Νέος επενδυτικός νόμος «Απάντηση στην κρίση Ανάπτυξη στην πράξη» 1. Εισαγωγή. Η αποτίμηση της μεταπολιτευτικής αναπτυξιακής πολιτικής Η σημερινή απαξίωση του αναπτυξιακού οράματος στο δημόσιο διάλογο είναι συνέπεια του ελλείμματος μιας αξιόπιστης στρατηγικής μεταρρυθμίσεων μετά τη μεταπολίτευση. Η προσοδοθηρία, η διαφθορά και η αναποτελεσματική χρήση υλικών και ανθρώπινων πόρων αποτέλεσαν τον κανόνα που δυσχέρανε το «πάντρεμα» μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας αναπτυξιακής ώθησης κοινωνικής δικαιοσύνης. Παρά τις προσπάθειες των προοδευτικών κυβερνήσεων να άρουν τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες, τα στοιχεία είναι αμείλικτα: οι πόροι κατανεμήθηκαν στις περιφέρειες με άλλα κριτήρια, ενώ το κριτήριο της περιφερειακής σύγκλισης, το οποίο είναι το βασικότερο κριτήριο με βάση τους διακηρυγμένους στόχους των αναπτυξιακών νόμων αλλά και τους Κοινοτικούς κανονισμούς, δεν ελήφθη ουσιαστικά υπόψη. Η πλειοψηφία των πόρων κατευθύνθηκε στα μητροπολιτικά κέντρα της χώρας και τις ανεπτυγμένες τουριστικές περιοχές και από την στη Θράκη, αφήνοντας όμως χωρίς ουσιαστική στήριξη τις υπόλοιπες λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Σύμφωνα με εθνικές και ευρωπαϊκές μελέτες, τα τελευταία 30 χρόνια, η διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ακολούθησε αντίστροφη πορεία απ ότι στις άλλες χώρες της περιφέρειας, με αύξηση του ειδικού βάρους των κλάδων χαμηλής τεχνολογίας. Παράλληλα, το ισχύον καθεστώς χαρακτηρίζεται απο το εξής παράδοξο: στα χαρτιά υπάρχουν πολλά νομοθετημένα εργαλεία πολιτικής, αλλά χρησιμοποιείται μόνο ένα: οι χρηματικές επιχορηγήσεις. Αυτό δεν συμβαίνει σε καμμιά ευρωπαϊκή χώρα. Επιπλέον, στην Ελλάδα η υπερτιμολόγηση των επενδυτικών σχεδίων αποτελεί κανόνα. Στα 30 χρόνια λειτουργίας των Αναπτυξιακών Νόμων η Αττική αύξησε δραματικά το ειδικό της βάρος στην οικονομία και παράγει πλέον το 50% του ΑΕΠ της χώρας. Μαζί με τους δορυφόρους νομούς (Βοιωτία, Κορινθία) και τη Θεσσαλονίκη παράγει πάνω από το 60% του ΑΕΠ της χώρας. Στον αντίποδα, οι πλέον αδύνατες περιφέρειες της χώρας, όπως η ΑΜΘ, η Ήπειρος και η Πελοπόννησος έχουν βιώσει μια σημαντική μείωση της συμμετοχής τους στο ΑΕΠ της χώρας και μια υποχώρηση του επιπέδου ανάπτυξής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 30 χρόνια λειτουργίας των αναπτυξιακών νόμων εγκρίθηκαν με βάση τα στοιχεία πάνω από 21.000 επενδυτικά σχέδια και δημιουργήθηκαν πάνω από 150.000 θέσεις εργασίας. Με δεδομένους όμως τους πόρους που διατέθηκαν, 5.000 νέες θέσεις εργασίας και 700 επενδυτικά σχέδια το χρόνο, σε μια οικονομία με περίπου 1 εκ. επιχειρήσεις και 4,5 εκ. εργατικό δυναμικό, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να θεωρείται ικανοποιητικό.
Συνοψίζοντας τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής ιδιωτικών επενδύσεων και ευρύτερα της αναπτυξιακής πολιτικής μέχρι σήμερα, θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζεται από «μη καθαρούς» κανόνες παιχνιδιού, απουσία ελέγχου στις δαπάνες, υποτίμηση της αξίας του δημόσιου χρήματος, προνομιακές ρυθμίσεις υπέρ κλάδων, διαχειριστικές ανεπάρκειες, μη ρεαλιστικούς και εφαρμόσιμους στόχους, περιορισμένο όφελος για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις, το εργατικό δυναμικό, την κοινωνική σύγκλιση και τη συνοχή. 2. Το δίλημμα: ανάπτυξη με πραγματικούς όρους ή δημοσιονομικός εγκλωβισμός; Η πολιτική για τις επενδύσεις ουδέποτε εντάχθηκε στο πλαίσιο μιας συνεκτικής αναπτυξιακής πρότασης, αλλά παρέμεινε περισσότερο μια εύκολη ρητορεία, την οποία σήμερα όλοι επικαλούνται και όλοι «γνωρίζουν». Σήμερα η ανάπτυξη αντανακλά μια «ουδέτερη» έννοια χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, χωρίς ταυτότητα, χωρίς κοινωνική στόχευση. Αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη. Οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και η οικονομική αναδιάρθρωση αποτελούν όρους επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας και της χώρας μέσα στην κρίση. Για να πετύχουμε, πρέπει να εντάξουμε τις επενδύσεις στο πλαίσιο αναδιάταξης της εθνικής οικονομίας. Πρέπει να τις συνδυάσουμε με τις υπόλοιπες παρεμβάσεις στην αγορά κεφαλαίου και να τις διασυνδέσουμε σε ένα βιώσιμο μίγμα πολιτικής με ξεκάθαρη στρατηγική. Αυτό το μίγμα πολιτικής με οριζόντιες παρεμβάσεις είναι ικανό να μετατοπίσει τη δημόσια συζήτηση, να μεταφέρει θετικό κλίμα στις αγορές και να εμφυσήσει δυναμική πνοή στην αγορά. Αντίθετα, η συντηρητική προσέγγιση προτάσσει την οριζόντια μείωση του εισοδήματος χωρίς κίνητρα και διοχέτευση των εσόδων στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα τον αργό θάνατο της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα όμως χρειαζόμαστε παρεμβάσεις που α. δημιουργούν τις προϋποθέσεις συνθηκών ρευστότητας β. πολιτική για τις επενδύσεις που χτίζει πάνω σε διαθέσιμους και γνωστούς σε όλους πόρους ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα. 3. Ο νέος επενδυτικός νόμος Αναφερόμαστε σε επενδυτικό νόμο και όχι σε αναπτυξιακό, καθώς η ανάπτυξη δεν μπορεί να σχεδιάζεται κεντρικά από το κράτος ή να «μονοπωλείται» από θεσμικά κείμενα. Το πλαίσιο όμως των ιδιωτικών επενδύσεων πρέπει να εκφράζει
τη συγκυρία, να έχει κοινωνικοπολιτική ταυτότητα και να είναι φορέας αρχών και αξιών. Α. Ο νέος νόμος ως καταλύτης στην αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας Ο νέος επενδυτικός νόμος είναι απαραίτητο κομμάτι του αναπτυξιακού μας παζλ. Για να υπάρξει αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική οικονομία πρέπει να δημιουργηθούν νέες αγορές, να κινηθεί χρήμα στην αγορά (ρευστότητα), να γίνουν νέες επενδύσεις, να αυξηθεί το ΑΕΠ μέσω των κοινοτικών πόρων (ΕΣΠΑ). Αν κάτι διαφοροποιεί αισθητά την Ελλάδα σε σύγκριση με κράτη που τέθηκαν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, είναι το εύρος πολιτικών που διαθέτει, το εγκλωβισμένο ανθρώπινο δυναμικό, την τεχνογνωσία του τραπεζικού τομέα, την εξωστρέφεια των επιχειρήσεών της και κυρίως οι διαθέσιμοι προς επένδυση κοινοτικοί πόροι του ΕΣΠΑ, ύψους 22 δις. Συνθέτουμε δηλαδή ένα μίγμα πολιτικών, οριζόντιων παρεμβάσεων στην αγορά κεφαλαίου που μέσα στο 2011 αποτελούν την κρίσιμη μάζα για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας: ο επενδυτικός νόμος έρχεται να συνδυαστεί με το σύμφωνο ρευστότητας με τις τράπεζες (Εθνικό Ταμείο για την Επιχειρηματικότητα και την Ανάπτυξη με 5 δις μέσα στο 2011, εγγυήσεις 25 δις μέσω της ΕΚΤ, 2 δις ευρώ δάνειο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων), την αύξηση των εξαγωγών και την πρόσβαση σε νέες αγορές, την αύξηση του ΑΕΠ μέσα από την επιτάχυνση απορρόφησης του ΕΣΠΑ και της διοχέτευσης πόρων γρήγορα και αποτελεσματικά στην επικράτεια. Κάνουμε ανάπτυξη στην πράξη, με πόρους και έχοντας εξασφαλίσει συνθήκες ρευστότητας. Β. Αλλάζουμε τους κανόνες του παιχνιδιού. Σεβόμαστε το δημόσιο χρήμα. Μέχρι σήμερα το δημόσιο δεν είχε ποτέ καθαρό χρονοδιάγραμμα για τις ιδιωτικές επενδύσεις, προϋπολογισμό ή σαφή κατανομή πόρων. Στην ουσία κάθε πολιτική ηγεσία σχεδίαζε και εκτελούσε κατά το δοκούν τους αναπτυξιακούς νόμους. Ο επιπόλαιος και αποσπασματικός σχεδιασμός οδηγούσε στην γνωστή παρενέργεια: το ελληνικό δημόσιο παραδοσιακά υποτιμούσε τους πόρους του, καθώς επιδοτούσε ετεροχρονισμένα επενδυτικά σχέδια, ευνοώντας ταυτόχρονα τις υπερτιμολογήσεις και της χαμηλής ποιότητας επενδύσεις. Τώρα ο νέος νόμος έχει προϋπολογισμό, δηλαδή ξεκάθαρο ετήσιο προγραμματισμό ενισχύσεων. Κάθε Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους με υπουργική απόφαση προσδιορίζονται οι πόροι ανά κατηγορίες επενδύσεων, είδη δραστηριοτήτων και περιφέρειες. Κάθε επενδυτικό σχέδιο υποβάλλεται μέχρι τέλος Απριλίου και Οκτωβρίου και αφού έχει κλείσει ο κύκλος αξιολόγησης των προηγουμένων με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια. Αποκαθιστούμε την αξία των δημόσιων πόρων, δημιουργούμε εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των υποψήφιων επενδυτών και δημιουργούμε μια νέα «αγορά ιδεών» και επενδυτικών προτάσεων που συναγωνίζονται σε ποιότητα και καινοτομία. Αξιοποιούμε τους υπάρχοντες πόρους κινητοποιώντας τα διαθέσιμα εργαλεία ρευστότητας δεδομένης της στενότητας πόρων. Για κάθε 1 ευρώ
επιχορηγήσεων, αντιστοιχούν 3 ευρώ φοροαπαλλαγών, 8 χρόνια για υφιστάμενες επιχειρήσεις, 10 χρόνια για νέες. Οι ενισχύσεις αυτές (επιχορηγήσεις, φοροαπαλλαγές, leasing, δανεισμός με χαμηλότοκα δάνεια από τις τράπεζες που συνεργάζονται με το ΕΤΕΑΝ) κατανέμονται στα γενικά και ειδικά καθεστώτα επιδοτήσεων. Ταυτόχρονα η φορολογική πολιτική διασυνδέεται με την αναπτυξιακή πολιτική μέσω των ενισχύσεων φορο απαλλαγών. Γ. Δίνουμε κίνητρα για ποιοτικές επενδύσεις με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης Το τρίπτυχο γενική επιχειρηματικότητα τεχνολογική ανάπτυξη περιφερειακή συνοχή (γενικό καθεστώς ενισχύσεων) συμπληρώνεται από την επιχειρηματικότητα νέων, των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (πάνω απο 50 εκ. ευρώ), πολυετών επιχειρηματικών σχεδίων και σχεδίων συνέργειας και δικτύωσης (clustering). Στρέφουμε τον επενδυτικό νόμο στη νέα οικονομία της γνώσης και της δικτύωσης ως απάντηση στις χαμένες αναπτυξιακές απόπειρες του παρελθόντος. Για παράδειγμα, επιχορηγούνται οι κατηγορίες στις οποίες θέλουμε να στηρίξουμε το νέο αναπτυξιακό μοντέλο (πχ. βιοτεχνολογία, πράσινη οικονομία), ενώ στα κριτήρια αξιολόγησης εμπεριέχεται η βιωσιμότητα, η αποδοτικότητα του σχεδίου, η χρήση των νέων τεχνολογιών, η συμβολή της επένδυσης στην οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη. Προωθούμε σχέδια άμεσης αναδιάρθρωσης υφιστάμενων επιχειρήσεων, επενδύσεις με μακροχρόνιο ορίζοντα οικονομικής απόδοσης, επενδύσεις στην επίσημη οικονομία, σχέδια με εξαγωγικό προσανατολισμό, άμεσες ξένες επενδύσεις, κλάδους με προοπτικές αύξησης της παραγωγικότητας, ευνοούμε τις συνέργειες επενδυτικών σχεδίων μεταξύ επιχειρήσεων και σε σχέση με τις τοπικές ανάγκες, επενδυτικά σχέδια με αβεβαιότητα και ρίσκο, αλλά και άμεσης απόδοσης. Δεν φωτογραφίζουμε κλάδους ή επενδυτικούς ομίλους. Στο νέο σχέδιο νόμου, έχουν αφαιρεθεί κατηγορίες οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως τα δικηγορικά γραφεία, οι λογιστές και τα συνεδριακά κέντρα. Με το νέο σύστημα, ο επιχειρηματίας γνωρίζει τι θα εισπράξει, πότε θα το εισπράξει και πως μπορεί να το συνυπολογίσει στα επενδυτικά του σχέδια τέσσερις μήνες μετά την υποβολή του επενδυτικού σχεδίου. Με το καθεστώς ενισχύσεων, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, τον προϋπολογισμό, τον προσανατολισμό των ενισχύσεων σε ξεκάθαρους στόχους, το πέρασμα των δημοσίων πόρων στην επίσημη οικονομία, τα ξεκάθαρα χρονοδιαγράμματα και τη διαφάνεια σε όλα τα τμήματα της διαδικασίας κάνουμε ρεαλιστικά και αποφασιστικά βήματα, ώστε το 2011 να επανεκκινήσουμε την οικονομία και το 2012 να είναι η πρώτη χρονιά με αύξηση του Α.Ε.Π. μετά την κρίση. Ο προσανατολισμός του νόμου στην άρση των περιφερειακών ανισοτήτων με ξεκάθαρη και μετρήσιμη στόχευση αποτελεί σφραγίδα κοινωνικής δικαιοσύνης. Δ. Προάγουμε τη διαφάνεια και τον έλεγχο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας
Τόσο σε επιπεδο διαδικασιών αξιολόγησης και ελέγχου, όσο και προσδιορισμού του πλαισίου πολιτικής, τα δεδομένα αλλάζουν. Οι επιχειρήσεις συμμετέχουν αναλαμβάνοντας την ευθύνη να συντάξουν τεκμηριωμένα επενδυτικά σχέδια. Το συνολικό πλαίσιο πολιτικής και διαμορφώνεται απο το Υπουργείο. Το ίδιο ισχύει για τη διαδικασία αξιολόγησης και ελέγχου. Πχ για τις φοροαπαλλαγές, μέχρι τώρα δίνονταν φοροαπαλλαγές αλλά και μειώσεις της φορολογίας των κερδών χωρίς όλα αυτά να συνδέονται με συγκεκριμένες επενδύσεις και χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε διαδικασία ελέγχου και πιστοποίησης. Στον νέο νόμο έχουμε ριζική αλλαγή της φιλοσοφίας και της προσέγγισης με καθαρούς κανόνες για όλους: τίθεται όριο στη συμμετοχή των παγίων (που αποτελούσε βασικό πεδίο υπερτιμολογήσεων) και δεν επιχορηγούνται οι μελέτες που αποτελούσαν το δεύτερο μεγάλο πεδίο συναλλαγών (το περιβόητο 10% των μελετητικών γραφείων). Παράλληλα, οι εγκρίσεις γίνονται με ιεραρχική βαθμολόγηση, σε δεδομένο προυπολογισμό κάθε προκήρυξης, γεγονός που δυσκολεύει την οποιαδήποτε συναλλαγή. Τέλος, τα κριτήρια βαθμολόγησης είναι αυστηρά ποσοτικοποιημένα και αντικειμενικά χωρίς να υπεισέρχεται ο παράγοντας της υποκειμενικής αξιολόγησης Ε. Ο νέος νόμος είναι προϊόν διαβούλευσης και δημοκρατικού διαλόγου Ο νέος νόμος προέκυψε μετά από δίμηνη διαβούλευση με τους φορείς της αγοράς, τη διεθνή κοινότητα, τον ΟΟΣΑ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διακεκριμένους εμπειρογνώμονες από την ακαδημαϊκή κοινότητα, τον τραπεζικό κλάδο, τις επιχειρήσεις, τα ερευνητικά ινστιτούτα. Ο διάλογος οικοδομήθηκε πάνω στην κοινή πεποίθηση της εθνικής επιβίωσης μέσα από τη δημιουργία συνθηκών πραγματικής ανάπτυξης, με κοινές δεσμεύσεις και μέσα. Κοινός στόχος όλων να περάσουμε από τους όρους διαχείρισης του χρέους στους όρους οικονομικής βιωσιμότητας της χώρας. Η διαδικασία της διαβούλευσης θα εξελίσσεται και για τον προσδιορισμό των επιλέξιμων δραστηριοτήτων με κοινωνικούς και επιχειρηματικούς φορείς, ενώ κατά την εφαρμογή του νόμου προβλέπεται συνεχής έλεγχος και παρακολούθηση. ΣΤ. Ο νέος νόμος απαντά στη συγκυρία και προωθεί τη δημιουργία θέσεων εργασίας Η ταχύτερη απορόφηση Κοινοτικών πόρων αυξάνει το ΑΕΠ και συμβάλλει στην επανεκίνηση της οικονομίας. Η παρουσία του Ταμείου Επιχειρηματικότητας έχει ως στόχο να επαναφέρει την εγχώρια αγορά κεφαλαίων σε καθεστώς μόχλευσης των διαθέσιμων πόρων και τροφοδοτεί περαιτέρω τη διαδικασίας επανεκίνησης της οικονομίας. Ενισχύουμε τον αντικυκλικό χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων τροφοδοτεί τις προσδοκίες υγιούς κερδοφορίας και ενισχύει την επιχειρηματικότητα. Η μεταστροφή σε βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες στην επίσημη οικονομία αυξάνει τα δημόσια έσοδα και δημιουργεί καλής ποιότητας θέσεις εργασίας. Η ενίσχυση επενδύσεων άμεσης απόδοσης αυξάνει την παραγωγικότητα, ενισχύει την εξωστρέφεια του παραγωγικού συστήματος και τροφοδοτεί την εξωγενή αύξηση του ΑΕΠ. Τέλος, η αποκατάσταση σταθερών και διαφανών κανόνων μειώνει τις
προσόδους και τη διαφθορά, αλλάζει τις συνθήκες οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων και αυξάνει την ανταγωνιστικότητα τους. Ζ. Ο νέος επενδυτικός νόμος έχει προοδευτική ταυτότητα Το νέο αναπτυξιακό σχέδιο είναι μακροχρόνιο και δεν είναι ένα απλό ευχολόγιο ή μια ανέξοδη έκθεση καλών προθέσεων. Με το νέο νόμο στοχεύουμε: στην υγιή επιχειρηματικότητα, σε σταθερές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, στην κοινωνική κινητικότητα σε όλες τις περιφέρειες, στην άμβλυνση των ανισοτήτων, στην συμμετοχή της νέας γενιάς στο νέο κοινωνικο οικονομικό χάρτη της Ελλάδας, στην ενθάρρυνση της καινοτομίας και των επενδύσεων υψηλής απόδοσης, στη διαγενεακή δικαιοσύνη με ευκαιρίες και θετικές διακρίσεις υπέρ των νέων, στην αποκατάσταση της επιχειρηματικότητας στην καρδιά της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, στην απενοχοποίηση του σύγχρονου επιχειρηματία, στη χρηστή διοίκηση και στην οικονομική αποτελεσματικότητα στον διαρκή κοινωνικό διάλογο με συνδιαμόρφωση των αναπτυξιακών στόχων στη διαφάνεια και στην ίση μεταχείριση, χωρίς παραχωρήσεις ή προνόμια σε ομάδες συμφερόντων (όχι φωτογραφικές διατάξεις).