«Επικύρωση» αποφάσεως ΓΣ κριτικές παρατηρήσεις στην ΑΠ 876/2010 και συμβολή σε μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 183 παραγρ.

Σχετικά έγγραφα
Ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 35γ του Ν. 2190/1920 και στην έννοια της συλλογικής δικαιοπραξίας «απόφαση νομικού προσώπου»

Νομιμότητα αποφάσεων ΓΣ σε περίπτωση μυστικής ψηφοφορίας και παρουσίας τρίτων - μη μετόχων στην ΓΣ

Η γενική συνέλευση στο νέο δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας Βασίλειος Δ. Τουντόπουλος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΔικΕΕ C 205/13 Trip-Trap ΔικΕΕ C 421/15 Yoshida

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εταιρικοί μετασχηματισμοί και προστασία των διαφωνούντων εταίρων

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διοικητικό Δίκαιο. Λήξη ισχύος διοικητικής πράξης, ανάκληση διοικητικής πράξης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΚΥΡΩΣIΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΟΙ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Διάγραμμα. 1 ο Κεφάλαιο: Έννοια και βασικοί προβληματισμοί εξωεταιρικών συμβάσεων

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Αθήνα-Κομοτηνή

Eλαττωματικές αποφάσεις στην ανώνυμη εταιρία. (η περίπτωση των άκυρων και ακυρώσιμων αποφάσεων του ΔΣ και της ΓΣ)

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

15 Μαΐου Η σχέση του συνεταιρισμού με τα μέλη του: Η περίπτωση ΟΣΔΕ

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Ενημερωτικό Σημείωμα Νομικού Συμβούλου ΚΕΔΕ Γ. Ζυγούρη

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ * Ελένη Ζερβογιάννη ΔρΝ - Δικηγόρος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

Θέμα: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ 3386/2005

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Σχέδιο Νόμου για τους Εταιρικούς Μετασχηματισμούς

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

Περιεχόμενα ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ... 13

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.2. ΕΝΝΟΙΑ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ - ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 4

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ της TIM Hellas A.E.B.E.

Αθήνα, 5 Ιουλίου 2018 Αρίθμ. πρωτ.: 33771

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

Προβλήματα εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν 4387/2016 για. την παράλληλη ασφάλιση 1

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Σελίδα-Τίτλος κεφαλαίου

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΕΤΑΙΡΙΕΣ. Ομόρρυθμη εταιρεία (Ο.Ε.)

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Επί υποβληθέντων ερωτημάτων από τη Δ.Ε.Υ.Α. Ερωτώνται τα ακόλουθα:

Πρόλογος... VII ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ Β ΕΤΟΥΣ

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

ΔΡ. ΛΑΖΑΡΟΣ Γ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ (ΚΥΠΡΟΣ) ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Θέµα: Επαναφορά των προτάσεων του Συνηγόρου του Πολίτη για την φορολογική ισότητα ανδρών και γυναικών

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

Συντάκτης: Κοντάκος Ηλίας, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Ιδ. Δικαίου Παν/μίου Αθηνών

Transcript:

«Επικύρωση» αποφάσεως ΓΣ κριτικές παρατηρήσεις στην ΑΠ 876/2010 και συμβολή σε μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 183 παραγρ. 1 ΑΚ Μιχαήλ-Θεόδωρου. Μαρίνου Καθηγητή Νομικής Σχολής ΠΘ, δικηγόρου Ι. Η απόφαση ΑΠ 876/2010 Στο δίκαιο της α.ε. ελλείπει ειδική διάταξη περί επικυρώσεως αποφάσεων ΓΣ Επομένως εφαρμόζεται συμπληρωματικώς το άρθρο 183 ΑΚ ως γενική διάταξη 12, τόσο στον τύπο της ανώνυμης εταιρίας όσο και σε κάθε άλλη εταιρική/σωματειακή μορφή. Κατά την πρόσφατη, σύντομη και αξιωματικά διατυπωμένη, απόφαση του ΑΠ 876/2010 3 : «Από τις διατάξεις των αρ. 24 παρ. 1 και 2, 26 παρ. 2 του ν. 2190/1920, 174, 180 και 183 του ΑΚ συνάγεται ότι επικύρωση άκυρης κατά τις εν λόγω διατάξεις απόφασης της γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρίας, με νέα μη ελαττωματική, δεν χωρεί. Η γενική συνέλευση δικαιούται βεβαίως να επαναλάβει την απόφαση χωρίς τα ελαττώματα της, η επικύρωση όμως άκυρης απόφασης δεν έχει αναδρομι κή δύναμη αλλά ισχύει για το μέλλον (ex nunc). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει επικύρωση αλλά υπάρχει μια νέα απόφαση, η οποία για να είναι έγκυρη πρέπει να τηρηθούν όλοι οι απαιτούμενοι από το νόμο ή το καταστατικό όροι». H απόφαση αυτή δημιουργεί μια σειρά προβλημάτων στο δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, όπου η επικύρωση αποφάσεων ΓΣ έχει ως γνωστόν - μεγάλη πρακτική σημασία. Η σημασία του θεσμού της επικυρώσεως φαίνεται όμως να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την θεωρητική επεξεργασία του στο 1. Κείμενο «Επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα κατάρτιση». 2. Απολύτως κρατούσα άποψη ενδεικτικά Ψαρουδάκης, ΕΕμπ 2011, 95 με παραπομπές στην θεωρία, από την νομολογία ΕφΑθ 1072/2005, Ελλ νη 2006, 886, ΕφΑθ 4399/1999, Ελλ νη 2006, 899 και η σχολιαζόμενη στο κείμενο απόφαση ΑΠ. 3. ΕΕμπ 2011, 93, με κριτικές παρατηρ. Ψαρουδάκη = ΕπισκΕ 2010, 1052 με εισαγωγ. σημ. Μπεχλιβάνη. αστικό δίκαιο και στο δίκαιο των εταιριών. Η ελλιπής θεωρητική επεξεργασία καταλήγει σε νομολογιακές υπεραπλουστεύσεις, όπως η παρούσα απόφαση του ΑΠ 876/2010. Συνοπτικά η απόφαση του ΑΠ, που αποτελεί και την αφορμή του παρόντος, φαίνεται να καταδικάζει τον θεσμό της επικυρώσεως (άρθρο 181 ΑΚ) σε ουσιαστική αδράνεια, αφού τον ταυτίζει με την νέα κατάρτιση όχι μόνον ως προς τις έννομες συνέπειες, που θα ήταν το ορθό, αλλά και ως προς το πραγματικό. Με τον τρόπο αυτό αχρηστεύει ένα θεσμό που εξυπηρετεί ιδιαίτερα την απλοποίηση των συναλλαγών, στην οποία το εμπορικό δίκαιο αποδίδει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Από την άλλη μεριά επιβεβαιώνει τον νομικό εκσυγχρονισμό του αστικού δικαίου, όταν φαινομενικά δοκιμασμένες λύσεις εφαρμόζονται στην πραγματικότητα του εταιρικού δικαίου και εμπλουτίζονται με μια νέα δογματική διάσταση. Σε κάθε περίπτωση de lege ferenda, εφόσον η νομολογία διατηρήσει την θέση της, συνιστάται η εισαγωγή μιας ειδικής διατάξεως στο ν. 2910/1920 στην επόμενη μελλοντική αναθεώρηση του. ΙΙ. Οι δυνατότητες «θεραπείας» αποφάσεων ΓΣ Υπάρχουν περισσότεροι τρόποι «θεραπείας» αποφάσεων ΓΣ, όπου υπό τον όρο της θεραπείας νοείται η διατήρηση της αποφάσεως ή των ηθελημένων από αυτήν αποτελεσμάτων, έστω και ex nunc, εκ λόγων ασφαλείας του δικαίου 4. ιακρίνονται τρεις δυνατότητες δράσεως: (i) λήψη αποφάσεως, με την οποία αντικαθίσταται η προηγούμενη ελαττωματική μετά από ρητή ανάκληση της τελευταίας («επανάληψη της απο- 4. Στην συστηματική προκείμενη διάκριση δεν περιλαμβάνεται η ίαση της άκυρης αποφάσεως ΓΣ κατά το άρθρο 35β παραγρ. 4 ν. 2190/1920. 30 ΕλλΔνη 54(2013)

φάσεως»). Η δεύτερη απόφαση επαναλαμβάνεται χωρίς το ελάττωμα της προηγουμένης ή ορθότερα η δεύτερη υποκαθιστά πλήρως την πρώτη ελαττωματική απόφαση, η οποία και καταργείται ρητώς με την δεύτερη απόφαση ΓΣ (επανάληψη αποφάσεως ή νέα κατάρτιση) 5. Πρόκειται για αυτονόητη δυνατότητα στο δίκαιο των δικαιοπραξιών, την οποία υπογραμμίζει και η ΑΠ 876/2010 («η γενική συνέλευση δικαιούται βεβαίως να επαναλάβει την απόφαση χωρίς τα ελαττώματα της»). (ii) λήψη νέας αποφάσεως με διατήρηση της «παλαιάς» ελαττωματικής αποφάσεως, δηλ. επανάληψη χωρίς άρση της παλαιάς. Πρόκειται για παραλλαγή της πρώτης βασικής περιπτώσεως («επανάληψη της αποφάσεως»). Στην παραλλαγή αυτή η ΓΣ παραιτείται από τον να καταργήσει ή να ανακαλέσει την προγενέστερη (ελαττωματική) απόφασή της και αρκείται με την λήψη μιας νέας αποφάσεως, χωρίς όμως το ελάττωμα της παλαιάς. Άρα πρόκειται για απλή επανάληψη της παλαιάς αποφάσεως χωρίς όμως το ελάττωμα που αυτή ενείχε. Επειδή όμως δεν καταργείται ή αναιρείται η παλαιά απόφαση, διατηρείται. Άρα υπάρχει παράλληλος βίος δύο αποφάσεων, με αποτέλεσμα την σώρευση των εννόμων αποτελεσμάτων τους και την άσκηση αγωγής ακυρώσεως (άρθρο 35 α ν. 2910/1920) ή προβολή της ακυρότητας (άρθρο 35β ν. 2910/1920) κατά αμφοτέρων. (iii) επικύρωση της παλαιάς αποφάσεως με νέα απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 183 ΑΚ («η απόφαση ΓΣ από επικυρούται με την παρούσα απόφαση»). Η ΓΣ στην περίπτωση αυτή «επικυρώνει» την «παλαιά»/πρώτη ελαττωματική απόφαση και την καθιστά «δεσμευτική». Η δεύτερη «επικυρωτική» απόφαση της ΓΣ εξαντλείται στην διατύπωση της βουλήσεως του εταιρικού οργάνου να προσδώσει στην πρώτη απόφαση ισχύ και ενέργεια. Η δεύτερη επικυρωτική απόφαση δεν υποκαθιστά την πρώτη, δεν είναι επανάληψή της, αλλά εξυπηρετεί τον εξοβελι- 5. Γεωργακόπουλος Το δίκαιον των εταιριών ΙΙ 353, Κιντής. Ακυρότης και ακυρωσία των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως ανωνύμου εταιρίας, 3η εκδ. 2004, 192, ο ίδιος, ικαε 2η εκδ. (επιμ. Περάκη), άρθρο 35β, αρ. 18, Casper, Die Heilung nichtiger Beschlüsse im Kapitalgesellschaftsrecht, Köln 1998, 54. σμό υπαρχόντων ή υποτιθέμενων ελαττωμάτων της πρώτης αποφάσεως. Πρώτη (επικυρωνόμενη) και δεύτερη (επικυρωτική) απόφαση είναι δύο διαφορετικές αλλά παρά ταύτα εξαρτώμενες αποφάσεις με διαφορετικό, αλλά εξαρτώμενο ρυθμιστικό περιεχόμενο» 6. Η «επικυρωτική» απόφαση δεν έχει αυτοτέλεια από την άποψη περιεχομένου κατά σαφή αντιδιαστολή προς την «επαναληπτική» απόφαση (ανωτέρω υπό i,ii), της οποίας το περιεχόμενο προκύπτει μόνον από αυτήν 7. H επικυρωτική απόφαση εμπεριέχει μια σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο της πρώτης, ελαττωματικής αποφάσεως. Σε αντίθεση λοιπόν από την επαναληπτική απόφαση, η οποία αποδίδει εκ νέου ολόκληρο το περιεχόμενο της πρώτης (ελαττωματικής), αρκεί στην επικυρωτική απόφαση ότι κινείται στην βάση και το περιεχόμενο της πρώτης, στην οποία και αναφέρεται 8. Η νέα κατάρτιση είναι λοιπόν ριζικά διαφορετική από την επικύρωση. Και τούτο διότι δεν αναφέρεται ούτε στηρίζεται, όπως η επικύρωση κατά λογικήν αναγκαιότητα, στην προγενέστερη απόφαση της ΓΣ. Στην θέση της παλαιάς ελαττωματικής θέτει η ΓΣ μια νέα απόφαση. Είναι θέμα ερμηνείας με αντικειμενικά κριτήρια που ούτως ή άλλως εφαρμόζονται στην ερμηνεία των αποφάσεων ΓΣ, αν η βούληση της ΓΣ στρέφεται προς μια επικυρωτική απόφαση ή προς μια νέα κατάρτιση με ή χωρίς ανάκληση της προγενέστερης ελαττωματικής αποφάσεως 9. Η ταυτότητα περιεχομένου μεταξύ των δύο αποφάσεων αποτελεί αντικειμενική ένδειξη που συνηγορεί υπέρ της επικυρώσεως. Αντιθέτως αποκλίσεις κατά περιεχόμενο συνηγορεί υπέρ της επαναλήψεως 10. Εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια της ΓΣ να ακολουθήσει έναν εκ των τριών δυνατοτήτων που μνημονεύθηκαν προηγουμένως, χωρίς η προτίμηση μιας εκ των τριών αυτών δυνητικών δρόμων να μπορεί να 6. K. Schmidt/Grosskommentar (Hopt/Wiedemann, Hrsg), Berlin 1996, 244 Rdn 3. 7. Κιντής 192. 8. Busche/Münchener Kommentar BGB, 6. Aufl. 2012, 141 Rdn 1, Casper 55 με παραπομπές. 9. Kiethe, Der Bestätigungsbeschluss nach 244 AktG Allheilmittel oder notwendiges Korrektiv? NZG 1999, 1086, πρβλ. Hüffer, AktG, Kommentar 10. Aufl., München 2012, 244 Rdn 2a. 10. K. Schmidt/Grosskommentar, AktG (Hopt/Wiedemann, Hrsg) 244 Rdn 6 ΕλλΔνη 54(2013) 31

χαρακτηρισθεί κατάχρηση δικαιώματος (ΑΚ 281) 11. Η επικυρωτική απόφαση είναι μια συνηθισμένη απόφαση ΓΣ, η οποία μπορεί με την σειρά της να ενσωματώνει λόγους ακυρωσίας ή άλλους λόγους ακυρότητας. ΙΙΙ. Πρακτικές συνέπειες της επικυρώσεως κατά το άρθρο 183 παραγρ.1 ΑΚ στις αποφάσεις ΓΣ Τούτο έχει απτές πρακτικές συνέπειες. Η γενική συνέλευση δεν είναι αναγκαίο να επαναλάβει ως περιεχόμενο της απόφασης το ίδιο το περιεχόμενο της αρχικής. Αρκεί να δηλώσει ότι την επικυρώνει όπως συνάγεται από το άρθρο 183 παραγρ.1 ΑΚ. Σημαίνει περαιτέρω ότι δεν είναι αναγκαία η τήρηση των τυχόν ειδικών διαδικαστικών προϋποθέσεων για τη λήψη απόφασης με το πε ριεχόμενο της αρχικής, αρκεί βέβαια αυτές να είχαν τηρηθεί στην πρώτη απόφαση και το ελάττωμα να συνίστατο σε κάποια άλλη (διαδικαστική) παράβαση 12. Αυτό σημαίνει ότι σε «επικύρω ση» αποφάσεως για την μείωση του κεφαλαίου δεν απαιτείται να αναφερθεί εκ νέου ο σκοπός και ο τρόπος πραγματοποίησης της μείωσης, όπως απαιτεί το άρθρο 4 παρ. 3 ν. 2190/1920. Η επικύρωση απόφασης περί αύξησης του κεφαλαίου δεν χρειάζε ται να επαναλαμβάνει το ελάχιστο περιεχόμενο που προβλέπεται στο αρ. 13 παρ. 5 ν. 2190/1920 για την πρωτότυπη απόφαση, ούτε -αν καταργείται το δικαίωμα προτίμησης- να συνοδεύεται από γραπτή έκθεση του διοικητικού συμβουλίου κατά το αρ. 13 παρ. 10 εδ. β v. 2190/1920, εκτός και αν το αρχικό ελάττωμα συνίστατο στην έλλειψη ή την ανεπάρκεια της έκθεσης 13. Ανάλογα ισχύουν ως προς τις παρασχεθείσες πληροφορίες στους μετόχους κατά την διάρκεια της πρώτης ΓΣ, στην οποία ελήφθη η ελαττωματική, επικυρούμενη απόφαση. ηλώσεις ή πληροφορίες που παρασχέθηκαν στην πρώτη, παλαιότερη ΓΣ διατηρούν την νομική σημασία τους και δεν απαιτείται να επαναληφθούν 14, εκτός αν ελλείψεις τους στηρί- 11. Kiethe, NZG 1999, 1089. 12. Ψαρουδάκης, ΕΕμπ 2011, 96, Semler/Volhard/Reichert, Arbeitshandbuch für die Hauptversammlung, 3. Aufl. München 2011, 985, Röhricht, Gesellschaftsrecht in der Diskussion 2004, Bd 9 (2005), 29. 13. Ψαρουδάκης, ΕΕμπ 2011, 96 με παραπομπές ως προς την περιπτωσιολογία αυτή. 14. Röhricht, Gesellschaftsrecht in der Diskussion, Köln 2004, Bd 9 (2005), 27. ζουν τον λόγο ακυρώσεως λχ μη παροχή οφειλόμενων πληροφοριών στον μέτοχο κατά τα άρθρο 36 ν. 2190/1920 (άρθρο 35 α παραγρ.2 στοιχ. α). Με το ίδιο σκεπτικό η επικυρωτική απόφαση ακολουθεί τα πραγματικά περιστατικά και την ισχύουσα νομοθεσία κατά την λήψη της πρώτης (επικυρούμενης αποφάσεως). Συνεπώς δεν μπορεί να στηριχθεί η ακυρωσία ή ακυρότητά της επικουρούμενης αποφάσεως σε εν τω μεταξύ επελθόντα νέα στοιχεία ή εξελίξεις 15, ούτε να ζητηθούν στην ΓΣ νέες πληροφορίες για τέτοια γεγονότα. ΙV. Ειδικά το άρθρο 183 παραγρ. 1 ΑΚ - ratio 1. Εισαγωγικά Η έννομη συνέπεια της ακυρότητας ορίζεται σε πολλές περιπτώσεις από το νόμο ως διαρκής έννομη συνέπεια, η οποία δεν αίρεται ούτε με την παρέλευση του χρόνου ούτε και αν μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος που προκάλεσε την ακυρότητα. Εδώ προσφέρει βοήθεια το άρθρο 183 παραγρ.1 AK με τον θεσμό της επικυρώσεως με τον οποίο δίδει στην ιδιωτική βούληση την ικανότητα να το μετατρέψει σε έγκυρο μέσω του θεσμού της επικυρώσεως ως δηλώσεως βουλήσεως 16. Το γεγονός ότι η επικύρωση ισχύει ως νέα κατάρτιση έχει σημασία για τις έννομες συνέπειες στις οποίες απέβλεψαν οι δικαιοπρακτούντες με την παλαιά επικυρούμενη δικαιοπραξία οι οποίες αφορούν το μέλλον. Είναι έννομες συνέπειες που απορρέουν από την «παλαιά» επικυρούμενη δικαιοπραξία και όχι από την νέα, μεταγενέστερη. 2. Λειτουργία «απλοποιήσεως» άρθρου 183 παραγρ.1 ΑΚ Πίσω από το κείμενο του άρθρο 183 παραγρ. 1 ΑΚ υποκρύπτεται η ακόλουθη σκέψη «απλοποιήσεως», την οποία επιδιώκει η διάταξη, αν ερμηνευθεί σωστά. Εκ προοιμίου επισημαίνεται ότι δεν την ακολουθεί η ΑΠ 876/2011 ως αποτύπωση της κρατούσας απόψεως στη νομολογία και θεωρία 17. 15. Semler/Volhard/Reichert 985, Raiser/ GmbHG Grosskommentar (Ulmer/Habersack/Winter, Hrsg), Tübingen 2006, Anh zu 47 Rdn 164. 16. Palm/Erman, BGB-Kommentar, 12. Aufl., Köln, 2008, 141 Rdn 1. 17. Βλ. αντιπροσωπευτικά από την θεωρία Κιντή 144 με παραπομπές. 32 ΕλλΔνη 54(2013)

Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο λόγος της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας, είτε ατομικής είτε συλλογικής, όπως είναι η απόφαση ΓΣ, εκλείπει μεταγενέστερα, λχ. επειδή ο ανίκανος προς δικαιοπραξία κατέστη ικανός, επειδή εξέλιπαν οι συνθήκες που κατέστησαν μια δικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή το νόμο, επειδή ο μέτοχος, ο όποιος αρχικά είχε αρνηθεί να συναινέσει σε μια απόφαση της ΓΣ που έθιγε τα δικαιώματά του, με αποτέλεσμα να είναι πλέον άκυρη, δέχθηκε να συναινέσει πολύ αργότερα κοκ. Στις περιπτώσεις αυτές τα μέρη έχουν την δυνατότητα να επιφέρουν τις ηθελημένες δικαιοπρακτικές έννομες συνέπειες που σκοπούνται με την συγκεκριμένη, αρχική δικαιοπραξία και οι οποίες λόγω της ακυρότητας δεν επέρχονται. Τούτο από δογματική άποψη γίνεται με δύο τρόπους. Πρώτον με την επανάληψη της δικαιοπραξίας ή με την «ίαση» της μέχρι τώρα ακύρου δικαιοπραξίας. Αυτή διέρχεται υπό το φίλτρο της «επικυρώσεως». Σύμφωνα με την πρώτη αυστηρή άποψη (θεωρία της «νέας καταρτίσεως»), την οποία υιοθετεί η νομολογία με τελευταία την απόφαση του ΑΠ 876/2010 ίαση δεν είναι δυνατή. Η άκυρη δικαιοπραξία παραμένει άκυρη, ακόμη και αν εκλείψει μεταγενέστερα ο λόγος της ακυρότητας. Τούτο βεβαίως δεν είναι ορθό ούτε λογικά αναγκαίο 18, όπως μαρτυρεί η ίαση ακύρων αποφάσεων ΓΣ (άρθρο 35β παραγρ. 4 ν. 219/1920). ιαψεύδει ότι η ίαση της ακυρότητας είναι νομικό και λογικό αξίωμα με την έννοια ότι η ακυρότητα περικλείει εννοιολογικά και το μη ιάσιμο. Όπως συχνά στα νομικά, ο κανόνας αυτός υφίσταται εξαιρέσεις εκ λόγων σκοπιμότητας, χωρίς να υφίσταται μια προνομιακή λογική αναγκαιότητα. Είναι μεν ορθό, όπως διδάσκεται στην θεωρία, ότι η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αναπληρώσει την ελλιπή αναγνώριση της έννομης τάξεως, την οποία επιφυλάσσει η έννομη τάξη με την ακυρότητα 19. Όμως, εφόσον κατά την νέα κατάρτιση ή επανάληψη της δικαιοπραξίας εκλείπει ο λόγος που προκάλεσε την ακυρότητα, είναι δυνατή η ανάκτηση της εγκυρότητας με την «επικύρωση» 20, ιδιαίτερα μάλι- 18. Flume, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, II, Das Rechtsgeschäft, 3. Aufl. Berlin 1979, 550, 551. 19. Λχ βλ. Λαδά, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, 2008, ΙΙ 627. 20. Flume, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, II, Das Rechtsgeschäft, 551. στα αν αυτή ισχύει ex lege μόνον για το μέλλον. Η επικύρωση έχει δηλ. την έννοια και την λειτουργία ότι η δικαιοπραξία θα πρέπει να ισχύσει ως εάν η αρχική δικαιοπραξία ήταν έγκυρη 21. Tα μέλη, προκειμένου να επιφέρουν το από αυτούς σκοπούμενο δικαιοπρακτικό αποτέλεσμα, οφείλουν λοιπόν να την επαναλάβουν. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή προσφέρει βοήθεια το άρθρο 183 παραγρ. 1 ΑΚ. Εξισώνει την επικύρωση με νέα σύναψη της δικαιοπραξίας (επανάληψη). Με άλλα λόγια την δήλωση «η μέχρι τώρα άκυρη δικαιοπραξία πρέπει να ιαθεί» την μετατρέπει εκ του νόμου στην δήλωση ότι «με την νέα (επαναληπτική) δικαιοπραξία πρέπει να επέλθουν οι ίδιες έννομες συνέπειες, οι οποίες επιδιώχθηκαν (ανεπιτυχώς) με την άκυρη (πρώτη) δικαιοπραξία 22. Πρακτική συνέπεια με την άποψη αυτή είναι ότι οι έννομες συνέπειες σύμφωνα με την πρώτη αυτή αυστηρή άποψη, απορρέουν από την επικυρωτική (μεταγενέστερη) δικαιοπραξία και όχι από την επικυρούμενη (προγενέστερη). Υπό αυτή την δεύτερη, ελαστικότερη λοιπόν άποψη, η οποία εντάσσεται στην «απλοποιητική» λειτουργία της διατάξεως, τα μέρη μπορούν να θεραπεύσουν την ακυρότητα μέσω της επικυρώσεως. εν απαιτείται νέα κατάρτιση αλλά αρκεί η βούληση επικυρώσεως της παλαιάς ελαττωματικής δικαιοπραξίας 23. Η επικυρωτική/ μεταγενέστερη δικαιοπραξία πρέπει επίσης να συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις του κύρους και του ενεργού της δικαιοπραξίας, οι οποίες θα έπρεπε να συντρέχουν αν τα μέλη είχαν επιλέξει την οδό της επαναλήψεως 24, ενώ επί τυπικών δικαιοπραξιών πρέπει να τηρηθεί ο επιβαλλόμενος υπό του νόμου τύπος 25. Ο νόμος (άρθρο 183 παραγρ. 1 AK) επιλέγει την ελαφρώς παραπλανητική διατύπωση ότι η «επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα κατάρ- 21. Πρβλ. Flume, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, II, Das Rechtsgeschäft, 552. 22. Bork, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Gesetzbuches, 2. Aufl. Tubingen 2006, 47. 23. H. Roth/Staudinger, BGB Grosskommentar, Berlin 2010, 141 Rz 1, M. Müller, Die Bestätigung nichtiger Rechtsgeschäfte nach 141 BGB, Berlin, 1989, 201. 24. Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ, Θεσσαλονίκη 2008, 630, Bork, Allgemeiner Teil 472 με παραπομπές, M. Müller, Die Bestätigung, 199 επ. 25. Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ 631. ΕλλΔνη 54(2013) 33

τισή της». Χρησιμοποιεί ένα πλάσμα δικαίου. Τούτο σημαίνει απλώς και μόνον ότι η νομικά έγκυρη επικυρωτική δικαιοπραξία (επικύρωση) μπορεί να είναι η συνέπεια της νέας καταρτίσεως 26 και όχι ότι η επικύρωση γίνεται μέσω της νέας καταρτίσεως. Τούτο είναι άλλωστε απολύτως αυτονόητο δεδομένου ότι μια ελαττωματική δικαιοπραξία οποτεδήποτε μπορεί να καταρτισθεί εκ νέου 27. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η επικύρωση εξαντλείται στην νέα κατάρτιση, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η κρατούσα άποψη. Οι έννομες συνέπειες εκ της δικαιοπραξίας δεν απορρέουν από την επικυρωτική (μεταγενέστερη) δικαιοπραξία αλλά από την επικυρούμενη, προγενέστερη δικαιοπραξία. Αυτό αντανακλάται και από τον ορισμό της επικυρώσεως: «Επικύρωση της άκυρης δικαιοπραξίας είναι η επανάληψη της δικαιοπραξίας μετά την άρση του λόγου που την είχε καταστήσει άκυρη, με την βούληση η προηγούμενη άκυρη δικαιοπραξία να καταστεί εξαρχής έγκυρη» 28. Κατά τα λοιπά και οι δύο προσεγγίσεις δέχονται ομόφωνα ότι η επικύρωση δεν έχει αναδρομική ενέργεια, ενεργεί ex nunc 29. Τούτο συνάγεται από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 183 ΑΚ («ισχύει ως νέα κατάρτιση»). Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η ασφάλεια των συναλλαγών. ΙV. ιαφορά μεταξύ επικυρώσεως και νέας καταρτίσεως Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποκρυσταλλώνεται μια σημαντική διαφορά μεταξύ επικυρώσεως και νέας καταρτίσεως. Η δικαιοπραξία της επικυρώσεως στηρίζεται και αναφέρεται στην παλαιά, ελαττωματική δικαιοπραξία, την οποία τα μέρη θέλουν να ισχυροποιήσουν, όχι όμως αναδρομικά, πράγμα απαγορευόμενο. Ως δικαιοπραξία έχει το εξής περιεχόμενο ή ορθότερα εμπεριέχει την ακόλουθη δήλωση βουλήσεως «Η υποκείμενη (επικυρούμενη) σύμβαση πρέπει να συνεχίσει να ισχύει μεταξύ των μερών» 30. Τα στοιχεία της συνεπώς δεν απαιτείται να υφίστανται σε κάθε λεπτομέρεια, όπως στην νέα κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Αρκεί να στηρίζεται κανείς στο πλαίσιο και την βάση της ελαττωματικής δικαιοπραξίας. Είναι προφανές ότι άποψη αυτή προσφέρει ευρύτερο πεδίο στην συναλλακτική ελευθερία των μερών από ότι η πρώτη, αυστηρή άποψη της νομολογίας. V. Συμβιωτική σχέση με την έννοια της ακυρότητας Το δογματικό αυτό συμπέρασμα έμμεσα αλλά συμβιωτικά συναρτάται με την έννοια της ακυρότητας. Βασικά στοιχεία της ακυρότητας κατά το άρθρο 180 ΑΚ είναι αδυναμία θεραπείας μιας άκυρης δικαιοπραξίας με την παρέλευση του χρόνου 31 και η σαφήνεια με την οποία επέρχεται η έννομη συνέπεια της. Μια άκυρη δικαιοπραξία, και αυτό ισχύει κανονικά και για μια άκυρη απόφαση γενικής συνελεύσεως (ΓΣ) ως συλλογική δικαιοπραξία, θεωρείται ως μη γενομένη (μη ληφθείσα) 32. Η ακυρότητα υπάρχει εξ υπαρχής και έναντι πάντων. Πρόκειται για μια έννοια της ακυρότητας, η οποία υπηρετεί λοιπόν την ασφάλεια του δικαίου 33. Αλλά αποφεύγεται και το ενδεχόμενο αυτό που η έννομη τάξη θεώρησε ως άκυρο, να επαναφέρεται με την συμφωνία των μερών ήτοι με την ιδιωτική αυτονομία. Η άκυρη απόφαση θεωρείται ως μη ληφθείσα (ΑΚ 180), έννομη συνέπεια που αρύεται ευθέως από το αστικό δίκαιο 34. Η μη επιτυχής εκφορά του νομοθέτη του ΑΚ («λογίζεται ως μη γενομένη»), αναφέρεται αποκλειστικά στις έννομες συνέπειες και μάλιστα στις ηθελημένες ή σκοπούμενες από τα μέσα. εν αναφέρεται ωστόσο στο πραγματικό, όπως γίνεται πλέον ομόφωνα δεκτό. 26. H.Roth/Staudinger, BGB - Grosskommentar 141 Rz 13. 27. H. Roth/Staudinger BGB-Grosskommentar, 141 Rz 1, 13, Medicus, Allgemeiner Teil des BGB, 204, M. Müller, Die Bestätigung 200. 28. Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ 627 με παραπομπές, Γεωργιάδης, Γενικές αστικού δικαίου 3η εκδ. 1997, 500. 29. ΑΠ 876/2010, ΕΕμπ 2011, 94, Λαδάς 631, Καράσης σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 183 αρ. 5, Ψαρουδάκης, ΕΕμπ 2011, 96, Γιοβαννόπουλος, ικαε 2010, αρ. 32, Κιντής, ικαε, άρθρο 35α αρ. 91, άρθρο 35β αρ. 17, Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες, 6 η εκδ. 2008, 276. 30. M. Müller, Die Bestätigung 209. 31. Αντί πολλών Λαδά, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ, 608. Βλ. όμως άρθρα 159 παραγρ. 2, 492 παραγρ.2 ΑΚ, 849 εδ. β ΑΚ. Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι η αναλογική εφαρμογή λόγω μη τηρήσεως του νόμιμου συστατικού τύπου αποκλείεται, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές του αστικού δικαίου 3 η εκδ. 1997, 393. Γενικά για τον θεσμό της ιάσεως στο ιδιωτικό δίκαιο Casper 49 επ. 32. ΑΠ 18/2005 (ολ.), ΧρΙ 2005, 609 με παρατ. Τσολακίδη. 33. M. Müller, Die Bestätigung 79, 206. 34. Κιντής 158 με νομολογιακές παραπομπές. 34 ΕλλΔνη 54(2013)

Έχει δηλ. κατά γενική άποψη την έννοια ότι η δικαιοπραξία, εν προκειμένω η άκυρη απόφαση της ΓΣ, δεν παράγει τα υπ αυτής σκοπούμενα αποτελέσματα 35 τόσο έναντι των συμμετεχόντων όσο και έναντι τρίτων 36. εν έχει όμως την έννοια ότι η δικαιοπραξία δεν υφίσταται ως πραγματικό γεγονός 37 oύτε ότι ο νόμος δεν μπορεί να ορίσει ότι επέρχονται άλλες έννομες συνέπειες πλην των σκοπουμένων από τους δικαιοπρακτούντες 38. Άκυρες δικαιοπραξίες μπορούν να επιφέρουν ex lege έννομες συνέπειες ή αποτελέσματα, διαφορετικά από τα σκοπούμενα 39, όπως μάλιστα μαρτυρεί και η εκ του νόμου ίαση ορισμένων αποφάσεων ΓΣ (άρθρο 35β παραγρ. 4 ν. 2190/1920). Είναι λοιπόν δικαιολογημένη η παρατήρηση ότι δεν μπορεί να θεωρηθούν ως νομικό nullum ή ως νομικά μη υπάρχουσες 40. Αυτό σημαίνει όμως ότι η δικαιοπραξία υφίσταται σε κάθε περίπτωση ως πραγματικό γεγονός ή ως «πραγματικό». Απλώς δεν επέρχονται οι ηθελημένες από τα μέρη έννομες συνέπειές της. Αυτές επέρχονται όμως με την νέα δικαιοπραξία της επικυρώσεως, εφόσον εξέλιπε ο λόγος της ακυρότητας και μόνον για το μέλλον. Όποιος εκκινεί λοιπόν από την ύπαρξη της άκυρης δικαιοπραξίας ως πραγματικό γεγονός και σε 35. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 492, Φίλιος, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 2006, 420, Νικολόπουλος, ΣΕΑΚ, άρθρο 180, αρ 1, Larenz/Wolf, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, 8. Aufl. München 1997, 825, K. Schmidt/ Grosskommentar AktG (Hopt/Wiedemann Hrsg) 4. Αufl. 1996, 241 Rdn 20. 36. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 492, Larenz/Wolf, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, 825. 37. Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 580, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 492, Καράσης σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 180 αρ 1, Σημαντήρας, Γενικαί αρχαί αστικού δικαίου 469, Φίλιος, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 2006, 420, Larenz/Wolf, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, 825, Bork, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, 460, M. Müller, Die Bestätigung 61 επ. 38. Εμφατικά Παπαντωνίου, Γενικές αρχές του αστικού δικαίου τ. β, 1983, 157, Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ, 580. 39. Γεωργιάδης, Γενικές αρχές αστικού δικαίου 492, Καράσης σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, ΑΚ, άρθρο 180 αρ 1, Σημαντήρας, Γενικαί αρχαί αστικού δικαίου 469, Κιντής 44 σημ. 77, Larenz/Wolf, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts, 825, Bork, Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Rechts 460. 40. M. Müller, Die Bestätigung 61, 201. κάθε περίπτωση όχι ως νομικό nullum, δεν μπορεί να εμποδίσει την επικύρωση με το επιχείρημα της ελλείψεως της επικυρούμενης δικαιοπραξίας 41. Αν όμως η άκυρη δικαιοπραξία υφίσταται ως πραγματικό χωρίς τις ηθελημένες από τα μέρη έννομες συνέπειες λόγω της συνδρομής του λόγου ακυρότητας, τότε κάλλιστα μπορεί να είναι σημείο αναφοράς μέσω μιας νέας δικαιοπραξίας (επικυρωτικής), εφόσον εξέλιπε ο λόγος της ακυρότητας 42. Επιτρέπεται και είναι ως εκ τούτου νοητό η επικυρούμενη δικαιοπραξία να μην επαναλαμβάνει πιστά όλα τα στοιχεία του πραγματικού αυτού 43. Η μη ύπαρξη της δικαιοπραξίας (λογίζεται «ως μη γενόμενη», ΑΚ 180) επηρεάζει την έννομη συνέπεια της επικυρώσεως, η οποία ελεύθερα πλέον συνδέει την δικαιοπραξία αυτή με την προηγούμενη άκυρη αλλά μόνον για το μέλλον (ex nunc). VI. Μεταφορά του άρθρου 183 παραγρ.1 ΑΚ στις αποφάσεις ΓΣ Στο δίκαιο της α.ε. εφαρμόζεται συμπληρωματικώς το άρθρο 183 ΑΚ. Ήδη στο προκείμενο ζήτημα γεννάται το ερώτημα αν αφορά άκυρες κατά το άρθρο 35β παραγρ.1 ν. 2190/1920 αποφάσεις ΓΣ ή μόνον ακυρώσιμες. Ο παραμερισμός της ακυρότητας προϋποθέτει ότι εξέλειψε ο λόγος την προκάλεσε, ήτοι η αντίθεση κατά περιεχόμενο στο νόμο ή στο καταστατικό ή μη σύγκληση της ΓΣ. Η επανάληψη δεν είναι δυνατή, αφού η επανάληψη του περιεχομένου της αρχικής αποφάσεως θα προκαλούσε την ελαττωματικότητα και της επιγενόμενης 44. Εφόσον πρόκειται για ελάττωμα περιεχομένου, τούτο σημαίνει ότι η νέα απόφαση δεν το περιέχει, ήτοι έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Άρα επικύρωση δεν είναι δυνατή, δεδομένου ότι η φαινομενικά επικυρωτική απόφαση έχει διαφορετικό περιεχόμενο, εφόσον δεν εμπεριέχει την αντίθεση στο νόμο ή στο καταστατικό. Η διατήρηση του ελαττώματος αυτού επίσης δημιουργεί ακυρότητα 45. 41. M. Müller, Die Bestätigung 201. 42. M. Müller, Die Bestätigung 226. 43. M. Müller, Die Bestätigung 202. 44. Γιοβαννόπουλος, ικαε 2010, άρθρο 35β, αρ. 32, Semler/Volhard/Reichert 985. 45. Πρβλ. Γιοβαννόπουλο, ικαε 2010, άρθρο 35β, αρ. 32. ΕλλΔνη 54(2013) 35

Με το σκεπτικό αυτό η απαίτηση να υπάρχει ταυτότητα περιεχομένου μεταξύ της αρχικής και της μεταγενέστερης, επικυρωτικής αποφάσεως, καθιστά δυνατή την επικύρωση αποφάσεων ΓΣ μόνον επί διαδικαστικών παραλείψεων ή γενικότερα ελαττωμάτων που στηρίζουν λόγο ακυρωσίας (άρθρο 35 α παραγρ. 1 ν. 2190/1920), τα οποία μπορούν να αποφευχθούν με ταυτόσημη κατά περιεχόμενο απόφαση αλλά χωρίς το διαδικαστικό ελάττωμα 46. Επειδή δε υπό το νέο δίκαιο της αε η παράβαση διαδικαστικών κανόνων, που επιτάσσει ο νόμος ή το καταστατικό, θεμελιώνουν ακυρωσία «απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό», άρθρο 35 α παραγρ. 1 ν. 2190/1920), ο θεσμός της επικυρώσεως εφαρμόζεται κατεξοχήν επί ακυρωσίμων αποφάσεων ΓΣ. Η μη σύγκληση ΓΣ αποτελεί διαδικαστική παράβαση, τόσον όμως σημαντική, ώστε να προκαλεί την έννομη συνέπεια της ακυρότητας. Ένα δεύτερο ζήτημα δεν φαίνεται να δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα.. Απαιτείται σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στο πλαίσιο του άρθρου 183 ΑΚ γνώση της ακυρότητας, εν προκειμένω του λόγου ακυρωσίας κατά το άρθρο 35β και αφετέρου δήλωση βουλήσεως ρητή ή σιωπηρή 47 για την εξυπαρχής ισχύ της προηγηθείσας άκυρης δικαιοπραξίας 48, εν προκειμένω πλειοψηφικής αποφάσεως της ΓΣ. Η δέυτερη πλειοψηφική απόφαση θα πρέπει να αποσκοπεί στην επικύρωση 49. VII. Κριτική στην ΑΠ 876/2010 Η ανωτέρω ανάλυση αποκρυσταλλώνει τα σημεία κριτικής στην απόφαση του ΑΠ 876/2010 ως αντιπροσωπευτικής για την κρατούσα ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 183 παραγρ.1 ΑΚ. Το άρθρο 183 παραγρ. 1 ΑΚ αποτελείται από το πραγματικό και την έννομη συνέπεια. Στο πραγματικό εντάσσεται εν πρώτοις η δικαιοπραξία (ατομική ή συλλογική, όπως είναι η απόφαση της ΓΣ) και εκ δευτέρου η «επικύρωσή» της. Ως έννομη συνέπεια 46. Πρβλ. Κιντή 192, Raiser/ GmbHG/Grosskommentar (Ulmer/Habersack/Winter, Hrsg), Anh zu 47 Rdn 164. 47. ΑΠ 1606/2001, Ελλ νη 2002, 405. 48. Αντί πολλών βλ. Λαδά, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ 629 επ. με παραπομπές. 49. Raiser/ GmbHG Grosskommentar (Ulmer/Habersack/ Winter, Hrsg), Anh zu 47, Rdn 161. ο νόμος ορίζει ότι η δικαιοπραξία αυτή θεωρείται «σαν νέα κατάρτιση». Είναι εμφανές ότι η απόφαση του ΑΠ 876/2010 συγχέει το πραγματικό «επικύρωση» με τις έννομες συνέπειες της, οι οποίες απορρέουν από την «νέα κατάρτιση». Η εξίσωση με την επανάληψη χωρεί κατά τον νόμο μόνον ως προς τις έννομες συνέπειες, ήτοι την ενέργεια ex nunc, η οποία γίνεται δεκτή ανεξάρτητα από την ανωτέρω αυστηρή ή πιο ελαστική θεώρηση 50, στην οποία υποκρύπτεται, όπως επισημάνθηκε και διαφορετική αντίληψη των διαστάσεων της ακυρότητας κατά το άρθρο 180 ΑΚ (προηγουμένως υπό V). Υπό αυτήν την έννοια θα πρέπει να νοηθεί η θέση της νομολογίας και της θεωρίας στο αστικό δίκαιο ότι η επικύρωση κατά την έννοια του νόμου σημαίνει νέα κατάρτισή της 51. Με άλλη διατύπωση; η επικύρωση δεν απαιτεί νέα κατάρτιση με ότι αυτό συνεπάγεται αλλά ισχύει ως νέα κατάρτιση αποκλειστικά και μόνον ως προς τις έννομες συνέπειές της (ενέργεια ex nunc) 52. H αντίθετη ερμηνεία, την οποία φαίνεται να ασπάζεται η σχολιαζόμενη απόφαση και η πάγια νομολογία του ΑΠ, είναι εμφανές ότι στερεί την διάταξη από οιοδήποτε περιεχόμενο και σκοπό, όταν επιμένει ότι η επικύρωση απαιτεί νέα κατάρτιση και όχι, όπως θα ήταν σωστό, ότι επιφέρει τις έννομες συνέπειες της νέας καταρτίσεως. ιαβάζει το άρθρο 183 παραγρ.1 ως «η επικύρωση είναι νέα κατάρτιση». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρή ερμηνευτική εκδοχή εκείνη η οποία ταυτίζει στο πραγματικό και όχι στις έννομες συνέπειες την επικύρωση με την νέα κατάρτιση ή ότι η ενέργεια της επικυρώσεως εξαντλείται αποκλειστικά και μόνον στην νέα κατάρτιση. Με την προσέγγιση αυτή εξαλείφεται το πραγματικό της «επικυρώσεως», μέσω της οποίας δημιουργείται μια δογ- 50. Βλ. τις παραπομπές Ψαρουδάκη, ΕΕμπ 2011, 95, Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου ΙΙ 631. 51. ΑΠ 1761/2005, ΧρΙ 2006, 321, ΑΠ 1606/2001, Ελλ νη 2002, 405, ΑΠ 151/2005, Ελλ νη 2006, 490, ΕφΑθ 4399/1999, Ελλ νη 2006, 899. Από την θεωρία αντιπροσωπευτικά Λαδάς, Γενικές αρχές αστικού δικαίου II 628 με νομολογιακές παραπομπές, αντιπροσωπευτικά για την κρατούσα άποψη Κιντής 144 «στην πραγματικότητα δεν υπάρχει επικύρωση». 52. Wendtland/Bamberger/Roth, BGB München 2003, 141 Rdn 8, Medicus, Allgemeiner Teil des BGB, 7. Aufl., Heidelberg 1997, 204. 36 ΕλλΔνη 54(2013)

ματική γέφυρα προς την προγενέστερη ελαττωματική δικαιοπραξία. Το αξιωματικό, δογματικό πόρισμα του ΑΠ ότι «στην πραγματικότητα δεν υπάρχει επικύρωση» δεν μπορεί να είναι ορθό ως προς το πραγματικό του κανόνα δικαίου. Η εκφορά του ΑΠ αποτελεί το ερμηνευτικό αποτέλεσμα του ακυρωτικού και όχι την βάση του συλλογισμού του. Αν αυτό είναι ορθό, θα έπρεπε να αιτιολογήσει από πού πηγάζει η εξίσωση αυτή. Και η αλήθεια είναι ότι προέρχεται από την μεθοδολογικά εσφαλμένη σύμμειξη ή επικάλυψη του πραγματικού («επικύρωση») από την έννομη συνέπεια ήτοι αυτήν η οποία επέρχεται από την «νέα κατάρτιση». Έχει ως απτό αποτέλεσμα ότι εξαφανίζει το πραγματικό της διατάξεως και εστιάζεται μόνον στην έννομη συνέπεια και μάλιστα την έννομη συνέπεια της επικυρωτικής δικαιοπραξίας. Αρνείται δε οιαδήποτε «θεραπεία» της προγενέστερης αποφάσεως 53, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το άρθρο 183 παραγρ.1 ΑΚ περιττό. Όμως η ίδια η έννοια της επικυρώσεως, που είναι στο πραγματικό του άρθρου 183 παραγρ.1 ΑΚ οδηγεί στην δημιουργία μιας εξαρτήσεως προς την προγενέστερη ελαττωματική δικαιοπραξία (απόφαση ΓΣ) ως ανωτέρω επισημάνθηκε. Αλλιώς στερείται παντελώς αυθυπαρξίας και λειτουργίας. Η παράβλεψη του πραγματικού οδηγεί και σε δεύτερο εσφαλμένο δρόμο, δηλ. στην άποψη ότι οι έννομες συνέπειες σύμφωνα με την αρεοπαγιτική άποψη απορρέουν από την επικυρωτική (μεταγενέστερη) δικαιοπραξία και όχι από την επικυρούμενη (προγενέστερη). Η τελευταία καταδικάζεται σε νομική αφάνεια. Αχρηστεύεται με τον τρόπο αυτό και το κύριο πλεονέκτημα της επικυρώσεως σε σχέση με την λήψη νέας αποφάσεως για το ίδιο ζήτημα, το οποίο αναφαίνεται ιδιαίτερα σε δομικές αλλαγές της εταιρίας λχ απόφαση περί συγχωνεύσεως, διασπάσεως κ.λπ. 54. Και το πλεονέκτημα αυτό είναι η ασφάλεια του δικαίου στο δίκαιο της α.ε, στόχος ο οποίος διατρέχει όλο το σύστημα της ακυρωσίας και ακυρότητας των αποφάσεων ΓΣ με διάφορες, διαφοροποιημένες εκφάνσεις και νομικούς μηχανισμούς 55. 53. Ενδεικτικά ΑΠ 1761/2005, ΧρΙ 2006, 321 «δεν επιφέρει την ίασή της αλλά ισχύει σαν νέα κατάρτισή της». 54. Röhricht, Gesellschaftsrecht in der Diskussion, 2004, Bd 9 (2005), 27/28. Semler/Volhard/Reichert 985. 55. Βλ. Μαρίνο, ΝοΒ 2012/9. VIII. Άλλες δυνατές έννομες συνέπειες της επικυρώσεως αποφάσεως ΓΣ Αν η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρο 183 ΑΚ κατά απόκλιση ή διόρθωση της κρατούσας απόψεως γίνει δεκτή, συνάγονται εκτός των ανωτέρω και οι ακόλουθες έννομες συνέπειες ως προς το έννομο συμφέρον του μετόχου να ζητήσει την ακύρωση της επικυρωθείσας αποφάσεως: Η επικύρωση στερεί τον μέτοχο από το έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πρώτης επικυρωθείσας αποφάσεως. Πρόκειται για άποψη που γίνεται δεκτή στην θεωρία και νομολογία 56. Η επικυρωθείσα απόφαση της ΓΣ συνεχίζει όμως να είναι ελαττωματική με την έννοια της ακυρωσίας. Όμως δεν είναι δυνατή πλέον η προβολή της λόγω της εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος. Με άλλα λόγια η απόφαση της ΓΣ εξακολουθεί να είναι έγκυρη μέχρις ότου ακυρωθεί, δεδομένου ότι το ελάττωμα εξακολουθεί να υπάρχει αλλά η ακυρωσία της επικυρωθείσας αποφάσεως δεν μπορεί πλέον να προβληθεί από μέτοχο, στερούμενο πλέον του εννόμου συμφέροντος («μη αντιταξιμότητα»). Ανοικτό παραμένει το ερώτημα αν τούτο είναι δυνατόν για το μεσοδιάστημα μεταξύ λήψεως της πρώτης ελαττωματικής αποφάσεως και της επικυρωτικής μεταγενέστερης. Μόνον κατ εξαίρεση θα γίνει δεκτό ότι μέτοχος έχει ως προκειμένω έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πρώτης αποφάσεως μέχρι του χρονικού σημείου, που αναπτύσσει ενέργεια η δεύτερη, επικυρωτική απόφαση 57. Η ακυρώσιμη απόφαση θεραπεύεται με την επικυρωτική απόφαση, είτε αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μη αντιταξιμότητα της ακυρωσίας είτε την αλλαγή της ουσιαστικής καταστάσεώς της. Με την δεύτερη δυνατότητα επέρχεται ίαση της πρώτης, επικυρωθείσας αποφάσεως, έννομη συνέπεια που αποκρούει ακόμη η κρατούσα άποψη 58. 56. Ενδεικτικά Γιοβαννόπουλος, ικαε 2010, άρθρο 35β αρ. 32, Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες 276 αμφότεροι με νομολογιακές παραπομπές, ο ίδιος, Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας εις το δίκαιο των ανωνύμων εταιριών, 1971, 49/50, Πασσιάς, To δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας 1969, ΙΙ 404. 57. Πρβλ. Hüffer, AktG, Kommentar 244 Rdn 7 με περιπτωσιολογία. Michalski/Römmermann, GmbHG, Kommentar, 2. Aufl. München 2010, Anh zu 47 Rdn 377. 58. Ενδεικτικά Πασσιάς ΙΙ 404. ΕλλΔνη 54(2013) 37