Unit 1 Films 1.1 fab (adj) = απίθανος, καταπληκτικός 1.2 robber (n) = ληστής 1.3 cool (adj) = μοντέρνος, πρώτος 1.4 twist (n) = απρόσμενη κατάληξη 1.5 gonna (v) = πρόκειται να (αμερικανισμός) 1.6 reckon (v) = φαντάζομαι, μου φαίνεται 1.7 satellite dish (n) = δορυφορικό πιάτο 1.8 decoder (n) = αποκωδικοποιητής 1.9 install (v) = εγκαθιστώ 1.10 majority (n) = πλειοψηφία 1.11 commit (v) = διαπράττω 1.12 facilities (n) = εγκαταστάσεις, παροχές 1.13 outline (v) = περιγράφω γενικά 1.14 evidence (n) = οι αποδείξεις για κάτι 1.15 state-of-the-art (adj) = αριστούργημα 1.16 furthermore (adv) = επιπλέον 1.17 CV (n) = βιογραφικό σημείωμα 1.18 extra (n) = έκτακτο κομμάτι, επιπλέον στοιχείο 1.19 reference (n) = σύσταση (π.χ. από εργοδότη) 1.20 reliable (adj) = αξιόπιστος 1.21 punctuation (n) = στίξη 1.22 letter of application (n) = επιστολή για αίτηση 1.23 chatty (adj) = ομιλητικός 1.24 bunch (n) = τσούρμο 1.25 baddie (n) = ο κακός (π.χ. στις ταινίες) 1.26 impress (v) = εντυπωσιάζω 1.27 direction (n) = σκηνοθεσία 1.28 recommend (v) = προτείνω, δίνω συστάσεις 1.29 marvellous (adj) = υπέροχος 1.30 checklist (n) = λίστα υποχρεώσεων ή αντικειμένων που πρέπει να ελεγχθούν 1.31 box office (n) = ταμείο κινηματογράφου (μεταφ. σειρά επιτυχίας ταινιών) 1.32 DVD (n) = ψηφιακός οπτικός δίσκος, δίσκος που παίζει ταινίες 1.33 about (prep) = αναφορικά με 1.34 star (v) = πρωταγωνιστώ 1.35 play (v) = παίζω (σε ταινία) 1.36 set (v) = τοποθετώ την υπόθεση της ταινίας / σκηνογραφώ 1.37 video store / club (n) = κατάστημα ενοικίασης κινηματογραφικών ταινιών 1.38 subtitles (n) = υπότιτλοι 1.39 dubbed (adj) = μεταγλωττισμένος 1.40 modern-day issues (n) = σύγχρονα ζητήματα 1.41 struggling artist (n) = άνεργος καλλιτέχνης που ψάχνει ευκαιρία 1
1.42 script (n) = κείμενο σεναρίου 1.43 dubbing (n) = μεταγλώττιση 1.44 accurate (adj) = ακριβής Unit 2 Occupations Skills for First Certificate 2.1 training opportunities (n) = εκπαιδευτικές ευκαιρίες 2.2 colleague (n) = συνάδελφος 2.3 Principal (n) = Διευθυντής 2.4 editor (n) = επιμελητής, διορθωτής κειμένων 2.5 everyday English (n) = καθημερινά αγγλικά 2.6 neutral (adj) = ουδέτερος 2.7 judge (n) = κριτική επιτροπή 2.8 informative (adj) = πληροφοριακός 2.9 sack (v) = απολύω (καθημερινή γλώσσα) 2.10 outweigh (v) = έχω μεγαλύτερο βάρος ή σημασία, διακρίνομαι 2.11 isolated (adj) = απομονωμένος 2.12 article (n) = άρθρο 2.13 combine (v) = συνδυάζω 2.14 ambitious (adj) = φιλόδοξος 2.15 scary (adj) = τρομακτικός 2.16 job satisfaction (n) = επαγγελματική / εργασιακή ικανοποίηση 2.17 unemployed (adj) = άνεργος 2.18 fire (v) = πυροδοτώ 2.19 boss (n) = αφεντικό 2.20 get on with (phr) = τα πηγαίνω καλά με 2.21 working conditions (n) = εργασιακές συνθήκες 2.22 resign (v) = παραιτούμαι 2.23 unemployment benefit (n) = επίδομα ανεργίας 2.24 the dole (n) = επίδομα (καθημερινή γλώσσα) 2.25 trainee (n) = εκπαιδευόμενος 2.26 contract (n) = συμβόλαιο 2.27 bad mood (n) = κακή διάθεση 2.28 miner (n) = εργάτης σε μεταλλείο ή ορυχείο Unit 3 Education 3.1 artificial language (n) = τεχνητή γλώσσα 3.2 home study course (n) = σπουδές από το σπίτι 3.3 textbook (n) = αναγνωστικό 3.4 fee (n) = αντίτιμο διδάκτρων 3.5 guy (n) = τύπος, άνδρας 2
3.6 prompt (n) = παραίνεση 3.7 chaos (n) = χάος 3.8 ad (n) = διαφήμιση (συντ. advertisement) 3.9 vegetarian meal (n) = γεύμα χορτοφάγων 3.10 discount (n) = έκπτωση 3.11 live music (n) = ζωντανή μουσική 3.12 enquiry (n) = αίτημα, ερώτηση, επερώτηση 3.13 pupils (n) = μαθητές μικρής ηλικίας 3.14 primary school (n) = δημοτικό σχολείο 3.15 secondary school (n) = γυμνάσιο και λύκειο (δευτεροβάθμια) 3.16 stay on (phr v) = συνεχίζω το σχολείο μέχρι να τελειώσω το λύκειο 3.17 distance learning (n) = μάθηση εξ αποστάσεως 3.18 certificate (n) = πιστοποιητικό 3.19 by heart (phr) = απ έξω 3.20 drop out (phr v) = σταματώ το σχολείο 3.21 qualification (n) = προσόν 3.22 tutor (n) = εκπαιδευτής 3.23 setting (n) = το τοπίο 3.24 outing (n) = έξοδος, περίπατος, εκδρομούλα Unit 4 Sport 4.1 tourist information office (n) = γραφείο ενημέρωσης τουριστών / ΕΟΤ 4.2 changing room (n) = αποδυτήριο 4.3 assistant (n) = βοηθός 4.4 leaflet (n) = φυλλάδιο 4.5 heading (n) = επικεφαλίδα 4.6 ice-skating rink (n) = παγοδρόμιο 4.7 well-maintained (adj) = καλοδιατηρημένο 4.8 hand out (phr v) = μοιράζω (π.χ. κάποιο έντυπο υλικό) 4.9 summary (n) = περίληψη 4.10 window display (n) = βιτρίνα 4.11 trainers (n) = αθλητικά παπούτσια 4.12 format (n) = φόρμα, λειτουργικό σχέδιο 4.13 sports centre / leisure centre (n) = κέντρο αθλητισμού / αναψυχής 4.14 gym / gymnasium (n) = γυμναστήριο 4.15 work out (phr v) = ασκούμαι 4.16 brand (n) = μάρκα, φίρμα 4.17 side (n) = πλευρά 4.18 commentator (n) = σχολιαστής 4.19 train (v) = προπονώ, -ούμαι 4.20 pick (v) = διαλέγω 4.21 get in shape (phr) = αποκτώ τη φόρμα μου 3
4.22 the final whistle (n) = το τελευταίο σφύριγμα 4.23 coach (n) = προπονητής 4.24 out of shape (phr) = δεν είμαι σε φόρμα 4.25 tennis racket (n) = ρακέτα τένις 4.26 lend (v) = δανείζω Unit 5 People Skills for First Certificate 5.1 first impression (n) = πρώτη εντύπωση 5.2 judge (v) = κρίνω 5.3 immature (adj) = ανώριμος 5.4 loyal (adj) = πιστός, αφοσιωμένος 5.5 thoughtless (adj) = απερίσκεπτος 5.6 impolite (adj) = αγενής 5.7 ambitious (adj) = φιλόδοξος 5.8 selfish (adj) = εγωκεντρικός, ιδιοτελής, εγωιστής 5.9 bad-tempered (adj) = ευέξαπτος 5.10 foolish (adj) = χαζός 5.11 honest (adj) = ειλικρινής 5.12 caring (adj) = αυτός που ενδιαφέρεται 5.13 betray (v) = προδίδω 5.14 cleverly (adv) = έξυπνα 5.15 angrily (adv) = θυμωμένα, με θυμό 5.16 nervously (adv) = αμήχανα 5.17 gently (adv) = απαλά, ευγενικά, προσεκτικά 5.18 proudly (adv) = υπερήφανα 5.19 excitedly (adv) = με ενθουσιασμό 5.20 bravely (adv) = γενναία 5.21 surf the internet (phr) = περιηγούμαι στο διαδίκτυο 5.22 glance (v) = ρίχνω μια ματιά 5.23 stare (v) = κοιτάζω επίμονα 5.24 swap (v) = ανταλλάσσω 5.25 the general public (phr) = το γενικό κοινό, ο κόσμος 5.26 plot (n) = ιστορία, σενάριο 5.27 applicant (n) = αυτός που κάνει αίτηση 5.28 telephone manner (n) = τρόποι τηλεφωνικής επικοινωνίας 5.29 personality (n) = προσωπικότητα 5.30 get on with (phr) = τα πάω καλά με 5.31 make friends (phr) = κάνω φίλους 5.32 get to know (phr) = γνωρίζω καλύτερα 5.33 receptionist (n) = υπάλληλος υποδοχής 5.34 outfit (n) = ντύσιμο 4
Unit 6 Travel 6.1 means of transport (n) = μέσα συγκοινωνίας 6.2 journey (n) = διαδρομή, ταξίδι 6.3 contrast (n) = αντίθεση 6.4 operation (n) = επέμβαση 6.5 interrupt (v) = διακόπτω 6.6 touch down (phr v) = αγγίζω το έδαφος, αερ. προσγειώνομαι 6.7 runway (n) = διάδρομος απογείωσης / προσγείωσης 6.8 platform (n) = πλατφόρμα 6.9 darken (v) = σκοτεινιάζω 6.10 pull over (phr v) = πηγαίνω στην άκρη 6.11 passport (n) = διαβατήριο 6.12 air hostess / stewardess (n) = αεροσυνοδός 6.13 first class (n) = πρώτη θέση 6.14 book (v) = κάνω κράτηση 6.15 package holiday (n) = πακέτο διακοπών 6.16 motel (n) = ξενοδοχείο / πανδοχείο οδοιπόρων με θέσεις για τα αυτοκίνητα 6.17 guide book (n) = ταξιδιωτικός οδηγός (βιβλίο) 6.18 luggage (n) = αποσκευές 6.19 suitcase (n) = βαλίτσα 6.20 jet lag / jetlag (n) = σύνδρομο διαταραχής ταξιδιωτών μεγάλων αποστάσεων 6.21 cruise (n) = κρουαζιέρα 6.22 reception (n) = γραφείο υποδοχής 6.23 porter (n) = ξενοδοχοϋπάλληλος μεταφοράς των αποσκευών 6.24 take off (phr v) = απογειώνομαι 6.25 land (v) = προσγειώνομαι 6.26 sweater (n) = πουλόβερ 6.27 in advance (phr) = προκαταβολικά 6.28 expense (n) = έξοδο, καταβολή κόστους Unit 7 Food and Drink 7.1 meal (n) = γεύμα 7.2 home-cooked food (n) = σπιτικό φαγητό 7.3 takeaway (n) = έτοιμο φαγητό που αγοράζω και παίρνω στο σπίτι 7.4 create (v) = δημιουργώ 7.5 lively (adj) = ζωντανός, χαρωπός 7.6 suspect (v) = υποψιάζομαι 7.7 surroundings (n) = ο περίγυρος 7.8 moreover (adv) = επιπλέον 7.9 fizzy drink (n) = αεριούχο ποτό 5
7.10 nutrient (n) = θρεπτικό στοιχείο 7.11 alert (adj) = αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης / επαγρύπνησης 7.12 flicker (v) = αναβοσβήνω 7.13 gaze (v) = χαζεύω 7.14 relevant (adj) = σχετικός 7.15 under pressure (phr) = υπό πίεση 7.16 apply (v) = κάνω αίτηση 7.17 contact (v) = επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή 7.18 tip (n) = φιλοδώρημα 7.19 fancy (v) = γλυκοβλέπω 7.20 bill (n) = λογαριασμός 7.21 starter (n) = ορεκτικό 7.22 cutlery (n) = μαχαιροπήρουνα 7.23 dessert / pudding (n) = επιδόρπιο 7.24 snack (n) = μεζές 7.25 crisps (n) = πατατάκια 7.26 chips / french fries (n) = τηγανιτές πατάτες 7.27 newsagent (n) = εφημεριδοπώλης 7.28 valid driving licence (n) = έγκυρη άδεια οδήγησης 7.29 redundant (adj) = απολυμένος 7.30 capable (adj) = ικανός 7.31 wedding reception (n) = γαμήλια δεξίωση Unit 8 The Media 8.1 pastime (n) = κάτι που κάνω για να περάσει η ώρα 8.2 whereas (conj) = ενώ (για αντίθεση) 8.3 the latest issue (n) = το τελευταίο τεύχος 8.4 cute (adj) = χαριτωμένος 8.5 casually (adv) = πρόχειρα, καθημερινά 8.6 research (n) = έρευνα 8.7 indicate (v) = σημειώνω, δίνω ένδειξη 8.8 a market for (phr) = αγοραστικό κοινό για κάτι 8.9 attend (v) = παρακολουθώ (π.χ. ένα σεμινάριο) 8.10 mag (n) = περιοδικό (συντομ. magazine) 8.11 straightforward (adj) = ευθύς, κατανοητός 8.12 constructive (adj) = δημιουργικός 8.13 announcement (n) = αναγγελία 8.14 academic (adj) = ακαδημαϊκός 8.15 professor (n) = καθηγητής 8.16 tabloid newspaper (n) = κουτσομπολίστικη εφημερίδα 8.17 gossip (n) = κουτσομπολιό, κουτσομπόλης 8.18 scandal (n) = σκάνδαλο 6
8.19 take out (phr v) = βγάζω κάτι 8.20 subscription (n) = συνδρομή 8.21 documentary (n) = ντοκιμαντέρ 8.22 sitcom / situation comedy (n) = κωμικό σήριαλ, οικογενειακή σειρά 8.23 episode (n) = επεισόδιο 8.24 repeat (n) = επαναλαμβάνω 8.25 address (n) as in website / email address = ηλεκτρονική διεύθυνση 8.26 check out (phr v) = ρίχνω μια ματιά, ελέγχω 8.27 column (n) = στήλη 8.28 paperback (n) = φθηνή έκδοση βιβλίου με λεπτό εξώφυλλο 8.29 reception (n) = λήψη 8.30 pick up (phr v) = πιάνω (π.χ. σήμα) 8.31 tune in (phr v) = συντονίζω 8.32 cancel (v) = ματαιώνω, ακυρώνω 8.33 problem page (n) = σελίδα προβλημάτων Unit 9 The Weather 9.1 season (n) = εποχή 9.2 turn up (phr v) = ανεβάζω, (σε άλλες περιπτώσεις καί «εμφανίζομαι») 9.3 heating (n) = θέρμανση 9.4 alternative (adj) = εναλλακτικός 9.5 just in case (phr) = μήπως και 9.6 indoor venue (n) = εσωτερικός χώρος προσέλευσης 9.7 in case of (phr) = σε περίπτωση που 9.8 refund (n) = αποζημίωση 9.9 in the event of (phr) = στην περίπτωση που 9.10 flood insurance (n) = ασφάλεια για περίπτωση πλημμύρας 9.11 meteorologist (n) = μετεωρολόγος 9.12 factor (n) = παράγων 9.13 material (n) = υλικό 9.14 ensure (v) = διασφαλίζω 9.15 swimsuit (n) = μαγιό 9.16 advantageous (adj) = πλεονεκτικός 9.17 mild (adj) = ήπιος 9.18 heatwave (n) = κύμα καύσωνα 9.19 scarf (n) = κασκόλ, μαντήλι για το λαιμό 9.20 chilly (adj) = ψυχρός 9.21 humid (adj) = υγρός 9.22 raincoat / mac (n) = αδιάβροχο πανωφόρι 9.23 bikini (n) = μπικίνι 9.24 shower (n) = καταιγίδα 9.25 clear up (phr v) = καθαρίζω (π.χ. για τον καιρό) 7
9.26 suncream (n) = αντηλιακή κρέμα 9.27 sunburnt (adj) = καμμένος από τον ήλιο 9.28 muddy (adj) = λασπωμένος 9.29 air-conditioning (n) = κλιματισμός 9.30 cloud (n) = σύννεφο 9.31 get credit for (phr) = πιστώνομαι, παίρνω τα εύσημα για κάτι 9.32 flood barrier (n) = αντιπλημμυρική κατασκευή 9.33 council (n) = συμβούλιο Unit 10 The Environment 10.1 pollution (n) = ρύπανση, μόλυνση 10.2 threat (n) = απειλή 10.3 local environment (n) = τοπικό περιβάλλον 10.4 resident (n) = κάτοικος 10.5 managing director (n) = γενικός διευθυντής 10.6 recycle (v) = ανακυκλώνω 10.7 materials (n) = υλικά 10.8 noise pollution (n) = ηχορύπανση 10.9 underpaid (adj) = κακοπληρωμένος 10.10 polluter (n) = ρυπαντής 10.11 air pollution (n) = ατμοσφαιρική ρύπανση 10.12 take action (phr) = λαμβάνω δράση 10.13 coastal town (n) = παράκτια πόλη 10.14 efficient (adj) = ικανός, επαρκής 10.15 run (v) = διανύω 10.16 fumes (n) = καυσαέρια, καπνοί, εκπομπές 10.17 natural habitat (n) = φυσικός ή προορισμένος τόπος διαβίωσης 10.18 endangered species (n) = έμβιο είδος σε κίνδυνο εξαφάνισης 10.19 dump (v) = εγκαταλείπω, παρατάω 10.20 ancient (adj) = αρχαίος 10.21 rubbish (n) = βλακείες 10.22 smoke (n) = καπνός 10.23 face extinction (phr) = είμαι αντιμέτωπος με την απειλή της εξαφάνισης 10.24 in captivity (phr) = σε αιχμαλωσία 10.25 protected (adj) = υπό προστασία 10.26 fossil fuel (n) = καύσιμο απολιθωμάτων / πετρελαιοειδή και άνθρακας 10.27 coal (n) = κάρβουνο 10.28 solar energy (n) = ηλιακή ενέργεια 10.29 conservationist (n) = αυτός που εργάζεται με στόχο τη σωτηρία του περιβάλλοντος 10.30 run out of (phr v) = μου τελειώνει κάτι, ξέμεινα απο κάτι 10.31 transactional letter (n) = διαδραστική / συναλλακτική επιστολή 10.32 propose (v) = προτείνω, εισηγούμαι 8
10.33 expand (v) = επεκτείνω 10.34 hunting (n) = κυνήγι Unit 11 Technology 11.1 domestic robot (n) = οικιακό ρομπότ 11.2 minor (adj) = ελάσσων, μικρότερος 11.3 dramatic effect (n) = δραματικό αποτέλεσμα / επίδραση 11.4 class project (n) = εργασία τάξης (σχολική εργασία) 11.5 role (n) = ρόλος 11.6 space travel (n) = διαστημικό ταξίδι 11.7 cooker (n) = ηλεκτρική κουζίνα 11.8 washing machine (n) = πλυντήριο 11.9 weapon (n) = όπλο 11.10 prediction (n) = πρόβλεψη 11.11 industrial robot (n) = βιομηχανικό ρομπότ 11.12 routine job (n) = εργασία ρουτίνας 11.13 word processor (n) = επεξεργαστής κειμένου 11.14 keyboard (n) = πληκτρολόγιο 11.15 microwave (oven) (n) = φούρνος μικροκυμάτων 11.16 hardware (n) = μηχανισμός, μηχανικά μέρη 11.17 software (n) = λογισμικό, προγράμματα 11.18 mouse (n) = ποντίκι 11.19 icon (n) = εικονίδιο 11.20 cable TV (n) = καλωδιακή τηλεόραση 11.21 technophobia (n) = τεχνοφοβία, φόβος για την τεχνολογία 11.22 put in (phr v) = εγκαθιστώ 11.23 laptop (n) = φορητός υπολογιστής 11.24 cursor (n) = δρομέας, κέρσορας (σύμβολο σε οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή) 11.25 delete (v) = διαγράφω 11.26 complex (adj) = σύνθετος, πολύπλοκος 11.27 welcome (v) = υποδέχομαι ευχάριστα, εγκρίνω Unit 12 Health and Fitness 12.1 health industry (n) = βιομηχανία της υγείας 12.2 quality (n) = προσόν 12.3 first aid (n) = πρώτη βοήθεια 12.4 duty (n) = καθήκον 12.5 medical care (n) = ιατρική φροντίδα 12.6 health centre (n) = κέντρο υγείας 12.7 receptionist (n) = υπάλληλος υποδοχής 9
12.8 referee (n) = αυτός που δίνει συστάσεις 12.9 post (n) = θέση (εργασίας) 12.10 salary (n) = μισθός 12.11 a cold (n) = κρύωμα 12.12 sneeze (v) = φτερνίζομαι 12.13 (the) flu (n) = γρίπη 12.14 fever (n) = πυρετός 12.15 cure (n) = θεραπεία 12.16 baldness (n) = φαλάκρα, αλωπεκία 12.17 get over (n) = ξεπερνώ 12.18 bandage (n) = επίδεσμος 12.19 study medicine (phr) = σπουδάζω ιατρική 12.20 G.P. / general practitioner (n) = γενικός παθολόγος 12.21 sick (adj) = άρρωστος 12.22 prescription (n) = συνταγή (φαρμακευτική) 12.23 painkiller (n) = αναλγητικό φάρμακο, παυσίπονο 12.24 refer (v) = παραπέμπω 12.25 health food shop (n) = κατάστημα υγιεινής διατροφής Unit 13 Transport Skills for First Certificate 13.1 graphic (n) = γράφημα 13.2 map (n) = χάρτης 13.3 classified advertisement (n) = αγγελία 13.4 timetable (n) = ωράριο, χρονοδιάγραμμα 13.5 pie chart (n) = γράφημα με πίτα ποσοστών 13.6 distance (n) = απόσταση 13.7 budget (n) = προϋπολογισμός, διαθέσιμο ποσό 13.8 for sale (phr) = προς πώληση 13.9 permanently (adv) = μόνιμα 13.10 depart (v) = αναχωρώ 13.11 spending money (n) = χρήματα για ξόδεμα 13.12 backward (adj) = οπισθοδρομικός 13.13 car rental agency (n) = πρακτορείο ενοικίασης αυτοκινήτων 13.14 tube / underground (n) = υπόγειος σιδηρόδρομος (Αγγλία) 13.15 metro (n) = υπόγειος σιδηρόδρομος (Ευρώπη) 13.16 subway (n) = υπόγειος σιδηρόδρομος (Αμερική) 13.17 motorway (n) = αυτοκινητόδρομος 13.18 lanes (n) = λωρίδες κυκλοφορίας 13.19 bus pass (n) = κάρτα ελευθέρων διαδρομών λεωφορείου 13.20 cabin (n) = καμπίνα, σκάφος 13.21 waiting room (n) = αίθουσα αναμονής 13.22 M.O.T (n) = σέρβις αυτοκινήτου 10
13.23 service station (n) = σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών 13.24 fuel (n) = καύσιμο 13.25 petrol (n) = βενζίνη (Αγγλία) 13.26 gas (n) = βενζίνη (Αμερική) 13.27 deck (n) = κατάστρωμα 13.28 dual carriageway (n) = αυτοκινητόδρομος δύο λωρίδων ανά ρεύμα κυκλοφορίας 13.29 fill up with (phr) = γεμίζω, φουλάρω (καύσιμα) 13.30 set off (phr v) = ξεκινώ 13.31 excursion (n) = εκδρομή 13.32 specialise (v) = ειδικεύομαι 13.33 places of interest (n) = τόποι ενδιαφέροντος 13.34 country lane (n) = μικρός επαρχιακός δρόμος Unit 14 Fashion 14.1 purpose (n) = σκοπός 14.2 advert (n) = διαφήμιση 14.3 state (v) = παραθέτω, εκθέτω μια υπόθεση 14.4 indicate (v) = δείχνω 14.5 smart (adj) = κομψός 14.6 punk (n) = πανκ 14.7 hooligan (n) = χούλιγκαν 14.8 untrustworthy (adj) = αναξιόπιστος 14.9 solely (adv) = μόνο, αποκλειστικά 14.10 findings (n) = ευρήματα 14.11 fictional event (n) = φανταστικό γεγονός 14.12 costume (n) = κοστούμι, στολή 14.13 fancy dress party (n) = πάρτι μεταμφιεσμένων 14.14 toga (n) = μανδύας 14.15 tricky (adj) = δυσκολούτσικος, πονηρός, αυτός που σε παραπλανεί 14.16 cape (n) = κάπα 14.17 go with / match (v) = πηγαίνω με, ταιριάζω 14.18 catwalk (n) = πασαρέλα 14.19 make-up / make up (n) = μακιγιάζ 14.20 pierce (v) = τρύπημα (π.χ. αυτιών) 14.21 tattoo (n) = τατουάζ 14.22 dye (v) = βάφω (π.χ. μαλλιά) 14.23 launderette (n) = πλυντήριο/καθαριστήριο αυτοεξυπηρέτησης (κατάστημα) 14.24 necklace (n) = περιδέραιο 14.25 bracelet (n) = περιβραχιόνιο, βραχιόλι 14.26 earring (n) = σκουλαρίκι 14.27 jewellery (n) = κοσμήματα 14.28 belt (n) = ζώνη 11
14.29 accessories (n) = αξεσουάρ, συμπληρώματα εμφάνισης 14.30 pale (adj) = χλωμός 14.31 laundry (n) = άπλυτα 14.32 raise money for charity (phr) = κάνω έρανο 14.33 sleeping bag (n) = υπνόσακος 14.34 jeweller (n) = κοσμηματοπώλης 14.35 take up (phr v) = μαζεύω Unit 15 Crime 15.1 judge (n) = δικαστής 15.2 prison system (n) = αναμορφωτικό σύστημα, σύστημα φυλακών 15.3 capital punishment (n) = κεφαλική ποινή, θανατική ποινή 15.4 execute (v) = εκτελώ 15.5 deterrent (n) = αποθαρρυντικός παράγοντας 15.6 humane (adj) = ανθρώπινος, με ανθρωπιά 15.7 civilized (adj) = πολιτισμένος 15.8 controversial (adj) = αντιπαραθετικός 15.9 justice (n) = δικαιοσύνη 15.10 innocent (adj) = αθώος 15.11 tolerate (v) = ανέχομαι 15.12 fine (v) = πρόστιμο 15.13 cop (n) = αστυνομικός, μπάτσος (καθημερινή γλώσσα, Αμερική) 15.14 rapist (n) = βιαστής 15.15 lock up (phr v) = κλείνω μέσα (στη φυλακή) 15.16 prove (v) = αποδεικνύω 15.17 pinch (v) = βουτάω, τσιμπάω κάτι ή κάποιον 15.18 guilty (adj) = ένοχος 15.19 imprisonment (n) = φυλάκιση 15.20 get away with (phr v) = ξεφεύγω 15.21 legal system (n) = νομικό σύστημα 15.22 the electric chair (n) = η ηλεκτρική καρέκλα 15.23 the gas chamber (n) = ο θάλαμος αερίων 15.24 hanging (n) = κρεμάλα, απαγχονισμός 15.25 lethal injection (n) = θανατική ένεση 15.26 serial killer (n) = κατ εξακολούθηση δολοφόνος 15.27 life imprisonment (n) = ισόβια κάθειρξη 15.28 lawyer / solicitor (n) = δικηγόρος 15.29 charge (v) = αποδίδω κατηγορία 15.30 case (n) = δικαστική υπόθεση 15.31 plead (v) = δηλώνω (αθώος ή ένοχος) 15.32 the accused (n) = ο κατηγορούμενος 15.33 not guilty (phr) = όχι ένοχος 12
15.34 evidence (n) = αποδεικτικά στοιχεία 15.35 fingerprints (n) = δακτυλικά αποτυπώματα 15.36 serve (v) = εκτίω 15.37 release (v) = ελευθερώνω, αποδεσμεύω, αποφυλακίζω 15.38 suspect (n) = ύποπτος 15.39 barbaric (adj) = βάρβαρος 15.40 embezzlement (n) = κατάχρηση χρημάτων ή περιουσίας 15.41 foreman (n) = ο προεδρεύων, ο εκπρόσωπος 15.42 verdict (n) = ετυμηγορία 15.43 crime rate (n) = δείκτης εγκληματικότητας 15.44 break the law (phr) = παραβαίνω το νόμο 15.45 motive (n) = κίνητρο 15.46 criminal record (n) = ποινικό μητρώο Unit 16 Shopping 16.1 shop assistant (n) = βοηθός καταστήματος 16.2 second-hand (adj) = μεταχειρισμένος 16.3 abbreviation (n) = σύντομος τύπος 16.4 semi-colon (n) = παύση (;) (αντίστοιχα στα ελληνικά η άνω τελεία) 16.5 question mark (n) = ερωτηματικό (?) 16.6 apostrophe (n) = απόστροφος (') 16.7 comma (n) = κόμμα (,) 16.8 exclamation mark (n) = θαυμαστικό (!) 16.9 dash (n) = παύλα (-) 16.10 full stop (n) = τελεία (.) 16.11 inverted commas (n) = εισαγωγικά ( ) 16.12 hyphen (n) = συνδετικό σύμβολο / παύλα ανάμεσα σε λέξεις (π.χ. άνω-κάτω) 16.13 colon (n) = άνω και κάτω τελεία (:) 16.14 price tag (n) = ετικέτα τιμής 16.15 irreplaceable (adj) = αναντικατάστατος 16.16 salesperson (n) = πωλητής, ειδικός πωλήσεων 16.17 record store (n) = δισκάδικο 16.18 capitalize (v) = κεφαλαιοποιώ 16.19 punctuate (v) = βάζω σημεία στίξης 16.20 poster (n) = αφίσα 16.21 chain store (n) = κατάστημα αλυσίδας 16.22 in stock (phr) = υπάρχει απόθεμα 16.23 for sale (phr) = προς πώληση 16.24 on sale (phr) = είδος με χαμηλότερη τιμή, σε εκπτώσεις 16.25 a sale (n) = μια πώληση 16.26 order (v) = παραγγέλλω 16.27 pick up (phr v) = παίρνω, συλλέγω 13
16.28 delivery (n) = παράδοση 16.29 changing room (n) = αποδυτήριο 16.30 department store (n) = πολυκατάστημα 16.31 electrical appliance (n) = ηλεκτρική οικιακή συσκευή 16.32 (ex)change (v) = αλλάζω, κάνω συνάλλαγμα, ανταλλάσσω 16.33 tracksuit (n) = αθλητική φόρμα 16.34 receipt (n) = απόδειξη 16.35 quid (n) = αγγλική λίρα (καθημερινή γλώσσα) 16.36 tenner (n) = δεκάρικο 16.37 bargain-hunter (n) = κυνηγός ευκαιριών 16.38 queue up (phr v) = μπαίνω στη σειρά 16.39 3-piece suite (n) = τρουαπιές, κοστούμι με τρία κομμάτια 16.40 well-respected (adj) = σεβαστός 16.41 consumer organisation (n) = οργανισμός καταναλωτών 16.42 well-known (adj) = πολύ γνωστός Model Composition 1 tricky (adj) = δυσκολούτσικος, πονηρός, αυτός που σε παραπλανεί cool (adj) = μοντέρνος, πρώτος digital (adj) = ψηφιακός screen (n) = οθόνη Model Composition 2 star (n) = σταρ, αστέρι του χώρου του θεάματος, διασημότητα review (n) = κριτική, άρθρο κριτικού για κάποιο έργο, βιβλίο, κλπ. go down well with (phr) = τα πηγαίνω καλά programme-maker (n) = δημιουργός προγράμματος Model Composition 3 celebrate (v) = γιορτάζω pack (v) = πακετάρω, συσκευάζω ages (phr) = χρόνια, πολύς καιρός vegetarian meal (n) = γεύμα χορτοφάγου Model Composition 4 14
film-goer (n) = κινηματογραφόφιλος current (adj) = τρέχων, επίκαιρος outskirts (n) = προάστια, τα πέριξ unreliable (adj) = αναξιόπιστος Model Composition 5 relative (n) = συγγενής bald (adj) = τολμηρός guard (n) = φύλακας Skills for First Certificate Model Composition 6 give someone a lift (phr) = πετάω κάποιον κάπου με το αυτοκίνητο, μεταφέρω break down (phr v) = χαλάω (μέση διάθεση) reverse (v) = κάνω όπισθεν limousine (n) = λιμουζίνα chauffeur (n) = οδηγός drop (v) = αφήνω κάποιον κάπου με το αυτοκίνητο Model Composition 7 hide-and-seek (n) = κρυφτό attend (v) = παρακολουθώ, παρίσταμαι (π.χ. σε μια εκδήλωση, μάθημα, κλπ.) Model Composition 8 extreme (adj) = ακραίος set out (phr v) = ξεκινώ (για ταξίδι) blizzard (n) = χιονοθύελλα Model Composition 9 liver (n) = συκώτι 15
Model Composition 10 fully-equipped (adj) = πλήρως εξοπλισμένος squash (n) = παιχνίδι με ρακέτες σε κλειστό χώρο με τοίχο trainers (n) = αθλητικά παπούτσια backstroke (n) = ύπτιο (στυλ κολύμβησης) pound (n) = λίβρα (μονάδα μέτρησης βάρους) carry out (phr v) = διεξάγω windsurfing (n) = άθλημα με ιστιοσανίδα Model Composition 11 raise standards (phr) = ανεβάζω τις προϋποθέσεις ή τις απαιτήσεις Model Composition 12 conduct (v) = καθοδηγώ smart (adj) = κομψός reference (n) = σύσταση Model Composition 13 crime-ridden (adj) = κατακλυσμένος, καθοδηγούμενος από το έγκλημα crime rate (n) = δείκτης εγκληματικότητας scrap (v) = απορρίπτω, εγκαταλείπω μια ιδέα ή ένα σχέδιο fraud (n) = απάτη crime prevention (n) = πρόληψη κατά του εγκλήματος state (v) = παραθέτω, διακηρύττω steadily (adv) = σταθερά make up (phr v) = δημιουργώ, στήνω accuse (v) = κατηγορώ Model Composition 14 essay (n) = έκθεση ιδεών narrow down (phr v) = στενεύω, περιορίζω, συγκεκριμενοποιώ portable (adj) = φορητός monitor (n) = ηλεκτρονική οθόνη Model Composition 15 mankind (n) = το ανθρώπινο είδος, η ανθρωπότητα 16
solve (v) = λύνω (ένα πρόβλημα) car manufacturer (n) = κατασκευαστής αυτοκινήτων give out (phr v) = εκλύω, αφήνω raise awareness (phr) = αναπτύσσω γνώση και οικειότητα Model Composition 16 drawback (n) = οπισθοχώρηση annual (adj) = ετήσιος Skills for First Certificate 17