Μ (133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 148. μπαμπακούλα 148



Σχετικά έγγραφα
ΓρΑφΩ αστυνομικές ιστορίες κι έτσι μου προέκυψε πάνω

Ξύπνησα το πρωί και το κεφάλι μου έλεγε να σπάσει. Τέρμα πια, δεν ξαναπίνω

Είκοσι χρόνια νωρίτερα, σε ένα νότιο χωριό της επαρχίας Πουντζάμπ.

6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες

Πρόλογος. Άγιος Νικόλαος, Κρήτη Μάιος, 1964 ΤΖΟΝ ΛΕ ΚΑΡΕ

Σκηνή 1 η : Στο σπίτι της Ρήνης, πρωί Το λαθρεμπόριο της ζάχαρης

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

Ο γέροντας Ινοσένσιο είναι καθισμένος στην αμμουδιά.

Γ. Ρίτσος: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ. (Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά).

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΙΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΡΕΝΑ

Iανουάριος - Φεβρουάριος 2011, Έτος 15ο - Τεύχος 83ο

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΩΤΗΡΧΟΥ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Κύρταμο, ή κρίταμο, ή κρίθαμνο. Το γνωρίζουμεν

Συζητώντας με τον ΕΡΜΗ Τόμος Β

Σούννα ανά Μέρα και Νύχτα

(Μπαίνουν ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι. Είναι ντυμένοι σαν παλιάτσοι.)

Περιεχόμενα. Βερολινέζικο Ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930) Σάλι Μπόουλς Στη νήσο Ρούγκεν (Καλοκαίρι 1931) Οι Νόβακ...

Αλλά να μια άσπρη γραμμή από σκόνη σημαδεύεται πάνω στο δημόσιο δρόμο στο έβγα της Παραβόλας προς τη Μαντάνισσα (Παντάνασσα). Ταυτόχρονα ήχος μοτέρ

Μίχος Κάρης. Υστερόγραφα

ΠΡΈΠΕΙ ΑΡΧΊΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΩ ότι έχω έναν επιστήθιο

Χ Ρ Υ Σ Α Δ Η Μ Ο Υ Λ ΙΔ Ο Υ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΧΤΑΜΟΝ ΜΙΧΑΛΗΣ 1 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΡΕΝΤΗ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ : «ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ» Το πρωί στις πέντε, σε ένα φτωχό χωριό

Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:

23 του Νοέμβρη, ανοιχτά της Βαρκελώνης

ΡΑΔΑΝΘΥΣ ΝΕΟΝΑΚΗΣ -ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΔΡΑΚΑΚΗΣ

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική. Το ποίημα στη σελίδα 5 είναι του Έκτορα Ιωάννου.

-The Thorn Birds. Колин Маккалоу Поющие в терновнике Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας Μετάφραση: Βικτώρια Τράπαλη

1. ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΠΡΩΙΝΑ ΜΕΙΔΙΑΣΜΑΤΑ... 19

ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 24 - ΙΟΥΝΙΟΣ 1992 ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Λ ΓIΛ ΓΑΛΗΝΗ» ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ο απογραφέας απόσπασμα από το επερχόμενο

Γιατί ο Θεός δεν μας δίνει πάντα ό,τι του ζητάμε;

Εκπαιδευτήρια «Ο Απόστολος Παύλος» Γ υ μ ν ά σ ι ο Π ρ ό γ ρ α μ μ α Υ π ο τ ρ ο φ ι ώ ν

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΟΙ ΑΦΗΓΗΤΕΣ, ΛΟΓΙΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

Βάιος Φασούλας ΜΑΡΙΝΑ. Μυθιστόρημα

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ («Ψυχιατρική Διαθήκη»)

ενώ πλέον είχαμε μπει στην πέμπτη δεκαετία από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δεν βρέθηκε κάποιος να σηκώσει στην πλάτη του την χρόνια αυτή

Ο Δρόμος. Νάσος Κτωρίδης Μ α ρ α θ ω ν ο δ ρ ό μ ο ς. Αγαπητοί απόφοιτοι δεν μπορώ να προχωρήσω αν δεν σας δώσω πρώτα αυτό που σας οφείλω.

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ. Προφήτισσα (Πυθία) Ορέστης Απόλλων Είδωλο Κλυταιμνήστρας Χορός (Ερινύες) Αθηνά Προπομποί

Για το Άμπου Ντάμπι της Σαουδικής Αραβίας θα ξεκινήσουν

ΘΕΜΑ: «Συζήτηση και λήψη αποφάσεων για τη διαθεσιμότητα υπαλλήλων, περικοπή πόρων, και δημιουργία Παρατηρητηρίου στον Δήμο μας».

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1994 ΤΕΥΧΟΣ 5 ΔΡΧ.

Πολιτική κατάθεση του Χριστόφορου Κορτέση στο ειδικό δικαστήριο του Κορυδαλλού, 06/02/13

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ Π.Ι.Κ. ( ) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Κύριοι, σας καλωσορίζω ακόμη μία φορά. Είναι μία τελευταία προσπάθεια μήπως εξευρεθεί κάποια λύση για

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΤΕΥΧΟΣ ΝΟ. 26 ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

Καίτη Οικονόμου, Πρώτη έκδοση: μάιος 2012, αντίτυπα. ιsbn

ΗΜ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΟΥΡΟΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚ ΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗΣ 24 ης /2010

Η Αθανασία Γαϊτανίδου γεννήθηκε στον Κορινό Πιερίας. Αποφοίτησε από τη Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης και πραγματοποίησε το

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΕΙΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Ισχυρότατη εντολή. Συνελήφθη τρίτος ύποπτος Τρίτος Ελλαδίτης συνελήφθη ως ύποπτος για το πενταπλό φονικό στην Αγία

Κύριε Πρόεδρε, θα σας ρωτήσω ευθέως εάν πιστεύετε ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Ε ΧΡΟΝΟΣ 36ος ΤΕΥΧΟΣ 161 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α Από το πρακτικό 23/2013 Συνεδρίασης ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Από ζώο ή φυτό. Η υφαντική πρώτη ύλη. Γίνεται. κλωστή. υφάδι. και. στημόνι. Ύ φ α σ μ α. χ ρ ω μ α τ ι σ τ ό


Οκόσμοςτωνζώων. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός (Π.Ε.70)

Έκδοση Σωματείου Μηλιά Αμμοχώστου Σεπτέμβριος, Τεύχος 18

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Κώστας Κολυβάς (Μπερδεμπές)

Πρόταση Διδακτικής για την Ενότητα. «Τα φύλα στη Λογοτεχνία» Εισήγηση. στο Σεμινάριο Φιλολόγων Νομού Φθιώτιδας 13/11/2012

Το χρέος του ιστορικού

Kοντά στόν Xριστό Δ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O Π A I Δ I K Ω N E N O P I A K Ω N Σ Y N A Ξ E Ω N

Από τα σπορ στην καθημερινή ζωή. Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι.

Από τον "Μύθο του Σίσυφου", μτφ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ -Αρθρο ΠΡΕΣΒΗ ( ΕΠΙ ΤΙΜΗ) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ,

«Σε μια ρώγα από σταφύλι» Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για το Αμπέλι, το Σταφύλι & το Κρασί

Μ. Ασία, Καππαδοκία,Πόντος, Κρήτη. Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρος, Νησιά Ιονίου. Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Νησιά Αιγαίου

Από το «Δρόμο του Εγώ» στο «Δρόμο των Άλλων»

«Το δη µόσιο αίσθη µα είναι το παν. Με αυ τό, τί πο τα δεν µπο ρεί να αποτύχει. Χωρίς αυτό, τίποτα δεν µπο ρεί να πε τύ χει»,

Περιεχόμενα. Η αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής Θεραπείας στην απώλεια βάρους

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΕΔΕΣΣΗΣ Κ. ΙΩΗΛ «ΤΟ ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΙΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΝ ΕΥΧΟΛΟΓΙΟΝ»

Εκκλησία Παναγίας Χρυσοαιματούσης στη

Μάρτιος- Απρίλιος 2009, Έτος 13ο - Τεύχος 72ο. Εκδίδεται από το Γρ α φ ε ί ο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

Διπλωματική Εργασία του φοιτητή του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών

Κεφάλαιο 19. Καταστάσεις στις Οποίες Χάνουμε την Αγάπη και την Ευτυχία μας

Ἀντιφωνητὴς. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΠΑΝΘΡΑΚΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ ΓΝΩΜΗΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2008 ΕΤΟΣ 10ο / ΑΡ. Φ. 249 / ΤΙΜΗ 1

ΜΑΚΙΣΤΙΑ Τ Ρ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α Τ ΟΥ Σ ΥΛ ΛΟ Γ ΟΥ Μ Α Κ Ι Σ ΤΑ Ι Ω Ν ΟΛΥ Μ Π Ι Α Σ

Αστυνομική τέχνη. με όλες τις πηγές, ο Τζέισον Στρανκ

Το κεφάλαιο του Προσκυνήματος (Χατζ) (Από το Βιβλίο: «To Συνοπτικό Φικχ»)

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη

ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 έκδοση 50. ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ - διήγημα

ΒΙΒΛΙΟ ΔΑΣΚΑΛΟΥ «Νεοελληνική Γλώσσα Α-Γ Γυμνασίου»

ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Ιστορία του φεστιβάλ:

Βιζυηνός Γεώργιος. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

Εβδομαδιαίος προγραμματισμός 9 η εβδομάδα 2 6/11/2015 Θέμα: «Η Ελιά και το Λάδι»

-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ- ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΦΑΣΕΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΜΑΞΩΜΑΤΟΣ


Ο ι κ α λ έ ς σ υ ν θ ή κ ε ς

Ενότητα 9 ΣΧΟΛΕΙΟ. Παρουσίαση της ενότητας. Περιεχόµενα της ενότητας

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙ ΟΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙ ΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡ ΕΙΑΣ ΝΑΟΥΣΑ Σ «ΑΝΑΣΤΑ ΣΙΟΣ ΜΙΧΑ ΗΛ Ο ΛΟΕΙΟΣ» ΕΤΟΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ

Σ.Ι.Πορτινός ΑΝΑΛΕΚΤΑ

ΑΓΙΟΙ IΣI ΔΩ POI ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014 ΕΤΟΣ Θ - ΤΕΥ ΧΟΣ 144

Transcript:

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 148 μπαμπακούλα 148 μπαμπακούλα (η) < μσν. μπαμπάκ-ι + κατάλ. -ούλα βιομηχανικό (σε διάκριση από το χειροποίητο) βαμβακερό νήμα για ύφανση στον αργαλειό μπάμπαλου (το) < πιθ. πάμπαλο < από το επίθ. παμπάλ-αιον κάτι πολύ παλιό, συνήθως ύφασμα, κουρέλι, σκουπίδι υποτιμητική έκφραση για άτομο: γεροξεκούτης, παλιόγερος μπαμπατσιά (η) < μπαμπάκι το φυτό που κάνει το μπαμπάκι τοπωνύμιο νότια του χωριού (Βασιλικά) μπαμπόγηρους (ο) < πιθ. από το μπάμπω + γέρος μπαμπόγερος, ο πολύ γέρος, χούφταλο πονηρός και παράξενος γέρος (βλ. και μπαμπόγρια) (Σε πολλά μέρη της Ελλάδας αναβιώνει το αποκριάτικο έθιμο του παμπόγερου). μπαμπόγριγια (η) < μπάμπω < σλαβ. babo (γιαγιά) + γριά πολύ και κακιά γριά (Όταν καμιά φορά η γιαγιά δε μας έκανε τα χατίρια, τη λέγαμε μπαμπόγρια και το βάζαμε στα πόδια, γιατί θα εισπράτταμε από τους γονείς τα επίχειρα της ασέβειάς μας). μπαμπούλα (η) < ηχοπ. λέξη < βόμβος χρυσόμυγα (τα παιδιά έδεναν με λεπτή κλωστή τη χρυσόμυγα και την άφηναν να πετά κυκλικά, διασκεδάζοντας από τον βόμβο των φτερών της) μτφ.: ο επίμονος και ενοχλητικός: «σα τ μπαμπούλα γυρίγ ς ένα γύρου μ!» μπάμπουρας (ο) < ηχοποίητη λέξη κάνθαρος, μεγάλη κόκκινη σφήκα: «τσμούρια στα μηριά σ τσι μπαμπούρ στ αφτιά σ» (ειρων. έκφραση σε αερολογούντα) μπαμπουριά (η) < μπάμπουρ-ας + -ιά η φωλιά του μπάμπουρα μπάντα (η) < μσν. μπάντα η άκρη, το περιθώριο: «κάνη στ μπάντα» (πήγαινε στην άκρη, παραμέρισε) η μεριά, το πλάι, η πλευρά: «έλα απ την άλλ τ μπάντα» (έλα από την άλλη μεριά) μπαντέρνου ρ. (αόρ. μπαντάρ σα και μπάνταρα) < μπατάρω < τουρκ. batar (γέρνω) γέρνω από τη μια μπάντα (μεριά), ανατρέπομαι, βουλιάζω: «έπηση μες του χαντάτσ τσι μπάνταρη» μπαντιέρα (η) < μσν. παντιέρα <

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 149 149 μπασιαρντ σμέν ιταλ. bandiera. σημαία: «σήκουση παντιέρα» (χειραφετήθηκε, δεν υπακούει, κάνει του κεφαλιού του, επαναστάτησε) μπαντουρίζου ρ. < μπαντούρ-α (πνευστό λαϊκό όργανο από καλάμι) + -ίζω η λέξη κυριολεκτείται για χορδή (τόξου, μουσικού οργάνου, δοξαριού) που δεν είναι καλά τεντωμένη, τρεμοπαίζει και ηχεί σαν μπαντούρα: «η κόρδα στου δουξάρ μπαντουρίζ» μπαραμπαρίζου ρ. < άγν. ετυμ. συγκρινόμενος, είμαι ισάξιος με κάποιον άλλον (σε ομορφιά, πλούτο, δύναμη κτλ.): «η Γιάνν ς τσι η Γιώρ ς μπαραμπαρίζιν στουν χουρό» μπαραντίζου ρ. < τουρκ. barindirmak (στεγάζω) προφυλάγομαι, βρίσκω καταφύγιο: «μη πιάση η βρουχή στου δρόμου τσι μπαράντ σα κάτου απού μια τέντα, μέχρι να σταματήσ» μπαραντώνου ρ. < (α)μπάρα (σύρτης σε αυλόπορτα χωριάτικου σπιτιού) τοποθετώ την αμπάρα στην πόρτα για ασφάλεια, αμπαρώνω, μανταλώνω μπάρι μ επίρ. < μπάρε μου < τουρκ. bari (τουλάχιστο) + μου τουλάχιστο: «σ είπη μπάρι μ φχαριστώ, που δε τουν πήρης παράδης;» μπαρντάκ (το) < τουρκ. bardak (ποτήρι) 1. πήλινο δοχείο νερού, στάμνα 2. τοπωνύμιο στον κάμπο των Βασιλικών (Λέσβου) μπασιάκ (το) < τουρκ. basak (στάχυ) 1. τα σκόρπια απομεινάρια στο χωράφι μετά τη συλλογή του καρπού, π.χ. στάχυα, ελιές κτλ. 2. το μάζεμα αυτών που απομείνανε (βλ. και κουκουλόγ ). Παλιότερα φτωχές οικογένειες αποζούσαν από το μπασιάκ. μπασιακτσής (ο) < μπασιάκ (βλ. λ.) + -τσής ο φτωχός που «κάνει μπασιάκ» (μαζεύει τα απομεινάρια καρπού) μπασιαρντίζου ρ. < τουρκ. basarmak (κατορθώνω, καταφέρνω) τα καταφέρνω, τα φέρνω βόλτα με επιτηδειότητα μπασιαρντ σμέν (η) < μτχ. παθ. πρκμ. του μπασιαρντίζου (βλ. λ.) η επιτήδεια, η καταφερτζού, η καπάτσα

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 150 μπάστακας 150 μπάστακας (ο) < πιθ. από συμφυρμό των λέξεων μπαίνω και στέκω αυτός που στέκεται στη μέση όρθιος και ασάλευτος, που αποτελεί εμπόδιο και γίνεται ενοχλητικός και ανεπιθύμητος: «τι ήρτης τσι στάθ τσης μπρουστά μ ένας μπάστακας;» μπασταρδεύγου ρ. < μπάσταρδ-ος + -εύω νοθεύω, αλλοιώνω: «τ ς μπασταρδέψαν τ ς ντουμάτης» εκτρέπω κάτι από τη φυσική του εξέλιξη, ξεστρατίζω: «τώρα τ μπαστάρδηψης τ κουβέντα» μπαστουρώνου ρ. < μπαστούρ-α < *βαστούρα < βαστάω + -ώνω καρφώνω στο χώμα παλούκι, στο οποίο είναι στερεωμένο κοντό σκοινί και δένω ζώο για να βοσκάει και να κινείται μόνο σε ορισμένο χώρο μπατάκ (το) μπατάκι < τουρκ. batak (βούρκος, τέλμα) άνθρωπος που δεν εκπληρώνει τις οικονομικές του υποχρεώσεις (βλ. και μπατακτσής) μπατακγαίνου ρ. < μπατάκ (βλ. λ) + -αίνω μένω αδέκαρος, χρεοκοπώ: «η Βριγιός σα μπατακγιάν, τα παλιά τηφτέρια πιάν» (παροιμ.) μπατακτσής (o) < τουρκ. batakcsi (φεσατζής) κακοπληρωτής, χρεοκοπημένος μπάταλους -η -ου < τουρκ. battal (άχρηστος, άχαρος) πάνω από τα κανονικά μέτρα, πλήθωρικός, αντιαισθητικός: «πήγης τσι κ βάν σης ένα κόσμου μπάταλα πράματα» μπαταριά (η) < τουρκ. batarya (ομοβροντία) ως χρον. επίρ.: μια στιγμή, ελάχιστο χρονικό διάστημα: «κάτση να λουγιάγ ς τουμουρό, να πηταχτώ μια μπαταριά στου φούρνου» μπατέρνου ρ. (και μπατάρω, αόρ. μπάταρα και μπατάρ σα) < τουρκ. batar (γέρνω) γέρνω από τη μια μπάντα και ανατρέπομαι: «πήρη απότουμα τ στρουφή τσι μπαντάρ ση» μπατ κώνου ρ. < τουρκ. batak (βούρκος) + -ώνω βουλιάζω, χώνομαι στη λάσπη: «ήταν πουλύ φουρτουμένου του μ λάρ τσι μπάτ κουση μες τ λάσπ» μτφ.: αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, χρεοκοπώ: «πήρη τ κόσμ τα δάνεια, απ τ ς Τράπηζης τσι μπάτ κουση»

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 151 151 μπηζηρίζου μπατουνιέρνου ρ. (και μπατουνιάρου, αόρ. μπατούνιαρα και μπατουνιάρ σα) < τουρκ. batirmak (φουντάρω, βυθίζω) 1. εξαντλούμαι τελείως σωματικά και ε-γκαταλείπω μια προσπάθεια: «πήγη ν άνηβεί φουρτουμένους τ ν ανηφόρα τσι μπατουνιάρ ση» 2. εξαντλούμαι οικονομικά, χρεοκοπώ: «χρηγιώθ τση μέχρι του λιμό τσι μπατούνιαρη» (πρβλ. και μπατιρίζω, μπατίρης) μπάτσι σύνδ.: < μσν. μπας και μήπως, μήπως και: «τι νι έφτα που λέγ ς; μπάτσι παλαβώθ τσης;» μπατσιάζου ρ. < μπάτσ-ους (βλ. λ.) + -ιάζω δίνω μπάτσους, χαστουκίζω: «κάτση καλά, θα ση μπατσιάσου!» μπάτσους (ο) < πιθ. ηχοπ. λέξη από το μπατς, που συνοδεύει το χτύπημα ράπισμα, χαστούκι μπαχτσιαβάν ς (ο) < τουρκ. bahcivan κηπουρός, περιβολάρης πλανόδιος λαχαναπώλης μπαχτσίσ (το) (και μπαξίσ ) < τουρκ. bahşiş γενικά φιλοδώρημα φιλοδώρημα για την εύρεση απωλεσθέντος αντικειμένου ή ζώου, τα εύρετρα μπαχτσές (ο) < τουρκ. bahce < κήπος, περιβόλι, λαχανόκηπος μπ γάδα (η) < μσν. βενετ. bugada η μπουγάδα: πολλά ρούχα που έχουν μαζευτεί για πλύσιμο: «άλλαξη ούλ η φαμ λιά μ τσι βγάλαν μια μπ γάδα ρούχα» το πλύσιμο των ρούχων: «ταχιά θα βάλου μπ γάδα» τα στοιβαγμένα σε κοφίνι ρούχα πάνω από τα οποία έχει τοποθετηθεί αλ σιά (βλ. λ.) και προορίζονται για πλύσιμο «έχου έτοιμ τ μπ γ δα τσι θα τ πηριχύσου μη καυτό νηρό» μτφ.: ό,τι το πολύ βρεγμένο: «εν ηπήρη μαζί τ παρασόλ τσι γίντση μπ γάδα απ τ βρουχή» μπ γάδιασμα (το) < μπουγαδιάζω < μπουγάδα η διαδικασία με την οποία ετοιμάζεται η μουγάδα (στοίβαγμα ρούχων στο κοφίνι, τοποθέτηση στάχτης, βρέξιμο με καυτό νερό) μπηζηρίζου ρ. < μπεζερίζω < τουρκ. bezmek (βαριέμαι, μπουχτίζω, πλήττω) κατορθώνω κάτι ύστερα από μεγάλη προσπάθεια και καθυστέρηση: «μπιζέρσ ση πια να φανεί!» (κάποιος που περιμέναμε πολλή ώρα τον ερχομό

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 152 μπηζντηρμές 152 του) κουράζομαι, εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι: «μπιζέρ σα να παγαίνου τσι να έρχουμι μη τα πουδάρια σ ηλιές» μπηζντηρμές (ο) < άγν. ετυμ. είδος τετράγωνης παραδοσιακής τηγανητής τυρόπιτας από φύλλο ζύμης, τυρί και δυόσμο, πασπαλισμένης με ζάχαρη και κανέλα.σε πολλά χωριά της Λέσβου και σε άλλες περιοχές είναι γνωστή και ως γκιουζλεμές και κατμέρ μπηκιάρ ς (ο) ( θηλ. η μπηκιάρ σα) < μπεκιάρης < τουρκ. bekar ανύπαντρος, λεύτερος μπηκλέτ (το) < τουρκ. bekleme (αναμονή, καρτέρι) (νυχτερινό) καρτέρι για θήραμα: «τουν λαγό, τουν σκότουση στου μπηκλέτ» μπηρηκέτ (το) < τουρκ. bereket (αφθονία, ευφορία) αγαθό, πλούτος: «η Θηος τούν δώτση ούλα τα μπηρ κέτια» μπηρηκέτ βηρσίν < τουρκ. bereket versin (να ευχαριστήσω τον ουρανό) (δόξα του Θιό, πλούτος, αφθονία): «- Πώς πήγαν, θειά, φέτους γ ηλιές; - μπηρηκέτ βηρσίν, γιε μ!» μπηρηκητλής -δ σα -κου: < τουρκ. bereketli (άφθονος, γόνιμος, ευλογημένος) αυτός που φέρνει μπηρηκέτια, ο γούρικος, ο τυχερός μπηρντάχ (το) < τουρκ. perdah (γυάλισμα) ξυλοδαρμός, άγρια κατσάδα: «θα φάγ ένα μπηρντάχ, που θα του θ μάτι ούλα τ τα χρόνια» μπητούνιους -ια -ου: < τουρκ. επίθ. butun (όλος) ακέραιος, άθικτος, ολόκληρος: «θέλ του ψουμί μπητούνιου τσι του στσύλου χουρτάτου», «εν ηβράσαν τα κ τσιά! μπητούνια απουμείναν!» μπηχτσηδιάτ κα (τα) < τουρκ. bekci (φύλακας) + -(δ)ιάτικα χρήματα για πληρωμή του μπεχτσή το πρόστιμο που επέβαλε ο μπεχτσής για ζημιά που έκανε κάποιο ζώο μπηχτσής (ο) < τουρκ. bekci (φύλακας) αγροφύλακας μπιγιντιγί (το) άκλ. < τουρκ. begenmek (αρέσω) το διάλεγμα, η δυνατότητα να εκλέξεις αυτό που σου αρέσει: «Ναι, στου μπιγι - ντιγί θα ση βάλου...» (ειρων.: σιγά μη σε βάλω να διαλέξεις...)

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 153 153 μπόγους μπιγιντίζου ρ. < τουρκ. begenmek (αρέσω) εκλέγω, προτιμώ κάτι που μου αρέσει ανάμεσα σε άλλα: «τι τουν μπιγέντ ση τσι τουν πήρη;» μπιμπίτσ (το) < μπιμπίκι < υποκορ. του μπίμπικας < αρχ. βέμβιξ (παιδική σβούρα ή και μεγάλη σφήκα) σπυράκι εφηβείας, ακμή μπίνια (η) < πιθ. από το τουρκ. binmek (βόλτα, ιππασία) καβάλα στην πλάτη: «κουράστ τση του μουρό τσι του πήρα μπίνια» μπιτίζου ρ. < τουρκ. bitis + -ίζω τελειώνω, φέρνω σε πέρας επιτυχώς: «έστ λη τ μάννα τ ς να γυρέψ δαν κά τσι του μπίτ ση» μπλούτσ (το) < μπουλούκι < τουρκ. boluk 1. (στον πληθυντ. «μπλούτσια») πέτρες-στόχοι, που στήνονταν όρθιες στο παιχνίδι «κάστρα». Τα «κάστρα» αυτά προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τα παιδιά ρίχνοντας το «βόλι» (στρογγυλή πέτρα) από ορισμένη απόσταση. 2. εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά: «ήρτης τσι στάθ τσης μπρουστά μ ένα μπλούτσ!» ασύντακτο πλήθος κόσμου: «η κόσμους κατέβινη μπλούτσια - μπλούτσια!» μπλούτσ κους (ο) < υποκορ. του «μπλούτσ» (βλ. λ.) πέτρα που έστηναν όρθια τα παιδιά στο παιχνίδι αμάδες κάποιος που στέκεται στη μέση και εμποδίζει τους άλλους να βλέπουν ή να περνούν: «πήγης τσι στάθ τσης καταμησί ένας μπλούτσ κους τσι δε μπουρεί κανείς να πηράσ» μπλώνου ρ. (αόρ. μπούλουξα) < πιθ. από το αρχ. εμβάλλω βάζω μέσα βίαια, χώνω, καρφώνω «μπούλουξη του μαχαίρ μες τ καρδιά τ» μπλώνουμι ρ. < μπλώνου (βλ. λ.) τρυπώνω μέσα, χώνομαι: «ήβρη τ πόρτα αν χτή τσι μπλώχτση μέσα» παρεμβάλλομαι ετσιθελικά σε μια σειρά ή συζήτηση: «μην ήρτης τσι μπλώχτσης μπρουστά! να πας στ σειρά σ!» μπνέδ κα (τα) < μπ νές (βλ. λ.) ουσιαστ. επίθετο: λόγια και καμώματα μπινέ, πούστικα μπ νές (ο) < μπινές < τουρκ. ibne (αρσενοκοίτης, πούστης) ομοφυλόφιλος, πούστης μπόγους (ο) < πιθ. από το τουρκ. boya (μπόγος)

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 154 μπουγάς 154 ρούχα δεμένα μέσα σ ένα μεγάλο πανί ή σεντόνι υποκορ. μπογαλάκια μτφ. κοντόχοντρος άνθρωπος μπουγάς (ο) < τουρκ. boga (ταύρος) ταύρος επιβήτορας μπουγιατζής < τουρκ. boyaci (βαφέας) αυτός που ασχολείται με μπογιές, ο βαφέας, ο ελαιοχρωματιστής ως επώνυμο «Βογιατζής» μπουγιουρντί (το) < τουρκ. buyrultu (διάταγμα): (γραπτή) εντολή τούρκου αξιωματούχου έγγραφο με δυσάρεστη είδηση μπούγιουρουμ < τουρκ. buyurum (προστ. του buyurmak = προστάζω) ορίστε, περάστε, καθίστε (στο τραπέζι μας) ελάτε να φάμε μπούζ (το) < μπούζι < τουρκ. buz (πάγος) κάτι το πολύ κρύο, το παγωμένο: «μπουζ γίν τση του φαγί» μπουζιάζου ρ. < μπούζ (βλ. λ.) + -ιάζω γίνομαι μπουζ, κρυώνω, παγώνω: «μπούζ γιασα μες του χιόν ν απαντέχου» μπουζουριάζου ρ. < μπουζού (η φυλακή) πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω, φυλακίζω: «έκανη τουν παλ καρά, τουν μπουζουριάσαν τσι τουν χώσαν μέσα» μπούκα (η) < μσν. μπούκα < βεν. buca το στόμα, το στόμιο πυροβόλου: «τουν έχου στ μπούκα τ κανουνιού» (μτφ.: είμαι πολύ οργισμένος μαζί του) μπουκώνου ρ. < μπούκ-α + -ώνω 1.γεμίζω το στόμα με φαγητό: «μη του μπουκών ς του μουρό τσι του πνίξ ς! άσ του να καταπιεί!» 2. εξαγοράζω, δωροδοκώ: «μπούκουσι του Γιάνν τσι πήγη ψηυτουμάρτυρας» μπουλαντίζου ρ. < τουρκ. bulanti (αναγούλα) αηδιάζω, αναγουλιάζω, έχω τάση για εμετό «μπουλάντ σα μόλις είδα τουν ψόφιου πουτ τκό» μπουμπή (η) < μσν. πομπή < πομπεύω αισχρή, ανήθικη πράξη: «άντη, μουρή! έχ ς τσι στόμα να μ λήξ ς! πάνη ν ακούγ ς τ ς μπουμπές σ!» διαπόμπευση, εξευτελισμός μτχ. παθ. πρκμ. πομπεμένος -η: ντροπιασμένος, ατιμασμένος μπούνια (τα) (προφ. ακούγεται και

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 155 155 μπουρντίζου κμπούνια) < πιθ. ιταλ. bugna μικρές υδρορροές στο κατάστρωμα του πλοίου, για να φεύγουν τα νερά μτφ.: το έσχατο όριο, μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο: «βρεγμένος, χρεωμένος, ερωρευμένος κτλ. μέχρι τα μπούνια» μπουνίζου ρ. < πιθ. αρχ. επονειδίζω υπενθυμίζω διαρκώς σε κάποιον ένα καλό που του έκανα, του το «χτυπώ συνέχεια στα μούτρα του»: «πήγης μη τ αυτουκίνητου σ τ μάννα μ στου νουσουκουμείου τσι μη του μπουνίγ ς κάθη μέρα» μπουν τό (το) (και μπόν σμα) < μπου-ν-ίζου (βλ. λ.) + επθμ. -ητό η συχνή υπενθύμιση από κάποιον μιας ευεργεσίας ή διευκόλυνσης που μας έχει κάνει, με σκοπό να μας στενοχωρήσει και να μας μειώσει η κοινολόγηση της ευεργεσίας αυτής και μάλιστα διογκωμένης:«ούλ τ μέρα ακούμη τα μπουν τά τ, που ήρτη τσι μας σέργιαση στου θέρους» μπουρανί (το) < άγν. ετυμ. είδος φαγητού από χορταρικά (σπανάκι, σέσκουλα, λάπατα, καυκαλήθρες, παπαρούνες) μπουργού (η) < τουρκ. burgu (τριβέλι) χειροκίνητο μικρό τρυπάνι για άνοιγμα οπών σε ξύλο μπου(ρ)δούκλα (η) < πεδούκλα < μσν. πέδικλον (κομμάτι σκοινιού με το οποίο δένουν τα δυο πόδια του ζώου, για να δυσκολεύεται ν απομακρυνθεί από ορισμένη περιοχή, βλ. και λ. αλ πούτζα), μτφ.: τρικλοποδιά: «μ έβαλη μπουρδούκλα τσι μη έρ ξη κάτου» εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά μου: «ήρτης τσι στάθ τσης μπρουστά μ μια μπουρδούκλα τσι ε μπουρώ να κ νηθώ» μπου (ρ)δουκλώνου ρ. < πεδικλώνω < πέδικλο (βλ. λ. μπουδούκλα) βάζω τρικλοποδιά σε κάποιον και τον ρίχνω κάτω: «πήγη να πηράσ τσι τουν μπουδούκλουσα» στέκομαι μπροστά σε κάποιον και τον εμποδίζω να προχωρήσει: «κάθησι καταμησί τσι μη μπουδουκλών ς!» μεσ. μπουρδουκλώνουμι: σκοντάφτω και πέφτω μπουρμάς (ο) < τουρκ. burma κρουνός, βρύση: «αφήτση τουν μπουρμά αν χτό τσι χύθ τση ούλου του κρασί απ του βαρέλ» μπουρντίζου ρ. < τουρκ. burmak (συστρέφω, στριφογυρίζω)

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 156 μπουρού 156 στρίβω κάτι εξακολουθητικά με σκοπό να το αποκόψω: «μπουρντίζου του κλαδί», «μπούρντ σα του δαχτύλ υμ!» μτφ.: βάζω προσκόμματα, δυστροπώ, κωλυσιεργώ: «άμα άκ ση πους θα πληρώσ, μπούρντ ση» μπουρού (η) < τουρκ. boru (σωλήνας, βούκινο) η σειρήνα πλοίου ή εργαστασίου: «σφύρ ξη γη μπουρού μησ μέρ να φάν γοι ηργάτης» μπουτσιάκ (το) < τουρκ. bucak (γωνία, κόγχη) γωνία του σπιτιού τόπος καταφυγής για ασφάλεια και προστασία: «μόλις άκ ση τ καμπάνα, χώθ τση μες του μπουτσιάκ» μτφ.: η άκρη, το περιθώριο: «κάτση (προστ. κάθισε) μες του μπουτσιάκ τσι μη μ λάς» μπουτσιέρνου ρ. (αόρ. μπουτσιάρ σα και μπότσιαρα) < βεν. buc-a (στενό άνοιγμα) + επθμ. -έρνω (-άρω) 1. (μεταβ.) αδειάζω απότομα το υγρό περιεχόμενο δοχείου: «μπουτσιάρ σης του λάδ τσι χύθ τση του μ σό όξου απ του πιάτου» 2. (αμεταβ.) εισορμώ, ρίχνομαι μέσα ξαφνικά και ορμητικά: «μπότσιαρη μέσα του νηρό τσι πλημμύρ ση του σπίτ» μπουφ επιφ. (και μπούφους) < ηχοπ. λέξη για δήλωση άσχημης μυρουδιάς, δυσοσμίας: «μπούφους! ποιος έκλαση πάλι;» μπουχτσιαδιάζου ρ. < μουχτσιάδ-ι υποκορ. του < μπουχτσιάς (βλ. λ.) + -ιάζω τυλίγω (ρούχα ή μωρό) σε μπουχτσιά μπουχτσιάς (ο) < τουρκ. bohca (μπόγος, δέμα) τετράγωνο ύφασμα ή μικρό σεντόνι για περιτύλιγμα μωρού ή για μεταφορά ρούχων δέμα, μπόγος με ρούχα μπρόστιασμα (το) < μπρουστιάζου (βλ. λ.) η επιβεβαίωση ή διάψευση μιας πληροφορίας, με «κατ αντιπαράσταση» εξέταση: «μένα δε μ αρέσιν τα μπρουστιάσματα» μπρουστιάζου ρ. < μπροστ-ά + -ιάζω εξετάζω πρόσωπο με πρόσωπο, «κατ αντιπαράσταση»: «θα φέρου τ ν αδηρφή σ να σας μπρουστιάσου! να δούμη πότη σ είπα γω κληφτίνα» μπρουστ νέλα (η) < μπροστιν-ή + -έλα (μσν. εμπροστέλα = εμπροσθοφυλακή)

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 157 157 μυρμ δίζου αυτή που πάει μπροστά, η αρχηγός η προβατίνα που οδηγεί το κοπάδι: «έβαλα στ μπρουστ νέλα τσινούργιου κ δούν» (πρβλ. μπροστάρης) μπρουστ νουπίσ να (τα) < μπροστινοπίσινα < μπροστινά + πισινά 1. π.χ. τα φορέματα που φορέθηκαν το μπροστινό τους μέρος πίσω και το πίσω μπροστά: «τι νι τούτα τα μπρουστ νουπίσ να που βαλης;» 2. λόγια και καμώματα διφορούμενα, αλλοπρόσαλλα, ασυνάρτητα μ στάρ (το) < μαστάρι υποκορ. του μαστός μικρός μαστός, βυζάκι: «η κατσίκα κατέβαση μ στάρια» (είναι ετοιμόγεννη) μ τάρια (τα) < μτγν. μιτάριον < υποκορ. του αρχ. μίτος δυο εξαρτήματα του αργαλειού φτιαγμένα από μίτο, που ρύθμιζαν το άνοιγμα του στημονιού για να περνά η σαΐτα με το υφάδι και να πραγματοποιείται η ύφανση μ τζηθρουπτάρια μυτζήθρα + πιτάρια < υποκ. της πίτας είδος εδέσματος από φύλλο ζύμης, αβγά, μυτζήθρα και μυρωδικά μ τζούρα (η) < μσν. μουντζούρα λέρωμα από καπνιά, στάχτη ή άλλη σκουρόχρωμη ουσία μτφ.: η κηλίδα, ο στιγματισμός για ηθικά παραπτώματα: «αυτή τ μτζούρα τ ν έχ μες του κούτηλου» (είναι ηθικά στιγματισμένη) μ τζουρτέλια (τα) < μ τζούρ-α + υποκορ. καταλ. -(τ)έλια είδος αχλαδιών με κοκκινόμαυρο φλοιό, με τα οποία φτιάχνουν γλυκό του κουταλιού (αχλαδάκι) μ τζουρώνου <μσν. μουντζουρώνω < μουντζούρα: μαυρίζω κάτι (το πρόσωπο, το κούτελο) με μουντζούρα θίγω, στιγματίζω κάποιον μτχ. παθ. πρκμ. μ ζουρουμένους -η -ου: ανήθικος, ντροπιασμένος μ τζουρουμέν (οι): μεταμφιεσμένοι της αποκριάς με μουντζουρωμένα πρόσωπα μ τσούνα (η) < μσν. μουτσούνα < βεν. musona η μάσκα, το προσωπείο ο μασκαράς, αυτός που έχει ντυθεί αποκριάτικα, ο μεταμφιεσμένος (βλ. και λ. μασκαράς και γιούνια) μυρμ δίζου ρ. < μυρμηδίζω < μτγν. μυρμηδ-ών (μυρμηγγιά) + -ίζω αισθάνομαι φαγούρα, ανατριχιάζω και αναριγώ σαν να περπατούν στο δέρμα μου μυρμήγκια στη φρ.

(133-158):Layout 1 4/3/2011 10:53 μ Page 158 μυρμήδ σμα 158 «μυρμ δίζ του νηρό» (το νερό αρχίζει να μυρμηκιά, να κάνει μικρές φυσαλίδες και να ακούεται χαρακτηριστικός ήχος) μυρμήδ σμα (το) < μυρμ δίζου (βλ. λ.) αναρίγημα, ανατρίχιασμα, ρίγος μτφ.: η αρχή του βρασμού, όταν αρχίσουν να σχηματίζονται φυσαλίδες