Safety stock. Samurai bonds. Oμόλογα που εκδίδονται στην Ιαπωνική κεφαλαιαγορά, από μη Ιάπωνα εκδότη. Safe deposit box



Σχετικά έγγραφα
Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).

Εισαγωγή στα Χρηματοοικονομικά Παράγωγα

Συχνές Ερωτήσεις. Ομολογιακά Δάνεια & Ομόλογα. Έκδοση 2.0 Αύγουστος 2016

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 7: ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Χρηματοοικονομικοί Κίνδυνοι Εισαγωγικά Στοιχεία των Παραγώγων. Χρηματοοικονομικών Προϊόντων Χρήση και Σημασία των Παραγώγων...

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ ΟΜΟΛΟΓΩΝ

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

Χρηματοοικονομική ΙΙ

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ερωτήσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Διεθνείς Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου. Ομολογίες, Διάρκεια, Προθεσμιακά Επιτόκια, Ανταλλαγές Επιτοκίων

Παραδείγματα υπολογισμού κόστους, προμήθειας χρεώσεων: Συναλλαγές Ομολόγων / Παραγώγων / Δικαιωμάτων Προαίρεσης

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ (Α1)

Αγορές Συναλλάγματος (Foreign exchange markets) Συντάκτης :Σιώπη Ευαγγελία

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

Αγορά Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ξέρετε ότι ; Φεβρουάριος Athens Exchange

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΔΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Αγορά Εταιρικών Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ξέρετε ότι ;

Αγορά Εταιρικών Ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών Ξέρετε ότι ;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ. Της Δόκτορος ΔΕΛΗΘΕΟΥ Βασιλικής

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΜΟΛΟΓΙΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Τελική ή μέλλουσα αξία (future value) ή τελικό κεφάλαιο

Εταιρικά Ομόλογα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. 19 Ιουλίου 2016

Απόστολος Γ. Χριστόπουλος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΓΟΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Πολιτική Οικονομία Ι: Μακροθεωρία και Πολιτική Νίκος Κουτσιαράς. Κυριάκος Φιλίνης

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Liquidity Risk, Swaps, Interest Rate Caps and Stress Testing

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Αντιστάθμιση του Κινδύνου ενός Χαρτοφυλακίου μέσω των Χρηματοοικονομικών Παραγώγων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 3/378/ τoυ ιοικητικού Συµβουλίου

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και αγορά συναλλάγματος

ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας

ΔΙΑΛΕΞΗ 11 η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ & ΤΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Μετοχές (Μετοχικοί Τίτλοι, βασικά χαρακτηριστικά, δικαιώματα και υποχρεώσεις)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε:

Ομόλογα (Τίτλοι σταθερού εισοδήματος, δικαιώματα και υποχρεώσεις)

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα. MSc in Accounting & Finance ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ Μάθημα: ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Αποταμίευση, Επένδυση και το Χρηματοπιστωτικό σύστημα

ΠΜΣ στην Αναλογιστική Επιστήμη και Διοικητική Κινδύνου. Πιστωτικός Κίνδυνος. Διάλεξη 5: Αντιστάθμιση πιστωτικού κινδύνου. Credit Default Swaps

Χρηματοοικονομική Ι. Ενότητα 7: Μετοχικοί τίτλοι. Ιωάννης Ταμπακούδης. Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν μία ακριβή εικόνα του χρηματοδοτικού κινδύνου που επάγεται το συγκεκριμένο σύστημα

Τίτλοι Παραστατικών Δικαιωμάτων προς Κτήση Κινητών Αξιών (Warrants) Athens Exchange Μάιος 2013

Ομόλογα (Τίτλοι σταθερού εισοδήματος, δικαιώματα και υποχρεώσεις) 1 δ Για τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου (zero coupon bonds) ισχύει ότι:

ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ «ΚΥΠΡΟΥ ASSET MANAGEMENT Α.Ε..Α.Κ»

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (A.E.)

Οι Διεθνείς Χρηματαγορές και οι Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Η Διεθνής Αγορά Συναλλάγματος και η Ακάλυπτη Ισοδυναμία των Επιτοκίων

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

Παράγωγα προϊόντα. Προθεσµιακές Συµφωνίες Συµφωνίες Ανταλλαγών Συµβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης ικαιώµατα Προαίρεσης. Απόστολος Γ.

Σύνθετα Χρηματοοικονομικά Προϊόντα (ΣΧΠ) στο ΧΑ

Ερωτήσεις και απαντήσεις σε συνέχεια της επαναλειτουργίας της Χρηματιστηριακής Αγοράς

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4117, 15/3/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟN ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ. Για σκοπούς εναρμόνισης:

Διαχείρισης Συναλλαγματικών Κινδύνων Eurobank Τραπεζικής Επιχειρήσεων

ΤΙΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚH

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

5. Περιγραφή Χρηματοοικονομικών Μέσων και Σχετικών Κινδύνων


ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Credit Risk Διάλεξη 4

Απόδοση/ Κίνδυνος (Είδη κινδύνου, σχέση κινδύνου- απόδοσης)

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...13

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

BLACKROCK GLOBAL FUNDS. Αριθμός Εμπορικού Μητρώου Λουξεμβούργου B 6317

χρηµατοοικονοµικών παράγωγων συµβολαίων είναι για: αντιστάθµιση κινδύνων επενδυτικούς λόγους

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

- Παράγωγα σχετιζόμενα με εμπορεύματα και εκκαθαρίζονται με ρευστά διαθέσιμα.

Η λειτουργία των τραπεζών 1. Περιεχόμενα. Ιούλιος 2012

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

Κοινή Απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρόεδρος προτείνει την έγκριση των Οικονοµικών Καταστάσεων της 31/12/2009 και των αποτελεσµάτων της χρήσης αυτής.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Ν. 3556/2007 ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

Διεθνής Χρηματοοικονομική. Διάλεξη 7-8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΕ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ 1 γ Η διάρκεια της ειδικής διαπραγμάτευσης ανά χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατ α Ετήσια και

Διασπορά επενδύσεων. Μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο. Ομόλογο. Αμοιβαίο κεφάλαιο κλειστού τύπου. Λόγος χρέους προς ίδια κεφάλαια. Χρηματοοικονομικό λεξικό

Investment Banking Διάλεξη 2 Αρχές Τραπεζικής Διοικητικής

Δρ. Β. Μπαμπαλός ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ TΙΤΛΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΚΤΗΣΗ ΚΙΝΗΤΩΝ ΑΞΙΩΝ Ή WARRANTS

Κεφάλαιο 3 Οι Διεθνείς Χρηµαταγορές

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1 «Εκδότες» νοούνται τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων. 2 Ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» νοούνται

1 2, ,19 0,870 2,78 2 2, ,98 0,756 3,01 3 2, ,98 0,658 3,28

ΤΙΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Επενδυτικά Προϊόντα Μάιος Σάγκα Ιωάννα

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΟΥΣ

Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων σε οργανωμένες αγορές

Transcript:

S Safety stock Απόθεμα ασφάλειας. Ποσό που προστίθεται στα αποθέματα που διατηρεί η εταιρεία ως προστασία απέναντι στην αβεβαιότητα σχετικά με τους χρόνους παράδοσης, το ρυθμό χρησιμοποίησης των αποθεμάτων και το κόστος έλλειψης αποθεμάτων. Samurai bonds Oμόλογα που εκδίδονται στην Ιαπωνική κεφαλαιαγορά, από μη Ιάπωνα εκδότη. Safe deposit box Ατομική τραπεζική θυρίδα, η οποία νοικιάζεται σε ιδιώτες προκειμένου να φυλάξουν στα Θησαυροφυλάκια της Τράπεζας χρεόγραφα και άλλα τιμαλφή αντικείμενα. Safekeeping Τραπεζικές υπηρεσίες φύλαξης, όπου η τράπεζα αναλαμβάνει να διαφυλάξει στα χρηματοκιβώτιά της διάφορα χρεόγραφα, να εισπράτει τα τοκομερίδια από ομολογίες και να τα εμφανίζει προς εξόφληση στη λήξη τους, έναντι προμηθείας που εισπράττει από τους πελάτες της. Sale and leaseback Πώληση και αναμίσθωση. Διαδικασία σύμφωνα με την οποία μια επιχείρηση πουλάει γήπεδα, κτίρια ή εξοπλισμό σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και ταυτόχρονα υπογράφει μια συμφωνία μίσθωσης των ίδιων περιουσιακών στοιχείων για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο με συγκεκριμένους όρους. Salvage value Υπολειμματική αξία. Η αξία ενός κεφαλαιουχικού αγαθού στο τέλος μιας συγκεκριμένης περιόδου. Ισούται με την τρέχουσα αγοραία αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που πρόκειται να αντικατασταθεί όταν καταστρώνεται ένας προϋπολογισμός δαπανών κεφαλαίου. Same day settlement O όρος χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές στις οποίες έχει προκαθοριστεί να εκκαθαριστούν ταμειακά την ίδια ημέρα που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, από τους αντισυμβαλλόμενους ή από τους κανόνες που διέπουν το αρμόδιο γραφείο εκκαθάρισης. Samurai bond Ένα ομόλογο που εκδίδεται σε γιέν στην Ιαπωνική αγορά, από από ένα μη Ιάπωνα εκδότη. Servicio de Compensation y Liquidacion de Valores - SCLV Το ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και εκκαθαρίσεων χρεογράφων που λειτουργεί στα Ισπανικά χρηματιστήρια, μέσω του οποίου γίνεται η αποϋλοποιημένη παρακολούθηση ομολόγων & μετοχών, που είναι διαπραγματεύσιμες στην αγορά. SATURNE Διατραπεζικό σύστημα διαπραγμάτευσης και εκκαθάρισης προιόντων χρηματαγοράς στην Γαλλία, το οποίο λειτουργεί από το 1985. Βρίσκεται υπό την εποπτεία της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας. Από το 1995 λειτουργεί στα πλαίσια του κεντρικού αποθετηρίου, του SICOVAM S.A. Savings deposit Έντοκες καταθέσεις σε αποταμιευτικούς οργανισμούς, οι οποίες δεν έχουν καθορισμένη ημερομηνία λήξης. SBCD - (Βλέπε Second Banking Co-ordination Directive)

SBIL (Βλέπε State Bonds Indexed Linked) Scale Ο όρος αναφέρεται στην πληρωμή εκ μέρους μιας τράπεζας διαφορετικών επιτοκίων για πιστοποιητικά καταθέσεων διαφορετικού χρόνου λήξης. Ο ίδιος όρος αναφέρεται και για τις συναλλαγματικές. Scalp Ο ιδιωματισμός χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την αγοραπωλησία και διαπραγμάτευση αξιών για εξαιρετικά ελάχιστα κέρδη. Tο χρηματοοικονομικό εμπόριο, το οποίο γίνεται για ελάχιστα κέρδη μέσα σε μια μικρή συνήθως χρονική περίοδο (λιγότερο από μία ημέρα), σε αντίθεση με το εμπόριο που γίνεται μετά από διερεύνηση της αγοράς και επιδίωξη υψηλών κερδών (position trading). Schuldschein Market Η ιδιαίτερη Γερμανική αγορά για κοινοπρακτικά ομολογιακά δάνεια, στην οποία δανείζεται το Γερμανικό Δημόσιο. SCLV (Βλέπε Servicio de Compensation y Liquidacion de Valores) Scrip Προσωρινό πιστοποιητικό που εκδίδεται από μία επιχείρηση, συνήθως για τους μετόχους της ή τους υπαλλήλους της και το οποίο εμφανίζει την υποχρέωση καταβολής χρημάτων ή χρεογράφων. Εκδίδεται συχνά σε περίπτωση απόφασης διανομής μετοχών σε παλαιούς μετόχους ή πληρωμής μερίσματος, μέχρι τον οριστικό διακανονισμό της οφειλής.μπορεί να είναι ονομαστικό ή στον κομιστή. Scriptural money Όλα τα είδη χρήματος με λογιστική μορφή, τα οποία δεν κυκλοφορούν με τη μορφή τραπεζογραμματίων και κερμάτων. SDR (Βλέπε Special drawing rigth) SEA (Βλέπε Single European Act) SEAQ (Βλέπε Stock Exchange Automated Quotation system) Seasoned securities - Seasoned issue Χρεόγραφα που έχουν δοκιμαστεί στη δευτερογενή αγορά για ορισμένο χρονικό διάστημα, σε αντιδιαστολή με τα χρεόγραφα που κυκλοφορούν για πρώτη φορά στην αγορά. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Επιτροπής Χρηματιστηρίου (SEC) των ΗΠΑ, ο χαρακτηρισμός αποδίδεται σε χρεόγραφα που έχουν δοκιμαστεί στην αγορά για διάστημα από 90 ως 360 ημέρες. Οι περισσότερες Ευρωομολογίες δεν μπορούν να πουληθούν στις ΗΠΑ, παρά μόνο με απόκτηση του χαρακτηρισμού αυτού. SEATS (Βλέπε Stock Exchange Alternative Trading System) SEATS (Βλέπε Stock Exchange Automated Trading System) SEC (Βλέπε Securities and Exchange Commission) Secondary markets Δευτερογενείς αγορές.οι αγορές στις οποίες διαπραγματεύονται τα χρεόγραφα, που δεν προσφέρονται στους επενδυτές για πρώτη φορά. Second Banking Co-ordination Directive - SBCD H Δεύτερη τραπεζική κοινοτική οδηγία. Εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1993. Καθορίζει τα πλαίσια, πάνω στα οποία οι τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν ενσωματωθεί στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, μπορούν να ιδρύουν καταστήματα και να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες σε μία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από αυτή της εγκατάστασής τους. Secondary distribution

Δευτερογενής διανομή τίτλων. Προσφορά (συχνά με αναδόχους) μεγάλης ποσότητας κρατικών χρεογράφων που δεν γίνεται ούτε μέσω χρηματιστηρίου, ούτε μέσω εξωχρηματιστηριακής αγοράς. Ο λόγος διανομής είναι ότι οι κρατικές οικονομικές αρχές ελπίζουν να πουλήσουν πολυ μεγαλύτερη ποσότητα χρεογράφων από αυτή που θα μπορούσε να απορροφηθεί μέσω της αγοράς. Η δευτερογενής διανομή αυξάνει τον χρόνο απορρόφησης ενός ομολογιακού δανείου. Securities Χρεόγραφα. Αποδεικτικά που πιστοποιούν την ύπαρξη δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ή χρέους στον κάτοχό τους, από τον εκδότη τους. Securities and Exchange Commission (SEC) Επιτροπή Χρεογράφων και Χρηματιστηρίων των ΗΠΑ. Oργανισμός εποπτείας που λειτουργεί στην αγορά των ΗΠΑ, με σκοπό την προστασία των επενδυτών από τους κινδύνους των συναλλαγών σε χρεόγραφα, παρακολουθώντας και εφαρμόζοντας την κείμενη νομοθεσία. Eίναι μία ομοσπονδιακή υπηρεσία των ΗΠΑ, που έχει την επίβλεψη της δραστηριότητας των χρηματιστηρίων χρεογράφων και των συναφών θεμάτων που αφορούν σε χρεόγραφα. Οι εταιρείες που εκδίδουν χρεόγραφα πρέπει να καταχωρήσουν την έκδοση στο SEC. Securities and Investments Board - SIB Ο επίσημος οργανισμός εποπτείας που λειτουργεί στην αγορά της Μ.Βρετανίας, με σκοπό την εποπτεία των χρηματιστηρίων και την άσκηση μέτρων για την προστασία των επενδυτών από τους κινδύνους των συναλλαγών σε χρεόγραφα, παρακολουθώντας και εφαρμόζοντας την κείμενη νομοθεσία. Λειτουργεί από το 1986, μετά την σχετική συμφωνία που έγινε από την κυβέρνηση και τα ενδιαφερόμενα μέρη, γνωστή και ως U.K. Financial Services Act. Securities borrowing Ο δανεισμός τίτλων. H θεσμοθετημένη διαδικασία σε μία χρηματιστηριακή αγορά ή μία αγορά OTC (Over the counter), σύμφωνα με την οποία ένας ενδιαφερόμενος δανείζεται τίτλους από ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, έναντι έντοκου ποσού κεφαλαίων. Securities lending H δανειοδοσία τίτλων. H θεσμοθετημένη διαδικασία σε μία χρηματιστηριακή αγορά ή μία αγορά OTC (Over the counter), σύμφωνα με την οποία ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δανείζει τίτλους έναντι έντοκου ποσού κεφαλαίων σε κάθε ενδιαφερόμενο. Securities settlement Η εκκαθάριση συναλλαγών επί χρεογράφων (παράδοση ή παραλαβή τίτλων) παράλληλα με την εκκαθάριση του ταμειακού μέρους της συναλλαγής. Securities washing Ξέπλυμα χρεογράφων. Ο όρος αναφέρεται στην διαδικασία χρήσης ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού φορέα για τον δανεισμό χρεογράφων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ανωνυμία των δύο μερών. Ο δανειστής χρεογράφων χρησιμοποιεί ένα λογαριασμό του ενδιάμεσου φορέα, πριν από την μεταφορά τους στο λογαριασμό του δανειζόμενου. Securitization Τιτλοποίηση.Η μετατροπή μιάς πιστωτικής απαίτησης ή ενός δανείου σε χρεόγραφο πχ κτηματικό ομόλογο. Επίσης ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να δανείζονται στην διεθνή αγορά απευθείας με έκδοση χρεογράφων αντί να καταφεύγουν στον παραδοσιακό τραπεζικό δανεισμό. Security agreement Πράξη παροχής εμπράγματης ασφάλειας. Ενα τυποποιημένο έγγραφο ή έντυπο στο οποίο περιγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία που χορηγούνται σε ασφάλεια ενός δανείου. Security Market Line (SLM) Γραμμή αγοράς χρεογράφων. Η σχέση μεταξύ της απαιτούμενης απόδοσης ενός χρεογράφου ή μιας επένδυσης και του γινόμενου του κινδύνου του επί ένα εξομαλυμένο μέτρο του κινδύνου της αγοράς. Security record

Η λογιστική εγγραφή σε κάθε λογαριασμό χρεογράφων πχ λογαριασμό θεματοφυλακής, φύλαξης ή εξασφάλισης που αναφέρεται σε χρεόγραφα. Secured debt Χρέος δανειζομένου ή χρέος παραγόμενο από χρηματοοικονομικό εργαλείο (πχ χρεόγραφο), στο οποίο ο επενδυτής προστατεύεται με τη μορφή νομικής απαίτησης πάνω σε συγκεκριμένα στοιχεία του ενεργητικού του δανειζόμενου ή του εκδότη χρεογράφων όπως εργοστάσια,κτίρια κλπ Sector securities Χρεόγραφα τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά, ως προς το χρόνο λήξης, την απόδοση, την πιστωτική αξία κ.λ.π. SEGA Kεντρικό αποθετήριο χρεογράφων και προϊόντων της κεφαλαιαγοράς της Ελβετίας. Λειτουργεί και ως ηλεκτρονικό δίκτυο εκκαθαρίσεων χρεογράφων για μετοχές και κάθε είδους τίτλους αποκλειστικά για την εσωτερική αγορά της Ελβετίας. Selling concession Προκειμένου για νέα έκδοση χρεογράφων, η διαφορά μεταξύ της τιμής που «παίρνει» ο εκδότης και της τιμής που καταβάλει το κοινό. Η διαφορά αυτή πληρώνεται στους διαχειριστές, στους αναδόχους και στα γραφεία πωλήσεων χρεογράφων για κάθε χρεόγραφο που αγοράζεται από αυτούς. Η διαφορά εκφράζεται ως ποσοστό επί της ονομαστικής αξίας. Selling group Όμιλος πωλητών. Μια ομάδα χρηματιστών ή αγοραπωλητών χρεογράφων που δημιουργείται με σκοπό τη διάθεση μιας νέας έκδοσης χρεογράφων. Αποτελεί μέρος της σχετικής διαδικασίας που αναλαμβάνουν οι επενδυτικές τράπεζες. Senior securities Χρεόγραφα πρώτης σειράς απαιτήσεων. Χρεόγραφα που έχουν απαιτήσεις στα κέρδη και στα περιουσιακά στοιχεία και που προηγούνται από άλλα χρεόγραφα επόμενης σειράς απαιτήσεων (junior securities). Για παράδειγμα οι ενυπόθηκες ομολογίες προηγούνται από τις ομολογίες δανείου χωρίς εξασφαλίσεις στη σειρά των απαιτήσεων, ενώ οι τελευταίες προηγούνται από τις κοινές μετοχές. Sensitivity analysis Ανάλυση ευαισθησίας. Ανάλυση προσομοίωσης κατά την οποία οι αξίες των τυχαίων μεταβλητών μεταβάλλονται για να προσδιοριστεί ο βαθμός στον οποίο τα αποτελέσματα σχετίζονται με τη συμπεριφορά επιμέρους μεταβλητών. Separate Trading of Registered Interest and Principal of Securities - STRIPS Επίσημος μηχανισμός αποκοπής και εμπορευσιμότητας τοκομεριδίων και σωμάτων των ομολόγων, ο οποίος ισχύει στις ΗΠΑ για τα κρατικά ομόλογα. SEPON (Βλέπε Stock Exchange Pool Nominees) Serial bonds Ομολογιακό δάνειο που εκδίδεται σε σειρές με διαφορετικό χρόνο λήξης. Series Σειρές συμβολαίων δικαιωμάτων. O όρος χρησιμοποιείται για να εκφράσει στην χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων μιά ομάδα συμβολαίων δικαιωμάτων (option contracts) της ίδιας κατηγορίας, τα οποία έχουν επίσης την ίδια μονάδα διαπραγμάτευσης (unit of trade), την ίδια ημερομηνία λήξης (expiration date) και την ίδια τιμή εξάσκησης (strike price). Settlement Διακανονισμός ή εκκαθάριση των συναλλασομένων με χρημοτοοικονομικά προϊόντα, είτε αυτό αφορά τίτλους είτε τις

μεταξύ τους ταμιακές δοσοληψίες. Settlement date Η ημερομηνία στην οποία ολοκληρώνεται μια συναλλαγή, δηλαδή, η ημέρα που παραδίδονται τα χρεόγραφα και γίνεται ταυτόχρονα η πληρωμή τους. Settlement options Tα δικαιώματα που εμπεριέχονται σε μια σύμβαση συναλλάγματος, τα οποία παρέχουν στον πωλητή την ευχέρεια να διακανονίσει ένα προθεσμιακό συμβόλαιο οποτεδήποτε, μέσα σε μια συμφωνημένη χρονική περίοδο. Settlement price Η τιμή διακανονισμού. Η τιμή με την οποία κατά συνθήκη ένα γραφείο συμψηφισμού ή μία εταιρία εκκαθάρισης διακανονίζει τις συναλλαγές ή τα συμβόλαια που δεν εκτελέστηκαν για λόγους ανωτέρας βίας. Settlement risk Ο κίνδυνος διακανονισμού. Το ενδεχόμενο μη υλοποίησης ταμειακής εξόφλησης ή παράδοσης χρεογράφων / προθεσμιακών συμβολαίων, κατά την λήξη μιας σχετικής συναλλαγής από εξωγενείς αιτίες (πχ λανθασμένη επικοινωνία, καθυστέρηση εκτέλεσης των εντολών, έλλειψη συγχρονισμού μεταξύ των εκκαθαριστών κλπ), παρά το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. SFE s SYCOM To ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και εκκαθάρισης προθεσμιακών συμβολαίων (futures) το αντίστοιχο χρηματιστήριο του Σίδνευ της Αυστραλίας (Sidney Futures Exchange). Έχει απευθείας σύνδεση με το NYMEX (New York Mercantile Exchange) SFIDVP (Βλέπε Simultaneous Final Irrevocable Delivery Versus Payment) Share index Ο δείκτης τιμών ενός χρηματιστηρίου αξιών ή άλλου ανεξάρτητου οργανισμού, με τον οποίο γίνεται η μέτρηση μιας χρηματιστηριακής αγοράς. Shareholder / stockholder Ο μέτοχος. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνεισέφερε κεφάλαια ή άλλο είδος αξιών στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης ή αγόρασε μετοχές της. Shares Oι κοινές μετοχές των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι χρεόγραφα ιδιοκτησίας. Συνήθως αποκαλούνται και equities. Shares redemption 1. Εξαγορά μεριδίων Αμοιβαίων Κεφαλαίων από τον κάτοχό τους. Δικαίωμα το οποίο έχει συνήθως ο κάτοχος των μεριδίων ανά πάσα στιγμή, με ταυτόχρονη υποχρέωση της εταιρίας διαχείρισης των αμοιβαίων κεφαλαίων να το πληρώσει στην τιμή αποτίμησης που προκύπτει κατά την ημέρα εξαγοράς του και πιθανή παρακράτηση προμηθειών. 2. Το δικαίωμα εξαγοράς μετοχών από τον εκδότη τους, το οποίο είναι γνωστό από τους όρους της έκδοσης. Συνήθως οι τιμές των μετοχών αυτών διαμορφώνονται με διαφορετικό τρόπο από τις κοινές μετοχές, επειδή ενσωματώνουν τον κίνδυνο της εξαγοράς τους. Shareholder s equity Ιδια κεφάλαια μετόχων. Το άθροισμα του κοινού μετοχικού κεφαλάιου, των αποθεματικών από συμμετοχές ή από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο και των παρακρατηθέντων κερδών. Share register

Το μητρώο των μετόχων μιας επιχείρησης. Η τήρησή του επιβάλλεται και ρυθμίζεται από εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Συνήθως τηρείται από την επιχείρηση που είναι εισηγμένη σε ένα χρηματιστήριο, ενημερώνεται σε τακτά διαστήματα από την υπηρεσία εκκαθάρισης του χρηματιστηρίου όπου είναι εισηγμένη και υπόκειται σε έλεγχο από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Shogun bond Ένα ομόλογο που εκδίδεται στο Τόκιο, σε διαφορετικό νόμισμα από το γιέν, από έναν μη Ιάπωνα εκδότη. Shopping Όρος που αναφέρεται στην αναζήτηση της καλύτερης δυνατής τιμής προσφοράς ή ζήτησης, στα πλαίσια της κεφαλαιαγοράς. Short Η ελλειματική θέση που έχει ένας πωλητής χρεογράφων ή άλλων χρηματοοικονομικών μέσων. Ενας συναλλασόμενος λέμε ότι βρίσκεται σε θέση sort όταν πουλά χρεόγραφα που δεν έχει ακόμα στην κατοχή του. Η πώληση αυτή γίνεται σύνηθως γιατί προσδοκάται πτώση των τιμών, οπότε ο πωλητής μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή του με χρεόγραφα που θα αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή. Η διαφορά αποτελεί το κέρδος του πωλητή. Η κατάσταση μετά την πώληση αυτή ονομάζεται και SHORT POSITION. Short bοnds Ομολογίες με βραχύ χρόνο λήξης. Συνήθως οι ομολογίες αυτές είναι σταθερού επιτοκίου, με λήξη μέχρι πέντε χρόνια. Short covering Η διαδικασία αγοράς χρεογράφων από ένα επενδυτή, ο οποίος τα έχει ήδη πουλήσει χωρίς να τα έχει προηγουμένος στην κατοχή του και προβαίνει στην πράξη αυτή με σκοπό να καλύψει την ανοιχτή του θέση. Short coupon 1. Κουπόνι (τοκομερίδιο) ομολόγων με βραχύ χρόνο λήξης, συνήθως μικρότερης των έξι μηνών. 2. Ομόλογο το οποίο έχει εξαντλήσει το μεγαλύτερο διάστημα από την έκδοσή του και απομένει μικρό διάστημα μέχρι να λήξει, συνήθως κάτω από δύο χρόνια. Short hedging Επιχειρηματική τακτική αντιστάθμισης του κινδύνου, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των επενδύσεων ενός χαρτοφυκλακίου από ενδεχόμενη υποτίμηση συναλλάγματος, επιτοκίων ή τιμών χρεογράφων. Σύμφωνα με την τακτική αυτή ο διαχειριστής πουλά προθεσμιακά συμβόλαια (futures), συνάπτει αντίστοιχες προθεσμιακές τραπεζικές συμβάσεις (forward agreements) ή πουλά χρηματοοικονομικά δικαιώματα (options), με σκοπό να καλυφθεί από τον κίνδυνο μελλοντικής πτώσης των τιμών των στοιχείων του χαρτοφυλακίου του, σύμφωνα με τις προβλέψεις που κάνει. Για παράδειγμα η προθεσμιακή πώληση χρεογράφων τα οποία ο πωλητής έχει σήμερα στην κατοχή του, έχοντας την προσδοκία ότι η τιμή τους θα πέσει. Short loan Βραχυπρόθεσμο δάνειο, κάτω από ένα έτος, το οποίο έχει συνήθως σταθερό επιτόκιο, δεδομένης της δυντότητας πρόβλεψης των επιτοκίων της αγοράς στο χρονικό διάστημα της αποπληρωμής του. Short of the basis Xαρακτηρισμός της κατάστασης στην οποία περιέρχεται κάποιος, ο οποίος έχει συμβληθεί να πουλήσει στο μέλλον χρηματοοικονομικά προϊόντα που δεν κατέχει. Για να αποτρέψει τους σχετικούς κινδύνους μπορεί να πραγματοποιήσει αντίστοιχη προθεσμιακή αγορά προϊόντων (Long hedging). Short position Η κατάσταση που βρίσκεται ένας που συμμετέχει στις χρηματοοικονομικές αγορές, τη στιγμή που έχει πουλήσει κάποιο προϊόν που δεν έχει στην κατοχή του. Shorts

Με τον όρο αυτό αναφέρονται οι υποτιμητές (bears), οι οποίοι διενεργούν ακάλυπτες πωλήσεις. Short sale (shelling) Πώληση χωρίς κάλυμμα. Ακάλυπτη προθεσμιακή πώληση χρηματοοικονομικών προϊόντων. Κατά την στιγμή της πώλησης με ανοικτή θέση (short position), o πωλητής δεν κατέχει τα συγκεκριμένα χρεόγραφα ή την αξία των νομισμάτων, αλλά υπόσχεται την κάλυψή τους στο μέλλον. Επειδή η παράδοση θα γίνει μελλοντικά, ο πωλητής ελπίζει ότι θα μπορέσει να αγοράσει σε χαμηλότερη τιμή, επωφελούμενος από τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής και της χαμηλότερης τιμής στο μέλλον. Συνήθως η πρακτική αυτή χρησιμοποιείται στην αγορά, όταν υπάρχουν προσδοκίες για πτωτική πορεία των τίτλων ή νομισμάτων. Μπορεί όμως και να προκύπτει τυχαία από τη διαφορά του χρόνου πώλησης και εκκαθάρισης ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος. Σε πολλές αγορές η διαδικασία αυτή είναι θεσμοθετημένη επίσημα, με μηχανισμούς απορρόφησης των κινδύνων που προκύπτουν. Στις αγορές όπου δεν επιτρέπεται η πώληση με ανοιχτή θέση, ονομάζεται και πώληση αέρα. Short squeeze H απότομη τάση ανόδου των τιμών σε μία αγορά, η οποία ανατρέπει τις προσδοκίες των υποτιμητών (bears), οι οποίοι ήδη πούλησαν με ανοικτή θέση με σκοπό να αγοράσουν αργότερα σε υποτιμημένες τιμές. Η τάση αυτή τους εξαναγκάζει να σπεύσουν να αγοράσουν έγκαιρα ώστε να καλύψουν τόσο τα ανοίγματά τους, όσο και να μειώσουν τις ζημίες. Short term capital 1. Tα βραχυπρόθεσμα κεφάλαια. Τα κεφάλαια που αντιπροσωπεύουν βραχυπρόθεσμες δαπάνες, δάνεια, επενδύσεις, τοποθετήσεις, αγορές μιας επιχείρησης. 2. Τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται από τους διεθνείς επενδυτές για συνεχή μετακίνηση από χώρα σε χώρα και από αγορά σε αγορά, για αναζήτηση καλύτερων αποδόσεων. Short term interest rete Bραχυπρόθεσμο τραπεζικό επιτόκιο, που αντιστοιχεί συνήθως σε δάνεια λήξης μέχρι 90 ημερών. Τα βραχυπρόθεσμα διατραπεζικά επιτόκια δανεισμού συνήθως αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία καθορίζονται τα επιτόκια των λοιπών δανείων. Short term security Χρεόγραφο με χρόνο λήξης, συνήθως μικρότερο του έτους και καθορισμένο σταθερό επιτόκιο. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν συνήθως τα έντοκα γραμμάτια και τα ομόλογα μικρής διάρκειας χωρίς τοκομερίδιο (zero coupons). Short term obligations Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις μιας επιχείρισης, όπως αυτές αναφέρονται στον ισολογισμό της. Το στοιχείο αυτό εμφανίζεται στο παθητικό του ισολογισμού και απεικονίζει της υποχρεώσεις της επιχείρησεις που έχουν χρονικό ορίζοντα έως ένα έτος. SIB (Βλέπε Securities and Investments Board) SIBOR (Βλέπε Singaporean Interbank Offere Rate) SIC (Βλέπε Swiss Interbank Clearing system) SICAV (Βλέπε Sociιtι d Investissement ΰ Capital Variable) SICOVAM (Βλέπε Societe Interprofessionnelle pour la Compensation des Valeurs Mobilieres) Sigth draft Aξιόγραφο πληρωτέο επί τη εμφανίσει. Αναφέρεται στις επιταγές. Simple hedge Πρόγραμμα απλής προστασίας ενός χαρτοφυλακίου. Τεχνική που χρησιμοποιείται από του διαχειριστές χαρτοφυλακίων για την επίτευξη μιας ελάχιστης απόδοσης στις επενδύσεις τους, τόσης όσης και η απόδοση τουλάχιστον μιας απλής τραπεζικής κατάθεσης. Ο διαχειριστής προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα σταθερό ή μέγιστο

επιτόκιο εν όψει αναμενόμενης ανοδικής ή καθοδικής εξέλιξης του γενικού επιπέδου των επιτοκίων. Simulation Προσομοίωση. Ανάλυση σχέσεων σε ένα υπόδειγμα κάνοντας διάφορες παραδοχές σε ότι αφορά τις τιμές ορισμένων μεταβλητών και παρατηρώντας τις επιδράσεις τους στα αποτελέσματα. Simultaneous Final Irrevocable Deliver Versus Payment - SFIDVP Οριστική, αμετάκλητη παράδοση χρεογράφων από ένα χρηματοπιστωτικό φορέα σε άλλο, με την ταυτόχρονη αντίστροφη συναλλαγή πληρωμής μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων. Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται στα συστήματα εκκαθάρισης χρεογράφων σε διάκριση με τον όρο DVP, ο οποίος δεν εμπεριέχει ούτε την ταυτόχρονη, ούτε την αμετάκλητη διάσταση. Singaporean Interbank Offere Rate - SIBOR Το επιτόκιο δανεισμού της διατραπεζικής αγοράς της Σιγκαπούρης. Το ισοδύναμο του LIBOR για την τοπική αγορά. Single European Act - SEA Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Η πρώτη μετά τη συνθήκη της Ρώμης βασική προποποίηση και συμπλήρωση αυτής. Προέβλεψε τη δημιουργία της Ενιαίας Αγοράς με στόχο την ολοκλήρωσή της μέχρι την 1/1/93 και για πρώτη φορά αναφέρθηκε με σαφή τρόπο στο στόχο της νομισματικής ενοποίησης. Υπογράφηκε την 17 η Φεβρουαρίου 1986 στο Λουξεμβούργο και την 28 η Φεβρουαρίου στη Χάγη. Single premium put convertibles Mετατρέψιμα χρεόγραφα που δίνουν στον κάτοχό τους ένα και μοναδικό δικαίωμα πώλησης σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Η τιμή άσκησης του δικαιώματος πώλησης προσαυξάνεται κατά την ημερομηνία άσκησης με ένα προκαθορισμένο ποσό/ποσοστό επί της ονομαστικής τους αξίας. Sinking fund 1. Νομικός όρος στην έκδοση χρεογράφων που υποχρεώνει τον εκδότη να προγματοποιεί ετήσιες πληρωμές σε ειδικό αποθεματικό, με στόχο την επαναγορά (απόσυρση) των χρεογράφων. 2. Δημιουργία χρεολυτικού κεφαλαίου για την εξόφληση δανείου σε τακτά χρονικά διαστήματα μέσω αγοράς των χρεογράφων ή μέσω ταχείας επαναγοράς που καθορίζεται με κλήρωση. Slippage Η διαφορά που προκύπτει από τα εκτιμώμενα κόστη μιας συναλλαγής με τα πραγματικά κόστη όπως αυτά διαμορφώνονται τελικά. Η διαφορά προκύπτει συνήθως από αναθεώρηση της τιμής, του περιθωρίου (spread) και των προμηθειών διαμεσολάβησης. Smithsonian Agreement Συμφωνία που υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον από τις 10 ισχυρότερες βιομηχανικά χώρες το 1971, μετά από την κρίση του δολλαρίου. Η συμφωνία όριζε ότι κάθε νόμισμα μπορεί να κυμαίνεται σε σχέση με το δολλάριο ΗΠΑ ± 2,25%. Sociιtι d Investissement ΰ Capital Variable - SICAV O όρος αναφέρεται στις Εταιρίες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων, που λειτουργούν στη Γαλλική αγορά (open-end funds). Sociιtι Interprofessionnelle pour la Compensation des Valeurs Mobiliθres - SICOVAM To κεντρικό αποθετήριο χρεογράφων και προϊόντων της κεφαλαιαγοράς στη Γαλλία. Λειτουργεί και ως ηλεκτρονικό δίκτυο εκκαθαρίσεων χρεογράφων για μετοχές, ομόλογα, τίτλους σταθερού εισοδήματος και αμοιβαία κεφάλαια της Γαλλικής αγοράς. Όλα τα προϊόντα που διακανονίζει είναι σε πλήρη αποϋλοποιημένη βάση. Για τις εκκαθαρίσεις των κρατικών χρεογράφων συνδέεται με την κεντρική τράπεζα της χώρας. Τελεί υπό την εποπτεία του χρηματιστηρίου του Παρισιού και είναι διασυνδεδεμένο με τις τράπεζες και τους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς φορείς. Λειτουργεί με την εταιρική επωνυμία SICOVAM S.A.

SOFFEX (Βλέπε Swiss Options and Futures Exchange) Soft commodities Ο όρος αναφέρεται σε εμπορεύματα όπως η ζάχαρη, ο καφές, το κακάο τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, σε αντίθεση με τα μέταλλα που διαπραγματεύονται εκεί. Solvency Ο δείκτης φερεγγυότητας, που μετρά τον βαθμό του πιστωτικού κινδύνου μιας εταιρίας ή ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Solvency Ratio Directive - SRD Oδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία εκδόθηκε στις 1 Ιανουαρίου του 1993 και αφορά τον δείκτη φερεγγυότητας των τραπεζών. Καθορίζει τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια που πρέπει να έχουν οι τράπεζες σε σχέση με τους κινδύνους που έχουν αναλάβει στο ενεργητικό τους. Solvency risk Ο κίνδυνος που προκύπτει από την πτώχευση ενός εκδότη χρηματοοικονομικού μέσου ή που οφείλεται στο αναξιόχρεο του αντισυμβαλλομένου. Sovereign bonds / Sovereigns Τα ομόλογα που εκδίδονται από κυβερνήσεις στην διεθνή αγορά, σε νόμισμα διαφορετικό από αυτό της χώρας τους. Sovereign risk Ο κίνδυνος χώρας. Ο ιδιαίτερος κίνδυνος που υπάρχει σε ένα χρεόγραφο (ή σε κατάθεση ή δάνειο) επειδή η χώρα του δανειζόμενου είναι διαφορετική από τη χώρα του επενδυτή. Όρος επίσης γνωστός και με την ονομασία country risk. Special collateral Ειδικό ενέχυρο. Ο όρος αναφέρεται σε επιλεγμένα χρεόγραφα προς ενέχυρο (προσδιορίζονται συγκεκριμένα οι έννοιες αξία, λήξη, εκδότης, λοιπά χαρακτηριστικά), τα οποία καθορίζονται από την επενδυτική στρατηγική του φορέα που τα δανείζεται. Αυτά αναφέρονται με διακριτό τρόπο και στη δανειστική σύμβαση. Σε αντίθεση ο όρος general collateral, αναφέρεται γενικά σε χρεόγραφα προς ενέχυρο συγκεκριμένης αξίας και μόνο. Special drawing right - SDR Δικαίωμα ειδικής έκδοσης. Μία νομισματική μονάδα που δημιουργήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, βασιζόμενη σε ένα σταθερό καλάθι νομισμάτων, με σκοπό να χρησιμοποιείται στις χρηματοδοτικές δραστηριότητες του οργανισμού ως μονάδα. Specialist broker Εξειδεικευμένος χρηματιστής που περιορίζεται σε αγοραπωλησίες ορισμένων ειδών, χρηματοοικονομικών μέσων. Specialistes des Valeurs du Tresor - SVT Oι κύριοι ή βασικοί διαπραγματευτές κρατικών χρεογράφων του Γαλλικού Δημοσίου. Είναι τράπεζες ή χρηματοοικονομικοί οργανισμοί οι οποίοι κατ ανάθεση της Γαλλικής κυβέρνησης έχουν αναλάβει την αναδοχή των κρατικών ομολόγων και την διανομή τους στη δευτερογενή αγορά. Speculation Κερδοσκοπία. Η σύναψη συναλλαγής με σκοπό την απόκτηση κέρδους από την προσδοκόμενη μεταβολή των τιμών. Η χρησιμοποίηση, κατά περίπτωση αρνητικών (SHORT) ή θετικών (LONG) θέσεων, με σκοπό το κέρδος. Spinoff Ο ιδιωματισμός χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την δημιουργία μιας αναξάρτητης επιχείρισης που προέρχεται από δραστηριότητες τμήματος μιας άλλης επιχείρησης, είτε με την μέθοδο της πώλησης, είτε με την μέθοδο της

διάθεσης μετοχών απευθείας στην χρηματιστηριακή αγορά. Split Η κοπή των μετοχών. Η αναδιοργάνωση του μετοχικού κεφαλαίου μιας επιχείρησης σε περισσότερες αριθμητικά μετοχές από αυτές που ήδη κυκλοφορούν, έτσι ώστε κάθε μία παλαιά μετοχή να αντιστοιχεί σε ένα αριθμό νέων. Spontaneous financing Αυτόματη χρηματοδότηση. Η χρηματοδότηση (π.χ. εμπορικές πιστώσεις) που προέρχεται από τις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Spot 1. Πράξη αγοραπωλησίας που διακανονίζεται τοις μετρητοίς. 2. Το σημερινό επιτόκιο/τιμή, για πράξεις που είναι συμφωνημένο να διακανονισθούν σε δύο ημέρες. Spot market Αγορά όπου γίνονται συναλλαγές τοις μετρητοίς (τρέχουσες) με παράδοση μέσα σε δύο ημέρες, σε αντίθεση με τις προθεσμιακές συμβάσεις μελλοντικής παράδοσης. Spot month Ο πλησιέστερος μήνας, κατά τον οποίο πρέπει να γίνει η παράδοση του υποκείμενου μέσου για ένα προθεσμιακό συμβόλαιο. Συνώνυμος όρος με τον Current Delivery Month. Spot price Τρέχουσα (τοις μετρητοίς) τιμή κατά τη στιγμή της συναλλαγής. Spot rate Η τιμή που διαμορφώνεται στην αγορά άμεσου διακανονισμού και παράδοσης. Spot rate yield curve Tο γράφημα που απεικονίζει την καμπύλη απόδοσης ενός ομολοόγου χωρίς τοκομερίδιο (zero coupon). Kάθε σημείο της καμπύλης απεικονίζει την επιτοκιακή απόδοση του ομολόγου μέχρι την λήξη του μέσα στον χρόνο. Συνώνυμο του zero coupon yield curve. Spread 1. Η διαφορά μεταξύ τιμής προσφοράς και τιμής ζήτησης χρεογράφου. 2. Η διαφορά απόδοσης ή τιμής μεταξύ δύο χρεογράφων διαφορετικής μορφής ή ημερομηνίας λήξης. 3. Για τους αναδόχους δανείου, η διαφορά μεταξύ της τιμής που παίρνει ο εκδότης και της τιμής που πληρώνει ο επενδυτής. 4. H διαφορά μεταξύ των επιτοκίων ή των τιμών που κάποιο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δανείζεται ( αγοράζει ) από τρίτους και το ίδιο δανείζει ( πουλά ). Spreading Στην αγορά προθεσμιακών συναλλαγών, η αγορά μιας προθεσμιακής σύμβασης και η πώληση μιας άλλης με παρόμοιο χρόνο ωρίμανσης και με σκοπό την αποκόμιση κερδών από τη μείωση ή αύξηση (διαχρονικά) του SPREAD. SRD - (Βλέπε Solvency Ratio Directive) Stability and Growth Pact (Pacte de Stabilite et de Croissance)

O όρος αναφέρεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο ψηφίστηκε στις 13-14/12/96 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου. Η συνθήκη αυτή περιέχει τα πλαίσια και τις διαδικασίες με τις οποίες οι χώρες που θα συμμετάσχουν στην τρίτη φάση της ΟΝΕ, πρέπει να εξασφαλίσουν μία διαρκή, διατηρήσιμη αντιπληθωριστική ανάπτυξη και υψηλό επίπεδο απασχόλησης. Stabilization Σταθεροποιήση. Διατήρηση της αγοράς σε επίπεδα χαμηλότερα ή ίσα προς την τιμή προσφοράς. Standard deviation Μέση απόκλιση τετραγώνου. Στατιστικός όρος που μετράει την μεταβλητότητα μιας ομάδας παρατηρήσεων από το μέσο της κατανομής. State Bonds Indexed Linked - SBIL Τιμαριθμοποιημένα κρατικά ομόλογα. Είδος ομολόγων, με τοκομερίδια, των οποίων η ονομαστική αξία αναπροσαρμόζεται με την εξέλιξη του πληθωρισμού από την ημερομηνία έκδοσής τους έως την ημερομηνία λήξης τους. Έχουν συνήθως σταθερό επιτόκιο, για όλη τη διάρκειά τους, η οποία υπολογίζεται επί του αναπροσαρμοζόμενου κάθε περίοδο κεφαλαίου με βάση τον δείκτη του πληθωρισμού. Η απόδοσή τους εξασφαλίζει τους επενδυτές διότι η πραγματική τους απόδοση κλειδώνει με τον επίσημο δείκτη τιμών καταναλωτή. Είναι ένας τύπος ομολόγων, τα οποία άρχισαν να εκδίδουν την δεκαετία του 90 πολλά κράτη για κάλυψη του δημόσιου δανεισμού, μεταξύ των οποίων και το Ελληνικό Δημόσιο. Statement Αντίγραφο κίνησης λογαριασμού ή χαρτοφυλακίου ενός πελάτη, που το εκδίδει η τράπεζα ή ο φορέας που διαχειρίζεται την επένδυση. Step up / step down coupons Tοκομερίδια ομολογιών, των οποίων το επιτόκιο έχει συμφωνηθεί κατά την έκδοση να είναι κυμαινόμενο (αυξανόμενο ή μειούμενο), σε σχέση με το επιτόκιο της προηγούμενης περιόδου. Stocks Οι μετοχές, οι τίτλοι γενικότερα. Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο για να χαρακτηρίσει τις προνομιούχες μετοχές και τα ομόλογα, τα οποία είναι χρεόγραφα σταθερού εισοδήματος, σε αντίθεση με τον όρο shares που χρησιμοποιείται κυρίως για τις κοινές μετοχές. Stock borrowing Ο δανεισμός μετοχών. Όταν ένας πωλητής βρίσκεται σε αρνητική θέση (short position), έχει ως εναλλακτική λύση από την αγορά μετοχών να δανεισθεί από ένα άλλο πωλητή ή χρηματοοικονομικό φορέα την ποσότητα των μετοχών που απαιτείται για να κλείσει την αρνητική του θέση. Στην περίπτωση αυτή βάζει ενέχυρο άλλο είδος χρεογράφων και πληρώνει προμήθεια στον δανειστή. Stock capital To μετοχικό κεφάλαιο μιάς εταιρίας. Stock certificate To αποδεικτικό έγγραφο κατοχής ενός αριθμού μετοχών. Εκδίδεται είτε από την εταιρία, είτε από ένα κεντρικό αποθετήριο. Stock dividend Καταβολή μερίσματος με τη μορφή πρόσθετων μετοχών. Ενα μέρισμα που καταβάλλεται σε μετοχές αντί σε χρήματα. Αφορά στη μεταβίβαση ενός ποσού από τα παρακρατηθέντα κέρδη στο μετοχικό κεφάλαιο. Stock exchange Χρηματιστήριο. Η οργανωμένη αγορά στην οποία διαπραγματεύονται τα χρεόγραφα.

Stock Exchange Automated Quotation system - SEAQ Hλεκτρονικό σύστημα πληροφόρησης των πράξεων και παροχής τιμών τίτλων ( Quotation) στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου - LSE (London Stock Exchange). Για τις αλλοδαπές εταιρίες οι μετοχές των οποίων διαπραγματεύονται στο ίδιο χρηματιστήριο λειτουργεί το SEAQI - SEAQ International. Stock Exchange Alternative Trading System - SEATS Ηλεκτρονικό δίκτυο πωλήσεων/αγορών μετοχών, που λειτουργεί στη Μ.Βρετανία για μικρότερες εταιρίες, που δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου (L;ondon Stock Exchange - LSE). Stock Exchange Automated Trading System - SEATS Ηλεκτρονικό δίκτυο, που λειτουργεί με αυτοματοποιημένο σύστημα υπολογιστών και πραγματοποιεί τις λειτουργίες της διαπραγμάτευσης και εκκαθαρίσεων, στο Χρηματιστήριο Αξιών της Αυστραλίας (ASX - Australian Stock Exchange). Stock Exchange Pool Nominees - SEPON Εταιρία που λειτουργεί ως παράρτημα του Διεθνούς Χρηματιστηρίου της Μ.Βρετανίας και την Δημοκρτατίας της Ιρλανδίας (International Stock Exchange of United Kingdom and the Republic of Ireland) και προσφέρει υπηρεσίες εκπροσώπησης των επενδυτών στην αγορά αυτή (nominee). Stock holder Ο κάτοχος μετοχών μιάς επιχείρησης. Stock list To Δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου. Stock market index Χρηματιστηριακός δείκτης. Στα περισσότερα χρηματιστήρια αξιών, δημιουργείται ένας δείκτης τιμών του χρηματιστηρίου, ο οποίος μετρά τις διαμορφούμενες τιμές ενός καλαθιού από μετοχές, που είναι διαπραγματεύσιμες σ αυτό. Ο δείκτης είναι ένα αριθμητικό μέγεθος που δίδει μια απλή μέτρηση της απόδοσης και της κίνησης των τιμών του χρηματιστηρίου. Συνήθως το καλάθι των μετοχών αποτελείται από μετοχές με μεγάλη κεφαλαιοποίηση στο συγκεκριμένο χρηματιστήριο και μεγάλη εμπορευσιμότητα, οι οποίες συμμετέχουν σ αυτόν με ποσοστιαία αναλογία. Ένας δείκτης μπορεί να βασίζεται στον αριθμητικό ή γεωμετρικό μέσο όρο των τιμών των μετοχών που συμμετέχουν σ αυτόν. Εκτός από τον κύριο δείκτη ενός χρηματιστηρίου, συχνά δημιουργούνται γενικοί δείκτες με περισσότερες ή λιγότερες τιμές μετοχών, ή κλαδικοί δείκτες στους οποίους συμμετέχουν οι τιμές μετοχών συγκεκριμένου κλάδου οικονομικής δραστηριότητας πχ κατασκευαστικός δείκτης, τραπεζικός δείκτης κλπ Stock split Αντικατάσταση μετοχών με περισσότερες ίσης αξίας. Σπάσιμο της μετοχής. Διανομή νέων δωρεάν μετοχών ή διαίρεση των ήδη υπαρχόντων. Πρόκειται για μια λογιστική πράξη με σκοπό την αύξηση των μετοχών σε κυκλοφορία. Για παράδειγμα ένα stock split 3 προς 1 σημαίνει ότι θα εκδοθούν τρεις νέες μετοχές για κάθε μια μετοχή που υπάρχει.μετοχές που δεν έχουν σπάσει αναφέρονται συχνά και σαν άκοφτες. Stop order 1. Εντολή για την πώληση ή αγορά χρεογράφων όταν η τιμή φθάσει ή ξεπεράσει ένα ορισμένο προσυμφωνημένο επίπεδο. 2. Εντολή για διακοπή μεταφοράς κεφαλαίων ή χρεογράφων η οποία δίδεται σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα διακίνησης και διαχείρησης χρηματοοικονομικών προϊόντων. Stop - out price Η χαμηλότερη τιμή (υψηλότερη απόδοση) που μπορεί να γίνει αποδεκτή σε πλειστηριασμό του δημοσίου για νέα έκδοση χρεογράφων. Straddle

O όρος αναφέρεται στη στρατηγική ταυτόχρονης αγοράς και πώλησης χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων αγοράς (call options) και πώλησης (put options) για την ίδια μετοχή, την ίδια ημερομηνία λήξης και την ίδια τιμή εξάσκησης δικαιώματος (exercise price). Straight bond Ένα ομόλογο το οποίο δεν ενσωματώνει πρόωρη εξαγορά από τον εκδότη του και ως εκ τούτου πληρώνεται στην λήξη του (at maturity). Παρόμοιος όρος με το Bullet bond. Straight dates Οι συνήθεις σταθερές ημερομηνίες (διάρκειες) βάσει των οποίων δημιουργούνται τα τυποποιημένα προθεσμιακά συμβόλαια και είναι 1,2,3,6,και 12 μήνες. Street Οι χρηματιστές, οι χρηματομεσίτες και τα άλλα μέλη της οικονομικής κοινότητας της Νέας Υόρκης και ειδικότερα της WALL STREET. Street name Ο ιδιωματισμός αναφέρεται στα χρεόγραφα τα οποία κρατούνται στο όνομα ενός χρηματομεσίτη ή ενός άλλου θεσμοθετημένου μεσολαβητή, αντί του πραγματικού ιδιοκτήτη. Οι δανειστές χρεογράφων για παράδειγμα, έχουν κατατεθειμένα τα χρεόγραφά τους in street name. Strike price H τιμή άσκησης ενός δικαιώματος.h τιμή στην οποία ένα δικαίωμα (option) ή ένα warrant μπορεί να αγορασθεί ή να πωληθεί από τον κάτοχο του αντίστοιχου συμβολαίου. Για την τιμή εκτέλεσης ενός συμβολαίου χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος exercise price. Stripping (Bond stripping) Η διαδικασία αποκοπής τοκομεριδίων από τα ομόλογα, πρίν την λήξη τους και η δημιουργία παράγωγων χρεογράφων με αυτά.τα αποκομμένα κουπόνια συμπεριφέρονται σαν ομόλογα με απόδοση σε προεξοφλητική βάση (zero coupon). STRIPS (Βλέπε Separate Trading of Registered Interest and Principal of Securities) Structural reserve operations Διορθωτικές αντίστροφες πράξεις. Ο όρος αναφέρεται στις σχετικές πράξεις των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες ασκούνται στη διατραπεζική αγορά. Ειδικότερα στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών χρησιμοποιούνται για να προσαρμόσουν τη διαρθρωτική θέση του συστήματος απέναντι στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα και έχουν τις εξής ιδιότητες : Είναι πράξεις παροχής ρευστότητας Η συχνότητά τους μπορεί να είναι τακτική ή μη τακτική Η λήξη τους δεν είναι εκ των προτέρων τυποποιημένη Subject Πραγματοποιούνται μέσω ταχέων προσφορών των εθνικών κεντρικών τραπεζών Ο όρος αναφέρεται σε προσφορά χρηματοοικονομικών μέσων (αγορά ή πώληση), η οποία δεν μπορεί να εκτελεστεί χωρίς την έγκριση του πελάτη. Subjective probability distributions Υποκειμενικές κατανομές πιθανοτήτων. Κατανομές πιθανοτήτων που διατυπώθηκαν με βάση την κρίση και δεν βασίζονται αποκλειστικά σε εμπειρικά δεδομένα όπως π.χ. σε σχετικές συχνότητες.

Subordinated bonds (junior bonds) Ομόλογα στα οποία ο εκδότης τους, δίνει χαμηλή πρωτεραιότητα στην εξόφληση σε σχέση με τις υποχρεώσεις της εταιρίας σε άλλους πιστωτές της (υψηλότερου ρίσκου). Ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης. Subordinated debenture 1. Χρεόγραφα όπου οι απαιτήσεις των κατόχων τους έπονται των απαιτήσεων των κατόχων διαφόρων άλλων χρεογράφων και οφειλών του ίδιου εκδότη. 2. Παρεπόμενη ομολογία δανείου χωρίς εξασφαλίσεις. Μία ομολογία που εγείρει απαιτήσεις σε περιουσιακά στοιχεία μόνο όταν έχουν ήδη εξοφληθεί οι απαιτήσεις πρώτης σειράς. Subscriber Ο ανάδοχος.τράπεζα ή χρηματιστηριακός οργανισμός που αναλαμβάνει την προεγγραφή ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών πρίν από την έκδοση μίας μετοχής ή ενός ομολογιακού δανείου, με σκοπό την αγορά ικανού αριθμού από τα χρεόγραφα όταν αυτά εκδοθούν. Subscription period Περίοδος προεγγραφών. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι μέτοχοι μπορούν να δηλώσουν με εγγραφές την άσκηση των δικαιωμάτων τους, τα οποία αναλογούν στις μετοχές που κατέχουν. Κατά την περίοδο αυτή υπάρχει προσφορά δικαιωμάτων (rigths offering) σύμφωνα με σχετική απόφαση της ΓΣ των μετόχων. Subscription previlege Δικαίωμα προτίμησης. Μια διάταξη του καταστατικού και του κανονισμού λειτουργίας μιας ανώνυμης εταιρείας που δίνει στους κατόχους κοινών μετοχών το δικαίωμα αγοράς κατ αναλογία, νέων εκδόσεων μετοχών της εταιρείας τους (ή χρεογράφων που θα μετατραπούν σε κοινές μετοχές), πριν τη διάθεση τους στο κοινό, και επομένως να διατηρούν σταθερό το ποσοστό συμμετοχής τους. Συνήθως το περιθώριο άσκησης του δικαιώματος τοποθετείται χρονικά σε διάστημα μεταξύ 30-60 ημερών, μετά τη λήξη του οποίου το δικαίωμα δεν υφίσταται. Παρόμοιος όρος, Preemptive right. Subscriptions Οι προεγγραφές. Οι εντολές αγοράς που δίδονται στον επικεφαλής του ενός δανείου, τους συν-διαχειριστές, τους αναδόχους και τα μέλη της ομάδας των συνεργαζομένων φορέων που έχουν αναλάβει τη διάθεση προσφερόμενων χρεογράφων, είτε κατά την έκδοση νέων ομολογιών, είτε κατά την έκδοση νέων μετοχών. Subscription agreement Συμφωνία για την έκδοση νέων χρεογράφων, μεταξύ της εκδότριας εταιρίας και των διαχειριστών, συν-διαχειριστών και αναδόχων που έχουν αναλάβει τη διάθεση των χρεογράφων στην αγορά. Στη συμφωνία αναφέρονται οι όροι με τους οποίους θα γίνει η έκδοση, καθώς και οι υποχρεώσεις των δύο μερών. Είναι επίσης γνωστή με τον όρο UNDERWRITING AGREEMENT. Subscription price Τιμή προεγγραφής. Η τιμή στην οποία μπορεί να αγοραστεί ένα χρεόγραφο με μια προσφορά αποδεικτικών SVT (Βλέπε Specialistes des Valeurs du Tresor) Swaps Ανταλλαγές χρηματοοικονομικών μέσων. 1. Στα χρεόγραφα, η πώληση μιας έκδοσης και η αγορά ταυτόχρονα μιας άλλης. 2. Στην αγορά συναλλάγματος, η αγορά ενός νομίσματος τοις μετρητοίς και η ταυτόχρονη μελλοντική πώλησή του. 3. Η ανταλλαγή μιας υποχρέωσης καθορισμένου με άλλη διαφορετικού χρόνου λήξης. Swap rate

Στην αγορά ξένου συναλλάγματος, η διαφορά μεταξύ τιμής τοις μετρητοίς και μελλοντικής προθεσμιακής τιμής (συναλλαγματικής ισοτιμίας) ενός νομίσματος. Swaption Δικαίωμα που δίνει στον κάτοχο την δυνατότητα να αγοράσει ένα SWAP ή να το ακυρώσει στο μέλλον. SWIFT - Society for Worldwide Financial Telecommunications Το μεγαλύτερο διεθνώς ηλεκτρονικό δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ των τραπεζών. Δημιουργήθηκε από τον ομώνυμο φορέα ο οποίος είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός και αποτελείται από περισσότερα από 1000 μέλη τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο. Μέσω του δικτύου αυτού ανταλλάσονται μηνύματα που αφορούν τραπεζικές συναλλαγές, εντολές πληρωμών, κίνηση κεφαλαίων και χρεογράφων ή απλά πληροφοριακά μηνύματα. Σε αντίθεση με τα αυτόματα δίκτυα συναλλαγών & πληρωμών όπου οι χρηματοοικονομικές πράξεις εκτελούνται με μόνη προϋπόθεση την εισαγωγή των εντολών σ αυτά, τα μηνύματα του SWIFT που αφορούν χρηματοοικονομικές πράξεις διακανονίζονται από τις τράπεζες-αποδέκτες στις τοπικές αγορές και μέσω των δικών τους συστημάτων. Swiss Interbank Clearing system - SIC Το Ελβετικό διατραπεζικό σύστημα εκκαθαρίσεων πληρωμών, το οποίο λειτουργεί θπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας. Swiss Options and Futures Exchange - SOFFEX Το Ελβετικό χρηματιστήριο παραγώγων, στο οποίο διαπραγματεύονται προθεσμιακά συμβόλαια (futures) και χρηματοοικονομικά δικαιώματα (options). Switch 1. Η ανταλλαγή ενός χρεογράφου με άλλο. 2. Όρος που χρησιμοποιείται στη Βρετανία, στην αγορά συναλλάγματος αντί του SWAP. Syndicate Ο όρος αναφέρεται στον όμιλο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία αναλαμβάνουν την αναδοχή ή την διάθεση ενός χρεογράφου, όταν αυτό εκδίδεται.ομάδα τραπεζών που αναλαμβάνουν από κοινού τη διάθεση νέας έκδοσης χρεογράφων, με την υποχρέωση να αγοράσουν οι ίδιες τις αδιάθετες ποσότητες αυτών. Syndicated loan Κάθε μεγάλο δάνειο από ομάδα τραπεζών, οι οποίες από κοινού μοιράζονται τον κίνδυνο και δανειοδοτούν ένα Δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Syndication account Λογαριασμός για την ιδιωτική τοποθέτηση κοινοπρακτικού ομολογιακού δανείου. Ένας λογαριασμός που ανοίγεται στο όνομα του χρηματοπιστωτικού φορέα, ο οποίος είναι επι κεφαλής ανάδοχος ενός κοινοπρακτικού ομολογιακού δανείου, με σκοπό να τοποθετηθούν σ αυτόν από τον εκδότη οι ομολογίες και να κατανεμηθούν στη συνέχεια στους φορείς που θα τις διανείμουν στην δευτερογενή αγορά. Synergy Συνέργεια. Η επίδοση της επιχείρησης που προκύπτει μετά τη συγχώνευση στην οποία το σύνολο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Προέρχεται από την αλληλοεξάρτηση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Systematic risk Συστηματικός κίνδυνος. 1. Ο κίνδυνος ο οποίος συνδέεται με τις μεταβολές των τιμών της αγοράς ή επιμέρους τμημάτων της. Συνώνυμο του market risk. 2. Το μέρος του κινδύνου που φέρει μία μετοχή ή μία ομολογία, το οποίο δεν μπορεί να εξαλειφθεί με διαφοροποίηση

χαρτοφυλακίου, λόγω του ότι αναφέρεται σε εξωγενείς οικονομικούς παράγοντες ανεξάρτητους από την κατάσταση και τις προοπτικές της εταιρίας. Systemic risk Κίνδυνος συστήματος ή συστημικός κίνδυνος. Ο κίνδυνος που υπάρχει στις χρηματοοικονομικές αγορές ή στα συστήματα διακίνησης / διακανονισμού κεφαλαίων και χρεογράφων, από την πτώχευση ενός συμμετέχοντος, ο οποίος παρασύρει αλυσιδωτά και τους άλλους συμμετέχοντες σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Οι πτωχεύσεις αυτού του είδους μπορούν να προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα ρευστότητας και να απειλήσουν τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών.