Η 5 η δεκαετία του 20 ού αιώνα, η δεκαετία του 1940, ασφαλώς και έχει μείνει στο συλλογικό ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως η δεκαετία της μεγάλης αδελφοκτόνου ανθρωποσφαγής. Ωστόσο η λειτουργία και η νέα δομή του πολιτικού της συστήματος δεν προσδιορίστηκε αποκλειστικά από τη διαιρετική τομή που δημιούργησε ο Εμφύλιος. Αντίθετα, κατέγραψε τις επιπτώσεις πολύ σύνθετων και όχι πάντα μονοδιάστατων ιστορικών διεργασιών. Και αυτό, διότι η συγκεκριμένη δεκαετία χαρακτηρίζεται από την παρουσία πλήθους διαιρετικών τομών, ορισμένων κληροδοτημένων από το παρελθόν, οι οποίες, μέσα από τη συνύπαρξή τους, άλλαξαν εκ βάθρων την πολιτική πραγματικότητα, τις ιδεολογικές αντι - παραθέσεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις στην πολυτραυματία χώρα... Ειδικότερα... Η ιστορική αντιπαράθεση βενιζελικών αντιβενιζελικών ασφαλώς και εξακολουθούσε να επιβιώνει, ωστόσο πολύ απείχε, πλέον, από του να ταυτίζεται απόλυτα 17
με αυτήν των δημοκρατικών και των βασιλοφρόνων, όπως σε μεγάλο βαθμό συνέβαινε κατά τον Μεσοπόλεμο (και ιδιαίτερα μετά την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της Αβασιλεύτου Δημοκρατίας το 1924). Παράλληλα, μέσα στο κομματικό σύστημα και το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1940, κινήσεις που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από την Αντίσταση κατά των κατακτητών και οι οποίες συχνά, κάποια στιγμή, κυρίως κατά την πρώτη μετά την Απε - λευθέρωση περίοδο, πήραν κομματική υπόσταση αντί - στοιχα, δε, και προσωπικότητες με αντιστασιακή δράση κατά τα χρόνια της Κατοχής, που μεταπελευθερωτικά ανέ λαβαν πρωτοβουλία ίδρυσης, προσωποπαγών συχνά, κομματικών μορφωμάτων αφενός μεν συνυπήρχαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, αφετέρου δε λειτουργούσαν συγκρουσιακά με άλλες κινήσεις αντίθετης συμπεριφοράς ή στάσης. Δηλαδή με οργανώσεις ή προσωπικότητες, οι οποίες είχαν κρατήσει πιο εφεκτική στάση έναντι των κατοχικών δυνάμεων ή, ακόμη, είχαν βρει κάποιο είδος συνεργασιακού modus vivendi μαζί τους. (Έστω και αν είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμο το κατά πόσον όλες οι προσωπικότητες, που είχαν αναλάβει καθήκοντα και ρόλους εντός της θεσμοθετημένης από τους κατακτητές «νομιμότητας» και πραγματικότητας, «δικαιούνταν», στο πλαίσιο μιας απόλυτης και αδιαφοροποίητης γενίκευσης, το στίγμα του συνεργάτη και του δοσίλογου. Εντελώς ενδεικτικά θα μπορούσε εν προκειμένω να αναφέρει κανείς, ως ένα από τα σχετικά παραδείγματα, τη συζητήσιμη και αμφιλεγόμενη, ως προς τη «δοσιλογική» της φύση, περίπτωση του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη, το προ- 18
σωποπαγές κόμμα του οποίου μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά βρήκε κάποια κοινωνική απήχηση, καθώς και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, μετά τις εκλογές και του 1946 και του 1950, ενώ το 1961 απετέλεσε μία από τις ιδρυτικές συνιστώσες της Ενώσεως Κέντρου). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ακόμη και αν γίνει δεκτό πως η διαιρετική τομή αντιστασιακών «συνεργατών» δημιουργούσε μεταπολεμικά δύο απολύτως διακριτούς μεταξύ τους πολιτικούς πόλους και δύο παραταξιακούς χώρους, αυτοί πολύ απείχαν από του να είναι απολύτως συμπαγείς και να εκφράζονται, ο καθένας τους, από ένα μόνον πολιτικό/κομματικό υποκείμενο. Εξίσου, όμως, και η νεοπαγής διαιρετική τομή κομμουνιστών αντικομμουνιστών ή εαμιτών «εθνικοφρόνων» νεοπαγής με την έννοια πως για πρώτη φορά είχε καταστεί κυρίαρχη και δεσπόζουσα στη δεδομένη συγκυρία της δεκαετίας που εδώ αναλύουμε επίσης πολύ απείχε και αυτή από του να διαμορφώνει δύο μόνο πολιτικά στρατόπεδα, δύο συμπαγείς πολιτικές παρατάξεις, δύο ξεκάθαρες και άνευ αντιφάσεων παραταξιακές συνειδήσεις: Στους κόλπους ακόμη και του ΚΚΕ, πολλώ δε μάλλον του όλου εαμικού συμπλέγματος, συνυπήρχαν ανταγωνιστικά από τη μία πλευρά φωνές ή τάσεις προσβλέπουσες στη δημιουργία μονοκομματικού καθεστώτος σοβιετικού τύπου, από την άλλη, δε, οι πρόθυμοι να αποδεχθούν κάποιον τουλάχιστον πολιτικό πλουραλισμό στη χώρα μετά την απελευθέρωσή της... Παράλληλα, όμως, τεράστιο εύρος υπήρχε και στην ένταση της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας. Με αυτήν βέβαια σχετιζόταν όχι όμως πάντα, ούτε απόλυτα η 19
ένταση της τιμωρητικής διάθεσης για τις υπερβασίες που διεπράχθησαν από αποχαλινωμένους αντάρτες τόσο κατά την «ενδοκατοχική», όσο και την πρώτη μετακατοχική φάση του Εμφυλίου... Όπως, ασφαλώς, αντίστοιχο εύρος είχε και η διωκτική διάθεση που εκδήλωναν οι περισσότερο ή λιγότερο ανεπίληπτοι εθνικά Έλληνες, πρωτίστως αλλά όχι μόνον οι αριστερού πολιτικού στίγματος, έναντι των δοσιλόγων, των συνεργατών των κατακτητών, των πλουτισάντων επί κατοχής, των μαυραγοριτών, καθώς και των απλώς κατηγορηθέντων, βασίμως ή όχι, για κάτι από τα παραπάνω... Τέλος, στην αποκρυστάλλωση των διαιρετικών τομών της δεκαετίας του 1940 ρόλο έπαιξε και η σταδιακά κατακτηθείσα την περίοδο 1935-1944 ιδεολογική μονολιθικότης των Ενόπλων Δυνάμεων: Αυτές έπαψαν πλέον να αποτελούν τους δύο ένοπλους βραχίονες των αντιπάλων του Διχασμού και άρχισαν να διεκδικούν περισσότερο ή λιγότερο αυτόνομο παρεμβατικό ρόλο στη δημόσια ζωή της χώρας, καθώς και λόγο για τον πολιτικό προσανατολισμό της. (Μάλιστα επιδίωκαν κάτι τέτοιο όχι μόνο τα αμέσως πρώτα μετακατοχικά χρόνια, αλλά για αρκετό διάστημα μετά την Απελευθέρωση, οπωσδήποτε έως το 1953.) Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, τις έφερε κάποιες στιγμές σε αντιπαράθεση με τις θεσμοθετημένες εκφράσεις και κορυφές της κρατικής πολιτικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης ενίοτε ακόμη και της εστεμμένης κορυφής της, οδηγώντας σε μια αντιπαράθεση που θα μπορούσε να προσδιορισθεί ως «système politique versus système militaire»... 20
Όλα αυτά, επομένως, καθώς και άλλοι ανάλογοι παράγοντες ή συναφείς εξελίξεις, ασφαλώς και προσδιόρισαν τις ιδιαιτερότητες της δεκαετίας του 1940. Μιας δεκαετίας η οποία, αναμφίβολα, υπήρξε όπως με εξαιρετική οξυδέρκεια επισημαίνει στο Επίμετρο και ο Νίκος Μαραντζίδης η πιο δραματική περίοδος στην πολιτική ιστορία του τόπου και θα αποτελέσει το αντικείμενο μελέτης αυτού του τεύχους. 21