Γεώργιος Ε. Οικονόμου Καθηγητής Οικονομικών Μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος



Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ


Η Ελλάδα δεν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση: Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, η κατάρρευση των περιφερειακών οικονομιών και οι επιλογές πολιτικής

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας


ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΈΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Αποτυχία των Προγραμμάτων Λιτότητας στην Ελλάδα

9473/19 ΘΚ/νκ 1 ECOMP 1A

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ


Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ - ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΕΚΘΕΣΗ 2018

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

Μακροοοικονοµικές προβολές εµπειρογνωµόνων του Eυρωσυστήµατος για τη ζώνη του ευρώ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Ιρλανδίας για το 2012

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2014: Αργή ανάκαμψη με πολύ χαμηλό πληθωρισμό

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0383/7. Τροπολογία. Marco Valli, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Ποσοτικές μέθοδοι αξιολόγησης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Νίκου Ζόνζηλου και Σαράντη Λώλου. Θέσεις και Προτάσεις Πολιτικής - Διαλέξεις «1992»

Εαρινές προβλέψεις : από την ύφεση προς τη βραδεία ανάκαμψη

Δελτίο τύπου. Το 2016 η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 8 η Μελετη «Εξελιξεις και Τασεις της Αγορας»

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Τηλ: ,

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΑΙΤΙΑ & ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ. 8 Ιουνίου, 2012

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

5177/16 GA/ag DGG 1A. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 29 Φεβρουαρίου 2016 (OR. en) 5177/16

Ευχαριστίες του εκδότη Πρόλογος [Mέρος 1] Εισαγωγή

Η επικαιρότητα. της μελέτης. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Υποχώρηση διεθνούς ζήτησης για τουριστικές υπηρεσίες

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0309/7. Τροπολογία. Ernest Urtasun εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE

Friday, July 22, Το ελληνικό παράδοξο και η κρίση του ευρώ

Βασικά Χαρακτηριστικά

7. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα: Μια ιστορική ανασκόπηση

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Δανίας για το 2014

Μακροοικονοµικές προβολές εµπειρογνωµόνων του Ευρωσυστήµατος για τη ζώνη του ευρώ

Ομιλία κ. Νικόλαου Καραμούζη Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου της Τράπεζας Eurobank EFG. στην εκδήλωση πελατών Corporate Banking.

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (Μ.Β.Α.

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 9

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ ΔΕΟ34 Μακροοικονομική Θεωρία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Η δυναμική στο Εμπορικό Ισοζύγιο κατά την κρίση και οι συνθήκες για ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της. Σύστασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Λευκωσία, 10 Ιουλίου Frank Hoffer, Bureau for Workers Activities

«Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2008» του Γκίκα Α. Χαρδούβελη

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων της Σουηδίας για το 2015

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Ορισμένα από τα βασικά Συμπεράσματα της Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση 2017

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ERSA

Εαρινές οικονοµικές προβλέψεις της Επιτροπής : Ανάκαµψη της ανάπτυξης

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Transcript:

Η Ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας και η Εξάρτησή της από την Ακολουθούμενη Πολιτική και τις Εξελίξεις των Οικονομιών των Χωρών στη Νομισματική Ένωση Γεώργιος Ε. Οικονόμου Καθηγητής Οικονομικών Μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος Στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων σχετικά με τη διατύπωση ενός ορισμού και την ποσοτική έκφραση της ανταγωνιστικότητας των χωρών. Τέσσερις απόψεις σχετικά με την έννοια της ανταγωνιστικότητας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η πρώτη άποψη αναφέρεται στην ικανότητα της χώρας να προσελκύει (ability to attract) και περιγράφει τα χαρακτηριστικά μιας χώρας που την καθιστούν κατάλληλο χώρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων (π.χ. ξένες άμεσες επενδύσεις). Η δεύτερη άποψη παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ικανότητα της χώρας να προσαρμόζεται (ability to adjust) στις διαρθρωτικές αλλαγές και τις οικονομικές διαταραχές που προκαλούνται από έκτακτα γεγονότα (shocks). Η τρίτη άποψη δίδει έμφαση στην ικανότητα της χώρας να αποκομίζει εισοδήματα (ability to earn) και στηρίζεται στο ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι αυξήσεις της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων βελτιώνουν τα πραγματικά εισοδήματα. Η τέταρτη άποψη επικεντρώνεται στην ικανότητα της χώρας να πωλεί (ability to sell) και συνδέει την οικονομική επίδοση μιας χώρας βραχυχρόνια και μακροχρόνια με τη δυνατότητά της να αυξάνει τα μερίδιά της στο διεθνές εμπόριο. Από τη σύνθεση των παραπάνω απόψεων προκύπτει ότι η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται σε ολόκληρη την οικονομική ζωή μιας χώρας σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον και περιγράφει την ικανότητα της χώρας να επιτυγχάνει συνεχείς βελτιώσεις του βιοτικού επιπέδου και των ευκαιριών απασχόλησης των πολιτών της. Επηρεάζει όλους τους τομείς της οικονομίας, προϊόντα και υπηρεσίες που παράγει ο ιδιωτικός τομέας, προϊόντα και υπηρεσίες που παράγει ο δημόσιος τομέας, εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πραγματική οικονομία - νοικοκυριά και κράτος. 1

Η θέση των παραγωγών μιας χώρας στις διεθνείς αγορές εξαρτάται σημαντικά από την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους σε σχέση με τις τιμές και το κόστος και την ικανότητά τους να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στην εγχώρια και εξωτερική ζήτηση. Για το λόγο αυτό, η ανάλυση σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επικεντρώνεται στην παρακολούθηση των εξελίξεων της ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους. Η ανάλυση αυτή καλύπτει τέσσερα ερωτήματα: - τη σημασία και τις εξελίξεις της ανταγωνιστικότητας, μετρούμενης από τις εξελίξεις του κόστους εργασίας και των τιμών στα πλαίσια της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ - την επίδραση του δημόσιου τομέα - την επίδραση του τομέα μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών - την πολιτική για την ανάκαμψη της οικονομίας και την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ ο πληθωρισμός και η άνοδος του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος διατηρήθηκαν αδιάκοπα σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου επιπέδου των αντίστοιχων μεγεθών των χωρών της ζώνης του ευρώ, αντανακλώντας την κατάσταση της οικονομίας, τις αδυναμίες των συνθηκών λειτουργίας των αγορών και τη συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων. Η υψηλή ζήτηση στην οικονομία 1 σε συνδυασμό με τις συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων επέτρεψαν στις επιχειρήσεις να 1 Σύμφωνα με στοιχεία του OECD, το output gap ήταν 5,5% το 2006, 6,9% το 2007 και 5,2% το 2008, OECD, Economic Outlook, 2012/1. 2

χορηγούν υψηλές αυξήσεις στους μισθούς και να επιρρίπτουν την αύξηση του κόστους εργασίας στις τιμές ή να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους περισσότερο από όσο δικαιολογούν οι αυξήσεις του κόστους παραγωγής και να διαμορφώνουν ολιγοπωλιακά περιθώρια κέρδους. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη αποτελεί η αύξηση των μισθών κατά 12% τη διετία 2008-2009 που συμπίπτει με τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, κατά την οποία μάλιστα το κόστος παραγωγής επιβαρύνθηκε από την υπερβολική αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, κατά την περίοδο 2000-2008, ο λόγος του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα προς το αντίστοιχο μέσο μέγεθος στις χώρες της ζώνης του ευρώ, που αποτελεί και την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία (REER) για το μεταξύ τους εμπόριο αλλά και για το εμπόριο με τρίτες χώρες για το οποίο ανταγωνίζονται, αυξήθηκε κατά 21,4%. Επειδή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση 2 για τη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας, διότι το εμπόριο διενεργείται σε τιμές, επισημαίνουμε ότι, μελέτη της ΕΚΤ αποκαλύπτει ότι την περίοδο 2000-2008 η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών, μετρούμενη από τις σχετικές τιμές των εξαγωγών της Ελλάδος σε σχέση με τις τιμές των εξαγωγών των χωρών της ζώνης του ευρώ, ήταν 20,5%, που είναι η υψηλότερη απώλεια ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας μετρούμενη από τις τιμές των εξαγόμενων αγαθών ισούται με την απώλεια ανταγωνιστικότητας μετρούμενη από το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Με την ένταξη της χώρας στην ζώνη του ευρώ η οικονομική μας 2 Διότι ο πληθωρισμός συνήθως εξηγείται από παράγοντες ζήτησης και κόστους. 3

πολιτική δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία ως μηχανισμό βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η ευκαμψία των μισθών και των τιμών, κι αυτό προϋποθέτει την πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και εργασίας. Συνεπώς, η ανάλυση των εξελίξεων της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής με το ενιαίο νόμισμα, λαμβάνοντας υπόψη τις επιδράσεις από την αλληλεξάρτηση των οικονομιών των χωρών που μετέχουν στη νομισματική ένωση. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι στον τομέα των μισθών συντελέστηκε μια υπερβολή. Οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν περισσότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας και περισσότερο από όσο αυξήθηκαν στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Ή, με διαφορετική διατύπωση, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε με ρυθμό (πληθωρισμός σε όρους μισθών) υψηλότερο του ρυθμού αυξήσεως του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ 3. Είναι προφανές ότι η μείωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται και στους δύο λόγους, δηλαδή, στο ότι οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν περισσότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας και ο πληθωρισμός, που προκύπτει από τους μισθούς, στη χώρα μας ήταν υψηλότερος του πληθωρισμού στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Και βέβαια ο πληθωρισμός της χώρας είναι υψηλότερος του επιπέδου 3 Στην πρώτη περίπτωση προσαρμόζουμε τους χρηματικούς μισθούς με τον πληθωρισμό για να λάβουμε τον πραγματικό μισθό, τον οποίο συγκρίνουμε με την παραγωγικότητα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση προσαρμόζουμε τους χρηματικούς μισθούς με την παραγωγικότητα και συγκρίνουμε τον προκύπτοντα πληθωρισμό (σε όρους μισθών) με τον πραγματικό πληθωρισμό και τον πληθωρισμό των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ. 4

πληθωρισμού αναφοράς της ΕΚΤ (χαμηλότερος αλλά πλησίον του 2%, benchmark), με τον οποίο πρέπει να αναπροσαρμόζονται οι τιμές και οι χρηματικοί μισθοί για να διασφαλίζεται η νομισματική σταθερότητα και η ανταγωνιστικότητα (nominal anchor). Οι μικρές αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον πληθωρισμό αναφοράς δεν προκαλούν ανησυχίες. Όμως, οι σημαντικές διαφορές στον πληθωρισμό, όταν μάλιστα είναι επίμονες, μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Γι αυτό, η άνοδος του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αφού έχει ληφθεί υπόψη η αύξηση της παραγωγικότητας, πρέπει να είναι συνεπής με το επίπεδο πληθωρισμού αναφοράς της ΕΚΤ. Άλλως, οι αποκλίσεις του ρυθμού αναπροσαρμογής των μισθών και των τιμών από τον πληθωρισμό αναφοράς της ΕΚΤ αντανακλώνται σε ένα υψηλότερο προσδοκώμενο πληθωρισμό και σε χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας μακροχρόνια 4. Κατά την παραπάνω περίοδο, η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων δεν είχε προσαρμοστεί στις συνθήκες του ενιαίου νομίσματος και της ενιαίας αγοράς της ζώνης του ευρώ. Η πλευρά της προσφοράς εργασίας, ιδίως στους ολιγοπωλιακούς κλάδους, επιδίωκε υψηλές αυξήσεις των μισθών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις τους στην ανταγωνιστικότητα της παραγωγής και τη βιωσιμότητα των θέσεων εργασίας. Παράλληλα, η πλευρά της ζήτησης εργασίας, λόγω της υψηλής ζήτησης από την υπερθέρμανση του τομέα παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών, υποχωρούσε στις πιέσεις της προσφοράς, καθώς η διάρθρωση των αγορών προϊόντων επέτρεπε στις επιχειρήσεις τη μετακύλιση του υψηλότερου κόστους στις τιμές. Το ενδιαφέρον των εκπροσώπων των εργατικών συνδικάτων 4 Jean-Claude Trichet, Competitiveness and the smooth functioning of the Economic and Monetary Union (EMU), Speech at the University of Liège, 23 February 2011. 5

περιοριζόταν μόνο σε αυτούς που ήταν εντός του οικονομικού συστήματος (τους εργαζόμενους) αδιαφορώντας για εκείνους που ήταν εκτός του συστήματος (τους ανέργους), ενώ οι εκπρόσωποι των επαγγελματικών οργανώσεων δήλωναν ότι τους ενδιέφερε η εργασιακή ειρήνη, αδιαφορώντας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Εξάλλου, σθεναρή ήταν η αντίδραση και των δύο πλευρών στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα, μειώνουν το κόστος παραγωγής και βελτιώνουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η επέκταση των δαπανών του δημόσιου τομέα συνιστά τη δεύτερη υπερβολή. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δημόσιος τομέας συγκρινόμενος με τον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών, τόσο ισχυρότερες είναι οι πιέσεις στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα και η επίδραση στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερος είναι ο δημόσιος τομέας τόσο μεγαλύτερος είναι ο αρνητικός ρόλος του στις εξελίξεις της ανταγωνιστικότητας. Η επίδραση των μισθών στο δημόσιο τομέα πάνω στην ανταγωνιστικότητα είναι πιο σημαντική από όσο θεωρούμε. Διότι, στην Ελλάδα, η ώθηση στις αυξήσεις των μισθών δεν πηγάζει από την άνοδο της παραγωγικότητας στον τομέα που παράγει εμπορεύσιμα αγαθά αλλά από την άσκηση πιέσεων από την προσφορά εργασίας στους ολιγοπωλιακά οργανωμένους κλάδους που εντάσσονται κυρίως στον τομέα παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών. Είναι προφανές ότι οι υψηλές αυξήσεις στους μισθούς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα επηρεάζουν θετικά τις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Οι διαπιστώσεις αυτές, σε συνδυασμό με την περιορισμένη κινητικότητα της εργασίας μεταξύ των δύο τομέων της οικονομίας, οδηγούν στην απόρριψη της παραδοχής των Balassa-Samuelson για την ελληνική οικονομία. 6

Οι υπερβολές στους μισθούς και τις δαπάνες του Δημοσίου υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αύξησαν την κατανάλωση (μείωσαν την αποταμίευση) και διεύρυναν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι πολιτικοί μας ανέβαλαν τις μεταρρυθμίσεις και προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την ανεργία που προκαλείται από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα ή τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με την αύξηση των κρατικών δαπανών. Μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ η οικονομική ανάπτυξη προσδιορίστηκε από τη δυναμική του τομέα παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών (αύξηση δαπανών του κράτους, επενδύσεις σε κατοικίες, έργα σε υποδομές, έργα για τους ολυμπιακούς αγώνες, κλπ). Αυτό αποτελεί την τρίτη υπερβολή. Τα υψηλά εισοδήματα που δημιουργήθηκαν στον τομέα αυτό, ενίσχυσαν τη ζήτηση, μείωσαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και διεύρυναν το έλλειμμα των συναλλαγών με το εξωτερικό. Ο τομέας παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών έχει επηρεάσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα, επειδή οι μεταβολές της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν επιδρούν μόνο στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, αλλά εμπλέκουν και τον τομέα παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία συνδέονται μεταξύ τους όχι μόνο άμεσα αλλά και μέσω της ζήτησης και των επιδράσεών της στην κατανομή των οικονομικών πόρων μεταξύ της παραγωγής εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας των μεταβολών των σχετικών τιμών των δύο κατηγοριών αγαθών. Η σχετική τιμή των μη εμπορεύσιμων και των εμπορεύσιμων αγαθών 7

προσδιορίζει τις επιλογές των νοικοκυριών για κατανάλωση και την κατανομή των πόρων στην παραγωγή των δύο κατηγοριών αγαθών. Η μείωση των σχετικών τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών βελτιώνει την αποδοτικότητα των επενδύσεων στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών, η παραγωγή των εμπορεύσιμων αγαθών αυξάνεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώνεται. Ακόμη, επειδή τα μη εμπορεύσιμα αγαθά αποτελούν εισροές για την παραγωγή των εμπορεύσιμων αγαθών, η μείωση της τιμής των μη εμπορεύσιμων αγαθών μειώνει το κόστος παραγωγής και την τιμή των εμπορευσίμων και βελτιώνει την ανταγωνιστικότητά τους. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι τιμές των μη εμπορεύσιμων αγαθών επηρεάζουν το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στη ζώνη του ευρώ η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία που προκύπτει από τις σχετικές τιμές των εξαγωγών επηρεάζει περισσότερο τον τομέα των εξαγωγών και λιγότερο το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αντίθετα, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία προκύπτει από τους δείκτες ευρύτερης βάσης που περιλαμβάνουν τις τιμές μη εμπορεύσιμων αγαθών (ΔΤΚ, μοναδιαίο κόστος εργασίας και αποπληθωριστής ΑΕΠ), συνδέεται με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η μείωση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που βασίζεται στον αποπληθωριστή του ΑΕΠ και η μείωση των σχετικών τιμών των μη εμπορεύσιμων αγαθών βελτιώνουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η ταυτόχρονη εμφάνιση του μη βιώσιμου δημόσιου χρέους και των μη διατηρήσιμων ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα και των τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό σε συνδυασμό με την ύφεση προκάλεσαν την απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών προς την Ελλάδα και την εκτίμηση ότι, στο μέλλον, η χώρα δεν θα μπορεί να πληρώνει τα χρέη 8

της. Γρήγορα εξέλιπαν οι δυνατότητες αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους και η πρόσβαση του τραπεζικού συστήματος της χώρας στις διεθνείς χρηματαγορές. Η ανάγκη για την αντιμετώπιση των σοβαρών αυτών μακροοικονομικών ανισορροπιών ήταν επιτακτική. Επειδή δε τα ελλείμματα του Δημοσίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν μεγάλα, το δημόσιο χρέος ιδιαίτερα υψηλό και η δυναμική του ιδιαίτερα ανησυχητική, επελέγει ορθά μια εμπροστοβαρής δημοσιονομική προσαρμογή για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αυστηρή πολιτική μισθών για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όμως, το αυστηρό πρόγραμμα του «Μνημονίου» θα έπρεπε να στηρίζεται σε κάποια εκτίμηση για το βαθμό της εφικτότητας και του ρεαλισμού, σε πολιτικούς και οικονομικούς όρους, των πολιτικών που ενσωματώνονται σε αυτό. Η επιβολή των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών στην Ελλάδα με έναν απόλυτο τρόπο και την υποχρέωση να υλοποιηθούν σε ιδιαίτερα βραχύ χρονικό διάστημα έχει υπονομεύσει την εφικτότητα των στόχων και των επιδιώξεων τους. Συγκεκριμένα, η επιβολή της πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων μέσα σε βραχύ διάστημα 3-4 ετών σε θεσμούς που ισχύουν επί δεκαετίες δεν είναι ρεαλιστική. Η πραγματοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων είναι δυνατή σε βάθος χρόνου και σε μια καλύτερη οικονομική συγκυρία. Επίσης, η επιθετική πολιτική για τη μείωση των ελλειμμάτων και των μισθών για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, σε περίοδο που η οικονομία βρισκόταν ήδη σε ύφεση, και οι περιορισμένες δυνατότητες χρηματοδότησής της χειροτέρευσαν το πρόβλημα, διότι αναπτύχθηκε ένας φαύλος κύκλος με τον οποίο η δημοσιονομική περιστολή ενισχύει την ύφεση, η οποία αυξάνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, και ακολούθως οδηγεί σε μεγαλύτερη περιστολή. Οι δυνατότητες της οικονομίας να ανακάμψει μέσα στο 2013 είναι ισχνές. 9

Η οικονομία χρειάζεται μιαν ώθηση. Αν οι κυβερνήσεις περιμένουν η ώθηση αυτή να έλθει από τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας σε αντίδραση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, αυτό δεν θα προκύψει. Ο εξωτερικός τομέας δεν μπορεί να δώσει επαρκή ώθηση για την ανάκαμψη της οικονομίας, διότι η ελληνική οικονομία δεν είναι αρκετά ανοικτή οικονομία, ενώ, μάλιστα, η παραγωγή των εμπορεύσιμων αγαθών έχει μειωθεί σημαντικά. Ούτε η εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό μπορεί να ωθήσει την οικονομία προς την ανάκαμψη αν δεν πραγματοποιηθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις και ιδιαίτερα αν δεν γίνουν οι ιδιωτικοποιήσεις. Με τα δεδομένα αυτά, η κινητήρια ώθηση πρέπει να αναζητηθεί στις εγχώριες δυνάμεις, με την ενίσχυση ή/και την ενεργοποίηση των παραγόντων που συντελούν στην αύξηση της ζήτησης, ώστε να προκληθεί η επανεκκίνηση της παραγωγικής μηχανής της οικονομίας και να απασχοληθεί η σημαντική αργούσα παραγωγική δυναμικότητα 5. Η ενίσχυση της ζήτησης πρέπει να προέλθει από την ενεργοποίηση μέτρων που υπερβαίνουν τα συνήθη μέτρα ρύθμισης της ζήτησης (μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής) και από μεταρρυθμίσεις που ενθαρρύνουν την εκδήλωση επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Με τις μεταρρυθμίσεις θα ενισχυθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης μακροχρόνια και θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης που επιτυγχάνεται με τις μεταρρυθμίσεις αποκτά περιεχόμενο μόνο εφόσον συνοδεύεται από αύξηση της ζήτησης. Διότι, οι μεταρρυθμίσεις (π.χ. απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων) κυρίως αυξάνουν τη δυνητική προσφορά, η οποία από μόνη της δεν δημιουργεί ζήτηση. 5 Σύμφωνα με τα στοιχεία του OECD το 2012 το output gap ήταν -12%, OECD, Economic Outlook 2012/1. 10

Η ενίσχυση της ζήτησης πρέπει να λάβει κύρια θέση στην ασκούμενη οικονομική πολιτική. Συνεπώς, η οικονομική πολιτική πρέπει να εξυπηρετεί τις ακόλουθες τέσσερις κύριες επιδιώξεις: τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών και του χρέους την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας και την ενίσχυση της ζήτησης. Ανακεφαλαίωση Συμπεράσματα Μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας χειροτέρευσε σημαντικά, με συνέπεια την αύξηση του ελλείμματος στις τρέχουσες συναλλαγές, την αύξηση του δανεισμού και του εξωτερικού χρέους της χώρας, την αποδυνάμωση του ρυθμού οικονομικής επέκτασης και του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης. Τις συνέπειες της απώλειας της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας βιώνει ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναπροσαρμόσουμε την πολιτική μας στους μισθούς και τις τιμές, έτσι ώστε να περιοριστεί ο πληθωρισμός στο επίπεδο των στόχων της νομισματικής πολιτικής, να αποφευχθεί η μείωση της ανταγωνιστικότητας και με τη μείωση του δημόσιου τομέα να ενισχυθεί η παραγωγή των εμπορεύσιμων αγαθών. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι το επίπεδο του πληθωρισμού αναφοράς της ΕΚΤ πρέπει να υιοθετείται για την αναπροσαρμογή των χρηματικών μισθών και των τιμών, επιδιώκοντας τη νομισματική σταθερότητα όπως νοείται και ακολουθείται στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Ακόμη, είναι αναγκαίο να παρακολουθούμε την πρόοδο των δεικτών που παρέχουν μηνύματα για τις εξελίξεις της οικονομίας και να συντονίζουμε την πολιτική 11

μας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα επιβεβλημένη η παρακολούθηση των παρακάτω πέντε (5) δεικτών: του μακροχρόνιου ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος που συνδέεται στενά με τις τιμές του πληθωρισμού της χώρας του ελλείμματος και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ της σημασίας του τομέα παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών. Τέλος, είναι αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι το χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει αναμφίβολα μικροοικονομική σημασία (η μείωση του κόστους βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης), αλλά από μακροοικονομική σκοπιά κρινόμενο ενδέχεται να οδηγεί σε διαφοροποιημένα συμπεράσματα. Διότι, η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος που προέρχεται από τη μείωση των μισθών συνεπάγεται τη μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα, τη χαλάρωση της ζήτησης και το χαμηλότερο ρυθμό οικονομικής επέκτασης, περιορίζοντας το επεκτατικό αποτέλεσμα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας (το παράδοξο Kaldor) 6,7. 6 J. Felipe, Unit Labor Costs in the Eurozone: The Competitiveness Debate Again, Levy Economics Institute, WP 651, 2011., A Note on Competitiveness, Unit Labor Costs and Growth: Is Kaldor s Paradox a Figment of Interpretation?, Centre for Applied Macroeconomic Analysis, ANU, WP 6, 2005. 7 Είναι αμφίβολο κατά πόσο το παράδοξο Kaldor ισχύει στην ελληνική οικονομία, σε αυτή τη συγκυρία, διότι η μείωση των μισθών ενδέχεται να μην προκαλεί μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα, επειδή συμπίπτει με την απώλεια του εισοδήματος (μείωση του ΑΕΠ) κατά 20% λόγω της γενικότερης ύφεσης. 12

Η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε πολύ χαμηλά επίπεδα, που προκύπτει από τη μείωση των μισθών, δεν καθιστά απαραίτητα μια χώρα ανταγωνιστική. Υπάρχουν οικονομίες, οι οποίες με βάση το κόστος εργασίας χαρακτηρίζονται ανταγωνιστικές αλλά σημειώνουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υφίστανται απώλεια μεριδίων στο διεθνές εμπόριο. Όταν όμως η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με το ρυθμό ανόδου των πραγματικών μισθών, τότε επιτυγχάνεται βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων παράλληλα με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Με την αύξηση των πραγματικών μισθών με ρυθμό χαμηλότερο της ανόδου της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος χωρίς να μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί. Γι αυτό, παράλληλα με τη συγκράτηση των μισθών απαιτείται κυρίως αύξηση της παραγωγικότητας και προσαρμογή της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, για να παράγονται εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στην εγχώρια και την εξωτερική ζήτηση. Απαιτούνται όμως διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και εργασίας. Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μετά από πολλά χρόνια υπερτίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας απαιτεί το συνδυασμό πολιτικών που μειώνουν το κόστος και τις τιμές, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αναβαθμίζουν την ικανότητα της χώρας να παράγει εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, να εξάγει και να αποταμιεύει. 9 Ιουλίου 2012 13