Αριθμός 1106/2009 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2008, με την εξής σύνθεση: Μ.



Σχετικά έγγραφα
Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

1405/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

ΣΤΕ 2693/2018 [ΝΟΜΙΜΗ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ Α.Ε.Π.Ο. ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ ΑΘΗΝΩΝ]

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

2190/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

ΣτΕ 1254/2014 Ακύρωση της απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών

του Δήμου Μυκόνου Νομού Κυκλάδων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Σπυρίδωνα Λάβδα (Α.Μ. 61 Δ.Σ. Σύρου), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

Αριθμός 178/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ

ΣτΕ Ακύρωση της παραγράφου 2 της ΠΟΛ.1008/2011 η οποία επιβάλει την υπογραφή λογιστή

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 2 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

(άρθρο 5 του ν. 3886/2010 και το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει)

ΔΠΡ ΚΑΒ 479/2014. Κατά τη συνεδρίαση, ο διάδικος που παρέστη ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε τα αναφερόμενα στα πρακτικά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Η. Τσακόπουλου.

Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 3 ν. 2522/1997 και άρθρο 52 π.δ/τος 18/1989)

1329/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ

ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΠΟΠ. ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

του... ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Δημάκη (Α.Μ. 7291), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Oρθώς έγινε δεκτό από το Κλιμάκιο, παρά την εσφαλμένη αναγραφή της. διεύθυνσης της έδρας της επιχείρησης, η ταυτότητα του οικονομικού

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΑΤΩΝ. Άρθρο 1 Αντικείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου του Συμβούλου που

ΣτΕ 2138/2016 [Αποκατάσταση ΧΑΔΑ στις Σπέτσες]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ Η βεβαίωση εγκατάστασης εσωτερικού χορηγείται στον έχοντα νόμιμο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του οικείου χώρου

Αθήνα, ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Δικαστές: Β. Ταουσιάνη, Πρόεδρος Εφετών, Μαρία Αντζουλάτου και Χριστίνα Μπέκου Εφέτες Δ.Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

\ψ W M Αριθμός 126/2011

3216/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2294/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'

ΣτΕ 687/2016 Απαλλαγή Φ.Π.Α. στην παράδοση αγαθών. Ευθύνη αγορ

αιτούσα, με τηλεομοιοτυπία και πάλι, το 14063/ έγγραφο του Νοσοκομείου, με το οποίο της διαβιβάσθηκε και το από 16.6.

ΣτΕ 2292/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'.

Γαλακτοκομικά Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης της Κρήτης

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

του..., κατοίκου Βρυξελλών, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Θ. Αντωνίου (Α.Μ ) που τη διόρισε στο ακροατήριο,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΕ 1511/2002 (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

ΣτΕ 2302/2011. κατά του..., κατοίκου Βάρης Αττικής (...), ο οποίος δεν παρέστη.

προηγουμένων δεσμεύσεων του ακινήτου να υπολογίζεται υπέρ του τελευταίου ιδιοκτήτη (βλ. ΣΕ 2544/2005 επτ.). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ανωτέρω

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2297/1991 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'

ΣτΕ 1792/2009 Θέμα : [Κατασκευή σε κτίριο κατοικίας β υπογείου, μη προσμετρώμενου στον σ.δ. κατοικίας, για στάθμευση αυτοκινήτων]

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

A) Δεν ανακαλείται η 274/2017 πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού. Ελέγχου Δαπανών. Εν προκειμένω, έπρεπε να διενεργηθεί ανοικτός

Ένωση Εργοληπτών Δασοτεχνικών Έργων & Πρασίνου Δ/ΝΣΗ:Ν.ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 10 Τ.Κ ΤΗΛ: FAX:

ΘΕΜΑ: «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΚΤΙΝΙΔΙΩΝ» ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1873/2013 ΣΤΕ ( Διευρυμένο ωράριο φαρμακείων)

Η ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

Αριθμός 549/2016 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ

ΣτΕ 3353/2004. του..., κατοίκου..., οδός..., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Μητρόπουλο (Α.Μ ) που τον διόρισε με πληρεξούσιο

ΣτΕ 1383/2012. κατά των:α)... και β)..., κατοίκων..., τακτικών δημοτικών συμβούλων, στις ως άνω δημοτικές εκλογές, οι οποίοι δεν παρέστησαν.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΣτΕ Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αριθμός 1384/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 274/2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου Ηλείας.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. β. Του Π.Δ. 111/14 (ΦΕΚ Α 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2420/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 43 / 2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRACOM IT SERVICES) 909/2011 ΣΤΕ ( )

ΣτΕ 86/2015 Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η δυνατότητα που έχει ο φο

ΣτΕ 4439/2012. του..., κατοίκου Πειραιά (...), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ελ. Καναβάκη (Α.Μ ), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και ήδη Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος παρέστη με τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης σας ενημερώνει:

ΣτΕ 3427/2017. του..., κατοίκου Αραχώβης, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Δέσποινα Μεταξά (Α.Μ.16728), που τη διόρισε στο ακροατήριο,

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΣΑ. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Δικαστήριο: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθμός Απόφασης: 2771 Έτος: 2003

Αθήνα, 2/11/2017. Αριθ. Πρωτ.: 12076

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 108/2013

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΣτΕ 2134/2014 [ΥΑ για την παράταση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς]

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

Transcript:

Αριθμός 1106/2009 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2008, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ Τμήματος, Χ. Ράμμος, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Ό. Ζύγουρα, Β. Κίντζιου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Δ Τμήματος. Για να δικάσει την από 17 Σεπτεμβρίου 2001 αίτηση: της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Κ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.", που εδρεύει στο Κιάτο Κορινθίας (Τσάγκριζα Σουλίου), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ι. Κτενίδη (Α.Μ. 3798/Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας, η οποία δεν παρέστη, και κατά των παρεμβαινόντων: 1) Υπουργού Γεωργίας, ο οποίος παρέστη με τον Γ. Κανελλόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και 2) Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Αιγιαλείας του Ν. Αχαΐας, που εδρεύει στο Αίγιο Αχαΐας (Κορίνθου Γέφυρα Σελινούντα), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Δ. Κασσαβέτη (Α.Μ. 19157), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 10037/27.6.2001 απόφαση του Διευθυντή Γεωργίας της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Χ. Ράμμου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι η αιτούσα μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία και μετονομάσθηκε σε ΚΑΚΑΒΕΤΣΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ και στη συνέχεια ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της παρεμβαίνουσας Ένωσης και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (αριθ. γραμμ. 2676059, 1799924, 1799925, 1799926/01). 2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση μετά την υπ αριθμ. 2372/2007 προδικαστική απόφαση του Τμήματος. 3. Επειδή, με την αίτησή της αυτή (όπως συμπληρώθηκε με τα από 13.4.2002 και 20.3.2006 δικόγραφα προσθέτων λόγων ακυρώσεως) η αιτούσα εταιρεία, η οποία ασχολείται με την μεταποίηση, επεξεργασία και εμπορία της κορινθιακής σταφίδας και είναι εγκατεστημένη στην περιοχή του Κιάτου Κορινθίας, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως υπ αριθμ. 10037/27.6.2001 του Δ/ντού Γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτημά της, να της επιτραπεί να μεταφέρει και να επεξεργασθεί στο Νομό Κορινθίας ασυσκεύαστες κορινθιακές σταφίδες από το υπόλοιπο της περιοχής Α και από την περιοχή Β, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 2 και 4 του ν. 553/1997 «περί μέτρων προστασίας και ενισχύσεως της εξαγωγής της Κορινθιακής σταφίδας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». 4. Επειδή, στην δίκη παρενέβη στο ακροατήριο και χωρίς την προηγουμένη κατάθεση δικογράφου παρεμβάσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 21 παρ. 2 περ. β του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α), υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Παρενέβη περαιτέρω, ομοίως υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως με το από 24.3.2006 σχετικό δικόγραφο η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αιγίου. Μέλη της Ένωσης αυτής είναι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του καταστατικού της, οι πρωτοβάθμιοι αγροτικοί συνεταιρισμοί του νομού Αχαΐας, σκοπός δε αυτής είναι, σύμφωνα με το άρθρο 3, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της διακίνησης και η διαφήμιση των αγροτικών προϊόντων που παράγονται στον εν λόγω νομό. Μεταξύ των προϊόντων αυτών είναι και η κορινθιακή σταφίδα ποικιλίας «ΒΟΣΤΙΤΣΑ», η παραγόμενη στην επαρχία Αιγιαλείας. Δεδομένου, περαιτέρω, ότι η συγκεκριμένη ποικιλία κορινθιακής σταφίδας, είναι, όπως εκτίθεται σε επόμενες σκέψεις, προϊόν το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων την μεταφορά και επεξεργασία των οποίων στην περιφέρεια του Νομού Κορινθίας είχε ζητήσει με την, απορριφθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση,

αίτησή της η αιτούσα και την οποία (μεταφορά και επεξεργασία) ο νόμος 553/1997 απαγορεύει, με έννομο συμφέρον ασκείται η περί ης ο λόγος παρέμβαση, εφόσον η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι η μεταφορά και επεξεργασία της συγκεκριμένης ποικιλίας σταφίδας, (η οποία μάλιστα έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Προστατευομένων Ονομασιών Προέλευσης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) εκτός της περιοχής της Αιγιαλείας θα έχει ως επακόλουθο τον κίνδυνο νόθευσής της, με συνέπεια την υποβάθμιση της ποιότητάς της και της καλής της φήμης στις διεθνείς αγορές. Οίκοθεν νοείται ότι, ως εκ των προεκτεθέντων, η παρέμβαση αυτή ασκείται παραδεκτώς υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, μόνο κατά το μέρος αυτής, με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα της αιτούσης να μεταφέρει και να επεξεργάζεται στην περιοχή στην οποία βρίσκεται το εργοστάσιό της σταφίδα της ποικιλίας «Βοστίτσα», όχι δε και κατά το μέρος αυτής με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα της αιτούσας να μεταφέρει στην περιοχή στην οποία βρίσκεται το εργοστάσιό της σταφίδα της περιοχής Β (δηλαδή σταφίδα παραγόμενη σε νομούς εκτός του νομού Αχαΐας). 5. Επειδή, σύμφωνα με κατατεθείσα στο ακροατήριο γραπτή δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, η αιτούσα ομόρρυθμη εταιρεία, μετά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως μετετράπη κατ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2166/1993 σε ανώνυμη εταιρεία και έλαβε την επωνυμία «ΚΑΚΑΒΕΤΣΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ». 6. Επειδή, στα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του νόμου 553/1977 («περί μέτρων προστασίας και ενισχύσεως της εξαγωγής της κορινθιακής σταφίδας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» - ΦΕΚ 73 Α ) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1. Αι εκτάσεις εις ας καλλιεργείται Κορινθιακή σταφίς διαχωρίζονται ως κάτωθι: α) Περιοχή Α', περιλαμβάνουσα την Επαρχίαν Αιγιαλείας και τας περιφερείας των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας και τον Νομόν Κορινθίας. β) Περιοχή Β', περιλαμβάνουσα τους Νομούς Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, την Νήσον Λευκάδα, τον Νομόν Ηλείας, τον Νομόν Αχαΐας (πλήν της Επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλοής) και τον Νομόν Μεσσηνίας. 2. Απαγορεύεται η εις την περιοχήν Α' εισαγωγή, εναποθήκευσις και συσκευασία Κορινθιακής σταφίδος προελεύσεως περιοχής Β' ως και η εν συνεχεία εξ αυτής εξαγωγή της εις το Εξωτερικόν. 3. Επιτρέπεται η εισαγωγή Κορινθιακής σταφίδος εκ της περιοχής Α' εις την περιοχήν Β' και η εξαγωγή της σταφίδος ταύτης αναμεμιγμένης εκ της εν λόγω περιοχής, υπό τας προϋποθέσεις των παραγρ. 3 και 4 του άρθρου 2 του παρόντος. 4. Απαγορεύεται η μεταφορά και συσκευασία Κορινθιακής σταφίδος της περιφερείας επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας εις τον Νομόν Κορινθίας και αντιστρόφως. Άρθρο 2. 1. Άπαντα τα μέσα συσκευασίας, τα περιέχοντα Κορινθιακήν σταφίδα παραγωγής της περιοχής Α', συσκευαζομένην εντός αυτής και προοριζομένην προς εξαγωγήν, σημαίνονται υποχρεωτικώς, διά του γράμματος "Α" και της λέξεως: α) "ΒΟΣΤΙΤΣΑ" (VOSTIZZA) εφ' όσον πρόκειται περί Κορινθιακής σταφίδος παραγομένης εντός της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας συσκευαζομένης εντός της περιοχής ταύτης και εξαγομένης εκ του λιμένος Αιγίου. β) "ΚΟΡΦΟΣ" (GULF), εφ' όσον πρόκειται περί Κορινθιακής σταφίδος παραγομένης εντός του Νομού Κορινθίας, συσκευαζομένης εν αυτώ και εξαγομένης εκ των λιμένων Κιάτου και Κορίνθου. 2. Επιτρέπεται η τοποθέτησις εντός των μέσων συσκευασίας, Κορινθιακής σταφίδος των ως άνω περιφερειών διαφημιστικών φυλλαδίων ή εντύπων, περιγραφόντων αντιστοίχως την ποιότητα και γενικώς την έννοιαν των λέξεων "Βοστίτσα" ή "Κόρφος". 3. Άπαντα τα μέσα συσκευασίας, τα περιέχοντα Κορινθιακήν σταφίδα προερχομένην εξ αναμίξεως σταφιδοκάρπου των περιοχών Α' και Β' συσκευαζομένην εν τη περιοχή Β' σημαίνονται υποχρεωτικώς μεν διά της λέξεως "PROVINCIAL" προαιρετικώς δε και διά του ονόματος του τόπου συσκευασίας αυτής. 4. Άπαντα τα μέσα συσκευασίας, τα περιέχοντα Κορινθιακήν σταφίδα παραγωγής της περιοχής Β' συσκευαζομένην εντός αυτής και προοριζομένην προς εξαγωγήν, σημαίνονται υποχρεωτικώς μεν διά της λέξεως "PROVINCIAL", προαιρετικώς δε και διά των κάτωθι λέξεων, αποκλειομένης πάσης ετέρας: α) "ΖΑΝΤΕ", διά την εν Ζακύνθω παραγομένην και συσκευαζομένην Κορινθιακήν σταφίδα, ως και διά την εντός της περιοχής Β' εν γένει συσκευαζομένην Κορινθιακήν σταφίδα, προελεύσεως της νήσου Ζακύνθου, αποδεικνυομένης εξ αδειών μεταφοράς εκδιδομένων υπό του A.Σ.Ο., και εξ οιουδήποτε λιμένος της περιοχής Β' εξαγομένην εις το εξωτερικόν. β) "CEPHALLONIA", διά την εν Κεφαλληνία ή Λευκάδι παραγομένην και συσκευαζομένην Κορινθιακήν σταφίδα, ως και διά την εντός της περιοχής Β' εν γένει συσκευαζομένην Κορινθιακήν σταφίδα, προελεύσεως του Νομού Κεφαλληνίας και της νήσου Λευκάδος,

αποδεικνυομένης εξ αδειών μεταφοράς εκδιδομένων υπό του ΑΣΟ, και εξ οιουδήποτε λιμένος της περιοχής Β' εξαγομένην εις το εξωτερικόν. γ) "AMALIAS", διά την εν τη περιφερεία Αμαλιάδος συσκευαζομένην Κορινθιακήν σταφίδα, ως και διά την εντός της περιοχής Β' εν γένει συσκευαζομένην Κορινθιακήν σταφίδα, προελεύσεως της περιφερείας Αμαλιάδος, ήτοι των τέως Δήμων Ελίσης, Ηλιδος, Πηνειίων και Μυρτουντίων, του Νομού Ηλείας αποδεικνυομένης εξ αδειών μεταφοράς εκδιδομένων υπό του ΑΣΟ και εξ οιουδήποτε λιμένος της περιοχής Β' εξαγομένην εις το εξωτερικόν. δ) "PYRGOS", διά την εν τη περιφερεία Πύργου και Κατακώλου του Νομού Ηλείας συσκευαζομένην και εκ του λιμένος Κατακώλου εξαγομένην εις το εξωτερικόν Κορινθιακήν σταφίδα. ε) "PATRAS", διά την εν τη περιφερεία Πατρών συσκευαζομένην και εκ του λιμένος Πατρών εξαγομένην εις το εξωτερικόν Κορινθιακήν σταφίδα. στ) "KALAMATA", διά την εν τη περιφερεία Μεσσηνίας συσκευαζομένην και εκ του λιμένος Καλαμάτας εξαγομένην εις το εξωτερικόν Κορινθιακήν σταφίδα. 5. Απαγορεύεται η σήμανσις των μέσων συσκευασίας Κορινθιακής σταφίδος, προοριζομένης προς εξαγωγήν εις το εξωτερικόν, δι' ετέρων γραμμάτων του Ελληνικού ή άλλου αλφαβήτου, δι' αριθμών Ελληνικών, αραβικών κ.λ.π., ως και δι' οιουδήποτε εν γένει στοιχείου, δυναμένου κατά την κρίσιν των οικείων οργάνων ελέγχου του Υπουργείου Γεωργίας, να επιφέρη σύγχυσιν με τας εν τω παρόντι άρθρω καθοριζομένας σημάνσεις ή οδηγήση εις παραπλάνησιν του αγοραστού. 6. Το ύψος των στοιχείων των εν παραγράφοις 1, 3 και 4 του παρόντος άρθρου σημάνσεων δεν δύναται να είναι μικρότερον του 20% του ύψους της πλευράς του μέσου συσκευασίας της Κορινθιακής σταφίδος ή του 20% του ύψους της ετικέττας εφ' ης, τυχόν, αναγράφονται αύται. Εις περίπτωσιν χρησιμοποιήσεως ετικέττας διά την αναγραφήν των σημάνσεων τούτων, αι διαστάσεις ταύτης δεν δύνανται να είναι μικρότεραι του 50% των διαστάσεων της πλευράς του μέσου συσκευασίας εφ' ης επικολλάται αύτη. 7.. Άρθρον 3. 1. Η εις το εξωτερικόν εξαγωγή κορινθιακής σταφίδος πραγματοποιείται ως ακολούθως: α) της σεσημασμένης δια της λέξεως «VOSTIZZA» δια του λιμένος του Αιγίου, β) της σεσημασμένης δια της λέξεως «GULF» δια των λιμένων Κορίνθου και Κιάτου, γ) της σεσημασμένης δια των λέξεων «ΖΑΝΤΕ» «CEPHALLONIA» και «ΑΜΑLIAS» επιτρέπεται εξ όλων των λιμένων εξαγωγής της περιοχής Β, δ) της σεσημασμένης δια της λέξεως «PYRGOS» εκ του λιμένος Κατακώλου, ε) της σεσημασμένης δια της λέξεως «PATRAS» εκ του λιμένος των Πατρών και στ) της σεσημασμένης δια της λέξεως «ΚΑLAMATA» εκ του λιμένος Καλαμάτας. 2. Εις περίπτωσιν αδυναμίας προσεγγίσεως και φορτώσεως πλοίων εις τους λιμένας Αιγίου και Νομού Κορινθίας, διασφαλιζομένης της ταυτότητος του φορτίου, επιτρέπεται η μεταφορά εις τον λιμένα Πατρών, συσκευασμένης κορινθιακής σταφίδος σεσημασμένης δια των λέξεων «ΒΟΣΤΙΤΣΑ» ή «ΚΟΡΦΟΣ» και η δια του λιμένος τούτου εξαγωγή ταύτης εις το εξωτερικόν, εφ όσον η ούτω μεταφερόμενη κορινθιακή σταφίς συνοδεύεται υπό βεβαιώσεως των οικείων οργάνων ελέγχου του Υπουργείου Γεωργίας ότι αύτη είναι παραγωγής της Επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας ή του Νομού Κορινθίας και ότι συνεσκευάσθη εντός των περιοχών τούτων. Άρθρον 4. 1. Αι παράγρ. 1 και 2 του άρθρου 54 του Κ.Ν. 2490/1955 "περί κωδικοποιήσεως των περί προστασίας Κορινθιακής σταφίδος και "περί Αυτονόμου Σταφιδικού Οργανισμού διατάξεων", ως ούτος ετροποποιήθη υπό του άρθρου 5 του Ν. 3541/1956, "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων" "περί Κορινθιακής σταφίδος και Αυτονόμου Σταφιδικού Οργανισμού και κυρώσεως της υπ αριθ. 157/1956 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου", αντικαθίστανται ως ακολούθως: 1. Προς βελτίωσιν της ποιότητος του συσκευαζομένου και εξαγομένου σταφιδοκάρπου, οι συσκευασταί σταφιδεργοστασιάρχαι, οι ενοικιασταί και οι εν γένει οπωσδήποτε ευρισκόμενοι εν τη εκμεταλλεύσει σταφιδεργοστασίων υποχρεούνται να παραδίδουν εις τας αποθήκας του Α.Σ.Ο. τα εκ της κατεργασίας της σταφίδος προκύπτοντα απορρίμματα. Τα απορρίμματα ταύτα αναλογούν εις ωρισμένον ελάχιστον ποσοστόν της εξαχθείσης ή διατεθείσης εις την εσωτερικήν κατανάλωσιν καθαράς ποσότητος σταφίδος. Το ποσοστόν τούτο παραδίδεται υποχρεωτικώς εις το οικείον Υποκατάστημα του Α.Σ.Ο. μετά πάσης ετέρας ποσότητος απορριμμάτων, προκυπτούσης εκ της επεξεργασίας της, κατά τα ανωτέρω, εξαχθείσης ή διατεθείσης σταφίδος, μετά δικαιώματος συμψηφισμού των επί πλέον παραδοθεισών ποσοτήτων, εις μεταγενεστέρας εξαγωγάς ή διαθέσεις εις την εσωτερικήν κατανάλωσιν εντός του αυτού εξαγωγικού έτους. Τα ούτω παραδιδόμενα απορρίμματα δέον να είναι διαχωρισμένα εις "Χονδράδες" και "ψιλά", απηλλαγμένα κοτσάλων και πάσης ξένης προς την σταφίδα ύλης, καλώς αποξηραμένα και περιεκτικότητος εις υγρασίαν μέχρι 16%, εφ ης επιτρέπεται ανοχή άνω του ποσοστού τούτου, διά μεν τας Χονδράδας μέχρι 2% διά δε τα ψιλά μέχρι 4%, επ αντιστοίχω μειώσει εις

αμφοτέρας τας περιπτώσεις του βάρους αυτών διά το πλέον του 16% ποσοστόν. Δι αποφάσεως του αρμοδίου διά την λήψιν των σταφιδικών μέτρων Κυβερνητικού οργάνου, εκδιδομένης μετά πρότασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Α.Σ.Ο. και δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται κατ έτος, κατά την λήψιν των σταφιδικών μέτρων της νέας εσοδείας, το ποσοστόν των ως άνω απορριμμάτων, εις ύψος δυνάμενον να ποικίλλη κατά περιφέρειαν, ουχί όμως κατώτερον του 7% του εξαχθέντος ή διατεθέντος εις την εσωτερικήν κατανάλωσιν σταφιδοκάρπου, καθώς και αι τιμαί των απορριμμάτων, η ελάχιστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα της εκάστοτε οριζομένης τιμής της μη εμπορευσίμου σταφίδος». Όπως συνάγεται από την εισηγητική έκθεση του νόμου σχετικά με το προεκτεθέν άρθρο 1, ο διαχωρισμός των περιοχών παραγωγής σταφίδας σε περιοχή Α και περιοχή Β θεσπίσθηκε, διότι ο παραγόμενος στην περιοχή Α σταφιδόκαρπος θεωρείται ότι είναι ανώτερης ποιότητας. Ως εκ τούτου, ενοποιούνται οι υπόλοιπες σταφιδοπαραγωγικές περιφέρειες της χώρας σε μία, χαρακτηριζομένη ως περιοχή Β, η οποία παράγει, συγκριτικώς προς την περιοχή Α, κατώτερης ποιότητας σταφίδα (βλ. και τα πρακτικά συζητήσεων στην Βουλή, συνεδρίαση ΟΔ /9.2.1977, σελ. 3083). Αναφορικά με τους όρους διακίνησης της σταφίδας μεταξύ περιοχών Α και Β αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση ότι, προς ποιοτική βελτίωση του σταφιδοκάρπου της περιοχής Β επιτρέπεται η εισκόμιση σε αυτή σταφιδοκάρπου από την περιοχή Α και η ανάμιξή του με τον σταφιδόκαρπο της περιοχής Β. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι ο όρος εισαγωγή που χρησιμοποιείται στην επίμαχη διάταξη από το νομοθέτη, εννοείται όχι κατά κυριολεξία, αλλά ως εισκόμιση. Και τούτο διότι με τον όρο εισαγωγή υποδηλούται παγίως η μεταφορά προϊόντων από κράτος σε κράτος και όχι από περιοχή κράτους σε άλλη περιοχή του αυτού κράτους. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από την εισηγητική έκθεση σχετικά με το άρθρο 2, οι διαφορετικές σημάνσεις που δίνονται, κρίνονται απαραίτητες προς εξασφάλιση αφενός μεν της προστασίας του ανωτέρας ποιότητας σταφιδοκάρπου της περιοχής Α και προς ενημέρωση των καταναλωτών, αφετέρου δε προς προβολή είτε των τόπων παραγωγής, είτε των τόπων συσκευασίας του σταφιδοκάρπου και εμμέσως, μέσω αυτών, την τυχόν επιμελημένη εργασία είτε των σταφιδοπαραγωγών είτε των σταφιδοεργοστασίων. 7. Επειδή, μετά την ψήφιση και θέση σε ισχύ του προαναφερθέντος νόμου 553/1977 με την υπ αριθμ. 442597/22.11.1993 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (ΦΕΚ 864Β/26.11.1993) αναγνωρίσθηκε η ονομασία «Βοστίτσα» - «VOSTIZZA» ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης για την κορινθιακή σταφίδα που λαμβάνεται από σταφύλια της ποικιλίας «μαύρη κορινθιακή» και η οποία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη παράγεται εντός της επαρχίας Αιγιαλείας. Ακολούθως με τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ αριθμ. 1549/1998 της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 1998, τον σχετικό με την καταχώρηση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών (ΕΕL 202) καταχωρήθηκε η ονομασία «Κορινθιακή σταφίδα Βοστίτσα» ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΟΚ) υπ αριθμ. 2081/1992 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992. 8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα εταιρεία με το υπ αριθμ. 10037/27.6.2001 έγγραφό της, απευθυνόμενο προς την Δ/νση Γεωργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κορινθίας, ζήτησε να της επιτραπεί η επεξεργασία κορινθιακής σταφίδας οποιασδήποτε προελεύσεως, όπως παραγωγικές, αποθεματοποιημένες κλπ., περιφέρειας Β και από το υπόλοιπο της περιφέρειας Α στο εργοστάσιό της στο Κιάτο Κορινθίας. Το αίτημά της αυτό απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι αυτό που ζητεί η αιτούσα απαγορεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 4 του ν. 553/1977. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, κατ αρχάς, διότι οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977, στις οποίες στηρίζεται, αντίκεινται σε σειρά διατάξεων του κοινοτικού δικαίου περιορίζοντας ανεπίτρεπτα την οικονομική ελευθερία της αιτούσης, ως εμπορικής μεταποιητικής επιχείρησης, όπως και την ελευθερία ανταγωνισμού αυτής. Ειδικότερα, η αιτούσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι με τις ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977 ο νομοθέτης θέλησε οι μεταποιητικές εμπορικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην περιοχή παραγωγής Κορινθιακής σταφίδας Α, να χρησιμοποιούν αποκλειστικά ως πρώτη ύλη σταφίδες της ίδιας περιοχής και ειδικώτερα του διαμερίσματος της περιοχής Α, όπου είναι εγκατεστημένες, χωρίς να επιτρέπεται η εισκόμιση σταφίδων από άλλες περιοχές, είτε δηλαδή από τα υπόλοιπα διαμερίσματα της περιοχής Α είτε από την περιοχή Β, ενώ αντιθέτως παρόμοια δέσμευση δεν προβλέπεται για τις αντίστοιχες επιχειρήσεις της περιοχής Β, οι οποίες μπορούν ελεύθερα να αναμιγνύουν την πρώτη ύλη

διαφορετικής γεωγραφικής προελεύσεως και να διαθέτουν στην αγορά το παραγόμενο από την επεξεργασία αυτής προϊόν. Επίσης, ισχυρίζεται η αιτούσα ότι συνέπεια των ρυθμίσεων αυτών είναι μεταποιητικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην περιοχή Α, όπως η δική της, εξαιτίας των αδικαιολογήτων νομικών περιορισμών και της αδυναμίας να εισκομίσουν σταφίδες από άλλες περιοχές, να υπολειτουργούν, διότι δεν διαθέτουν επαρκή πρώτη ύλη προς επεξεργασία, επιπλέον δε και εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν οι επιχειρήσεις της περιοχής Β να προμηθεύονται σταφίδα από την περιοχή Α και να την αναμειγνύουν, προκαλείται και η περαιτέρω συνέπεια να δημιουργείται μεγαλύτερη ζήτηση και να αυξάνεται έτσι η τιμή της πρώτης ύλης. Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις της περιοχής Β διαθέτουν αφθονία πρώτης ύλης, καθώς αγοράζουν σταφίδες και από τις δύο περιοχές, λειτουργούν τις μονάδες τους συνεχώς, παράγουν περισσότερο και είναι, ως εκ τούτου, περισσότερο ανταγωνιστικές, αφού μπορούν να προσφέρουν φθηνότερο προϊόν. Ισχυρίζεται ακόμη η αιτούσα ότι η συνολική παραγωγή σταφίδων στην περιφέρεια του Νομού Κορινθίας ανέρχεται σε 9.000 τόνους, ποσότητα την οποία επεξεργάζονται πέντε επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στον συγκεκριμένο νομό, ενώ στην περιφέρεια Β, στην οποία παράγεται ποσότητα 20.000 τόνων, οι λειτουργούσες μονάδες ανέρχονται σε 4. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τους ισχυρισμούς της, η αιτούσα οδηγείται σε οικονομικό μαρασμό επί τη βάσει ενός μέτρου θεσπιζομένου από το νόμο, το οποίο, όμως δεν είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο επιδιώκει να εξυπηρετήσει η επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 553/1977, δηλ. αφενός μεν την μη ανάμιξη του σταφιδόκαρπου του παραγομένου στην περιοχή Β, ο οποίος θεωρείται ως κατώτερης ποιότητας με τον σταφιδόκαρπο τον παραγόμενο στην περιοχή Α και αφετέρου την μη νόθευση της σταφίδας της ποικιλίας «ΒΟΣΤΙΤΣΑ». Και τούτο διότι, κατά την αιτούσα, το ήδη υφιστάμενο αυστηρό και ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου της ποιότητας και της προέλευσης των σταφίδων που θεσπίζει η υπ αριθμ. 399460/4.11.1999 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας («Μεταποιητικό ποιοτικό παρακράτημα - καθορισμός φορέα συγκέντρωσης και διαχείρισης μεταποιητικού ποιοτικού παρακρατήματος Κορινθιακής σταφίδας ΦΕΚ Β 2028/18.11.1999 - η οποία εξεδόθη κατ επίκληση της εξουσιοδοτήσεως της παρ. 1 του άρθρου 54 του ν. 2490/1955, όπως αντικαταστάθηκε με την παρατεθείσα στην σκέψη 6 διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 553/1977) εγγυάται απολύτως την εξ αντικειμένου αδυναμία των επιχειρήσεων της Περιοχής Α να αλλοιώσουν την ποιότητα των σταφίδων GULF με ανάμειξή τους με σταφίδες προερχόμενες από την περιοχή Β, ή να νοθεύσουν τις τυχόν εισκομιζόμενες στο νομό Κορινθίας σταφίδες της ποικιλίας «ΒΟΣΤΙΤΣΑ» με την ανάμειξή τους με σταφίδες της ποικιλίας GULF. Για τους λόγους αυτούς, κατά την αιτούσα πάντοτε, η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 553/1977 είναι αντίθετη προς τις εξής διατάξεις του κοινοτικού δικαίου: α) το άρθρο 29 (πρώην 34) της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, β) το άρθρο 28 (πρώην 30) της αυτής Συνθήκης, που απαγορεύει περιορισμούς επί των εισαγωγών καθώς και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος και γ) το άρθρο 34 (πρώην 40) της αυτής Συνθήκης, το οποίο θεσπίζει τις κοινές οργανώσεις αγορών και η παράγραφος 2 του οποίου απαγορεύει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών εντός της Κοινότητας. Πιο συγκεκριμένα, η αιτούσα προβάλλει, σε σχέση με το άρθρο 29 της Συνθήκης, ότι η άνευ αποχρώντος λόγου λήψη του λίαν επαχθούς μέτρου της απαγορεύσεως μεταφοράς και επεξεργασίας στο νομό Κορινθίας σταφίδας προερχομένης από το υπόλοιπο της περιοχής Α καθώς και από την περιοχή Β, ενώ υφίστανται ηπιότερα μέτρα που μπορούν να εξυπηρετήσουν τον σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 1 του ν. 553/1977, συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών. Η αιτούσα ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 533/1977 αντίκειται και σε διατάξεις του Συντάγματος. Τέλος, η αιτούσα με τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, όπως διευκρινίζει, δεν επιδιώκει να της δοθεί η δυνατότητα να αναμειγνύει στο εργοστάσιό της τις διάφορες ποικιλίες σταφίδας ούτε προτίθεται να τις νοθεύει, επιδιώκει απλώς να της δοθεί η δυνατότητα να εισκομίζει σταφίδες από άλλες περιοχές εκτός της Κορινθίας, να τις επεξεργάζεται και ακολούθως να τις εξάγει, σημαίνοντας τις οικείες συσκευασίες με τα γράμματα και τις λέξεις που επιβάλλει ανάλογα με την τυχούσα επεξεργασίας ποικιλία το άρθρο 2 του ν. 533/1977. 9. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977, προκύπτει ότι, στις επιχειρήσεις επεξεργασίας και μεταποίησης σταφίδας που είναι εγκατεστημένες στο νομό Κορινθίας, όσο και γενικότερα στην

ευρύτερη περιοχή Α, επιτρέπεται η επεξεργασία μόνο του εντός του νομού αυτού παραγομένου σταφιδοκάρπου. Τούτο, όπως προκύπτει από την, παρατεθείσα ανωτέρω, εισηγητική έκθεση του νόμου, προκειμένου να μην αναμιγνύεται η σταφίδα, που παράγεται στο νομό αυτό (ποικιλίας GULF) και που θεωρείται ανωτέρας ποιότητας, με σταφίδα παραγομένη στην περιοχή Β (ήτοι την σταφίδα την παραγομένη στους νομούς Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, τη νήσο Λευκάδα, το νομό Ηλείας, το νομό Αχαΐας - εκτός της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης - και το νομό Μεσσηνίας), η οποία θεωρείται ως κατωτέρας ποιότητας σε σχέση με την σταφίδα της αυτής ποικιλίας (GULF) (άρθρ. 1 παρ. 2). Για τον λόγο δε αυτό, της ανωτερότητας, δηλαδή, σε ό,τι αφορά την ποιότητα, της σταφίδας της παραγομένης στην περιοχή Α, επιτρέπεται αντίστροφα, σύμφωνα με την παρ. 2 του αυτού άρθρου η εισκόμιση της κορινθιακής σταφίδας εκ της περιοχής Α (εν γένει) στην περιοχή Β και η ανάμιξη του ούτω εισκομιζομένου σταφιδοκάρπου με τον επιτοπίως παραγόμενο, έτσι ώστε ο τελευταίος να εξαχθεί στο εξωτερικό βελτιωμένος ποιοτικά (υπό την προϋπόθεση βέβαια, που θέτει η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 553/1977, ότι θα σημαίνεται η ούτω παραχθείσα εξ αναμίξεως σταφίδα με την λέξη «PROVINCIAL»). Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω απαγόρευση μεταφοράς και επεξεργασίας της σταφίδας της ποικιλίας VOSTIZZA στο νομό Κορινθίας (άρθρ. 1 παρ. 4) δεν διαλαμβάνεται κατ αρχήν, κάτι ειδικότερο στο ίδιο σώμα της εισηγητικής έκθεσης του νόμου που να δικαιολογεί την υιοθέτηση του μέτρου τούτου, δεδομένου ότι τόσο η σταφίδα ποικιλίας VOSTIZZA όσο και η σταφίδα ποικιλίας GULF παράγονται στην ενιαία περιοχή Α, για την οποία στην εισηγητική έκθεση γίνεται κατά τρόπο ενιαίο λόγος περί ανωτερότητας της παραγομένης σ αυτήν σταφίδας, ως προς την ποιότητα αυτής, σε σχέση με την σταφίδα την παραγομένη στην περιοχή Β. Προκύπτει, ωστόσο, από τα προαναφερθέντα πρακτικά της Βουλής, ότι η συγκεκριμένη αυτή απαγόρευση εισήχθη με τροπολογία του τότε Υφυπουργού Γεωργίας, ο οποίος υιοθέτησε εισήγηση του βουλευτή Γεωργίου Παπαγιαβή. Ο τελευταίος είχε ρητώς αναφερθεί στην αγόρευσή του επί του νομοσχεδίου, ενώπιον της Βουλής, στην ανάγκη να κατοχυρωθεί η εξαγωγή της ανώτερης από κάθε άλλη ποικιλία σταφίδας σταφίδα VOSTIZZA, η οποία υφίστατο μέχρι τότε τις συνέπειες της ασύστολης νόθευσής της με άλλη σταφίδα κατώτερης ποιότητας, που αγόραζαν φθηνά από άλλες περιοχές οι σταφιδοεξαγωγείς, την μετέφεραν στο Αίγιο και απ εκεί την πωλούσαν ψευδώς ως VOSTIZZA. Η πλήρης απαγόρευση μεταφοράς και επεξεργασίας της σταφίδας της ποικιλίας VOSTIZZA ισχύει μόνο για τις επιχειρήσεις μεταποίησης και συσκευασίας σταφίδας, που είναι εγκατεστημένες στο νομό Κορινθίας, όχι δε και για τις αντίστοιχες επιχειρήσεις τις εγκατεστημένες στην περιοχή B, οι οποίες, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, μπορούν να εισκομίζουν και να επεξεργάζονται στα εργοστάσιά τους σταφίδα ποικιλίας VOSTIZZA. Την σταφίδα όμως αυτή που μπορούν, βάσει της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 1 του νόμου να αναμειγνύουν με σταφίδα παραγόμενη στην περιοχή τους, επιτρέπεται να την πωλούν στο εσωτερικό της χώρας ή να την εξάγουν μόνο ως σταφίδα ποικιλίας «PROVINCIAL». Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η σταφίδα αυτή (VOSTIZZA) πρέπει, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, να είναι διακριτή, κατά την διάθεσή της στους καταναλωτές (εσωτερικού και εξωτερικού) σε σχέση με την παραγόμενη στο υπόλοιπο της περιοχής Α (δηλ. την σταφίδα την παραγόμενη στο νομό Κορινθίας η οποία πρέπει να σημαίνεται με το γράμμα Α και την λέξη ΚΟΡΦΟΣ - GULF) και να μην αναμειγνύεται με αυτήν. H ιδιαιτερότητα αυτή της σταφίδας ποικιλίας VOSTIZZA επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα και από το γεγονός ότι μόνη αυτή καταχωρήθηκε, όπως έχει ήδη εκτεθεί, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο ως «Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης». Επομένως, ο σκοπός για τον οποίο ο νομοθέτης απαγόρευσε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 553/1977 την μεταφορά, επεξεργασία και συσκευασία της σταφίδας ποικιλίας VOSTIZZA στο νομό Κορινθίας, είναι η αποφυγή του κινδύνου νοθεύσεώς της από τις επιχειρηματικές μονάδες επεξεργασίας και μεταποίησης σταφίδας, τις εγκατεστημένες στον τελευταίο αυτό νομό, μίας νοθεύσεως, η οποία ως εκ του γεγονότος ότι και οι δύο ως άνω ποικιλίες, οι παραγόμενες στην ευρύτερη περιοχή Α (δηλ. οι σταφίδες ποικιλίας VOSTIZZA και ποικιλίας GULF) είναι κατ αρχήν υψηλής ποιότητας, κατά την παραδοχή του ίδιου του νομοθέτου, θα ήταν δυσχερέστερα διαπιστώσιμη από τις οικείες ελεγκτικές αρχές και ιδίως τους τελικούς καταναλωτές, οι οποίοι κατά τον τρόπο αυτό θα κινδύνευαν να παραπλανηθούν ότι αγοράζουν σταφίδα ποικιλίας VOSTIZZA ενώ στην πραγματικότητα θα έχουν αγοράσει σταφίδα προελθούσα εξ αναμίξεως των ποικιλιών VOSTIZZA και GULF. Τέλος, σε ότι αφορά την επεξεργασία της σταφίδας, εν γένει, από το σύστημα που εγκαθιδρύεται από τις

παρατεθείσες διατάξεις των τριών πρώτων άρθρων του ν. 553/1977 προκύπτει ότι η αποθήκευση, επεξεργασία, συσκευασία και εξαγωγή της σταφίδας ελληνικής παραγωγής μπορεί να γίνεται, υπό τους ειδικότερους περιορισμούς που εισάγονται με τις επιμέρους διατάξεις αυτών, μόνο εντός του ευρύτερου χώρου εντός του οποίου καλλιεργείται η κορινθιακή σταφίδα και να εξάγεται από τους συγκεκριμένους, κατά περίπτωση, λιμένες, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 553/1977. 10. Επειδή, με την αναβλητική απόφαση, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω στην σκέψη 2, κρίθηκε ότι η προστασία της ποιότητας και της καλής φήμης της σταφίδας ποικιλίας VOSTIZZA (η οποία έχει μάλιστα καταχωρηθεί ως προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης) όπως επίσης και της ποιότητας και της καλής φήμης της σταφίδας της παραγομένης στην ευρύτερη περιοχή Α (σε σχέση με την σταφίδα την παραγομένη στην περιοχή Β) στις διεθνείς αγορές καθώς και η προστασία του καταναλωτή από ενδεχόμενη παραπλάνησή του θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι αποτελεί, κατ αρχήν, θεμιτό λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος θα δικαιολογούσε από συνταγματικής και κοινοτικής απόψεως τα επίμαχα μέτρα, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι κατά την επιβολή τους θα τηρείται και η αρχή της αναλογικότητας, και συγκεκριμένα υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα, με τα οποία επιβάλλονται οι εν λόγω περιορισμοί, είναι πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξη αυτού του σκοπού γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος. Επί του ζητήματος αυτού είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου τα εξής έγγραφα εκ μέρους των διαδίκων: Στο έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο (έγγραφο υπ αριθμ. 265059/3.4.2006) ανεφερόταν, κατ αρχάς, ότι η υπ αριθμ. 399460/4.11.1999 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, την οποία επικαλείται η αιτούσα δεν εμπίπτει στην έννοια του ολοκληρωμένου συστήματος ελέγχου, διότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξασφαλίσει τον έλεγχο της προέλευσης του προϊόντος κατά την επεξεργασία. Ακολούθως εξετίθετο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας - FEOGA, Ελεγκτικό Συνέδριο και Υπηρεσία Καταπολέμησης; της Απάτης - OLAF) σε επανειλημμένους ελέγχους στα πλαίσια της εκκαθάρισης λογαριασμών, της εποπτείας του συστήματος ενίσχυσης και του τομέα εμπορίας έχουν διαπιστώσει παρατυπίες και παραβάσεις κοινοτικών διατάξεων. Οι παραβάσεις και παρατυπίες αυτές αφορούν στο σύστημα ελέγχου του τομέα παραγωγής ενίσχυσης - εμπορίας της σταφίδας και για τους λόγους αυτούς οι υπηρεσίες της ΕΕ έχουν προβεί σε δημοσιονομικές διορθώσεις εις βάρος της Ελλάδας. Περαιτέρω στο υπόμνημα του παρεμβάντος στην δίκη Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αναφερόταν ότι η απαγόρευση μεταφοράς στο νομό Κορινθίας της σταφίδας της παραγομένης στην περιοχή Β και της σταφίδας τύπου VOSTIZZA θεσπίσθηκε για να παρασχεθεί στους δικαιούχους των ονομασιών αυτών και ιδιαίτερα της VOSTIZZA η δυνατότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο επί της ποιότητας και της παρουσίασης του προϊόντος στην αγορά, δυνατότητα την οποία δεν θα είχαν, αν οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνταν εκτός της περιοχής παραγωγής, με λιγότερες εγγυήσεις για την ποιότητα και την γνησιότητα των προϊόντων. Τέλος, η παρεμβαίνουσα Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αιγιαλείας είχε ισχυρισθεί τόσο με το δικόγραφο παρεμβάσεως όσο και με το υπόμνημά της, ότι η διατήρηση της υψηλής ποιότητας της σταφίδας VOSTIZZA, που έχει μοναδικά χαρακτηριστικά, οφειλόμενα στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της επαρχίας Αιγιαλείας, και στον ειδικό τεχνολογικό εξοπλισμό των εργοστασίων που είναι εγκατεστημένα στην επαρχία αυτή, επιτυγχάνεται με τον αυστηρό διαχωρισμό της από την σταφίδα τύπου «GULF» που είναι υποδεέστερη ποιοτικά. 11. Επειδή, περαιτέρω, με την αναβλητική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση την οποία ήδη εισάγεται και πάλι προς συζήτηση η υπόθεση (και περί της οποίας έγινε λόγος στην δεύτερη σκέψη) κρίθηκε κατ αρχάς ότι από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι το μέτρο της απαγορεύσεως εισκομίσεως, εναποθήκευσης και συσκευασίας της κορινθιακής σταφίδας της περιοχής Β στο νομό Κορινθίας (με σκοπό την διακίνησή της στο εσωτερικό ή την εξαγωγή της στο εξωτερικό) καθώς και η μεταφορά και συσκευασία της Κορινθιακής Σταφίδας τύπου VOSTIZZA στο νομό Κορινθίας, που επιβάλλεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 4 του ν. 553/1977, είναι μέτρο απαραίτητο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο επιδιώκουν οι διατάξεις αυτές και ο οποίος, όπως ήδη εξετέθη, είναι η προστασία της ποιότητας και της καλής φήμης της σταφίδας ποικιλίας VOSTIZZA (η οποία έχει μάλιστα καταχωρηθεί ως προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης) όπως επίσης και της ποιότητας και της καλής φήμης της σταφίδας της παραγομένης στην ευρύτερη περιοχή Α (σε σχέση με την σταφίδα την παραγομένη στην περιοχή Β) στις διεθνείς αγορές καθώς και η προστασία του καταναλωτή από ενδεχόμενη παραπλάνησή

του. Δεν προκύπτει, συνεπώς, κατά τα κριθέντα με την απόφαση αυτή, ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με ηπιότερα μέτρα. Για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο έκρινε, ότι, για να διαπιστωθεί αν τα μέτρα τα επιβαλλόμενα από τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 1 του ν. 553/1977 είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο επεδίωξε ο νομοθέτης με την επιβολή τους, θα έπρεπε προηγουμένως όλοι οι διάδικοι να εκθέσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος, αν υφίστανται σύγχρονες μέθοδοι ελέγχου, οι οποίες να είναι τεχνικά εφικτές και να επιτρέπουν με δειγματοληπτικό έστω - έλεγχο του τελικώς παραγομένου από τις επιχειρήσεις, που επεξεργάζονται, μεταποιούν και συσκευάζουν κορινθιακές σταφίδες, προϊόντος, έτσι ώστε να μπορεί με ασφάλεια και βεβαιότητα να διαπιστωθεί ότι το παραχθέν από μία τέτοια επιχείρηση, εγκατεστημένη στο νομό Κορινθίας, προϊόν, το φέρον τη σήμανση Α ΚΟΡΦΟΣ - GULF είναι όντως προϊόν παραχθέν από σταφιδόκαρπο παραχθέντα στο νομό Κορινθίας και δεν έχει γίνει νόθευσή του με την προσθήκη και σταφιδοκάρπου προερχομένου από την περιοχή Β καθώς ότι προϊόν φέρον την σήμανση Α ΒΟΣΤΙΤΣΑ - VOSTIZZA είναι όντως προϊόν παραχθέν από σταφιδόκαρπο παραχθέντα στην επαρχία Αιγιαλείας και στους δήμους Ερινεού, Κραθίδας και Φελλόης του Νομού Αχαΐας. Για τον λόγο αυτό και ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως, η οποία ήδη εισάγεται εκ νέου προς συζήτηση. 12. Επειδή, επί του ανωτέρω ζητήματος, που ετέθη με την αναβλητική αυτή απόφαση και σε συμμόρφωση προς αυτήν, οι διάδικοι στην παρούσα δίκη ισχυρίσθηκαν τα εξής: Α) Η αιτούσα εταιρεία, με το από 30.12.2007 υπόμνημά της ισχυρίζεται ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι ελέγχου, μέσω των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί και να επιβεβαιωθεί ότι κάποιος τύπος σταφίδας προέρχεται από συγκεκριμένο σταφιδόκαρπο. Ως πρώτη τέτοια μέθοδος αναφέρεται «ο καθορισμός DNA (Deoxyribonucleic acid) προτύπων» ή «ο έλεγχος καθορισμού DNA προτύπου» ή «ο προσδιορισμός του γενετικού υλικού του σταφιδόκαρπου» σε εξειδικευμένα εργαστήρια, όπου μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ του DNA του σταφιδοκάρπου της επαρχίας Αιγιαλείας σε σχέση με το DNA του σταφιδοκάρπου του Νομού Κορινθίας. Παραπέμπει δε σχετικώς στην μεταπτυχιακή διατριβή της Μ. Ζερβού, η οποία έχει κατατεθεί στον δικτυακό τόπο (website) του Πανεπιστημίου Κρήτης καθώς και στην τεχνική έκθεση της τεχνολόγου - γεωπόνου Π. Μαστρογιάννη. Ως άλλη τέτοια μέθοδος αναφέρεται από την αιτούσα ο οπτικός έλεγχος της προέλευσης του σταφιδόκαρπου. Ειδικότερα, ως προς την μέθοδο αυτή, η αιτούσα εταιρεία ισχυρίζεται, στηριζόμενη στην προαναφερθείσα τεχνική έκθεση της τεχνολόγου - γεωπόνου Π. Μαστρογιάννη, ότι ο «παραγόμενος σταφιδόκαρπος στην επαρχία Αιγιαλείας σε σχέση με τον παραγόμενο σταφιδόκαρπο στο Νομό Κορινθίας παρουσιάζει ποιοτικές και οργανοληπτικές διαφορές, οι οποίες είναι έντονες μεταξύ τους και ως εκ τούτου μπορεί με βεβαιότητα να προσδιορισθεί η προέλευσή του. Ο παραγόμενος σταφιδόκαρπος στην επαρχία Αιγιαλείας έχει χρώμα βαθύ μέλαν, γεύση γλυκύτατη, «διαστασιακής κατηγορίας» μέτριας, με μέσο όρο «ραγών» με κουκούτσι 7% και κατεστραμμένων «ραγών» 1%. Έχει «ράγες» με σκληρό φλοιό, απαλλαγμένες από στίγματα, είναι μαλακός στην αφή, εμφανίζοντας σημαντική ελαστικότητα και η περιεκτικότητα αυτού σε σάκχαρα ανέρχεται σε 75%». Αντιθέτως «ο παραγόμενος στον Νομό Κορινθίας σταφιδόκαρπος έχει χρώμα ερυθρό, γεύση υπόξινη, «διαστασιακής κατηγορίας» μέτριας προς ψιλή, με μέσο όρο «ραγών» με κουκούτσι 2,7% και κατεστραμμένων «ραγών» 3,5%. Έχει «ράγες» με λεπτό φλοιό και εμφανή στίγματα, είναι τραχύς στην αφή και έχει περιεκτικότητα σε σάκχαρα 60%». Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω προκύπτει κατά την αιτούσα - ότι «το παραγόμενο τελικό προϊόν στην επαρχία Αιγιαλείας λόγω του σκληρού φλοιού του δεν τραυματίζεται εύκολα κατά την επεξεργασία του και ο καθαρισμός του γίνεται εμφανώς καλύτερα, είναι ελεύθερης ροής και έχει μικρότερο ποσοστό μίσχου και κοτσάλων, σε αντίθεση με τον σταφιδόκαρπο του νομού Κορινθίας, ο οποίος τραυματίζεται εύκολα κατά την επεξεργασία του και καθαρίζεται δυσκολότερα, δεν είναι ελευθέρας ροής και έχει αυξημένο ποσοστό μίσχου και κοτσάλων». Επίσης, η αιτούσα προσκομίζει το υπ αριθμ. 1346/29.11.2007 έγγραφο της Συνεταιριστικής Κορινθιακής Σταφίδας - Ανώνυμη Συνεταιριστική Εταιρεία (ΣΚΟΣ - ΑΣΕ), στο οποίο αναφέρεται ότι η εν λόγω εταιρεία ως φορέας ελέγχου της κορινθιακής σταφίδας, διαθέτει όλα τα μέσα και τις μεθόδους ελέγχου, προκειμένου το τελικώς παραγόμενο προϊόν κορινθιακής σταφίδας στις μεταποιητικές επιχειρήσεις να μπορεί να διαπιστωθεί από ποια περιοχή προέρχεται. Τέλος, η αιτούσα επικαλείται και πάλι την υπ αριθμ. 399460/4.11.1999 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας («Μεταποιητικό ποιοτικό παρακράτημα - καθορισμός φορέα συγκέντρωσης και διαχείρισης μεταποιητικού ποιοτικού παρακρατήματος Κορινθιακής σταφίδας ΦΕΚ Β 2028/18.11.1999) για την οποία έγινε ήδη λόγος

ανωτέρω στην σκέψη 8 - και ισχυρίζεται ότι ο έλεγχος προέλευσης του προϊόντος μπορεί να γίνει μέσω των διαδικασιών που θεσπίζονται με αυτήν. Β) Η παρεμβαίνουσα Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Αιγιαλείας εκθέτει στο από 12.12.2007 υπόμνημά της, ότι δεν υπάρχουν σύγχρονες τεχνικές μέθοδοι ελέγχου έστω και δειγματοληπτικές - που με ασφάλεια και αξιοπιστία να οδηγούν στην διαπίστωση, με βεβαιότητα, της προέλευσης του ελεγχομένου σταφιδοκάρπου, και συγκεκριμένα από ποια από τις τρεις (3) ποικιλίες σταφιδοκάρπου προέρχεται (δηλ. σταφιδοκάρπου προερχομένου από την περιοχή Β, σταφιδοκάρπου προερχομένου από την περιοχή Α Αιγιαλεία - και, τέλος, σταφιδοκάρπου προερχομένου από την περιοχή Α Κορινθία). Προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού της η παρεμβαίνουσα προσκομίζει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το από 12.12.2007 έγγραφο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι βάσει επιστημονικών μεθόδων, τις οποίες έχει αναπτύξει το εργαστήριο Μηχανικής Τροφίμων του ως άνω Πανεπιστημίου και με βάση την διεθνή βιβλιογραφία, δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλής μέθοδος ανάλυσης για την διάκριση του σταφιδοκάρπου ποικιλίας VOSTIZZA, δηλαδή μέθοδος που να επιτρέπει τον ασφαλή διαχωρισμό του και την πιστοποίηση της προέλευσής του από την επαρχία Αιγιαλείας, β) το υπ αριθμ. 992/11.12.2007 έγγραφο του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων, στο οποίο αναφέρεται ότι βάσει των γνωστών ερευνητικών δεδομένων τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς δεν μπορεί να υπάρξει αξιόπιστη μέθοδος διαπιστώσεως του τόπου προελεύσεως κορινθιακής σταφίδας γ) το από 7.12.2007 έγγραφο του Τμήματος επιστήμης Διατροφής και Διαιτολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, από το οποίο προκύπτει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες χημικές μέθοδοι ανάλυσης που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την προέλευση μίας παρτίδας σταφίδας και δ) το υπ αριθμ. 609/28.5.2008 έγγραφο της Συνεταιριστικής Κορινθιακής Σταφίδας - Ανώνυμη Συνεταιριστική Εταιρεία (ΣΚΟΣ - ΑΣΕ), στο οποίο αναφέρεται - και τούτο σε πλήρη αντίθεση απ ό,τι αναφέρεται στο υπ αριθμ. 1346/29.11.2007 έγγραφο της αυτής εταιρείας, το προσκομισθέν, όπως εξετέθη ανωτέρω, από την αιτούσα - ότι η εν λόγω εταιρεία ως φορέας ελέγχου της κορινθιακής σταφίδας δεν έχει την δυνατότητα ελέγχου της προέλευσης κάθε μίας από τις τρεις ποιότητες σταφίδας όταν είναι αναμεμειγμένες. Τέλος, Γ) το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με το υπ αριθμ. 344031/13.12.2007 έγγραφό του υποστηρίζει ότι με τα μέχρι σήμερα δεδομένα «ποσοτική επιστημονική μέθοδος ανάλυσης ικανή να διαχωρίσει κορινθιακή σταφίδα διαφόρων περιοχών δεν υφίσταται, ούτε υπάρχει σχετική αναφορά στον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών». Παρατηρείται ακόμη σχετικώς ότι ο αυτός Υπουργός με το από 27.5.2008 υπόμνημά του (το προσκομισθέν εντός της προθεσμίας της δοθείσης προς τούτο από τον Πρόεδρο κατά την επ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως) αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Περαιτέρω, είναι μεν πιθανό ένας έμπειρος ποιοτικός ελεγκτής ή μεταποιητής, με παρατήρηση και μόνο να είναι σε θέση να εντοπίσει την προέλευση της επίμαχης σταφίδας, από φαινοτυπικούς χαρακτήρες (χρώμα, συρρίκνωση κλπ.) και να προχωρήσει σε ανάλογη τιμολόγηση του προϊόντος. Όμως, σε περίπτωση ανάμιξής της είναι πολύ δύσκολο ο ελεγκτής αυτός να αποφανθεί για την προέλευση του μίγματος». 13. Επειδή η αιτούσα προβάλλει, όπως ήδη εξετέθη, ότι οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977, με τις οποίες θεσπίζεται η απαγόρευση της εισκομίσεως στην περιφέρεια Α (Κορινθία), στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρησή της, κορινθιακής σταφίδας από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια (και συγκεκριμένα από την περιοχή Β καθώς και την επαρχία Αιγιαλείας) συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 28 - πρώην 30 - ΣυνθΕΚ (στο οποίο ορίζεται ότι οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών). Και τούτο διότι (κατά τον εν λόγω ισχυρισμό) το ως άνω μέτρο συνιστά εξ ίσου σοβαρό εμπόδιο με ποσοτικό περιορισμό στις εισαγωγές στην κοινή οργάνωση αγοράς του τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά που έχει θεσπίσει ο Κανονισμός (ΕΚ) του Συμβουλίου της 28ης Οκτωβρίου 1996 (ΕΕL 297) και στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η σταφίδα υπό τον Κωδικό ΣΟ 0806 20 (βλ. σχετικώς τον πίνακα τον περιεχόμενο στο άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού). Ωστόσο στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977 σε ημεδαπή επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται ως επιχείρηση επεξεργασίας σταφίδας στην Κορινθία και η οποία συνεπεία των διατάξεων αυτών παρεμποδίζεται να εισκομίσει σταφίδα από την περιοχή της Αιγιαλείας καθώς και από την λοιπή Ελλάδα δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της περί ης ο λόγος διατάξεως του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, λόγω ελλείψεως συνδετικού στοιχείου μεταξύ των πραγματικών περιστατικών της

υποθέσεως με την εν λόγω διάταξη. Και τούτο διότι η αιτούσα επιχείρηση ούτε ισχυρίζεται ούτε και αποδεικνύει ότι έχει εγκατάσταση ή δραστηριοποιείται και σε κάποιο άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οπότε και μόνο θα εξεταζόταν περαιτέρω το εάν οι επίμαχες ρυθμίσεις την παρεμπόδιζαν ενδεχομένως από το να εισαγάγει στην Ελλάδα (και ειδικότερα στο Νομό Κορινθίας) την σταφίδα που αυτή θα είχε παραγάγει ή αγοράσει στο εν λόγω τρίτο κράτος μέλος. Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 28 της ΣυνθΕΚ και στην περίπτωσή της χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αποδείξει ότι δραστηριοποιείται σε ή και σε μία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως προκύπτει, κατά την άποψή της, από την απόφαση του ΔΕΚ απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, Μαρία Σημιτζή, C- 485/93 και, C- 486/93, στην οποία είχε τεθεί θέμα συμβατού προς το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας που επέβαλαν δασμούς σε ελληνική επιχείρηση που εισήγαγε προϊόντα από την λοιπή Ελλάδα στην Δωδεκάνησο. Ο ισχυρισμός ωστόσο αυτός της αιτούσας είναι αβάσιμος. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 28 της ΣυνθΕΚ αλλά διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που ρυθμίζουν τα της απαγορεύσεως επιβολής δασμών επί των κυκλοφορούντων μεταξύ των κρατών μελών εμπορευμάτων, πάντως όπως σαφώς προκύπτει από το παρατιθέμενο σε αυτήν ιστορικό της υποθέσεως καθώς από τη νομική εκτίμηση του ΔΕΚ, τα προϊόντα επί των οποίων επεβλήθησαν δασμοί στην εν λόγω υπόθεση κατά την εισαγωγή τους στην Δωδεκάνησο από την λοιπή Ελλάδα προήρχοντο από εισαγωγή που τους είχε γίνει σε αυτήν από άλλη κοινοτική χώρα. Είναι επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως. 14. Επειδή η αιτούσα προβάλλει, όπως ήδη εξετέθη, ότι οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977, με τις οποίες θεσπίζεται η απαγόρευση της εισκομίσεως στην περιφέρεια Α (και ειδικότερα στην Κορινθία), στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της αιτούσας εταιρείας, κορινθιακής σταφίδας από την υπόλοιπη ελληνική επικράτεια (και συγκεκριμένα από την περιοχή Β καθώς και την επαρχία Αιγιαλείας) ενώ αυτό δεν απαγορεύεται στις επιχειρήσεις επεξεργασίας σταφίδας τις εγκατεστημένες στην περιοχή Β, συνιστά μέτρο παραβιάζον το άρθρο 34 παρ. 2 (πρώην 40 παρ. 2) της ΣυνθΕΚ (και το οποίο ορίζει ότι η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών πρέπει να αποκλείει την διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας), εφόσον εισάγει διαφοροποιήσεις μεταξύ κατηγοριών παραγωγών σταφίδας, προϊόντος τουτέστιν το οποίο, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, έχει υπαχθεί στην κοινή οργάνωση αγοράς του τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον, όπως έχει ήδη εκτεθεί ανωτέρω, η δυνατότητα που έχουν οι παραγωγοί ή επεξεργαστές σταφίδας, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στην περιοχή Β να εισκομίσουν σταφίδα από την περιοχή Α, σαφώς δικαιολογείται από το γεγονός ότι αυτοί παράγουν σταφίδα κατώτερης ποιότητας από τους συναδέλφους τους, τους εγκατεστημένους στην Κορινθία και, ως εκ τούτου, στην περίπτωσή τους δεν απαγορεύεται αλλά επιτρέπεται κατά την μη αντιβαίνουσα από της συγκεκριμένης αυτής απόψεως σε κανόνα του κοινοτικού δικαίου εκτίμηση του έλληνα νομοθέτη - η μεταφορά της καλύτερης ποιότητας σταφίδας, που καλλιεργείται στην περιοχή Α στην δική τους περιοχή (δηλ. στην περιοχή Β), προκειμένου αναμειγνυόμενη με την σε αυτήν παραγόμενη σταφίδα να βελτιώσει την ποιότητά της. Επομένως, οι δύο αυτές περιπτώσεις παραγωγών δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διαφοροποιήσεις που εισάγει ως προς τις δύο αυτές κατηγορίες ο νόμος 553/1977 εισάγουν μη επιτρεπόμενη μεταξύ τους από το άρθρο 34 παρ. 2 ΣυνθΕΚ διάκριση. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί και ο λόγος αυτός ως αβάσιμος. 15. Επειδή, όπως εξετέθη, η αιτούσα προβάλλει ότι οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977 παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 29 (πρώην 34) ΣυνθΕΚ, το οποίο ορίζει ότι οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εξαγωγών καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. 16. Επειδή, κατ αρχάς, τίθεται εν προκειμένω ζήτημα αν πρόσωπο, τελούν υπό τις συνθήκες, υπό τις οποίες τελεί η αιτούσα εταιρεία, μπορεί να επικαλεσθεί παραβίαση του άρθρου 29 ΣυνθΕΚ, αν δηλαδή υπάρχει συνδετικό στοιχείο μεταξύ της υπό κρίση περιπτώσεως και του ρυθμιστικού πεδίου της διατάξεως αυτής, εξ επόψεως του υποκειμένου, το οποίο δικαιούται επί τη βάσει αυτής να αξιώσει την αποχή από το κράτος μέλος (που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Ελλάδα) της λήψεως μέτρων, όπως αυτά του άρθρου 1 του ν. 533/1977. Συγκεκριμένα, το προς εξέταση ζήτημα είναι αν η αιτούσα, η οποία διατηρεί

επιχείρηση μεταποίησης σταφίδας στην περιοχή Κορινθίας και η οποία παρακωλύεται από διάταξη εσωτερικού νόμου να εισκομίσει στην εν λόγω περιοχή σταφίδα (προκειμένου να την επεξεργασθεί και ακολούθως να την εξαγάγει στο εξωτερικό) από άλλες περιοχές της Ελλάδας (δηλ. την Αιγιαλεία και τις γεωγραφικές περιοχές τις παράγουσες σταφίδα που ανήκουν στην ευρύτερη περιοχή Β, όπως την έχει καθορίσει ο νόμος 533/1977), μπορεί ή όχι να επικαλεσθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου την εν λόγω διάταξη, η οποία, κατά το γράμμα της, αφορά απαγόρευση περιορισμών στις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών καθώς και αν η διάταξη αυτή έχει δυνατότητα, από της απόψεως αυτής, εφαρμογής στην περίπτωση αυτή. Επί του ζητήματος αυτού διατυπώθηκαν δύο γνώμες: Κατά την κρατήσασα γνώμη, η αιτούσα έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί προς εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση την επίμαχη διάταξη της Συνθήκης, η οποία και είναι εφαρμόσιμη στην επίδικη περίπτωση. Τούτο δε για τους εξής ειδικότερους λόγους: Κατ αρχήν, όπως προκύπτει από την διάταξη αυτή, τους ορισμούς της μπορεί να επικαλεσθεί ο οποιοσδήποτε παρακωλύεται να εξαγάγει (επί τη βάσει ποσοτικών περιορισμών ή άλλων εθνικών μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος) προϊόντα από μία κοινοτική χώρα σε μία άλλη. Υπό το πρίσμα αυτό εξεταζόμενες οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 533/1977 (το συμβατόν των οποίων προς το άρθρο 29 της Συνθήκης αμφισβητεί η αιτούσα) δεν φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να παρεμποδίζουν την αιτούσα (η οποία είναι ελληνική εμπορική επιχείρηση) να εξάγει την σταφίδα, την οποία παράγει, επεξεργάζεται, ή μεταποιεί στο εργοστάσιό της, στο εξωτερικό και δη σε άλλη κοινοτική χώρα. Περαιτέρω, δε, κατ αρχήν, οι διατάξεις αυτές δεν φαίνονται να εισάγουν διάκριση σε ό,τι αφορά το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της αιτούσας, με την έννοια ότι την παραγόμενη απ αυτήν σταφίδα μπορεί εξ ίσου να διαθέτει στην Ελλάδα καθώς και να την εξάγει στο εξωτερικό. Ωστόσο οι επίμαχες διατάξεις του ν. 533/1977 επιτρέπουν στον επιχειρηματία, που ασχολείται με την επεξεργασία της κορινθιακής σταφίδας και η επιχείρηση του οποίου είναι εγκατεστημένη στην Κορινθία, να εξαγάγει τις επεξεργασμένες από αυτόν σταφίδες, που προέρχονται μόνο από την περιοχή του δηλ. την Κορινθία. Οι διατάξεις αυτές, απαγορεύοντας την εισκόμιση προς επεξεργασία και συσκευασία σταφίδας προερχομένης από την περιοχή Β ή την επαρχία Αιγιαλείας, στην Κορινθία, έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την αδυναμία εξαγωγής από επιχειρήσεις, που είναι εγκατεστημένες στην Κορινθία, σταφίδας η οποία θα προήρχετο από την περιοχή Β ή την Αιγιαλεία. Η σταφίδα δηλαδή των δύο τελευταίων αυτών περιοχών μπορεί μεν να εξάγεται από επιχειρήσεις επεξεργασίας σταφίδας που είναι εγκατεστημένες σε αυτές, αλλά όχι από τις όμοιες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Κορινθία. Με τον τρόπο όμως αυτό παρεμποδίζονται τελικά οι εξαγωγές σταφίδας ποικιλίας VOSTIZZA αλλά και σταφίδας παραγόμενης στην ευρύτερη περιοχή Β του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β του ν. 533/1977, όταν η επεξεργασία της και η συσκευασία της έχει γίνει, ανεπιτρέπτως κατά το νόμο τούτο, στην περιοχή του Νομού Κορινθίας. Τέτοιων ποικιλιών σταφίδας επιτρέπεται, αντίθετα, κατά το νόμο, η εξαγωγή, όταν η επεξεργασία της και η συσκευασία της έχουν γίνει αντιστοίχως στην Επαρχία Αιγιαλείας ή την ευρύτερη περιοχή Β. Περαιτέρω συνέπεια τούτου είναι ότι δημιουργείται δυσμενής διάκριση ως προς το ζήτημα αυτό για τις επιχειρήσεις που επεξεργάζονται και συσκευάζουν σταφίδα που είναι εγκατεστημένες στον Νομό Κορινθίας και αντίστοιχο προνόμιο και προτιμησιακή μεταχείριση για τις όμοιες επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Επαρχία Αιγιαλείας ή την ευρύτερη περιοχή Β, όπως αυτή έχει ορισθεί με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 533/1977. Επομένως, όλοι οι προτιθέμενοι να επεξεργασθούν σταφίδα ποικιλίας «Βοστίτσα» και σταφίδα προερχόμενη από την περιοχή Β, οι οποίοι τυγχάνει να είναι εγκατεστημένοι οπουδήποτε εκτός της περιοχής Β και της Επαρχίας Αιγιαλείας (επομένως και οι εγκατεστημένοι στο Νομό Κορινθίας), νομιμοποιούνται να επικαλεσθούν την εφαρμογή του άρθρου 29 ΣυνθΕΚ ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου. Εξ άλλου, η δυνατότητα να μπορούν να επικαλεσθούν το άρθρο αυτό πρόσωπα εγκατεστημένα σε μία περιοχή μίας χώρας ανήκουσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμαρτυρόμενα για προνομιακή μεταχείριση στο εξαγωγικό εμπόριο που επιφυλάσσεται σε άλλη περιοχή της ίδιας χώρας και από την οποία αυτά είναι αποκλεισμένα, είναι δυνατό να συναχθεί και από τη νομολογία του ΔΕΚ [Πρβλ. συγκεκριμένα: α) απόφαση της 23 Μαΐου 2000, Εntreprenørforeningens Affalds/Miljøsektion (FFAD), C-209/1998, β) απόφαση της 7 Φεβρουαρίου 1984, Jongeneel Kaas BV, C- 237/1982, γ) απόφαση της 6.10.1987, Openbaar Ministerie, C-118/1986, δ) απόφαση της 3 Φεβρουαρίου 1982, F. van Luipen en Zn BV, C- 29/1982]. Mειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Τμήματος και οι Πάρεδροι, οι οποίοι υπεστήριξαν την εξής γνώμη: Το άρθρο 29 ΣυνθΕΚ απαγορεύει εθνικά μέτρα (ποσοτικούς περιορισμούς ή άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος) που έχουν

σκοπό ή επιφέρουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ρεύματος εξαγωγών προς τα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας, επιφυλάσσοντας διακριτική μεταχείριση υπέρ του εσωτερικού εμπορίου, εις βάρος του εξωτερικού ενδοκοινοτικού εμπορίου. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 553/1977 προβλέπουν μέτρα που δεν ενέχουν ούτε επάγονται οιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου εντός του κράτους και του εξωτερικού - ενδοκοινοτικού εμπορίου της σταφίδας, συνιστώντας ουδέτερη από αυτής της απόψεως ρύθμιση, δεν υφίσταται δυνατότητα επικλήσεως από την αιτούσα της διατάξεως του άρθρου 29 ΣυνθΕΚ, προς αμφισβήτηση του κύρους των επιμάχων ρυθμίσεων του ν. 553/1977. Εν όψει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υποστηριχθείσα από την πλειοψηφία γνώμη, σύμφωνα με την οποία μία επιχείρηση, όπως η αιτούσα, η οποία είναι εγκατεστημένη σε περιοχή της χώρας, στην οποία απαγορεύεται από το νόμο η εισκόμιση σταφίδας προς επεξεργασία από άλλες περιοχές της χώρας, προκειμένου ακολούθως η σταφίδα αυτή να εξαχθεί στο εξωτερικό μπορεί να επικαλεσθεί ενώπιον Δικαστηρίου το άρθρο 29 ΣυνθΕΚ, προς αμφισβήτηση του συμβατού προς τη διάταξη αυτή της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως, δεν είναι ούτε προφανής, ούτε απηλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 6.10.1982, CILFIT, C-283/81, Συλλογή 1982 σ. 03415). Ως εκ τούτου, πρέπει να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προδικαστικό ερώτημα, έχον το εξής περιεχόμενο: «Επιχείρηση, τελούσα υπό τις συνθήκες στις οποίες τελεί η αιτούσα, δηλαδή επιχείρηση επεξεργασίας και συσκευασίας σταφίδας, εγκατεστημένη σε συγκεκριμένη περιοχή της χώρας, στην οποία απαγορεύεται από το νόμο η εισκόμιση προς επεξεργασία και συσκευασία διαφόρων ποικιλιών σταφιδόκαρπου, προερχομένων από άλλες περιοχές της χώρας, με συνέπεια την αδυναμία της να εξαγάγει σταφίδα, την οποία θα είχε επεξεργασθεί από τον σταφιδόκαρπο, τον προερχόμενο από τις ως άνω ποικιλίες, μπορεί να επικαλεσθεί ενώπιον δικαστηρίου την αντίθεση των σχετικών νομοθετικών μέτρων προς το άρθρο 29 ΣυνθΕΚ;». 17. Επειδή, σε σχέση με το άρθρο 29 (πρώην 34) της ΣυνθΕΚ έχουν κριθεί από το ΔΕΚ τα εξής: Το εν λόγω άρθρο απαγορεύει εθνικά μέτρα (είτε ευθείς ποσοτικούς περιορισμούς, ή μέτρα έχοντα ισοδύναμο με αυτούς αποτέλεσμα), τα οποία έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ειδικώς το ρεύμα των εξαγωγών και τα οποία επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου ενός κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του ενδιαφερομένου κράτους εις βάρος της παραγωγής ή του εμπορίου άλλων κρατών μελών. Σε αντίθεση, δε, προς ό,τι ισχύει σε σχέση με το άρθρο 28 (πρώην 30) της ΣυνθΕΚ (το οποίο αφορά τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου με αυτούς αποτελέσματος), το άρθρο 29 απαγορεύει μόνο τα εθνικά μέτρα, που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των προϊόντων, που πρόκειται να εξαχθούν και των προϊόντων, τα οποία διατίθενται στο εμπόριο στο εσωτερικό του οικείου κράτους μέλους. Προκειμένου, δε περαιτέρω, να διαπιστωθεί, αν μία ρύθμιση αποτελεί ποσοτικό περιορισμό επί των εξαγωγών (ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος), πρέπει να εξετασθεί, αν οι όροι, που προβλέπει η εθνική ρύθμιση, της οποίας αμφισβητείται το κύρος και οι οποίοι σχετίζονται με την διακίνηση ενός προϊόντος στο εσωτερικό της χώρας, διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις που αφορούν την εξαγωγή του εν λόγω προϊόντος, αν δηλαδή ευνοείται το εγχώριο εμπόριο εις βάρος του εμπορίου άλλου ή άλλων κρατών μελών (πρβλ. ΔΕΚ α) απόφαση της 29.11.1978, Pigs Marketing Board, C- 83/1978, β) απόφαση της 8.11.1979, P.B. Groenveld BV, C- 15/1979, γ) απόφαση της 7.2.1984, Jongeneel Kaas BV, C-237/1982, δ) απόφαση της 6.10.1987, Openbaar Ministerie Nertsvoederfabriek Nederland BV, C-118/1986, ε) απόφαση της 9.6.1992, Ets. Delhaize frères & Cie «Le Lion», C-47/1990, στ) απόφαση της 16.5.2000, Βασίλειο του Βελγίου κατά Βασιλείου της Ισπανίας, C- 388/1995, ζ) απόφαση της 20.5.2003, Ravil SARL, Bellon import SARL, Biraghi SpA, C-496/2000, η) απόφαση της 20.5.2003, Consorzio del Prosciutto di Parma, Salumificio S.Rita SpA, C-108/2001, θ) απόφαση της 2.10.2003, Marco Grilli, C- 12/2002, ι) απόφαση της 8.11.2005, Jersey Produce Marketing Organisation Ltd, C-293/2002). Όπως έχει, εξ άλλου, κριθεί (πρβλ. ΔΕΚ α) απόφαση της 30.10.1974, Van Haaster, C- 190/1973, β) απόφαση της 18.5.1977, Van den Hazel, C-111/1976, γ) απόφαση της 26.2.1980, Vriend, C-94/1979, δ) απόφαση της 7.2.1984, Jongeneel Kaas BV, C-237/1982, ε) απόφαση της 6.10.1987, Openbaar Ministerie Nertsvoederfabriek Nederland BV, C-118/1986), σε περίπτωση που συγκεκριμένο προϊόν έχει υπαχθεί σε κοινή οργάνωση αγοράς, είναι αντίθετα προς το άρθρο 34 της Συνθήκης και, επομένως, απαγορεύονται εθνικά μέτρα και

κανονιστικές ρυθμίσεις της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης του εν λόγω προϊόντος, τα οποία είναι δυνατόν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές προς τα άλλα κράτη μέλη όχι μόνο άμεσα και ευθέως αλλά ακόμη και έμμεσα ή εν δυνάμει. Τέλος, το ΔΕΚ έχει κρίνει (πρβλ. σχετικώς α) απόφαση της 16.5.2000, Βασίλειο του Βελγίου κατά Βασιλείου της Ισπανίας, C- 388/1995, β) απόφαση της 20.5.2003, Ravil SARL, Bellon import SARL, Biraghi SpA, C-496/2000, γ) απόφαση της 20.5.2003, Consorzio del Prosciutto di Parma, Salumificio S.Rita SpA, C-108/2001) ότι ακόμη και αν ένα εθνικό μέτρο συνιστά, κατ αρχήν, απαγορευόμενο από το άρθρο 29 (πρώην 34) ΣυνθΕΚ περιορισμό στις εξαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος, είναι, κατ εξαίρεση και σύμφωνα με το άρθρο 30 πρώην 36 - της ΣυνθΕΚ (το οποίο ορίζει ότι «οι διατάξεις των άρθρων 28 και 29 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, ή δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας»), επιτρεπτή η θέσπιση του μέτρου αυτού, αν προκύπτει ότι αυτή είναι απολύτως απαραίτητη για την προβολή της ποιότητας του προϊόντος στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, ώστε να ευνοηθεί η φήμη του, χάρη, ιδίως, στην χρήση ονομασιών προελεύσεως. 18. Επειδή, εν όψει όλων των προεκτεθέντων και υπό την προϋπόθεση ότι το ΔΕΚ θα απαντούσε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το παρατεθέν ανωτέρω στην σκέψη 16, ότι η αιτούσα νομιμοποιείται εξ επόψεως υποκειμενικών δεδομένων να επικαλεσθεί δικαστικώς την εφαρμογή του άρθρου 29 (πρώην 34) της Συνθήκης, το Δικαστήριο κρίνει περαιτέρω, κατά την κρατήσασα γνώμη, ότι, κατ αρχήν, τα μέτρα τα θεσπιζόμενα από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 1 του ν. 553/1977 (ήτοι η απαγόρευση εισκόμισης, εναποθηκεύσεως και συσκευασίας κορινθιακής σταφίδας προελεύσεως περιοχής Β στην περιοχή Α καθώς και η απαγόρευση μεταφοράς και συσκευασίας κορινθιακής σταφίδας της περιφέρειας της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας στο Νομό Κορινθίας) έρχονται σε αντίθεση με το πιο πάνω άρθρο της Συνθήκης. Και τούτο για τους εξής λόγους. Παρατηρείται προκαταβολικώς ότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, η κορινθιακή σταφίδα, εν γένει, συμπεριλαμβάνεται, ως προϊόν στην κοινή οργάνωση αγοράς των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά, την θεσπισθείσα με τον Κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου υπ αριθμ. 2201/1996 του Συμβουλίου της 28.10.1996 ΕΕL 297. Οι επίμαχες απαγορευτικές διατάξεις του ν. 553/1977 επιβάλλουν η σταφίδα η παραγόμενη στην περιοχή Β της χώρας να μην μπορεί να εισκομισθεί στην περιοχή Α (και ειδικότερα στην περιφέρεια του Νομού Κορινθίας στην οποία είναι εγκατεστημένη η αιτούσα επιχείρηση), η δε σταφίδα η παραγόμενη στην περιφέρεια της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας, να μην μπορεί να υφίσταται επεξεργασία και να συσκευάζεται, προκειμένου ακολούθως να εξαχθεί στο εξωτερικό (άρα και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) ειδικά στο Νομό Κορινθίας. Αντίθετα επιτρέπεται: Α) η επεξεργασία, η συσκευασία και εξαγωγή της σταφίδας της παραγομένης στην περιοχή Β από επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην εν λόγω περιοχή, Β) η επεξεργασία, συσκευασία (και επομένως η μεταγενέστερη εξαγωγή) της σταφίδας της παραγομένης στην περιφέρεια της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδας και Φελλόης του Νομού Αχαΐας, από επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην εν λόγω περιοχή και Γ) η εισκόμιση κορινθιακής σταφίδας από την περιοχή Α στην περιοχή Β προκειμένου να αναμειχθεί υπό τους ειδικότερους όρους, που προβλέπει η, παρατεθείσα ανωτέρω, διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 553/1977. Ειδικότερα δε, σε ό,τι αφορά την σταφίδα, την παραγόμενη στην περιφέρεια της επαρχίας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδας και Φελλόης του Νομού Αχαΐας, αν αυτή εισκομισθεί και υποστεί επεξεργασία στο Νομό Κορινθίας και στη συνέχεια εξαχθεί, δεν θα δικαιούται πλέον της προστατευομένης ονομασίας προελεύσεως VOSTIZZA. Αντίθετα η ίδια σταφίδα αν υποστεί επεξεργασία εντός της οικείας περιφέρειας (επαρχία Αιγιαλείας και περιφέρεια των τέως Δήμων Ερινεού, Κραθίδας και Φελλόης του Νομού Αχαΐας) διατηρεί το δικαίωμα της περί ης ο λόγος προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως. Συνεπώς, τα επίμαχα μέτρα, τα προβλεπόμενα από τις ως άνω διατάξεις του ν. 553/1977, έχουν ως αποτέλεσμα να περιορίζουν (έστω και εμμέσως ή απλώς εν δυνάμει) ειδικώς τον ρου των εξαγωγών της κορινθιακής σταφίδας της παραγομένης στην περιοχή Β καθώς και της σταφίδας της δικαιουμένης της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως VOSTIZZA (εφόσον η εξαγωγή των δύο

αυτών ποικιλιών σταφίδας παρεμποδίζεται με την απαγόρευση να υποστούν επεξεργασία και να συσκευασθούν στο Νομό Κορινθίας) και δημιουργεί έτσι διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου της χώρας και του εξαγωγικού της εμπορίου (πρβλ. ως προς τα προεκτεθέντα τις σκέψεις 38 έως 41 της αποφάσεως του ΔΕΚ της 16.5.2000, Βασίλειο του Βελγίου, C- 388/1995, 40-43 της αποφάσεως της 20.5.2003 του αυτού Δικαστηρίου, Ravill SARL, C- 469/00, και, τέλος, τις σκέψεις 56-58 της αποφάσεως της 20.5.2003 του αυτού Δικαστηρίου, Consorzio del Prosciutto di Parma, C-108/01). Μειοψήφησε ο Πρόεδρος του Τμήματος και οι Πάρεδροι, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη: Το άρθρο 29 ΣυνθΕΚ απαγορεύει εθνικά μέτρα (ποσοτικούς περιορισμούς ή άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος) που έχουν σκοπό ή επιφέρουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ρεύματος εξαγωγών προς τα άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας, επιφυλάσσοντας διακριτική μεταχείριση υπέρ του εσωτερικού εμπορίου, εις βάρος του εξωτερικού ενδοκοινοτικού εμπορίου. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 553/1977 προβλέπουν μέτρα που δεν ενέχουν ούτε επάγονται οιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου εντός του κράτους και του εξωτερικού - ενδοκοινοτικού εμπορίου της σταφίδας, συνιστώντας ουδέτερη από αυτής της απόψεως ρύθμιση, ενώ εξ άλλου, τα εν λόγω μέτρα, αυτά καθ εαυτά, που αφορούν τις προϋποθέσεις της βιομηχανικής επεξεργασίας της σταφίδας, επιβάλλοντας καθ όσον αφορά τις απολαύουσες ιδιαίτερης φήμης στους καταναλωτές ποικιλίες VOSTIZZA και GULF να γίνεται αυτή επιτοπίως στις περιοχές παραγωγής τους για την αποφυγή της άλλως δυσχερώς αποτρέψιμης νοθεύσεώς τους και προς διαφύλαξη της βέλτιστης εμπορευσιμότητάς τους, ουδόλως δημιουργούν προσκόμματα στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, δυσχεραίνοντας τις εξαγωγές του προϊόντος. Επομένως, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 29 ΣυνθΕΚ. Δεδομένου, όμως, ότι, εν όψει των προεκτεθέντων, η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 29 (πρώην 34) της ΣυνθΕΚ δεν παρίσταται πλήρως απηλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της αυτής Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, έχον το εξής περιεχόμενο: «Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω πρώτο ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω, αν διατάξεις, όπως αυτές του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την κρινόμενη διαφορά και οι οποίες αφενός μεν απαγορεύουν την εισκόμιση, αποθήκευση και επεξεργασία σταφιδόκαρπου, με σκοπό την περαιτέρω εξαγωγή του, από διάφορες περιοχές της χώρας σε συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία επιτρέπεται η επεξεργασία μόνον επιτοπίως παραγομένου σταφιδοκάρπου, αφετέρου δε επιφυλάσσουν την δυνατότητα αναγνωρίσεως προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης μόνο σε σταφιδόκαρπο, ο οποίος έχει υποστεί επεξεργασία και έχει συσκευασθεί στην συγκεκριμένη περιοχή στην οποία παρήχθη, έρχονται ή όχι σε αντίθεση με την διάταξη του άρθρου 29 της Συνθήκης, η οποία απαγορεύει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων ισοδυνάμου με αυτούς αποτελέσματος στις εξαγωγές;». 19. Επειδή, και σε περίπτωση που το ΔΕΚ θα απαντούσε στο προδικαστικό ερώτημα, το παρατεθέν στην προηγούμενη σκέψη, ότι τα επίμαχα απαγορευτικά μέτρα που θεσπίζουν οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 553/1977 έρχονται, κατ αρχήν, σε αντίθεση προς το άρθρο 29 (πρώην 34) της ΣυνθΕΚ, τίθεται περαιτέρω το ζήτημα αν τα μέτρα αυτά επιτρέπεται κατ εξαίρεση να θεσπισθούν επί τη βάσει των οριζομένων στο άρθρο 30 (πρώην 36) της ΣυνθΕΚ. Παρατηρείται προκαταβολικά ότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η απάντηση στο ζήτημα αυτό δεν μπορεί να είναι ενιαία, καθ ότι επιβάλλεται διάκριση μεταξύ της ρυθμίσεως της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 553/1977 και εκείνης της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου. Και τούτο διότι το απαγορευτικό μέτρο το προβλεπόμενο από την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 553/1977 (δηλ. η απαγόρευση της μεταφοράς και συσκευασίας κορινθιακής σταφίδας της περιφέρειας Αιγιαλείας και των Δήμων Ερινεού, Κραθίδος και Φελλόης του Νομού Αχαΐας στο Νομό Κορινθίας) θεσπίσθηκε για την προστασία της ποιότητας και της φήμης προϊόντος στο οποίο έχει αναγνωρισθεί με κοινοτικό κανονισμό προστατευόμενη ονομασία προϊόντος (και συγκεκριμένα της σταφίδας ποικιλίας «VOSTIZZA»), ενώ τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει σε σχέση με το απαγορευτικό μέτρο το προβλεπόμενο από την διάταξη της παρ. 2 του αυτού άρθρου [δηλ. την απαγόρευση εισκομίσεως εναποθήκευσης και συσκευασίας κορινθιακής σταφίδας προελεύσεως περιοχής Β στην περιοχή Α (και ειδικότερα στην περιφέρεια του Νομού Κορινθίας στην οποία είναι εγκατεστημένη η αιτούσα επιχείρηση)], το οποίο θεσπίσθηκε διότι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτου, ο σταφιδόκαρπος ο παραγόμενος στην περιοχή Β θεωρείται κατωτέρας ποιότητας σε σχέση με τον σταφιδόκαρπο τον

καλλιεργούμενο στην περιοχή Α και εκτιμήθηκε ότι ενδεχόμενη διάθεσή του σε μονάδες επεξεργασίας σταφίδας της περιοχής Α θα οδηγούσε στο να δοθεί η δυνατότητα να αναμειχθεί με τον καλύτερης ποιότητας σταφιδόκαρπο της περιοχής Α, με περαιτέρω αποτέλεσμα την πτώση της ποιότητας της εμπορευσιμότητας του τελευταίου. Συναφώς πάντως, τίθεται περαιτέρω ως προς αμφότερες τις ρυθμίσεις, το ζήτημα αν και σε περίπτωση ακόμη, που οι σκοποί, για τους οποίους θεσπίσθηκαν τα δύο επίμαχα απαγορευτικά μέτρα, συνιστούν σκοπούς θαλπόμενους από το άρθρο 30 (πρώην 36) της ΣυνθΕΚ, η επιβολή των μέτρων αυτών ήταν απολύτως απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών αυτών ή αν οι εν λόγω σκοποί μπορούσαν να επιτευχθούν και με την επιβολή ηπιοτέρων μέτρων. Τίθεται δηλ. το ζήτημα αν η επιβολή των απαγορευτικών αυτών μέτρων παραβιάζει ή όχι την κοινοτική αρχή της αναλογικότητας. 20. Επειδή, ο στόχος τον οποίο, σύμφωνα με τα παρατεθέντα σε προηγούμενη σκέψη, επιδιώκεται να υπηρετήσει η θέσπιση του μέτρου της απαγορεύσεως της μεταφοράς, επεξεργασίας και συσκευασίας κορινθιακής σταφίδας της περιφέρειας Αιγιαλείας και των τέως Δήμων Κραθίδος, Φελλόης και Ερινεού του Νομού Αχαΐας στο Νομό Κορινθίας, που είναι η προστασία της ποιότητας και της φήμης προϊόντος (και συγκεκριμένα της σταφίδας τύπου VOSTIZZA ), για το οποίο έχει ήδη υπάρξει κοινοτική αναγνώριση προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης, από τον κίνδυνο που θα προήρχετο από τις αθέμιτες ενέργειες εκείνων, που θα επεδίωκαν δια της μεταφοράς του στο Νομό Κορινθίας να το νοθεύσουν αναμειγνύοντάς το με προϊόν καλλιεργούμενο στο Νομό αυτό [και συγκεκριμένα με σταφίδα ποικιλίας GULF, της οποίας η ποιότητα δεν θεωρείται εξ ίσου υψηλή όσο η ποιότητα της σταφίδας τύπου VOSTIZZA, η οποία, περαιτέρω, υπολείπεται σε εμπορευσιμότητα της σταφίδας ποικιλίας VOSTIZZA και στην οποία, πάντως, δεν έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα να έχει «προστατευόμενη ονομασία προέλευσης»], αποτελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου και μάλιστα κατά τρόπο πρόδηλο και ανεπίδεκτο ευλόγων αμφιβολιών, σκοπό εξ εκείνων για τους οποίους το άρθρο 30 (πρώην 36) ΣυνθΕΚ επιτρέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση της επιβολής ποσοτικών περιορισμών στις εξαγωγές. Πρόκειται, όπως έχει κριθεί με νομολογία του ΔΕΚ σε ανάλογες περιπτώσεις (πρβλ. σχετικώς α) απόφαση της 16.5.2000, Βασίλειο του Βελγίου κατά Βασιλείου της Ισπανίας, C- 388/1995, για το κρασί «La Rioja β) απόφαση της 20.5.2003, Ravil SARL, Bellon import SARL, Biraghi SpA, C-496/2000, για το τυρί «Grana Padano γ) απόφαση της 20.5.2003, Consorzio del Prosciutto di Parma, Salumificio S.Rita SpA, C-108/2001, για το «ζαμπόν Πάρμας») για την προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. 21. Επειδή, τίθεται περαιτέρω το ζήτημα αν ο στόχος, ο οποίος επιδιώκεται να εξυπηρετηθεί με την δεύτερη από τις επίμαχες διατάξεις, της οποίας το κύρος τίθεται υπό αμφισβήτηση με την υπό κρίση αίτηση, δηλ. η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 553/1977, κατά το μέρος που με αυτήν απαγορεύεται η εισκόμιση στο Νομό Κορινθίας (στο οποίο είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της αιτούσης) και η εκεί εναποθήκευση, επεξεργασία και συσκευασία κορινθιακής σταφίδας, προερχομένης από την περιοχή Β, ο οποίος στόχος έγκειται στην προστασία της ποιότητας της σταφίδας της παραγομένης στο Νομό Κορινθίας από τον κίνδυνο της αναμίξεώς της με σταφίδα κατωτέρας ποιότητας προερχομένης από την περιοχή Β, συνιστά επίσης σκοπό εξ εκείνων, για τους οποίους το άρθρο 30 (πρώην 36) της ΣυνθΕΚ επιτρέπει εξαίρεση από την απαγόρευση της επιβολής ποσοτικών περιορισμών και άλλων ισοδυνάμου με αυτούς αποτελέσματος μέτρων στις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών. Επί του ζητήματος αυτού η κρίση του Δικαστηρίου, κατά την κρατήσασα σε αυτό γνώμη, είναι η ακόλουθη: Η κρινόμενη ρύθμιση δεν φαίνεται, κατ αρχήν, να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διατάξεως του άρθρου 30 της ΣυνθΕΚ. Και τούτο διότι σύμφωνα με το άρθρο αυτό όπως έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΚ (πρβλ. σχετικώς α) απόφαση της 16.5.2000, Βασίλειο του Βελγίου κατά Βασιλείου της Ισπανίας, C- 388/1995 σκέψεις 53-58, β) απόφαση της 20.5.2003, Ravil SARL, Bellon import SARL, Biraghi SpA, C-496/2000, σκέψεις 47-53, γ) απόφαση της 20.5.2003, Consorzio del Prosciutto di Parma, Salumificio S.Rita SpA, C- 108/2001, σκέψεις 62-64) ως δικαιώματα βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας νοούνται τα δικαιώματα αποκλειστικής χρησιμοποιήσεως για ένα συγκεκριμένο προϊόν ενός διακριτικού τίτλου (ή σήματος), ο οποίος έχει απονεμηθεί για το προϊόν αυτό επί τη βάσει νομικής πράξεως, κοινοτικής προελεύσεως. Με τον διακριτικό αυτό τίτλο επιδιώκεται να επισημανθεί στην αγορά εν γένει, και στον καταναλωτή ειδικότερα, η μοναδικότητα του προϊόντος αυτού, η οποία οφείλεται στις ιδιαιτερότητες της επεξεργασίας του, που του προσδίδουν ξεχωριστά υψηλή ποιότητα και ειδική φήμη. Τέτοιος τίτλος είναι και η «προστατευόμενη ονομασία προέλευσης». Επομένως, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι ένα προϊόν φέρει

δικαιώματα βιομηχανικής ή εμπορικής ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 30 της ΣυνθΕΚ, το γεγονός ότι το προϊόν αυτό απλώς περιγράφεται και προσδιορίζεται με βάση γεωγραφικά κριτήρια, και μάλιστα σε διάταξη εσωτερικού νόμου κράτους μέλους, αν ταυτόχρονα δεν του έχει απονεμηθεί ένας συγκεκριμένος διακριτικός τίτλος ή σήμα. Συνεπώς, η προστασία της ποιότητας της σταφίδας της παραγόμενης στην περιοχή Α (όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 553/1977) [και δη στο Νομό Κορινθίας (καθ όσον αφορά την ποικιλία GULF)] στην οποία αποσκοπεί η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 553/1977 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, κατά το άρθρο 30 (πρώην 36) της ΣυνθΕΚ. Και τούτο διότι η σταφίδα η καλλιεργούμενη στο Νομό Κορινθίας, προσδιορίζεται με βάση ελληνικό νόμο, απλώς ως το προϊόν το παραγόμενο σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια (η οποία χαρακτηρίζεται ως περιοχή Α ), χωρίς ταυτόχρονα να αναγνωρίζεται σε αυτήν μοναδικότητα με την απονομή ενός συγκεκριμένου διακριτικού τίτλου. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Τμήματος και οι Πάρεδροι οι οποίοι διετύπωσαν την εξής γνώμη: Αδιαφόρως του αν για την σταφίδα ποικιλίας GULF, που παράγεται στην γεωγραφική περιοχή του Νομού Κορινθίας επιδιώχθηκε και παρασχέθηκε αναγνώριση προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως, σε κάθε πάντως περίπτωση άπαξ η σταφίδα αυτής της συγκεκριμένης ποικιλίας απολαύει πράγματι ιδιαίτερης φήμης στους καταναλωτές λόγω της γενικής αναγνωρίσεως της ανώτερης ποιότητάς της, η επιδιωκόμενη προστασία αυτής με την αποτροπή της νοθεύσεώς της δια της αναμείξεως με σταφίδα κατώτερης ποιότητας, αποτελεί σκοπό καταλαμβανόμενο από το άρθρο 30 ΣυνθΕΚ. Δεδομένου, εξ άλλου, ότι, εν όψει των ανωτέρω, η επιχειρούμενη ερμηνεία του άρθρου 30 (πρώην 36) της ΣυνθΕΚ δεν παρίσταται πλήρως απηλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τρίτο προδικαστικό ερώτημα, έχον το εξής περιεχόμενο: «Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω δεύτερο ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω, αν η προστασία της ποιότητας προϊόντος, το οποίο προσδιορίζεται γεωγραφικά από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους και στο οποίο δεν έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα να φέρει ειδικό διακριτικό τίτλο, που να επισημαίνει την, λόγω προελεύσεως από ορισμένη γεωγραφική περιοχή, γενικώς αναγνωριζόμενη ανώτερη ποιότητα και μοναδικότητά του, συνιστά ή όχι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 30 Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, θεμιτό σκοπό επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, που επιτρέπει εξαίρεση από την διάταξη του άρθρου 29 ΣυνθΕΚ, η οποία απαγορεύει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών επί των εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος καθώς και μέτρα ισοδυνάμου με τους περιορισμούς αυτούς αποτελέσματος;» 22. Επειδή, και σε περίπτωση ακόμη, που οι σκοποί, για τους οποίους θεσπίσθηκαν και τα δύο επίμαχα απαγορευτικά μέτρα, συνιστούν σκοπούς θαλπόμενους από το άρθρο 30 (πρώην 36) της ΣυνθΕΚ, με συνέπεια να είναι (κατ εξαίρεση των οριζομένων στο άρθρο 29 - πρώην 34 - της ΣυνθΕΚ) κατ αρχήν, επιτρεπτή η θέσπισή τους, τίθεται ακολούθως το ζήτημα αν η επιβολή τους ήταν απολύτως απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών αυτών ή αν οι εν λόγω σκοποί μπορούσαν να επιτευχθούν και με την επιβολή ηπιότερων μέτρων. Τίθεται δηλ. το ζήτημα αν η επιβολή των απαγορευτικών αυτών μέτρων παραβιάζει ή όχι την κοινοτική αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο διότι δεν αρκεί, για να θεωρηθεί ότι μια περίπτωση απαγορεύσεως εξαγωγών (ή μέτρο έχον ισοδύναμο με απαγόρευση αποτέλεσμα) εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 30 (πρώην 34) της ΣυνθΕΚ, το γεγονός και μόνο ότι με αυτήν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση ενός εκ των σκοπών, τους οποίους καταλαμβάνει η διάταξη αυτή, αλλά θα πρέπει επίσης να προκύπτει ότι κατά την επιβολή του απαγορευτικού αυτού μέτρου τηρήθηκε και η αρχή της αναλογικότητας. Επί του ζητήματος αυτού η κρίση του Δικαστηρίου είναι η ακόλουθη: Από τα στοιχεία τα οποία έθεσαν οι διάδικοι υπόψη του Δικαστηρίου, σε συμμόρφωση προς την αναβλητική του απόφαση, για την οποία έγινε λόγος στην σκέψη 2, δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με το αν ο σκοπός της προστασίας της γενικώς αναγνωριζόμενης ως ανώτερης ποιότητας σταφίδας ποικιλίας «VOSTIZZA» καθώς και της ποιότητας της σταφίδας της παραγόμενης στην περιοχή Α και ειδικότερα της σταφίδας ποικιλίας GULF, παραγόμενης στο Νομό Κορινθίας - με την αποτελεσματική αποτροπή της νοθεύσεώς τους με υποδεέστερης ποιότητας σταφίδα (ο οποίος επιδιώκεται να εξυπηρετηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 4 του ν. 553/1977) μπορεί να επιτευχθεί με δειγματοληπτικούς επιστημονικούς ελέγχους του διατιθεμένου στην αγορά προϊόντος σταφίδας -, με βάση τους οποίους θα μπορούσε να εξακριβωθεί αν το προϊόν αυτό είναι προϊόν αναμίξεως διαφόρων ποικιλιών σταφιδόκαρπου ή

νοθεύσεως συγκεκριμένης ποικιλίας, και οι οποίοι έλεγχοι αν ήσαν εφικτοί, θα συνιστούσαν ένα ηπιότερο μέτρο, σε σχέση με τις απαγορεύσεις, που θεσπίζονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 553/1977. Ειδικότερα, καθ όσον αφορά το ζήτημα αυτό, η αιτούσα ισχυρίσθηκε (όπως αναλυτικά εκτίθεται ανωτέρω στην σκέψη 12) ότι τέτοιοι έλεγχοι είναι εφικτοί, και ανέφερε ως παράδειγμα τον έλεγχο καθορισμού DNA προτύπου ή τον προσδιορισμό του γενετικού υλικού του σταφιδόκαρπου σε εξειδικευμένα εργαστήρια. Παρέπεμψε δε σχετικώς σε μεταπτυχιακή διατριβή, η οποία έχει κατατεθεί στον δικτυακό τόπο (website) του Πανεπιστημίου Κρήτης καθώς και σε τεχνική έκθεση τεχνολόγου - γεωπόνου, στην οποία αναφέρεται ότι η διάκριση μεταξύ διαφόρων τύπων σταφίδας είναι εφικτός ακόμη και οπτικώς. Από την άλλη, όμως, πλευρά (δηλ. της παρεμβαίνουσας Ένωσης και του Υπουργού Αγροτικής Οικονομίας και Τροφίμων) προσκομίσθηκαν βεβαιώσεις από δύο πανεπιστημιακούς φορείς καθώς και από εξειδικευμένο Ινστιτούτο, στις οποίες περιέχεται κατηγορηματική διαβεβαίωση ότι δεν υφίσταται ασφαλής μέθοδος ανάλυσης του σταφιδόκαρπου ποικιλίας VOSTIZZA, ή των ποικιλιών των παραγομένων στην περιοχή Β, ή της ποικιλίας GULF, της παραγομένης στο Νομό Κορινθίας, δηλαδή μέθοδος που να επιτρέπει τον ασφαλή διαχωρισμό και την πιστοποίηση της προέλευσης της τελικώς συσκευαζόμενης σταφίδας. Eπίσης, η αιτούσα προσκόμισε έγγραφο της Συνεταιριστικής Κορινθιακής Σταφίδας Ανώνυμης Συνεταιριστικής Εταιρείας, στο οποίο βεβαιώνεται από όργανο της εν λόγω εταιρείας, ότι η εταιρεία, ως φορέας ελέγχου της κορινθιακής σταφίδας διαθέτει όλα τα μέσα και τις μεθόδους ελέγχου, προκειμένου το τελικώς παραγόμενο προϊόν κορινθιακής σταφίδας στις μεταποιητικές επιχειρήσεις να μπορεί να διαπιστωθεί από ποια περιοχή προέρχεται. Από την άλλη μεριά η παρεμβαίνουσα προσκόμισε με το υπόμνημά της το κατατεθέν μετά την συζήτηση της υποθέσεως, εντός της προθεσμίας της δοθείσης προς τούτο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, μεταγενέστερο έγγραφο της αυτής Συνεταιριστικής Κορινθιακής Σταφίδας Ανώνυμης Συνεταιριστικής Εταιρείας, στο οποίο δηλώνεται από άλλο όργανο της εν λόγω εταιρείας, ότι η εταιρεία δεν έχει την δυνατότητα ελέγχου και αναγνώρισης της προέλευσης κάθε μιας από τις ποιότητες και ποικιλίες σταφίδας, όταν αυτές είναι αναμεμειγμένες. Τέλος, η αιτούσα επικαλείται και πάλι την υπ αριθμ. 399460/4.11.1999 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας («Μεταποιητικό ποιοτικό παρακράτημα - καθορισμός φορέα συγκέντρωσης και διαχείρισης μεταποιητικού ποιοτικού παρακρατήματος Κορινθιακής σταφίδας ΦΕΚ Β 2028/18.11.1999) για την οποία έγινε ήδη λόγος ανωτέρω στην σκέψη 8 - και ισχυρίζεται ότι ο έλεγχος προέλευσης του προϊόντος μπορεί να γίνει μέσω των διαδικασιών που θεσπίζονται με αυτήν. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου επί όλων των προαναφερθέντων στοιχείων είναι η εξής: Δεν φαίνεται να υπάρχει ασφαλής επιστημονική μέθοδος εξακριβώσεως της προελεύσεως της τελικώς παραγόμενης σταφίδας από συγκεκριμένη ποικιλία σταφιδόκαρπου. Και τούτο διότι, κατ αρχάς, πανεπιστημιακοί και άλλοι εξειδικευμένοι φορείς βεβαιώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό σε περίπτωση ανάμιξης ή νοθείας σταφιδοκάρπων. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι οι βεβαιώσεις αυτές μπορούν να ανατραπούν από την αναφορά που κάνει η αιτούσα σε μία μεταπτυχιακή διατριβή, δημοσιευμένη στον δικτυακό τόπο Πανεπιστημίου, κατά μείζονα μάλιστα λόγο, εφόσον ούτε η ίδια η αιτούσα αναφέρει αν υφίστανται εργαστήρια ελέγχου του DNA του σταφιδόκαρπου στην Ελλάδα και μάλιστα στην διάθεση των αρμοδίων για τον έλεγχο του τελικώς παραγομένου προϊόντος από σταφιδόκαρπο φορέων, όπως είναι η Συνεταιριστική Κορινθιακής Σταφίδας Ανώνυμη Συνεταιριστική Εταιρεία. Η τελευταία, εξ άλλου, όπως ήδη εξετέθη, έχει εκφρασθεί δια δύο διαφόρων οργάνων της με αντιφατικό τρόπο. Σε ό,τι αφορά την υπ αριθμ. 399460/4.11.1999 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή αφορά, όπως προκύπτει από το σύνολο των διατάξεών της, την υποχρέωση των μεταποιητών σταφίδας να παραδίδουν ένα ορισμένο ποσοστό απορριμμάτων, που προκύπτουν από την κατεργασία σταφιδόκαρπου, στην Συνεταιριστική Κορινθιακής Σταφίδας Ανώνυμη Συνεταιριστική Εταιρεία, προκειμένου να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα της τελικώς παραγόμενης σταφίδας δια της αναμίξεως των απορριμμάτων με το καλό μέρος μιας συγκεκριμένης ποικιλίας σταφιδόκαρπου. Εξ αυτού προκύπτει ότι ο έλεγχος που γίνεται, στα πλαίσια της υπουργικής αυτής αποφάσεως, δεν αφορά την περίπτωση, κατά την οποία γίνεται ανάμιξη σταφιδοκάρπων προερχομένων εκ διαφόρων ποικιλιών. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ναι μεν δεν υπάρχει αποτελεσματική μέθοδος επιστημονικού ελέγχου, που να επιτρέπει τον ασφαλή διαχωρισμό και την πιστοποίηση της προέλευσης της τελικώς παραγόμενης σταφίδας από σταφιδόκαρπο συγκεκριμένης ποικιλίας, υπάρχει όμως η δυνατότητα να εξακριβωθεί η προέλευση σταφίδας από συγκεκριμένο τύπο

σταφιδόκαρπου με την μέθοδο της παρατήρησης (οπτικός έλεγχος), την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, έχει επικαλεσθεί η αιτούσα. Την ύπαρξη μιας τέτοιας μεθόδου παραδέχεται και ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος στο υπόμνημά του, το κατατεθέν μετά την συζήτηση της υποθέσεως, εντός της προθεσμίας της δοθείσης προς τούτο από τον Πρόεδρο, στο οποίο αναφέρει επί λέξει τα εξής: «Περαιτέρω, είναι μεν πιθανό ένας έμπειρος ποιοτικός ελεγκτής ή μεταποιητής, με παρατήρηση και μόνο, να είναι σε θέση να εντοπίσει την προέλευση της επίμαχης σταφίδας, από φαινοτυπικούς χαρακτήρες (χρώμα, συρρίκνωση κλπ.) και να προχωρήσει σε ανάλογη τιμολόγηση του προϊόντος. Όμως, σε περίπτωση ανάμιξής της είναι πολύ δύσκολο ο ελεγκτής αυτός να αποφανθεί για την προέλευση του μίγματος». Η μέθοδος αυτή του οπτικού ελέγχου της διαπιστώσεως της προελεύσεως της τελικώς παραγόμενης σταφίδας από συγκεκριμένη ποικιλία σταφιδόκαρπου (πχ. Vostizza, Gulf κλπ.) μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ένα μέτρο που, μπορεί να εξυπηρετήσει την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν τα απαγορευτικά μέτρα, τα οποία θεσπίζονται με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 1 του ν. 553/1977 (που είναι η αποτροπή της αναμίξεως του σταφιδόκαρπου της περιοχής Β με εκείνο της περιοχής Α και η αποφυγή της αναμείξεως του σταφιδοκάρπου της ποικιλίας Vostizza με τον σταφιδόκαρπο της ποικιλίας Gulf τον παραγόμενο στο Νομό Κορινθίας) το οποίο παρίσταται, κατ αρχήν, ηπιότερο από τα μέτρα της απαγορεύσεως εισκομίσεως στο Νομό Κορινθίας σταφιδοκάρπου προερχομένου από την περιοχή Β καθώς και από την επαρχία Αιγιαλείας συμπεριλαμβανομένων και των περιφερειών των τέως Δήμων Φελλόης, Κραθίδας και Ερινεού του Νομού Αχαΐας για επεξεργασία και συσκευασία προς διάθεση εντός και εκτός Ελλάδος. Ωστόσο η μέθοδος αυτή μπορεί μεν να συνιστά μέτρο ηπιότερο των προαναφερθεισών απαγορεύσεων, πλην όμως δεν είναι, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου και μέτρο εξ ίσου αποτελεσματικό, έχον ισοδύναμο αποτέλεσμα με αυτές. Και τούτο διότι είναι εντελώς ανέφικτο οι σταφίδες, οι οποίες συσκευάζονται προκειμένου να διατεθούν στην εγχώρια αγορά ή να εξαχθούν, να ελέγχονται οπτικώς στο σύνολό τους κατά την ροή τους προς συσκευασία ή έστω μια φορά ανά συσκευασία. Κάτι τέτοιο θα ήταν χρονοβόρο, θα απαιτούσε τεράστιο αριθμό εξειδικευμένων γεωπόνων, θα συνεπαγόταν τον κίνδυνο να εμφιλοχωρήσουν σφάλματα ή αβλεψίες, η δε ενεργοποίησή του θα οδηγούσε στην πράξη σε πλήρη παράλυση της διαδικασίας εξαγωγής σταφίδας, μεγάλη δε ποσότητα σταφίδας θα συσκευαζόταν και θα εξαγόταν ουσιαστικά ανέλεγκτη. Με τα δεδομένα αυτά, δεν υφίσταται μέτρο ηπιότερο και ταυτόχρονα ισοδύναμο από απόψεως αποτελεσματικότητας με τις απαγορεύσεις, για τις οποίες έγινε λόγος, για να επιτευχθούν οι στόχοι, οι οποίοι επιδιώκεται να εξυπηρετηθούν με την θεσμοθέτηση των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 1 του ν. 553/1977 και, επομένως, τα μέτρα, τα οποία θεσπίζονται με τις διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, δεν αρκεί μόνο να υφίσταται μέτρο ηπιότερο για την επίτευξη ενός επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού, για να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται η κοινοτική αρχή της αναλογικότητας, όταν έχει θεσπισθεί για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο περισσότερο επαχθές, αλλά θα πρέπει επιπλέον το διαπιστωμένα ηπιότερο αυτό μέτρο να έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με το επαχθέστερο. Η ερμηνεία αυτή της κοινοτικής αρχής της αναλογικότητας παρίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απηλλαγμένη από κάθε εύλογη αμφιβολία και, επομένως, ειδικά ως προς το ζήτημα αυτό δεν παρίσταται ανάγκη διατυπώσεως προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΚ. 23. Επειδή, ενόψει των προεκτεθέντων, θα πρέπει, αφού απορριφθούν τα ανωτέρω ως απορριπτέα κριθέντα, να αναβληθεί κατά τα λοιπά η εκδίκαση της υποθέσεως, προκειμένου να διατυπωθούν προς το ΔΕΚ τα τρία ως άνω προδικαστικά ερωτήματα (δηλ. τα περιεχόμενα στις σκέψεις 16, 18 και 21 ). Διά ταύτα Απορρίπτει τα ως απορριπτέα κριθέντα κατά το σκεπτικό Αναβάλλει κατά τα λοιπά την εκδίκαση της υποθέσεως Διατυπώνει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήματα: «1. Επιχείρηση, τελούσα υπό τις συνθήκες στις οποίες τελεί η αιτούσα, δηλαδή επιχείρηση επεξεργασίας και συσκευασίας σταφίδας, εγκατεστημένη σε συγκεκριμένη περιοχή της χώρας, στην οποία απαγορεύεται από το νόμο η εισκόμιση προς επεξεργασία και συσκευασία διαφόρων ποικιλιών σταφιδόκαρπου, προερχομένων από άλλες περιοχές της χώρας, με συνέπεια την αδυναμία της να εξαγάγει σταφίδα, την οποία θα είχε επεξεργασθεί από τον σταφιδόκαρπο, τον προερχόμενο από τις ως άνω ποικιλίες, μπορεί να

επικαλεσθεί ενώπιον δικαστηρίου την αντίθεση των σχετικών νομοθετικών μέτρων προς το άρθρο 29 ΣυνθΕΚ;». «2. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω πρώτο ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω, αν διατάξεις, όπως αυτές του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, οι οποίες διέπουν την κρινόμενη διαφορά και οι οποίες αφενός μεν απαγορεύουν την εισκόμιση, αποθήκευση και επεξεργασία σταφιδόκαρπου, με σκοπό την περαιτέρω εξαγωγή του, από διάφορες περιοχές της χώρας σε συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία επιτρέπεται η επεξεργασία μόνον επιτοπίως παραγομένου σταφιδοκάρπου, αφετέρου δε επιφυλάσσουν την δυνατότητα αναγνωρίσεως προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης μόνο σε σταφιδόκαρπο, ο οποίος έχει υποστεί επεξεργασία και έχει συσκευασθεί στην συγκεκριμένη περιοχή στην οποία παρήχθη, έρχονται ή όχι σε αντίθεση με την διάταξη του άρθρου 29 της Συνθήκης, η οποία απαγορεύει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων ισοδυνάμου με αυτούς αποτελέσματος στις εξαγωγές;». «3. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω δεύτερο ερώτημα, ερωτάται περαιτέρω, αν η προστασία της ποιότητας προϊόντος, το οποίο προσδιορίζεται γεωγραφικά από εσωτερικό νόμο κράτους μέλους και στο οποίο δεν έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα να φέρει ειδικό διακριτικό τίτλο, που να επισημαίνει την, λόγω προελεύσεως από ορισμένη γεωγραφική περιοχή, γενικώς αναγνωριζόμενη ανώτερη ποιότητα και μοναδικότητά του, συνιστά ή όχι, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 30 Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, θεμιτό σκοπό επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, που επιτρέπει εξαίρεση από την διάταξη του άρθρου 29 ΣυνθΕΚ, η οποία απαγορεύει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών επί των εξαγωγών του εν λόγω προϊόντος καθώς και μέτρα ισοδυνάμου με τους περιορισμούς αυτούς αποτελέσματος;».