ο
Ο Ρ Ο Λ Ο Γ Τ Α Αϊτό το εισόδηυα που έχουν στη διάθεσή τους οι ιδιωτικοί φορείς, ένα μέρος διατίθεται για κατανάλωση και το υπόλοιπο για αποταμίευση. Το κράτος όμως επιβάλλοντας τη φορολογία απορροφά ένα μέρος του διαθέσιμου εισοδηματός τους, με αποτέλεσμα να μειώνουν κατά κανόνα την κατανάλωση τους. Αυτό έχει σαν συνέπεια να μειωθεί η παραγωγή καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών, αφού πέφτει η εήτησή τους. 'Ετσι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να αποδεσμεύσουν ανάλογα μέσα παραγωγής. Το δημόσιο τώρα με την αναγκαστική*! δύναμη που έχει αποκτήσει από την επιβολή των φόρων μπορεί να τα απορροφήσει και να τα χρησιμοποιήσει στην παραγωγή δημοσίων αγαθών ώστε να καλύψει δημόσιες δαπάνες. Η μετάθεση επομένως μέσων παραγωγής από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα είναι μονομερής και έχει αναγκαστικό χαρακτήρα αφού η εισφορά των ιδιωτικών φορέων είναι υποχρεω- Το κόστος από την χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών με τη μέθοδο της φορολογίας.βαρύνει τους πολίτες της σημερινής κοινωνίας, αφού αναγκάζονται σε μείωση της ιδιωτικής τους κατανάλωσης και ο επιμερισμός του μεταξύ των πολιτών πραγματοποιείται οριστικά στην περίοδο που επιβάλλεται ο φόρος. Η πολιτική εξουσία βέβαια ανάλογα με το είδος των φορέων μπορεί να ρυθμίσει τον επιμερισμό του κόστους από τη χρηματοδότηση των Δημοσίων Δαπανών ώστε να ανταποκρίνεται
στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η μέθοδος της φορολογίας έχει το πλεονέκτημα ότι σε συνθήκες απασχόλησης των μέσων παραγωγής της οικονομίας δεν προκαλεί πληθωρισμό, γιατί μειώνει την ιδιωτική κατανάλωση ώστε δεν υπάρχει κίνδυνος να αυξηθεί η συνολική ζήτηση πέρα από την παραγωγική δυναμικότητα της κοινωνίας. Ομως η φορολογία δεν αποδίδει πάντα τα αναμενόμενα έσοδα, γιατί οι φορολογούμενοι συνήθως αντιδρούν και προσπαθούν να Βρσύν τρόπους να ελαχιστοποιηθούν το φορολογικό βάρος. Συνήθως καταφεύγουν στη φοροδιαφυγή, προσπαθούν δηλαδή» υα μειώσουν τη νόμιμη φορολογική τους υποχρέωση με παράνομες ενέργειες τους, όπως για παράδειγμα δήλωσή εισοδήματος μικρότερο απ'το πραγματικό. Όσο μεγαλύτερο είναι το φορολογικό βάρος, τόσο μεγαλύτερη είναι η τάση των φορολογούμενων προς τη φοροδιαφυγή. Βέβαια ακόμα και το μορφωτικό επίπεδό τους η τα προνόμια (φορολογικά), που θεσπίρονται για ορισμένες ομάδες πολιτών, κάνουν μεγαλύτερη την ροπή για φοροδιαφυγή, η οποία διευκολύνεται ακόμα περισσότερο από την κακή οργάνωση των φοροτεχνικών υπηρεσιών, την έλλειψη ικανού προσωπικού, τη θέσπιση φόρων που είναι σχεδόν αδύνατη η εξακρίβωση και ο έλεγχος της φορολογικής βάσης. Οι φορολογούμενοι έχουν την δυνατότητα ακόμα να καταφύγουν είτε στην φοροαποφυγή ή στη μετακυλιση και επίπτωση των φόρων. Με την φοροαποφυγή σ φορολογούμενος προσπαθεί να μειώσει το φορολογικό βάρος με νόμιμο τρόπο, εκμεταλλευόμενος ασάφειες ή αδυναμίες του φορολογικού νόμου, π.χ. η περίπτωση
της κληρονουιάς η οποία μπορεί υα χαρακτηριστεί σαν δωρεά προκειμένου να αποφευχθεί ο φόρος μεταβίβασης περιουσίας. Τέλος με την μετακύλιση των φόρων ο φορολογούμενος πάλι με νόμιμο τρόπο προσπαθεί να μειώσει την φορολογία που του επιβάλλεται με το υα μεταθέσει του φόρο που είναι από του νόμο υποχρεωμένος υα καταβάλει, σε άλλα πρόσωπα με τα οποία συναλλάσεται.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Για να γίνει περισσότερο αντιληπτό το περιεχόρενο ιπζ χρηρατοδοτησης υε φορολογία κρίνουμε απαραίτητο να εξετάσουμε ορισμένες έννοιες και διακρίσεις που έχουν να κάνουν με τους φόρους. "0 φόρος αποτελεί το μηχανισμό αναγκαστικής μετάθεσης μέσων παραγωγής από την ιδιωτική στη δημόσια χρήση, αλλά ταυτόχρονα και το μηχανισμό επιμερισμού του κόστους παραγωγής των δημοσίων αγαθών μεταξύ των πολιτών, με τρόπο του θεωρείται δίκαιος από την πολιτική εξουσία^" 0 φόρος αποτελεί γενικότερα το μέσω επίτευξης των Βασικών στόχων του κράτους όπως για παράδειγμα η άριστη διανομή του εισοδήματος, σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας. Για την επιβολή του φόρου χρησιμοποιούνται τα μεγέθη της φορολογικής Βάσης και του φορολογικού.συντελεστή "Το μέγεθος σε σχέση με το οποίο υπολογίεεται ο φόρος λέγεται φορολογική βάση*. Φορολογική βάση μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε οικονομικό γνώρισμα των ιδιωτικών, οι οποίοι είναι και οι φορολογικές μονάδες, όπως η περιουσία, το εισόδημα, η καταναλωτική δαπάνη. "0 φόρος που αντιστοιχεί σε κάθε μια μονάδα φορολογική βάση ονομάεεται φορολογικός συντελεστη^ΐ Αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί αναλογικός αν ανεξάρτητα από το ύψος της φορολογικής βάσης το ποσοστο του φορου είναι το ίδιο. Προοδευτικός χαρακτηρίεεται αν το ποσοστό του φόρου αυξάνει, καθώς αυξάνεται η φορολογική βάση και τέλος αντίστροφα προοδευ-
αυξάνεται η φορολογική 3άση και τέλος αντίστροφα προοδευτικός είναι ο φορολογικός συντελεστής σε περίπτωση που το ποσοστό του φόρου μειώνεται όταν αυξάνεται η φορολογική 3άση. "Μέσος φορολογικός συντελεστής* είναι ο λόγος του φόρου με τον οποίο επι3αρΰνεται ο φορολογούμενος προς τη φορολογική 3άση. Οριακός φορολογικός συντελεστής είναι ο πρόσθετος φόρος που πρέπει να κατα3ληθεί για καθεμία νέα μονάδα αύξησης της φορολογικής 3άσηςί^ * Δ.Π. ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΣ "Δημοσιονομικοί θεσμοί" ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ- ΠΑΣΧΟΣ "ΔΗΜ. Οικονομική και Δημοσιονομική νομοθεσία".
Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Ε Ι Σ Φ Ο Ρ Ω Ν A. Διάκριση φόρων με κριτήριο τη φορολογική Βάση. Με κριτήριο τη φορολογική βάση οι φόροι διοκρίνονται σε φορουζ εισοδηυατος, φόρους στις δαιτάυες κατανάλωσης και φόρσυς ττερισυσίας. Οι πρώτοι επιβάλλονται πάνω στο εισόδημα των ιδιωτικών φορέων και διακρίνεται σε φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, και φόρους εισοδήματος νομικών προσώπων. Οι δεύτεροι, οι φόροι στις δαπάνες κατανάλωσης, επιβάλλονται πάνω στη δαπάνη την οποία πραγματοποιούν οι ιδιώτες. Ανάλογα με τον τρόπο που επιβάλλονται σε: προσωπικούς φόρους στη δαπάνη, οι οποίοι επιβάλλονται στη συνολική δαπάνη που πραγματοποιεί η φορολογική μονάδα σε σρισμένη χρονική περίοδο και σε φόρους στα προϊόντα ή έμμεσους φόρους στην κατανάλωση "οι οποίοι επιβάλλονται κατά μονάδα η κατά αξία στα παραγόμενα ή πωλούμενα προϊόντα και επιβαρύνουν εν μέρει ή πλήρως τους αγοραστές των προϊόντων". Οι φόροι περιουσίας επιβάλλονται πάνω στην αξία ή την έκταση ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό της περιουσίας την οποία κατέχει η φορολογική μονάδα. Υπάρχουν οι εξής μορφές φόρου περιουσίας: ο προσωπικός φορος καθαρής περισυσιας, ο σποίο^ επιβάλλεται πάνω στην καθαρή περιουσιακή θέση (μετά την αφαίρεση των οφειλών από τη συνολική αξία των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων), ο γενικός φόρος περιουσίας, ο ειδικός φόρσς περιουσίας ο οποίος επιβάλλεται σε μια r
καθορισμένη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων. Τέλος υπαρχουν οι φόροι μεταβίβασης που επιβάλλ3νται κατά τη μεταβιβσση κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων. Στα φορολογικά συστήματα των αναπτυγμένων χωρών, όπου το κατακεφαλήν εισόδημα είναι υφηλό, οι φόροι εισοδήματος κατέχουν κυρίαρχη θέση. Αντίθετα οι φόροι στη δαπάνη κατέχουν κυρία θέση στα φορολογικά συστήματα των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, όπου οι φόροι εισοδήματος δεν έχουν μεγάλη απόδοση, λόγω των χαμηλών εισοδημάτων "Στην Ελλάδα οι φόροι εισοδήματος αποφέρουν περίπου το 20% των συνολικών φορολογικών εσόδων του κράτους, ενώ οι διάφοροι φόροι δαπάνης αποφέρουν το 70%"*^ Β. Διάκριση φόρων με κριτήριο του χαρακτήρα του φορολογικοο συντελεστή Με βάση τον φορολογικό συντελεστή ένας φόρος μπορεί να χαρακτηριστεί ως προοδευτικός αναλογικός ή αντίστροφα προοδευτικός. Προοδευτικός είναι ο φόρος του οποίου ο μέσος φορολογικός συντελεστής αυξάνεται όταν αυξάνεται η φορολογική βάση και ιαώνεται όταν μειώνεται η φορολογική βάση. Παράδειγμα προοδευτικού φόρου είναι ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων. * ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΪΛΟΣ- ΠΑΣΧΟΣ "Δημ. Οικονομική κ'δημοσιονομική νομοθεσία".
Αναλογικός είναι ο φόρος του οποίου ο μέσος φορολογικός συντελεστής είναι ο ίδιος ανεξάρτητα από το μέγεθος της φορολογικής βάσης. Τέτοιοι είναι οι έμμεσοι φόροι κατανάλωσης. Αντίστροφα προοδευτικός είναι ένας φόρος όταν ο μέσος φορολογικος συντελεστής του μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα με το μέγεθος της φορολογικής βάσης. Όταν δηλαδή αυτή μειώνεται ο φορολογικός συντελεστής αυξάνεται και όταν αυτή αυξάνεται ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται. Στην πράξη δεν εμφανίζονται σε φορολογικά συστήματα αντίστροφα προοδευτικοί φόροι. Όμω ^ υπάρχει περίπτωση ένας φόρος που από τη φορολογική νομοθεσία ορίεεται ως αναλογικός, να λειτουργήσει ως αντίστροφα προοδευτικός. Αυτό^. μπορεί να συμβεί σε σχέση με την κατανάλωση και το εισόδημα. Ό σ ο αυξάνεται το εισόδημα των ιδιωτικών τόσο μειώνεται η μέση ροπή για κατανάλωση, με συνέπεια φόροι αναλογικά σε σχέση με την δαπάνη, να μετατρέπονται σε αντίστροφα προοδευτικούς σε σχέση με το εισόδημα. Γ.- Διάκριση Φόρων σε έμμεσους και άμεσους Δεν υπάρχουν καθορισμένα κριτήρια με βάση τα οποία να μπορέσει να οριστεί σαφώς η διαφορά ανάμεσα στους άμεσους και τους έμμεσους φόρους. Ένα κριτήριο διάκρισης αρκετά ισχυρό είναι η δυνατότητα ή όχι μετάθεσης του φορολογικού βάρους απ'αυτόν που είναι από τον νόμο υπόχρεος καταβολής του, σε κάποιους άλλους με τους οποίους συναλλάσεται.
Ετσι σαυ άμεσοι φόροι χαρακτηρίεονται αυτοί οι φόροι τους οποίους ο φορολογούμενος που υποχρεώνεται από το νόμο να τους καταβάλει δεν μπορεί να τους μεταθέσει σε άλλους ιδιώτες, ενώ σαν έμμεσοι χαρακτηρίζονται οι φόροι τους οποίους μπορεί να μεταθέσει σε τρίτους. Το κριτήριο της μετάθεσης του φορολογικού βάρους δεν ισχύει πάντα γιατί κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι δυνατή η μετάθεση κατά ένα μέρος, των φόρων εισοδήματος που θεωρούνται άμεσοι φόροι. 'Ενα άλλο κριτήριο το οποίο υποστηρίεεται από πολλούς οικονομολόγους είναι η πρόθεση του νομοθέτη. Έτσι έμμεσοι θεωρούνται οι φόροι τους οποίους επέβαλε ο φορολογικός νομοθέτης με πρόθεση να μετατεθούν σε άλλους ιδιώτες εκτός αυτών που είναι υποχρεωμένοι να τους καταβάλλουν και άμεσοι αυτοί τους οποίους επέβαλε με πρόθεση να επιβαρύνουν εκείνους πάνω στους οποίους επιβλήθηκαν. Λόγω του ότι είναι πρακτικά αδύνατον να είναι γνωστή η πρόθεση του νομοθέτη, ούτε αυτό το κριτήριο είναι ισχυρό. Έχει επικρατήσει τελικά να θεωρούνται οι φόροι εισοδήματος και περιουσίας καθώς και ο προσωπικός φόρος δαπάνης σαν άμεσοι φόροι, ενώ όλοι θεωρούνται έμμεσοι. Οι άμεσοι φόροι έχουν κυρίαρχη θέση στα φορολογικά συστήματα των αναπτυγμένων χωρών, ενώ οι έμμεσοι αποτελούν κύρια πηγή εσόδων των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών.
Δ. Διάκριση φόρων ue κριτήοιο τη φοση τοο δημόοιοο τομέα Ανάλογα με τον Δημόσιο φορέα ο οποίος επι3άλλει τον φόρο και απορροφά τα φορολογικά έσοδα διακρίνονται οι φόροι σε: φόροι της κεντρικής διοίκησης, δημοτικοί και κοινοτικοί φόροι, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Από τους φόρους που επιβάλονται, το μεγαλύτερο ποσοστό απορροφάται από την κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό ποσοστό πηγαίνει στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό πηγαίνει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοί- ^ησης.
ΛΟΙΠΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ Εκτός από την φορολογία, τον δημόσιο δανεισμό από τους ιδιωτικούς φορείς και την έκδοση νέου χρήματος υπάρχουν κι άλλες εσωτερικές πηγές, μικρότερης σημασίας, απ'όπου μπορεί το δημόσιο να αντλήσει έσοδα. Αυτές μπορεί να είναι: οι ασφαλιστικές εισφορές, δηλαδή οι εισφορές των εργαεομένων και των εργοδοτών στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, οι δασμοί δηλαδή η υποχρεωτική πληρωμή κάποιου ποσού για την μετακίνηση αγαθών από μια χώρα σε άλλη. Αυτή η πηγήε σόδων μπορεί να θεωρηθεί σημαντική αν το κράτος επιβάλει μεγάλους δασμούς και αν πραγματοποιεί πολλές διεθνείς συναλλαγές. 'Αλλη μια πηγή εσόδων μπορεί να θεωρηθεί η πώληση αγαθών από το κράτος, ή τα κέρδη από δημόσιες επιχειρήσεις.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ε Β Δ Ο Μ Ο ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ
E r i i T E P I K E Z Π Η Γ Ε Σ Χ Ρ Η Μ Α Τ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η Σ (ΓΕΝΙΚΑ7 Ροές κεφαλαίου από το εξωτερικό προς υια οικονομία είναι δυνατόν να έχουμε με τις έξης μορφές: α) Επίσημα αναπτυξιακά κεφαλαία (ξένη βοήθεια) β) Δάνεια εμπορικών τραπεεών γ) Ξένες επενδύσεις είτε με τη μορφή των επενδύσεων χαρτοφυλακίου είτε με την μορφή των άμεσων ξένων επενδύσεων. Τα δάνεια από διεθνείς εμπορικές τράπεεες αποτέλεσαν την σημαντικότερη πηγη χρηματοδότησης για τις αναπτυσσόμενες χώρες τη δεκαετία του '70 έως τις αρχές του '80. Το 82 εκδηλώθηκε κρίση εξωτερικού χρέους στο Μεξικό το οποίο παρουσίασε τις πρώτες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού του χρέους. Έτσι η αξιοπιστία ενός αριθμού αναπτυσσόμενων χωρών ξαφνικά επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα τη ραγδαία πτώση των εμπορικών δανείων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές να αποτελέσουν πια μια νέα σημαντική πηγή διεθνούς χρηματοδότησης. Η διεθνής ροή κεφαλαίων πήρε τη μορφή ροής επενδύσεων χαρτοφυλακίου κυρίως μεταξύ αναπτυγμένων χωρών. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αναπτύχθηκαν ταχύτατα στο τέλος της δεκαετίας του '70. Η κρίση του εξωτερικού χρέους είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του όγκου των άμεσων ξένων επενδύσεων κατά την περίοδο 1982-198^. Πρόσφατα οι άμεσες ξένες επενδύσεις παρουσιάζουν νέα ανάπτυξη και έχουν ανέλθει στα παλαιότερα υψηλά επίπεδα τους.
Η σύνθεση της ροτς κεφαλαίων προς μια χώρα είναι συνάρτηση της οικονομικής της ανάπτυξης. 'Οταν Βρίσκεται στο στάδιο της "αναπτυσσόμενης οικονομίας" όπως η Τουρκία, Βραζιλία, δέχεται ροές με τη μορφή επίσημης ξένης βοήθειας και εμπορικού δανεισμού. Στο στάδιο της "νεαρής χρεωστικής οικονομίας" όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία δέχεται το μέγιστο ύφος εισροών", από άμεσες ξένες επενδύσεις και αρχίεει να εισάγει τα πρώτα κεφάλαια στη μορφή των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, παράλληλα πραγματοποιεί μερικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό. Στο στάδιο της "ώριμης χρεωστικής οικονομίας',' όπως η Ισπανία οι οικονομίες επενδύουν πια οι ίδιες στο εξωτερικό και δέχονται εισροες από επενδύσεις χαρτοφυλακίου για τη χρηματοδότησή τους. Στο στάδιο της"αναπτυγμένης οικονομίας" όπως η Γαλλία, Σουηδία, οι οικονομίες αναπτύσσουν σημαντικά τις ξένες επενδύσεις τους στο εξωτερικό και παράλληλα πραγματοποιούν επενδύσεις χαρτοφυλακίου προς το Εξωτερικό. Τέλος στο στάδιο της "καθαρής Πιστωτικής οικονομίας στο οποίο βρίσκεται η Ιαπωνία, Γερμανία, οι χώρες παρουσιάζουν μεγαλύτερες εκροές απ'ότι εισροές κεφαλαίου και γίνονται καθαροί πιστωτές. Παρακάτω αναπτύσσονται οι μορφές εξωτερικής χρηματοδότησης αναλυτικότερα.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΙΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ 1) ΧρΗΜατοδοτηση των δη^joσίωv δαπανών με δανεισμό από το εξωτερικό. Η χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών με εξωτερικό δανεισμό συνίσταται στη μεταβίβαση αγοραστικής δύναμης από το εξωτερικό, στη χώρα που δανείζεται με τη συμφωνία ότι η δεύτερη θα επιτρέπει το δανειεόμενο κεφάλαιο μα^ί με τους τόκους είτε κατά μέρη διαχρονικά, είτε μετά από μια σταθερή περίοδο. 0 εξωτερικός δανεισμό προέρχεται από τις διεθνείς χρηματοδοτικές πηγές και διακρίνεται "σε εξωτερικό δανεισμό χαρτοφυλαιίου που αναφέρεται στην έκδοση χρεογράφων για συμμέτοχη από ξένους σε ειδικά προγράμματα και στον άμεσο δανεισμό που πραγματοποιηται ανάμεσα σε κυβερνήσεις". Ένα μέρος από την αγοραστική δύναμη που έχει αποκτήσει το δημόσιο με του εξωτερικό δανεισμό τη χρησιμοποιεί για να κάνει εισαγωγές κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών και ένα μέρος τίθεται στη διάθεση των ιδιωτών. Το κράτος δηλαδή τους πουλάει συνάλλαγμα και μ' αυτό του τρόπο τους αποσπά χρηματικές μονάδες τις οποίες χρησιμοποιεί για την εκμίσθωση μέσων παραγωγής ώστε να μπορέσει να παράγει δημόσια αγαθά. Όμως δεν προκαλείται μείωση τθ ιδιωτικής κατανάλωσης η επένδυσης από την απώλεια χρηματικών μονάδων των ιδιωτών γιατί αυτοί χρησιμοποιούν την αγοραστική δύναμη που βρίσκεται τώρα στα χέρια τους για να εισάγουν αγαθά αντίστοιχα μ'
αυτά που θα παρηγαγαν με τα μέσα παραγωγής που απορρόφησε το δημόσιο. Από τη χρηματοδότηση τωυ δημοσίων δαπανών με τον εξωτερικό δανεισμό δεν επιβαρύνεται η σημερινή κοινωνία αφού η μετάθεση μέσων παραγωγής από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα δεν έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. 0 επιμερισμός του κόστους των δημοσίων δαπανών γίνεται μεταξύ των πολιτών της μελλοντικής κοινωνίας. 0 εξωτερικός δανεισμός για να είναι αποτελεσματικό μέσο χρηματοδότησης θα πρέπει να συσχετίζεται με το ποιές ανάγκες καλύπτει αν πρόκειται δηλ. για ζωτικές εθνικές ανάγκες, με την αποδοτικότητα του και τις επιπτώσεις του στην ευημερία της οικονομίας, αν μακροπρόθεσμα την κάνει πλουσιότερη ή φτωχότερη. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει το μάνατεμεντ της οικονομίας, το αν διαχειρίεεται σωστά η αγοραστική δύναμη που αποκτά το δημόσιο. Μια αναπτυσσόμενη χώρα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ'όψιν της ότι "η υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό μπορεί να αποβεί αντιπαραγωγικη και αποσταθεροποιητική και να οδηγήσει σε κρίση διεθνούς εξωτερικού χρέους. Ένα υψηλό επίπεδο εξωτερικού χρέους σε συνδυασμό με λανθασμένη οικονομική πολιτική μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επιβλαβές" Τις τελευταίες δεκαετίες η κατάσταση στο διεθνές χρηματοδοτικό σύστημα έχει μεταβληθεί δυσμενώς για τις αναπτυσσόμενες χώρες που αποβλέπουν στον εξωτερικό δανεισμό για ^ Οικονομικός ταχυδρόμος σελ. 26 18 Αυγούστου 1988
την <άλυψη των δημοσίων δαπανών τους. Κατά την δεκαετία του '70 ιδιωτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό το διεθνές χρηματοδοτικό σύστημα. Οι μεγάλες πολυεθνικές τράπεεες άρχιεαν να διαδραματίεουν σπουδαίο ρόλο στη χρηματοδότηση των υποανάπτυκτων χωρών, με.7αποτέλεσμα να μπορούν να ελέγχουν την πολίτικη τους, ενώ η επιρροή των διεθνών χρηματοδοτικών οργανισμών μειώθηκε. Σημαντικές πιστώσεις συγκεντρώθηκαν στα χέρια λίγων αναπτυσόμενων χωρών που θεωρήθηκαν ως ικανοποιητικά πιστόληπτες από τις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές. Οι αναπτυσσόμενες χώρες χωρίς πιστοληπτική ικανότητα συνέχισαν να εζαρτώνται από τους διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, οι δε πρώτες συσσώρευσαν μεγάλα χρέη. Παράλληλα τα δάνεια που είχαν συνάψει δημιούργησαν ελλείμματα στα εξωτερικά τους ισοζύγια πράγμα που τις ανάγκασε να μειώσουν δραστικά τις εισαγωγές τους, με αποτέλεσμα να κρατηθεί σε χαμηλούς ρυθμούς η αναπτυξιακή τους διαδικασία και να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορούν πια να δανείεονται από τις ιδιωτικές αγορές στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν και η πιστοληπτική τους ικανότητα, δηλαδή η ικανότητά τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την εξυπηρέτηση των δανείων που έχουν συνάψει, η οποία είναι χαμηλή, αποτελεί βασικό παράγοντα για την εισροή αγοραστικής δύναμης σ'αυτές μέσω του εξωτερικού δανεισμού.
2) Χρημοτοδδτηση των δημοσίων δαπανών από ξένες επενδύσεις Στις αναπτυσσόμενες χώρες επειδή τα εισοδήματα είναι χαμηλά η συνολική αποταμίευση δεν επαρκεί για να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις. Το κεφάλαιο που εισρέει σε μια τέτοια χώρα με τη μορφή των ξένων επενδύσεων μπορεί να θεωρηθεί ως αποδοτικό μέσο για την κάλυψη επενδυτικών αναγκών (άμεσες επενδύσεις), αλλά και ως μέσο μεταβίβασης αγοραστικής δύναμης από το εξωτερικό προς το δημόσιο (επενδύσεις χαρτοφυλακίου). 'Αμεση είναι η επένδυση κατά την οποία μια εταιρεία που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα είτε αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει μια ολοκληρωμένη επένδυση στη χώρα υποδοχής παρέχοντας το αρχικό κεφάλαιο για μια νέα εταιρεία, είτε αναλαμβάνει τον έλεγχο μιας επιχείρησης που ήδη λειτουργεί σ'αυτή την χώρα, με συμμετοχή σε αύξηση των κεφαλαίων της. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις προέρχονται από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες έχουν αναπτύξει προχωρημένη τεχνολογία, ανώτερο σχεδίασμά προϊόντων, αποδοτικό κύκλωμα διανομής. Κατευθύνονται, όχι τόσο σε φτωχές χώρες, αλλά μάλλον σε χώρες μέσου εισοδήματος με ευνοϊκό πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον, με μεγάλη και διευρυνόμενη εθνική αγορά, με εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, με μια καλά αναπτυγμένη υποδομή, ή με άφθονους και φθηνούς φυσικούς πόρους. 0 φορέας που θα πραγματοποιήσει την επένδυση είναι δυνατόν να είναι και κράτος.
Στην Ελλάδα η αξία τωυ πάγιων στοιχείων που ελέγχονται από πολυεθνικές υπολογίεεται περίπου σε 1,6 δισ. δολλάρια. Επιπλέον το ποσοστό της αγοράς που ελέγχεται από ξένες εταιρείες αντιπροσωπεύει το 24 % των εγχώριων βιομηχανικών πωλησεων. Επειδή τα τελευταία 35 χρόνια το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα ήταν γενικά θετικό προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις, αυτές παρουσίασαν άνοδο από την αρχή της δεκαετίας του'70 ως τα μέσα του'80. 'Εκτοτε παρουσίασαν μείωση και μάλιστα έγιναν και μερικές εξαγορές επιχειρήσεων (π.χ. Συγκρότημα της ΕΣΣΟ) από το κράτος. Επένδυση χαρτοφυλακίου είναι η απόκτηση χρεογράφων μιας χώρας από ιδιώτες η ιδρύματα μιας άλλης χώρας. Επειδή οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου είναι από τη φύση τους βραχυπρόθεσμες και αντιστρεπτές μπορούν να αποβούν ασταθείς και προδοτικές. Η ελληνική αγορά μετοχών που βρισκόταν στο ύφος του 1,1 δισ. δολλάρια στο τέλος του 1986 ανέβηκε στα 4,4 δισ. δολλάρια στο τέλος του 1987. Υπάρχουν 116 εταιρείες που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο Αθηνών, και το ύφος των συναλλαγών για το 1987 έφθασε τα 4ύ0 εκατομμύρια δολλάρια. Αν στο μέλλον υπάρξει μακροοικονομική σταθερότητα και διαμορφωθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου μπορούν να αποτελόσουν σημαντική πηγή ροής ξένων κεφαλαίων προς την χώρα μας.ήδη εχει ανοίξει ο δρόμος στην Ελλάδα για ξένες επενδύσεις με την ανάληφη από ξένες εταιρείες του μετοχικού κεφαλαίου ελληνικών εταιριών όπως η Ολυμπιακή αεροπορία για την οποία έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον ξένες εταιρείες όπως η KLM η SWISSAIR και άλλες "ΤΟ ΒΗΜΑ" 4 Νοεμβρίου 1990 σελ. 11