ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

VI/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Τάσεις, χαρακτηριστικά, προοπτικές και υποδοχή από την εκπαιδευτική κοινότητα ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ 5 ο Συνέδριο EduPolicies Αθήνα, Σεπτέμβριος 2014

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Ομιλία στο συνέδριο "Νοτιοανατολική Ευρώπη :Κρίση και Προοπτικές" (13/11/2009) Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

Ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ( ) Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (ΠΕΣ)

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

«Ο λαός συμμετείχε.. παρατάξεων» «Οι ορεινοί πλοιοκτητών»

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Η στρατηγική πολύ μικρής κρατικής δύναμης: η περίπτωση της Κύπρου Στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες δυνάμεις αλλά επίσης υπάρχουν

H εμπειρία της Εξωτερικής Αξιολόγησης Τμημάτων άλλων ΑΕΙ

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

«Να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα και να διαμορφώσουμε σε νέα βάση. την πολιτική μας»

Συνεργασία για την Ανοικτή Διακυβέρνηση. Σχέδιο Δράσης

Δομές Ειδικής Αγωγής στην Δευτεροβάθμια. Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Ηγεσία: ο ρόλος. του Διευθυντή μέσα από το υπάρχον θεσμικό.

Οι αρχειακές συλλογές του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας

Η Αξιολόγηση ως συνιστώσα του Στρατηγικού Σχεδιασμού υπό το πρίσμα της 'Αθηνάς'

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Αρχική αποτίμηση του θεσμού της μαθητείας αποφοίτων ΕΠΑΛ: ευρήματα έρευνας σε εκπαιδευτικούς, μαθητευόμενους/ες και φορείς απασχόλησης

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη «Η Ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ Εμπειρίες από την εισδοχή άλλων Βαλκανικών κρατών»

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Η συμβολή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας στη Δια Βίου Μάθηση των εκπαιδευτικών

Πρόταση Επιτροπής Φύση Διαχείριση προστατευόμενων περιοχών μη υπαγόμενων σε φορείς διαχείρισης

Α. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ( ) ΚΕΙΜΕΝΟ-ΠΗΓΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

8035/17 ΜΜ/γομ/ΕΠ 1 DG E - 1C

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Πρότυπα-πειραματικά σχολεία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) «Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση»

Κεφάλαιο 1. Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 στον Μακεδονικό Αγώνα (σελ )

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 2 Απριλίου 2014 (OR. en) 8443/14 ASIM 34 RELEX 298 DEVGEN 79

Ενότητα 22 - Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων. Ιστορία Γ Γυμνασίου. Μακεδονομάχοι Το αντάρτικο σώμα του Μελά

Συντάχθηκε απο τον/την Άννα Φραγκουδάκη - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 26 Σεπτέμβριος :28

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

Υποστήριξη της λειτουργίας των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ)

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Παπαστράτειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγρινίου Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

ΓΕΝEΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ Κοινωνίες αγροτικού τύπου (παραδοσιακές, στατικές κοινωνίες)

Executive summary της Έκθεσης του ΟΟΣΑ για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

186 Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνειων Χωρών Θράκης (Κομοτηνή)

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

Πετυχημένη Σχολική Ηγεσία: 10 ισχυρές παραδοχές-προκλήσεις για βελτίωση. Δρ Μάριος Στυλιανίδης, ΕΔΕ ΥΠΠ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Η εποχή των Νεότουρκων

Ι. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (υπ. Πρύτανης): Στόχος μου ένα διευρυμένο ισχυρό Πανεπιστήμιο...

Του κ. Κωνσταντίνου Γαγλία Γενικού Διευθυντή του BIC Αττικής

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση - Πραγματικότητα και Προοπτικές στις Αρχές του 21 ου αιώνα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν A. Η Δέσμευση της Διοίκησης...3. Κυρίαρχος Στόχος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ και Κώδικας Δεοντολογίας...4. Εταιρικές Αξίες Ομίλου ΤΙΤΑΝ...

Προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Ιδρύματος - ΕΚΠΑ Καθηγητή κ. Δ. Μπερτσιμά

Σχεδιασμός βελτίωσης της σχέσης μεταξύ διοίκησης ΑΈΙ και πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Ιωάννης Κλαψόπουλος. 1. Εισαγωγή Η

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ Δ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

Αυτονομία σχολικής μονάδας στο κυπριακό εκπαιδευτικό συγκείμενο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η ανάγκη για ενοποίηση και εκσυγχρονισμό των νομοθεσιών για τα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ.. ΤΜΗΜΑ. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΒΑΘΜΟΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Βασίλης Τσιάντος Καθηγητής ΤΕΙ ΑΜΘ Μέλος της ΑΔΙΠ ΠΑΤΡΑ

ανάπτυξη του εργατικού κινήματος) εργατικής ιδεολογίας στη χώρα.» προσφύγων στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη».

Ο στόχος αυτός είναι σε άμεση συνάρτηση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, και συγκεκριμένα την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής μέσω:

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΚΕΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΕΦΕΔΡΙΚΟΥ ΠΙΝΑΚΑ

Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥΡΚΙΑ. Αξιολογώντας το παρελθόν και το παρόν, προβλέποντας το μέλλον

Η κρίση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση. Φύλλο Εργασίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ ΤΑΧΣΙΝ ΠΑΣΑ ΚΑΝΣΙΖΟΓΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2020

Περιεχόμενα Εισαγωγή... 1 Κεφάλαιο 1ο:... 2 Ένταξη στο ύστερο οθωμανικό και το νεοτουρκικό πλαίσιο... 2 Η κληρονομιά του Τανζιμάτ... 2 Χαμιτικό καθεστώς και οθωμανική ελίτ... 4 Η εθνική αλβανική αφύπνιση και το ιδεολόγημα του Αλβανισμού... 8 Αντιπολίτευση και νεοτουρκικές ομάδες... 11 Η επίδραση του Μπεκτασισμού... 16 Συμπεράσματα... 18 Κεφάλαιο 2ο:... 20 Απόπειρα αποκατάστασης της βιογραφίας και της σταδιοδρομίας... 20 Τα χρόνια εκπαίδευσης και διαμόρφωσης... 21 Η σταδιοδρομία στον οθωμανικό στρατό... 27 Η «χρυσή» περίοδος 1897-1912... 40 Ο επίλογος... 46 Κεφάλαιο 3ο:... 51 Η υστεροφημία και η ένταξη στις εθνικές αφηγήσεις... 51 Η αξιοπιστία των πηγών... 52 Η πολεμική πραγματικότητα κατά τον Ταχσίν... 54 Μια κριτική θεώρηση: Το κατηγορώ και η υπεράσπιση... 60 Συμπεράσματα... 68 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 70

Εισαγωγή Ως επί το πλείστον, η ιστοριογραφία του 20 ου αιώνα κινήθηκε στη λογική της μετάβασης από το πολυμερές αυτοκρατορικό μοντέλο σε αυτό του ομοιογενούς έθνους-κράτους. Κατά συνέπεια, η συμβολή των πρωταγωνιστών περασμένων εξελίξεων ερμηνεύτηκε υπό το πρίσμα του εθνικού αφηγήματος και μετουσιώθηκε στη συλλογική μνήμη ως προϊόν μιας εθνικής ιδεολογίας. Εντούτοις, η εξατομικευμένη μελέτη των παραγόντων μιας ιστορικής πραγματικότητας συχνά δεν ανταποκρίνεται στα ευρύτερα θεωρητικά σχήματα. Οι αυτοκρατορικές βιογραφίες συνιστούν χαρακτηριστική περίπτωση: δεν χωρούν σε επίσημες ταξινομήσεις και δεν εξυπηρετούν απόλυτα τις εθνικές αφηγήσεις, σε βαθμό που οι ιστορικοί να αναζητούν μέσα από αυτές υπερεθνικές, αντεθνικές ή και στερούμενες εθνικού εφαλτηρίου στάσεις. Η μελέτη βιογραφιών, όπως αυτή του Χασάν Ταχσίν πασά, δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ενδεικτικό πως η ανάμειξη του ουδέτερου εθνικά οθωμανού αξιωματούχου, Ταχσίν, στον κατεξοχήν εθνικιστικό πόλεμο των Βαλκανίων τον έθεσε στο περιθώριο των ιστοριογραφικών αφηγήσεων, με τις ελάχιστες αναφορές σε αυτόν ως επί το πλείστον να αποβλέπουν στην εθνική σκοπιμότητα. Η παρούσα μελέτη ας μη συγκαταλεχτεί μετά των στρατευμένων, αλλά ας θεωρηθεί ένα ειλικρινές πόνημα επιστημονικής προσέγγισης που αναδεικνύει τον άνθρωπο Ταχσίν. 1 Στόχος της παρούσας εργασίας είναι μέσα από την εξέταση και σύνθεση των βιογραφικών πληροφοριών του Χασάν Ταχσίν πασά να αποσαφηνιστεί ο ρόλος του αξιωματούχου εντός του οθωμανικού και του νεοτουρκικού πλαισίου στα οποία κινείται. Ειδικότερα, επιχειρείται να εξεταστεί αν η περίπτωσή του συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ή αντίθετα απόκλιση από έναν τύπο οθωμανού άνδρα, μέλους της αυτοκρατορικής στρατιωτικής ελίτ. Σε άμεση συνάρτηση, επιχειρείται να προσδιοριστεί ο βαθμός εμπλοκής του στην αντιπαράθεση ανάμεσα στη νομιμόφρονα στάση αφενός και στην υπονομευτικά αντιπολιτευτική αφετέρου. Υλικό έρευνας αποτελεί η απολογητική κληρονομιά, που παρήγαγε σκόπιμα ο ίδιος και η οποία περιλαμβάνει τις προσωπικές του αναμνήσεις και δύο συνεντεύξεις αναφορικά με την εμπλοκή του στα γεγονότα του Α Βαλκανικού Πολέμου. Από κει και πέρα, η έρευνα ως επί το πλείστον βασίζεται στη διεθνή και οθωμανολογική ιστοριογραφία, ενώ αξιοποιούνται και αυτοβιογραφικά έργα επιφανών ελλήνων πολιτικών ή στρατιωτικών, οι οποίοι στις διηγήσεις τους εμπεριέχουν πολύτιμες αναφορές που φωτίζουν πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς του. Τέλος, την έρευνα συμπληρώνει στοχευμένα αρχειακό υλικό από την πλούσια εφημεριδογραφία της εποχής. 1 Abdulhamit Kırmızı,, Experiencing the Ottoman Empire as a Life Course: Ferid Pasha, Governor and Grand Vizier (1851-1914), Geschichte und Gesellschaft, 40, (May 2014), 43. [1]

Κεφάλαιο 1ο: Ένταξη στο ύστερο οθωμανικό και το νεοτουρκικό πλαίσιο Η ζωή και δράση του Χασάν Ταχσίν πασά ιστοριογραφικά ταυτίζεται με την ύστερη οθωμανική περίοδο εκκινώντας από την πρώιμη φάση της λεγόμενης εποχής του Τανζιμάτ (1839-1876), των δυτικότροπων μεταρρυθμίσεων και της εισαγωγής ευρωπαϊκών προτύπων στους διάφορους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Αυτοκρατορίας, στη διοίκηση, την οικονομία και τη στρατιωτική οργάνωση, στην εκπαίδευση και τη διανόηση. Εντούτοις, η ενεργός παρουσία του Ταχσίν κινείται παράλληλα με τη διαδικασία συγκρότησης κύκλων αντιπολιτευτικών προς το συγκεντρωτικό καθεστώς του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β (1876-1908) και θιασωτών της μετάβασης προς μια συνταγματική μοναρχία, ετερογενείς επί της ουσίας ομάδες, τις οποίες η ευρωπαϊκή ιστοριογραφία προσεγγίζει αδιακρίτως υπό τον γενικό όρο «Νεότουρκοι». Στις φυγόκεντρες τάσεις συγκαταλέγονται πρωτοεθνικές και εθνικιστικές κινήσεις, εκπεφρασμένες άλλοτε σε επίπεδο διανόησης και άλλοτε μέσα από ακτιβιστικές δράσεις. Στόχος του κεφαλαίου είναι να προσδιοριστούν οι βασικοί άξονες που περιγράφουν τους νοητικούς ορίζοντες του Ταχσίν σε συνάρτηση με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και με βάση τις οικογενειακές και πολιτισμικές του καταβολές. Ειδικότερα, σημεία αναφοράς συνιστούν: η χρονική ένταξη στην πρώτη γενιά της εποχής του Τανζιμάτ κατά την οποία έλαβε χώρα η συγκρότηση και εκπαίδευσή του, η αλβανική του καταγωγή, η μουσουλμανική μπεκτασική πίστη, το επίπεδο μόρφωσης και το status του μέλους της τοπικής και κατόπιν της αυτοκρατορικής ελίτ. Το κεφάλαιο απασχολούν και οι περιρρέουσες ιδεολογίες της περιόδου, οι οποίες ασκούσαν επίδραση κυρίως στην ανώτερη αυτοκρατορική τάξη πρόκειται για τον Οθωμανισμό, τον Αλβανισμό και τον αναδυόμενο Τουρκισμό. Η ανάλυση βασίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία με έμφαση στις οθωμανολογικές ιστοριογραφικές αποτιμήσεις. Η αναφορά σε πτυχές της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας του γίνεται εργαλειακά και επ ουδενί αποσκοπεί στη χαρτογράφηση της επαγγελματικής του πορείας, παρά αποβλέπει στην υποστήριξη της παρουσίας του στο καθορισμένο πλαίσιο. Αναλυτική παρουσίαση της βιογραφίας του θα επιχειρηθεί στο δεύτερο κεφάλαιο. Η κληρονομιά του Τανζιμάτ Τα κρίσιμα χρόνια της κοινωνικοποίησης και συγκρότησης του Ταχσίν είναι συνυφασμένα με την περίοδο του Τανζιμάτ, οπότε δόγμα της Αυτοκρατορίας αποτέλεσε ο Οθωμανισμός, η πολιτική συσπείρωσης των ετερόκλητων πολιτισμικών στοιχείων που την συναπάρτιζαν σε μια ενιαία πολιτική ταυτότητα, ως απάντηση στις φυγόκεντρες τάσεις των πρωτοεμφανιζόμενων εθνικισμών. Η συστράτευση της Μ. [2]

Βρετανίας και της Γαλλίας κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) στο πλευρό των Οθωμανών δημιούργησε την προσδοκία πως η μεταρρύθμιση ήταν επιβεβλημένη για τον πρόσθετο λόγο της ένταξης της Αυτοκρατορίας στη χορεία των ευρωπαϊκών κρατών, με στόχο την επίτευξη μιας στρατηγικής συμμαχίας ανάσχεσης του ρωσικού επεκτατισμού προς το Νότο. Συνεπώς, η μακρόσυρτη πορεία προς την αναγνώριση της οθωμανικής πολιτείας αδιακρίτως σε μουσουλμάνους και μη (επίσημα με τον νόμο του 1869) έφερε μεν τη σφραγίδα μιας ειλικρινά μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, εξυπηρετούσε ωστόσο και την υψηλή πολιτική του κράτους. Ως εκ τούτου, αναπτύχτηκε έντονη διπλωματική δραστηριότητα, η οποία αποτυπώθηκε στην εντυπωσιακή αύξηση των οθωμανικών πρεσβειών στις ευρωπαϊκές χώρες. Δεδομένου, μάλιστα, του πολιτικού κενού από την κατάρρευση της αυτοκρατορικής Γαλλίας το 1871, στους κόλπους της υψηλής γραφειοκρατίας, που επί της ουσίας στελέχωνε τις πρεσβευτικές υπηρεσίες, καλλιεργήθηκε μια φιλοβρετανική παράδοση. Αφετέρου, επιδιώχθηκε η προσέγγιση σε στρατιωτικό επίπεδο με τη νικηφόρο Γερμανική Αυτοκρατορία. Γεγονός πάντως είναι πως από το δεύτερο μισό του 19 ου αιώνα η εξοικείωση με τις ευρωπαϊκές γλώσσες και δη με τη γαλλική, ως όργανο της διπλωματίας, έφτασε στο σημείο να αποτελεί κριτήριο επαγγελματικής ανέλιξης. 2 Οι ιθύνοντες της Πύλης με την προώθηση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους και τον παραγκωνισμό του ιερού νόμου (sharia), τη νομική και φορολογική εξίσωση των θρησκευτικών κοινοτήτων (millet) και την προώθηση μιας περισσότερο συγκεντρωτικής διοίκησης προσδοκούσαν την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής στο πνεύμα της ενοποιητικής ιδεολογίας του Οθωμανισμού. Παρά ταύτα, η εφαρμογή της κεντρικής πολιτικής δεν έγινε σε βάθος και σαφέστατα όχι παντού και με τον ίδιο ρυθμό γεωγραφικές ενότητες και παραδοσιακές δομές παρέμειναν ανεπηρέαστες, ενώ το κοινωνικό καθεστώς των υπηκόων όχι απλώς διατηρήθηκε, αλλά κατά έναν τρόπο παγιώθηκε. Τούτο συνέβη και στη γενέτειρα του Ταχσίν, στο σαντζάκι του Λεσκοβικίου, και στις γύρω περιοχές της Νότιας Αλβανίας, όπου οι χριστιανοί παρέμεναν ως επί το πλείστον κολίγοι στα κτήματα των ολιγάριθμων μουσουλμάνων γαιοκτημόνων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να νέμονται τα πατροπαράδοτα προνόμια που συνεπάγετο το status της τοπικής ελίτ με την προοπτική ανοδικής κινητικότητας δια της ανάληψης στρατιωτικών και διοικητικών αυτοκρατορικών αξιωμάτων, όπως συνέβαινε και κατά τους πρώιμους οθωμανικούς χρόνους. Αντίστοιχα ευνοημένες παρέμεναν και οι παραδοσιακά προνομιούχες μη μουσουλμανικές ομάδες λ.χ. οι αστοί Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα οι αλλαγές αφορούσαν ως επί το πλείστον τα αστικά περιβάλλοντα. Βασική αδυναμία της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας υπήρξε η απουσία κεντρικής στοιχειώδους εκπαίδευσης που να κοινωνικοποιεί τους υπηκόους ως oθωμανούς, μετόχους μιας κοινής πραγματικότητας. Αντίθετα, η προοδευτική αποστασιοποίηση της δυτικότροπης άρχουσας τάξης από τις υπανάπτυκτες μάζες εκδηλωνόταν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Η μόρφωση αφορούσε τα 2 Yücel Bulut, Ottomanism, στο: Gábor Ágoston-Bruce Masters (επιμ.), The Encyclopedia of the Ottoman Empire, N. York: Facts on File 2009, σ. 448-449. M. Şükrü Hanioğlu, A Brief History of the Late Ottoman Empire, Princeton-Oxford: Princeton University Press 2008, σ. 72-84, 94-101. Erick J. Zürcher, Turkey: A Modern History, London: I.B. Tauris 2004, σ. 53-59. [3]

μέλη της ελίτ που είχαν τη δυνατότητα να εγκατασταθούν προσωρινά ή και μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου κατά κανόνα λειτουργούσαν τα αυτοκρατορικά ή ιδιωτικά, ενίοτε μη μουσουλμανικά, εκπαιδευτήρια. Ο ενδημικός αναλφαβητισμός καθιστούσε πρακτικά αδύνατη τη σύλληψη της νέας ιδεολογίας με αποτέλεσμα ο συγκεντρωτισμός και η οθωμανοποίηση να αντιμετωπίζονται από τις επαρχίες και δη από τις ακριτικές περιοχές με καχυποψία ως διατάραξη της παραδοσιακής τάξης και απόπειρα τουρκοποίησης. 3 Η κοινωνική απόσταση αποτυπωνόταν και στον υλικό πολιτισμό, στον τρόπο διακόσμησης των οικιών της άρχουσας τάξης με πλήθος εισαγόμενων ευρωπαϊκού ή κινεζικού στυλ αντικειμένων πολυτελείας, ενώ στις αλβανικές περιοχές ήταν διαδεδομένη η ανέγερση των χαρακτηριστικών πυργόσχημων οικιών τύπου kullё. 4 Τελικά, η εποχή του Τανζιμάτ, αντί να θεραπεύσει ανισότητες μεταξύ των υπηκόων, συνέβαλε στην εμβάθυνση της ταξικής περιχαράκωσης και στην όξυνση της διάστασης ανάμεσα στο αστικό κέντρο και την επαρχία, στο συγκεντρωτικό κράτος και τα παραδοσιακά κοινωνικά σχήματα. Στον αντίποδα, η αποτυχία της ομογενοποιητικής πολιτικής ενίσχυσε τις αποσχιστικές τάσεις. Η αδυναμία των ηγετών του Τανζιμάτ να διαπιστώσουν στην πράξη ότι οι εντάσεις λειτουργούσαν πέρα και έξω από τη θρησκευτική ετερογένεια και πως κύριο ιδεολογικό αντίπαλο του οθωμανιστικού δόγματος διαδραμάτιζε ο αναδυόμενος εθνικισμός, ο οποίος, ακολουθώντας σε ένταση τη σταδιακή συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, μεταβιβάστηκε ως κληροδότημα στη χαμιτική εποχή, η οποία διαφοροποιήθηκε μόνο στο ζήτημα της απροκάλυπτα μεροληπτικής μεταχείρισης του μουσουλμανικού στοιχείου. 5 Χαμιτικό καθεστώς και οθωμανική ελίτ Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αβδούλ Αζίζ (1861-1876) και δεδομένης της προοδευτικής αύξησης της επιρροής των ανώτατων στελεχών της Πύλης σε βάρος των αρμοδιοτήτων του Παλατιού, ως απότοκο των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του Μαχμούτ Β (1808-1839) και της εξουδετέρωσης των γενιτσάρων ως πολιτικού παράγοντα, είχε αρχίσει να διαφαίνεται η ανάγκη αποκατάστασης σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ηγεμόνα και στα μέλη της υψηλής γραφειοκρατίας. Ενδεικτική είναι η δήλωση του πολιτικού αξιωματούχου, Μαχμούτ Νεντίμ πασά, ο οποίος εκφράζοντας το αυλικό περιβάλλον, έκανε λόγο για «αφοσίωση», η οποία θα λειτουργούσε ως εχέγγυο για την ομαλή διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων. Ο κίνδυνος διατάραξης της ισορροπίας πολιτικής ισχύος και αυτονόμησης της Πύλης 3 Για την περιγραφή του φαινομένου ιστοριογραφικά έχει υιοθετηθεί ο όρος «Οθωμανικός Οριενταλισμός». Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Ussama Makdisi, Ottoman Orientalism, στο: The American Historical Review 107, (June 2002), 768-796. 4 George W. Gawrych, The Crescent and the Eagle: Ottoman Rule, Islam and the Albanians, 1873-1913, London-New York: I. B. Tauris 2006, σ. 116, 134. 5 Carter Vaughn Findley, Ottoman Civil Officialdom: A Social History, Princeton-New Jersey: Princeton University Press 1989, σ. 212-215. Hanioğlu, ό.π., σ. 90, 104-108. Zürcher, ό.π., σ. 50, 59-62, 66. [4]

κατέστη εξόχως έκδηλος με τις διαδοχικές εκθρονίσεις των Αβδούλ Αζίζ και Μουράτ Ε το 1876 και τις συνθήκες ανάρρησης του Αβδούλ Χαμίτ Β το ίδιο έτος. 6 Σε πείσμα των φιλελεύθερων διακηρύξεων και των αρχών που απέρρεαν από το Σύνταγμα που ο ίδιος επικύρωσε, με πρόσχημα τον εν εξελίξει ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1877-1878, ο νέος σουλτάνος πέτυχε άμεσα τον διεμβολισμό των ηγετών της συνταγματικής κίνησης και την αναστολή της κοινοβουλευτικής λειτουργίας (Φεβρουάριος 1878). Στον αντίποδα, εφάρμοσε αυταρχική πολιτική και εισήγαγε νέους τρόπους διακυβέρνησης. Επιβεβλημένη κρίθηκε και η υπαγωγή της Πύλης, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες διατελούσε δίκην αυτόνομου κλάδου διοίκησης, εκ νέου σε βραχίονα του συστήματος. Όπως σημειώνει ο Hanioğlu: «ο σουλτάνος οραματιζόταν μια αποτελεσματική αυτοκρατορική διοίκηση ασκούμενη από μια εκσυγχρονισμένη γραφειοκρατική τάξη υπό την ηγεσία τεχνοκρατών». Σε αυτό το πλαίσιο προέβη στην ίδρυση ή και αναβάθμιση γραφειοκρατικών σχολών και πρωτίστως της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (Mülkiye Mektebi) 7 για την ανάδειξη ικανών και αφοσιωμένων στελεχών. Ο Αβδούλ Χαμίτ αξιοποίησε τον όρο «αφοσίωση», τον οποίο είχε μετέλθει ο Μαχμούτ Νεντίμ και τον νοηματοδότησε εκ νέου αντιπαραθέτοντας στη νομιμόφρονα στάση απέναντι στο κράτος την υποταγή στον ηγεμόνα. Επρόκειτο ουσιαστικά για παλινόρθωση μιας αρχαϊκής οθωμανικής παράδοσης προσωπικής πίστης, η οποία κατέστη εφεξής πρώτιστο κριτήριο κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης: ο διορισμός οφειλόταν στη μακροθυμία του σουλτάνου και η έκφραση ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του ήταν απαιτητή. Κατ ουσία το προσωποπαγές καθεστώς αποσκοπούσε στη διασφάλιση της νομιμοφροσύνης δια της καλλιέργειας σχέσεων εξάρτησης και ανταπόδοσης. Συχνά, υπό αυτό το πρίσμα λάμβανε χώρα και η προσφορά θέσεων στις οθωμανικές πρεσβείες ανά την Ευρώπη, 8 ενώ η εκδήλωση της σουλτανικής ευαρέσκειας συνοδευόταν από παρασημοφορήσεις, χρηματικά έπαθλα, παραχωρήσεις επαύλεων και τίτλων ιδιοκτησίας, δυσχεραίνοντας κατ αυτόν τον τρόπο έτι περαιτέρω τα επιβαρημένα δημοσιονομικά του κράτους. Κατά συνέπεια, η καθυστέρηση πληρωμών προς τα κατώτερα διοικητικά και στρατιωτικά στελέχη συνιστούσε διαδεδομένη πρακτική, στη δυσφορία των οποίων ερχόταν να προστεθεί το γεγονός ότι εξακολουθούσαν να υπόκεινται στη συμβατική, μακροπρόθεσμη πορεία ανέλιξης το πατερναλιστικό σύστημα καθιστούσε αναγκαία την αξιοποίηση συγγενικών δικτύων και προσωπικών διασυνδέσεων. 9 Βέβαια, η ιστοριογραφική έρευνα της ύστερης οθωμανικής περιόδου έχει καταδείξει πως η γραφειοκρατική και στρατιωτική ελίτ λειτουργούσε σε ένα ευρύ πεδίο κινητικότητας και προσαρμοστικότητας. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά 6 Hanioğlu, ό.π., σ. 73, 109-111. 7 Η ίδρυσή της χρονολογείται στα 1859. 8 Με την παραχώρηση υπαλληλικών και πρεσβευτικών θέσεων ο Αβδούλ Χαμίτ απέσπασε διάφορους «δυσαρεστημένους» που είχαν ενταχθεί σε νεοτουρκικές ομάδες την περίοδο 1889-1902. Για περισσότερα σχετικά με το ζήτημα βλ. M. Şükrü Hanioğlu, The Young Turks in Opposition, New York: Oxford University Press 1995, σ. 99-100, 133-134. 9 Carter V. Findley, Bureaucratic Reform in the Ottoman Empire: The Sublime Porte, 1789-1922, Princeton-New Jersey: Princeton University Press 1980, σ. 13-15. Findley, Civil Officialdom, σ. 255-292, 301-305. Hanioğlu, Brief History, σ. 109, 122-123, 125. [5]

κρίνονται, παρά ταύτα, εύλογα σε μια αυτοκρατορία εισερχόμενη όψιμα σε διαδικασίες εκσυγχρονισμού και υιοθέτησης δυτικών προτύπων στους τομείς της διοίκησης, της οικονομίας και του στρατού και δεδομένης της απουσίας απαιτητού επιπέδου μόρφωσης και δεξιοτήτων και ως εκ τούτου ειδίκευσης μεταξύ των διάφορων πολιτικών υπηρεσιών, υποδεικνύοντας την επιλογή του δυναμικού από κοινή δεξαμενή. Μια τέτοια πραγματικότητα υπαγόρευε την αξιοποίηση των πολιτικών (και των στρατιωτικών) στελεχών σε πολλαπλές και ποικίλες θέσεις, γεγονός που σε συνδυασμό με τον κυκλικό χαρακτήρα της διοίκησης λειτουργούσε απαγορευτικά για οποιαδήποτε εξειδίκευση και υιοθέτηση στεγανών στη γραφειοκρατική υπηρεσία, επιτείνοντας κατά συνέπεια την αναγκαιότητα ευελιξίας των δημόσιων λειτουργών. Ενδεικτική είναι η περίπτωση σταδιοδρομίας του Μεχμέτ Φερίντ πασά, ομόφυλου του Ταχσίν, που περιλαμβάνει υπηρεσίες σε επαρχιακές και υπουργικές θέσεις, ως γενικός επαρχιακός διοικητής (βαλής, vali), μέχρι και το αξίωμα του Μ. Βεζίρη (1903-1908). 10 Συγκεκριμένα στα ζητήματα κατάρτισης, η μετατόπιση προς την κοσμική παιδεία από τα μέσα του 19 ου αιώνα με τη διατήρηση ταυτόχρονα των παραδοσιακών μουσουλμανικών ιδρυμάτων (medrese) και την παράλληλη λειτουργία μημουσουλμανικών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ποικίλων βαθμίδων δημιούργησε ετερογενείς εκπαιδευτικές συνθήκες, καθιστώντας αδύνατη μια καθολική αποτίμηση του επιπέδου μόρφωσης των στελεχών διοίκησης. Ωστόσο, ακόμα και στο πλαίσιο του κεντρικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος η μακροπρόθεσμη και βαθμηδόν, χρονικά και γεωγραφικά, προώθηση της κοσμικής και της στρατιωτικής εκπαίδευσης, με τους αντικειμενικούς στόχους της εκπαιδευτικής αναβάθμισης και της δημιουργίας προϋποθέσεων για υψηλότερη μόρφωση, προϊόντος του χρόνου μόνο επετεύχθησαν, αναδεικνύοντας ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19 ου αιώνα μια έντονη μορφωτική απόκλιση στο εσωτερικό της οθωμανικής ελίτ συνεπεία της διαφοράς γενεών. Ως εκ τούτου, οι εγγράμματοι μουσουλμάνοι που ακολούθησαν μεν το κοσμικό σύστημα εκπαίδευσης, ανάλογα με την περίοδο φοίτησης, ενδέχεται να αποπεράτωσαν τις σπουδές τους στην κατώτερη παλαιού (mekteb) ή νεότερου τύπου (ibtidaĩ) στοιχειώδη βαθμίδα ή και στην ανώτερη (rüşdiye) ή ακόμα από τα μέσα της δεκαετίας του 1870 και εξής και στη μέση εκπαίδευση (idadĩ). Τα περιορισμένα ιδρύματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως λύκεια (lycée ή sultaniye) 11 καθώς και το Πανεπιστήμιο (Dar ül Fünun) που λειτούργησε στην Κωνσταντινούπολη το 1900 αφορούσαν προφανώς τις νεότερες γενιές και προορίζονταν για περιορισμένο αριθμό προνομιούχων σπουδαστών, επιτείνοντας το διαγενεακό ταξικό χάσμα. 12 Με τη σειρά τους, τα μη μουσουλμανικά ιδρύματα, ανταποκρινόμενα στα νέα δεδομένα, πέτυχαν να κατοχυρώσουν για τους αποφοίτους τους επίπεδα εκπαίδευσης συμβατά προς το επίσημο πλαίσιο και μάλιστα με 10 Findley, Civil Officialdom, σ. 292. Kırmızı, ό.π., 43-56. 11 Τα πρώτα αυτοκρατορικά λύκεια του Galatasay (1868) και το Darüşşafaka (1873) βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. 12 Βέβαια, πριν το 1900 λειτουργούσαν Στρατιωτικές Σχολές Μηχανικών για το Ναυτικό (1773) και τον στρατό (Mühendishane, 1793), Στρατιωτική Ιατρική Σχολή (Tibbiye, 1827) και Στρατιωτική Ακαδημία (Harbiye, 1834). [6]

αυξημένη συχνότητα κατακύρωσής τους στα ανώτερης βαθμίδας (lycée). Χαρακτηριστική περίπτωση στο βιλαέτι Ιωαννίνων, όπου ανδρώθηκε ο Ταχσίν, συνιστά η Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων η οποία, απουσία ομόβαθμων κρατικών εκπαιδευτηρίων ως το 1882, αποτέλεσε φυτώριο για τους γόνους των επιφανών αλβανικών οικογενειών της ευρύτερης περιοχής μεταξύ των οποίων υπήρξε και ο Ταχσίν. Στον στρατό το χάσμα γενεών αφορούσε τους πεπειραμένους «βετεράνους» άνδρες που υπολείπονταν σε ακαδημαϊκά προσόντα (alaylı) και τους απόφοιτους στρατιωτικών σχολών (mektepli). Γι αυτό άλλωστε και σε συνάρτηση με τις ανακύψασες αδυναμίες κατά τον ατυχή ρωσο-οθωμανικό πόλεμο ο σουλτάνος μερίμνησε για την καθιέρωση, ήδη από τις πρώτες βαθμίδες, διακριτών σχολείων στρατιωτικής εκπαίδευσης, την πρόσληψη Γερμανών στρατιωτικών συμβούλων και την αποστολή Οθωμανών αξιωματικών στη χώρα του Κάιζερ για μετεκπαίδευση. Μάλιστα, η επιλογή του σουλτάνου για ανάθεση της επίβλεψης των στρατιωτικών σχολών στον στρατηγό Colmar Freiherr von der Golz για πρώτη φορά την περίοδο 1883-1895 υπήρξε καθοριστική όχι μόνο για την ποιοτική αναβάθμιση των στελεχών του στρατού, αλλά και για τη διανοητική συγκρότηση των νεαρών τότε σπουδαστών μεταξύ των οποίων υπήρξε και ο Μουσταφά Κεμάλ. Εντούτοις, είναι σκόπιμο να σημειωθεί πως ο κυρίαρχος ρόλος του στρατού ήταν στην πραγματικότητα να δρα επικουρικά με τη χωροφυλακή σε εσωτερικά ζητήματα, ως επί το πλείστον για την επιβολή της τάξης και την είσπραξη των φόρων. 13 Γενικά, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του Αβδούλ Χαμίτ και το όραμα για εκσυγχρονισμένη τεχνοκρατική διακυβέρνηση βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με την πολιτική πράξη, καθώς, παρά τη φημολογούμενη προώθηση της αξιοκρατίας με την ίδρυση σχολών και Πανεπιστημίου, μέσω των οποίων ο σουλτάνος προήγαγε την ποιοτική αναβάθμιση του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού, ο κρατικός μηχανισμός εξακολουθούσε επί της ουσίας να βασίζεται στα παλαιά «δοκιμασμένα» στελέχη του. Στην πραγματικότητα, αναβαθμισμένη προτεραιότητα για το καθεστώς παρέμενε η αφοσίωση με το κριτήριο επιλογής να προσδιορίζουν όχι η ικανότητα, αλλά οι προσωπικές διασυνδέσεις με το Παλάτι ή τον Μ. Βεζίρη. Ως εκ τούτου, σε ζητήματα προβιβασμών και διορισμών κατά κανόνα λαμβάνονταν υπόψη οι πολιτικές συνθήκες, ενώ οι τομείς και τα περιβάλλοντα προϋπηρεσίας και συσσωρευμένης εμπειρίας των αξιωματούχων έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Συχνά, μάλιστα, διοικητικές θέσεις καταλαμβάνονταν από στρατιωτικούς, όπως κατ επανάληψη συνέβη στην περίπτωση του Ταχσίν. Οπωσδήποτε, η αξιοποίηση των απόφοιτων ανώτατων σχολών ήταν αναπόδραστη παρά ταύτα, δεν λάμβανε χώρα με την προσδοκώμενη συνέπεια. Μια πρόσθετη δεξαμενή που τέθηκε στο περιθώριο ήταν η μη μουσουλμανική ελίτ στην οποία πλην ελαχίστων εξαιρέσεων από τα χρόνια 13 Findley, Buraucratic Reform, σ. 143-163. Findley, Civil Officialdom, σ. 131-170. Carter Vaughn Findley, Turkey, Islam, Nationalism and Modernity: A History, 1789-2007, New Haven-London: Yale University Press 2010, σ. 90-91, 153-157. Gawrych, ό.π., σ. 111-112. Zürcher, ό.π., σ. 62-63. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού την ύστερη οθωμανική περίοδο βλ. Naci Yorulmaz, Arming the Sultan: German Arms, Trade and Diplomacy in the Ottoman Empire before World War I, London-New York: I. B. Tauris 2014. [7]

του Αβδούλ Χαμίτ επιβλήθηκε άτυπα ο αποκλεισμός από την κεντρική κρατική υπηρεσία. 14 Αναφορικά με το αλβανικό στοιχείο, αυτό εργαλειοποιούταν διαχρονικά σε συνάρτηση με τη στρατιωτική του δεινότητα, ενώ η αξιοποίηση των μορφωμένων Αλβανών μουσουλμάνων αφορούσε κατά κύριο λόγο την επαρχιακή διοίκηση. Η ιστοριογραφική μελέτη της ύστερης οθωμανικής περιόδου έχει καταδείξει τη σκοπιμότητα της εφαρμογής ενός άτυπου κανόνα αποστολής των διοικητών σε περιοχές μακράν του τόπου καταγωγής τους. Η τακτική αυτή εξυπηρετούσε τη διασφάλιση της αφοσίωσης των οθωμανών αξιωματούχων και σε συνδυασμό με την περιοδική υπηρεσιακή και γεωγραφική τους μετατόπιση απέβλεπε στην αποσόβηση ανάπτυξης σχέσεων προσωπικής εμπλοκής και σύνδεσης με συμφέροντα τοπικών ομάδων και δικτύων. 15 Συνεπώς, σε αλβανούς αξιωματούχους κατά κανόνα επιφυλάσσονταν επαρχιακές θέσεις στα βάθη της Ανατολίας και στις αραβικές περιοχές. 16 Η περίπτωση του Ταχσίν σε γενικές γραμμές δεν παρέκκλινε από αυτόν τον κανόνα, μολονότι βαίνοντας προς τον 20 ο αιώνα ακολούθησε την αμφίθυμη στάση της Αυτοκρατορίας στη διαχείριση του ενεργού αλβανικού εθνικισμού. Η εθνική αλβανική αφύπνιση και το ιδεολόγημα του Αλβανισμού Τις σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους αλβανούς υπηκόους της διαχρονικά περιέγραφε η διελκυστίνδα σύμπραξης και αντιπαράθεσης. Για την Κωνσταντινούπολη η συνεργασία εξαντλούνταν στην αξιοποίηση της δυναμικής του αλβανικού στοιχείου σε στρατιωτικό και ενίοτε σε διοικητικό επίπεδο. Οι αλβανικές φυλές, αφετέρου, απολάμβαναν σχετική αυτονομία διασφαλίζοντας το υφιστάμενο στάτους. Με κριτήριο το φυσικό σύνορο που σηματοδοτούσε ο ποταμός Σκούμπιν (Γενούσος) υιοθετήθηκε από τους μελετητές η διάκριση σε δύο μεγάλες φυλές, με τους κατοίκους των ορεινών και δυσπρόσιτων ως επί το πλείστον περιοχών του Βορρά να χαρακτηρίζονται ως Γκέκηδες και τους ενδημούντες στις πεδιάδες της Νοτίου Αλβανίας ως Τόσκηδες. Οι Γκέκηδες, επομένως, διαιώνισαν τη φυλετική τους οργάνωση, αλλά και οι Τόσκηδες διατήρησαν εν πολλοίς την κτηματική τους περιουσία εντασσόμενοι στο τιμαριωτικό σύστημα και ασπαζόμενοι προοδευτικά το Ισλάμ. Η αυτονομία των φυλών της κεντρικής και βόρειας Αλβανίας διατηρούσε σε ισορροπία τις σχέσεις με την Πύλη με προνομιούχο πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό ως και το ύπατο αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη η ταύτιση της ευημερίας των Τόσκηδων με την πρόοδο της Αυτοκρατορίας υπήρξε αναπόδραστη. Οποιαδήποτε ενέργεια μεταβολής της παραδοσιακής κατάστασης αντιμετωπιζόταν με έντονη ανησυχία και δυσαρέσκεια. Ως εκ τούτου, το περιεχόμενο της σοβούσας 14 Findley, Civil Officialdom, σ. 319-333. Kırmızı, ό.π., 50-51. Μια περιδιάβαση στους βιογραφικούς καταλόγους του Kuneralp αρκεί να το επιβεβαιώσει. Βλ. Sinan Kuneralp, Son donem Osmanli erkan ve ricali, 1839-1922: prosopogragik rehber, Istanbul: Isis 1999. 15 Βέβαια, η συνθήκη αυτή σχετίζεται και με τις προσπάθειες ένταξης των Αλβανών στον τακτικό οθωμανικό στρατό. 16 Kırmızı, ό.π., σ. 51-52. [8]

αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο πόλους από τις αρχές του 19 ου αιώνα και ιδιαίτερα κατά την εποχή του Τανζιμάτ αφορούσε τις αυτοκρατορικές ενέργειες προώθησης του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του κράτους, με τις ανακύπτουσες κρίσεις να συνδέονται κάθε φορά με μια εκ νέου προσπάθεια μεταβολής του status quo. Στο ζήτημα αυτό ο Αβδούλ Χαμίτ επέδειξε ευελιξία και δεν επεδίωξε την επιβολή συγκεντρωτικής διοίκησης. 17 Η διάσταση έγινε βαθύτερη ενόψει της εκπλήρωσης του πανσλαβιστικού οράματος 18 με τη υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878, ν.η.), οπότε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας ενεργοποιήθηκαν δυνάμεις προς την υπεράσπιση των θιγόμενων πληθυσμών. Στην κινητοποίηση αυτή ο Αβδούλ Χαμίτ διείδε έναν πανισλαμιστικό χαρακτήρα, τον οποίο φέρεται πως επεδίωξε να ενισχύσει. Η κινητοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου των δυτικών Βαλκανίων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα ανάμεσα στις σλαβικές χώρες και το Βασίλειο της Ελλάδας. Παρά ταύτα, η έκρυθμη κατάσταση στην πραγματικότητα συσπείρωσε κατά βάση αλβανικούς πληθυσμούς, οδηγώντας στη συγκρότηση της «Λίγκας της Πριζρένης». 19 Η πραγματικότητα της θρησκευτικής τριχοτόμησης των Αλβανών με την παρουσία καθολικών στο Βορρά, μουσουλμάνων μαζικά στα βόρεια και κεντρικά και ορθόδοξων κυρίως μεταξύ των Τόσκηδων, δεν στάθηκε εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός κοινού αισθήματος καταγωγής ήδη από τους προηγούμενους αιώνες. Το πρωτο-εθνικό υπόβαθρο ενίσχυε η δραστηριοποίηση των σουφικών μπεκτασικών ταγμάτων (βλ. επόμενο υποκεφάλαιο), καθώς και η διαχρονικά ρευστή θρησκευτική ταυτότητα ομάδων πληθυσμού λόγω πολιτικών συγκυριών. Κοινός παρονομαστής και εφαλτήριο για κινητοποίηση αποτέλεσε η επείγουσα συνθήκη διατήρησης του ενιαίου πολιτικού χώρου των διεκδικούμενων ως αλβανικών περιοχών, 20 τον οποίο επί αιώνες εγγυόταν το οθωμανικό πλαίσιο και που είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση στον απόηχο του ρωσο-οθωμανικού πολέμου. 21 Κατ αρχήν, λοιπόν, υπήρχε σύμπτωση συμφερόντων με τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες σε ένα πρώτο στάδιο φέρεται να υπέθαλψαν το κίνημα. Ειδικότερα, η εργαλειοποίηση του μουσουλμανικού παράγοντα ενόψει των αποφάσεων του συνεδρίου του Βερολίνου και κατά την επαναχάραξη της ελληνο-οθωμανικής μεθορίου (1879-1881) λειτούργησε ως διαπραγματευτικό χαρτί και ως όχημα αμφισβήτησης των διεθνών αποφάσεων από την οθωμανική πλευρά. Εντούτοις, η άσκηση έντονων διπλωματικών πιέσεων υπό την απειλή στρατιωτικής επέμβασης για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου έθεσε τα όρια της συνεργασίας, εγκαινιάζοντας τη μέθοδο της καταστολής και της χρήσης βίας. Εξάλλου, ο σουλτάνος δεν συμμεριζόταν την άποψη πως η πολιτική αναβάθμιση του 17 Gawrych, ό.π., σ. 77. Stavro Skendi, The Albanian National Awakening 1878-1912, New Jersey: Princeton University Press 1967, σ. 6, 14,-16, 19. Miranda Vickers, The Albanians: A Modern History, London: I.B. Tauris & Co Ltd 1995, σ. 15-16. 18 Το πολιτικό πρόγραμμα προώθησης των ρωσικών συμφερόντων στη Βαλκανική και στην Ανατολική Μεσόγειο δια των επικηδευόμενων νοτιοσλαβικών λαών. 19 Gawrych, ό.π., σ. 43-45. Skendi, ό.π., σ. 32-33. Vickers, ό.π., σ. 29. 20 Τα τέσσερα βιλαέτια των Ιωαννίνων, Μοναστηρίου, Κοσόβου και Σκόδρας. Αργότερα σε αυτά θα προστεθεί και το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. 21 Skendi, ό.π., σ. 11-13, 19-20. Vickers, ό.π., σ. 15-18. [9]

αλβανικού στοιχείου θα απέβαινε σε όφελος της Αυτοκρατορίας, αλλά αντίθετα αισθανόταν πως η παραχώρηση πολιτισμικής αυτονομίας θα λειτουργούσε ως προστάδιο για απόσχιση, όπως εκ των υστέρων κατέδειξαν τα παραδείγματα της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Κρήτης. Σε κάθε περίπτωση, η αναγνώριση αλβανικού μιλλέτ θα ανέτρεπε την πανισλαμιστική πολιτική του Αβδούλ Χαμίτ καθομολογείται πράγματι ότι οι Αλβανιστές δεν επεδίωξαν την αποστασιοποίηση από το οθωμανικό πλαίσιο, παρά υποστήριξαν τη διάκριση του Αλβανού από τον Τούρκο μουσουλμάνο, ενωμένων υπό τον σουλτάνο στο κοινό μιλλέτ και διατηρώντας στο ακέραιο το δόγμα του Οθωμανισμού. Δεν φαίνεται να επρόκειτο, δηλαδή, για πρωτοβουλία αποδέσμευσης, αλλά για διεκδίκηση μιας διακριτής ταυτότητας εντός της μουσουλμανικής κοινότητας. Η ικανοποίηση του αιτήματος αρκούσε, ωστόσο, για να τεθεί εν αμφιβόλω ο ισλαμικός Οθωμανισμός του χαμιτικού καθεστώτος. Ως εκ τούτου, ακολούθησαν ενέργειες αποπομπής, λογοκρισίας και αναστολής των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ανοιγμάτων τα οποία είχαν επιχειρήσει ορισμένες κοινότητες. Ανησυχία προκάλεσε και η δημιουργία στο Ελμπασάν αλβανικής λέσχης που προωθούσε την ένωση Γκέκηδων και Τόσκηδων. Στην πραγματικότητα, η αναδιοργάνωση των βιλαετιών των Δυτικών Βαλκανίων με τις μεταρρυθμίσεις του 1864 και 1871 αποσκοπούσε ακριβώς στην αποτροπή δημιουργίας διοικητικών ενοτήτων με αμιγώς αλβανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι από το 1877 κατανέμονταν σε 4 ξεχωριστά βιλαέτια, 22 προς εξυπηρέτηση της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Η πολιτική αυτή, καθώς και η τακτική της τιμωρίας συνοδευόμενης από αμνήστευση, εφαρμόστηκε συστηματικά. Έτσι, οι απείθαρχοι υπέστησαν φυλακίσεις και εξορίες, ενώ οι διαλλακτικοί έγιναν αποδέκτες προνομίων και τιμητικών διακρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό εντάθηκαν οι ρυθμοί πρόσληψης των φιλήσυχων Τόσκηδων μπέηδων στον αυτοκρατορικό μηχανισμό. 23 Βέβαια, η σύγχρονη ιστοριογραφία, 24 αποστασιοποιημένη από απλουστευτικές προσεγγίσεις εθνοκεντρικού και κοινωνικού και ταξικού χαρακτήρα, αμφισβητεί την ευρεία απήχηση του Αλβανισμού στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Δυτικών Βαλκανίων. Στον αντίποδα, υποστηρίζει πως η αίσθηση μαζικής κινητοποίησης προπαγανδίστηκε με επιτυχία, συνεπεία της επείγουσας κατάστασης που διαμορφώθηκε στις ευμετάβλητες συνθήκες της περιόδου 1878-1881. Επιπλέον, εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή και την ιδεολογία των φερόμενων «πατέρων» του Αλβανισμού. Ο Αλβανισμός, εντός του οθωμανικού πλαισίου, αναπόδραστα καλλιεργήθηκε από μέλη της εγγράμματης τοπικής και αυτοκρατορικής 22 Το βιλαέτι της Σκόδρας ιδρύθηκε με πολιτική σκοπιμότητα μόλις τις παραμονές έναρξης του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. 23 Gawrych, ό.π., σ. 45-49, 61, 68, 81, 86. Skendi, ό.π., σ. 54-87. 24 Isa Blumi, Reinstating the Ottomans: Alternative Balkan Modernities, 1800-1912, New York: Palgrave Macmillan 2011, σ. 95-123. Ilir Kalemaj-Konstantinos Giakoumis, Oscillating between inclusionary autonomy and secessionist independence: Shifts and the Dynamics of Albanian perceptions of the Young Turks Movement, στο: Stamatopoulos, Dimitris (επιμ.), Balkan Nationalism(s) and the Ottoman Empire: Vol. III: The Young Turk Revolution and Ethnic Groups, Istanbul: The Isis Press 2015, 155-171. Nathalie Clayer, The Young Turks and the Albanians or the Young Turks and Albanianism?, στο: Nathalie Clayer-Erdal Kaynar (επιμ.), Penser, agir et vivre dans L Empire ottoman et en Turquie: Études réunies pour François Georgeon, Luvain: Peeters 2013, 67-82. [10]

ελίτ με αλβανική, αλλά και οθωμανική ή και τουρκική συνείδηση, με μουσουλμανική ή χριστιανική ταυτότητα, καθώς επίσης από άτομα που δεν ομιλούσαν κάποια αλβανική διάλεκτο και ακόμα από εκπροσώπους Μ. Δυνάμεων, όπως της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, στο πλαίσιο πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο Αλβανισμός αποτελούσε πολιτική πρόταση περιφερειακής εμβέλειας και ως εκ τούτου δοκιμάστηκε σε ευρύτερα ιδεολογικά σχήματα, όπως διαδραμάτισαν ρόλο ο Οθωμανισμός, ο Ελληνισμός 25, και ο Νεοτουρκισμός. 26 Συνεπώς, το ζητούμενο ήταν η εξασφάλιση μιας δύναμης σε ρόλο πάτρωνα που θα εξασφάλιζε την ακεραιότητα των «αλβανικών» περιοχών. Στις επιτακτικές συνθήκες της Ανατολικής Κρίσης η ανάπτυξη όψιμα του Αλβανισμού δεν προσέφερε ιδιαίτερα περιθώρια ευελιξίας και κατά συνέπεια η πρόσδεση στο οθωμανικό άρμα ήταν μονόδρομος: το Συνέδριο του Βερολίνου με τη χαρακτηριστική ρήση του προεδρεύοντος γερμανού καγκελάριου, Otto von Bismarck, δεν αναγνώριζε αλβανική εθνότητα, οι συμπαθούντες σε Βιέννη και Ρώμη ενέπνεαν ιδιοτέλεια και τα γειτονικά χριστιανικά κράτη επιβουλεύονταν αλβανικά εδάφη. Στον αντίποδα, η μουσουλμανική πλειονότητα θα αισθανόταν ταύτιση με μια ισλαμική αυτοκρατορία με την οποία για αιώνες μοιραζόταν κοινή μοίρα, η ανάμειξη Αλβανών στον κρατικό μηχανισμό ήταν απροσμέτρητη, ενώ οι περιφερειακές κρίσεις προσέφεραν αφορμές για εξωτερικές επεμβάσεις διακυβεύοντας την ενότητα των «αλβανικών» περιοχών. Εξάλλου, παραδοσιακά η οθωμανική διοίκηση εκλαμβανόταν ως η πολιτική δύναμη ανάσχεσης των Σλάβων και των Ελλήνων. Σε όλα αυτά ο Αβδούλ Χαμίτ προσέθετε το επιχείρημα ότι «μόνο κάτω από την οθωμανική ομπρέλα προστασίας ήταν δυνατή η επιβίωση και η ευημερία τους». Εντέλει, η ίδια η φύση της οθωμανικής διοίκησης, που απορροφούσε πλήρως τους μουσουλμάνους υπηκόους της, συνέβαλε κυρίαρχα στην καθυστέρηση εκδήλωσης μια μαζικής εθνικής αφύπνισης, δεδομένου ότι οι περισσότεροι εξακολούθησαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Οθωμανοί Τούρκοι. 27 Είναι ενδεικτικό πως η αναιμική εξαρχής συμμετοχή των Τόσκηδων μπέηδων στις αλβανιστικές πρωτοβουλίες σε σύντομο χρονικό διάστημα ατόνησε: δεν ήταν τα δικά τους συμφέροντα που θίγονταν άμεσα και οι δεσμοί με την αυτοκρατορική μηχανή ήταν σαφώς ισχυρότεροι. Η συσπείρωση ήταν συγκυριακή. Τελικά, η διάσταση τακτικής με το χαμιτικό καθεστώς, αποτέλεσε για τους Αλβανιστές εφαλτήριο για την προσέγγιση με ομάδες συστηματικής αντιπολίτευσης. 28 Αντιπολίτευση και νεοτουρκικές ομάδες Στην πραγματικότητα, οι φορείς της συστηματικής αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα οι εμπλεκόμενοι στις νεοτουρκικές κινήσεις προέρχονταν αποκλειστικά από τη 25 Τόσο ο Αβδούλ Φρασέρι όσο και ο Ισμαήλ Κεμάλ εξέτασαν το περιθώριο συνεργασίας με το Βασίλειο της Ελλάδας, πιθανόν στο πλαίσιο μιας ελληνο-αλβανικής ομοσπονδίας. Για τη λιγότερο γνωστή περίπτωση του Φρασέρι βλ. Bülent-Nathalie, ό.π., 155-156. 26 Clayer, ό.π., 70-71. 27 Gawrych, ό.π., σ. 82. Vickers, ό.π., σ. 16, 31. 28 Vickers, ό.π., σ. 34. [11]

διανοητική, γραφειοκρατική και στρατιωτική ελίτ με τους εξόχως προνομιούχους να κινούνται περιφερειακά ή και στα ευρωπαϊκά κέντρα όπου απολάμβαναν την ελευθερία έκφρασης και του Τύπου. Αντίθετα, στην οθωμανική επικράτεια εφαρμοζόταν αυστηρή πολιτική λογοκρισίας και ένα εκτεταμένο δίκτυο παρακολούθησης. Αλλά και η διακίνηση έντυπης προπαγάνδας αφορούσε εν πολλοίς τον εγγράμματο πληθυσμό, ο οποίος άγγιζε μονοψήφιο ποσοστό. Ως εκ τούτου, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα προσεταιρισμού σημειώθηκε σε περιοχές εκτός του άμεσου οθωμανικού ελέγχου (Αίγυπτος, Ρουμανία, Βουλγαρία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κρήτη) με τολμηρότερη μέθοδο διασποράς τη δημόσια έκθεση στα κατά τόπους καφενεία. Οπωσδήποτε, κρίνεται δύσκολη η αποτίμηση της διάχυσης της νεοτουρκικής προπαγάνδας στις μάζες του πληθυσμού ακόμα και τις παραμονές της επανάστασης του 1908, οπότε η επιρροή του κινήματος σε ευρείες ομάδες πληθυσμού του ευρωπαϊκού τμήματος ήταν αισθητά αυξημένη. Εξάλλου, από την πλευρά τους και αποτελώντας και αυτές τμήμα της οθωμανικής ελίτ οι νεοτουρκικές ηγεσίες ήταν εκ πεποιθήσεως αρνητικά διακείμενες απέναντι στις λαϊκές μάζες. 29 Κατεξοχήν ομάδες συστηματικής αντιπολίτευσης του χαμιτικού καθεστώτος αποτέλεσαν οι Νεότουρκοι. Πριν την παρουσίαση των καταβολών και της ιδεολογίας τους, κρίνεται σκόπιμη η αποσαφήνιση του όρου. Ήδη από τα μέσα του 19 ου αιώνα τόσο εντός της οθωμανικής επικράτειας όσο και στο εξωτερικό συγκροτούνταν και δρούσαν διάφορες υπονομευτικές ομάδες στις οποίες η ευρωπαϊκή ιστοριογραφία συμπεριλαμβάνοντας τους μη ενεργούς πολιτικά αντιφρονούντες, ακόμα και τις μη μουσουλμανικές σεπαρατιστικές οργανώσεις (αρμενική ARF, IMRO) αποδίδει συλλήβδην τον όρο «Νεότουρκοι». Μάλιστα, ο όρος αυτός διατηρείται και μετά την επανάσταση του 1908 για να περιγράψει συλλήβδην τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ουσιαστική αντιπολίτευση στον προσωποπαγή τρόπο διακυβέρνησης και την ευνοιοκρατία του χαμιτικού καθεστώτος εκδηλώθηκε μέσα από ετερόκλητες ομάδες, ποδηγετούμενες από μουσουλμάνους ευπατρίδες που οραματίζονταν τρόπους διαφύλαξης της εδαφικής ακεραιότητας και την πρόοδο της Αυτοκρατορίας. Αυτούς τους ουσιαστικά αντιπολιτευτικούς και πολιτικά ενεργούς πυρήνες από την εποχή ανάκλησης του πρώτου συνταγματικού κειμένου (1876) έως και την επανάσταση του Ιουλίου το 1908 η οθωμανική και τουρκική ιστοριογραφία προσδιορίζει με τον όρο «Νεότουρκοι». Το καθεστώς που έπεται του Αβδούλ Χαμίτ οι Τούρκοι ιστορικοί χαρακτηρίζουν ως «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» (ΕΕΠ). Επομένως, στο παρόν πόνημα η χρήση του όρου «Νεότουρκος» γίνεται υπό το πρίσμα των οθωμανικών σπουδών. 30 Ως εκ τούτου, η προσωποπαγής διακυβέρνηση του Αβδούλ Χαμίτ και η υπαγωγή της Πύλης στον άμεσο έλεγχο του Παλατιού αποξένωσε αρχικά τον ηγεμόνα από τμήματα της πολιτικής ελίτ, καθώς οι σουλτανικές πρακτικές δεν ήταν συμβιβάσιμες προς τις φιλελεύθερες ιδέες, στις οποίες οι παλαιότεροι είχαν εκτεθεί είτε δια της φοίτησης στο Παρίσι ήδη από την εποχή του Αβδούλ Αζίζ, είτε κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων στις πρεσβείες της Εσπερίας. Γι 29 M. Şükrü Hanioğlu, Preparation for a Revolution: The Young Turks, 1902-1908, New York: Oxford University Press 2001, σ. 5. 30 Hanioğlu, Young Turks, Encyclopedia of the Ottoman Empire, ό.π., 604-605. [12]

αυτό, άλλωστε, εστίες αντίδρασης αναπτύχθηκαν τόσο στο εξωτερικό όσο και σε αυτήν ακόμα την οθωμανική πρωτεύουσα. Ωστόσο, ο σφιχτός σουλτανικός έλεγχος μεσοπρόθεσμα εξάρθρωσε τις ομάδες αντίδρασης στην Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα κατόπιν της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος με την υποστήριξη της Μ. Βρετανίας και σε επικοινωνία με την «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου» τον Νοέμβριο του 1895 υπό τον Κιαμήλ πασά και μιας ακόμη προσπάθειας το 1896, η πρωτοβουλία πέρασε στους πυρήνες αντίδρασης του εξωτερικού. Παραμένοντας στην οθωμανική επικράτεια, οι νεότερες γενιές των μορφωμένων μουσουλμάνων, οι οποίες, προϊούσης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, είχαν τη δυνατότητα φοίτησης μαζικά στα αυτοκρατορικά δυτικού τύπου εκπαιδευτήρια, διαπίστωναν με απογοήτευση πως απέναντι στην ευνοιοκρατία του πατερναλιστικού συστήματος διέθεταν περιορισμένες δυνατότητες ανέλιξης κατά παρόμοιο τρόπο με τους νεαρούς αξιωματικούς, οι οποίοι υπόκειντο σε υψηλόβαθμα και πολιτικά έμπιστα στρατιωτικά στελέχη, τα οποία πολλές φορές υπολείπονταν σε ακαδημαϊκά προσόντα (alaylı). Βρίσκονταν, συνεπώς, «εκτός νυμφώνος» αναφορικά με τους προβιβασμούς, ενώ υφίσταντο καθυστερήσεις πληρωμών, ερχόμενοι πολλές φορές αντιμέτωποι με τις στασιαστικές ενέργειες των κακοπληρωμένων στρατιωτών τους. Η οξεία διάσταση εντός της μουσουλμανικής ελίτ σε επίπεδο γενιάς υπήρξε καθοριστική εν τέλει για την πρόσδεση της ζωηρότερης πτέρυγας στο νεοτουρκικό άρμα. Γι αυτό και η ιστοριογραφική έρευνα έχει καταδείξει πως στην πλειονότητά τους στα 1908 οι Νεότουρκοι ήσαν γόνοι οικογενειών της άρχουσας τάξης, συγγενείς ή και πατεράδες των οποίων κατελάμβαναν αξιόλογες αυτοκρατορικές θέσεις της. Τέλος, παρά τον ισλαμιστικό μανδύα του χαμιτικού καθεστώτος η επαναβεβαίωση κατά προτεραιότητα του εκκοσμικευμένου συμφραζόμενου στις νομικές, φορολογικές και εκπαιδευτικές ρυθμίσεις προκάλεσε δυσφορία στις τάξεις των Ουλεμά. 31 Τα εφαλτήριά τους ήσαν κατά βάση επαγγελματικής φύσεως, διεκδικώντας την επαναφορά των αποφοίτων των θεολογικών σχολών (medrese) στην ενεργό διοίκηση, από την οποία τους είχε εκπαραθυρώσει η νέα γραφειοκρατική τάξη. Κοινός παρονομαστής των παραπάνω και λοιπών ομάδων που δεν μνημονεύτηκαν υπήρξε η πίστη στην αναγκαιότητα επαναλειτουργίας του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Hanioğlu: «μοιράζονταν έναν κοινό εχθρό, όχι όμως και κοινή ατζέντα». 32 Η ομάδα που εν τέλει κατέστη ιδεολογικά κυρίαρχη παρά τις αρχικές οργανωτικές αδυναμίες και τους αλλεπάλληλους κλυδωνισμούς ήταν εκείνη που σφυρηλατήθηκε μεταξύ του αρχικού πυρήνα φοιτητών της Αυτοκρατορικής Ιατρικής Σχολής (Tibbiye), συγκροτούντος στα 1889 την «Εταιρεία για την Οθωμανική Ένωση», και στον διαμένοντα επί σειρά ετών στη Γαλλία θεωρητικό του κινήματος και κορυφαίο Οθωμανό διανοητή, Αχμέτ Ριζά. Η κοινή πλατφόρμα μετονομάστηκε 31 Ο Fortna και άλλοι ιστορικοί αμφισβητούν τον βαθμό περιθωριοποίησης των Ουλεμά στα εκπαιδευτικά ζητήματα, ενώ πράγματι σε όλα τα επίπεδα της αυτοκρατορικής εκπαίδευσης αναβαθμίστηκε ο μουσουλμανοκεντρικός της χαρακτήρας. Επίσης, ο συμβουλευτικός ρόλος του Σεϊχουλισλάμη και μερίδας των Ουλεμά σχετικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα αναβαθμίστηκε. Βλ. Fortna, C. Benjamin, Imperial Classroom: Islam, the State and Education in the Late Ottoman Empire, New York: Oxford University Press 2002, σ. 208-211. 32 Hanioğlu, Brief History, σ. 144-145. Hanioğlu, Young Turks in Opposition, σ. 8, 25-27, 50, 58-70. [13]

σε «Επιτροπή για την Οθωμανική Ένωση και Πρόοδο» (ΕΕΠ). Από την ίδρυσή της η «Επιτροπή» δεν ανέπτυξε αξιόλογες πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά, μετακινούμενη ιδεολογικά, συγκρότησε μεταξύ των ετών 1902-1908 ένα σαφές πλαίσιο με έντονα τουρκικά στοιχεία, αντιδυτικό πρόσημο και εργαλειοποίηση του Ισλάμ ως πρωτοεθνικού στοιχείου συσπείρωσης των μουσουλμάνων και δη των τούρκων υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, στη ρητορική του Ριζά γινόταν συστηματική χρήση του όρου «Τούρκος», επιβεβαιώνοντας τον στοχευμένο και περιοριστικό προσανατολισμό του κινήματος, που ανταποκρινόταν εν πολλοίς στις ανησυχίες των κατώτερων αξιωματικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τουρκική συνείδηση και προσλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερο εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Η ουσιαστική μετατόπιση σε σχέση με το πανισλαμιστικό προφίλ του χαμιτικού καθεστώτος αφορούσε την αντιμετώπιση ακόμα και των μουσουλμανικών μη τουρκικών επαναστατικών πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των Αλβανιστών, ως εγκληματικών σεπαρατιστικών δυνάμεων, στρεφόμενων κατά του κράτους. Σε αντιδιαστολή προς τον εκσυγχρονισμό ευρωπαϊκού τύπου για πολλούς προέβαλε το παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία το 1905 είχε επικρατήσει έναντι της Ρωσίας. Ήδη από το 1902 η συμμετοχή του συνασπισμού υπό τον Ριζά σε διεθνή φόρα κατέστησε σαφείς τις προθέσεις του και αποξένωσε το ευρωπαϊκό κοινό αίσθημα, που έως τότε έδειχνε να εμπιστευόταν τις φιλελεύθερες διακηρύξεις του νεοτουρκικού κινήματος. 33 Μάλιστα, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσής της το 1906 υπό τη διεύθυνση του Μπαχαεντίν Σακίρ, απόφοιτου της Ιατρικής Ακαδημίας (Tibbiye) και τέως προσωπικού γιατρού του δευτέρου τη τάξει πρίγκιπα-διαδόχου, η «Επιτροπή» προσέλαβε σταδιακά μιλιταριστικά χαρακτηριστικά. Ο Μπαχαεντίν, άνθρωπος με ισχυρή θέληση και οργανωτικές ικανότητες, αναδείχθηκε σύντομα σε ηγετική μορφή του κινήματος αμφισβητώντας τη μονοπωλούσα επιρροή του Ριζά. Σταδιακά, αποκατέστησε επικοινωνία με τα περιφερειακά παραρτήματα της ΕΕΠ στο Κάιρο και το Βουκουρέστι, καθώς και με τους σποραδικούς και ισχνούς νεοτουρκικούς θύλακες εντός της οθωμανικής επικράτειας. Η συμβολή του γιατρού ήταν ότι δεν επένδυσε στην θεωρητική και επιστημονική κατάρτιση του κινήματος, αλλά εξαρχής συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα για ανάληψη πολιτικής δράσης. Ως αποτέλεσμα των οργανωτικών του προσπαθειών σε σύντομο χρονικό διάστημα επετεύχθη η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου ενεργών πυρήνων, οι οποίοι ανάλογα με την τοποθέτηση εντός ή έξω από την οθωμανική επικράτεια ήταν σε θέση είτε να συγκροτούν παραστρατιωτικά σώματα εθελοντών είτε να συγκεντρώνουν πόρους για λογαριασμό της «Επιτροπής». Με την καθοδήγηση του Μπαχαεντίν η ΕΕΠ εξελίχθηκε μεσοπρόθεσμα σε ακτιβιστική οργάνωση με ευρύ δίκτυο παραρτημάτων. 34 Σημείο καμπής για τη διείσδυση στην οθωμανική επικράτεια και την ενίσχυση του μιλιταριστικού της χαρακτήρα υπήρξε η απορρόφηση της «Επιτροπής για την Οθωμανική Ελευθερία» της Θεσσαλονίκης το 1907, η οποία εφεξής λειτουργούσε ως 33 Hanioğlu, Preparation, σ. 40, 47, 177-178. Hanioğlu, Young Turks in Oppostion, σ. 199. 34 Hanioglu, Brief History, σ. 147-148. Hanioğlu Preparation, σ. 48, 152. [14]

προμετωπίδα του κινήματος. Ιδιαίτερα με την εξασφάλιση δεύτερου παραρτήματος στο Μοναστήρι αναδείχθηκαν οι ιδεολογικές συγγένειες της Κεντρικής Επιτροπής με μερίδα νεαρών αξιωματικών, οι οποίοι ερχόμενοι αντιμέτωποι με χριστιανικά αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία είχαν διαμορφώσει και αυτοί μια εντονότερα «τουρκική» ιδεολογία. Για τη σκληροπυρηνική ομάδα των Νεότουρκων το Σύνταγμα είχε απλά συμβολική σημασία και σηματοδοτούσε την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Αρκετοί ήλπιζαν πως το Σύνταγμα θα συνέβαλε στην απονεύρωση των εθνικισμών. Κατά κύριο λόγο, ωστόσο, θα εξυπηρετούσε τη σκοπιμότητα αποφυγής ενδεχόμενης εξωτερικής επέμβασης. Σε αυτό το πλαίσιο καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για σύμπραξη με όσο το δυνατόν περισσότερα μη μουσουλμανικά στοιχεία (Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρωμιοί, ένοπλα σώματα Αλβανών και IMRO, Κουτσοβλάχοι,), προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση ενός υπερεθνικού κινήματος. Ως εκ τούτου, και η ρητορική του κινήματος ποίκιλε ανάλογα με την εκάστοτε ομάδα προσέγγισης. 35 Στο νεοτουρκικό στρατόπεδο κύριο ιδεολογικό αντίπαλο συνιστούσε η παράταξη του πρίγκιπα Σαμπαχεντίν, η οποία αποτιμούσε με θετικό τρόπο διαχρονικά τις παρεμβάσεις των Δυνάμεων και ως εκ τούτου προσέβλεπε στην έξωθεν συνδρομή για την ενορχήστρωση πραξικοπήματος. Στο πλαίσιο του εξευμενισμού των ευρωπαϊκών κρατών και της αποφυγής δυναμικών παρεμβάσεων συγκαταλεγόταν και η επιδίωξη συνεργασίας με τα μη μουσουλμανικά οθωμανικά στοιχεία, με ιδιαίτερη έμφαση στην εργαλειοποίηση του αρμενικού ζητήματος, δεδομένης της ευρωπαϊκής «ευαισθησίας» γι αυτό. Ως εκ τούτου, κατεβλήθη συστηματική προσπάθεια για τον προσεταιρισμό μη μουσουλμανικών ακτιβιστικών οργανώσεων. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, στην οποία, όπως και παλαιότερα είχε εμπλοκή και ο Τόσκης Ισμαήλ Κεμάλ, ο πρίγκιπας Σαμπαχεντίν αναδιοργάνωσε το κίνημα ιδρύοντας το 1905 τη «Λίγκα Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας και Αποκέντρωσης». Με σαφή αγγλόφιλο προσανατολισμό η υιοθέτηση του αποκεντρωμένου μοντέλου διοίκησης για την απονεύρωση των εθνικισμών και ως εγγυητή της προόδου κατά το βρετανικό πρότυπο υπήρξε μάλλον αναπόφευκτη, διατηρώντας στο ακέραιο το δόγμα του Οθωμανισμού. Κύριος συνεργάτης της ο «Λίγκας» υπήρξε η αρμενική οργάνωση ARF, η οποία ενίοτε συμπλήρωνε τις οργανωτικές της αδυναμίες και την απουσία εκτεταμένης δικτύωσης. Συγκεκριμένα, δραστηριοποιήθηκαν από κοινού σε ενέργειες υπόθαλψης στάσεων στην Ανατολία την περίοδο 1906-1907. Παρά ταύτα, ο Σαμπαχεντίν παρέμεινε περισσότερο θεωρητικός και δεν αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα των παραγόντων του στρατού για την επίτευξη του στόχου του. Στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικοί ήσαν στην πλειοψηφία τους αντιιμπεριαλιστές και κατά συνέπεια αντικείμενοι στην υπόθαλψη βρετανικής επέμβασης, αλλά και οι ιδέες περί αποκεντρωμένης διοίκησης τους προξενούσαν αρνητικές συνδηλώσεις, λαμβανομένου υπόψη και του προηγούμενου των επαρχιών της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Κρήτης. Αντίθετα, στους κόλπους 35 Hanioglu, Preparation, σ. 48. Hanioglu, Young Turks in Opposition, σ. 31-32. [15]

της ΕΕΠ η σπουδαιότητα των στελεχών του στρατού έγινε σχετικά άμεσα αντιληπτή. 36 Η επίδραση του Μπεκτασισμού Η ειδική αναφορά στον Μπεκτασισμό κρίνεται σκόπιμη χάριν των θρησκευτικών καταβολών του Ταχσίν και της σημασίας του στην τοσκική κοινωνία. Παράλληλα, ο αλβανικός Μπεκτασισμός είναι συνυφασμένος με την καλλιέργεια της αλβανικής εθνικής ιδέας, αλλά και με την ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας με την «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου». Ο Μπεκτασισμός, μολονότι ως αρχή του αναγνωρίζει το Σιϊτικό Ισλάμ, στην πραγματικότητα συνιστά αμάλγαμα δοξασιών και φιλοσοφικών πεποιθήσεων. Πρόκειται για «ένα κίνημα, μια ιδεολογία, ένα θρήσκευμα και ένα τρόπο ζωής των ατόμων, που είναι ενταγμένα στο δερβισικό τάγμα, το οποίο τηρεί τη μυστική διδασκαλία του Χατζή Μπεκτάς», ενός εκ των σημαντικότερων μουσουλμάνων μυστικιστών του 13 ου αιώνα που δραστηριοποιήθηκε στην Ανατολία. 37 Στην πορεία το τάγμα γνώρισε πολλές επιδράσεις από χριστιανικές, ως επί το πλείστον, διδασκαλίες και πρακτικές προκειμένου να προσελκύσει τους βαλκανικούς πληθυσμούς. Στον αλβανικό χώρο ο Μπεκτασισμός γνώρισε διάδοση κυρίως από τα μετακινούμενα δερβισικά τάγματα που συνόδευαν και ενίοτε προπορεύονταν των οθωμανικών κατακτήσεων, δεδομένου ότι κατά τους πρώτους οθωμανικούς αιώνες επιστρατεύονταν συστηματικά από την Πύλη και έχαιραν της ανοχής των επίσημων διδασκάλων του σουνιτικού Ισλάμ (Ουλεμά). Κατά μια έννοια, συνιστούσε μια φιλελεύθερη εκδοχή της μουσουλμανικής θρησκείας, στοιχείο που τον καθιστούσε δημοφιλή μεταξύ των χριστιανών των Βαλκανίων. Βασικές αρχές της μπεκτασικής ιδεολογίας αποτελούσαν η αλήθεια, η γνώση και ο νόμος (sharia), με τη διατήρηση, παράλληλα, ενός έντονα κοινωνικού πρόσημου η παρουσία τεκέ ήταν ευεργετική για όλη την κοινότητα, συνδεόταν με την καλλιέργεια της γης και με πράξεις φιλανθρωπίας. Ο Μπεκτασισμός γνώρισε διάδοση και με την εφαρμογή της πρακτικής του παιδομαζώματος, καθώς αποτέλεσε το όχημα για τον εξισλαμισμό των νεοσύλλεκτων, και αναδείχθηκε ως το επίσημο σουφικό τάγμα των Γενιτσάρων. Μάλιστα, τον 16 ο αιώνα για πρώτη φορά επικεφαλής του τάγματος ανέλαβε ένας Αλβανός με καταγωγή από το Τέτοβο. 38 Εντούτοις, με τη σταδιακή ενίσχυση της αυτοκρατορικής εξουσίας ο Μπεκτασισμός από παράγοντας οθωμανοποίησης άρχισε να αντιμετωπίζεται ως περιθωριακό στοιχείο. Μάλιστα, στο δεύτερο μισό του 18 ου και στις αρχές του 19 ου 36 Hanioğlu, Brief History, σ. 145-146. Hanioğlu, Preparation, σ. 3, 82-129. Haniοğlu, Young Turks, ό.π., 605. 37 Ευστράτιος Ζεγκίνης, Ο Μπεκτασισμός στα Βαλκάνια, Θεσσαλονίκη: Σύλλογος Αποφοίτων και Σπουδαστών της Σχολής Βαλκανικών Γλωσσών του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 1996 σ. 4-5. 38 Memli Sh. Krasniqi-Armend Mehmeti, Bektashi, Cultural Heritage and Albanians, στο: Zeynep Iskefiveli, Bilal Çelik, Serkan Yazıcı (επιμ.), Türk Tarihinde Balkanlar, Serdivan: Sakarya University 2013, 383-385. Vickers, ό.π., σ. 22-23. [16]