Ένα χρόνο µετά τη δηµοσίευση της τρίτης έκθεσης για τη συνοχή : σκέψεις της CRPM για το µέλλον της περιφερειακής πολιτικής µετά το 2006 Προοίµιο : Κείµενο που εγκρίθηκε από το Πολιτικό Γραφείο της CRPM Poitiers, 2/3 εκεµβρίου 2002 Πέρασαν ήδη δύο σχεδόν χρόνια από τη µέρα που ο Επίτροπος Barnier έδωσε το έναυσµα για τη δηµόσια συζήτηση γύρω από το µέλλον της περιφερειακής πολιτικής, µε την ευκαιρία της δηµοσιοποίησης της δεύτερης έκθεσης για τη συνοχή, τον Ιανουάριο 2001. Ένα είδος συναίνεσης, που υποστηρίζουµε θερµά, φαίνεται ότι διαγράφεται σε ότι αφορά το µέλλον του στόχου 1 (όριο επιλεξιµότητας σταθερό στο 75%) καθώς και σε ότι αφορά την αντιµετώπιση των περιφερειών που θα χάσουν αυτή την επιλεξιµότητα στο στόχο 1 από απλή στατιστική επίπτωση. Ένα µεγάλο, όµως, µέρος της συζήτησης παραµένει ανοικτό, ως προς την εξέλιξη του στόχου 2 και, σε µικρότερο βαθµό, ως προς το µέλλον των κοινοτικών πρωτοβουλιών. Στα θέµατα αυτά, τρεις µόνο βασικές κατευθύνσεις φαίνεται να κατοχυρώνουν γενικότερη υποστήριξη : - Η θέληση να διατηρηθεί µια πολιτική και εκτός στόχου 1. - Η ανάγκη για απλούστευση της σηµερινής πολιτικής, ώστε να καταστεί ευρύτερα κατανοητή από τους ενδιαφερόµενους παράγοντες αλλά και τους απλούς πολίτες. - Η θέληση για τη συνέχιση των πολιτικών συνεργασίας, χωρίς όµως συγκεκριµένο, για την ώρα, περιεχόµενο. Τα σηµεία αυτά, που δε φαίνεται να δηµιουργούν πρόβληµα, δεν πρέπει ωστόσο να αποσπάσουν την προσοχή µας από την άκρα αοριστία που χαρακτηρίζει αρκετές άλλες θεµελιώδεις κατευθύνσεις. Γιατί ενώ είµαστε θερµοί υποστηρικτές µιας περιφερειακής πολιτικής προς όφελος των εκτός στόχου 1 περιφερειών, γνωρίζουµε καλά πως η πολιτική αυτή πρέπει να έχει πραγµατικά πολιτικό νόηµα και συνεκτικότητα τόσο στο περιεχόµενό της όσο και στα µέσα που θα διαθέτει : ναι σε µια νέα πολιτική στόχου 2, όχι σε µια «απλουστευτική» πολιτική ή σε µια πολιτική «τεχνασµάτων». Στη φάση αυτή των συζητήσεων, θεωρούµε λοιπόν σηµαντικό να υπογραµµίσουµε : 1. Τα σηµεία της σηµερινής πολιτικής που, έχοντας αποδείξει την αξία τους, θα πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθούν και µετά το 2006 2. Τις υποθέσεις εργασίας που θεωρούµε απαράδεκτες 3. Τις σκέψεις και εµβαθύνσεις που χρειάζονται ακόµη συζήτηση και περαιτέρω διευκρίνιση, και για τις οποίες εκθέτουµε εδώ τον προβληµατισµό µας 1. Τα σηµεία που πρέπει να διατηρηθούν a. Η αρχή του σχεδιασµού σε περιφερειακό επίπεδο Άµεσο κληροδότηµα των πρώτων περιόδων προγραµµατισµού της περιφερειακής πολιτικής από το 1989 ήδη, και πεµπτουσία της διαρθρωτικής κοινοτικής παρέµβασης, η αρχή του σχεδιασµού σε περιφερειακό επίπεδο συνέβαλε αποφασιστικά στην ποιοτική βελτίωση αρκετών δηµόσιων πολιτικών µε χωροταξικές επιπτώσεις. Το περιφερειακό επίπεδο απέδειξε ιδίως την καταλληλότητά του για τη σύλληψη και αποτελεσµατική εφαρµογή αναπτυξιακών στρατηγικών που να παίρνουν υπόψη τους συνολικά µια γεωγραφική περιοχή, µε τις πόλεις, τον περιαστικό χώρο και την ύπαιθρό της. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η αναγνώριση της αξίας του περιφερειακού επιπέδου για την εφαρµογή ορισµένων δηµόσιων πολιτικών συνοδεύτηκε µάλιστα σε θεσµικό επίπεδο και από την εκχώρηση ευρύτερων αρµοδιοτήτων, πράγµα που, σε άλλες, αποτελούσε ήδη µια στέρεα ριζωµένη παράδοση. Η περιφερειακή ανάπτυξη σχεδιάζεται έτσι σε περιφερειακό επίπεδο (όπως είναι προφανές) σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, ακόµη και στις πιο συγκεντρωτικές (Ελλάδα και Πορτογαλία π.χ.). Η αρχή αυτή θεωρείται άλλωστε ως ένας από τους πυλώνες του κοινοτικού κεκτηµένου και οι χώρες της διεύρυνσης αναπτύσσουν όλες αυτή την εποχή βαθύτατο προβληµατισµό γύρω από την οργάνωση του χώρου τους σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να προετοιµάσουν µε καλύτερους όρους την ένταξή τους, ακόµη κι αν αυτή η διαδικασία απαιτήσει πολύ χρόνο. 1
Πρόκειται για µια αρχή που δεν δηµιούργησε ποτέ ιδιαίτερο πρόβληµα. Αντιθέτως. Όλες ανεξαιρέτως οι αντικειµενικές αξιολογήσεις έχουν αποδείξει την αξία αυτής της προσέγγισης. Στις απαρχές, ωστόσο, αυτής της περιόδου σχεδιασµού, ακούγονται φωνές που την αµφισβητούν : - Προσπάθειες για ενίσχυση των αρµοδιοτήτων του εθνικού επιπέδου µε πρόσχηµα τη συγκυριακή µείωση των δηµοσίων πόρων (η έκφραση «επανεθνικοποίηση» βρίσκει ενίοτε ακροατήριο πέρα κι από το χώρο του διαλόγου µε το ευρωπαϊκό επίπεδο). - Μια τάση για θεώρηση στην ίδια βάση του περιφερειακού επιπέδου µε τα κατώτερα ενδιάµεσα διοικητικά επίπεδα (κυρίως τους δήµους), ενώ η καταλληλότητα του περιφερειακού στη σύλληψη και συνεκτική ανάληψη των δηµοσίων παρεµβάσεων δεν µπορεί σε καµιά περίπτωση να αµφισβητηθεί. Πρέπει λοιπόν να διακηρύξουµε ξανά µε σθένος και µεγαλόφωνα τη βαθύτατη πεποίθησή µας πως το περιφερειακό επίπεδο είναι το καταλληλότερο για την εφαρµογή των πολιτικών συνοχής, χωρίς αυτό να σηµαίνει φυσικά πως αρνούµαστε την αναγκαιότητα κοινοτικών παρεµβάσεων προς όφελος όλων των ενδιάµεσων διοικητικών επιπέδων. Υποστηρίζουµε απλά πως όλες αυτές οι παρεµβάσεις χρειάζονται απαραιτήτως συντονισµό σε περιφερειακή κλίµακα. b. Ο πολυετής προγραµµατισµός Ο πολυετής χαρακτήρας των διαρθρωτικών παρεµβάσεων αποτέλεσε µείζονα πρόοδο στην εφαρµογή των δηµόσιων πολιτικών. Επιτρέπει την συνεκτική άσκηση µεσοπρόθεσµης και µακροπρόθεσµης στρατηγικής, διασφαλίζοντας τη συνοχή των διάφορων σχεδιαζόµενων δράσεων. Θεωρούµε αυτονόητο πως και η επόµενη περίοδος σχεδιασµού θα συνεχίσει να εφαρµόζει αυτή την αρχή και δεν θα επανέλθει σε παλαιότερες πρακτικές συγκυριακών προσεγγίσεων και προγραµµάτων κατά περίσταση. c. Η εταιρική συνεργασία Η αρχή της εταιρικής συνεργασίας αποτελεί ασφαλώς ένα από τα θετικότερα γνωρίσµατα της σηµερινής γενιάς των διαρθρωτικών πολιτικών, ενώ διαθέτει ταυτόχρονα και τα µεγαλύτερα περιθώρια επέκτασης στην εφαρµογή της. Αν και έχουν σηµειωθεί µεγάλα βήµατα στην κινητοποίηση των περιφερειακών κοινωνικο οικονοµικών παραγόντων, η εταιρική συνεργασία παρουσιάζει ακόµη ελλείµµατα σε πολλά επίπεδα που σχετίζονται περισσότερο µε µια προσέγγιση «διακυβέρνησης» : - Στην κατανοµή των στρατηγικών στόχων µεταξύ του εθνικού, περιφερειακού και των κατώτερων ενδιάµεσων επιπέδων, για την άσκηση των στρατηγικών της περιφερειακής ανάπτυξης. - Στον συντονισµό ορισµένων δράσεων των κλιµακίων του ίδιου επιπέδου : διακυβερνητική συνεργασία, διαπεριφερειακή διασυνοριακή συνεργασία και συνεργασία µεταξύ δήµων. Οι οδοί ανίχνευσης που προωθούν το ενδεχόµενο τριµερών συµβάσεων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των Χωρών και των Περιφερειών, δείχνουν, κατά τη γνώµη µας, προς την ορθή κατεύθυνση. Η πρόοδος που σηµειώθηκε ήδη µε την αρχή της υπογραφής συµβάσεων µεταξύ των διαφόρων κλιµακίων διακυβέρνησης θα κερδίσει έτσι σε αποτελεσµατικότητα. Αποµένει µόνο να ξεκαθαριστεί µε ποιο τρόπο οι συµβατικές αυτές σχέσεις θα µπορούσαν να βρουν περισσότερο ευέλικτη εφαρµογή στις χώρες εκείνες που χαρακτηρίζονται από ισχυρές θεσµικές διαφορές. d. Η συγκέντρωση Η αρχή της συγκέντρωσης συνδέεται άρρηκτα µε την πολιτική της συνοχής, πράγµα που σηµαίνει ότι ο στόχος 1 θα συνεχίσει να αποτελεί προτεραιότητα της Ένωσης αφενός, και ότι είναι δυνατόν αφετέρου να σχεδιαστεί µια πραγµατική συγκέντρωση των µέσων, σε συνδυασµό µε το σύστηµα των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης, στο πλαίσιο του µελλοντικού στόχου 2. Είναι αδιανόητο να φανταστούµε πως οι περιφέρειες εκτός στόχου 1 θα µπορούσαν π.χ. να καλυφθούν µε το ίδιο επίπεδο χρηµατοοικονοµικής έντασης, ανεξάρτητα από το αναπτυξιακό τους επίπεδο. Χρειάζεται λοιπόν να επινοήσουµε ένα σύστηµα θετικής µειονεκτικής αντιµετώπισης στην κατανοµή των οικονοµικών παροχών, σαν αυτό που εφαρµόζεται ήδη για το στόχο 1. 2
2. Οι έννοιες που θα έπρεπε να εξοβελιστούν : Η επισήµανση των ως άνω θεµελιωδών στοιχείων µας οδηγεί στην αποφασιστική απόρριψη ορισµένων εννοιών που τους τελευταίους µήνες τείνουν να αποπροσανατολίσουν τις συζητήσεις. a. Η επανεθνικοποίηση της περιφερειακής πολιτικής Η περιφερειακή πολιτική αποτελεί τη δεύτερη κοινή πολιτική της ΕΕ από άποψη ύψους πιστώσεων, αµέσως µετά την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Αποτελεί ένα ισχυρής πολιτικής σηµασίας σύµβολο της Ένωσης, που συνέβαλε στην ενσωµάτωση πολλών πολιτικών και κοινωνικο οικονοµικών παραγόντων στην ευρωπαϊκή περιπέτεια. Αποτελεί, από την άποψη αυτή τον πυλώνα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκε µια πραγµατικά δηµοκρατική ευρωπαϊκή ζωή στα επιλέξιµα εδάφη. Επανεθνικοποίηση της περιφερειακής πολιτικής σηµαίνει αµφισβήτηση ολόκληρου του οικοδοµήµατος αυτού, άρνηση της αλληλεγγύης µεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, σύνοψη της πολυµορφίας και του πλούτου του ευρωπαϊκού χώρου σε κάποιες απλές µεταφορές κονδυλίων µεταξύ χωρών µελών, σηµαίνει αποκλεισµό των οργανισµών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης από την ευρωπαϊκή οικοδόµηση. Η επανεθνικοποίηση της περιφερειακής πολιτικής δεν έχει το παραµικρό πολιτικό νόηµα. Κατά τη γνώµη µας δεν υπάρχουν ανοικτές µπροστά µας παρά δύο µόνο επιλογές : - Η διατήρηση των θεµελιωδών αρχών της σηµερινής πολιτικής, που επιτρέπουν σε όλους τους οργανισµούς τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης να εµπλέκονται στην ευρωπαϊκή δηµοκρατική ζωή. Γιατί µια κοινοτική πολιτική προϋποθέτει όντως και κοινοτική προσέγγιση. - Ή, διαφορετικά, η πλήρης και απόλυτη εγκατάλειψη της κοινοτικής πολιτικής για την περιφερειακή ανάπτυξη των περιοχών εκτός στόχου 1 - µια σαφής οπισθοδρόµηση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η επανεθνικοποίηση της περιφερειακής πολιτικής δεν µπορεί παρά να εκφράσει ένα στρεβλό κι αντιφατικό συµβιβασµό των δύο αυτών επιλογών. b. Τα συστήµατα των προκηρύξεων έργων Ανάµεσα στις πρώτες οδούς ανίχνευσης, εµφανίζεται σε προνοµιακή θέση και η ιδέα για την προώθηση συστηµάτων προκήρυξης έργου σε κοινοτικό και/ή εθνικό επίπεδο. Κάθε πολιτική εκτός στόχου 1, εν ολίγοις, θα µπορούσε να συνοψιστεί σε µερικές προκηρύξεις σε ευρωπαϊκό και/ή εθνικό επίπεδο για την προώθηση των «πληρέστερων φακέλων», θέτοντας παιδαριωδώς σε ανταγωνισµό τους οργανισµούς τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Η υπόθεση αυτή είναι απαράδεκτη για πολλούς λόγους : - Εµπεριέχει τον κίνδυνο µιας επανεθνικοποίησης από το παράθυρο. - Αφήνει ανοικτό το πρόβληµα του επιπέδου της αρχής διαιτησίας. - Θέτει τους οργανισµούς τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης σε κατάσταση απόλυτης ανευθυνότητας. - Προωθεί µια λογική του τύπου «ας κερδίσει ο καλύτερος», εντελώς ξένη προς το όραµα µιας Ευρώπης αλληλέγγυας, που υποστηρίζουµε τώρα και 30 χρόνια. - Μεροληπτεί, µε τον ανταγωνισµό των περιοχών, υπέρ των καλύτερα οργανωµένων και σε βάρος εκείνων που έχουν τις περισσότερες ανάγκες, ενισχύοντας έτσι την «Ευρώπη των εκλεκτών» σε βάρος µιας «Ευρώπης των πολιτών». - Έρχεται σε απόλυτη αντίθεση µε τις 4 µεγάλες αρχές που αναφέρθηκαν στο σηµείο 1, και ιδίως µε το σχεδιασµό και τη συγκέντρωση. Αν και κατανοούµε ότι τέτοιες µέθοδοι µπορούν να χρησιµοποιηθούν για πιλοτικά καινοτοµικά έργα, θεωρούµε πως το mainsteam της περιφερειακής πολιτικής αποτελεί εντελώς διαφορετική περίπτωση. Ελπίζουµε πως οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της δεύτερης έκθεσης για τη συνοχή δεν µπορούν να οδηγήσουν σε κάτι τέτοιο, αλλά υπονοούν, αντίθετα, εντελώς διαφορετικές διαδικασίες εφαρµογής, σε περιφερειακό ιδίως επίπεδο. Το υπόµνηµα αυτό θα προτείνει µια τέτοια δυνατή εφαρµογή. 3
3. Η αρχιτεκτονική της µελλοντικής περιφερειακής πολιτικής: συµβολή στην πορεία του προβληµατισµού a. Μια επιλεξιµότητα για όλες τις περιφέρειες Εφόσον η προτεραιότητα της επόµενης περιόδου προγραµµατισµού θα είναι, όπως είναι φυσικό, η διεύρυνση, θεωρούµε επίσης βασικό να εκµεταλλευτούµε την ευκαιρία για να ξαναθέσουµε επί τάπητος συνολικά την περιφερειακή πολιτική, ώστε να τη µετατρέψουµε σε ένα απλό, κατανοητό και προωθητικό εργαλείο για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Η προσπάθεια ωστόσο αυτή για ευκρίνεια και αποσαφήνιση της κοινοτικής δράσης δεν έχει νόηµα παρά µόνο αν σέβεται την αρχή της συγκέντρωσης κι αν λαµβάνει υπόψη της µε αντικειµενικό τρόπο την ποικιλοµορφία των χωροταξικών δεδοµένων µεταξύ Χωρών και Περιφερειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η τακτική των µεταµεσονύκτιων διαπραγµατεύσεων, που σηµάδεψαν τη Σύνοδο του Βερολίνου το 1999 δεν ταιριάζει, κατά τη γνώµη µας, µε τη βούληση για µεγαλύτερη διαφάνεια της κοινοτικής δράσης και για βελτιωµένη διακυβέρνηση. Ο ευρωπαϊκός διάλογος δεν µπορεί να περιοριστεί σε διαπραγµατεύσεις διαδρόµου και σε ύποπτες χρηµατοοικονοµικές διαιτησίες, χωρίς να απαξιωθεί πλήρως στα µάτια του κοινού κάθε χώρας. Ας ελπίσουµε πως οι εργασίες που διεξάγονται τώρα στους κόλπους της Συντακτικής Συνέλευσης θα συµβάλουν στην επιδιωκόµενη αυτή διαφάνεια. Είµαστε πεπεισµένοι για την απόλυτη ανάγκη να εµπλακούν όλες οι περιοχές της Ένωσης στην υπόθεση της περιφερειακής πολιτικής, αν θέλουµε να καταστήσουµε την Ευρώπη το καθηµερινό µέληµα των πάντων. Αυτό σηµαίνει πρώτα απ όλα την εγκατάλειψη κάθε διάκρισης σε υποπεριφερειακές ζώνες, γιατί η διάκριση αυτή αποτελεί σήµερα πηγή περιπλοκών και αδικιών µάλλον, παρά αποτελεσµατικότητας. Αυτό σηµαίνει επίσης επιλεξιµότητα για όλες τις ευρωπαϊκές περιφέρειες, πράγµα που, στο κάτω κάτω, δεν θα αποτελεί κατ ουσία και νεωτερισµό, αφού ήδη όλες λίγο πολύ επωφελούνται από τα διαρθρωτικά ταµεία είτε απευθείας είτε µέσα από τις κοινοτικές πρωτοβουλίες και τις καινοτόµες δράσεις. Την περίοδο προγραµµατισµού 2000-2006 δεν υπάρχουν έτσι ευρωπαϊκές περιφέρειες που να µην είναι επιλέξιµες στην µια ή την άλλη κατηγορία δράσεων. Θεωρούµε λοιπόν απλούστερο και διαφανέστερο τον συντονισµό της πραγµατικότητας αυτής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε κάθε περιφέρεια της Ένωσης. Θα επανέλθουµε σ αυτό στις προτάσεις µας. b. Μεταβαλλόµενη χρηµατοδοτική ένταση σε συσχετισµό µε την πολιτική των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης : διάγραµµα αρχής Μια τέτοια επιλογή, εντούτοις, δεν µπορεί να εφαρµοστεί παρά µόνο αν εξασφαλιστεί πραγµατική δικαιοσύνη στην κατανοµή των περιφερειακών πιστώσεων που θα προβλέπει για την υλοποίησή της ο ευρωπαϊκός προϋπολογισµός. Η διακύµανση της κοινοτικής ενίσχυσης θα πρέπει να εξαρτηθεί, όπως και κατά το παρελθόν, από κάποιους δείκτες εθνικού και περιφερειακού χαρακτήρα, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπεται, κατά την παροχή αυτών των ενισχύσεων, η αρχή της συγκέντρωσης. Ο συνηµµένος πίνακας δίδει µια εικόνα της κατανοµής του ευρωπαϊκού πληθυσµού στην περίπτωση των 27, συναρτήσει του επιπέδου του ΑΕΠ των Χωρών και Περιφερειών, στην προοπτική δηλαδή της πιθανής ένταξης της Βουλγαρίας και Ρουµανίας το 2007. Ο µέσος κοινοτικός όρος όµως έχει υπολογιστεί µε 25 µέλη, όπως υποδεικνύεται στην ενδιάµεση έκθεση της Επιτροπής, που δηµοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2002. Τα στοιχεία του ΑΕΠ είναι εκείνα του 1999. Ο πίνακας περιγράφει αρκετά παραστατικά την κατάσταση που θα αντιµετωπίσει πιθανότατα ο ευρωπαϊκός πληθυσµός την πρώτη Ιανουαρίου 2007 σε ότι αφορά την περιφερειακή πολιτική: - Το 29,5% του πληθυσµού θα είναι επιλέξιµο στο στόχο 1, γνωρίζοντας ότι το 17% του ευρωπαϊκού πληθυσµού θα ζει σε περιφέρειες µε κατά κεφαλή ΑΕΠ σε ΜΑ κατώτερο του 50% του µέσου ευρωπαϊκού. Θεωρούµε, από την άποψη αυτή, λυπηρή τη διαπίστωση ότι οι φτωχότερες περιφέρειες θα εισπράξουν ενισχύσεις σε ευρώ ανά κάτοικο, µικρές σχετικά σε σχέση µε αυτές που ίσχυσαν κατά τις προηγούµενες διευρύνσεις. Ο περιορισµός των κοινοτικών συγχρηµατοδοτήσεων κατ ανώτατο όριο στο 4% του εθνικού ΑΕΠ, θα περιορίσει και τις ενισχύσεις σε 50 περίπου ευρώ/κατ. στη Βουλγαρία και Ρουµανία, και σε 100 περίπου ευρώ ανά κάτοικο στις βαλτικές Χώρες ή σε 150 στην Πολωνία. Ο µέσος όρος των ενισχύσεων ανά κάτοικο ήταν, για σύγκριση, της τάξης των 220 ευρώ/κατ. µεταξύ του 1994 4
και 1999 για το στόχο 1. Μια αύξηση του ποσοστού της κοινοτικής συγχρηµατοδότησης θα ήταν περισσότερο σύµφωνη µε την ιδέα µιας Ευρώπης αλληλέγγυας απ όσο η αρχή αυτού του ανώτατου ορίου. - Το 8,5% του πληθυσµού θα βρεθεί σε phasing out από το στόχο 1, το 5% από απλή στατιστική επίπτωση (συνέπεια, δηλαδή, της πτώσης του µέσου κοινοτικού ΑΕΠ) και το άλλο 3,5% µηχανικά (λόγω, δηλαδή, της ανάπτυξης της περιφέρειας). Θα είναι, από την άποψη αυτή, σηµαντικό να προβλεφθεί αυξηµένη οικονοµική στήριξη και ειδικές πρόνοιες για τις αποκαλούµενες «στατιστικές» εξόδους, ώστε οι περιφέρειες της κατηγορίας αυτής να µην αποτελέσουν τα πρώτα χρηµατοοικονοµικά θύµατα των διευρύνσεων. - Το 62% του πληθυσµού (300 δηλαδή περίπου εκατοµµύρια κατοίκων) θα είναι δυνητικά επιλέξιµο στο νέο στόχο 2 σε µια ευρύτατη κλίµακα καταστάσεων, αν εφαρµοστεί αποκλειστικά το κριτήριο του ΑΕΠ. Η ποικιλοµορφία αυτή και µόνο δικαιολογεί αφ εαυτής την υιοθέτηση διαφορετικών χρηµατοδοτικών εντάσεων τόσο µεταξύ των χωρών όσο και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας. Γνωρίζοντας ότι εφόσον διατηρηθεί ο προϋπολογισµός της πολιτικής για τη συνοχή στο 0,45% του κοινοτικού ΑΕΠ, ο στόχος 1 και το phasing out θα δεσµεύσουν τα δύο τρίτα περίπου του κοινοτικού προϋπολογισµού (συναρτήσει της πραγµατικής δυνατότητας των χωρών της διεύρυνσης να καλύψουν την εθνική τους συµµετοχή), αποµένει να διευκρινιστεί ο τρόπος µιας δίκαιας κατανοµής του κοινοτικού προϋπολογισµού µεταξύ των περιφερειών του µελλοντικού στόχου 2. Στη σηµερινή φάση των σχετικών προβληµατισµών θεωρούµε ουσιώδες να υπερασπιστούµε κάποιες βασικές αρχές : a) Η κατανοµή των προβλεποµένων πιστώσεων θα εξακολουθήσει να πραγµατοποιείται µεταξύ των Χωρών πριν γίνει η διάθεσή τους σε περιφερειακό επίπεδο. Σε ότι αφορά την πρώτη, εθνική κατανοµή των πιστώσεων, µας φαίνεται λογική η υιοθέτηση του ΑΕΠ και του πληθυσµού ως των βασικών δεικτών για τη διαµόρφωση της κατανοµής. Η ριζική όµως αναµόρφωση του στόχου 2 αποκλείει την προσφυγή στα ίδια κριτήρια όπως κατά το παρελθόν. b) Στο επίπεδο της κατανοµής µεταξύ των περιφερειών της ίδιας χώρας, θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν διάφοροι δείκτες, καθώς το σηµαντικό είναι να πρυτανεύσει η ενιαία λογική της κοινοτικής παρέµβασης. Θα ήταν έτσι δίκαιο να επιλεγούν επίπεδα επιδότησης ανάλογα µε τον περιφερειακό πλούτο, συµπληρώνοντας ή σταθµίζοντας αυτό το κριτήριο µε οποιοδήποτε άλλο που θα προκρινόταν ως αντιπροσωπευτικό και κατάλληλο (ανεργία, προσπελασιµότητα, πληθυσµιακή πυκνότητα, κ.λπ...). Ας ελπίσουµε ότι οι εργασίες του ORATE και της ευρωπαϊκής Επιτροπής θα επιτρέψουν σύντοµα ουσιαστική πρόοδο στις σχετικές αναλύσεις. c) Στο πνεύµα αυτό θεωρούµε σηµαντική την επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής για τις περιοχές που πλήττονται από µόνιµα µειονεκτήµατα (νησιά, αραιοκατοικηµένες περιοχές, ορεινές ζώνες, αποµονωµένη ύπαιθρος). Η προσφυγή σε δείκτες όπως η χαµηλή πληθυσµιακή πυκνότητα και η προσπελασιµότητα αξίζει, όπως φαίνεται, να διερευνηθεί στο µέτρο που η πυκνότητα των παρεχοµένων στον πληθυσµό υπηρεσιών και οι δυσκολίες πρόσβασης στις αγορές συνθέτουν συνήθως τις πολιτικές προτεραιότητες των περιοχών αυτών. Η προσπάθεια αυτή διευκολύνεται ασφαλώς από το γεγονός ότι δεν αφορά παρά ένα ελάχιστο ποσοστό του ευρωπαϊκού πληθυσµού. d) Το καθεστώς των ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης θα µπορούσε, εξάλλου, να προσαρµοστεί προς τις κατευθύνσεις αυτές, διατηρώντας πάντα φυσικά την αρχή της συγκέντρωσης. Θα µπορούσε π.χ. να καλύπτει το σύνολο των περιφερειών του στόχου 1, όσες βρεθούν σε phasing out, καθώς και όλες τις περιοχές που πλήττονται από µόνιµα µειονεκτήµατα ή παρουσιάζουν έντονη αναπτυξιακή υστέρηση, εντασσόµενες στο στόχο 2 (τα επίπεδα NUTS 2 ή NUTS 3 π.χ. που υστερούν σε σχέση µε τον µέσο κοινοτικό όρο από άποψη πλούτου). e) Για να πετύχουµε, τέλος, τη συµµετοχή όλου του ευρωπαϊκού πληθυσµού, θα έπρεπε να µελετηθεί ένας τρόπος υπολογισµού της χρηµατοδοτικής έντασης που να είναι ταυτόχρονα διαφανής και συµβατός µε το ύψος των κοινοτικών πιστώσεων, του τύπου : επιδότηση σε ευρώ ανά κάτοικο = (i.εθνικό ΑΕΠ x j.περιφερειακό ΑΕΠ)/πληθυσµό. Αν και κυκλοφορούν πολλές προτάσεις σχετικές µε την εφαρµογή νέων πρόσθετων κριτηρίων, η πολιτική αξιοπιστία τους δεν έχει ακόµη αποδειχθεί ενώπιον του Συµβουλίου. 5
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑ ΧΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟ το 2006 και ΑΝΑ ΕΠΙΠΕ Ο ΑΕΠ το 1999 Phasing out Στόχος 1 Στατιστική έξοδος Μηχανική έξοδος Στόχος 2 Επίπεδο ΑΕΠ το 1999 ΕE25 20-49 50-74 ΥπΠ 75-89 75-109 75-89 90-99 100-109 110-119 120-129 130-139 140-149 150-199 200 et + Πληθυσµός σε χιλιάδες Λουξεµβούργο 205 433 433 ανία 132 5 330 5 330 Ολλανδία 126 312 469 2 837 2 284 2 347 3 950 2 511 1 103 15 812 Ιρλανδία 123 987 2 758 3 745 Αυστρία 122 278 3 306 1 377 1 014 515 1 603 8 093 Βέλγιο 117 1 280 686 1 806 2 487 347 1 012 1 641 955 10 214 Γερµανία 117 13 981 19 147 17 988 22 572 6 044 666 1 703 82 100 Ιταλία 114 17 023 2 260 329 1 278 2 392 11 606 8 787 4 091 9 980 57 746 Σουηδία 112 898 1 761 3 605 800 1 793 8 858 Φιλανδία 111 689 557 703 1 820 1 397 5 166 Μ. Βρετανία 111 495 3 266 1 302 5 717 11 778 16 707 9 835 4 960 504 2 116 2 817 59 496 Γαλλία 110 1 649 8 889 23 595 7 635 7 351 10 929 60 047 Κύπρος 94 746 746 Ισπανία 91 12 865 1 603 2 159 6 429 526 1 173 259 9 371 5 033 39 418 Πορτογαλία 81 5 803 507 349 3 330 9 989 Σλοβενία 75 1 983 1 983 Ελλάδα 75 3 775 2 359 4 383 10 516 Τσεχία 64 9 096 1 197 10 293 Μάλτα 61 385 385 Ουγγαρία 55 5 149 2 102 2 862 10 113 Σλοβακία 53 4 772 618 5 390 Πολωνία 43 33 599 5 066 38 665 Εσθονία 41 1 450 1 450 Λιθουανία 36 3 702 3 702 Λετονία 32 2 449 2 449 Βουλγαρία 30 8 257 8 257 Ρουµανία 26 22 503 22 503 Σύνολο Ευρ. 100 81 881 56 610 3 759 24 361 16 817 21 304 43 308 58 420 55 075 25 971 46 739 17 070 25 678 5 907 482 897 % 17,0% 11,7% 0,8% 5,0% 3,5% 4,4% 9,0% 12,1% 11,4% 5,4% 9,7% 3,5% 5,3% 1,2% 100,0% Σύνολο/στόχο 142 249 41 177 299 471 % 29,5% 8,5% 62,0% 6
Λαµβάνοντας υπόψη µια υπόθεση για κάποια συνέχεια µε την περίοδο 2000-2006, δηλαδή : Μερίδιο του στόχου 2 ίσο µε το 10,54% του συνολικού προϋπολογισµού των διαρθρωτικών ταµείων και του ταµείου συνοχής Προϋπολογισµό στο 0,45% του κοινοτικού ΑΕΠ, που οδηγεί σε µέσο ετήσιο ύψος πιστώσεων της τάξης των 37 εκατοµµυρίων ευρώ Το ύψος των κονδυλίων που θα διατίθενται ετησίως για το στόχο 2 θα είναι περίπου 3,9 εκατοµ. ευρώ, πράγµα που αντιστοιχεί σε µέση ένταση 13 ευρώ ανά κάτοικο (στη βάση 300 εκατοµ. περίπου δυνητικά επιλέξιµου πληθυσµού). Το ποσό αυτό είναι αναµφίβολα κατώτερο του µέσου όρου των 40 ευρώ ανά κάτοικο που ισχύει σήµερα, αλλά απορρέει από ένα θεωρητικό ύψος επιλέξιµου πληθυσµού πολύ ευρύτερο. Στην περίπτωση αυτή, η χρηµατοδοτική ένταση µεταξύ περιοχών του στόχου 2 θα µπορούσε να διαφέρει π.χ. από 5 έως 50 ευρώ ανά κάτοικο, ανάλογα µε την αντικειµενική κάθε φορά κατάσταση της περιφέρειας. Η περιφέρεια, για παράδειγµα, της Βουδαπέστης, µε εθνικό ΑΕΠ Ουγγαρίας 55 και περιφερειακό ΑΕΠ κατώτερο του 90 (βλ. συνηµµένο πίνακα) θα εισέπραττε οικονοµική στήριξη ανά κάτοικο δέκα φορές ανώτερη από εκείνη µιας άλλης περιφέρειας πρωτεύουσας µε ΑΕΠ στο 150% του µέσου κοινοτικού, από µια πλούσια χώρα. Στις πλούσιες χώρες η χαµηλή χρηµατοδοτική ένταση θα αρκούσε ωστόσο για την υλοποίηση κάποιων προγραµµάτων µεγάλης συγκέντρωσης σε θεµατικό και/ή γεωγραφικό επίπεδο (όπως είναι σήµερα τα προβλήµατα των αστικών περιοχών) ενώ η περιφέρεια της Βουδαπέστης θα µπορούσε να εργαστεί αποδοτικά για τη βελτίωση της περιφερειακής της ανταγωνιστικότητας. Θα δούµε στη συνέχεια ότι για ένα τέτοιο στόχο θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν και άλλα χρηµατοδοτικά περιθώρια, ώστε να διευρυνθούν περαιτέρω οι επιπτώσεις της συγκεκριµένης δράσης. Σε µια τέτοια συγκυρία είναι φανερό πως οι περιφέρειες θα πρέπει να επιδιώξουν κάποια συγκέντρωση της δράσης τους σε διαρθρωτικά έργα, ώστε να αποφύγουν τον κατακερµατισµό των διαθέσιµων κονδυλίων, πράγµα που θα µπορούσε να προβλεφθεί κι από τον γενικό κανονισµό. c. Κοινοτικές προτεραιότητες και επιλογή στο επίπεδο των περιφερειακών αρχών Στη δεύτερη έκθεση για τη συνοχή, η ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εντοπίσει δέκα προτεραιότητες, έξι χωροταξικές και τέσσερις θεµατικές, για τη µελλοντική της πολιτική συνοχής. Ο Επίτροπος Barnier τις παρουσίασε επανειληµµένα ως αναπόσπαστα στοιχεία ενός «θεµατολογίου» από το οποίο ο καθένας θα µπορούσε να επιλέξει τις προτεραιότητές του. Η αρχή αυτή µας φαίνεται απόλυτα συµβατή µε τη βούληση για συγκέντρωση της κοινοτικής δράσης. Η συζήτηση όµως προσκρούει στη δυσκολία να επινοηθεί τρόπος συµφιλίωσης των χωροταξικών και των θεµατικών προτεραιοτήτων, στο µέτρο που οι δράσεις θεµατικής φύσης αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία κάθε χωροταξικής πολιτικής, και αντίστροφα. Ως εκ τούτου, οι αναγνωρισµένες αυτές προτεραιότητες µας φαίνονται απολύτως εύστοχες, µε αρκετές όµως προϋποθέσεις : - Να επιλεγούν ως προτεραιότητες από τις αρµόδιες περιφερειακές αρχές και όχι από τα Κράτη, πράγµα που δεν αποκλείει τη συνεννόηση των διαφόρων επιπέδων στο πλαίσιο τριµερών συµβάσεων. - Να αποδειχτούν ικανές να καλύψουν τον βασικό προβληµατισµό που θα αναπτυχθεί στις περιφέρειες τα αµέσως προσεχή χρόνια. - Να πλαισιωθούν ικανοποιητικά σε κοινοτικό επίπεδο ώστε να µην καταλήξουν σε ενίσχυση θέσεων που είναι ήδη ηγεµονικές (παράδειγµα : µια θεµατική προτεραιότητα «Προσπελασιµότητα» για µια περιφέρεια που θα κατέχει ήδη κεντρική θέση στην Ευρώπη). Τα αναµενόµενα πορίσµατα του προγράµµατος ORATE θα πρέπει φυσιολογικά να προβλέψουν τέτοιου είδους πρόνοιες. - Να εξειδικευθεί ικανοποιητικά το περιεχόµενο των επιλέξιµων δράσεων, στην περίπτωση των χωροταξικών προτεραιοτήτων. - Να µην υπάρξει σύγχυση µεταξύ των χωροταξικών προτεραιοτήτων και των δράσεων συνεργασίας (διασυνοριακή, διεθνική και διαπεριφερειακές) που διέπονται από διαφορετική λογική.
Στη βάση αυτή η CRPM είναι ανοικτή για µια διεξοδικότερη συζήτηση γύρω από την ενδεχόµενη διεύρυνση του εν λόγω θεµατολογίου, ώστε να ανταποκρίνεται πληρέστερα στον προβληµατισµό των περιφερειών. Έτσι, µεταξύ των άλλων θεµατικών προτεραιοτήτων θεωρούµε χρήσιµο να υπάρξει εγρήγορση ώστε να περιλαµβάνονται οι κυριότεροι παράγοντες που συµβάλλουν στην περιφερειακή ανταγωνιστικότητα και κατά συνέπεια στην πραγµατική σύγκλιση : - Η προσπελασιµότητα (για πρόσωπα κι εµπορεύµατα). - Η Έρευνα και Ανάπτυξη και η καινοτοµία. - Η κατάρτιση / εκπαίδευση. - Η κοινωνία της πληροφορίας. Σε ότι αφορά τις γεωγραφικές προτεραιότητες, θα µπορούσε να αφεθεί στις ίδιες τις περιφέρειες η επιλογή προσδιορισµού του τύπου των µέτρων που θα ανταποκρίνονται ειδικότερα στις δικές τους χωροταξικές και στρατηγικές προτεραιότητες : - Πολυκεντρική στρατηγική (εδραζόµενη βασικά στους ως άνω συντελεστές ανταγωνιστικότητας). - Προτεραιότητα αστικού τύπου (προβληµατικές συνοικίες). - Αποµακρυσµένη ύπαιθρος (που πρέπει να διακρίνεται σαφώς από την περιαστική). - Ζώνες µε µόνιµα µειονεκτήµατα (ορεινές ή αραιοκατοικηµένες περιοχές, νησιά κ.λπ.) µε την πρόνοια ενός ιδιαίτερου υποπεριφερειακού επιπέδου στην περίπτωση των νησιών. Σε ένα τέτοιο διάγραµµα, καλό θα ήταν να διευκρινιστεί : - Στο κοινοτικό επίπεδο, ο τύπος των επιλέξιµων µέτρων για κάθε µία από τις γεωγραφικές προτεραιότητες. - Στο περιφερειακό επίπεδο, η στρατηγική χωροταξικής ανάπτυξης που τεκµηριώνει τις εν λόγω προτεραιότητες. Στο επίπεδο κάθε χώρας θα µπορούσε να µελετηθεί ένα είδος συντονισµού αυτών των προτεραιοτήτων, ώστε αφενός µεν να διασφαλίζεται η εθνική συνεκτικότητά τους και αφετέρου να εξασφαλίζεται η εµπλοκή του εθνικού επιπέδου στην συντονισµένη εφαρµογή των µέτρων. Το διάγραµµα αυτό θα επέτρεπε το σεβασµό της αρχής της προσθετικότητας και θα ικανοποιούσε την επιδίωξη µεγαλύτερης οριζόντιας και κατακόρυφης συνεκτικότητας των πολιτικών, όπως υποστηρίζει το Σχήµα Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου και όπως προκύπτει από τις εργασίες της ευρωπαϊκής Ένωσης γύρω από το θέµα της διακυβέρνησης. Ο συντονισµός αυτός θα πρέπει να ασκείται ουσιαστικά τόσο στο επίπεδο των θεµατικών όσο και των γεωγραφικών προτεραιοτήτων. Και σε ότι αφορά το µοντέλο των τριµερών συµβάσεων, θα επέτρεπε την εκλογίκευση της δηµόσιας παρέµβασης και την τόνωση της προωθητικής της επίδρασης σε περιβάλλον περιορισµένων διαθέσιµων πιστώσεων. Ένας τέτοιος όµως συντονισµός προϋποθέτει ανοικτή συνεργασία των Χωρών στα χωροταξικά ζητήµατα. Όταν, εξάλλου, το δικαιολογούν τα συγκεκριµένα χωρικά χαρακτηριστικά, τα προγράµµατα αυτά θα µπορούσαν να υλοποιηθούν εν µέρει από κοινού από τις γεωγραφικά όµορες περιφέρειες (διαπεριφερειακή πολυκεντρική στρατηγική µεγάλη γεωγραφική έκταση χαµηλής πληθυσµιακής πυκνότητας επεκτεινόµενη σε περισσότερες περιφέρειες, κ.λπ...). Το κοινοτικό επίπεδο θα µπορούσε έτσι να συµβάλει στην ανάπτυξη της διαπεριφερειακής συνεργασίας εγγύτητας, που απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά σήµερα από το mainstream, και ούτε είναι δυνατόν να προωθηθεί µέσα από τα προγράµµατα Interreg. Στο πλαίσιο αυτό, το σύνολο του σχεδιασµού στόχος 1 και στόχος 2, θα µπορούσε να δικαιολογήσει την διαµόρφωση ενός χωρικού πλαισίου αναφοράς που θα καταρτιζόταν µε τη συµµετοχή όλων των δηµοσίων συντελεστών. d. Ποιο είναι το µέλλον της διαπεριφερειακής συνεργασίας ; Η ανάπτυξη της διαπεριφερειακής συνεργασίας στην Ευρώπη περιλαµβάνεται στις σηµαντικότερες προόδους της τελευταίας δεκαετίας, λόγω κυρίως της ικανότητάς της να πολλαπλασιάζει τις ανταλλαγές εµπειριών, τις συνέργιες και τις αποτελεσµατικές πρακτικές σε θέµατα δηµόσιας πολιτικής, είτε αναφέρεται κανείς στο σκέλος Α είτε στα σκέλη Β ή Γ των προγραµµάτων Interreg. Και επιτρέπει επίσης, χάρη στη σηµαντική αύξηση των πιστώσεων που της διατίθενται, να αναπτύσσεται µια πραγµατική ευρωπαϊκή κουλτούρα στον τοµέα της περιφερειακής πολιτικής. 8
Η λειτουργία της περιόδου προγραµµατισµού 2000-2006, δεν επιτρέπει, µε την απίστευτη πολυπλοκότητα των διαδικασιών, την απαραίτητη απόσταση για έναν πρώτο αξιόπιστο απολογισµό της. Οι τελευταίες κοινές γραµµατείες IIIC στήνονται τώρα, τρία δηλαδή σχεδόν χρόνια µετά τη θεωρητική εκκίνηση των προγραµµάτων και ορισµένα προγράµµατα Interreg IIIb δεν έχουν καν µπορέσει να ξεκινήσουν ακόµη. Η βούληση για απλούστευση των κοινοτικών πολιτικών δεν έφερε προς το παρόν αποτελέσµατα στον συγκεκριµένο τοµέα. Προκαλείται έτσι κάποια απογοήτευση στους ενδιαφερόµενους και καµιά φορά αµφισβητείται και αυτή η ίδια η επιλογή των στόχων. Καθώς πρόκειται ωστόσο για σχετικά πρωτόγνωρες πρακτικές, που προσκρούουν σε περίπλοκα νοµικά προβλήµατα, άλυτα ακόµη εν πολλοίς, οι διάφοροι εµπλεκόµενοι παράγοντες χρειάζονται ασφαλώς κάποιο χρόνο για να εξοικειωθούν µε τις απαιτούµενες διαδικασίες. Ο στόχος εξάλλου για µεγαλύτερη εµπλοκή των Χωρών στη διεθνική συνεργασία πάνω σε ορισµένους στρατηγικούς στόχους που πρόβαλε το ΣΑΚΧ (ισόρροπη ανταγωνιστικότητα, µεταφορές, βιώσιµη ανάπτυξη) µακράν απέχει από την επίτευξή του, ούτε καν διαφαίνεται κάτι τέτοιο. Οι περιφέρειες, από την πλευρά τους, αδυνατούν να διαρθρώσουν, µόνες, τον ευρωπαϊκό χώρο, σε ότι ιδίως αφορά τις πλέον στρατηγικές όψεις αυτής της συνεργασίας. Σκόπιµο θα ήταν λοιπόν να συνεχιστεί η µακρόπνοη αυτή προσπάθεια και κατά την επόµενη περίοδο προγραµµατισµού, έχοντας παράλληλα συνείδηση πως εξακολουθούν να παραµένουν αναπάντητα ορισµένα ερωτήµατα όσον αφορά τα µέσα που θα πρέπει να κινητοποιηθούν για να υπερκεραστούν τα σηµερινά όρια, στον τοµέα, κυρίως, των µεταφορών. Για τους εξής λοιπόν λόγους : - Σχετική φτώχεια σε διαρθρωτικά έργα. - Κατακερµατισµός των έργων και δράσεων. - Απουσία αναλογίας µεταξύ µέσων και στόχων, καθώς και µεταξύ στόχων και βαθµού κινητοποίησης των εµπλεκοµένων. φαίνεται πιο συνετό να διατηρηθούν αυτές οι διαστάσεις στο σηµερινό τους πλαίσιο. Η ανταγωνιστικότητα των γεωγραφικών ενοτήτων πρέπει να αντιµετωπιστεί κατά προτεραιότητα σε περιφερειακό επίπεδο ή σε διαπεριφερειακό εγγύτητας. e. Ποιες οι απαραίτητες πιστώσεις, για τι αποτέλεσµα και µε ποια λογική ; Οι οικονοµικές δυσκολίες που αντιµετωπίζουν ορισµένες χώρες µέλη και οι αβεβαιότητες γύρω από τις πραγµατικές καταναλωτικές δυνατότητες µερικών χωρών της διεύρυνσης, δεν επιτρέπουν πάντα τη νηφάλια προσέγγιση του προβλήµατος του προϋπολογισµού. Η υπόθεση που ανακοινώθηκε ως ελάχιστη από την ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για διατήρηση του 0,45% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ως διατιθέµενου συνολικά ποσού για την περιφερειακή πολιτική, αποτελεί, κατά τη γνώµη µας, µια πρώτη βάση διαπραγµάτευσης. Η υπόθεση για κατανοµή των κονδυλίων µεταξύ του στόχου 1 και της υπόλοιπης διαρθρωτικής πολιτικής, περίπου µε τον σηµερινό τρόπο, µπορεί να χρησιµοποιηθεί επίσης ως αφετηρία για ένα γενικότερο προβληµατισµό γύρω από τον µελλοντικό προϋπολογισµό. Κατανοµή του συνολικού προϋπολογισµού των διαρθρωτικών ταµείων και του ταµείου συνοχής για την περίοδο 2000-2006 (σε εκατοµµύρια ευρώ τιµές 1999) 2000-2006 ετησίως σε % επί του συνόλου Ετησίως, µετά το 2006, µε την υπόθεση του 0,45% Στόχος 1 και phasing out 135,95 19,42 63,82% 23,61 Στόχος 2 και phasing out 22,45 3,21 10,54% 3,90 Στόχος 3 24,05 3,44 11,29% 4,18 Κοινοτικές πρωτοβουλίες 10,44 1,49 4,90% 1,81 Καινοτόµες δράσεις 1 0,14 0,47% 0,17 Αλιεία (εκτός στόχου 1) 1,11 0,16 0,52% 0,19 Ταµείο συνοχής 18 2,57 8,45% 3,13 ΣΥΝΟΛΟ 213 30,43 100,00% 37,00 ΥΓ : Στον πίνακα αυτόν δεν περιλαµβάνεται το τµήµα των κονδυλίων που διατέθηκαν προενταξιακά, για να µπορεί να γίνει σύγκριση µεταξύ των δύο περιόδων προγραµµατισµού 9
Παραµένει έτσι ανοικτό το κεντρικό θέµα της κατανοµής µεταξύ των λοιπών, εκτός στόχου 1, δράσεων. Στο σηµερινό στάδιο των συζητήσεων, δεν µπορούµε να καταθέσουµε παρά µόνο τα δύο παρακάτω στοιχεία : - Το ταµείο συνοχής θα έπρεπε να ενισχυθεί περισσότερο απ όσο κατά το παρελθόν, λόγω, κυρίως, του χρόνου που θα απαιτηθεί για την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτηµένου από τις χώρες της διεύρυνσης. - Το συνολικό ύψος των πιστώσεων που θα διατεθεί σύµφωνα µε τις ως άνω υποθέσεις για το στόχο 2 φαίνεται ανεπαρκές, µε όρους χρηµατοδοτικής έντασης, λαµβανοµένων υπόψη των αναγκών από άποψη χωρικής συνοχής και ισόρροπης ανταγωνιστικότητας των διαφόρων περιοχών. ύο συµπληρωµατικές υποθέσεις παραµένουν ως εκ τούτων δυνατές : - Η αύξηση του επιπέδου του 0,45% του κοινοτικού ΑΕΠ, που, ούτως ή άλλως µας φαίνεται ανεπαρκές. - Η ανακατανοµή των κονδυλίων προς όφελος του στόχου 2 µε παράλληλη κινητοποίηση άλλων γραµµών του κοινοτικού προϋπολογισµού, που έχουν άµεση σχέση µε την αντιµετώπιση χωροταξικών ζητηµάτων. Ο προβληµατισµός αυτός θα πρέπει να συνεχιστεί τους ερχόµενους µήνες, σε συνδυασµό µε την αξιέπαινη επιδίωξη της Επιτροπής για µεγαλύτερη απλούστευση των διαδικασιών, ώστε : - Να µελετηθεί η ενδεχόµενη συγχώνευση του στόχου 3 στον στόχο 2, για να δηµιουργηθεί ένα κεντρικό στοιχείο προώθησης της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας. - Να εξεταστεί η ενδεχόµενη ένταξη των ιευρωπαϊκών ικτύων Μεταφορών στη διαρθρωτική πολιτική, σε άµεση σχέση µε την προώθηση της διεθνικής συνεργασίας. - Να εκδηλωθεί µέριµνα για τη βελτιστοποίηση της συνεκτίµησης της αγροτικής διάστασης, σε συντονισµό, δηλαδή, µε το δεύτερο πυλώνα της ΚΑΠ. 10