International Conference of Greek Linguistics. the 10th. DEMOCRITUS UNIVERSITY of THRACE

Σχετικά έγγραφα
International Conference of Greek Linguistics. the 10th. DEMOCRITUS UNIVERSITY of THRACE

ΑΝΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Β ΤΑΞΗ (Σ. Καρύπη, Μ. Χατζοπούλου) Ι.Ε.Π. 2018

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ. Μάθημα 4 «Η διαισθητική βιολογία των μικρών παιδιών»

GEORGE BERKELEY ( )

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Η σύνταξη μιας πρότασης

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ. Πολυδύναµο Καλλιθέας Φεβρουάριος 2008 Αναστασία Λαµπρινού

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

Για κάθε φάση του σχεδίου διδασκαλίας προτείνονται δύο στάδια δραστηριοτήτων:

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΤΕΧΝΟΓΛΩΣΣΙΑ VIII ΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: ΜΑΪΣΤΡΟΣ ΓΙΑΝΗΣ, ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΣΚΗΣΗ: ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ (Β )

ΡΗΜΑΤΑ. Στην πρώτη περίπτωση κάποιος ενεργεί (ρήμα) και η ενέργειά του αυτή ασκείται σε ένα άλλο πρόσωπο ή πράγμα έξω από αυτόν.

Η ύλη για τις εξετάσεις υποτροφιών: (για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να απευθύνεστε στις γραμματείες των φροντιστηρίων).

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών»

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΣΤΕΡΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

International Conference of Greek Linguistics. the 10th. DEMOCRITUS UNIVERSITY of THRACE

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Εισαγωγή στην Σηµασιολογία. Γεωπληροφορική Ελένη Τοµαή

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ (Υποκείμενο, Αντικείμενο, Κατηγορούμενο)

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ανάγνωση ιστοριών και παραμυθιών. Ευφημία Τάφα

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Προσχολική Παιδαγωγική Ενότητα 8: Σχεδιασμός Ημερησίων Προγραμμάτων

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Επίδραση του θεραπευτικού προγράμματος <<Ασκήσεις λόγου>> σε ηλικιωμένους με Ήπια Νοητική Διαταραχή

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Ιωάννης 1[α ]:1 και το οριστικό άρθρο «ο» --- Θεός ή κάποιος θεός;

Μορφολογικές κατηγορίες νοητικού λεξικού του SLDT στα ελληνικά και η σχέση τους με την προνοσηρή νοημοσύνη

The G C School of Careers

Λογισμικό: Αρχαία με Νόημα Κατηγορία αναπηρίας: Κώφωση Βαρηκοΐα Μάθημα: Αρχαία Ελληνικά Τάξη/εις: Α, Β Γυμνασίου

International Conference of Greek Linguistics. the 10th. DEMOCRITUS UNIVERSITY of THRACE

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Α. Φραγκουδάκη. (1987). Γλώσσα και ιδεολογία, Αθήνα: Οδυσσέας (διασκευή). Γλώσσα και ηλικιωμένοι

παράγραφος Εκταση Περιεχόμενο Δομή Εξωτερικά στοιχεία 8-10 σειρές Ολοκληρωμένο νόημα Οργανωμένη και λογική Εμφανή και ευδιάκριτα

ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ. 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1

Η βιβλιοθήκη της Ι.Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου

Εννοιολογική χαρτογράφηση. Τ. Α. Μικρόπουλος

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΣΗ. Η οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως διατύπωση, λέγεται πρόταση.

Ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στη διδακτική της ελληνικής: η άρνηση

Company LOGO ΕΝΟΤΗΤΑ: ΓΛΩΣΣΑ

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

710 -Μάθηση - Απόδοση

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Κλέφτικο τραγούδι: [Της νύχτας οι αρµατολοί] (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 A ΦΑΣΗ. Ημερομηνία: Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018 Διάρκεια Εξέτασης: 2 ώρες ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

710 -Μάθηση - Απόδοση

5ο Παναρσακειακό Μαθητικό Συνέδριο Αγώνας και Αγώνες Πρόκληση στο πνεύμα, στην κοινωνία, στην επιστήμη, στον πολιτισμό

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Τριγωνοποίηση: Σύντομη θεωρητική εισαγωγή και υποδειγματικές εφαρμογές. Μαρία Καλλέρη και Άννα Σπύρτου

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

3ο Νηπ/γείο Κορδελιού Τμήμα Ένταξης

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΕΙΜΙ= είμαι, υπάρχω. ΥΠΟΤΑ- ΚΤΙΚΗ ω ης η ωμεν. ισθι εστω. εσοίμην εσοιο εσοιτο εσοίμεθα εσοισθε εσοιντο ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΘΗΛΥΚΟ ΟΥΔΕΤΕΡΟ. ο υσης ο υσ η ο υσαν

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

Οι σύνθετες προτάσεις αποτελούνται από δύο ή περισσότερες απλές προτάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία.

GREEKLISH ΧΑΛΙΜΟΥΡΔΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΗ ΚΩΝ/ΝΑ ΦΑΣΛΙΑ ΡΕΝΤΙΝΑ ΖΑΧΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΑ

Βασικοί κανόνες κατά τη σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου

Αριστοτέλη "Ηθικά Νικομάχεια" μετάφραση ενοτήτων 1-10 Κυριακή, 09 Δεκέμβριος :23 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Σεπτέμβριος :21

Αρχαία Ελληνικ ή Γλώσσα. ο:3ο Γυμνάσιο Καρδίτσας

Κοινότητες πρακτικής. Θανάσης Καραλής. πρακτικής.

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 7 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Κείµενο [Δηµοσιογραφικός λόγος και ρατσισµός]

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

ΑΜΑΛΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, University of California, San Diego (UCSD)

[+εαυτό / +Α] Αναφορικές εκφράσεις: δεδομένα από τα Νέα Ελληνικά. Brian D. Joseph Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Οχάιο

Transcript:

DEMOCRITUS UNIVERSITY of THRACE the 10th International Conference of Greek Linguistics Edited by Zoe Gavriilidou Angeliki Efthymiou Evangelia Thomadaki Penelope Kambakis-Vougiouklis Komotini 2012

Οργανωτική Επιτροπή Συνεδρίου O r g a n i z i n g C o m m i t t e e Z o e G a v r i i l i d o u A n g e l i k i E f t h y m i o u E v a n g e l i a T h o m a d a k i Penelop e Kambakis -Vougiou klis Γραμματειακή Υποστήριξη S e c r e t a r i a l S u p p o r t Ioannis Anagnostopoulos M a r i a G e o r g a n t a P o l y x e n i I n t z e N i k o s M a t h i o u d a k i s L i d i j a M i t i t s E l e n i P a p a d o p o u l o u A n n a S a r a f i a n o u E l i n a C h a dji p a p a ISBN 978-960-99486-7-8 Τ υ π ο γ ρ α φ ι κ ή ε π ι μ έ λ ε ι α Ν ί κ ο ς Μ α θ ι ο υ δ ά κ η ς Ε λ έ ν η Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ Ε λ ί ν α Χ α τ ζ η π α π ά Σ χ ε δ ι α σ μ ό ς ε ξ ώ φ υ λ λ ο υ Ν ί κ ο ς Μ α θ ι ο υ δ ά κ ης Copyright 2012 Δ η μ ο κ ρ ί τ ε ι ο Π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο Θ ρ ά κ η ς D e m o c r i t u s U n i v e r s i t y o f T h r a c e Ε ρ γ α σ τ ή ρ ι ο Σ ύ ν τ α ξ η ς, Μ ο ρ φ ο λ ο γ ί α ς, Φ ω ν η τ ι κή ς, Σ η μ α σ ι ο λ ο γ ί α ς, L a b o ra to r y o f S y n ta x, M o r pho l o g y, P h o n e t i c s, S e m a n t i c s, Δ ι ε θ ν έ ς Σ υ ν έ δ ρ ι ο Ε λ λ η ν ι κ ή ς Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ί α ς I n t er n a ti o n a l C o n fe r e n c e o f G r e e k L inguist ic s www.icgl.gr +Μ όρφωση Δ Π Θ +M orp ho SE D U T H

Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ («ΕΙΜΑΙ» ΚΑΙ «ΕΧΩ») Anastasia Petrova University of Veliko Tarnovo St. Ciril and St. Methodius - Bulgaria anp@abv.bg Χριστίνα Μάρκου Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης chrimarkou@yahoo.gr ABSTRACT This paper refers to the results of our research on the existential semantic of the verbs έχω/имам and είμαι/ съм in Modern Greek and Bulgarian languages. There is significant data of structures used to express existentiality, characterization, location, possessiveness, in both languages. The main focus of the comparative analysis is on the semantic specificity, the areas of use, the distribution of existential functions, the concurrence between the two verbs. We consider the semantic and syntactic constrains and the interaction with other categories (definiteness/indefiniteness, personality/impersonality, affirmation/negation etc.). Keywords: existentiality, existential constructions, concept, conceptualizing metaphor. 1. Εισαγωγή Αντικείμενο της ανακοίνωσης είναι οι υπαρκτικές λειτουργίες των γλωσσικών δομών με τα ρήματα έχω και είμαι στην ελληνική και στη βουλγαρική γλώσσα. Αποτελεί προσπάθεια για περαιτέρω διερεύνηση των ήδη υπαρχόντων συμπερασμάτων (Buchholz 1989, Nicolova 1990, Assenova 2001, Alexieva 1992) σχετικά με τις ποικίλες ιδιότητες των έχω και είμαι για τη δήλωση της υπαρκτικότητας (existentiality) στις δυο γλώσσες. Εξετάζονται οι σημασιολογικές ιδιαιτερότητες, η λειτουργική πολυσημαντικότητα των συγκεκριμένων ρημάτων και οι σφαίρες χρήσης τους, η κατανομή των υπαρκτικών λειτουργιών και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, η αλληλεπίδραση τους με άλλες κατηγορίες. Το γλωσσικό υλικό επικυρώνει την παρατήρησή μας, ότι η έκφραση της υπαρκτικότητας με το ρήμα έχω (κοινό γνώρισμα των βαλκανικών γλωσσών και των διαλέκτων τους), εμφανίζεται σε μικρότερο βαθμό στη βουλγαρική γλώσσα σε σχέση με την ελληνική, οι παραλληλισμοί όμως ανάμεσα στις δυο γλώσσες είναι σημαντικοί και σαφώς δείχνουν την πραγμάτωση της ίδιας γνωστικής μεταφοράς: S περιέχει P στο δικό του χώρο. Η μεταφορά αυτή εκδηλώνεται πέρα από τα όρια του λεξιλογικού επιπέδου, καθώς οι έννοιες ως καθολικές ενοποιήσεις/σύνολα του νοήματος εξαπλώνονται σε όλο το χώρο της γλώσσας. Το παράδειγμα των είμαι -συνταγμάτων με υπαρκτική σημασία εκπροσωπείται από πολυάριθμες δομές, κάθε μια εκ των οποίων με διαφορετικό τρόπο ορίζεται από περιφερειακά, λιγότερο ή περισσότερο δευτερεύοντα κατηγορήματα όπως τοποθέτηση στον χώρο και στο χρόνο, χαρακτηρισμός, κτητικότητα (Nicolova 1990: 236). Οι τελευταίες γλωσσο-πολιτισμικές μελέτες εστιάζουν στην πραγματολογική προέλευση του λόγου, στην αλληλεπίδραση της σύνταξης και της σημασίας, στη γλώσσα και στη σκέψη και στο ζήτημα των εννοιολογικών καθολικών. To λεξιλόγιο και η γραμματική ενώνουν τις προσπάθειές τους και αναπαράγουν από κοινού την ανθρώπινη γνώση, με ένα συνεχές από μεταβάσεις μεταξύ τους, το οποίο πραγματοποιείται στο ενιαίο εννοιολογικό σύστημα της γλώσσας μέσω μεταφορικών και μετωνυμικών μοντέλων (Kaškin 2001: 45). Καλή απεικόνιση των παραπάνω είναι τα δεδομένα από το συνταγματικό και τον παραδειγματικό άξονα των ρημάτων είμαι και έχω στις δυο βαλκανικές γλώσσες, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της έρευνάς μας. In Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL, pp. 1081-1089. Komotini/Greece: Democritus University of Thrace.

[ ANASTASIA PETROVA & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΡΚΟΥ ] 2. Είμαι/съм και έχω/имам ως πλήρη ρήματα - σημασιολογικές ιδιαιτερότητες Τα ρήματα είμαι/съм και έχω/имам μετέχουν ως δομικό συστατικό σε δυο βασικές ομάδες υπαρκτικών προτάσεων, οι οποίες διαφοροποιούνται με βάση το δηλωτικό περιεχόμενο: προτάσεις δήλωσης γενικευτικής υπαρκτικότητας (generic existentiality) και προτάσεις, οι οποίες εκφράζουν συγκεκριμένη, περιστασιακά καθορισμένη υπαρκτικότητα (situational determinated existentiality). Η διαφορά μεταξύ της γενικευτικής και της συγκεκριμένης υπαρκτικότητας καθορίζεται από το βαθμό σύνδεσης της ύπαρξης του αντικειμένου με μια συγκεκριμένη περίσταση, συνεπώς αυτός ο διαχωρισμός λειτουργεί εξαρχής υπό όρους (Nicolova 1990: 237). 2.1 Δομές δήλωσης γενικευτικής υπαρκτικότητας Κοινή ιδιαιτερότητα του βαλκανικού γλωσσικού χώρου, απόλυτα φυσική για την ελληνική, τη βουλγαρική και την αλβανική γλώσσα, είναι η απρόσωπη χρήση του ρήματος έχω για την έκφραση της γενικευτικής υπαρκτικότητας (Nicolova 1990, Buchholz 1989: 329-336, Аssenova 1987: 150; Ivanova 2002: 5-24; Кaldieva- Zaharieva 2005: 263). Η ενεργοποίηση της απρόσωπης μορφής του ρήματος έχει τη γνωσιακή εξήγησή της η υπαρκτικότητα βρίσκεται σε στενή αλληλεπίδραση με την κατηγορία της δείξης 1, τα συστατικά της οποίας εξασφαλίζουν τη σύνδεση της δήλωσης με μια συγκεκριμένη περίσταση. Όλες οι δομές που ανήκουν σ αυτήν την ομάδα βασίζονται σε μοντέλο, όπου η ονοματική φράση, της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται ή ακυρώνεται, έχει θέση άμεσου αντικειμένου, πάντα χωρίς οριστικό άρθρο. Οι υπαρκτικές λειτουργίες του απρόσωπου έχει είναι αναμφισβήτητες, σημασιολογικά οι εν λόγω δομές βρίσκονται σε «συμπληρωματική κατανομή» (complementary distribution) με τις είμαι -δομές. Σε συνταγματικό επίπεδο δεν είναι υποχρεωτική η εμφάνιση τοπικών και χρονικών προσδιορισμών στην επιφανειακή δομή. Όταν η φράση είναι περιστασιακά καθορισμένη, ο τοπικός προσδιορισμός γίνεται θέμα της πρότασης και η δομή αποκτά την ακόλουθη μορφή: V imp. + О d + А (Έχει λαϊκή στην πόλη/σήμερα.) ή А + V imp. + О d (Στην πόλη/σήμερα έχει λαϊκή.). Η σύγκριση με γλώσσα, η οποία δεν ανήκει στη Βαλκανική γλωσσική ένωση 2, επιτρέπει να διακριθεί η ιδιαιτερότητα του γνωσιακού μοντέλου: Στο δάσος έχει δέντρα. = Τα δέντρα είναι στο δάσος. В гората има дървета.= Дърветата са в гората. There are trees in the forest. Σε διαχρονική προοπτική φανερά διακρίνεται η αλλαγή της σχέσης μεταξύ των ρημάτων έχω και είμαι και στις δυο γλώσσες: η κυριαρχία του είμαι στα αρχαιοελληνικά κείμενα σταδιακά μειώνεται, σήμερα στη καθημερινή γλωσσική πρακτική για τη δήλωση κατάστασης συνηθίζεται η χρήση του ρήματος έχει. Στη βουλγαρική για τη δήλωση ύπαρξης ή τοποθέτησης σε κείμενα του 17-ου αιώνα, τα ρήματα είμαι και έχω αλληλοαντικαθίστανται ακόμη και στα πλαίσια της ίδιας φράσης (Mladenova 2007: 234-238). Διαχρονικά φαίνεται οι δυο γλώσσες να καταλήγουν στο ίδιο προτιμώμενο μοντέλο, το οποίο εύκολα διακρίνεται σε σύγκριση με άλλες γλώσσες 3. Η χαρακτηριστική «βαλκανική» παρουσία των λεξημάτων έχω/ имам, όπως στην ελληνική, έτσι και στη βουλγαρική γλώσσα, δεν φαίνεται να ελαττώνει την πολυλειτουργικότητα του ρήματος είμαι/съм. Η εξέλιξη προς την κατεύθυνση της εξάπλωσης των έχω -συνταγμάτων και στις δυο γλώσσες εξισορροπείται από είμαι - δομές, οι οποίες εξειδικεύονται στην έκφραση της υπαρκτικότητας, αλλά και της τοποθέτησης, του χαρακτηρισμού και της κτητικότητας. Με αυτόν τον τρόπο η νεοελληνική και η βουλγαρική γλώσσα, βρισκόμενες σε σταυροδρόμι πολιτισμικών χώρων, φαίνεται να βρίσκονται και στην ίδια ζώνη διασταύρωσης γλωσσικών τάσεων. Στην ελληνική γλώσσα οι υπαρκτικές δομές δήλωσης γενικευτικής υπαρκτικότητας ( κάποτε/κάπου/κάπως υπάρχει κάποιος, κάτι ) είναι ως επί το πλείστον χώρος του ρήματος είμαι. Τα γλωσσικά δεδομένα δείχνουν ότι στη νεοελληνική για τη δήλωση γενικευτικής υπαρκτικότητας γίνονται το ίδιο αποδεκτές τόσο οι είμαι - δομές, όσο και οι έχει -δομές, ενώ η βουλγαρική χρησιμοποιεί στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων το ρήμα έχω. Στη νεοελληνική γλώσσα σε υπαρκτικές δομές 4 δήλωσης γενικευτικής υπαρκτικότητας με σημασία 1 Είναι γνωστό ότι η τριτοπρόσωπη μορφή του ρήματος χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ελευθερία σε σχέση με την κατηγορία της οριστικότητας (definiteness) μπορεί να φέρει πληροφορίες όπως της οριστικότητας, έτσι και της μη οριστικότητας (indefiniteness), σε αντίθεση με τις μορφές του α και β προσώπου, οι οποίες απευθύνονται σε γνωστούς μετέχοντες στην επικοινωνία (Ivanova 1981: 59-60). 2 Ο όρος χρησιμοποιείται ως απόδοση του γερμανικού όρου Balkanschprachbund (βλ. Τζιτζιλής 2000). 3 Για τη ρουμάνικη γλώσσα δεν είναι χαρακτηριστική η «γενικευτική» και η «περιστασιακά καθορισμένη υπαρκτικότητα. Εξαίρεση αποτελούν οι νότιες διάλεκτοι (βλ. Caragiu-Marioțeanu M., όπως παρατιθ. στο Kaldieva-Zaharieva 2005: 265). 4 Ο όρος υπαρκτική δομή χρησιμοποιείται συνήθως για δομές με την αναφορική λειτουργία να εγκρίνουν ή να αρνούνται την ύπαρξη μιας ουσίας, χωρίς να εισάγουν συμπληρωματικά υφολογικά ή συναισθηματικά στοιχεία. Εδώ θέτουμε ένα ευρύτερο [ 1082 ]

[ Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ («ΕΙΜΑΙ» ΚΑΙ «ΕΧΩ») ] κάποιος/κάτι υπάρχει, έχει υπόσταση, είναι εν ζωή το ρήμα είμαι λειτουργεί ως πλήρες υπαρκτικό ρήμα. Η κεντρική δομή είναι δυνατόν να συμπληρώνεται με χρονικούς ή τοπικούς προσδιορισμούς. Όπως είναι φυσικό, στην ελληνική γλώσσα το υποκείμενο είναι στην αόριστη μορφή του και συνδυάζεται είτε με αόριστο άρθρο, είτε με αόριστη αντωνυμία, χωρίς όμως να αποκλείεται η χρήση οριστικού άρθρου. Είναι κάποια πράγματα που με ενοχλούν. - Има някои неща, които ме дразнят. Είναι και άλλοι λόγοι να μην πάω. Има и други причини да не отида. Μια ακόμη επιβεβαίωση του γεγονότος, ότι στη βουλγαρική η γενικευτική υπαρκτικότητα είναι σφαίρα εξειδίκευσης του ρήματος έχω αποτελεί η παρατήρηση, ότι ο αριθμός των στερεότυπων εκφράσεων με το ρήμα είμαι / съм που δηλώνουν γενικευτική υπαρκτικότητα είναι περιορισμένος (било каквото било ό, τι ήταν, ήταν, тя беше тая, беше то ήταν αυτό, πάει). 2.2 Δομές των ρημάτων είμαι/съм и έχω/имам για τη δήλωση περιστασιακά καθορισμένης υπαρκτικότητας (situational determined existentiality) 2.2.1 Δομές με σημασία κάτι γίνεται, συμβαίνει Και τα δυο ρήματα γίνονται αποδεκτά σ αυτές τις δομές, με την παρατήρηση ότι η χρήση του ρήματος έχω είναι απρόσωπη. Κάνει εντύπωση η ενεργητικότητα και των δυο ρημάτων στην ελληνική, ενώ η βουλγαρική δείχνει σαφή προτίμηση στο ρήμα έχω : Τι είναι;- Какво има? (συγκρ. με αγγλ. What s up?) Δεν είναι τίποτα. - Няма нищо. Έχει συνέλευση (σήμερα/εδώ). - Има събрание (днес/тук).( αγγλ. There is a meeting (today). 2.2.2 Δομές δήλωσης χρόνου Στη θέση του υποκειμένου βρίσκεται ονοματική φράση με σημασία φυσικού φαινομένου, χρονικής περιόδου (ώρα, χρόνος, πρωί, βράδυ, μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι κλπ.). Σ αυτές τις περιπτώσεις η επιλογή και των δυο γλωσσών είναι το ρήμα είμαι : Τι ώρα είναι;- Колко е часът? Τι μέρα είναι/έχουμε σήμερα; - Какъв ден/какво е днес? Какво сме днес? Είναι ώρα να φύγουμε. Време е да тръгваме. 2.2.3 Δομές έκφρασης φυσικών φαινόμενων και καιρικών καταστάσεων Και για τις δυο γλώσσες είναι χαρακτηριστική η απρόσωπη χρήση του ρήματος είμαι με σημασία επικρατεί, σε συνδυασμό με ουσιαστικό ή επίρρημα (ένα μέρος των περιπτώσεων εμφανίζει και συνώνυμες έχω δομές): Είναι κρύο/ζέστη = έχει κρύο/ζέστη Студено/топло е. Έχει κρύο, έχει συννεφιά - Студено е, облачно е. Είναι σκοτεινά - Тъмно е. Την άνοιξη θα έχει άσχημο καιρό. През пролетта ще има лошо време. 2.2.4 Δομές χαρακτηρισμού Η υπαρκτικότητα συχνά συνοδεύεται από στοιχεία χαρακτηρισμού, κτητικότητας, τοποθέτησης στο χώρο και στο χρόνο, έτσι που στη σημασιολογική δομή μιας υπαρκτικής δήλωσης είναι δυνατόν να εμφανίζονται και άλλα υποχρεωτικά ή δευτερεύοντα κατηγορήματα (Nicolova 1990: 236). Στις δομές χαρακτηρισμού τα δυο ρήματα «βλέπουν» το αντικείμενο από διαφορετικές οπτικές γωνίες και υπό διαφορετικό πρίσμα. Το ρήμα είμαι αποτελεί το σημείο ίσον, το οποίο εξασφαλίζει τη σχέση ταύτισης και πλαίσιο, στηριζόμενοι στην πεποίθηση, ότι ρητώς ή μη, κάθε δήλωση είναι υπαρκτική. Η υπαρκτικότητα αποτελεί βασική προϋπόθεση της δήλωσης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για καθαρή επιβεβαίωση ή άρνηση, ή αν υπάρχει κάποια πρόσθετη απόχρωση (βλ. Nicolova 1990: 236). [ 1083 ]

[ ANASTASIA PETROVA & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΡΚΟΥ ] λειτουργεί ως συνδετικό. Η γενική σημασία αυτών των δομών είναι: υπάρχω με ορισμένη ιδιότητα ή βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση συναισθηματική, φυσική ή διανοητική. 2.2.4.1 Το ρήμα είμαι/съм συμμετέχει στο σχηματισμό δομών, οι οποίες δηλώνουν μόνιμη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό του υποκειμένου. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει και σημαντικό αριθμό φρασεολογικών μονάδων, η σημασία των οποίων προκύπτει βάσει κάποιας περισσότερο ή λιγότερο σύνθετης μεταφοράς. Είμαι τάφος - Гроб съм Είμαι πετσί και κόκαλο - Кожа и кости съм Στα έχω -συντάγματα το σημασιολογικό στοιχείο κατέχω διακρίνεται ως ιδιόμορφος σημασιολογικός πυρήνας, γύρω από τον οποίον οργανώνεται όλο το σημασιολογικό περιεχόμενο του ρήματος. Η παρουσία της κτητικότητας ως βασικού σημασιολογικού στοιχείου προσδίδει μια ασυνήθιστη όψη στη σημασία των συγκεκριμένων συνταγμάτων, επειδή η σημασία αυτή είναι ουσιαστικά υπαρκτική (συνδεδεμένη με τον χαρακτηρισμό του υποκειμένου, με την έκφραση της κατάστασης, στην οποία βρίσκεται κτλ.). Το αντικείμενο, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται ή ακυρώνεται, συμπεριλαμβάνεται στον «ιδιόκτητο» χώρο του υποκειμένου ως δικό του κτήμα. Σχεδόν πάντα εμφανίζεται χωρίς οριστικό άρθρο η αοριστικότητα είναι και δείκτης της μετατροπής του έχω σε συνώνυμο του είμαι για τη δήλωση της υπαρκτικότητας (βλ. Benveniste 1974: 203-225; Stoyanov 1973: 194-5; επίσης Nicolova 1990: 237). Σε όλες τις εν λόγω δομές το ρήμα χρησιμοποιείται αυτόνομα, η κτητικότητα εκφράζεται σε επιφανειακό επίπεδο. Ταυτόχρονα με τη ρητά δηλωμένη κτητικότητα, είναι παρούσα και η ιδέα της υπαρκτικότητας. Η βασική δομή είναι: S + V have + О d - με τη δυνατότητα να συμπληρώνεται από στοιχείο προσδιοριστικό της περίστασης. Στη θέση του άμεσου αντικειμένου εμφανίζεται ονοματική φράση, πάντοτε μη οριστική, η ύπαρξη της οποίας επιβεβαιώνεται ή αρνείται. Συνηθισμένες στην ομιλία και των δυο γλωσσικών ομάδων είναι οι ακόλουθες εκδοχές του συγκεκριμένου γνωσιακού μοντέλου: 2.2.4.2 Δομή: έχω + ονοματική φράση με σημασία φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου : Έχω κοντά/μακριά μαλλιά, γαλανά μάτια. - Имам дълга коса/сини очи. Για την έκφραση των φυσικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου και για τις δυο γλώσσες είναι το ίδιο φυσικές οι εμπρόθετες είμαι -δομές με την πρόθεση με και ονοματική φράση φυσικού χαρακτηρισμού με την ίδια σημασία διακρίνομαι για κάποια ιδιότητα, χαρακτηριστικό : Είναι με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Със сини очи и руса коса е. 2.2.4.3 Στην ελληνική γλώσσα από την κλασσική περίοδο εμφανίζονται τυποποιημένες οι χρήσεις του ρήματος έχω σε συνδυασμό με ουσιαστικό από το πεδίο ένδυμα : είμαι ντυμένος, φοράω (Έχω χιτώνα/κράνη/στολήν - ΛΑΕΓ 419): Είχε άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα και μια παράξενη κονκάρδα στο ρεβέρ του. Имаше бяла риза, черна вратовръзка и странна значка на ревера. 2.2.4.4 Η ιδέα της ηλικίας ως κτήμα του υποκειμένου γίνεται αντιληπτή σε παλαιοβουλγαρικά και αρχαιοελληνικά δείγματα, στα οποία εμφανίζεται το ίδιο γνωσιακό μοντέλο: пришедъ же ис/ въ витани«обрýте и чет1ри дьни юже им штъ въ гробý; п ти дес тъ лýтъ не ¹ има(ш)и; бъздрасть имýти, το οποίο αποτελεί ακριβή αντιστοιχία του αρχαιοελληνικού ηλικίαν έχω (СР 634-635). Η κτητική σημασία της υπαρκτικής δομής στη δήλωση ηλικίας στην ελληνική και στη βουλγαρική γλώσσα είναι αισθητή, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τις ισοδύναμες έχω δομές: Τα έχει τα χρονάκια του. Има си ги годинките. Είμαι -δομές για τη δήλωση της ηλικίας, οι οποίες παρουσιάζουν κανονική χρήση και στη νεοελληνική γλώσσα, καταγράφονται στο Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας: είκοσι χρόνων ήτονε εις μέτρον ηλικίας, είμαι εις δέκα χρόνους έχω ηλικία δέκα χρόνων. Αντιθέτως, υποχώρησε η έκφραση είμαι του καιρού μου, την οποία αντικατέστησε η συνώνυμή της έχω την ηλικία μου. [ 1084 ]

[ Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ («ΕΙΜΑΙ» ΚΑΙ «ΕΧΩ») ] 2.2.4.5 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από γνωσιακή άποψη παρουσιάζουν οι υπαρκτικές δομές, στις οποίες στη θέση του άμεσου αντικειμένου εμφανίζεται ουσιαστικό ή ονοματική φράση που κατονομάζει ανθρώπινο χαρακτηριστικό, κατάσταση, σχέση, συναίσθημα: Έχω δύναμη (υγεία, θάρρος, αντοχή, ανδρεία, φιλοτιμία, υπομονή, ευφυΐα, μνήμη, ταλέντο, γνώσεις, λογικό). Имам сила (здраве, смелост, издържливост, доблест, амбиция, търпение, интелект, памет, талант, знание, ум, разум). Η διαχρονική ανάλυση αποδεικνύει ότι η προδιάθεση για το σχηματισμό δομών, βασισμένων στο συγκεκριμένο γνωσιακό σχήμα (η ιδιότητα παρουσιάζεται ως κτήμα του υποκειμένου με μεταβατικό το ρήμα έχω ) κληρονομήθηκε από την αρχαία ελληνική και την παλαιοβουλγαρική γλώσσα: аще бо кто видитъ т им( )ща раз¹мъ въ трý(б)ищ(и) възлеж ща; да и хотżште и не хот ште, µм тъ пам ть, и не заб д тъ; м дрость имýти (СР 635-636); ἀθυμίαν ἔχειν, γνώμην έχειν, αἰτίαν ἔχειν κ.α. (Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη και τα σύνθετα παράγωγα, στη σημασία των οποίων είναι αισθητό το στοιχείο κατέχω : εχέ-θυμος, εχε-μυθέω, εχέ-φρων κ.α. (ΛΑΕΓ 419). Αυτά και άλλα παρόμοια δεδομένα επιβεβαιώνουν την παρατήρηση ότι τα γλωσσικά σημεία, τα οποία είναι αποτέλεσμα μεταφορικών και μετωνυμικών επεκτάσεων, είναι ανθεκτικά στο χρόνο, επειδή η σημασιολογική εξέλιξή τους βασίζεται σε διαπιστωμένη από τη συνείδηση ομοιότητα, στηριζόμενη από ένα ζωντανό εικονοσχήμα. 2.2.4.6 Εμπρόθετες είμαι -δομές με σημασία υπάρχω με ορισμένη ιδιότητα, ικανότητα, σχέση, η οποία κατονομάζεται με ουσιαστικό. Το υποκείμενο χαρακτηρίζεται έμμεσα μέσω της σχέσης κτήσης 5. Ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών των συνταγμάτων διαθέτει ισοδύναμες έχω δομές, οι οποίες συνήθως δείχνουν υψηλότερη συχνότητα χρήσης στο λόγο. Η παρουσία του αντικειμένου και η κτήση του προσδίδει στο υποκείμενο κάποιες ιδιότητες, ορισμένα χαρακτηριστικά, σχέσεις, δηλαδή η σχέση κτήσης επεκτείνεται σε χαρακτηρισμό του υποκειμένου: Έίναι άνθρωπος με αξιοπρέπεια έχει αξιοπρέπεια - Човек с достойнство е = има достойнство Είναι άνθρωπος με ταλέντο, με πολλές γνώσεις - Човек с талант е = има много знания 2.2.4.7 Δομές του ρήματος έχω με О d ουσιαστικό το οποίο δηλώνει κατάσταση, σχέση, συναίσθημα: βρίσκομαι στην κατάσταση, στη σχέση, την οποία εκφράζει το ουσιαστικό. Έχω ενδιαφέρον (ελπίδα, επιθυμία, αγωνία, στενοχώρια, λάθος, εμπιστοσύνη, ντροπή, μίσος, ανάγκη). Имам интерес (надежда, желание, тревога, притеснение, грешка, доверие, срам, омраза, нужда). Σ αυτήν τη σειρά μπορούν να συμπεριληφθούν και οι στερεότυπες εκφράσεις του τύπου Έχω καλή καρδιά Имам добро/златно сърце. Παρόμοια συντάγματα με υψηλό βαθμό παγίωσης έχουν καταγραφή στην παλαιοβουλγαρική και στην αρχαία ελληνική: бол«имýти, вýр имýти, αρχαιοελλ. έχω πίστιν; н¹жд имýти, αρχαιοελλ. έχω ανάγκην; Βλ. επιπλέον και τις αρχαιοελληνικές δομές με σημασία βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση, διάθεση : εὖ (καλōς) ἔχειν, εὐφρενων ἔχειν (СР 635-637). Ανταγωνιστικές εμφανίζονται οι είναι -δομές με πρόθεση με σε συνδυασμό με ονοματική φράση η οποία δηλώνει κάποια ψυχική ή πνευματική ιδιότητα: Είναι άνθρωπος με καλή καρδιά. Човек с добро сърце е. = Έχει καλή καρδιά Има добро сърце. Με αντίθετη αξία είναι και οι δομές χαρακτηρισμού με την πρόθεση χωρίς/δίχως με σημασία δεν έχω ορισμένη ιδιότητα, ικανότητα. Είμαι δίχως/χωρίς ψυχή = Δεν έχω ψυχή - Без душа съм = Нямам душа 2.2.4.8 Στο ίδιο μοντέλο, με υποχρεωτικά δηλωμένη στην επιφανειακή δομή τοποθέτηση, ανήκουν οι εκφράσεις του τύπου S + V have + (О d ) + А, : Έχω κατά νου Имам на ум Έχω στο μάτι - Имам на око (ΛΚΝΕ: 554). Έχω υπόψη μου - Имам, вземам пред вид (ΛΚΝΕ: 554). 5 Για την ύπαρξη όμοιων δομών στη ρουμάνικη γλώσσα βλ. Kaldieva-Zaharieva (2004: 251). [ 1085 ]

[ ANASTASIA PETROVA & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΡΚΟΥ ] 2.2.4.9 Υπαρκτικές είμαι δομές με ρητά δηλωμένη κτητικότητα Στις συχνές χρήσεις του ρήματος είμαι ως συνδετικού ανήκει και ο έμμεσος χαρακτηρισμός του υποκειμένου μέσω επισήμανσης της κτήσης. Το στοιχείο της κτητικότητας είναι ιδιαίτερα αισθητό στις ερωτήσεις καθημερινής επικοινωνίας του τύπου: Τίνος είσαι; Ποιανού παιδί είσαι; Чий си /Чие дете си? Είναι της παρέας μας. От компанията ни е. Από δομική και από γνωσιακή άποψη παρουσιάζει ενδιαφέρον το διαδεδομένο στην ελληνική γλώσσα μοντέλο, όπου το ρήμα είμαι ακολουθείται από ουσιαστικό σε γενική πτώση, συνήθως με αφηρημένη σημασία. Μεγάλο μέρος αυτών των δομών έχουν τις ρίζες τους στην καθαρεύουσα (Mackridge 1990: 123). Σε αρκετές περιπτώσεις είναι δυνατή η αντικατάσταση με δομές με μεταβατικό ρήμα έχω, όπου το ουσιαστικό εμφανίζεται στη θέση του άμεσου αντικειμένου. Είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης του έχω εμπιστοσύνη. Υπάρχουν όμως και είμαι -δομές χωρίς σημασιολογικά έχω -ισοδύναμα. Αυτές είναι οι δομές με σημασία το υποκείμενο ανήκει σε ορισμένη τάξη, κατηγορία, σύνολο, εμφανίζοντας κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες, ιδιαιτερότητες. (Δεν) είναι της προκοπής Είναι της κακιάς ώρας 2.2.4.10 Κοινή βαλκανική ιδιαιτερότητα μπορεί να διαπιστωθεί στις δομές V have + О d με γενική σημασία είμαι άρρωστος από την ασθένεια, την οποία κατονομάζει το ουσιαστικό, όπου το О d είναι ουσιαστικό με σημασία κάποιας νόσου: Έχω έλκος (πονοκέφαλο, γρίπη, πυρετό). - Имам язва (главоболие, грип, температура), ως απάντηση στην ερώτηση: Τι έχεις; - Какво ти е/има? 6 - αγγλ. What is the matter with you? Και στις δυο γλώσσες το συγκεκριμένο μοντέλο δεν είναι καινούργιο, στην παλαιοβουλγαρική έχουν καταγραφεί χρήσεις του ρήματος имýти με σημασία είμαι κατειλημμένος από ασθένεια, σωματική ή ψυχική πάθηση, κακό πνεύμα αντανάκλαση των παλαιών αντιλήψεων για την ασθένεια (СР 634-635): бýсъ имýти, αρχ. δαιμόνιον ἔχω; болýзни имýти, αλλά αρχαιοελλ. ὑδρωπικὸς εἰμί. Μια άλλη εκδοχή του ιδίου μοντέλου αποτελούν οι δομές με το ρήμα έχω και άμεσο αντικείμενο ουσιαστικό, το οποίο ονομάζει το άρρωστο όργανο - χολή, νεφρά): Имам жлъчка (бъбреци) - Έχω στομάχι (καρδιά, νεφρά). Και στις δυο γλώσσες η συγκεκριμένη χρήση επίσης φαίνεται να είναι παλαιά: д¹хъ нед жьнъ им¼, αρχαιοελλ. ἔχων πνεῦμα [τῆς] ἀσθενείας; д¹ша не им¼, αρχ. ψυχ[ὴν μ[ὴ ἔχων (СР 636). Η βλάβη ως κτήμα του αντικειμένου γίνεται αντιληπτή σε δομές του τύπου: Τι έχει το ραδιόφωνο και δεν ακούγεται καλά; σε αντίθεση με την αγγλ.: What is the matter with it? Στη βουλγαρική το ρήμα είναι σε απρόσωπη χρήση: Какво му има на радиото, че не се чува добре? Η βουλγαρική διαθέτει και εναλλακτική είμαι -δομή με απρόσωπο ρήμα: Какво му е на радиото, че не се чува добре? 3. Σημασιολογικές ιδιαιτερότητες των είμαι/съм και έχω/имам ως βοηθητικών ρημάτων Εξετάζοντας την κατηγορία της υπαρκτικότητας σε λογικο-φιλοσοφικό πλάνο, ως καθολική σχέση, θα διαπιστώσουμε ότι εξαπλώνεται σε όλο το σύστημα της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένης και της γραμματικής. Οντάς τμήμα της γενικής γνώσης, η γλώσσα χρησιμοποιεί τους καθολικούς γνωσιακούς μηχανισμούς και η εκάστοτε γραμματική δομή παρουσιάζει τη δική της γνωσιακή διάσταση (Lakoff 2004: 753). Κάθε διαφορά σε δομικό επίπεδο εκφράζεται και ως διαφορά σε γνωσιακό πλάνο. Η χρήση των ρημάτων έχω και είμαι στα χρονικά συστήματα των βαλκανικών γλωσσών απεικονίζει και επιβεβαιώνει αυτήν την ιδέα. 6 H κτητική αντωνυμία ти (σου) στη βουλγαρική δομή επιπλέον τονίζει την ιδέα της κτήσης. Η δήλωση της υπαρκτικότητας ως κτήμα του υποκειμένου και σε άλλες εκφράσεις είναι δυνατόν να υπογραμμίζεται με κτητική αντωνυμία. [ 1086 ]

[ Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ («ΕΙΜΑΙ» ΚΑΙ «ΕΧΩ») ] 3.1 Το ρήμα έχω στους τύπους του βαλκανικού αναλυτικού παρακειμένου παρουσιάζει μια ατελή απολεξικοποίηση και γραμματικοποίηση. Η κτητική σημασία είναι αισθητή, γι αυτό και η σχέση S κατέχει O d γίνεται αντιληπτή από τη γλωσσική συνείδηση: - ( имам + άκλιτη μορφή της παθητικής μετοχής αορίστου από αμετάβατο ρήμα): имам дойдено/доаѓано, имам отидено/одено, имам заминато/заминувано, имам влезено/влегувано (Мarkovikj 1994: 92). - ( имам + άκλιτη μορφή της παθητικής μετοχής αορίστου από μεταβατικό ρήμα): имам видено/гледано, имам jадено, имам вечерано, имам пиено (Мarkovikj 1994: 93), ελλ. έχω γραμμένο, το έχω λησμονημένο. - ( имам + κλιτή μορφή της παθητικής μετοχής): Ние имаме дори взети решения по тези въпроси. Аз имам взети някои изпити. Οι χρόνοι αυτοί έχουν υποταχτεί στο γνωσιακό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η γλωσσική συνείδηση «βλέπει» το αποτέλεσμα της ενέργειας ως κτήμα του υποκειμένου και το εκφράζει με δομή του τύπου V + O d. Η ίδια η φύση του παρακειμένου, με τα στοιχεία της κτητικότητας και της αποτελεσματικότητας που περιέχει, προδιαθέτει τη συνείδηση στο να συνδέσει την αντίληψη της κατάστασης του υποκειμένου με την αντίληψη της κτήσης. Το ίδιο μοντέλο ακολουθεί και ο υπερσυντέλικος. Η βουλγαρική γλώσσα προτιμά γνωσιακό μοντέλο, το οποίο εστιάζει στην υπαρκτικότητα, δηλούμενη με το ρήμα είμαι. Το ρήμα съм συμμετέχει στο σχηματισμό των αναλυτικών μορφών του παρακειμένου (писал съм), του υπερσυντέλικου (бях ходил), του συντελεσμένου μέλλοντα (ще съм носил, ще бъда носил). 3.2 Στις μελλοντικές περιφράσεις χάρη στο σήμημα «κατέχω» πραγματοποιείται το ίδιο σενάριο: Το υποκείμενο θα κατέχει την ενέργεια, η οποία εκφράζεται με τη δευτερεύουσα πρόταση. Στο ρήμα έχω οφείλεται και το συμπληρωματικό τροπικό στοιχείο του υποχρεωτικού, του αναπόφευκτου, αλλά και της διάρκειας της ενέργειας : Има много да чакаш. (Έχει να περιμένεις πολύ!) Какви промени, какви чудеса има да стават!(τι αλλαγές, τι θαύματα έχει να συμβούν!) Στην ελληνική γλώσσα τα δυο ρήματα είμαι και έχω ανταγωνίζονται στις δομές έκφρασης της σημασίας πρέπει, είναι απαραίτητο : Είναι να πάω την άλλη εβδομάδα; Ήταν να φύγω αλλά δε μπόρεσα. Η παρουσία του ρήματος έχω εισάγει την τροπική σημασία είναι υποχρεωτικό, αναπόφευκτο, πρόκειται να γίνει : Μήπως έχω καμιά χαρά να του προσφέρω του παιδιού; (Ε. Αλεξίου) Έχεις να απαντήσεις σ αυτές τις κατηγορίες. Εδώ θα πρέπει να κατατάξουμε και τη φράση: Δεν έχεις να (δεν επιτρέπεται, δεν κάνει): Δεν έχεις να πας πουθενά. Αν θέλεις να πετύχεις, δεν έχεις παρά να δουλέψεις σκληρά. Στη βουλγαρική το μοντέλο σχηματισμού μελλοντικών περιφράσεων με το ρήμα имам προέρχεται από την παλαιοβουλγαρική: не имамъ пити юже отъ сего плода лозънааго; не имамъ м съ ıсти въ вıк¼,... Σ αυτές τις δομές το ρήμα имам δεν υπέστη πλήρη γραμματικοποίηση, έχουν καταγραφεί διαφορετικές τροπικές αποχρώσεις: σκοπεύω, επίκειται, πρέπει : симоне имамъ ти нýчъто решти ц)рю, имамъ ти нýчто сьвýштати. (СР 1: 635); μπορώ, είμαι σε θέση : не ¹боµте с отъ ¹бива«штµихъ тıло, µ не по томь не µм штемъ, лиха чесо сътворити; еже имh си сътвори (СР 1: 635). Πλήρως απολεξικοποιημένο εμφανίζεται το ρήμα έχω με κυρίαρχες τις υπαρκτικές λειτουργίες μόνο στις αρνητικές δομές με το μόριο няма (не иматъ, γ πρ. εν. αρ.) + да + ενεστώτας 7. Η ανάλυση δείχνει ότι στο βάθος των διαφορετικών έχω -συνταγμάτων διαφαίνεται η ιδιαίτερη επικάλυψη των νοητικών χώρων των κατηγοριών της υπαρκτικότητας και της κτητικότητας. Και στις δυο γλώσσες τα 7 Η αιτία για την καθιέρωση του ρήματος имам στους αρνητικούς τύπους ενδεχομένως να οφείλεται στην πρώιμη συγχώνευση του μορίου не και του ρήματος, με αποτέλεσμα το σχηματισμό του βοηθητικού ρήματος нямам. [ 1087 ]

[ ANASTASIA PETROVA & ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΡΚΟΥ ] γνωσιακά μοντέλα των συγκεκριμένων κατηγοριών βρίσκονται σε πολύπλοκη αλληλεπίδραση, η οποία εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε μια γλωσσική μονάδα. Το γνωσιακό μοντέλο της κτητικότητας μεταφορικά προβάλλεται στο νοητικό χώρο της υπαρκτικότητας. Το κατηγόρημα φέρει την υπαρκτικότητα, αλλά και την κτητικότητα στη σημασιολογική δομή του. Η παρουσία του σημασιολογικού στοιχείου κατέχω στα ρήματα έχω και имам εμφανίζεται περισσότερο αισθητή σε σύγκριση με άλλες γλώσσες (βλ. τη σύγκριση του αγγλ. have και του βουλγ. имам και τα συμπεράσματα της Alexieva 1992: 89). Το γεγονός αυτό αντιφάσκει με την πολλάκις εκφραζόμενη πεποίθηση ότι η κτητική σχέση στις habere -δομές είναι πάντοτε φαινομενική, καθώς οι λειτουργίες του ρήματος είναι εξολοκλήρου υπαρκτικές (Benveniste 1974: 213-216). Τα δεδομένα από τις δυο γλώσσες επιβάλλουν την αίσθηση των όμοιων γνωσιακών διαδικασιών. Εκπληκτική είναι η σημασιολογική και λειτουργική ομοιότητα των έχω και имам, όπως και η θέση τους στα συστήματα των δυο γλωσσών όμοια παραδείγματα, τα οποία οδήγησαν σε όμοια πραγμάτωση στο συνταγματικό άξονα. Δεχόμαστε τις ως άνω διαπιστώσεις ως επιβεβαίωση της ιδέας για την προσέγγιση των βαλκανικών γλωσσικών δομών στο επίπεδο της βαθιάς δομής, για οργάνωση της σκέψης με βάση παρόμοιο γνωσιακό σχήμα. 4. Συμπεράσματα Η επιλογή ανάμεσα στα ρήματα έχω και είμαι αποτελεί στην ουσία επιλογή ανάμεσα σε δυο διαφορετικά γνωσιακά μοντέλα, μαρτυρεί διαφορετικές γνωσιακές διεργασίες. Επιβεβαιώνεται η παρατήρηση του E. Benveniste, ότι στις δομές με το ρήμα είμαι η γλωσσική συνείδηση εστιάζει στην κατάσταση του υποκειμένου που υπάρχει. Η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του συντάγματος είναι σχέση ταύτισης. Διαφορετικό είναι το γνωσιακό μοντέλο των συνταγμάτων με το ρήμα έχω, τα οποία δηλώνουν την κατάσταση ενός υποκειμένου που κατέχει κάτι. Τα δυο μέρη του συντάγματος παραμένουν διαφορετικά, δεν ταυτίζονται, τα συνδέει η εξωτερική σχέση του κατόχου με το αντικειμένου της κτήσης. Το ρήμα συμμετέχει ενεργά στο συγκεκριμένο σενάριο χάρη στη σημασία του (βλ. Benveniste 1974). Η ιδιαιτερότητα των γλωσσών που εξετάζουμε είναι στον τρόπο με τον οποίον συνδυάζουν τις δυο ιδέες. Η υπαρκτικότητα παρουσιάζεται ως ιδιαίτερη σημασιολογική κατηγορία, γύρω από την οποία διαμορφώνεται σύνθετο λειτουργικό σημασιολογικό πεδίο, αποτελούμενο από γλωσσικά μέσα που αλληλοσυμπληρώνονται σε διαφορετικά επίπεδα. Τα όρια ανάμεσα στη γραμματική και στο λεξιλόγιο εμφανίζονται ως ρευστή μετάβαση από τη μια στην άλλη σφαίρα, όπως αποδεικνύει η γραμματικοποίηση ορισμένων αναλυτικών δομών, οι οποίες εξετάζονται σε διαχρονική προοπτική. Σε γνωσιακό πλάνο οι δυο γλώσσες παρουσιάζουν όμοιο μοντέλο γλωσσικής αντίληψης. Ακολουθώντας αυτήν τη λογική γενικεύσεων των δεδομένων από τη γλωσσική πραγμάτωση της υπαρκτικότητας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι δυο γλώσσες τοποθετούνται στη ζώνη ανάμεσα στο esse και habere, στη ζώνη συνδυασμού δυο διαφορετικών αξιακών προσανατολισμών, στο χώρο εξισορρόπησης δυο διαφορετικών αξιακών συστημάτων. Βιβλιογραφία Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Άννα., Ευθυμίου Αγγελική 2006. Οι στερεότυπες εκφράσεις και η διδακτική της Νέας Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη. Δελβερούδη, Ρέα 1992. Τα υπαρκτικά ρήματα στα Νέα Ελληνική: είναι/έχει/υπάρχει. In: Μελέτες για την Ελληνική γλώσσα. Θεσσαλονίκη, Α-φοι Κυριακίδη, σ. 429-445. Μουστάκη, Αργυρώ 1992α. Το βοηθητικό ρήμα είμαι και τα ρήματα που εναλάσσονται με αυτό στις ιδιωτισμικές εκφράσεις στα Ν. Ελληνικά.. In: Μελέτες για την Ελληνική γλώσσα. Θεσσαλονίκη, Α-φοι Κυριακίδη, σ. 409-428. Μουστάκη, Αργυρώ 1992β. Οι στερεοτύπες εκφράσεις με το βοηθητικό ρήμα είμαι στα νέα ελληνικά. In: Μελέτες για την Ελληνική γλώσσα. Θεσσαλονίκη, Α-φοι Κυριακίδη, σ. 155-168. Μουστάκη, Αργυρώ 1993. Το λεξικο-γραμματική των ιδιωτισμικών εκφράσεων με το βοηθητικό ρήμα είμαι. In: Μελέτες για την Ελληνική γλώσσα. Θεσσαλονίκη, Α-φοι Κυριακίδη. Τζιτζιλής, Χρήστος 2000. Εισαγωγή. Στο: Τζιτζιλής Χρήστος, Χαρ. Συμεωνίδης (επιμ.), Βαλκανική γλωσσολογία: Συγχρονία και διαχρονία. Θεσσαλονίκη: Τομέας γλωσσολογίας Α.Π.Θ., σσ. 11-18. Alexieva, Bistra 1992. Английските и българските екзистенциални конструкции резултат от прилагането на различни когнитивни модели. In: Съпоставително езикознание, 1992, 3, 84-91 Assenova, Petya 1987. Относно имам-перфектните форми в българския език. In: Български език ХХХVII, 1-2. Assenova, Petya 2002. Балканско езикознание. В. Търново: «Фабер». Assenova, Petya 2005. Архаизми и балканизми в един изолиран български говор (Кукъска гòра, Албания). In: 10 години специалност «Балканистика». Университетско издателство «Св. Климент Охридски», 73-79. Assenova, Petya 2008. Бележки върху Accusativus duplex в балканските езици. In: Bulgaristica Studia et Argumenta. Festschrift für Ruselina Nitsolova zum 65. Geburtstag. Band 151. Specimina philology slavicae. München 2008, 348-357 Benveniste, Émile 1974. Общая лингвистика, Москва, 203-225. [ 1088 ]