ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α1. Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» χαρακτηρίζεται για το θεατρικό τρόπο παρουσίασης του. Η θεατρικότητα επιτυγχάνει να προσδώσει στο έργο ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα, να φέρει τον αναγνώστη κοντά στο διήγημα. Θεατρικά στοιχεία στο διήγημα είναι: ο διάλογος, τα πολλά πρόσωπα (πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, βουβά πρόσωπα), η εναλλαγή σκηνών και επεισοδίων. Τρία παραδείγματα που συλλέγουμε από το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι τα εξής: Ο διάλογος: στο προκείμενο χωρίο διαλέγεται η μητέρα με το Γιωργή: Ώ! εἶπε μετ απελπιστικής εκφράσεως. Μητέρα - Ἐνόμισα ὅτι σύ θά ἀγαπήσῃς το Κατερινιώ περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά, ἀπατήθηκα!»... Γιωργής - «Ὄχι, μητέρα! Βέβαια ὄχι! ἀπήντησα ἐγώ. Μα ἐκείνη θά ἦτο παιδί σου, καθώς καί ἐγώ. Ἐνῷ αὐτή δέν σοῦ εἶναι τίποτε. Μᾶς εἶναι ὅλως διόλου ξένη. Το απόσπασμα με την υιοθεσία παρουσιάζεται ως θεατρικό δρώμενο. Πρόκειται για εκκλησιαστική τελετή που πραγματοποιείται σε δημόσιο χώρο, όπου παρευρίσκονται η θετή μητέρα, Δεσποινιώ Μηχαλιέσσα, τα αδέρφια, οι φυσικοί γονείς και τα επίσημα πρόσωπα του χωριού (πρωτόγερος). Η υιοθεσία πραγματοποιείται μέσω της χειροτονίας. Όλο το θεατρικό δρώμενο είναι σκηνοθετημένο να υλοποιηθεί σε ανοιχτό χώρο, γεγονός που καταδεικνύει ότι πρόκειται για ένα χαρμόσυνο γεγονός. Το χωρίο είναι το εξής: «Ήδη αυτή η υιοθέτησις εγένετο πανηγυρική. Η μήτηρ μου εφόρεσεν διά πρώτην φοράν τα «γιορτερά» της και μας ωδήγησεν εις την εκκλησίαν καθαρούς και κτενισμένους, ως εάν επρόκειτο να μεταλάβωμεν...η είσοδος του
εις τον οικον μας εγένετο ουχ ηττον επιβλητική και τρόπον τινά εν θριάμβω». Τα πολλά πρόσωπα αποτελούν ακόμη ένα θεατρικό στοιχείο στο διήγημα. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα πρωταγωνίστρια είναι η μητέρα «Η μήτηρ μου έτρεμεν εκ του φόβου μήπως ακουσθή καμμία φωνή». Τα άλλα πρόσωπα είναι δευτεραγωνιστές, όπως «ο πατήρ του κορασίου», «ο πρωτόγερος του χωρίου», «το Κατερινιώ». Β1 Η γλώσσα του διηγήματος είναι η απλή καθαρεύουσα, όπως και στα υπόλοιπα πεζά του συγγραφέα άλλωστε το αφηγηματικό υλικό του Γ. Βιζυηνού είναι αντλημένο από τις προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Βιζύης. Ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας, ενσωματωμένο σε μία ποικίλη πλούσια γλώσσα υψηλού ήθους (λόγια, λαϊκή, ιδιωματική). Η γλώσσα του Γιώργου Βιζυηνού, επομένως, δεν είναι ακραιφνής και επιτηδευμένη καθαρεύουσα, αλλά η βιωμένη γλώσσα με την απλότητα του ύφους, την κομψότητα και τη χάρη. Ας μη λησμονούμε ότι ο Βιζυηνός ήταν ένας λόγιος σπουδασμένος συγγραφέας και μολονότι ήταν ένθερμος οπαδός της δημοτικής δεν έγραψε σ αυτή, γιατί για τριάντα έξι χρόνια είχε συνηθίσει στην καθαρεύουσα. Έτσι στα διαλογικά μέρη όχι σπάνια αυτό εξαρτάται απ τα πρόσωπα που συνομιλούν χρησιμοποιείται η γλώσσα της καθημερινής ζωής και ομιλίας που θυμίζει δημοτική, π.χ «- Ποιος από σας είναι ή ειδικός ή συγγενής ή γονιός του παιδιού τούτου περισσότερον από τη Δεσποινιώ την Μηχαλιέσσα και τους εδικούς της;» Άρα, παρατηρούμε ότι η γλώσσα των απλών και λαϊκών ανθρώπων της υπαίθρου που δευτεραγωνιστούν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο πρωτόγερος, εκφράζεται μέσα από το συγκεκριμένο εθιμοτυπικό της
υιοθεσίας της Θράκης μεσω μίας γλώσσας πηγαίας που βγαίνει με φυσικότητα, μεταδίδοντας ένα ενιαίο αισθητικό αποτέλεσμα. Επίσης στα σημεία που αφηγείται ο ώριμος- πεπαιδευμένος αφηγητής Γεώργιος Βιζυηνός, που βλέπει τα δρώμενα με την απόσταση της ηλικίας και το διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, επιλέγει μία πιο λόγια γλώσσα: «Οι μικροί των αδελφών μου μισθοί θα εξήρκουν προς ανακούφισιν της μητρός εφ ω και τη εδίδοντο». Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Β2 α Ο Γιώργος Βιζυηνός καλύπτει στην ιστορία του γεγονότα που συνέβησαν σε διάστημα εικοσι οχτώ περίπου χρόνων. Συντέμνει όμως το χρόνο της ιστορίας με διάφορες τεχνικές, προκειμένου να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον και την αγωνία του αναγνώστη, άλλωστε το διήγημα θυμίζει θεατρογράφημα. Για το λόγο, αυτό ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την «παράλειψη των γεγονότων» ή «σύνοψη» ή «σύντμηση» για γεγονότα που θεωρεί επουσιώδη. Για παράδειγμα, στην υιοθεσία του πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού, αν και παρών κατά τη διάρκεια του εθιμοτυπικού της θρακιώτικης υιοθεσίας επιλέγει να αναφερθεί σ αυτήν εκτενώς. Όταν όμως ο αφηγητής Γιωργής φεύγει για σπουδές στην ξενιτιά, κατόπιν με τέσσερα μόνο ρήματα «ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη» συνοψίζει τη ζωή του ανώνυμου πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού, παραλείποντας τις λεπτομέρειες της ζωής της. Άλλωστε, έμμεσα, εκτός απ την απουσία του αφηγητή υπάρχει ειρωνεία για «την αχάριστη εκείνη κόρη» «προς την γυναίκα, ήτις περιεποιήθη τήν ζωήν αυτής με τοσαύτην φιλοστοργίαν». Β2β Η σύγκρουση μητέρας γιου για την υιοθετημένη Κατερινιώ είναι καθοριστική για την περαιτέρω εξέλιξη της δράσης. Χωρίς αυτήν δεν θα είχαμε επαναφορά στο «αμάρτημα» που ταλανίζει τη δυστυχισμένη γυναίκα και την απόφαση της να εξομολογηθεί στο γιο της. Αποτελεί,
επομένως, η σύγκρουση των δύο πρωταγωνιστών μοχλό εξέλιξης της δράσης. Άρα στο σημείο αυτό η Δεσποινιώ, στην προσπάθεια της να μεταπείσει το Γιωργή αφηγητή για την αποδοχή της «καχεκτικής» θετής κόρης ως αδερφής του προχωρά σ ένα παραλογισμό, σε μία συλλογιστική πορεία τέτοια, με την οποία εντείνεται η δραματική μέθοδος της. Η Δεσποινιώ λοιπόν βρίσκεται σε απόγνωση, απελπισία, ενοχή, δηλαδή διακρίνουμε όλα τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά της, όπως αποδίδονται από το συγγραφέα. Έτσι, τονίζεται, μέσω της αναδρομικής αφήγησης που λειτουργεί επιβραδυντικά, η ανάγκη της και η συναισθηματική φόρτιση της να πείσει ως έσχατη ελπίδα το Γιωργή της ότι αυτό το παιδί είναι δικό της, γνήσιο μόνο και μόνο επειδή «το επήρα...στην κούνια σας». Επιπλέον, μην ξεχνάμε ότι στο σημείο αυτό έπρεπε να διαφωτιστεί και ο αφηγητής που απουσίαζε είκοσι χρόνια στην ξενιτειά, αλλά και να υπογραμμιστεί και το σημείο της αποκατάστασης των σχέσεων τους. Άρα η σύγκρουση μάνας γιου, μέσω της άρνησης του Γιωργή να αναλάβει την ευθύνη του απέναντι στο Κατερινιώ, λειτουργεί ως αφορμή για την αποκάλυψη του αμαρτήματος της. Γ1 Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Βιζυηνός παρουσιάζει τους φυσικούς γονείς του υιοθετημένου κοριτσιού να βιώνουν συναισθήματα θλίψης και οδύνης για τον αποχωρισμό του παιδιού τους. Από την άλλη, η θετή μητέρα στηρίζει τη δική της ευτυχία στη δυστυχία των άλλων. Η εμμονή της με τα θηλυκά παιδιά πραγματώνεται μέσω της υιοθεσίας ενός ξένου παιδιού. Η αγωνία της μήπως ακυρωθεί η υιοθεσία είναι μεγάλη, καθώς επιθυμεί με κάθε τρόπο να αναθρέψει ένα κορίτσι, καλύπτοντας μ αυτόν τον τρόπο την απουσία των φυσικών κοριτσιών της. Η ψυχογραφική δύναμη του Βιζυηνού, που απορρέει από τις ειδικές σπουδές του στη ψυχολογία και στην ψυχανάλυση, διαφαίνεται από το συγκεκριμένο χωρίο περιγράφει άκρως λεπτομερειακά τα συναισθήματα των φυσικών γονιών του παιδιού «ωχρός και περίλυπος» ο πατέρας και η μητέρα «έκλαιε και έτρεμε από φόβο». Η
ψυχογράφηση των προσώπων, η διείσδυση στα άδυτα της ψυχής των ηρώων σκοπό έχει να φωτίσει περισσότερο την ιστορία. Δ1 Ο Γεώργιος Βιζυηνός και ο Ιωάννης Κονδυλάκης εντάσσονται χρονολογικά στη «Νέα Αθηναϊκή σχολή». Η επιρροή της λαογραφίας, των λαογραφικών παραδόσεων, της ανθρωπογεωγραφίας των απλών και ταπεινών ανθρώπων της τότε ελληνικής κοινωνίας διαπερνούν το έργο και των δύο ηθογράφων. Αναφορικά με το περιεχόμενο των δύο αποσπασμάτων, οι ομοιότητες είναι οι εξής: Πρώτη ομοιότητα: Η δυσμενής οικονομική κατάσταση που βιώνουν οι δύο οικογένειες. Από τη μιά πλευρά οι φυσικοί γονείς του παιδιού που πρόκειται να υιοθετήσει η Δεσποινιώ στο Βιζυηνό δίνουν το παιδί για υιοθεσία, επειδή βρίσκονται σε πενιχρή οικονομική κατάσταση φαίνεται άλλωστε ότι είναι βαθιά στεναχωρημένοι για την υιοθεσία αλλά αναγκάζονται να την κάνουν λόγω οικονομικής δυσπραγίας: «Ο πατήρ του κορασίου ήταν ωχρός...η σύζυγος του έκλαιε ακουμβημένη εις τον ώμον του». Στο άλλο κείμενο ο Τάσος ένας εκ των οποίων έχει βρει το παιδί εγκαταλελειμμένο αναφέρεται στην οικονομική ένδεια της οικογένειας: «Εγώ μ ένα ξεροκόμματο ψωμί ζώ» Δεύτερη ομοιότητα: δεύτερη ομοιότητα των δύο κειμένων είναι το φύλο του παιδιού που είναι κορίτσι και στα δύο αποσπάσματα. Στο διήγημα του Βιζυηνού αναφέρεται ότι «η μήτηρ επηύξησε τον αριθμόν μας δι ενός ξένου κορασίου, το οποίον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε να υιοθετήση». Στο διήγημα του Κονδυλάκη καταγράφεται ότι το παιδί είναι κορίτσι και φαίνεται μέσα από το εξής χωρίο: «Κορίτσι είναι ή αγόρι; Ηρώτησεν έπειτα κορίτσι. Το λένε Τασούλα». Η τρίτη ομοιότητα είναι το αλτρουιστικό αίσθημα, η φιλευσπλαχνία των λαϊκών ανθρώπων της εποχής που περιγράφει τόσο ο Βιζυηνός όσο και ο Κονδυλάκης στο διήγημα τους. Η
μητέρα Δεσποινιώ Μιχαλιέσσα στο διήγημα του Βιζυηνού φαίνεται ότι είναι μια γυναίκα θεοφοβούμενη, προικισμένη με αρετές αγάπης και συμπόνιας για το συνάνθρωπο «το κακότυχο! ανεφώνει η μήτηρ μου κόπτουσα συμπαθητικώς επί της μορφής του νηπίου, δεν το έφθανε πως εγεννήθη κοιλιάρφανο, μον απέθανε και η μάνα του και το άφηκε μεσ στη στράτα!» Στο απόσπασμα του Κονδυλάκη φαίνεται επίσης η συμπόνια και το ενδιαφέρον για το παιδί μέσα από το χωρίο: «Αν είχα τη μάνα μου εδώ, θα της το πήγαινα και θα δούλευα να το αναθρέψουμε. Το λυπούμαι το κακόμοιρο». Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο διηγήματα είναι οι εξής : πρώτη διαφορά είναι ότι στο απόσπασμα του Ιωάννη Κονδυλάκη ο πρωταγωνιστής Τάσος ο λούστρος βρίσκει το μωρό μια νύχτα «μέσα στην κάσσα που κοιμόμουνα, την ώρα της βροχής». Αντίθετα στην περίπτωση του Βιζυηνού αντλούμε απ την ενότητα αυτή στοιχεία για το εθιμικό της υιοθεσίας της Θράκης. Πιο συγκεκριμένα σε κλίμα πανηγυρικό και με τη συμμετοχή της εκκλησίας και των χωρικών η Δεσποινιώ ή Μηχαλιέσσα υιοθετεί ένα κοριτσάκι, αφού το παίρνει απ τους ζώντες γονείς της. Αντίθετα ο Τάσος αποφασίζει να αναθρέψει το μωρό «να καμης τα άξοδά του να ζήση και να μεγαλώση» με τη βοήθεια της Σταματίνας, και της κόρης της, και μιας «παραμάνας», αφού το βρίσκει. Άλλη διαφορά είναι ότι στο Βιζυηνό η μητέρα Δεσποινιώ αναγκάζεται να υιοθετήσει κορίτσια για να καλύψει το «αθέγητο αμάρτημά της» αναζητώντας εξιλέωση και λύτρωση από τις ενοχές της, λόγω της παιδοκτονίας του πρώτου κοριτσιού της. Άρα η υιοθεσία επιλέγεται συνειδητά από τη μητέρα για να καλύψει την ψυχολογική εμμονή της στα θηλυκά παιδιά. Αντίθετα στο απόσπασμα του Κονδυλάκη ο πρωταγωνιστής Τάσος παρασύρεται απ τα φιλεύσπλαχνα συναισθήματά του, όταν αντικρύζει τα βρέφος στην κάσα κι από συμπόνια θα θελήσει να το περιθάλψει, να το φροντίσει και να το
αναθρέψει. Επομένως στην περίπτωση αυτή αναλαμβάνουν την υιοθεσία μόνο λόγω συμπόνιας και ευσπλαχνίας για το άτυχο κορίτσι.