ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940) -1- ΕΝΤΕΧΝΟ EΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, C r i t i c s P o i n t 11ες Ἑλληνικὲς Mουσικὲς Γιορτέές (2015) 5η: Γνωρίίζοντας καλλίίτερα τὸ Δηµ. Λιάάλιο. 6η: Ἔντεχνο Ἑλληνικὸ Τραγοῦδι. 21/2015. τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ. ΣΠΟΡΑΔΙΚΑ TON ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ ὡς τώώρα, µόόνο χάάρη στὶς Ἑλληνικὲς Μουσικὲς Γιορτέές (ΕΜΓ) περίίπου ὡς ἀποδιοποµπαῖο «µὴ Ἕλληνα»: ὅπως καὶ ὁ Χαρίίλαος Περπέέσσας (1907-1995) ἔτσι ἀντιµετωπίίσθηκε (ὄχι τόόσο φανεράά) ἀπὸ τὴ µονοκρατορίία Καλοµοίίρη καὶ παρατρεχαµέένων, ὁ πατρινὸς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940), συνθέέτης µὲ ἐπαγγελµατικόότατη, ἀνεπίίληπτης ἁρµονικῆς ὁµοιογενείίας, γραφήή, παρασάάγγες ἀπέέχουσα ἐκείίνης πολλῶν «καλοµοιρικῶν», ὀφειλόόµενη φανερὰ σὲ γερµανικὴ παιδείία, ποὺ ὅµως ἄρθρωνε, τοὐλάάχιστον σὲ ὅσαεργα του γνωρίίζαµε σταδιακάά, ἕνα λόόγο εὐδιάάκριτα προσωπικόό. Ἡ συναυλίία ποὺ τοῦ ἀφιέέρωσαν φέέτος οἱ ΕΜΓ, στὴ µικροσκοπικὴ αἴθουσα Κωστῆς Παλαµᾶς τοῦ Παρνασσοῦ, παρουσίίᾳ δυστυχῶς δεκάάδος ἀκροατῶν (χώώραγαν δὰ καὶ περισσόότεροι;) καὶ, εὐτυχῶς, µαγνητοσκοπήήθηκε ἀπὸ τὴν κρατικὴ τηλεόόραση (ἀκόόµη ΝΕΡΙΤ) µᾶς ἐπέέτρεψε νὰ τὸν γνωρίίσουµε καλλίίτερα, ἐπιφυλάάσσοντας ἄκρως εὐχάάριστην ἔκπληξη ἀπὸ πλευρᾶς ἑρµηνευτῶν. Ἐννοοῦµε ἕνα ἀκόόµη σύύνολο ἐκ Θεσσαλονίίκης, ἀρετῶν ἀναλόόγων µὲ ἐκεῖνες τοῦ Κουαρτέέτου Ἐγχόόρδων Αἰµίίλιος Ριάάδης ποὺ γνωρίίσαµε πρόόσφατα. Πρόόκειται γιὰ τοὺς Νίκο Ζαφρανᾶ (πιάάνο), Εὐγενία Ταλακούδη (βιολίί) καὶ Μυρτὼ Ταλακούδη (βιολοντσέέλο), τρίίο ποὺ στὸ α ʹ µέέρος τοῦ προγράάµµατος ἐµφανίίσθηκε ὡς ντοῦο βιολιοῦ-πιάάνου. Τὸ παίίξιµόό του πρόόδιδε µακρὰ συνάάσκηση καὶ συγγυµνασίία καὶ ἡ ἀντιµε-
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940) -2- ΕΝΤΕΧΝΟ EΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, τώώπισήή του τῆς πυκνόότατης γραφῆς τοῦ Λιάάλιου, µᾶς γέέννησε τὴν ἐπιθυµίία νὰ τοὺς γνωρίίσουµε καὶ σὲ ἄλλα ἔργα, ἑλληνικὰ ἀλλ' ὄχι µόόνον: τὰ δύύο ἔγχορδα διέέθεταν ἦχο φωτεινόό, µεστὸ καὶ διαυγῆ, ἐκφέέροντα µὲ ζηλευτὴν εὐκρίίνεια τὴ µεταξὺ τους πολυφωνίία καὶ συνυπάάρχοντα µὲ ἀνεπίίληπτη διαύύγεια µὲ ἕνα ἐπαγγελµατικόότατο πιάάνο, ὑπέέροχα προσαρµόόσιµο σὲ ὅλες τὶς γραφέές. Ἡ Θεσσαλονίίκη δὲν παύύει νὰ µᾶς ἐκπλήήσσει εὐχάάριστα... Τὰ ἔργα ποὺ ἀκούύσαµε καλύύπτουν τὸ χρονικὸ φάάσµα 1898-1920 καὶ ἕνα ἀπροσδιόόριστο «µετὰ»: δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ σηµατοδοτήήσουν τυχὸν ἐξελίίξεις τοῦ συνθέέτου, τοῦ ὁποίίου διακαῶς ἀναζητήήσαµε λεπτο- µερέέστερη τῆς δηµοσιευµέένης στὸ πρόόγραµµα βιογραφίίας καίί, πρὸ πάάντων Κατάάλογο ἔργων. Σχολιάάζουµε τὰ ἔργα κατὰ σειρὰν ἐκτελέέσεως: (α) Γ ι ὰ β ι ο λ ὶ & π ι άά ν ο. 1. «Ι l l u s i o n» (γαλλ. καὶ ἀγγλ.: «Ψευδαίίσθηση», ἀχρονολόόγητο, µεταξὺ (1920-40). Κατὰ τὸ πρόόγραµµα πρέέπει νὰ γράάφτηκε κατὰ τὴν ὥριµη περίίοδο τοῦ συνθέέτου. Σχολιάάζω: διαµαντάάκι, κλασσικοροµαντικῆς γραφῆς µεταγενέέστερης τοῦ Μπράάµς, προσωπικόότατη µελῳδικὴ γραµµήή, θαυµαστὰ ἰσορροπηµέένος διάάλογος βιολιοῦ-πιάάνου, ἐνδιαφέέρουσες µετατροπίίες καὶ µιὰν ἔκπληξη: αἰφνίίδια ἁρπίίσµατα 16ων στὸ πιάάνου. Ἔχει σύύλληψη καὶ διαστάάσεις µέέρους σονάάτας. 2. «Μ π α λ λ άά ν τ α ἀρ. 1, Θ ρ ύύ λ ο ς», σι ἐλ. (Πάάτρα, 1904): ἐκτενὲς προανάάκρουσµα (σόόλο βιολιοῦ; δὲν σηµείίωσα). Ἀπόότοµες ἀντιθέέσεις πιάάνου, εὔστοχες µετατροπίίες σὲ προσδοκώώµενες καταλήήξεις φράάσεων, ἕνα αἰφνίίδιο χορευτικόότατο πέέρασµα 16ων, δηµιουργοῦν ἐντύύπωση συνθέέσεως προγραµµατικῆς, δίίχως πρόόγραµµα. Σύύνοψη-συµπύύκνωση τοῦ εὐγενέέστερου γερµανικοῦ ροµαντισµοῦ. 3. «Μ π α γ κ α τ έέ λ λ α» ἀρ. 3, σι µείίζ. (Ἀθήήνα, 1918-20), ἀπὸ τὶς ὁµόότιτλες 5 συνθέέσεις. Ὑψιπετεῖς ἀπογειώώσεις τοῦ βιολιοῦ ἀ λὰ Μὰξ Μπρούύχ, ἀπάάγουν σὲ ἀραβουργηµατικὴν ἐπεξεργασίία (περιλαµβάάνει καὶ ἀπόόηχους βάάλς) ποὺ βαθµιαῖα ἐξυψοῦται σὲ βαγκνέέρεια διάάσταση. Τὴν ἐποχὴν ἐκείίνη στὴν Ἑλλάάδα (ὁ Λεβίίδης βρισκόόταν στὴ Γαλλίία) µόόνον ἕνας Αἰµίίλιος Ριάάδης (1880-1935) εἶχε, ὄχι ἴδια, ἀλλὰ συγκρίίσιµη καὶ ποιοτικὰ πολὺ πιὸ πρωτόότυπην εὐστροφίία γραφῆς, µὴ ἀναπέέµπουσα σὲ πρόότυπα,.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940) -3- ΕΝΤΕΧΝΟ EΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, 4. «Χ ο ρ ε υ τ ι κ ὴ Μ π α λ λ άά ν τ α ἀρ. 1, Σ µ ύύ ρ ν η», λα ἐλ. (1918-20), ἀπὸ τὶς «Τρεῖς Χορευτικὲς Μπαλλάάντες». Δὲν προσέέθεσε κάάτι νέέο στὴ µέέχρι στιγµῆς θετικόότατη ἀκροαµατικὴν ἐµπειρίία µας, πλὴν τοῦ ὅτι διέέψευσε πανηγυρικὰ τὰ ἀναγραφόόµενα στὸ πρόόγραµµα ὅτι «ἀναφέέρεται στὴ µικρασιατικὴ καταστροφήή». Ἀντιθέέτως, καίίτοι σὲ ἐλάάσσονα τρόόπο, ἀναπέέµπει στὴν εὐζωΐΐα καὶ τὴ χλιδὴ τῆς οὐσιαστικῶς ἑλληνοκρατούύµενης Φραγκολεβαντίίνικης Σµύύρνης πρὸ τοῦ 1922! (α) Γ ι ὰ π ι άά ν ο, β ι ο λ ὶ & β ι ο λ ο ν τ σ έέ λ λ ο. 5. «Σ ε ρ ε ν άά τ α», λα ἐλ. (1898), γιὰ πιάάνο, βιολὶ καὶ βιολοντσέέλλο, µεταγραφὴ (1901) Λιάάλιου: τὸ ἔργο ὑπῆρξε ἢ ὑπάάρχει σὲ 4 συνολικὰ ἐκδοχέές: 1. Γιὰ ἔγχορδα, ἡ γνωστόότερη ἴσως. 2. Γιὰ ἔγχορδα µὲ σόόλο βιολοντσέέλλου. 3. Γιὰ τρίίο (βλ. ἀνωτέέρω) καὶ 4. Γιὰ κουαρτέέτο ἐγχόόρδων. Σελίίδα γραµµέένη µὲ ξεχωριστὸ γοῦστο, µόόλις ἕξη χρόόνια µετὰ τὸ θάάνατο στὴν Κέέρκυρα τοῦ Διονυσίίου Ροδοθεάάτου (1849-1892 ἀµφίίβολο ὄχι ἂν τὸν γνώώρισε ἀλλ' ἀκόόµη καὶ ἂν τὸν ἄκουσε ὁ Λιάάλιος). 6. «Τ ρ ίί ο», φα µείίζ. (πρὸ τοῦ 1916) γιὰ πιάάνο, βιολὶ καὶ βιολοντσέέλλο, 4 µέέρη: I. Allegro moderato. Πυκνόότατης γραφῆς, πρωτάάκουστης γιὰ τὴν τόότε Ἑλλάάδα, µὲ αἰφνιδιάάζουσας πρωτοτυπίίας α ʹ θέέµα καὶ β ʹ θέέµα σὰν κανόόνα µεταξὺ βιολοντσέέλλου καὶ βιολιοῦ, διογκώώθηκε σὲ διαστάάσεις...μπροῦκνερ. II. Andante tranquillo. Ἐπίίσης πυκνόότατης πολυφωνίίας (δὲν ξέέρεις τὶ νάά πρωτοπαρακολουθήήσεις!) καὶ µακρηγορίίας. I. Scherzo: Allegro molto - Trio (Poso meno mosso) - Tempo Iº. Τὸ ὡραιόότερο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν τὸ συντοµόότερο: ξανὰ ἡ ἀντίίστιξη ὅµως πνίίγει τὴν πηγαίία ἔµπνευση τοῦ ἀρχικοῦ θέέµατος καὶ ἀµβλύύνει τὴν προσδοκώώµενη ἀντίίθεση τοῦ θέέµατος τοῦ Τρίίο µὲ τὸ ἀρχικόό. Ἐνδιαφρουσα πλοκὴ ἀρχικοῦ θέέµατος καὶ Τρίίο στὴν ἐπανάάληψη τοῦ ἀρχικοῦ τµήήµατος τῆς τριµεροῦς µορφῆς. IV. Allegro. Ἡ κατάάσταση δὲν ἄλλαξε στὸ ὁµοίίως πυκνογραµµέένο, ἀτέέρµονος ρητορείίας φινάάλε. Τελικὰ ἡ πυκνὴ ἀντίίστιξη ἄφησε τὴν ἐντύύπωση τοῦ «ἤδη ἀκουσµέένου» (γερµ. schon gehört). Ἀποµέένει ὅµως πολὺς Λιάάλιος πρὸς ἀκρόόαση καὶ πολλὴ ἐνηµέέρωση γιὰ τὴν βιογραφίία του, ἀµφόότερα απαραίίτητα πρὶν σταθεροποιήήσουµε ὁποιαδήήποτε κρίίση γιὰ τὸ συνθέέτη. («Παρνασσόός», αἴθουσα Κωστῆ Παλαµᾶ, 28.5.2015). * * *.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940) -4- ΕΝΤΕΧΝΟ EΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΑΛΛΟΚΟΤΗ Η ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΑ πρόόταση τῶν ἐφετινῶν Ἑλληνικῶν Μουσικῶν Γιορτῶν: Βραδιὰ ἔντεχνου τραγουδιοῦ σὲ δίίπτυχο µὲ κοινὸ συνδετικὸ ἰστὸ τὸν ἐκλεκτὸ πιανίίστα-συνοδὸ Δηµήτρη Γιάκα: στὸ α ʹ µέέρος ἡ ὑψίίφωνος Λένια Ζαφειροπούλου (κυρίίως «λήήντ») καὶ στὸ β ʹ ὁ τενόόρος Γιάννης Χριστόπουλος (κυρίίως ὄπερα καὶ ὀπερέέτα), ἀµφόότεροι κατακυρωµέένοι στὰ εἴδη ποὺ ὑπηρετοῦν, παρουσίίασαν τραγούύδια ἔντεχνα µὲν, σοβαρόότερα (Ζαφειροπούύλου) καὶ ἐλαφρόότερα (Χριστόόπουλος), ὁ δεύύτερος ἑνὸς µόόνον συνθέέτου, τοῦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΡΟΔΙΟΥ (1862 1.7. 1957) ποὺ οἱ µελῳδίίες του, κυρίίως για µανδολινάάτα καὶ ἀνδρικὴ χορῳδίία, λίίκνισαν τὰ παιδικὰ µου χρόόνια χάάρη σὲ ἕνα ραδιόόφωνο ἀπείίρως ἀνώώτερο τοῦ σηµερινοῦ κρατικοῦ. Παρενθετικάά: Τὸ ἰδιωτικόό, ἀνέέκκλητα ἐξωλέέστατο, διαλύύει πιὰ κάάθε ἠχητικὸ οἰκοσύύστηµα µὲ ἄφυλες ρεµπετοφωνὲς σὰν ταγγιασµέένο τηγανόόλαδο µυριάάκις χρησιµοποιηθέέν: ἀδύύνατο νὰ καταλάάβεις ἂν τραγουδᾶ ἄντρας ἢ γυναίίκα τάάχα µερακλωµέένος-η ἀπὸ κάάλπικο νταλγκάά... Ἐπιστροφὴ στὸ προκείίµενο: 1) ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΣ (γ. 1959): «Τέέσσερα τραγούύδια σὲ ποίίηση Κώώστα Καρυωτάάκη, πάάνω σὲ µελῳδίίες Μ(ίίκη) Θεοδωράάκη καὶ Ν(ίίκου) Χριστοδούύλου» (sic: ὁ πλήήρης τίίτλος). Σύύµφωνα µὲ ἀξιοζήήλευτα λεπτοµερὲς σηµείίωµα τοῦ συνθέέτου, τὰ τρίία πρῶτα γράάφτηκαν τὸ 1985. Σ αὐτὰ οἱ θεοδωράάκειες µελῳδίίες «χρησιµοποιοῦνται σὰν ἕνα εἶδος «cantus firmus» (Σ.Σ. ἑλληνικάά: σταθερὸ βάάσιµο) ἢ ὅπως, µὲ ἀνάάλογο τρόόπο, χρησιµοποιοῦνται συχνὰ σὲ συνθέέσεις δηµοτικὰ καὶ παραδεδοµέένα τραγούύδια. Τὸ µελῳδικὸ ὑλικὸ τοῦ Θεοδωράάκη, ποὺ ἔχει χρησιµοποιηθεῖ στη σύύνθεση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ φωνητικὴ µελῳδίία περιλαµβάάνει τὸ εἰσαγωγικὸ καὶ καταληκτικὸ µικρὸ θέέµα στὸ δεύύτερο τραγοῦδι, µίία συνδετικὴ παρεµβολὴ µεταξὺ τῶν στροφῶν στὸ πρῶτο καὶ στὸ δεύύτερο καὶ τὸ εἰσαγωγικὸ µοτίίβο στὸ τρίίτο. Οἱ πρωτόότυπες µελῳδίίες στὰ τρίία τραγούύδια παρουσιάάζονται ἀναλλοίίωτες». Τὰ 4 τραγούύδια: 1. Στροφὲς (ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νηπενθῆ, ἔκδ. 1921). 2. Δέέντρα µου (ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἐλεγεῖα καὶ Σάάτιρες, ἔκδ. 1927) 3. Ἀγάάπη (ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ὁ πόόνος τοῦ ἀνθρώώπου καὶ τῶν πραµάάτων, ἔκδ. 1919). 4. Πολύύµνια (ἀπὸ τὴ συλλ. Νηπενθῆ). Τὸ θεοδωράάκειο ὑλικὸ χρησιµοποιήήθηκε µὲ τέέτοιο τρόόπο ὥστε, ἂν ὁ συνθέέτης δὲν τὸ ἀνέέφερε ρητά, ἴσως δὲν θὰ εἶχε γίίνει ἀντιληπτὴ ἡ παρουσίία του. Σὲ ὅλα µιὰ περίίτεχνη ἁρµονικὴ (µέέχρις εὐστρόόφου διτονικόό-
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940) -5- ΕΝΤΕΧΝΟ EΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, τητος), καὶ εὐαίίσθητη πιανιστικὴ συνοδείία, κυρίίως µὲ «ὑδάάτινες» ἠχητικόότητες στὴν ψηλόότερη περιοχὴ, καὶ σὲ συνάάρτηση µὲ τὴ φωνητικὴ γραµµήή, ἀναπαρῆγε τὴν ἀνεπανάάληπτη καρυωτάάκειαν ἀτµόόσφαιρα σὲ ἕνα ποιοτικὸ crescendo: Στὶς Στροφὲς, µετὰ τὸν ἀρχικὸν εὐχάάριστο αἰφνιδιασµόό, σηµείίωσα τὸ χαρακτηριστικὸ τριµερὲς µέέτρο. Στὸ Δέέντρα µου, συνειδητοποίίσα ὅτι ὁ Νίίκος Χριστοδούύλου συνέέχιζε τὴ µεγάάλη παράάδοση τοῦ ἔντεχνου ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ (Γεώώργιος Λαµπελέέτ, Σαµάάρας, Καλοµοίίρης, Ριάάδης, Γιάάννης Κωνσταντινίίδης). Μὲ ἐντυπωσίίασε ἡ γοργὴ ρυθµικὴ ἀγωγὴ τοῦ 3. Ἀγάάπη, ἐνῶ στὸ 4. Πολύύµνια, σηµείίωσα ἁπλῶς: «διαµαντάάκι». Ἀνέέκαθεν ἐκτιµοῦσα ἰδιαίίτερα τὴ διακριτικήή, σεµνόότατη, ἀλλ οὐσιαστικόότατη παρουσίία τοῦ Χριστοδούύλου, ὡς ἀρχιµουσικοῦ καὶ συνθέέτου στὴν Ἑλληνικὴ µουσικήή. Ὁ κύύκλος αὐτὸς τὸν τραγουδιῶν τὸν ἀνέέδειξε µέέσα µου ὡς ἕνα εὐπατρίίδη της µὲ τὴν ὡραιόότερη σηµασίία τοῦ ὅρου. ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ (1880-1946): Ντούύρου-ντούύρου (ἀχρ.) Τὸ ἐµβληµατικόότερο ἴσως τραγοῦδι (κι' αὐτὸ λαϊκόό; λαϊκόόπνοο; πάάντως σαφῶς σὲ λαϊκὴ ποίίηση) τῆς κατὰ Καλοµοίίρην Ἐθνικῆς Σχολῆς. Ἡ δεκάάδα περίίπου ἄλλων τραγουδιῶν καὶ πιανιστικῶν ἔργων Σφακιανάάκη ποὺ διασώώθηκαν ἀπὸ µιὰ δηµιουργίία ἀπείίρως µεγαλύύτερη σύύµφωνα µὲ πλῆθος µαρτυριῶν, ἀναδείίχνει συνθέέτη καὶ πιανίίστα ποὺ τὸ χαµέένο ἔργο του θὰ σηµάάδευε ἀνεξίίτηλα τὴ µουσικήή µας. Δυστυχῶς, ἡ δηµιουργίία αὐτὴ ἐξαφανίίσθηκε ὑπὸ ἀνεξιχνίίαστες συνθῆκες µετὰ τὸν πρόόωρο θάάνατόό του, ὅταν τὰ παιδιάά του (ἐν οἷς καὶ ἡ ἐξαίίρετη συνθέέτρια Μαριέέλλη Σφακιανάάκη) ἦσαν ἀκόόµη νήήπια ἡ πολυαγαπηµέένη του γυναίίκα εἶχε ἐκδη- µήήσει λίίγο πρωτήήτερα. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ (1903-1984): Ὀκτὼ ἀπὸ τὰ Εἴκοσι τραγούύδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ (1937-47): 1.Εἶχα µιὰν ἀγάάπη (ἄγνωστης γεωγραφικῆς προελεύύσεως). 2. Ἀπόόψε τὰ µεσάάνυχτα (Σινασοῦ Καππαδοκίίας) 3. Έρηνάάκι (Σµύύρνης). 4. Δὲν εἶν' αὐγὴ νὰ σηκωθῶ (Μικρᾶς Ἀσίίας). 5. Λαλοῦδι τῆς Μονε(µ)βασιᾶς (Πελοποννήήσου) 6. Μέέρα µέέρωσε (Καλύύµνου). 7. Μὰ τὶ τὸ θέέλ' ἡ µάάνα σου (Σµύύρνης). 8. Κίίνησα ἐχθὲς νὰ ἔλθω (Μακεδονίίας). Συλλογιζόόµουν µιὰ ἐκ πρώώτης ὄψεως «δικαιολογηµέένη» πρόόσφατη σύύγκριση τοῦ κωνσταντινίίδειου opus, µὲ τὶς νεανικὲς Πέέντε ἑλληνικὲς λαϊκὲς µελῳδίίες γιὰ φωνὴ καὶ πιάάνο (1904-06) τοῦ Μωρὶς Ραβέέλ, µὲ τὴ λιτόότατη πιανιστικὴ συνοδείίᾳ.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ (1869-1940) -6- ΕΝΤΕΧΝΟ EΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Ὑπάάρχει ὅµως µιὰ τεραστίία διαφοράά: ὁ Κωνσταντινίίδης θεµελίίωσε ὅλη τὴν ὑψηλόότατης περιωπῆς ἔντεχνη δηµιουργίία του, διερευνώώντας τὶς κρυφὲς καὶ ἁφανεῖς ἁρµονικὲς δυνατόότητες τοῦ δηµοτικοῦ µέέλους καὶ ἐπινοώώντας µιὰ περίίτεχνη καὶ πρωτόότυπη ὀργανικὴ συνοδείία ποὺ µεταµοφώώνει τὸ λαϊκὸ µέέλος, ἰσοπεδωτικὰ ὁµοιόόµορφης ἐκφορᾶς στὴν ἀρχέέγονη µορφήή του, σὲ ἄκρως ἐξατοµικευµέένη, προσωπικὴ δηµιουργίία. Ἐνῶ τὸ 1906 ὁ Ραβὲλ ἀπέέµενε νὰ ὑπογράάψει πλεῖστα ἄλλα ἀριστουργήήµατα. Σὲ αὐτὰ µᾶλλον παρὰ στὸ ἑλληνόόπνοο συντοµογράάφηµάά του χρωστᾶ τὸ µεγαλεῖο του. Σὲ ἐπίίρρωση τοῦ λόόγου µας, παραπέέµπουµε µόόνον στὴν ἀνάάπλαση τῶν ἀρ. 2, 4, ποὺ στοίίχιωνε τὸν ἀξέέχαστο «Γιάάγκο» ἀπὸ τὸ παιδικάά του χρόόνια, 6 µὲ τὶς διάάφωνες ἁρµονίίες (ἄσχετες µὲ Ραβέέλ) καὶ 8. Σ αὐτὸ τὸ α ʹ µέέρος, ἡ Λέένια Ζαφειροπούύλου, σηµείίωσε µιὰ προσδοκώώµενα µουσικόότατην ἐπίίδοση, ἀξιοποιώώντας προσόόντα φυσικάά τε καὶ ἐπίίκτητα. ΡΟΔΙΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (1862-1957) 1 : 1. Στὸ ψηλὸ παράάθυρόό σου. 2.Τὰ λουλούύδια της. 3. Ἡ µουσικήή, 1933 7. Ἡ φωληάά της. 9. Πέές µου, 1890 (Ὅλα Π: Ἰωάάννου Πολέέµη). 4. Γιὰ σέένα ζῶ (Π: Δηµ. Καµπούύρογλου), 1932. 5. Ξύύπνα (Π: Ἀ. Νικολάάρα). 6. Ὅταν (Π: Γεωργίίου Δροσίίνη), 1932. 8. Ἀστέέρω (Π: Παύύλου Νιρβάάνα) 2, 1929. 10. Τὰ ἄνθη (Π: Γεωργίίου Βιζυηνοῦ), 1938. Ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἄκουγα παιδὶ ἀπὸ ἡδύύµολπες καὶ εὔαρθρες χορῳδίίες, συνοδείίᾳ µαντολινάάτας. Ἡ ἀνεπίίληπτη ἐκφοράά τους ἀπὸ τενόόρο καὶ πιάάνο, µὲ ξέένισε. Ἔτσι, τὴν προσοχήή σχεδὸν µονοπώώλησε ἡ γραφήή τους: δεξιοτεχνικόότατη γνώώση τῆς κλασσικῆς ἁρ- µονίίας, ἀλλὰ προσδοκώώµενες µετατροπίίες (λ.χ. ἀπὸ τονικὴ σὲ δεσπόόζουσα ἢ σὲ σχετικὴν ἐλάάσσονα), καὶ εὑρηµατικὴ µελῳδίία ἄνετα ἐπενδύύουσα διαφορετικοὺς στίίχους, λ.χ. σὲ στροφικὲς µορφέές. Μανιέέρα περιωπῆς; Kι' ὅµως µέέρες ἀργόότερα στοίίχειωνε µέέσα µου ἡ Μουσικήή. Ἀνεξιχνίίαστα τὰ βάάθη της! («Παρνασσόός» 4.6.2015). 1 Οἱ ἀριθµοὶ πρὸ τῶν τίίτλων ἀντιστοιχοῦν στὴ σειρὰ ἑρµηνείίας. Ἀναφέέρονται ὅσες χρονολογίίες συνθέέσεως παραθέέτει τὸ πρόόγραµµα. Π: = ποίίηση. 2 Προφανῶς γράάφηκε ὡς «συνοδείία» γιὰ τὴν ὁµώώνυµη ταινίία (βουβὴ ἀλλ ἀπὸ τὸ 1944, ἐν µέέρει ὁµιλοῦσα, µὲ ἀξιόόλογη µουσικὴ Σπύύρου Δουκάάκη [1888-1974]) τῆς Ντάάγκ Φίίλµ ὅπου τὸν πρωταγωνιστὴ Κώώστα Μουσούύρη ντουµπλάάριζε ὁ τενόόρος Πέέτρος Ἐπιτροπάάκης,