ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Νο 18 Κοινοποιείται και στις ιοικήσεις των Πιστωτικών Ιδρυµάτων (12)



Σχετικά έγγραφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η 8/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ALPHA BANK CYPRUS LTD

Επιτροπή Διαχειρίσεως Κινδύνων. (Risk Management Committee) Κανονισμός Λειτουργίας

2 Άρθρο 1 Υποχρέωση δηµοσιοποίησης πληροφοριών 1. Οι πληροφορίες του Παραρτήµατος Ι της παρούσας Απόφασης δηµοσιοποιούνται από τις Επιχειρήσεις Παροχή

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 61/

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Επιτροπή Διαχειρίσεως Κινδύνων (Risk Management Committee) Κανονισμός Λειτουργίας

Ι. Χ. ΜΑΥΡΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αξιολόγηση ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στο περιβάλλον της Βασιλείας ΙΙ

Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικό Σταθμισμένο Ενεργητικό ,10% ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων (%) 1

Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε

Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα Έτους 2009

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΙΙΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ Οκτώβριος 2004

Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πίνακας της ειδικής δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων του stress test. Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικά Εποπτικά Κεφάλαια 6.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 113/

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009

Αποτελέσματα B Τριμήνου 2009

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΣΥΝΟΛΟ (Α) 7, Β. ΜΕΙΟΝ: ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Β) 2, Γ. ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Α-Β) 4,

ALPHA BANK CYPRUS LTD

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, αφού έλαβε υπόψη:

Α Π Ο Φ Α Σ Η 7/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης Ομίλου - Σύνοψη

Οικονομικά Στοιχεία Β Τριμήνου

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Ε Κ Θ Ε Σ Η Τ Ο Υ Ι Ο Ι Κ Η Τ Ι Κ ΟΥ Σ Υ Μ Β ΟΥ Λ Ι Ο Υ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Μεθοδολογία της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP) του ΕΕΜ για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Έκδοση 2018

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

Χ. Βλ. Γκόρτσος. Επίκουρος Καθηγητής ιεθνούς

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγνώριση και αποτίμηση στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εκτός των τεχνικών προβλέψεων

Αποτελέσματα Έτους 2011

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2004

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝ ΥΝΟΣ. Ανάπτυξη Ολοκληρωµένου Συστήµατος Μέτρησης και ιαχείρισης Πιστωτικού Κινδύνου

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ

Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ Χρηµατιστηριακή Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει καθώς

Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2009

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ Χρηµατιστηριακή Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει καθώς

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ Ι ΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ

1.3. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται στις εποπτικές αρχές κατά την οδηγία Φερεγγυότητα II.

Μεθοδολογία της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP) του ΕΕΜ για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Έκδοση 2019

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Αποτελέσματα Άσκησης Συνολικής Αξιολόγησης 2015 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

Αποτελέσματα Έτους 2008

Στρατηγικές και διαδικασίες των τραπεζών και εσωτερική επιθεώρησή τους.

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αντιμετώπιση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων των συμμετοχών

(3) Στα χρηµατοδοτικά ανοίγµατα δεν συµπεριλαµβάνονται -

Κεφαλαιακή Επάρκεια και Αναλαμβανόμενοι Κίνδυνοι

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

Αποτελέσματα Β Τριμήνου 2014

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΥΛΩΝΑ ΙΙΙ

Iolcus Investments ΑΕΠΕΥ

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ A ΤΡΙΜΗΝΟΥ 2005

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 111/

Κατευθυντήριες γραμμές

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2013

Οικονομικά Στοιχεία Α Τριμήνου 2017

Επιπλέον, το ιοικητικό Συµβούλιο, ορίζει Υπεύθυνο ιαχείρισης Κινδύνων µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες.

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας ΕΤΟΣ]

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝ ΥΝΩΝ (ΠΥΛΩΝΑΣ ΙΙΙ) ΕΤΟΣ 2010

Συνεδρίαση 114/

'

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

CFS ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 9/459/ ΑΠOΦΑΣΗ ΤΟΥ Σ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Αποτελέσματα β τριμήνου 2011 του Ομίλου Marfin Popular Bank

Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ: Οι εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ για το 2018

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Κατευθυντήριες γραμμές. σχετικά με τις πληροφορίες ΔΑΕΕΚ και ΔΑΕΕΡ που συλλέγονται για τους σκοπούς της ΔΕΕΑ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Όμιλος ATEbank - Αποτελέσματα A Τριμήνου2010

ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Ο Μ Ι Λ Ο Σ A T E b a n k - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 9ΜΗΝΟΥ 2009

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

Iolcus Investments ΑΕΠΕΥ

«Φερεγγυότητα ΙΙ» (Οδηγία 2009/138/ΕΚ)

ΠΡΑΞΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΡΙΘ. 93/

Transcript:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Αθήνα, 26 Αυγούστου 2008 ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Νο 18 Κοινοποιείται και στις ιοικήσεις των Πιστωτικών Ιδρυµάτων (12) Θέµα: Εφαρµογή των ιαδικασιών Εποπτικής Αξιολόγησης (Πυλώνας 2) Με την παρούσα Εγκύκλιο, κατά το άρθρο 144 της Οδηγίας 2006/48/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συµβουλίου, το Ν.3601/2007 και σύµφωνα µε το Κεφ. ΙΙΙ της Π /ΤΕ 2595/20.8.2007, παρέχεται διαφανής και περιεκτική περιγραφή των κριτηρίων και της µεθοδολογίας που θα χρησιµοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ( ιεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήµατος) για την εφαρµογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης στα πλαίσια της εφαρµογής του Πυλώνα 2. H δοµή της Εγκυκλίου ακολουθεί τις αρχές που θεσµοθετήθηκαν από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS), οι δε µέθοδοι που περιγράφονται αφορούν στην εφαρµογή από την Τράπεζα της Ελλάδος ενός ολοκληρωµένου πλαισίου εποπτείας κινδύνων για τα υποκείµενα στην αρµοδιότητά της πιστωτικά ιδρύµατα. Η εφαρµογή των µεθόδων αυτών στηρίζεται αφενός στην αξιολόγηση των εποπτικών στοιχείων που διενεργείται από το αρµόδιο τοµέα της εποπτείας (off-site), αφετέρου στις διαπιστώσεις των γενικών ή ειδικών επιτόπιων ελέγχων λαµβάνοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας (κατά τα προβλεπόµενα στην παράγραφο 2.3 της παρούσας Εγκυκλίου). 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή 1.1. Περιεχόµενα και βασικές έννοιες που σχετίζονται µε τις ιαδικασίες Εποπτικής Αξιολόγησης (Πυλώνας 2) 1.2. Συνοπτική περιγραφή του περιεχοµένου της Εγκυκλίου 1.3. Κανονιστικό πλαίσιο 1.4. Τροποποιήσεις Εγκυκλίου 2. Εφαρµογή της ΕΑ 2.1. Πεδίο εφαρµογής της ΕΑ 2.2. Συνεργασία µε εποπτικές αρχές του εξωτερικού 2.3. Εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας 3. Κριτήρια που λαµβάνονται υπόψη για τη ιαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης 3.1. Το επίπεδο, η δοµή και η σταθερότητα των εποπτικών κεφαλαίων (κίνδυνος κεφαλαίων) 3.2. Η κερδοφορία και η διατηρησιµότητά της (κίνδυνος κερδοφορίας) 3.3. Πιστωτικός κίνδυνος 3.4. Κίνδυνος συγκέντρωσης 3.5. Κίνδυνος αγοράς στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών 3.6. Κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο 3.7. Κίνδυνος ρευστότητας 3.8. Λειτουργικός κίνδυνος 3.9. Κίνδυνος συµµόρφωσης 3.10. Οργάνωση του πιστωτικού ιδρύµατος, συµπεριλαµβανοµένης της εσωτερικής διακυβέρνησης και των ΣΕΕ 3.11. Επίπεδο και κατανοµή του εσωτερικού κεφαλαίου από τα πιστωτικά ιδρύµατα 3.12. Υπολογισµός του συνολικού κινδύνου 4. Μέθοδοι και εργαλεία που χρησιµοποιούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος στη ΕΑ 4.1. Μεθοδολογία που χρησιµοποιείται στην εποπτεία µέσω αναφορών (offsite) 4.2. Μεθοδολογία και εργαλεία που χρησιµοποιούνται στον επιτόπιο έλεγχο 5. Εποπτικά µέτρα που λαµβάνονται στα πλαίσια του Πυλώνα 2 6. ιάλογος µε τα πιστωτικά ιδρύµατα 2

1. Εισαγωγή 1.1. Περιεχόµενα και βασικές έννοιες που σχετίζονται µε τη ιαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης (Πυλώνας 2) 1.1.1 Το νέο πλαίσιο για την Κεφαλαιακή Επάρκεια (Οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, Ν.3601/2007, οι σχετικές Π /ΤΕ 2588/20.8.2007 έως και 2596/20.8.2007), καθώς και η Π /ΤΕ 2577/9.3.2006, που ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης των Συστηµάτων Εσωτερικού Ελέγχου (ΣΕΕ) συµπεριλαµβανοµένων των Συστηµάτων ιαχείρισης Κινδύνων, αποτελούν τη βάση της προληπτικής εποπτείας. Στο πλαίσιο του Πυλώνα 1, καθορίζεται νέος τρόπος µέτρησης των κινδύνων που σκοπεύει στην ευθυγράµµιση των κεφαλαιακών απαιτήσεων µε το ύψος των κινδύνων που αναλαµβάνονται από τα πιστωτικά ιδρύµατα. Παράλληλα προσφέρεται η δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύµατα να επιλέξουν µεταξύ διαφόρων µεθόδων για τη µέτρηση του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς και του λειτουργικού κινδύνου. Οι ανωτέρω κανόνες συµπληρώνονται από τον Πυλώνα 2, µε τον οποίο τίθενται οι απαιτήσεις για την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και τον έλεγχο του συνόλου των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύµατα. Οι απαιτήσεις αυτές συνδέονται µε τη ιαδικασία Αξιολόγησης της Επάρκειας του Εσωτερικού Κεφαλαίου ( ΑΕΕΚ), κατά την έννοια της Π /ΤΕ 2595/20.8.2007, που διενεργείται από τα πιστωτικά ιδρύµατα και την αξιολόγηση της επάρκειας των Εποπτικών Ιδίων Κεφαλαίων( 1 ) και Συστηµάτων ιαχείρισης Κινδύνων που διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, µε στόχο να ανταποκρίνονται στο επίπεδο και τα χαρακτηριστικά των κινδύνων που αναλαµβάνουν. Τέλος, ο Πυλώνας 3 προωθεί και βελτιώνει τη διαφάνεια απαιτώντας από τα πιστωτικά ιδρύµατα να δηµοσιοποιούν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να αξιολογείται το προφίλ κινδύνου και η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ο Πυλώνας 2, σε σχέση µε την εποπτεία έχει τους ακόλουθους στόχους: - να παροτρύνει τα πιστωτικά ιδρύµατα να αναπτύξουν τεχνικές για την παρακολούθηση και διαχείριση των αναλαµβανοµένων κινδύνων και του κεφαλαίου τους, - να επιτρέψει στις εποπτικές αρχές, µέσω µιας τυποποιηµένης διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, να διασφαλίσουν ότι τα πιστωτικά ιδρύµατα διαθέτουν ( 1 ) Εφεξής τα «Εποπτικά Ίδια Κεφάλαια» θα αναφέρονται ως «Ίδια Κεφάλαια». 3

ένα επίπεδο κεφαλαίου και ένα Σύστηµα ιαχείρισης Κινδύνων συνεπή µε τους αναλαµβανοµένους από αυτά κινδύνους. Στην περίπτωση που διαπιστώνονται αδυναµίες, οι εποπτικές αρχές µπορούν να επιβάλλουν, µεταξύ άλλων, τη λήψη διορθωτικών µέτρων, συµπεριλαµβανοµένης και της αύξησης των κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι τα Ίδια Κεφάλαια δεν αποτελούν το µοναδικό µέσο για την κάλυψη των κινδύνων, καθώς σηµαντική επίσης θεωρείται η χρήση ενεργητικών και αποτελεσµατικών πολιτικών και συστηµάτων ανάληψης, µέτρησης και διαχείρισης των κινδύνων. 1.1.2 Η ιαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης ( ΕΑ) στηρίζεται στις πιο κάτω 4 βασικές αρχές (άρθρα 123, 124 και 136, Παράρτηµα ΧΙ της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, τις Κατευθυντήριες Γραµµές The Application Of Supervisory Review Process Under Pillar II της CEBS και την Π /ΤΕ 2595/20.8.2007): Βασική Αρχή 1: Τα πιστωτικά ιδρύµατα πρέπει να διαθέτουν διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας του εσωτερικού τους κεφαλαίου σε σχέση και µε το επίπεδο των αναλαµβανοµένων κινδύνων, καθώς και στρατηγική για τη διατήρησή του. Βασική Αρχή 2: Οι εποπτικές αρχές θα αξιολογούν τις εκτιµήσεις των πιστωτικών ιδρυµάτων για την κεφαλαιακή τους επάρκεια, τις στρατηγικές τους, καθώς και την ικανότητά τους να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν τη συµµόρφωσή τους µε τα εποπτικά ελάχιστα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Οι εποπτικές αρχές θα λαµβάνουν συγκεκριµένα µέτρα εάν κρίνουν ότι οι ανωτέρω διαδικασίες είναι ανεπαρκείς. Βασική Αρχή 3: Οι εποπτικές αρχές αναµένουν από τα πιστωτικά ιδρύµατα να λειτουργούν µε επίπεδο κεφαλαίων υψηλότερο από τα ελάχιστα εποπτικά όρια κεφαλαιακής επάρκειας και διατηρούν το δικαίωµα να τους επιβάλλουν κεφάλαια πέραν των ελάχιστων απαιτουµένων. Βασική Αρχή 4: Οι εποπτικές αρχές θα επεµβαίνουν έγκαιρα ώστε να αποτρέπεται η µείωση των κεφαλαίων κάτω από το επίπεδο που απαιτείται για την κάλυψη του συνόλου των κινδύνων που έχει αναλάβει το πιστωτικό ίδρυµα και θα απαιτούν τη λήψη διορθωτικών µέτρων στις περιπτώσεις που οι κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν τηρούνται ή δεν επανέρχονται ή εκτιµάται ότι δεν θα επανέλθουν έγκαιρα στα προβλεπόµενα όρια. 1.1.3 Σύµφωνα µε τη Βασική Αρχή 1, τα πιστωτικά ιδρύµατα θα πρέπει να αναπτύξουν ιαδικασία Αξιολόγησης της Επάρκειας του Εσωτερικού τους Κεφαλαίου ( ΑΕΕΚ - Internal Capital Adequacy Assessment Process - ICAAP). Εποµένως θα πρέπει να θέτουν στόχους για επίπεδα κεφαλαίων εναρµονισµένα µε τα επίπεδα και τα χαρακτηριστικά των αναλαµβανοµένων κινδύνων. 4

Σύµφωνα µε τη Βασική Αρχή 2, η εποπτική αρχή θα πρέπει να αναπτύξει ιαδικασίες Εποπτικής Αξιολόγησης ( ΕΑ Supervisory Review and Evaluation Process - SREP) της ΑΕΕΚ που υποστηρίζονται από το Σύστηµα Εγκαίρου Προειδοποίησης και Αξιολόγησης Κινδύνων (ΣΕΠΑΚ - Risk Assessment System - RAS). 1.1.4 Στο πλαίσιο της ΕΑ περιλαµβάνονται οι παρακάτω ουσιώδεις ενότητες (σύµφωνα µε τις Π /ΤΕ 2577/9.3.2006, 2595/20.8.2007 και τις Κατευθυντήριες Γραµµές The Application Of Supervisory Review Process Under Pillar II της CEBS): 1.1.4.1 ΑΕΕΚ Η ΑΕΕΚ αποτελεί αρµοδιότητα του πιστωτικού ιδρύµατος, ως αναπόσπαστο τµήµα του ΣΕΕ, ανταποκρινόµενη στις γενικές αρχές και στα προβλεπόµενα στις Π /ΤΕ 2577/9.3.2006 και Π /ΤΕ 2595/20.8.2007. Ειδικότερα έχει ως σκοπό: - την ορθή αναγνώριση, µέτρηση, παρακολούθηση και συνολική εκτίµηση των κινδύνων, - την ανάπτυξη συστηµάτων για τη µέτρηση και διαχείριση των κινδύνων, - την εκτίµηση του απαραίτητου για την κάλυψη των κινδύνων εσωτερικού κεφαλαίου. Το εσωτερικό κεφάλαιο σκοπό έχει να απορροφήσει τη µη αναµενόµενη ζηµιά από το σύνολο των κινδύνων που έχει αναλάβει ή πρόκειται να αναλάβει το πιστωτικό ίδρυµα, συµπεριλαµβανοµένων των κινδύνων που καλύπτονται ανεπαρκώς ή καθόλου στον Πυλώνα 1. Η εκτίµησή τoυ βασίζεται στις εσωτερικές µεθοδολογίες του πιστωτικού ιδρύµατος. Τα πιστωτικά ιδρύµατα στα οποία έχει επιτραπεί να εφαρµόζουν εξελιγµένες µεθοδολογίες για την εκτίµηση των κινδύνων του Πυλώνα 1, αναµένεται να αρχίσουν την προετοιµασία ώστε σε εύθετο χρόνο να αναπτύξουν εξελιγµένες µεθοδολογίες και στον Πυλώνα 2, δηλαδή µεθοδολογίες εκτίµησης οικονοµικού κεφαλαίου. Η εκτίµηση του Οικονοµικού Κεφαλαίου διενεργείται για δεδοµένο επίπεδο εµπιστοσύνης, το οποίο και αντιπροσωπεύει το επίπεδο των µη αναµενόµενων απωλειών που θέλει το πιστωτικό ίδρυµα να καλύψει. Τα λοιπά πιστωτικά ιδρύµατα αναµένεται να χρησιµοποιούν λιγότερο σύνθετες µεθόδους. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισηµαίνει ότι η έλλειψη στοιχείων για την εκτίµηση του οικονοµικού κεφαλαίου σε µεσοπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα δεν µπορεί να αποτελεί επαρκή αιτιολόγηση, λαµβανοµένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, για την 5

εφαρµογή της παρούσας διάταξης. Η χρήση του όρου «εσωτερικό κεφάλαιο» καλύπτει και την έννοια του οικονοµικού κεφαλαίου κατά περίπτωση. 1.1.4.2 ΣΕΕ όπως ορίζονται στην Π /ΤΕ 2577/9.3.2006 Τα ΣΕΕ καλύπτουν: - τις διαδικασίες και το σύστηµα εσωτερικής διακυβέρνησης, - τις λογιστικές διαδικασίες και τα συστήµατα λογιστικής παρακολούθησης των εργασιών καθώς και τα υποστηρικτικά πληροφορικά συστήµατα παραγωγής και διαχείρισης πληροφόρησης, - τα συστήµατα µέτρησης κινδύνων και αποτελέσµατος, - τα συστήµατα ανάληψης, παρακολούθησης και ελέγχου κινδύνων, - τα συστήµατα τεκµηρίωσης και πληροφόρησης, - το σύστηµα παρακολούθησης της εισπραξιµότητας (ταµειακών ροών) και αποτίµησης των εξασφαλίσεων. Τα ΣΕΕ πρέπει να είναι κατάλληλα για το µέγεθος, τη φύση και την πολυπλοκότητα των εργασιών του πιστωτικού ιδρύµατος και να καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες και όλους τους κινδύνους τους οποίους αναλαµβάνει ή προτίθεται να αναλάβει. Στο πλαίσιο αυτό, το πιστωτικό ίδρυµα θα πρέπει να διενεργεί ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) και να εφαρµόζει διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας τους όσον αφορά: - τη συχνότητα µε την οποία διεξάγονται, - τις υποθέσεις που λαµβάνονται υπόψη, - το προφίλ κινδύνου (τρέχον και µελλοντικό) του πιστωτικού ιδρύµατος, -τις αλλαγές του οικονοµικού περιβάλλοντος. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει ιδιαίτερη σηµασία στο βαθµό ενηµέρωσης και εµπλοκής της ιοίκησης όσον αφορά την αξιολόγηση και χρήση των αποτελεσµάτων των ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων µε σκοπό την παρακολούθηση των κινδύνων και τη λήψη των κατάλληλων µέτρων. 1.1.5 Η αξιολόγηση διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος µε βάση την αρχή της αναλογικότητας και εφόσον κριθεί αναγκαίο µπορεί να οδηγήσει στη λήψη εποπτικών µέτρων. Η αξιολόγηση αυτή περιλαµβάνει: - την αξιολόγηση της επάρκειας και αποτελεσµατικότητας των ΣΕΕ, 6

- την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύµατος, η οποία στηρίζεται στην επισκόπηση όλων των βασικών κινδύνων και της ποιότητας των συστηµάτων που αυτό διαθέτει για τη µέτρηση και την παρακολούθηση κάθε τύπου κινδύνου, - την αξιολόγηση της ΑΕΕΚ και την επαλήθευση της επάρκειας των Ιδίων Κεφαλαίων και του εσωτερικού κεφαλαίου σε σχέση µε το προφίλ κινδύνου. 1.1.6 Το Σύστηµα Εγκαίρου Προειδοποίησης και Αξιολόγησης Κινδύνων (ΣΕΠΑΚ) αποτελεί το εργαλείο που χρησιµοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος προκειµένου να διενεργήσει την αξιολόγηση της επάρκειας και αποτελεσµατικότητας των συστηµάτων εσωτερικού ελέγχου, περιλαµβανοµένων και των Συστηµάτων ιαχείρισης Κινδύνων, σε σχέση µε το προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύµατος ως µέρος της ΕΑ. Το ΣΕΠΑΚ είναι µια τυποποιηµένη διαδικασία που περιλαµβάνει την αξιολόγηση όλων των κινδύνων που έχει αναλάβει το πιστωτικό ίδρυµα µε ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. 1.1.7 Η επικοινωνία και ο διάλογος µεταξύ των πιστωτικών ιδρυµάτων και της εποπτικής αρχής αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα της ΕΑ και έχει ως στόχο την πληρέστερη κατανόηση των συστηµάτων µέτρησης και διαχείρισης κινδύνων που χρησιµοποιεί κάθε πιστωτικό ίδρυµα, ώστε να ενδυναµώνεται το ΣΕΕ και να επιβεβαιώνεται ότι το επίπεδο των εποπτικών κεφαλαίων είναι επαρκές σε σχέση µε το προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύµατος. 1.2 Η παρούσα Εγκύκλιος περιγράφει: - τον τρόπο που η Τράπεζα της Ελλάδος θα εφαρµόζει τη ΕΑ και ειδικότερα το πεδίο εφαρµογής και τις µεθόδους που χρησιµοποιεί (Τµήµα 2), - τις αρχές που η Τράπεζα της Ελλάδος εφαρµόζει για την αξιολόγηση των κινδύνων που αναλαµβάνουν ή πρόκειται να αναλάβουν τα πιστωτικά ιδρύµατα καθώς και τα κριτήρια µε βάση τα οποία αξιολογείται κατά πόσον τα συστήµατα και τα κεφάλαιά τους είναι επαρκή για τη διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων που αναλαµβάνουν, λαµβάνοντας υπόψη και τις ελάχιστες απαιτήσεις που τίθενται από την Π /ΤΕ 2577/9.3.2006 (Τµήµα 3), - τις µεθόδους και τα εργαλεία, συµπεριλαµβανοµένου του ΣΕΠΑΚ, που η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιµοποιεί κατά την εφαρµογή της ΕΑ (off-site και on-site), - τη διαδικασία µε την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος θα καθορίζει τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες για τη διασφάλιση της επαρκούς και αποτελεσµατικής διαχείρισης των κινδύνων και την κάλυψή τους από κεφάλαια (Τµήµα 5) και 7

- τη δοµή και το περιεχόµενο του διαλόγου που διενεργείται µεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των πιστωτικών ιδρυµάτων (Τµήµα 6). 1.3 Η ΕΑ αντανακλά τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε πιστωτικού ιδρύµατος προκειµένου να εξασφαλίζεται µία δίκαιη µεταχείριση όλων των πιστωτικών ιδρυµάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος ήδη εφαρµόζει διαδικασίες αξιολόγησης των ΣΕΕ συµπεριλαµβανοµένων και των συστηµάτων ανάληψης, µέτρησης, παρακολούθησης και ελέγχου των κινδύνων σε κάθε πιστωτικό ίδρυµα. Τα κριτήρια και οι µεθοδολογίες που θα εφαρµόζει στον Πυλώνα 2 αποτελούν επέκταση των υφισταµένων διαδικασιών στα πλαίσια των Κατευθυντήριων Γραµµών της CEBS µε στόχο την προώθηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διαδικασίες αυτές στηρίζονται στις απαιτήσεις που έχουν τεθεί µε τις Π /ΤΕ 2577/9.3.2006 για τα ΣΕΕ και Π /ΤΕ 2595/20.8.2007 για τα κριτήρια που πρέπει να διέπουν τη ΑΕΕΚ και τη ΕΑ. 1.4 Βελτιώσεις και προσθήκες στο έγγραφο αυτό αναµένεται να προκύψουν ως αποτέλεσµα της ανάπτυξης και σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, των εµπειριών από την εφαρµογή των κριτηρίων και των µεθοδολογιών, του διαλόγου µε τα πιστωτικά ιδρύµατα και την εµφάνιση πιθανών σηµαντικών νέων κινδύνων που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν στο διάστηµα που µεσολαβεί από την έκδοσή της και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τα πιστωτικά ιδρύµατα και τις εποπτικές αρχές. 2. Εφαρµογή της ΕΑ 2.1. Πεδίο εφαρµογής της ΕΑ Η προβλεπόµενη στο άρθρο 25 του Ν.3601/2007 ΕΑ εφαρµόζεται στα πιστωτικά ιδρύµατα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1.1 και στην παράγραφο 2 του Κεφ.Ι.Α της Π /ΤΕ 2577/9.3.2006, δηλαδή: - σε όλα τα πιστωτικά ιδρύµατα που έχουν έδρα στην Ελλάδα, περιλαµβανοµένων των υποκαταστηµάτων τους στο εξωτερικό, - σε επίπεδο οµίλου σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο Κεφ. III της Π /ΤΕ 2577/9.3.2006 «Βασικές αρχές και κριτήρια σε επίπεδο Οµίλου». 2.2. Συνεργασία µε εποπτικές αρχές του εξωτερικού 2.2.1 Η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών µεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απαραίτητη προκειµένου 8

να εξασφαλίζεται η ισότιµη αντιµετώπιση των πιστωτικών ιδρυµάτων, η συνέπεια στον τρόπο άσκησης της εποπτικής αξιολόγησης (Πυλώνας 2) εντός ενός οµίλου, λαµβάνοντας υπόψη την οργανωτική δοµή και η διασύνδεση των µονάδων του οµίλου, συµπεριλαµβανοµένου του βαθµού κεντροποίησης των συστηµάτων και των δοµών για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων και την παρακολούθηση των κινδύνων. 2.2.2 Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτική αρµοδιότητα σε ενοποιηµένη βάση, η ΕΑ διενεργείται σε επίπεδο οµίλου (ενοποιηµένη βάση). Παράλληλα η Τράπεζα της Ελλάδος προτίθεται να οργανώσει ένα «λειτουργικό δίκτυο» των εµπλεκοµένων εποπτικών αρχών των χωρών υποδοχής υποκαταστηµάτων και των χωρών εγκατάστασης θυγατρικών ελληνικών πιστωτικών ιδρυµάτων, προκειµένου να εξασφαλιστεί η ροή των αναγκαίων πληροφοριών και η συνέπεια των ενεργειών των εποπτικών αρχών. Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν ασκεί εποπτεία ως αρµόδια αρχή της χώρας καταγωγής, συµβάλλει στη ροή των αναγκαίων πληροφοριών κατά τη ΕΑ που εφαρµόζει η χώρα καταγωγής, µε στόχο την εξασφάλιση της συνέπειας των ενεργειών των εποπτικών αρχών. 2.2.3 Για να διευκολύνεται η εποπτεία σε ενοποιηµένη βάση, η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ασκεί την εποπτική αρµοδιότητα σε ενοποιηµένη βάση, υπογράφει συµφωνίες συνεργασίας µε τις αρµόδιες αρχές των χωρών υποδοχής σύµφωνα µε τις αρχές της CEBS. Αυτές οι συµφωνίες είναι δυνατόν να περιλαµβάνουν και ειδικές διατάξεις που να καθορίζεται η διαδικασία λήψης των αποφάσεων και οι κοινές ενέργειες. Η ανταλλαγή πληροφοριών και η έκταση της συνεργασίας µεταξύ των εποπτικών αρχών θα πρέπει να λαµβάνει υπόψη τη σχετική βαρύτητα των διαφόρων θυγατρικών εντός του οµίλου αλλά και εντός του τραπεζικού συστήµατος της χώρας υποδοχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαµβάνει υπόψη τις Κατευθυντήριες Γραµµές της CEBS για τη συνεργασία των εποπτικών αρχών σε διασυνοριακό επίπεδο (Guidelines for Co-operation between Consolidating Supervisor and Host Supervisor, 25.1.2006). 2.3. Εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας 2.3.1 Σύµφωνα µε το άρθρο 124 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το Ν.3601/2007 και τις Κατευθυντήριες Γραµµές της CEBS, η συχνότητα και το εύρος της ΕΑ εξαρτάται από: - τη φύση, την πολυπλοκότητα και το µέγεθος των δραστηριοτήτων ενός πιστωτικού ιδρύµατος, 9

- τη φύση και το επίπεδο των κινδύνων που αναλαµβάνει σε σχέση µε το επίπεδο των Ιδίων Κεφαλαίων, τη δυνατότητα διατήρησης και ανάπτυξης των κερδών και την αξιοπιστία των συστηµάτων µέτρησης, παρακολούθησης και ελέγχου των κινδύνων, - το σχετικό κίνδυνο που προσδίδει η λειτουργία του σε επίπεδο λειτουργίας του συνολικού τραπεζικού συστήµατος, - την κατανοµή των κεφαλαίων εντός του οµίλου σε συνδυασµό µε τη συνεισφορά των επιµέρους θυγατρικών στις δραστηριότητές του. 2.3.2 Η συχνότητα και το εύρος της ΕΑ προσδιορίζεται από το προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύµατος το οποίο αξιολογείται ετησίως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή συχνότερα, εφόσον το µέγεθος των κινδύνων ή/και οι αδυναµίες που αφορούν τα επιµέρους στοιχεία του ΣΕΕ εκτιµώνται ότι απαιτούν εντατικότερη παρακολούθηση. 2.3.3 Για τον προσδιορισµό του προφίλ κινδύνων που αναλαµβάνει κάθε πιστωτικό ίδρυµα, προτείνονται ορισµένοι δείκτες κινδύνων που είναι δυνατόν να χρησιµοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύµατα στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησης, η οποία µπορεί να διενεργείται βασιζόµενη σε απλές σχετικά µεθόδους ή /και µε τη χρήση των στοιχείων που περιλαµβάνονται στις εποπτικές αναφορές. Όσο σηµαντικότερος εκτιµάται ένας κίνδυνος µε βάση αυτούς τους δείκτες, τόσο πληρέστερα θα πρέπει να είναι τα συστήµατα και οι διαδικασίες για τη µέτρηση και τη διαχείρισή του (µε βάση την αρχή της αναλογικότητας). 2.3.4 Η ιοίκηση του πιστωτικού ιδρύµατος είναι υπεύθυνη να αξιολογήσει τους δείκτες κινδύνων. Θα πρέπει όµως παράλληλα να είναι σε θέση να αιτιολογήσει την αξιολόγησή της στη Τράπεζα της Ελλάδος. Για παράδειγµα, σε συνολικό επίπεδο, θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για τον αρχικό προσδιορισµό του προφίλ κινδύνων τα ακόλουθα µεγέθη/διαρθρωτικοί δείκτες: - το µέγεθος του πιστωτικού ιδρύµατος, - το εύρος των διενεργουµένων εργασιών, - το ύψος και η πολυπλοκότητα των συναλλαγών, - η σηµαντικότητα νέων αγορών (νέα προϊόντα, νέες αγορές, διεθνείς δραστηριότητες), - η εξάρτηση του πιστωτικού ιδρύµατος από εναλλακτικές µορφές χρηµατοδότησης. 10

2.3.5 Η αξιολόγηση των δεικτών κινδύνου θα πρέπει να αντανακλάται και στην πολιτική του πιστωτικού ιδρύµατος. Για παράδειγµα, για να θεωρηθεί ότι ένα πιστωτικό ίδρυµα φέρει ασήµαντο κίνδυνο χώρας, δεν αρκεί να µην έχει παρουσία στην αγορά άλλων χωρών αλλά αναµένεται επιπροσθέτως να διενεργεί περιορισµένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασµό σε µετοχές/ χρεόγραφα άλλης χώρας ενώ οι διατραπεζικές συναλλαγές µε διεθνείς αντισυµβαλλόµενους ή τα δάνεια προς εξωχώριους πελάτες να διατηρούνται σε χαµηλά επίπεδα. 3. Κριτήρια που λαµβάνονται υπόψη για τη ιαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης Οι αλλαγές στη φύση των κινδύνων δηµιούργησαν στα πιστωτικά ιδρύµατα αυξηµένη ανάγκη για αποτελεσµατικότερη µέτρηση, παρακολούθηση και διαχείρισή τους. Για το λόγο αυτό, η ανάλυση ποσοτικών πληροφοριών για τη µέτρηση του προφίλ κινδύνου κάθε πιστωτικού ιδρύµατος, συµπληρώνεται συστηµατικά από την αξιολόγηση της ποιότητας, αξιοπιστίας και αποτελεσµατικότητας των συστηµάτων ανάληψης, µέτρησης, παρακολούθησης και ελέγχου των κινδύνων. Οι εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την κατάλληλη παρακολούθηση και τον έλεγχο των κινδύνων είναι πολύ σηµαντικές. Με την Π /ΤΕ 2577/9.3.2006, η Τράπεζα της Ελλάδος θέτει τις απαιτήσεις για τα ΣΕΕ των πιστωτικών ιδρυµάτων µε στόχο, µεταξύ άλλων, την εφαρµογή αποτελεσµατικών διαδικασιών διαχείρισης των κινδύνων. Η αξιολόγηση που διενεργείται από τη Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία περιλαµβάνει ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια, έχει στόχο να προσδιορίσει το προφίλ κινδύνου κάθε πιστωτικού ιδρύµατος και να εξακριβώσει ότι οι κίνδυνοι που αναλαµβάνονται παρακολουθούνται αποτελεσµατικά. Συνεπώς, η αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου κάθε πιστωτικού ιδρύµατος συνδέεται µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κινδύνων που αναλαµβάνει καθώς και µε την επάρκεια και αποτελεσµατικότητα των ΣΕΕ, συµπεριλαµβανοµένων των Συστηµάτων ιαχείρισης Κινδύνων. Οι βασικοί παράγοντες που λαµβάνονται υπόψη είναι: το επίπεδο, η δοµή και η σταθερότητα των εποπτικών κεφαλαίων, η κερδοφορία και η διατηρησιµότητά της, ο πιστωτικός κίνδυνος περιλαµβανοµένου και του κινδύνου συγκέντρωσης, ο κίνδυνος αγοράς, ο κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, 11

ο κίνδυνος ρευστότητας, ο λειτουργικός κίνδυνος, ο κίνδυνος συµµόρφωσης, η επάρκεια και αποτελεσµατικότητα των ΣΕΕ, το επίπεδο και η κατανοµή του εσωτερικού κεφαλαίου που διενεργείται από τα πιστωτικά ιδρύµατα. Οι ανωτέρω παράγοντες δεν είναι περιοριστικοί καθώς είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνδέονται µε κινδύνους εξειδικευµένων εταιρειών χρηµατοπιστωτικών δραστηριοτήτων ή/και άλλους κινδύνους που δεν αναφέρονται στην παρούσα Εγκύκλιο. 3.1. Το επίπεδο, η δοµή και η σταθερότητα των εποπτικών κεφαλαίων (κίνδυνος κεφαλαίων) 3.1.1 Το επίπεδο, η δοµή και η σταθερότητα των Ιδίων Κεφαλαίων είναι από τα βασικά στοιχεία που αναλύονται από τη Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς αφενός επιτρέπουν την ανάληψη των κινδύνων από τα πιστωτικά ιδρύµατα, αφετέρου αποτελούν τη βάση υπολογισµού διαφόρων εποπτικών δεικτών των οποίων η παρακολούθηση µε βάση τα υποβαλλόµενα στοιχεία προβλέπεται από το εποπτικό πλαίσιο. 3.1.2 Πέραν της διακρίβωσης του ύψους των Ιδίων Κεφαλαίων και τη σύγκριση σε σχέση µε τα ελάχιστα απαιτούµενα, αναλύονται και τα συστατικά στοιχεία τους. Ειδικότερα εξετάζονται: - η σύνθεση των κεφαλαίων, η ποιότητα των βασικών ιδίων κεφαλαίων (ΤΙΕR 1) συµπεριλαµβανοµένων του ποσοστού συµµετοχής των καινοτόµων τίτλων, των δικαιωµάτων µειοψηφίας και των υβριδικών κεφαλαίων, µε σκοπό, τόσο τη διασφάλιση της τήρηση των καθορισµένων από το εποπτικό πλαίσιο ορίων, όσο και την αξιολόγηση της δυνατότητάς τους να απορροφήσουν ζηµιές και της διατηρησιµότητάς τους, - η επάρκεια και η σταθερότητα των λειτουργικών κερδών (σε ατοµική και ενοποιηµένη βάση) προκειµένου να καλύπτουν µεταξύ άλλων και ενδεχόµενη αυξηµένη ανάγκη για σχηµατισµό αποθεµατικών ή διενέργεια προβλέψεων λόγω αποµείωσης στοιχείων του ενεργητικού, 12

- η πολιτική και ο ρυθµός της πιστωτικής επέκτασης καθώς είναι ενδεχόµενο σε βραχυπρόθεσµο ορίζοντα να αποδυναµώσει την κεφαλαιακή επάρκεια είτε µέσω της µείωσης στοιχείων των Ιδίων Κεφαλαίων, είτε µέσω της αύξησης των σταθµισµένων στοιχείων του Ενεργητικού έναντι του πιστωτικού κινδύνου, - το τρέχον επίπεδο του είκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας του πιστωτικού ιδρύµατος σε σχέση µε τον αντίστοιχο δείκτη άλλων πιστωτικών ιδρυµάτων αντιστοίχου µεγέθους και δραστηριοτήτων, ιδιαίτερα όταν το επίπεδο του δείκτη µπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκές από την αγορά, µε αποτέλεσµα την περαιτέρω αποδυνάµωσή του, - η δυνατότητα άντλησης πρόσθετων κεφαλαίων (εφόσον χρειαστεί) µε εύλογους όρους (δυνατότητα έγκαιρης άντλησης και κόστος), όπως προσδιορίζεται από την ανάλυση της κεφαλαιακής δοµής, της δοµής του ενεργητικού (µε την έννοια των ρευστοποιήσιµων στοιχείων του ενεργητικού) και την πρόσβαση του πιστωτικού ιδρύµατος στις αγορές. 3.2. Η κερδοφορία και η διατηρησιµότητά της (κίνδυνος κερδοφορίας) 3.2.1 Αξιολογούνται το επίπεδο και η δοµή των λειτουργικών εσόδων και των κερδών καθώς αποτελούν σηµαντικούς παράγοντες για τη διατήρηση της οικονοµικής ευρωστίας του πιστωτικού ιδρύµατος. Η Τράπεζα της Ελλάδος αναλύει τουλάχιστον κάθε τρίµηνο το επίπεδο και την εξέλιξη των ακόλουθων µεγεθών: - καθαρά έσοδα από τόκους που αντιπροσωπεύουν το µικτό περιθώριο κέρδους, - καθαρά λειτουργικά έσοδα από τραπεζικές και µη εργασίες, - κέρδη προ φόρων και προβλέψεων αποµείωσης αξίας απαιτήσεων, - κέρδη προ φόρων, - καθαρά κέρδη µετά από φόρους. Επίσης ιδιαίτερη σηµασία αποδίδεται στη δοµή των εσόδων (τακτικά και µη, από τραπεζικές ή µη εργασίες), στην κάλυψη των προβλέψεων από τα λειτουργικά κέρδη µετά την αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών, στο επίπεδο και την εξέλιξη των λειτουργικών δαπανών και των προβλέψεων. 3.2.2 Για την ανάλυση της αποδοτικότητας και αποτελεσµατικότητας του πιστωτικού ιδρύµατος, η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί, µεταξύ άλλων, στατικά καθώς και την προοπτική των ακόλουθων δεικτών κατά δραστηριότητα (εγχώρια και εξωχώρια): - Κέρδη (προ φόρων) / Σταθµισµένο ενεργητικό, 13

- Κέρδη (µετά από φόρους) / Λογιστικά Ίδια Κεφάλαια, - Καθαρά έσοδα από τόκους / Σύνολο ενεργητικού, - Καθαρά έσοδα / Σύνολο σταθµισµένου ενεργητικού, - ιοικητικά έξοδα / Αριθµός προσωπικού, - Μικτά κέρδη / Αριθµός των υπηρεσιακών µονάδων, - ιοικητικά έξοδα / Λειτουργικά έσοδα. Στην ανωτέρω ανάλυση περιλαµβάνεται και η αξιολόγηση της µερισµατικής πολιτικής και διανοµής κερδών σε σχέση µε τη δηµιουργία αποθεµατικών για κάλυψη των αναµενόµενων απωλειών. 3.3. Πιστωτικός κίνδυνος 3.3.1 Κατά την εποπτική αξιολόγηση, ιδιαίτερα εξετάζονται τα ΣΕΕ που αφορούν τον πιστωτικό κίνδυνο συµπεριλαµβανοµένων και των συστηµάτων ανάληψης, µέτρησης, διαχείρισης και ελέγχου του, στα πλαίσια των προβλεποµένων από την Π /ΤΕ 2577/9.3.2006 και των βέλτιστων πρακτικών όπως αποτυπώνονται στις Κατευθυντήριες Γραµµές της CEBS. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στη φύση και στην ποιότητα των χαρτοφυλακίων του πιστωτικού ιδρύµατος ή/και του οµίλου. 3.3.2 Η ανάλυση καλύπτει: - Την εξέλιξη της αποδοτικότητας κάθε χαρτοφυλακίου σε σχέση µε την εξέλιξη του συνολικού κινδύνου ανά χαρτοφυλάκιο και ειδικότερα τη διαχρονική ανάλυση της πιστωτικής επέκτασης ανά χαρτοφυλάκιο µε σκοπό τη διαπίστωση της επιδείνωσης ή µη της ποιότητας των ανοιγµάτων και την παρουσίαση καθυστερήσεων και αθετήσεων. - Τη διαχρονική εξέλιξη της ποιότητας των ανοιγµάτων µε βάση την ανάλυση των εσωτερικών και εξωτερικών πιστοληπτικών διαβαθµίσεων, της ληκτότητας και της κάλυψής τους ανά τύπο και ύψος εξασφαλίσεων, των καθυστερήσεων ανά διάστηµα καθυστέρησης (3 Μηνών, 1 µήνα, ή και µικρότερο ανάλογα µε την πολιτική της τράπεζας) στο σύνολο του χαρτοφυλακίου, καθώς και την ανάλυση της συµπεριφοράς των νέων δανείων (vintage analysis). Παράλληλα εξετάζεται η σχέση των καθυστερήσεων µε το ύψος του δείκτη συνολικής δανειακής επιβάρυνσης του πιστούχου λιανικής τραπεζικής (δόση δανείου προς µηνιαίο εισόδηµα-pti) καθώς και µε τον δείκτη υπόλοιπο δανείου προς την αξία του ακινήτου (LTV), ιδιαίτερα όταν αυτός υπερβαίνει το 90%. Σηµειώνεται ότι ο δείκτης PTI µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας µπορεί να φτάνει το 40%. 14

- Την ανάλυση των απαιτήσεων προς νοµικά και φυσικά πρόσωπα που έχουν ειδική σχέση µε το πιστωτικό ίδρυµα για τη διακρίβωση ότι οι εγκρίσεις έχουν ληφθεί σε επίπεδο Σ, ότι οι όροι τους είναι ανάλογοι µε την πολιτική που ακολουθεί το πιστωτικό ίδρυµα προς αντίστοιχου κινδύνου πελάτες και ότι τηρούνται τα όρια που ορίζονται στην Π /ΤΕ 2596/20.8.2007. - Την εξέλιξη των ανοιγµάτων (ως απόλυτο µέγεθος και ως ποσοστό στο συνολικό χαρτοφυλάκιο και στα Ίδια Κεφάλαια) που έχουν χαρακτηριστεί αµφιβόλου είσπραξης (σε αθέτηση, σε οριστική καθυστέρηση, σε επισφάλεια), την πολιτική που ακολουθείται από το πιστωτικό ίδρυµα για το χαρακτηρισµό τους και τη µεταφορά τους στο αρµόδιο τµήµα διαχείρισης. - Το επίπεδο, τις µεταβολές και τις διαδικασίες που χρησιµοποιούνται για τη διενέργεια των λογιστικών προβλέψεων (impairment) και γενικά την πολιτική προβλέψεων. - Το επίπεδο κάλυψης των ανοιγµάτων σε καθυστέρηση µεγαλύτερη των 90 (ή 180 κατά περίπτωση στην Προσέγγιση Εσωτερικών ιαβαθµίσεων) ηµερών από προβλέψεις, το ύψος των σχετικών προβλέψεων, το ύψος των εξασφαλίσεων και τη δυνατότητα ρευστοποίησής τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος µπορεί να επιβάλλει υψηλότερο ελάχιστο είκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας στην περίπτωση που οι καθυστερήσεις πέραν των 90 (ή 180 κατά περίπτωση στην Προσέγγιση Εσωτερικών ιαβαθµίσεων) ηµερών µετά από λογιστικές προβλέψεις προς τα Ίδια Κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύµατος υπερβαίνουν το εκτιµώµενο αποδεκτό όριο σηµαντικότητας (π.χ. 10%). Στην περίπτωση αυτή, εξετάζεται επίσης το ύψος του δείκτη «καθυστερήσεις/σύνολο δανειακού χαρτοφυλακίου» σε σχέση µε αντίστοιχο δείκτη σε διεθνές επίπεδο. - Τη συχνότητα της επισκόπησης των προβλέψεων για τις ανωτέρω απαιτήσεις, λαµβανοµένου υπόψη και της ύπαρξης πρόσφατης και συντηρητικής αποτίµησης των εξασφαλίσεων. - Την πολιτική των διαγραφών. 3.3.3 Ειδική αξιολόγηση διενεργείται στις διαδικασίες που χρησιµοποιεί το πιστωτικό ίδρυµα ή ο όµιλος για την έγκριση των πιστωτικών ανοιγµάτων και τη µέτρηση του πιστωτικού κινδύνου και ειδικότερα: - Οι εγκριτικές διαδικασίες και ειδικότερα η εφαρµογή ορίων που συνδέονται µε την οικονοµική κατάσταση και τα κέρδη του πιστωτικού ιδρύµατος και είναι συνεπή µε την εγκεκριµένη στρατηγική του οµίλου και την ανοχή σε κίνδυνο που έχει υιοθετήσει το Σ. 15

- Η µεθοδολογία και τα κριτήρια µε βάση τα οποία καθορίζονται τα όρια πιστοδότησης των πελατών. - Οι µέθοδοι που χρησιµοποιούνται για τη µέτρηση της προσδοκώµενης απόδοσης των δανείων και η σύνδεσή τους µε την ανάλυση που διενεργείται κατά την εξέταση των αιτηµάτων πιστοδότησης. - Ο βαθµός ανεξαρτησίας αφενός µεταξύ των οργάνων ελέγχου από τις ελεγχόµενες δραστηριότητες και τους λειτουργούς τους, αφετέρου της διαχείρισης κινδύνων από δραστηριότητες ανάληψης κινδύνων και τους λειτουργούς τους (Π /ΤΕ 2577/9.3.2006, Κεφ.ΙΙ, παράγραφος 8). - Το σύστηµα εξουσιοδοτήσεων (λήψης αποφάσεων), προκειµένου να αξιολογηθεί η επάρκειά του σε σχέση µε την οργανωτική δοµή, το µέγεθος και την πολυπλοκότητα των εργασιών που διενεργεί το πιστωτικό ίδρυµα. - Τα συστήµατα µέτρησης και παρακολούθησης του πιστωτικού κινδύνου και ειδικότερα: Τις διαδικασίες και την περιοδικότητα ενηµέρωσης των πιστωτικών φακέλων και της εσωτερικής πιστωτικής διαβάθµισης του αντισυµβαλλοµένου. Τη δυνατότητα παρακολούθησης και µέτρησης των κινδύνων που αφορούν έναν αντισυµβαλλόµενο ή συνδεδεµένους αντισυµβαλλόµενους. Κατά την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη και η επίπτωση άλλων κινδύνων που αναλαµβάνει ο αντισυµβαλλόµενος στα πλαίσια της παροχής της πίστωσης ( 2 ). Την πληρότητα του συστήµατος διαχείρισης των εξασφαλίσεων, στο πλαίσιο της διαχείρισης του υπολειµµατικού κινδύνου µε έµφαση στην περιοδικότητα αλλά και στις µεθόδους που χρησιµοποιούνται για την επισκόπηση και αποτίµηση των εξασφαλίσεων. Σηµειώνεται ότι η ύπαρξη εξασφαλίσεων δεν απαλλάσσει το πιστωτικό ίδρυµα από την υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του πελάτη για τη διασφάλιση της δυνατότητας λειτουργικής αποπληρωµής των παρεχοµένων πιστοδοτήσεων. - Οι µέθοδοι για την επισκόπηση της καταλληλότητας των στατιστικών συστηµάτων και των εσωτερικών υποδειγµάτων (µοντέλων) που χρησιµοποιούνται κατά την εγκριτική διαδικασία και για τη µέτρηση του πιστωτικού κινδύνου. ( 2 ) Επί παραδείγµατι κίνδυνο επιτοκίου σε περίπτωση χορήγησης κυµαινόµενου επιτοκίου ή κίνδυνο συναλλάγµατος σε περίπτωση δανειοδότησης σε ξένο νόµισµα. 16

- Η διενέργεια ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων, σε συνδυασµό µε την φύση των υποθέσεων που έχουν ληφθεί υπόψη. Οι ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων πρέπει να ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δανειακών χαρτοφυλακίων του εκάστοτε πιστωτικού ιδρύµατος. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί τη χρήση των αποτελεσµάτων τους, το βαθµό ενηµέρωσης και εµπλοκής της ιοίκησης για την παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου και τη λήψη των κατάλληλων µέτρων, ιδίως όταν η επίπτωση επί των Ιδίων Κεφαλαίων υπερβαίνει το αποδεκτό όριο σηµαντικότητας κινδύνου (π.χ. 10%). Η Τράπεζα της Ελλάδος λαµβάνει επιπρόσθετα υπόψη της τα αποτελέσµατα των ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων που ενσωµατώνουν τον υπολειµµατικό κίνδυνο (που προκύπτει λόγω συγκέντρωσης που συνδέεται µε τις τεχνικές µείωσης πιστωτικού κινδύνου και λόγω τιτλοποίησης απαιτήσεων). 3.3.4 Η τυποποιηµένη προσέγγιση για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι πιστωτικού κινδύνου (Πυλώνας 1) αποτελεί µια λιγότερο ευαίσθητη στον κίνδυνο µεθοδολογία, καθώς στηρίζεται σε εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις, οι οποίες δεν καλύπτουν όλα τα χαρτοφυλάκια. Ένα επίσης χαρακτηριστικό της τυποποιηµένης προσέγγισης είναι ότι δεν κάνει διάκριση µεταξύ αναµενόµενης και µη αναµενόµενης ζηµιάς (η αναµενόµενη ζηµιά θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ως κόστος κατά τη διαδικασία χορήγησης). Για να είναι δυνατή η σύγκριση του ύψους των κινδύνων (ανά κίνδυνο) και για να έχει νόηµα η άθροισή τους, είναι σκόπιµο να χρησιµοποιείται ως ενιαίο µέτρο η µη αναµενόµενη ζηµιά. Ακόµα και όταν δεν γίνεται διάκριση µεταξύ αναµενόµενης και µη αναµενόµενης ζηµιάς, το σηµαντικότερο κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης µεθόδου ποσοτικοποίησης των κινδύνων από τα πιστωτικά ιδρύµατα πρέπει να είναι η στρατηγική ανάληψης κινδύνων. Κατά συνέπεια, αποτελεί προϋπόθεση για τα πιστωτικά ιδρύµατα που προτίθενται να αναλάβουν σύνθετους κινδύνους η χρήση κατάλληλων συστηµάτων για την αναγνώριση, εκτίµηση και παρακολούθηση των κινδύνων. Η έλλειψη κατάλληλων συστηµάτων οδηγεί σε αύξηση της αβεβαιότητας και τελικά σε αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. 3.3.5 Η Προσέγγιση Εσωτερικών ιαβαθµίσεων (ΠΕ ) προσφέρει µία αξιολόγηση που καλύπτει σε µεγάλο βαθµό την πιο πάνω απαίτηση. Με την προσέγγιση αυτή η αναµενόµενη ζηµιά υπολογίζεται µε βάση το σύστηµα πιστοληπτικής αξιολόγησης του πιστωτικού ιδρύµατος. Απαραίτητη παράµετρος είναι ο υπολογισµός της πιθανότητας αθέτησης (PD) καθώς µπορούν να χρησιµοποιηθούν οι εποπτικές παράµετροι για τα λοιπά µεγέθη που είναι απαραίτητα για τη µέτρηση του κινδύνου 17

(αξία ανοίγµατος EAD, ποσοστιαία ζηµία σε περίπτωση αθέτησης LGD και ληκτότητα Μ). 3.3.6 Πολλά πιστωτικά ιδρύµατα διαθέτουν ήδη κλίµακα πιστοληπτικής αξιολόγησης του αντισυµβαλλόµενου η οποία όµως δεν είναι συνδεδεµένη µε την πιθανότητα αθέτησης. Η διαδικασία αντιστοίχισης των πιστοληπτικών διαβαθµίσεων µε µία ειδική πιθανότητα αθέτησης αποτελεί µία αναµενόµενη εξέλιξη. 3.3.7 Ακόµα και όταν εφαρµόζεται από τα πιστωτικά ιδρύµατα η τυποποιηµένη προσέγγιση, εφόσον είναι δυνατός ο υπολογισµός του PD (ακόµα και σε επίπεδο συνολικού χαρτοφυλακίου ή κατηγοριών χαρτοφυλακίων), µπορεί να χρησιµοποιηθεί ο εποπτικός τύπος της ΠΕ (Π /ΤΕ 2589/20.8.2007) για τον υπολογισµό της ζηµιάς. Καθώς ο υπολογισµός αυτός είναι σχετικά απλός µπορεί να αποτελέσει τη βάση υπολογισµού του πιστωτικού κινδύνου στα πλαίσια της ΑΕΕΚ ακόµα και για πιστωτικά ιδρύµατα που δεν χρησιµοποιούν την ΠΕ. 3.3.8 Οι παραλλαγές της ΠΕ για τον υπολογισµό των υπολοίπων παραµέτρων κινδύνου, ακόµα και όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επίσηµη εφαρµογή της, µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την εκτίµηση του αναγκαίου εσωτερικού κεφαλαίου. Ιδιαίτερα χρήσιµη είναι η χρήση απλοποιηµένης µεθοδολογίας για την εκτίµηση του LGD. Η απλή αυτή µέθοδος δανείζεται στοιχεία από την επίσηµη διαδικασία προσδιορισµού του LGD, όπως προβλέπεται στην εξελιγµένη προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων (Advanced IRB), ωστόσο δεν χρησιµοποιεί ιστορικά στοιχεία πραγµατοποιηθεισών ζηµιών αλλά στηρίζεται στον δείκτη Άνοιγµα/ διαθέσιµες εξασφαλίσεις (LTV) και στα ποσοστά εισπραξιµότητας ανά τύπο εξασφάλισης. Οι εκτιµήσεις αυτές για να χρησιµοποιηθούν στη διαδικασία της ΑΕΕΚ θα πρέπει να είναι ρεαλιστικές και όσο το δυνατόν ακριβείς (π.χ. τα έσοδα από πραγµατοποιηθέντες πλειστηριασµούς αποτελούν ένα στοιχείο για την εκτίµηση αυτή). 3.3.9 Παρά το γεγονός ότι η πιο πάνω προσέγγιση οδηγεί σε µία πληρέστερη εκτίµηση του πιστωτικού κινδύνου, δεν λαµβάνει υπόψη την επίδραση του οικονοµικού κύκλου. Η αδυναµία αυτή περιορίζεται µε τη διενέργεια ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων για την εκτίµηση της ζηµιάς, τα αποτελέσµατα των οποίων αναµένεται να λαµβάνονται υπόψη στην πολιτική της κάθε τράπεζας. 3.3.10 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία της ΑΕΕΚ και κατ ακολουθία της ΕΑ, είναι δυνατόν να χρησιµοποιούνται µε απλοποιηµένο τρόπο οι µέθοδοι που εφαρµόζονται στην επίσηµη ΠΕ για τον υπολογισµό των ελαχίστων Ιδίων Κεφαλαίων και να συµπληρώνονται µε ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων. 18

3.3.11 Η συνάρτηση της ΠΕ για τον υπολογισµό της ζηµιάς έχει στηριχθεί στην υπόθεση ότι τα χαρτοφυλάκια έχουν υψηλό βαθµό διαφοροποίησης. Καθώς όµως στην πραγµατικότητα τα χαρτοφυλάκια συνήθως εµφανίζουν συγκεντρώσεις (ως προς το ύψος του ανοίγµατος σε έναν πελάτη ή όµιλο συνδεδεµένων πελατών, ως προς τον κλάδο δραστηριότητας, ως προς το είδος εξασφάλισης), τα πιστωτικά ιδρύµατα, προκειµένου να µην υποεκτιµούν τον πιστωτικό κίνδυνο, θα πρέπει να ελέγχουν και να περιορίζουν τον κίνδυνο συγκέντρωσης θέτοντας κατάλληλα όρια εγκαίρου προειδοποίησης (early warning και back stop). 3.4. Κίνδυνος συγκέντρωσης 3.4.1 Αξιολογείται ο κίνδυνος συγκέντρωσης του πιστωτικού ιδρύµατος ο οποίος µπορεί να δηµιουργηθεί από: - Ανοίγµατα σε συγκεκριµένους πελάτες ή οµάδες συνδεδεµένων πελατών και/ή - Σηµαντικά ανοίγµατα σε οµάδες αντισυµβαλλοµένων των οποίων η πιθανότητα αθέτησης επηρεάζεται από κοινούς παράγοντες, όπως: µακροοικονοµικό περιβάλλον, γεωγραφική θέση, κλάδο δραστηριότητας, νόµισµα, χρησιµοποίηση τεχνικών µείωσης κινδύνου. 3.4.2 Σηµαντικός κίνδυνος συγκέντρωσης προέρχεται από τα Μεγάλα Χρηµατοδοτικά Ανοίγµατα (ΜΧΑ) προς έναν αντισυµβαλλόµενο ή όµιλο συνδεδεµένων πελατών. Η έννοια «συνδεδεµένοι πελάτες» νοµικά και οικονοµικά καλύπτεται από τα οριζόµενα στην Π /ΤΕ 2596/20.8.2007. Στο πλαίσιο αυτό διενεργείται επισκόπηση της συµµόρφωσης του πιστωτικού ιδρύµατος µε τα εποπτικά όρια που αφορούν τα ΜΧΑ (20% και 25% των Ιδίων Κεφαλαίων κατά άνοιγµα και 800% των Ιδίων Κεφαλαίων για το σύνολο καθαρών ανοιγµάτων σύµφωνα µε την Π /ΤΕ 2596/20.8.2007) καθώς και η ποιότητα αυτών των ανοιγµάτων. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενθαρρύνει τα πιστωτικά ιδρύµατα στις εσωτερικές τους πολιτικές να περιλαµβάνουν τον ορισµό του «µεγάλου πελάτη» ως ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων ή σε σχέση µε κάποιο άλλο µέγεθος κινδύνου και να υιοθετούν ειδικές διαδικασίες για την έγκριση και παρακολούθηση των ανοιγµάτων αυτών. 19

3.4.3 Ο κίνδυνος συγκέντρωσης ανά αντισυµβαλλόµενο εξετάζεται και για αριθµό πελατών µε υπόλοιπα > 1 εκ. ευρώ για τους οποίους αξιολογείται, κατά το δυνατόν µε βάση τα υποβαλλόµενα στοιχεία, η πιστωτική τους διαβάθµιση, η ενηµερότητά τους και το συνολικό άνοιγµά τους στο πιστωτικό σύστηµα. 3.4.4 Η ανάλυση του κινδύνου συγκέντρωσης ανά αντισυµβαλλόµενο συµπληρώνεται από την επισκόπηση της συγκέντρωσης των πιστοδοτήσεων ανά κλάδο και χώρα (Π /ΤΕ 2520/10.2.2003). Παρά το ότι µε το ισχύον πλαίσιο δεν καθορίζονται ανώτατα εποπτικά όρια για ανοίγµατα σε συγκεκριµένο κλάδο ή/και χώρα, τα πιστωτικά ιδρύµατα για την πληρέστερη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης, οφείλουν, να ενσωµατώνουν στις εσωτερικές τους πολιτικές ειδικές διαδικασίες (εγκρίσεων, παρακολούθησης) και να καθορίζουν όρια απόλυτα (π.χ. απόλυτο ύψος θέσης) ή/και, κατά προτίµηση, σχετικά (π.χ. σε σχέση µε το εσωτερικό κεφάλαιο ή VAR) καθώς τα τελευταία αποτελούν βασικό εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου συγκέντρωσης. 3.4.5 Στην περίπτωση του κινδύνου χώρας, ο κίνδυνος δεν προέρχεται µόνον από την πιθανότητα αθέτησης ενός αντισυµβαλλοµένου αλλά κυρίως από το ενδεχόµενο ο αντισυµβαλλόµενος να µην µπορεί να εξυπηρετήσει το δάνειό του επειδή υπάρχει έλλειψη του ξένου συναλλάγµατος για την αποπληρωµή κεφαλαίου και τόκων. Με την έννοια αυτή, ο κίνδυνος µεταφοράς κεφαλαίων (transfer risk) συνδέεται µε την αδυναµία ή την απροθυµία µιας χώρας να προµηθεύει την αγορά µε το απαραίτητο συνάλλαγµα. Επιπρόσθετα ο κίνδυνος χώρας συνδέεται µε το πολιτικοοικονοµικό περιβάλλον µιας χώρας, καθώς αυτό µπορεί να επηρεάσει την πιστοληπτική ικανότητα του αντισυµβαλλόµενου αλλά και το σύνολο των χαρτοφυλακίων του πιστωτικού ιδρύµατος στην αγορά κάθε χώρας, λόγω των παραµέτρων κινδύνου που συνδέονται µε την πιστοληπτική διαβάθµιση της χώρας. Συνεπώς η αύξηση των ανοιγµάτων σε µία χώρα µπορεί να δηµιουργήσει υψηλότερες ζηµιές εφόσον ο κίνδυνος χώρας πραγµατοποιηθεί. 3.4.6 Ο κίνδυνος συγκέντρωσης που προέρχεται από τη συγκέντρωση σε έναν κλάδο οικονοµικής δραστηριότητας συνδέεται µε την εµφάνιση αυξηµένης πιθανότητας αθέτησης αντισυµβαλλοµένων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον κλάδο ή σε συµπληρωµατικό/ούς µε αυτόν κλάδο/ους εφόσον πραγµατοποιηθεί κρίση στον κλάδο αυτό. 20