ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 20, 16-26 2009 Ε.Α.Ψ. Η επίδραση διαφορετικών μεθόδων καθορισμού στόχων στη βελτίωση δεξιοτήτων σε νεαρούς καλαθοσφαιριστές Πιλοτική έρευνα Παναγιώτης Γ. Σαββατής 1, Ανδρέας Γ. Γαβριηλίδης 1, Μαρία Ψυχουντάκη 1, Κρινάνθη Ε. Γδοντέλη 2 και Νίκος Γ. Αποστολίδης 1 1 Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, Πανεπιστήμιο Αθηνών 2 Τμήμα Οργάνωσης και Διαχείρισης του Αθλητισμού, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Περίληψη Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει την επίδραση διαφορετικών μεθόδων καθορισμού στόχων στη βελτίωση τεχνικών δεξιοτήτων (διείσδυση και βολή) στην καλαθοσφαίριση. Τριάντα νεαροί καλαθοσφαιριστές, ηλικίας 12 14 ετών, χωρίστηκαν τυχαία στις τρεις πειραματικές συνθήκες (αυτοκαθοριζόμενοι στόχοι, καθορισμένοι στόχοι, κάνε το καλύτερο που μπορείς) και ακολούθησαν το ίδιο πρόγραμμα προπόνησης, το οποίο είχε διάρκεια τέσσερις εβδομάδες και συχνότητα τρεις φορές την εβδομάδα. Η 3 x 4 (Πειραματικές Συνθήκες x Μετρήσεις) MANOVA με επαναληπτικές μετρήσεις δεν έδειξε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ πειραματικών συνθηκών και μετρήσεων, ούτε και σημαντικές διαφορές μεταξύ των πειραματικών συνθηκών και μεταξύ των μετρήσεων. Παρατηρήθηκε όμως βελτίωση της απόδοσης, όχι στατιστικά σημαντική, και των τριών συνθηκών στο χρόνο. Φαίνεται ότι ο καθορισμός συγκεκριμένων στόχων δεν οδηγεί σε υψηλότερη βελτίωση σε σχέση με τον καθορισμό γενικών στόχων, καθώς και ότι η διαφορετική συμμετοχή στον καθορισμό στόχων δεν διαφοροποιεί την απόδοση των αθλητών. Τα αποτελέσματα συζητούνται με βάση τη θεωρία των στόχων και τις σχετικές έρευνες στον αθλητισμό. Λέξεις κλειδιά: Καθορισμός στόχων, αυτοκαθοριζόμενοι στόχοι, καλαθοσφαιρικές δεξιότητες Abstract The purpose of this study was to investigate the effects of various goal setting methods in improving technical skills (lay-up and shot) in basketball. Thirty young basketball players, 12 14 years old, were randomly assigned to one of three conditions (self-set goals, assigned goals, do-your-best) and followed the same training program, that lasted four weeks, three times weekly. A 3 x 4 (Experimental Conditions x Measurements) repeated-measures MANOVA indicated no significant groups by measurements interaction, neither significant differences between groups and between measurements. It was observed that all three groups improved their performance, not significantly, over time. It seems that setting specific goals does not lead in higher performance as compared to do-your-best goal setting. In addition, the different participation in goal-setting did not differentiate athletes performance. The results are discussed in terms of goal setting theory and relevant studies in sports. Key words: Goal setting, self set goals, basketball skills ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο καθορισμός στόχων είναι μία από τις πιο γνωστές και ευρέως χρησιμοποιούμενες μεθόδους παρακίνησης για την αύξηση της απόδοσης και της παραγωγικότητας στον εργασιακό βιομηχανικό, αθλητικό και εκπαιδευτικό χώρο (Goudas, Dermitzaki, Leondari, & Danish, 2006 Kyllo & Landers, 1995 Lambert, Moore, & Dixon, 1999 Locke & Latham, 1990 Theodorakis, 1995, 1996 Weinberg & Gould, 1999 Weinberg, Butt, Knight, & Perritt, --------------------------------------- Διεύθυνση επικοινωνίας: Παναγιώτης Γ. Σαββατής, pansavvatis@in.gr
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ 2001). Σύμφωνα με τη θεωρία του καθορισμού στόχων των Locke και Latham (1990), οι συγκεκριμένοι στόχοι οδηγούν σε υψηλότερη απόδοση από τους αόριστους και γενικούς ή την απουσία στόχων. Όμως, στο αθλητικό περιβάλλον, παρότι πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι οι δοκιμαζόμενοι που καθορίζουν συγκεκριμένους στόχους έχουν καλύτερη απόδοση από αυτούς που θέτουν «κάνε το καλύτερο που μπορείς» στόχους (Bar-Eli, Tenenbaum, Pie, Btesh, & Almog, 1997 Gavriilidis, Skordilis, Spartali, & Gdondeli, 2005 Hall & Byrne, 1988 Malliou, Beneka, Ginnekopoulos, Aggelousis, & Theodorakis, 1998 Οικονομόπουλος, Τζέτζης, & Κιουμουρτζόγλου, 2003), αρκετές είναι οι έρευνες που δεν έχουν βρει διαφορές στην απόδοση μεταξύ των δύο διαφορετικών συνθηκών (Boyce, 1994 Δέρρη & Θεοδωράκη, 1997 Giannini, Weinberg, & Jackson, 1988 Lane & Streeter, 2003 Weinberg, Burton, Yukelson, & Weigand, 1993 Weinberg, Stitcher, & Richardson, 1994). Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στις διαφορές μεταξύ του αθλητικού και εργασιακού χώρου, αλλά και στον αυθόρμητο καθορισμό στόχων από την ομάδα ελέγχου (Boyce, 1994 Weinberg & Weigand, 1993, 1996). Όσον αφορά στις έρευνες όπου γίνεται σύγκριση ομάδων με αυτοκαθοριζόμενους στόχους και στόχους καθορισμένους από τον ερευνητή ή τον προπονητή, τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά. Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας προκύπτει ότι σε αρχάριους δοκιμαζόμενους παρατηρείται μία μεγαλύτερη αύξηση στην απόδοση (Boyce & Wayda, 1994) και στην αυτοαποτελεσματικότητα (Elston & Ginis, 2004), όταν οι στόχοι καθορίζονται από κάποιον ειδικό. Ο Bandura (1997) τονίζει ότι, όταν κάποιος έχει περιορισμένη γνώση για μία δραστηριότητα, η αυτοαποτελεσματικότητά του μπορεί να αυξηθεί από τα θετικά σχόλια ενός ειδικού για τις ικανότητές του και αυτό να οδηγήσει σε αυξημένη παρακίνηση και προσπάθεια για την επίτευξη του έργου. Αντίθετα, σε γνωστές δεξιότητες, γεγονός που σημαίνει ότι το άτομο γνωρίζει τις ικανότητές του, το να του επιτραπεί να θέτει τους δικούς του στόχους οδηγεί σε μεγαλύτερη βελτίωση από το να του καθοριστούν οι στόχοι (Γαβριηλίδης, 1997 Kyllo & Landers, 1995). Ειδικότερα, οι Kyllo και Landers (1995) προτείνουν ότι ο καθορισμός στόχων είναι πιο αποτελεσματικός στο αθλητικό περιβάλλον όταν τα άτομα καθορίζουν ή συμμετέχουν στον καθορισμό των στόχων τους. Ο Γαβριηλίδης (1997) σύγκρινε διαφορετικές μεθόδους καθορισμού στόχων (αυτοκαθοριζόμενων και υψηλών στόχων καθορισμένων από τον ερευνητή) και την επίδρασή τους στην αυτοαποτελεσματικότητα και την απόδοση σε φοιτητές καλαθοσφαιριστές. Τα αποτελέσματα από την έρευνά του έδειξαν σημαντική βελτίωση στην απόδοση και στην αυτοαποτελεσματικότητα για τις ομάδες που εξασκούνταν τόσο με αυτοκαθοριζόμενους, όσο και με υψηλούς στόχους, αλλά και μία υπεροχή της ομάδας με τους αυτοκαθοριζόμενους στόχους. Ωστόσο, οι Hall και Byrne (1988) δεν βρήκαν διαφορές στην απόδοση μεταξύ ομάδων με αυτοκαθοριζόμενους και καθορισμένους στόχους από τον ερευνητή. Παράλληλα, οι Fairall και Rodgers (1997), με δοκιμαζόμενους αθλητές στίβου, δεν βρήκαν διαφορές μεταξύ των τριών μεθόδων καθορισμού στόχων (συνεργατικοί, καθορισμένοι από τον προπονητή και αυτοκαθοριζόμενοι) σε διάφορες ιδιότητες (δέσμευση, αποδοχή, ικανοποίηση) των στόχων. Τέλος, οι Lambert και συνεργάτες (1999) προτείνουν ότι η σχέση καθορισμού στόχων και απόδοσης επηρεάζεται από την εστία ελέγχου (locus of control). Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους έδειξαν ότι οι δοκιμαζόμενες με εσωτερική εστία ελέγχου εξασκούνταν περισσότερο κάτω από συνθήκη αυτοκαθοριζόμενου στόχου, ενώ αυτές με εξωτερική εστία ελέγχου εξασκούνταν περισσότερο όταν ο προπονητής έθετε τους στόχους. Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας διακρίνεται, ότι στην καλαθοσφαίριση οι έρευνες για την επίδραση του καθορισμού στόχων στην απόδοση καλαθοσφαιριστών είναι σχετικά περιορισμένες (Γαβριηλίδης, 1997, 2002 Gavriilidis et al., 2005 Δέρρη & Θεοδωράκης, 1997 Getz & Rainey, 2001 Lane & Streeter, 2003 Lerner, Ostrow, Yura, & Etzel, 1996 Swain & Graham, 1995 Tzetzis, Kioumourtzogliou, & Mavromatis, 1997), ενώ καμία δεν 17
Π.Γ. ΣΑΒΒΑΤΗΣ, Α.Γ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ.Ε. ΓΔΟΝΤΕΛΗ & Ν.Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ έχει διερευνήσει την επίδραση διαφορετικών μεθόδων καθορισμού στόχων σε νεαρούς καλαθοσφαιριστές. Σκοπός, λοιπόν, της παρούσας έρευνας, ήταν να εξετάσει την επίδραση διαφορετικών μεθόδων καθορισμού στόχων στην απόδοση νεαρών καλαθοσφαιριστών στις σύνθετες δεξιότητες της βολής και της διείσδυσης, κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος προπόνησης τεσσάρων εβδομάδων, ενώ, παράλληλα, διερευνήθηκε η απόδοση σε σχέση με το χρονικό διάστημα εξάσκησης. ΜΕΘΟΔΟΣ Δοκιμαζόμενοι Ομάδες στόχων Το δείγμα που συμμετείχε στην έρευνα ήταν δύο τμήματα, συνολικού μεγέθους τριάντα δύο νεαρών καλαθοσφαιριστών, ηλικίας 12 14 ετών, από ένα αθλητικό σύλλογο καλαθοσφαίρισης της Νοτιοανατολικής Αττικής. Για την επίτευξη των σκοπών της έρευνας οι αθλητές των δύο τμημάτων χωρίστηκαν στις τρεις συνθήκες: (α) με αυτοκαθοριζόμενους στόχους (n = 10) και μέσο όρο ηλικίας 13,7 (±0,87) έτη, (β) με καθορισμένους στόχους (n = 10) και μέσο όρο ηλικίας 13,8 (±0,67) έτη και (γ) με στόχους «κάνε το καλύτερο που μπορείς» (n = 10) και μέσο όρο ηλικίας 13,9 (±0,65) έτη. Ένας δοκιμαζόμενος της πρώτης πειραματικής ομάδας και ένας δοκιμαζόμενος της δεύτερης πειραματικής ομάδας αποχώρησαν λόγω τραυματισμού. Οι δοκιμαζόμενοι ήταν όλοι νεαροί άρρενες καλαθοσφαιριστές για να ελεγχθεί η πιθανή επίδραση από το φύλο (Lane & Streeter, 2003). Ως απαραίτητη προϋπόθεση της έρευνας, σχετικά με την ομοιογένεια του δείγματος, ορίστηκε η προπονητική ηλικία των δοκιμαζόμενων να είναι τουλάχιστον δύο χρόνια (Papacharisis, Goudas, Danish, & Theodorakis, 2005). Όλοι οι δοκιμαζόμενοι συμμετείχαν εθελοντικά στην έρευνα, μπορούσαν να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούσαν και αγνοούσαν τις συνθήκες και τις υποθέσεις της έρευνας (Boyce & Wayda, 1994 Lerner et al., 1996 Papaioannou, Theodorakis, Ballon, & Auwelle, 2004 Wanlin, Hrycaiko, Martin, & Mahon, 1997). Οι γονείς των δοκιμαζόμενων συμπλήρωσαν τη σχετική δήλωση συγκατάθεσης, ενώ λήφθηκε και σχετική άδεια από τους προπονητές των τμημάτων. Μετά την αρχική μέτρηση, οι συμμετέχοντες κατατάχθηκαν ανάλογα με την απόδοσή τους στις δοκιμασίες και κατόπιν διαχωρίστηκαν στις τρεις συνθήκες με τυχαίο τρόπο (Γαβριηλίδης, 2002 Gavriilidis et al., 2005 Filby, Maynard & Graydon, 1999 Lerner & Locke, 1995 Weinberg et al., 1994). Στην πειραματική συνθήκη με τους αυτοκαθοριζόμενους στόχους οι δοκιμαζόμενοι έθεταν τους στόχους μόνοι τους, με βάση τη θεωρία των στόχων (προκλητικούς, εφικτούς, κτλ) και ρύθμιζαν τους στόχους τους προοδευτικά, μέσω της αυτοκαταγραφής και με βάση την προηγούμενη απόδοσή τους, αλλά και την αυτοεκτίμηση των ικανοτήτων τους. Στη συνθήκη με τους καθορισμένους στόχους οι στόχοι ήταν εξειδικευμένοι για τον κάθε αθλητή και επιλέχθηκαν ρεαλιστικοί και επιτεύξιμοι στόχοι (Boyce, 1994 Weinberg et al., 1994), λαμβάνοντας υπόψη την αρχική μέτρηση, το επίπεδο απόδοσης του αθλητή, το ανώτατο όριο της κάθε δοκιμασίας και τη γνώση του προπονητή για την ικανότητα και δεξιότητα των αθλητών. Με αυτόν τον τρόπο, ελαχιστοποιήθηκε η πιθανότητα για τοποθέτηση μη ρεαλιστικών ή ανέφικτων στόχων. Αν οι στόχοι επιτυγχάνονταν, τότε αναπροσαρμόζονταν, με αποτέλεσμα οι στόχοι να μην είναι σταθεροί αλλά ευέλικτοι (Bar Eli et al., 1997 Getz & Rainey, 2001). Στην ομάδα ελέγχου καθορίστηκαν γενικοί στόχοι «κάνε το καλύτερο που μπορείς» (Gavriilidis et al., 2005 Lerner & Locke, 1995 Weinberg et al., 1994). Στους αθλητές της ομάδας αυτής δεν δόθηκε ανατροφοδότηση, ως γνώση του αποτελέσματος, γιατί μπορεί να τους οδηγούσε σε αυθόρμητο καθορισμό στόχων (Kyllo & Landers, 1995 Locke & Latham, 1990 Weinberg & Weigand, 1996), αλλά ούτε και αποτράπηκαν από το να θέσουν στόχους, κάτι που αντιβαίνει στην κεντρική ιδέα της θεωρίας του καθορισμού στόχων (Kyllo & Landers, 1995 Weinberg & Weigand, 1996). 18
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ Δοκιμασίες Δύο σύνθετες καλαθοσφαιρικές δεξιότητες (διεισδύσεις και βολές) ήταν το αντικείμενο μελέτης, οι οποίες αξιολογήθηκαν με δύο δοκιμασίες από το Heidelberger Basketball Test του Boss (1988): τις διεισδύσεις (Σχήμα 1) με δείκτη αξιοπιστίας r=.73 (Boss, 1988) και την ευστοχία στις γρήγορες βολές (Σχήμα 2) με δείκτη αξιοπιστίας r=.79. Οι δοκιμαζόμενοι εκτελούσαν δύο φορές κάθε δοκιμασία και επιλεγόταν η καλύτερη επίδοση. Σχήμα 1. Απεικόνιση της δοκιμασίας της ΗΒΤ για τις διεισδύσεις. Σχήμα 2. Απεικόνιση της δοκιμασίας της ΗΒΤ για τις βολές. Πειραματική διαδικασία Λόγω της φύσης των ομάδων καλαθοσφαίρισης (15 17 αθλητές ανά τμήμα), στην έρευνα συμμετείχαν δύο προπονητές, ένας για κάθε τμήμα, οι οποίοι βρίσκονταν σε συνεχή συνεργασία με τον επιβλέποντα ερευνητή (Perkos, Theodorakis, & Chroni, 2002). Ο ερευνητής ήταν παρών στις προπονήσεις των ομάδων για να εξασφαλιστεί ότι οι προπονητές ακολουθούσαν παρόμοιες, και σύμφωνα με τις οδηγίες, προπονητικές διαδικασίες, στυλ και προγράμματα (Perkos et al., 2002). Οι προπονητές είχαν παρόμοια προπονητική εμπειρία και φιλοσοφία (π.χ. χρόνος συμμετοχής σε όλους, περιφερειακό παιχνίδι, όχι εξειδίκευση στους ρόλους, ελεύθερα επιθετικά παιχνίδια που προάγουν τα βασικά, προσωπική άμυνα στο μισό γήπεδο κτλ). Το κοινό προπονητικό πρόγραμμα (χρόνος και δομή των ασκήσεων) 19
Π.Γ. ΣΑΒΒΑΤΗΣ, Α.Γ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ.Ε. ΓΔΟΝΤΕΛΗ & Ν.Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ καταρτίστηκε μετά από τις συναντήσεις μεταξύ των προπονητών και του ερευνητή και δε διέφερε ουσιαστικά από τα, μέχρι τότε, προγράμματα προπόνησης των ομάδων. Η πειραματική διαδικασία είχε διάρκεια τέσσερις εβδομάδες (Bar Eli et al., 1997 Lane & Streeter, 2003) με τρεις προπονήσεις (Boyce & Wayda, 1994 Γαβριηλίδης 1997, 2002 Gavriilidis et al., 2005 Tzetzis et al., 1997) ανά εβδομάδα. Όλοι οι αθλητές έκαναν τον ίδιο αριθμό προπονήσεων, το σύνολο των οποίων ήταν δώδεκα. Δεν έγινε γνωστό στους αθλητές ότι η έρευνα θα διαρκέσει τέσσερις εβδομάδες, για να μην διαχωριστεί η πειραματική από την προπονητική διαδικασία και για να μην ευαισθητοποιηθούν οι αθλητές με αποτέλεσμα να δείξουν περισσότερο ζήλο κατά τη διάρκεια της έρευνας. Βασική επιδίωξη κατά τη διάρκεια της μελέτης ήταν η διατήρηση των πραγματικών συνθηκών, ώστε να έχει η έρευνα εξωτερική και οικολογική εγκυρότητα (Thomas & Nelson, 2003 Fairall & Rodgers, 1997). Διαδικασία μετρήσεων Μετά την αρχική μέτρηση έγιναν τρεις επαναληπτικές μετρήσεις, μία κάθε εβδομάδα. Οι δοκιμαζόμενοι εξετάστηκαν ατομικά, χωρίς την παρουσία άλλων αθλητών, για να ελεγχθεί η επίδραση της κοινωνικής σύγκρισης και του συναγωνισμού (Papaioannou et al., 2004). Για τους ίδιους λόγους δόθηκαν οδηγίες στους δοκιμαζόμενους ότι οι στόχοι ήταν εξατομικευμένοι για τον κάθε αθλητή και ότι δεν πρέπει να συζητούν τους στόχους τους με τους συναθλητές τους (Tzetzis et al., 1997 Weinberg et al., 1994). Ταυτόχρονα με τις μετρήσεις, η προπόνηση της ομάδας διεξαγόταν κανονικά στο δεύτερο γήπεδο, ενώ μετά τις μετρήσεις οι δοκιμαζόμενοι συνέχιζαν την προπόνησή τους. Κατά τη διάρκεια της μέτρησης, ο ερευνητής στεκόταν στο κέντρο του γηπέδου χωρίς να εμποδίζει τη διαδικασία, σφύριζε την έναρξη και τη λήξη του χρόνου και κατέγραφε τα αποτελέσματα του δοκιμαζόμενου. Τα αποτελέσματα ανακοινώνονταν μόνο στους δοκιμαζόμενους των πειραματικών ομάδων. Οι μετρήσεις, όπως βέβαια και οι προπονήσεις, διεξήχθησαν στο γήπεδο των ομάδων, ενισχύοντας μ αυτό τον τρόπο την οικολογική εγκυρότητα της έρευνας. Ο ίδιος ερευνητής διεξήγαγε όλες τις μετρήσεις, ενώ η σειρά αξιολόγησης των αθλητών ορίστηκε τυχαία. Για τη διεξαγωγή των μετρήσεων δημιουργήθηκαν από τον ερευνητή ειδικές ατομικές καρτέλες δοκιμαζόμενων προσαρμοσμένες σε κάθε μία συνθήκη. Κατά την αρχική μέτρηση, μετά την ομαδική προθέρμανση, κλήθηκε ο πρώτος δοκιμαζόμενος να εκτελέσει τη δοκιμαστική του προσπάθεια για την πρώτη δοκιμασία (διείσδυση), ενώ του δόθηκαν σύντομες οδηγίες. Στη συνέχεια, ξεκουράστηκε για ένα λεπτό και εκτέλεσε τις δύο προσπάθειες του ενός λεπτού, με δύο τρία λεπτά διάλειμμα μεταξύ των δύο προσπαθειών, όπως ορίζει η δέσμη δοκιμασιών της ΗΒΤ (Boss, 1988). Κατόπιν, έκανε τη δοκιμαστική του προσπάθεια για τη δεύτερη δοκιμασία (βολή), ξεκουράστηκε για ένα λεπτό και εκτέλεσε τις δύο προσπάθειες του ενός λεπτού, με δύο τρία λεπτά διάλειμμα μεταξύ των δύο προσπαθειών. Στην πρώτη επαναληπτική μέτρηση, μετά την προθέρμανση (ομαδική και ατομική) για τη δοκιμασία ο ερευνητής έδειχνε στον εκάστοτε δοκιμαζόμενο (των πειραματικών ομάδων) την ατομική του καρτέλα με την αρχική του μέτρηση (την καλύτερη επίδοση) και το στόχο που του είχε καθοριστεί για την πρώτη επαναληπτική μέτρηση (στην ομάδα με τους καθορισμένους στόχους), για την πρώτη δοκιμασία (διεισδύσεις). Στην ομάδα με τους αυτοκαθοριζόμενους στόχους ζητήθηκε από το δοκιμαζόμενο να καθορίσει ένα δικό του στόχο για την πρώτη δοκιμασία, αφού ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της αρχικής του μέτρησης. Στη συνέχεια, ο αθλητής εκτέλεσε τις δύο προσπάθειες και του ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματά του από τον ερευνητή (στις πειραματικές ομάδες). Ακολούθως, τηρήθηκε η ίδια διαδικασία και για την επόμενη δοκιμασία. Στη δεύτερη και στην τρίτη επαναληπτική μέτρηση, ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με την πρώτη, μόνο που ο δοκιμαζόμενος ή ο ερευνητής ρύθμισε τους στόχους ανάλογα και με τις προηγούμενες μετρήσεις. Στην ομάδα 20
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ελέγχου καθοριζόταν στόχος «κάνε το καλύτερο που μπορείς» σε όλες τις μετρήσεις. Μετά το τέλος των μετρήσεων, ο ερευνητής εξήγησε συνοπτικά το σκοπό της έρευνας. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Οι Πίνακες 1 και 2 παρουσιάζουν τα περιγραφικά στατιστικά των τριών ομάδων για τις εύστοχες διεισδύσεις και τις εύστοχες βολές, στις τέσσερις μετρήσεις, ενώ τα Διαγράμματα 1 και 2 απεικονίζουν γραφικά τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Πίνακας 1. Σύγκριση των τριών ομάδων στις εύστοχες διεισδύσεις στις τέσσερις μετρήσεις (n=10) Ομάδες Αρχική Μέτρηση 1 η Ε. Μ. 2 η Ε. Μ. 3 η Ε. Μ. Μ ΤΑ Μ ΤΑ Μ ΤΑ Μ ΤΑ ΠΟ1 10,00 2,63 10,20 2,15 10,60 2,01 10,80 1,87 ΠΟ2 9,80 2,82 10,10 2,77 10,00 2,87 10,50 2,17 ΟΕ 10,10 1,97 10,40 1,90 10,60 1,65 10,60 2,50 Πίνακας 2. Σύγκριση των τριών ομάδων στις εύστοχες βολές στις τέσσερις μετρήσεις (n=10). Ομάδες Αρχική 1 η Ε. Μ. 2 η Ε. Μ. 3 η Ε. Μ. Μέτρηση Μ ΤΑ Μ ΤΑ Μ ΤΑ Μ ΤΑ ΠΟ1 3,40 1,35 3,50,97 3,90 1,66 3,80 2,10 ΠΟ2 3,30,95 3,10 1,20 3,50 1,27 3,60 1,17 ΟΕ 3,00 1,16 3,20 2,44 3,10 1,73 3,30 1,89 ΟΕ Αρχικά, εξετάστηκαν με απλή ανάλυση διασποράς (ANOVA) οι διαφορές στην αρχική μέτρηση. Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχαν αρχικές διαφορές μεταξύ των ομάδων, τόσο στις διεισδύσεις (F 2, 27 =.037, p >.05) όσο και στις βολές (F 2, 27 =.321, p >.05). Η απουσία διαφορών μεταξύ των ομάδων κατά την αρχική μέτρηση οδήγησε στην επιλογή της 3 x 4 (Πειραματική Συνθήκη x Χρονικό Σημείο Μέτρησης) πολυμεταβλητής ανάλυσης με επαναληπτικές μετρήσεις (repeated measures MANOVA). Επιπλέον, ο έλεγχος της σφαιρικότητας Mauchly (Mauchly s test of sphericity) έδειξε ότι δεν υπάρχει παραβίαση της ομοιογένειας των διασπορών και των συνδιακυμάνσεων. Η πολυμεταβλητή ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ πειραματικής συνθήκης (πειραματική ομάδα με αυτοκαθοριζόμενους στόχους ΠΟ1, πειραματική ομάδα με καθορισμένους στόχους ΠΟ2, ομάδα ελέγχου με «κάνε το καλύτερο που μπορείς» στόχους ΟΕ) και χρονικού σημείου μέτρησης (αρχική μέτρηση, πρώτη επαναληπτική μέτρηση, δεύτερη επαναληπτική μέτρηση, τρίτη επαναληπτική μέτρηση) ως προς τις επιδόσεις των αθλητών στη διείσδυση και τη βολή (Λ =.912, F 12,44 =.172, p >.05, η 2 =.045) (Διαγράμματα 1 και 2). Παράλληλα, ο πολυμεταβλητός έλεγχος δεν έδειξε σημαντική κύρια επίδραση τόσο για τις πειραματικές συνθήκες (Λ =.959, F 4,52 =.272, p > 21
ΕΥΣΤΟΧΕΣ ΒΟΛΕΣ ΕΥΣΤΟΧΕΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΕΙΣ Π.Γ. ΣΑΒΒΑΤΗΣ, Α.Γ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ.Ε. ΓΔΟΝΤΕΛΗ & Ν.Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ.05, η 2 =.021) όσο και για τα χρονικά σημεία μέτρησης (Λ =.757, F 6,22 = 1.177, p >.05, η 2 =.243). 11,00 10,80 10,60 10,40 10,20 10,00 9,80 9,60 9,40 9,20 Α.Μ. 1η Ε. Μ. 2η Ε. Μ. 3η Ε. Μ. ΧΡΟΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΠΟ1 ΠΟ2 ΟΕ Διάγραμμα 1. Σύγκριση των τριών ομάδων στις εύστοχες διεισδύσεις στις τέσσερις μετρήσεις. 4,50 4,30 4,10 3,90 3,70 3,50 3,30 3,10 2,90 2,70 2,50 Α.Μ. 1η Ε. Μ. 2η Ε. Μ. 3η Ε. Μ. ΧΡΟΝΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΠΟ1 ΠΟ2 ΟΕ Διάγραμμα 2. Σύγκριση των τριών ομάδων στις εύστοχες βολές στις τέσσερις μετρήσεις. Στη συνέχεια, εξετάστηκαν οι διαφορές στις τέσσερις διαφορετικές μετρήσεις κάθε ομάδας, για τις διεισδύσεις και τις βολές ξεχωριστά (post hoc repeated ANOVAs). Δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές σε καμία σύγκριση μεταξύ των μετρήσεων. Τέλος, ο έλεγχος γραμμικότητας έδειξε μία σημαντική γραμμική σχέση μεταξύ των μετρήσεων στο πολυμεταβλητό μοντέλο (F 1,27 = 7.310, p =.012, η 2 =.213), όμως δεν έδειξε στατιστικώς σημαντική σχέση μεταξύ των μετρήσεων ξεχωριστά για κάθε πειραματική συνθήκη και δοκιμασία. 22
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε για να εξετάσει την επίδραση διαφορετικών μεθόδων καθορισμού στόχων, στην απόδοση νεαρών καλαθοσφαιριστών στις σύνθετες δεξιότητες της βολής και της διείσδυσης, ενώ ελέγχθηκαν οι υποθέσεις ότι οι δύο πειραματικές ομάδες θα είχαν υψηλότερη απόδοση από την ομάδα ελέγχου και ότι η ομάδα με τους αυτοκαθοριζόμενους στόχους θα έχει υψηλότερη απόδοση από την ομάδα με καθορισμένους στόχους κατά τις επαναληπτικές μετρήσεις και στις δύο δοκιμασίες. Τα αποτελέσματα της έρευνας δεν υποστήριξαν τις υποθέσεις αυτές. Συνολικά, η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι δεν υπάρχει σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των πειραματικών συνθηκών και του χρονικού σημείου μέτρησης, τόσο για τις διεισδύσεις όσο και για τις βολές. Παράλληλα, δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των πειραματικών συνθηκών, όσο και μεταξύ των χρονικών σημείων μέτρησης, παρότι και οι τρεις συνθήκες παρουσίασαν βελτίωση, αλλά μη στατιστικώς σημαντική, από την αρχική στην τρίτη επαναληπτική μέτρηση, όπως διαφαίνεται από τα περιγραφικά στατιστικά και το μέγεθος της επίδρασης (δείκτης η 2 ). Προηγούμενες έρευνες στον αθλητισμό έχουν δείξει ότι ο καθορισμός στόχων επιδρά στη βελτίωση της απόδοσης (Boyce, 1994 Boyce & Wayda, 1994 Γαβριηλίδης, 1997, 2002 Gavriilidis et al., 2005 Goudas, Ardamerinos, Vassiliou, & Zanou, 1999 Hall & Byrne, 1988 Kingdom & Hardy, 1997 Kyllo & Landers, 1995 Lambert et al., 1999 Malliou et al., 1998 Theodorakis, 1995, 1996 Theodorakis, Laparidis, Kioumourtzoglou, & Goudas, 1998). Από τη σχετική βιβλιογραφία υπογραμμίζεται ότι πρέπει να προτιμάται η έρευνα με εξωτερική εγκυρότητα, εάν επιδιώκεται ο καθορισμός στόχων να επιδράσει στην εξάσκηση των αθλητών και για να συνδεθεί η θεωρία με τις πραγματικές συνθήκες (Burton, Weinberg, Yukelson, & Weigand, 1998 Kyllo & Landers, 1995 Lane & Streeter, 2003). Από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας φαίνεται ότι η εξειδίκευση των στόχων (συγκεκριμένοι γενικοί) στο αθλητικό περιβάλλον δεν διαφοροποιεί την απόδοση των αθλητών. Υποστηρίζονται λοιπόν τα αποτελέσματα των ερευνών που δεν έχουν δείξει σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων με συγκεκριμένους στόχους και των ομάδων με στόχους «κάνε το καλύτερο που μπορείς» (Boyce, 1994 Δέρρη & Θεοδωράκη, 1997 Giannini, Weinberg, & Jackson, 1988 Lane & Streeter, 2003 Weinberg et al., 1993 Weinberg et al., 1994). Το γεγονός αυτό μπορεί να οφείλεται στις ιδιαιτερότητες του αθλητικού περιβάλλοντος, στις διαφορετικές μεθοδολογίες των ερευνών, στην απομόνωση μερικών στοιχείων όπως εξειδίκευση, δυσκολία και εγγύτητα, στα χαρακτηριστικά των αθλητών και των δοκιμασιών, όπως και στον αυθόρμητο καθορισμό προσωπικών στόχων από την ομάδα με γενικούς στόχους (Boyce 1994 Filby et al., 1999 Weinberg & Weigand, 1993, 1996). Αναφορικά με το χρονικό περιθώριο βελτίωσης, φαίνεται ότι οι τέσσερις εβδομάδες (δώδεκα παρεμβάσεις) δεν ήταν αρκετές για να προκαλέσουν σημαντικές βελτιώσεις στην απόδοση των πειραματικών ομάδων. Ωστόσο, φάνηκε μία σημαντική γραμμική σχέση μεταξύ των μετρήσεων σε όλες τις ομάδες και τα περιγραφικά στατιστικά φανέρωσαν μία βελτίωση, όχι στατιστικά σημαντική, στην πορεία του χρόνου, ιδιαίτερα από την αρχική στην τρίτη επαναληπτική μέτρηση. Το γεγονός αυτό ίσως οφείλεται στον καθορισμό συγκεκριμένων ή γενικών στόχων, αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως η επίδραση της προπόνησης ή και η εξοικείωση των αθλητών με τις δοκιμασίες. Για την εξαγωγή, λοιπόν, πιο σταθερών και ξεκάθαρων συμπερασμάτων χρειάζεται μεγαλύτερη σε διάρκεια έρευνα και διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση για να μειωθούν οι επιδράσεις από άλλους παράγοντες. Όσον αφορά στη συμμετοχή στον καθορισμό στόχων, τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας τονίζουν ότι η απόδοση των νεαρών αθλητών στις συγκεκριμένες δοκιμασίες δεν επηρεάστηκε από τη διαφοροποίηση των μεθόδων καθορισμού στόχων. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζει τις απόψεις των Locke και Latham (1990), που προτείνουν ότι στα εργασιακά 23
Π.Γ. ΣΑΒΒΑΤΗΣ, Α.Γ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ.Ε. ΓΔΟΝΤΕΛΗ & Ν.Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ περιβάλλοντα, η συμμετοχή των δοκιμαζόμενων στον καθορισμό στόχων δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας για την απόδοσή τους, επεκτείνοντας τις απόψεις τους και στο αθλητικό περιβάλλον. Παράλληλα, τα αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν αυτά των Hall και Byrne (1988) και του Γαβριηλίδη (1997) που δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των συνθηκών με αυτοκαθοριζόμενους στόχους και με στόχους καθορισμένους από τον ερευνητή. Ταυτόχρονα, όμως, τα συμπεράσματα της έρευνας αντικρούουν τα συμπεράσματα του Γαβριηλίδη (1997), ότι σε δύο από τις τέσσερις δοκιμασίες των βολών η ομάδα με τους αυτοκαθοριζόμενους στόχους υπερείχε της ομάδας με τους υψηλούς στόχους, όπως και αυτά του Kirschenbaum (1985), που προτείνει ότι οι αυτοκαθοριζόμενοι στόχοι αυξάνουν περισσότερο την απόδοση από ό,τι οι στόχοι που καθορίζονται από εξωτερική πηγή. Επίσης, αντικρούεται το συμπέρασμα της μετα-ανάλυσης των Kyllo και Landers (1995) ότι στον αθλητικό χώρο οι αυτοκαθοριζόμενοι και οι συμμετοχικοί στόχοι φαίνεται να οδηγούν σε υψηλότερη απόδοση από ό,τι οι καθορισμένοι στόχοι, συμπέρασμα που ταυτίζεται με τις απόψεις των Weinberg και Weigand (1993, 1996). Στην έρευνα αυτή έγινε προσπάθεια να ελεγχθεί η ακρίβεια της πληροφόρησης για όλες τις συνθήκες (Fairall & Rodgers, 1997) και να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά του καθορισμού στόχων σταθερά στις δύο πειραματικές ομάδες, για να φανεί η επίδραση της διαφορετικής συμμετοχής στον καθορισμό στόχων. Οι στόχοι απόδοσης και για τις δύο πειραματικές ομάδες ήταν το ίδιο συγκεκριμένοι και βασίζονταν σε αριθμητικά όρια, που προσπαθούσαν να επιτύχουν οι αθλητές. Όσον αφορά στη δυσκολία των στόχων, επιλέχθηκε η προοδευτική δυσκολία για τους καθορισμένους στόχους, κάτι που υποστηρίζεται από τη βιβλιογραφία (Boyce, 1994 Jones & Cale, 1997). Στην ομάδα με τους αυτοκαθοριζόμενους στόχους, οι αθλητές επικεντρώθηκαν σε μια διαδικασία κλιμάκωσης στόχων προοδευτικής δυσκολίας (Γαβριηλίδης, 2002 Zimmerman & Kitsantas, 1996) και φαίνεται να προσάρμοζαν τους στόχους τους με βάση την αντιλαμβανόμενη ικανότητά τους και τις απαιτήσεις των συνθηκών της συγκεκριμένης ημέρας (Boyce & Wayda, 1994). Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι η εφαρμογή του καθορισμού στόχων μόνο κατά τις μετρήσεις δεν βελτιώνει σημαντικά την απόδοση μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Η παρούσα έρευνα αποτελεί ένα πρώτο βήμα για τη διερεύνηση του καθορισμού στόχων σε περιβάλλον με οικολογική εγκυρότητα και για την ανάπτυξη μιας εφαρμοσμένης μεθοδολογίας, που θα μπορεί να ακολουθηθεί από τους προπονητές και τους αθλητές. Τέλος, χρειάζεται διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος για να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος αυτή από τους αθλητές, τους προπονητές ή και τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής ώστε να δώσει τα μέγιστα οφέλη. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bandura, A. (1997). Self-efficacy: The exercise of control. New York. W. H. Freeman. Bar-Eli, M., Tenenbaum, G., Pie, J., Btesh, Y., & Almog, A. (1997). Effect of goal difficulty, goal specificity and duration of practice time intervals on muscular endurance performance. Journal of Sport Sciences, 15, 125-135. Boss, K. (1988). Heidelberger Basketball Test. Leistungssport, 2, 17-24. Boyce, B. A. (1994). The effects of goal setting on performance and spontaneous goal-setting behavior of experienced pistol shooters. The Sport Psychologist, 8, 87-93. Boyce, B. A., & Wayda, K. V. (1994). The effects of assigned and self-set goals on task performance. Journal of Sport & Exercise Psychology, 16, 258-269. Burton, D., Weinberg, R., Yukelson, D., & Weigand, D. (1998). The goal effectiveness paradox in sport: examining the goal practices of collegiate athletes. The Sport Psychologist, 12, 404-418. 24
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ Γαβριηλίδης, Α. (1997). Ο ρόλος της στοχοθέτησης στην αυτοαποτελεσματικότητα και στην ευστοχία των καλαθοσφαιριστών. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών. ΤΕΦΑΑ, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γαβριηλίδης, Α. (2002). Η επίδραση του αυτοπροσδιοριζόμενου καθορισμού στόχων στην αυτοαποτελεσματικότητα και την απόδοση των καλαθοσφαιριστών. Αθλητική Ψυχολογία, 13, 71-89. Δέρρη, Β., & Θεοδωράκης, Γ. (1997). Η επίδραση της ομαδικής και ατομικής δέσμευσης αθλητών μπάσκετ στους στόχους τους. Άθληση & Κοινωνία, 16, 55-63. Elston, T., & Ginis, K. (2004). The Effects of Self-Set Versus Assigned Goals on Exercisers Self-Efficacy for an Unfamiliar Task. Journal of Sport & Exercise Psychology, 26, 500-504. Fairall. G. D., & Rodgers. M. W. (1997). The Effects of Goal-Setting Method on Goal Attributes in Athletes: A Field Experiment. Journal of Sport & Exercise Psychology, 19, 1-16. Filby, W. C., Maynard, I. W., & Graydon, J. K. (1999). The effects of multiple goal strategies on performance outcomes in training and competition. Journal of Applied Sport Phychology, 11, 230-246. Giannini, M. J., Weinberg, S. R., & Jackson, J. A. (1988). The effects of mastery, competitive, and cooperative goals on the performance of simple and complex basketball skills. Journal of Sport & Exercise Psychology, 10, 408-417. Gavriilidis, A., Skordilis, K. E., Spartali, I., & Gdondeli, K. (2005). The effect of a goal setting program on basketball skills and self-efficacy of adolescents. International Journal of Fitness, 1, 61 75. Getz, G. E., & Rainey, D. W. (2001). Flexible short-term goals and basketball shooting performance. Journal of sport behaviour, 24, 31-41. Goudas, M., Dermitzaki, I., Leondari, A., & Danish, S. (2006). The effectiveness of teaching a life skills program in a physical education context. European Journal of Psychology of Education, 21, 429-438. Hall, H., & Byrne, T. (1988). Goal setting in sports: Clarifying anomalies. Journal of Sport & Exercise Psychology, 10, 189-192. Jones, G., & Cale, A. (1997). Goal difficulty, anxiety and performance. Ergonomics, 40, 319-333. Kingdom, K.M., & Hardy, L. (1997). Effects of different types of goals on process that support performance. The Sport Psychologist, 11, 277-293. Kirschenbaum, D. (1985). Proximity and specificity of planning: A position paper. Cognitive Therapy and Research, 9, 43-54. Kyllo, L., & Landers, D. (1995). Goal Setting in Sport and Exercise: A Research Synthesis to Resolve the Controversy. Journal of Sport & Exercise Psychology, 17, 117-137. Lambert, M. S., Moore, W. D., & Dixon, S. R. (1999). Gymnasts in training: The Differential effects of self- and coach-set goals as a function of locus of control. Journal of Applied Sport Psychology, 11, 72-82. Lane, A., & Streeter, B. (2003). The effectiveness of goal setting as a strategy to improve basketball shooting performance. International journal of sport psychology, 34, 138-150. Lerner, S. B., & Locke, A. E. (1995). The effects of goal setting, self-efficacy, competition, and personal traits on the performance of an endurance task. Journal of Sport & Exercise Psychology, 17, 138-152. Lerner, B., Ostrow, A., Yura, M., & Etzel, E. (1996). The effects of goal-setting and imagery training programs on the free-throw performance of female collegiate basketball players. The Sport Psychologist, 10, 382-397. 25
Π.Γ. ΣΑΒΒΑΤΗΣ, Α.Γ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Μ. ΨΥΧΟΥΝΤΑΚΗ, Κ.Ε. ΓΔΟΝΤΕΛΗ & Ν.Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Locke, E., & Latham, G. (1990). A theory of goal setting and task-performance. Eaglewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. Malliou, P., Beneka, A., Ginnekopoulos, K., Aggeloysis, N., & Theodorakis, Y. (1998). Goalsetting: An efficient way to maximise isokinetic performance. Isokinetics and Exercise Science, 7, 11-17. Οικονομόπουλος, Γ., Τζέτζης, Γ., & Κιουμουρτζόγλου, Ε. (2003). Η επίδραση της μεθόδου καθορισμού στόχων στην απόδοση καλαθοσφαιρικών δεξιοτήτων σε παιδιά ηλικίας 10-11 ετών. Φυσική Αγωγή και Αθλητισμός, 49, 41-49. Papacharisis, V., Goudas, M., Danish, S., & Theodorakis, Y. (2005). The Effectiveness of Teaching a Life Skills Program in a Sport Context. Journal of Applied Sport Psychology, 17, 247-254. Papaioannou, A., Theodorakis, Y., Ballon, F., & Auwelle, Y. (2004). Combined effect of goal setting and self-talk in performance of a soccer-shooting task. Perceptual and Motor Skills, 98, 89-99. Perkos, S., Theodorakis, Y., & Chroni, S. (2002). Enhancing performance and skill acquisition in novice basketball players with instructional self-talk. The sport psychologist, 16, 368-383. Swain, Α., & Graham, J. (1995). Effects of goal-setting interventions on selected basketball skills: a single-subject design. Research Quarterly for Exercise and Sport, 66, 51-13. Theodorakis, Y. (1995). Effects of self-efficacy, satisfaction and personal goals on swimming performance. The Sport Psychologist, 9, 245-253. Theodorakis, Y. (1996). The influence of goals, commitment, self-efficacy and selfsatisfaction on motor performance. Journal of Applied Sport Psychology, 8, 171-182. Theodorakis, Y., Laparidis, K., Kioumourtzoglou, E., & Goudas, M. (1998). Combined effects of goal setting and performance feedback on performance and physiological response on a maximum effort task. Perceptual and Motor Skills, 86, 1035-1041. Thomas, R. J., & Nelson, K. J. (2002a). Μέθοδοι έρευνας στη φυσική δραστηριότητα (Τόμος Α). Κ. Καρτερολιώτης, Επιμέλεια Έκδοσης. Εκδόσεις Πασχαλίδη. Tzetzis, G., Kioumourtzogliou, E., & Mavromatis, G. (1997). Goal setting and feedback for the development of instructional strategies. Perceptual and Motor Skills, 84, 1411-1427. Wanlin, M. C., Hrycaiko, W. D., Martin, L. G., & Mahon, M. (1997). The effects of a goalsetting package on the performance of speed skaters. Journal of Applied Sport Psychology, 9, 212-228. Weinberg, R., Burton, D., Yukelson, D., & Weigand. D. (1993). Goal setting in competitive sport: An exploratory investigation of practices of collegiate athletes. The Sport Psychologist, 7, 275-289. Weinberg, R., Butt, J., Knight, B., & Perritt, N. (2001). Collegiate coaches perceptions of their goal-setting practices: A qualitative investigation. Journal of Applied Sport Psychology, 13, 374-398. Weinberg, R. S., & Gould, D. (1999). Foundations of Sport and Exercise Psychology. Champaign, IL: Human Kinetics. Weinberg, R., Stitcher, T., & Richardson, P. (1994). Effects of a seasonal goal-setting program on lacrosse performance. The Sport Psychologist, 8, 166-175. Weinberg, R., & Weigand, D. (1993). Goal setting in sport and exercise: a reaction to Locke. Journal of Sport & Exercise Psychology, 15, 88-96. Weinberg, R., & Weigand, D. (1996). Let the discussions continue: A reaction to Locke s comments on Weinberg and Weigand. Journal of Sport & Exercise Psychology, 18, 89-93. Zimmerman, B. J., & Kitsantas, A. (1996). Self-regulated learning of a motoric skill: The role of goal-setting and self-monitoring. Journal of Applied Sport Psychology, 8, 60-75. 26