Τζούλια Θεοδωράκη-Πάτση Αρχιτέκτων Αποσπάσματα από την ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ 2011
2
Αποσπάσματα από την ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ 5
ISBN 978-96092480-3-7 Τζούλια Θεοδωράκη-Πάτση, 2011 Φωσκόλου 5, Αθήνα 15232, τηλ. 210 6826233
Τζούλια Θεοδωράκη-Πάτση Αρχιτέκτων Αποσπάσματα από την ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΧΩΡΟ 2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 11 Εισαγωγή: Παραδοσιακές αρχιτεκτονικές μορφές 15 Κείμενο 1. Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 21 1.1. Ιστορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία 28 1.2. Μορφολογικά χαρακτηριστικά 30 1.3. Νεότερη εξέλιξη 36 Κείμενο 2. Νεότερη οπτική και βρετανική συμβολή 41 2.1. Πληθυσμιακή έκρηξη 45 2.2. Επιρροή των κηπουπόλεων στην Ελλάδα 49 Κείμενο 3. Περίκεντρη και γραμμική χάραξη 55 3.1. Θεωρητική προσέγγιση 58 3.2. Νοηματικές αποτυπώσεις 61 3.3. Ελληνική οικιστική οργάνωση 62 8
Κείμενο 4. Βασικοί οικοδομικοί κανόνες 67 4.1. Συνεκτική διάταξη 72 4.2. Απρόσκοπτη θέα 72 4.3. Ιδιωτικότητα 73 4.4. Διευκόλυνση πρόσβασης 73 Κείμενο 5. Ανασύσταση «παραδοσιακού» χώρου 77 5.1. Υπόσκαφος οικισμός Ματέρας 82 5.2. Υπόσκαφοι οικισμοί Σαντορίνης 86 5.3. Σύγκριση οπτικής οργάνωσης 91 Κείμενο 6. Τουριστική διάσταση 95 6.1. Προσποίηση 98 6.2. Αυθεντικότητα 99 Κείμενο 7. Ορθολογισμός εμπειρισμός 103 7.1. Νεοκλασική αρχιτεκτονική 106 7.2. Βυζαντινή αρχιτεκτονική 114 Αντί επιλόγου: Ανεπανάληπτο το παραδοσιακό συμβάν 119 Βιβλιογραφία 124 9
10 Σύνθεση περίκεντρης και γραμμικής δομής στον αγροτικό χώρο (βλ. κείμενο 3).
Πρόλογος Ο χώρος δομείται αέναα επαναπροσδιορίζοντας και διασώζοντας σε κάθε επόμενη εποχή τα ίχνη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η ιδιαιτερότητα του αγροτικού χώρου, εκτός του κυρίαρχου φυσικού περιβάλλοντος, προέρχεται από τη χαμηλή πυκνότητα κατοίκησης και των αντίστοιχων περιορισμένων δραστηριοτήτων. Αφορά τουλάχιστον το 50% του πληθυσμού της Γης, το οποίο σύμφωνα με τις πλέον έγκυρες προβλέψεις θα συνεχίσει να τον κατοικεί τις επόμενες γενιές. Το οικιστικό δίκτυο στον αγροτικό χώρο συνεχίζει να οργανώνεται εξελικτικά από την αρχαιότητα σε οικισμούς, οι οποίοι άλλοτε ακολουθούν περίκεντρες διατάξεις και άλλοτε γραμμικές και ορθογώνιες, αποτυπώνοντας φυσικές και συστηματικές διανομές. Η περίκεντρη ή γραμμική ιχνογραφία εναλλάσσεται ιστορικά, με αποτέλεσμα να διαπιστώνονται αλληλοεπικαλύψεις, οι οποίες σήμερα συνδυάζουν τις δύο διατάξεις. Ο τελευταίος επαναπροσδιορισμός και η αντιπαράθεση των δύο οργανώσεων διατυπώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη Βρετανία, η οποία πρώτη αντιμετώπισε οξύτατα οικιστικά προβλήματα, εξαιτίας της εκρηκτικής αύξησης του πληθυσμού στις βιομηχανικές πόλεις της. Η περίκεντρη διάταξη εμφανίζεται ως φυσική εξέλιξη των υφιστάμενων οικισμών σε αντίθεση με τη γραμμική, η οποία οδήγησε σε ορθογώνιες συστηματικές επεκτάσεις. Η οργάνωση των οικισμών εξελίχτηκε παράλληλα με την ανθρώπινη αντίληψη, η οποία διαχωρίστηκε με την τομή που επέφεραν οι αττικοί φιλόσοφοι (Σωκράτης, Πλάτωνας και Αριστοτέλης), από την ενιαία προϋπάρχουσα σφαιρική αντίληψη στη γραμμική που έκτοτε διέπει το δυτικό πολιτισμό. Στις τρεις διαστάσεις, η αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο διατυπώθηκε κυρίως μέσα από μονώροφες ή διώροφες συνεκτικές και αμυντικές διατάξεις κατοικιών, οργανωμένες γύρω από την έδρα της κεντρικής εξουσίας (ναό, παλάτι, δημόσια κτίρια). ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
Σε ιστορικούς τόπους, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα με τη μακραίωνη ιστορία της, η ποικιλία των διασταυρώσεων των περίκεντρων ή γραμμικών οικιστικών χαράξεων, με τα κυρίαρχα αρχιτεκτονικά μορφολογικά στοιχεία κάθε εποχής, έχει συνθέσει μοναδικά αρχιτεκτονικά σύνολα. Εντυπωσιακή διαφοροποίηση αποτελεί ο τρόπος στέγασης μεταξύ κεραμοσκεπής και δώματος. Αναλύοντας το ιστορικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον, διαπιστώνονται οι οικοδομικές αρχές και οι κανόνες που το δημιούργησαν και που για τον ελλαδικό χώρο παρέμειναν αναλλοίωτοι για πολλούς αιώνες, μέχρι τη νεότερη εποχή. Βασίζονται σε γραπτούς και άγραφους νόμους σεβασμού της ιδιωτικότητας, της απρόσκοπτης θέας, της διευκόλυνσης πρόσβασης και της οριοθετημένης συνεκτικής δόμησης. Συστηματοποιημένοι οικιστικοί κανόνες διασώζονται σε πάμπολλους οικισμούς, ακόμη περισσότερο στα ακραία παραδείγματα των «πρωτογενών» υπόσκαφων οικισμών. Ο σοφός ιδιαίτερος χώρος και η αντίστοιχη ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι μικροί οικισμοί διασώζονται στον αγροτικό χώρο δημιουργώντας σήμερα ενδογενές δυναμικό ανάπτυξης, με την προσέλκυση επισκεπτών και τουριστών. Για την εξυπηρέτησή τους δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης στους μόνιμους κάτοικους, που συνεχίζουν την αέναη εξέλιξή τους. Συνεχίζουν να αποτελούν το οικιστικό κύτταρο και καταφύγιο της κοινωνίας διατηρώντας το χώρο διάσωσης των βασικών υποδομών διαβίωσης κάθε εποχής. Στο πλαίσιο της παραπάνω σύνοψης τα κείμενα που ακολουθούν, ενώ είναι αυτοτελή, παράλληλα διέπονται από τη λογική της αιτίας και αξίας εμβάθυνσης στα οικιστικά θέματα του αγροτικού χώρου. Τα περισσότερα αποτελούν ανασκευές ανακοινώσεων σε συνέδρια του εξωτερικού της τριετίας 2008-2011, οπότε στη βιβλιογραφία αναφέρονται τα αντίστοιχα πρακτικά. Στο πρώτο κείμενο, μετά τον ορισμό του αγροτικού χώρου, διατυπώνεται η εξέλιξη της οικιστικής δομής στην Ελλάδα. Στο δεύτερο κείμενο γίνεται θεωρητική ανασκόπηση της εξέλιξης των οικιστικών χαράξεων για να αναδυθεί τελικά η συνεργασία της περίκεντρης με τη γραμμική διάταξη στη σύγχρονη εποχή. 12 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στο τρίτο κείμενο γίνεται αναδρομή στο δυτικό επαναπροσδιορισμό του προβληματισμού κατά το19ο αιώνα, όταν κυριάρχησε το οικιστικό πρόβλημα με την εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού. Η επαναδιατύπωση ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων πειραματισμών και συστηματικής αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης που προβληματίστηκε για την αντιπροσωπευτική αρχιτεκτονική των νεότερων απαιτήσεων. Στο τέταρτο κείμενο αναφέρονται οι βασικοί οικοδομικοί κανόνες, που αποτελούν διαχρονικές αξίες για τον ελλαδικό χώρο και απομονώνονται, με σκοπό να αποσαφηνιστεί ότι ο κατάλογος αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που συνταγογραφείται σήμερα για κάθε οικισμό, δεν επαρκεί για να εξελιχτεί οργανικά και αυθεντικά ο οικιστικός ιστός του, εφόσον δεν τηρούνται κάποιοι πρωταρχικοί κανόνες. Στο πέμπτο κείμενο οι βασικές αρχές συστηματοποίησης συγκρίνονται μεταξύ δύο υπόσκαφων οικιστικών συνόλων της Μεσογείου (Ματέρα και Σαντορίνη), μέσα από το πρίσμα της συντήρησης ή της λειτουργικής επαναφοράς του ιστορικού οικιστικού τους ιστού. Στο έκτο κείμενο γίνεται αναφορά εκτός της δεδομένης οργανικής σύνδεσης των μικρών οικισμών με τον αγροτικό χώρο στη σημασία της σχέσης του «παραδοσιακού» τρόπου οργάνωσής τους με τον τουρισμό. Παρατηρείται ότι μεγαλύτερη σημασία για τη διάσωση και τη μοναδικότητά τους έχει ο άνθρωπος που τους κατοικεί και τους βιώνει με τις καθημερινές πρακτικές του. Στο τέλος, με πρόσχημα το δίπολο της ορθολογικής και της εμπειρικής δόμησης, κατατίθεται ως φόρος τιμής η συνοπτική αναφορά των πρωτοπόρων δασκάλων της αρχιτεκτονικής της Δύσης και κατά συνέπεια του νεοκλασικισμού, οι οποίοι συνέλαβαν και δίδαξαν τις έννοιες της λειτουργικότητας και της μορφολογικής συνέπειας στην αρχιτεκτονική. Σε αντιπαραβολή γίνεται αναφορά στην εμπειρική εξέλιξη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Αντί επιλόγου γίνεται αναδρομή στη διαδικασία δημιουργίας προσφιλών τόπων, της οποίας γενεσιουργός αιτία είναι η αντίληψη του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, ο οποίος οικειοποιείται το χώρο σύμφωνα με τις συναισθηματικές του εμπειρίες, συνειδητά ή ασυνείδητα. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 13
14 Σαχνισιά στην Καστοριά (Αρχοντικά της Καστοριάς, Πινακοθήκη της τέχνης του ελληνικού λαού, διεύθ. Δ. Πικιώνης, έκδ. Σύλλογος «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη», Αθήνα 1968.
Εισαγωγή Παραδοσιακές αρχιτεκτονικές μορφές Ο αγροτικός χώρος με την άμεση σχέση του με τη φύση παράγει ιδιαίτερες ανώνυμες αρχιτεκτονικές μορφές, οι οποίες προστατεύουν τον άνθρωπο να επιβιώνει οργανικά. Ο αγροτικός χώρος, όπου θα συνεχίσει να διαβιώνει το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού 1 και κατά την τρίτη χιλιετία, καλύπτει συνεχώς τις πρακτικές ανάγκες οίκησης, όπου «αρχειοθετείται» η τοπική κληρονομιά και παράδοση και ενδιαφέρει πολλαπλά: Ως βέλτιστος και στοιχειώδης τρόπος διαβίωσης και προστασίας, γιατί πρόκειται για το απόσταγμα της οικιστικής δομής που λειτουργεί ανεξάρτητα από τις τεχνολογικές επιτεύξεις. Στον αγροτικό χώρο αποτυπώνεται και διασώζεται η σύνθεση της οικιστικής εξελικτικής διαδικασίας εκφρασμένη σε πραγματικό χωροχρόνο. Ως νόημα και έκφραση κάθε τόπου που διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες μέσα από τη συνεχή και επάλληλη ιχνογραφία ορίων μέχρι να καταλήξει σε κώδικες που με τη σειρά τους τον καθοδηγούν και τον εξελίσσουν. Ως μεταπαγκόσμια νοηματική αντίληψη, με σκοπό να συμβάλλει στην κατεύθυνση της επανόρθωσης των αλλαγών που επέφερε το μοντέρνο κίνημα, για τις οποίες αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ούτε βιώσιμες ούτε φιλικές προς το περιβάλλον. Ως φυσική διαδικασία αυτοπραγμάτωσης και εμπλουτισμού της ανθρώπινης συνείδησης σε «οικείο» περιβάλλον που μεριμνά για τη διατήρηση των ιδιοτήτων ύπαρξής του. Γενικά κατανοήθηκε ότι χρειάζεται να ληφθούν μέτρα για να ενθαρρυνθεί η ανασυγκρότηση της τοπικής αρχιτεκτονικής κυρίως με την ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση των κατοίκων, αλλά και με τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου δόμησης. Ανασυγκρότηση τοπικής αρχιτεκτονικής σημαίνει εφαρ- 1 Οliver, P. «Νecessity and continuity the challenge of the impending crisis» στο Turgut, H., Kellett, P., Traditional Environments in a New Millennium, Transactions of the 2nd IAPS-CSBE Network Symposium, Κωνσταντινούπολη 2002, σ. 47. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 15
μογή μιας προγραμματισμένης διαδικασίας αλλαγής για τη βελτίωση, αναζωογόνηση και αναγέννηση του δομημένου χώρου. Αυτή η διαδικασία αναζητά την ισορροπία μεταξύ των κληρονομούμενων αξιών και των κριτηρίων της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικονομικής αποδοτικότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος, αναζητώντας λύσεις προσαρμογής στη σύγχρονη πραγματικότητα και στην ιδιαιτερότητα κάθε ενός τόπου. Οι διεθνείς οργανισμοί επεξεργάζονται μεθοδολογίες για να ταξινομήσουν και να συστηματοποιήσουν φάσεις στη διαδικασία ανασυγκρότησης και να προσδιορίσουν εργαλεία και όργανα για τη βέλτιστη διαχείριση και ανάπτυξή της. Επίσης ορίζουν τα κριτήρια που θα επιτρέπουν την προβολή των προβλημάτων και των στρατηγικών, ώστε να εξασφαλιστεί η επιτυχία της διαδικασίας. Το πλαίσιο αυτών των μεθοδολογιών είναι η κατανόηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και του αγροτικού χώρου ως συστατικών ενός ευρύτερου χώρου που χρειάζεται να οργανωθεί σε σχέση με την ιστορική μοναδικότητά του η ανάγκη πολυπαραγοντικής προσέγγισης της διαδικασίας με όρους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς από δημόσιους φορείς και χρήστες η ευελιξία στις αλλαγές κατά τη μακρά διάρκεια εφαρμογής της και η προσαρμοστικότητα στις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου. Ο προβληματισμός για την ανάγκη προβολής της ιδιαιτερότητας κάθε τόπου οδηγεί στις ποιοτικές προσεγγίσεις, στις οποίες πρωτοστατεί ο Yi-Fu Tuan 2 από τη δεκαετία του 70. Πρόκειται για την επαναφορά ενός προβληματισμού που απασχόλησε διεξοδικά τους διανοούμενους από το 19ο αιώνα ήδη. Οι ενασχολήσεις με την αισθητική κάθε τόπου και με τη διαπίστωση μιας τάσης προς την α-τοπικότητα σε καμιά περίπτωση δεν είναι αποτέλεσμα της νοητικής αντίληψης του 20ού αιώνα. Διανοούμενοι, όπως ο πολυγραφότατος John Ruskin 3, εξοπλισμένοι με ένα φυσικό εμπειρικισμό και με μια φαινομενολογική προσέγγιση, κατέγραψαν, συνέκριναν και αξιολόγησαν την εικόνα και τα αρχιτεκτονικά συστατικά κάθε τόπου, πέρα από τα κυρίαρχα στοιχεία της προσαρμογής στο κλίμα και την το- 2 Τuan, Υ.-F., Topophilia: A Study of Environmental Perception, Attitudes and Values, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1990. 3 Cook, Ε.Τ., Wedderburn, A. (επιμ.), The Complete Published Works of John Ruskin, 39 τ., George Allen, Νέα Υόρκη 1903-1912. 16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μελέτη μορφολογικών στοιχείων από τον J. Ruskin (του ιδίου, The seven Lamps of Architecture, Ballantyne Press, Εδιμβούργο 1880, σ. 119). ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17
πογραφία. Αναγνώρισαν ότι οι αρχιτεκτονικές μορφές των κτισμάτων χρειάζεται να προσαρμόζονται στην αισθητική του ευρύτερου τοπίου και να προβάλλουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε λαού. Επίσης ανέδειξαν τη μορφολογική μέθοδο προσέγγισης, δηλαδή εκείνη που ξεχωρίζει τα μορφολογικά στοιχεία, τα εξετάζει ξεχωριστά και τα συνθέτει έτσι, ώστε να παραχθούν γενεσιουργές ταξινομήσεις. Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται συλλογική εκπαίδευση «μορφολογικής όρασης» στην αναγνώριση και την κατανόηση των στοιχείων της μορφής και της σχέσης τους με τη λειτουργία 4, με σκοπό τη χωρολογική άποψη. Η χωρολογική άποψη αναφέρεται στην αναγνώριση του χαρακτήρα των περιοχών και τόπων, κατανοώντας τη διαδραστική σχέση μεταξύ χωρικών πραγματικοτήτων και εκδηλώσεων 5. Η αντίληψη του χώρου συνδέεται με τα όρια της ανθρώπινης νόησης και ψυχολογίας, που ορίζονται από το συνειδητό και ασυνείδητο περιβάλλον του. Η ψυχολογία της συνείδησης θεωρεί 6 ότι τα φαινόμενα δεν γίνονται αντιληπτά για αυτό που είναι, αλλά για αυτό που σημαίνουν. Η εμπειρία του χώρου βιώνεται και αποκτάται κατανοώντας τα αντικείμενα που παρουσιάζονται στην αντίληψή μας και προσεγγίζεται από δύο επίπεδα συνείδησης: την ατομική και τη συλλογική. Για το θέμα της προβολής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής κάθε τόπου ενδιαφέρει η συλλογική συνείδηση που αποκτάται από τους χρήστες κάθε τόπου μέσω της συναισθηματικής σχέσης και της κατανόησής της στο χωρικό και στο χρονικό της περιβάλλον. Βασίζεται στις επαναλαμβανόμενες μορφές και στα αρχέτυπα «σύμβολα» που υπάρχουν στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή και διαμορφώνεται η συναισθηματική εμπειρία. Τα αρχέτυπα είναι ορισμένες αέναες μορφές που σχηματοποιούνται στην αντίληψη και τη νόηση, δημιουργώντας ένα συλλογικό ασυνείδητο. Πρόκειται για μια ιδιότητα που κληρονομείται και αναγνωρίζεται ως σημαντική από το συλλογικό ασυνείδητο κατά τη βίωση του χώρου. 4 Leighly, J. (επιμ.), The Morphology of Landscape, in Land and Life: a Selection of Writings of Carl Ortwin Sauer, University of California Press, Μπέρκλεϋ, Λος Άντζελες 1963. 5 Sallis J., Chorology, Indiana University Press, Ιντιάνα 1999. 6 Freud, S., Εισαγωγή στην ψυχανάλυση, Γκοβόστης, Αθήνα 2005. 18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η θεώρηση της συλλογικής συνείδησης υποστηρίζει ότι τα υπάρχοντα κοινά χαρακτηριστικά ενός τόπου αναδεικνύουν μια σημαντική εμπειρία για ευρύτερες ομάδες, πέρα από την ατομική εμπειρία, και χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική φιλοσοφία που προτείνει τη δημιουργία χώρων σημαντικών σε μια κοινότητα ή πολιτισμό. Αντίστροφα, η δημιουργία χώρων βασισμένων στα αρχέτυπα (παραδοσιακή αρχιτεκτονική) κάθε λαού διαμορφώνει συλλογική συνείδηση στους χρήστες. Το θέμα της δημιουργίας σημαντικών τόπων και χώρων είναι πολυεπίπεδο και για αυτό το λόγο συνεργάζονται πολλές επιστήμες και οπτικές. Καταλήγουν τελικά στο αξίωμα της σημασίας της ανάδειξης της «παραδοσιακής αρχιτεκτονικής», γιατί απαντά στην υπαρξιακή κινητοποίηση της μνήμης. Για τον Martin Heidegger η έλλειψη οικείας στέγης θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη 7. 7 Heidegger, Μ., Χτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι, Πλέθρον, Αθήνα 2008. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19
20
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 21
Εικ. 1. Αγροτική-αστική πυκνότητα σύμφωνα με ενεργειακή κατανάλωση (Mayhew, C., Simmon, R., NASA Digital Archive, 2000). 22 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας
1. Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 8 Στην προσπάθειά του να κατανοήσει το περιβάλλον, ο άνθρωπος συγκρίνει και ταξινομεί τη διαφορετικότητα, η οποία εξελίσσεται και μεταλλάσσεται παράλληλα με τη δική του εξέλιξη. Στη σύγχρονη μεταπαγκόσμια εποχή διαπιστώνεται η διαφορετικότητα στην έκφραση της αρχιτεκτονικής του αγροτικού χώρου, απαρτιζόμενου από το φυσικό περιβάλλον και ένα δίκτυο μικρών οικισμών, που έχουν ή δεν έχουν κυρίαρχη σχέση με την πρωτογενή παραγωγή. Οι νεότεροι σχολιαστές προσέγγισαν τον αγροτικό χώρο επισημαίνοντας απόψεις που αναφέρονται σε κριτήρια, τα οποία αφορούν το διοικητικό δίκτυο, τη συνοχή του δομημένου χώρου, την παρουσία ή απουσία γεωργικής απασχόλησης, τον αριθμό των κατοίκων ανά οικισμό και τη μετακίνηση πληθυσμού από αγροτικές περιοχές προς αστικές και αντίστροφα. Η ποικιλία των παραπάνω προσεγγίσεων ανέδειξε τη δυσκολία ενός ταυτόσημου διεθνούς ορισμού, αφού οι έννοιες αυτές είναι πολυσύνθετες και αμφιλεγόμενες, με αποτέλεσμα να επικρατήσει από τους διεθνείς οργανισμούς 9 ο προσδιορισμός του αγροτικού χώρου σύμφωνα μόνο με την πληθυσμιακή πυκνότητα, συνάρτηση της οποίας είναι τα υπόλοιπα φαινόμενα. Η πληθυσμιακή πυκνότητα διαφοροποιεί το χώρο (εικ. 1) με τις συνεπακόλουθες δραστηριότη- 8 Θεοδωράκη-Πάτση, Τ., Αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο, Σημειώσεις, Τυπογραφείο Ε.Μ.Π., Αθήνα 2000. 9 Ευρωπαϊκή Επιτροπή (επιμ.), H έκτη περιοδική έκθεση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση και ανάπτυξη των περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Βέλγιο 1999, σ. 197. ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 23
τές της, όπως επαληθεύεται από τις θεωρίες της αυτοοργάνωσης. Στην Ελλάδα ως αγροτικός χώρος προσδιορίζεται αυτός των οικισμών με πληθυσμό μικρότερο των 2000 κατοίκων (Π.Δ. 24.4.85, ΦΕΚ 185/03.05.85) και τους ταξινομεί ως προς τη θέση τους (περιαστικός, παραλιακός, τουριστικός), την πυκνότητα του οικιστικού ιστού (συνεκτικός, διάσπαρτος), το μέγεθος (μεσαίος, μεγάλος, μικρός) και τον πληθυσμό του (δυναμικός, στάσιμος, φθίνων). Με αυτά τα κριτήρια αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι και γεωγράφοι καλούνται να συνθέσουν τις αντίστοιχες παραμέτρους καθώς και άλλες που δεν εμπίπτουν στα παραπάνω κριτήρια, σε μια προσπάθεια ανάδειξης της φυσιογνωμίας και της αρχιτεκτονικής έκφρασης του ελληνικού αγροτικού χώρου. Κυρίαρχο στοιχείο της δόμησης στον ελληνικό αγροτικό χώρο είναι η δόμηση μονοκατοικιών σε συνεκτικούς μικρούς οικισμούς (εικ. 2), όπως ιστορικά διατυπώθηκε και στις υπόλοιπες Μεσογειακές χώρες. Ανεξάρτητα από την υπόθεση της διερεύνησης της συστηματικής ή οργανικής προέλευσης αυτής της οργάνωσης, η δόμηση στον ελληνικό αγροτικό χώρο επαναπροσδιορίστηκε μετά το 1923, όταν η πληθυσμιακή πυκνότητά του αυξήθηκε με την προσάρτηση νέων εδαφών και την άφιξη νέων κατοίκων μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Εικ. 2. Δόμηση σε συνεκτικούς οικισμούς στην Ελλάδα (Υπουργείο Συγκοινωνιών. Τοπογραφική Υπηρεσία, Καλαμωτή Χίου, Αθήνα 1934). Τα πρότυπα που μελετήθηκαν προήλθαν από την Ευρώπη και ιδιαίτερα από τη Βρετανία, όπου κατά το 19ο αιώνα, σε συνέχεια της συστηματικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, της εκβιομηχάνισης και κυρίως της πληθυσμιακής έκρηξης, αντιμετωπίστηκαν τα συνεπακόλουθα θέματα και πρωτοσυστάθηκαν αρμόδιοι φορείς. Ήδη μεταξύ 1790 και 1835 είχαν δημοσιευτεί περίπου 60 βιβλία με πρότυπα για μικρές 24 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας
κατοικίες, συμβάλλοντας στην κοινωνική αφύπνιση 10. Οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι της εποχής αντιπαρατέθηκαν για να επικρατήσει τελικά η συνεκτική δόμηση μονοκατοικιών σε μικρούς οικισμούς. Ήταν ο Ebenezer Howard, που το 1898 συνέλαβε την ιδέα της «garden city» (εικ. 3), το οποίο αποτέλεσε το οικιστικό πρότυπο για τις περισσότερες χώρες, μεταξύ τους και για την Ελλάδα. Πρόκειται για οικισμούς «δορυφόρους» πόλεων, με χαρακτηριστικά το μικρό τους μέγεθος και την κυριαρχία του φυσικού περιβάλλοντος. Η πρωτοποριακή λύση της συλλογικής κατοικίας (πολυκατοικίας), εκφραζόμενη από τους ορθολογικούς αρχιτέκτονες του μοντέρνου κινήματος (C.I.A.M.), όπως εφαρμόστηκε στον αγροτικό χώρο της Ρωσίας, δεν βρήκε ανταπόκριση στην Ελλάδα. Εικ. 3. H θεωρία της garden city (E. Rasmussen, Towns and Buildings, MIT Press, Κέμπριτζ 1949, σ. 193). Το πλαίσιο αρχιτεκτονικής έκφρασης στον ελληνικό αγροτικό χώρο, λοιπόν, επαναπροσδιορίστηκε μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και την άφιξη 1,2 εκατομμυρίων αγροτών προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Οι 1994 νέοι οικισμοί που δημιουργήθηκαν, από τους οποίους οι 1621 στη Βόρειο Ελλάδα και μόνον οι 373 στην υπόλοιπη χώρα (εικ. 4) 11, βασίστηκαν σε σχέδια διεθνούς ομάδας αρχιτεκτόνων. Στην πράξη όμως εφαρμόστηκαν ελάχιστα από αυτά τα αρχιτεκτονικά σχέδια και στην ουσία χαράχτηκαν μόνο οι δρόμοι και τα οικόπεδα από τους αγρονόμους τοπογράφους της εποχής. Οι οικισμοί αυτοί στη συνέχεια αναπτύχθηκαν «αυτόχθονα», χωρίς οικιστικό νομοθετικό πλαίσιο, για σχεδόν έναν αιώνα. 10 Rowe, C., The Mathematics of the Ideal Villa and Other Essays, MIT Press, Κέμπριτζ 1987, σ. 60-76. 11 Αλεβιζάτος, Χ., Η αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα από οικονομική και κοινωνική σκοπιά, Διδακτορική διατριβή, Université de Paris, Παρίσι 1932. ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 25
Εικ. 4. Σχέδιο οικισμού αποκατάστασης προσφύγων από την Ε.Α.Π. το 1923 στο νομό Σερρών (Υπουργείο Συγκοινωνιών (επιμ.), Aπόσπασμα μελετών σχεδίων οικισμών κ.λ.π., Δ/ ση Δημοσίων Έργων, Αθήνα 1934). Μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ, νέοι οικισμοί πύκνωσαν το οικιστικό δίκτυο της υπαίθρου αντικαθιστώντας κατεστραμμένους οικισμούς, σε νέες θέσεις, κατά μήκος των οδικών αξόνων, που σχεδιάστηκαν την ίδια εποχή. Η πυκνότητα του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε και αντίστοιχα μειώθηκε και η δόμηση στον αγροτικό χώρο. Τις τελευταίες δεκαετίες με τον επαναπατρισμό των ομογενών από τις ανατολικές χώρες, την αποκέντρωση και την υποδοχή προσφύγων από κατατρεγμένες περιοχές του πλανήτη, εμφανίζονται νέοι κάτοικοι στις ελληνικές αγροτικές περιοχές. Επενδύουν τις οικονομίες τους στην 26 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας
οικοδόμηση κατοικιών, γεγονός που συντελεί στην ανανέωση της οικιστικής τους δομής, ενώ συγχρόνως οργανώνονται οι υπηρεσίες και αξιοποιείται το ενδογενές δυναμικό κάθε περιοχής. Παράλληλα βελτιώνεται και το ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο δόμησης κάθε οικισμού, ώστε να προστατευθεί από την αστική εισβολή. Γενικά η αρχιτεκτονική στον ελληνικό αγροτικό χώρο συνοψίζεται στην οπτική οργάνωση που διακρίνει τους οικισμούς ανάλογα με την αφετηρία ίδρυσής τους. Σημαντική ημερομηνία διάκρισης για την Ηπειρωτική Ελλάδα είναι το έτος 1923, το οποίο δηλώνει την οριστική ανασύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους. Αρχικά διακρίνονται οι οικισμοί που ιδρύθηκαν πριν το 1923, σε θέσεις όπου από ευρήματα διαπιστώνεται ότι τις περισσότερες φορές κατοικήθηκαν ήδη από τη νεολιθική, αρχαία, βυζαντινή, ενετική ή τουρκική εποχή. Ακολουθούν οι οικισμοί που ιδρύθηκαν μεταξύ 1923 και 1940, σχεδιασμένοι για να καλύψουν ανάγκες προσφύγων ή συγκέντρωσης διάσπαρτου πληθυσμού. Ξεχωρίζουν ακόμα οι οικισμοί που ιδρύθηκαν μετά το 1945, σχεδιασμένοι για την εγκατάσταση κατοίκων άλλων, κατεστραμμένων κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου οικισμών. Μετά το 1950 υπάρχουν παραδείγματα «αυθαίρετων» οικισμών, κοντά σε περιοχές με ταχύρρυθμη ανάπτυξη ή νέων οικισμών στο πλαίσιο προγραμμάτων στεγαστικής αποκατάστασης και κοινωνικής ένταξης μειονοτήτων. Μια τελευταία κατηγορία διαγράφεται από την οικιστική ανάπτυξη τουριστικών οικισμών παραθερισμού. Η διαφοροποίηση των κοινωνικών ομάδων που κατοίκησαν αυτούς τους οικισμούς και ιδιαίτερα η ιστορική συγκυρία ίδρυσής τους έχει διαμορφώσει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική έκφραση. ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 27
Εικ.5. Στενομέτωπη κατοικία (Μέγας, Γ., Η ελληνική οικία, Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, Αθήνα 1949, σ. 126). 1.1. Ιστορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία Ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά προκύπτουν από την ποικιλία των αρχιτεκτονικών στοιχείων, η οποία εξαρτάται από την τυπολογία και τη διάταξη των όγκων, τα μορφολογικά στοιχεία και την πυκνότητα του οικιστικού ιστού. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν ιστορικά κληροδοτήματα και μνήμες του ελληνικού χώρου και ανανεώθηκαν κατά τη νεότερη διαδρομή με την παρέμβαση και την αρωγή των δημοσίων οργανισμών. Τα χαρακτηριστικά της κατοικίας που εκφράζουν την αρχιτεκτονική ταυτότητα κάθε οικισμού είναι αποτέλεσμα διαφορετικών ιστορικών και πολιτιστικών διεργασιών. Η αρχιτεκτονική πολιτιστική κληρονομιά σώζεται στους οικισμούς που προϋπάρχουν του έτους 1923 και είναι αυτή που καθόρισε, από τη δεκαετία του 70, το θεσμικό πλαίσιο δόμησής τους. Το θεσμικό πλαίσιο δόμησης αποσαφήνισε και προώθησε τις τοπικές αρχιτεκτονικές αξίες. Η αρχιτεκτονική αυτών των οικισμών συσχετίζεται με την ελληνική παράδοση και γενικότερα με τις ρίζες της ελληνικής αρχιτεκτονικής. 28 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας
Στόχος είναι η ανίχνευση εκείνων των αρχιτεκτονικών στοιχείων και τεχνικών, τα οποία δηλώνουν την πολιτιστική συνέχεια από την κλασική εποχή στη βυζαντινή, στη μεταβυζαντινή, μέχρι στη νεότερη. Στη μελέτη και την καταγραφή της αφιερώθηκαν έρευνες πολλών Ελλήνων αρχιτεκτόνων, λαογράφων, εικαστικών και αρχαιολόγων και αποτελούν τη βάση για τη σύγχρονη ανάδειξη κυρίαρχων αρχιτεκτονικών τύπων που αποτυπώνουν την αυθεντική αρχιτεκτονική κάθε τόπου 12. Γενικό χαρακτηριστικό της αγροτικής αρχιτεκτονικής είναι η περιορισμένη τυπολογία 13, η οποία συμπυκνώνεται στην ταξινόμηση των κατοικιών σε «στενομέτωπον» (εικ. 5) και «πλατυμέτωπον» (εικ. 6) που επεξεργάστηκε ο Γεώργιος Μέγας το 1949. Οι δύο αυτές διατάξεις διασώζονται ανά τους αιώνες μέχρι τη νεότερη εποχή, προσδιορίζοντας την ιστορική συνέχεια. Εικ. 6. Πλατυμέτωπη κατοικία (Μέγας, Γ., Η ελληνική οικία, Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, Αθήνα 1949, σ. 127). Εικ. 7. Τυπολογική εξέλιξη της πλατυμέτωπης κατοικίας σύμφωνα με τον Ν. Μουτσόπουλο (Βαλκανική παραδοσιακή αρχιτεκτονική: Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα 1993, σ. 27). Την τυπολογική εξέλιξη της πλατυμέτωπης κατοικίας παρουσιάζει ευκρινέστατα ο Ν. Μουτσόπουλος (εικ. 7), ο οποίος επίσης συνηγορεί υπέρ της συνέχειας της ελληνικής αρχιτεκτονικής από το Βυζάντιο στη νεότερη εποχή, η οποία αποδεικνύεται στη ναοδομία. Πράγματι υπάρχουν κωδικοποιημένοι κανόνες δόμησης, προερχόμενοι από τη βυζαντινή εποχή, που καθόριζαν την οικοδομή και που εφαρμόζονταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Βαλκανική Χερσόνησο 14. 12 Η λέξη αυθεντικός/ή προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αυτοέντης από το αυτός και έντεα και σημαίνει αυτός που αναφέρεται στον αυθέντη, στον κύριο, στον κυρίαρχο. Δηλαδή κυρίαρχος και αυθεντικός είναι συνώνυμα (βλ. λήμμα «αυθέντης», Νέα Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, τ. 9, σ. 21). 13 Rapoport, A., House, Form and Culture, Prentice Hall, Νέα Υερσέη 1969. 14 Βλέπε τέταρτο κείμενο σ. 69. ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 29
1.2. Μορφολογικά χαρακτηριστικά Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά διαφοροποιούνται μεταξύ των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας ανάλογα με τα τοπικά υλικά, τις κλιματολογικές συνθήκες και την ιστορική εποχή ίδρυσης κάθε οικισμού. Πρόκειται για τη μορφή των ανοικτών εξωστών (σκεπαστοί ή με κατεβασιά της στέγης) και των κλειστών εξωστών ή ηλιακών (τα «σαχνισιά»). Για τη μορφολογία των ανοιγμάτων με καμάρες ή τόξα και για τα οχυρωματικά στοιχεία (πολεμίστρες, καταχύστρες, φουρούσια και αντιστηρίξεις) καθώς και για πλήθος άλλων λεπτομερειών, οι οποίες διαφοροποιούν μια περιορισμένη τυπολογία κατόψεων. Ο απλούστερος τύπος ελληνικής κατοικίας είναι ορθογώνιου σχήματος και ενός δωματίου. Συναντάται στις πεδινές και ημιορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, των νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου και στα νησιά του Ιονίου. Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο αυτού του τύπου είναι η δημιουργία προστώου με επέκταση της στέγης, το οποίο χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της αγροτικής απασχόλησης και για διημέρευση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Επέκταση του μονοδώματος γίνεται με προσθήκη στο βάθος ενός ή δύο δωματίων και κατά περίπτωση προστώου 15. Κύρια μορφολογική διαφοροποίηση συνιστά η στέγαση της κατοικίας και η συνεκτική ή διάσπαρτη ομαδοποίηση των κατοικιών σε γειτονιές. Διακρίνονται τέσσερις κατηγορίες στέγασης: δίρριχτη στέγη, τετράρριχτη στέγη, κυλινδρικός θόλος και δώμα. 15 Μέγας, Γ., Η ελληνική οικία, Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, Αθήνα 1949, σ. 11. 30 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας
Εικ. 8. Δίρριχτη στέγαση στη νήσο Σύμη (αρχείο της συγγραφέως, 2008). ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 31
Εικ. 9. Τετράρριχτη στέγαση στη Σκιάθο (αρχείο της συγγραφέως, 2005). Με δίρριχτη στέγη στεγάζονται κυρίως οι στενομέτωπες κατοικίες (εικ. 8). Ο Γ. Μέγας διακρίνει τις σωζόμενες αγροτικές ελληνικές κατοικίες στις αρχές του αιώνα, σε κατοικίες με αμφικλινή ή αετοειδή στέγη και σε επιπεδόστεγους, παραλείποντας την τετράρριχτη. Η τετράρριχτη στέγαση (εικ. 9) κυριαρχεί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας για να τεκμηριωθεί αργότερα ως συνέχεια της βυζαντινής. Στην περιοχή του Αιγαίου κυριαρχεί η επίπεδη στέγαση με δώμα, ενώ υπάρχουν και σπίτια που στεγάζονται με κυλινδρικό θόλο (εικ. 10). Σπανιότερα τα μονώροφα κτίσματα φέρουν μονόρριχτη στέγη. Στις ορεινές περιοχές, λόγω της κλίσης και του βραχώδους εδάφους, η κατοικία ακολουθεί πλατυμέτωπη διάταξη με τετράρριχτη στέγη. Στα νησιά του νότιου Αιγαίου, στην Κρήτη και στην Κύπρο, τα σπίτια έχουν κυβικά σχήματα και καλύπτονται με δώμα που συχνά στηρίζεται σε θολωτή κατασκευή (εικ. 11). Η προσθήκη χώρων γίνεται με την προσάρτηση ενός μικρότερου δωματίου (παράσπιτο) στη στενή 32 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας
Εικ. 10. Κυλινδρικός θόλος στη Σαντορίνη (Κιτσίκης,Κ.,«Η αναδόμηση της Σαντορίνης», Αρχιτεκτονική 46 (1964). ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας 33
Εικ.11. Στέγαση με δώμα (Βασιλειάδης, Δ., Το κρητικό σπίτι, Αθήνα 1976, σ. 202). πλευρά του σπιτιού. Η στέγαση στους προστιθέμενους χώρους γίνεται με δώμα, δίνοντας τη δυνατότητα να προσαρτάται χώρος, ανάλογα των αναγκών, σε όλες τις όψεις του κυρίου χώρου. Πολλές φορές, οι διαφορετικές λειτουργίες των προστιθέμενων χώρων συνδέονται με κεντρική αυλή (αίθριο), όπως στην Κρήτη, στην Κύπρο, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Διαφοροποίηση στην οπτική οργάνωση κάθε οικισμού προσδίδει η σύνθεση των διαφόρων τύπων κατοικίας σε ομάδες και γειτονιές. Στους περισσότερους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας οι παραδοσιακές κατοικίες ομαδοποιούνται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, σχηματίζοντας δρόμους (καλντερίμια) πλάτους περίπου 3 μ. στο επίπεδο του εδάφους, ενώ στον όροφο, όπου υπάρχουν προεξοχές, σχεδόν ακουμπούν. Στους παλαιότερους οικισμούς των νησιών του Αιγαίου, οι κατοικίες τοποθετούνται «εν σειρά» (εικ. 12) (Μύκονος, Κύθηρα, Χίος, Λέσβος) και ομαδοποιούνται συνεκτικά και οχυρά. 34 ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟ Αγροτικός χώρος και πλαίσιο ελληνικής αρχιτεκτονικής πορείας