ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ, ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΑΣΟΣ



Σχετικά έγγραφα
ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ Έγκαιρη ειδοποίηση, Σχεδιασμός, Αντιμετώπιση

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

Εργαλεία του Πολεοδοµικού Σχεδιασµού ΓΠΣ - ΣΧΟΟΑΠ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

Σκοπός και έργο της Ειδικής Επιτροπής/Παρατηρητηρίου Ανασυγκρότησης

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο: πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

Οι Συμπράξεις Δημοσίου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) σε έργα αστικού περιβάλλοντος

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ΦΟΡΟΥΜ III: ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ (Οµάδα Εργασίας: Π. Ζέϊκου, Κ. Νάνου, Ν. Παπαµίχος, Χ. Χριστοδούλου)

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Η περιοχή του ήµου Μενεµένης βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Πολεοδοµικού Συγκροτήµατος

Θέσεις για το Σχέδιο Νόμου(ΣΝ) «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής»

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ»

Η Περιβαλλοντική Πολιτική Στην Ελλάδα Μέσα Από Το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Εύη Τζινευράκη Δικηγόρος

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο

Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους:

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Άρθρο..

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

ΘΕΜΑ: «Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου του Υ.Π.Ε.Κ.Α. «Δασικά Οικοσυστήματα: ορισμοί, μέτρα προστασίας, ανάπτυξης & διαχείρισης»» ΣΧΕΤ.

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

B Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ( )

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

5 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών

Ταδάσηκαλύπτουντοένατρίτοτουεδάφους της γης. Σχηµατίστηκαν πριν από 350 εκατοµµύρια χρόνια ως διαρκής µορφή βλάστησης µε πλούσια παραγωγή βιοµάζας

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

Εισήγηση: Προκλήσεις για τους Χωροτάκτες στην Σηµερινή Συγκυρία

Eκτίμηση πλημμυρικού κινδύνου πριν και μετά από πυρκαγιά

Χωρικός Σχεδιασµός & Αρχιτεκτονική. Τάκης ούµας Αρχιτέκτονας Μηχανικός

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΚΤΩΝ (ΣΕΠΟΧ)

Διορατικότητα Ερευνητικό κέντρο καινοτομίας ανάπτυξης και προστασίας

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού

Ενότητα 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ [ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ] 1.1. ΓΕΝΙΚΑ ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΊΝΑΙ: ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΗ ΔΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις

ΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Πράσινο φως για τη σωτηρία των δασών. Παγκόσµιο έτος ασών το 2011 και η Ελλάδα ξεκινά την κύρωση των δασικών χαρτών της.

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Νέο υπόδειγμα σχεδιασμού με στόχο: Την προσέλκυση «στρατηγικών επενδύσεων» Την «αξιοποίηση» της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου

Απογραφές Γεωμετρικό μοντέλο Γραμμικό μοντέλο

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Georgios Tsimtsiridis

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

ενεργειακό περιβάλλον

Ανάρτηση και αντίρρηση επί των Δασικών Χαρτών

Πολιτική Προστασία : μόνιμη προτεραιότητα σχεδιασμού, διαρκής ανάγκη επικαιροποίησης. ή διαφορετικά. ή σχέση τής Πολιτικής Προστασίας μέ τήν ανάπτυξη

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ WWF ΕΛΛΑΣ

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

Ανάρτηση και αντίρρηση επί των Δασικών Χαρτών

Ανάρτηση και αντίρρηση επί των Δασικών Χαρτών

Συγκρούσεις μικτών χρήσεων κατοικίας και δασικών περιοχών

ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ: Πρόληψη & καταστολή

ΠΕΠ ΑΝ. ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Διαμόρφωση ολοκληρωμένου πλαισίου δεικτών για την παρακολούθηση (monitoring) της εξέλιξης των οικιστικών δικτύων

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΑ ΔΑΣΗ ΜΑΣ ΣΧ. ΕΤΟΣ

Η Πρόκληση της Ανταγωνιστικότητας Η Εκθεση για την Παγκόσµια Ανταγωνιστικότητα,

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Αναστασία Στρατηγέα. Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Δρ. Ε.Μ.Π., Μέλος Ε.Δ.Ι.Π. Ε.Μ.Π.

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2013

Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ειδικά Πλαίσια για. Βιομηχανία

ΘΕΜΑ : Προσδιορισμός του εισοδήματος που αποκτάται από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολόγηση αυτού

Τα ΕΧΣ ως εργαλεία προσέλκυσης επενδύσεων, αστικής ανάπλασης και περιβαλλοντικής προστασίας (ν. 4269/14 όπως τροποποιήθηκε με τον ν.

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την. Προτάσεις για το μέλλον

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

5000 Γεωµετρικό µοντέλο 4500 Γραµµικό µοντέλο

ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Σελ. 1

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΨΑΘΟΠΥΡΓΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΡΙΟΥ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ

Αειφορία και σύγχρονες τάσεις (αειφορικής) διαχείρισης των δασών

Η παραθεριστική κατοικία. στην Ελλάδα

1. Οικονοµική Κοινωνική και πολιτική διάσταση και πολεοδοµικός σχεδιασµός

Βιομηχανικά Ατυχήματα Μεγάλης Έκτασης και Σχεδιασμός Χρήσεων Γης

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

ΜΑΘΗΜΑ : ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α ΓΠΣ - ΠΜ

Πληρ.: Κ. Κιτσάκη Αριθμ.Πρωτ: 395 Τηλ , Αγρίνιο

ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣ

Χωρικός Σχεδιασμός Βιώσιμη ανάπτυξη. Η πολεοδομική μεταρρύθμιση στα πλαίσια του ν. 4269/2014 όπως αντικαταστάθηκε με το ν.

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Ο στόχος αυτός είναι σε άμεση συνάρτηση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, και συγκεκριμένα την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής μέσω:

Η εξέλιξη στις καμπύλες ενοικίου μετά την αναβάθμιση της κεντρικής υποβαθμισμένης περιοχής στην πόλη

ΑΠΟΦΑΣΗ. 4. Την Α.Π /ΕΥΣ 1749/ Υπουργική Απόφαση Συστήματος Διαχείρισης, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει.

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

Transcript:

1 ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ, ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΑΣΟΣ Καλλιόπη Σαπουντζάκη Επίκουρη Καθηγήτρια, Τµήµα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο 1. Εισαγωγή Τα εναποµείναντα δάση, ίσως να αποτελούν σήµερα την πλέον φυσική ή λιγότερο επηρεασµένη από την ανθρώπινη δραστηριότητα γεωγραφική οντότητα του χερσαίου χώρου. Γι αυτό το λόγο είναι προικισµένα µε διαθεσιµότητες, πόρους, πλεονεκτήµατα και εν δυνάµει περιβαλλοντικές υπηρεσίες που ως ζητούµενα πλέον κατέχουν υψηλή θέση στην ατζέντα των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών. Τα δάση αναδεικνύονται σήµερα σε «σκοτεινό» ή «φωτεινό» αντικείµενο του πόθου οικοδοµικών συνεταιρισµών, επιχειρηµατιών του τουρισµού και καταπατητών-οικοπεδοφάγων από τη µια πλευρά αλλά και φυσιολατρών, οικολόγων, περιπατητών, παραθεριστών, δασολόγων και φορέων δασοπροστασίας, αστών σε αναζήτηση καθαρού και φυσικού περιβάλλοντος κατοικίας, εκδροµέων του Σαββατοκύριακου, φανατικών οπαδών των χειµερινών σπορ και της περιπέτειας κοκ. Τα δάση βρίσκονται λοιπόν στο επίκεντρο των σχεδίων (ίσως και των οραµάτων) πολυάριθµων κοινωνικών οµάδων, φορέων και ιδιωτών αλλά από ποικίλες οπτικές γωνίες µε συγκρουόµενες συχνά ή αµοιβαία αναιρούµενες σκοπιµότητες. Η εισβολή των ανθρώπων, των δραστηριοτήτων και των εγκαταστάσεων τους στα δάση δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούριο. Στη διεθνή βιβλιογραφία µέχρι τη δεκαετία του 80 επαναλαµβανόταν ότι ο άνθρωπος έχει οικολογικό δικαίωµα να επεκταθεί και να αναπτυχθεί πολιτιστικά καίοντας, εκχερσώνοντας και εποικίζοντας τη δασική γη (Cutler 1988, Λογοθέτης 1965). Ο Παπαγιαννόπουλος το 1986 έγραφε σχετικά µε τον ελληνικό δασικό χώρο και τις απειλές που δεχόταν από τις πυρκαγιές και τις άλλες ανθρωπογενείς πιέσεις: «Ο πληθυσµός της χώρας χρειάζεται ζωτικό χώρο, εποικιστική γη και όταν δεν του παρέχεται µε πολιτική οξυδέρκεια τον κατακτά µε φωτιά και τσεκούρι». Η παρουσίαση που ακολουθεί επιχειρεί να δείξει ότι πίσω από το ελληνικό πρόβληµα των δασικών πυρκαγιών κρύβονται σχεδιασµοί (ή ασχεδίαστες επεµβάσεις) για την Κοινωνική Ανάπτυξη, τη ασοπροστασία και τη Χωροταξία που δεν συµβάδισαν µε τα κατά καιρούς µεταβαλλόµενα κοινωνικά και οικολογικά αιτήµατα. Επιχειρεί ακόµη να δείξει ότι αυτό το τρίπτυχο των σχεδιασµών υπήρξε πάντοτε εσωτερικά αντιφατικό, ακόµη περισσότερο επειδή στον πόλεµο των στόχων και των επιδιώξεων ενεπλάκησαν οικοδοµικοί συνεταιρισµοί, κοινωφελείς επιχειρήσεις, η ΤΑ, επαγγελµατικές συντεχνίες, ιδιοκτήτες γης, πολιτικά κόµµατα, αντιπολιτευτικές οµάδες κοκ. Στα επόµενα αναλύονται διαχρονικά οι πολιτικές και οι σχεδιασµοί για την Ανάπτυξη, τα άση και τη Χωροταξία,

2 κυρίως όσον αφορά στην ανταπόκρισή τους στα προτάγµατα των καιρών και στις µεταξύ τους σχέσεις που ως επί το πλείστον ήταν σχέσεις σύγκρουσης και αλληλο-υπονόµευσης. 2. ασική Πολιτική: Εµµονή στη ασική Ανάπτυξη και Οµφαλοσκοπισµός Το βασικό σλόγκαν της ασικής Πολιτικής παρέµεινε για δεκαετίες αµετάβλητο: ασική Ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασµα του Παπαγιαννόπουλου (1995) (βλέπε επίσης Μακρής 1968 και Στάµου 1982): «Η ασική Πολιτική της Χώρας µας επιδόθηκε από το 1954 και µετά σε δασική ανάπτυξη µε τους εξής τρεις στόχους: ποσοτική και ποιοτική βελτίωση του ξυλαποθέµατος και επέκταση της συνολικής δασικής επιφάνειας. Έκτοτε πέρασε κοντά µισός αιώνας και το αποτέλεσµα είναι ότι η συνολική δασική επιφάνεια από 57,5 εκατ. στρ. τότε µε συνολικό κορµικό όγκο 148,1 εκατ. µ3 έφτασε το 1985 τα 65,1 εκατ. στρ. µε συνολικό κορµικό όγκο 154,8 εκατ. µ3. Η παραπάνω ανάπτυξη ήταν φυσικά αναµενόµενη από την ένταξη στο δασικό ιστό µέχρι και το 1971 περίπου 6,2 εκατ. στρ. οριακών χωραφιών µετά την εγκατάλειψη της καλλιέργειάς τους από τους ιδιοκτήτες τους». Αλλά και άλλοι συγγραφείς από το δασολογικό κόσµο της χώρας έχουν σχολιάσει κριτικά την εµµονή της ασικής Πολιτικής µέχρι σήµερα σε ποσοτικά ζητήµατα όπως είναι το πόσες πιστώσεις απορροφώνται κάθε χρόνο, το πόσα χιλιόµετρα δασικοί δρόµοι κατασκευάζονται και πάνω απ όλα το πόσα κυβικά µέτρα δασικών προϊόντων παράγονται, την ίδια στιγµή που οι ανάγκες πλέον εντοπίζονται στη συµβολή των δασών κατά της διάβρωσης και απώλειας των εδαφών, υπέρ της προστασίας των αποθεµάτων νερού, ως ασπίδας κατά των ρύπων, ως παράγοντα µείωσης των αερίων του θερµοκηπίου, ως παράγοντα µείωσης των αερίων του θερµοκηπίου, ως παράγοντα καθοριστικού για την αισθητική του τοπίου και την ποιότητα ζωής, ως περιβάλλοντος για αναψυχή και χαλάρωση κοκ. (Γκεβρέκης 1995). Έτσι η δασική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε µέχρι το έτος 1985 τουλάχιστον που καταγράφει ο Παπαγιαννόπουλος δεν ήταν επίτευγµα της ασικής Πολιτικής αλλά συνέπεια κυρίως των γενικότερων κοινωνικοοικονοµικών µεταβολών στη χώρα, που προκάλεσαν την απόσυρση των οριακών αγροτικών γαιών. Όπως µάλιστα αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας (1995): «η όποια δασική ανάπτυξη προέκυψε δεν είχε οµαλό τοκετό, αλλά επιτεύχθηκε µέσα από έναν ανελέητο πυροπόλεµο, που τραυµάτισε καίρια την ποιότητα του ξυλαποθέµατος..» Όµως αυτή η δασική ανάπτυξη οδήγησε σε ανατροπή της αειφορίας χρήσης των δασών, που µε τη σειρά της συνέβαλε στην έκρηξη των πυρκαγιών. Έτσι λοιπόν η όποια δασική µεγέθυνση στηρίζεται από καιρό στην επέκταση του δάσους σε χωράφια. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται ο Παπαγιαννόπουλος, η ασική Πολιτική από τη δεκαετία του 60 θα έπρεπε να αναδιατάξει τους στόχους της προς την ποσοτική συντήρηση του κεκτηµένου

3 δάσους και τη βελτίωση της ποιότητάς του, αφού στα τέλη της δεκαετίας του 60 το ελληνικό δάσος είχε πετύχει συνθήκες αειφορίας (που θα πει συνθήκες σταθερών απωλειών, σταθερού ξυλοκεφαλαίου και σταθερών καρπώσεων). Αντ αυτών η εµµονή στους παλιούς στόχους αύξηση κατά ποσότητα, ποιότητα και έκταση- οδηγεί σε διαρκή συσσώρευση ληµµάτων τόσο στα υψηλά δάση (αδράνεια υλοτοµιών) όσο και στα αναδασωµένα χωράφια (αποτέλεσµα της δέσµευσης των υλοτοµιών λόγω αµφισβήτησης ιδιοκτησίας) και άρα σε αύξηση ξυλαποθέµατος και µείωση της ποιότητάς του λόγω πυρκαγιών. Το χειρότερο όµως απ όλα είναι ότι η πολιτική αυτή εξέθρεψε την εχθρότητα της ελληνικής κοινωνίας προς το δάσος αφού πέρασε προς αυτήν το µήνυµα ότι φταίει η δασική βλάστηση που δεν λύνονται οι «οικιστικές της ανάγκες». Ποµπός αυτού του µηνύµατος ήταν διατάξεις που ενσωµατώθηκαν για πρώτη φορά στη ασική Νοµοθεσία το 1971 και ανήγαγαν έµµεσα σε «ποινικά κολάσιµη πράξη» τη δηµιουργία δασικής βλάστησης σε χωράφια, αφού αυτή η δασική βλάστηση επέσυρε κατόπιν τη γενική απαγόρευση χρήσης (γεωργικής, οικιστικής κλπ) στα αναδασωµένα αυτά χωράφια. Οι νέες αυτές διατάξεις ήταν ακόµη πιο επιβαρυντικές για τις περιπτώσεις όπου τα χωράφια δεν είχαν τίτλους ιδιοκτησίας και θεοποίησαν το δικαίωµα χρησικτησίας του δηµοσίου, µπλέκοντας έτσι σε ατέρµονες δίκες και το ίδιο το δηµόσιο αλλά και ιδιώτες, που δεν ήταν οπωσδήποτε καταπατητές ή υποκινούµενοι από δόλια κίνητρα. Οι δασολόγοι που επί δεκαετίες στήριξαν αυτές τις διατάξεις πίστεψαν ότι υπηρετούσαν δύο θεµιτούς στόχους: (α) τη δασική ανάπτυξη µε γρήγορους ρυθµούς και (β) την κατοχύρωση της περιουσίας του ελληνικού δηµοσίου. Ωστόσο, κάποιοι ισχυρίζονται ότι το εγχείρηµα εξελίχθηκε σε αρπαγή µεγάλου τµήµατος της ιδιοκτησίας των οριακών γεωργών (από τα ασθενέστερα στρώµατα της χώρας) και σε παραβίαση της θεµελιώδους αρχής της αειφορίας των καρπώσεων (Παπαγιαννόπουλος 1995). Πάντως η µεγαλύτερη αποτυχία της παραπάνω φιλοσοφίας (στο βαθµό που αυτή εξακολουθεί να ισχύει στις µέρες µας) είναι ότι αντιµετωπίζει το δασικό οικοσύστηµα αυτόνοµα και ανεξάρτητα από το κοινωνικό σύστηµα. Η σηµασία της δηµιουργίας µιας σχέσης αλληλο-υποστήριξης των δύο συστηµάτων (ή ορθότερα υποσυστηµάτων) για την επιβίωση / αειφορία αµφότερων αναγνωρίζεται πλέον διεθνώς τόσο βιβλιογραφικά όσο και ερευνητικά. Το ζητούµενο της αδιάσπαστης ενότητας των οικοσυστηµάτων (εν προκειµένω των δασικών) µε τα κοινωνικά συστήµατα προς το σκοπό της αειφορίας του συνόλου αποδίδεται µάλιστα στη σύγχρονη αγγλοσαξονική βιβλιογραφία µε τον όρο Sustainability of Human-Ecological Systems. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση δεν είναι καινούρια. Στο Εθνικό Συνέδριο Προστασίας της Φύσεως (Αθήνα 2-4/11/1970) διατυπώθηκε από τον εισηγητή Μαργαρόπουλο το εξής προφητικό σχόλιο:

4 «Η τεχνική ιαχείρισις των υφιστάµενων φυσικών δασών ως και η ίδρυσις νέων τοιούτων, πρέπει να ακολουθήσουν τις αρχές της οικολογίας και δη όχι απλώς της δασικής οικολογίας, αλλά της γενικής τοιαύτης του περιβάλλοντος, συµπεριλαµβανοµένου και του ανθρώπου. Καθ ό µέτρον η κοινωνία µας αναπτύσσει τις απαιτήσεις της από το δάσος, ο σχεδιασµός της διαχείρισης οφείλει να προσαρµόζεται προς τις κοινωνικές ανάγκες». Την φιλοσοφία λοιπόν της ασικής Πολιτικής µέχρι το Σύνταγµα του 75 αλλά και µετά από αυτό διέπει η επιδίωξη της υπερπροστασίας του δάσους (Ντούρος 2007) µε υποκατανάλωση και ταχύρρυθµη δασική ανάπτυξη-, της συσσώρευσης ξυλαποθέµατος αντί της αειφορίας και της χωροταξικής µεγέθυνσης. Η µεγέθυνση αυτή πράγµατι επήλθε, κυρίως όµως µε πόλεµο του Κράτους κατά των ιδιοκτητών οριακής αγροτικής γης, µε κοινό τόπο την έκδοση Πρωτοκόλλων ιοικητικής Αποβολής για διακατοχικές πράξεις γενικά επί δασικού εδάφους, µε πυροπόλεµο στα δασικά οικοσυστήµατα της χώρας (ανοδική πορεία τόσο των καµένων εκτάσεων όσο και του αριθµού των πυρκαγιών) µε ανεξέλεγκτη οικιστική αυθαιρεσία, µε απουσία του χωροταξικού σχεδιασµού και µε την εκκόλαψη δυσφορίας, καχυποψίας και εχθρότητας των πολιτών και συχνά των ασθενέστερων οµάδων έναντι των κρατικών πολιτικών. Στο Σύνταγµα του 75 (άρθρα 24 και 117) αλλά και στους δασικούς νόµους και τις εθνικές απογραφές δασών που ακολούθησαν εµφυλοχωρούν επίσης η σύγχυση των ορισµών του δάσους (και της δασικής έκτασης) που παραπαίουν ανάµεσα στο δασοπονικό και τον υλοχρηστικό ορισµό, την εννοιολογική αλληλοεπικάλυψη των δασικών ορισµών και ταξινοµήσεων µε άλλους/ες που αφορούν σε ταξινοµήσεις εδαφοκάλυψης και χωροταξικών χρήσεων γης καθώς και χωροταξικά δόγµατα, όπως πχ ότι δάσος και κατοικία είναι ασύµβατες χρήσεις (Καϊλίδης 1991, Παπαγιαννόπουλος 1991, 1993, 1994). Σήµερα γνωρίζουµε καλά ότι το χωροταξικό αυτό δόγµα γελοιοποιήθηκε στην πράξη, συνθήκη που συνιστά την πλέον εύγλωττη ίσως έκφραση της παραβατικότητας της ελληνικής κοινωνίας. Μετά το Σύνταγµα του 75 «οι κοινωνικές ανάγκες» που ασκούν πιέσεις προς το δάσος µεταβλήθηκαν. Καθώς η γρήγορη αστικοποίηση και η πυκνή και ανοργάνωτη δόµηση στα µεγάλα αστικά κέντρα δηµιούργησαν δύσκολες συνθήκες διαβίωσης αρχίζει το κυνήγι της δεύτερης εξοχικής κατοικίας, που συµβαδίζει µε την βελτίωση των εισοδηµάτων, τα κατασκευαστικά συµφέροντα και τη διείσδυση του µοντέλου της αστικής γαιοπροσόδου σε κάθε γωνιά της υπαίθρου. Οι νέες συνθήκες συνδέονται µε νέο κύµα δράσης των οικοδοµικών συνεταιρισµών σε παραλιακές δασικές εκτάσεις και πευκοδάση. Ο Γ. Ντούρος (1989) σηµειώνει σχετικά: «Τους οικοδοµικούς συνεταιρισµούς δηµιούργησε και υπέθαλψε το κέρδος από την υπεραξία της οικοπεδοποιηµένης δασικής γης και όχι πάντα πραγµατικές οικιστικές ανάγκες. Η παρουσία οικισµών δεύτερης κατοικίας που δηµιουργήθηκαν µέσω συνεταιρισµών µέσα στα δάση είναι ακόµη

5 καταστρεπτικότερη και από αυτές τις πυρκαγιές, γιατί στις εκτάσεις που καίγονται υπάρχει πάντα κάποια δυνατότητα φυσικής ή τεχνητής αναδηµιουργίας δάσους». Το νέο κύµα οικιστικών πιέσεων κατευθύνεται προς τα περιαστικά και τα παραλιακά δάση καθώς και τις τουριστικές περιοχές και µε δεδοµένο ότι δείχνει «λιγότερο παράνοµο» και οικονοµικά συµφερότερο να µετατραπεί το δάσος σε γεωργική γη και µετέπειτα σε άλλης χρήσης, αυτές οι περιοχές µεταµορφώνονται σταδιακά σε ένα ρευστό µωσαϊκό γης, συνεχώς µεταβαλλόµενο σε βάρος της δασικής και κυρίως της γεωργικής επιφάνειας (ΕΜΠ 1995). Το πόσο αυτές οι πιέσεις αντιπροσωπεύουν πραγµατικές κοινωνικές ανάγκες για βελτίωση της ποιότητας και των επιλογών της ζωής και σε ποιο βαθµό κερδοσκοπία πάνω στη γη ή πλουτισµό / οικονοµική εξασφάλιση µέσω της ανάλωσης / εξάντλησης πολύτιµων ανανεώσιµων πόρων που είναι ταυτόχρονα δηµόσια περιβαλλοντικά αγαθά, είναι ένα ανοικτό ερώτηµα. Ένα ερώτηµα όµως που αφορά στη µεταβαλλόµενη σηµασία και το περιεχόµενο της κοινωνικής ανάπτυξης, κατά συνέπεια ένα ερώτηµα που δεν απαντάται από τη ασική Πολιτική αλλά συνδέεται µε τα προτάγµατα και τα προγράµµατα της ανάπτυξης όπως αυτά ζυµώνονται στις Κοινωνίες των Πολιτών και τους θεσµούς τους. Εκ των πραγµάτων λοιπόν οι στόχοι της ασικής Πολιτικής έχουν να αντιµετωπίσουν ως σύµµαχο στο πλευρό τους ή ως πολέµιο και υπονοµευτή τους (µάλλον το δεύτερο) τις αντιλήψεις, τις επιδιώξεις και τα πολυάριθµα πλάνα ανάπτυξης τόσο τα δηµόσια όσο και τα ιδιωτικά, πάντως αυτά που σχετίζονται µε το δασικό χώρο. Εδώ αναπόφευκτα θα πρέπει να ανοίξουµε τα ζητήµατα και τα ερωτήµατα τα σχετικά µε την περιβαλλοντική δικαιοσύνη: Το δάσος πρέπει να προστατεύεται ως αυταξία ή σε σχέση µε τις ανάγκες των ανθρώπινων κοινωνιών; Και µάλιστα σε σχέση µε ποιες από αυτές τις ανάγκες, τις ανάγκες της επιβίωσης, της βελτίωσης της ποιότητας ζωής ή της οικονοµικής προόδου και µεγέθυνσης; Ακόµη και αν συµφωνήσουµε υπέρ των αναγκών της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, πως την εννοούµε ως κατοίκηση µέσα στο δάσος ή ως εξασφάλιση δυνατότητας για αναψυχή στη φύση; Οι ατοµικές επιδιώξεις βελτίωσης της ποιότητας ζωής νοµιµοποιούνται να υπονοµεύουν δηµόσια περιβαλλοντικά αγαθά και υπηρεσίες και εν γένει το δηµόσιο συµφέρον (πχ τη δηµόσια υγεία, την ποιότητα της ατµόσφαιρας στις πόλεις, το ρυθµιστικό ρόλο του κλίµατος σε τοπικό και παγκόσµιο επίπεδο, ακόµη και τη δηµόσια περιουσία); Από την άλλη νοµιµοποιείται η όποια Πολιτεία να ανακόψει τους ατοµικούς σχεδιασµούς για βελτίωση της ποιότητας ζωής, όταν µάλιστα µια τέτοια παρέµβασή της προσκρούει στην ισότητα των πολιτών και τις ίσες ευκαιρίες αφού κάποια ευνοηµένα στρώµατα του πληθυσµού διαθέτουν ήδη κατοικία κοντά ή µέσα σε δάση; Όπως και να έχει το ζήτηµα φαίνεται πως καλή ή αν θέλετε πετυχηµένη ασική Πολιτική είναι µόνο εκείνη που συνδιαλέγεται µε τον αναπτυξιακό

6 και χωροταξικό σχεδιασµό και που έχει επιτύχει κάποιο είδος συντονισµού µε τις ποικίλες κοινωνικές ανάγκες. Ωστόσο η δασική Πολιτική που εφαρµόστηκε µέχρι σήµερα χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, παραµένει ουραγός των εξελίξεων και δεδοµένων των µεγάλων χρόνων της δασοπονίας αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο εξελισσόµενο πλέγµα των πιέσεων. Με τον υπερπροστατευτισµό που την διέκρινε για τις κάθε είδους δασικές εκτάσεις, αντιπαρατέθηκε εξ ορισµού και συχνά αβάσιµα σε κάθε µη δασική οικονοµική και αναπτυξιακή επιδίωξη, συνθήκη που οδήγησε στην αυτόυπονόµευσή της και σε σχέσεις αµοιβαίας εχθρότητας και καχυποψίας µε µεγάλο µέρος της ελληνικής κοινωνίας. 3. Χωροταξικός Σχεδιασµός: Απουσία Θέσης για το Ρόλο και την Προστασία των ασών σε σχέση µε άλλες ηµόσιες Προτεραιότητες Για το Σχεδιασµό του Χώρου και της Ανάπτυξης τα άση και οι ασικές Εκτάσεις υπήρξαν πάντοτε µια µαύρη τρύπα. Οι όποιες ρυθµίσεις για το χώρο αφορούσαν πάντοτε τον εξωδασικό χώρο (ότι απέµενε µετά την αφαίρεση των δασών και των δασικών εκτάσεων) αφού ο ενδοδασικός χώρος ήταν αποκλειστική αρµοδιότητα της ασικής Υπηρεσίας και Πολιτικής. Αυτά τα στεγανά βέβαια δεν εµπόδισαν τις όποιες πολεοδοµικές πολιτικές (ή µη πολιτικές) και χωροταξικές ρυθµίσεις από το να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες, ποσοτικές και ποιοτικές, στα δασικά οικοσυστήµατα της χώρας, αλλά και αντιστόφως τη ασική Πολιτική από το να επηρεάζει τις πέραν του δάσους γεωγραφικές εξελίξεις. Η µόνη εξαίρεση σε αυτό το απαραβίαστο των νοητών γεωγραφικών συνόρων µεταξύ ασικής Πολιτικής και Χωροταξικών ρυθµίσεων ήταν οι προβλέψεις στο Σύνταγµα του 75 και το αναθεωρηµένο του 2001 για τη δυνατότητα «αλλαγής χρήσης του δάσους για σκοπούς δηµοσίου συµφέροντος» (στην πρώτη περίπτωση η πρόβλεψη ίσχυε µόνο για δηµόσιες εκτάσεις στη δεύτερη και για ιδιωτικές δασικές). Όµως πως ορίζεται το δηµόσιο συµφέρον και πόσο είναι δυνατόν το «δηµόσιο συµφέρον του 75» να είναι το ίδιο µε το µε αυτό του 2001 ή του 2008; Και τι γίνεται αν οι εκδοχές του δηµοσίου συµφέροντος που προωθούν την είσοδό τους στο δάσος (πχ εγκαταστάσεις της ΕΗ ή ΒΙΠΕ-ΒΕΠΕ) απειλούν κάποιες άλλες σύγχρονες εκδοχές δηµοσίου συµφέροντος επειδή βάζουν σε κίνδυνο δηµόσια περιβαλλοντικά αγαθά κρίσιµα για τη δηµόσια υγεία (πχ ένα περιαστικό δάσος); Είναι σήµερα οι στόχοι της Εθνικής Οικονοµίας ισχυρότεροι από εκείνους της δηµόσιας υγείας ή της τοπικής και παγκόσµιας περιβαλλοντικής κρίσης; Η ασάφεια και ο αναχρονισµός των Συνταγµατικών ιατάξεων µοιάζει να εκπορεύεται από το ότι δεν έχουµε συµφωνήσει ως κοινωνία σε τι µας είναι χρήσιµο το δάσος και ποια είναι η προτεραιότητα της προστασίας του σε σχέση µε άλλους συλλογικούς εθνικούς στόχους. Η φιλοσοφία της Πολιτικής για τη Χωρική Ανάπτυξη της Υπαίθρου διέπεται από την επιδίωξη της παροχής ίσων ευκαιριών σε όλους (τους υφιστάµενους ιδιοκτήτες γης και όσους σχεδιάζουν να αποκτήσουν) για εξατοµικευµένη βελτίωση της ποιότητας ζωής (κατά βάση της υποβαθµισµένης αστικής

7 ποιότητας ζωής) µέσω της οικοδόµησης δεύτερης κατοικίας ίσως και τρίτης και τέταρτης. Αυτή η φιλοσοφία υπηρετεί και υπηρετείται ταυτόχρονα από τα συµφέροντα των κερδοσκόπων της γης και του κατασκευαστικού τοµέα γίνεται δε πράξη µε τη νοµοθεσία «Περί Εκτός Σχεδίου όµησης». Το σώµα αυτό δικαίου διαπνέεται από τη λογική ότι πρέπει να προσφέρεται η δυνατότητα, έστω και ελάχιστη, οικοδόµησης παντού των πάντων ώστε να εξασφαλίζονται ευκαιρίες και εισοδήµατα για όλους. Όµως η εξατοµικευµένη βελτίωση της ποιότητας ζωής µπορεί να µην έχει διάρκεια, να αυξήσει την τρωτότητα αγροδασικών περιοχών σε πυρκαγιές και να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη εκτεταµένων δασικών ενοτήτων που είναι κρίσιµο περιβαλλοντικό αγαθό για την αειφορία ολόκληρων κοινωνιών. Η διάχυση δόµησης σε µεγάλες Εκτός Σχεδίου περιοχές οδηγεί στη δηµιουργία ενός χώρου ενδιάµεσου τύπου, µεταξύ αστικού και αγροτικού. Η προσθήκη και ανάµιξη της αυθαίρετης δόµησης µε τη νόµιµη Εκτός Σχεδίου (σε τουριστικές ιδίως, παραθεριστικές και περιαστικές περιοχές) επιδεινώνει την κατάσταση του εξωαστικού χώρου, υπονοµεύει τη βιωσιµότητα των πρωτογενών οικονοµικών δραστηριοτήτων, πλήττει τα φυσικά οικοσυστήµατα, αλλοιώνει τη φυσιογνωµία του αγροτικού τοπίου, απαξιώνει και υποβαθµίζει τους τουριστικούς πόρους και τελικά συνιστά διαλυτικό παράγοντα της λειτουργίας ακόµη και των υφιστάµενων οικιστικών κέντρων. Το καθεστώς της Εκτός Σχεδίου όµησης µαζί µε την αυθαιρεσία που το συνοδεύει βάζουν φυτίλια σε δάση και δασικές εκτάσεις παρά το γεγονός ότι δεν τα συµπεριλαµβάνουν άµεσα και ρητά στις κατακτητικές τους βλέψεις: Επειδή εισάγει την εκρηκτική διαφορά «οικοδοµικού δυναµικού» µεταξύ γεωργικής και δασικής γης ιδιαίτερα στις περιοχές των µεταβατικών ζωνών ή των συνόρων, µια διαφορά που προκαλεί τη σταθερή µετακίνηση αυτών των συνόρων σε βάρος της δασικής επιφάνειας µε εκχερσώσεις, υλοτοµήσεις, πυρκαγιές, αποχαρακτηρισµούς κλπ. Επειδή διαµορφώνει ένα τοπίο δυσδιάκριτης παραβατικότητας (που σηµαίνει δυσκολία άµεσου ελέγχου και διάκρισης µεταξύ παράνοµων και νόµιµων οικοδοµικών αναπτύξεων) µε αρνητικές επιπτώσεις στις µικτού και αµφιλεγόµενου χαρακτήρα µεταβατικές ζώνες µε δασική βλάστηση, γεωργικές εκµεταλλεύσεις, χορτολίβαδα, οικοδοµές κλπ. Εκεί µε τη συνδροµή της έλλειψης κτηµατολογίου και θεσµοθετηµένων χωροταξικών σχεδίων ευνοούνται οι παράνοµες ή ηµιπαράνοµες επεµβάσεις, οι δε µεταβολές χρήσεων και φυτοκάλυψης είναι αθέατες και ταχύτατες (αν καούν είναι πιθανό να µην κηρυχθούν αναδασωτέες αφού ο πρότερος εν µέρει δασικός τους χαρακτήρας δεν είναι κατοχυρωµένος). Ποια αντίληψη περί δικαίου, περιβαλλοντικής προστασίας και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης κοµίζει αυτή η χωροταξική πρακτική; Στο όνοµα του σεβασµού των δικαιωµάτων αξιοποίησης της ιδιόκτητης γης και

8 προσφέροντας υποτίθεται ίσες ευκαιρίες για εξατοµικευµένες λύσεις βελτίωσης της ποιότητας ζωής µπαίνουν σε κίνδυνο κρίσιµα περιβαλλοντικά αγαθά όπως τα περιαστικά δάση και βέβαια το δηµόσιο συµφέρον. Όλα αυτά συνιστούν παραβίαση της Συνταγµατικής διάταξης περί «της υποχρέωσης του Κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος» και σε µια άλλη χώρα µε πολίτες που κατέχουν ισχυρά περιβαλλοντικά δικαιώµατα θα µπορούσαν να στηρίξουν δικαστική προσφυγή κατά του Κράτους ως απειλής για τα δηµόσια / συλλογικά περιβαλλοντικά αγαθά. Οι ΕΧΜ (χωροταξία µικρής κλίµακας) από την πλευρά τους είχαν και έχουν πλήρη αδυναµία να ελέγξουν τις επιπτώσεις και την επεκτατικότητα του καθεστώτος της Εκτός Σχεδίου όµησης: Επειδή οι συντάκτες των ΕΧΜ δεν διαθέτουν τις αναγκαίες ταξινοµήσεις αλλά ούτε γνώση για τα χαρακτηριστικά και τη δυναµική µικτών µονάδων µε φυσική βλάστηση, καλλιέργειες, χορτολίβαδα κλπ που δεν έχουν οριοθετηθεί ως προς την υπαγωγή τους στο καθεστώς της δασικής έκτασης (είτε γιατί πρόκειται για διακατεχόµενες εκτάσεις είτε γιατί ο δασικός χαρακτήρας του εδάφους αποφασίζεται συχνά µε µεµονωµένες ανά ιδιοκτησία διοικητικές πράξεις χαρακτηρισµού που λαµβάνουν υπόψη όχι µόνο την υπάρχουσα βλάστηση αλλά και εκείνη που προκύπτει από αεροφωτογραφίες του 45). Επειδή δεν διαθέτουν καµιά δυνατότητα πλήρους απαγόρευσης της δόµησης σε ζώνες που δεν υπάγονται στο δασικό καθεστώς και επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα ρύθµισης µέσω των ΖΟΕ (του βασικού εργαλείου των ΕΧΜ) θεµάτων πέραν των χρήσεων γης και των όρων δόµησης (πχ µεταφορά των δικαιωµάτων δόµησης ή φορολογικές επιβαρύνσεις στην Εκτός Σχεδίου για εξοστρακισµό των πιέσεων µακριά από τα δάση). Έτσι την ίδια στιγµή που η ασική Πολιτική αντιµετωπίζει τα δάση και τις δασικές εκτάσεις περίπου ως αυταξία, οι όποιες χωροταξικές ρυθµίσεις συµπεριφέρονται σαν να µην υπάρχουν δάση και δασικές εκτάσεις. Οι υποχρεώσεις της Χωροταξίας µικρής κλίµακας οι σχετικές µε την Προστασία του Περιβάλλοντος δεν συµπεριλαµβάνουν τις δασικές εκτάσεις. Οι χωρικές ρυθµίσεις για τον Εκτός Σχεδίου χώρο, ακόµη και όταν πρόκειται για τις ΕΧΜ, καθορίζονται από µια λογική πολεοδοµικού χώρου και δόµησης (Οικονόµου, 1994) και γεννούν χωρικές δυναµικές που πιέζουν, κατακερµατίζουν, διασπούν και εκκαθαρίζουν δάση και δασικές εκτάσεις. Ταυτόχρονα υποθάλπουν τη δηµιουργία µιας κοινωνικής κουλτούρας εχθρικής προς τη ασική Πολιτική, τη ασική Υπηρεσία ακόµη και την ίδια τη δασική βλάστηση, αφού το µοναδικό εµπόδιο για την οικοδόµηση στην ύπαιθρο είναι να βρεθεί φυσική βλάστηση στο κτήµα σου ή να χαρακτηριστεί δασικό. Με αυτό τον τρόπο τα δάση από περιβαλλοντικό αγαθό και κοινωνική ανάγκη αναγορεύονται σε παράγοντα παρενόχλησης των ατοµικών δικαιωµάτων για κατοίκηση ή παραθερισµό στην ύπαιθρο άρα για βελτίωση της ποιότητας ζωής.

9 4. Η Έλλειψη Επικοινωνίας µεταξύ ασικής Πολιτικής & Χωροταξίας και τα Εµπρηστικά της Αποτελέσµατα Όλα τα παραπάνω µας οδηγούν σε µια σειρά παραδοξοτήτων: 1. Τα δάση και η προστασία τους στην Ελλάδα έχουν σηµασιοδοτηθεί από ευρύτατες κοινωνικές οµάδες ως παράγοντες που αναστέλλουν τις προοπτικές για ατοµική βελτίωση της ποιότητας ζωής 2. Η ταύτιση της έννοιας της βελτίωσης της ποιότητας ζωής µε την Εκτός Σχεδίου οικοδόµηση κατοικίας στην ύπαιθρο βάζει σε κίνδυνο ένα συλλογικό δηµόσιο αγαθό και µε αυτή την έννοια αντιτίθεται στο δηµόσιο συµφέρον. 3. Εν µέσω απουσίας εθνικών προτεραιοτήτων ανάµεσα στους στόχους της οικονοµικής ανάπτυξης, της περιβαλλοντικής προστασίας, της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, της αειφορίας, της ασφάλειας και της δηµόσιας υγείας και άρα εν µέσω ασάφειας για τις προτεραιότητες του δηµοσίου συµφέροντος προωθούνται αλληλοαναιρούµενες πολιτικές για τα δάση, τη χωροταξία και την ανάπτυξη. Γιατί βέβαια είναι τελείως διαφορετικό να διαχειρίζεσαι το δάσος µε στόχο τη µεγέθυνση της δασικής παραγωγής και της συµβολής του στο Εθνικό Προϊόν από το να το διαχειρίζεσαι ως περιβαλλοντικό αγαθό και παράγοντα βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος ή µε στόχο την ικανοποίηση της κοινωνικής ανάγκης για υπαίθρια αναψυχή. Τα αποτελέσµατα της έλλειψης επικοινωνίας µεταξύ ασικής Πολιτικής και Χωροταξίας αλλά και µε τις εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες αναδείχθηκαν ανάγλυφα στο ιστορικό εξέλιξης των χρήσεων, της εδαφοκάλυψης και των πυρκαγιών σε επανειληµµένα πληγείσα από πυρκαγιές περιοχή του Ν. Αττικής (οριζόµενη από την Εθνική οδό και τον Ευβοϊκό κόλπο και τους οικισµούς της Μαλακάσας, του Ωρωπού, των Αγ. Αποστόλων και του Καπανδριτίου), που µελετήθηκε από το ΕΜΠ το 1995. Εκεί παρατηρήθηκε: Η σηµαντική διεύρυνση των πυκνοδοµηµένων πυρήνων, κυρίως των παραλιακών, των υφιστάµενων ήδη από το 1969 οικισµών και η γρήγορη οικοδοµική πύκνωση των γεωργοδασικών και γεωργοοικιστικών ζωνών που τους περιέβαλαν. Η γενική και σαφής µείωση της γεωργικής γης προς όφελος της οικιστικής. Η περιορισµένης κλίµακας προώθηση της γεωργικής γης σε βάρος της δασικής βλάστησης που πραγµατοποιείται κυρίως στις µικτές γεωργοδασικές ενότητες. Η σαφής επέκταση του οδικού δικτύου στις δασικές µονάδες (νόµιµη άλλωστε αφού εξυπηρετεί το δηµόσιο συµφέρον και την Εθνική Οικονοµία!) που λειτουργεί ως προποµπός ανάµιξης τους µε οικιστική γη Ο κατακερµατισµός, η διάτρηση από επεµβάσεις και η υποβάθµιση των δασικών ενοτήτων από τη συσωρευτική δράση των αναφυόµενων

10 οικιστικών πυρήνων, των επεκτάσεων του οδικού πλέγµατος και των εκχερσώσεων. Σαφείς ενδείξεις για εκκίνηση µεγάλου αριθµού συµβάντων από µικτές µεταβατικές ζώνες. Η σύµπτωση των εστιών µε θέσεις µικτής γεωργοδασικής γης είναι µάλλον αναµενόµενη και λόγω του εκτεταµένου εκεί συνόρου αλληλοσυγκρουόµενων ιδιοτήτων της γης. Οι παραπάνω εξελίξεις συνδέονται µε χωροταξικές δυναµικές που εκκινούν από τους κοινωνικο-οικονοµικούς µετασχηµατισµούς που συµβαίνουν που συµβαίνουν στην Πρωτεύουσα και τις λειτουργικές της σχέσεις µε την περιαστική ύπαιθρο και το δίκτυο οικισµών του Ν. Αττικής. Θα µπορούσε κανείς εύλογα να υποθέσει, µε µεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, ότι ανάλογες εξελίξεις συµβαίνουν ήδη ή θα συµβούν µε χρονική καθυστέρηση και σε άλλες περιαστικές ζώνες της χώρας. Καθώς οι πυρκαγιές σε αυτές τις ζώνες συνδέονται µε το επεκτατικό δυναµικό της οικιστικής ανάπτυξης, η πρόληψή τους είναι αδύνατο να προέλθει από τη δασική πολιτική και µόνο, είναι αναγκαία η συνδροµή της χωροταξίας. Αυτό δε σηµαίνει ότι όλες οι πυρκαγιές οφείλονται σε αυτού του είδους τις δυναµικές. Σε άλλες περιοχές της χώρας, τις ηµιορεινές πχ, οι πυρκαγιές πρέπει να συνδέονται µε την αντίστροφη δυναµική, αυτή της επέκτασης της δασικής βλάστησης και του δηµόσιου χαρακτήρα της γης (σύµφωνα µε τους από ανέκαθεν θεσµούς της ελληνικής Πολιτείας) σε πρώην αγροτικές, ιδιωτικές εκτάσεις. Παρά ταύτα, η Πολιτική για τη δασοπροστασία είναι ενιαία και αδιαφοροποίητη σε όλες τις περιπτώσεις των χωροταξικών ενοτήτων και περιφερειών της χώρας, είτε πρόκειται για την ανατολική είτε για τη δυτική Ελλάδα, είτε πρόκειται για περιοχές όπου το δάσος υποχωρεί από τις πιέσεις για οικοπεδοποίηση είτε για περιοχές όπου δασώνονται εγκαταλειµµένοι αγροί. Είχα ακούσει κάποτε κοινοτάρχη του Γκριµπόβου, ενός από τους µαραζωµένους οικισµούς της ηµιορεινής περιοχής µεταξύ Ιωαννίνων και Ηγουµενίτσας να παραπονιέται για την αυστηρότητα του ασαρχείου της περιοχής του σχετικά µε τις υλοτοµήσεις στα Κοινοτικά δάση για λόγους δηµιουργίας αγροτικού δικτύου: «Οι Νόµοι κατασκευάζονται στο κέντρο για να λύσουν προβλήµατα του κέντρου αλλά εφαρµόζονται µόνο στις αποµονωµένες περιοχές της Περιφέρειας». 4. Για µια Χωροταξία µε Θέα προς το άσος, Για µια ασική Πολιτική µε Θέα τις Κοινωνικές Ανάγκες Είναι εµφανές ότι η ασική Πολιτική και ο Χωροταξικός Σχεδιασµός δεν επικοινωνούν γεγονός που οδηγεί σε καταστρεπτικά αποτελέσµατα για το δασικό πλούτο της χώρας (και όχι µόνο γι αυτόν). Καθώς υφίστανται νοητά, προγραµµατικά όρια µεταξύ δασών-δασικών εκτάσεων από τη µια πλευρά και της άλλης Εκτός Σχεδίου Πόλεων και Οικισµών υπαίθρου, απουσιάζει πλήρως η ενότητα του χώρου της υπαίθρου ως ενιαίου ανθρώπινουοικολογικού συστήµατος και ως τοπίου. Ωστόσο, άλλες χώρες της Ευρώπης σχεδιάζουν το µέλλον της υπαίθρου τους µε πλήρη θέα της ενότητας και αλληλεπίδρασης των φυσικών µε τις ανθρωπογενείς της διαστάσεις. Στη Βρετανία οι αγροτικές και δασικές εκτάσεις αντιµετωπίζονται ενιαία και

11 ισότιµα ως προς την προστασία και διαχείρισή τους, στη δε Γερµανία είναι επιτρεπτή η χρήση δασών για τη δόµηση, τη βιοµηχανία, τις υποδοµές κλπ, εφ όσον το επιβάλλει ο Χωροταξικός Σχεδιασµός και µε την προϋπόθεση ότι δηµιουργούνται πολλαπλάσιας έκτασης δάση (Ντούρος 2007). Η ασική Πολιτική στη χώρα µας ποτέ δεν είδε το δάσος σε συσχετισµό µε την κοινωνία και τις κοινωνικές ανάγκες που καλύπτει (µε εξαίρεση την παραδοσιακή θεώρηση των παραδασόβιων κοινοτήτων). Ως κοινωνικές ανάγκες εδώ δεν υπονοείται ο ρόλος του δάσους στην οικονοµική ανάπτυξη, αλλά ο ρόλος του σε σχέση µε την αειφορία και την αναβάθµιση του αστικού περιβάλλοντος, ο ρόλος του ως παραγωγού περιβαλλοντικών υπηρεσιών, ο ρόλος του ως ανανεώσιµου φυσικού πόρου και ως µέσου προστασίας των αποθεµάτων άλλων πόρων όπως το έδαφος και το νερό. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται από το σχετικό σχόλιο του Γ. Ντούρου (2007): «Στα περισσότερα νοµοθετήµατα προέχει η προστασία των δασών ως δηµόσιας περιουσίας και έπεται η προστασία και διαχείρισή τους ως ανανεώσιµου φυσικού πόρου. Η προστασία τους ως περιβαλλοντικού αγαθού έπεται ως φυσικό επακόλουθο». Όµως µόνο µια ασική Πολιτική µε θέα τις κοινωνικές ανάγκες µπορεί να βρει σύµµαχο στο πλευρό της την Κοινωνία των Πολιτών στον τοµέα της ασοπροστασίας και πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Το πρόβληµα αυτό έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που δεν αντιµετωπίζεται από καµιά συνεργασία, οσοδήποτε ιδανική, ακόµη και όλων των εµπλεκόµενων φορέων (ΠΣ, ασική Υπηρεσία, Νοµαρχιακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση, Περιφερειακή ιοίκηση, ΓΓΠΠ). Χρειαζόµαστε όχι απλά Πρόληψη αλλά «Πρόληψη µε τη συνδροµή της Κοινωνίας των Πολιτών». Όµως τι σηµαίνει και τι συνεπάγεται µια ασική Πολιτική µε θέα τις κοινωνικές ανάγκες για τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες των δασών; Σηµαίνει διαµόρφωση συντονισµένων πολιτικών για τα δασικά οικοσυστήµατα και τα παρακείµενα ανθρωπογενή που µεταξύ τους αλληλεπιδρούν, δηλαδή άλλες οριοθετήσεις από αυτές που γνωρίζουµε για τη χάραξη πολιτικής. Οριοθετήσεις που δεν θέτουν διαχωριστικές γραµµές εκεί όπου αναπτύσσονται ισχυρές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις, έστω και συγκρουσιακές ή καταστροφικές. Όσο µάλιστα µεγαλύτερο είναι το δυναµικό της σύγκρουσης και των µεταβολών σε ζώνες που συµπεριλαµβάνουν αµιγείς δασικές µονάδες, γεωργοδασικές, γεωργοοικιστικές, δασοοικιστικές κλπ τόσο µεγαλύτερη η αναγκαιότητα ενιαίας θεώρησής τους. Σηµαίνει ότι ακόµη και στις περιπτώσεις κοινού συνόρου µεταξύ πόλεων ή Εντός Σχεδίου περιοχών και δασικών ενοτήτων θα πρέπει να επιδιώκεται η γεωχρηστική και περιβαλλοντική ενότητα του άστεως µε το περιαστικό δάσος και να αναδεικνύονται η κοινωνική ωφέλεια και η περιβαλλοντική αναγκαιότητα του δάσους για την αειφορία του αστικού περιβάλλοντος (ως χαρακτηριστικό παράδειγµα θα µπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση των ορεινών όγκων του Λεκανοπεδίου). Μόνο αν περάσει το µήνυµα της αναγκαιότητας του δάσους ως παραγωγού περιβαλλοντικών υπηρεσιών

12 (βασική ανάγκη για τους αστικούς πληθυσµούς) θα γίνει αποδεκτή από την κοινωνία η αυστηρότητα της δασοπροστασίας και θα πάψουν να σχεδιάζονται ζώνες όπως αυτές του Υµηττού (µε λιγότερο ή περισσότερο ήπιες αστικές χρήσεις) που εκφυλίζονται σε πεδία πολεοδοµικής παραβατικότητας. Αυτή όµως η αλλαγή υπαγορεύει µια άλλη φιλοσοφία διαχείρισης όπου την προστασία του δάσους αναλαµβάνει η Κοινωνία των Πολιτών µε τη συµβουλευτική συνδροµή της ασικής Υπηρεσίας. Αυτό µπορεί να µεταφράζεται σε προγραµµατικές συµφωνίες µεταξύ µεταξύ πχ ΟΤΑ α και β βαθµού και του κεντρικού Κράτους για συντήρηση, αναδάσωση, καθαρισµό δασών, κατασκευή δασικών υποδοµών, σύσταση και λειτουργία παρατηρητηρίων πυρανίχνευσης ή παρακολούθησης των εξελίξεων µετά από πυρκαγιές κλπ. Οι κρατικές ενισχύσεις προς την ΤΑ θα µπορούσαν να συναρτηθούν µε τις επιδόσεις του κάθε ΟΤΑ στη διατήρηση, εξυγίανση και αειφορία των δασικών οικοσυστηµάτων της περιοχής του. Σηµαίνει ότι η ασική Πολιτική και διαχείριση πρέπει να περνάει µε τη σειρά της το µήνυµα της δυνατότητας των δασών να ανταποδίδουν πολλαπλές ωφέλειες προς τις Κοινωνίες που φροντίζουν για την αειφορία τους, άρα ότι η ασική Πολιτική πρέπει να καταπιαστεί µε ζητήµατα όπως η τόνωση του ενδιαφέροντος των διαφόρων οµάδων ηλικιών για τα δάση, η υπαίθρια αναψυχή, η διαµόρφωση υποδοµών για περιπατητές, ποδηλάτες, ορεινά σπορ κοκ. Σηµαίνει ακόµη ότι η ασική Πολιτική αλλά και η Πολιτική Προστασία πρέπει να καταπιαστούν µε το καθεστώς «έκθεσης» και «τρωτότητας» έναντι του κινδύνου πυρκαγιάς των υφιστάµενων οικιστικών πυρήνων µέσα στα δάση και των κατοίκων τους και να συµβάλλει στην αποτροπή της δηµιουργίας νέων. Όλα αυτά συνεπάγονται εκστρατείες ενηµέρωσης των οικιστών δασικών περιοχών για τους κινδύνους που αντιµετωπίζουν και για τα προληπτικά µέτρα αυτοπροστασίας που πρέπει να λάβουν, ώστε µα µη µέµφονται σε ώρες κρίσης την κρατική ολιγωρία για την προστασία των κατοικιών τους που ούτως ή άλλως γεννούν ερωτηµατικά για το µε ποια µέσα οικοδοµήθηκαν σε δάση και δασικές εκτάσεις. Οι σχετικές πρακτικές που ακολουθούνται για την αυτοπροστασία έναντι σεισµών προσφέρουν ένα πρώτο υπόδειγµα (ενηµέρωση και ασκήσεις σε σχολεία, φυλλάδια οδηγιών στους λογαριασµούς κοινωφελών επιχειρήσεων κλπ). Συνεπάγεται την αναγκαιότητα θέσπισης ενός «ειδικού τέλους δασοπροστασίας» σε κάθε κατοικία µέσα στις δασοκαλυµµένες εκτάσεις που θα αποδίδεται είτε στην ΤΑ είτε στη ασική Υπηρεσία για να καλύψει τις δαπάνες αντιπυρικών υποδοµών και εξοπλισµού συλλογικής χρήσης για την προστασία των οικιστικών πυρήνων µέσα στα δάση. Σηµαίνει την αναγκαιότητα σύνταξης µελετών γαιοικανότητας σε σχέση µε τις προοπτικές / τάσεις επέκτασης της δασικής βλάστησης ή αντίστροφα υποβάθµισης / υποχώρησης / εξαφάνισής της από συγκεκριµένες περιοχές. Αυτές οι µελέτες θα µπορούν να λειτουργήσουν (όπως οι µελέτες γεωλογικής καταλληλότητας σε σχέση µε τους κινδύνους

13 σεισµών, πληµµυρών, κατολισθήσεων) εκτός των άλλων ως πληροφοριακή βάση για τις επικίνδυνες ζώνες (από άποψη εκδήλωσης πυρκαγιών από πρόθεση) και για το σταδιακό αποκλεισµό αυτών των ζωνών από το καθεστώς της Εκτός Σχεδίου όµησης αλλά και για ζώνες που συµφέρει να δοθούν σε οργανωµένες ενότητες οικιστικών ή άλλων χρήσεων. Η δηµοσιοποίηση µάλιστα των επικίνδυνων ζωνών (που είναι άλλες από τις ζώνες κινδύνου πυρκαγιάς που ανακοινώνονται σε καθηµερινή βάση κατά την αντιπυρική περίοδο) θα επιδρούσε πτωτικά στις αξίες γης κάτι που θα διευκόλυνε την εξαίρεσή τους από το καθεστώς της Εκτός Σχεδίου όµησης. Από την άλλη πλευρά εξ ίσου αναγκαία είναι µια Χωροταξική Πολιτική που έχει επίγνωση των βλαβών που επιφέρει σε δάση και δασικές εκτάσεις. Όµως τι αλλαγές συνεπάγεται για τη Χωροταξία αυτός ο νέος οπτικός ορίζοντας; Συνεπάγεται την κατασκευή και υιοθέτηση µιας ονοµατολογίας / ταξινόµησης µονάδων γεώχρησης και εδαφοκάλυψης αµιγούς αλλά και µικτού χαρακτήρα που να αντανακλά συµβατότητες γειτνίασης από τη µια πλευρά αλλά και αµοιβαίους αποκλεισµούς από την άλλη, πιέσεις και δυναµικές µετασχηµατισµού από τη µια αλλά και στατικές ισορροπίες από την άλλη. Η κατασκευή τέτοιου είδους ταξινοµήσεων µπορεί να προέλθει µόνο από τη συνεργασία δασολόγων, χωροτακτών, γεωγράφων και µπορεί να µετατρέψει τη χωροταξία µικρής κλίµακας από ανάπηρο εργαλείο άµυνας σε ενεργό υποστηρικτή της δασοπροστασίας. Πράγµατι µε αυστηρά οικολογικά κριτήρια θα µπορούσαν να διατεθούν για οικιστικούς σκοπούς άγονες εκτάσεις που ούτε υπήρξαν ποτέ δάση ούτε µπορούν στο µέλλον να γίνουν. Αλλά και αντίστροφα, µε το πνεύµα της ανταποδοτικότητας (βάσει στοιχείων και πληροφοριών χαρτών εδαφικής καταλληλότητας) θα µπορούσαν να διεκδικηθούν ως δασικά και να ενταχθούν σε σχέδιο δασικής ανάπτυξης εδάφη εγκαταλειµένων γεωργικών γαιών, µικτά εδάφη φυσικής βλάστησης µε γεωργικές γαίες οριακής παραγωγικότητας κλπ. Συνεπάγεται τη µέριµνα της Χωροταξίας για την κατάργηση της σηµασιολογικής ταύτισης στην κοινή γνώµη της δασικής βλάστησης µε τη µη οικοδόµηση. Είναι ανάγκη να προσδιοριστούν ζώνες µη δασικές όπου δεν θα επιτρέπεται η οικοδόµηση και µάλιστα για λόγους δηµοσίου συµφέροντος που είναι η αποσόβηση του κινδύνου πυρκαγιάς (όπως για λόγους δηµοσίου συµφέροντος επιτρέπονται επεµβάσεις στα δάση). Κατά προτεραιότητα οι ζώνες αυτές µπορεί να είναι εκείνες που παρουσιάζουν µεταβλητότητα και βρίσκονται σε γειτνίαση µε δασικές ή εκείνες µε βαρύ ιστορικό πυρκαγιών. Συνεπάγεται τη µέριµνα της Χωροταξίας για τη διάχυση των περιβαλλοντικών υπηρεσιών των δασών σε ευρύτερα πληθυσµιακά στρώµατα και όχι µόνο τους οικιστές των δασών. Πρόκειται για τη διάδοση µιας κουλτούρας σύµφωνα µε την οποία η απόλαυση της υπαίθρου και της φύσης δεν ταυτίζεται µε την κατοίκηση µέσα σ συτήν ή τη µετατροπή της σε ιδιόκτητο καταναλωτικό αγαθό.

14 Σηµαίνει την αποδυνάµωση του καθεστώτος της Εκτός Σχεδίου όµησης (εφ όσον αποδεικνύεται δύσκολη η κατάργησή του) µε την επιβολή σε αυτό φορολογικών και άλλων επιβαρύνσεων. Όλοι, ειδικοί και κοινό, υποψιαζόµαστε ότι είµαστε αντιµέτωποι µε µια διογκούµενη απειλή που υπερβαίνει ακόµη και την πλέον ιδιοφυή (από στρατηγική άποψη) διάταξη των διαθέσιµων δυνάµεων καταπολέµησής της. εν υπάρχει άλλος δρόµος από το να σχεδιάσουµε για την εµπλοκή της Κοινωνίας των Πολιτών, δηλαδή όλων µας, στην πρόληψη (και όχι την καταστολή) και να αναγορεύσουµε σε υπέρτατο δηµόσιο συµφέρον και αντικείµενο κοινωνικής διεκδίκησης την προστασία και βίωση των περιβαλλοντικών υπηρεσιών που προσφέρουν τα δάση. Βιβλιογραφία και άλλες Πηγές Cutler R.M. (1988), Planning for the Future: How Can we Better Deal with Today s and Tomorrow s Complexities, USDA, GTR 251, pp. 79-83. Γκεβρέκης Ι. (1995), «Η ασική Ανάπτυξη υπό το Φως Νέων Κοινωνικών Απαιτήσεων», στα Πρακτικά του 6 ου Πανελλήνιου ασολογικού Συνεδρίου ασική Ανάπτυξη, Ιδιοκτησιακό Χωροταξικό, Χανιά 6-8 Απριλίου 1994, Ελληνική ασολογική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 127-148. ΕΜΠ (1995), Εκτίµηση της Πυρικής ιακινδύνευσης των ασικών Εκτάσεων και Χωροταξικός Αντιπυρικός Σχεδιασµός Πρόπληψης Ετοιµότητας, τελική έκθεση Ερευνητικού Προγράµµατος, Αθήνα. Καϊλίδης. (1991), «Πυρκαγιές και Βοσκότοποι Αφανίζουν τα άση µας και την Ελλάδα», Οικονοµικός Ταχυδρόµος, 10/1/1991 Αθήνα. Λογοθέτης Β. (1965), Εγκυκλοπαίδεια Γεωργίας, Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκης. Μακρής Κ. (1968), ασική Πολιτική Β Α.Π. Θεσσαλονίκης. Ντούρος Γ. (1989), «Οικιστική Πολιτική και άση», εισήγηση στο Συνέδριο Πολιτική ασικής Γης και Πυρκαγιές, Αθήνα 23/5/1989. Ντούρος Γ. (2007), «Η Προστασία των ασικών Εκτάσεων: Συγκρούσεις, Αντιφάσεις και Αντινοµίες», στο βιβλίο Ορεινός Χώρος και άση, Ευθυµιόπουλος Η. και Μοδινός Μ. (επιµ), Εκδόσεις Ελληνικά Γράµµατα / ιεπιστηµονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών, Αθήνα, σελ. 129-148. Οικονόµου. (1994), «Σύστηµα Χωροταξικού Σχεδιασµού και Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες», Περιβάλλον και ίκαιο, Εξαµηνιαία Επιθεώρηση Επιστηµών του Χώρου, τ. 1, Ελληνικές Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις, Αθήνα. Παπαγιαννόπουλος Α. (1986), «Προβλήµατα Χρήσης ασικού Χώρου για Πολεοδοµικό Σχεδιασµό», Τεχνική Ενηµέρωση, τ. 41, ΤΕΕ, Θεσσαλονίκη. Παπαγιαννόπουλος Α. (1991), «Γιατί Αφανίζονται τα άση µας», Οικονοµικός Ταχυδρόµος, 21/3/1991, Αθήνα.

Παπαγιαννόπουλος Α. (1994), «Η Οικολογία και τα άση µας», Οικονοµικός Ταχυδρόµος, 7/7/1994, Αθήνα. Παπαγιαννόπουλος Α. (1995), «Οικιστική Χρήση της ασικής Γης. Λόγος και Αντίλογος µε το Οικολογικό Κίνηµα», στα Πρακτικά του 6 ου Πανελλήνιου ασολογικού Συνεδρίου ασική Ανάπτυξη, Ιδιοκτησιακό Χωροταξικό, Χανιά 6-8 Απριλίου 1994, Ελληνική ασολογική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 127-148. Στάµου Ν. (1982), «Η ασοπονία Αποφασιστικός Παράγοντας για την Ανακατανοµή του Εισοδήµατος σε Όφελος των Ορεινών Περιοχών», στα Πρακτικά του Συνεδρίου ΓΕΩΤΕΕ Η ασοπονία στην Υπηρεσία του Ελληνικού Λαού, Αθήνα 6-8/12/1982, σελ. 18-21. 15