ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 18.5.2011 SEC(2011) 581 τελικό [ ] ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Σύνοψη της εκτίµησης επιπτώσεων που συνοδεύει το έγγραφο Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συµβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Ενίσχυση των δικαιωµάτων των θυµάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση {COM(2011) 274 τελικό} {SEC(2011) 580 τελικό}
1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ Στο πρόγραµµα της Στοκχόλµης (2010-2014), το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο απευθύνει έκκληση για την ανάληψη περαιτέρω δράσης ώστε να εστιαστούν τα δικαστικά µας συστήµατα στις ανάγκες των θυµάτων του εγκλήµατος, πράγµα που επιβεβαίωσε η Επιτροπή στο σχέδιο δράσης για την εφαρµογή του προγράµµατος της Στοκχόλµης. Το παράρτηµα I του προγράµµατος εργασίας της Επιτροπής για το 2011 αναφέρεται στα δικαιώµατα των θυµάτων του εγκλήµατος και στην υποστήριξη που τους παρέχεται στο πλαίσιο στρατηγικής πρωτοβουλίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί επίσης το Συµβούλιο να εγκρίνει ένα ολοκληρωµένο νοµικό πλαίσιο που θα προσφέρει στα θύµατα του εγκλήµατος την ευρύτερη δυνατή προστασία. Επιπλέον, η έκθεση της Επιτροπής της 27ης Οκτωβρίου 2010, για την ιθαγένεια της Ένωσης, επιδιώκει την άρση των εµποδίων όσον αφορά την άσκηση των δικαιωµάτων των πολιτών καθιστώντας ουσιαστικότερα τα ατοµικά δικαιώµατα που χορηγούνται σε επίπεδο ΕΕ. Η ενίσχυση των δικαιωµάτων των θυµάτων, σε συνδυασµό µε την ενίσχυση των δικονοµικών δικαιωµάτων που παρέχονται στους υπόπτους και τους κατηγορουµένους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών αντανακλά αυτή την προσέγγιση. Η ανάλυση των προβληµάτων, των στόχων και των πολιτικών επιλογών βασίστηκε στην έκβαση της δηµόσιας διαβούλευσης, σε δύο µελέτες εξωτερικών αναδόχων, καθώς και στην εµπειρία που έχει αποκοµίσει η Επιτροπή. Συστάθηκε επίσης διυπηρεσιακή οµάδα καθοδήγησης. 2. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Το πρόβληµα της θυµατοποίησης του εγκλήµατος στην Ευρώπη έχει προσλάβει σηµαντικές διαστάσεις σχεδόν το 15% του πληθυσµού της θίγεται κάθε χρόνο άµεσα από την εγκληµατικότητα 1. Η εκτίµηση των επιπτώσεων ασχολείται µε την ποιότητα της µεταχείρισης που επιφυλάσσεται στα θύµατα µετά τη διάπραξη του εγκλήµατος και κατά την ποινική διαδικασία που ακολουθεί, καθώς και το δικαίωµά τους να απολαύουν του ίδιου ελάχιστου επιπέδου µεταχείρισης, περιλαµβανοµένης της χωρίς διακρίσεις πρόσβασης στη δικαιοσύνη, σε όλα τα κράτη µέλη της ΕΕ, ανεξαρτήτως υπηκοότητας ή χώρας διαµονής. Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, οι νέες διατάξεις για την ποινική δικαιοσύνη παρέχουν στην ΕΕ µια σαφή νοµική βάση για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων όσον αφορά τα δικαιώµατα των θυµάτων ώστε να εξασφαλίζεται η αµοιβαία εµπιστοσύνη και η λειτουργία της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων. Αυτό σηµαίνει ότι οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να έχουν αµοιβαία εµπιστοσύνη στις απαιτήσεις αµεροληψίας και δικαιοσύνης, και ότι οι πολίτες της ΕΕ θα πρέπει να έχουν εµπιστοσύνη ότι οι ίδιοι ελάχιστοι κανόνες θα ισχύουν και στην περίπτωση που βρίσκονται σε ταξίδι ή εγκαθίστανται στο εξωτερικό. Σήµερα, τα περισσότερα κράτη µέλη παρέχουν στα θύµατα εγκλήµατος κάποιο επίπεδο προστασίας και υποστήριξης, αλλά ο ρόλος και οι ανάγκες των θυµάτων στις ποινικές διαδικασίες εξακολουθούν σε γενικές γραµµές να µην καλύπτονται επαρκώς στο πλαίσιο των δικαστικών τους συστηµάτων. Τα άτοµα που πέφτουν θύµατα εγκλήµατος στην Ευρώπη δεν έχουν καµία εγγύηση ότι θα αντιµετωπιστούν µε σεβασµό ή ότι θα λάβουν την κατάλληλη 1 Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat, το 2007 καταγράφηκαν στα κράτη µέλη της ΕΕ περίπου 30 εκατοµµύρια εγκλήµατα (εξαιρουµένων των εγκληµάτων περιορισµένης σοβαρότητας) (Eurostat, Statistics in focus, 36/2009). Βάσει ανάλυσης της ιεθνούς Έρευνας για την Εγκληµατικότητα στην ΕΕ στη µελέτη «The Burden of Crime in the EU» (www.europeansafetyobservatory.eu), στον αριθµό αυτό προστίθεται εικαζόµενο ποσοστό µη καταγγελλόµενων αξιόποινων πράξεων της τάξης του 60%, που ανεβάζει σε περίπου 75 εκατοµµύρια τα άµεσα θύµατα αξιόποινων πράξεων ετησίως (σχεδόν το 15% του πληθυσµού της ΕΕ). EL 1 EL
υποστήριξη, προστασία ή πρόσβαση στις βασικές λειτουργίες της δικαιοσύνης. Για την επίλυση του προβλήµατος αυτού, τα κράτη µέλη πρέπει να βελτιώσουν τις ισχύουσες απαιτήσεις όσον αφορά τα δικαιώµατα των θυµάτων ώστε να τις εναρµονίσουν µε εκείνες που έχουν ήδη θεσπιστεί από διεθνείς νοµικές πράξεις, καθώς και από τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου Ανθρωπίνων ικαιωµάτων (Ε Α ). Η ΕΕ λαµβάνει ήδη υπόψη, στην ισχύουσα νοµοθεσία, τα δικαιώµατα των θυµάτων στις ποινικές διαδικασίες. Μολονότι, ωστόσο, οι στόχοι και το πεδίο εφαρµογής της εν λόγω νοµοθεσίας εξακολουθούν να διατηρούν τη σηµασία τους, έχει εξελιχθεί η οπτική της κοινωνίας απέναντι στα θύµατα και έχουν ανακύψει νέοι στόχοι οι οποίοι πρέπει να λαµβάνονται υπόψη. Εξάλλου, η εφαρµογή της νοµοθεσίας δεν είναι αποτελεσµατική. Αυτό σηµαίνει ότι η ισχύουσα νοµοθεσία της ΕΕ δεν είναι κατάλληλη να ανταποκριθεί στις ανάγκες των θυµάτων. Τα θέµατα που επισηµάνθηκαν καλύπτονται από τα δύο προβλήµατα που περιγράφονται αναλυτικά στη συνέχεια: Πρόβληµα A: Η ισχύουσα νοµοθεσία της ΕΕ δεν είναι κατάλληλη ώστε να εξασφαλίσει τη βελτίωση της κατάστασης των θυµάτων είναι αόριστη, δεν περιέχει συγκεκριµένες υποχρεώσεις και δεν είναι εκτελεστή, µε συνέπεια να εφαρµόζεται ελλιπώς από τα κράτη µέλη. Πρόβληµα B: Οι ανάγκες των θυµάτων του εγκλήµατος δεν λαµβάνονται επαρκώς υπόψη στα κράτη µέλη τα θύµατα δεν λαµβάνουν 1) αναγνώριση και σεβασµό, 2) προστασία, 3) υποστήριξη, 4) αποτελεσµατική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, και 5) αποτελεσµατική πρόσβαση σε αποζηµίωση και αποκατάσταση. Οι συνέπειες του εγκλήµατος και η αδυναµία κάλυψης των αναγκών των θυµάτων συνεπάγονται επίσης σηµαντικό συγκαλυµµένο κόστος, κυρίως σε οικονοµικό επίπεδο και σε επίπεδο περίθαλψης. 2.1. Πρόβληµα A Η νοµοθεσία της ΕΕ δεν είναι κατάλληλη ώστε να επιτρέψει τη βελτίωση της κατάστασης των θυµάτων Η ΕΕ εξέδωσε την απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ ΕΥ σχετικά µε το καθεστώς των θυµάτων σε ποινικές διαδικασίες (η «απόφαση-πλαίσιο»), καθώς και την οδηγία 2004/80/ΕΚ για την αποζηµίωση των θυµάτων εγκληµατικών πράξεων. Το επίπεδο εφαρµογής των δύο αυτών νοµοθετικών πράξεων από τα κράτη µέλη ποικίλλει. Η οδηγία για την αποζηµίωση µεταφέρθηκε σε µεγάλο βαθµό στο εθνικό δίκαιο των κρατών µελών, αλλά θα απαιτηθεί πιο εµπεριστατωµένη µελέτη για να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι όντως αποτελεσµατική. Η εφαρµογή της απόφασης-πλαισίου δεν είναι, εξάλλου, ικανοποιητική. Παρά το γεγονός ότι το πεδίο εφαρµογής της απόφασης-πλαισίου καλύπτει τα περισσότερα δικαιώµατα των θυµάτων του εγκλήµατος σε όλες του τις µορφές και διατηρεί γενικά τη σηµασία του, κάθε νέα ενέργεια πρέπει να καλύπτει ένα ευρύτερο φάσµα δικαιωµάτων και υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη µέλη, λόγω της αυξανόµενης ευαισθητοποίησης και των µεταβολών που έχουν επέλθει στη δικαστική πρακτική η οποία επιτρέπει πλέον, παράλληλα µε τα δικαιώµατα και τις ανάγκες των ατόµων που διώκονται ποινικά, να λαµβάνονται υπόψη και τα δικαιώµατα και οι ανάγκες των θυµάτων. Συνεπώς το πεδίο εφαρµογής της νοµοθεσίας της ΕΕ σχετικά µε τα θύµατα πρέπει να επικαιροποιηθεί βάσει των πρόσφατων ερευνών και παρατηρήσεων σχετικά µε τα θύµατα, ιδίως όσον αφορά την αµοιβαία αναγνώριση των µέτρων προστασίας και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η απόφαση-πλαίσιο δεν υπήρξε αρκούντως αποτελεσµατική ώστε να επιτύχει ή να προσεγγίσει τα επιθυµητά αποτελέσµατα, να ανταποκριθεί δηλαδή στις ανάγκες των θυµάτων και να θεσπίσει ελάχιστες απαιτήσεις για τα θύµατα σε επίπεδο ΕΕ. Κανένα κράτος µέλος δεν µπορεί να ισχυριστεί ότι έχει εφαρµόσει πλήρως την απόφαση-πλαίσιο. Η αναποτελεσµατικότητα της νοµοθεσίας αυτής οφείλεται στην ασαφή διατύπωση, καθώς και στην έλλειψη συγκεκριµένων υποχρεώσεων και δυνατοτήτων προσφυγής εναντίον των κρατών µελών. Το παρόν νοµικό πλαίσιο, βασιζόµενο στις υφιστάµενες νοµικές πράξεις και συµπληρώνοντάς τις, θα θεσπίσει παράλληλα ελάχιστες απαιτήσεις που θα εξασφαλίσουν τη βελτίωση της κατάστασης των θυµάτων σε νοµοθετικό και πολιτικό επίπεδο σε ολόκληρη την EL 2 EL
Ένωση, καθώς και ότι τα θύµατα του εγκλήµατος απολαύουν των ίδιων βασικών δικαιωµάτων και υπηρεσιών και ισότιµης πρόσβασης στη δικαιοσύνη σε όλα τα κράτη µέλη της ΕΕ. 2.2. Πρόβληµα B Οι ανάγκες των θυµάτων δεν λαµβάνονται επαρκώς υπόψη στην ΕΕ Οι ανάγκες των θυµάτων µπορούν να ενταχθούν σε πέντε κατηγορίες: ανάγκη να τυγχάνουν τα θύµατα της αναγκαίας προσοχής και να αντιµετωπίζονται µε σεβασµό και αξιοπρέπεια, ανάγκη προστασίας, ανάγκη υποστήριξης ανάγκη πρόσβασης στη δικαιοσύνη, και ανάγκη πρόσβασης σε αποζηµίωση και αποκατάσταση. Το γεγονός ότι οι ανάγκες αυτές δεν καλύπτονται εν γένει επαρκώς ή καταλλήλως στα κράτη µέλη αποτελεί το βασικό πρόβληµα που καλούνται να επιλύσουν τα προτεινόµενα µέτρα. Ζήτηµα 1 Τα θύµατα δεν τυγχάνουν της αναγκαίας προσοχής και δεν αντιµετωπίζονται µε σεβασµό και αξιοπρέπεια. Τα θύµατα έχουν ανάγκη να αναγνωρίζονται ως θύµατα και επίσης να αναγνωρίζονται τα δεινά τους. Τα θύµατα έχουν επίσης ανάγκη να αντιµετωπίζονται µε αξιοπρέπεια και σεβασµό κατά την επικοινωνία τους µε όλα τα πρόσωπα που ενέχονται στη δικαστική διαδικασία. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίδεται στις ανάγκες των ευάλωτων θυµάτων π.χ. των παιδιών, των ατόµων µε αναπηρίες και των θυµάτων σεξουαλικής βίας. Τα έµµεσα θύµατα (π.χ. τα µέλη της οικογένειας) έχουν επίσης ανάγκη αναγνώρισης δεδοµένου ότι και αυτά θίγονται από τις επιπτώσεις της εγκληµατικής πράξης. Ζήτηµα 2 Τα θύµατα δεν προστατεύονται επαρκώς. Τα θύµατα πρέπει να προστατεύονται προκειµένου να αποτραπεί περαιτέρω εγκληµατική πράξη ή εκφοβισµός από µέρους του δράστη του εγκλήµατος. Όσον αφορά τα θύµατα κατ εξακολούθηση βίας, η ασφάλεια είναι η πρωταρχική τους ανάγκη όταν καταγγέλλουν µια εγκληµατική πράξη, αλλά επίσης και το πρωταρχικό τους µέληµα. Τα θύµατα έχουν επίσης ανάγκη να προστατεύονται από την επακόλουθη θυµατοποίηση που συνεπάγεται ο τρόπος διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας. Ζήτηµα 3 Τα θύµατα δεν τυγχάνουν επαρκούς υποστήριξης. Αµέσως µετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, τα θύµατα έχουν ανάγκη υποστήριξης κυρίως µέσω της παροχής των πρώτων βοηθειών σε συνδυασµό µε ψυχολογικές πρώτες βοήθειες. Η υποστήριξη που παρέχεται στα θύµατα κατά την επακόλουθη δικαστική διαδικασία, ανεξάρτητα αν πρόκειται για νοµική, συναισθηµατική ή πρακτική υποστήριξη, είναι συχνά επίσης αναγκαία και έχει καθοριστική σηµασία για τα θύµατα, ιδίως για τα ευάλωτα θύµατα. Η υποστήριξη, βραχυπρόθεσµη ή µακροπρόθεσµη, µπορεί να αποδειχθεί απαραίτητη µετά την τέλεση του εγκλήµατος. Ζήτηµα 4 Τα θύµατα δεν έχουν αποτελεσµατική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Πρέπει να χορηγείται στα θύµατα πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όπως για παράδειγµα δικαίωµα πρόσβασης στις δικαστικές διαδικασίες, κατάλληλη νοµική εκπροσώπηση σε ποινικές δίκες, πρόσβαση σε λιγότερο τυπικές νοµικές διαδικασίες, καθώς και δικαίωµα να ζητήσουν αναθεώρηση της απόφασης ενδεχόµενης δίωξης του δράστη της αξιόποινης πράξης. Τα θύµατα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να κατανοήσουν τις πληροφορίες που τους παρέχονται, καθώς και τη διαδικασία. Ζήτηµα 5 Τα θύµατα δεν έχουν αποτελεσµατική πρόσβαση σε αποζηµίωση και αποκατάσταση. Τα θύµατα πρέπει να µπορούν να επιλέξουν αν θα προσφύγουν σε υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, συµπληρωµατικά προς την τρέχουσα δικαστική EL 3 EL
διαδικασία. Η αποκαταστατική δικαιοσύνη παρέχει στα θύµατα την ευκαιρία να αντιµετωπίσουν κατά πρόσωπο τους δράστες της αξιόποινης πράξης που έχουν υποστεί και επιτρέπει στους δράστες να δώσουν εξηγήσεις για την πράξη τους. Η διαδικασία αυτή βοηθάει τα θύµατα να συνεχίσουν φυσιολογικά τη ζωή τους. 2.3. Το συγκαλυµµένο κόστος της θυµατοποίησης Κάθε έγκληµα αναπόφευκτα επηρεάζει τα άτοµα που εµπλέκονται ως άµεσα ή έµµεσα θύµατα, καθώς και την κοινωνία στο σύνολό της. Το έγκληµα έχει σηµαντικές επιπτώσεις σε οικονοµικό επίπεδο και σε επίπεδο υγείας. Το «συγκαλυµµένο» αυτό κόστος µπορεί να µειωθεί εφόσον καλυφθούν οι ανάγκες των θυµάτων. Σηµαντικό είναι το συνολικό κόστος του εγκλήµατος για το άτοµο και για την κοινωνία. Πρόκειται ειδικότερα για το υλικό κόστος, που αφορά τον οικονοµικό τοµέα, τον τοµέα της υγείας και το σύστηµα ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και για το άυλο κόστος, που συνδέεται µε τον πόνο, την ταλαιπωρία και την υποβάθµιση της ποιότητας ζωής. Η κάλυψη των αναγκών των θυµάτων πριν, κατά τη διάρκεια και µετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας µπορεί να µετριάσει σηµαντικά αυτές τις αρνητικές συνέπειες και να αποτρέψει επίσης περαιτέρω επιδείνωσή τους εξαιτίας ανάρµοστης µεταχείρισης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Αν ένα θύµα λάβει τη δέουσα υποστήριξη και προστασία, θα συνέλθει πιο γρήγορα, τόσο σωµατικά όσο και ψυχολογικά, από την εγκληµατική πράξη. Έτσι θα περιοριστούν, για παράδειγµα, οι απώλειες εσόδων ή παροχών που ενδεχοµένως θα υποστεί, ή θα µειωθεί η ανάγκη του για συνέχιση της περίθαλψης. Η µέριµνα για την ικανοποίηση των αναγκών των θυµάτων θα συµβάλει εποµένως σηµαντικά στη µείωση του συνολικού κόστους του εγκλήµατος. 2.4. Βαθύτερα αίτια των προβληµάτων Τα κυριότερα αίτια των προβληµάτων που επισηµάνθηκαν είναι: Το γεγονός ότι δεν αποδίδεται προτεραιότητα στα θύµατα και επικρατεί άγνοια όσον αφορά τις ανάγκες τους, που είναι απόρροια ιστορικών και πολιτισµικών παραγόντων. Η έλλειψη µηχανισµών επιβολής των δικαιωµάτων των θυµάτων και η άγνοια των γιατρών σχετικά µε τα προβλήµατα των θυµάτων. 2.5. Βασικό σενάριο Η ανάλυση δείχνει ότι αν δεν αναληφθεί συµπληρωµατική δράση, η ανάπτυξη των εθνικών νοµοθεσιών και των µέτρων δεν θα είναι ενδεχοµένως επαρκής για να εξασφαλίσει τη µη διακριτική µεταχείριση των θυµάτων, σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ιδίως όταν τους παρέχονται υπηρεσίες και όταν επικοινωνούν µε τη δικαιοσύνη. Η απόφαση-πλαίσιο, ακόµη και µετά το 2014 οπότε θα διευρυνθούν οι αρµοδιότητες του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου σύµφωνα µε τη συνθήκη της Λισαβόνας, δεν θα εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό νοµικό πλαίσιο διότι η διατύπωσή της είναι ασαφής και οι υποχρεώσεις που προβλέπει είναι περιορισµένες. Θα είναι εποµένως δύσκολη η θέσπιση διαδικασιών επιβολής του νόµου και, σε πολλές περιπτώσεις, θα απαιτηθεί να ληφθούν περιορισµένου βεληνεκούς µέτρα που θα καταδείξουν την τήρηση της νοµοθεσίας. 2.6. Η ανάγκη ανάληψης δράσης σε επίπεδο ΕΕ Η συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει σαφή νοµική βάση για τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας και της αµοιβαίας αναγνώρισης η οποία έχει διασυνοριακή διάσταση µέσω ελάχιστων απαιτήσεων όσον αφορά τα δικαιώµατα των θυµάτων του εγκλήµατος. Η διασυνοριακή διάσταση της δικαστικής συνεργασίας είναι ευρεία και µπορεί να προκύψει από ένα φάσµα καταστάσεων, κυρίως στην περίπτωση που ένα πρόσωπο καθίσταται θύµα σε EL 4 EL
ξένη χώρα της ΕΕ. Ακόµη, υπάρχει διασυνοριακή διάσταση για τα εγκλήµατα κατά ανθρώπων στη χώρα διαµονής τους (λ.χ. σε περίπτωση που το θύµα µετακινηθεί στη διάρκεια της διαδικασίας ή σε περίπτωση που µάρτυρες ή περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στο εξωτερικό). Είναι λοιπόν προφανές ότι η διασυνοριακή διάσταση της θυµατοποίησης είναι σηµαντική. Λαµβανοµένου υπόψη του δικαιώµατος της ελεύθερης κυκλοφορίας στην ΕΕ, είναι εποµένως σαφής η προστιθέµενη αξία της δράσης της ΕΕ πέραν της αξίας της εθνικής δράσης. Η προστιθέµενη αξία της ΕΕ µπορεί να εξεταστεί από διάφορες πλευρές. Πρώτον, τα θύµατα ενδεχοµένως δεν έχουν τα ίδια δικαιώµατα στη χώρα διαµονής τους σε σχέση µε τη χώρα καταγωγής τους, ή µε χώρα στην οποία πραγµατοποιούν προσωρινό ταξίδι ή επίσκεψη. Το γεγονός αυτό περικλείει τον κίνδυνο να παρεµποδίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών, πράγµα που αποτελεί µία από τις θεµελιώδεις απαιτήσεις για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. εύτερον, η απουσία ελάχιστων απαιτήσεων σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά τα δικαιώµατα των θυµάτων τοποθετεί την ποιότητα της δικαιοσύνης στην ΕΕ σε χαµηλότερο επίπεδο σε σχέση µε τα πρότυπα που συναντώνται σε διεθνείς νοµικές πράξεις και στη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου Ανθρωπίνων ικαιωµάτων (Ε Α ). ύσκολα µπορεί να αποδεχθεί κανείς µια τέτοια κατάσταση σε έναν κοινό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Απίθανη εµφανίζεται η πλήρης εφαρµογή ανάλογων προτύπων σε επίπεδο ΕΕ, λαµβανοµένων υπόψη των αδυναµιών της ισχύουσας ενωσιακής νοµοθεσίας και της αδυναµίας επιβολής διεθνών νοµοθετικών πράξεων. Η ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ είναι εποµένως το µέσο µε το οποίο είναι πιθανότερο να επιτευχθούν ισότιµοι όροι µεταξύ των κρατών µελών. Τέλος, η απουσία κοινών προτύπων µειώνει την εµπιστοσύνη στα δικαστικά συστήµατα των κρατών µελών, το οποίο µε τη σειρά του αποτελεί εµπόδιο στην αποτελεσµατική λειτουργία και εφαρµογή των νοµοθετηµάτων της ΕΕ που βασίζονται στην αρχή της αµοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και, κατά συνέπεια, στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Εξάλλου, µολονότι η θέσπιση αυτών των ελάχιστων απαιτήσεων αφορά τα θύµατα εγκλήµατος, οι απαιτήσεις αυτές διευκολύνουν την αστυνοµική και δικαστική συνεργασία εν γένει, και όχι µόνο όσον αφορά τα θύµατα. Αυτό δείχνει ότι η µεταχείριση των θυµάτων και των κατηγορουµένων συνδέονται µε πολλούς τρόπους, και ότι πολλές γενικές πρωτοβουλίες διασυνοριακής δικαστικής συνεργασίας ή αµοιβαίας αναγνώρισης µπορούν να έχουν αντίκτυπο στα θύµατα. Στο πλαίσιο αυτό, οι βελτιώσεις όσον αφορά τη µεταχείριση και την προστασία των θυµάτων µπορούν να βελτιώσουν την εν λόγω συνεργασία. Η δράση της ΕΕ θα διασφαλίσει έτσι ότι όλα τα κράτη µέλη της ΕΕ τηρούν τις κοινές ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρµόζονται σε όλα τα πρόσωπα που πέφτουν θύµατα εγκληµατικών πράξεων στο έδαφός τους, ανεξάρτητα αν πρόκειται για πολίτες της χώρας. 3. ΣΤΟΧΟΙ Οι γενικοί στόχοι σκοπό έχουν να διευκολύνουν τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς και την οικοδόµηση αµοιβαίας εµπιστοσύνης µεταξύ των αρχών ποινικής δικαιοσύνης, διασφαλίζοντας τον πλήρη σεβασµό των δικαιωµάτων των θυµάτων σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς και των δικαιωµάτων υπεράσπισης, καθώς και ότι οι πολίτες µπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα χωρίς να τυγχάνουν διαφορετικής µεταχείρισης σε περίπτωση που πέσουν θύµατα εγκληµατικών πράξεων. Οι ειδικοί και επιχειρησιακοί στόχοι περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα: EL 5 EL
Ειδικός στόχος A. Να διασφαλιστεί ότι τα θύµατα τυγχάνουν της δέουσας προσοχής και αντιµετωπίζονται µε σεβασµό και αξιοπρέπεια B. Να διασφαλιστεί η προστασία των θυµάτων Γ Να διασφαλιστεί η υποστήριξη των θυµάτων Λειτουργικός στόχος A.1 Να διασφαλιστεί η κάλυψη των αναγκών των έµµεσων θυµάτων. A.2 Να διασφαλιστεί ότι όλοι οι αστυνοµικοί, εισαγγελείς, δικαστικοί και δικαστικοί υπάλληλοι που έρχονται σε επαφή µε τα θύµατα λαµβάνουν την κατάλληλη κατάρτιση όσον αφορά την αντιµετώπιση των θυµάτων. A.3 Να θεσπιστούν µηχανισµοί αξιολόγησης των αναγκών όλων των θυµάτων προκειµένου να προσδιορίζονται οι ανάγκες των θυµάτων, καθώς και τα ευάλωτα θύµατα και οι ανάγκες τους. B.1 Να διασφαλιστεί ότι τα θύµατα δεν χάνουν την παρεχόµενη προστασία σε περίπτωση ταξιδιού ή µετακόµισής τους στο εξωτερικό. B.2 Να διασφαλιστεί ότι θα αποφεύγεται η επαφή µεταξύ δράστη και θύµατος στη διάρκεια της διαδικασίας. Γ.1 Να διασφαλιστεί η ύπαρξη αποτελεσµατικών υπηρεσιών υποστήριξης των θυµάτων.. Να διασφαλιστεί ότι τα θύµατα έχουν αποτελεσµατική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. E. Να διασφαλιστεί η πρόσβαση των θυµάτων σε αποζηµίωση και αποκατάσταση.1 Να διασφαλιστεί ότι όλα τα θύµατα είναι σε θέση να εµφανιστούν στη δίκη.2 Να διασφαλιστεί η παροχή βοήθειας σε όλα τα θύµατα ώστε να κατανοήσουν τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και τη διαδικασία.3 Να διασφαλιστεί ότι όλα τα θύµατα έχουν το δικαίωµα να ζητήσουν επανεξέταση των αποφάσεων δίωξης. E.1 Να διασφαλιστεί ότι όλα τα θύµατα έχουν πρόσβαση σε αποτελεσµατικές υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Οι ειδικοί στόχοι που έχουν σκοπό να διασφαλίσουν ότι οι ανάγκες των θυµάτων εγκλήµατος γίνονται σεβαστές και ικανοποιούνται είναι ευρύτατοι και άπτονται και ορισµένων άλλων πολιτικών της ΕΕ, µεταξύ των οποίων η εµπορία ανθρώπων και η σεξουαλική κακοποίηση και εκµετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία, και ακολουθούν την προσέγγιση που έχει υιοθετηθεί στους εν λόγω τοµείς. Τα προτεινόµενα µέτρα στηρίζονται σε υφιστάµενες νοµικές πράξεις και τις συµπληρώνουν, θεσπίζουν δε ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά µε τα δικαιώµατα των θυµάτων τα οποία θα βελτιώσουν, στο πλαίσιο της νοµοθεσίας και της πολιτικής της ΕΕ, το συνολικό περιβάλλον προστασίας των θυµάτων εγκλήµατος σε όλες του τις µορφές, περιλαµβανοµένων, παραδείγµατος χάρη, των θυµάτων εγκληµάτων τροµοκρατίας και οδικής κυκλοφορίας. Τα θεµελιώδη δικαιώµατα κάθε ατόµου πρέπει να γίνονται σεβαστά σε όλες τις δράσεις της ΕΕ, καθώς και από τα κράτη µέλη κατά την εφαρµογή της νοµοθεσίας της ΕΕ. Η δράση της ΕΕ στον τοµέα αυτόν θα βελτιώσει εποµένως τα πρότυπα όσον αφορά τα θεµελιώδη δικαιώµατα των θυµάτων εγκλήµατος, ενώ παράλληλα θα διασφαλίσει ότι κάθε περιορισµός των δικαιωµάτων υπεράσπισης ή άλλων θεµελιωδών δικαιωµάτων διατυπώνεται κατά τρόπο ακριβή και προβλέψιµο και είναι αναγκαίος και ανάλογος ώστε να προστατεύει τα δικαιώµατα και τις ελευθερίες του θύµατος. 4. ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Κάθε επιλογή που εξετάζεται στην παρούσα αξιολόγηση υιοθετεί µια συνδυασµένη προσέγγιση όπου ο βαθµός ακρίβειας ή επιβαλλόµενων υποχρεώσεων ποικίλλει χρησιµοποιούνται αφενός νέα νοµοθετήµατα της ΕΕ και αφετέρου συγκεκριµένες ενέργειες ώστε να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρµογή. Ως εκ τούτου, για όλα τα µέτρα θα προβλέπονται συγκεκριµένες ενέργειες που θα συµβάλουν στην υλοποίηση και τον προσδιορισµό των βέλτιστων πρακτικών. EL 6 EL
Η εκτίµηση των επιπτώσεων εξετάζει πέντε επιλογές: διατήρηση της υφιστάµενης κατάστασης (επιλογή 1) και τρεις επιλογές πολιτικής (επιλογές 2, 3α, 3α και 4). Η διατήρηση της υφιστάµενης κατάστασης συνεπάγεται ότι δεν θα αναληφθεί καµία δράση σε επίπεδο ΕΕ, πράγµα που δεν αρκεί για την καθιέρωση των ελάχιστων κοινών προτύπων για την προστασία των θυµάτων στην Ευρώπη, ενώ οι άλλες τέσσερις εναλλακτικές επιλογές πολιτικής έχουν προσδιοριστεί µε σκοπό να βελτιωθεί η κατάσταση των θυµάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι τέσσερις αυτές επιλογές, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά παρακάτω, ποικίλλουν ως προς τον βαθµό υποχρέωσης (χαµηλό, µεσαίο, υψηλό) που επιβάλλεται στα κράτη µέλη: Επιλογή 1 ιατήρηση της υφιστάµενης κατάστασης ιατήρηση της υφιστάµενης κατάστασης. Καµία ενέργεια σε επίπεδο ΕΕ. Επιλογή 2 Χαµηλό επίπεδο υποχρέωσης Η λιγότερο περιοριστική επιλογή. Επιβάλλει ελάχιστες υποχρεώσεις στα κράτη µέλη για να θεσπίσουν συστήµατα η υπηρεσίες, προσδιορίζοντας στο ελάχιστο τις απαιτήσεις που πρέπει να επιτευχθούν. Σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη να ληφθούν νοµικά µέτρα, η επιλογή αυτή απαιτεί τις ελάχιστες τροποποιήσεις της εθνικής δικονοµικής νοµοθεσίας. Επιλογή 3α Μεσαίο επίπεδο υποχρέωσης Μετρίως περιοριστική επιλογή. Επιβάλλει µεσαίο επίπεδο υποχρεώσεων στα κράτη µέλη, προκειµένου να θεσπίσουν υπηρεσίες και δικαιώµατα και τους επιβάλλει διατάξεις ως προς το είδος των υπηρεσιών αυτών ορίζοντας στο ελάχιστο τα εφαρµοστέα πρότυπα. Ωστόσο, το επίπεδο υποχρέωσης που επιβάλλεται στα κράτη µέλη για τη θέσπιση υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης (βλ. µέτρο 11 παρακάτω) είναι χαµηλό και δεν υποχρεώνει τα κράτη µέλη να θεσπίσουν υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, αλλά να διασφαλίσουν απλώς την εφαρµογή διασφαλίσεων και ελάχιστων προτύπων ποιότητας σε περίπτωση που προσφεύγουν σε υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Επιλογή 3β Μεσαίο/υψηλό επίπεδο υποχρέωσης Μετρίως περιοριστική επιλογή. Επιβάλλει µεσαίο επίπεδο υποχρέωσης στα κράτη µέλη, προκειµένου να λάβουν όλα τα αναγκαία µέτρα για τη θέσπιση υπηρεσιών και δικαιωµάτων και τους επιβάλλει διατάξεις ως προς το είδος των υπηρεσιών αυτών ορίζοντας στο ελάχιστο τα εφαρµοστέα πρότυπα. Ωστόσο, το επίπεδο υποχρέωσης των κρατών µελών όσον αφορά τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι υψηλότερο σε σχέση µε την επιλογή 3α διότι τα κράτη µέλη οφείλουν να θεσπίσουν υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης και να εφαρµόσουν ελάχιστες απαιτήσεις. Επιλογή 4 Υψηλότερο επίπεδο υποχρέωσης Η πλέον περιοριστική επιλογή. Επιβάλλει σειρά υποχρεώσεων στα κράτη µέλη για τη σύσταση υπηρεσιών και τη θέσπιση δικαιωµάτων. Επιβάλλει επίσης αναλυτικότερες διατάξεις σχετικά µε το είδος των υπηρεσιών αυτών και τα ακριβή εφαρµοστέα πρότυπα. Κάθε επιλογή αξιολογήθηκε µε κριτήριο τα ακόλουθα έντεκα µέτρα, προκειµένου να καθοριστεί ποιες επιλογές θα είναι αποτελεσµατικότερες όσον αφορά την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων και ποιες θα έχουν µεγαλύτερες επιπτώσεις και αντίκτυπο από οικονοµική άποψη: 1 Κάλυψη των έµµεσων θυµάτων 2 Παροχή κατάρτισης 3 Αξιολόγηση των αναγκών των θυµάτων EL 7 EL
4 Εντοπισµός των ευάλωτων θυµάτων και παροχή στοχευµένων υπηρεσιών 5 ιασυνοριακή εξασφάλιση µέτρων προστασίας 6 Εξασφάλιση χωριστών χώρων αναµονής ώστε να αποφεύγεται η επαφή µεταξύ θύµατος και δράστη 7 Καθιέρωση ελάχιστου επιπέδου υπηρεσιών υποστήριξης των θυµάτων, που θα περιλαµβάνουν και την παροχή υποστήριξης στη διάρκεια της δίκης 8 Παρακολούθηση της δίκης 9 Εξασφάλιση διερµηνείας και µετάφρασης 10 Αναθεώρηση των αποφάσεων 11 ηµιουργία υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης 5. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Πραγµατοποιήθηκε ευρεία ανάλυση των επιπτώσεων κάθε επιλογής. Οι σηµαντικότερες πιθανές επιπτώσεις των εξεταζόµενων επιλογών είναι οι οικονοµικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Τις µεγαλύτερες οικονοµικές επιπτώσεις αναµένεται να αναλάβουν οι δηµόσιες αρχές. εν προβλέπεται καµία περιβαλλοντική επίπτωση. Επιπλέον, όλες οι επιλογές, µε εξαίρεση την επιλογή διατήρησης της υφιστάµενης κατάστασης, αναµένεται ότι θα έχουν θετικό αντίκτυπο στα θεµελιώδη δικαιώµατα οι επιλογές που θα έχουν τον µεγαλύτερο αντίκτυπο θα συµβάλουν επίσης περισσότερο στη βελτίωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Οι επιπτώσεις των διαφορετικών επιλογών στα κράτη µέλη µπορεί να ποικίλλουν σε συνάρτηση µε το επίπεδο των υφιστάµενων απαιτήσεων όσον αφορά τα δικαιώµατα των θυµάτων. Λαµβανοµένου υπόψη ότι οι ισχύουσες εθνικές νοµοθεσίες και πρακτικές αποκλίνουν κατά το µάλλον ή ήττον από τις ελάχιστες απαιτήσεις που προσπαθούν να επιτύχουν τα προτεινόµενα µέτρα, εικάζεται ότι τα µέτρα αυτά θα έχουν µεγαλύτερο αντίκτυπο στα κράτη µέλη στα οποία τα δικαιώµατα των θυµάτων δεν λαµβάνονται, ή δεν λαµβάνονται αρκετά, υπόψη µε κριτήριο τις συγκεκριµένες απαιτήσεις, ενώ ο αντίκτυπος θα είναι µικρότερος στα κράτη µέλη που παρέχουν ήδη υψηλό επίπεδο προστασίας και υποστήριξης των θυµάτων. 6. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Η επιλογή 1 (διατήρηση της υφιστάµενης κατάστασης) παρότι µπορεί εύκολα να τεθεί σε εφαρµογή, δεν πληροί τους καθορισµένους στόχους και συνεπώς δεν εξετάζεται. Η επιλογή 2 είναι επίσης περιορισµένη και δεν πληροί επαρκώς τους επιχειρησιακούς στόχους τους οποίους επιδιώκει να επιτύχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή µε την υιοθέτηση των νέων µέτρων. Η επιλογή 4 είναι πιθανότερο να πληροί όλους τους στόχους, σε πολύ µεγάλο βαθµό. Ωστόσο, είναι η πλέον περιοριστική και αφήνει ελάχιστη ευελιξία στα κράτη µέλη. Επιβάλλει επίσης συµπληρωµατικές υποχρεώσεις στα κράτη µέλη. Το κόστος ενδέχεται εποµένως να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση µε τις άλλες επιλογές και, συνεπώς είναι η λιγότερο εφικτή επιλογή, αφού πολύ δύσκολα θα υπάρξει συναίνεση για ενδεχόµενη εφαρµογή της. Τα πρόσθετα πλεονεκτήµατα που θα µπορούσαν να επιτευχθούν δεν κρίνονται ανάλογα µε το πρόσθετο κόστος. Οι επιλογές 3α και 3β υπάρχει επίσης µεγάλη πιθανότητα να πληρούν τους στόχους, αν και όχι στον ίδιο βαθµό µε την επιλογή 4. Ωστόσο, δεδοµένης της αυξηµένης ευελιξίας που παρέχουν οι επιλογές αυτές στα κράτη µέλη, είναι ευκολότερο να αποτελέσουν αντικείµενο διαπραγµάτευσης, ενώ επίσης συνεπάγονται µικρότερη οικονοµική επιβάρυνση σε σχέση µε EL 8 EL
την επιλογή 4. Εξάλλου, οι κίνδυνοι µειωµένης αποτελεσµατικότητας θα αντισταθµιστούν από τα πρακτικά µέτρα. Παρά ταύτα, κρίνεται ότι όσον αφορά το συγκεκριµένο µέτρο σχετικά µε τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, η δυνατότητα εφαρµογής και οι επιπτώσεις όσον αφορά το κόστος είναι τέτοιες ώστε προτιµάται η συνδυασµένη επιλογή 3α. Η εφαρµογή της επιλογής αυτής θα επιτρέψει ειδικότερα τη σηµαντική µείωση του συνολικού κόστους εφαρµογής σε σχέση µε την επιλογή 3β. Ως εκ τούτου, η επιλογή 3α κρίνεται ως η προτιµότερη επιλογή. Η υλοποίηση της προτιµώµενης επιλογής 3α θα συµβάλει στην επίτευξη των ακόλουθων αποτελεσµάτων: Έκδοση νοµοθεσίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο (επιχειρησιακοί στόχοι που αναφέρονται εντός παρενθέσεως): Εύκολα προσπελάσιµες υπηρεσίες υποστήριξης των θυµάτων σε όλα τα κράτη µέλη, οι οποίες θα πληρούν καθορισµένα ελάχιστα πρότυπα υπηρεσίας (Γ1). Οι αστυνοµικοί, οι εισαγγελείς και το προσωπικό των δικαστηρίων εκπαιδεύονται κατάλληλα στον χειρισµό θεµάτων που αφορούν τα θύµατα σε όλα τα κράτη µέλη. Προβλέπεται κύκλος δικαστικών σπουδών για δικαστές (A2). Σε όλα τα κράτη µέλη υπάρχουν µηχανισµοί αξιολόγησης των επιµέρους αναγκών των θυµάτων και προσδιορισµού των ευάλωτων θυµάτων (A3). Συγκεκριµένες ελάχιστες διευκολύνσεις παρέχονται στα πρόσωπα που προσδιορίζονται ως ευάλωτα (A3). Υπηρεσίες διερµηνείας και µετάφρασης τίθενται στη διάθεση των θυµάτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σε όλα τα κράτη µέλη, ανάλογα µε την περίπτωση (D2). Σε περίπτωση που παρέχονται υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, σε όλα τα κράτη µέλη εφαρµόζονται ορισµένα ελάχιστα πρότυπα (E1). Εφόσον ζητηθεί, και βάσει αµοιβαίας αναγνώρισης, λαµβάνονται µέτρα προστασίας υπέρ των προσώπων που λαµβάνουν ήδη προστασία, όταν ταξιδεύουν ή σε περίπτωση εγκατάστασής τους στο εξωτερικό (B1). Το θύµα έχει το δικαίωµα να ζητήσει επανεξέταση της δίωξης σε όλα τα κράτη µέλη. Ο ακριβής µηχανισµός για τη διενέργεια της εν λόγω επανεξέτασης καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο ( ). Κάθε αποκλεισµός θύµατος από δίκη βασίζεται σε εξατοµικευµένη αξιολόγηση και το θύµα ενηµερώνεται για την ηµεροµηνία της δίκης και του καταβάλλονται έξοδα παράστασης ( ). Στη διάρκεια της διαδικασίας ελαχιστοποιείται η επαφή µεταξύ δράστη και θύµατος. Κατά την ανέγερση νέων δικαστηρίων προβλέπονται χωριστές αίθουσες αναµονής για δράστες και θύµατα (B2). Σε γενικές γραµµές, η νοµοθεσία θα αναφέρεται στα άµεσα θύµατα. Ωστόσο, όλα τα δικαιώµατα θα εφαρµόζονται στους στενούς συγγενείς των θυµάτων δολοφονίας. Υπηρεσίες υποστήριξης και προστασίας θα τίθενται στη διάθεση των EL 9 EL
στενών συγγενών όλων των θυµάτων (A1) Θέσπιση πρακτικών µέτρων που θα συνοδεύουν τα νοµοθετικά µέτρα ώστε να διευκολυνθεί η εφαρµογή τους και να εξεταστεί το ενδεχόµενο µελλοντικής δράσης σε επίπεδο ΕΕ, η οποία θα περιλαµβάνει: Μελέτη σχετικά µε την κρατική αποζηµίωση και την αποκατάσταση από τον δράστη. Μελέτη σχετικά µε τη νοµική συνδροµή και τη νοµική βοήθεια που παρέχεται στα θύµατα εγκλήµατος. Σχέδια υποστήριξης για την ανάπτυξη των βέλτιστων πρακτικών που θα επιτρέψουν στα κράτη µέλη να κατανοήσουν πληρέστερα τα καλύτερα µέσα επίτευξης των στόχων που προβλέπει η νοµοθεσία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκπονήσει επίσης τα δικά της σχέδια και µελέτες ούτως ώστε να συµβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των γνώσεων στον τοµέα αυτό. Θα µπορούσαν για παράδειγµα να δηµιουργηθούν διαδραστικοί δικτυακοί τόποι σε όλα τα κράτη µέλη για να µπορέσουν τα θύµατα να κατανοήσουν καλύτερα την ποινική διαδικασία και τον ρόλο τους στη διαδικασία αυτή. Επίσης µπορούσαν να αναπτυχθούν προγράµµατα κατάρτισης. 7. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Η πρόβλεψη ενός στιβαρού µηχανισµού παρακολούθησης και αξιολόγησης είναι καθοριστική προκειµένου να διασφαλιστεί ο σεβασµός των προβλεπόµενων δικαιωµάτων τόσο στην πράξη όσο και στη νοµοθεσία. Η Επιτροπή προβλέπει τη διενέργεια ειδικής εµπειρικής µελέτης που θα εστιαστεί στη συλλογή δεδοµένων µεταξύ τριών και πέντε ετών από την έναρξη υλοποίησης της πρότασης ώστε να διαµορφώσει, από ποσοτική και ποιοτική άποψη, εµπεριστατωµένη εικόνα σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα της πρότασης. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασµό µε τα στοιχεία της έρευνας για τα θύµατα, θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να αξιολογήσει τον βαθµό πραγµατικής συµµόρφωσης στα κράτη µέλη, κατά πλέον αξιόπιστο τρόπο σε σχέση µε τα µέχρι σήµερα διαθέσιµα µέσα, καθώς και να αξιολογήσει συνολικά τον τρόπο που προσλαµβάνουν τα θύµατα την κάλυψη των αναγκών τους. EL 10 EL