ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Πρόεδρος ΚΕΠΠ πρώην Υποσργός Ελλάδα: Από ηην κρίζη ζηην Ανάκαμψη; Ομιλία ζηην παροσζίαζη μελέηης ηοσ ΚΕΠΠ για ηο ΕΒΕΑ Τεηάρηη, 10 Ιοσλίοσ 2013 1
Ελλάδα: Από την Κρίση στην Ανάκαμψη; Οι τράπεζες και, γενικότερα, ο χρηματοοικονομικός τομέας συμβάλλουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας. Όταν οι τράπεζες είναι υγιείς και εξασφαλίζουν επαρκή χρηματοδότηση και ρευστότητα στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, η σταθερότητα και η ανάπτυξη είναι εφικτοί στόχοι οικονομικής πολιτικής. Όταν οι τράπεζες κλονίζονται, οι οικονομίες κινδυνεύουν με κατάρρευση. Δεν είναι σύμπτωση ότι οι οικονομικές κρίσεις κατά κανόνα εκδηλώνονται όταν προκύπτει σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από την κρίση και η επάνοδος σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης προϋποθέτει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εξασφάλιση συνθηκών ομαλής λειτουργίας τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ισπανία ή η Ιρλανδία, οι τράπεζες δεν φέρουν την κύρια ευθύνη για την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Στη χώρα μας, την ευθύνη φέρει το κράτος, το οποίο, μέσα από άφρονες πολιτικές, οδηγήθηκε από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας σε de facto χρεοκοπία, παρασύροντας τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών. Η απαξίωση των κρατικών ομολόγων μετέφερε την κρίση στο τραπεζικό σύστημα, με τις απώλειες να κλειδώνονται οριστικά στο PSI και την εθελοντική επαναγορά. Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό, πριν αναφερθώ στο ζήτημα των τραπεζών, να επιχειρήσω μια συνοπτική αποτίμηση της σημερινής θέσης και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι η στιγμή να εξετάσουμε το παρελθόν. Είναι, όμως, επιβεβλημένη η διαπίστωση ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια οδήγησαν στη μεγαλύτερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου με πτώση του ΑΕΠ κατά 25%, ενώ το ποσοστό ανεργίας ανέβηκε στο 27% και για τους νέους πάνω από το 2
60%. Δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και πολλές υγιείς επιχειρήσεις, έκλεισαν ενώ αδύναμες ομάδες του πληθυσμού ζουν, πλέον, κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι κοινωνικές υπηρεσίες υπολειτουργούν, ενώ αναπτύσσονται εξτρεμιστικά πολιτικά κινήματα κυρίως στο χώρο της άκρας δεξιάς, που ενθαρρύνουν την άσκηση βίας και την ανομία. Απέναντι στο τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό αυτό κόστος, τα οφέλη είναι πενιχρά. Με εξαίρεση την αξιοσημείωτη μείωση του πρωτογενούς (χωρίς τους τόκους) δημοσιονομικού ελλείμματος, οι υπόλοιποι δείκτες είτε κινούνται αρνητικά, είτε παρουσιάζουν επίπλαστη βελτίωση. Ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, το κρισιμότερο δημοσιονομικό μέγεθος, βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, που δεν εξασφαλίζουν μακροχρόνια βιωσιμότητα. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται κυρίως στην εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή τη μείωση των εισοδημάτων, δεδομένου ότι δεν πραγματοποιήθηκαν διαρθρωτικές αλλαγές και επενδύσεις που θα αύξαναν την παραγωγικότητα και θα αναβάθμιζαν την ανταγωνιστική θέση της χώρας σε μονιμότερη βάση. Είναι φανερό ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν απέτυχαν. Το παραδέχεται, πλέον, και το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο σχεδιασμός των Μνημονίων ήταν εσφαλμένος : υπερβολική έμφαση στη λιτότητα, ανεπαρκής ώθηση διαρθρωτικών αλλαγών, απουσία αναπτυξιακής πολιτικής, αδράνεια στην προώθηση της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης για τη θεραπεία των συστημικών αδυναμιών της διακυβέρνησης της ευρωζώνης. Ευρωομόλογα, ενιαία δημοσιονομική αρχή, κοινός προϋπολογισμός, τραπεζική ένωση, ανάληψη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα του ρόλου του δανειστή έσχατης ανάγκης, μετατίθενται στο απώτερο μέλλον. Από την πλευρά της, η χώρα μας, ενώ έδειξε εξαιρετική επιμέλεια στην πιστή εφαρμογή των συνταγών λιτότητας, υπήρξε άτολμη και αναποτελεσματική στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών. Ιδιωτικοποιήσεις, απελευθερώσεις αγορών, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, εκσυγχρονισμός του κράτους, είτε δεν προχώρησαν, είτε κινήθηκαν με πολύ αργούς ρυθμούς. 3
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα, τον τελευταίο χρόνο, διαθέτει μια κυβέρνηση η οποία έχει καθαρή γραμμή και τη βούληση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια σταθεροποίησης. Όμως, η απόσταση από το στόχο, την έξοδο από την κρίση και την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ικανών να απορροφήσουν την ανεργία, παραμένει τεράστια, ενώ οι κίνδυνοι εκτροπής δεν έχουν εκλείψει. Οι οικονομικές προοπτικές συνεχίζουν να είναι αβέβαιες. Οι αντοχές της κοινωνίας, αλλά και του ίδιου του πολιτικού συστήματος, εξαντλούνται. Για πόσο χρόνο ακόμα θα υπάρχουν κυβερνήσεις και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες διατεθειμένες να ψηφίζουν και να υλοποιούν επαχθή και μη δημοφιλή μέτρα; Είναι επείγον να υπάρξει κινητοποίηση της κυβέρνησης, καθώς και των παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, με στόχο την ανάκαμψη της οικονομίας, που αποτελεί το κλειδί για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό. Ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών, ουσιαστική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων με τη συνδρομή ευρωπαϊκής βοήθειας, δραστική μείωση του επίσημου δημόσιου χρέους προς τις χώρες της ευρωζώνης, αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την επιτυχία της προσπάθειας. Η εξασφάλιση, όμως, αυτών των προϋποθέσεων δεν θα αποδώσει, αν δεν συνοδευτεί με την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Στις σημερινές συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας, είναι αδύνατη η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η μελέτη διαπιστώνει ότι η ευρωζώνη είναι νομισματικά κατακερματισμένη, με ζώνες χωρών που απολαμβάνουν πλήρως τις δυνατότητες που παρέχονται από τη νομισματική χαλάρωση, με άλλες να είναι εντελώς αποκομμένες όπως η Ελλάδα, και με ενδιάμεσες περιπτώσεις όπως η Ισπανία. Ιδιαίτερα εκτεθειμένες είναι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), που αποτελούν τον κορμό της οικονομίας μας. Η υποβαθμισμένη ποιότητα των ισολογισμών τόσο των τραπεζών όσο και των επιχειρήσεων έχει υποσκάψει τις σχέσεις εμπιστοσύνης 4
μεταξύ των βασικών συντελεστών της αλυσίδας παροχής ρευστότητας σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, από τις νομισματικές αρχές μέχρι τον τελευταίο δανειολήπτη. Οι προβληματικές αυτές σχέσεις συνιστούν σήμερα το βασικό αίτιο της αδυναμίας χρηματοδότησης της οικονομίας. Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να είναι αποκομμένες από την ευρωπαϊκή διατραπεζική αγορά με συνέπεια να παρεμποδίζεται η ροή ρευστότητας, που παράγεται στην ευρωζώνη, προς την ελληνική οικονομία. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά έχουν αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης, ενώ οι τράπεζες αμφισβητούν την ικανότητά τους να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες είναι περισσότερο προσανατολισμένες στην εξυγίανση του υπάρχοντος χαρτοφυλακίου παρά στην περαιτέρω διόγκωσή του. Οι χορηγήσεις δανείων συνεχίζουν να κινούνται με αρνητικό πρόσημο. Αποτέλεσμα αυτών των αρνητικών επιρροών είναι ότι οι ελληνικές ΜΜΕ δανείζονται με επιτόκια που υπερβαίνουν κατά 4 έως 5 ποσοστιαίες μονάδες τα αντίστοιχα επιτόκια επιχειρήσεων στη Γερμανία και τις άλλες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης. Η ανταγωνιστική τους θέση διαβρώνεται, ενώ η πιστωτική στενότητα αφαιρεί δυνατότητες για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη μακροχρόνια. Υπονομεύεται το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα, επομένως, της χρηματοδότησης δεν μπορεί να επιλυθεί με συμβατικά μέσα νομισματικής ή άλλης πολιτικής, όπως η, σε κάθε περίπτωση, αναγκαία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Απαιτούνται επιλεκτικές, μη συμβατικές, παρεμβάσεις στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή στους κινδύνους που έχει προκαλέσει η καταστροφή της εμπιστοσύνης από τη βαθειά ύφεση και τις αστοχίες του προγράμματος προσαρμογής. Συγκεκριμένα, οι δημόσιοι εθνικοί και ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να αναλάβουν μέρος των πιστοδοτικών κινδύνων μέσω ενός διευρυμένου προγράμματος εγγυήσεων. Καταρχήν, στο πλαίσιο μιας σταθεροποιητικής πολιτικής, η ΕΚΤ πρέπει να χαλαρώσει τους όρους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, μειώνοντας το κόστος του χρήματος. Αυτό απαιτεί χαλάρωση των κριτηρίων καταλληλότητας των ενεχύρων και μερική 5
ανάληψη του κινδύνου που ενσωματώνεται στους ισολογισμούς των τραπεζών της περιφέρειας. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα εξασφάλιζε πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση από την ΕΚΤ διευκολύνοντας την επανασύνδεση των ελληνικών τραπεζών με την ευρωπαϊκή διατραπεζική αγορά για τη διοχέτευση πρόσθετης ρευστότητας στην οικονομία. Ο κρίκος τράπεζες-επιχειρήσεις πρέπει να ενισχυθεί με μια ευρείας έκτασης πολιτική εγγυήσεων επιχειρηματικού κινδύνου. Οι τράπεζες πρέπει να αποκτήσουν πρόσθετες κεφαλαιακές δυνατότητες και μεγαλύτερη κάλυψη κινδύνων για τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ. Στη μελέτη περιγράφονται αρκετές τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως: Μείωση των απαιτούμενων εποπτικών κεφαλαίων για δάνεια προς ΜΜΕ. Διευκόλυνση των τιτλοποιήσεων δανείων προς ΜΜΕ με εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Αναβάθμιση, με προσθήκη ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου (π.χ. του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), των εγγυήσεων που έχουν εκδοθεί από το ελληνικό δημόσιο για τραπεζικές και επιχειρηματικές ομολογίες. Ουσιαστική επέκταση των δανείων της ΕΤΕπ προς τις ελληνικές τράπεζες, για την ενίσχυση των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου, με τις οποίες εκδίδονται τα δάνεια προς τις ΜΜΕ. Χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων προς τις ελληνικές ΜΜΕ. Παρά την πρόσφατη ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι σε θέση, λόγω των γενικότερων επιπτώσεων από την καταστροφή της εμπιστοσύνης, να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Επιβάλλεται η άμεση λήψη θαρραλέων, μη συμβατικών μέτρων νομισματικής κυρίως πολιτικής για τη δημιουργία προϋποθέσεων ανάκαμψης της οικονομίας. Η ελληνική κυβέρνηση και οι ευρωπαϊκές αρχές πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. 6