ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1 Για παράδειγµα, σε µία πρόσφατη καταγραφή, το 15% των αυστραλιανών επιχειρήσεων ανέφερε ότι είχε αποφασίσει οργανωτικές καινοτοµίες, έναντι 13% των επιχειρήσεων που είχε υιοθετήσει Τεχνολογική Καινοτοµία Προϊόντων και ιαδικασιών. 2 ΟΟΣΑ (1996), The OECD Jobs Strategy Technology, Productivity and Job Creation, Volume 1, Paris. 3 Στις µελέτες Stoneman, P. (ed.) (1995), Handbook of the Economics of Innovation and Technological Change, και Dodgson, M. & R. Rothwell (eds.) (1994), The Handbook of Industrial Innovation, που έχουν εκδοθεί από τον οίκο Edward Elgar, (Aldershot), βρίσκουµε αξιόλογες συνόψεις πρόσφατων ερευνών καινοτοµίας. Συµπληρωµατικές πληροφορίες σχετικά µε τις περαιτέρω οικονοµικές επιπτώσεις της τεχνολογικής αλλαγής δίνει ο Freeman, C. (1994), στο The Economics of Technical Change, Cambridge Journal of Economics, 18 (5), σελ. 463-514. 4 Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1996), Πράσινη Βίβλος Καινοτοµίας (Green Paper on Innovation), Bulletin of the European Union, Supplement 5/95, Luxembourg. 5 Schumpeter, J. (1934), The Theory of Economic Development, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts. 6 Βλ. Nelson, R. & Winter, S. (1982), An Evolutionary Theory of Economic Change, Belknap Press of Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts. 7 Βλ. Romer, P. (1986), Increasing Returns and Long-Run Growth, Journal of Political Economy, 94 (5), σελ. 1002-1037. 8 Βλ. Lundvall, B.A. (ed.) (1992), National Systems of Innovation: Towards a Theory of Innovation and Interactive Learning, Pinter Publishers, London, Nelson, R. (1993), National Innovation Systems, Oxford UP, Oxford, και Freeman, C. (1995), The National System of Innovation in Historical Perspective, Cambridge Journal of Economics, 19, σελ. 5-24. 9 ΟΟΣΑ (1996), The OECD Jobs Strategy Technology, Productivity and Job Creation, Volume 2, Paris. 10 Αυτή η προσέγγιση χαρτογράφησης των θεµάτων χάραξης πολιτικής για την καινοτοµία, ακολούθησε τη µέθοδο που περιγράφεται στην έκδοση Department of Industry, Science and Technology (1996), Australian Business Innovation: A
Strategic Analysis Measures of Science and Innovation 5, Australian Government Publishing Service, Canberra. 11 Η σηµασία των ζητηµάτων αυτών καθώς και οι επιπτώσεις τους στη χάραξη πολιτικής παρουσιάζονται εκτενώς από τους Dodgson, M. & J. Bessant (1996), Effective Innovation Policy: A New Approach, International Thomson Business Press, London. 12 Kline, S.J. & N. Rosenberg (1986), op.cit., σελ. 289-291 13 Αυτή η διαπίστωση συµφωνεί και µε αποτελέσµατα γνωστά από άλλες αναλύσεις, σύµφωνα µε τις οποίες η επιτυχία µιας καινοτοµίας εξαρτάται από το βαθµό στον οποίο το µάρκετινγκ ενσωµατώνεται στα τεχνικά ζητήµατα της διαδικασίας καινοτοµίας. Για µία γενική παρουσίαση, βλ. Freeman, C. (1982), The Economics of Industrial Innovation, 2η έκδοση, Pinter, London, Κεφάλαιο 5: Success and Failure in Industrial Innovation. Επίσης, οι Hansen et al. (1984) τονίζουν το σηµείο αυτό ως προς τη συλλογή στοιχείων, κάτι που αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα σηµεία της έρευνάς τους. 14 Rothwell, R. (1994), Successful Industrial Innovation: Success, Strategy, Trends, στο Dodgson, M. and R. Rothwell (eds.) (1994), op. cit. 15 OECD Ministers for Science and Technology (1995), Final Communiquι of the Meeting of the Committee for Science and Technology Policy at Ministerial Level, 26-27 September 1995, OECD, Paris. 16 Σηµαντικές εργασίες για το θέµα αυτό: Scherer, F. (1982), Inter-industry Technology Flows in the United States, Research Policy, Vol. 11, No. 5, σελ. 227-245, Jaffe, A. (1986), Technological Opportunity and Spillovers From R&D: Evidence From Firms Patents, Profits, and Market Value, American Economic Review, Vol. 76, σελ. 984-1001, Archibugi, D. (1988), The Inter-industry Distribution of Technological Capabilities. A Case Study of Italian Patenting in the USA, Technovation, Vol. 7, σελ. 259-274. 17 Pavitt, K. (1984), op. cit., σελ. 353-364; Archibugi et al. (1989), op. cit., Ενότητα 5. 18 Μία από τις σπάνιες συστηµατικές παρουσιάσεις του προβλήµατος βρίσκουµε στο Hippel, E., von (1988), The Sources of Innovation, Oxford University Press, New York and Oxford, Κεφάλαια 3-5. 19 Οι επιπτώσεις στη χάραξη πολιτικής παρουσιάζονται για την περίπτωση του Ηνωµένου Βασιλείου στον Smith, K. (1989), Public Support for Civil R&D in the UK: Limitations of Recent Policy Debate, Research Policy, Vol. 18, No. 2, σελ. 99-110.
20 Για αναλυτικότερη παρουσίαση µερικών από τα παραπάνω ζητήµατα, βλ. Terleckyj, N.E. (1980), op. cit., σελ. 55-61. 21 Βλ. τις παρατηρήσεις του Hansen, J. (1986), op. cit., σελ. 8. 22 Ο Edwin Mansfield ( The Social Rate of Return From Academic Research, Report to Division of Policy Research and Analysis, National Science Foundation, Washington, 1988, σελ. 23 + vii), διεξήγαγε έρευνα σε 70 περίπου µεγάλες αµερικανικές επιχειρήσεις, ζητώντας πληροφορίες για βιοµηχανικές καινοτοµίες βασισµένες σε πανεπιστηµιακές έρευνες της προηγούµενης δεκαπενταετίας. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι τα προϊόντα που βασίζονται σε ακαδηµαϊκή έρευνα αποτελούσαν περίπου το 5% της Αµερικανικής βιοµηχανικής παραγωγής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, µία παρόµοια µελέτη µεταξύ ιαπωνικών βιοµηχανιών, έδειξε ότι τουλάχιστον το 60% από αυτές δεν µπορούσαν, όπως δήλωσαν, να χρησιµοποιήσουν τα αποτελέσµατα της βασικής και εφαρµοσµένης έρευνας που προερχόταν από πανεπιστηµιακά εργαστήρια, ενώ µόνο ένα 27% επιβεβαίωσε τη χρησιµότητά της. Ως προς τα αποτελέσµατα της έρευνας σε µη πανεπιστηµιακά κρατικά εργαστήρια, περίπου το 49% των βιοµηχάνων δήλωσε ότι δεν ήταν χρήσιµα ενώ ένα 34% βεβαίωσε το αντίθετο. 23 Malecki, E. (1980), Dimensions of R&D Location in the United States, Research Policy, Vol. 9, No. 1, σελ. 2-22. 24 Για τα οποία, σε προηγούµενες εκδόσεις του εγχειριδίου, χρησιµοποιήθηκε ο όρος σηµαντικές καινοτοµίες προϊόντων (major product innovations). 25 Για τα οποία, σε προηγούµενες εκδόσεις του εγχειριδίου χρησιµοποιήθηκε ο όρος αυξητικές καινοτοµίες προϊόντων. (incremental product innovations). 26 Για τα µέλη-κράτη του ΕΕΑ η επιχείρηση (enterprise) ορίζεται ως ο µικρότερος συνδυασµός νοµικών οντοτήτων που παράγει αγαθά ή υπηρεσίες ως οργανωτική µονάδα και µέχρι ένα βαθµό απολαµβάνει αυτονοµίας στην λήψη αποφάσεων, κυρίως όσον αφορά στην κατανοµή των πόρων της. Μία επιχείρηση αναλαµβάνει µία ή περισσότερες δραστηριότητες σε µία ή περισσότερες περιοχές. (Κανονισµός (ΕΟΚ) Αρ. 696/93 του Συµβουλίου (Council Regulation) της 15ης Μαρτίου 1993 για τις στατιστικές µονάδες παρατήρησης και ανάλυσης του συστήµατος παραγωγής της Κοινότητας, Official Journal of the European Communities, nί L 76, σελ. 1, Ενότητα III/A του Παραρτήµατος). 27 Βλ. ISIC Rev. 3, παράγραφοι 91 έως 98. 28 Η µονάδα είδος δραστηριότητας (ΜΕ ) οµαδοποιεί όλα τα τµήµατα µίας επιχείρησης που συνεισφέρουν στην απόδοση µίας δραστηριότητας σε επίπεδο τάξης (µε χρήση τεσσάρων ψηφίων) του NACE Rev. 1 και αντιστοιχεί σε ένα ή περισσότερα λειτουργικά υπο-τµήµατα (subdivisions) της επιχείρησης. Το
πληροφοριακό σύστηµα της επιχείρησης πρέπει να είναι ικανό να υποδεικνύει ή να υπολογίζει για κάθε ΜΕ τουλάχιστον την αξία της παραγωγής, την ενδιάµεση κατανάλωση, τα εργατικά, το λειτουργικό πλεόνασµα, το πλεόνασµα απασχόλησης και τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. (Κανονισµός (ΕΟΚ) Αρ. 696/93 του Συµβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για τις στατιστικές µονάδες µε σκοπό την παρατήρηση και ανάλυση του συστήµατος παραγωγής της Κοινότητας, Official Journal of the European Communities, nί L 76, σελ. 1, Ενότητα III/D του Παραρτήµατος). 29 Η τοπική µονάδα είναι µία επιχείρηση ή τµήµα επιχείρησης (εργαστήριο, εργοστάσιο, αποθήκη, γραφείο, ορυχείο,...) που βρίσκεται σε γεωγραφικά διακριτή περιοχή. Σε αυτή ή από αυτή την περιοχή εκτός από ορισµένες εξαιρέσεις διεξάγεται µία οικονοµική δραστηριότητα από ένα ή περισσότερα άτοµα, που εργάζονται στην ίδια επιχείρηση, ακόµα και µε µερική απασχόληση. (Κανονισµός (ΕΟΚ) Αρ. 696/93 του Συµβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για τις στατιστικές µονάδες µε σκοπό την παρατήρηση και ανάλυση του συστήµατος παραγωγής της Κοινότητας, Official Journal of the European Communities, nί L 76, σελ. 1, Ενότητα III/F του Παραρτήµατος). 30 Για αναλυτικότερη αναφορά στο ζήτηµα της τοπικής µονάδας ως στατιστικής µονάδας στις έρευνες καινοτοµίας βλ. Eurostat (1996), The Regional Dimension of R&D and Innovation Statistics, ιδιαίτερα το B µέρος. 31 Βλ. ΟΗΕ (1990), ISIC Rev. 3, παράγραφος 114. 32 Βλ. ΟΗΕ (1990), ISIC Rev. 3, παράγραφος 115. 33 Για τον ορισµό βλ. ΟΟΣΑ (1994), Proposed Standard Practice for Surveys of Research and Experimental Development Frascati Manual 1993, Paris, παράγραφος 147. 34 Βλ. ΟΟΣΑ (1994), Proposed Standard Practice for Surveys of Research and Experimental Development Frascati Manual 1993, Paris, παράγραφος 164. 35 Για παράδειγµα, στον Καναδά ένα 40% των µεταποιητικών επιχειρήσεων είναι καινοτοµικές, ενώ ένα 4% διεξάγει ΕΤΑ. Επίσης, δεν θεωρούνται καινοτοµικές οι επιχειρήσεις που διεξάγουν ΕΤΑ αλλά δεν εµπορεύονται τις εφευρέσεις τους. 36 ΟΗΕ (1990), International Standard Industrial Classification of All Economic Activities, Statistical Papers Series M, nί 4, Rev. 3, New York. 37 Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κανονισµός (ΕΟΚ) Αρ. 3037/90 του Συµβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 1990 για την Στατιστική Ταξινόµηση των Οικονοµικών ραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Official Journal of the European Communities, nί L 293, Luxembourg 1990, όπως τροποποιήθηκε από τον
Kανονισµό (ΕΟΚ) Αρ. 761/93, Official Journal of the European Communities, nί L 83, Luxembourg 1993. 38 Eurostat, Nomenclature of Territorial Units for Statistics, Luxembourg, τελευταία έκδοση 39 Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να οριστεί το κατά πόσο το ποσοστό µη απόκρισης µονάδας θα είναι χαµηλό ή υψηλό. Εντούτοις, είναι γενικά αποδεκτό ότι η αύξησή του µειώνει τη δυνατότητα σύγκρισης των αποτελεσµάτων των ερευνών καινοτοµίας. 40 Αυτή η προσέγγιση εφαρµόστηκε µε επιτυχία σε πρόσφατες έρευνες καινοτοµίας στη Γερµανία, στην Ολλανδία, στην Ιρλανδία και στη ανία (CIS). 41 Βασικές µεθοδολογικές παρατηρήσεις βρίσκουµε στο Archibugi, D., P. Cohendet, A. Kristensen & K.-A. Schδffer (1995), Evaluation of the Community Innovation Survey (CIS) Phase I, Κεφάλαιο 6.4, Luxembourg. 42 Για παράδειγµα, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1996), Πράσινη Βίβλος για την Καινοτοµία (Green Paper on Innovation), Bulletin of the European Union, Supplement 5/95, Luxembourg 43 Η Στατιστική Υπηρεσία Αυστραλίας (ABS) έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την καταµέτρηση της µη τεχνολογικής καινοτοµίας διότι οι έρευνες του 1993-1994 επεκτάθηκαν και στον τοµέα των υπηρεσιών. Η κάλυψη δύο διαφορετικών τοµέων (µεταποίησης και υπηρεσιών), έδειξε την έκταση των µη τεχνολογικών καινοτοµιών στην οικονοµία και κατέστησε δυνατή τη σύγκριση µεταξύ εµφάνισης τεχνολογικής και µη τεχνολογικής καινοτοµίας. Συνοπτικά, οι αυστραλιανές έρευνες κατέδειξαν ότι η µη τεχνολογική καινοτοµία είναι σηµαντική για τον τοµέα της µεταποίησης, δεδοµένου ότι ανευρίσκεται στο 24% των επιχειρήσεων (έναντι 34% για την τεχνολογική καινοτοµία). Είναι όµως σηµαντικότερη για τον τοµέα των υπηρεσιών, όπου ανευρίσκεται στο 14% των επιχειρήσεων (έναντι 12% για την τεχνολογική καινοτοµία). Συνολικά, θεωρούµε ότι έχουµε 15% των επιχειρήσεων που ασχολούνται µε την µη τεχνολογική καινοτοµία και 13% που ασχολούνται µε την τεχνολογική.