ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΒΕΛΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΛΑΤΗΣ (Abies cephalonica) ΣΤΗΝ ΠΑΡΝΗΘΑ



Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΕ ΥΨΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΠΕΥΚΗΣ (PINUS ΗALEPENSIS) ΣΕ ΦΥΤΕΙΑ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΣΤΗ Β. ΕΥΒΟΙΑ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΜΑΖΟΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΕΠΙΟ ΠΕΥΚΗ (PINUS HALEPENSIS) ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΑΤΟΪΟΥ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ»

Κλιματική αλλαγή και αύξηση της ελάτης

AdaptFor Προσαρμογή της διαχείρισης των δασών στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα

Αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης των περιοχών έρευνας από δασοκομική και οικοφυσιολογική άποψη

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Πάρνηθας. Ομάδα έργου: Γ. Ζαρείφης Ηλ. Ντούφας Γ. Πόθος Κ.

Αποτίμηση των επιπτώσεων της πυρκαγιάς στα δάση μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα Η προσέγγιση για την αποκατάστασή τους

ΑΥΞΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΠΕΥΚΗΣ ΣΕ ΦΥΤΕΙΑ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΣΤΗ Β. ΕΥΒΟΙΑ

Παρακολούθηση (monitoring) των Δασικών Οικοσυστημάτων και διαχειριστικά μέτρα προσαρμογής

Τελική Συνάντηση 18 εκεµβρίου 2014, Αθήνα

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Οι δράσεις αποκατάστασης του καμένου δάσους μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα.

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

Ανάλυση της δομής και της ποικιλότητας των εδαφικών κολεοπτέρων (οικογένειες: Carabidae και Tenebrionidae) σε ορεινά οικοσυστήματα

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή εργασία

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Ποσοτική Γενετική ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ.

Μαζοπίνακες για τη δασική πεύκη (Pinus sylvestris L.) στο κεντρικό τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης.

ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Δασολόγος

ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ 2. ΑΥΞΗΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ. Εργαστήριο Δομής Ξύλου. Στέργιος Αδαμόπουλος

ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΝΕΤΙΚΗ 03. ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ & ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ

Ανακοίνωση για υπηρεσίες οικοφυσιολόγου

Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

Διαχείριση και Προστασία των Κυπριακών Δασών

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

Χλωριδικές μονάδες βλάστησης και συστήματα

LIFE PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα μέσω μιας δομημένης προσέγγισης

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Προσαρµογήτης ιαχείρισηςτων ασώνστηνκλιµατικήαλλαγήστηνελλάδα: ασαρχείο Πάρνηθας

Οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στα ξηροθερμοόρια δασικών ειδών: Η Δασική πεύκη Πιερίων

Η Πάρνηθα κάποτε... hol.gr -

Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων. Στρατηγικές Βελτίωσης

Βιολόγος- Μεταδιδάκτορας, Τομέας Οικολογίας & Ταξινομικής, Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ. 2

LIFE PINUS Η δομημένη προσέγγιση για την αποκατάσταση των καμένων δασών μαύρης πεύκης

«Εφαρμογή της ανάλυσης επιβίωσης για την αξιολόγηση της θνησιμότητας των δέντρων στο δάσος Ελατιάς Δράμας»

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής / ΔΠΘ Ορεστιάδα. Εισαγωγή ΒΕΛΤΙΩΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΣΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ. Αριστοτέλης Χ. Παπαγεωργίου

Οργανικός Άνθρακας στα Δασικά Εδάφη της Ελλάδας

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Ι Κ. Μ. 436

ΕΡΓΟ: LIFE+ AdaptFor. Προσαρμογή της δασικής διαχείρισης στην κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα. LIFE+ Περιβαλλοντική Πολιτική και Διακυβέρνηση 2008

Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

Η παρακολούθηση των δασών στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Δρ. Απόστολος Ντάνης. Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

Μεταπυρική Διαχείριση Δασών Ψυχρόβιων Κωνοφόρων

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΟΥ EΠIΠEΔOΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ 2001

Η παλυνολογία εξετάζει την παλαιοβλάστηση τα παλαιο-περιβάλλοντα το παλαιο-κλίμα Την επίδραση του ανθρώπου (π.χ. γεωργία)

9. Για την αντιµετώπιση της κατάστασης πρέπει να προωθηθεί άµεσα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΕΙΛΗΣ ΑΠΟ ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΞΗ ΜΕ ΔΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ

ΑΘΗΝΑ 2013 ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΥ ΥΔΑΤΟΣ (ΛYΜΑΤΩΝ) FRAMME - LIFE08 NAT/GR/ ΡΟΔΟΣ

ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΔΟΜΗ ΞΥΛΟΥ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΔΟΜΗΣ. Δομή Ξύλου - Θεωρία. Στέργιος Αδαμόπουλος

ιαχείριση και προστασία γενετικών πόρων

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

Δάση & Πυρκαγιές: αναζητείται ελπίδα

PIAAC GREECE Σχέδιο δειγµατοληψίας Κύριας Έρευνας (MS)

Επιλογή και χαρτογράφηση πειραματικών περιοχών

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Δείκτες δομής συστάδων ως εργαλεία διαχείρισης δασών για την κλιματική αλλαγή

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙO ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ & ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

ΣΗΨΙΡΡΙΖΙΕΣ ΑΣΙΚΩΝ ΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΥΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ARMILLARIA

Θ Δημοτικό Σχολείο Πάφου. «Κουπάτειο» Τάξη : Δ

Ποικιλότητα σε μορφολογικούς χαρακτήρες φύλλων δέκα πληθυσμών οξιάς στην Ελλάδα

Δασική πεύκη Πιερίων. SOS! Χ. Περλέρου, Γ. Σπύρογλου, Δ. Αβτζής και Σ. Διαμαντής ΕΘΙΑΓΕ-Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

8ο Πανελλήνιο Συμποσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 657

ΑΙΟΛΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΠΕ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΝΕΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ. Απόστολος Σκαλτσογιάννης Καθηγητής

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Έρευνα και Συγγραφή

Δασική Γενετική Εισαγωγή: Βασικές έννοιες

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

Πληθυσμιακή και Εξελικτική Γενετική

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

-1- Π = η απόλυτη παράλλαξη του σημείου με το γνωστό υψόμετρο σε χιλ.

Πτυχιακή Εργασία ΓΝΩΣΕΙΣ KAI ΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟΝ HIV. Στυλιανού Στυλιανή

Αξιοποίηση της Ελληνικής χλωρίδας και βλάστησης στο αστικό περιβάλλον Βιοποικιλότητα στο αστικό πράσινο

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Βελτίωση και Προστασία Δασογενετικών Πόρων. Μέθοδοι Βελτίωσης

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

Η ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΚΑΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΠΥΡΗΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΡΥΜΟΥ ΑΙΝΟΥ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΧΕΡΣΑΙΩΝ ΤΥΠΩΝ ΟΙΚΟΤΟΠΩΝ. Δρ. Frederic Bendali Phytoecologue ECO-CONSULTANTS S.A.

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

9. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΗΚΟΥΣ

Διδακτέα ύλη μέχρι

Η πορεία της βιοποικιλότητας στο χρόνο

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

Πληθυσμιακή και Εξελικτική Γενετική

ΘΕΜΑ: «Χωρική κατανομή και Γεωστατιστική ανάλυση δεδομένων εντομολογικών προσβολών»

P L A N T - N E T C Y

ΜΟΝΟΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Αριάδνη Αργυράκη

Δομή της παρουσίασης.

Πληθυσμιακή και Εξελικτική Γενετική

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΡΥΜΟΣ ΠΙΝΔΟΥ

ΕΙΚΤΗΣ ΥΠΕΡΙΩ ΟΥΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ (UV-Index)

39 40'13.8"N 20 51'27.4"E ή , καταχωρουνται στο gps ως

Το Έργο LIFE+ AdaptFor

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 15

Transcript:

ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΒΕΛΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΛΑΤΗΣ (Abies cephalonica) ΣΤΗΝ ΠΑΡΝΗΘΑ Ι. Σορώτος 1, Γ. Κοράκης 1, Α.Χ. Παπαγεωργίου 1 1 Δ.Π.Θ., Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων, 68200 Ορεστιάδα. Περίληψη Η κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica, Pinaceae) είναι ένα ελληνικό ενδημικό κωνοφόρο δένδρο που σχηματίζει δάση στά όρη της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Στο όρος Πάρνηθα η κεφαλληνιακή ελάτη εμφανίζεται σε υψόμετρο από 950 m έως 1413 m. Παλαιότερες έρευνες έχουν αναφέρει προβλήματα βιωσιμότητας και υγείας γενικότερα στον πληθυσμό αυτό. Σκοπός της εργασίας είναι η αποτίμηση της ποικιλότητας και διαφοροποίησης των ατόμων ελάτης που προέρχονται από διαφορετικές θέσεις στην Πάρνηθα, σε μορφολογικούς χαρακτήρες των. Για το σκοπό αυτό έγινε δειγματοληψία σε τέσσερις αντιπροσωπευτικούς φυσικούς υποπληθυσμούς του είδους, στην περιοχή Αγίου Πέτρου στο βορρά, στην περιοχή Αγίας Τριάδας στο νότο, στη θέση «Φλάμπουρο» στα ανατολικά και στην κορυφή της Κυράς στα δυτικά. Επιλέχθηκαν 25 άτομα από κάθε υποπληθυσμό και συλλέχθηκαν από κάθε άτομο 2 κλαδίσκοι, ένας εκτεθειμένος στο φως και ένας από το εσωτερικό της κόμης. Σε 10 βελόνες κάθε κλαδίσκου μετρήθηκαν τα χαρακτηριστικά: μήκος, πλάτος, οξύτητα, διάταξη πάνω επιφάνειας κλάδου, γωνία με τον άξονα του κλάδου και πυκνότητα στομάτων πάνω επιφάνειας. Ακολούθησε στατιστική πολυμεταβλητή ανάλυση. Παρατηρήθηκαν συγκεκριμένες τάσεις στην έκφραση των χαρακτήρων που μετρήθηκαν, κυρίως ως προς το μέγεθος και την οξύτητα των και τον αριθμό των στομάτων. Οι τάσεις αυτές φαίνεται να σχετίζονται με το μητρικό πέτρωμα των περιοχών (ασβεστόλιθος, φλύσχης), με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και τη γεωγραφική θέση των περιοχών. Τα αποτελέσματα αυτά οφείλονται πιθανόν σε οικολογικούς παράγοντες και στην ατμοσφαιρική ρύπανση που φτάνει στη νότια πλευρά του πληθυσμού από την πόλη των Αθηνών. Εισαγωγή Η κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica Loudon), ενδημικό στοιχείο της ελληνικής χλωρίδας, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δασοπονικά είδη της χώρας, καθώς σχηματίζει εκτεταμένα δάση στα ορεινά συμπλέγματα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας. Σύμφωνα με τούς Debazac & Μαυρομμάτη (1971), Ντάφη (1973), Αθανασιάδη (1986) και Strid & Tan (1997), η κεφαλληνιακή ελάτη απαντάται μεταξύ των 600-1800 m στα όρη της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας (από τον Ταΰγετο μέχρι τον Τυμφρηστό και την Οξιά - 37 ο μέχρι 39 ο βόρειο γεωγραφικό πλάτος - και από την Κεφαλληνία μέχρι την Εύβοια - 20 ο μέχρι 24 ο ανατολικό γεωγραφικό μήκος), όπου συχνά κυριαρχεί και σχηματίζει αμιγείς ή μικτές με την μαύρη πεύκη συστάδες. Βορειότερα εμφανίζεται σποραδικά μέχρι τον Όλυμπο και τον Άθωνα μέσα σε συστάδες υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii-regis Mattf.). Η ακριβής γεωγραφική εξάπλωση του είδους δεν έχει μέχρι σήμερα αποσαφηνιστεί, καθώς σχετικά με τη φυλογένεια του γένους Abies στον ελληνικό χώρο και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις (Μητσόπουλος 1983, Fady et al. 1992, Scaltsoyiannes et al. 1999).

Το αμιγές ελατοδάσος της Πάρνηθας έχει έκταση 2.537 ha καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού και αποτελεί το πλησιέστερο στην πρωτεύουσα δάσος ελάτης. Η υψομετρική ζώνη εξάπλωσης της ξεκινά από τα 950 μ και φτάνει μέχρι την ψηλότερη κορυφή της Πάρνηθας (Καραβόλα 1413 μ). Τον υπόροφο του δάσους συνθέτουν, κυρίως, αειθαλείς σκληρόφυλλοι θάμνοι όπως Quercus coccifera, Phillyrea latifolia, Quercus ilex, Arbutus unedo, Juniperus oxycedrus, Crataegus sp. (Αμοργιανιώτης 1997). Τα τελευταία χρόνια, έχουν φυτευτεί στην περιοχή της ελάτης αρκετά δένδρα μαύρης πεύκης (Pinus nigra ssp. nigra), ακακίας (Robinia pseudoacacia), θαλάσσιας πεύκης (Pinus maritima) και λίγα άτομα κέδρου του Λιβάνου (Cedrus libani) και φλαμουριάς (Tilia sp.). Η κεφαλληνιακή ελάτη στην Πάρνηθα φύεται σε ασβεστογενή πετρώματα και σπάνια σε φλύσχη, ενώ τα εδάφη είναι γενικά άγονα με ομαλή ή απότομη κλίση. Ένας παράγοντας που επιδρά στο συγκεκριμένο οικοσύστημα και θεωρείται ότι συντελεί στην ξήρανση των ατόμων ελάτης είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση. Στην Πάρνηθα το 1997 μετρήθηκαν τα επίπεδα του τροποσφαιρικού όζοντος με ειδικό μετρητή και βρέθηκαν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 1997, μετρήθηκαν επίπεδα όζοντος περίπου 20.000 ppb.hous, ενώ τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για τα δάση είναι 10.000 ppb.hous (Αμοργιανιώτης 1997). Είναι γνωστό ότι πολλοί αέριοι ρύποι έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα φυτά προκαλώντας οξεία ή χρόνια τοξικότητα, με αποτέλεσμα την πρόωρη γήρανση, τη μείωση της απόδοσης, την αύξηση της ευπάθειας σε ασθένειες και εχθρούς και το σταδιακό θάνατο (Tsopelas et al. 2001). Σύμφωνα με έρευνα για το όζον στο δάσος ελάτης στην Πάρνηθα (Βελισσαρίου & Σκρέτης 1998) διαπιστώθηκε ότι στη νότια περιοχή της Αγίας Τριάδας που «βλέπει» στην πόλη των Αθηνών υπάρχει έντονη παρουσία ρύπων σε σχέση με βόρειες περιοχές. Σε άλλη έρευνα για την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Πάρνηθα (Heliotis et al. 1988) βρέθηκε ότι έλατα από τη νοτιότερη περιοχή της Πάρνηθας εμφάνισαν μείωση της ανάπτυξης από τις αρχές του 1960, ενώ τα δέντρα από τη βορειότερη περιοχή είχαν μειωμένη ανάπτυξη αλλά παρουσίασαν μια επιβράδυνση από το 1970. Τέλος δείγματα λειχήνων απ τη νοτιότερη περιοχή παρουσίασαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα Pb, Zn, Cd, Cu, Al, Mo, Mn, En από ότι τα δείγματα της βορειότερης περιοχής (Heliotis et al. 1988). Όσον αφορά στη ζωτικότητα των δέντρων, σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα, βρέθηκε ότι στις νότιες εκθέσεις υπήρχαν 10 ξηρά δένδρα/στρέμμα περισσότερα από ότι στις βόρειες, ενώ γενικότερα η ανάπτυξη των δέντρων στις νότιες εκθέσεις ήταν χειρότερη (Αμοργιανιώτης & Αγγελόπουλος 1996). Στις βόρειες εκθέσεις το ελατοδάσος είναι πιο πυκνό αφού υπάρχουν 18 δένδρα/στρέμμα περισσότερα από ότι στις νότιες εκθέσεις. Οι συγγραφείς της έρευνας αυτής αποδίδουν τα αποτελέσματα αυτά στο ότι ένα μεγάλο τμήμα του ελατοδάσους, ιδιαίτερα στις ανατολικές και νότιες εκθέσεις, βρίσκεται στα ξηροθερμικά όρια ανάπτυξης της ελάτης. Σε σύγκριση των ελληνικών προελεύσεων της ελάτης στην Μερκάδα Φθιώτιδας, η προέλευση της Πάρνηθας έδειξε χαμηλή αύξηση σε ύψος και μέτρια σε διάμετρο (Παπαγεωργίου & Τσαμαδιάς 1989, Τσιτσιρίκης 2005). Επιπλέον, έδειξε ιδιαίτερα χαμηλή ποικιλότητα τόσο σε αυξητικά χαρακτηριστικά, όσο και σε χημικούς και βιοχημικούς γονιδιακούς δείκτες, γεγονός που αποδόθηκε σε πιθανή μείωση του πληθυσμού κατά το παρελθόν ή στην απομόνωσή του από το κύριο μέρος της εξάπλωσης της ελάτης στην Ελλάδα (Μητσόπουλος 1983, Mitsopoulos & Panetsos 1987, Δρούζας 2000, Drouzas et al. 2002).

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της ποικιλότητας της κεφαλληνιακής ελάτης στην Πάρνηθα, εντός και μεταξύ τεσσάρων διακριθέντων υποπληθυσμών, με τη χρήση μορφολογικών χαρακτηριστικών, καθώς και μια πρώτη εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την ενδεχόμενη επίδραση των οικολογικών παραμέτρων και της ρύπανσης στην ποικιλότητα αυτή. Υλικά και μέθοδοι Τα δείγματα συλλέχθηκαν από τέσσερις υποπληθυσμούς κεφαλληνιακής ελάτης στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας τον Οκτώβριο του 2005 (πίνακας 1). Τα κριτήρια επιλογής των συγκεκριμένων πληθυσμών ήταν η γεωγραφική κατανομή που σχηματίζουν όλοι μαζί, τα ιδιαίτερα σταθμολογικά χαρακτηριστικά, η επίδραση που δέχονται από την ατμοσφαιρική ρύπανση ανάλογα με την θέση τους και η απόσταση μεταξύ τους. Πίνακας 1. Γεωγραφική θέση και σταθμολογικά χαρακτηριστικά των περιοχών συλλογής των δειγμάτων. Υποπληθυσμός Άγιος Πέτρος Αγία Tριάδα Κορυφή Κυράς Φλαμπούρι (Βορράς) (Νότος) (Δύση) (Ανατολή) Γεωγ. πλάτος 38º10 49 38º09 21 38º08 43 38º09 41 Γεωγ. μήκος 23º43 56 23º43 15 23º41 59 23º 44 45 Υψόμετρο 1050 m 1000 m 1160 m 1074 m Κλίσεις μέτριες Μέτριες / ελαφρές μέτριες / ελαφρές μέτριες Πέτρωμα ασβεστόλιθος ασβεστόλιθος μικτός φλύσχης ασβεστόλιθος Έκθεση βόρεια Ποικίλες εκθέσεις Νότια βόρεια / νότια Οι αποστάσεις μεταξύ των δέντρων που επιλέχθηκαν κυμαίνονταν από 50 έως 100μ. ώστε να αποφευχθεί η δειγματοληψία συγγενών ατόμων. Σε κάθε περιοχή συλλέχθηκε δείγμα εικοσιπέντε (25) ατόμων. Από κάθε δέντρο επιλέχθηκε ένα (1) κλαδί με φωτοβελόνες και ένα (1) κλαδί με σκιοβελόνες, ανάλογα με τη θέση που αυτά είχαν στην κώμη. Σε κάθε κλαδί μετρήθηκαν δέκα (10) βελόνες. Μέρος των κλαδίσκων τοποθετήθηκε σε βαθιά ψύξη για μελλοντική εξέταση με δείκτες DNA. Κάθε δείγμα αριθμήθηκε και καταχωρήθηκε μαζί με παρατηρήσεις σχετικά με την κατάσταση υγείας του δέντρου (π.χ. ζωτικότητα, προσβολές). Οι μετρήσεις έγιναν με ειδική κλίμακα και στερεοσκόπιο, με τη μέθοδο που περιγράφεται στον πίνακα 2 και αφορούσαν τα εξής μορφολογικά χαρακτηριστικά: α) μήκος, β) πλάτος, γ) οξύτητα, δ) διάταξη της πάνω επιφάνειας του κλάδου, ε) γωνία με τον άξονα του κλάδου στ) πυκνότητα στομάτων στην πάνω επιφάνεια της. Η επιλογή των χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν έγινε με βάση την ικανότητα διαχωρισμού ειδών και υποειδών του γένους Abies που υπάρχουν στο πείραμα προελεύσεων ελάτης στη Μερκάδα Φθιώτιδος (όπως αυτή προέκυψε από την εργασία του Μητσόπουλου, 1983), επειδή τα χαρακτηριστικά αυτά φανερώνουν πιθανές προσαρμογές σε διαφορετικούς οικολογικούς παράγοντες. Για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων υπολογίστηκε ο μέσος όρος, η τυπική απόκλιση και ο συντελεστής κύμανσης (CV) για κάθε μεταβλητή. Για τα τρία τελευταία χαρακτηριστικά υπολογίστηκε και η συχνότερα εμφανιζόμενη τιμή (τύπος). Ακολούθησε ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) για την περιγραφή της σημαντικότητας των διαφορών των μέσων όρων μεταξύ των υποπληθυσμών και τεστ Duncan για την

ομαδοποίησή τους για κάθε μεταβλητή. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια του προγράμματος SPSS. Πίνακας 2. Χαρακτηριστικά και κλάδων που μετρήθηκαν. Μήκος Απόσταση από τη βάση της μέχρι την κορυφή της (cm) Πλάτος Μέγιστο πλάτος της επίπεδης επιφάνειας της (mm) Οξύτητα Μήκος της από το σημείο όπου έχει πλάτος 1mm ως την κορυφή της (mm) Διάταξη πάνω Μετρήθηκε με τιμές από το 1 ως το 4, ανάλογα με την επιφάνειας του κλάδου ομοιότητα προς 4 χαρακτηριστικούς τύπους (σχήμα 1). Όσο η τιμή πλησιάζει προς το 4 τόσο πολυπληθείς είναι οι Γωνία με τον άξονα του κλάδου Πυκνότητα στομάτων στην πάνω επιφάνεια της βελόνες σχηματίζοντας γωνία 180 παραλληλα του άξονα. Μετρήθηκε με τιμές από το 1 ως το 3, ανάλογα με την ομοιότητα προς 3 χαρακτηριστικούς τύπους (σχήμα 2). Όσο η τιμή πλησιάζει στο 3 τόσο πιο οξεία γίνεται η γωνία. Μετρήθηκε σε κλίμακα από 1 ως 5. Όσο η τιμή πλησιάζει προς το 5 τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των στομάτων από την κορυφή της μέχρι την βάση της. Σχήμα 1. Χαρακτηριστικοί τύποι διάταξης πάνω επιφάνειας του κλάδου Σχήμα 2. Χαρακτηριστικοί τύποι γωνίας με τον άξονα του κλάδου Αποτελέσματα και συζήτηση Η ανάλυση διακύμανσης έδειξε ότι οι μέσοι όροι για όλα τα χαρακτηριστικά διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στους υποπληθυσμούς (επίπεδο σημαντικότητας 0,01). Οι μέσοι όροι, οι τυπικές αποκλίσεις και οι συντελεστές κύμανσης (CV) για τα χαρακτηριστικά που μετρήθηκαν στους τέσσερις υποπληθυσμούς φαίνονται στον πίνακα 3.

Πίνακας 3. Μέσοι όροι (Μ.Ο.), τυπικές αποκλίσεις (Τ.Α.) και συντελεστές κύμανσης (CV) των χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν. Μήκος Πλάτος Οξύτητα Διάταξη Γωνία Πυκνότητα στομάτων (cm) (mm) (mm) Μ.Ο. 2,14 1,93 0,95 3,34 1,76 1,92 Βορράς Τ.Α. 0,44 0,27 0,37 0,77 0,55 1,34 C.V. 0,21 0,14 0,39 0,23 0,31 0,70 Μ.Ο. 2,08 1,95 0,77 3,12 1,44 2,03 Νότος Τ.Α. 0,33 0,18 0,28 0,91 0,50 1,41 C.V. 0,16 0,09 0,36 0,29 0,35 0,69 Μ.Ο. 2,14 1,96 0,78 3,44 1,50 2,27 Δύση Τ.Α. 0,42 0,16 0,26 0,64 0,50 1,50 C.V. 0,20 0,08 0,33 0,19 0,33 0,66 Μ.Ο. 2,04 1,87 0,83 3,42 1,50 2,00 Ανατολή Τ.Α. 0,42 0,23 0,32 0,78 0,54 1,37 C.V. 0,21 0,12 0,39 0,23 0,36 0,69 Πίνακας 4. Ομαδοποίηση υποπληθυσμών κατά Duncan. Οι μέσοι όροι που βρίσκονται στην ίδια γραμμή δεν είναι στατιστικά σημαντικοί (a=0,05) και ανήκουν στην ίδια ομάδα. Βορράς Νότος Δύση Ανατολή Μήκος (cm) Πλάτος (mm) Οξύτητα (mm) Διάταξη Γωνία Πυκνότητα στομάτων 2,076 2,040 2,142 2,144 1,873 1,928 1,953 1,953 1,959 0,77 0,78 0,83 0,95 3,12 3,34 3,44 3,42 1,76 1,44 1,50 1,50 1,92 2,03 2,00 2,27 Οι μέσοι όροι των υποπληθυσμών ομαδοποιήθηκαν κατά Duncan όπως φαίνεται στον πίνακα 4. Φαίνεται ότι η βόρεια και η δυτική περιοχή εμφανίζουν τις μεγαλύτερες τιμές στο μήκος, πλάτος, οξύτητα και στην πυκνότητα στομάτων. Για τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνεται να υπάρχει χαμηλότερος συντελεστής κύμανσης στη νότια πλευρά σε σχέση με τη βόρεια. Αντίστοιχα, η δύση παρουσιάζει χαμηλότερες τιμές από την ανατολή. Πιο αναλυτικά, για το μήκος της, ο νότος και η

ανατολή εμφανίζουν στατιστικά σημαντικά μικρότερες τιμές σε σχέση με το βορρά και τη δύση. Για το πλάτος των ξεχωρίζει η ανατολή με τις μικρότερες τιμές. Τις πιο οξείες βελόνες έχει η βόρεια πλευρά της Πάρνηθας, ενώ η νότια και δυτική πλευρά έχει τη μεγαλύτερη αμβλύτητα. Ως προς τη διάταξη των, η νότια πλευρά φαίνεται να έχει πιο απλή δομή, ενώ οι άλλοι υποπληθυσμοί έχουν πιο πλούσιες βελόνες στους κλαδίσκους. Η γωνία των είναι πιο οξεία στη βόρεια πλευρά του βουνού, ενώ τέλος ο δυτικός υποπληθυσμός έχει πιο πολλά στόματα στις βελόνες. Στον πίνακα 5 παρουσιάζεται η σύγκριση μεταξύ των χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν για όλες τις βελόνες ανάλογα με τη θέση που είχαν αυτές στην κώμη των δέντρων. Πίνακας 5. Τιμές των χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν ανάλογα με θέση των στη κώμη των δένδρων. Μήκος Πλάτος Οξύτητα Διάταξη Γωνία Πυκνότητα στομάτων (cm) (mm) (mm) Μ.Ο. 2,16 2,04 0,75 3,89 1,29 2,76 Φωτοβελόνες Τ.Α. 0,41 0,15 0,30 0,34 0,52 1,52 C.V. 0,19 0,07 0,40 0,09 0,40 0,55 Μ.Ο. 2,04 1,82 0,92 2,77 1,81 1,35 Σκιοβελόνες Τ.Α. 0,40 0,22 0,31 0,71 0,42 0,82 C.V. 0,20 0,12 0,34 0,26 0,23 0,61 Οι βελόνες που βρίσκονται στην εξωτερική πλευρά της κώμης και είναι εκτεθειμένες σε άμεσο φως εμφανίζουν μεγαλύτερο μήκος και πλάτος. Επίσης έχουν μικρότερη οξύτητα και η τιμή της διάταξης πάνω επιφάνειας κλάδου πλησιάζει πιο πολύ το 4, είναι δηλαδή πιο πολυπληθείς και σχηματίζουν σχεδόν γωνία 180 0 παράλληλα με τον άξονα. Τέλος η γωνία των σκιοβελόνων είναι πιο οξεία και η πυκνότητα των στομάτων είναι μηδαμινή σε σχέση με την πυκνότητα των φωτοβελόνων. Τα αποτελέσματα αυτά εξηγούνται πιθανόν από τη φυσιολογική προσαρμογή των στον άμεσο φωτισμό. Σε αντίθεση με τα φύλλα των πλατύφυλλων ειδών, ο άμεσος φωτισμός συνδέεται με μεγαλύτερο μέγεθος στις βελόνες της κεφαλληνιακής ελάτης και περισσότερα στόματα. Από τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής και κυρίως από τους πίνακες 3 και 4, συμπεραίνουμε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους υποπληθυσμούς σε όλα τα χαρακτηριστικά που εξετάστηκαν. Οι διαφορές αυτές μπορούν εν μέρει να ερμηνευτούν ως αποτέλεσμα της άμεσης επίδρασης διαφορετικών εδαφικών, οικολογικών και κλιματικών συνθηκών και ενδεχομένως της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Στη βόρεια περιοχή επικρατεί ασβεστόλιθος, δεν υπάρχουν διαβρώσεις και οι εκθέσεις είναι βόρειες. Στη δυτική περιοχή επικρατεί μικτός φλύσχης, πέτρωμα ευνοϊκότερο για την ανάπτυξη της ελάτης, δεν υπάρχουν διαβρώσεις και οι εκθέσεις είναι νότιες. Επίσης και οι δυο περιοχές βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο και πιθανόν να δέχονται μεγαλύτερο ύψος κατακρημνισμάτων. Αναφορικά με τις διαφορές στην προσπίπτουσα ακτινοβολία φωτός, λόγω έκθεσης μπορεί να αναφερθεί ότι αν ο φωτισμός στο σημείο που βρίσκονται τα δένδρα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας και γνωρίζοντας ότι οι νότιες εκθέσεις δέχονται περισσότερο φωτισμό σε σχέση με τις βόρειες, θα περιμέναμε οι διαφορές νότου-βορρά να ακολουθούν την τάση των διαφορών μεταξύ σκιαζόμενων και φωτιζόμενων

. Βλέπουμε ότι αυτό ισχύει μόνο όσο αφορά την οξύτητα των και τη γωνία τους με τον κλαδίσκο. Για το πλάτος της και την πυκνότητα των στομάτων η έκθεση μοιάζει αδιάφορη, ενώ για το μήκος της και τη διάταξή τους στο άνω μέρος του κλαδίσκου, η τάση είναι ακριβώς αντίστροφη. Άρα δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο φωτισμός είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν. Τα αποτελέσματα πρέπει να οφείλονται και σε άλλους παράγοντες. Τα αποτελέσματα στη μορφολογία των και στη διάταξή τους στους κλαδίσκους της παρούσας έρευνας (πίνακας 3) μπορούν να συγκριθούν με αυτά παλαιότερης πανελλήνιας έρευνας σε κοινό περιβάλλον (Μητσόπουλος 1983), όπου περιλαμβάνονταν και η προέλευση της Πάρνηθας. Διαπιστώνουμε ότι οι μέσες τιμές που βρήκε ο Μητσόπουλος (1983) για το μήκος, το πλάτος και την οξύτητα της της Πάρνηθας πλησιάζουν τις τιμές που ανταποκρίνονται στον ανατολικό υποπληθυσμό της δικής μας έρευνας (πίνακας 3). Αντίθετα, ως προς τη μέση πυκνότητα των στομάτων της πάνω επιφάνειας των η τιμή της παλαιότερης έρευνας είναι πιο κοντά στην αντίστοιχη μέση τιμή του βορρά. Ως προς τον συντελεστή κύμανσης δεν βρέθηκε κάποια σταθερή συσχέτιση ανάμεσα στις τιμές του Μητσόπουλου (1983) και τις αντίστοιχες τιμές των υποπληθυσμών της παρούσας έρευνας. Από τη σύγκριση αυτή, φαίνεται ότι τα δένδρα από την Πάρνηθα, που φυτεύτηκαν στο τεστ προελεύσεων στη Μερκάδα Φθιώτιδος, όπου έγινε η σύγκριση ανάμεσα στις ελληνικές προελεύσεις, πιθανόν να προέρχονται από σπόρο που μαζεύτηκε από την ανατολική περιοχή. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των υποπληθυσμών στην Πάρνηθα δεν φαίνεται να ακολουθεί κάποιο πρότυπο άμεσης φυσιολογικής αντίδρασης των δέντρων στις οικολογικές συνθήκες. Αυτό ισχύει ειδικά για τους χαρακτήρες του μεγέθους των, της οξύτητάς τους και της διάταξής τους στους κλαδίσκους. Αντίθετα, το πλήθος και η πυκνότητα των στομάτων μοιάζει να ακολουθεί μια ανταπόκριση στις συνθήκες φωτισμού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το τεστ προελεύσεων έγινε σε περιοχή που βρίσκεται στο κέντρο της ελληνικής εξάπλωσης της κεφαλληνιακής ελάτης, όπου οι συνθήκες ανάπτυξης είναι σαφώς πιο ευνοϊκές, θα περιμέναμε σε περίπτωση άμεσης επίδρασης του περιβάλλοντος οι μετρήσεις του Μητσόπουλου (1983) να ανταποκρίνονται στη βόρεια ή τη δυτική περιοχή. Αυτό όμως δεν συμβαίνει και με την επιφύλαξη της διαφοροποίησης των χαρακτηριστικών που μετρήθηκαν από χρονιά σε χρονιά και σε διαφορετικές ηλικίες του δέντρου, συμπεραίνουμε ότι πιθανόν οι υποπληθυσμοί της Πάρνηθας να έχουν διαφορετικό γενετικό υπόβαθρο. Οι γενετικές αυτές διαφορές πιθανόν να οφείλονται είτε στην προσαρμογή σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες, ή σε άλλους εξελικτικούς παράγοντες που προκαλούνται από την επίδραση του ανθρώπου στους υποπληθυσμούς και ειδικότερα από τη μείωση των ατόμων και τον κατακερματισμό του πληθυσμού της Πάρνηθας με άμεσες συνέπειες στην τυχαία λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος και στη μεταβίβαση της γενετικής ποικιλότητας από τη μία γενιά στην άλλη. Τόσο ο Μητσόπουλος (1983) όσο και οι Drouzas et al. (2002) θεωρούν πιθανή την ύπαρξη γενετικής εκτροπής στην Πάρνηθα και την Εύβοια λόγω των καταστροφών στα ελατοδάση των περιοχών αυτών κατά το παρελθόν. Γενετικές έρευνες με τη χρήση μοριακών δεικτών θα βοηθήσουν στην ερμηνεία της φύσης της ποικιλότητας μεταξύ των υποπληθυσμών της Πάρνηθας.

Ευχαριστίες Στη διεξαγωγή της έρευνας αυτής συνέβαλλαν σημαντικά ο Δασάρχης Πάρνηθας κ. Γ. Αμοργιαννιώτης και οι υπάλληλοι του Δασαρχείου, ο Δρ. Π. Τσόπελας, ο Ε. Σορώτος, η Β. Λυρίτση, ο Γ. Φουρναράκης, ο Σ. Χατζησκάκης και ο Σ. Τσιβράς. Βιβλιογραφία Αθανασιάδης, Ν. 1986. Δασική Βοτανική (Δέντρα και Θάμνοι των Δασών της Ελλάδας) - Μέρος ΙΙ. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη. Αμοργιανιώτης, Γ. 1997. Μελέτη της Δομής και της Εξέλιξης του Ελατοδάσους στην Πάρνηθα. Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Τόμος Δ. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Δασαρχείο Πάρνηθας, Μενίδι. Αμοργιανιώτης Γ. και Αγγελόπουλος Α., 1996. Έρευνα της δομής και της εξέλιξης του ελατοδάσους Πάρνηθας. Έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Γεν. Γραμμ. Δασών & Φ. Π., Δασαρχείο Πάρνηθας, Μενίδι. Βελισσαρίου, Δ., και Λ. Σκρέτης, Λ. 1998. Φυτοτοξικές συγκεντρώσεις του αερίου ρύπου όζοντος στο δάσος ελάτης του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας. Περιλήψεις Ανακοινώσεων στο 9ο Πανελλήνιο Φυτοπαθολογικό Συνέδριο, Αθήνα 20-22 Οκτωβρίου 1998, Ελληνική Φυτοπαθολογική Εταιρεία, σελ. 59. Debazac, E. και Μαυρομμάτης, Γ. 1971. Αι μεγάλαι οικολογικαί διαιρέσεις της δασικής βλαστήσεως εις την ηπειρωτικήν Ελλάδα. Ι.Δ.Ε.Α. 48: 1-35. Δρούζας, Α.Δ. 2000. Ανάλυση Ποικιλότητας της Ελληνικής Ελάτης με Χρήση Βιοχημικών και Μοριακών Δεικτών. Διδακτορική διατριβή. Α.Π.Θ., Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη. Drouzas, A.D., Papageorgiou, A.C., Scaltsoyiannes, A., and K.P. Panetsos. 2002. Adaptive and non-adaptive traits in fir populations. In: Dynamics and Conservation of Genetic Diversity in Forest Ecosystems. Strasbourg, 2-5 December 2002. Book of abstracts, p. 121. Fady, B., Arbez, M., and A., Marpeau. 1992. Geographic variability of terpene composition in Abies cephalonica and Abies species around the Aegean: hypotheses for their possible phylogeny from the Miocene. Trees 6: 162-171. Heliotis, F.D., Karandinos, M.G., and J.C. Whiton. 1988. Air pollution and the decline of the Fir Forest in Parnis National Park, Near Athens, Greece. Environmental pollution 54: 29-40. Μητσόπουλος, Δ.Ι. 1983. Προσδιορισμός Ποικιλότητας της Ελάτης της Ελλάδος με τη Χρήση Χημικών και Μορφολογικών Χαρακτηριστικών. Διδακτορική διατριβή. Α.Π.Θ., Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη. Mitsopoulos, D.J., and C.P., Panetsos. 1987. Origin of variation in fir forests of Greece. Silvae Genetica 36: 1-15. Ντάφης, Σ. 1973. Ταξινόμηση της δασικής βλαστήσεως της Ελλάδος. Επιστ. Επετ. Γεωπ. και Δασ. Σχολ. Παν. Θεσσαλονίκης. 15: 75-91. Παπαγεωργίου, Α.Χ., και Γ. Τσαμαδιάς. 1989. Δοκιμή Προελεύσεων και Ειδών Ελάτης στο Arboretum Μερκάδας. Πτυχιακή Διατριβή. Α.Π.Θ., Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη. Scaltsoyiannes, A., Tsaktsira, M., and A.D. Drouzas. 1999. Allozyme differentiation in the Mediterranean firs Abies, Pinaceae. A first comparative study with phylogenetic implications. Plant Systematics & Evolution 216: 289-307. Strid, A. and Tan, K. 1997. Flora Hellenica. Vol. I. Konigstein.

Τσιτσιρίκης, Π. 2005. Απόδοση Προελεύσεων Ελάτης στην Πειραματική Φυτεία της Μερκάδας. Πτυχιακή Διατριβή. Δ.Π.Θ., Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Ορεστιάδα. Tsopelas, P., Angelopoulos, A., Economou, A., Voulala, M., and E., Xanthopoulou. 2001. Monitoring crown defoliation and tree mortality in the fir-forest of Mount Parnis, Greece. In: Radoglou, K. (ed.) Proceedings of the International Conference: Forest research, a Challenge for an Integrated European Approach. August 27-1 September 2001, Thessaloniki, Greece pp.253-258. Summary The Greek fir (Abies cephalonica, Pinaceae) is an endemic coniferous tree that builds forests on the mountains of Peloponnesus and Central Greece. In Mt Parnitha, the Greek fir grows in an altitude range from 950 m to 1413 m. Previous research has reported viability and health problems for this population. The aim of this study is the description of diversity and differentiation of fir individuals growing on different sites in Parnitha, in morphological needle traits. Sampling was performed in four representative natural subpopulations in the locations of Agios Petros in the north, Agia Triada in the south, Flabouro in the east and on the top of Kyra in the west. 25 individuals were selected for each subpopulation and two branches were harvested from each individual. One branch came from the outer side of the crown which is exposed to the sun and the other one from the inner crown, where light is not intensive. For 10 needles from each branch 6 morphological characteristics were measured: needle length and width, needle sharpness, needle position on the branch, angle of needles to the branch and stomata density. The data was processed through multivariable statistics. The measured characters showed specific trends, especially for needle size and sharpness and stomata density. These trends seem to correlate with the geological background of the areas, their aspect and geographical location. Furthermore, these results may also relate with the exposure of the trees to the pollution of Athens urban area at the south side of the mountain.