ΑΝΩΤΑΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΙΚΑΙΟ ΟΣΙΑ 18 Ιουνίου, 2010 (Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2008) [ΝΙΚΟΛΑΙ ΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙ ΗΣ, /στές] ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΙΛΑΡΑΣ, ν. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤ., Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα. Ε. Ευθυµίου (κα) για Ε. Ευθυµίου, για την Εφεσίβλητη. Εφεσείοντας/Αιτητής, Εφεσίβλητης/Εναγοµένης. ΝΙΚΟΛΑΙ ΗΣ,.: Την οµόφωνη απόφαση του ικαστηρίου θα δώσει ο ικαστής Α. Πασχαλίδης. ΠΑΣΧΑΛΙ ΗΣ,.: Ο εφεσείων προσελήφθη στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων στις 25/5/98 ως πωλητής καλλυντικών. Για τους σκοπούς της εργασίας του, οι εφεσίβλητοι του παρείχαν αυτοκίνητο, τα έξοδα διακίνησης, συντήρησης και ασφάλισης του οποίου, βάρυναν τους ίδιους. Γραπτοί όροι εργοδότησης δεν υπήρχαν. Οι υπηρεσίες του εφεσείοντα τερµατίστηκαν από τους εφεσιβλήτους µε επιστολή των τελευταίων ηµεροµηνίας 28/7/2005. Ο τελευταίος µηνιαίος µισθός του εφεσείοντα ήταν ΛΚ 720, πλέον 13ος µισθός. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων εννέα περίπου µηνών της εργοδότησής του, ο εφεσείων ασκούσε και δεύτερο επάγγελµα, αυτό του ιδιώτη επιδότη, για την άσκηση του οποίου είχε εξασφαλίσει σχετική άδεια από το Ανώτατο ικαστήριο. Αντιδρώντας ο εφεσείων στην απόλυση του προσέφυγε στο ικαστήριο Εργατικών ιαφορών αξιώνοντας αποζηµιώσεις για παράνοµη/αδικαιολόγητη απόλυση, καθώς επίσης και αποζηµιώσεις αντί προειδοποίησης. Η αίτηση του εφεσείοντα αντιµετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων. Η εκδοχή των τελευταίων, η οποία τέθηκε ενώπιον του ικαστηρίου από το µοναδικό µάρτυρα που επέλεξαν να καλέσουν, το ιευθυντή του Καταναλωτικού Τµήµατος της Εταιρείας, Γ. Παντέλα, και η οποία αφού έγινε αποδεκτή αποτέλεσε το υπόβαθρο επί του οποίου το πρωτόδικο ικαστήριο εδράζει τις διαπιστώσεις του, είναι σε γενικές γραµµές η πιο
κάτω. Να σηµειωθεί ότι ο εφεσείων επέλεξε να µην καταθέσει, ούτε και να καλέσει οποιοδήποτε µάρτυρα. Περιορίστηκε στην αντεξέταση του µάρτυρα των εφεσιβλήτων. Το γεγονός ότι παράλληλα µε τα καθήκοντα του στην εταιρεία ο εφεσείων ασκούσε και δεύτερη εργασία, αυτή του ιδιώτη επιδότη, χρησιµοποιώντας µάλιστα για σκοπούς της δεύτερης εργασίας του το αυτοκίνητο που του είχαν παραχωρήσει οι εφεσίβλητοι, οι τελευταίοι το πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2005. Της σχετικής πληροφόρησης είχε προηγηθεί έρευνα των εφεσιβλήτων για σκοπούς διακρίβωσης των λόγων που είχαν οδηγήσει, τα µεν έξοδα διακίνησης του αυτοκινήτου που είχε παραχωρηθεί στον εφεσείοντα και ιδιαίτερα τα έξοδα κατανάλωσης καυσίµων, σε κατακόρυφη αύξηση, τις δε πωλήσεις του εφεσείοντα σε σηµαντική µείωση. Η εν λόγω έρευνα αποκάλυψε ότι οι µεν δαπάνες κατανάλωσης καυσίµων του αιτητή το 2005 παρουσίαζαν, συγκρινόµενες µε τις αντίστοιχες των 2003 και 2004, αύξηση της τάξης του 68% σε σχέση µε το 2004 και 208% σε σχέση µε το 2003, οι δε πωλήσεις του µείωση της τάξης του 30% σε σχέση µε το 2004 και 50% σε σχέση µε το 2005. Τα αποτελέσµατα της έρευνας τέθηκαν υπόψη του εφεσείοντα από το Μ.Ε.1 σε συνάντηση που είχαν οι δύο τους το Μάρτιο του 2005. Ο εφεσείων έδωσε τους δικούς του λόγους, τους οποίους όµως η εταιρεία απέρριψε µετά από σχετική έρευνα. Ακολούθησε επιστολή του Οικονοµικού ιευθυντή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα ηµεροµηνίας 18/3/2005, µε την οποία εφίστατο η προσοχή του τελευταίου αναφορικά µε τα έξοδα κατανάλωσης καυσίµων τα οποία συνέχισαν να κυµαίνονται στα ίδια ψηλά επίπεδα. Στην εν λόγω επιστολή ο εφεσείων απάντησε γραπτώς στις 28/3/2005 δίνοντας τη δική του εξήγηση, η οποία όµως και πάλι, αφού διερευνήθηκε από την εταιρεία, απορρίφθηκε ως ανυπόστατη. Παρά το γεγονός ότι το θέµα µειωµένης απόδοσης του εφεσείοντα συζητήθηκε µεταξύ των µερών, ποτέ δεν δόθηκε στον εφεσείοντα σχετική προειδοποίηση και γραπτώς. Για τα όσα περιήλθαν σε γνώση των εφεσιβλήτων για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2005, ο Μ.Ε.1 πληροφόρησε σχετικά τον εφεσείοντα σε συνάντηση που οι δύο τους είχαν τον ίδιο µήνα. Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ότι παράλληλα µε την εργασία του στους εφεσιβλήτους ασκούσε και δεύτερη εργασία, αυτή του ιδιώτη επιδότη, ισχυρίστηκε όµως ότι αυτό γινόταν κατά τις ελεύθερες του ώρες. Η άσκηση και δεύτερης εργασίας απαγορευόταν και αυτό θα έπρεπε να θεωρείται δεδοµένο. Ο εφεσείων τελικά απολύθηκε χωρίς προειδοποίηση στις 28/7/2005, µε επιστολή της ίδιας ηµεροµηνίας, η οποία του επιδόθηκε από το Μ.Ε.1 την ίδια µέρα. Σύµφωνα µε την επιστολή απόλυσης, οι υπηρεσίες του εφεσείοντα τερµατίζονται γιατί αυτός διεξήγαγε δεύτερη εργασία. Τέλος, η θέση του Μ.Ε.1 ήταν ότι ο εφεσείων διεξήγαγε τη δεύτερη εργασία του κατά τις εργάσιµες ώρες και µάλιστα χρησιµοποιώντας προς το σκοπό αυτό περιουσία και χρήµατα των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο ικαστήριο κάµνοντας δεκτή τη µαρτυρία του Μ.Ε.1 και συνακόλουθα την εκδοχή των εφεσιβλήτων, απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα, µε αποτέλεσµα την καταχώριση της παρούσας έφεσης. Ο εφεσείων προβάλλει συνολικά έξι λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5 και 6 έχουν κοινό στόχο να πλήξουν την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου ικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης που έφεραν για να
αποδείξουν το νόµιµο της απόλυσης του εφεσείοντα και κατ ακολουθία τη διαπίστωση του ικαστηρίου ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογηµένη, ενώ ο υπό στοιχείο 3 λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι εσφαλµένα το πρωτόδικο ικαστήριο «αποφάσισε ότι δεν πρέπει να δοθεί στον εφεσείοντα το δικαίωµα να ακουστεί και λανθασµένα αποφάσισε ότι ο Μ.Ε.1 πήρε ο ίδιος την απόφαση για απόλυση του εφεσείοντα». Ενώ η αλληλοσυνάφεια που χαρακτηρίζει τους υπό στοιχεία 1, 2, 4, 5 και 6 λόγους έφεσης και η αδιαµφισβήτητη συνάρτηση του ενός µε τον άλλο επιβάλλει κατά τη γνώµη µας την κοινή εξέτασή τους, το ίδιο δεν συµβαίνει και µε το λόγο έφεσης 3, τον οποίο προτιθέµεθα να εξετάσουµε χωριστά. Λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5 και 6 Προτού ασχοληθούµε µε τις σχετικές µε τους πιο πάνω λόγους έφεσης, θέσεις του εφεσείοντα, θεωρούµε σκόπιµο, και αυτό για να γίνουν κατανοητές οι θέσεις του, να παραθέσουµε αυτούσιους τους πιο πάνω λόγους έφεσης: 1ος Λόγος Έφεσης Το Πρωτόδικο ικαστήριο λανθασµένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων επέδειξε διαγωγή τέτοια που κάτω από τις περιστάσεις δεν αναµένετο να συνεχιστεί η σχέση εργοδότη εργοδοτουµένου και λανθασµένα έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης για το νόµιµον της απόλυσης του Εφεσείοντα. 2ος Λόγος Έφεσης Το Πρωτόδικο ικαστήριο λανθασµένα προέβη σε εύρηµα [σελ. 10 της απόφασης] ότι ο Εφεσείων παραδέχτηκε ότι εκτελούσε δεύτερη εργασία κατά τις ώρες που εργαζόταν στους Καθ ων η Αίτηση. 4ος Λόγος Έφεσης Το Πρωτόδικο ικαστήριο λανθασµένα αποφάσισε ότι η εργασία του ιδιώτη επιδότη παρέβλαπτε τα συµφέροντα των Εφεσιβλήτων και κλόνισε την αµοιβαία πίστη και εµπιστοσύνη. 5ος Λόγος Έφεσης Λανθασµένα το Πρωτόδικο ικαστήριο έλαβε υπ όψιν ότι οι Εφεσίβλητοι παρατήρησαν τον Εφεσείοντα για την δήθεν µειωµένην απόδοση του και τα αυξηµένα έξοδα του αυτοκινήτου του. 6ος Λόγος Έφεσης Το Πρωτόδικο ικαστήριο λανθασµένα έκρινε ότι ο Εφεσείων θα έπρεπε να µαρτυρήσει στο δικαστήριο εκθέτοντας τους δικούς του ισχυρισµούς. Τα σχετικά µε τους πιο πάνω λόγους έφεσης επιχειρήµατα που προβλήθηκαν εκ µέρους του εφεσείοντα περιστρέφονται βασικά γύρω από τις πιο κάτω θέσεις:
Οι εφεσίβλητοι απέλυσαν τον εφεσείοντα επειδή διεξήγαγε δεύτερη εργασία. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η δεύτερη εργασία του εφεσείοντα ήταν άσχετη και µε κανένα τρόπο ασυµβίβαστη µε την εργασία του ως εργοδοτούµενος των εφεσιβλήτων, ρητός όρος που να απαγορεύει στον εφεσείοντα τη διεξαγωγή δεύτερης εργασίας δεν υπήρχε. Αλλά και να υπήρχε τέτοιος όρος, αυτός δεν δεσµεύει τον εφεσείοντα εφόσον ουδέποτε του κοινοποιήθηκε γραπτώς ως όρος εργοδότησης του, ως προνοείται από τον περί Ενηµέρωσης του Εργοδοτουµένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που ιέπουν τη Σύµβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόµο, Ν. 100(Ι)/2000. Η προσκοµισθείσα από τους εφεσιβλήτους µαρτυρία ουδόλως τεκµηριώνει τις περί του αντιθέτου θέσεις των εφεσιβλήτων, συγκεκριµένα τη θέση ότι ο εφεσείων διεξήγαγε τη δεύτερη εργασία του κατά τις ώρες εργασίας του στους εφεσιβλήτους. Εν πάση περιπτώσει οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης για το νόµιµο της απόλυσης του εφεσείοντα. Οι πιο πάνω θέσεις προβλήθηκαν και πρωτόδικα και απορρίφθηκαν. Επειδή οι λόγοι απόρριψης των εν λόγω θέσεων από το πρωτόδικο ικαστήριο έχουν αποτελέσει το αντικείµενο των πιο πάνω λόγων έφεσης, θεωρούµε σκόπιµο να παραθέσουµε αυτούσιο το αιτιολογικό απόρριψης από την πρωτόδικη απόφαση: Εφόσον δεν υπάρχει ρητή απαγόρευση και εφόσον η δεύτερη εργασία δεν παραβλάπτει τα συµφέροντα του εργοδότη τότε ο εργοδοτούµενος κατά τις ελεύθερες του ώρες και µόνο τότε µπορεί να εξασκήσει δεύτερη εργασία. Στην παρούσα υπόθεση µπορεί η εργασία του ιδιώτη επιδότη να µην ήταν ανταγωνιστική της εργασίας του αιτητή στην Εταιρεία αλλά αυτή παρέβλαπτε τα συµφέροντα του εργοδότη και κλόνισε την αµοιβαία πίστη και εµπιστοσύνη που διείπε τις σχέσεις εργοδότη-εργοδοτουµένου. Υπήρχαν οι συνεχείς παρατηρήσεις στον αιτητή για την µειωµένη απόδοση του στην εργασία κάτι που δεν αµφισβητήθηκε καθώς και τα υπέρµετρα αυξηµένα έξοδα καυσίµων του αυτοκινήτου του αιτητή σε σχέση µε τα προηγούµενα χρόνια και σε σύγκριση µε τους υπόλοιπους εργοδοτουµένους οι οποίοι εξασκούσαν τα ίδια καθήκοντα µε αυτά του αιτητή. Πριν ακόµα η Εταιρεία «ανακαλύψει» την δεύτερη εργασία του είχε κάνει γραπτές παρατηρήσεις, σχετικά µε τα πιο πάνω. εν µπορούµε να παραβλέψουµε ότι η µειωµένη απόδοση του αιτητή και τα αυξηµένα έξοδα του αυτοκινήτου της Εταιρείας το οποίο χρησιµοποιούσε ο αιτητής άρχισαν µετά την ανάληψη δεύτερης εργασίας από τον αιτητή.. Με όλα τα πιο πάνω καταλήγουµε ότι ο αιτητής επέδειξε διαγωγή τέτοια που κάτω από τις περιστάσεις δεν αναµένετο να συνεχιστεί η σχέση εργοδότη-εργοδοτουµένου κι έτσι η απόλυση του αιτητή κρίνεται δικαιολογηµένη. Με τους υπό στοιχεία 1, 2, 4 και 5 πιο πάνω λόγους έφεσης, πλήττεται η ορθότητα και παράλληλα η νοµιµότητα των ευρηµάτων του πρωτόδικου ικαστηρίου, όπως και των συµπερασµάτων στα οποία το πρωτόδικο ικαστήριο κατέληξε.
Για να αιτιολογείται επέµβαση του Εφετείου στα ευρήµατα του πρωτόδικου ικαστηρίου, θα πρέπει τα εν λόγω ευρήµατα να είναι αυθαίρετα ή το πρωτόδικο ικαστήριο να έχει καταλήξει σε αυτά αγνοώντας τη µαρτυρία. Αναφορικά µε τα συµπεράσµατα του πρωτόδικου ικαστηρίου, όταν τα επίµαχα συµπεράσµατα βγαίνουν από τα γεγονότα και τη µαρτυρία, τότε δεν παρέχεται περιθώριο επέµβασης του Εφετείου γιατί αυτά είναι αποτέλεσµα λογικής σκέψης ή κοινής λογικής. (Βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Στην παρούσα περίπτωση τα πρωτεύοντα γεγονότα εξακριβώθηκαν από το πρωτόδικο ικαστήριο µε βάση ουσιαστικά τη µαρτυρία του µάρτυρα των εφεσιβλήτων, Γ. Παντέλα, την οποία το πρωτόδικο ικαστήριο, για τους λόγους που παραθέτει στην απόφασή του, αφού έκρινε αξιόπιστη, έκαµε δεκτή στο σύνολό της. Σηµειώνεται ότι η κρίση του πρωτόδικου ικαστηρίου ότι η µαρτυρία του Γ. Παντέλα ήταν αξιόπιστη και ως τέτοια την έκαµε αποδεκτή στο σύνολό της, δεν προσβάλλεται µε την παρούσα έφεση. Τίποτε δεν έχουµε εντοπίσει στη µαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και χρησιµοποιήθηκε ως υπόβαθρο για την εξαγωγή των προσβαλλόµενων µε τους υπό στοιχεία λόγους έφεσης 1, 2, 4 και 5 ευρηµάτων και συµπερασµάτων του πρωτόδικου ικαστηρίου, που να αιτιολογεί παρέµβαση µας. Τα µεν ευρήµατα τεκµηριώνονται από την ενώπιον του πρωτόδικου ικαστηρίου αποδεκτή µαρτυρία, τα δε συµπεράσµατα συνάγονται από τα γεγονότα και τη µαρτυρία και συνεπώς είναι αποτέλεσµα λογικής σκέψης ή κοινής λογικής. Υιοθετούµε το σχετικό αιτιολογικό του πρωτόδικου ικαστηρίου και κρίνουµε ότι οι υπό στοιχεία 1, 2, 4 και 5 λόγοι έφεσης δεν µπορεί να πετύχουν και συνεπώς απορρίπτονται. Αναφορικά µε τον υπό στοιχείο 6 λόγο έφεσης συµφωνούµε µε τον κ. Ηλιάδη ότι ο εφεσείων ουδεµία υποχρέωση είχε να καταθέσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης, διαφωνούµε όµως µε τη θέση του ότι µε τη σχετική αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, το πρωτόδικο ικαστήριο έκρινε, ότι ο εφεσείων υπείχε υποχρέωση να µαρτυρήσει. Συµφωνούµε µε τη θέση της κας Ευθυµίου ότι εκείνο που το ικαστήριο επεσήµανε είναι τις συνέπειες της συγκεκριµένης επιλογής του, δηλαδή της επιλογής του να µην καταθέσει, µε αποτέλεσµα η µαρτυρία του µάρτυρα των εφεσιβλήτων να παραµείνει αναντίλεκτη σε βασικά σηµεία και παράλληλα το πρωτόδικο ικαστήριο να αποστερηθεί της δικής του εκδοχής. Ως αποτέλεσµα και ο υπό στοιχείο 6 λόγος έφεσης δεν µπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Λόγος έφεσης 3 Το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε από τους εφεσιβλήτους στον εφεσείοντα η ευκαιρία, προτού απολυθεί, να ακουστεί και να εκθέσει τις θέσεις του σε σχέση µε τις κατηγορίες που οι εφεσίβλητοι διατύπωναν εναντίον του, συνιστά, σύµφωνα µε τον κ. Ηλιάδη, παραβίαση των προνοιών του άρθρου 7 του Νόµου 45/85 (ο περί της Σύµβασης περί του Τερµατισµού Αποζηµιώσεως (Κυρωτικού) Νόµου 1985). Το άρθρο 7 του συγκεκριµένου Νόµου έχει ως ακολούθως: Η απασχόληση εργαζοµένου δεν πρέπει να τερµατίζεται για λόγους σχετιζόµενους µε τη συµπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον
εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν µπορεί λογικά να αναµένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα. Για τεκµηρίωση των θέσεων του σε σχέση µε τον πιο πάνω λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παρέπεµψε σε νοµολογία και συγκεκριµένα στις αποφάσεις του Ανωτάτου ικαστηρίου στις υποθέσεις Patikkis v. N sia M pal C ttee (1988) 1 C.L.R. 103 και Ανδρέας Προκοπίου Λτδ. ν. ηµήτρη Τουµάζου (2001) 1 Α.Α.. 1125. Και οι δύο εν λόγω υποθέσεις διαφοροποιούνται από την παρούσα υπόθεση. Συγκεκριµένα, στην µεν υπόθεση Patikkis, πέραν του ότι τα γεγονότα ήταν διαφορετικά, σε εκείνη την υπόθεση τα γεγονότα διαδραµατίστηκαν πολύ πριν τη θέσπιση του πιο πάνω άρθρου και συνεπώς οι πρόνοιες του δεν µπορούσαν να είχαν αποτελέσει αντικείµενο εξέτασης, στη δε υπόθεση Προκοπίου τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσίβλητος απολύθηκε µε τον ισχυρισµό ότι παρέλειπε να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα του και ότι συµπεριφερόταν έναντι πελατών κατά τρόπο που µείωνε τη φήµη της εφεσείουσας εταιρείας εργοδότριας του. Σε αντίθεση µε την παρούσα περίπτωση όπου ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι παράλληλα µε την εργασία του στην εφεσίβλητη εκτελούσε και δεύτερη εργασία, στην υπόθεση Προκοπίου ο εφεσίβλητος ουδέποτε αποδέχθηκε ως αληθή τον ισχυρισµό µε τον οποίο απολύθηκε. Επίσης, σε αντίθεση µε την παρούσα περίπτωση, όπου ο ισχυρισµός των εφεσιβλήτων έγινε δεκτός από το πρωτόδικο ικαστήριο, στην υπόθεση Προκοπίου το πρωτόδικο ικαστήριο απέρριψε ως αβάσιµο και άδικο τον ισχυρισµό της εργοδότριας εταιρείας. Στην παρούσα περίπτωση ο ισχυρισµός ότι ο εφεσείων, παράλληλα µε την εργασία του µε τους εφεσιβλήτους εκτελούσε και δεύτερη εργασία, όχι µόνο τέθηκε ενώπιον του εφεσείοντα προτού απολυθεί και του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει και πρόβαλε τη δική του εκδοχή, δεν απορρίφθηκε από τον τελευταίο ο οποίος στις συναντήσεις του µε το µάρτυρα των εφεσιβλήτων παραδέχθηκε ότι εκτελεί και δεύτερη εργασία. Αναφορικά µε το δεύτερο σκέλος του υπό στοιχείο 3 λόγου έφεσης περιοριζόµαστε στην επισήµανση ότι σύµφωνα µε τη µαρτυρία του Μ.Ε.1, η οποία υπενθυµίζουµε έγινε στο σύνολο της αποδεκτή από το πρωτόδικο ικαστήριο, την απόφαση για απόλυση του εφεσείοντα έλαβε ο ίδιος ο µάρτυρας και όχι ο Γενικός ιευθυντής ή το ιοικητικό Συµβούλιο, αφού προηγουµένως ο µάρτυρας ενηµέρωσε τους προϊσταµένους του και πήρε τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη και διευθυντή. Ως αποτέλεσµα των πιο πάνω κρίνουµε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόµου 45/85 δεν παραβιάστηκαν και συνεπώς ούτε ο υπό στοιχείο 3 λόγος έφεσης µπορεί να πετύχει. Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται µε 1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.