190 5. kληρονομικο δικαιο 282/2011 (Πρόεδρος: Eλένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Γεώργιος Οικονόμου-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόροι: Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Ιάκωβος Μπαλτάς). Βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο. Κληρονομιά. Με την επαγωγή της κληρονομιάς, η οποία χωρούσε σύγχρονα με το θάνατο του κληρονομούμενου, ο καλούμενος με την επαγωγή δεν αποκτούσε αυτοδικαίως την κληρονομία αλλά απλώς προσποριζόταν σ αυτόν η θετική προσδοκία και δυνατότητα προς απόκτηση της κληρονομίας. Οι εξωτικοί κληρονόμοι αποκτούσαν την κληρονομία με υπεισέλευση, δηλώνοντας δηλαδή ρητώς ή σιωπηρώς την βούλησή τους περί κτήσεως της κληρονομίας. Μέχρι να γίνει αυτό η κληρονομιά ήταν σχολάζουσα. Αν ο καλούμενος πέθαινε με την επαγωγή αλλά πριν αποκτήσει την κληρονομιά με υπεισέλευση, η επαγωγή της κληρονομιάς δεν μετήγετο κατά κανόνα στους κληρονόμους του. Οικείοι κληρονόμοι ήσαν τα υπό πατρική εξουσία του τελευτήσαντος κατά τον χρόνο του θανάτου αυτού τελούντα ανήλικα τέκνα. Οι οικείοι αποκτούσαν την κληρονομιά αυτοδίκαια με την επαγωγή. Ο εξωτικός για να καταστεί συγκοινωνός έπρεπε πρώτα να γίνει κληρονόμος με υπεισέλευση. Ένορκες βεβαιώσεις διαδίκου. Πρόεδρος κοινότητας. Δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδει πιστοποιητικά ότι ένα μέλος της κοινότητας του κατέχει ή νέμεται το ακίνητο για ορισμένο χρόνο. Τέτοιο πιστοποιητικό αποτελεί απλή βεβαίωση τρίτου που λαμβάνεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις υπόψη για συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου. Εφετείο. Επίκληση εγγράφου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη. Δεν είναι νόμιμη όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσαγάγει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλομένων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης. Κατά το προϊσχύσαν Βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο επαγωγή της κληρονομίας ήταν απλώς το δικαίωμα του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία δηλώνοντας την θέληση του περί τούτου (Μπαλής, Κληρονομικό Δίκαιο παρ.16), δηλαδή με άλλα λόγια δια της επαγωγής της κληρονομιάς, η οποία κατά κανόνα χωρούσε συγχρόνως με τον θάνατο του κληρονομουμένου (Μπαλής ο.π 22), ο καλούμενος δια της επαγωγής δεν αποκτούσε αυτοδικαίως την κληρονομία (όπως συμβαίνει υπό τον ΑΚ, άρθρο 1846), αλλά απλώς προσποριζόταν σ αυτόν η θετική προσδοκία και δυνατότητα προς απόκτηση της κληρονομίας (Μπαλής ο.π 25): Ένεκα τούτου οι εξωτικοί (μη οικείοι) κληρονόμοι αποκτούσαν την κληρονομία με υπεισέλευση, δηλώνοντας δηλαδή ρητώς ή σιωπηρώς την βούληση τους περί κτήσεως της κληρονομίας (Μπαλής ο.π. παρ.280). Μέχρι την τέτοια κτήση της κληρονομίας με υπεισέλευση η κληρονομία ήταν σχολάζουσα (Μπαλής ο.π. παρ.28) και γι αυτόν τον λόγo αν ο καλούμενος
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (κληρονόμος) με την επαγωγή πέθαινε πριν από την κτήση από αυτόν της κληρονομίας δεν μετήγετο κατά κανόνα στους κληρονόμους του (Μπαλής ο.π. 23 αρ.1 και 293 επ.). Εξωτικοί δε ή εκούσιοι κληρονόμοι ήσαν όλοι οι υπόλοιποι κληρονόμοι, οι οποίοι δεν ήσαν οικείοι, ενώ «οικείοι» (sui) ήσαν τα υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευτήσαντος στον χρόνο του θανάτου αυτού τελούντα ανήλικα τέκνα. Και οι μεν οικείοι κληρονόμοι αποκτούσαν την κληρονομία αυτοδικαίως δια της επαγωγής,οι δε εξωτικοί κληρονόμοι αποκτούσαν, όπως προαναφέρθηκε, την κληρονομία με υπεισέλευση, για την οποία, επειδή ήταν δικαιοπραξία, απαιτείτο δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΠ 114/1981 ΝοΒ 29, 1279, ΑΠ 929/1979 ΝοΒ 28, 275, ΑΠ 2/1979 ΝοΒ 26, 941 ΑΠ 785/1976 ΝοΒ 25, 169). Από τα ανωτέρω εκτεθέντα συνάγεται ότι, κατά το προϊσχύσαν Βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο, επί περισσοτέρων κληρονόμων, εκ των οποίων κάποιος είναι εξωτικός, για να υπάρξει κοινωνία επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας, απαιτείται η κτήση της κληρονομίας από τον εξωτικό κληρόνομο με υπεισέλευση δοθέντος ότι πριν από την τέτοια κτήση ο εξωτικός κληρονόμος, έχοντας απλώς προσδοκία και δυνατότητα κτήσεως της κληρονομίας, δεν αποκτά την κληρονομία και συνεπώς ούτε συγκοινωνός των λοιπών συγκληρονόμων καθίσταται ως προς τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας (ΕφΑθ 2418/1984 ΝοΒ 32, 1223). Ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμ/φου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου ή μέλους της διοικήσεως του διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 745/2007 Ελ.Δ/νη 49, 191 1387, ΑΠ 1401/2006 Ελ.Δ/νη 50.1676). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 438 ΚΠολΔ και 106 του ν.3463/2006 (κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων) σαφώς προκύπτει, ότι ο Πρόεδρος της Κοινότητας δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδει πιστοποιητικό περί του ότι ένα μέλος της κοινότητας του κατέχει ή νέμεται ένα ακίνητο για ορισμένο χρόνο. Συνεπώς πιστοποιητικό Προέδρου Κοινότητας με αυτό το περιεχόμενο δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη, αλλά απλή βεβαίωση τρίτου. Όμως από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 341, 396-398, 406 και 410 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι το έγγραφο που περιέχει βεβαίωση τρίτου εκτιμάται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν δεν εκδόθηκε πριν από την δίκη, είτε κατά την διάρκεια αυτής με σκοπό να χρησιμεύσει σ αυτήν ως αποδεικτικό μέσον, γεγονός που κρίνει ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1368/2000 Ελ.Δ/νη 43, 460). Αν όμως το ανωτέρω πιστοποιητικό εκδόθηκε πριν από την δίκη ή κατά την διάρκεια αυτής, με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμεύσει σε αυτήν ως αποδεικτικό μέσον, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού διαφορετικά θα επήρχετο καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στο αποδεικτικό μέσον των μαρτύρων (ΑΠ 1408/2001 Ελ.Δ/νη 43, 1646). Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.11 περ.β ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από τον συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ.β, 346 και 453 1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό
192 σύστημα στην διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008 Επ.Εργ. Δικ. 68, 834, Ολ.ΑΠ 14/2005, 9/2000, ΑΠ 42/2009 ΝοΒ 57, 1145). 322/2011 (Πρόεδρος: Γεράσιμος Τσούνης, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Κωνσταντίνα Ράπτη-Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόρος: Κωνσταντίνος Δελημήτσος). Έφεση. Χωρεί μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, δηλαδή εκείνων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική δεν επιτρέπεται έφεση. Αντικειμενική σώρευση αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας του ίδιου ενάγοντος κατά του αυτού εναγομένου σε ένα δικόγραφο. Η απόφαση που περατώνει τη δίκη ως προς μία αίτηση χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή με ένδικα μέσα, ιδίως όταν οι αξιώσεις που υποβλήθηκαν τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξαρτήσεως δηλαδή η μία είναι παρεπόμενη της άλλης. Αγωγή και ανταγωγή. Οριστική απόφαση για την αγωγή ή ανταγωγή και μη οριστική για τους άλλους. Χωρεί έφεση. Ομοδικία απλή. Πρωτόδικη απόφαση οριστική για μερικούς ομόδικους και μη οριστική για του άλλους. Χωρεί έφεση. Απόφαση οριστική και έφεση κατ αυτής. Θεωρούνται συνεκκληθείσες και όλες οι προηγηθείσες μη οριστικές αποφάσεις, εκτός αν αυτές περιέχουν οριστικές διατάξεις οπότε απαιτείται η έφεση να αφορά και αυτές. Νόμιμος μεριδούχος. Δεν δεσμεύεται από τη διαθήκη που τον αποκλείει από την κληρονομιά. Δικαιώματα του νόμιμου μεριδούχου. Αγωγή περί κλήρου. Περιεχόμενο. Ο κληρονόμος τί δικαιούται να ζητήσει. Απαραίτητο στοιχείο να αναφέρεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος κατέχει το πράγμα pro herede. Αν δεν αναφέρεται η απόφαση είναι
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 193 απορριπτέα. Περίπτωση που ουδέν καταλείπεται στον νόμιμο μεριδούχο. Δεν απαιτείται αποτίμηση της κληρονομιάς γιατί τότε διεκδικείται ποσοστό της κληρονομιάς. Πρωτόδικη απόφαση. Απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Οίκοθεν το Εφετείο μπορεί αν κρίνει ότι η απόφαση είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για ένα από τους πιο πάνω τυπικούς λόγους. Αποκλήρωση. Αναγνωριστική αγωγή ότι ο λόγος της αποκλήρωσης δεν είναι νόμιμος. Πότε απορρίπτεται. Αγωγή περί κλήρου χωρίς να αναφέρεται ότι ο εναγόμενος νέμεται τα κληρονομιαία pro herede. Απόρριψη πρωτόδικα από το δικαστήριο της αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Δεκτή από το Εφετείο η απόρριψη ως αόριστη. Περιστατικά. Από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 β προκύπτει, ότι το ένδικο μέσο της έφεσης συγχωρείται μόνο κατά οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 218 παρ.1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται, ότι, σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας του ίδιου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση που περατώνει τη δίκη ως προς μία αίτηση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή με τα πιο πάνω ένδικα μέσα, ιδίως όταν οι αξιώσεις που υποβλήθηκαν, τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξάρτησης, δηλαδή η μία είναι παρεπόμενη της άλλης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση της άλλης. Έτσι επί αντικειμενικής σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών και αιτήσεων δεν επιτρέπεται αυτοτελώς έφεση προτού περατωθεί οριστικώς η δίκη ως προς όλες τις αγωγές και αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγραφο (ΑΠ 409/2009, ΑΠ 1060/2004, Νόμος, ΑΠ 24/2001 ΑΡΧΝ, 2001, 914, ΕΦΑθ 1265/2007 Νόμος, ΕφΠατρ. 807/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2008, 340, ΕΦΠατρ 506/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008, 385, ΕφΙωαν 216/2008 Αρμ. 2009, 1225, αντιθ ΑΠ 541/2009, ΑΠ 99/2008, ΑΠ 1365/2002, Νόμος). Ο προαναφερόμενος κανόνας του άρθρου 513 απρ.1 εδ. β ΚΠολΔ κάμπτεται όταν δικάζεται αγωγή και ανταγωγή και εκδίδεται οριστική απόφαση για τη μία από αυτές και μη οριστική για την άλλη και στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς ένα ή μερικούς ομοδίκους, μη οριστική δε ως προς τους λοιπούς (ΑΠ 1736/2009, ΕΦΑ 479/2008, Νόμος, ΕΦΘ 337/2010 ΕΠΟΛΔ 2010, 851). Εξάλλου κατά το άρθρο 513 2 του ΚΠολΔ με την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης θεωρούνται συνεκκληθείσες όλες οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις και αν δεν απευθύνεται κατ αυτών η έφεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεωρούνται εκ του νόμου ως συνεκκληθείσες οι εν λόγω αποφάσεις μόνο κατά τις μη οριστικές διατάξεις τους, εφόσον στηρίχθηκε επ αυτών η οριστική απόφαση. Αν όμως η προεκδοθείσα απόφαση περιέχει και οριστικές διατάξεις, όπως αυτή που αφορά την απόρριψη αιτήματος σωρευομένου παραλλήλως ή επικουρικώς,
194 δεν θεωρείται και ως προς αυτές συνεκκληθείσα, εκτός αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατ αυτής (ΑΠ 1823/2008, Νόμος, ΑΠ 708/2003, ΑΠ 1145/2005 Νόμος, ΕΦΑ 1961/2008 ΕλΔνη 2009, 1101). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρ. 308, 309, 321, 539 και 553 παρ.1 στοιχείο β και 2 του ίδιου Κώδικα συνάγεται, ότι οριστική απόφαση είτε του πρωτοβαθμίου είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής και απεκδύει το δικαστήριο της εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται κατά κανόνα στο διατακτικό, δεν αποκλείεται όμως και η αναδρομή στο αιτιολογικό, αν το αποτέλεσμα της δικανικής κρίσης δεν αποδίδεται στο διατακτικό (ΕΦ- Πατρ 181/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008, 340). Στην προκείμενη περίπτωση με την κρινόμενη από 3.4.2009 (αρ. εκθ. κατ. 81/26.5.2009) έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας, προσβάλλεται η 66/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί αγωγής της ενάγουσας κατά των εναγομένων, ερήμην των τελευταίων, με αντικείμενο α)την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα β)την αναγνώριση της αναλήθειας λόγου αποκλήρωσης και γ)την περί κλήρου αγωγή προς απόδοση της νομίμου μοίρας, οι οποίες απορρίφθηκαν, η μεν πρώτη και τρίτη, από τις σωρευόμενες αγωγές ως ουσιαστικά αβάσιμες, με την παραπάνω απόφαση, η δε δεύτερη με την 117/2005 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως μη νόμιμη. Με την τελευταία εν μέρει μη οριστική απόφαση, με την οποία κρίθηκαν ορισμένες και νόμιμες οι λοιπές αγωγές και διατάχθηκε, βάσει του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αναβολή της συζήτησης μέχρι περατώσεως άλλης εκκρεμούς πολιτικής δίκης, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται η διάγνωση της επίδικης διαφοράς. Με την έφεση συμπροσβάλλεται και η πιο πάνω 117/2005 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη σχετική οριστική απορριπτική διάταξη της, που διαλαμβάνεται σαφώς και ρητώς στο σκεπτικό της, περί απόρριψης, ως μη νόμιμης, της σωρευόμενης αναγνωριστικής αγωγής αναλήθειας λόγου αποκλήρωσης. Η έφεση κατά το μέρος που προσβάλλει την παραπάνω οριστική απόφαση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση και επιπλέον δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της (άρθ. 495 παρ.1, 498, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517 και 518 ΚΠολΔ). Ομοίως η έφεση, απευθυνόμενη ρητώς κατά της συμπροσβαλλόμενης 117/2005 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ασκήθηκε εμπροθέσμως, καθόσον η απόφαση αυτή, ως εν μέρει, κατά την παραπάνω έννοια, οριστική απόφαση, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση, ούτε κατά τις ανωτέρω διατάξεις της πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης. Επομένως πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 και 1829 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά (μεριδούχος) δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο νόμιμος μεριδούχος είναι εκ του νόμου κληρονόμος κατά το ποσοστό της νομίμου μοίρας, οι δε διατάξεις τελευταίας βουλήσεως κατά το μέρος που προσβάλλουν το δικαίωμα του είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν χρήζουν προσβολής για να επέλθει ακυρότητα. Κατά συνέπεια, εφόσον η προσβολή της νομίμου μοίρας συνεπάγεται ακυρότητα και επενεργεί αυτοδικαίως, δηλ. δεν επέρχονται τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα των (σχετικά άκυρων) διατάξεων της διαθήκης, δεν υπάρχει ανάγκη διαπλαστικής δικαστικής απόφασης ενώ σε περίπτωση αμφιβολιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών η δικαστική απόφαση θα είναι αναγνωριστική, με την έννοια της αναγνώρισης της ακυρότητας της διαθήκης κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 1135/2002 ΕλΔνη, 2004, 462, ΑΠ 1411/98 Αρμ 52, 1488, ΕφΑθ 4778/2005 ΕλΔνη 2007, 214, Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας άρθρα, 1825-1845 αρ.31). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1839, 1840 και 1843 ΑΚ με σαφήνεια προκύπτει ότι ο διαθέτης, με διάταξη τελευταίας βούλησης, μπορεί να στερήσει και τον κατιόντα του από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ λόγους, που αναφέρονται στη διαθήκη και υπάρχουν κατά τη σύνταξη αυτής. Ο επικαλούμενος την αποκλήρωση υποχρεούται ν αποδείξει το λόγο αυτής, ώστε σε περίπτωση έγερσης αναγνωριστικής αγωγής με βάση την ανυπαρξία ή την αναλήθεια του λόγου της 195 αποκλήρωσης, ο εναγόμενος, δηλαδή εκείνος που ωφελείται από τη διαθήκη που περιέχει τη διάταξη για την αποκλήρωση, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ή την αλήθεια του λόγου της αποκλήρωσης (ΑΠ 1281/1993 ΕλλΔνη 36.124, ΑΠ 723/1993 ΕλλΔνη 36.100). Σε περίπτωση αποκλήρωσης, ο αποκληρωθείς μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας-αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και επομένως ακυρότητας της διάταξης περί αποκλήρωσης, με σκοπό την αναγνώριση περαιτέρω του κληρονομικού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 766/2004 ΕλΔνη 46.454, ΑΠ 633/2001, Νόμος, ΑΠ 244/2000 ΕλΔνη 41/1020, ΕφΑθ 4000/2008 ΕλΔνη 2008, 1515). Περαιτέρω ο νόμιμος μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα. Η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νομίμου μοίρας, είτε εξ ολοκλήρου είτε του ελλείποντος, κατά το ποσοστό της οποίας αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία απαιτούνται, κατά το άρθρο 1871 του Α.Κ., αντικείμενα της κληρονομίας, τα οποία κατακρατεί ο νομέας της κληρονομιάς που αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 1440/2010, ΕφΑθ 3891/2009, Νόμος). Συγκεκριμένα από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαι-
196 ώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομιάς, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά κατοχή. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι α)ο θάνατος του κληρονομουμένου, β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, γ)ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στη νομή ή κατοχή του κατά το χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ)ότι ο εναγόμενος κατακρατεί pro herede τα κληρονομιαία αντικείμενα, ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 400/2009, ΧΡΙΔ 2010, 127, ΑΠ 788/2005 ΑΠ 1500/1999, ΕφΑθ 3891/2009, Νόμος). Επομένως, για την παθητική νομιμοποίηση της περί κλήρου αγωγής, ο ενάγων πρέπει να αναγράφει σ αυτήν ότι ο εναγόμενος νέμεται αντικείμενα της κληρονομίας ως κληρονόμος ή συγκληρονόμος ή ως κληρονόμος νομέα της κληρονομιάς, η δε δικαστική απόφαση σε αγωγή περί κλήρου που δεν αναφέρει, ότι ο εναγόμενος, που νικήθηκε, κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομιάς ως κληρονόμος, pro herede, δεν έχει νόμιμη βάση και είναι αναιρετέα. Συνεπώς το στοιχείο αυτό (δηλαδή ότι ο εναγόμενος κατέχει pro herede) αποτελεί βασικό στοιχείο της παθητικής νομιμοποιήσεως του εναγομένου και για την πληρότητα του σχετικού δικογράφου πρέπει να διαλαμβάνεται στην αγωγή. Αλλιώς, η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 αριθμ. 4 και 216 παρ.1α Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για την νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1440/2010, Νόμος, Εφ.Αθ 9445/2005 ΕλΔνη 2007, 1483, ΕφΑθ 4778/2005 ΕλΔνη 2007, 214, ΕφΑθ 5120/1999 ΑΡΜ, 2000, 641, ΕφΑθ 5660/1998 ΝοΒ, 1999, 790, ΕφΠ 961/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005/203). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 18125, 1710, 1712, 1871, 1830, 1831 και 1832 του ΑΚ καθώς και της 216 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο μεριδούχος, ενάγων τον συγκληρονόμο του, προς αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος και την απόδοση του ανήκοντος σε αυτόν μέρους της κληρονομιάς, δεν απαιτείται να ισχυρισθεί και να αποδείξει και την αξία των καταληφθέντων στον εναγόμενο-συγκληρονόμο, ούτε την αξία των απαρτιζόντων την κληρονομιά περιουσιακών στοιχείων, όταν στον μεριδούχο ουδέν κατέλιπε ο διαθέτης. Διότι στην περίπτωση αυτή, αφενός μεν δεν γίνεται αποτίμηση της κληρονομίας, αφετέρου δε δια της αγωγής περί νομίμου μοίρας, η οποία είναι η περί κλήρου αγωγή, ζητείται ορισμένο ποσοστό κλάσμα της κληρονομιάς και δη είτε επί πάντων των υπαρκτών κληρονομιαίων αντικειμένων είτε επί μερικών μόνο εξ αυτών, χωρίς να ενδιαφέρει η αξία αυτών, ως μη επιδρώσα στην περίπτωση της μη καταλήψεως στο μεριδούχο κά-
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ποιου περιουσιακού στοιχείου με παροχή εν ζωή ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, επί του υπό του νόμου οριζομένου ποσοστού εκ κλάσματος, επί της κληρονομιάς, του μεριδούχου. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, όταν δηλαδή ουδέν καταλείπεται στον μεριδούχο, δεν γίνεται, εφόσον δεν προβάλλονται χρέη και δαπάνες κηδείας και απογραφής της κληρονομιάς, αποτίμηση της κληρονομιάς και ως εκ τούτου δεν έχουν θέση τα περί υπολογισμού της νόμιμης μοίρας της κατά τα άρθρα 1831, 1833 και 1834 του ΑΚ εξευρισκόμενη αυξημένης πλασματικής κληρονομικής ομάδας. Διότι στις περιπτώσεις αυτές ο μεριδούχος λαμβάνει ποσοστό εξ εκάστου υπαρκτού κληρονομιαίου στοιχείου (ΟλΑΠ 769/1970 ΝοΒ 19.334, ΑΠ 789/2006 Νόμος, ΑΠ 980/2002 ΕλΔνη 2003, 1328, ΑΠ 633/2001, Νόμος, ΕφΑθ 2238/2003, ΕλΔνη 2003, 1001). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ.1, 525 παρ.1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το Εφετείο στο οποίο με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ αυτή και τους πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε απαράδεκτα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, επί εφέσεως του ενάγοντος, όταν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) κατ ουσία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν 197 κρίνει ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους άνω τυπικούς λόγους, και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα από την προσβληθείσα. Στην περίπτωση αυτή, αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 40/2006, Νόμος, ΑΠ 103/2001 ΕλΔνη 42, 714, ΑΠ 7/2001 ΕλΔνη 42, 925, ΑΠ 455/1995 ΕλΔνη 37, 1319, ΕφΑθ 37/2009 Νόμος, ΕφΑθ 6048/2005 ΕλΔνη 2006, 894 ΕΦΠ 961/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005, 203). Στην προκείμενη υπόθεση η ενάγουσα με τη δεύτερη σωρευόμενη στο δικόγραφο της από 25.10.2004 αγωγής της, αναγνωριστική αγωγή, ζήτησε να αναγνωριστεί η αναλήθεια λόγου αποκλήρωσης της, επικαλούμενη προς θεμελίωση της τα περιστατικά που αφορούν στην προσβολή της νόμιμης μοίρας της, από τις διατάξεις της διαθήκης, με βάση τις οποίες αυτή παραλείφθηκε πλήρως ως μεριδούχος δηλ. χωρίς τη συνδρομή λόγου αποκλήρωσης από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο νόμο (άρθρα 1839 και 1840 ΑΚ). Κατά συνέπεια, εφόσον η επικαλούμενη από την ενάγουσα αποκλήρωση της δεν αφορά την στέρηση από αυτήν, ως μεριδούχο, της νόμιμης μοίρας της με τις διατάξεις της διαθήκης, κατόπιν σχετικής βούλησης του διαθέτη και εξαιτίας των αναφερόμενων στις πιο πάνω διατάξεις λόγων αποκλήρωσης, αλλά την, υπό την έννοια του άρθρου 1825 2, πλήρη αποκλήρωση της, λόγω της ολικής μη κατάλειψης σ αυτήν της νόμιμης μοίρας της, δεν συντρέχει νό-
198 μιμη περίπτωση εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 1839, 1840 και 1843 ΑΚ και εκείνης του άρθρου 70 ΚΠολΔ για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής περί της αναλήθειας λόγου αποκλήρωσης και επομένως η αγωγή αυτή είναι μη νόμιμη. Επομένως η εκκαλούμενη 117/2005 απόφαση, που απέρριψε με οριστική της διάταξη, περιλαμβανόμενη στο σκεπτικό της, την πιο πάνω σωρευόμενη αγωγή ως μη νόμιμη, έστω και με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι αφορά στην αναγνώριση πραγματικών περιστατικών και όχι έννομης σχέσης, ορθά κατ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει αντικαθισταμένης κατά τα ανωτέρω της αιτιολογίας της (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη της σωρευόμενης αναγνωριστικής αγωγής αναλήθειας λόγου αποκλήρωσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος καθώς και η κρινόμενη έφεση κατά το μέρος αυτό. Περαιτέρω η ενάγουσα σωρεύει στο δικόγραφο της αγωγής της, την περί κλήρου αγωγή, με την οποία επιδιώκει, λόγω της προσβολής του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας της από τις διατάξεις της διαθήκης, την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος στο κληρονομιαίο ακίνητο και του δικαιώματος της να λάβει το ποσοστό της από τη νόμιμη μοίρα της, καθώς και την απόδοση του ακινήτου κατά το ίδιο ποσοστό. Ωστόσο, παρότι εγείρει κατά των εναγομένων την περί κλήρου αγωγή, ουδόλως αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής της ότι οι εναγόμενες κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής νέμονται pro herede δηλαδή ως κληρονόμοι, το κληρονομιαίο ακίνητο. Επομένως σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η περί κλήρου αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί καθ όσον δεν εκτίθενται σ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων δηλαδή ότι οι τελευταίες κατέχουν και κατακρατούν το κληρονομιαίο ακίνητο ως κληρονόμοι, αντιποιούμενες κληρονομικό δικαίωμα επ αυτού. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε με την 117/2005 μη οριστική απόφαση ορισμένη και νόμιμη την σωρευόμενη περί κλήρου αγωγή, και την απέρριψε ακολούθως με την 66/2007 οριστική απόφαση, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν. Ενόψει αυτών, πρέπει κατά παραδοχή της έφεσης, με την οποία η ενάγουσα παραπονείται για την κατ ουσία απόρριψη της αγωγής, να εξαφανιστούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις, κατά το κεφάλαιο αυτό. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν έχει περιληφθεί στην οριστική απόφαση, λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή κατά την περί κλήρου αγωγή, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως αόριστη και χωρίς ειδικό λόγο έφεσης, καθ όσον η απόφαση καθίσταται ευνοϊκότερη για την εκκαλούσα και δεν αρκεί η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατ άρθρο 534 ΚΠολΔ.
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 199 364/2011 (Πρόεδρος: Γεράσιμος Τσούνης, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Ιφιγένεια Ματσούκα-Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόροι: Βασίλειος Ροϊδοδήμος, Πλούταρχος Σακκάς, Άγγελος Καρζής). Αγωγή περί κλήρου. Είναι αόριστη και απορρίπτεται όταν δεν αναφέρεται ότι ο εναγόμενος κατακρατεί τα κληρονομιαία ως κληρονόμος και όχι βάσει ειδικού τίτλου όπως, π.χ. λόγω χρησικτησίας. Περιστατικά. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871, 1872, παρ.1, 1873, 1876 παρ.1, 1877 και 1097 επ. ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται, με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει κατά του συγκληρονόμου του, ο οποίος κατακρατεί την κληρονομική του μερίδα, αντιποιούμενος το κληρονομικό του δικαίωμα, την απόδοση των κληρονομιαίων «αντικειμένων», εκείνων δηλαδή επί των οποίων ο κληρονομούμενος είχε κυριότητα, νομή ή και απλή κατοχή, κατά το κληρονομικό του ποσοστό, σε περίπτωση δε αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης, αποζημίωση. Κατά το άρθρο 1825 παρ.2 ΑΚ ο νόμιμος μεριδούχος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του μετέχει στην κληρονομιά ως κληρονόμος, κατά δε το άρθρο 1827 του ίδιου Κώδικα, αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμα του υπάρχει για το μέρος που λείπει. Επί τελευταίας διατάξεως που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, ο μεριδούχος για το ποσοστό αυτής, μπορεί να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή κατά του κρατούντος ως κληρονόμου τα κληρονομιαία στοιχεία και να απαιτήσει την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος στα πράγματα της κληρονομιάς και του δικαιώματός του να πάρει το ποσοστό του που λείπει από τη νόμιμη μοίρα του, καθώς και την απόδοση της κληρονομιάς κατά το ίδιο ποσοστό. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι η περί κλήρου αγωγή απευθύνεται μόνον κατά του κατακρατούντος την κληρονομιά ή μεμονωμένα αντικείμενα αυτής ως κληρονόμου (possessor pro herede) δηλαδή κατά του αντιποιουμένου (καλόπιστα ή κακόπιστα, αδιάφορο) κληρονομικό δικαίωμα. Όχι και κατά του pro possesore κατέχοντος, δηλαδή εκείνου που κατέχει δυνάμει ειδικού τίτλου (εγκύρου ή μη). Κατ αυτού αρμόζουν οι οικείες ειδικές αγωγές που θα είχε εναντίον του ο κληρονομούμενος (ΑΠ 1607/2002 ΕλλΔνη 44 (2003) σελ.705, ΑΠ 245/1982 ΕΕΝ 50 σελ. 138, ΑΠ 1568/1979 ΝοΒ 28 (1980) σελ. 1103). Το στοιχείο αυτό (δηλαδή ότι ο ενάγομενος κατέχει pro herede) αποτελεί βασικό στοιχείο της παθητικής νομιμοποιήσεως του εναγομένου και για την πληρότητα του σχετικού δικογράφου πρέπει να διαλαμβάνεται στην αγωγή. Αλλιώς, σύμφωνα με τα άρθρα 118, 216 ΚΠολΔ η αγωγή είναι αόριστη (ΑΠ 1440/2010 ΤΝΠ ΝΟ- ΜΟΣ, ΑΠ 1407/1996 Δνη 1997.1113, ΑΠ 1848/1986 ΝοΒ 1988.342, ΕΑ 9445/2005 Δνη 2007.1483, ΕΑ 7540/2004 Δνη 2006.198, ΕΑ 5120/1999 Αρμ. 2000.641, ΕΑ 5660/1998 ΝοΒ 1999.790, ΕφΠατρών 642/2005, 961/2004 Αχ.Νομ. 2006.265, 2005.203). Τέλος από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά το άρθρο 522ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστή-
200 ριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι αόριστη (ΑΠ 1440/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1407/1996 Δνη 1997.1113, ΑΠ 1848/1986 ΝοΒ 1988.342, ΕΑ 9445/2005 Δνη 2007.1483, ΕΑ 7540/2004 Δνη 2006.198, ΕΑ 5120/1999 Αρμ. 2000.641, ΕΑ 5660/1998 ΝοΒ 1999.790, ΕφΠατρών 642/2005, 961/2004 Αχ.Νομ. 2006.265, 2005.203). Τέλος από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δε στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωση της ή ασκήθηκε απαράδεκτα με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δικασμένου (άρθρ. 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρ. 536 παρ.1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα επί εφέσεως του εναγομένου αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις ελλείψεις, αρκεί να ζητάει την απόρριψη της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 455/95 Δνη 36, 1319, ΑΠ 1183/93 Δνη 95, 1052, Σαμουήλ: Η έφεση έκδ. Δ παρ. 610 επ). Εν προκειμένω, η ένδικη περί κλήρου αγωγή των εναγόντων-νομίμων μεριδούχων, για απόδοση της νόμιμης μοίρας τους, είναι αόριστα διατυπωμένη καθόσον δεν εκτίθενται σε αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης. Συγκεκριμένα οι ενάγοντες δεν αναφέρουν αν η εναγομένη, κατακρατώντας τα κληρονομιαία ακίνητα τα κατέχει δυνάμει ειδικού τίτλου (λ.χ. επικαλούμενη ως τίτλο την χρησικτησία) η ως κληρονόμος της κοινής δικαιοπαρόχου μητέρας τους, Γ.Χ., προβάλλοντας αβάσιμα κληρονομικά δικαιώματα σε όλη την κληρονομιά αυτής, διότι σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, μόνο στην τελευταία περίπτωση νομιμοποιούνταν να ασκήσουν την περί κλήρου αγωγή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση τα παραπάνω περιστατικά δεν συμπληρώνονται με τις προτάσεις των εναγόντων. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η εναγομένη απλώς αμφισβητεί το κληρονομικό τους δικαίωμα και κατέχει τα κληρονομιαία ακίνητα, δεν είναι αρκετός στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον επί αδικαιολόγητης κατοχής της κληρονομιάς ή αντικειμένου αυτής από τον εναγόμενο, χωρίς αντιποίηση κληρονομικού δικαιώματος, μπορεί να ασκηθεί απλή αναγνωριστική αγωγή για το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος (ΑΠ 1406/1996, ΑΠ 187/2003, ΕΑ 510/1999) και όχι αγωγή περί κλήρου.